Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2012

ΑΝΔΡ. MIX. ΑΝΔΡΕΑΔΟΥ: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΘΝΙΚΩΝ ΔΑΝΕΙΩΝ

ΑΝΔΡ. MIX. ΑΝΔΡΕΑΔΟΥ: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΘΝΙΚΩΝ ΔΑΝΕΙΩΝ
ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ FREE photo hosting by Fih.gr
Η ιστορία των δανείων της ανεξαρτησίας (1824-1825), ένα ζήτημα το οποίο ταλάνισε με σκανδαλολογία την ελληνική πολιτική σκηνή επί δεκαετίες. Το δημόσιο χρέος, που συσσώρευσαν τα δάνεια, επιβάρυνε την οικονομία του νεαρού κράτους και λειτούργησε σωρευτικά στη χρεοκοπία (1893) και στην επιβολή Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου στη χώρα (1898). Ο Ανδρεάδης εξιστορεί με μεγάλη ακρίβεια τη σύναψη και τη χρήση των δανείων βάσει πρωτογενών πηγών, του ελληνικού και ξένου οικονομικού Τύπου και επισήμων εκθέσεων, όπως την δίτομη Απολογία του Ι. Ορλάνδου και Α. Λουριώτη (1839-1840) και τις Παρατηρήσεις επί της Απολογίας τους του Γ. Σπανιολάκη (1840, βλ. αρ. 109 της Βιβλιοθήκης Ιστορικών Μελετών). Εν συνεχεία εξετάζει τις διαπραγματεύσεις της βαυαρικής δυναστείας για διακανονισμό του εξωτερικού χρέους με το Λονδίνο και των εσωτερικών οφειλών (αποζημιώσεων) προς τις τρεις «ναυτικές νήσους» (Ύδρα, Σπέτσες και Ψαρά) για τις «μεγάλες χρηματικές θυσίες» τους κατά τον Αγώνα του 1821. Στο τέλος, ο συγγραφέας δημοσιεύει πίνακες με το ονομαστικό και το πραγματικό δημοσιονομικό χρέος της Ελλάδας κατά τον προϋπολογισμό του 1862. Η αναστατική έκδοση περιλαμβάνει ευρετήριο κυρίων ονομάτων, τόπων και οικονομικών όρων.
(Ολόκληρο το βιβλίο σε απλό κείμενο).
ΑΝΔΡΕΑΣ MIX. ΑΝΔΡΕΑΔΗΣ

ΙΣΤΟΡΙΑ
ΤΩΝ
ΕΘΝΙΚΩΝ ΔΑΝΕΙΩΝ
ΥΠΟ
ΑΝΔΡ. MIX. ΑΝΔΡΕΑΔΟΥ
Υφηγητού της Πολιτικής Οικονομίας και Δημοσιολογίας εν τω Εθν.
Πανεπιστημίω.
Διδάκτορος του Δικαίου. Διδάκτορος των Πολιτικών και Οικονομικών Επιστημών.
Lauréat της εν Παρισίοις Νομικής Σχολής.
ΜΕΡΟΣ Α'
ΤΑ ΔΑΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ (1824 - 1825) — ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟΝ ΧΡΕΟΣ ΕΠΙ
ΤΗΣ ΒΑΥΑΡΙΚΗΣ ΔΥΝΑΣΤΕΙΑΣ

ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ
ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟΝ "ΕΣΤΙΑ,, Κ. ΜΑΪΣΝΕΡ ΚΑΙ Ν. ΚΑΡΓΑΔΟΥΡΗ
1904

ΑΝΔΡ. MIX. ΑΝΔΡΕΑΔΟΥ

ΜΕΡΟΣ Α'
ΤΑ ΔΑΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ (1824 - 1825) ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟΝ ΧΡΕΟΣ ΕΠΙ ΤΗΣ
ΒΑΥΑΡΙΚΗΣ ΔΥΝΑΣΤΕΙΑΣ
ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ
ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟΝ "ΕΣΤΙΑ,,

Κ. ΜΑΪΣΝΕΡ ΚΑΙ Ν. ΚΑΡΓΑΔΟΥΡΗ
1904

A MONSIEUR

CHARLES LYON - CAEN
MEMBRE DE L’INSTITUT


ΕΙΣΑΓΩΓΗ


C’est une lamentable histoire que celle de la dette hellénique»,
διά των λέξεων τούτων ήρχετο, προ πεντήκοντα και επτά ετών, ο Casimir Leconte της μελέτης του δημοσίου χρέους της Ελλάδος (1)
Μετά πάροδον σχεδόν έξ δεκαετηρίδων ο επιχειρών συγγραφήν περί του αυτού θέματος δύναται ν' αναγράψη και αυτός την αυτήν φράσιν πλην τούτο δεν είναι λόγος επαρκής όπως αποστή από του εγχειρήματος. Και πράγματι, εάν είναι αληθές ότι «ο λαός ο μελετών την ιστορίαν αυτού κρίνει ορθότερον και περί των παρόντων πραγμάτων και περί της μελλούσης αυτού τύχης (2)», είναι ανάγκη μετ' ίσης παρρησίας να εξιστορώνται τα ατυχήματα ενός έθνους όσον και αι επιτυχίαι αυτού.
Αφ' ετέρου, των δημοσίων χρεών αποτελούντων σήμερον ένα των σπουδαιοτέρων παραγόντων του οικονομικού βίου των νεωτέρων κρατών, είναι ανάγκη ο επιλαμβανόμενος δημοσιονομικών μελετών να μη παραλείψη τον κυριώτατον τούτον κλάδον της δημοσιολογίας (3).
Προ τοιαύτης λοιπόν ανάγκης, της ερεύνης δηλονότι του δημοσίου χρέους της Ελλάδος, ευρέθημεν και ημείς (4), η ιδέα δ' όμως της παρούσης μελέτης, ως όλου αυτοτελούς, επήγασεν εκ των λυπηρών γεγονότων του θέρους του 1897.
Έκτοτε δε δεν επαύσαμεν συλλέγοντες ύλην, ευτυχήσαντες μάλιστα, κατά την εν Αγγλία διαμονήν, ν' αρυσθώμεν πλείστας πληροφορίας εξ ιδιωτικού αρχείου, όντως μοναδικού διά τε την ταξινόμησιν και την πληθύν των πληροφοριών των αφορωσών εις τα πράγματα της Ανατολής.
Αι δυσκολίαι του θέματος ήσαν προφανείς. Η μεγαλειτέρα δ' αυτών υπήρξεν η έλλειψις προηγουμένων μελετών και επισήμων δημοσιευμάτων, οπωσδήποτε πλήρων και ακριβών.
Άλλη μεγάλη δυσκολία ενέκειτο εν τη εκλογή της ύλης. Εν ώ πράγματι ήτο αδύνατον ν' αποκλεισθώσι τα ιστορικά γεγονότα, άτινα εξηγούσι την συνομολόγησιν, την διάθεσι και την διαρρύθμισιν των εθνικών δανείων, ήτο εξ άλλου κίνδυνος μήπως η ιστορία των ελληνικών δανείων μεταβληθή εις πολιτικήν ιστορίαν της Ελλάδος. Τον σκόπελον τούτον δεν κατωρθώσαμεν να διαφύγωμεν κατ' αρχάς, είχε δε το παρόν έργον λάβη τοιαύτας διαστάσεις, ώστε προ έξ μηνών ηναγκάσθημεν να προβώμεν εις τελείαν αυτού ανασκευήν. Εργασθέντες δε δι' όλου του θέρους κατωρθώσαμεν να επαναφέρωμεν αυτό εις τα παρόντα όρια. Φοβούμενοι δ' όμως πάλιν μήπως νυν φανή υπερμέτρως συνεπτυγμένον, αναγράφομεν ενταύθα, δίκην αιτιολογίας, τας ολίγας ταύτας γραμμάς.
Η ιστορία των ελληνικών δανείων διαιρείται αφ' εαυτής εις τρεις περιόδους:
Την πρώτην, ήτις εξικνείται μέχρι της εγκαθιδρύσεως της βασιλείας του Γεωργίου, περιλαμβάνουσα την ιστορίαν των δανείων της επαναστάσεως και του δημοσίου χρέους της Βαυαρικής δυναστείας.
Την δευτέραν, ήτις αρχομένη από της μεταπολιτεύσεως περατούται τον Δεκέμβριον του 1893 μετά της αποκοπής των χρεών.
Την τρίτην, ήτις περιλαμβάνει τας περί συμβιβασμού διαπραγματεύσεις, την επιβολήν του διεθνούς ελέγχου, και τα μετά το 1897 συμβάντα.
Η δευτέρα περίοδος υποδιαιρείται εις δύο σχεδόν ισόχρονα τμήματα, ων το μεν πρώτον περιορίζεται εις εσωτερικά δάνεια, το δε δεύτερον, χρονολογούμενον αφ' ης εποχής ηνοίχθησαν εις τα Ελληνικά χρεώγραφα αι πύλαι των ευρωπαϊκών χρηματιστηρίων, περιλαμβάνει ποικίλα δημόσια χρέη, εν οις και σχεδόν πάντα τα μεγάλα εξωτερικά.
Η μελέτη της τρίτης περιόδου θ' απαιτήση, εκτός της εκθέσεως των περί συμβιβασμού διαπραγματεύσεων, την μελέτην του θεσμού του διεθνούς ελέγχου και την παραβολήν, υπό την έποψιν ταύτην, της θέσεως της Ελλάδος προς εκείνην άλλων κρατών κατά το μάλλον ή ήττον υπό οικονομικήν κηδεμονίαν διατελούντων.
Εις τας τρεις ταύτας περιόδους αντιστοιχούσι τα τρία μέρη του παρόντος πονήματος.
Αρχόμενοι της δημοσιεύσεως αυτού ευχάριστον καθήκον ηγούμεθα να εκφράσωμεν την ημετέραν ευγνωμοσύνην προς πάντας, όσοι πολυειδώς προσήλθον ημίν επίκουροι. Ιδίως δε προς δυο σεβαστούς φίλους, ων ο μεν κατά την κυοφορίαν ο δε κατά την συγγραφήν του έργου παρέσχον ημίν τοσαύτας πολυτίμους πληροφορίας και συμβουλάς. Επιτραπήτω ημίν τέλος να ευχαριστήσωμεν ονομαστί τον διευθύνοντα την βιβλιοθήκην της Βουλής κ. Π. Καλογερόπουλον και τον βοηθόν αυτού κ. Ραζήν, ων αμφοτέρων την υπομονήν και την προθυμίαν ηθέλομεν έχη εξαντλήση, εάν, ως γνωστόν, δεν ήσαν ανεξάντλητοι.
Αθήναι τη 20 Σεπτεμβρίου 1904.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ


Α'
ΕΡΓΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ

Αιών (Εφημερίς, ο). — Φύλλα 1ης και 9ης Αυγούστου 1880.
Βαλαωρίτης (I. Α.). — Ιστορία της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος. — Αθήναι, 1901.
Γενναδίου (I.). — Έκθεσις 17/29 Δεκεμβρίου 1875.
Εισήγησις της επιτροπής της Βουλής περί των νομοσχεδίων των στρατιωτικών και ναυτικών συντάξεων (Νόμοι 2ας και 12ης Φεβρουαρίου 1859), 11 Δεκεμβρίου 1858.
Εθνοφύλαξ (Εφημερίς, ο) — Φύλλα 25ης Οκτ. 1863 και 8ης Αυγούστου 1880.
Έκθεσις της επιτροπής της Γερουσίας (Εισηγητής Χατζίσκος) περί του δανείου των εξήκοντα εκατομμυρίων, 8 Μαρτίου 1860.
Έκθεσις λογιστική περί του γενικού λογαριασμού των μετατραπέντων δανείων του 1824 και 1825. — Αθήναι 1890.
Εφημερίς της Κυβερνήσεως (Συλλογή του φύλλου).
Εστία (Εφημερίς, η). — Φύλλον 2ας Απριλίου 1904.
Ημέρα (Εφημερίς, η). — Φύλλον 14/26ης Ιουνίου 1872.
Ιστορικόν Αρχείον Ρώμα, μετά προλόγου του εκδίδοντος Δ. Γρ. Καμπούρογλου. — Αθήναι 1901.
Καλλιγάς (Παύλος).
— Θάνος Βλέκας, μυθιστορία (ανεδημοσιεύθη εκ της Πανδώρας του 1855 εν τη Εθνική Βιβλιοθήκη του Γ. Μπαρτ, ά. η.).
— Λόγος 11ης Δεκεμβρίου 1880 περί Κυρώσεως της συμβάσεως των Βαυαρικών δανείων (ανεδημοσιεύθη εν Μελέταις και Λόγοις, τόμ. β').
Κανάρης (Κωνσταντίνος). — Έκθεσις εισηγητική της 26ης Απριλίου 1846 περί του προϋπολογισμού του Υπουργείου των Ναυτικών (εν τω ψηφισθέντι προϋπολογισμώ του 1845).
Κοντόσταυλος (Α.). — Τα περί των εν Αμερική ναυπηγηθεισών φρεγατών. — Αθήναι, 1855 (5)
Koρεσίου (Ν. Θ.). — Υπόμνημα περί Αγγλοελληνικών δανείων. — Αλεξάνδρεια, 1868.
Κορφιωτάκη (τότε Υπουργού Οικον.). — Έκθεσις περί του προϋπολογισμού του 1848.
Κυριακίδης (Επ.). — Ιστορία του Συγχρόνου Ελληνισμού (1832 - 1892). — 2 τόμοι, Αθήναι 1892.
Λευκή Βίβλος. — Μετατροπή των δανείων του 1824 και 1825. — Αθήναι, 1879.
Λεβέντης (Α.). — Περί του δημοσίου των Ελλήνων χρέους του 1824 και 1825 και περί νέου δανείου. — Αθήναι, 1865.
Μάμουκα (Ανδρ. Ζ.). — Τα κατά την Αναγέννησιν της Ελλάδος, ήτοι συλλογή των περί την αναγεννωμένην Ελλάδα πολιτευμάτων, νόμων και άλλων επισήμων πράξεων από του 1821 μέχρι τέλους του 1832. — 11 τόμοι, Αθήναι 1839 - 1852.
Μένδελσων - Βαρθόλδης (Κ). — Ιστορία της Ελλάδος, από της εν έτει 1453 αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως υπό των Τούρκων μέχρι των καθ' ημάς χρόνων. — 2 τόμοι, ελληνική μετάφρασις Αγγέλου Βλάχου, Αθήναι 1873 - 1876.
Μεταξά (Α.). — Γενικοί Λογαριασμοί του Κράτους υπό Ιανουαρίου 1833 μέχρι Δεκεμβρίου 1843 (Έκθεσις λογιστική). — Αθήναι, 1849 ( 6).
Μήλιος (Σπ.). — Αγόρευσις εν τη Γερουσία περί της χρήσεως του δανείου των εξήκοντα εκατομμυρίων (23 Μαρτίου, 1860).
Ορλάνδου (Αν.). — Ναυτικά. — 2 τόμοι, Αθήναι 1869.
Ορλάνδου (Ιω. και Ανδρ. Λουριώτου). — Απολογία εις την κατ' αυτών εκδοθείσαν απόφασιν του Ελεγκτικού Συνεδρίου. — 2 τόμοι, Αθήναι 1839 - 1840.
Παλαμήδης (Ρήγας). — Αγόρευσις προ της Γερουσίας περί της Φάλαγγος και της διαλύσεως αυτής (8 Οκτωβρίου 1856).
Παπαρρηγόπουλος (Κ.). — Ιστορία του Ελληνικού έθνους. — 5 τόμοι, γ' έκδοσις, Αθήναι 1896.
Πρακτικά της εν Προνοία κατ' επανάληψιν δ' Εθνικής των Ελλήνων Συνελεύσεως. — Ναύπλιον. 1832.
Πρακτικά Βουλής.
Πρακτικά Γερουσίας.
Πρακτικά Συνεδριάσεως 28ης Οκτωβρίου 1868 (Κύρωσις της μετά των κληρονόμων του Όθωνος συμβάσεως· λόγοι Π. Δηλιγιάννη. Βαλασσοπούλου κτλ.).
Σπανιολάκης (Γ.). — Παρατηρήσεις επί της Απολογίας I. Ορλάνδου και Α. Λουριώτου. — Αθήναι, 1840.
Τρικούπης (Σπ.). — Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως. — 4 τόμοι, α' έκδοσις Λονδίνον, 1853 - 1857, γ' έκδοσις Αθήναι, 1888.
Χρηστίδης. — Αγόρευσις προ της Γερουσίας περί του κανονισμού του δανείου των εξήκοντα εκατομμυρίων (22 Μαρτίου 1860).

Β'
ΕΡΓΑ ΞΕΝΑ


About (Edmond). — La Grèce Contemporaine. — δ' έκδοσις· Παρίσιοι, 1860.

Bayard (William). — An exposition of the conduct of the two houses of G. G. and S. Howland and Le Roy, Bayard and Cο, in relation to the two frigates Liberator and Hope. In answer to a Narrative on that subject by Mr. Alexander Contostavlos. — Νέα Υόρκη, 1826.
Blaquière (Edward).1824.
— The Greek Revolution, its Origin and Progress together with some remarks on the religion, national character etc. in Greece. — Λονδίνον,
— Narrative of a Second Visit to Greece, including facts connected with the last days of Lord Byron, extracts from correspondance, official documents etc. — Λονδίνον, 1825.
Broglie (Duc de). — Discours du 8 Mai sur le projet de loi relatif à l'emprunt grec (ανετυπώθη εν τοις écrits et discours τόμ. β').
Bulwer (H. Lytton). — An Autumn in Greece, comprising sketches of the character, customs and scenery of the Country. In letters addressed to C. B. Sheridan. — Λονδίνον, 1826.
Circular of the committee of Greek Bondholders (a). — 7 Νοεμβρίου 1862. Λονδίνον.
Contostavlos (Α.). — A narrative of the material facts in relation with the building of the two frigates — α' έκδ. Νέα Υόρκη. 1826· β' έκδ. with a postcriptum by R. Sedgwick, αυτό έτος.
Correspondance respecting the failure of the Greek Government to provide for the payment of the interest and sinking fund of the Greek Loan. — Λονδίνον, 1846.
Daily News. (Εφημερίς, the). — Φύλλον της llης Οκτωβρίου 1878.
Discussion à la Chambre des Députés d'Athènes (Une). — Αθήναι, 1845.
Drucker (Louis).
— An appeal to the governments and monarchs of Europe.
— Quelques documents relatifs aux emprunts helléniques contractés à l' étranger (Χάγη. 1874). — 2e série (Λούγδουνον των Βαταβών, 1877).
Duer (J. και R. Sedgwick). — An examination of the controversies between the Greek Deputies and two mercantile houses of New - York — Νέα Υόρκη, 1826.
Economicus. — A letter to the Times on the Greek Debt (10 Νοεμβρίου 1875).
Economist (Εφημερίς, the). — Φύλλον 12ης Οκτ. 1878.
Fabre (Auguste). — Histoire du Siège de Missolonghi, avec des pièces justificatives. — Παρίσιοι, 1827.
Financier (Εφημερίς, the). — Φύλλον της 18 Ιουνίου 1877.
Finlay (G.) — History of the Greek Revolution. 2 τόμοι (τόμοι V και VI α' εκδόσεως 1861, τόμοι VI και VII β' εκδόσεως, Oxford 1877, της History of Greece under foreign domination).
General Report of the Commission appointed in Athens to examine into the financial condition of Greece. — Λονδίνον, 1860.
Gervinus. — Insurrection et Régénération de la Grèce. — Μετάφραση γαλλική Minssen και Σγούτα. 2 τόμοι· Παρίσιοι 1863.
Gèorgiades. — La Grèce Economique et Financière en 1893 (Réponse à M. Law) — Παρίσιοι 1893.
Gladstone (Edward). — Δήλωσις εις την Βουλήν των Κοινοτήτων περί του δανείου των εξήκοντα εκατομμυρίων (22 Μαρτίου 1869).
Gordon. — History of the Greek Revolution — β' έκδοσις, 2 τόμοι, Λονδίνον, 1844.
Goussios (P.) — étude sur l'état financier de la Grèce, accompagnée d'une traduction du rapport de M. Jannopoulos, ministre des finances, à S. M. le roi Georges. — Παρίσιοι 1864.
Greek Loans of 1824 - 1825 (The),. — How they were handled and what the world thougt of. — Λονδίνον. 1878. Εξεδόθη επιμελεία I. Γενναδίου.
Guerin ποτέ προξένου της Γαλλίας εν Αθήναις . — Note sur l'armée grecque (Παρά Leconte σ. 155 - 164).
Haleswood (Edward). — A letter to his Excellency A. Coumoundouros, Minister of finance in Greece 27 Αυγούστου 1858.
Jannopoulos (βλ. Goussios).
Jourdain. — Mémoires Historiques et Militaires sur les événements de Grèce depuis 1822 jusqu'au combat de Navarin. — 2 τόμοι, Παρίσιοι, 1828.
Law (Ε. F. G.). — Report on the present economical and financial position in Greece Annual Series no 1169) — Λονδίνον. 1893.
Leconte (Casimir). — étude Economique de la Grèce. — Παρίσιοι, 1847.
Leroy - Beaulieu (P.). — Traité de la Science des Finances. — ς' έκδοσις, Παρίσιοι 1899.
Livre Jaune 1866. — Παρίσιοι, 1866.
Livre Jaune. — (Arrangement financier avec la Grèce). — Παρίσιοι 1898.
Monicault (G. de). — Le traité de Paris et ses Suites (1856 - 1871). — Παρίσιοι 1898.
Odysseus. — Turkey in Europe. — Λονδίνον, 1900.
Oriental Herald. — No 37. (Λονδίνον, Ιανουάριος 1826).
Palma (Alerino).
— Greece Vindicated in Two Letters; to which are added by the same author critical remarks on the works recently published on the same subject by Bulwer, Emerson, Pecchio etc. — Λονδίνον 1826.
— Report on the building of the two frigates. (Εν τω Times της 12ης Σεπτεμβρίου 1826).
Palmerston (Lord). — Αγόρευσις προ της Βουλής των Κοινοτήτων. (1 Αυγούστου 1845).
Papers relating to the third instalment of the Greek Loan, 1835 - 1836. — Presented to the House of Commons by Command of His Majesty, July 1836.
Additional papers on the third instalment of the Greek Loan, 1835 - 1836. — Presented to both Houses of Parliament, August 1836.
Papers relating to the Arrangemement concluded in Athens in June 1860, respecting the Greek Loan. — Presented to the House of Commons in pursuance of their Address dated April 29, 1864.
Parish (Henry Headley). — The Diplomatic History of the Greek Monarchy from the Year 1830; showing the transfer to Russia of the mortgage held by British capitalists over its properties and revenues. — Λονδίνον 1838.
Parliamentary Debates (Έκδοσις Hansard). — 1845 τόμος στ'. Λονδίνον 1846.
Peel (Sir Robert). — Αγόρευσις προ της Βουλής των Κοινοτήτων (1η Αυγούστου 1845).
Politis (Ν. Ε.). — Les emprunts d'états en droit international.— Παρίσιοι, 1894.
Punch (Εφημερίς σατυρική, the). — Φύλλον της 3ης Δεκεμβρίου 1863.
Renseignements sur la Grèce et l' administration du Cte Capodistrias, par un témoin occulaire des faits qu'il rapporte (7). — Παρίσιοι, 1832.
Report of the evidence and reasons of the award between J. Orlandos and A. Louriottis, Greek deputies on one part and G. G. and S. Howland on the other part. — By the Arbitrators. — Νέα Υόρκη, 1826.
Sarrut. — Εισήγησις εις το Γαλλικόν Ακυρωτικόν περί της υποθέσεως Balmacéda (Journal de droit international privé, 1891).
Sedgwick (Henry D.). έκδ. Νέα Υόρκη 1826.
— A vindication of the conduct and character of Henry D. Sedgwick against certain charges made by the honourable Jonas Pratt. — 2α
— Refutation of the reasons assigned by the arbitrators for their award in the case of the two Greek Frigates. — Νέα Υόρκη, 1826.
Sicherer (Prof. Hermann von). — Das Bayerisch - Griechische Anlehen aus den Jahren 1835, 1836, 1837 (Ein Rechtsgutachten). — Μόναχον, 1880.
Stourm (Réné). — Le Budget, γ' έκδοσις.
Times (Η εφημερίς the). — Φύλλ. 5, 12, 20, 27 Σεπτεμβρίου, 23, 24, 26, 27, 28, 30, 31 Οκτωβρίου. 1, 3, 4, 9, 13 Νοεμβρίου 1826. — 3 Δεκ. 1863. — 23 Μαρτίου 1869. — 10 Νοεμβρίου 1875.
Thouvenel (Μ.). — La Grèce du Roi Othon (Correspondance de M. T. avec sa famille et ses amis, receuillie et publiée par L. Thouvenel). — Παρίσιοι, 1890.

ΒΙΒΛΙΟΝ ΠΡΩΤΟΝ

ΤΑ ΔΑΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ (1824 - 1825) (8)


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'
Έκδοσις και Χρήσις α' δανείου.


Επανειλημμένως παρετηρήθη ότι, εν ώ η στρατιωτική, η διπλωματική, νυν δε και η πολιτική ιστορία ευρίσκουσι πολυαρίθμους ερευνητάς και θιασώτας, η οικονομική ιστορία, άνευ της οποίας πάσα άλλη ενέργεια λαού τινος μένει ανεξήγητος. μέχρι των υστέρων παρημελείτο εντελώς.

Ουδαμού δ' η παρατήρησις αύτη ελέγχεται ορθότερα ή εν τω προχείρω παραδείγματι της ημετέρας παλιγγενεσίας, εν τω οποίω τα πολύτομα συγγράμματα περί της στρατιωτικής, πολιτικής και διπλωματικής ιστορίας της επαναστάσεως δεν αντισταθμίζονται ουδέ καν υφ' ενός κεφαλαίου εξετάζοντος το ζήτημα υπό την οικονομικήν αυτού άποψιν.
Ακόμη και σήμερον, μετά τοσαύτας μελέτας (9) γνωρίζομεν μεν κάλλιστα τας μάχας, τον αριθμόν των στρατιωτών και των πλοίων, τα ονόματα και τας πράξεις των στρατηγών, των ναυάρχων, των διπλωματών και των πολιτικών ανδρών, αγνοούμεν δ' όμως εντελώς τίνι τρόπω οι στρατιώται ετρέφοντο, τα πλοία ωπλίζοντο και πώς συνετηρείτο η κεντρική διοίκησις και ο στοιχειώδης μεν αλλ' όχι ανύπαρκτος διοικητικός οργανισμός.
Το ιστορικόν τούτο χάσμα εξηγείται, ίσως, πρώτον μεν εκ των δυσκολιών ας γεννά τω συγγράφοντι η έλλειψις τακτικών προϋπολογισμών και απολογισμών (10), δεύτερον δε διότι, ως εκ της απιστεύτου ποικιλίας και γραφικότητος ας παρουσιάζει ο Αγών, ήτο φυσικόν να παραμεληθώσι τα ήττον επαγωγά και κατ' επίφασιν επουσιωδέστερα (11).
Οπωσδήποτε άλλως τε και αν έχη τούτο, είναι βέβαιον ότι εξ όλων των γραψάντων περί της Επαναστάσεως μόνον ο Finlay, ορμώμενος εκ του πρακτικού πνεύματος της φυλής του, εφρόντισε να διερευνήση ποίοι ήσαν οι προς διεξαγωγήν του αγώνος πόροι, αφιερώσας ολίγας σελίδας εις το αντικείμενον τούτο (12). Πλην δυστυχώς ουδ' εις τας σελίδας εκείνας δύναται να δοθή πλήρης πίστις, καθ' ότι ο συγγραφεύς, όστις δεν γράφει αναληθή, εκ προθέσεως και συστήματος μέρος μόνον λέγει της αληθείας (13).
Το καθ' ημάς δεν προτιθέμεθα προς το παρόν τουλάχιστον, να επιχειρήσωμεν εγχείρημα, προ του οποίου τόσοι μεγάλοι ιστορικοί εδειλίασαν, οφείλομεν δ' όμως να διευκρινήσωμεν έν εκ των μάλλον ενδιαφερόντων μερών της οικονομικής ιστορίας της επαναστάσεως, το αφορών εις δύο δάνεια συνομολογηθέντα τω 1824 και 1825 εν Αγγλία και γνωστά υπό το όνομα δάνεια της ανεξαρτησίας (Independence loans).
Άλλως τε το περιωρισμένον τούτο θέμα έχει ουχί κοινήν σπουδαιότητα. Πρώτον, καθ' ότι ως εκ των πολλών συναφών ζητημάτων, εν οις καί τινων διεθνούς δικαίου, είνε καθ' εαυτό άξιον πολλής μελέτης· δεύτερον, διότι η συνομολόγησις των εν λόγω δανείων σημειοί σπουδαίον στάδιον της ημετέρας ιστορίας ούσα, συν τη αναγνωρίσει υπό του Κάνιγγος των Ελλήνων ως εμπολέμων, το προοίμιον της εθνικής ημών αποκαταστάσεως (14), και τρίτον, τέλος, διότι η μη αναγνώρισις των δανείων της ανεξαρτησίας επί πεντήκοντα όλα έτη μεγάλην ήσκησεν επίδρασιν επί της όλης δημοσιονομικής πολιτικής του ελευθερωθέντος βασιλείου.
Αλλ' έλθωμεν νυν εις τα καθ' έκαστα. Πλείονα των δύο ετών είχον παρέλθη αφ' ης στιγμής, υψωθείσης εν Αγία Λαύρα της σημαίας της ελευθερίας, διεξήγετο υφ' ημών κατά γην και κατά θάλασσαν πεισματώδης και ως επί το πολύ νικηφόρος αγών.
Επί μακρόν ο αγών ούτος ετρέφετο δια των γλίσχρων δημοσίων προσόδων (15), της λαφυραγωγίας και γενναίων ιδιωτικών συνεισφορών ( 16). Ήτο δ' όμως προφανές ότι τοιούτον σύστημα δεν ηδύνατο να επικρατήση επί πολύ, διότι αι δημόσιαι πρόσοδοι ήσαν εις άκρον περιωρισμέναι, οι λαφυραγωγούμενοι Τούρκοι ταχέως εξέλιπον (17) και οι ημέτεροι εξηντλούντο οσημέραι. Προς τούτοις το ιδιόρρυθμον εκείνο δημοσιονομικόν σύστημα, εάν οπωσδήποτε επήρκει εις ολιγοδάπανα τοπικά στρατεύματα και εις βραχείας και αυτοσχεδίους εκστρατείας, δεν ήτο δυνατόν ν' ανταποκριθή εις τας ανάγκας κραταιού στόλου (18) ή εις προμεμελετημένην και οπωσούν μακράν στρατιωτικήν επιχείρησιν. Η ανάγκη δανείου εξωτερικού εγίνετο συνεπώς καθ' ημέραν επιτακτικωτέρα, συνάμα δε η εξεύρεσις αυτού καθίστατο πιθανή ως εκ της ευτυχούς τροπής ην είχε λάβη ο αγών.
Ήρξαντο λοιπόν να γίνωνται αμφοτέρωθεν δοκιμαί, αποστελλομένων Ελλήνων προς εξεύρεσιν ευρωπαίων δανειστών και κατερχομένων εις Ελλάδα αυτεπαγγέλτων μεσιτών.
Ούτως ο Άρειος Πάγος της Χέρσου Ελλάδος εψήφισε τη 23 Νοεμβρίου 1821 την σύναψιν δανείου 150,000 φλωρινίων, αποσβεστέου εντός πέντε ετών, ανέθηκε δε την διαπραγμάτευση αυτού εις τον Βαρώνον Θεοχάρην, τον Χ. Δροσινόν και τον Κεφαλάν Ολύμπιον, πέμψας τον τελευταίον τούτων εις Ευρώπην (19).
Ούτως επίσης ο Μεταξάς και ο Jourdain ήρξαντο διαπραγματευόμενοι δάνειον τεσσάρων εκατομμυρίων φράγκων μετά των ιπποτών της Ρόδου. Αι παράδοξοι περί του δανείου τούτου διαπραγματεύσεις, περί ων εύρηνται εκτενείς πληροφορίαι εν τω γνωστώ έργω του Jourdain: Mémoires historiques et militaires sur les événements de la Grèce depuis 1822, jus qu' au combat de Navarin (τόμ. α', σελ. 187 - 250 και 269 - 300) συνήφθησαν ως εξής:
Ο Jourdain είχε σταλή υπό του Μεταξά εξ' Αγκώνης εις Παρισίους δια να διαπραγματευθή δάνειον. Εκεί εγνωρίσθη μετά του Raoul, δικηγόρου του Τάγματος του Αγίου Ιωάννου της Ιερουσαλήμ, όπερ από της απωλείας της Μελίτης προσεπάθει παντί σθένει ν' ανακτήση χώρας τινάς, ίνα ανασυσταθή ως πολιτεία. Οι ιππόται εδείχθησαν πρόθυμοι να δανείσωσι 4 εκατομμύρια, απαιτήσαντες ως αντάλλαγμα την κυριαρχίαν την άλλοτε εν τη κατοχή του τάγματος νήσων Ρόδου, Σκαρπάθου και Αστυπαλαίας, μέχρι δε της κυριεύσεως και παραχωρήσεως αυτών την προσωρινήν κατοχήν της Σύρου καί τινων των επί της μεσημβρινοδυτικής πλευράς της Πελοποννήσου ερημονήσων.
Aλλ' επειδή το τάγμα ούτε δύναμιν στρατιωτικήν είχεν ούτε δάνεια εύρισκεν, συνήνεσεν ο Jourdain όχι μόνον να συναφθή το δάνειον των 4 εκατομμυρίων εν ονόματι της Ελληνικής κυβερνήσεως, αλλά και να δανεισθή αύτη άλλα 6 εκατομμύρια προς χρήσιν αυτού του τάγματος (βλ. το κείμενον της συμβάσεως της υπογραφείσης υπό του Jourdain τη 18η Ιουλίου 1823, αυτόθι σελ. 190 - 199). Ένα μήνα μετά την υπογραφήν της συμβάσεως έστειλαν οι ιππόται και πρέσβυν εις Ελλάδα τον Μαρκήσιον de Saint - Croix Molay. Αλλ' οι Έλληνες, λέγει ο Τρικούπης (τόμ. γ', σελ. 100) χλευάζοντες τα γενόμενα και την συνθήκην απέρριψαν και τον πρέσβυν απέπεμψαν (20).
Αφ' ετέρου, και παραλλήλως προς τους εν Ευρώπη πεμπομένους πρέσβεις, η Κυβέρνησις, τη μαρτυρία του Μαυροκορδάτου (21) έλαβεν επανειλημμένως προτάσεις δανείου: α') παρά τινος Roupenthal, όστις εφημίζετο ως έχων σχέσεις μετά του Laffite· β') παρά του Ποερίου, υπασπιστού του στρατηγού Πέπε, όστις υπέβαλεν όχι έν, αλλά τρία σχέδια δανείου, το του Πέπε, το του Gregory, εμπόρου εν Λονδίνω, και το του Άγγλου χιλιάρχου John Dogle· γ') παρά τινος Robert Peacock, όστις ήλθεν εις Τριπολιτζάν, συνοδευόμενος υπό του Σπυρίδωνος Κοργιαλενίου (22) και φέρων προτάσεις του κόμητος de Wuitz, πρώην στρατηγού εις την δούλευσιν της Ρωσίας και σχετικού της εταιρείας των Ινδιών.
Και είναι μεν αληθές ότι αι πλείσται των προτάσεων τούτων δεν ήσαν σοβαραί (23), αυτός όμως ο αριθμός των δεικνύει πόσον η ιδέα ελληνικού δανείου είχεν ωριμάση εν Ευρώπη. Δεν έλειπε πλέον ή να παρουσιασθή η κατάλληλος ευκαιρία, ανεφάνη δ' αύτη ως εξής:
Μεταξύ των Ελλήνων των ασχολουμένων εις εξεύρεσιν δανείου ήτο και ο Ανδρέας Λουριώτης, όστις, αφ' ου επεσκέφθη την Ισπανίαν και Πορτογαλλίαν, μετέβη εις Αγγλίαν, όπου εγνώρισε τον Blaquière. Ο Blaquière παρουσίασε τον Λουριώτην εις τους κυριωτέρους εν Λονδίνω φιλέλληνας, οίτινες βολιδοσκοπηθέντες περί δανείου δεν απέρριψαν μεν την ιδέαν κατ' αρχήν, αλλ' απεφάσισαν, κατόπιν συμβουλίου γενομένου τη 3η Μαρτίου 1823 να πέμψωσιν εις την Ελλάδα τον Blaquière και τον Λουριώτην, όπως λάβωσιν ακριβεστέραν ιδέαν της εκεί καταστάσεως.
Η εν Τριπολιτζά προσωρινή κυβέρνησις ενθουσιωδώς ητένισε προς επιχείρησιν, από της οποίας την έκβασιν, όπως έγραψεν ο Μαυροκορδάτος, ηλπίζετο κυρίως των Ελληνικών πραγμάτων η πρόοδος.
Ήτο δε πράγματι η κατάστασις ελεεινή. Τα τακτικά έσοδα, καίτοι δεν εκάλυπτον καν το τρίτον των εξόδων (24), ήσαν αβέβαια εις άκρον (το ήμισυ εξ αυτών προήρχετο εκ Κρήτης). Η εν τω εσωτερικώ εξεύρεσις εκτάκτων εσόδων ήτο αφ' ετέρου αδύνατος· αι εθνικαί ομολογίαι επραγματοποιούντο προς 15 - 17% τις εκατώ της ονοματικής αυτών αξίας. Αυτοί οι ιδιώται ήσαν τοσούτον εξηντλημένοι οικονομικώς, ώστε δεν ευρίσκετο ο δανείζων τα απαιτούμενα δεκαοκτώ τάλληρα διά να σταλή ο Πραΐδης εν Κεφαλληνία, όπως προσκαλέση επισήμως εις την Ελλάδα τον Βύρωνα.
Μόλις λοιπόν ο Λουριώτης ανεκοίνωσε τας ευμενείς διαθέσεις του φιλελληνικού κομιτάτου, το διοικητικόν σώμα, δια διατάγματος της 2ας Ιουνίου 1823, έδωκε πληρεξουσιότητα εις τους κ. κ. I. Ορλάνδον, I. Ζαΐμην και Α. Λουριώτην να συνάψωσι δάνειον τεσσάρων μιλλιουνίων ταλλήρων Ισπανικών, καθ' ον αν κρίνωσι συμφορώτερον τρόπον. Τη δε 24η του αυτού μηνός ο Α. Μαυροκορδάτος εν θαυμάσια επιστολή έδιδε μακράς οδηγίας ως προς την σύναψιν του δανείου και την προς τας ξένας Δυνάμεις, ιδίως την Αγγλίαν, τηρητέαν στάσιν (25).
Πριν ή όμως το δάνειον συναφθή, παρήλθον σχεδόν οκτώ μήνες, τούτο μεν ένεκα των αδιακόπων εσωτερικών σπαραγμών, οίτινες από της εποχής εκείνης ήρξαντο εκδηλούμενοι και κατά Νοέμβριον κατέληξαν εις τον πρώτον εμφύλιον πόλεμον, τούτο δε διότι η χρηματική απορία της Κυβερνήσεως, ην ήδη περιεγράψαμεν, είχεν επιδεινωθη εις τοιούτον σημείον, ώστε η Κυβέρνησις δεν ηδύνατο να εύρη τα αναγκαία χρήματα, όπως αποστείλη τους αντιπροσώπους αυτής εις Λονδίνον. Και οι τρεις αντιπρόσωποι της Ελλάδος είχον μεν εφοδιασθή δι' εθνικών ομολογιών αξίας 100,000 γροσίων, εξαργυρωτέων εις τας Ιονίους νήσους, αλλ' αφικόμενοι εκεί, ουδένα εύρισκον πρόθυμον εξαργυρωτήν. Εδέησε δε να επέμβη ο Βύρων, παρέχων εις την ελληνικήν κυβέρνησιν δάνειον 4,000 λιρών, όπως δυνηθώσι να φθάσωσιν εις Λονδίνον.
Αλλ' όμως η βραδύτης αύτη υπήρξεν υπό πολλάς επόψεις ευτυχής. Πρώτον το έδαφος είχε προπαρασκευασθή καταλλήλως υπό του Blaquière, όστις δια του Report of the present state of the Greek federation, υποβληθέντος τη 23η Σεπτεμβρίου εις το Greek Committee, είχε ζωγραφήση δια ροδίνων χρωμάτων τα εν Ελλάδι και διαθέση λίαν ευνοϊκώς την κοινήν γνώμην. Δεύτερον η Αγγλία διήρχετο τότε ένα εκ των κερδοσκοπικών εκείνων πυρετών, οίτινες περιοδικώς αναφαινόμενοι ωθούσι τον κόσμον του Άστεως εις τας μάλλον επισφαλείς επιχειρήσεις (26).
Η κερδοσκοπική περίοδος, ήτις ήρξατο αναπτυσσομένη μεσούντος του l823, και ην περιεγράψαμεν αλλαχού δια μακρών (27), ιδιάζον χαρακτηριστικόν έχει την ακράτητον ροπήν προς δάνεια ξένων κρατών (28) και δη κρατών μη επισήμως ανεγνωρισμένων, οία ήσαν λ. χ. τότε η Βρασιλία, η Χιλή, η Κολομβία κτλ. Δάνειον λοιπόν συναπτόμενον υπό λαού, ου τα κατορθώματα ελάμπρυνε και απαράμιλλος προπατορική αίγλη, δεν ήτο δυνατόν ή να στεφθή υπό πλήρους επιτυχίας.
Πράγματι όχι μόνον το υπό της επισήμου Ελληνικής κυβερνήσεως συναπτόμενον δάνειον ήτο εκδεδομένον τη 21 Φεβρουαρίου, ήτοι μόλις 25 ημέρας μετά την άφιξιν των Ελλήνων πληρεξουσίων (29), αλλά και, εν μέσω του υπέρ της Ελληνικής υποθέσεως ενθουσιασμού και της κερδοσκοπικής μανίας, ευρίσκοντο εν Αγγλία, ιδιώται πρόθυμοι να συνάψωσι μετά τινων ελληνίδων επαρχιών (της Κύπρου, της Ηπείρου κτλ.), έτι και σήμερον αλυτρώτων, δάνεια πληρωτέα άμα τη απελευθερώσει αυτών.
Προς τούτοις δε σχετικώς προς την σύναψιν του επισήμου, ούτως ειπείν, δανείου επετυγχάνοντο όροι πολύ ευνοϊκώτεροι εκείνων, ους προδιέγραφον αι οδηγίαι του Μαυροκορδάτου.
Τω όντι κατά τας οδηγίας ταύτας α') το κεφάλαιον του δανείου, ορισθέν κατ' αρχήν εις τέσσαρα εκατομμύρια ταλλήρων, ηδύνατο να καταβιβασθή εις έν μόνον (30) β') διορία της αποσβέσεως ωρίζετο από δέκα μέχρις είκοσιν ετών, και γ') ο τόκος από 6 - 8%
Οι δε αντιπρόσωποι επέτυχον α') κεφάλαιον 800,000 Λ. Σ., ήτοι το αρχικώς ορισθέν κεφάλαιον β') διορίαν τριάκοντα και έξ ετών, του δανείου αποσβεννυμένου χρεωλυτικώς, διά χρεωλυσίου 1%· γ') τόκον 5%. Επίσης επετεύχθησαν λίαν ευνοϊκοί όροι ως προς την προμήθειαν και τα δια την αποστολήν ασφάλιστρα (31). Τέλος το δάνειον εξεδόθη προς 59% της ονοματικής αξίας, ήτοι υφ' ους όρους περίπου προέβλεπεν η Ελληνική κυβέρνησις (32).
Ως εγγύησις εδίδοντο διά μεν την πληρωμήν των τόκων πάντα τα δημόσια έσοδα, διά δε την πληρωμήν του κεφαλαίου πάντα τα εθνικά κτήματα (33). — Εκρατούντο δ' εκ του κεφαλαίου και ποσά ικανά όπως εξασφαλισθή η πληρωμή των τόκων κατά τα δύο πρώτα έτη.
Και ταύτα μεν περί της εκδόσεως του α' εξωτερικού ημών δανείου· ίδωμεν δε νυν τα κατά την αποστολήν και εξετάσωμεν την χρήσιν των εξ αυτού προελθόντων χρημάτων.
Το δάνειον των 800,000, ούτινος την έκδοσιν είχον αναλάβη οι κ. κ. Loughman, O'brien, Ellice και Σα, εξεδόθη, ως ήδη γνωστόν, προς 59%, το πραγματικώς άρα δανεισθέν ποσόν ανέρχεται εις 472,000 Λ. Αλλ' εκ τούτων οι εκδίδοντες τραπεζίται εκράτησαν διά τόκους δύο ετών προκαταβλητέους 80,000 Λ., διά χρεώλυτρα επίσης δύο ετών 16,000 Λ., διά προμήθειαν επί της πληρωμής των τόκων, προς 2/5%, 3,200 Λ., ήτοι εν όλω 123,000 Λ. Τούτων αφαιρεθεισών από του πραγματικού κεφαλαίου των 472,000 εξεκαθαρίσθησαν οριστικώς 348,800 Λ.
Το ποσόν δεν ήτο ευτελές, το δε Greek committee, όπερ, αναλαβόν την ηθικήν ευθύνην του δανείου, ανέλαβε και τα της αποστολής αυτού, ήρχισε φοβούμενον μήπως δεν εκπληρωθή ο προορισμός των μετά τόσων κόπων πορισθέντων χρημάτων, και τούτο, τοσούτω μάλλον, καθ' όσον τα πάντα εν Ελλάδι ήσαν ανάστατα (34). Ωρίσθη λοιπόν όπως τα χρήματα, στελλόμενα προς τον εν Ζακύνθω Καίσαρα Λογοθέτην εντόπιον και τον εκεί άγγλον έμπορον Σ. Βαρφ, μη δίδωνται παρ' αυτών τη Ελληνική κυβερνήσει, ειμή τη συναινέσει του Βύρωνος, του συνταγματάρχου Στάνχωπ και του Λαζάρου Κουντουριώτου.
Εκ της διαταγής ταύτης επήγασαν πολλαί βραδύτητες, διότι, θανόντος εν τω μεταξύ του Βύρωνος, ούτινος απητείτο η συγκατάθεσις, εδέησε να ζητηθώσι νέαι οδηγίαι εκ Λονδίνου. Αι δε αναβολαί αύται ολίγου δειν προεκάλεσαν καταστροφήν ως εκ της επαπειλουμένης επεμβάσεως του επί των Ιονίων νήσων Άγγλου αρμοστού (35). Τέλος όμως έφθασαν νέαι οδηγίαι και παρεδόθησαν τη Ελληνική κυβερνήσει περίπου 308,000 Λ. εις μετρητά και 11,900 Λ. εις πολεμεφόδια, μεινασών εν Λονδίνω των υπολοίπων 28,100 Λ.
Δυστυχώς αι μετά τόσων περιπετειών κομισθείσαι 308,000 Λ., καθώς και σχεδόν όλα τα εκ του δευτέρου δανείου, περί ου εντός ολίγου, εκκαθαρισθέντα και εις Ελλάδα μεταβιβασθέντα, αφιερώθησαν όχι εις τον υπέρ ελευθερίας, αλλ' εις τον υπέρ ηγεμονίας και πρωτείων αγώνα, εχρησίμευσαν δε μόνον όπως περατωθώσιν οι εμφύλιοι πόλεμοι, ους αυτά ταύτα τα δάνεια κατά μέγα μέρος προεκάλεσαν (36).
Την απαισίαν ταύτην χρήσιν των Αγγλικών χρημάτων μαρτυρούσι πάντες σχεδόν οι ιστορικοί (37), περιγράφει δε μετά πλείστων λεπτομερειών και προφανούς χαιρεκακίας ο Finlay, όστις κατηγορεί τα μέλη του εκτελεστικού ως εξοδεύσαντα τα χρήματα μετ' ατιμίας και αφροσύνης, τους κυριοτέρους οπλαρχηγούς ως δωροδοκουμένους όπως επιτεθώσι κατά των συμπατριωτών αυτών, και τα μέλη του νομοθετικού ως καταναλώσαντα ουχί μικρά ποσά εν συντροφία πολυαρίθμων πολιτικών οπαδών, πομπωδώς ονομαζομένων δημοσίων υπαλλήλων.
Προς επίρρωσιν των κατηγοριών αυτού ο Finlay αφιεροί επτά ολοκλήρους σελίδας μαρτυριών (38), όταν όμως αναγκάζεται να περιγράψη την υπό Άγγλων και Αμερικανών αθλίαν χρήσιν του β' δανείου, περιορίζεται εις τρεις γραμμάς. Τον περίεργον τούτον τρόπον του ιστορείν κατακρίνει ο Γερβίνος λέγων (39):
«Ο Finlay, περιγράφων λεπτομερώς τον τρόπον καθ' ον η Ελληνική κυβέρνησις εσπατάλησε τα δάνεια, ευρίσκει μεγάλην ευχαρίστησιν επιμένων εις μακράν σειράν κατηγοριών, εξ ων ουδεμία σχεδόν είναι εσταθμισμένη μετά δικαιοσύνης, αλλ' αίτινες, και ορθαί εάν ήσαν, θα επέρριπτον επί λαού πτωχών κλεφτών, θαμβωθέντων υπό της αιφνίδιου κτήσεως πλούτου, πολύ μικροτέραν ατιμίαν εκείνης, δι' ης εκαλύφθησαν έθνη, άτινα, καταλεγόμενα μεταξύ των πλουσιωτέρων και των μάλλον πεπολιτισμένων, έκλεπτον τους κλέπτας εκείνους κατ' αυτήν την στιγμήν της αγωνίας των».
Την ορθότητα των παρατηρήσεων του Γερβίνου θα κατανοήσωμεν κάλλιον μελετώντες τα κατά το δεύτερον δάνειον.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β'
Έκδοσις και Xρήσις β' δανείου.


Η ευτυχής έκδοσις του πρώτου δανείου και η αυξομένη διά την Ελλάδα ανάγκη εκτάκτων πόρων έπεισαν τους πληρεξουσίους ότι ηδύνατο να εκδοθή εν Ευρώπη και δεύτερον δάνειον μεγαλείτερον του πρώτου. Την ιδέαν ταύτην, ανακοινωθείσαν από της 27ης Μαρτίου 1824, ησπάσθη μετά τινας δισταγμούς (40) η Ελληνική κυβέρνησις και η Ελληνική βουλή, αίτινες έβλεπον επικείμενον τον εξ Αιγύπτου κίνδυνον, χωρίς να δύνανται να λάβωσι τα κατάλληλα μέτρα, όπως αντιμετωπίσωσιν αυτόν. Όθεν το μεν Βουλευτικόν έσπευσεν από της 31ης Ιουλίου 1824 να ψηφίση την σύναψιν δανείου 15 εκατομμυρίων ταλλήρων, η δε κυβέρνησις, ή το Εκτελεστικόν, όπως εκαλείτο τότε, επεφόρτισε την 14ην Αυγούστου τους Ορλάνδον, Λουριώτην και Ζαΐμην να διαπραγματευθώσι το δάνειον τούτο όπου και όπως ήθελον δυνηθή ( 41).

Οι πληρεξούσιοι (ή μάλλον οι δυο πρώτοι εξ αυτών, διότι ο Ζαΐμης, ούτινος οι συγγενείς μετείχον του κατά της Κυβερνήσεως αγώνος, ταχέως ανεκλήθη (42)), ήρξαντο αμέσως διαπραγματεύσεων και εν Παρισίοις και εν Λονδίνω, τυχόντες προθύμου υποδοχής εν αμφοτέραις ταύταις ταις αγοραίς. Μετά μακράς δε συζητήσεις προετιμήθησαν αι προτάσεις των εν Λονδίνω τραπεζιτών, καθ' ότι ούτοι προσήνεγκον 50 εκατομμύρια, εν ώ η προσφορά των Γάλλων δεν υπερέβη ποτέ τα 10 εκατομμύρια σταθερά (fermes) και 10 εκατομμύρια προαιρετικά (facultatifs) (43). Δεν συνεδυάσθησαν δε αι δύο προσφοραί, διότι οι Άγγλοι τραπεζίται απέκλειον κατ' αρχήν παν άλλο δάνειον (44).
Το εν Λονδίνω δάνειον ανέλαβον οι αδελφοί Ρικάρδοι. Συνίστατο δε τούτο εξ ονοματικού κεφαλαίου 2 εκατομμυρίων Λ. Σ., διηρημένου εις 200,000 ομολογιών 100 Λ. εκάστης. Αι ομολογίαι αύται εξεδίδοντο προς 55 1/2 της ονοματικής αυτών αξίας, απέφερον δηλαδή 1,100,000 Λ. καθαρών. Αλλ' εκ του ποσού τούτου, κατά το συμβόλαιον το υπογραφέν την 7ην Φεβρουαρίου 1825, εκρατούντο υπό των εκδόντων τραπεζιτών.
α') διά τόκους των δύο πρώτων ετών
ΛΣ 200,000
β') διά χρεώλυτρον ενός έτους προς 1%
20
γ') διά προμήθειαν πληρωμής τόκων 2%
επί των τόκων
4
δ') διά προμήθειαν, μεσιτείαν και έξοδα
συνομολογήσεως 3% εφάπαξ
60
Σύνολον
ΛΣ 284,000
Έμελλον συνεπώς να εκκαθαρισθώσι τελικώς μόνον 816,000 Λίραι. Ομολογητέον όμως εξ άλλου, ότι η εξασφάλισις εις τους δανειστάς τόκων δύο ετών, προστιθεμένη εις την εισέτι κρατούσαν μανίαν των κερδοσκοπιών και εις την σταθεράν στάσιν των ομολογιών του πρώτου δανείου (45), συνέτεινεν ουκ ολίγον όπως η έκδοσις στεφθή υπό πλήρους επιτυχίας, καλυφθέντος του νέου δανείου πλέον ή δις (46).
Δυστυχώς η λαμπρά αύτη επιτυχία έμελλε να καταλήξη εις αθλίαν καταστροφήν. Οι Έλληνες αντιπρόσωποι (47), δυνηθέντες άνευ του Greek Committee να συνάψωσι δάνειον, απέφυγον τον υπό τινας φορτικόν αλλ' υπό πλείστας επόψεις χρησιμώτατον αυτού έλεγχον. Εστερήθησαν δ' ούτω της συνδρομής ανδρών, οίτινες, αναλαβόντες την ηθικήν ευθύνην ενός δανείου, καθήκον αυτών ηγούντο να καταβάλωσι πάσαν φροντίδα, όπως το δάνειον τούτο δαπανηθή προς ον σκοπόν συνωμολογήθη. Προς τούτοις αποφυγόντες την κηδεμονίαν του φιλελληνικού κομιτάτου, ο Ορλάνδος και ο Λουριώτης δεν ηδυνήθησαν να κρατήσωσι τουλάχιστον την ανεξαρτησίαν αυτών. Ευρισκόμενοι εις τόπον, εν ώ ηγνόουν τα πάντα, ησθάνθησαν ταχέως την ανάγκην αρωγών. Πρόχειροι τοιούτοι ανεφάνησαν οι εκδόντες τα δάνεια Ρικάρδοι και οι φίλοι αυτών Ellice, Hobhouse και Burdett. Ταχέως δε οι αρωγοί ούτοι συνασπισθέντες και αποτελέσαντες, κατά τον χαρακτηρισμόν του Times, τετραρχίαν (48) μετεβλήθησαν εις πανισχύρους κηδεμόνας, οίτινες διεχειρίσθησαν τα δανεισθέντα κατά βούλησιν, λησμονούντες έστιν ότε να συμβουλεύονται καν τους αντιπροσώπους της Ελλάδος.
Ήρχισαν τότε αι αφειδείς παραγγελίαι εις ναυπηγούς, η πρόσληψις περιφήμων στρατηγών και ναυάρχων, η αθρόα εξαγορά εν τω Χρηματιστήριω των προ ολίγου εκδοθεισών Ελληνικών ομολογιών, χωρίς ουδεμία μέριμνα να λαμβανήται, όπως σταλώσιν εις την πνέουσαν τα λοίσθια Ελλάδα είτε χρήματα είτε τουλάχιστον τα παραγγελθέντα πλοία. Και είχε μεν ορισθή προθεσμία διά την κατασκευήν και τον απόπλουν των πλοίων τούτον, η έλλειψις όμως ποινικής ρήτρας καθίστα την ορισθείσαν προθεσμίαν όλως θεωρητικήν και η ανάθεσις της κατασκευής των πλοίων είτε εις ασυνειδήτους Αμερικανούς είτε εις άνδρα στενάς προς τον Μεχεμέτ - Αλήν έχοντα σχέσεις καθίστα και την θεωρητικήν ταύτην εγγύησιν εντελώς κωμικήν.
Δικαίως άρα η σπουδαιοτέρα των αγγλικών εφημερίδων, ο Χρόνος, εις ον κυρίως οφείλεται η αποκάλυψις των κατά την χρήσιν των δανείων διαπραχθέντων οργίων (49), ηδυνήθη να γράψη εν κυρίω άρθρω (50): Το Ελληνικόν δάνειον υπέστη την τύχην του ανδρός, όστις μεταβαίνων από Ιερουσαλήμ εις Ιεριχώ έπεσεν εις χείρας ληστών, δεν εύρεν όμως τον καλόν Σαμαρείτην ...... Η Ελλάς απώλεσε πάντα τα πλεονεκτήματα, όσα εκ του δανείου προσεδόκα. Η ελληνική υπόθεσις προεδόθη, και προεδόθη εν Αγγλία, θα εθριάμβευε σήμερον άνευ της Αγγλίας και του αγγλικού Χρηματιστηρίου».
Θα είχομεν δικαίωμα να δειχθώμεν έτι αυστηρότεροι διά τας εν Αγγλία γενομένας καταχρήσεις (51), εάν η χρήσις των ολίγων εν Ελλάδι κομισθέντων χρημάτων δεν ήγεν ημάς εις το λυπηρόν συμπέρασμα, ότι και άνευ του αγγλικού χρηματιστηρίου ηδύνατο να προδοθή η ελληνική υπόθεσις. Ήρκουν προς τούτο άνδρες τινές, έτοιμοι να θυσιάσωσι διά την πατρίδα τα πάντα εκτός των προσωπικών αυτών παθών.
Πλην, δύναται τις να είπη, ανεξαρτήτως των εν Αγγλία κερδοσκόπων και των εν Ελλάδι ηγετών, υπήρχον εν Λονδίνω αντιπρόσωποι της Ελλάδος. Τις άρά γε υπήρξεν η στάσις τούτων; Την στάσιν και τας ευθύνας του Ορλάνδου και του Λουριώτη, στάσιν τοσάκις παρεξηγηθείσαν και ευθύνας τοσούτον εξογκωθείσας, ώστε να επιρριφθώσιν επί των δύο τούτων ανδρών αι μεγαλείτεραι εθνικαί καταστροφαί, περιγράφει και ορίζει ο Γερβίνος, όστις ελαχίστας πλην αρίστας σελίδας αφιέρωσεν εις τα δάνεια της επαναστάσεως (52): «Οι αντιπρόσωποι Ορλάνδος και Λουριώτης υπέβαλον παραστάσεις, αλλ' απεπέμφθησαν αγερώχως. Πολύ εστενοχωρημένοι ως προς την τηρητέαν στάσιν, στερούμενοι ωρισμένων οδηγιών, λαμβάνοντες πανταχόθεν αντιφατικάς συμβουλάς, μη συμφωνούντες προς αλλήλους, οτέ μεν φιλύποπτοι και επιφυλακτικοί προς τους φίλους, οτέ δε ασύνετοι και πλήρεις εμπιστοσύνης προς τους εχθρούς, αήθεις εις παγκόσμιον αγοράν ως την του Λονδίνου, αγνοούντες εντελώς τι ήσαν οι Άγγλοι κερδοσκόποι (stock - jobbers), δεν ηδυνήθησαν ν' αντιστώσιν εις τα τεχνάσματα των αναιδών εκείνων τραπεζιτών».
Αλλ' είναι νυν καιρός να έλθωμεν εις τα καθ' έκαστα της χρήσεως του β' δανείου.
Το δάνειον τούτο εκδοθέν, ως είπομεν, προς 55 1/2% απέφερεν 1,100,000 Λ. Προς τούτοις οι πληρεξούσιοι έσχον εις την διάθεσίν των α') το υπόλοιπον του δανείου του 1824 ήτοι 18,100 Λ. (53) β') 2,200 Λ., προϊόν εράνου γενομένου εν Καλκούτη των Ινδιών υπό των εκεί Ελλήνων (54) γ') 10,500 Λ. τόκους εξαγορασθεισών ομολογιών του α' και του β' δανείου. (55)
Η Ελληνική κυβέρνησις διέθετε λοιπόν θεωρητικώς εν Λονδίνω 1,150,800 Λ. ή 28,770,000 φράγκων, ποσόν ανέλπιστον διά κράτος μη ανεγνωρισμένον και τρέχον καθημερινώς τον κίνδυνον να εξαφανισθή.
Η χρήσις του ποσού τούτου δύναται να διαιρεθή εις τρεις παραγράφους:
α') Εις ποσά αφιερωθέντα εν τω χρηματιστηρίω του Λονδίνου προς έκδοσιν, υπηρεσίαν και απόσβεσιν των δανείων. — Τα ποσά ταύτα ανέρχονται εις 496,220 Λ. ήτοι σχεδόν εις το ήμισυ του όλου διαθεσίμου ποσού.
β') Εις ποσά αφιερωθέντα εν τε τη Αγγλία και ταις Ηνωμέναις Πολιτείαις προς στρατιωτικάς και ναυτικάς προπαρασκευάς. — Εκ των χρημάτων τούτων 392,600 Λ. ουδεμίαν σχεδόν ωφέλειαν ηρύσθη η Ελλάς.
γ') Εις χρήματα περιελθόντα εις τας χείρας της Ελληνικής κυβερνήσεως ή χρησιμεύσαντα εις πληρωμήν συναλλαγμάτων αυτής, το όλον 232,558 Λ.
Τα τρία ταύτα κεφάλαια συμποσούνται εις 1,121,778 Λ. Αι υπόλοιποι 28,880 εχρησίμευσαν εις κάλυψιν των εξόδων των πληρεξουσίων και άλλων τινών δαπανών.
Εξετάσωμεν τα τρία ταύτα κεφάλαια διαδοχικώς.
Χρήσις β' δανείου.
Παρ. Α'. Ποσά διατεθέντα εν τω χρηματιστηρίω του Λονδίνου.
Υπό τον τίτλον τούτον συμπεριλαμβάνονται:
α') Οι κρατηθέντες τόκοι δύο ετών και το χρεωλύσιον ενός έτους, ήτοι 220,000, καθώς και η προμήθεια των εκδοτών Ρικάρδων, η ανερχομένη, ως γνωρίζομεν, εις 64,000 (3% επί του ονοματικού κεφαλαίου 2% επί των πληρωμένων τόκων).
β') 212,20 Λ. αφιερωθείσαι εις εξαγοράν ομολογιών.
Και καθ' όσον μεν αφορά εις τα πρώτα ποσά, δεν δύναμαι να προβάλω πολλάς αντιρήσεις. Ανάλογοι τόκοι ετέθησαν κατά μέρος κατά την έκδοσιν του α' δανείου. Επίσης η προμήθεια των Ρικάρδων, ήτις τοσαύτας εξήγειρε διαμαρτυρίας (56), δεν πρέπει να θεωρηθή ως υπερβολική· ίσως μόνον έδει να περιοριστή εις δύο τοις εκατόν. Όταν όμως έρχηταί τις εις το ζήτημα της εξαγοράς των ομολογιών, πάσα δικαιολογία παύει ούσα βάσιμος.
Πράγματι, η εξαγορά εγένετο το μεν δυνάμει της συμβάσεως, το δε δι' απλής πρωτοβουλίας της τετραρχίας.
Και δυνάμει του συμβολαίου του β' δανείου, η Ελλάς ώφειλε να εξαγοράση 250,000 λιρών ομολογίας του α' δανείου, και τούτο ίνα υπερτιμηθώσι τα Ελληνικά χρεώγραφα και εδραιωθή η πίστις του Ελληνικού κράτους. — Εις την τρέχουσαν τιμήν της αγοράς εξηγοράσθησαν ομολογίαι ονοματικής αξίας 250,000 Λ. αντί 113,200 Λ.
Νυν είνε προφανές ότι τοιαύτη επιχείρησις ήτο θεωρητικώς μόνον ορθή. Πρώτον, διότι, ότε εγένετο η σύμβασις, αι ομολογίαι του α' δανείου ετιμώντο προς 60% (57) της ονοματικής αυτών αξίας, και ήτο συνεπώς αυτόχρημα μωρία να εκδίδη τις ομολογίας προς 55 1/2, διά να αγοράζη τοιαύτας προς 60. Δεύτερον, διότι ο όρος ούτος ήτο εντελώς περιττός διά να επιτύχη το β' δάνειον, άτε αρκούντων των άλλων δελεασμάτων. Τρίτον, όπερ και κύριον, διότι η Ελλάς είχε χρείαν αμέσου επικουρίας, και ηδύνατο να αναβάλη μέχρι της απελευθερώσεως την μέριμναν περί αποσβέσεως του δημοσίου αυτής χρέους. Ανάγκη λοιπόν να παραδεχθώμεν, ότι η εξαγορά τοσούτων ομολογιών ωρίσθη εν τη συμβάσει μόνον και μόνον διότι εδίδετο ούτω πως εις τους εντεταλμένους την εξαγοράν Ρικάρδους αφορμή νέων μεσιτειών.
Το σκάνδαλον επηυξήθη έτι μάλλον ότε, ανεξαρτήτως του συμβολαίου, η τετραμελής επιτροπή, η αποσπάσασα από των χαλαρών χειρών των Ελλήνων αντιπροσώπων την διαχείρισιν του δανείου, απεφάσισε να προβή εις νέας εξαγοράς, αφιέρωσε δε εις τον σκοπόν τούτον 99,020 λιρών (58).
Η δοθείσα δικαιολογία ήτο ότι επεδιώκετο τοιουτοτρόπως η αναχαίτισις της εκπτώσεως των ελληνικών αξιών. Δοθέντος όμως ότι η έκπτωσις αύτη ωφείλετο ουχί εις την πληθώραν των Ελληνικών χρεογράφων, αλλ' εις την επαπειλούσαν την Ελλάδα καταστροφήν, ήτο πράγματι παράλογον να θέλη τις ν' αναχαιτίση την κατάπτωσιν ταύτην αποστερών την Ελλάδα των μόνων μέσων, δι' ων η καταστροφή αυτής ηδύνατο ν' αποτραπή.
Η αλήθεια δε είνε ότι η περί ης ο λόγος εξήγησις ουχί μόνον βάσιμος δεν ήτο, αλλ' ούτε καν εδίδετο καλή τη πίστει. Επεδιώκοντο πάντοτε αι μεσιτείαι, ιδίως δε η ανύψωσις της αξίας των μετοχών, αίτινες ήσαν εις χείρας των κ. κ. Ρικάρδων και των φίλων αυτών. Ούτοι, ζημιούμενοι διά της εκπτώσεως των ομολογιών, ουχί μόνον ηξίουν ν' αναβιβασθή τεχνητώς η τιμή αυτών (59), αλλά, και ότε τούτο απεδείχθη ανεπαρκές, επέτυχον την εξαγοράν αυτών εις τιμήν πλέον ή τριπλασίαν της τρεχούσης (60).

Παρ. Β'. Χρήματα δαπανηθέντα εις στρατιωτικάς και ναυτικάς παρασκευάς.


Η β' αύτη παράγραφος απορροφήσασα 392,000 Λ. δύναται να υποδιαιρεθή εις τρία τμήματα:

I. Προμήθ. όπλων, πολεμεφόδ. και καννονίων
=
77,000 Λ.
II. Κατασκευήν πλοίων εν Αγγλία και
διοργάνωσιν του επικουρικού
σώματος υπό τον Cochrane
=
160,000 Λ.
III. Κατασκευήν φρεγατών εν Αμερική
=
155,600 Λ.
--------
392,600 Λ.
Εξετάσωμεν τα τρία ταύτα ζητήματα, ολίγα μέν τινα λέγοντες περί του πρώτου, διεξοδικώτερον δε πραγματευόμενοι περί των ετέρων δύο.
I. Προμήθεια όπλων, καννονίων και πολεμεφοδίων.
Το τμήμα τούτο διαιρείται εις δύο κύρια κονδύλια: την προμήθειαν των όπλων και των πολεμεφοδίων, ήτοι 57,000 Λ. και την αγοράν καννονίων, άτινα εστοίχισαν 20,000 λιρών.
Η προμήθεια των όπλων εγένετο εν Αγγλία και δεν παρουσιάζει διά το περιωρισμένον θέμα ημών ιδιάζον ενδιαφέρον (61).
Η αγορά των καννονίων εγένετο κατά διαταγήν της κυβερνήσεως, ήτις ήθελεν αφ' ενός μεν ν' ανακαινίση τον οπλισμόν των φρουρίων, αφ' ετέρου δε να οπλίση τον υπάρχοντα στόλον. Προς τούτο επεζητείτο η ανταλλαγή των ορειχαλκίνων καννονίων των ελληνικών φρουρίων, ιδίως των του Ναυπλίου, προς σιδηρά τοιαύτα (62) εξ άλλου διά τον οπλισμόν του στόλου διετάσσετο η αγορά ογδοήκοντα ζευγαρίων καννονίων σιδηρών.
Η επιτροπή, κατόπιν διαφόρων επεισοδίων, άτινα παραλείπομεν (63), δεν ηδυνήθη να εκτελέση ειμή την δευτέραν των διαταγών τούτων. Πλην και αυτά τα αγορασθέντα καννόνια δεν έφθασαν πάντα εις Ελλάδα.
ΙΙ. Κατασκευή ατμοπλοίων εν Αγγλία. Εμφάνισις του Cochrane.
Άμα σχεδόν τη ενάρξει του αγώνος, η ανάγκη ολίγων πολεμικών ατμοπλοίων εγένετο καταφανής. Πάντες έβλεπον ότι, καίτοι η Ελλάς δεν ήτο εις θέσιν διά πολλούς λόγους, ιδίως χρηματικούς, ν' αντιπαρατάξη επί μακρόν στόλον ίσον προς τον του Σουλτάνου, ηδύνατο εν τούτοις ν' αναδειχθή νικηφόρος, εάν το ποιόν ανεπλήρου τον αριθμόν. Ατμόπλοια, φέροντα λ. χ. καννόνια 64 λιτρών, ήσαν ικανά να επενέγκωσι την επιδιωκομένην ισορροπίαν, προσβάλλοντα εν καιρώ γαλήνης τον ακίνητον Οθωμανικόν στόλον, διακόπτοντα τας συγκοινωνίας και βοηθούντα παντοιοτρόπως τα πυρπολικά.
Τας εξ ατμήρους στόλου προκυπτούσας ωφελείας εξέθηκεν από του 1823 διά μακρού υπομνήματος, υποβληθέντος εις τον Βύρωνα, ο Frank Abney Hastings (64). Το μόνον δε κώλυμα εις την εκτέλεσιν του εν λόγω σχεδίου ήτο η έλλειψις επαρκών χρημάτων. Επομένως, ευθύς ως διά της συνάψεως των δανείων το κώλυμα τούτο ήρθη, η τε Ελληνική κυβέρνησις και η εν Λονδίνω επιτροπή σοβαρώς επελήφθησαν της συγκροτήσεως εν Αγγλία ατμοκινήτου στολίσκου.
Δυστυχώς και εν τη περιστάσει ταύτη, μάλλον ή εν άλλη, ανεφάνη η αθλία επιρροή της τετραρχίας, η δε επιχείρησις, εφ' ης εβασίσθησαν τόσαι χρυσαί ελπίδες, κατέληξεν εις αηδή καταστροφήν.
Μόλις πράγματι απεφασίσθη η συγκρότησις του νέου στόλου, και πριν έτι περατωθώσιν αι διαπραγματεύσεις της συνάψεως του β' δανείου, ο γνωστός φιλέλλην και μέλος της τετραρχίας κ. Ellice προέτεινε να τω ανατεθή, αντί 10,000 Λ., η φροντίς της κατασκευής και οπλισμού μιας κορβέττας 400 τόννων, ήτις έμελλε να φέρη το όνομα Καρτερία και να υπαχθή εις τας διαταγάς του Hastings. Των προτάσεων αυτού γενομένων δεκτών, άμα τη εκδόσει του δανείου (65), ο κ. Ellice ανέθηκε την κατασκευήν της Καρτερίας εις τον ναυπηγόν Galloway, όστις ανέλαβε την υποχρέωσιν να παρασκευάση το πλοίον μεθ' όλων των αναγκαίων διά πλουν εντός του Αυγούστου 1825. Αλλ' ο κ. Ellice δεν είχε φροντίση να ορίση εν τω συμβολαίω ποινικήν ρήτραν, ο ναυπηγός έφερε μυρίας αναβολάς (66) και η Καρτερία μετά πολλάς περιπετείας (67) έφθασεν εν Ελλάδι μόνον κατά Σεπτέμβριον του 1826. Αλλά και τότε, ως εκ της αθλίας αυτής καταστάσεως, δεν προσήνεγκε, καίτοι ο ηρωισμός του κυβερνήτου υπήρξε μέγας, ειμή ελαχίστας υπηρεσίας.
Αλλά τα της Καρτερίας είναι μικρά παραβαλλόμενα προς τα κατόπιν συμβάντα.
Ολίγον μετά την έκδοσιν του δανείου η τετραρχία, χωρίς καν να συμβουλευθή τους Έλληνας επιτρόπους (68), παρήγγειλεν εις τον αυτόν κ. Galloway πέντε ατμοκίνητα, παραδοτέα εντός τεσσάρων ή πέντε μηνών, αντί 110,000 Λ.
Ήτο βεβαίως πολύ φρονιμώτερον ν' αγορασθώσι πλοία έτοιμα και ευθηνότερον (69), τοσούτω μάλλον καθ' όσον η αποστολή του στολίσκου ήτο τα μάλιστα κατεπείγουσα (70) και ουδεμία βεβαιότης υπήρχεν ότι τα πλοία θα ώσι κατεσκευασμένα εντός του ωρισμένου χρόνου. Πράγματι, πλην του ότι και πάλιν παρημελήθη η καταχώρισις εν τω συμβολαίω ποινικής ρήτρας, ο Galloway ήτο άξιος πολύ μικράς εμπιστοσύνης, καθ' ό έχων υιόν εν τη υπηρεσία του Μεχμέτ - Αλή, εν τη υπηρεσία δηλαδή εκείνου, εναντίον του οποίου ακριβώς εγίνοντο αι προπαρασκευαί (71).
Οπωσδήποτε η κατασκευή πέντε ατμοπλοίων απεφασίσθη. Ολίγω βραδύτερον αφίκετο εν Αγγλία ο Κόχραν, άρτι θαυματουργήσας εν Νοτίω Αμερική και εγκαταλείψας κατόπιν διαφωνίας την υπηρεσίαν της Βρασιλιανής κυβερνήσεως. Η τετραρχία εσκέφθη να προσλάβη αυτόν ως διοικητήν του ατμοκινήτου στόλου, και κατόπιν πολλών υποσχέσεων (72) έπεισε την ελληνικήν επιτροπήν, ην την φοράν ταύτην συνεβουλεύθη, να υπογράψη μετά του Κόχραν συμβόλαιον, δι' ου ούτος εχειροτονείτο Ναύαρχος όλου του Επικουρικού στόλου μετ' ευρείας δικαιοδοσίας (73) και αμοιβής χρηματικής Λ. 37,000 (74).
Ατυχώς η εκλογή του Κόχραν, ήτις εχαιρετίσθη απανταχού ως απαρχή βεβαίου θριάμβου, συνέτεινεν εις το να καταστώσιν άχρηστοι και αι εις τα πέντε ατμοκίνητα αφιερωθείσαι 113,000 Λ., αίτινες προστιθέμεναι εις τας 37,000, ας έλαβεν ο Κόχραν, ανήγαγον τα διά ναυτικάς προπαρασκευας εν Αγγλία ματαίως δαπανηθέντα χρήματα εις σύνολον 150,000 Λ. (75)
Ιδού δε πώς: Ο Κόχραν άριστος ναυτικός είχε το αμάρτημα να θεωρή εαυτόν μέγαν εφευρέτην. Κατώρθωσε δε να πείση τους κ. κ. Hobhouse, Ricardo, Burdett και Ellice να εφαρμοσθή εις τα νέα πλοία νέον τι σύστημα μηχανών υπ' αυτού εφευρεθέν. Τοιαύτη πρότασις ήτο τοσούτω μάλλον απαράδεκτος, καθ' όσον η εφαρμογή των νέων μηχανών προϋπέθετε και μεγάλας τροποποιήσεις εις τα ήδη ημιτελή σκάφη. Εν τούτοις ο ατμήρης στολίσκος, η τελευταία ελπίς της Ελλάδος, εφάνη εις τους εν Λονδίνω τραπεζίτας ουχί απρόσφορον έδαφος διά πρωτοφανή πειράματα, και οι ναυπηγοί έλαβον διαταγάς να εκτελέσωσι πλοία και μηχανάς κατά τα σχέδια του Κόχραν.
Ποίον υπήρξε το αποτέλεσμα των πειραμάτων τούτων είναι γνωστόν εις τους οπωσδήποτε μελετήσαντας την ελληνικήν επανάστασιν (76).
Είχε παραγγελθή η κατασκευή πέντε ατμοκίνητων, δύο μεγάλων και τριών μικρών (77). Εκ των πρώτων το έν, η Επιχείρησις, κατώρθωσε ν' αποπλεύση εκ Λονδίνου, αλλά μόλις εξήλθε του Ταμέσεως δεν ηδυνήθη ως εκ της εσφαλμένης κατασκευής να θαλασσοπορήση και ολίγου δειν εβυθίζετο. Διασωθέν ως εκ θαύματος, υπό του παρατυχόντος Αγγλικού πολεμικού Colombine, ερρυμουλκήθη εις Plymouth, όπου έμεινε σχεδόν δύο μήνας εις χείρας των ναυπηγών. Αφ' ου προσετέθησαν εις τα πλάγια μέρη του πλοίου παχύταται παγίδες και ηλλάγη το πηδάλιον, ηδυνήθη τέλος να πλεύση. Αφικόμενον δε εις Ελλάδα κατά Σεπτέμβριον του 1828 έμεινεν άχρηστον. Το δεύτερον των μεγάλων πλοίων, ο Ακαταμάχητος, εκάη επί του Ταμέσεως κατά τας δοκιμάς.
Εκ δε των τριών μικρών έν μόνον, αλλαγείσης της μηχανής, έφθασε τέλος εις Ελλάδα κατόπιν εορτής (78). Τα δύο άλλα μη δυνάμενα να πλεύσωσιν εσάπησαν εις τα πρόθυρα του Λονδίνου.
Ταύτα εν ολίγοις τα κατά τα εν Αγγλία ναυπηγηθέντα πλοία. Δεν είνε υπερβολή να είπη τις ότι, εάν αι εις κατασκευήν ατμοκινήτων αφιερωθείσαι 160,000 Λ. (4,000,000 φρ.) εχρησιμοποιούντο λυσιτελώς, άλλη ίσως θα ήτο η τύχη του αγώνος κατά το 1826. Έτι δ' ευμενεστέρα θα ήτο η τύχη των όπλων, εάν εις τα εν Αγγλία σκάνδαλα δεν προσετίθεντο και τα εν Αμερική συμβάντα, περί ων είναι νυν καιρός να ομιλήσωμεν.
III. Ναυπήγησις Φρεγατών εν Αμερική. — Αποστολή Κοντοσταύλου (79).
Η Ελληνική κυβέρνησις διά διατάγματος της 12/24 Αυγούστου 1824 είχεν επιφορτίση τους εν Λονδίνω αντιπροσώπους αυτής να προμηθευθώσιν ως τάχιστα 8 φρεγάτας 18 καννονίων εκάστην. Οι αντιπρόσωποι έκριναν δικαίως ότι αι φρεγάται αύται ηδύναντο εξαιρέτως να ευρεθώσιν εν ταις Ηνωμέναις Πολιτείαις, και απετάθησαν διά πληροφορίας προς τον κ. Βαγιάρδ, πρόεδρον του φιλελληνικού κομιτάτου και διευθυντήν του γνωστοτάτου ναυπηγικού καταστήματος Leroy, Bayard και Σα. Ο κ. Βαγιάρδ απήντησεν ότι φρεγάτα 50 καννονίων και 1500 τόννων, οίαι ήσαν αι των Ηνωμένων Πολιτειών, θα εστοίχιζεν ακριβώς 247,500 δολλ. (1,237,500 φρ.) (80) και ότι ήτο έτοιμος να εκτελέση τάχιστα τοιαύτην παραγγελίαν.
Συνεπεία της προσφοράς ταύτης οι αντιπρόσωποι της Ελλάδος και η εν Λονδίνω τετραρχία έπεμψαν κατά Μάρτιον 1825 εις Νέαν Υόρκην τον Γάλλον στρατηγόν Lallemand (81), όπως συνεννοηθή μετά των κ. κ. Leroy Bavard και Σας. Ούτοι (82) ανέλαβον να κατασκευάσωσιν αντί του προρρηθέντος ποσού εις διάστημα έξ μηνών δύο φρεγάτας 50 καννονίων, προσθέτοντες ότι εντός του αυτού χρόνου θα κατεσκευάζοντο και έξ μικρότεραι φρεγάται, ούτως ώστε η παραγγελία των 8 φρεγατών η δοθείσα υπό της Ελληνικής κυβερνήσεως να εκτελεσθή κατά γράμμα.
Αλλ' αντί να εκτελέσωσι τας υποσχέσεις ταύτας οι Αμερικανοί ναυπηγοί περιωρίσθησαν μόνον εις την παραγγελίαν δύο φρεγατών και εις την αποστολήν συναλλαγματικών εις Λονδίνον.
Εν τούτοις, οι εν Αγγλία αντιπρόσωποι της Ελλάδος βλέποντες τον καιρόν παρερχόμενον, την αναχώρησιν των φρεγατών μη αναγγελλομένην και τους κ. κ. Leroy, Bayard και Σαν μη δίδοντας σημεία ζωής, έγραψαν προς τούτους διαπυνθανόμενοι, αλλά μόνην απάντησιν έλαβον νέαν αίτησιν χρημάτων. Είχον ήδη σταλή 155,000 λιρών. Οι αντιπρόσωποι τότε απελπίσαντες, έπεισαν τον εν Λονδίνω Χίον έμπορον Α. Κοντόσταυλον, άνδρα γνωστόν διά τον πατριωτισμόν και την τιμιότητα του, να μεταβή άκων εις Αμερικήν, όπως προσπαθήση να επιτύχη δάνειον προς αποπεράτωσιν των δύο φρεγατών ή τουλάχιστον όπως σώση την μίαν εξ αυτών θυσιάζων την άλλην (83).
Ο Κοντόσταυλος, αφικόμενος εις Νέαν Υόρκην κατ' Απρίλιον του 1826, ευρέθη προ καταστάσεως έτι χείρονος της προσδοκωμένης. Αι μεν φρεγάται πολύ απείχον του να ώσιν αποπερατωμέναι, οι δε κατασκευασταί εζήτουν διά την αποπεράτωσιν της μιας μόνον εξ αυτών και διά διαφόρους άλλας απαιτήσεις 396,090 δολλ. (84) Εν περιπτώσει δε μη πληρωμής ηπείλουν ότι θα επώλουν τας ημιτελείς φρεγάτας εις δημοπρασίαν (85). Δοθέντος δε ότι κατά την εποχήν εκείνην μία φρεγάτα και εν δίκροτον, παραγγελθέντα υπό της Κολομβίας και της Σουηδίας και πωληθέντα εις δημοπρασίαν, είχον εκποιηθή εις ευτελεστάτας τιμάς (προς 70,000 και 32,200 δολλ.), υπήρχε πάσα πιθανότης ότι η πώλησις των Ελληνικών πλοίων θα κατέληγεν εις παρομοίαν συμφοράν.
Τότε ο Κοντόσταυλος άπελπις, ατελώς γνωρίζων την γλώσσαν της χώρας εν η ευρίσκετο, άγνωστος εν μέσω εμπορικού κόσμου εχθρικώς διακειμένου προς αυτόν, εκτεθειμένος εις μυρίας διαβολάς (86), έλαβε την ευτυχή ιδέαν να μεταβή εις Ουασιγκτώνα και απευθυνθή εις την Αμερικανικήν κυβέρνησιν. Διά δε του καλού καγαθού κ. Edward Everett (87), μέλους του Κογκρέσσου, κατώρθωσε να παρουσιασθή εις τον πρόεδρον των Ηνωμένων Πολιτειών Adams και ν' αποκαλύψη εις αυτόν και εις τους υπουργούς του τα συμβάντα. Εν μέσω του ανεπτυγμένου και φιλελληνικού κύκλου της Ουασιγκτώνος, ο Χίος έμπορος εύρε τέλος συμπαθές ακροατήριον (88). Το τε εκτελεστικόν και το νομοθετικόν σώμα τοσούτον εσκανδαλίσθησαν μανθάνοντα τα εν Νέα Υόρκη διαπραττόμενα, ώστε δεν εδίστασαν να παραβώσι τας αρχάς της ουδετερότητος ερχόμενα επίκουρα τη Ελλάδι. Δώδεκα ημέρας μετά την άφιξιν του Κοντοσταύλου εις την πρωτεύουσαν, αι δύο Βουλαί εψήφιζον την αγοράν του ετέρου των ελληνικών πλοίων, επιτρέπουσαι ούτως εις το άλλο να περατωθή και να εκπλεύση (89).
Αλλ' η υπόθεσις δεν έληξεν ενταύθα. Η Αμερικανική κυβέρνησις, άλλως τε πολύ δικαίως, έδιδε διά την μίαν των φρεγατών μόνον 250,000 δολλ., αι δε απαιτήσεις των κατασκευαστών ανήρχοντο, ως είδομεν, εις 396,000 δολλ. (90). Συνεπώς και αυτής της μιας φρεγάτας ο απόπλους καθίστατο αδύνατος. Προ τοιαύτης καταστάσεως ο Κοντόσταυλος, πολύ φρονίμως και επιτηδείως πολιτευόμενος, έπεισε πρώτον την κυβέρνησιν να μη προβή εις την αγοράν της μιας φρεγάτας, εάν το αντίτιμον αυτής δεν ήρκει όπως περατωθή, και αποπλεύση η άλλη, προς λύσιν δε των μετά των κατασκευαστών διαφορών προσέδραμεν εις αιρετοκρισίαν.
Αλλ' οι αιρετοκρίται, αντί να καταδικάσωσι τους κατασκευαστάς διά την ασύγγνωστον αυτών διαγωγήν (91), την πρόδηλον απάτην ην μετεχειρίσθησαν, όπως πείσωσι τους Έλληνας αντιπροσώπους ν' αναθέσωσιν αυτοίς την κατασκευήν των πλοίων, και τον τρόπον δι' ου παρεβίασαν την μίαν μετά την άλλην όλας αυτών τας υποχρεώσεις, περιωρίσθησαν να υποβιβάσωσι τας απαιτήσεις των κατασκευαστών από 396,090 εις 156,856 δολλ. Δικαίως άρα ο δικηγόρος της Ελλάδος Henry. D. Sedgwick είπεν εις τον πρόεδρον των αιρετοκριτών Jonas Pratt· «Κύριε, επράξατε παν ό,τι ηδύνασθε ίνα καταστρέψητε έν έθνος (την Ελλάδα) και ατιμάσητε έν άλλο (την Αμερικήν)» (92).
Οπωσδήποτε δ' όμως η απόφασις αύτη, κατά τα άλλα άδικος και επιζήμιος, έλυσε τουλάχιστον άκρως πολύπλοκον ζήτημα και επέτρεψεν εις το έθνος ν' απoκτήση έν τουλάχιστον νέον πλοίον. Πράγματι η φρεγάτα, Ελλάς επονομασθείσα, ηδυνήθη ν' αποπλεύση εξ Αμερικής και μετά πεντηκονθήμερον πλουν αφίκετο κατά Νοέμβριον του 1826 εις Ναύπλιον.
Το ευτυχές τούτο γεγονός, οφειλόμενον αποκλειστικώς εις τον ζήλον και την ευθυκρισίαν του Κοντοσταύλου, όστις και την ζωήν του αυτήν ερριψοκινδύνευσε κατά την επιστροφήν (93), εχαιρέτισε καταλλήλως η εν Αιγίνη Διοικητική Επιτροπή, επισήμως εκφράσασα εις τον Αλέξανδρον Κοντόσταυλον την ζωηράν ευγνωμοσύνην και τας εγκαρδίους ευχαριστίας του Ελληνικού έθνους (94). Είναι δ' όμως λυπηρόν να προσθέση τις, ότι πριν παρέλθωσιν ολίγα έτη, όχι μόνον πάσαι αι προς την πατρίδα υπηρεσίαι του ευγενούς Χίου (95) είχον λησμονηθή, αλλά και ούτος είδε δηλητηριαζόμενον τον υπόλοιπον βίον του διά κακοβούλων νύξεων και παντοίων διαβολών (96).
Παρ. Γ'. Χρήματα περιελθόντα εις χείρας Ελληνικάς.
Εις το κεφάλαιον τούτο ανάγονται:
182,400 Λ.
σταλείσαι απ' ευθείας εις την Ελληνικήν κυβέρνησιν,
13,108 Λ.
σταλείσαι εις Ελλάδα διά του Γόρδωνος,
3,350 Λ.
σταλείσαι διά του Γεροστάθη προς βοήθειαν του
Μεσολογγίου,
33,700 Λ.
χρησιμεύσασαι εις πληρωμήν συναλλαγματικών της Ελληνικής
κυβερνήσεως (97).
Διέφυγε λοιπόν τους όνυχας των Άγγλων και Αμερικανών κερδοσκόπων εκ συνόλου 1,150,800 Λ., ποσόν 232,558, δηλαδή ποσόν μικρότερον των 308,000 Λ. του πρώτου δανείου (98). Ένθα αποδεικνύεται και πάλιν η μεταξύ του φιλελληνικού κομιτάτου του αναλαβόντος την διαχείρισιν του πρώτου δανείου και της μετέπειτα τετραρχίας διαφορά. Δυστυχώς όμως η εν Ελλάδι γενομένη χρήσις και των χρημάτων του δανείου του 1824 και των απομειναρίων του δανείου του 1825 υπήρξεν η αυτή. Περιεγράψαμεν ήδη μετά της προς αμαρτήσαντας ήρωας οφειλομένης ευλαβείας την χρήσιν των πρώτων 308,000 Λ. (99)· είναι περιττόν δε να επαναλάβωμεν την αυτήν περιγραφήν διά τας άλλας 230,000. Διά να εννοήση τις όμως οποία υπήρξεν η ευθύνη των ανδρών ους αινιττόμεθα, αρκεί να είπωμεν ότι εκ των περισωθέντων πέντε εκατομμυρίων φράγκων η ιδιοτέλεια και τα εμφύλια πάθη δεν αφήκαν ούτε λεπτόν διά το Μεσολόγγιον, και ότι, ότε επήλθε τέλος η ανυπέρβλητος ανάγκη να δοθή ποιά τις βοήθεια εις την ηρωικήν εκείνην πόλιν, εδέησεν, ουδενός των λογάδων εμπνέοντος εμπιστοσύνην, να διαβιβασθώσι τα εν Λονδίνω υπολειπόμενα ψιχία του πλουσίου δείπνου (3,350 Λ.) δι' απλού αστού, του εν Κερκύρα ιδιωτεύοντος Γεροστάθη.
Συνοψίζοντες νυν τας τρεις παραγράφους, εις ας διηρέσαμεν την χρήσιν του β' δανείου, ευρίσκομεν ότι αύται αποτελούσι σύνολον 1,121,778 Λ. (00 1) Είδομεν αφ' ετέρου ότι οι επίτροποι έσχον εις την διάθεσιν αυτών ολικόν ποσόν 1,150,800 Λ.· μένει λοιπόν υπόλοιπον 29,022 Λ. Ποία χρήσις εγένετο του ποσού τούτου;
Πρώτον δι' αυτού εκαλύφθησαν τα έξοδα ταξειδίου και τριετούς εν Ευρώπη διαμονής των διαφόρου επιτρόπων, ήτοι 11,600 Λ.
Δεύτερον επληρώθησαν διάφορα μεγάλα (101) και μικρά έξοδα (102) και εκαλύφθησαν μερικαί ζημίαι (103).
Τρίτον έμεινεν υπόλοιπον εις χείρας των πληρεξουσίων Ορλάνδου και Λουριώτη. Η εξακρίβωσις του υπολοίπου τούτου έδωκε μεν κατ' αρχάς αφορμήν εις πλείστας λογομαχίας μεταξύ των δύο πληρεξουσίων και του μετέπειτα διορισθέντος τοιούτου Σπανιολάκη, κατέληξε δε βραδύτερον εις μακροτάτην δίκην, ήτις περιέπλεξεν εις βαθμόν απίστευτον την υπόθεσιν, και ης η εξέτασις διαφεύγει εντελώς τον κύκλον της παρούσης μελέτης (104).
Ανασκοπούντες νυν τα κατά το δεύτερον δάνειον δυνάμεθα να είπωμεν:
α'. Ότι ένεκα της κακής πίστεως των εν Λονδίνω τραπεζιτών και της απειρίας ή της ακηδίας των Ελλήνων πληρεξουσίων μεγάλα ποσά, άτινα έπρεπε να σταλώσι κατεπειγόντως εις Ελλάδα, έμειναν εν Αγγλία, χρησιμεύσαντα μόνον εις το να προμηθεύσωσιν εις τους κ. κ. Ρικάρδους και συντροφίαν μεσιτικά και μέσον απαλλαγής εις καλήν τιμήν των ελληνικών ομολογιών, ας ούτοι είχον.
β'. Ότι τα σπουδαία ποσά, τα αφιερωθέντα εις συγκρότησιν αξιομάχου στόλου, εδαπανήθησαν ματαίως, καθ' ότι και αυτά τα περατωθέντα πλοία αφίκοντο ότε ήτο πλέον αργά.
γ'. Ότι ένεκα των τυφλών παθών των εν Ελλάδι τα πρώτα φερόντων, και αυτά τα λείψανα των δανείων καταναλώθηκαν εις εμφυλίους και όχι εις εθνικούς αγώνας (105).
Καταλήγων δε τις εις τοιαύτα συμπεράσματα αγανακτεί έτι μάλλον αναλογιζόμενος οποίοι ήσαν τότε οι κίνδυνοι, ους διέτρεχε το έθνος, και οποία υπήρξεν η χρήσις τοσούτων εκατομμυρίων.
Πρόχειρον δ' επιβεβαίωσιν τούτου παρουσιάζουσι και τα μέσα, εις ά ηναγκάσθη ταχέως να προσδράμη η προσωρινή κυβέρνησις προς διάσωσιν του Μεσολογγίου:
Τη 24η Δεκεμβρίου 1825, απεφάσιζε την έκδοσιν νέου δανείου ενός εκατομμυρίου διστήλων Ισπανικών. «Το δάνειον τούτο, έλεγεν η προκήρυξις (106), ν' ασφαλισθή με την εγγύησιν του έθνους, δηλαδή με την υποθήκην παντός είδους εθνικών κτημάτων εις οποιονδήποτε μέρος της ελληνικής επικρατείας. — Το δάνειον να γίνηται κατ' αναλογίαν των εν ταις επαρχίαις εθνικών κτημάτων και εκάστη συνδρομή (Souscription) να μη υπερβαίνη τα 100,000 τάλληρα. — Η υποθήκη να γίνηται, εις έκαστον ωρισμένον μέρος, διά δημοσίου κηρύγματος εις τον προσφέροντα τα περισσότερα. — Η διάρκεια του δανείου ορίζεται εις έξ έτη, μετά τα οποία η διοίκησις χρεωστεί να πληρώση το κεφάλαιον και τόκον 8%, ειδέ μη να δίδη εις τον δανειστήν την εντελή κυριότητα. — Η καταβολή του δανείου να γίνηται το ήμισυ εις μετρητά, το δε άλλο ήμισυ εις εθνικάς ομολογίας ή εις οποιασδήποτε διαταγάς πληρωτέας από το ταμείον. — Ο δανειστής να καρπούται το υποθηκευμένον κτήμα, οφείλων μόνον ως πας ιδιοκτήτης να πληρώνη εις το δημόσιον την δεκάτην».
Του ιδιορρύθμου τούτου δανείου, αξίου δημοσιονομικού μουσείου, αποτυχόντος, ως ην επόμενον (107), η εν Επιδαύρω Εθνική Συνέλευσις έστρεψε τα βλέμματα αυτής προς τας Ιονίους νήσους, και τη 7η Απριλίου 1826 ανέθηκεν (108) εις τους κ. κ. Δ. Ρώμαν, Π. Δ. Στεφάνου και Κ. Δραγώναν την εξεύρεσιν εν Επτανήσω δανείου 100,000 ταλλήρων ισπανικών, προς βοήθειαν του Μεσολογγίου και κινητοποίησιν του στόλου (109). Δυστυχώς η κατάστασις ήτο τοιαύτη, ώστε παρ' όλην την ελευθερίαν, ήτις εδίδετο εις τους πληρεξουσίους (110), οι πράγματι φιλοπάτριδες εκείνοι άνδρες (111) ουδέν ηδυνήθησαν να πράξωσι και πεσόντος του Μεσολογγίου ανεφάνησαν έτι φαεινότερον τα οικτρά αποτελέσματα της διαχειρίσεως των Αγγλικών δανείων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ'
Διαρρύθμισις των Δανείων της Ανεξαρτησίας.


Η διασπάθησις των δανείων της ανεξαρτησίας επόμενον ήτο να φέρη συν τοις άλλοις και την αναστολήν της υπηρεσίας αυτών. Η αναστολή αύτη παρετάθη επί εξήκοντα και πλέον έτη, καθ' όλον όμως το μακρόν τούτο διάστημα ουδέποτε η Ελλάς ηρνήθη, ως συχνάκις ελέχθη, τας υποχρεώσεις αυτής. Η Ελλάς απ' εναντίας επεζήτησεν επανειλημμένως να κανονίση τα του χρέους τούτου, ερχομένη εις συμβιβασμόν. Ως προς δε την απότισιν του ονοματικού κεφαλαίου, ουδ' αυτοί οι απαιτητικώτεροι των δανειστών ηξίουν αυτήν, αναλογιζόμενοι και τους ασθενείς πόρους του κράτους και την ελαχίστην ωφέλειαν, ην ηρύσθη τούτο εκ των δανείων, και κυρίως ότι η ελευθερωθείσα Ελλάς, καθ' ό άλλη ή η συνάψασα τα δάνεια, είχεν ίσως το δικαίωμα ν' απαρνηθή μέρος των υποχρεώσεων των κυβερνήσεων της επαναστάσεως, ή και απάσας.

Το τελευταίον τούτο απαιτεί τινας εξηγήσεις:
Τα δάνεια συνήφθησαν αρχικώς υπό συνελεύσεων, εν αις αντεπροσωπεύοντο πολλαί επαρχίαι, συμμετασχούσαι της επαναστάσεως, αλλά μη ευτυχήσασαι ν' αποτινάξωσι τον ξένον ζυγόν (112). Ηρωτάτο άρα αν ήτο δίκαιον ν' αποτίση το Ελληνικόν Βασίλειον τα χρέη επαρχιών εισέτι Τουρκικών, και αν οι δανεισταί του 1824 και 1825 δεν έπρεπε να θεωρηθώσιν ως κερδοσκόποι εν μέρει μόνον επιτυχόντες. Πολλοί των ημετέρων προέβαλον το επιχείρημα τούτο (113) και εάν μεν νομικώς είχον άδικον (114), πρακτικώς όμως αι αξιώσεις αυτών ήτο δύσκολον να παραγνωρισθώσιν (115).
Αλλά το ζήτημα παρουσιάζετο και άλλως. Ηδύνατό τις να ερωτήση ουχί αν υπήρχε μονομερής, αλλ' αν υπήρχεν οιαδήποτε υποχρέωσις εκ μέρους του Ελληνικού κράτους προς τους δανειστάς του 1824 και 1825. Πράγματι προκύπτει το ερώτημα: αν δάνεια, συναφθέντα υπό επαναστατικής κυβερνήσεως μη ανεγνωρισμένης υπό ξένων κρατών, δύνανται να υποχρεώσωσι κράτος, όπερ συνεστάθη έτη τινά βραδύτερον.
Το ζήτημα γίνεται αμέσως γενικώτερον, η δε λύσις αυτού, καθ' ημάς τουλάχιστον, εύρηται εν τω εξής τύπω (formule), ον δίδει ο κ. Πολίτης, εν τω περισπουδάστω αυτού έργω, Τα δάνεια των κρατών κατά το διεθνές δίκαιον (116): «Ότε μία κυβέρνησις, νόμω ή βία, εγκαθίσταται εν τη αρχή, και γίνεται δεκτή ή τουλάχιστον ανεκτή υπό του έθνους, αντιπροσωπεύει την χώραν και υποχρεοί αυτήν διά των πράξεων, ας συνάπτει εν ονόματί της, αδιάφορον αν η κυβέρνησις αύτη είναι ή ου ανεγνωρισμένη διπλωματικώς υπό των άλλων Δυνάμεων».
Κατά την λύσιν ταύτην, ην θεωρούμεν oρθήν, αι πράξεις των κυβερνήσεων της επαναστάσεως εδέσμευον τω ελευθερωθέν ελληνικόν κράτος. Η δε λύσις αύτη επιβάλλεται τοσούτω μάλλον ενταύθα, καθ' όσον υπάρχει και λόγος ηθικός προφανής (117) επιρρωννύων τους νομικούς συλλογισμούς του κ. Πολίτου. Ουχ ήττον όμως το πράγμα μένει αμφισβητήσιμον (118), είναι δε μεγάλη τιμή διά την Ελλάδα, ότι ουδέποτε εξεμεταλλεύθη τας επί του ζητήματος τούτου αμφιβολίας, διά ν' αποκλείση τους δανειστάς αυτής.
Τουναντίον μάλιστα αρχήθεν αι Ελληνικαί κυβερνήσεις, αναγνωρίζουσαι επισήμως τας υποχρεώσεις των, επεζήτησαν παντί σθένει ικανοποιητικόν δι' αμφότερα τα μέρη συμβιβασμόν.
Ούτως από της 8 Απριλίου 1827, η εν Τροιζήνι Εθνική Συνέλευσις εψήφισε την σύναψιν δανείου πέντε εκατομμυρίων διστήλων πραγματικών, ου η διαπραγμάτευσις ανετίθετο εις τον Κυβερνήτην. Το δε ψήφισμα δηλοί ρητώς, ότι το δάνειον τούτο θέλει συναφθή άνευ ζημίας των δύο προηγουμένων δανείων και θέλει μάλιστα συντελέση εις πληρωμήν των τόκων αυτών. Ολίγω βραδύτερον η εν Άργει Δ' Εθνική Συνέλευσις εθέσπιζε τη 26 Ιουλίου 1829, «Ότι η Κυβέρνησις θέλει ασχοληθή όσον το συντομώτερον εις το εξωτερικόν χρέος, έχουσα υπ' όψιν το παρουσιασθέν σχέδιον περί αυτού του αντικειμένου. Βαίνουσα εις την δικαιοσύνην και την επιείκειαν θέλει προχωρήση εις συμβάσεις μεθ' όσων έχουσιν αποδεικτικά των δανείων του 1824 και 1825, προσπαθούσα να τελειώση αυτήν την διαπραγμάτευσιν διά να λυτρωθώσιν εντίμως και το έθνος από το γενικόν χρέος του, και τα εθνικά κτήματα από του να είναι εις υποθήκην αυτού του χρέους (119)».
Το δε σχέδιον, ό αινίσσεται το ψήφισμα, έχει ως εξής:
Το Πανελλήνιον είχεν αναθέση εις επιτροπήν, συγκειμένην από τον Ζωγράφον, τον Παπαδόπουλον και τον Κοντουμάν, την εξέτασιν της καταστάσεως των δανείων και την εξεύρεσιν σχεδίου προς απόσβεσιν αυτών.
Η επιτροπή εκείνη υπέβαλε την σχετικήν έκθεσιν τη 2 Απριλίου 1829. Εν τη εκθέσει ταύτη, μετά πλήρη ανάλυσιν της τότε καταστάσεως των χρεών, η επιτροπή εξετάζουσα το μέγα πρόβλημα της αποσβέσεως παρατηρεί ότι, ενώ αφ' ενός η προ 6 - 7 ετών επανάληψις της υπηρεσίας των δανείων είναι αδύνατος, αφ' ετέρου, εφ' όσον δεν εκτελείται η πληρωμή των τόκων, και η πίστις της Ελλάδος θέλει ελαττωθή και το χρέος αυτής γίνεται βαρύτερον.
Όθεν η εξεύρεσις συνδυασμού τινος επεβάλλετο. Πολλά δε σχέδια είχον προταθή. Εκ τούτων το σπουδαιότερον συνίστατο α') εις το να εξαγορασθή ικανή ποσότης του χρέους προς 20% περίπου· β') εις το να κηρυχθή το έν τρίτον του υπολοίπου χρέους μόνιμον (120) με τόκον 5%, τα δε άλλα δύο τρίτα να εξοφληθώσι χωρίς τόκον και διά κληρώσεως, εις διάστημα 50 - 100 ετών, κατά το περί αναβαλλομένων χρεών σύστημα της Ολλανδίας.
Επί τούτοις η επιτροπή παρατηρεί ορθώς, ότι άνευ νέου δανείου δεν θα είναι δυνατή η εξαγορά ικανής ποσότητος μετοχών, εάν δε το νέον δάνειον συναφθή, αι ομολογίαι των προηγουμένων δανείων θα τιμώνται περισσότερον των 20% της αρχικής αξίας.
Ως προς το β' μέρος του σχεδίου, η επιτροπή νομίζει ότι τούτο δεν πρέπει να ληφθή υπ' όψιν, διότι, πλην του ότι δι' αυτού αθετούνται αι υποσχέσεις της Ελλάδος, το σχέδιον τούτο δεν θα γίνη δεκτόν υπό των δανειστών. Εις αντικατάστασιν του απορριπτομένου η επιτροπή προτείνει νέον σύστημα αρκετά περίεργον: ήτοι αφ' ενός μεν να γίνη μετά των δανειστών συμβιβασμός, δι' ου η κυβέρνησις θα τοις πληρώνη 2% του πραγματικού κεφαλαίου, αφ' ετέρου δε να δανεισθή η Ελληνική κυβέρνησις προς 5% 444,960 Λ., ας να δανείση εις διαφόρους κοινότητας, επαρχίας και ευυπολήπτους κτηματικούς προς 8%. Δανείζουσα δε εις τόκον ανώτερον εκείνου, εφ' ώ εδανείσθη, η κυβέρνησις θα έχη καθαρόν ετήσιον εισόδημα 35,596 Λ., δι' ων θα δύναται να πληρώνη τον συμβατικόν τόκον των 2% (ήτοι 25,052) και να εξαγοράζη εν τη αγορά ποσόν ομολογιών, όπερ θα βαίνη αυξανόμενον εφ' όσον διά του χρεωλυσίου το διά τους τόκους απαιτούμενον ποσόν θα βαίνη ελαττούμενον. Κατά μακροσκελείς και λεπτομερείς υπολογισμούς, τα δάνεια της επαναστάσεως θ' απεσβέννυντο τοιουτοτρόπως εντός 42 ετών.
Καθ' όσον αφορά δε εις την απόσβεσιν του νέου δανείου, η επιτροπή ολίγον εμερίμνα, ούσα πεπεισμένη ό,τι ως εκ των αδιακόπως αυξανομένων προσόδων του δημοσίου ταμείου, αύτη θα ήτο λίαν εύκολος.
Τοιούτον σχέδιον δεν χρήζει καν ανασκευής, παρατίθεται δ' ενταύθα απλώς χάριν αρχαιολογικής περιεργίας (121). Μετ' ολίγον χρόνον όμως προετείνετο σχέδιον πολύ σοβαρώτερον, το της αποσβέσεως των δανείων της ανεξαρτησίας διά παραχωρήσεως εις τους δανειστάς μέρους των εθνικών κτημάτων της Γαστούνης (122). Τοιαύτη δε λύσις, ην παρεδέχθη κατ' αρχήν και η εν Προνοία κατ' επανάληψιν δ' εθνική συνέλευσις (123), ήθελεν είναι η ευτυχεστέρα πασών, καθ' όσον αι μεν εθνικαί γαίαι ήσαν τότε τόσον άφθονοι, ώστε ο συμβιβασμός δεν θα εστοίχιζε σχεδόν τίποτε εις την Ελλάδα, η δε ενδεχομένη άφιξις ολίγων ξένων γεωργών θα ήτο υπό πάσαν έποψιν ευεργετική διά την χώραν. Δυστυχώς αι τρεις προστάτιδες Δυνάμεις, αίτινες είχον αποφασίση, ουχί άνευ δισταγμών, να εγγυηθώσι το δάνειον των 60 εκατ., του οποίου η υπηρεσία έπρεπε να γίνηται διά των πρώτων εισοδημάτων του Ελληνικού κράτους, και αίτινες δεν ήθελον να ελαττωθώσι ποσώς τα εισοδήματα ταύτα, εδήλωσαν επισήμως τη εθνοσυνελεύσει, ότι προ της αφίξεως των αντιβασιλέων ουδεμία πώλησις των εθνικών γαιών έπρεπε να γίνη, ουδ' ώφειλε να γίνη δεκτόν ουδέν μέτρον δυνάμενον να γεννήση οικονομικάς δυσχερείας εις το νέον κράτος (124).
Υπ' αναλόγων σκέψεων φερομένη η αντιβασιλεία δεν έσπευσε να έλθη εις τον μόνον δυνατόν συμβιβασμόν τον διά παραχωρήσεως εθνικών γαιών, ολίγα δε έτη αργότερον πας συμβιβασμός κατέστη αδύνατος. Διότι αφ' ενός μεν οι προϋπολογισμοί ήσαν τόσον ισχνοί, ώστε αύξησις έστω και ενός εκατομμυρίου κατ' έτος αντεστοίχει προς αύξησιν περίπου 8%. Επί πλέον δε και κυρίως η αναγνώρισις των χρεών της επαναστάσεως θα συνεπέφερεν άλλα βάρη, προϋποθέτουσα την επανάληψιν της εν τω μεταξύ διακοπείσης υπηρεσίας του δανείου των 60 εκατομμυρίων, περί ου εκτενής μετέπειτα θα γίνη λόγος.
Η κατάστασις αύτη παρετάθη κατ' ανάγκην καθ' όλην την βασιλείαν του Όθωνος· εν τούτοις όμως ο κανονισμός των χρεών της επαναστάσεως καθίστατο οσημέραι μάλλον απαραίτητος, και τούτο διά πολλούς λόγους, (125) ων οι κυριώτεροι είναι οι εξής:
α') Τα δάνεια της επαναστάσεως συναφθέντα υπό κυβερνήσεων, των οποίων αι πράξεις υπό νομικήν έποψιν εδέσμευον ημάς, είχον οπωσδήποτε χρησιμεύση εις την αποκατάστασιν της εθνικής ημών ανεξαρτησίας και η συνομολόγησις αυτών ωφείλετο εν πολλοίς εις το τότε εν Ευρώπη κρατούν φιλελληνικόν πνεύμα. Η μη αναγνώρισις των δανείων τούτων ήτο συνεπώς κηλίς (126), την οποίαν ωφείλομεν τοσούτω μάλλον ν' αποσβέσωμεν, καθόσον η παράτασις της καταστάσεως προεκάλει, ή εδικαιολόγει, μυρίας κατά του ημετέρου έθνους μεμψιμοιρίας και συκοφαντίας (127).
Εκτός των ηθικών τούτων λόγων υπήρχον υπέρ του συμβιβασμού και λόγοι υλικοί.
Η πρώτη ημών χρεοκοπία, αποκλείουσα την Ελλάδα από των χρηματιστηρίων της Δύσεως, εστέρει το αρτιπαγές κράτος της χρησιμωτέρας των αρωγών, της πίστεως (128). Και τω όντι, άνευ ξένων χρημάτων, ούτε δημόσια έργα δύνανται να γίνωσιν, ούτε αι συγκοινωνίαι να βελτιωθώσιν, ούτε τράπεζαι να δημιουργηθώσιν, ούτε αυταί αι ιδιωτικαί επιχειρήσεις να προοδεύσωσιν. Προς τούτοις άνευ δανείου είναι αδύνατον χώρα τις να παρασκευαστή ναυτικώς και στρατιωτικώς.
Την σήμερον, πολλοί, βλέποντες πού κατέληξεν η χρήσις ή μάλλον η κατάχρησις των δημοσίων δανείων, μακαρίζουσι την εποχήν, καθ' ην τοιαύτα δάνεια δεν ηδύναντο να συναφθώσιν. Άλλη δ' όμως, και πολύ δικαίως, ήτο η αντίληψις των ανδρών της εποχής εκείνης, μη δυναμένων μήτε κοινωφελή έργα να επιχειρήσωσιν, μήτε αιφνιδίους ανάγκας ν' αντιμετωπίσωσιν. Τούτ' ακριβώς εγένετο καταφανές κατά την μεγάλην επανάστασιν της Κρήτης, ότε το κράτος επιέζετο δεινώς και υπό της ανάγκης του συντηρείν τους εδώ καταφυγόντας Κρήτας και υπό του φόβου τουρκικής επιθέσεως.
Προς τούτοις οι καθ' έξιν μακαρίζοντες τα παρελθόντα, αληθείς laudatores temporis acti, σφάλλονται νομίζοντες ότι τότε το Ελληνικόν κράτος δεν ηδύνατο να συνάψη δάνεια. Η αλήθεια είναι ότι δεν ηδύνατο μόνον να συνάψη δάνεια εν Ευρώπη. Ο περιορισμός δ' ούτος του κύκλου της πιστωτικής αγοράς, αντί να εμποδίση την σύναψιν δανείων, καθίστα απλώς ταύτα επαχθέστερα. Τούτο μαρτυρεί και η μακρά σειρά των εσωτερικών και βαρέων δανείων, των συναφθέντων από του 1863 μέχρι του 1878. Πολλοί δε των ημετέρων αναγνωστών θα ενθυμώνται ότι μεταξύ των επιχειρημάτων των φερομένων τότε υπέρ εξωτερικού δανείου ήτο, ότι τοιούτον δάνειον, συναπτόμενον εν ευρυτέρα αγορά, θα επέτρεπε την μετατροπήν των επαχθών εσωτερικών χρεών.
Ούτως εχόντων των πραγμάτων, απορεί τις βλέπων, ότι ο συμβιβασμός ανεβλήθη επί μακρόν. Αλλά και η αναβολή αύτη εξηγείται πολλαπλώς. Πρώτον διότι μέχρι της μεταπολιτεύσεως τοιούτος συμβιβασμός ήτο, ως είδομεν, πράγμα αδύνατον· από του 1863 η εύρεσις λύσεώς τινος εφαίνετο τη αληθεία ευχερεστέρα, και διότι επήλθεν οριστικός συμβιβασμός διά το δάνειον των τριών προστατίδων Δυνάμεων, και διότι ο εθνικός πλούτος είχεν αναπτυχθή, και διότι τέλος η ανάγκη της ανοίξεως των πυλών των ξένων χρηματιστηρίων εγένετο εις άκρον αισθητή. Αλλά τότε το ζήτημα περιεπλάκη και πάλιν, αναφανεισών δύο νέων δυσκολιών: α') της Ελληνικής απαιτήσεως να συνδεθή η αναγνώρισις των παλαιών δανείων μετά της συνάψεως νέου τοιούτου, και β') των παραλόγων αξιώσεων ξένων τινών ομολογιούχων. Οι ξένοι ούτοι ομολογιούχοι ήσαν Ολλανδοί τινες, οίτινες αγοράσαντες προς κερδοσκοπίαν μέγα μέρος των ομολογιών των δανείων της επαναστάσεως (129) προσεπάθουν μετά προφανούς κακής πίστεως να εκμεταλλευθώσι την ανάγκην, ην η Ελλάς είχε των Ευρωπαϊκών Χρηματιστηρίων (130).
Εν τούτοις τα έτη παρήρχοντο, κατ' ανάλογον δε όρον η θέσις της Ελλάδος επεδεινούτο, καθ' ότι αφ' ενός μεν τα οφειλόμενα ποσά διά του ανατοκισμού επολλαπλασιάζοντο, αναπτυσσομένων δ' αφ' ετέρου ταχέως των πόρων του κράτους, οι δανεισταί, φυσικώ τω λόγω, εγίνοντο απαύστως απαιτητικώτεροι.
Ήτο απαραίτητος λοιπόν ανάγκη να μη εξακολουθή παρατεινομένη τοιαύτη κατάστασις. Τούτο άριστα κατενόησεν ο τότε νεώτατος εν Λονδίνω επιτετραμμένος κ. Γεννάδιος, όστις, διπλωμάτης δεξιός, κάτοχος της αγγλικής άριστος, δεινός του καλάμου χειριστής, κατέπεισε δι' εκθέσεων και δι' άρθρων την τε ελληνικήν κυβέρνησιν (131) και τον αγγλικόν κόσμον, ότι κοινόν είχον συμφέρον να έλθωσιν εις συμβιβασμόν. Άπαξ δ' επιτυχών τούτο, κατώρθωσε το έτι δυσχερέστερον, να επιτύχη συμβιβασμόν ικανοποιητικόν διά τους δανειστάς και μη παραβλάπτοντα τα συμφέροντα του κράτους.
Τα μέχρι τούδε λεχθέντα και η μεγάλη υπηρεσία, ην ο κ. Γεννάδιος προσήνεγκε τότε εις την Ελλάδα, θα κατανοηθώσι κάλλιον, εξεταζομένων λεπτομερέστερον των περί συμβιβασμού διαπραγματεύσεων.
Αι διαπραγματεύσεις αύται, αίτινες καθ' όλην την βασιλείαν του Όθωνος είχον θεωρητικόν χαρακτήρα, ήρξαντο, άμα τη μεταπολιτεύσει και δι' ους λόγους εξεθέσαμεν, να λαμβάνωσι σάρκα και οστά. Δεν είχεν ακόμη κατέλθη ο βασιλεύς Γεώργιος, και οι εν Λονδίνω δανεισταί συνήρχοντο, εν δε ταις Αθήναις διεξήγετο περί του ζητήματος ζωηρός δημοσιογραφικός αγών (132). Εχρειάσθησαν όμως εισέτι τρία έτι πριν η Ελλάς προβή εις επίσημα προς τους δανειστάς διαβήματα.
Πράγματι τω 1866, διά πρώτην φοράν, ο υπουργός των οικονομικών κ. Χρηστίδης διεβίβασε, διά του γενικού προξένου της Ελλάδος κ. Σπάρταλη, εις τον εν Λονδίνω αντιπρόσωπον των ομολογιούχων Κ. Μέρλιν τας εξής προτάσεις: α') ελάττωσιν του οφειλομένου κεφαλαίου εις δεκαέξ εκατ. δραχμών, και εξόφλησιν του ποσού τούτου εις 36 έτη, δι' ενιαυσίας δόσεως 960,000 δρ., ων αι 800,000 αντιπροσωπεύουσιν τόκον 5%, και αι 160,000 χρεωλύσιον 1%· β') σύναψιν δανείου 25 εκατ. δρ.
Εις απάντησιν οι ομολογιούχοι προέτειναν εις τον κ. Κεχαγιάν, όστις εν τω μεταξύ είχε διαδεχθή τον κ. Χρηστίδην: α') να μετατραπή το παλαιόν χρέος εις νέον χρέος 800,000 Λ. προς 8%· β') να συναφθή νέον δάνειον ονοματικής αξίας 1,100,000 εκδιδόμενον προς 80% (ήτοι πραγματικής αξίας 880,000 Λ.), και φέρον 8% επί του ονοματικού κεφαλαίου· γ') να ορισθή κατάλληλον χρεωλύσιον, όπως τα δύο δάνεια ταύτα αποσβεσθώσιν εντός ωρισμένης προθεσμίας.
Τας προτάσεις ταύτας η Ελληνική κυβέρνησις δεν εθεώρησεν αποδεκτάς, επειδή δ' όμως ως εκ της Κρητικής επαναστάσεως είχομεν μεγάλην ανάγκην δανείου, αι προτάσεις δεν απερρίφθησαν επισήμως (133) και ο τότε διορισθείς εν Λονδίνω Έλλην πρεσβευτής αείμνηστος Π. Βράιλας Αρμένης έλαβεν εντολήν να επιδιώξη ερρωμένως τον συμβιβασμόν (134). Ο Βράιλας αφικόμενος εν Λονδίνω ευρέθη προ της εξής καταστάσεως (135): Το χρεωστούμενον ποσόν ανήρχετο εις 7,446,150 Λ. Σ., συνιστάμενον εκ
α')
550,000 Λ.
ομολογιών του δανείου του 1824.
β')
646,250 Λ.
τόκων των ομολογιών τούτων από του 1845 και
εντεύθεν.
γ')
1,707,000 Λ.
ομολογιών του 1825.
δ')
2,050,000 Λ.
τόκων τούτων από του 1846 και εντεύθεν.
ε')
2,492,900 Λ.
τοκομεριδίων 1826 - 1845 επισυνημμένων εις τας
ομολογίας.
-----------
7,446,150 Λ.
Αντί τούτων οι Άγγλοι ηρκούντο εις 900,000 Λ. προς 8%. Επειδή δ' όμως έβλεπον ότι η Ελληνική κυβέρνησις ηδυνάτει να πληρώση αμέσως υψηλούς τόκους, προέτειναν την εφαρμογήν του συστήματος του προοδευτικού τόκου (136).
Εις απάντησιν η Ελληνική κυβέρνησις αντιπροέτεινε την σύστασιν παγίου κεφαλαίου 700,000 προς 8%· εν η δε περιπτώσει οι ομολογιούχοι προετίμων χρεωλυτικόν δάνειον, η Ελλάς εδήλου ότι ήτο ετοίμη να επιτρέψη την αύξησιν της σχετικής αξίας του κεφαλαίου και την ελάττωσιν του τόκου, χωρίς όμως να διαταραχθή το εκ Λ. 56,000 ετησίως πληρωθησόμενον ποσόν (137).
Τας προτάσεις ταύτας παρεδέχθησαν με μικράς παραλλαγάς (138) οι Άγγλοι, οίτινες κατά κανόνα επιδιώκουσι προ πάντων την μη διαιώνισιν των υποθέσεων· η σύμβασις υπεγράφη και εψηφίσθη μάλιστα εις πρώτην ανάγνωσιν, ότε αλλεπάλληλοι πτώσεις κυβερνήσεων εν Αθήναις εματαίωσαν τα πάντα (139).
Ο νέος υπουργός των οικονομικών Βαλασσόπουλος, ανήρ περιωρισμένων βλέψεων, δεν διέβλεπε το επάναγκες του συμβιβασμού, αλλ' αντιληφθείς της ζωηράς επιθυμίας των Άγγλων να λυθή το ζήτημα άπαξ διά παντός, ενόμισεν επιτήδειον να εξαρτήση την κύρωσιν της συμβάσεως εκ της συνάψεως νέου δανείου. Η νέα αύτη εφαρμογή της τόσον βλαψάσης την Ελλάδα στρεψοδίκου μεθόδου (140) εις τας μετά των δανειστών σχέσεις, εξηρέθισε τους Άγγλους εις τον ύπατον βαθμόν, εστέρησε δε ημάς ανελπίστου τύχης προς εμπέδωσιν των ημετέρων οικονομικών και εδικαιολόγησε τους Ολλανδούς, οίτινες καθ' όλας τας διαπραγματεύσεις δεν έπαυσαν εμπαίζοντες ή υβρίζοντες τους Άγγλους διά την μακροθυμίαν αυτών (141).
Η απογοήτευσις του αγγλικού κοινού υπήρξε μεγίστη και επί τρία έτη το ζήτημα εφάνη λησμονηθέν, ότε, κατ' Αύγουστον 1871, ο κ. Σωτηρόπουλος έγραψεν εις τον Βράιλαν εμπιστευτικήν επιστολήν, εν η ανεγνώριζε την ανάγκην του συμβιβασμού, εδείκνυεν όμως πόσον δύσκολον θα ήτο εις τον Ελληνικόν προϋπολογισμόν βεβαρημένον ήδη με ενιαυσίαν υπηρεσίαν 5,700,000 δρ. (αντιπροσωπευουσών κεφάλαιον 44 εκατ.), να υποστή νέαν αφαίμαξιν 60,000. Λ.. Προέτεινε λοιπόν ο κ. Σωτηρόπουλος να συμβιβασθώσι τα αντίθετα ταύτα συμφέροντα διά της συνομολογήσεως δανείου 100 εκατ., εξ ων τα τριάκοντα θ' αφιερούντο εις απότισιν των χρεών της επαναστάσεως, τα δε 70 άλλα εις απόσβεσιν των εσωτερικών χρεών, του κυμαινομένου χρέους και άλλων υποχρεώσεων της κυβερνήσεως.
Κατόπιν των προ τριετίας συμβάντων τοιούτος συμβιβασμός ήτο αδύνατος. Ουχ ήττον όμως δύο μήνας βραδύτερον η κυβέρνησις έπεμπεν εις Λονδίνον τον κ. Οικονομίδην, όπως επιδιώξη συμβιβασμόν επί τη βάσει των διαπραγματεύσεων του 1867.
Η αποστολή του κ. Οικονομίδου (142), συνδεδυασμένη μετά σχεδίου ιδρύσεως κτηματικής Τραπέζης (143), παρετάθη ανεπιτυχώς επί τρία διαδοχικά υπουργεία, η δε υπόθεσις δεν είχε κάμη ουδ' έν βήμα προς τα εμπρός, ότε ανεφάνη ο κ. I. Γεννάδιος.
Ούτος ευρίσκετο ομολογουμένως εις δυσκολωτέραν θέσιν ή οι προκάτοχοι αυτού. Η ημετέρα διαγωγή κατά το 1868 είχε ψυχράνη πάσαν καλήν διάθεσιν. Το χρεωστούμενον ποσόν ηυξάνετο ταχύτατα· είχεν ήδη φθάση εις 8,428,975 Λ., ότε, κατά το 1875, ο κ. Γεννάδιος έγραφε την μακράν αυτού έκθεσιν. Αι πρόοδοι του Ελληνικού κράτους ήσαν καταφανείς και η εξόγκωσις των ελληνικών προϋπολογισμών έτι καταφανεστέρα. Τέλος η ανάγκη της εισροής εν Ελλάδι ξένων κεφαλαίων κατεδεικνύετο οσημέραι επιτακτικωτέρα, τοσούτω μάλλον καθ' όσον η παρασκευή οπωσούν αξιομάχου στρατού και στόλου ήτο, εν πλήρει ανατολική κρίσει, ζήτημα ζωής και θανάτου (144).
Οι ταύτα βλέποντες Άγγλοι εζήτουν την αναγνώρισιν παγίου κεφαλαίου 1,500,000 Λ. προς 5%, ήτοι την ετησίαν παραχώρησιν 75,000 Λ.
Ο κ. Γεννάδιος (145) αντιπροέτεινε την αναγνώρισιν κεφαλαίου 1,200,000 προς 5%, και μετά χρεολυσίου (146). Κατώρθωσε δε να γίνωσιν αι προτάσεις του ασπασταί υπό τε της Ελληνικής κυβερνήσεως και των Άγγλων ομολογιούχων παρά τας διαμαρτυρίας του Drucker. Αι δε διαπραγματεύσεις, καθ' ας η Ελληνική κυβέρνησις αντεπροσωπεύθη και υπό δευτέρου αντιπροσώπου, του κ. Μαλικοπούλου (147), κατέληξαν εις την εξής σύμβασιν (148):
α') Όπως αποσβεσθώσι τα χρέη της επαναστάσεως, εξεδίδοντο νέαι ομολογίαι, συμποσούμενοι εις το ποσόν Λιρών 1,200,000 και φέρουσαι τόκον 5%·
β') Αι ρηθείσαι ομολογίαι διανέμοντο και διηρούντο μεταξύ των παλαιών ομολογιών και τοκομεριδίων κατά την εξής αναλογίαν:
Αντί 100 Λ. παλαιών ερυθρών ομολ.
Λ. 31,12 —
νέαι ομολογ.
Αντί 100 Λ. παλαιών κυανών ομολ.
Λ. 30,10 — (149)
νέαι ομολογ.
Αντί 100 Λ. παλαιών τοκομεριδίων
Λ. 11,12 —
νέαι ομολογ.
γ') Ποσόν ετήσιον 15,000 Λ. αφιερούτο προς χρεωλυσίαν. Το ποσόν τούτο ηυξάνετο διά των επισεσωρευμένων τόκων των αποσβεννυμένων ομολογιών.
Υπελογίζετο εν τη συμβάσει ότι το νέον δάνειον θ' απεσβέννυτο ούτω πως εντός τριακοντατριών ετών (150). Ήτο δ' όμως έκτοτε προφανές ότι η απόσβεσις θα ήτο ταχυτέρα, καθ' ότι ήτο βέβαιον ότι μόνον μέρος των παλαιών ομολογιών και τοκομεριδίων θα προσεφέρετο εις ανταλλαγήν.
δ') Όπως λείψωσιν αι κερδοσκοπίαι και αι αναβολαί, ωρίζετο προθεσμία ενός έτους, παρελθούσης της οποίας οι παλαιοί τίτλοι δεν ήσαν πλέον δεκτοί εις ανταλλαγήν (151).
ε') Η Ελληνική κυβέρνησις υπέσχετο να πληρώνη τακτικώς τα προς υπηρεσίαν του δανείου αναγκαία ποσά. Αλλ' ως περαιτέρω και ειδικήν ασφάλειαν και εγγύησιν, λέγει το άρθρον 16, η Ελληνική κυβέρνησις υποθηκεύει τας εισπράξεις του χαρτοσήμου, αίτινες απέδιδον περί τα 6,000,000 δρ. και τας εισπράξεις του τελωνείου Κεφαλληνίας τας αποδιδούσας 1,200,000 δραχμών (152).
Η ούτω πως δε συνοψισθείσα σύμβασις, εξασφαλίζουσα των δανειστών τα δίκαια, αποπλύνουσα εθνικόν ρύπον και ανοίγουσα εις τα ελληνικά χρεώγραφα το Λονδίνιον χρηματιστήριον (153), εγένετο και εν Αγγλία (154) και εν Ελλάδι δεκτή μετά πλείστης ευμενείας και μεγάλου ενθουσιασμού. Επεκυρώθη δε τη 10 Οκτωβρίου υπό της συνελεύσεως των κατόχων ελληνικών χρεωγράφων (greek bondholders) (155), και ολίγον αργότερον εψηφίζετο σχεδόν άνευ αντιρρήσεως υπό της Ελληνικής Βουλής (156). Παρατηρητέον ότι και αυτοί οι καταψηφίσαντες την σύμβασιν δεν ηρνούντο τα μεγάλα αυτής πλεονεκτήματα, άτινα λίαν επιτηδείως είχεν αναπτύξη ο αείμνηστος Κουμουνδούρος, αλλ' επρέσβευον ότι η Ελλάς, ης οι προϋπολογισμοί έκλειον μετ' ελλειμμάτων (157), δεν ήτο, κατά τον χαρακτηρισμόν της Ημέρας (158), εις θέσιν να υποστή την νέαν ταύτην φλεβοτομίαν.
Φυσικώ τω λόγω η υπογραφή και η κύρωσις της συμβάσεως δεν έθηκεν εντελώς πέρας εις το ζήτημα. Έμενον έτι πολλά και λεπτά ζητήματα, ων πρόχειρος μαρτυρία είνε και η εν τη Λευκή Βίβλω καταχωρισθείσα μακρά αλληλογραφία (159), δεν υπελείποντο δ' όμως πλέον δυσκολίαι ανυπέρβλητοι, η μετατροπή προέβη λίαν τακτικώς και τη 15 Ιουνίου 1880 τα Ελληνικά χρεώγραφα εγένοντο δεκτά εις το χρηματιστήριον του Λονδίνου.
Κατ' επίσημον δημοσίευμα (160), η κατάστασις των δανείων της Ανεξαρτησίας, τη 31η Δεκεμβρίου 1878, ήτο η εξής:
Δάνειον 1824
800,000 Λ.
Δάνειον 1825
2,000,000 Λ.
__________
2,800,000 Λ.
(161), εις ά προστίθενται
α') Καθυστερούμενα τοκομερίδια
δανείου 1824
από 1 Ιουλίου 1826 - 1 Ιανουαρίου 1844
700,000 Λ.
β') Καθυστερούμενα τοκομερίδια
δανείου 1824
από 1 Ιουλίου 1844 - 31 Δεκεμβρίου 1878
1,380,000 Λ.
γ') Καθυστερούμενα τοκομερίδια
δανείου 1825
από 1 Ιανουαρ. 1827 - 1 Ιουλίου 1846
1,900,000 Λ.
δ') Καθυστερούμενα τοκομερίδια
δανείου 1825
από 1 Ιουλίου 1846-31 Δεκεμβρίου 1878
3,250,000 Λ.
__________
7,230,000 Λ.
__________
10,030,000 Λ.
Σύνολον
Αι 10,030,000 Λ. αύται προέκοιτο, λέγει η έκθεσις του κ. Φλώρου, να πληρωθώσι διά των 1,200,000 Λ. νέων χρεωγράφων. Αλλά παρουσιασθέντων προς ανταλλαγήν αρχικών τίτλων αξίας μόνον 8,353,000 Λ., εξεδόθησαν ομολογίαι νέαι αξίας μόνον 970,000 Λ. Σ. (162).
Ενταύθα περατούται η ιστορία των δανείων της ανεξαρτησίας, τα δε κατά τας νέας ομολογίας ανήκουσιν εις το επόμενον τεύχος, ήτοι εις την ιστορίαν των ελληνικών δανείων από 1863 - 1893.

ΤΕΛΟΣ ΠΡΩΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ


ΒΙΒΛΙΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟΝ
ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟΝ ΧΡΕΟΣ ΕΠΙ ΤΗΣ ΒΑΥΑΡΙΚΗΣ ΔΥΝΑΣΤΕΙΑΣ


Ο Όθων από της ενηλικιώσεως αυτού ουδέν σχεδόν συνομολόγησε δάνειον ουδέ ανεγνώρισε τα δάνεια της ανεξαρτησίας, εν τούτοις όμως το δημόσιον χρέος επί της βασιλείας του απετέλει σπουδαίον μέρος του προϋπολογισμού, συνιστάμενον το μεν εκ του δανείου των εξήκοντα εκατομμυρίων και των Βαυαρικών δανείων (163), το δε εκ του εσωτερικού χρέους και των συντάξεων, ήτοι ουσιαστικώς (164) εξ αποζημιώσεων και ανταμοιβών, λόγω υπηρεσιών από του Αγώνος χρονολογουμένων.

Η απλή δ' όμως αύτη διαίρεσις, εις χρέος εξωτερικόν και εις χρέος εσωτερικόν, θα περιέπλεκεν αντί να διευκολύνη την παρούσαν μελέτην επειδή δε ούτε η τύχη των δύο ανίσων τμημάτων του εξωτερικού χρέους υπήρξεν η αυτή, ούτε το εσωτερικόν και αι συντάξεις απηρτίζοντο πάντοτε εκ των αυτών στοιχείων, εθεωρήσαμεν αναγκαίον ν' ακολουθήσωμεν σχέδιον αναλυτικώτερον, διαιρέσαντες το θέμα εις τέσσαρα κεφάλαια, ήτοι: κεφ. α') Δάνειον των εξήκοντα εκατομμυρίων· κεφ. β') Βαυαρικά δάνεια. — Εις το κεφάλαιον τούτο προσηρμόσθη φυσικώτατα και το προς τους κληρονόμους του Όθωνος χρέος· κεφ. γ') Εσωτερικόν χρέος και συντάξεις· κεφ. δ') Χρέος προς τας τρεις ναυτικάς νήσους. — Το χρέος τούτο συμπεριελήφθη εις το εσωτερικόν χρέος μόνον τω 1853, εκανονίσθη δε μόνον προ ολίγων μηνών (νόμος ΓΚΕ' της 16 Ιουνίου 1904), έδει άρα να μελετηθή ιδιαιτέρως.
Παρατηρητέον προς τούτοις ότι το σχέδιον τούτο όχι μόνον διευκολύνει την εξέτασιν του προκειμένου θέματος, αλλ' άγει ημάς και εις την μελέτην παρεμφερών θεμάτων, οία ακριβώς είναι τα προς τους κληρονόμους του Έθνους και τας ναυτικάς νήσους χρέη και άτινα, ακριβώς κρινομένων των πραγμάτων, δεν συμπεριλαμβάνονται ίσως εν τω δημοσίω χρέει της Βαυαρικής δυναστείας, αλλ' εξετάζονται αφ' ετέρου ενταύθα προσφορώτερον ή εν άλλω τινί τμήματι του παρόντος έργου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'
Δάνειον των εξήκοντα εκατομμυρίων. (165)


Η ανάγκη μεγάλου εξωτερικού δανείου ήτο εκ των μάλλον επειγουσών διά το αρτισύστατον Ελληνικόν βασίλειον. Και πράγματι, εν ώ αι παραγωγικαί, δυνάμεις του τόπου, εξαντληθείσαι υπό πολυετούς αγώνος, δεν επήρκουν καν εις τα τακτικά έξοδα, το νέον κράτος ώφειλε ν' αντιμετωπίση πλείστας εξ αυτού του αγώνος προελθούσας εκτάκτους δαπάνας, διότι δεν ηδύνατο να εγκαταλείψη χιλιάδας ψυχών, αίτινες είχον τα πάντα θυσιάση υπέρ του έθνους και αίτινες εστερούντο και αυτού του επιουσίου άρτου (166).

Αλλ', εάν η ανάγκη δανείου ήτο καταφανής, η εξεύρεσις αυτού δεν ήτο εύκολος καθ' ότι εις μεν το εσωτερικόν δεν υπήρχον οι δυνάμενοι, εις δε το εξωτερικόν ένεκα των δανείων του 1824 και 1825 δεν υπήρχον οι διατεθειμένοι να δανείσωσιν εις την Ελληνικήν κυβέρνησιν. Τότε μόνον ηδύνατο να εξευρεθή δάνειον, εάν αι τρεις Δυνάμεις, αι τα μέγιστα συντελέσασαι εις την ίδρυσιν ανεξαρτήτου Ελλάδος, έστεργον να εγγυηθώσι το δάνειον τούτο. Ευτυχώς δε αι προστάτιδες Δυνάμεις πολλούς λόγους είχον να μη αρνηθώσιν εις την Ελλάδα τοιαύτην υπηρεσίαν (167):
α) Λόγους αισθηματικούς. — Αφ' ου συνετέλεσαν εις την γέννησιν νέου κράτους, εθεώρουν άτοπον να μη παράσχωσιν αυτώ τα μέσα να ζήση. Ο εν Ευρώπη ζωηρότατος έτι φιλελληνισμός δεν θα επέτρεπεν άλλως τε εις τας Δυνάμεις να τηρήσωσι τοιαύτην στάσιν και τα ανακτοβούλια προσεχώρουν τοσούτου μάλλον εις την κοινήν γνώμην, καθ' όσον υπήρχε γενική ιδέα, ότι οι πόροι του νέου τούτου κράτους ταχέως θ' ανεπτύσσοντο και ταχέως θα τω επέτρεπον ν' αναλάβη την υπηρεσίαν του νέου δανείου (168).
β') Λόγους πολιτικούς. — Εκάστη των Δυνάμεων εφρόνει πράγματι ότι, και εάν η Ελλάς δεν ήθελε δυνηθή να εκπληρώση τας υποχρεώσεις αυτής, υπήρχον άλλοι λόγοι όπως δοθή η εγγύησις (169), και τούτο διότι, εν ώ αφ' ενός η ενδεχομένη ζημία δεν ηδύνατο να είναι μεγάλη (170) η άρνησις εγγυήσεως εκ μέρους αυτής θα επέτρεπεν εις άλλην Δύναμιν να εγγυηθή μόνη το δάνειον και ν' αποκτήση αποκλειστικήν επιρροήν εν Ελλάδι. Ο δε κίνδυνος ούτος εφαίνετο μέγας εις εποχήν, καθ' ην αι αντιζηλίαι περί ιδρύσεως κόμματος και αναπτύξεως επιρροής εν τω νέω βασιλείω ήσαν τοσούτον ζωηραί, ώστε εκάστη των τριών Δυνάμεων ουδενός εφείδετο μέσου, όπως υποσκελίση τας άλλας (171).
Τοιούτοι είναι εν ολίγαις λέξεσιν οι λόγοι, διά τους οποίους το ελληνικόν βασίλειον ηναγκάσθη, άμα συσταθέν, να προσδράμη εις δάνειον, και δι' ους αι τρεις Δυνάμεις έσπευσαν να εγγυηθώσι το δάνειον τούτο. Πρέπει να εξετάσωμεν νυν:
α') Πώς συνωμολογήθη το νέον δάνειον; β') Πώς διετέθη; γ') Ποία είναι η σημερινή κατάστασις αυτού;

Παρ. Α'. Συνομολόγησις και έκδοσις του δανείου των εξήκοντα εκατομμυρίων.


Κατά Φεβρουάριον 1830 ο πρίγκιψ Λεοπόλδος είχε ζητήση όπως «αι Μεγάλαι Δυνάμεις κατανεύσωσι να εξασφαλίσωσιν εις το νέον Ελληνικόν κράτος, μέχρις ου τούτο αναλάβη νέας δυνάμεις, χρηματικήν επικουρίαν ανάλογον προς τας ανάγκας αυτού, όντος άλλως τε πασιγνώστου ότι η προσωρινή κυβέρνησις ηδυνήθη να ζήση μόνον διά της γενναιοδωρίας των Μεγ. Δυνάμεων (172)».

Η αίτησις αύτη εγένετο δεκτή υπό του Συνεδρίου του Λονδίνου και, διά του υπ' αριθμόν 17 της 8/20 Φεβρουαρίου 1830 πρωτοκόλλου, οι πληρεξούσιοι εδήλωσαν ότι «αι τρεις Δυνάμεις απεφάσισαν να εξασφαλίσωσιν εις το νέον κράτος χρηματικάς επικουρίας διά της εγγυήσεως δανείου συνομολογηθησομένου υπό της Ελληνικής Κυβερνήσεως, και ούτινος σκοπός έσται να καλύψη τα έξοδα της συντηρήσεως του στρατού, τον οποίον ο Κυρίαρχος Ηγεμών θα έχη εις την υπηρεσίαν αυτού».
Αλλ' ο Λεοπόλδος ήγειρεν αντιρρήσεις εις τους όρους του πρωτοκόλλου και απήτησεν όπως το ποσόν αφιερωθή ουχί εις τας στρατιωτικάς μόνον, αλλ' εις τας γενικάς ανάγκας του Ελληνικού κράτους.
Τούτο παρεδέχθησαν οι πληρεξούσιοι διά του πρωτοκόλλου της 7 Μαΐου, δι' ου συνάμα ωρίζετο «ότι το μέλλον δάνειον θα ανήρχετο εις 60 εκατομμύρια, εξ ων εκάστη των Δυνάμεων θα ηγγυάτο το τρίτον, και ότι η Ελληνική κυβέρνησις θα ήτο ως προς την χρήσιν του δανείου εντελώς ανεξάρτητος».
Δυστυχώς ο Λεοπόλδος παρητήθη του Ελληνικού θρόνου τη 21 Μαΐου 1830, μέχρι δε της εκλογής του Όθωνος κατά την 13 Φεβρουαρίου 1832 δεν ανεκινήθη το ζήτημα του δανείου.
Ευθύς δ' όμως ως εκανονίσθη η τύχη του Ελληνικού θρόνου, οι πληρεξούσιοι των τριών Δυνάμεων δι' εμπιστευτικής ανακοινώσεως ανέπτυξαν εις τον αντιπρόσωπον της Βαυαρίας τους όρους, υφ' ους το στέμμα της Ελλάδος προσεφέρετο εις τον Όθωνα, μεταξύ δε των άλλων η ανακοίνωσις αύτη περιείχε και τα εξής σχετικά προς το δάνειον: Το συνέδριον προέτεινε να εγγυηθή υπέρ του Όθωνος δάνειον ίσον προς εκείνο, το οποίον είχεν υποσχεθή εις τον Λεοπόλδον· το δάνειον τούτο έμελλε να εκδοθή κατά τμήματα και εφ' όσον επέβαλον τούτο αι ανάγκαι της Ελλάδος· η δ' Ελλάς ώφειλεν εκ των ιδίων αυτής εσόδων να πληρώνη τους τόκους και το χρεωλύσιον του δανείου.
Το άρθρον 12 της μεταξύ της Βαυαρίας και των τριών Δυνάμεων συνθήκης της 7 Μαΐου 1832, επικυρούν τους προμνησθέντας όρους, προσέθετεν (βλ. αρθρ. 12 παρ. 6), ότι ο Ηγεμών της Ελλάδος και το Ελληνικόν κράτος υποχρεούνται να αφιερώσι προ παντός άλλου εξόδου εις την πληρωμήν των τόκων και του χρεωλυσίου του δανείου τας πρώτας εισπράξεις του δημοσίου ταμείου, και τέλος ώριζεν ότι «οι διπλωματικοί αντιπρόσωποι των τριών Αυλών θέλουσιν ειδικώς επιφορτισθή να επαγρυπνώσιν εις την εκτέλεσιν του τελευταίου τούτου όρου».
Η έκτη αύτη παράγραφος του άρθρου 12 της συνθήκης του 1832 είνε αξία πάσης προσοχής, καθ' ότι περιέχει εν σπέρματι τον θεσμόν του διεθνούς ελέγχου. Και είνε μεν αληθές ότι το κείμενον τούτο δεν εφηρμόσθη ποτέ, αλλ' αφ' ετέρου, ότι από του 1832 προεβλέπετο διά συνθήκης, συναφθείσης μετά τρίτου (173) η επιβολή διεθνούς έλεγχου εις ελεύθερον κράτος, είναι πράγμα ικανώς καινοφανές, άκρως δε χαρακτηριστικόν της μελλούσης ημών δημοσιονομικής ιστορίας.
Το ούτως υπό των τριών Δυνάμεων εγγυηθέν δάνειον συνήφθη μετά των κ.κ. Ρόσχιλδ εν Παρισίοις. Ο τόκος ωρίσθη εις πέντε τοις εκατόν, το δε χρεωλύσιον εις 1%. Εφαρμοζομένου του συστήματος της συνθέτου χρεολυσίας, το δάνειον απεσβέννυτο εντός 36 ετών. Οι αναλαβόντες το δάνειον τραπεζίται ηγόρασαν αυτό προς 94%, επεφυλάσσοντο δε προς τούτοις δικαίωμα μεσιτείας 2% και άλλα τινά ωφελήματα (174).
Είχεν αφ' ετέρου αποφασισθή ότι το δάνειον θα εξεδίδετο εις τρεις σειράς εξ είκοσιν εκατομμυρίων· αι δύο πρώται σειραί εξεδόθησαν πολύ ταχέως, η έκδοσις όμως της τρίτης προσέκοψε, εις πολλάς δυσκολίας εκ μέρους της Ρωσίας, ήτις αντεπολιτεύετο τον Άρμανσπεργ αγγλίζοντα. Ούτω προετάθη κατ' αρχάς μεν να εκδοθή μέρος μόνον της τρίτης σειράς (175), έπειτα δε να εκδοθώσι και τα τελευταία είκοσιν εκατομμύρια, αλλά το εκ της εκδόσεως προκύπτον ποσόν ν' αφιερωθή αποκλειστικώς εις την πληρωμήν των τόκων και χρεωλυσίων των ήδη εκδοθέντων τεσσαράκοντα εκατομμυρίων (176). Μετά μακράς διαπραγματεύσεις επετεύχθη τέλος χάρις εις τον Palmerston να εκδοθή και η τρίτη σειρά όπως και αι δύο πρώται, υπό τον όρον όμως να γίνωσιν οικονομίαι εις διάφορα κεφάλαια του ελληνικού προϋπολογισμού (177).
Παρ. Β'. Χρήσις του Δανείου.
Και ταύτα μεν ως προς την συνομολόγησιν και την έκδοσιν του δανείου· έλθωμεν δε νυν εις την χρήσιν αυτού. Είδομεν ότι κατ' απαίτησιν του Λεοπόλδου είχεν ορισθή ότι το ποσόν των 60 εκατομμυρίων θ' αφιερούτο ουχί μόνον εις τας στρατιωτικάς αλλά και εις τας εν γένει ανάγκας του ελληνικού κράτους. Γενικώς δ' ηλπίζετο ότι διά του δανείου μεγάλη θα παρείχετο εμψύχωσις εις την πλουτοπαραγωγήν της χώρας, ότι το δάνειον τούτο θα επέτρεπε να κατασκευασθώσιν οδοί, ν' αναπτυχθή η γεωργία, να ιδρυθώσι Τράπεζαι, ν' αποκατασταθή επί εδραιοτέρων βάσεων η δημοσία ασφάλεια, να διοργανωθή μικρός πλην αξιόμαχος στρατός κτλ., δυστυχώς όμως τα πράγματα διέψευσαν τας χρυσάς ταύτας ελπίδας.
Τω όντι εκ των υφ' εκάστης των Δυνάμεων εγγυηθέντων 20 εκατομμυρίων εξεδόθησαν:
Υπό της Αγγλίας
19,838,805 φράγκα
= 22,155,968
παλ. δραχμ.
Υπό της Ρωσίας
19,999,573 φράγκα
= 22,335,533
παλ. δραχμ.
Υπό της Γαλλίας
17,400,661 φράγκα (178)
= 19,433,058
παλ. δραχμ.
__________
__________
57,229,040
63,924,559
Ήτοι μετοχαί αξίας ονοματικής 57 εκατομμυρίων φράγκων και 63 εκατομμυρίων των τότε Ελληνικών δραχμών. Αλλ', ως γνωρίζομεν, το δάνειον ανέλαβον να εκδώσωσιν οι Ρόσχιλδ προς 94 τοις εκατόν, υπήρχον δ' αφ' ετέρου και άλλα έξοδα μεσιτείας και εκδόσεως, ήτοι εν συνόλω:
α') Ζημία 6% επί του ονοματικού κεφαλαίου
των ομολογιών εκδοθεισών προς 94%
3,835,473. δρ.
β') Είχεν ορισθή ότι προεξόφλησις 3,37% του κεφαλαίου θα εγίνετο
εις τους δανειστάς
τους πληρώνοντας τοις μετρητοίς· εκ τούτου
προήλθε νέα ζημία
1,186,288. δρ.
γ') Μεσιτεία 2% και άλλα έξοδα
1,964,252. δρ.
_____________
6,986,013. δρ.
Ιδού λοιπόν αμέσως 6,986,013 δρ., άς πρέπει ν' αφαιρέσωμεν εκ του ονοματικού κεφαλαίου των 63,924,559 δρ. (179).
Εκ δε του απομένοντος καθαρού κεφαλαίου 56,948,546 δρ. μόνοι οι τόκοι και τα χρεολύσια απερρόφησαν μέχρι της 31ης Δεκεμβρίου 1843 το μέγα ποσόν 33,080,795 δρ. Υπελείφθησαν λοιπόν μόνον 23,867,751 δραχμ., αίτινες εξήλθον πράγματι των χειρών των δανειστών, αλλ' ουδ' αύται φευ! αφιερώθηκαν εις τας ανάγκας του τόπου. Διότι αφ' ενός μεν εδέησε να πληρωθώσιν:
α') Εις την Τουρκίαν δι' εξαγοράν της
Φθιώτιδος
12,531,174
δρ. (180)
β') Εις διαφόρους πιστωτάς προγενεστέ-
ρους της συστάσεως του βασιλείου
2,238,559
δρ. (181)
_____________
14,769,733
Αφ' ετέρου δε τα λείψανα του δανείου, ήτοι 9,098,017 δρ. και 45 λεπτά διετέθησαν, όπως καλυφθώσι δαπάναι, αίτινες δυσκόλως δύνανται να θεωρηθώσιν ως ωφελήσασαι τον τόπον· τοιαύται δε είναι αι της Αντιβασιλείας και του στρατού.
Και αι μεν δαπάναι της Αντιβασιλείας (Μισθοί και έξοδα οδοιπορίας, αποκαταστάσεως, επίπλων κ.τ.λ.), συμπεριλαμβανομένων και των εξόδων της καθόδου των Αντιβασιλέων, ανήλθον εις 1,397,654 δρ. και δεν χρήζουσι πολλών σχολίων (182), αλλ' αι περιτταί στρατιωτικαί δαπάναι απαιτούσι πλείονας εξηγήσεις.
Στρατούς από του 1832 μέχρι του 1843 η Ελλάς έσχε δύο ειδών, τον καθαρώς βαυαρικόν στρατόν, τον οποίον ανέλαβεν ο Λουδοβίκος να στείλη εις Ελλάδα (183), και τον μετέπειτα οργανωθέντα και κληθέντα Ελληνικόν. Ο πρώτος εκ 3,500 ανδρών συγκείμενος ήκιστα χρήσιμος εδείχθη (184), και εκτός των δαπανών της συντηρήσεως εστοίχισε και ουκ ολίγα διά κάθοδον εις Ελλάδα και επιστροφήν εις Βαυαρίαν, απορροφήσας εν συνόλω 4,748,000 δρ. (185). Μετά δε την αναχώρησίν του υπήρξε προς στιγμήν ελπίς σημαντικής βελτιώσεως της καταστάσεως, αποφασισθείσης της συγκροτήσεως στρατού εξ Ελλήνων απαρτιζομένου, ου την διοργάνωσιν έμελλον ν' αναλάβωσι Βαυαροί.
Δυστυχώς οι Βαυαροί, αντί να προσληφθώσι διά την διοργάνωσιν του στρατού, εκλήθησαν διά τον καταρτισμόν αυτού, και εν χώρα όπου δεν έλειπον βεβαίως οι στρατεύσιμοι άνδρες, επί στρατού 8,205 ανδρών, οίος ήτο ο ελληνικός κατά το θέρος του 1835, άπαντες σχεδόν οι 5,142 τακτικοί ήσαν Βαυαροί (186).
Όπως λέγει ο κ. Κυριακίδης (187), οι διδάσκαλοι υπήρχον, οι μαθηταί είχον εκδιωχθή.
Αλλά δεν αρκεί τούτο, ο κατ' ουσίαν και πάλιν βαυαρικός στρατός υπέρ το δέον πολυάριθμος ήτο και υπέρ το δέον δαπανηρός. Οι Βαυαροί εθελονταί ελάμβανον 25 λεπτά την ημέραν (188), και οι Βαυαροί αξιωματικοί, οίτινες, κατά τον Finlay τουλάχιστον (189), ούτε πείραν ούτε ικανότητα είχον, προεβιβάζοντο αιφνιδίως εις τα ανώτατα αξιώματα.
Την κατά την περίοδον ταύτην γενομένην σπατάλην εν τω υπουργείω των στρατιωτικών ο Leconte αποδεικνύει διά του εξής απλουστάτου υπολογισμού:
Κατά τους προϋπολογισμούς του 1845 και 1846, 4,400,000 δρ. ήρκουν διά την συντήρησιν του αναγκαίου στρατού. Ουδείς δε λόγος υπήρχεν όπως ο μέσος όρος των στρατιωτικών εξόδων κατά τα δύο ταύτα έτη ή κατώτερος του της ενδεκαετούς περιόδου 1833 - 1843. Εν τούτοις βλέπομεν ότι τα στρατιωτικά έξοδα από του 1833 - 1843 ανήλθον εις 67,344,044 δρ. ήτοι εις 6,122,185 δρ. ετησίως· ήρκει λοιπόν να είχον απ' αρχής περιορισθή εις 4,400,000 κατ' έτος, όπως το όλον άθροισμα περιορισθή εις 48,400,000 δρ. και κατ' ακολουθίαν η Ελλάς οικονομήση 19,000,000 δρ. (190).
Επιβάλλεται άρα το συμπέρασμα ότι το αρτισύστατον ελληνικόν κράτος, καταβαλόν 6,986,013 δρ. εις μεσιτείας και παραπλήσια, 14,769,733 δρ. εις αποζημιώσεις, 33,080,795 εις τόκους και χρεωλύσια, 1,397,654 δρ. εις έξοδα αντιβασιλείας, και 19 εκατ. περίπου εις περιττάς στρατιωτικάς δαπάνας, ουχί μόνον δεν επορίσθη ουδεμίαν πραγματικήν ωφέλειαν εκ δανείου προωρισμένου να τω επιτρέψη ν' αναλάβη οικονομικώς (191), αλλ' εκπληρώσαν τας υποχρεώσεις του μέχρι του 1843 υπεβλήθη εις θυσίας ουχί μικράς (192).
Εις τας θυσίας ταύτας προσετέθησαν, και οφείλομεν να ομολογήσωμεν τούτο, αρωγαί της Βαυαρίας (193) και των τριών προστατίδων Δυνάμεων (194). Πλην όμως ούτε αι προρρηθείσαι θυσίαι ούτε αι σχετικώς μικραί αύται αρωγαί ηδύναντο να μεταβάλωσι την αληθή θέσιν των πραγμάτων. Όπως ορθότατα γράφει ο About (195), «κατά τα έτη 1841, 1842 και 1843 η Ελλάς, με μικρά βοηθήματα εξωτερικά, ηδυνήθη να επαρκέση εις την υπηρεσίαν του δανείου, πληρώσασα εξ ιδίων 6,300,000 δρ. Μετά την προσπάθειαν ταύτην, ην είναι δίκαιον να λάβη τις υπ' όψιν, ευρέθη πτωχοτέρα πως ή κατά την ημέραν, καθ' ην ηναγκάσθη να καταφύγη εις δάνειον, εχρεώστει δε προς τούτοις και 66,842,126 δρ. 46 λεπτά».
Καίτοι κατεβλήθησαν πράγματι πολλαί προσπάθειαι, προκαλέσασαι και σπασμωδικάς μεταβολάς εν τη οικονομική διοικήσει (196), το έτος 1842 έκλεισε με έλλειμμα τριών εκατομμυρίων, και η αναστολή των πληρωμών επήρχετο μοιραία. Όπως προλάβωσι ταύτην αι τρεις προστάτιδες Δυνάμεις έπεμψαν αντιπροσώπους εις συνέδριον, συνελθόν εν Λονδίνω τη 1η Μαΐου 1843. Το συνέδριον τούτο, εξετάσαν τα οικονομικά της Ελλάδος, απεφήνατο διά πρωτοκόλλου (197), ότι ήσαν δυναταί εν τω προϋπολογισμώ ενιαύσιαι οικονομίαι 3,742,000 δρ., και ότι προς εγγύησιν της υπηρεσίας του δανείου έπρεπε να παραχωρηθώσιν εις τας προστάτιδας Δυνάμεις αι εισπράξεις του τελωνείου Σύρου. Ο Όθων αναγκάσθη να παραδεχθή το πρωτόκολλον τούτο, η επισυμβάσα δ' όμως μεταπολίτευσις ημπόδισε την εφαρμογήν αυτού και συνεπήγαγε προς τούτοις την αναστολήν της πληρωμής παντός τόκου και παντός χρεωλυσίου.
Η ιστορία του δανείου των εξήκοντα εκατομμυρίων δεν λήγει δ' όμως ενταύθα.
Είναι λοιπόν ανάγκη, αφ' ου εξητάσαμεν πώς συνωμολογήθη και πώς εξωδεύθη το δάνειον, να ίδωμεν ποία εξ αυτού προέκυψαν μετά ταύτα, γεγονότα.
Παρ. Γ'. Διασπραγματεύσεις προς κανονισμόν του Δανείου.
Αι διαπραγματεύσεις αύται διαιρούνται εις δύο περιόδους, εις την από της γ' Σεπτεμβρίου μέχρι της Κατοχής και εις την μετά τον Κριμαϊκόν πόλεμον. Κατά την πρώτην, αι Δυνάμεις συναισθανόμεναι την μεγάλην ευθύνην ην έφερον, προκειμένου περί δανείου όπερ, καθώς παρατηρεί ο Finlay (198), «συνωμολογήθη άνευ της συγκαταθέσεως του Ελληνικού λαού και εξωδεύθη κατά τον αυτόν τρόπον, περιωρίσθησαν εις διπλωματικάς διάμαρτυρίας. Η δε Ελληνική κυβέρνησις, επωφελουμένη εκ των μεταξύ των Δυνάμεων κρατουσών διχονοιών, αντί να προσπαθήση παντί σθένει να επιδιώξη λογικόν συμβιβασμόν, περιωρίζετο εις το να δίδη υποσχέσεις και ν' αναγράφη εν τω προϋπολογισμώ ποσά, ποικίλλοντα κατά τας περιστάσεις, αλλά ουδέποτε πληρωνόμενα, ή μάλλον πληρωθέντα άπαξ μόνον, και τούτο, ως θέλομεν ίδη αμέσως, κατόπιν ενεργητικής αλλά μονομερούς επεμβάσεως της Αγγλίας. Η περίοδος αύτη ενθυμίζει πως άλλην περίοδον, την από του 1893 μέχρι του 1897.
Μετά τον Κριμαϊκόν πόλεμον όμως αι Δυνάμεις, κρατούσαι την Ελλάδα εις την διάκρισίν των, επωφελήθησαν εκ τούτου, όπως τη επιβάλωσιν, ους όρους εθεώρουν αύται δικαίους. Η δε τοιαύτη διαγωγή υπενθυμίζει και αυτή πρόσφατά τινα γεγονότα.
Περίοδος 1843 - 1856. — Κατά την περίοδον ταύτην αι τρεις προστάτιδες Δυνάμεις περιωρίσθησαν, ως είδομεν, εις απλάς διαμαρτυρίας. Η μόνη δε ενεργητική πως επέμβασις εγένετο κατά την πρωθυπουργίαν του Κωλέττη, οπότε η Αγγλική κυβέρνησις παρείχεν αδιακόπως πράγματα εις το γαλλικόν κόμμα. Πάντων δε των Άγγλων δριμύτατος ήτο ο Πάλμερστων. Ούτος από του 1845 (199), ως αρχηγός της αντιπολιτεύσεως, εδήλου ότι είχε καθήκον η Αγγλική κυβέρνησις, έστω και μόνη, ν' απαιτήση την εκτέλεσιν της συνθήκης του 1832 και να κάμη χρήσιν του δικαιώματος της επεμβάσεως, όπερ, κατ' αυτόν, παρείχεν εις την Αγγλίαν το άρθρον 12 § 6. Ο τότε πρωθυπουργός Ροβέρτος Πηλ αντέκρουσε μεν εν τη βουλή τον Πάλμερστων (200), αλλά διά του υπουργού επί των εξωτερικών Aberdeen επίεζε μεγάλως τον Κωλέττην (201), όπως επαναλάβη η Ελλάς την υπηρεσίαν του δανείου. Η δε πίεσις αύτη, επαναληφθείσα κατά το 1847, ηνάγκασε την Ελληνικήν Κυβέρνησιν να καταφύγη εις τον φιλέλληνα τραπεζίτην Εϋνάρδον, όστις έστερξε να προκαταβάλη 500,000 φράγκων, προς προσωρινήν κατεύνασιν των Αγγλικών απαιτήσεων (202). Προς τούτοις τη 18/30 Αυγούστου 1847 ο Κωλέττης δι' ανακοινώσεώς του προσεπάθησε να πείση τας Δυνάμεις, ότι η μη πληρωμή των τόκων του δανείου ωφείλετο εις τους βουλευτάς και γερουσιαστάς, οίτινες εν σώματι μεν προσεπάθουν να ελαττώσωσι τους φόρους, ατομικώς δε ηγωνίζοντο όπως αυξηθώσιν αι δαπάναι εν ταις ιδίαις αυτών επαρχίαις. Ο Κωλέττης εδήλου ότι προετίθετο να συλλέξη χρήματα διά της πωλήσεως των εθνικών γαιών. Υπισχνείτο δε προς τούτοις ότι κατά το 1848 θα πληρώση το τρίτον του τόκου του δανείου, και ότι το προς τον σκοπόν τούτον ενιαυσίως αφιερούμενον ποσόν θ' αυξήση προοδευτικώς μέχρι του 1860, οπότε, έλεγεν, η Ελλάς θα ήτο εις θέσιν να πληρώση ολόκληρον τον οφειλόμενον τόκον. Συνωδά προς την ανακοίνωσιν του Κωλέττη (203), ανεγράφη εις τον προϋπολογισμόν του 1848 ποσόν 1,278,491 δρ., ίσον προς το τρίτον του διά την υπηρεσίαν του δανείου υπό των Δυνάμεων προκαταβαλλομένου. Και εδόθησαν μάλιστα εκτενείς σχετικαί πληροφορίαι υπό του τότε υπουργού των Οικονομικών Κορφιωτάκη (204). Παρ' όλα ταύτα δ' όμως ουδέ λεπτόν επληρώθη κατά το 1848. Τα δε ακόλουθα έτη έπαυσε μάλιστα να γίνηται μνεία εν τω προϋπολογισμώ και του χρεωστουμένου κεφαλαίου, το οποίον επί τινα έτη ανεγράφετο ως απόδειξις ότι η Ελλάς δεν ενόει ν' απαρνηθή τας υποχρεώσεις αυτής (205).
Περίοδος 1856 - 1864. — Μετά τον πόλεμον της Κριμαίας και την ειρήνην των Παρισίων, αι Δυνάμεις, απαυδήσασαι εκ των αενάων διαπραγματεύσεων, απεφάσισαν να λύσωσι το ζήτημα άπαξ διά παντός. Τριμελής επιτροπή εδρεύουσα εν Αθήναις επεφορτίσθη να μελετήση την οικονομικήν κατάστασιν της Ελλάδος και να ορίση το ποσόν, όπερ το Ελληνικόν κράτος ηδύνατο να πληρώση (206). Η επιτροπή αύτη, εκ των κ. κ. Th. Wyse, Α. Ozeroff και Ch. de Monthérot συγκειμένη, υπέβαλε τη 12/24 Μαΐου 1859 έκθεσιν προς τας Δυνάμεις (207), εν η αφ' ου εδεικνύετο αυστηροτάτη προς το εν γένει εν Ελλάδι κρατούν δημοσιονομικόν σύστημα (208), εξεφράζετο περί του δανείου του 1832 ως εξής:
«Επειδή τα έσοδα του ελληνικού δημοσίου αυξάνονται χωρίς να εκτελεσθώσιν αι εκ συνθηκών πηγάζουσαι υποχρεώσεις.
«Επειδή, εφ' όσον αυξάνονται τα έσοδα, αναπτύσσονται και τα έξοδα, χωρίς όμως να δύναται τις να εύρη εις την γενικήν κατάστασιν της χώρας, είτε εις θαρρύνσεις διδομένας εις την βιομηχανίαν, είτε εις οιανδήποτε άλλην εκ του κράτους προερχομένην πρωτοβουλίαν, αντιστάθμισμα των ενιαυσίων θυσιών των προστατίδων Δυνάμεων.
«Η Επιτροπή, λαμβάνουσα υπ' όψιν και το άρθρον XII § 6 της συνθήκης της 7ης Μαΐου 1832, εσχημάτισε την πεποίθησιν ότι η Ελλάς οφείλει να συνεισφέρη εις τας υπέρ αυτής κατ' έτος γιγνομένας θυσίας.
«Όσον αφορά εις το ποσόν όπερ δύναται να αιτηθή παρ' αυτής, η Επιτροπή νομίζει ότι η Ελλάς καλώς διοικουμένη θα ήτο εις θέσιν να τηρήση όλας τας υποχρεώσεις αυτής, και κατ' ακολουθίαν ότι αι τρεις Δυνάμεις θα ηδύναντο, χωρίς να παραβιάσωσιν ουδεμίαν αρχήν δικαιοσύνης, να την υποχρεώσωσι να πληρώση όλους τους υπ' αυτής οφειλομένους τόκους και χρεωλύσια.
«Εν τούτοις θέλουσα να μη παράσχη δυσκολίας εις την χώραν και να μη παραβλάψη τας δημοσίας αυτής υπηρεσίας και την κανονικήν αυτής ανάπτυξιν, η Επιτροπή προτείνει να ορισθή ο ελάχιστος όρος της συνεισφοράς της Ελλάδος εις 900,000 φρ. (209).
«Προβλέπουσα δε την αύξησιν των εσόδων του Ελληνικού δημοσίου, η επιτροπή έχει την γνώμην ότι το ποσόν τούτο πρέπει ν' αυξήση προοδευτικώς κατά περιόδους, αίτινες θα ορισθώσιν, όταν ο τρόπος της πληρωμής και ο προορισμός των υπό της Ελλάδος πληρωνομένων ποσοστών θέλωσι κανονισθή».
Εν άλλαις λέξεσιν, η επιτροπή καθιέρου την υποχρέωσιν της Ελλάδος διά την υπηρεσίαν του δανείου, έχουσα δ' όμως συναίσθησιν αφ' ενός της ευθύνης των Δυνάμεων διά την συνομολόγησιν και την σπατάλην του δανείου, βλέπουσα δ' αφ' ετέρου, ως εμμέσως η ιδία ομολογεί, το δυσανάλογον των πόρων της Ελλάδος και των νομικών αυτής υποχρεώσεων (210), δεν ετόλμησε να επιρρίψη επί του κράτους ολόκληρον το βάρος της υπηρεσίας του δανείου (211), περιωρίσθη δε να επιβάλη εις την Ελλάδα ετησίαν συνεισφοράν προσωρινήν μεν 900,000 φράγκων, αλλ' επιδεχομένην αύξησιν, εφ' όσον προήγετο ο τόπος.
Τα συμπεράσματα της διεθνούς επιτροπής παραδεχθείσαι άνευ συζητήσεως αι Δυνάμεις, ήρχισαν αμέσως πιέζουσαι την Ελλάδα, ίνα τας παραδεχθή και αυτή (212). Μετά τινας διαπραγματεύσεις, η Κυβέρνησις του Όθωνος υπέκυψεν, και τη 9/21 Ιουνίου ο επί των εξωτερικών υπουργός Κουντουριώτης εδήλου (213) ότι, αν και αι προτάσεις των Δυνάμεων ήσαν πολύ διάφοροι των υπό της Ελλάδος υποβληθεισών (214), η Ελληνική κυβέρνησις είχεν υιοθετήση αυτάς και επέτυχε την ψήφισιν αυτών υπό των Βουλών.
Οι γνωρίζοντες ότι και σήμερον ακόμη πληρώνομεν 900,000 φράγκων κατ' έτος διά το δάνειον των εξήκοντα εκατομμυρίων, θα υπολάβωσιν ότι η ανακοίνωσις του Κουντουριώτη έκλεισεν, καθ' όσον αφορά εις τούτο, την βίβλον των διεθνών διαπραγματεύσεων. Και όμως το πράγμα δεν έχει ούτω. Το ποσόν των 900,000 φράγκων δεν επληρώθη επί της Βαυαρικής μοναρχίας ειμή άπαξ, και η επελθούσα μεταπολίτευσις εύρε το ζήτημα εκκρεμές. Ολίγω δε βραδύτερον, διά της υφ' ημερομηνίαν 12/24 Ιανουαρίου 1864 διακοινώσεώς της, η Ελληνική κυβέρνησις εζήτησε παρά των τριών προστατίδων Δυνάμεων τρία τινά (215):
1) Την αναβολήν της πληρωμής των τόκων του 1861, 1862, 1863, ούπω πληρωθέντων.
2) Την παράτασιν επί πέντε έτη της συμβάσεως του 1859, δι' ης η Ελληνική κυβέρνησις υπεχρεούτο να πληρώση μόνον 900,000 φρ. κατ' έτος.
3) Το δικαίωμα διά την Ελληνικήν κυβέρνησιν ν' αφιερώση μέρος των εισοδημάτων της εις την πληρωμήν άλλου χρέους, του της επαναστάσεως (216), πριν ή καλύψη εξ ολοκλήρου τα έξοδα της υπηρεσίας του δανείου του 1832.
Αι τρεις Δυνάμεις (217) παρεδέχθησαν μόνον τα δύο πρώτα εκ των τριών αιτημάτων, απαιτήσασαι σύναμα ως ανταμοιβήν την καθιέρωσιν κλάδου των εσόδων της Ελλάδος εις την αποκλειστικήν υπηρεσίαν της συμφωνηθείσης ενιαυσίας δόσεως. Ηρνήθησαν όμως ρητώς να θυσιάσωσι τα συμφέροντά των χάριν των δανειστών του 1824 και 1825. Η Ελλάς απαντώσα εξέφρασε την ευγνωμοσύνην της προς τας Δυνάμεις, και εδήλωσεν ότι ήτο πρόθυμος ν' αφιερώση εις την υπηρεσίαν του δανείου το τρίτον των εισπράξεων του τελωνείου Σύρου (218). Τούτο εγένετο δεκτόν και επήλθε τέλος το πέρας διαπραγματεύσεων διαρκεσασών σχεδόν 22 έτη.
Σημειωτέον ότι εν τω μεταξύ είχε συνομολογηθή η συνθήκη της ενώσεως των Ιονίων νήσων μετά της Ελλάδος (Λονδίνον, 17 Μαρτίου 1864), εν η είχε καταχωρισθή όρος, διά του οποίου εκάστη των προστατίδων Δυνάμεων υπεχρεούτο να παραχωρήση εις την Α. Μ. Γεώργιον τον Α' τεσσάρας χιλιάδας λιρών στερλινών ετησίως εκ των ποσών, άτινα το Ελληνικόν ταμείον υπεχρεώθη ν' αποτίνη εκάστη αυτών. Το ποσόν τούτο των δώδεκα χιλιάδων λιρών στερλινών ετησίως προσδιορίζεται, λέγει η συνθήκη, εις προσωπικήν προίκισιν της Α. Μ., προς τη ανακτορική χορηγία τη υπό του νόμου του Κράτους οριζομένη.
Εν συνάψει τω 1865, όπως και σήμερον, η νομική θέσις του ζητήματος είναι η εξής:
1) Απέναντι του χρέους των 60 εκατ., χάριν του οποίου αι Δυνάμεις από της συνομολογήσεως μέχρι της αποσβέσεως αυτού κατέβαλον 100,392,833 φράγκα (219), η Ελλάς υποχρεούται να καταβάλλη ενιαυσίως 900,000 φράγκων, ποσόν, εξ ου το τρίτον παραχωρείται υπό των Δυνάμεων εις τον Βασιλέα ως πρόσθετος επιχορήγησις.
2) Το ποσόν τούτο των 900,000 φράγκων είναι ο ελάχιστος όρος (έν minimum), των Δυνάμεων επιφυλαχθεισών το δικαίωμα ν' απαιτήσωσιν αύξησιν του ποσού τούτου, ευθύς ως τα οικονομικά της Ελλάδος βελτιωθώσιν (220).
Υπό πρακτικήν όμως έποψιν, το ποσόν από προσωρινού κατέστη πάγιον (221), παρά δε τας, κατά το 1865, δηλώσεις των Δυνάμεων, ηδυνήθη η Ελλάς να ικανοποιήση τους δανειστάς του 1824 και 1825, πριν ή αι εγγυηθείσαι το δάνειον του 1832 Δυνάμεις αποζημιωθώσιν εντελώς.
Αναπολών δέ τις την όλην ιστορίαν του δανείου δύναται να είπη εν συμπεράσματι ότι το ενιαυσίως υπό της Ελλάδος καταβαλλόμενον ποσόν είναι μικρόν εν σχέσει προς τα ποσά τα καταβληθέντα υπό των Δυνάμεων, δεν είναι δ' όμως δυσανανάλογον παραβαλλόμενον προς τας ωφελείας (222), ας η πατρίς ημών επορίσθη εκ του δανείου των εξήκοντα εκατομμυρίων.
Ζήτημα δ' όμως λεπτεπίλεπτον εγείρεται, προκειμένου περί της φύσεως της ενιαυσίας αποζημιώσεως των 900,000 φρ. Ερωτάται: το ποσόν τούτο αντιπροσωπεύει μόνον τόκους, ή τόκους και χρεωλύσιον, ή τέλος μόνον χρεωλύσιον: Η σπουδαιότης του ερωτήματος είναι καταφανής· εάν αι 900,000 φρ. αντιπροσωπεύωσι μόνον τόκους, τούτο σημαίνει ότι, του προς τας Δυνάμεις χρέους θεωρηθέντος ως παγίου, πληρώνεται, αντί 5%, τόκος 0,90%, και προς τούτοις ότι άνευ νέας συμφωνίας δεν υπάρχει ελπίς ν' απαλλαγώμεν του χρεωστουμένου κεφαλαίου.
Η απορία αύτη προήλθε κυρίως εκ του ότι ουδέποτε έγινεν επίσημος σύμβασις περί του ζητήματος· διότι τω 1859 αι μεν Δυνάμεις απήτησαν απλώς την ενιαυσίαν πληρωμήν ποσού φρ. 900,000, όπερ εθεώρουν αρκούν προς το παρόν, η δε κυβέρνησις αφ' ετέρου περιωρίσθη εις το ν' αναγράψη το ποσόν τούτο εις τον προϋπολογισμόν του επομένου έτους (223).
Η ασάφεια της μεταξύ των Δυνάμεων και της Ελλάδος συμφωνίας είχεν έκτοτε εκπλήξη το κοινόν· η δε επιτροπή της γερουσίας, μεταξύ άλλων πληροφοριών ας εζήτησε παρά του υπουργού των οικονομικών, εξέφρασε και την επιθυμίαν να μάθη «αν η ζητουμένη πίστωσις των 1,005,120 (900,000 φρ.) θέλει επιφέρη ελάττωσίν τινα και ποίαν επί του προκειμένου χρέους.» Αλλ' ο επί των οικονομικών υπουργός Λ. Κουμουνδούρος απήντησεν «ότι η περί τούτου απάντησις ήτο δυσχερής, διότι το ζήτημα δεν υπάρχει λελυμένον» (224). Της δε επιτροπής επιμενούσης να λάβη τουλάχιστον ανακοίνωσιν των σχετικών διπλωματικών εγγράφων, ο υπουργός απήντησεν ότι το συμφέρον του κράτους δεν επιτρέπει επί του παρόντος την κοινοποίησιν των εγγράφων εκείνων, αφ' ου η υπόθεσις δεν επερατώθη εισέτι οριστικώς (225).
Από των δηλώσεων του αειμνήστου Κουμουνδούρου ουδέν συνέβη το δυνάμενον να διασαφήση τα κατά το σπουδαίον τούτο ζήτημα (226), εκ τούτου δε προέκυψαν πλείσται αντιφάσεις. Οι ημέτεροι Kοι Λιακόπουλος και Δυοβουνιώτης (227) φαίνονται νομίζοντες ότι το ποσόν των 900,000 φρ. δεν είναι ειμή χρεωλύσιον, την αυτήν δε γνώμην φαίνεται έχων και ο κ. Stourm (228).
Αλλ' οι κ. κ. Λιακόπουλος και Δυοβουνιώτης δεν υποδεικνύουσιν επί ποίων πληροφοριών βασίζουσι τα πορίσματα αυτών, ο δε κ. Stourm καταλήγει εις προφανώς εσφαλμένους υπολογισμούς (229).
Ευρεθέντες δ' ούτω προ αδιεξόδου και μάτην ζητήσαντες πληροφορίας εις το τμήμα του δημοσίου χρέους (υπουργείον των Οικονομικών) και εις το επί των Εξωτερικών υπουργείον, κατεφύγομεν εις τα γραφεία του Διεθνούς Ελέγχου. Εκεί δ' επληροφορήθημεν ότι το ζήτημα της φύσεως της εξ 900,000 φρ. αποζημιώσεως εκανονίσθη τω 1859 υφ' ενός μυστικού υπομνήματος (mémoire secret) και ότι, καίπερ τα περιεχόμενα εν τω υπομνήματι τούτος δεν είναι γνωστά, υπάρχουσι λόγοι να πιστεύηται ότι τα ενιαυσίως πληρωνόμενα 900,000 φράγκα περιλαμβάνουσι και ποσόν αφιερωνόμενον εις χρεωλυσίαν.
Τας πληροφορίας ταύτας των γραφείων του Ελέγχου επιβεβαιούσι και τα μετά τον συμβιβασμόν του 1898 δημοσιευθέντα έγγραφα. Πράγματι ο εν αυτοίς καταχωρισθείς πίναξ του δημοσίου χρέους, ο περιέχων και τα κεφάλαια των δανείων και τα εισέτι υπολειπόμενα εξ εκάστου ποσά, προκειμένου περί του δανείου των τριών Δυνάμεων αναγράφει μεν εν τη πρώτη στήλη, το κεφάλαιον των 100,392,833 φρ., εν τη στήλη δ' όμως των Μηκέτι αποσβεσθέντων ποσών (Sommes non amorties) αντί ωρισμένου ποσού σημειοί απλώς την λέξιν mémoire (230).
Οφείλομεν λοιπόν να καταλήξωμεν εις το συμπέρασμα, ότι η ενιαυσία δόσις μετέχει τόκου και χρεωλυσίου, χωρίς όμως να δυνάμεθα να ορίσωμεν το ποσόν εκατέρου τούτων. Εις ανάλογον άλλως τε συμπέρασμα κατέληγε προ ενδεκαετίας ο κ. Ε. F. G. Law, όστις δεν συμπεριελάμβανεν εις τον πίνακα του δημοσίου χρέους της Ελλάδος το δάνειον των τριών Δυνάμεων, «καθ' ότι, το ακριβές ποσόν τον χρέους τούτου δεν φαίνεται ακριβώς καθωρισμένον» (231).

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β'
Βαυαρικά δάνεια και χρέος προς τους κληρονόμους
του Όθωνος.


Παρ. Α'. — Τα Βαυαρικά Δάνεια (232).

Πηγή των λεγομένων Βαυαρικών Δανείων υπήρξαν, ως υπεδείξαμεν και ανωτέρω, αι εις την έκδοσιν της τρίτης σειράς του δανείου των εξήκοντα εκατομμυρίων επελθούσαι αναβολαί. Η Ελληνική Κυβέρνησις, ήτις πάντας τους υπολογισμούς αυτής εβάσιζεν επί της εκδόσεως ταύτης, ευρέθη, αρχομένου του 1835, εις λίαν στενόχωρον θέσιν, και ο Λουδοβίκος θέλων, ως λέγει ο ίδιος, να δείξη το προς το Ελληνικόν έθνος και την Ελληνικήν μοναρχίαν διηνεκές αυτού ενδιαφέρον (233), έστερξε να προκαταβάλη έν εκατομμύριον φράγκων προς 4%, αποδοτέον όμως άμα τη εκδόσει των εκ του μεγάλου δανείου υπολειπομένων 20 εκατομμυρίων.
Το επόμενον έτος, της θέσεως των πραγμάτων μη μεταβληθείσης, ο Λουδοβίκος προυθυμήθη και πάλιν να έλθη αρωγός, χορηγών όχι πλέον έν αλλά δύο δάνεια το μεν ενός εκατομ. φράγκων (10 Μαρτίου 1836), το δε ενός εκατομ. φιορινίων (25 Δεκεμβρίου 1836), πάντοτε προς τέσσαρα τοις εκατόν.
Ολίγω βραδύτερον εξεδόθη και η τρίτη σειρά των εξήκοντα εκατομμυρίων, αλλά το εκ της εκδόσεως προκύψαν ποσόν, απερροφημένον ήδη υπό τόκων και επιτοκίων και προεξωφλημένον υπό παντοίων ελλειμμάτων του Ελληνικού προϋπολογισμού, δεν επήρκει προς απόσβεσιν των βαυαρικών δανείων, ανερχομένων εις το σχετικώς σπουδαίον ποσόν των 4,640,000 δραχμών.
Αντί λοιπόν αμέσου αποτίσεως συνήφθη η σύμβασις της 15 Μαρτίας 1838, δι' ης η Ελληνική κυβέρνησις ανελάμβανε να πληρώση εντός του έτους το δάνειον του 1835 (1 εκατ. φρ.), διά δε την εξόφλησιν των άλλων δύο δανείων να πληρώση 500,000 φρ. εντός του 1839 και, μέχρις αποσβέσεως, ανά έν εκατομμύριον κατά τα ακόλουθα έτη.
Μόλις όμως συνεφωνήθησαν οι όροι ούτοι, εφάνησάν πως βαρείς, και διά νέας συμβάσεως αι υποχρεώσεις της Ελληνικής κυβερνήσεως ανεβλήθησαν και ανετράπησαν, απεφασίσθη δηλ. ότι αι πληρωμαί θα ήρχιζον μόνον τω 1840 και ότι θα επληρώνετο πρώτη η δόσις των 500,000 φρ. Η σύμβασις αύτη εξετελέσθη εν μέρει, της Ελληνικής κυβερνήσεως καταβαλούσης τας υποσχεθείσας 500,000 φρ. του 1840, και τας τρεις πρώτας τριμήνους δόσεις (750,000) του 1841, ήτοι εν συνόλω 1,250,000 φρ. Πλην τότε, υποχρεωθείσα να πληρώση εξ ιδίων και τους τόκους του ηγγυημένου μεγάλου δανείου και αποζημίωσιν προς την Τουρκίαν διά τα βακούφια, η Ελλάς ηναγκάσθη να ζητήση νέαν μετατροπήν των μετά της Βαυαρίας συμφωνιών. Αύτη επετεύχθη διά της συμβάσεως της 13 Φεβρουαρίου 1842, δι' ης το κεφάλαιον του δανείου ωρίσθη εις 2,917,711 φρ. αποδοτέα ως εξής: (234)
250
φρ. τη 18 Νοεμβρίου
1842
250
φρ. τη 18 Νοεμβρίου
1843
500
φρ. εις τρεις ίσας δόσεις κατά το
1844
500
φρ. εις τρεις ίσας δόσεις κατά το
1845
500
φρ. εις τρεις ίσας δόσεις κατά το
1846
και
417,711
φρ. εις τρεις ίσας δόσεις κατά το
1847
Εξ όλων των δόσεων τούτων η πρώτη μόνον επληρώθη ελαττώσασα το όλον χρέος εις 2,667,771, πριν δε επέλθη η λήξις της δευτέρας, εξερράγη η αναίμακτος στάσις της γ' Σεπτεμβρίου, ήτις, προκληθείσα μάλλον εκ του κατά της βαυαροκρατίας μίσους (235) ή εξ ειλικρινούς πόθου συνταγματικών θεσμών, δεν ηδύνατο ειμή να έχη τον αντίκτυπον αυτής επί του ζητήματος της πληρωμής των Βαυαρικών δανείων.
Πράγματι, ενώ η αναστολή της υπηρεσίας του δανείου των εξήκοντα εκατομμυρίων παρουσιάσθη πάντοτε ως γεγονός προσωρινόν υπ' ανωτέρας ανάγκης επιβληθέν, των βαυαρικών δανείων συνεζητήθη αυτή η νομιμότης. Κατόπιν δε εμπαθών συζητήσεων, οφειλομένων κυρίως εις την γραφίδα του διευθυντού της Ελπίδος Λεβίδου, η κοινή γνώμη επίεσε την Εθνοσυνέλευσιν να εκδώση ψήφισμα, ου αι δύο κυριώτεραι διατάξεις ήσαν αι εξής:
Α') Η Κυβέρνησις οφείλει, τη ευθύνη του Υπουργικού Συμβουλίου, να λάβη υπ' όψιν όλα τα διαμειφθέντα έγγραφα μεταξύ της Αυλής της Βαυαρίας και του εν Λονδίνω συμβουλίου των τριών Μεγάλων Δυνάμεων, αφορώντα εις την εγκατάστασιν της βασιλείας εις την Ελλάδα, και να καθυποβάλη λεπτομερή έκθεσιν εντός της πρώτης βουλευτικής περιόδου περί της εκκαθαρίσεως παντός λογαριασμού εξ αυτών των εγγράφων πηγάζοντος.
Β') Επιβάλλεται το χρέος εις την βουλήν να εξετάση τον λογαριασμόν τούτον και να επιμεληθή, διά της διπλωματικής οδού και τη μεσολαβήσει των τριών προστατίδων Δυνάμεων, περί της απαιτήσεως του εξ αυτού πηγάζοντος χρέους της Βαυαρίας προς την Ελλάδα.
Το ψήφισμα τούτο αινίσσεται τας υποχρεώσεις, ας είχεν αναλάβη η Βαυαρία, και αίτινες κατεχωρίσθησαν εις τα από 26 Απριλίου 1832 πρωτόκολλα της διασκέψεως του Λονδίνου, όσον αφορά εις τον κλήρον (apanage), συμβούλιον της αντιβασιλείας, την ακολουθίαν του πρίγκιπος και το στρατιωτικόν σώμα (236).
Αλλά προς κατάρριψιν του επιχειρήματος τούτου ήρκει να παρατηρηθή, ότι η Βαυαρία είχε μεν αναλάβη να πέμψη εν Ελλάδι Βαυαρούς ανωτέρους πολιτικούς και στρατιωτικούς υπαλλήλους ως διοργανωτάς, εξακολουθούσα σύναμα να πληρώνη εις αυτούς τους μισθούς ους ελάμβανον εν τη πατρίδι αυτών, δεν είχεν όμως απαλλάξη την Ελλάδα της πληρωμής τακτικής αμοιβής, τοσούτω μάλλον δεδικαιολογημένης, καθ' όσον οι εν λόγω υπάλληλοι ανελάμβανον εν ξένη χώρα υπηρεσίας εξαιρετικώς βαρείας και επικινδύνους.
Επίσης, το λεχθέν τω 1843 και επαναληφθέν κατά τον συμβιβασμόν του 1880 (237), ότι η διαχείρισις των αντιβασιλέων επεβάρυνε τον εκλέξαντα αυτούς Λουδοβίκον, είναι υπό νομικήν έποψιν ήκιστα σοβαρόν επιχείρημα· καθ' ότι η αντιβασιλεία δεν ήτο επίτροπος του Λουδοβίκου, αλλ' αντιβασιλεία της Ελλάδος, κράτους ανεξαρτήτου, και κατ' ακολουθίαν δεδεσμευμένου υπό των πράξεων αυτής.
Και είναι μεν αληθές ότι η αποδοχή, ης ετύγχανον τοιαύτα επιχειρήματα, εξηγείτο εκ του ότι το κοινόν συνέχεε την ανύπαρκτον νομικήν προς την πραγματικήν ηθικήν ευθύνην, ην φέρουσιν ο μεν Λουδοβίκος διά τας ατυχείς του εκλογάς, οι δε αντιβασιλείς διά την ασύνετον αυτών πολιτείαν. Αλλ' είναι επίσης αναμφισβήτητον ότι, εάν τοιαύται συγχύσεις επιτρέπονται εις τους πολλούς, δεν συγχωρούνται δ' όμως εις πολιτικούς άνδρας και κοινοβουλευτικάς συνελεύσεις.
Το συμπέρασμα του ψηφίσματος απετέλει άλλως τε καθ' εαυτό είδος νομικού τέρατος, διότι, όπως παρετήρησεν ορθότατα ο Καλλιγάς (238), δι' αυτού προετείνετο εις συμψηφισμόν δανείου απαιτητού ανεκκαθάριστος απαίτησις.
Εν τούτοις η Βαυαρία δεν διεμαρτυρήθη αμέσως. Ότε δε δύο έτη βραδύτερον ο πρεσβευτής αυτής Gesser εξέφρασε παράπονα διά τε την καθυστέρησιν των πληρωμών και διά την μη αναγραφήν εν τω προϋπολογισμώ του αναλογούντος τω δανείω ποσού, ο Κωλέττης απήντησε διαβιβάζων την γνωστήν έκθεσιν του Μεταξά περί του γενικού λογαριασμού των εσόδων και των εξόδων από του 1833 - 1843 (239). Η απάντησις ήτο εύστοχος, αν και υπό νομικήν έποψιν τρωτή, έκτοτε δε παρήλθον δεκατέσσαρα έτη, χωρίς να γίνη σχεδόν λόγος περί των Βαυαρικών δανείων (240), ότε αίφνης τη 11 Σεπτεμβρίου 1859 η Βαυαρική κυβέρνησις ανήγγειλε τη Ελληνική, ότι από του 1849 είχε παραχωρήση τα δικαιώματα αυτής εις τον πρώην βασιλέα Λουδοβίκον (241) και εζήτει την πληρωμήν των οφειλομένων κεφαλαίων και τόκων, ήτοι 1,933,333 φλορίνια και 20 κρέυτζερ.
Πλην παρ' όλην την επιμονήν του Όθωνος, όπως το ζήτημα κανονισθή δι' αναγραφής επί τούτω ενός εκατομμυρίου εν τω προϋπολογισμώ (442), η τότε Ελληνική κυβέρνησις ηρνήθη να προβή εις οριστικά προς τούτο διαβήματα, περιορισθείσα να απαντήση τη Βαυαρία, ότι το δάνειον των εξήκοντα εκατομμυρίων προηγείτο υπό πάσαν έποψιν του βαυαρικού, και ότι, άμα τω προσεχεί κανονισμώ του πρώτου, θα ελαμβάνετο φροντίς και περί του δευτέρου (243).
Αι βαυαρικαί απαιτήσεις εφαίνοντο τεθαμμέναι διά παντός, ότε τω 1880 ο Βίσμαρκ, νέος θεός από μηχανής, βλέπων ότι η Ελλάς είχεν αναγνωρίση τα παλαιά της χρέη και θέλων κατά το σύστημά του να παράσχη προσωπικήν υπηρεσίαν προς οικογένειαν αποτελούσαν μέρος της γερμανικής αυτοκρατορίας, ενετείλατο τω γερμανώ πρεσβευτή Ράδοβιτζ ν' απαιτήση παρά της Ελληνικής κυβερνήσεως τον κανονισμόν του προς τους κληρονόμους του Λουδοβίκου χρέους. Ο δε σιδηρούς καγκελλάριος, όπως υποβάλη τας απαιτήσεις του, είχεν εκλέξη στιγμήν, καθ' ην η Ελλάς, ζητούσα την εκπλήρωσιν της Βερολινίου συνθήκης, δεν ηδύνατο ν' αναδράμη εις τας συνήθεις αντιρρήσεις· τούτο εννοήσαντες αμέσως οι ημέτεροι, παρεδέχθησαν μεν κατ' αρχήν την αίτησιν, έπεμψαν δ' εις Γερμανίαν τον κ. Στέφ. Στρέιτ, όστις μετά περισσής δεξιότητος χειρισθείς το ζήτημα κατώρθωσεν όπως η Ελλάς επιτύχη πλήρη εξόφλησιν του Βαυαρικού χρέους, υπολογισθέντος εις 5,600,000 φρ., πληρώνουσα εις τον πρίγκιπα Φερδινάνδον της Βαυαρίας εφάπαξ το ποσόν των 2,600,000 φρ.
Τούτου δε γενομένου, επινευούσης και της Ελληνικής βουλής (244), τα βαυαρικά δάνεια ανήκουσι του λοιπού μόνον εις την δημοσιονομικήν ιστορίαν.
Παρ. Β'. Χρέος προς τους Κληρονόμους του Όθωνος (245).
Το χρέος τούτο συχνάκις συγχέεται μετά του προηγουμένου, την δε σύγχυσιν προκαλεί το γεγονός ότι εις αμφοτέρας τας περιπτώσεις αι κατά του Ελληνικού έθνους απαιτήσεις περιήλθον εις χείρας της οικογενείας των Βιττελσβάχων. Πράγματι δ' όμως τα δύο δάνεια έχουσιν εντελώς διάφορον φύσιν· το μεν οφείλεται εις προκαταβολάς του Λουδοβίκου τη Ελληνική κυβερνήσει, το δε εις διάφορα έξοδα, άτινα έκαμεν εξ ιδίων ο Όθων προς ανέγερσιν των ανακτόρων, προς αποκατάστασιν των ανακτορικών κήπων, προς οικοδομήν του βασιλικού φαρμακείου (246) και του βασιλικού ιπποστασίου, καθώς και εις άλλας τινάς απαιτήσεις (247), άς ο μακαρίτης βασιλεύς είχε κατά του Ελληνικού δημοσίου.
Το σύνολον των απαιτήσεων του βασιλέως κατά την ημέραν της εξώσεώς του υπελογίζετο ποικιλοτρόπως: υπό τινων μεν εις 4, υπ' άλλων δε εις 7 1/2 εκατομμύρια (248). Η δε νομιμότης των συνεζητήθη εις την εθνοσυνέλευσιν, χωρίς όμως να καταλήξη το σώμα εκείνο εις ουδέν θετικόν συμπέρασμα (249).
Εν τούτοις οι αντιπρόσωποι των τριών Δυνάμεων συνελθόντες εις Λονδίνον εζήτουν όπως το προς τον Όθωνα χρέος αναγνωρισθή εν τη συνθήκη, δι' ης παρεχωρείτο τη Ελλάδι η Επτάνησος. Και τούτο μεν αληθώς δεν εγένετο, αλλ' η Ελληνική κυβέρνησις, καίπερ δηλώσασα διά του Χ. Τρικούπη ότι δεν υπήρχεν ιδέα ν' αδικηθή ο έκπτωτος βασιλεύς, δεν ηδυνήθη να εμποδίση τας Δυνάμεις να προσκαλέσωσιν αυτήν επισήμως να προβή εν τάχει εις την αποζημίωσιν ταύτην (250).
Η ακαριαίως σχεδόν υπέρ του Όθωνος αναπτυχθείσα αντίδρασις συνέτεινεν αφ' ετέρου ουκ ολίγον όπως το ζήτημα μη διαιωνισθή. Ολίγον δε μετά τον θάνατον του αγαθού εκείνου ανδρός υπεγράφετο υπό της Ελληνικής κυβερνήσεως και των κληρονόμων αυτού (251) σύμβασις, δι' ης το προς τον Όθωνα χρέος υπολογιζόμενον εις 4,500,000 (252) ανεγνωρίζετο επισήμως.
Το κεφάλαιον τούτο, συναποφέρον τόκον 4%, υπεχρεούτο η Ελληνική κυβέρνησις να πληρώση όσον ένεστι θάττον και ει δυνατόν εντός 8 ετών. Οι περί χρεωλυσίας όμως τεθέντες όροι δεν ετηρήθησαν κατά γράμμα και το χρέος τούτο αναγράφεται εισέτι εν τω πίνακι του Δημοσίου χρέους. Πλην η επιτευχθείσα ελάττωσις είναι τόσον σπουδαία (253), ώστε δεν θα βαρύνη τον προϋπολογισμόν ειμή επ' ολίγα ακόμη έτη (254).

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ'
Εσωτερικόν χρέος και συντάξεις.

Α'. Εσωτερικόν χρέος.
Επί του θέματος τούτου ολίγον θα ενδιατρίψωμεν, διότι, εξαιρέσει της προς τας τρεις ναυτικάς νήσους αποζημιώσεως, περί ης πραγματευόμεθα εν τω επομένω κεφαλαίω, και μικρών προκαταβολών της Εθνικής Τραπέζης (255), το εσωτερικόν χρέος συνίστατο εξ υποχρεώσεων των παρελθουσών κυβερνήσεων, εξαργυρώσεων χαρτονομίσματος, τόκων εγγυοδοσιών και αποδόσεων κεφαλαίων της πρώτης Εθνικής Τραπέζης. Ένεκα δε της αποσβέσεως των παλαιών χρεών και της προϊούσης εξαργυρώσεως του χαρτονομίσματος, το χρέος τούτο προέβη τάχιστα ελαττούμενον. Από 158,148 δρ. τω 1833 περιωρίσθη εις 103,750 τω 1836, 32,198 δρ. τω 1839, και 1,460 τω 1842 (256). Από του 1843 και εντεύθεν παρατηρείται αληθώς μικρά τις αύξησις, αλλά και αύτη περιορίζεται εις ομολογίας απέναντι παλαιών απαιτήσεων και τόκους εγγυοδοσίας υπολόγων, ως εμφαίνει ο εκ του προϋπολογισμού του 1862 ερανισθείς πίναξ, αναλύων το εσωτερικόν χρέος εις:
1) Ομολογίας απέναντι παλαιών απαιτήσεων =
20,37
2) Τόκους εγγυοδοσίας υπολόγων =
6,5
_________
Σύνολον
26,87
δρ. (257)

Β'. Συντάξεις.


Συντάξεις επί μακρόν δεν ήτο δυνατόν να υπάρχωσι, και πράγματι δεν καθιερώθησαν ειμή μετά το 1852. Εν τούτοις ανεγράφοντο εις τον προϋπολογισμόν και ήσαν μετά το 1843 το σπουδαιότερον τμήμα του δημοσίου χρέους. Τούτο δε, διότι υπό τον τίτλον τούτον εσημειούντο ανταμοιβαί ή αποζημιώσεις, άς το έθνος εθεώρει καθήκον να αποτίνη μετά τον Αγώνα.

Αι Συντάξεις διηρούντο εις τάξεις πέντε:
1) Εις την των Απομάχων, εις ους απενέμοντο συντάξεις δι' ονομαστικών διαταγμάτων.
Κατά τον προϋπολογισμόν του 1845 (258), υπήρχον 396 απόμαχοι λαμβάνοντες σύνταξιν μηνιαίαν δρ. 7,305.
2) Εις την των Χηρών και ορφανών ανδρών προσενεγκόντων εκτάκτους προς την πατρίδα υπηρεσίας.
Τω 1845 η τάξις αύτη περιελάμβανε 1788 άτομα (259) και προϋπέθετεν έξοδα μηνιαία δρ. 19,064.
3) Εις την των Πρεσβυτών της Φάλαγγος. Η τάξις αύτη περιελάμβανεν ελαχίστους φαλαγγίτας (260) προβεβηκότας και αναγνωρισθέντας διά βασιλικού διατάγματος αξίους ιδιαιτέρας βοηθείας.
4) Εις Χορηγήματα απέναντι παλαιών απαιτήσεων. Τα χορηγήματα ταύτα εδίδοντο εις παλαιούς πιστωτάς του κράτους, ως επί το πολύ θυσιάσαντας τα πάντα υπέρ του έθνους (261).
Τω 1845 η τάξις αύτη περιελάμβανεν:
27
άτομα λαμβάνοντα από
555-80 δρ. κατά μήνα
6
άτομα λαμβάνοντα από
70-55 δρ. κατά μήνα
12
άτομα λαμβάνοντα από
50-34 δρ. κατά μήνα
16
άτομα λαμβάνοντα από
30-20 δρ. κατά μήνα
50
άτομα λαμβάνοντα από
15- 6 δρ. κατά μήνα
Ήτοι σύνολον 111 ατόμων. — Η μηνιαία επιχορήγησις ήτο δρ. 9,304.
ε') Εις Προικίσεις ορφανών ανδρών διακριθέντων κατά τον Αγώνα. Τοιαύται προικίσεις είχον εγκριθή:
Δι' ειδικών καταλόγων τω
1833 δρ.
3,800
Δι' ειδικών καταλόγων τω
1834 δρ.
35,140
Δι' ειδικών καταλόγων τω
1835 δρ.
51,150
Δι' ειδικών καταλόγων τω
1836 δρ.
27,140
Διά Β. Διαταγμάτων μέχρι του
1844 δρ.
33,720
_______
150,950
Εκ του συνόλου τούτου των 150,950 δρ., 73,595 επληρώθησαν και 10,020 ηκυρώθησαν, έμενον λοιπόν τω 1845 δρ. 67,335 πληρωτέαι εις 522 άτομα (262). Αλλ' επειδή αφ' ετέρου είχεν ορισθή ότι αι ανώτεραι των 200 δρ. προικίσεις θα επληρώνοντο εις γαίας, ο προϋπολογισμός ανέγραφε διά την ε' τάξιν απλούν κονδύλιον 3000 δρ.
Το σύνολον των συντάξεων συμποσούμενον τω 1833 εις 172,515 δρ., ανήλθε ταχέως εις 239,329 (1834), 357,976 (1839), και 426,031 δρ. (1842) Έκτοτε περιωρίσθη πως (263), δύναται δέ τις να λάβη ως μέσον όρον δια τα μετέπειτα έτη το ποσόν των 400,000 δρ. Ανάγκη δε να ομολογήσωμεν, ως πράττει και αυτός ο About, ότι τοιούτον ποσόν δεν ήτο υπερβολικόν, λαμβανομένων υπ' όψιν και των εκτάκτων προς το έθνος υπηρεσιών και της άκρας πενίας, εις ην υπέπεσον μετά την επανάστασιν και οι προ αυτής πλουσιώτεροι (264).
Δυστυχώς όμως το κεφάλαιον των συντάξεων δεν περιελάμβανε πάσας τας πληρωνομένας αποζημιώσεις και όλα τα χορηγήματα, έτεραι δε εύρηνται εν τοις προϋπολογισμοίς των διαφόρων υπουργείων. Ούτως (265) αναγράφονται:
Εν τω προϋπολογισμώ του υπουργείου των Στρα-
τιωτικών. Διά μεν την φάλαγγα
481,763.00, δρ. 30
)
Διά συντάξεις στρατιωτικάς
)
δρ.
579,095.01
μη αναγραφομένας αναλυτικώτερον
97,331.00, δρ. 76
)
Εν τω προϋπολογισμώ του υπουργείου των Ναυτικών, διά
τεσσαράκοντα συντάξεις
δρ.
9,784.80
Εν τω προυπολογισμώ του υπουργείου της Παιδείας,
διά συντάξεις εκκλησιαστικάς
δρ.
71,103.00
(266)
Εν τω προϋπολογ. του υπουργ. της Δικαιοσύνης
δρ.
2,040.00
Εν τω προϋπολογ. του υπουργ. των Εσωτερικών, διά
πολιτικάς συντάξεις, μη συμπεριλαμβανομέ-
νων δρ. 75,000 διά βοηθήματα
δρ.
23,994.00
Εν όλω δρ. 686,016, εις ας προσθέτοντες τας 400,000 δρ. των συντάξεων έχομεν άθροισμα 1,086,016, ήτοι ποσόν υπέρογκον εν παραβολή προς τα άλλα έξοδα του κράτους (267). Αλλά το πράγμα δεν περιορίζεται εν τούτω. Είδομεν προ στιγμής ότι ο προϋπολογισμός του υπουργείου των Εσωτερικών ανέγραφεν 75,000 δρ. διά χορηγήματα, προς τούτοις τμήμα του προϋπολογισμού των ναυτικών ουδέν άλλο ήτο ουσιαστικώς ή απλούν χορήγημα. Ιδού τι γράφει ο Κωνσταντίνος Κανάρης, υπουργός των ναυτικών ων, περί δύο σπουδαιοτάτων κονδυλίων του υπουργείου, ό διηύθυνεν (268):
« Αξιωματικούς εχομεν 400, εξ ων 306 μένουσι διαθέσιμοι. Διά δε τους διαθεσίμους τούτους δαπανώμεν κατ' έτος δραχμ. 264,492. Το κεφάλαιον τούτο είναι μεν μέγα, διότι εξισούται με την του εν υπηρεσία στόλου ολικήν μισθοδοσίαν, και κατ' έτος βαίνει αυξάνον, αλλ' όλοι σχεδόν οι διαθέσιμοι αξιωματικοί είναι άνθρωποι, προς ους το Έθνος οφείλει κατά μέγα μέρος την ελευθερίαν και ανεξαρτησίαν του.
«Ο λόχος των αποστράτων, αποτελούμενος εκ των μη εντελώς ανικάνων ναυμάχων, συνεστήθη τω 1833, απαρτίζεται εξ ανδρών 46, και απαιτεί ενιαυσίαν δαπάνην 24,142 δρ.».
Η Φάλαγξ υπήρξε πηγή άλλων καταχρήσεων. Ο θεσμός ούτος είχε διπλούν σκοπόν, ον είχε κάλλιστα καθορίση το ιδρύον την Φάλαγγα βασιλικόν διάταγμα της 18/30 Σεπτεμβρίου 1834. «Η Φάλαγξ ιδρύεται, λέγει το διάταγμα, διά να δοθή δείγμα της Βασιλικής ευνοίας και της ευγνωμοσύνης της πατρίδος εις τους γενναίους άνδρας, οίτινες εχρησίμευσαν ως οδηγοί των συστρατιωτών των εις τον υπέρ της Ελληνικής ανεξαρτησίας αγώνα, και διά να τοις δοθή ευκαιρία να διαπρέψωσιν εις την φωνήν του Βασιλέως των διά νέων εκδουλεύσεων». Ούτως εννοουμένη η Φάλαγξ, ουχί μόνον εδικαιολογείτο τελείως, αλλά και σπουδαιοτάτας ηδύνατο να προσενέγκη προς το έθνος υπηρεσίας. Δυστυχώς ούτε υπηρεσίας αξίας λόγου προσήνεγκεν ούτε διωργανώθη συνετώς.
Ούτω περιελήφθησαν εν αυτή 900 αξιωματικοί, ων πολλοί ουδέ κατά φαντασίαν υπήρξαν οδηγοί των συστρατιωτών των. Εκ δε της εξογκώσεως ταύτης των στελεχών προέκυψεν η υπερβολική ενιαυσία δαπάνη ενός εκατομμυρίου. Εδέησε λοιπόν ταχέως να μετριασθή το κακόν, και εξεδόθη προς τούτο τω 1838 νόμος θεσπίζων ότι, όσοι εκ των φαλαγγιτών δεν ήθελον να μείνωσιν εις τετραρχίας ενεργητικάς, ηδύναντο να λάβωσι προικοδοτήσεις εις γαίας αναλόγους προς το σύνολον των μισθοδοσιών των. Τα αποτελέσματα του νόμου τούτου υπήρξαν κατ' αρχάς λίαν ευεργετικά· ο αριθμός των φαλαγγιτών περιωρίσθη από 900 εις 350 (269) και η εν τω προϋπολογισμώ αναγραφομένη δαπάνη από ενός εκατομμυρίου εις 400,000 δρ. Δυστυχώς πολλοί φαλαγγίται δεν εφρόντισαν ν' ανταλλάξωσι τα εις αυτούς δοθέντα γραμμάτια αντί γαιών, αλλά πωλήσαντες αυτά αντί 25 και 30% της αξίας, και σπαταλήσαντες τα συλλεχθέντα, ταχέως περιέπεσον εις την εσχάτην ένδειαν (270). Τότε δε αντί να υποστώσι τα αντίποινα της ατασθαλίας των, ήγειραν νέας κατά του δημοσίου απαιτήσεις και έχοντες ισχυρούς πολιτικούς προστάτας, επέτυχον, πράγμα απίστευτον, νέαν αυτών κατάταξιν εις την Φάλαγγα, ης ο προϋπολογισμός ανήλθε και πάλιν από 400,000 εις σχεδόν 500,000 δραχμών (271).
Έτη δέ τινα μετά ταύτα, ότε πλέον ο αριθμός των φαλαγγιτών είχε περιορισθή εις 240, εψηφίσθη ο νόμος «Περί συντάξεως και προικοδοτήσεως της εν ενεργεία Φάλαγγος» της 12 Οκτ. 1856, όστις, ισοδυναμών εν τοις πράγμασι προς διάλυσιν της Φάλαγγος, μετέτρεψε τον εις τους φαλαγγίτας πληρωνόμενον μισθόν εις σύνταξιν και συμπεριέλαβεν αυτόν εις τας υπό του υπουργείου των Στρατιωτικών πληρωνομένας συντάξεις.
Και ταύτα μεν καθ' όσον αφορά εις τας συντάξεις μέχρι του 1852. Αλλ' από της εποχής εκείνης ομολογουμένως τα πράγματα μετεβλήθησαν. Πρώτον παρερχομένων των ετών επέστη η ανάγκη εγκαθιδρύσεως αληθούς συστήματος συντάξεων στρατιωτικών, ναυτικών και πολιτικών, και επί τούτω εψηφίσθη σειρά νόμων. Δεύτερον αι συντάξεις δεν διηρούντο πλέον εις πέντε τάξεις, αλλ' ανεγράφοντο κατά είδος. Ο δε προϋπολογισμός του 1862, ο τελευταίος της Βαυαρικής Δυναστείας, υπολογίζων την υπηρεσίαν του δημοσίου χρέους εις 2,848,889, περιλαμβάνει τον εξής Αναλυτικόν Πίνακα:
ΣΥΝΤΑΞΕΙΣ
1) Στρατιωτικαί
Άτομα
Συντάξεις
α') Παλαιαί από του 183
)
1.780
559.998
)
β') Νέαι από του 1852
)
γ') Αποστρατ. μισθ. φάλαγγος
323
313.782
)
_____
2.103
δ') Ενδεχ. αυξήσεις
25.000
)
ε’) Αύξησις 20% επί μισθών φάλαγγος
62.756
)
961.500
.
2) Ναυτικαί
α') Παλαιαί από τoυ 1834
)
β') Νέαι από του 1853
)
592
146.658
)
γ') Αποστρατευτικοί μισθοί ναυτικών
Επιτάκτων
202
221.990
)
___
_______
794
462.448
Ενδεχ. αυξήσεις
25.000
)
Αύξησις 20% επί μισθών Επιτάκτων
44.394
)
438.046
.
3) Εκκλησιαστικαί
Παλαιαί από του 1834
28
14.049
,
4)Πολιτικαί
α') Παλαιαί από του 1834
)
31
52.928
β') Νέαι από του 185
)
-
5)Προίκισις ταμείου Πολιτ.
Συντάξεων
(272)
100.000
_________
1.566.523
Οπωσδήποτε, όμως, παρ' όλας τας εξωτερικάς αλλαγάς, σπουδαίον μέρος των νέων συντάξεων εξηκολούθει να μη είναι άλλο ή ανταμοιβή παρελθουσών και κατά το μάλλον ή ήττον πραγματικών πατριωτικών υπηρεσιών (273).

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ'.
Xρέος προς τας ναυτικάς νήσους.


Γνωστόταται είναι αι προς το Έθνος υπηρεσίαι των τριών νήσων Ύδρας, Σπετσών και Ψαρών, αίτινες, υποστάσαι σχεδόν όλον το βάρος του κατά θάλασσαν αγώνος, εκλήθησαν και ναυτικαί. Γνωστόταται δ' είναι επίσης αι μεγάλαι χρηματικαί θυσίαι, δι' ων αι νήσοι αύται ηδυνήθησαν να καλύψωσι τα έξοδα του αρίστου στόλου, ον είχον καταρτίση.

Το δε μέγεθος των θυσιών εκείνων δύναταί τις ν' αντιληφθή κάλλιον, αναλογιζόμενος αφ' ενός μεν ότι αι θυσίαι αύται ανήρχοντο εις 18 εκατ. δρ. νέων (274), ήτοι εις ποσόν ακόμη σήμερον υπέρογκον διά τρεις μικράς νήσους, αφ' ετέρου δε ότι τα εξ άλλων πηγών καθ' όλην την Επανάστασιν εις το δημόσιον εισαχθέντα συμποσούνται περίπου εις 37,800,000 δρ. Επειδή δε πάλιν εκ των 37,800,000 δρ. τούτων, μόνον 22,500,000 δρ. κατεβλήθησαν υπό Ελλήνων (αι 15,300,000 άλλαι προήλθον εκ των εξωτερικών δανείων), άγεταί τις, μετά του Παπαρρηγοπούλου (275), εις το συμπέρασμα, ότι το σύνολον των χρηματικών εισφορών της όλης Ελλάδος ολίγον υπερβαίνει τας των τριών νήσων.
Παρατηρητέον προς τούτοις ότι αι θυσίαι αύται εγένοντο εν ταις ναυτικαίς νήσοις, ουχί, όπως εν τη λοιπή Ελλάδι, υφ' όλων των τάξεων, αλλά μόνον υπό των προκρίτων (276), ιδίως δε υπό των Κουντουριωτών (277)·
Το όλως έκτακτον των προς την πατρίδα υπηρεσιών των τριών νήσων συνησθάνθησαν ανέκαθεν αι Ελληνικά κυβερνήσεις, αποζημιώσασαι μεν αυτάς κατά την επανάστασιν (278), βραδύτερον δε αναγνωρίσασαι τας απαιτήσεις αυτών, εν ώ οι λογαριασμοί των θυσιών της Πελοποννήσου και της Στερεάς μένουσιν εισέτι ανεκκαθάριστοι (279).
Αναγνώρισις τον Χρέους — Ο Νόμος του 1853
Η ιστορία της αναγνωρίσεως των προς τας τρεις νήσους υποχρεώσεων είναι μακρά. Από της 14 Απριλίου 1823 αι νήσοι ζητούσι παρά της εν Άστρει συνελεύσεως, όπως η Πελοποννησιακή γερουσία αναλάβη την αποζημίωσιν αυτών (280). Μετά μακράν συζήτησιν, καθ' ην ανεγνώσθη και έγγραφον διαφόρων πελοποννησίων στρατηγών προς τας τρεις νήσους (281), η πρότασις αυτών εγένετο δεκτή. Ολίγω δε βραδύτερον η εν Επιδαύρω εθνική συνέλευσις απεφάσισε ν' αναγνωρισθώσιν ως δημόσια χρέη και τα από του 1823 μέχρι του 1826 γενόμενα και αποδεδειγμένα έξοδα (282).
Ο Κυβερνήτης βαίνων έτι πρόσω συνέστησεν εις την Δ' εθνικήν συνέλευσιν να λάβη υπ' όψιν τας αναφοράς των τριών νήσων (283), έδωκε δε εις αυτάς και προσωρινάς μικράς αποζημιώσεις (284).
Ο Καποδίστριας όμως εδολοφονήθη πριν ή κανονισθή το ζήτημα και επί μακρόν ενομίσθη ότι αι απαιτήσεις των τριών νήσων θα ελάμβανον την τύχην των αξιώσεων της λοιπής Ελλάδος. Τούτο εγέννησε μάλιστα και ταραχάς εν Ύδρα (285). Πλην, ως είπομεν, το έθνος είχε την συναίσθησιν ότι αι υποχρεώσεις αυτού προς τας τρεις ναυτικάς νήσους είχον τι το εξαιρετικόν. Προς τούτοις οι έχοντες απαιτήσεις νησιώται, εκτός του ότι ήσαν ολίγοι και κάτοχοι αναμφισβητήτων τίτλων, ήρχισαν να λαμβάνωσι, λόγω των υπηρεσιών αυτών, παντοίας χορηγήσεις και συντάξεις (286). Εθεωρήθη λοιπόν εν ταυτώ επάναγκες και δίκαιον ν' αποκατασταθή ποια τις ισότης μεταξύ των δικαιούχων, δι' ειδικού νόμου, όστις εψηφίσθη τη 22α Ιανουαρίου 1853 (287). Τρία έτη βραδύτερον, τη 12η Ιουλίου 1856, Βασιλικόν Διάταγμα ώρισε τας απαιτήσεις των νήσων εις δρ. παλαιάς 20,000,000 (288) (18,000,000 δρ. νέας), απέναντι των οποίων εδίδετο το υπό του νόμου ορισθέν ενιαύσιον χορήγημα δρ. παλ. 200,000, ήτοι τόκος 1%.
Η προσωρινή αύτη κατάστασις, ήτις παρετάθη μέχρι του παρόντος έτους, υπ' ουδεμίαν έποψιν ήτο ικανοποιητική. Διότι αφ' ενός μεν ούτε αι προς τας τρεις νήσους πολλάκις επισήμως αναγνωρισθείσαι υποχρεώσεις εξετελούντο, και πράγματι τόκος 1% δυσκόλως δύναται να υποληφθή ως αρκούσα αποζημίωσις, ούτε το κεφάλαιον του χρέους του δημοσίου ωρίζετο μετά τινος ακριβείας. Αφ' ετέρου δε παρατεινομένης της καταστάσεως και αυτός ο νόμος του 1853 εστερείτο καθ' ημέραν του πατριωτικού εκείνου χαρακτήρος, όστις εδικαιολόγει το εξαιρετικόν αυτού· καθ' ότι παρερχομένων των ετών οι αρχικοί δικαιούχοι απεξενούντο των δικαιωμάτων και υπήρχε κίνδυνος μήπως θάττον ή βραδύτερον πάντα τα χορηγήματα και μετ' αυτών αι απαιτήσεις εξοφλήσεως εις το άρτιον περιέλθωσιν εις οικογενείας, προς ας ουδεμίαν το έθνος ώφειλεν ευγνωμοσύνην.
Ούτως εχόντων των πραγμάτων, εδέησεν η Κυβέρνησις να επέμβη. Υπεβλήθη δε υπ' αυτής νομοσχέδιον, διά του οποίου ανεγνωρίζοντο αι προς τας ναυτικάς νήσους υποχρεώσεις και ελαμβάνετο φροντίς προς απόσβεσιν αυτών, χωρίς όμως να επιβαρυνθή σπουδαίως ο προϋπολογισμός.
Αι κυριώτεραι διατάξεις του νομοσχεδίου τούτου, νυν νόμου ΓΚΕ' της 16ης Ιουνίου 1904, είναι αι εξής:
Αι απαιτήσεις των τριών νήσων αναγνωρίζονται χρέος δημόσιον, ου το κεφάλαιον ορίζεται άπαξ διά παντός εις 18 εκατ. δρ. Απέναντι του κεφαλαίου τούτου και επί τη βάσει των μέχρι τούδε χρηματικών ενταλμάτων, εκδίδονται τοις δικαιούχοις ονομαστικαί ή και ανώνυμοι ομολογίαι αποφέρουσαι τόκον 1%.
Κανονισθέντος δε ούτω του κεφαλαίου του χρέους, ο νέος νόμος μεριμνά περί της αποσβέσεως αυτού, προς τούτο δε ορίζει ότι:
α') Διά την υπηρεσίαν του νέου δημοσίου χρέους, εις τας μέχρι τούδε αναγραφομένας εν τω προϋπολογισμώ 180,000 δρ. προστίθεται ενιαυσίως ποσόν 20,000 δρ. αντιπροσωπευουσών το χρεωλύσιον, όπερ θέλει αυξάνεσθαι κατ' έτος διά των τόκων των διά κληρώσεως αποσβεννυμένων ομολογιών. Επειδή δε προφανώς η μέθοδος αύτη της χρεωλυσίας είναι βραδυτάτη, ο νόμος προσθέτει
β') Αι νέαι ομολογίαι γίνονται δεκταί έτι τω αρτίω εις προεξόφλησιν ανανεουμένου προς το δημόσιον χρέους, και εις πληρωμήν δόσεων Εθνικών και Εκκλησιαστικών κτημάτων, δηλαδή εν άλλαις λέξεσιν εις απότισην δυσχερώς εισπραττομένων χρεών.
Διά του διπλού τούτου μέσου υπολογίζεται υπό της βραχυτάτης εισηγητικής του νομοσχεδίου εκθέσεως (289), ότι εντός ουχί μακρού χρόνου και άνευ θυσίας διά το δημόσιον θέλουσιν αποσβεσθή αι εκδοθησόμεναι ομολογίαι. Η δε απόσβεσις αύτη επιταχύνεται και διά του άρθρου 8, ορίζοντος ότι, εάν εντός πέντε ετών από της δημοσιεύσεως δεν ήθελε ζητηθή η έκδοσις ομολογιών, παν δικαίωμα επί των διά του νόμου τούτου χορηγουμένου πλεονεκτήματος διαγράφεται.
Ο ούτω συνοψισθείς νόμος της 16 Ιουνίου δεν έτυχε πολύ ευμενούς υποδοχής. Παρετηρήθη πράγματι έν τισιν οργάνοις του τύπου, ότι ήθελεν είναι ίσως χρήσιμος και δίκαιος ψηφιζόμενος προ πεντηκονταετίας, ότε οι τίτλοι ευρίσκοντο έτι εις χείρας των αρχικών δικαιούχων, αλλ' ότι έκτοτε οι τίτλοι ούτοι είχον ως επί το πολύ πωληθή εις ευτελή τιμήν, και συνεπώς ότι ο νέος νόμος, ο σκοπών την αμοιβήν μεγάλων προς την πατρίδα υπηρεσιών, θα ανταμείψη μόνον την οξυδέρκειαν ευφυών κερδοσκόπων.
Υπάρχει βεβαίως ποιά τις αλήθεια εν ταις σκέψεσι ταύταις, αλλά δεν νομίζω αυτήν αρκούσαν, όπως απορριφθή η αρχή του νόμου της 16ης Ιουνίου. Διότι αφ' ενός μεν πλείστοι των αρχικών δικαιούχων, ως επείσθην εκ προχείρου ανακρίσεως, δεν απεξενώθησαν των δικαιωμάτων των, αφ' ετέρου δε πάσα αναβολή εις τον διακανονισμόν του χρέους θα είχεν ακριβώς το αποτέλεσμα να ελαττώνη βαθμηδόν τον αριθμόν των οικογενειών, ων ο νομοθέτης του 1853 ηθέλησε ν' ανταμείψη τας υπηρεσίας. Επειδή δε μοιραίως ώφειλε κανονισμός τις να επέλθη, ήτο σύμφωνον προς το πνεύμα του νόμου να γίνη ο κανονισμός ούτος όσον ένεστι θάττον.
Όσον αφορά νυν εις τας λεπτομερείας του νόμου, πολλά δύναται τις βεβαίως ν' αντείπη. Συνέτεινεν αναμφιβόλως εις την ατέλειαν αυτού η έλλειψις προκαταρκτικής μελέτης (290), και η σπουδή μεθ' ης ο νόμος εψηφίσθη.
Εκ της αμελείας και της σπουδής ταύτης προέκυψαν δυσκολίαι εις την εφαρμογήν του νόμου, το δε προς εκτέλεσιν του νόμου εκδοθέν βασιλικόν διάταγμα περιέπλεξεν, έτι πλέον τα πράγματα (291). Ουχ ήττον όμως ο νέος νόμος, μετά τινων τροποποιήσεων ή άνευ τοιούτων, δεν θα βραδύνη να εφαρμοσθή, εφαρμοζόμενος δε θα έχη, ως είπομεν, το πλεονέκτημα ν' αποσβέση από του προϋπολογισμού βάρος μη ακριβώς καθωρισμένον και όπερ ένα σχεδόν αιώνα μετά την επανάστασιν δεν ανταποκρίνεται πλέον εις τον αρχικόν αυτού σκοπόν.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
ΕΠΙ ΤΟΥ Β' ΒΙΒΛΙΟΥ


Ανασκοπούντες νυν τα κατά το Δημόσιον χρέος επί της Βαυαρικής Δυναστείας, παρατηρούμεν ότι η αντιπάθεια του Όθωνος προς τα δάνεια, η αναστολή της υπηρεσίας των δανείων των τριών Δυνάμεων και των Βαυαρικών, καθώς και η μη αναγνώρισις των δανείων της ανεξαρτησίας, κατέληξαν αφ' ενός μεν εις το να βαρυνθή ελάχιστα ο προϋπολογισμός, αφ' ετέρου δ' όμως να φθάση το ονοματικόν χρέος της Ελλάδος εις ύψη δυσθεώρητα.

Και εν ώ η αποστροφή του Βασιλέως προς τα δάνεια, εξηγουμένη και εκ του ότι μόνον υπό επαχθεστάτους όρους ηδύνατο τότε να δανεισθή η Ελλάς, είναι αξία παντός επαίνου, η μη επιδίωξις συμβιβασμού ως προς τα μεγάλα ημών εξωτερικά δάνεια είναι τοσούτω μάλλον κατακριτέα, καθ' όσον ηναγκάσθημεν βραδύτερον να υποβληθώμεν ένεκεν αυτών εις βαρείας θυσίας.
Ανεξαρτήτως νυν πάσης κρίσεως περί της δημοσιονομικής ταύτης πολιτείας, παρατηρούμεν ότι το δημόσιον χρέος της Βαυαρικής Δυναστείας εις τας παραμονάς της πτώσεως αυτής συνοψίζεται ως εξής:
α') Δάνειον του 1824 και 1825.
Εκ των δανείων έμενον εν κυκλοφορία ομολογίαι αξίας 2,250,615 (292).
Εις ταύτας προσθετέοι οι καθυστερούμενοι τόκοι από του 1826.

β') Δάνειον των εξήκοντα εκατομμυρίων. Εις το χρεωστούμενον κεφάλαιον προσθετέοι και οι τόκοι από τον 1843.
γ') Τα Βαυαρικά Δάνεια.
Εκ τούτων υπελείπετο κεφάλαιον 2,700,000 δρ., εις ό προσθετέοι, ως και άνω, οι τόκοι από του 1843.
δ') Το εσωτερικόν χρέος, απαρτιζόμενον καθ' ολοκληρίαν σχεδόν εκ του χρέους προς τας ναυτικάς νήσους, χρέους υπολογισθέντος εις 20 εκατ. παλαιών δραχμών (293).
ε') Αι Συντάξεις, περιλαμβάνουσαι, και μετά το 1852, αποζημιώσεις ή ανταμοιβάς σχετιζομένας προς τον Αγώνα.
Απέναντι του ονοματικού τούτου χρέους, ου το βάρος είναι δύσκολον να υπολογισθή μετά τινος ακριβείας (294), ο τελευταίος προϋπολογισμός της Βαυαρικής Δυναστείας αναγράφει τον εξής πίνακα:
ΔΗΜΟΣΙΟΝ ΧΡΕΟΣ
Χρέος εξωτερικόν
1) Απόδοσις εις λογαριασμόν των
προκαταβολών των Δυνάμεων
1,005,120
2) Προμήθεια κτλ. δανείου Ρόσχιλδ
50,376
_________
1,055,496
(295)
Χρέος εσωτερικόν
1) Χορήγημα Ναυτικών νήσων
200,000
2) Ομολογ. απέναντι παλαιών απαι-
τήσεων
20,370
3) Τόκοι εγγυοδοσίας υπολόγων
6,500
_______
226,870
Συντάξεις
1. Στρατιωτικαί
961,600
2. Ναυτικαί
438,046
3. Εκκλησιαστικαί
14,049
4. Πολιτικαί
52,928
5. Προίκισις ταμείου Εθν. συντάξεων
100,000
________
1,566,523
Σύνολον
2,848,899
(296)
ΤΕΛΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ

ΠΙΝΑΞ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΠΡΩΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
(σελ. ε' - ιε')

ΒΙΒΛION A'

ΤΑ ΔΑΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ (1824 - 1825)
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α' Έκδοσις και χρήσις α' Δανείου.
Εισαγωγικαί παρατηρήσεις σελ. 1 - 3. — Τα οικονομικά της Ελλάδος κατά την επανάστασιν (Δημόσιαι πρόσοδοι, λαφυραγωγία, εκούσιαι και καταναγκαστικαί εισφοραί)· σελ. 4 - 8 — Ανάγκη δημοσίου δανείου. Πρώται διαπραγματεύσεις (Κεφαλάς Ολύμπιος, Μεταξάς, ο Jourdain και οι ιππόται της Ρόδου, Ρώμας)· κάθοδος εις Ελλάδα των Ρούπενθαλ, Πήκοκ και Βουίτς· σελ. 8 - 13.
Νέαι διαπραγματεύσεις, ο Λουριώτης και ο Blaquière, ανάμιξις του Greek Committee· αποστολή εις Αγγλίαν I. Ορλάνδου, Α. Λουριώτου και I. Ζαΐμη· σελ. 13 - 15. — Κατάστασις του Λονδινίου Χρηματιστηρίου· κερδοσκοπική μανία, δάνεια Κύπρου και Ηπείρου· σελ. 15 - 17. — Επιτυχία Ελληνικού δανείου 800,000 Λ., οι όροι της εκδόσεως - σελ. 17 - 18. — Αποστολή των χρημάτων, τα κατά την αποστολήν επεισόδια· σελ. 18 - 19. — Άφιξις των χρημάτων εις Ελλάδα· ελεεινή χρήσις αυτών· κρίσεις Φίνλεϋ και Γερβίνου· σελ. 19 - 21.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β' Έκδοσις και χρήσις β' Δανείου.
Διαπραγματεύσεις περί νέου δανείου εν Παρισίοις και Λονδίνω· σελ. 22 - 23 — Επιτυχής έκδοσις δανείου δύο εκατομμυρίων στερλινών· αθλία διαχείρισις του δανείου· ο Ορλάνδος, ο Λουριώτης και η τετραρχία· κρίσεις περί των Ελλήνων επιτρόπων· σελ. 23 - 27.
Ανάλυσις της χρήσεως του β' δανείου· σελ. 28 - 29. — Παρ. Α'. Ποσά διατεθέντα εν τω χρηματιστηρίου του Λονδίνου αθρόαι και σκανδαλώδεις εξαγοραί ομολογιών· σελ. 29 - 33.
Παρ. Β'. Χρήματα διατεθέντα εις στρατιωτικάς και ναυτικάς παρασκευάς.
I. Προμήθεια όπλων, καννονίων και πολεμεφοδίων· σελ. 34 - 35.
II. Κατασκευή ατμοπλοίων εν Αγγλία. — Εμφάνισις Κόχραν (Ανάγκη ατμήρους στόλου· σχέδιον του Hastings· επέμβασις της τετραρχίας· ανάμιξις του Κόχραν, επιβλαβείς αυτής συνέπειαι· διασπάθησις 160,000 Λ. - ο παραγγελθείς στολίσκος αποβαίνει πάντη άχρηστος τη Ελλάδι) σελ. 35 - 40.
III. Ναυπήγησις Φρεγατών εν Αμερική. — Αποστολή Κοντοσταύλου παραγγελία φρεγατών εν Νέα Υόρκη· νέα σκάνδαλα, ο στρατηγός Λαλλεμάν και οι κ. κ. Λερουά, Βαγιάρ και Σα· αποστολή Κοντοσταύλου εις Ουασιγκτώνα· ο εν ταις Ηνωμέναις Πολιτείαις κρατών φιλελληνισμός, επέμβασις της Αμερικανικής κυβερνήσεως· νέαι δυσκολίαι, η αιρετοκρισία και ο αιρετοκρίτης Πραττ· κάθοδος της Ελλάδος εις Ναύπλιον υπηρεσίαι του Κοντοσταύλου, προς το Έθνος) σελ. 40 - 46.
Παρ. Γ'. Χρήματα περιελθόντα εις χείρας Ελληνικάς (Σπατάλη των περισωθέντων 308,000 Λ. Αι ευθύναι Ορλάνδου και Λουριώτου) σελ. 46 - 49.
Συμπέρασμα περί του β' δανείου· σελ. 49 - 50 — Δάνεια προς διάσωσιν του Μεσολογγίου· αποτυχία αυτών σελ. 50 - 51.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ' Διαρρύθμισις των δανείων της Ανεξαρτησίας.
Νομική άποψις του ζητήματος· αι υποχρεώσεις της Ελλάδος· σελ. 52 - 54.
Πρώται διαπραγματεύσεις 1827 - 1832. (Ψηφίσματα Εθνικών Συνελεύσεων Άργους και Τροιζήνος· έκθεσις και σχέδιον της επί των δανείων επιτροπής· σχέδιον αποσβέσεως των δανείων διά παραχωρήσεως εθνικών γαιών) 54 - 57. — Λόγοι δι' ους αι διαπραγματεύσεις δεν κατέληξαν· σελ. 57 - 58. — Παράτασις της καταστάσεως καθ' όλην την βασιλείαν του Όθωνος· σελ. 58.
Ανάγκη διακανονισμού των δανείων (λόγοι ηθικοί και λόγοι υλικοί) σελ. 58 - 60. — Αναβολή του συμβιβασμού και αιτίαι αυτής σελ. 60 - 63.
Νέαι διαπραγματεύσεις 1866 - 1872. (Προτάσεις Μέρλιν, ο κ. Σπάρταλης, ο Π. Βράιλας Αρμένης. Υπογραφή συμβάσεως και ψήφισις αυτής εις α' ανάγνωσιν υπό της Βουλής· ατυχής πολιτεία Βαλασσοπούλου· αποστολή Οικονομίδου)· σελ. 63 - 66.
Επανάληψις των διαπραγματεύσεων. — Ο κ. I. Γεννάδιος (Δράσις του κ. Γενναδίου, αι προς επίτευξιν συμβιβασμού μεγάλαι δυσχέρειαι, σύμβασις μετά των Άγγλων κατόχων ομολογιών, κύρωσις αυτής υπό της Βουλής)· σελ. 66 - 70.
Διαρρύθμισις οριστική των δανείων. (Τα κατά την μετατροπήν, η Λευκή Βίβλος του 1879· Έκθεσις Λογιστική περί του γενικού λογαριασμού των μετατραπέντων δανείων) σελ. 70 - 72.
ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ Α' ΒΙΒΛΙΟΥ

Β I Β Λ I Ο Ν Β'

ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟΝ ΧΡΕΟΣ EΠΙ ΤΗΣ ΒΑΥΑΡΙΚΗΣ ΔΥΝΑΣΤΕΙΑΣ
Εισαγωγικαί παρατηρήσεις (σελ. 73 - 74).
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'. Δάνειον των εξήκοντα εκατομμυρίων.
Επιτακτική ανάγκη εξωτερικού δανείου· σελ. 75 - 77. Η εγγύησις των Δυνάμεων (λόγοι δι' ους εδόθη)· σελ. 78 - 80.
Παρ. Α '. Συνομολόγησις και έκδοσις δανείου (Διαβήματα Καποδιστρίου και Λεοπόλδου· αι Δυνάμεις προτείνουσιν εις την Βαυαρίαν να εγγυηθώσι δάνειον εξήκοντα εκατομμυρίων· όροι της εγγυήσεως, το άρθρον 12 § 6 της Συνθήκης της 7 Μαΐου 1832. — Έκδοσις του δανείου εις τρία τμήματα, τα κατά την έκδοσιν της γ' σειράς) σελ. 81 - 84.
Παρ. Β'. Χρήσις του δανείου (Μεσιτικά και έξοδα εκδόσεως· τόκοι και χρεωλύσια από 1833 - 1843· αποζημιώσεις — Ανωφελείς δαπάναι: έξοδα αντιβασιλείας και έξοδα στρατού, οι από του 1833 - 1843 δύο στρατοί. — Θυσίαι και προσπάθειαι της Ελλάδος, αναστολή των πληρωμών· σελ. 85 - 92.
Παρ. Γ'. Διαπραγματεύσεις προς κανονισμόν τον δανείου. (Περίοδος του 1848 - 1856, η Αγγλία και ο Κωλέττης, εσφαλμένη πολιτεία των Ελληνικών κυβερνήσεων. — Περίοδος 1856 — 1864, επέμβασις των Δυνάμεων, η Διεθνής Επιτροπή και η έκθεσις αυτής, σύμβασις Ιουνίου 1860. — Μη εκτέλεσις της συμβάσεως, νέαι διαπραγματεύσεις (1864 - 1865). — Διαρρύθμισις του δανείου, φύσις της εξ 900,000 φρ. ενιαυσίας εισφοράς, σελ. 92 - 104.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β' Βαυαρικά δάνεια και Χρέος προς τους κληρονόμους του Όθωνος.
Παρ. Α'. Τα Βαυαρικά Δάνεια. (Πηγή των Βαυαρικών δανείων αι από 1838 - 1842 συμβάσεις· αναστολή της υπηρεσίας των δανείων, νομική άποψις του ζητήματος· επέμβασις του Βίσμαρκ, ο συμβιβασμός του 1880) σελ. 105 - 111.
Παρ. Β'. Το προς τους Κληρονόμους του Όθωνος Χρέος. Αι απαιτήσεις του Όθωνος, υπολογισμός αυτών επέμβασις των Δυνάμεων, η υπέρ του Όθωνος αντίδρασις, συμβιβασμός του 1868· προσεχής απόσβεσις του χρέους τούτου) σελ. 111 - 113.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ' Εσωτερικόν Χρέος και Συντάξεις.
Α'. Το Εσωτερικόν Χρέος· σελ. 114. — Β'. Αι Συντάξεις (Αι παλαιαί συντάξεις, φύσις αυτών: είναι ανταμοιβαί ή αποζημιώσεις πηγάζουσαι από του Αγώνος· διαίρεσις των συντάξεων εις πέντε τάξεις. Άλλα Χορηγήματα, η Φάλαγξ, παντοίαι καταχρήσεις. — Αι νέαι συντάξεις (από του 1852). — Αναλυτικός πίναξ των συντάξεων κατά τον προϋπολογισμόν του 1862) 115 - 122.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ' Χρέος προς τας τρεις Ναυτικάς νήσους.
Έκτακτοι υπηρεσίαι των Ναυτικών νήσων παραβολή προς τας χρηματικάς θυσίας της λοιπής Ελλάδος· σελ. 123 - 125. — Αναγνώρισις του χρέους, αι εθνικαί συνελεύσεις, ο Κυβερνήτης, ο νόμος της 22ας Ιανουαρίου 1853 και το Β. Διάταγμα της 12ης Ιουλίου 1856· σελ. 126 - 127. — Ανάγκη νομοθετικής μεταρρυθμίσεως. — Ο Νόμος ΓΚΕ' της 16ης Ιουνίου 1904, ο διπλούς αυτού σκοπός: καθορισμός του χρέους, ταχεία και ολιγοδάπανος απόσβεσις αυτού· κρίσεις περί του νόμου ΓΚΕ' σελ. 128 - 130.
Συμπέρασμα επί του Β' Βιβλίου (Ονοματικόν και Πραγματικόν χρέος της Ελλάδος· πίναξ αναλυτικός του Δημοσίου Χρέους κατά τον προϋπολογισμόν του 1862) σελ. 131 - 133.
Πίναξ των Περιεχομένων σελ. 134 - 138.

TΙMATAΙ ΔΡΑΧ. 5


Εν Αθήναις, Tυπογραφείον «Εστία»· Κ. Μάισνερ και Ν. Καργαδούρη - 4398.

*****
1) Η μελέτη αύτη αποτελεί μέρος (σελ. 174 - 187) της étude économique de la Grèce, ήτοι του αρτιωτέρου οικονομικού έργου, όπερ εγράφη μέχρι τούδε περί της χώρας ημών. Προσθετέον ότι ο Casimir Leconte ομιλεί κυρίως περί του Δανείου των εξήκοντα εκατομμυρίων, ελάχιστα δε λέγει περί των Δανείων της Ανεξαρτησίας, άτε μη ανεγνωρισμένων τότε και μη αναφερομένων εν τω προϋπολογισμώ. Η étude économique de la Grèce εδημοσιεύθη εν Παρισίοις τω 1847, μετά διετή διαμονήν του συγγραφέως εν Ελλάδι.
2) Το απόφθεγμα τούτο του Guizot ανέγραψεν ο Παπαρρηγόπουλος ως ρητόν εν αρχή της Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους.
3) Παράβ. τον ημέτερον Εισιτήριον λόγον εις το μάθημα της δημοσιολογίας, σελ. 30.
4) Τα Εθνικά Δάνεια απετέλεσαν το θέμα των ημετέρων παραδόσεων κατά το β' εξάμηνον του παρελθόντος σχολικού έτους. Κατά το α' εξάμηνον εδιδάχθη η Γενική θεωρία του δανείου, κατά δε το ακαδημαϊκόν έτος 1902 - 1903 είχον μελετηθή αι Γενικαί αρχαί της δημοσιονομικής, αι Δημόσιαι Πρόσοδοι και το παρ' ημίν κρατούν φορολογικόν σύστημα. Μικρόν μέρος των παραδόσεων τούτων συνοψισθέν εξεδόθη γαλλιστί υπό τον τίτλον: L'impôt direct en Grèce et son évolution.
5) Βλ. κατωτ. έτερον έργον αγγλικόν του Κοντοσταύλου, [A narrative of the material facts in relation with the building of the two frigates]
6) Η έκθεσις αύτη τυπωθείσα τω 1849 είχεν υποβληθή εις την Βουλήν από του 1845.
7) Υπό Βιάρου Καποδιστρίου.
8) Τα δάνεια της ανεξαρτησίας διαιρούνται εις δύο περιόδους, εις την της συνομολογήσεως και χρήσεως, ήτις περιορίζεται εις τρία έτη αφ' ενός, και εις την της διαρρυθμίσεως, ήτις επεκτείνεται επί έξ δεκαετηρίδας, αφ' ετέρου.
Και δια μεν την μελέτην της πρώτης περιόδου πολλαί δυσκολίαι απαντώσιν:
α') Δεν υπάρχουσιν επί του θέματος ειδικαί πραγματείαι, διότι τοιαύτη βεβαίως δεν δύναται να θεωρηθή το δεκατρισέλιδον Υπόμνημα περί Αγγλοελληνικών Δανείων του Ν. Θ. Κορεσίου (Αλεξάνδρεια, 1868), όπερ άλλως τε δεν είναι ή ανατύπωσις άρθρων τινών εν τη Μερίμνη καταχωρισθέντων.
β') Επίσημα έγγραφα ελάχιστα εδημοσιεύθησαν υπό της Ελληνικής κυβερνήσεως, και αυτά δε τα δημοσιευθέντα είναι μικράς σημασίας. Επειδή δε ουδέποτε αι Δυνάμεις επενέβησαν εις τα δάνεια της ανεξαρτησίας, στερούμεθα των ξένων, ιδίως Αγγλικών, εκείνων δημοσιευμάτων, άτινα είναι σπουδαιότατον βοήθημα δια την μελέτην των μεταγενεστέρων ελληνικών δανείων.
Αι γενικαί ιστορίαι και αυταί μικρόν βοήθημα προσφέρουσι τω φιλίστορι, καθ' ότι, δια λόγους ους εκθέτομεν εν τω κειμένω, οι γράψαντες περί της επαναστάσεως παρημέλησαν την οικονομικήν αυτής άποψιν. Εν τούτοις εύρηνται σποραδικώς πληροφορίαι παρά τω Φίνλεϋ, τω Τρικούπη, τω Βλακιέρ, τω Μένδελσων - Βαρθόλδη και τω Γερβίνω, αφθονώτεραι μεν παρά τω πρώτω, ασφαλέστεραι δε παρά τω τελευταίω. Επίσης ενδιαφέρουσαι πληροφορίαι περί δύο μη πραγματοποιηθέντων δανείων, του μετά των ιπποτών της Ρόδου και του προς διάσωσιν του Μεσολογγίου, δίδονται υπό του Jourdain (Mémoires historiques et militaires sur les événements de Grèce) και υπό του Fabre (Histoire du siège de Missolonghi). Τέλος το υπό του κ. Δ. Γρ. Καμπούρογλου δημοσιευθέν Αρχείον Ρώμα, εκτός ότι περιέχει ποικίλας πληροφορίας περί των δανείων εν γένει, αποκαλύπτει άχρι τούδε αγνώστους διαπραγματεύσεις προς εξεύρεσιν δανείου εν Ιταλία.
Πλην πάντα ταύτα θα ήρκουν μόλις προς συγγραφήν ολιγοσελίδου διατριβής, οία είναι η του Κορεσίου. Εξ άλλου δ' όμως η αθλία χρήσις των δανείων εγένετο πρόξενος μομφών και κατηγοριών, αίτινες καταλήξασαι εν μεν τη Ελλάδι εις μακράς δίκας, εν δε τη Αγγλία εις μεγάλην δημοσιογραφικήν ανάκρισιν, έρριψαν, ευτυχώς δια τον γράφοντα, άπλετον φως επί του προκειμένου θέματος.
Και αι μεν εν Ελλάδι δίκαι είναι αι του Ορλάνδου και Λουριώτου. Οι δύο ούτοι άνδρες, περί της ικανότητος των οποίων υπάρχουσιν αμφιβολίαι, αλλά των οποίων η τιμιότης πρέπει, νομίζω, να θεωρήται ανεπίληπτος, είχον πεμφθή εις Αγγλίαν ως αντιπρόσωποι της Ελληνικής κυβερνήσεως δια την υπόθεσιν των δανείων. Η ατυχεστάτη χρήσις του β' δανείου επέσυρε κατ' αυτών την γενικήν αγανάκτησιν, ήτις εξεδηλώθη και δι' αποφάσεως, μηδέποτε άλλως εκτελεσθείσης, του Ελεγκτικού συνεδρίου (14 Ιαν. 1835), κηρυττούσης αυτούς αλληλεγγύως χρεώστας 809,008 δρ.
Προς ανασκευήν της αποφάσεως ταύτης ο Ορλάνδος και ο Λουριώτης εδημοσίευσαν τω 1839 - 1840 μέγα δίτομον έργον, 529 σελίδων εις τέταρτον, όπερ καλείται μεν Απολογία, είναι δ' όμως πράγματι αποθήκη όλων των εγγράφων επισήμων και μη, όσα ευρίσκοντο εις τας χείρας των συγγραφέων. Ούτως, εκτός της κυρίως απολογίας, το έργον περιλαμβάνει πάσαν την μεταξύ της κυβερνήσεως και των επιτρόπων διαμειφθείσαν αλληλογραφίαν, άσχετον εν πολλοίς προς τα δάνεια, μέγα μέρος των περί των δανείων εν Αγγλία γραφέντων, τέλος δε παντοίαν ύλην οπωσδήποτε σχετιζομένην προς την επίσημον αποστολήν των δύο συνεργατών. Δυστυχώς όμως το πολυτιμότατον τούτο έργον είναι εις άκρον δύσχρηστον, διότι, εκτός ότι στερείται πινάκων των περιεχομένων, φαίνεται στερούμενον και αρχικού σχεδίου. Καθ' ημάς τουλάχιστον, καίτοι διεξήλθομεν επισταμένως πλέον ή δεκάκις την Απολογίαν, καίτοι κατεστρώσαμεν πρόχειρον ευρετήριον αυτής, δεν κατωρθώσαμεν εισέτι ν' ανακαλύψωμεν ποίον σχέδιον ηκολούθουν οι συγγραφείς, διατί κατεχώρισαν τούτο ή εκείνο το έγγραφον και διατί κατεχώρισαν αυτό εις ταύτην την θέσιν και ουχί εις εκείνην.
Πολύ μεθοδικωτέρα είναι η προς αντίκρουσιν του Ορλάνδου και Λουριώτη δημοσιευθείσα υπό του Σπανιολάκη μελέτη (Παρατηρήσεις επί της Απολογίας I. Ορλάνδου και Α. Λουριώτη, Αθήναι 1840), ήτις, καίπερ βραχεία (84 σελ.), περιλαμβάνει, ιδίως εν τοις παραρτήμασι, πολυτίμους πληροφορίας μη παρεχομένας υπό της Απολογίας.
Και ταύτα μεν καθ' όσον αφορά εις τα ελληνικά δημοσιεύματα. Αλλ' η αισχρά διασπάθησις των χρημάτων του β' δανείου εγέννησεν αφ' ετέρου και την αγανάκτησιν των εν Αγγλία φιλελλήνων, οίτινες επιληφθέντες ανακρίσεων ανεκάλυψαν ότι η σπατάλη των ιερών εκείνων χρημάτων ωφείλετο ιδίως εις τους αναλαβόντας την διαχείρισιν του δανείου συμπατριώτας αυτών. Η αγανάκτησις τότε του κοινού εκορυφώθη καί τινες αγγλικαί εφημερίδες, ιδίως ο Χρόνος, ήρξαντο λεπτομερεστέρας ανακρίσεως, ήτις απεκάλυψε νέα σκάνδαλα και έφερεν εις φως πράγματα, άτινα άνευ αυτής θα ηγνοούντο δια παντός. Πολλά των εκ της αφορμής εκείνης εν Λονδίνω γραφέντων είχον μεταφρασθή Ελληνιστί και καταχωρισθή εν τη Απολογία, προϊόντος όμως του χρόνου τα σκάνδαλα του 1825 και 1826 ελησμονήθησαν, επεκράτησε δ' εν Ευρώπη πεποίθησις περί της κακής πίστεως της Ελληνικής κυβερνήσεως, ήτις κατασπαταλήσασα δήθεν τα δάνεια δεν ανεγνώριζε καν αυτά. Προς διαφώτισιν του κοινού και συνεπώς προς επίτευξιν δικαιοτέρου συμβιβασμού, ο κ. Γεννάδιος εδημοσίευσε τα κυριώτερα των άρθρων εκείνων υπό τον τίτλον: The Greek Loans of 1824 - 1825 — How they were handled and what the world thought of (London. P. S. King. 1878). Ο δε αναγνώστης θέλει εύρη εν τω παρόντι έργω όσον ένεστιν αρτιώτερον κατάλογον των κατά την εποχήν εκείνην δημοσιευθέντων εν τω Αγγλικώ τύπω άρθρων, ως και πολλάς περικοπάς αυτών.
Προσθετέον τέλος ότι μέρος των χρημάτων του β' δανείου εδαπανήθη εις κατασκευήν φρεγατών εν ταις Ηνωμέναις Πολιτείαις. Η παραγγελία δ' αύτη των φρεγατών προεκάλεσε πρώτον μεν την εις Αμερικήν αποστολήν του Κοντοσταύλου, συνοδευθείσαν υπό παντοίων δικών και διαβολών, ως συνέπειαν δε της αποστολής ταύτης παντοία εν Αμερική και Ελλάδι δημοσιεύματα. Των δημοσιευμάτων τούτων, δια των οποίων μανθάνουσι και οι μεταγενέστεροι τα εν Αμερική τότε συμβάντα, δίδεται εν τω οικείω κεφαλαίω εκτενής κατάλoγoc (βλ. Κεφ. Β' παρ. β', ΙΙΙ).
Η δευτέρα περίοδος η της διαρρυθμίσεως των δανείων επεξετάθη επί εξήκοντα έτη. Δι' ους λόγους όμως θα εκθέσωμεν βραδύτερον, καθ' όλην την βασιλείαν του Όθωνος δεν διεξήχθησαν σοβαραί διαπραγματεύσεις μεταξύ της Ελλάδος και των δανειστών αυτής. Προσπάθειαι ειλικρινείς προς συμβιβασμόν εγένοντο αφ' ετέρου από του 1827 - 1832 και από της ελεύσεως του Γεωργίου μέχρι του οριστικού συμβιβασμού. Και δια μεν το πρώτον χρονικόν διάστημα ικαναί πληροφορίαι ευρίσκονται παρά τω Μάμουκα (Τα κατά την Αναγέννησιν της Ελλάδος, τόμ. Θ' και Ι') και παρά τω Parish (Diplomatic and financial history of Greece. Περί του έργου τούτου θα ομιλήσωμεν εκτενέστερον εν τω κεφαλαίω τω αφορώντι εις το δάνειον των εξήκοντα εκατομμυρίων). Τας δε από της ελεύσεως του Γεωργίου διαπραγματεύσεις αφηγείται εκτενώς εν θαυμασία εκθέσει ο βραδύτερον τοσούτον συντελέσας εις την διαρρύθμισιν των δανείων κ. I. Γεννάδιος (Έκθεσις 17/22 Δεκεμβρίου 1875· η έκθεσις αύτη εξετυπώθη και διενεμήθη εις τους βουλευτάς τρία έτη βραδύτερον).
Τέλος η Περί μετατροπής των Δανείων τον 1824 και 1825 Λευκή Βίβλος (Αθήναι 1879) διαλαμβάνει εν λεπτομερεία περί των κατά την επιχείρησιν ταύτην.
Τοιαύται εν συντόμω αι προς μελέτη των δανείων της ανεξαρτησίας κυριώτεραι πηγαί. Εν τη αναπτύξει του θέματος θα υποδείξωμεν και πολλά άλλα έργα, άτινα οπωσδήποτε εχρησίμευσαν ημίν.
9) Σπανίως ιστορικόν γεγονός προεκάλεσεν τηλικαύτην συγκίνησιν και τοσαύτας συγγραφάς όσον η Ελληνική επανάστασις, ήτις εκρίθη πολλάκις και δη επ' εσχάτων εν κυρίω άρθρω του «Figaro» υπό του βαρώνου Κουβερτέν ως το σπουδαιότερον, υπό πολλάς επόψεις, γεγονός του 19ου αιώνος.
10) Όπως λάβη ο αναγνώστης ποιάν τινα ιδέαν της λογιστικής, ήτις ετηρείτο επί της επαναστάσεως, παραθέτομεν ενταύθα αποσπάσματά τινα της εκθέσεως, ην καθυπέβαλεν εις την γ' εθνικήν συνέλευσιν η επί των εθνικών λογαριασμών επιτροπή τη 11 Απρ. l827. Τα αποσπάσματα ταύτα ερανιζόμεθα παρά του Παπαρρηγοπούλου Ιστορία Ελλην. Έθνους τόμ. ε'. σελ. 744 — 748, καθ' ότι το πρωτότυπον της εκθέσεως παρ' επιμόνους προσπαθείας ουδαμού ηδυνήθημεν να εάλωμεν. Κατά φίλον εντριβέστατον περί τα κατά την επανάστασιν, η εν λόγω έκθεσις εδημοσιεύθη πιθανώς εν παραρτήματι της Γενικής Εφημερίδος· δυστυχώς του φύλλου τούτου παραρτήματα δεν ετηρήθησαν εν ταις βιβλιοθήκαις. Προσθετέον ότι ο Παπαρρηγόπουλος ουδαμού παραπέμπει).
Εκ της εκθέσεως της επιτροπής συγκειμένης εκ των κ.κ. Πολυάδου, Κ. Τασσίκα, Μ. Κ. Παγκάλου. Χ. Οικονομίδου και Α. Σκανδαλίδου, προκύπτουσι συν τοις άλλοις και τα εξής:
Τα εθνικά κατάστιχα ήσαν νοθευμένα και πλήρη από καταχρήσεις, πλαστοπαρτίδας, ελλείψεις, λάθη και ανωμαλίας. Προς τούτοις αι θυσίαι, εις ας ασμένως υπεβάλλετο το έθνος καταβάλλον φόρους ικανούς και αναλαμβάνον βαρυτάτας υποχρεώσεις, εις παν άλλο εχρησίμευον ή εις τας ανάγκας του πολέμου. Ούτω κατά τον α' νόμον της διοικήσεως της α' περιόδου ετυπώθησαν εθνικαί ομολογίαι 17,250 εκπροσωπούσαι αξίας γροσίων 5,000,000. Εκ των ομολογιών τούτων εξεδόθησαν μεν 3,688, γροσίων 1,471,000, ευρέθησαν δε ανέκδοτοι μόνον 408, γροσίων 42,100· ώστε έλειπον 13,154 αξίας 3,486,900 γρ. Ούτως ακόμη εν τω καθημερινώ της Β' περιόδου ανεφέρετο ότι επληρώθησαν εις διαφόρους γρόσια 339,098 δι' όσα είχον δώση ούτοι πρότερον εις την διοίκησιν, δεν αναφέρεται δ' όμως ούτε πότε τα χρήματα ταύτα εδόθησαν ούτε πώς κατόπιν εδαπανήθησαν. Ουδαμού σημειούται «εις ποία μέρη εδόθησαν ή εστάλησαν προς κοινήν χρήσιν τα μεγάλης ποσότητος γεννήματα, πολεμεφόδια και άλλα τοιαύτα, όσα ηγοράσθησαν δια δημοσίων χρημάτων παρά του υπουργείου της Οικονομίας, και ούτε βιβλία των υποθηκών ευρίσκονται». Εις τα κατάστιχα ευρίσκονται και παράνομοι πωλήσεις εθνικών κτημάτων και ανύπαρκτοι πληρωμαί αυτών».
Αλλ' έλθωμεν εις έτι σπουδαιότερα. Ουδαμού υπήρχαν σεσημειωμένα τα πολεμεφόδια, άτινα εστάλησαν προς την Κυβέρνησιν υπό της εν Λονδίνω επιτροπής των εθνικών δανείων και όμως η αξία των πολεμεφοδίων τούτων συνεποσούτο εις εκατομμύρια. Ουδαμού υπήρχον σεσημειωμέναι αι λείαι ουδέ τα εκ των λειών εισπραχθέντα εθνικά δικαιώματα. «Εκ δε των συνεισφορών, αι οποίαι εδόθησαν εις το έθνος από τους φιλέλληνας και Έλληνας εντός και εκτός της επικρατείας, απ' αρχής του αγώνος μέχρι του τέλους της γ' περιόδου, και αι οποίαι ειμπορούν να αναβαίνουν εις μιλλιόνια γροσίων, δεν ευρίσκονται περασμέναι εις τα κατάστιχα ειμή μόνον μερικαί εκατοντάδες χιλιάδων γροσίων· το ίδιον δε τρέχει και εις τους κατά καιρούς δοθέντας εράνους».
11) Ο συγγραφεύς ο δυνάμενος να περιγράψη τα ήθη των κλεφτών, τα άθλα του Κανάρη, την πτώσιν του Μεσολογγίου, τους στρατούς του Δράμαλη και του Ιμπραήμ είχε πράγματι προ αυτού θέματα τοσούτον επαγωγά και δι' αυτόν και δια τον αναγνώστην, ώστε δυσκόλως επελαμβάνετο οικονομικής μελέτης, ην προς τοις άλλοις ήτο σχεδόν αδύνατον να φέρη εις πέρας.
12) Βλ. σελ. 227 και εφεξής και σελ. 337 — 342.
13) Ο μεγαλείτερος και θετικώτερος των ημετέρων ιστορικών, ο Παπαρρηγόπουλος, συνοπτικότατα επραγματεύθη τα της Επαναστάσεως. Είναι πιθανόν ότι, εάν είχε συγγράψη εκτενέστερον, δεν θα ημέλει το οικονομικόν ζήτημα. Παρ' όλην δ' αυτού την βραχυλογίαν διέσωσεν ημίν την προμνησθείσαν έκθεσιν της επί των εθνικών λογαριασμών επιτροπής και δίδει ικανάς πληροφορίας περί των χρηματικών θυσιών των τριών νήσων.
14) Ίσως μάλιστα η σύναψις των δανείων έλαβε μεγαλειτέραν επίδρασιν ή η αναγνώρισις ημών ως εμπολέμων. Ιδού δε πώς εκφράζεται περί τούτου ο Γερβίνος: «Η σύναψις των εν Αγγλία δανείων ήτο επιτυχία σπουδαιοτέρα πάσης στρατιωτικής νίκης. Όλοι εγνώριζον ότι, κατόπιν τοιούτων συμμαχιών χρηματικών, λαοί τινες επέτυχον την προστασίαν της Αγγλίας, και μάλιστα εις πολλούς κύκλους η απαρχή αύτη οικονομικών σχέσεων εθεωρήθη ως αντιστοιχούσα, εν τοις πράγμασι, προς αναγνώρισιν του Ελληνικού κράτους» (τόμ. β' σελ. 15, γαλλικής μεταφράσεως).
15) Των προσόδων τούτων δύναται να δώση ιδέαν τινά ο εις την εν Άστρει β' εθνοσυνέλευσιν υποβληθείς υποθετικός προϋπολογισμός (βλ. Μάμουκαν, αυτόθι τόμ. γ' σελ. 24 - 59).
Κατά το έγγραφον εκείνο, τα έσοδα προϋπελογίζοντο εις 12,846,220 γρ. και τα έξοδα εις 38,616,000 γρ. Σημειωτέον προς τούτοις, ότι η επιτροπή εδήλωσεν ότι μόνον διά τα έξοδα επλησίασεν εις την αλήθειαν, δια δε τα έσοδα, επειδή δεν είχεν ουδεμίαν θετικήν πληροφορίαν, εβασίσθη μόνον εις τους υπολογισμούς των πληρεξουσίων των διαφόρων επαρχιών.
Οπωσδήποτε τα προϋπολογισθέντα κεφάλαια εσόδων ήσαν τα εξής:
Έσοδα
Κρήτης
7,383,620
γρ.
»
Νήσων
1,419,100
»
»
Ανατ. Ελλάδος
708,200
»
»
Δυτ. Ελλάδος
729,500
»
»
Πελοποννήσου
2,605,800
»
Το φορολογικόν σύστημα ήτο το Τουρκικόν, εκτός μερικών καταδυναστικών φόρων, και ουκ ην δυνατόν άλλως. Αι εθνικαί γαίαι και τα νομήματα διβάρια ή ιχθυοτροφεία κτλ. απέφερον ουκ ολίγα· μόναι αι πρόσοδοι των εθνικών ελαιών Κρήτης ανήρχοντο εις 5,000,000 γρ. Η σταφίς φαίνεται σχεδόν μη υπάρχουσα, αναφέρεται δε μόνον εν τω προϋπολογισμώ της επαρχίας Βοστίτζης διά 30,000 γρ. περίπου ή 73,000 λ. και παρέργως εν τω προϋπολογισμώ Μεσολογγίου.
Ιδού χάριν περιεργίας ο προϋπολογισμός της επαρχίας Αττικής (ή Αθηνών όπως εκαλείτο τότε).
Από
δέκατα σταροκριθαρίου και εθνικών γαιών
=
72,000
γρ.
»
Εθνικούς μύλους, εργοστάσια και περιβόλια
=
40,000
»
»
Δουγάνες (Τελωνεία.)
=
15,000
»
»
δέκατα ελαίων και εθνικά έλαια
=
175
»
______
302,000
»
Ως προς τα έξοδα ο γενικός προϋπολογισμός δεν ποιείται μνείαν ειμή περί των εξόδων του εξαμήνου Μαΐου - Νοεμβρίου. Διαιρεί δε τας δαπάνας εις:
α) Έξοδα ναυτικά. — Τα έξοδα ενός πλοίου προϋπολογίζονται εις 10,800 γρ. κατά μήνα, μετά δε των εξόδων συντηρήσεως και επισκευής ανέρχονται εις 13,130. Τα εξήκοντα λοιπόν καράβια του εθν. στόλου απαιτούσι 780,000 γρ. κατά μήνα, εις α προσθετέον και 400,000 γρ. δια πολεμεφόδια. — Σύνολον ναυτικού προϋπολογισμού 1,180,100 γρ. μηνιαίως.
β') Έξοδα στρατιωτικά. — Η Ελλάς συνετήρει τριών ειδών
στρατεύματα:

1ον) Στρατεύματα δια πολιορκίαν διαφόρων φρουρίων (Κορώνης,
Μεθώνης, Πατρών, Κορίνθου) και δια κατοχήν Κρήτης
=
18,300
άνδρες
2ον) Στρατεύματα δια το εσωτερικόν
=
6,050
»
3ον) Στρατεύματα δι' εκστρατείας
=
26,650
»
_________
51,000
»
Διά τας 51,000 ταύτας ανδρών εδαπανώντο κατά μήνα 2,044,000 γρ., ο δε οπλισμός των απήτει άλλας 400,000 γρ. Ώστε ναυτικός και στρατιωτικός προϋπολογισμός ανήρχοντο κατά μήνα εις 3,624,000 γρ. Η άλλη διοίκησις υπέθετεν έξοδα μόνον 500,000 γρ. Το σύνολον των εξόδων ήτο λοιπόν 4,124,000 γρ. κατά μήνα ή 24,724,000 από Μαΐου μέχρι Νοεμβρίου. Διά τους χειμερινούς μήνας τα έξοδα υπελογίζοντο μόνον εις το ήμισυ. Έχομεν συνεπώς σύνολον εξόδων 38,616,000 γροσίων απέναντι εσόδων 12,846,220 γρ.
Βεβαίως δεν δυνάμεθα να δώσωμεν απόλυτον πίστιν εις τους άνω αριθμούς. Ουχ ήττον ο προϋπολογισμός ο υποβληθείς εις την β' εθνοσυνέλευσιν τη l5η Απριλίου 1823, όσον υποθετικός και αν είναι, διαφωτίζει μεγάλως την δημοσιονομικήν ιστορίαν της επαναστάσεως. Δι' αυτού γνωρίζομεν ότι, και καθ' ην εποχήν τα πράγματα ήσαν ευνοϊκά, τα έσοδα δεν ανήρχοντο, κατά τους αισιοδοξοτέρους υπολογισμούς, ούτε καν εις το τρίτον των εξόδων. Μανθάνομεν επίσης ότι πλέον του ημίσεος των εσόδων προήρχετο εκ Κρήτης. Άρα προ της καταλήψεως της μεγαλονήσου ταύτης αι όλαι πρόσοδοι, ας διέθετεν η Ελληνική κυβέρνησις μόλις υπερέβαινον τα πέντε εκατομμύρια γροσίων.
Ολίγω βραδύτερον απολεσθείσης της Κρήτης, ο Gordon (History of the Greek Revolution τ. β' σελ. 273) υπολογίζει και αυτός τα έσοδα της Ελληνικής κυβερνήσεως κατά το 1825 εις 5,587,000 γρ. ή 93,000 λ. στ., και επιβεβαιώνει ούτω τους υπολογισμούς της εν Άστρει συνελεύσεως.
16) Αι συνεισφοραί αύται ήσαν ως επί το πολύ εκούσιαι, υπήρξαν όμως και καταναγκαστικαί τοιαύται. Τύπος αναγκαστικής εισφοράς υπήρξεν η υπό της Πελοποννησιακής γερουσίας θεσπισθείσα τη 22 Ιουλίου 1822. Το πρωτότυπον του θεσπίσματος εδημοσίευσεν ο κ. Φωτήλας εν τη Εστία της 2 Απρ. 1904. Ιδού αντίγραφον του πολυτίμου τούτου εγγράφου:
«Η κινδυνεύουσα πατρίς προσκαλεί τους ευκαταστάτους να την βοηθήσουν εις τον ιερόν αγώνα τον υπέρ της φυσικής, ηθικής και πολιτικής υπάρξεώς της. Ώστε η Κεντρική Διοίκησις της Πελοποννήσου και ο γενναιότατος στρατηγός κύριος Θεόδωρος Κολοκοτρώνης διά την κοινήν σωτηρίαν της Ελλάδος εψηφίσαντο χρηματολογίαν παρά των κάτωθι και αποστέλλουν καθ' όλην την Πελοπόννησον τους κυρίους συγγερουσιαστάς Ανδρέαν Καλαμογδάρτην, Ηλίαν Καράπαυλον και Χριστόδουλον Άχολον με τον φιλογενή κύριον Παναγιώτην Σοφιανόπουλον, συνοδευομένους με την εκτελεστικήν δύναμιν προς τους οποίους δίδουν όλην την πληρεξουσιότητα να βιάσουν τόσον τους καταγεγραμμένους εις τον παρόντα κατάλογον, διά να λάβουν τας προσδιωρισμένας ποσότητας, όσον και όσους άλλους γνωρίσουν ευκαταστάτους εκτός του καταλόγου εις πάσαν επαρχίαν διά να λάβουν όσα χρήματα κρίνουν εύλογον αναλόγως των καταστάσεων δίδοντες απόδειξιν ισχύουσαν αντί της ακολούθως δοθησομένης τακτικής ομολογίας παρά της διοικήσεως προς τους δανειστάς, προς τους οποίους η Γερουσία και ο στρατηγός υπόσχονται εκ μέρους του έθνους μετά την αποκατάστασίν του να πληρώσουν τα ληφθησόμενα δάνεια.»
Ο κατάλογος περιείχε συν τοις άλλοις και τα εξής ονόματα ακολουθούμενα υπό των εξής ποσών:
Από την Βοστίτζαν ο Δ. Μελετόπουλος 10,000, από την Πράστα ο Παν. και Αναγ. Τροχάνης 75,000, από τα Καλάβρυτα ο Ασημάκης Φωτήλας 18,000, ο Σ. Χαραλάμπης 30,000, ο I. Παπαδόπουλος 60,000 και οι Ζαϊμαίοι 20,000. Από το Άργος ο Χ. Περούκας 25,000. Από τας Πάτρας ο Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος 15,000, ο Αθανάσιος Κανακάρης 20,000, ο Ν. Λόντος 50,000, ο Π. Μπουκαούρης 10,000. Από την Καρύταιναν οι αδελφοί Δεληγιανναίοι 120,000, οι αδελφοί Ταμπακόπουλοι 20,000. Από τον Μιστρά ο Α. Κοπανίτζας 50,000, ο Παν. Κρεββατάς 30,000, ο Άγιος Λακεδαιμονίων 15,000, οι Αδελφοί Σαλταφέρα 10,000, ο Αναγν. Γραμματικάκης 15,000. Από την Αρκαδίαν ο Πρωτοσύγγελος Αμβρόσιος 25,000, ο Γρ. Πασχάλης 20,000, ο Θ. Σκορδάκης 15,000. Από την Γαστούνην ο Γ. Σισίνης 40,000, ο I. Σισίνης 20,000. Από τον Άγιον Πέτρον ο Π. Σαρίγιαννης 25,000. Από την Καλαμάταο Αθ. Κυριάκος 10,000. Από το Νησίον οι Αδελφοί Μιχαλόπουλοι 25,000...»
Το έγγραφον εγένετο εν Άργει τη 29 Ιουλίου 1822, φέρει δε εκτός των υπογραφών και τας σφραγίδας της Πελοποννησιακής Γερουσίας και του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη.
Καίτοι δε, παρατηρεί η Εστία, κατά την εποχήν εκείνην η Πελοπόννησος είχε σχεδόν ερημωθή, το πλείστον δε των ακινήτων κτήσεων είχε καταστραφή, εν τούτοις οι πλούσιοι της Πελοποννήσου εις τας αποφάσεις της Γερουσίας υπείκοντες προσέφερον τα ορισθέντα ποσά και συνελέγη ούτω το ποσόν του 1,066,000 γροσίων, το οποίον αντιστοιχεί σήμερον εις 1,066,000 δραχμάς και πλέον.
17) Συστηματική λαφυραγωγία συνεπάγουσα την πώλησιν μέρους ή όλων των λαφύρων προς όφελος του δημοσίου ήθελεν είναι ιδίως κατά τα πρώτα έτη της Επαναστάσεως σπουδαιοτάτη πρόσοδος.
Είς δε των χρηστοτέρων ανδρών του αγώνος, ο Δ. Υψηλάντης, προσεπάθησε να θέση ως κανόνα ότι μέρος των λαφύρων θα διετίθετο υπέρ του κοινού ταμείου. Πλην ουδέν άλλο απέλαβεν, ή γέλωτα και χλεύην. Μετά την άλωσιν της Τριπολιτζάς, εις ην δεν τω επετράπη να παραστή, ο Κεφάλας προσήνεγκεν αυτώ δέκα χαλκά κοχλιάρια, ως μόνα πρωτόλεια εις τον βωμόν της πατρίδος (Βλ. Μένδελσων - Βαρθόλδη, μετάφρ. Άγγ. Βλάχου, τόμ. α' σελ. 322). Επίσης εκ των εν τω Ακροκορίνθω διαφυλαττομένων θησαυρών μικρόν μέρος μόνον διετέθη υπέρ των κοινών (αυτόθι, σελ. 325).
18) Περί του στόλου, βλ. άνω σημείωσι 15, τους προϋπολογισμούς της επισήμου Ελλάδος. Κατά τον Πάλμα (Letters on Greece σελ. 17) έκαστον πλοίον του στόλου, συνισταμένου τω 1825 εξ 90 — 100 πλοίων, απήτει μηνιαίαν δαπάνην 10,000 γροσίων κατά μέσον όρον. Τα υλικά έξοδα ανήρχοντο λοιπόν δι' έκαστον οκτάμηνον εις 8 εκατ. γροσίων, ήτοι περίπου 4 εκατ. φράγκων. — Αμφότεροι οι προϋπολογισμοί ούτοι έχουσιν υποθετικόν χαρακτήρα.
19) Βλ. Μάμουκαν, τόμ. α' σελ. 91 — 92. Αι σελίδες 93 — 94 του αυτού τόμου περιέχουσι δύο αποδείξεις του Κεφαλά, ότι επί των 150,000 φλ. συνήψεν εν Ζυρίχη και Μασσαλία, τη 16 Σεπτ. και 16 Νοεμβρίου 1823, δύο δάνεια 40,000 και 62,000 φλωρινίων.
20) Είναι δίκαιον εξ άλλου ν' αναγραφή ότι οι ιππόται εποιήσαντο σοβαράς προσπαθείας προς εξεύρεσιν δανείου: Πρώτον εν τη αγορά του Λονδίνου δια των τραπεζιτών Hullet επεζητείτο δάνειον 640,000 Λ. και δεύτερον εν Παρισίοις (βλ. Mémoire remis à un banquier de Paris pour le déterminer à ouvrir un emprunt de 10 millions en faveur de l'ordre de Malte. Ανετυπώθη εν τω έργω του Jourdain σελ. 269 - 283).
Ανεξαρτήτως των μετά των ιπποτών της Ρόδου διαπραγματεύσεων, συνήφθησαν σχεδόν ταυτοχρόνως και άλλαι εν Ιταλία. Χάριν των διαπραγματεύσεων τούτων έμειναν εν Αγκώνη, και μετά την αναχώρησιν του Μεταξά, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός και ο Γ. Μαυρομιχάλης. Προέκειτο περί δανείου ενός εκατομμυρίου ταλλήρων, ο δε Δ. Ρώμας κατέβαλε πολλάς προσπαθείας προς συνομολόγησιν αυτού, ως δεικνύει και η μετά του Γερμανού ωραία αυτού αλληλογραφία. Δυστυχώς τα σχίσματα των Γραικών εμβάσασι εις υποψίας τους συντρόφους του Τραπεζίτου, όστις επρόκειτο ν' αναλάβη το δάνειον, και αι διαπραγματεύσεις εις ουδέν αποτέλεσμα κατέληξαν (βλ. ιδίως επιστολήν 16/28 Φεβρ. 1824, Αρχείον Ρώμα, σελ. 221).
21) Βλ. τας προς τους μετέπειτα πληρεξουσίους οδηγίας του Μαυροκορδάτου, Απολογία, σελ. 12 - 16.
22) Ο Κοργιαλένιος, ον ο Μαυροκορδάτος, ονομάζει «γνωστόν έμπορον εν Κεφαλληνία», ανεμίχθη μεγάλως εις τα του Αγώνος, χρηματίσας και τραπεζίτης του Βύρωνος.
23) Ούτως αι προτάσεις του Πέπε απερρίφθησαν υπό της Διοικήσεως ως απαράδεκτοι. Η δε Απολογία (σελ. 21) χαρακτηρίζει τους de Wuitz και Roupenthal ως απλούς τυχοδιώκτας. Είναι βέβαιον ότι ο πρώτος αναμιχθείς εις την υπόθεσιν του δανείου της Κύπρου (βλ. περί του δανείου τούτου, κατωτέρω «...της Κύπρου, της Ηπείρου κτλ. . .») κατεδικάσθη υπό των Αγγλικών δικαστηρίων δι' απάτην και δόλον. Ο Roupenthal ανεμίχθη και αυτός εις την υπόθεσιν του δανείου Μεσολογγίου (βλ. Απολογίαν σελ. 194 - 195).
24) Βλ. άνω σημ. 15, προς το τέλος.
25) Βλ. το διάταγμα του εκτελεστικού και την επιστολήν του Μαυροκορδάτου εν τη Απολογία, σελ. 11 - 16.
26) Αι κρίσεις αύται προέρχονται συνήθως εκ της καταπτώσεως του τρέχοντος τόκου, ην συνεπιφέρει η αφθονία του χρήματος. Τα κεφάλαια τότε δεν ευρίσκουσι πλέον τοποθετήσεις ικανοποιητικάς άμα και ασφαλείς, και άρχονται επιδιώκοντα τα υψηλότερα κέρδη, έστω και επί ελάσσονι ασφαλεία, ολίγον δε κατ' ολίγον ο κόσμος καταλαμβάνεται υπό αληθούς μανίας κερδοσκοπίας, αγούσης μοιραίως εις μεγάλας καταστροφάς. Το φαινόμενον, ό περιγράφομεν, είναι τόσον γνωστόν, ώστε κατέστη παροιμιώδες, λέγεται δε κοινώς εις τον αγγλικόν εμπορικόν κόσμον ότι « ο John Bull αντέχει εις πάντα εκτός τόκου 2% ».
27) Βλ. την ημετέραν Ιστορίαν της Τραπέζης της Αγγλίας τομ. δ' σελ. 5 — 16.
28) Ιδού τα κατά την εποχήν ταύτην εκδοθέντα εν Λονδίνω δάνεια μετά της τιμής της εκδόσεως αυτών (βλ. αυτόθι σελ. 8, σημείωσις.
Έτος 1822
Χιλή
1,000,000
ΛΣ 70
%
Κολομβία
2,000,000
84
»
Δανία
2,000,000
77
1/2
»
Περουβία
450,000
88
»
Ρωσία
3,500,000
81
»
Έτος 1823
Αυστρία
1,500,000
82
»
Πορτογαλλία
1,500,000
87
»
Έτος 1824
Βρασιλία
1,686,000
75
»
Αργεντινή
1,000,000
85
»
Κολομβία
4,750,000
88
1/2
»
Ελλάς
800,000
59
»
Μεξικόν
3,200,000
58
»
Νεάπολις
2,500,000
91
1/2
»
Περουβία
750,000
82
»
Έτος 182
Βρασιλία
4,000,000
85
»
Δανία
3,500,000
75
»
Ελλάς
2,000,000
56
1/2
»
Γουατεμάλα
167,000
73
»
Μεξικόν
3,200,000
89
1/2
»
Περουβία
616,000
78
»
29) Οι πληρεξούσιοι έφθασαν εις Λονδίνον τη 21 Ιανουαρίου, ήτοι, ως παρατηρεί ο Κορέσιος, εννέα ημέρας μετά τον θάνατον του Μαίτλανδ.
30) Βλ. άρθρον ε' οδηγιών.
31) Η προμήθεια ωρίσθη εις τρία επί τοις εκατόν, τα δε ασφάλιστρα, καίτοι η Ελλάς περιεκυκλούτο πανταχόθεν υπό πολεμίων, εις 1 1/2. (Τα ασφάλιστρα της αποστολής του δανείου του 1825 ωρίσθησαν εις 1 5/9). Πόσον επιεικείς ήσαν οι τελευταίοι όροι ούτοι, δύναταί τις ν' αντιληφθή, παρατηρών ότι ολίγον διέφερον των ειδικών αναλόγων όρων του δανείου των 60 εκατ., περί ου μετά ταύτα, δανείου συναφθέντος εν καιρώ ειρήνης και ηγγυημένου υπό τριών μεγάλων Δυνάμεων.
32) Δεν θέλετε δεχθή, έλεγεν ο Μαυροκορδάτος, τιμήν ουσιωδώς κατωτέραν των 60%.
33) Παράβ. την εν φυλλαδίω εκδοθείσαν εγκύκλιον του Committee of Greek Bonholders, υφ' ημερομηνίαν της 7ης Νοεμβρίου 1862.
34) Εν σχέσει προς την αποστολήν των χρημάτων εν Ελλάδι, ο εκ Τεργέστης Α. Μ. Αντωνόπουλος διεβίβαζε τω Δ. Ρώμα την εξής επιστολήν, ην είχε λάβη εκ Λονδίνου (βλ. Αρχείον Ρώμα σελ. 227 - 228).
«Λόνδρα τη 17η Φεβρουαρίου 1824.
»Το δάνειον των γραικών ετελείωσε προς 59 τα % από έν ρισπετάμπιλε οσπίτιον . . . Ας γνωρίσουν οι γραικοί την χάριν εις το Κομιτάτον και κατ' εξοχήν εις τον ακούραστον Bowring. Είνε δε σύμφωνον το Κομιτάτον με τους Δεπουτάτους να σταλώσι τα χρήματα εις τον Λορδ Byron και τον Colonel Stanhope διά να βαστάξουν αυτοί εις την θέλησιν της Βουλής προς ωφέλειαν του Γένους, χωρίς να τα οικειοποιηθούν οι κλέπται».
35) Βλ. Μένδ. Βαρθόλδη, αυτόθι, σελ. 457. — Πολύ εκτενέστεραι πληροφορίαι εύρηνται παρά τω Blaquière, Narrative of a Second visit to Greece, ιδίως σελ. 5 και 14. Ο Blaquière είναι τοσούτω μάλλον αξιόπιστος, καθ' όσον ούτος ήτο ο κομίσας τα χρήματα εις Ζάκυνθον, το δε προμνησθέν έργον του περιέχει και περικοπάς αλληλογραφίας διαμειφθείσης μεταξύ Blaquière και Μαυροκορδάτου διά την παράδοσιν των κομισθέντων χρημάτων εις την Ελλάδα. Τέλος προσθετέον ότι το αυτό έργον περιέχει την γνωστήν περιγραφήν των τελευταίων ημερών του Βύρωνος.
36) Η εξουσία εφάνη τω όντι έτι μάλλον επίφθονος, ότε συνεκέντρωσεν εις εαυτήν και την διάθεσιν σπουδαιοτάτων κεφαλαίων. Όπως δε παρατηρεί και ο Palma (Letters on Greece σελ. 17), πρόφασις του β' εμφυλίου σπαραγμού υπήρξεν, ότι η κυβέρνησις δεν ελογοδότει περί των διά του δανείου πορισθέντων χρημάτων.
37) Βλ. Μένδελσων - Βαρθόλδη, αυτόθι σελ. 457 - 458. — Bulver - (Η. L.). An autumn in Greece σελ. 14 - 17. Ο μετέπειτα πρεσβευτής εν Κ/πόλει προσθέτει εν σημειώσει (σελ. 20): «The benefit of the loan has been confined to the navy and the neighbourhood of Napoli of Romania. Those who have not touched the dollars are disgusted at the manner of their expenditure » — Renseignements sur la Grèce et l'administration du Comte Capodistrias (Par un témoin occulaire des faits qu'il rapporte) σελ. 118 - 123. Ο συγγραφεύς του τελευταίου τούτου έργου (ο Βιάρος Καποδίστριας), μένεα πνέων κατά του Κουντουριώτου, θεωρεί τούτον ως τον κύριον ένοχον της σπατάλης των χρημάτων.
Οι ημέτεροι και οι προς ημάς φιλικώτατα διακείμενοι ιστορικοί αποφεύγουσι να πραγματευθώσι το παρόν θέμα. Είς και μόνος αναλαμβάνει την υπεράσπισιν της Ελληνικής κυβερνήσεως. Είναι δ' ούτος ο φιλέλλην και ιπποτικός κόμης Palma. Ο ευγενής Ισπανός, ακάματος υπέρμαχος της Ελληνικής υποθέσεως εν Αγγλία, υποστηρίζει ότι τα χρήματα εξωδεύθησαν διά τον στόλον, και ότι ουδεμία σπατάλη εγένετο. (Ότι το πλείστον των χρημάτων εδαπανήθη διά τον στόλον, μαρτυρεί εκτός του Bulver και ο Finlay λέγων: «the waste of money on the navy was even greater than on the army »).
38) Τινές των σελίδων τούτων, μεσταί πικρών αληθειών, είναι εκ των ευφυεστέρων ας έγραψεν ο εν Αθήναις ανταποκριτής εκείνος του Times. Ευφυεστάτη δε είναι εκείνη, εν η περιγράφει την καταλαβούσαν τους πάντας μανίαν προς λαμπράς στολάς, αίτινες αδρά δαπάνη εκομίζοντο εκ Θεσσαλονίκης και Ιωαννίνων. Η μανία αύτη είχε, φαίνεται, μεταδοθή και εις τους προς άλλοτε εν ρεδιγκότη αφικομένους εν Ναυπλίω επιστήμονας και Φαναριώτας, ων ο Finlay δίδει την εξής, πλήρη ζωής, εικόνα: « Το βραχύ ανάστημα, αι λάλοι γλώσσαι, αι στρεβλαί κνήμαι, και αι εβραϊκαί φυσιογνωμίαι των Βυζαντινών τούτων μεταναστών, περιφερομένων εν βαρυτίμοις αλβανικαίς περιβολαίς, απαστραπτόντων εκ λαμπρών αλλ' αχρήστων όπλων, και ακολουθουμένων υπό βραχυσώμων τσιμπουκοφόρων και υψηλών σωματοφυλάκων, εκίνουν την ζηλοτυπίαν και την περιφρόνησιν των εντοπίων ».
39) Βλ. Γερβίνον, μετάφρασις γαλλική Minssen και Σγούτα τόμ. β' σελ. 129 - l33. — Ίσως τις των αναγνωστών κατακρίνη ημάς ως περιοριζομένους, επί τόσον σπουδαίου θέματος, εις την παράθεσιν ξένων γνωμών. Αλλ' ενταύθα η παράθεσις των συγκρουομένων περικοπών του Finlay και του Γερβίνου δεν είναι άλλο ή έκθεσις των επί του θέματος ιδεών ημών. Στηλιτεύομεν πράγματι μετά του πρώτου την φαυλότητα ή την αφροσύνην των τότε πολιτικών και στρατιωτικών αρχηγών, νομίζομεν όμως ότι οι άνδρες εκείνοι δεν είναι δυνατόν να κριθώσιν απολύτως, αλλ' ότι πρέπει να ληφθώσιν υπ' όψει οι όροι, υφ' ους έζων και κατά την επανάστασιν και προ αυτής. Εν πάση δε περιπτώσει τα εγκλήματα αυτών δεν πρέπει να κρίνωνται αυστηρότερον ή τα των εν Λονδίνω και Νέα Υόρκη τραπεζιτών.
40) Βλ. εν τη Απολογία, τόμ. α' σελ. 22, την επιστολήν της 17ης Μαΐου.
41) Βλ. τα σχετικά έγγραφα εν τη Απολογία, τόμ. α' σελ. 23 - 24.
42) Ο Ιωάννης Ζαΐμης, ου την χρηστότητα και την φιλοπατρίαν και αυτός ο Finlay αναγνωρίζει, έμεινεν επί βραχύ μόνον μέλος της επιτροπής, ανακληθείς την 12ην Φεβρουαρίου. Τέσσαρας μήνας δε βραδύτερον διωρίσθη ως αναπληρωτής αυτού ο Γ. Σπανιολάκης.
«Ο διορισμός ούτος, έγραφε το Εκτελεστικόν (βλ. Απολογίαν τόμ. β', σελ. 35, έγγραφον 21ης Ιουνίου) έγινε διά την επιφάνειαν, ο δε κύριος σκοπός ήτο να σας πληροφορήση περί πάντων των καθ' ημάς, και να φέρη την προς τον Κύριον Κάννιγγ επιστολήν». Ο Σπανιολάκης όμως ανήρ πεπροικισμένος διά πολλών δώρων, μετέπειτα δε και υπουργός των Οικονομικών γενόμενος, δεν έστερξε να περιορισθή εις την επιφάνειαν, θελήσας δε ν' αναμιχθή εις την διαχείρισιν του δανείου και δυστρόπου χαρακτήρος ων, ήλθεν εις σύγκρουσιν προς τους δύο άλλους πληρεξουσίους. Εκ της συγκρούσεως ταύτης προέκυψε βραδύτερον η προ του Ελεγκτικού συμβουλίου κατηγορία κατά των Ορλάνδου και Λουριώτη, και αι προμνηθείσαι Παρατηρήσεις επί της Απολογίας.
43) Ιδού μερικαί λεπτομέρειαι περί των προτάσεων των Γάλλων τραπεζιτών:
Το δάνειον έμελλε να συναφθή μετά των τραπεζιτικών οίκων André et Cottier και Gabriel Odier et Ce. Τιμή της εκδόσεως ωρίζετο εις 59%, ο τόκος εις 5% και το χρεωλύσιον εις 1% επί του ονοματικού κεφαλαίου. Προς τούτοις οι εκδίδοντες το δάνειον οίκοι επεφυλάσσοντο το δικαίωμα να παρακρατήσουν α') έν εκατομμύριον διά τους τόκους των δύο πρώτων ετών, β') 500,000 φρ. ως μεσιτείαν, γ') 550,000 φρ. διά χρεωλύσιον και διάφορα άλλα έξοδα.
Εν συνόψει, οι Γάλλοι τραπεζίται προσέφερον, επί δανείου ονοματικού 10,000,000, μόνον 3,850,000 φρ. Διότι το δάνειον, προς 59% θα εξεκαθαρίζετο εις 5,900,000, εκ των οποίων παρεκρατούντο 2,050,000. (Βλ. το κείμενον του συμβολαίου, του συνταχθέντος εν Παρισίοις, τη 5ην Φεβρουαρίου 1825, Απολογία, τόμ. β', σελ. 127 - 129).
44) Παράβ. και το άρθρον 7 του συμβολαίου.
45) Κατά την συνομολόγησιν του δευτέρου δανείου αι ομολογίαι του πρώτου προσεφέροντο εις την αγοράν προς 60% της ονοματικής αυτών αξίας ήτοι προς 4 1/2% άνω της τιμής της νέας εκδόσεως. Δεν είπετο δ' όμως εκ τούτου, καθώς ενόμισάν τινες, εν οις και ο Σπανιολάκης, ότι νέον δάνειον πολύ μεγαλείτερον του πρώτου ηδύνατο να εκδοθή εις την αγοραίαν τιμήν εκείνου.
46) «Η συρροή των προσφερθέντων ήτο τόσον μεγάλη, λέγει ο Σπανιολάκης (βλ. Παρατηρήσεις επί της Απολογίας, σελ. 40), ώστε, γενομένου μετά δύο ημέρας του αθροίσματος, ευρέθησαν υπογραφαί διά 4 1/2 εκατομμύρια, αντί των προκηρυχθέντων 2 εκατομμυρίων. Οι δε κ.κ. Ρικάρδοι, επιθυμούντες να μη δυσαρεστήσουν κανένα, παρεχώρησαν την δι' αναλογίας εξαγομένην ως ανήκουσαν εις έκαστον μερίδα».
47) Χαρακτηρίζων τους δύο αντιπροσώπους, ο Γερβίνος λέγει πολύ ορθώς, ότι ο μεν Λουριώτης ήτο άνθρωπος καλών προθέσεων αλλ' όχι μεγάλης αξίας, ο δε Ορλάνδος ανήρ τιμιώτατος αλλ' εις άκρον πείσμων.
48) Τον χαρακτηρισμόν τούτον εφεύρε πρώτος ο κόμης Πάλμα.
49) Ο Times εδημοσίευσε κατά το φθινόπωρον του 1826 μακροτάτην σειράν άρθρων περί των Ελληνικών δανείων. Τινά των άρθρων τούτων εξεδόθησαν και εν τω προμνησθέντι φυλλαδίω The Greek Loans etc. Το φυλλάδιον τούτο εξηντλήθη. Δύναται ο αναγνώστης να συμβουλευθή ιδίως τα φύλλα της 5, 12, 20, 27 Σεπτεμβρίου, 23, 24, 26, 27, 28, 31 Οκτωβρίου και 1, 3, 4, 13 Νοεμβρίου 1826.
50) Βλ. το φύλλον της 26ης Οκτωβρίου.
51) Η σπατάλη εν Αγγλία τοσούτων χρημάτων επέσυρε, βραδέως πως, την προσοχήν των απανταχού φιλελλήνων. Ο Εϋνάρδος έγραφεν εις τον Stanhope, ότι πρώτιστον καθήκον του Φιλελληνικού κομιτάτου του Λονδίνου είναι να επιτύχη λογοδοσίαν της χρήσεως του ελληνικού δανείου. Η κακή διαχείρισις του δανείου τούτου εν Αγγλία είχε φέρη την Ελλάδα εις τα πρόθυρα της καταστροφής, εν τούτοις όμως η Ελλάς κατηγορείτο ως σπαταλήσασα το δάνειον (βλ. την επιστολήν του Εϋνάρδου εν τω Times της 27ης Σεπτεμβρίου).
Ο Stanhope είχεν ήδη προκαλέση εν τω μεταξύ συλλαλητήριον φιλελλήνων και ομολογιούχων. Το meeting συνεκροτήθη εις το City of London Tavern, τη 5η Σεπτεμβρίου 1826, εξέλεξε δε επιτροπήν προς διαλεύκανσιν του ζητήματος.
Η έκθεσις της επιτροπής ταύτης, υποβληθείσα τη 23η Οκτωβρίου, λέγει συν τοις άλλοις και τα εξής: «Εν ώ οι κ.κ. Loughman και O'brien ως και οι Έλληνες αντιπρόσωποι έδοσαν εις την επιτροπήν πάσας τας ζητηθείσας πληροφορίας, οι κ. κ. Ρικάρδοι όχι μόνον ηρνήθησαν ν' αναγνωρίσωσι την επιτροπήν, αλλά και προσεπάθησαν να παρεμβάλωσι παν πρόσκομμα εις την ανεύρεσιν της αληθείας» (βλ. την όλην έκθεσιν εν τω Times της 24ης Οκτωβρίου). Βλ. επί του αυτού ζητήματος την επιστολήν του Ρικάρδου εν τω Times της 20ης Σεπτεμβρίου, και τους Times των 25 - 30 Οκτωβρίου. Το τελευταίον τούτο φύλλον περιέχει και έν άρθρον του Λουριώτου υπό τον τίτλον «A voice from Marathon».
52) Ήτοι τας σελ. 15 - 18 και 127 - 133 τομ. β'.
53) Παραβ. και άνω σελ. 19. [Ο συγγραφεύς αναφέρεται στην σελίδα που αρχίζει με τις λέξεις «άγγλον έμπορον Σ. Βαρφ». Πιο κάτω αναφέρεται υπόλοιπο δανείου 28,100 Λ. Προφανώς ένας από τους 2 αριθμούς 18,100 / 28,100 έχει τυπογραφικό λάθος.]
54) Η εν Καλκούτη παροικία, εισέτι ανθηρά, είνε πολύ προγενεστέρα της επαναστάσεως.
55) Η εξαγορά των ομολογιών τούτων εγένετο διττώς·
Πρώτον, διά των ποσών των κατά τας συμβάσεις τεθέντων κατά μέρος προς χρεωλυσίαν, εξηγοράσθησαν:
α') Διά των 16,000 Λ. του δανείου του 1824, ομολογίαι ονοματικής αξίας 30,200 Λ.
β') Διά των 20,000 Λ. του δανείου του 1825, oμολογίαι ονοματικής αξίας 67,000 Λ.
(Η μεγάλη διαφορά μεταξύ των εξαγορασθεισών αξιών οφείλεται εις το ότι από των μέσων του 1825 αι Ελληνικαί ομολογίαι υπέστησαν μεγάλην έκπτωσιν. Ο αναγνώστης ενθυμείται αφ' ετέρου, ότι κατά το α' δάνειον εκρατήθη χρεωλύσιον δύο ετών, κατά δε το β' μόνον ενός).
Δεύτερον, προς απόσβεσιν των δύο χρεών αφιερώθη, ως θα ίδωμεν μετ' ολίγον, και σπουδαίον μέρος του προϊόντος του β' δανείου. Ανεξαρτήτως του χρεωλυσίου εξηγοράσθησαν ούτω 250,000 Λ. ομολογίαι του α' και 218,000 Λ. ομολογίαι του β' δανείου.
Αι ουτωσί αποσυρθείσαι oμολογίαι απέφερον εν συνόλω τόκους 23,385 Λ. (Βλ. τα καθ' έκαστα εν τη Απολογία, τόμος β' σελ. 16 - 17). Εκ δε των 23,385 τούτων λιρών 10,500 περιήλθον εις χείρας των Ελλήνων πληρεξουσίων, το δε υπόλοιπον διά του κ. Loughman αφιερώθη εις πληρωμήν του ε' τοκομεριδίου του δανείου του 1824. Ούτω δε κατωρθώθη να πληρωθώσι πέντε εξάμηνα τοκομερίδια του α' δανείου, εν ώ διά το δάνειον του 1825 μόνον οι ήδη κρατηθέντες τόκοι των δύο πρώτων ετών επληρώθησαν. Σημειωτέον ότι το α' δάνειον, ελαττωθέν διά της εξαγοράς ομολογιών αξίας 280,200 Λ. εις 519,800 Λ., δεν απήτει πλέον ειμή τόκον ενιαύσιον ελάσσονα των 26,000 Λ. και συνεπώς τόκον εξάμηνον ελάσσονα των 13,000 Λ.
56) Αι διαμαρτυρίαι αύται υπήρξαν σφοδρόταται. Ο Times της 5ης Σεπτεμβρίου 1826, αναλύων την χρήσιν του β' δανείου, έλεγεν: «Οι κ. κ. Ρικάρδοι have pocketed (ενεθυλάκωσαν) 64,000 Λ.». Δέκα ημέρας βραδύτερον η αυτή εφημερίς, σχολιάζουσα την δράσιν του Φιλελληνικού Κομιτάτου των Παρισίων, παρατηρεί ότι αι εισφοραί κατά το 1825 ανήλθον εις 239,649 φρ., κατά δε το πρώτον εξάμηνον του 1826 εις 651,867 φρ., αναγραφομένων μεταξύ των δωρητών του Εϋνάρδου με 25,000 φρ., της οικογενείας του Δουκός δ' Ορλεάν (του κατόπιν Λουδοβίκου - Φιλίππου) με 27,000, του Καζιμίρ Περριέ με 6,000 κτλ. Τα συλλεγέντα από θύρας εις θύραν υπό των Κυριών των Παρισίων ανήλθον εντός έξ μηνών εις 129,881 φρ. Αλλά τι είναι, ανακράζει η αγγλική εφημερίς, τα ποσά ταύτα παραβαλλόμενα προς τα απορρεύσαντα από του δανείου και διασπαθηθέντα αμελώς και κακοήθως εν Αγγλία; Ερχόμενος δε εις τους Ρικάρδους ο Times προσθέτει: «The pretty item reserved as commission by the contractors of the second loan (amounting to 64,000 L.) nearly doubles the voluntary contributions of all the Philhellenes in Europe, including those of committees and corporations, of colleges and universities, of classical ladies and benevolent princes — of priests, artists, philosophers and statesmen — the produce of benefit concerts, and the collection of charity sermons». Ήτοι· «Το κομψόν ποσόν, όπερ επεφύλαξαν δι' εαυτούς οι εκδόται του δευτέρου δανείου (64,000 Λ.), είναι σχεδόν διπλάσιον των συνεισφορών όλων των εν Ευρώπη φιλελλήνων, συμπεριλαμβανομένων των συνεισφορών των κομιτάτων και των συλλόγων, των σχολείων και των πανεπιστημίων, των φιλαρχαίων κυριών και ευεργετικών πριγκίπων — των ιερέων, καλλιτεχνών, φιλοσόφων και πολιτευτών — του προϊόντος των συναυλιών και των εν εκκλησίαις εράνων».
57) Βλ. τας τρεχούσας τιμάς των μηνών Δεκεμβρίου 1824, Ιανουαρίου και Φεβρουαρίου 1825 παρά Σπανιολάκη, παράρτημα Ζ. Η έκπτωσις επήλθε ραγδαία μετά την έκδοσιν, ευθύς ως εγνώσθησαν αι μεγάλαι ημών εθνικαί συμφοραί. Τη 4η Οκτωβρίου 1825 τα ελληνικά χρεώγραφα υφίσταντο έκπτωσιν 24 - 25% και τη 27η του αυτού μηνός, έκπτωσιν 30% (Βλ. τας ιταλιστί γεγραμμένας εκ Λονδίνου προς τους αδελφούς Στεφάνου επιστολάς του Π. Γιάμαρη — Αρχείον Ρώμα, σελ. 707 και 727).
58) Εξηγοράσθησαν ούτως ομολογίαι του β' δανείου αξίας ονοματικής 218,000 Λ.
Ήτοι:
158,000 λιρών ομολ. υπό των κ.κ. Ρικάρδων
=
67,895
8,000 και 5,000 λ. ομολ. υπό των αυτών
Ρικάρδων τη 15η Οκτωβρίου και 19 Νοεμβρίου
προς 55 1/2 και 56 1/2
=
7,265
25,000 λ. ομολογίαι υπό του κ. Π. Ράλλη
=
11,550
8,000 λ. ομολογίαι υπό του κ. Π. Ράλλη
τη 12η Οκτωβρίου, προς 55
=
4,400
__________
91,110
Εις το ποσόν τούτο των 91,100 Λ. δέον να προστεθώσι και 7,910 Λ., δι' ων ηγοράσθησαν άλλαι 14,000 λ. ομολογίαι διά λογαριασμόν της Ελληνικής κυβερνήσεως.
Η εξαγορά αύτη κατά μεν τους Ορλάνδον και Λουριώτην είχε προσωρινόν χαρακτήρα, εσκοπείτο δε η πώλησις των ομολογιών άμα τη βελτιώσει της αγοράς. Κατά τον Σπανιολάκην όμως (βλ. σελ. 43) η επιχείρησις, γενομένη εκ συμφώνου μετά των κ.κ. Μανιάκη, Ψύχα και Λη, ήτο απλή κερδοσκοπία.
Είναι δύσκολον μετά οκτώ δεκαετίας να εξακριβώση τις την περί τούτου αλήθειαν. Το βέβαιον είναι ότι η Ελλάς δεν εζημιώθη εκ της επιχειρήσεως ταύτης, διότι, αναγορευθέντος του Λεοπόλδου βασιλέως, αι ομολογίαι των δανείων της επαναστάσεως ανήλθον εις 60 και 61, και τότε αι ονοματικαί 14,000 επωλήθησαν προς 10,060 Λ., εν ώ είχον αγορασθή μόνον προς 7,910. Αφ' ετέρου δ' όμως είναι προφανές ότι διά την Ελλάδα 7,910 Λ. ήσαν πολυτιμότεραι τω 1826 ή 10,060 Λ. τέσσαρα έτη βραδύτερον.
59) Τούτο έλεγον και έγραφον ρητώς οι Ρικάρδοι. Ιδού το κείμενον επιστολής των προς τους Ορλάνδον και Λουριώτην (βλ. Απολογίαν, τόμ. β' σελ. 28):
Messieurs,
Notre Bourse est aujourd'hui dans une condition affreuse: l'emprunt grec est à 10 et a 11 d'escompte, et il y a une peur terrible. Nous ne savons pas s'il y a de mauvaises nouvelles, mais tout le monde veut vendre. Si vous avez toute cette confiance dans les affaires de la Grèce, que ce que vous dites de la belle position de la cause mérite, ne sera - t - il pas de l'interet de votre Gouvernement et pour soutenir un peu son crédit, qu'une bonne portion de l' emprunt serait achetée pour son compte, d'être revendue dans un temps plus heureux? Considèrez bien cette proposition. Nous et nos amis ont déjà une forte quantitité sur le dos, sur laquelle il y a une grande pertes. Nous ne désirons pas qu'aucune chose soit faite pour nous, mais c'est désespérant de voir l'affaire dans un si mauvais état; Votre réponse par le porteur nous obligera.
Avec considération
28 Mai 1825.
Vos serviteurs dévoués
J. et S. Ricardo

Το γαλλικόν ύφος της επιστολής ταύτης είναι πρωτότυπον, η σημασία δ' όμως αυτής είναι λίαν ευκρινής.
60) Επειδή αναμφιβόλως θα υποληφθώμεν ως γράφοντες υπερβολάς, περιοριζόμεθα προς απόδειξιν των γραφομένων να παραπέμψωμεν τον αναγνώστην εις τους λογαριασμούς της επιτροπής των Ρικάρδων και του Σπανιολάκη, εξ ων καταφαίνεται ομοφώνως ότι τη 15 και 19 Νοεμβρίου 1825 εξηγοράσθησαν διά των κ. κ. Ρικάρδων προς 55 1/2 και 56 1/2 ομολογίαι αξίας ονοματικής 7,265, και ότι τη 12 Οκτωβρίου εξηγοράσθησαν διά του κ. Π. Ράλλη άλλαι 8,000 Λ. ομολογίαι προς 55. Η αγοραία τιμή των ομολογιών εκυμαίνετο τότε μεταξύ 15 και 20.
Χαρακτηριστικά περί της διαγωγής των περί την τετραρχίαν φιλελλήνων αναγράφει και ο Times της 28 Οκτωβρίου, εν κυρίω άρθρω. Μεταξύ των άλλων αναφέρει ότι ο κ. Hume, όστις είχεν αγοράση 10,000 Λ. ομολογίας, μετά την έκπτωσιν αυτών εζήτησε να τον αποζημιώση η επιτροπή, όπερ και εγένετο, ίνα μη απολεσθή ισχυρός φίλος της Ελλάδος. (Περί του Hume βλ. καθ' έκαστα εν τω Χρόνω της 4 Νοεμβρίου και εν τω άρθρω του Oriental Herald, Ιανουάριος 1826, σελ. 76 - 80, «The Greek Loan and Mr. Hume»).
Άλλος φιλέλλην διακεκριμένος υπήρξε, κατά τον Times, ο κ. Bowring. Ούτος είχεν εγγραφή διά 25,000 Λ. ομολογίας. Μετά την έκπτωσιν έκαμε σφοδράς παραστάσεις, επικαλούμενος συνάμα τας προς την Ελληνικήν υπόθεσιν υπηρεσίας (he made vehement remonstrances coupled with representations of his services to the Greek cause), επέτυχε δε να εξαγορασθώσιν αι ομολογίαι αυτού με έκπτωσιν 10%. Αίφνης αι ομολογίαι ανέρχονται εις την προτέραν αυτών αξίαν, ο δε κ. Bowring, υπερακοντίζων τον κ. Hume, ζητεί να τω αποδοθώσιν αι ομολογίαι. Μάτην τω απεδεικνύετο ότι αι αξίαι εκείναι, τη ρητή αυτού αιτήσει, είχον εξαγορασθή υπό των Ελλήνων αντιπροσώπων· ο κ. Bowring, λέγων ότι δεν ενθυμείται τι περί τούτου, επέμενε και οι αντιπρόσωποι ηναγκάσθησαν να τω μετρήσωσι 2,500 λίρας, διά ν' απαλλαγή πάσης ζημίας. Σημειωτέον, λέγει ο Times, ότι ο δεύτερος ούτος φίλος της Ελλάδος είχε λάβη 11,000 Λ. μεσιτικά κατά την έκδοσιν του α' δανείου.
61) Αι αγοραί εγένοντο κυρίως εκ των εξής εργοστασίων: (βλέπε τους σχετικούς λογαριασμούς εν τη Απολογία τόμ. α' σελ. 130 - 156).
Ήτοι:
Εργοστάσιον
Burton
αγορά διά Λ.
12,206
»
Mackintosch
αγορά διά Λ.
10,266
»
Graham
αγορά διά Λ.
26,688
______
49,160
Οι Έλληνες επίτροποι κατηγορήθησαν ως μη επιτυχόντες την έκπτωσιν των διδομένων εις τους αγοράζοντας τοις μετρητοίς. Η έκπτωσις αύτη υπελογίζετο εις 10% (Βλ. Σπανιολάκην, αυτόθι σελ. 14 - 17).
62) Βλ. τας περί τούτου λεπτομερείς οδηγίας της 14ης Αυγούστου 1824. Απολογία σελ. 54.
63) Ούτως οι επίτροποι, μη δυνηθέντες να επιτύχωσι την υπό της Κυβερνήσεως ποθουμένην ανταλλαγήν (βλ. τους λόγους της αποτυχίας εν επιστολή της επιτροπής προς την Κυβέρνησιν υπό ημερομηνίαν 4/10/1825. Απολογία σελ. 60), εσκέφθησαν ότι καλόν θα ήτο να πωλήσωσι τα ορειχάλκινα καννόνια του Ναυπλίου εις τους κ. κ. Κοντοσταύλους και Σα , να παραγγείλωσι δε τα σιδηρά εις τους κ. κ. Graham. Δυστυχώς όμως ημέλησαν να ορίσωσιν ότι η παραλαβή των ορειχαλκίνων δεν θα γίνη ειμή άμα τη αφίξει των σιδηρών. Ότε δε έφθασεν απεσταλμένος των κ. κ. Κοντοσταύλων, όπως παραλάβη τα πρώτα, απητούντο έτι οκτώ μήνες διά να φθάσωσι τα δεύτερα. Η Κυβέρνησις, μη δυναμένη ν' αφοπλίση το Ναύπλιον, ηναγκάσθη τότε να πληρώση αποζημίωσιν 600 Λ., όπως ακυρωθή το συμβόλαιον της πωλήσεως. Το δε ελεγκτικόν συνέδριον κατεδίκασε κατόπιν την επιτροπήν εις πρόστιμον 1000 λιρών.
64) Το υπόμνημα τούτο του ηρωικού κυβερνήτου της Καρτερίας εύρηται εν παραρτήματι του Ζ' τόμου της Ιστορίας του Finlay.
65) Ο Χρόνος, εν τω προμνημονευθέντι άρθρω της 28 Οκτωβρίου 1826, παρατηρεί, ότι αι 10,000 Λ. εμετρήθησαν εις τον κ. Ellice τη 25 Μαρτίου, το δε ατμοκίνητον Καρτερία δεν επληρώθη ειμή ότε απέπλευσε, δηλαδή μετά 15 μήνας, ούτως ώστε «ο φιλέλλην και αφιλοκερδής κ. Ellice ωφελήθη 15 μηνών τόκους».
66) Παρ. την σχετικήν επιστολήν του Hastings (16 Ιαν. 1826). Εν τη Απολογία σελ. 292 - 293.
67) Το ατμόπλοιον υπέστη αβαρίας κατά τον πλουν.
68) «Άνευ της αδείας μας και άνευ οιασδήποτε προηγουμένης κοινοποιήσεως εδώσατε διαταγάς περί κατασκευής πέντε ατμοπλοίων, αντί ν' αγορασθώσι τα πλοία ταύτα έτοιμα». (Απόσπασμα επιστολής Ορλάνδου και Λουριώτου προς Ρικάρδους).
69) Άριστον ατμόπλοιον το Valencia είχε, κατά τον Times (φύλλον 12 Σεπτεμβρίου) πωληθή ακριβώς την εποχήν εκείνην αντί 11,000 Λ. Οι Άγγλοι δικτάτωρες έλεγον προς υπεράσπισίν των, ότι τα έτοιμα πλοία δεν ηδύναντο να φέρωσι καννόνια 64 λιτρών.
70) Ηλπίζετο πράγματι ότι θα διεκόπτοντο αι μεταξύ Αιγύπτου και Ιβραήμ - Πασσά συγκοινωνίαι, και ότι ούτω θ' ανεχαιτίζετο πάσα προς τα πρόσω πορεία του στερουμένου πολεμεφοδίων Αιγυπτιακού στρατού.
71) Βλ. Times 12 Σεπτεμβρίου. — Γερβίνον, αυτόθι.
72) «Εντός ολίγων εβδομάδων, έλεγεν εις τους επιτρόπους ο Ellice, ο Cochrane θα είναι εις την Κωνσταντινούπολιν και θα κατακαύση τον Τουρκικόν στόλον εντός του Κερατίου κόλπου. Θέσατε εις την διάθεσιν του Κόχραν το όλον ποσόν των 150,000 Λ., και εντός ολίγου θέλει καθαρίση την Ελλάδα από των Τούρκων».
73) Ο Κόχραν επεφύλασσεν εαυτώ το δικαίωμα του διορίζειν τους αξιωματικούς και τους ναύτας, εις ους η Ελληνική κυβέρνησις ώφειλε να χορηγή πολεμεφόδια και μισθούς.
74) Το ποσόν τούτο εχαρακτηρίζετο ως αποζημίωσις απαιτήσεως 55,000 Λ., ην ο Κόχραν είχε κατά της Βρασιλίας, και ης, ένεκα των νέων αυτού καθηκόντων, δεν θα ηδύνατο να επιδιώξη την πληρωμήν. Ο Κόχραν είχεν αφ' ετέρου δικαίωμα εις μέρος των νομίμων λειών (Βλέπε το κείμενον του συμβολαίου εν τη Απολογία σελ. 288 - 289).
75) Εις το ποσόν τούτο δεν περιλαμβάνονται αι διά την Καρτερίαν απαιτηθείσαι 10,000 Λ.
76) Ο Σπανιολάκης ενεχείρισεν εις τον Καποδίστριαν, διερχόμενον κατά το 1827 εκ Λονδίνου, έκθεσιν περί της υποθέσεως των ατμοπλοίων. Μέρος της εκθέσεως ταύτης κατεχώρισε βραδύτερον, εν είδει παραρτήματος, εις το βιβλίον του. (Βλέπε Παράρτημα Η).
77) Πάντα τα πλοία ταύτα έπρεπε να ώσιν έτοιμα εντός πέντε μηνών.
78) Το πλοίον τούτο ο Ερμής μετήνεγκεν εν Ελλάδι τον Κόχραν, κατά την δευτέραν αυτού κάθοδον. Την πρώτην φοράν ο άγγλος ναύαρχος είχεν επιβή του Σωτήρος, πλοίου αγορασθέντος εν Μασσαλία υπό του Εϋνάρδου και του φιλελληνικού κομιτάτου των Παρισίων,
79) Η μελέτη του περιεργοτάτου τούτου θέματος διηυκολύνθη ως εκ των δικών ας η κακή πίστις των κατασκευαστών προεκάλεσεν εν Αμερική και των συκοφαντιών ων έπεσε θύμα ο αντιπροσωπεύσας εν ταις Ηνωμέναις Πολιτείαις την Ελλάδα χρηστός, αλλ' ατυχής Αλέξανδρος Κοντόσταυλος. Αι εν Αμερική δίκαι έδοσαν αφορμήν εις συνταξιν ποικίλων συγγραμμάτων, άπερ κατώρθωσα ν' ανεύρω άπαντα κατά τύχην και μόνον διότι εν τω Βρεττανικώ Μουσείω τα συγγράμματα τα αφορώντα εις τας σχέσεις της Ελληνικής Επαναστάσεως μετά των Ηνωμένων Πολιτειών είναι δεδεμένα ομού εις σειράν τόμων. Η ούτως αυτοσχεδίως καταρτισθείσα συλλογή, περιέχουσα μελέτας, λόγους, λογοδοσίας εράνων, εκθέσεις συλλαλητηρίων κτλ., είναι πολυτιμοτάτη εισφορά εις την ιστορίαν του φιλελληνισμού εν ταις Ηνωμέναις Πολιτείαις, ιστορίαν ήτις δεν εγράφη εισέτι, αν και τιμά επίσης τους τε ευεργετήσαντας και τους ευεργετηθέντας.
Τα εν Αμερική γραφέντα έργα είναι τα εξής:
1) An Exposition of the conduct of the two houses of G. G. and S. Howland, and Le Roy, Bayard and Co, in relation to the two frigates Liberator and Hope. In answer to a Narrative on that subject by Mr. Alexander Contostavlos. By William Bayard (New - York 1826 σελίδες 47). — 2) An examination of the controversies between the Greek Deputies and two mercantile houses of New - York. By John Duer and Robert Sedgwick (New - York 1826 σελ. 179). — 3) Report of the evidence and reasons of the award between J. Orlandos and A. Louriottis, Greek Deputies, on one part, and Le Roy, Bayard and Co and G. G. and S. Howland on the other part. By the Arbitrators (New - York 1826 σελ. 72). — 4) A Vindication of the conduct and character of Henry D. Sedgwick against certains charges made by the hon. Jonas Platt together with some statements and inquiries intendet to elicit the reasons of the award in the case of the Greek Frigates (2α έκδ. New - York Σεπτέμβριος 1826. σελ. 96). — 5) Refutation of the reasons assigned by the arbitrators for their award in the case of the two Greek Frigates (New - York. Νοέμβριος 1826, σελ. 57). Τα δύο τελευταία ταύτα έργα εγράφησαν υπό του δικηγόρου Sedgwick.
Ο Αλέξανδρος Κοντόσταυλος εξέδωκεν επί του θέματος έργα δύο:
1) A narrative of the material facts in relation to the building of the two greek frigates. New - York, 1826, σελ. 88 (Β' έκδοσις With a postscriptum by R. Sedgwick New - York, 1826. σελ. 96). — 2) Τα περί των εν Αμερική ναυπηγηθεισών Φρεγατών· Αθήναι 1855.
Τέλος ο γνωστός ήδη ημίν φιλέλλην Πάλμα συνέγραψεν επί του ζητήματος αξιόλογον εκθεσιν, καταχωρισθείσαν εν τω Times της 12 Σεπτεμβρίου 1826. (Το φύλλον τούτο εδημοσίευσεν ολίγω βραδύτερον περί της κατασκευής των πλοίων εν Αμερική ιδίαν μελέτην. Βλ. τον Times της 9 Νοεμβρίου).
80) Βλ. τον υποβληθέντα υπό του Βαγιάρδ λεπτομερή προϋπολογισμόν, παρά Κοντοσταύλω, Narrative σελ. 5.
81) Η εκλογή του Lallemand ήτο παράδοξος, καθότι ο Lallemand, πρώην αξιωματικός του ιππικού, δεν είχεν ειδικότητα περί τα ναυτικά, ο δε μισθός (120 Λ. κατά μήνα), όστις εδόθη εις αυτόν, ήτο υπό πάσαν έποψιν υπερβολικός. — «Αναμφιβόλως, έλεγεν εν τη εκθέσει του ο Palma, η εκλογή σώφρονος επιτρόπου, όστις ήθελεν αρκεσθή εις μισθόν μηνιαίον μικρότερον των 120 λιρών, ήθελεν είναι επιτυχεστέρα της εκλογής αξιωματικού του ιππικού, πρώην υπασπιστού του Ναπολέοντος, ειθισμένου εις μεγάλας επιχειρήσεις και επιβαλλομένου υπό ισχυράς ομάδος φιλελλήνων». Ολίγω βραδύτερον συνετελέσθη νέον σκάνδαλον: οι κατασκευασταί αυτοπροαιρέτως ωνόμασαν επιθεωρητήν της κατασκευής των πλοίων τον πρώην αξιωματικόν του αμερικανικού ναυτικού Chauncey, προς 12,000 δολλαρίων (60,000 φρ.) κατ' έτος. Ο μισθός ούτος έμελλε ν' αναγραφή εις τον λογαριασμόν της μηδόλως πληροφορηθείσης περί τούτου Ελλάδος.
82) Δι' επιστολής των της 15 Απριλίου 1825, βλ. Narrative σελ. 7.
83) Βλ. το κείμενον των δοθεισών εις τον Κοντόσταυλον οδηγιών. Περί των εν Αμερική κτλ. σελ, 19 - 26.
84) Το ποσόν τούτο συνίστατο εκ 261,840 δολλαρ. απαιτουμένων προς αποπεράτωσιν της μιας φρεγάτας, εξ 73,258 δολλαρ. αντιπροσωπευόντων ζημίαν 20% επί των δυο μη πληρωθεισών συναλλαγματικών 55,000 Λ., ας οι κατασκευασταί είχον εκδώση επί των Ρικάρδων και Σας, και τρίτον εκ διαφόρων άλλων μικρομεσιτικών και δευτερευουσών απαιτήσεων. (Βλ. διά τα καθ' έκαστα: Report of the evidence and reasons σελ. 8 - 9, Examination of the controversies, σελ. 138 και 149, Narrative σελ. 40, 41 και 61).
85) Οι Αμερικανοί ηπείλουν επίσης τους ημετέρους διά του άρθρου 3 του νόμου της 20 Απριλίου 1818, δυνάμει του οποίου, πας όστις ήθελε παραγγείλη, εν ταις Ηνωμέναις Πολιτείαις, την κατασκευήν πλοίου, μέλλοντος να χρησιμοποιηθή βραδύτερον υπό ηγεμόνος ή πολιτείας εναντίον άλλου ηγεμόνος ή πολιτείας, μεθ' ου αι Ηνωμέναι Πολιτείαι διετέλουν εν ειρήνη, κατεδικάζετο εις πρόστιμον όχι ανώτερον των 10,000 δολλαρίων και ειρκτήν μη υπερβαίνουσαν τα τρία έτη. Προς τούτοις το πλοίον και όλα τα εξαρτήματα αυτού εγίνοντο ιδιοκτησία της Αμερικανικής κυβερνήσεως. Αλλ' οι ούτως απειλούντες εκ προθέσεως ελησμόνουν ότι δυνάμει του αυτού νόμου οι κατασκευασταί υπέκειντο εις τας αυτάς ποινάς, εις ας και οι παραγγέλλοντες, και συνεπώς, καθώς παρετήρησε βραδύτερον πολύ ορθώς ο φιλέλλην κ. Webster, ότι αυτοί ούτοι έπρεπε κυρίως να φοβώνται την εφαρμογήν του νόμου του 1818.
86) Βλ. Examination σελ. 157.
87) Τον Κοντόσταυλον είχε συστήση εις τον Everett ο Κοραής.
88) Μεταξύ των διακριθέντων διά την προθυμίαν των να εξυπηρετήσωσι την ημετέραν πατρίδα καταλέγονται οι κυριώτεροι των υπουργών, ο γνωστός φιλέλλην Webster και ο γερουσιαστής συνταγματάρχης Benton. «Ότε εσπούδαζον τον Όμηρον, έλεγεν ο τελευταίος ούτος εις τον Κοντόσταυλον, δεν υπέθετόν ποτε ότι θα ηδυνάμην μίαν ημέραν να φανώ χρήσιμος εις τους απογόνους του».
Εν γένει ο ενθουσιασμός των εν Ουασιγκτώνι διά τα ανδραγαθήματα των ημετέρων προγόνων ήτο ανεκδιήγητος. Πάντες ηκροώντο μετά δακρύων εις τους οφθαλμούς τας υπό του Κοντοσταύλου περιγραφάς του αγώνος. Ο δε Webster, όστις ήτο άριστος νομικός και όστις καθωδήγησεν εν πολλοίς τον Κοντόσταυλον, ηρνήθη την υπό τούτου προταθείσαν αμοιβήν. (Βλ. Κοντόσταυλον. Τα περί των δύo φρεγατών, σελ. 36 - 37).
89) Εισηγητής του νομοσχεδίου εν τη γερουσία ήτο ο Benton.
90) Οι κατασκευασταί έσχον την απίστευτον αναίδειαν ν' απαιτήσωσι προμήθειαν και διά την υπό της Αμερικανικής κυβερνήσεως γενομένην αγοράν.
91) Όπως καταδείξη την ασύγγνωστον κακήν πίστιν των κατασκευαστών ο Times, εν τη μελέτη αυτού της 9 Νοεμβρίου 1826, παρατηρεί ότι η μεν φρεγάτα «Brandywine», κατεσκευασμένη εκ δρυός πρώτης ποιότητος και τελείως εξωπλισμένη, εστοίχισεν εις την Αμερικανικήν κυβέρνησιν μόνον 273,000 δολλ. (1,365,000 φρ.), το δε μόνον πλοίον, όπερ μετά τοσούτους αγώνας κατώρθωσε ν' αποπλεύση εκ Νέας Υόρκης εις Ελλάδα, κατήντησε να στοιχίση πλέον των 150,000 Λιρών Στερλινών (3,750,000), ήτοι σχεδόν ποσόν τριπλάσιον της υπό πάσαν έποψιν προτιμοτέρας αυτού φρεγάτας Brandywine.
92) «Sir, you have done all that was in your power to ruin a country and disgrace another». Παράβ. και τα προμνησθέντα δύο φυλλάδια του Sedgwick, A vindication και Refutation of the reasons assigned by the arbitrators. Ο δικαστής Pratt, ον ο Λονδίνιος Χρόνος εσατύρισε καταλλήλως, επονομάσας αυτόν συν τοις άλλοις και Αμερικανόν Σολομώντα (βλ. τον Times της 9ης Νοεμβρίου), εφάνη καθ' όλην αυτήν την υπόθεσιν μεριμνών ιδίως περί του βαλλαντίου του. Εδήλωσε δ' εν τη αποφάσει ότι προ πάσης άλλης πληρωμής έπρεπε να μετρηθή εις τους αιρετοκρίτας, ήτοι εις τον Pratt και τους δύο παρέδρους, ποσόν όπερ αυτοί ούτοι ώριζον εις 4,500 δολλ. — Εν δε τω έργω, όπερ εδημοσίευσαν προς υπεράσπισιν αυτών, οι αιρετοκρίται αξιούσιν ότι η υπ' αυτών ορισθείσα αμοιβή είναι μετριωτάτη (βλ. Report of the evidence and reasons, σελ. 67).
93) Κατά τον εις Ελλάδα πλουν οι μισθωθέντες ναύται εστασίασαν (βλ. τα κατά την στάσιν παρά Κοντοσταύλω, σελ. 113).
94) Βλ. το επίσημον έγγραφον αυτόθι σελ. 128.
95) Αντί πάσης αμοιβής ο Κοντόσταυλος έλαβε 400 Λ. δι' έξοδα ταξειδίου και διαμονής.
96) Πόσον αι κατά των υπηρετησάντων το έθνος διαβολαί έβλαψαν ημάς, μαρτυρεί και το ότι επί καιρόν πολλοί των αρίστων δεν ηθέλησαν ν' αναμιχθώσιν εις τα οικονομικά του Κράτους, φόβω των συνήθων αιτιάσεων και συκοφαντιών. Ούτω, τω 1878, ανήρ διακεκριμένος και φιλόπατρις, ο κ. Περόγλου, καίπερ διαμένων εν Λονδίνω, ηρνήθη ν' αντιπροσωπεύση την Ελληνικήν κυβέρνησιν κατά την μετατροπήν των δανείων της Επαναστάσεως, μη αισθανόμενος εαυτόν, ως έλεγεν, ίσον προς τον άχαριν αγώνα της απαντήσεως και απολογίας κατά κακοβούλων μομφών, ας προέβλεπεν ως βεβαίας. (Βλ. Λευκήν Βίβλον 1879, σελ. 10 - 11).
97) Τας 33,700 Λ. ταύτας συμπεριλαμβάνω εις τα ποσά τα περιελθόντα εις Ελληνικάς χείρας, διότι ουσιαστικώς, εάν όχι τυπικώς, διά της πληρωμής των συναλλαγματικών, ας υπέγραψεν, εκαρπώθη αυτάς η Ελληνική κυβέρνησις.
98) Ενθυμείται ο αναγνώστης ότι εκ του ονοματικού κεφαλαίου του α' δανείου εξεκαθαρίσθησαν οριστικώς, μετά την παρακράτησιν τόκων, χρεωλύτρων κτλ. 348,000 Λ. και ότι εκ τούτων 308,000 Λ. εις μετρητά, τη φροντίδι του φιλελληνικού κομιτάτου, εστάλησαν εις την Ελλάδα. (Βλ. αν. σελ. 18). [Ο συγγραφεύς αναφέρεται στην σελίδα που αρχίζει με τις λέξεις . . . και ποσά ικανά όπως . . . . Εκεί πιο κάτω, αναφέρεται ο αριθμός 348,800]
99) Βλ. αν. σελ. 19 - 21. [Ήτοι τις σελίδες που αρχίζουν με τις λέξεις . . . άγγλον έμπορον Σ. Βαρφ . . . και τελειώνουν με τις λέξεις . . . μελετώντες τα κατά το δεύτερον δάνειον. . . .
100) Ήτοι παράγρ. α' 496.220· παράγρ. β' 393,000 και παράγρ. γ' 232,558 Λ.
101) Ως μέγα έξοδον δύναται να θεωρηθή προ παντός η πληρωμή είς τινα Bonfils μεσιτείας 4,800 Λ. διά την διαπραγμάτευσιν του β' δανείου. Το ελεγκτικόν συνέδριον και ο Σπανιολάκης εθεώρησαν ότι η τοιαύτη πληρωμή υπήρξεν αδικαιολόγητος, αφ' ου είχε πληρωθή ήδη μεσιτεία 64,000 Λ. εις τους Ρικάρδους. Οι επίτροποι απήντων ότι εις μεν τους Ρικάρδους εδόθη μεσιτεία διά την έκδοσιν, η δε τον Bonfils διά την διαπραγμάτευσιν του δανείου.
102) Τοιαύτα η Απολογία αναφέρει πολλά: Λ.χ. Διά τον κ. Βικτόρ αναλαβόντα να υπηρετήση εν Ελλάδι Λ. 80. — Δι' εκτύπωσιν της επιστολής των Ελληνίδων προς τας φιλελληνίδας Λ. 8 — Εις τον κ. Ρεβώ διά μετάβασιν εις Ελλάδα και μισθούς Λ. 170 — Εις τον Βλακιέρ διά βοήθειαν 90 Λ. — Εις τον Ν. Κεφαλάν, εις δάνειον, διά να παύση να ενοχλή την επιτροπήν, Λ. 30 κτλ.
103) Ιδίως η ζημία 2,700 Λ. η εκ της χρεωκοπίας του οίκου Μαυρογορδάτου προκύψασα. — Επίσης απωλέσθησαν καθ' οδόν, από Λονδίνου εις Φάλμουθ, 1,700 Λ. στελλόμεναι εις Ελλάδα.
104) Χάριν προσωπικής περιεργίας προσεπάθησα να εξιχνιάσω την υπόθεσιν ταύτην. Μετά δεκαπενθήμερον μελέτην επείσθην όμως, ότι και ένεκα του παρελθόντος χρόνου, και ένεκα της αγνοίας των πραγμάτων και των ανθρώπων και ένεκα τέλος του λαβυρινθώδους της διτόμου Απολογίας, η εκ της μελέτης δυναμένη να προκύψη ωφέλεια ήτο δυσανάλογος προς τον κόπον ον ήθελεν απαιτήση. Εν συνόψει αι κατά των κ. κ. Ορλάνδου και Λουριώτη κατηγορίαι συνίστανται α') εις το ότι επλήρωσαν εις τον Bonfils μεσιτείαν 4,800 (βλ. σημ. 101)· β') ότι δεν επέτυχον επί των αγορασθέντων πολεμεφοδίων την συνήθη έκπτωσιν των 10%· γ') ότι προέβησαν εις τας, ήδη εκτενώς αναπτυχθείσας, επιβλαβείς εξαγοράς πολλών χιλιάδων ομολογιών· δ') ότι δεν έδειξαν την απαιτουμένην μέριμναν εις την γνωστήν υπόθεσιν της αγοράς των σιδηρών καννονίων.
Διά ταύτα πάντα ο Ορλάνδος και ο Λουριώτης εκηρύχθησαν υπό του Ελεγκτικού συνεδρίου, δι' αποφάσεως της 14 Ιανουαρίου 1835, αλληλεγγύως χρεώσται λιρών στερλινών 28,769 — 17 — 0, ή δραχμών 809,008.18.
Η απόφασις αύτη ουδέποτε εξετελέσθη, και η εντύπωσίς μου είναι ότι η καταδίκη των επιτρόπων δεν ήτο δικαία. Παραλείπων την υπόθεσιν Bonfils, δι' ην οι επίτροποι εδικαιολογήθησαν ικανώς, νομίζω πράγματι ότι τα κατ' αυτών προσαπτόμενα μάλλον ως σφάλματα ή ως εγκλήματα δύνανται να χαρακτηρισθώσιν. Και ότι μεν ο Ορλάνδος και ο Λουριώτης διέπραξαν σφάλματα μέγιστα, δεν είναι αμφισβητήσιμον, αλλ' ο κρίνων αυτούς πρέπει να ενθυμηθή μετά του Γερβίνου ποία ήτο η εν Λονδίνω θέσις αυτών και να μη λησμονήση τας προς την πατρίδα σημαντικάς αυτών υπηρεσίας.
Εκείνο δε όπερ με προτρέπει να πιστεύσω ότι αι κατηγορίαι του Σπανιολάκη ενεπνέοντο και υπό προσωπικού πάθους, είναι ότι αι κατηγορίαι αύται εποίκιλλον κατά τας περιστάσεις και δεν ήσαν άσχετοι προς προσωπικάς αντιζηλίας.
105) «Το εκτελεστικόν, λέγει ο Παπαρρηγόπουλος (αυτ. σελ. 740), καταναλώσαν πολλούς των εκ των δανείων πόρων δεν ηδυνήθη ν' ανθέξη τω 1825 εις τον κατά πρώτον τότε ενσκήψαντα αιγυπτιακόν στρατόν».
106) Βλ. το κείμενον ελληνιστί και γαλλιστί παρά Fabre, Histoire du siège de Missolonghi σελ. 346 - 351.
107) Βλ. Fabre, αυτόθι σελ. 229.
108) Βλ. το ψήφισμα της εθνικής συνελεύσεως και τας προς τους πληρεξουσίους οδηγίας και επιστολήν παρά Μάμουκα, τόμ. δ' σελ. 87 - 90 και 124 - 125.
109) Έπρεπε να δοθώσι τουλάχιστον ενός μηνός μισθοί εις τας τρεις ναυτικάς μοίρας.
110) Παρ. τας οδηγίας, αυτόθι.
111) Οι Δ. Ρώμας, Π. Στεφάνου και Κ. Δραγώνας απετέλουν πατριωτικήν επιτροπήν τω 1824 συσταθείσαν και πολλαχώς ευεργετήσασαν το έθνος. Κατά τον κ. Καμπούρογλουν (βλ. Εισαγωγήν Αρχείου Ρώμα σελ. ξα' και εφεξής), σκοπός της επιτροπής εκείνης ήτο· α' το να στέλλη πολεμεφόδια και τρόφιμα εις τας πολιορκουμένας πόλεις· β') το να φροντίζη περί προσωρινών δανείων και εξαργυρώσεως συναλλαγματικών της Ελληνικής κυβερνήσεως εν Ζακύνθω. — Ούτω διενήργησε και επραγματοποίησε δάνεια 20,000 και 10,000 ταλλήρων (Αρχείον αριθ. 189, 230 και 249), και εξηργύρωσε πλείστας συναλλαγματικάς, εν αις και μίαν 1,500 λιρών (Αρχείον αρ. 276) — γ') το να προστατεύη λιμώττοντα γυναικόπαιδα και ν' απελευθερώνη αιχμαλώτους.
Αφ' ετέρου, όπερ και σπουδαιότατον, η εν Ζακύνθω επιτροπή κατώρθωσε να διοργανώση ανταπόκρισιν μετά φιλελλήνων αξιωματικών εν τω στρατοπέδω του Ιμβραήμ· συλλαβούσα δε πρώτη την ιδέαν της προς την Αγγλίαν αιτήσεως προστασίας, συνέταξε το κείμενον της αποσταλείσης σχετικής εκθέσεως.
Αναμφιβόλως η επιτροπή και διά την σύναψιν του παρόντος δανείου πολλάς θα κατέβαλε προσπαθείας. Δυστυχώς ο α' τόμος, ο μόνος εκδοθείς, του Αρχείου Ρώμα, φθάνει μόνον μέχρι Δεκεμβρίου 1825 και κατ' ακολουθίαν ουδεμίαν παρέχει περί του προκειμένου θέματος πληροφορίαν.
112) Η Κρήτη, η Χίος, τα Ψαρά, η Σάμος, η Ήπειρος, η Θεσσαλία, η Νότιος Μακεδονία κτλ. Βλ. άλλως τε τον χάρτην των εξεγερθεισών ελληνικών χωρών παρά τω Blaquières: The Greek Revolution; its origin and progress (Λονδίνον 1824).
113)Ιδίως ο Λεβέντης: Περί του Δημοσίου των Ελλήνων Χρέους του 1824 και 1825 και περί Νέου Δανείου, σελ. 7 - 9. Η διατριβή του Λεβέντη έργον μικράς αξίας και βρίθον ανακριβειών εδημοσιεύθη και γαλλιστί υπό του συγγραφέως.
114)Λέγω, ότι υπό νομικήν έποψιν είχον άδικον, διότι τω 1824 και 1825 είχον δοθή ως εγγύησις εις τους δανειστάς όλα τα εθνικά κτήματα, όλων των Ελλήνων όντων αλληλενδέτως υπευθύνων. Εφ' όσον λοιπόν τα κτήματα των ελευθερωθεισών επαρχιών ήρκουν όπως αντιμετωπισθώσιν αι δίκαιαι απαιτήσεις των δανειστών, δεν υπήρχε λόγος να υποστώσιν αύται ελάττωσιν.
115) Διά τούτο ακριβώς ο κ. Γεννάδιος είχε προτείνη τω 1879, όπως αι εις αντάλλαγμα των παλαιών δοθησόμεναι νέαι ομολογίαι φέρωσι σχεδιογράφημα μετά της εξής επιγραφής: «ο πίναξ ούτος εμφαίνει τας επαναστατημένας Ελληνικάς χώρας, ων οι αντιπρόσωποι συνωμολόγησαν τα δάνεια του 1824 και 1825. Το βαθύτερον χρώμα δεικνύει τα νυν όρια του Βασιλείου της Ελλάδος, όπερ ανέλαβε, την διαρρύθμισιν και πληρωμήν των δανείων εκείνων.» — Ο κ. Θ. Δηλιγιάννης όμως, πότε υπουργός των την πρότασιν ταύτην, φοβούμενος μήπως τοιούτος γεωγραφικός χάρτης οδήγηση εις υποθέσεις ασχέτους προς τα δάνεια. (Βλ. Λευκήν Βίβλον αρ. 13 και 16).
116) Les emprunts d'états en droit International, σελ. 135.
117) Πράγματι το νέον κράτος δεν ηδύνατο ν' απαρνηθή πράξεις κυβερνήσεων, εις ας ώφειλε την ύπαρξίν του.
118) Η αμφιβολία έγκειται εν τούτω, ότι φαίνεται αδύνατον κράτος μη ανεγνωρισμένον, επομένως θεωρητικώς μη υπάρχον, ν' αναλάβη νομίμους υποχρεώσεις, αίτινες ήθελον βραδύτερον βαρύνη και τους μεταγενεστέρους. Εις τους έχοντας τοιαύτην αντίληψιν της πολιτείας ιδού πώς απήντα ο κ. Sarrut (βλ. την εισήγησιν αυτού περί της υποθέσεως Balmaceda, και την σύμφωνον απόφασιν του γαλλικού Ακυρωτικού παρά Clunet, 1891, σελ. 868 - 904): «Un gouvernement n'est pas une abstraction théorique, une simple personnalité juridique .... Un gouvernement est surtout un pouvoir, une force agissante, mettant en mouvement tous les rouages de l'état, une autorité qui commande et se fait obéir .... Peut importe dès lors qu'elle soit reconnue ou non par les états étrangers .... En pareille matière c'est surtout le fait qu'il faut consulter».
119) Βλ. την σελ. 61 των Πρακτικών. Το ψήφισμα τούτο ανετυπώθη έν τινι δημοσίω εγγράφω, αλλ' ο αντιγράφων, θεωρήσας το λεκτικόν της εθνοσυνελεύσεως ως στερούμενον καλλιεπείας, μετέφρασεν εν πολλοίς το ψήφισμα εις την καθαρεύουσαν.
120) Δηλαδή πάγιον.
121) Βλ. διά πλείονας πληροφορίας τα κείμενα της εκθέσεως και του σχεδίου της επιτροπής παρά Μάμουκα, τόμ. ια' σελ, 584 - 602.
122) Η πρωτοβουλία τοιούτου συμβιβασμού προήλθεν από των δανειστών, οίτινες επεφόρτισαν τους Λοράνδον και Λουριώτην να διαβιβάσωσιν ενταύθα σχετικάς προτάσεις. Είναι πιθανόν ότι οι εν Λονδίνω έμποροι εφαντάζοντο τα εθνικά κτήματα ως έχοντα πολύ μεγαλειτέραν αξίαν της πραγματικής. Περιέργως δε πως και τα ανακτοβούλια συνεμερίζοντο την πλάνην ταύτην ο de Broglie, υπουργός ων των εξωτερικών, υπελόγιζε τα κτήματα ταύτα προς 40 φράγκα το στρέμμα κατά μέσον όρον. (Περί του λόγου του de Broglie βλ. κατ. μέρ. β', κεφ. α').
123) Βλ. το ψήφισμα 20ης Ιουλίου: «Έργον ουσιώδες των πληρεξουσίων θέλει είναι να ενασχοληθώσι και περί του καταλληλοτέρου τρόπου της διανομής της εθνικής γης, συμβιβαζομένου με το εθνικόν συμφέρον και την εξασφάλισιν όλων των εξωτερικών και εσωτερικών χρεών».
124) Βλ. περί του ζητήματος του συμβιβασμού διά παραχωρήσεως γαιών, πλην των εις άκρον συνοπτικών πρακτικών της εν Προνοία εθνοσυνελεύσεως (σελ. 23), την Diplomatic history of Greece του Parish σελ. 203 και εφεξής, και τας σελ. 65 - 70 του παραρτήματος. Περί του Parish και του έργου του βλ. κατωτέρω μέρ. β', κεφ. α', σημ. 1ην.
125) Αι ωφέλειαι, ας συμβιβασμός θα συνεπήγετο διά την Ελλάδα, κατεδείχθησαν επιτηδείως έν τινι τεύχει δημοσιευθέντι υπό του κ. Edward Haslewood, προέδρου του συλλόγου των Ελλήνων ομολογιούχων· βλ. A letter to his excellency A. Coumoundouros, minister of finance in Greece, 27ης Αυγούστου 1858.
126) Ο κ. Γιαννόπουλος, υπουργός ων των οικονομικών, έλεγεν εις το τέλος της προς τον βασιλέα περί της οικονομικής καταστάσεως της χώρας εκθέσεώς του (6 Ιουνίου 1866), ότι «καίτοι τα δάνεια της ανεξαρτησίας συνήφθησαν υπό όρους βαρυτάτους, η αξιοπρέπεια της Ελλάδος απαιτεί ν' αναγνωρισθώσι», βλ. Rapport de M. Jannopoulos, ministre des finances, à S. M. le roi George, traduit et commenté par Ph — P. Goussios, σ. 28).
127) Αι συκοφαντίαι αύται εβασίζοντο επί της ιδέας ότι η παράτασις και συνεπώς η ευτυχής έκβασις του αγώνος ωφείλετο κυρίως εις την σύναψιν των δανείων του 1824 και 1825. Είδομεν ότι η θεωρία αύτη είναι ήκιστα βάσιμος. Παρερχομένων όμως των ετών και λησμονουμένων των σκανδάλων του Λονδίνου και της Νέας Υόρκης, η θεωρία αύτη, συνεχώς επαναλαμβανομένη υπό των δανειστών της Ελλάδος, κατήντησε σχεδόν πανθομολογουμένη αλήθεια. Βλ. τον About σελ. 285) «Ces emprunts ont permis à la Grèce de conquérir son indépendance». — Ο Financier (18 Ιουνίου 1877) ομιλεί περί the bad faith of Greece to the foreign créditors whose money founded his national independence. — Ο Drucker (An appeal to the governments and monarchs of Europe, σελ. 3) γράφει: These loans have been of much greater benefit to the borrowing country than any other loan contracted in this century, according to the most authentick authors, the Greeks where sinking when the arrival of large sums restored their spirit of resistance and hope for success. — Απήχησις της θεωρίας ταύτης εύρηται και εν έργω σοβαρώ και νεωτάτω: Turkey in Europe by Odysseus (σ. 318 - 319).
Το περιεργότερον είναι ότι αυτός ο Times, όστις εστηλίτευσε τόσον δριμέως τα άθλα της εν Λονδίνω τετραρχίας και των αμερικανών ναυπηγών, ήρξατο, μετά πάροδον ολίγων ετών, να ελέγχη δριμύτατα την κακοπιστίαν των Ελλήνων (βλ. τον Times της 3ης Δεκεμβρίου 1863).
Τοσαύτη δε ήτο η ως εκ τούτου γενική καθ' ημών καταφορά, ώστε το Punch της 13ης Δεκεμβρίου 1863 ανέγραφε το εξής δίστιχον·
Spell in five letters « Bully, bilk and Sneak Repudiator, trickster » read it.... Greek
128) Την ημέραν της εκ Λονδίνου αναχωρήσεως του νεωστί εκλεγέντος βασιλέως Γεωργίου, ήτοι την 2/14 Οκτωβρίου 1863, συνήλθον εν τη Αγγλική πρωτευούση οι δανεισταί της Ελλάδος. Εν τη συνεδριάσει εκείνη, καθ' ην πολλαί ευχαί εξεφράσθησαν, ελέχθη υπό του προεδρεύοντος Haleswood και η εξής βαρυσήμαντος φράσις: Ελπίζομεν ότι η Ελλάς θα εννοήση ότι η πίστις είναι η ζωή των εθνών. Βλ. και τον Εθνοφύλακα της 25ης Οκτωβρίου 1863.
129) Πότε και πώς ακριβώς οι Ολλανδοί ούτοι εγένοντο κάτοχοι των Ελληνικών ομολογιών, καίτοι επιμόνως ανεζητήσαμεν, δεν ηδυνήθημεν να εξακριβώσωμεν. Ίσως τούτο συνέβη άμα τη εκδόσει των δανείων, οπότε το χρήμα ήτο άφθονον και ο τόκος μικρότατος εν ταις Κάτω Χώραις. Αι αγγλικαί δ' όμως εφημερίδες της εποχής και οι ημέτεροι Λουριώτης, Ορλάνδος και Σπανιολάκης δεν ποιούνται μνείαν περί Ολλανδών ομολογιούχων.
Είναι βέβαιον εξ άλλου ότι η μετοχέτευσις των ομολογιών εις Ολλανδίαν εγένετο προ του 1847, καθ' ότι, το έτος εκείνο, ο C. Leconte (étude économique dela Grèceσελ. 185), γράφει: «La presque totalité des obligations a passé entre les mains de spéculateurs Hollandais. Elles se négocient de 5 1/4 à 6 3/4% du capital nominal sur le marché d'Amsterdam».
Κατά τους υπολογισμούς του κ. Γενναδίου (Βλ. Λευκήν Βίβλον, σελ. 69) οι Ολλανδοί κάτοχοι, τριάκοντα περίπου τον αριθμόν, ήσαν, εκτός του Drucker του κατέχοντος υπέρ το ήμισυ των αρχαίων τίτλων, κύριοι ελαχίστου ποσού.
130) Των Ολλανδών ομολογιούχων προεξήρχε κερδοσκόπος τις, ονόματι Louis Drucker, όστις και την Ελλάδα επεσκέφθη και πολλά εις διαφόρους γλώσσας περί του ζητήματος έγραψε. Βλ. κυρίως Quelques documents relatifs aux emprunts helléniques contractés à l'étranger, publiés par L. D. Ie série; La Haye 1874. — 2e série; Leide 1877.
Ο Drucker, όστις κατά το 1874 εδεικνύετο αρκετά ήπιος, από του 1875 και εντεύθεν παρεξετράπη εντελώς. Την δε γλώσσαν, ην μετεχειρίσθη είς τινα Αγγλιστί γεγραμμένα φυλλάδια, επιτυχώς εχαρακτήρισεν ως εξής ο πρόεδρος του συνδέσμου των ξένων ομολογιούχων, εντιμότατος Ε. Pleydell Bouverie: «Υπάρχει αξιότιμος Ολλανδός, ονόματι Drucker, όστις από ετών ενδιαφέρεται τα μάλιστα εις το ζήτημα, και όστις εδημοσίευσε πολλά φυλλάδια, άτινα καταδεικνύουσιν ότι είναι κάτοχος της Αγγλικής, ή τουλάχιστον είδους τινός αγγλικής, διότι αναγνούς τα φυλλάδια του ευρίσκω ότι εξήντλησε το λεξιλόγιον το εν χρήσει εν τη εγγύς ιχθυαγορά (fish - market)»
131) Αρυόμεθα εκ μιας των εκθέσεων του κ. Γενναδίου τας πλείστας των πληροφοριών, ας δίδομεν παρακατιόντες περί των διαπραγματεύσεων του συμβιβασμού. Η έκθεσις αύτη, γραφείσα τη 17/29 Δεκεμβρίου 1875, αποτελεί μίαν των μάλλον αξιοθαυμάστων οικονομικών εκθέσεων, ας ανέγνωσά ποτε. Υπενθυμίζει εν πολλοίς και διά την γλαφυρότητα του ύφους και διά την σαφήνειαν των ιδεών και διά την δύναμιν των επιχειρημάτων, την έκθεσιν του Léon Say περί της πληρωμής της αποζημιώσεως των πέντε δισεκατομμυρίων. Η δημοσιογραφική δράσις του κ. Γενναδίου επί του ζητήματος είναι επίσης γνωστή· παρετάθη επί τέσσαρα περίπου έτη διεξαγομένη διά των κυριωτέρων οργάνων του αγγλικού τύπου εν είδει επιστολών.
132) Θέμα της συζητήσεως ήτο το κατά πόσον τα δάνεια ταύτα εχρησίμευσαν εις την Ελλάδα. Η Ελπίς ισχυρίζετο ότι τα δάνεια εις ουδέν εχρησίμευσαν, ο δε κ. Μέρλιν αντέκρουεν αυτήν διά του Εθνοφύλακος. Ολίγον αργότερον Έλλην εκ Λονδίνου, ο κ. Δ. Παππάς, προέτεινε διά του τύπου την συνομολόγησιν δανείου δύο εκατομμυρ. λιρών προς απόσβεσιν των χρεών της επαναστάσεως και εξεύρεσιν νέων πόρων. Προς ανασκευήν δε του κ. Παππά έγραψεν ο κ. Λεβέντης το προμνημονευθέν έργον του.
133) Ο αείμνηστος Τρικούπης, δι' ιδιωτικής επιστολής (21 Δεκ. 1866), προέτρεπε τον γενικόν πρόξενον της Ελλάδος να καταβάλη πάσαν προσπάθειαν, όπως επιτύχη δάνειον 2 1/2 εκατ. Λ. προς 8% και εκδεδομένον εις το άρτιον. Εκ του ποσού τούτου ο Τρικούπης ήτο πρόθυμος να διαθέση ολόκληρον εκατομμύριον υπέρ των δανείων της επαναστάσεως.
Ο κ. Σπάρταλης απήντησεν αμέσως (τη 2/14 Ιανουαρίου 1867), ότι σύναψις τοιούτου δανείου ήτο ακατόρθωτος, καθ' ότι εις την αγοράν του Λονδίνου, όπου ευρίσκοντο αξίαι κρατών ως η Αίγυπτος, η Χιλή, η Περουβία, η Βρασιλία, αποφέρουσαι πραγματικόν τόκον 10 και 12%, ήτο αδύνατον να εκδοθώσιν ελληνικαί ομολογίαι προς πλέον των 80% επί του ονοματικού κεφαλαίου.
134) Βλ. τας οδηγίας τας σταλείσας εις τον αείμνηστον Βράιλαν υφ' ημερομηνίαν της 14/26 Αυγούστου 1867.
135) Βλ. την έκθεσιν του κ. Βράιλα της 27 Ιουλίου.
136) Προετείνετο να πληρώνηται:
κατά το 1868 τόκος 6 %
ήτοι
54,000 Λ.
κατά το 1869 τόκος 6 1/2%
»
58,500 Λ.
κατά το 1870 τόκος 7 %
»
63,000 Λ.
κατά το 1871 τόκος 7 1/2%
»
67,500 Λ.
από του 1872 τόκος 8 %
»
72,000 Λ.
137) Ως εγγυήσεις της πληρωμής προσεφέροντο τα τελωνεία, αι αλυκαί κτλ.
138) Βλ. τας λεπτομερείας εν Εκθέσει Γενναδίου σελ. 4.
139) Η κυβέρνησις Κουμουνδούρου η υπογράψασα την σύμβασιν, έπεσε σχεδόν άμα τη υπογραφή αυτής. Η δε κυβέρνησις Μωραϊτίνη ησπάσθη μεν την υπογραφείσαν σύμβασιν, ήτις και εψηφίσθη εις α' ανάγνωσιν προ της λήξεως της συνόδου, και τούτο τοσούτω ευκολώτερον, καθ' όσον οι Άγγλοι προέβησαν εις νέας παραχωρήσεις, αλλά δυστυχώς έπεσε και αύτη πριν κυρωθή η σύμβασις, την αυτήν δε τύχην έλαβον και αι διάδοχοι αυτής.
140) Μεταχειριζόμεθα μετά λύπης, προκειμένου περί έλληνος πολιτευτού, ιδίως δ' ανδρός αποθανόντος, γλώσσαν ήτις δυνατόν να φανή ίσως απρεπής. Προς πάσαν υπεράσπισιν παραπέμπομεν τον αναγνώστην εις τας δύο εγκυκλίους του Κου Βαλασσοπούλου, υφ' ημερομηνίαν της 3 και 24 Οκτωβρίου 1868, και εις τα σχόλια των κ.κ. Γενναδίου και Σπάρταλη. Άλλως τε ουδείς δύναται, νομίζω, ν' αρνηθή ότι η πολιτεία του κ. Βαλασσοπούλου υπήρξε καταστρεπτική, όπως καταστρεπτική υπήρξεν η πολιτεία όλων εκείνων οίτινες, προ του 1867 ή μετά τούτο, παρεξέκλιναν της οδού της ειλικρίνειας και της κατ' επίφασιν μόνον επιζημίου ευθύτητος.
141) Οι Ολλανδοί διεμαρτυρήθησαν επισήμως κατά της συμβάσεως του Λονδίνου. Έγραψαν δε εις τον βασιλέα Γεώργιον αιτούντες ακρόασιν διά τους αντιπροσώπους, ους έμελλον να στείλωσιν εν Αθήναις. Πράγματι, ολίγον αργότερον, ο Drucker επεσκέφθη την Ελληνικήν πρωτεύουσαν.
142) Περί της αποστολής ταύτης βλ. μακρόν άρθρον εν τη Ημέρα της 14/26 Ιουνίου 1872, έτερον άρθρον εν τη Κλειοί της 1/13 Ιουλίου 1872, και τας σελ. 6 - 7 της Εκθέσεως Γενναδίου.
143) Το αρχικόν σχέδιον του κ. Οικονομίδου ήτο α') ν' ανταλλαγώσι τα παλαιά χρεώγραφα διά νέων ομολογιών 1,000,000 Λ. επί τόκω 5% και χρεωλυσίω 1/2%· β') να κατατίθηται το κατ' έτος ούτω πληρωτέον ποσόν των 55,000 Λ. εις την ιδρυθησομένην Κτηματικήν Τράπεζαν, ανταλλασσόμενον διά των μετοχών αυτής, και γ') να εγγυηθή η Ελληνική κυβέρνησις τόκον 5% διά τας ούτω ληφθησομένας μετοχάς.
144) Υπήρχον και λόγοι διπλωματικοί συνηγορούντες υπέρ συμβιβασμού, όστις αναμφιβόλως θα διέθετεν ευμενώς την εν Αγγλία κοινήν γνώμην.
145) Ο κ. Haleswood και οι λοιποί Άγγλοι έκαμνον τον εξής συλλογισμόν: Ζητούμεν, έλεγον, σήμερον ακριβώς ό,τι εζητούμεν τω 1867· τότε ηρκούμεθα εις έν εκατομμύριον, έκτοτε δε το χρέος, ως εκ του ανατοκισμού ηυξήθη κατά 500,000 Λ., ζητούμεν όθεν 1,500,000 Λ. Αλλ', ως απήντα ο κ. Γεννάδιος, ο συλλογισμός ούτος ήτο εσφαλμένος, διότι, γινομένης δεκτής της απαρχής του αγγλικού συλλογισμού, έπρεπε να υπολογίζωνται όχι οι τόκοι του αρχαίου κεφαλαίου των 7,446,175 Λ., αλλ' οι τόκοι του προτεινομένου κατά το 1867 νέου κεφαλαίου ενός εκατομμυρίου.
146)Ο κ. Γεννάδιος προέτεινε κατ' αρχάς προοδευτικόν σύστημα αποσβέσεως, του χρεωλυσίου οριζομένου το πρώτον εις 5,000 Λ. και ολίγον κατ' ολίγον ανερχομένου εις 20,000. Θα επληρώνοντο ούτω κατ' αρχάς μόνον 65,000 Λ., εν δε τω μεταξύ η Ελλάς, απολαύουσα και πάλιν εξωτερικής πίστεως, θα ηδύνατο να μετατρέψη τα εσωτερικά δάνεια και να εξοικονομήση άνευ κόπου 10 έως 15,000 Λ. κατ' έτος.
147) Η εκλογή ως αντιπροσώπου του κ. Μαλικοπούλου, ανδρός αγνοούντος την αγγλικήν και ήκιστα ειθισμένου εις μεγάλας χρηματιστικάς επιχειρήσεις, παραμένει ανεξήγητος.
148) Το κείμενον της συμβάσεως εξεδόθη αγγλιστί (βλ. An agreement with the Hellenic Government for the conversion of the Greek loans of 1824 and 1825. London 1878). Μετάφρασις ελληνική της συμβάσεως εύρηται εν τη Λευκή Βίβλω σελ. 4 - 7.
149) Η διαφορά μεταξύ των ερυθρών (1825) και κυανών (1824) ομολογιών ωφείλετο εις το ότι εχρεωστούντο επί των πρώτων περισσότεροι τόκοι ή επί των δευτέρων. Πράγματι διά τα δάνεια του 1824 είχον πληρωθή, ως ενθυμείται ο αναγνώστης (βλ. σημ. 55 προς το τέλος) πέντε εξάμηνα τοκομερίδια. Η αναλογία είχεν ορισθή κατόπιν μακρών υπολογισμών.
150) Υπό την επόψιν ταύτην η σύμβασις ήτο εκτάκτως επωφελής. Αι οδηγίαι του Μαλικοπούλου απέβλεπον εις τεσσαρακονταετή απόσβεσιν, η δε σύμβασις του 1867 εις πεντηκονταετή.
151) Η προθεσμία αύτη υπό των οδηγιών της Ελληνικής κυβερνήσεως είχεν ορισθή διετής, και υπό της συμβάσεως του 1867 τρίμηνος.
152) Αι δύο αύται πρόσοδοι ήσαν ιδίως αποτεταγμέναι μέχρι ποσού 4,250,000 φρ. ετησίως εις την υπηρεσίαν ετέρου δανείου. Υπελείπετο δ' όμως οπωσδήποτε περίσσευμα περίπου 90,000 λιρών. Η δε Ελληνική κυβέρνησις υπεχρεούτο να μη φέρη τυχόν μεταβολάς σκοπούσας την μείωσιν των προσόδων τούτων (βλ. άρθρ. 15 και 16).
153) Τω όντι ρητός όρος της συμβάσεως, το άρθρον 18, ώριζεν ότι: εάν η Επιτροπή του χρηματιστηρίου του Λονδίνου δεν επιτρέψη τυχόν, ίνα τα χρεώγραφα της Ελληνικής κυβερνήσεως αναγράφονται επισήμως εν τω χρηματιστηρίω, το συμβόλαιον τούτο θα είναι άκυρον.
154) Βλ. όλον σχεδόν τον αγγλικόν τύπον, ιδίως δε το Daily News της 11ης Οκτωβρίου, το Bullionist της 12ης, το Financier κτλ. To Punch απέσυρεν επισήμως το κατά των Ελλήνων υβριστικόν δίστιχόν του.
155) Κατά την συνέλευσιν ταύτην έλαβον τον λόγον ο πρόεδρος της συνελεύσεως Pleydell - Bouverie, ο κ. Γεννάδιος και, εν ονόματι των Ελλήνων εμπόρων του Άστεως, ο κ. Εμμ. Μαυρογορδάτος.
156) Η σύμβασις εψηφίσθη διά 82 ψήφων κατά 18, εκυρώθη δ' υπό του βασιλέως τη 8η Δεκεμβρίου 1878.
157) Κατά τον Economist της 12ης Οκτωβρίου 1878, τα αποτελέσματα των πέντε τελευταίων χρήσεων υπήρξαν τα εξής:
Έτη
Έσοδα
Έξοδα
Ελλείμματα
1873
1,277,000
Λ.
1,283,000
Λ.
6,000
Λ.
1874
1,336,000
»
1,490,000
»
154,000
»
1875
1,259,000
»
1,395,000
»
136,000
»
1876
1,387,000
»
1,395,000
»
8,000
»
1877
1,402,000
»
1,467,000
»
65,000
»
158) Βλ. την Νέαν Ημέραν της 2/14 Δεκεμβρίου.
159) Η βίβλος εκείνη τυγχάνει επίσης πρόχειρος μαρτυρία του καθ' όλην την περίοδον ταύτην υπό του κ. Γενναδίου επιδειχθέντος ακαμάτου ζήλου και σπανίας ικανότητος· βλ. ιδίως τα υπ' αριθμ. 12 και 13 έγγραφα.
160) Έκθεσις λογιστική περί του γενικού λογαριασμού των μετατραπέντων δανείων του 1824 και 1825.
161) Παρατηρούμεν ότι οι υπό του επισήμου τούτου δημοσιεύματος διδόμενοι αριθμοί είναι πάντη εσφαλμένοι. Ο συγγράψας την έκθεσιν ελησμόνησε πράγματι ότι εκ των αρχικών κεφαλαίων των 2,800,000 Λ., χρεώγραφα ονοματικής αξίας 565,385 Λ. (εξ ων 280,200 Λ. του α' δανείου) είχον αποσβεσθή άμα σχεδόν τη εκδόσει (βλ. αν. σελ. 29 [η οποία αρχίζει με τις λέξεις . . . Πολιτείαις προς στρατιωτικάς και ναυτικάς . .
]και εφεξής). Έμειναν λοιπόν εν τη κυκλοφορία 2,234,615 και επί του ποσού τούτου έπρεπε να γίνωσιν οι υπολογισμοί, λαμβανομένου δ' όμως επίσης υπ' όψιν ότι μέρος μικρόν των εξαγορασθέντων χρεωγράφων και πάλιν εν κυκλοφορία υπό της Ελληνικής κυβερνήσεως (βλ. σελ. ετέθη 31 σημ. α').

162) Σημειωτέον ότι εξεδόθησαν άλλαι 29,000 Λ. ομολογίαι προς κάλυψιν των εξόδων μετατροπής και προμηθείας,
163) Των μόνων εξωτερικών δανείων, άτινα συνήψε ποτε ο Όθων.
164) Λέγω ουσιαστικώς, διότι α') ο Όθων συνήψε μικρόν δάνειον μετά της Εθνικής Τραπέζης, και β') το εσωτερικόν χρέος συμπεριελάμβανεν εκτός της προς τας ναυτικάς νήσους αποζημιώσεως και μικρότερά τινα κονδύλια.
165) Προς την μελέτην του δανείου των εξήκοντα εκατομμυρίων εχρησιμοποιήσαμεν:
Διά μεν την συνομολόγησιν και την έκδοσιν αυτού α') Διάφορα αγγλικά διπλωματικά έγγραφα, ων οι τίτλοι αναφέρονται κατωτέρω· β') Τον λίαν ενδιαφέροντα λόγον: Sur le projet de loi relatif à la garantie de l'emprunt grec (8 Μαΐου 1833) του δουκός de Broglie, τότε υπουργού των εξωτερικών της Γαλλίας (ο λόγος ούτος ανετυπώθη εν τω β' τόμω των écrits et Discours του δουκός) γ') Περίεργον έργον του Η. Η. Parish: Α. Diplomatic history of the monarchy of Greece (London 1838). Ο συγγραφεύς του έργου τούτου, χρηματίσας επί τινα έτη γραμματεύς της ενταύθα αγγλικής πρεσβείας, εγνώριζεν αρκούντως τα κατά την ημετέραν πατρίδα, είχε δε συλλέξη μετά πολλής επιμελείας πλείστας πληροφορίας, αίτινες άνευ αυτού θα είχον πιθανώς απολεσθή διά παντός, ή τουλάχιστον θα ήσαν εις άκρον δυσεύρετοι. Δυστυχώς ο Parish, τυφλούμενος υπό σφοδροτάτου μίσους εναντίον του Πάλμερστων, ον κατηγορεί ως θέλοντα να εγκαταλίπη την Ελλάδα εις τους Ρώσους, εστερείτο προφανώς δύο απαραιτήτων τω ιστορικώ δώρων, της οξυδερκείας και της ευθυκρισίας.
Ως προς δε την χρήσιν του δανείου ανεδράμομεν ιδίως α') εις τους υπό του Μεταξά υποβληθέντας Γενικούς λογαριασμούς της οικονομικής διαχειρίσεως του κράτους από Ιανουαρίου 1833 μέχρι Δεκεμβρίου 1843, έγγραφον, εις ό δίδει πρόσθετον κύρος το ότι επεθεωρήθη υπό του κ. Lemaire, αντιπροσώπου της τότε Γαλλικής κυβερνήσεως παρά τη ημετέρα Εθνική Τραπέζη· β') εις την étude économique de la Grèce του Leconte, πόνημα εκδοθέν τω 1847 μετά διετή διαμονήν εν Ελλάδι, όπερ είναι διά τε την πληθύν και την ακρίβειαν των πληροφοριών ανεκτίμητον βοήθημα διά τον ερευνώντα τα κατά την εποχήν εκείνην γ') εις τον Mendelssohn - Bartholdy, τον About και τον Finlay. (Ομιλούντες περί της Βαυαρικής διοικήσεως και του βαυαρικού στρατού σπανιώτατα εμνημονεύσαμεν τα υφ' Ελλήνων γραφέντα ή λεχθέντα, καθ' ότι αναγνώσταί τινες ηδύναντο να θεωρήσωσι ταύτα ως υπαγορευμένα υπό λησμονηθέντων νυν παθών).
Τέλος όσον αφορά εις τας μετά την γ’ Σεπτεμβρίου διαπραγματεύσεις και τον μετέπειτα κανονισμόν, πληροφορίαι εύρηνται κυρίως εις διαφόρους αγγλικάς, και μίαν γαλλικήν, διπλωματικάς βίβλους. Προσθετέον όμως ότι αι βίβλοι αύται, καθώς και αι ανωτέρω αναφερόμεναι, ήκιστα έχουσι την αρτιότητα των νυν επί οικονομικών ζητημάτων εκδιδομένων φέρουσι τω όντι χαρακτήρα τμηματικόν, ούσαι ολιγοσέλιδοι και ουδέποτε αποπειρώμεναι καν να διαγράψωσι σύνοψιν των διαπραγματεύσεων, εις ας αναφέρονται. Ως επί το πολύ αι αγγλικαί βίβλοι εξεδίδοντο εις παραμονάς κοινοβουλευτικής συζητήσεως, η δε Κιτρίνη Βίβλος (Livre Jaune) του 1866, περί ης μετέπειτα θα γίνη λόγος, δεν έχει τι το ενιαίον, αλλά περιέχει έγγραφα διαμειφθέντα μεταξύ της Γαλλίας και πολλών άλλων επικρατειών, εν αις και η Ελλάς. Τοσαύτη δ' όμως είναι η έλλειψις των παρ' ημίν επισήμων δημοσιευμάτων, τοσαύτη ήτο η εμπάθεια και η πενιχρότης των κατά καιρούς κοινοβουλευτικών συζητήσεων, ώστε αι ισχναί εκείναι αγγλικαί βίβλοι αποτελούσι τον μόνον μίτον, όστις προσφέρεται εις τον περιπλανώμενον ανά τας διεθνείς οικονομικάς διαπραγματεύσεις της εποχής εκείνης.
Ομιλήσαντες περί της εμπαθείας και της πενιχρότητος των παρ' ημίν κοινοβουλευτικών συζητήσεων οφείλομεν να προσθέσωμεν, ότι τοιούτον χαρακτήρα δεν φέρουσιν αι κατά τας αρχάς του 1860 εν τη Γερουσία γενόμεναι (βλ. τα πρακτικά της 22ας και 23ης Μαρτίου). Τας συζητήσεις ταύτας καθώς και την περί του δανείου των εξήκοντα εκατομμυρίων έκθεσιν του γερουσιαστού Χατζίσκου (8 Μαρτίου 1860) διακρίνει και γνώσις του θέματος και σχετική μετριοπάθεια.
166) Η κατάστασις αύτη παραταθείσα, δυνατόν ειπείν, καθ' όλην την επανάστασιν, εγένετο ιδίως αισθητή άμα τη ελεύσει του Καποδιστρίου, ούτινος η Κυβέρνησις δεν ηδυνήθη να ζήση ειμή διά των βοηθημάτων και των προκαταβολών της Ρωσίας και της Γαλλίας. (Η Αγγλία, λαμβάνουσα υπ' όψει τα υπ' Άγγλων πολιτών παραχωρηθέντα δάνεια, ενόμισεν ότι δεν ώφειλε να προβή, χάριν της Ελλάδος, εις νέας θυσίας).
Η Γαλλία, κατά τον Broglie (αυτ. σελ. 417) προέβη, διαρκούσης της Ελληνικής επαναστάσεως, εις έξοδα τριών ειδών·
α') Εις έξοδα προς αποκλειστικήν ωφέλειαν της Ελλάδος, ήτοι:
Τω 1828 βοηθήματα εις χρήμα
3,588,583
Τω 1828 εξαγορά αιχμαλώτων
243,569
_____________
φρ. 3,832,569.33
Τω 1829 βοηθήματα εις χρήμα
1,554,814.20
Τω 1829 εξαγορά αιχμαλώτων
69,942.66
______________
φρ. 1,624,756.86
Τω 1830 προκαταβολή 500,000 φρ. απέναντι
του δανείου
500,000. —
Ήτοι εν συνόλω 5,957,700 φρ., εξ ων αι 500,000 αποδοτέαι.
β') Εις έξοδα αποκλειστικώς χάριν της Γαλλίας, ήτοι:
Την συντήρησιν μεγάλου στόλου εις τα Ελληνικά ύδατα, όπου ευρίσκοντο ήδη μεγάλοι στόλοι Αγγλικοί και Ρωσικοί. Τα έξοδα της συντηρήσεως του στόλου τούτου, αναγκαίου διά το Γαλλικόν γόητρον, ανήλθον εις 17 εκατομμύρια.
γ') Εις έξοδα χάριν και της Γαλλίας και της Ελλάδος:
Τα έξοδα της εκστρατείας του Μαιζώνος, ή εκστρατείας του Μορέως, ως λέγουσιν οι Γάλλοι, ήτοι εν συνόλω 13,335,448 φρ. Διά τούτων ηλευθερώθη η Πελοπόννησος από των Αιγυπτίων, αλλ' υπηρετήθησαν μεγάλως και τα πολιτικά συμφέροντα της Γαλλίας, ήτις επιμόνως είχε ζητήση να επιτραπή αύτη, όπως αναλάβη μόνη την εκστρατείαν ταύτην.
167) Οι λόγοι διά τους οποίους επεβάλλετο εις μεν τους Έλληνας συνομολόγησις δανείου, εις δε τας προστάτιδας Δυνάμεις η εγγύησις αυτού, ανεπτύχθησαν θαυμασίως υπό του Πάλμερστων εν επιστολή προς τον κόμητα Pozzo di Borgo (βλ. Papers Relating to the third instalment of the Greek loan. Λονδίνον 1836. Σημείωμα υπ' αριθ. 18). «Από της αρχής της Ελληνικής επαναστάσεως, έγραφεν ο Άγγλος πολιτευτής τη 14η Ιουνίου 1836, μία, των μεγαλειτέρων δυσχερειών, εις ας προσέκοψε το Ελληνικόν Έθνος, ήτο η έλλειψις χρηματικών πόρων.
» Μικρά χώρα, εν επαναστάσει ευρισκομένη και καταστρεφομένη υπό αγρίου πολέμου, δεν ήτο δυνατόν να έχη δημοσίας προσόδους, τοσούτω μάλλον καθ' όσον τα προ του πολέμου υπό ιδιωτών αποταμιευθέντα είχον ταχέως καταναλωθή. Τη αληθεία ο ενθουσιασμός και ο πατριωτισμός επέτρεψαν εις τους Έλληνας να διεξαγάγωσιν αμυντικόν πόλεμον έχοντας πόρους πολύ μικροτέρους ή οι αντίπαλοι αυτών. Ξένοι δε ιδιώται, συμπαθώς διακείμενοι προς τους Έλληνας, εβοήθησαν αυτούς διά χρημάτων. Ούτω δε κατωρθώθη να διαρκέση ο πόλεμος μέχρις ου επενέβησαν αι τρεις Δυνάμεις.
» Αλλά, περατωθείσης της επαναστάσεως, δεν εξέλιπον μετ' αυτής αι οικονομικαί δυσχέρειαι της Ελλάδος. Αι δαπάναι των πολεμικών επιχειρήσεων έπαυσαν, αλλ' ήρχισαν αι της ειρηνικής διοικήσεως, και ενώ, αφ' ενός, τα αναγκαία έξοδα ηυξάνοντο ως εκ του αριθμού των ιδιωτών, οίτινες καταστραφέντες υπό του πολέμου δεν ηδύναντο να ζήσωσιν, προσωρινώς τουλάχιστον, άνευ της επικουρίας της κυβερνήσεως, αφ' ετέρου αι θυσίαι αι γενόμεναι υπό των Ελλήνων κατά τον αγώνα και αι καταστροφαί αι διαπραχθείσαι υπό των Τουρκικών και Αιγυπτιακών στρατευμάτων είχον αποξηράνη τας πηγάς, εξ ων εις άλλα κράτη αναβλύζουσιν αι δημόσιαι πρόσοδοι. Εξωτερική λοιπόν χρηματική βοήθεια ήτο επίσης αναγκαία εις την Ελλάδα κατά τα πρώτα έτη της ειρήνης, όσον υπήρξε και κατά την διάρκειαν του πολέμου. Και πράγματι ήτο προφανές ότι άνευ αξιολόγων ενιαυσίων προσόδων ήτο αδύνατον να οργανωθώσιν οι διάφοροι κλάδοι της εσωτερικής διοικήσεως, ν' αποκατασταθή η ησυχία και η τάξις, να χορηγηθή ασφάλεια εις τα άτομα και την ιδιοκτησίαν και να δοθή εις την γεωργίαν και το εμπόριον ταχεία και πλήρης ανάπτυξις· αλλ' ήτο επίσης προφανές ότι μέχρις ου οι διάφοροι κλάδοι της εσωτερικής διοικήσεως διοργανωθώσιν, μέχρις ου αποκατασταθώσιν η ησυχία και η τάξις, μέχρις ου εξασφαλισθώσιν η ιδιοκτησία και τα άτομα, και μέχρις ου η γεωργία και το εμπόριον αναζήσωσιν, ουδέν σπουδαίον δημόσιον έσοδον ήτο δυνατόν να υπάρξη».
168) Πράγματι αι δυνάμεις υπελόγιζον τα έσοδα και τα έξοδα ως εξής (βλ. Broglie σελ. 403):
Έσοδα
Φοίνικες
| Έξοδα
Φοίνικες
| Συντήρησις στρατού
11,500
Δεκάτη
3,900,000
| ανδρών, εξ ων 3,290 αξιωμ.
5,360,000
Φόρος ενοικίων
80,000
| Ναυτικόν εκ 44 πλοίων μετά
Τελωνεία
2,000,000
| πληρωμάτ. εκ 1,479 ανδρών
1,400,000
Τέλη δικαστικά
100,000
| Υπουργείον Εσωτερικών
1,340,000
Ναυτικά τέλη και διαβατήρια
59,000
| Υπουργείον Δικαιοσύνης
225,000
Λιμενικά τέλη
70,000
| Υπουργείον Δημ. εκπαιδεύσ
430,000
Αλυκαί
200,000
| Υπουργείον Εξωτερικών και
Βοσκαί
500,000
| εμπορικής ναυτιλίας
27,000
Δεκάτη εθνικών γαιών
100,000
|Οικονομική Διοίκησις,
Γαίαι κατειλημμέναι υπό
| Ταμείον, Τράπεζα
88,000
Τούρκων
1,050,000
| Έκτακτα έξοδα
200,000
_________
|
_________
(Περίπου 7,500,000 φρ.)
8,209,000
| (Περίπου 8,200,000 φρ.)
9,070,000
Το ενιαύσιον λοιπόν έλλειμμα υπελογίζετο εις 861,000 φοίνικας, και προστιθεμένης της υπηρεσίας του δανείου, ήτοι 3,900,000 φοιν., εν συνόλω εις 4,300,000 φρ. Προς κάλυψιν ακριβώς του ελλείμματος τούτου επί δεκαετίαν, έλεγεν ο Broglie, θα χρησιμεύσωσι τα 48 εκατ. του δανείου. (Τα 12 άλλα θ' αφιερούντο εις την εξαγοράν των βορειανατολικών επαρχιών). Κατά δε τα δέκα ταύτα έτη, προσέθετεν ο γάλλος πολιτευτής, η τάξις θ' αποκατασταθή, η γεωργία και το εμπόριον θ' αναπτυχθώσι και η Ελληνική κυβέρνησις θα είναι εις θέσιν να επαρκή και εις τας ανάγκας του τόπου και εις την υπηρεσίαν του δανείου. Τούτο δε τοσούτω μάλλον, καθ' όσον το Ελληνικόν δημόσιον, κατέχον επί ολικής εκτάσεως 10,600,000 στρεμμάτων, 6 εκατ. περίπου στρεμμάτων καλλιεργησίμων, ων έκαστον πρέπει να υπολογισθή τουλάχιστον εις 40 φράγκα, κατείχε, κατά τον Broglie, περιουσίαν 500 τουλάχιστον εκατομμυρίων.
169) Je dis en résumé, έλεγεν ο Broglie (αυτόθι σελ. 416), qu'en supposant même que la France dut courir quelques risques, en entrant dans la garantie de l'emprunt, il serait de son honneur, de sa générosité, de son intérêt bien entendu, de courir ces risques.
170) Η ενδεχομένη αύτη ζημία δεν ήτο δυνατόν να υπερβή το έν εκατομμύριον κατ' έτος δι' έκαστον εγγυητήν.
171) Αι αντιζηλίαι αύται, λησμονηθείσαι πλέον, εξηγούνται άριστα εάν τις αναλογισθή πόσον διάφορος φευ! της σημερινής ήτο τότε η εξωτερική θέσις της ημετέρας πατρίδος. Κατά τα πρώτα έτη του Ελληνικού Βασιλείου, ούτε υπήρχον εν τω Αίμω άλλα ανεξάρτητα κράτη ούτε είχεν αναφανή κραταιά και ηνωμένη η Ιταλία. Η Ελλάς λοιπόν, περιβεβλημένη διά της αίγλης του Αγώνος, όχι μόνον εφέρετο ως η επίδοξος διάδοχος της Τουρκίας, αλλ' εθεωρείτο και ως η μόνη ναυτική δύναμις εν τη ανατολική μεσογείω. (Η Ελλάς, έλεγεν ο Broglie, πολύ ταχέως θα κρατή τας κλείδας του Ελλησπόντου).
Ο θλιβόμενος επί τη των πραγμάτων μεταβολή πατριώτης θα εύρη ίσως ποιάν τινα παρηγορίαν σκεπτόμενος: α') ότι η αποδιδομένη τη Ελλάδι σημασία, ως το αντελήφθη τάχιστα ο Thouvenel (βλ. La Grèce du Roi Othon, σελ. 8 - 9), δεν ανταπεκρίνετο εις τα πράγματα και έμελλε μοιραίως να καταλήξη εις παντοίας απογοητεύσεις· β') ότι από του 1850 και εντεύθεν, δηλαδή αφ' ης ακριβώς εποχής ο Ελληνισμός απώλεσε το γόητρόν του, αι πνευματικαί και υλικαί πρόοδοι αυτού τόσον εν τη Ελευθέρα όσον και εν τη Αλυτρώτω ήρξαντο πράγματι αναφαινόμεναι. — Την αλήθειαν της δευτέρας ταύτης παρατηρήσεως ο αναγνώστης δύναται να ελέγξη, συμβουλευόμενος τα επίσημα έγγραφα και τας εφημερίδας της εποχής εκείνης, ή, εάν δεν έχη καιρόν να πράξη τούτο, αναγινώσκων τον Θάνον Βλέκαν του αειμνήστου Καλλιγά.
172) Ήδη προ του Λεοπόλδου την ιδέαν εξωτερικού δανείου εξήκοντα εκατομμυρίων, ηγγυημένου υπό των Δυνάμεων, συνέλαβεν ο Καποδίστριας, υποδείξας αυτήν εις το Πανελλήνιον, ως εμφαίνεται εκ διαφόρων εγγράφων, άτινα βραδύτερον υπεβλήθησαν εις την εν Άργει Δ' Εθνικήν Συνέλευσιν. Η συνέλευσις διά του τρίτου ψηφίσματός της ενέκρινε την ιδέαν του δανείου, όπερ προέκειτο κυρίως να χρησιμεύση α') εις την σύστασιν Εθνικής Τραπέζης· β') εις τον διακανονισμόν των Δανείων της Ανεξαρτησίας και των εσωτερικών απαιτήσεων γ') εις εμψύχωσιν της γεωργίας, εμπορίας, ναυτιλίας κτλ. (βλ. Μάμουκαν, ια', 151 - 155 και έκθεσιν Χατζίσκου εις την Γερουσίαν τη 8η Μαρτίου 1860, Πρακτ. Γερουσίας, σελ. 488).
173) Ως βλέπει ο αναγνώστης τα κατά την έκδοσιν του δανείου των 60 εξήκοντα εκατομμυρίων εκανονίσθησαν μεταξύ των Δυνάμεων και της Βαυαρίας και ουχί των Δυνάμεων και της Ελλάδος. Θα ίδωμεν δε μετ' ολίγον ότι το δάνειον διετέθη ως συνωμολογήθη, δηλαδή χωρίς καν να ερωτηθή ο Ελληνικός λαός.
174) Το συμβόλαιον υπεγράφη τη 1η Μαΐου 1833 υπό του τότε αντιπροσώπου της Ελλάδος εν Παρισίοις Σούτσου. Το κείμενον του εγγράφου τούτου εύρηται παρά τω Parish σελ. 209 - 216.
175) Τα κατά την έκδοσιν της τρίτης ταύτης σειράς εύρηνται εν δυσί δημοσιεύμασι της Αγγλικής κυβερνήσεως· α') Papers Relating to the third instalment of the Greek Loan 1835 - 6. Presented to the house of Commons. July 1836· β') Additional Papers relating to the third instalment of the Greek loan 1835 - 6. Presented to both houses of Parliament. August, 1836.
Διαρκουσών των διαπραγματεύσεων η Ρωσσία συγκατετίθετο να προκαταβάλη χάριν της Ελλάδος έν εκατομμύριον. Τούτο μαρτυρούσι τουλάχιστον τρεις επιστολαί του Rudhart προς τον Έλληνα πρεσβευτήν εν Πετρουπόλει Σούτσον. Αι τρεις επιστολαί αύται περισωθείσαι μετά πολλών άλλων εγγράφων του πρώην ηγεμόνος της Μολδαυίας ευρίσκονται εν τη Βιβλιοθήκη της Βουλής, υπέδειξε δε φιλοφρόνως αυτάς εις ημάς ο κ. Π. Α. Αργυρόπουλος. Προσθετέον ότι η μη έγκαιρος έκδοσις της γ' δόσεως προεκάλεσε τα Βαυαρικά Δάνεια, περί ων κατωτέρω.
176) Βλ. ιδίως την ανακοίνωσιν του κόμητος Pozzo di Borgo εις το εν Λονδίνω συνέδριον, 3 Ιουνίου 1836 (βλ. Papers relating κτλ. αριθμός 17).
177) Βλ. και κατωτέρω σημ. 190.
178) Η Γαλλία επλήρωσεν εξ ιδίων από του 1838 μέχρι του 1840 τους αναλογούντας αυτή τόκους και διά τούτο έθηκεν εις κυκλοφορίαν ποσόν ομολογιών κατά 2 1/2 εκατομμύρια και πλέον μικρότερον του εκδοθέντος υπό των δύο άλλων Δυνάμεων. (Βλ. Έκθεσιν της Γερουσίας, εν τοις πρακτικοίς σελ. 492, παράβ. αγόρευσιν Χρηστίδου, αυτόθι, σελ. 540).
179) Εξεφράσθη πολλάκις μομφή εναντίον των Δυνάμεων, αίτινες, ως ελέγετο εν ταις Ελληνικαίς βουλαίς, δεν εφρόντισαν να επιτύχωσι κατά την έκδοσιν του δανείου όρους συμφέροντας διά την Ελλάδα. Αι κατηγορίαι αύται δεν είναι κατ' αρχήν βάσιμοι. Η Ευρώπη ευρίσκετο τότε εις χρόνους ανωμάλους και η τιμή του χρήματος ήτο βαρεία. Μη λησμονώμεν δε ότι η Γαλλία κατά το 1831 είχεν εκδώση δάνειον 5% εις πραγματικήν τιμήν 84 φράγκων, και το 1832 νέον δάνειον 5% προς 98.50 (βλ. Leroy - Beaulieu τόμ. β' σελ. 598 - 99). Επέτυχε λοιπόν διά την Ελλάδα περίπου τους όρους, ους επετύγχανε δι' ίδιον λογαριασμόν. Η οικονομική θέσις της Ρωσίας ήτο ασυγκρίτως χειροτέρα ή η της Γαλλίας, η δε της Αγγλίας δεν ήτο κατά πολύ καλλιτέρα, ως εκ της διαταράξεως ην προεκάλει η μεταρρύθμισις του 1832. Ουχ ήττον θα ηδύναντο ίσως αι Δυνάμεις να επιτύχωσι καλλιτέρας συνθήκας ως προς την μεσιτείαν και μερικούς δευτερεύοντας όρους.
180) Εκ του ποσού τούτου πλέον του ημίσεος, ακριβώς 5,984,235 φράγκα, επληρώθη εις την Ρωσίαν, ήτις είχεν απαιτήσεις εναντίον της Τουρκίας διά την πολεμικήν αποζημίωσιν του 1829. Βλ. Additional Papers, Νo 1 enclosure 1, την έκθεσιν περί της χρήσεως των δύο πρώτων δόσεων του δανείου. Η έκθεσις αύτη συνετάχθη υπό του Θεοχάρους, τότε υπουργού των οικονομικών.
Ο Leconte και μετ' αυτόν ο About (βλ. σελ. 277) αξιούσι μάλιστα, αλλ' εσφαλμένως, ότι ολόκληρον το ποσόν των 12 εκατομ. δρ. έλαβεν η Ρωσία.
181) Τα ούτω πληρωθέντα παλαιά χρέη χρονολογούμενα ως επί το πολύ από του Κυβερνήτου, είναι τα εξής·
Απόδοσις εις την Ρωσίαν
1,857,358,03
Απόδοσις εις την Γαλλίαν
372,666,66
Απόδοσις εις Εϋνάρδον
276,771,91
Χρεωλύσια παλαιού δανείου Λονδίνου
381,201,12
____________
2,238,559,15
182) Η προς την σπατάλην τάσις της αντιβασιλείας εστηλιτεύθη το πρώτον υφ' ενός των αντιβασιλέων, του Μάουρερ, είτα δε υπό του μόνου ιστορικού, όστις επραγματεύθη εκτενώς πως τα κατά την αντιβασιλείαν, δηλαδή υπό του Μένδελσων Βαρθόλθη (βλ. το βιβλίον γ' του β' τόμου της Ιστορίας της Ελλάδος).
Ο Μένδελσων μεμφόμενος την αντιβασιλείαν, ήτις ήθελε να εισαγάγη διά της βίας θεσμούς μεγάλων ευρωπαϊκών κρατών εν τω περιωρισμένω κύκλω των Ελληνικών πραγμάτων, ανακράζει (βλ. σελ. 138): «Προς τι πομπώδη υπουργεία αντί απλών υπουργικών γραμματέων; προς τι ολόκληρον στράτευμα συμβούλων υπουργικών και συμβούλων της επικρατείας μη δυναμένων εις εαυτούς να παράσχωσι συμβουλήν και αξιούντων εν τούτοις να διοικήσωσιν εκ των γραφείων των τας επαρχίας; προς τι πάσα η πομπεία δαπανηρών στολών και τίτλων; προς τι η μασκαράτα εκείνη, ως την απεκάλει ο λαός, θεωρών αυτήν ούτως ειπείν την σάτυραν της ιδίας του πενίας;»
Ερχόμενος δ' έπειτα εις την προσωπικήν δράσιν του Άρμανσπεργ ο γερμανός ιστορικός προσθέτει (βλ. σελ. 661 - 662): « Δεν δύναταί τις ν' αρνηθή ότι ο κόμης Άρμανσπεργ, ούτινος δύναται ίσως να θεωρηθή ως δικαιολόγησις η περί τα οικονομικά μεγαλοπρεπής αυτού αμάθεια, εκαρπούτο λίαν αφειδώς το δημόσιον ελληνικόν ταμείον υπέρ των προσωπικών αυτού αναγκών και ορέξεων. Μόνα τα έξοδα παραστάσεως της αντιβασιλείας είχον ορισθή εις 91,000 φρ. κατ' έτος... Κατά δε την πολυτελή αληθώς διακόσμησιν του εν Ναυπλίω μεγάρου του Άρμανσπεργ δεν είχε λησμονηθή ούτε το βιενναίον κλειδοκύμβαλον, ούτε η βιενναία άμαξα, ούτε ο θαλαμοστόλος, όστις κατήλθεν εκ Μονάχου διά Μασσαλίας εις Ελλάδα, και επανήλθεν εις Μόναχον, δαπάνη του Ελληνικού κράτους, όπως ευπρεπίση τα δωμάτια του προέδρου της αντιβασιλείας. Το άλευρον μόνον, όπερ εδαπανήθη εις κατασκευήν κόλλας διά την τοιχόστρωσιν των δωματίων, υπελογίσθη εις χιλίας δραχμάς. Ούτω δε, φαίνεται, εσκόπει ο πρόεδρος να παράσχη εις τους Έλληνας έννοιάν τινα της ευρωπαϊκής λαμπρότητος κατ' αντίθεσιν προς την ελληνικήν πτωχείαν».
Ευφυέστατα επίσης σατυρίζει ο Μένδελσων πρόσωπά τινα της αυλής του Άρμανσπεργ, ως λ.χ. τον αρχιγεωμέτρην Γέβχαρτ, όστις «εν άλλη χώρα ήθελε σταλή εις φρενοκομείον, εν Βαυαρία ετέθη απλώς εις διαθεσιμότητα, εν Ελλάδι δε ήτο ευνοούμενος του αρχιγραμματέως και ελάμβανεν ετήσιον μισθον 4,320 δ.» (αυτόθι, σελ. 663).
183) Κατά τα πρωτόκολλα, ο Λουδοβίκος υπεχρεούτο μόνον να επιτρέψη την στρατολόγησιν εν Βαυαρία 3,500 εθελοντών, επειδή όμως ο σχηματισμός του εθελοντικού σώματος έβαινε βραδύτατα, οι αντιβασιλείς συνήψαν τη 1η Νοεμβρίου 1832 μετά του Βασιλέως της Βαυαρίας συνθήκην συμμαχίας, δυνάμει της οποίας ο Λουδοβίκος έθηκεν εις την διάθεσιν του υιού του σώμα βαυαρικόν 3,500 ανδρών το σώμα τούτο συνώδευσε τον Όθωνα εις Ελλάδα.
184) Ο ξένος επικουρικός στρατός, έγραφεν εις Βιέννην ο Πρόκες - Όστεν, ην λίαν δαπανηρός και ουδεμίαν παρείχεν υπηρεσίαν (παρά Μένδ. Βαρτόλδη, σελ. 638).
185) Κατά την έκθεσιν του Μεταξά, σελ. να', τα έξοδα του Βαυαρικού σώματος από 1ης Οκτωβρίου 1832 - 30ης Σεπτεμβρίου 1833, ανελύοντο ως εξής:
1ον) Διά οπλισμόν, συντήρησιν, μισθούς
και έξοδα μεταφοράς κατά την έλευσιν
=
2,746,067
2ον) Διά συντήρησιν κατά την ενιαυσίαν εν Ελλάδι
διαμονήν
=
1,784,283
3ον) Διά έξοδα μεταφοράς κατά την επιστροφήν
=
217,700
_________
4,748,050
Ώστε τα έξοδα ελεύσεως και επανόδου υπερέβησαν τα κατά την ενταύθα διαμονήν έξοδα. «Les Grecs, είπε Γάλλος τις, ont payé pour avoir les Bavarois et ils ont payé ensuite pour s'en débarasser».
Προσθετέον ότι κατά τον γερουσιαστήν Σπ. Μήλιον (συνεδρία της 23ης Μαρτίου 1860) τα πολεμεφόδια και αι αποσκευαί (αξίας 910,607 φρ.) συνέκειντο εξ όσων αχρήστων πραγμάτων περιείχον αι αποθήκαι και τα οπλοστάσια του Μονάχου.
186) Περί δε του ποιού των Βαυαρών εκείνων δύναται να κρίνη ο αναγνώστης εκ των επομένων αποσπασμάτων: «Il est de notoriété publique, λέγει ο Leconte σελ. 185, que les troupes recrutées en Bavière, se composaient de lalie de l'Allemagne et que leur conduite a été souvent fort reprehensible en Grèce, où leur présence n'a fait qu'irriter les populations, les aliéner au gouvernement et créer de très graves embarras». — Η δε πρωσσική πρεσβεία έγραφε τη 18η Οκτωβρίου 1835 εν εκθέσει, ην ανεύρεν εν τοις αρχείοις του Βερολίνου ο Μένδελσων (σελ. 637) ότι: «Ces troupes recrutées parmi les vagabons de toute l'Allemagne sont fort mauvaises et coutent beaucoup». — Παράβ. και Γ. Αγγελόπουλον, Λόγοι Πανεπιστημιακοί, σελ. 52.
187) Ιστορία του συγχρόνου Ελληνισμού, τόμ. α' σελ. 293.
188) Ο διάδοχος του Άρμανσπεργ Rudhart ανενέωσε τω 1837 τα συμβόλαια των Βαυαρών. «N'y eut il contre lui que cette malencontreuse idée, λέγει ο Leconte (σελ. 25), c'était suffiant pour miner une influence mieux établie que la sienne».
189) Αυτόθι t. V II. σελ. 116 - 117. Κατά τον Finlay οι αντιβασιλείς αισχυνόμενοι διά τον προς τους συμπατριώτας αυτών φατριασμόν δεν ετόλμησαν καν στρατιωτικούς πίνακας (army - list) να δημοσιεύσωσι. — Προσθετέον ότι εκ των 30 ανωτέρων αξιωματικών, οι μεν 23 ήσαν Βαυαροί οι δε επτά Έλληνες και φιλέλληνες, εξ ων όμως ουδείς στρατηγός· εκ των 258 κατωτέρων αξιωματικών 139 ήσαν Βαυαροί.
190) Εάν παραβάλωμεν την διετή περίοδον 1845 - 1846 ουχί πλέον προς την ενδεκαετή 1833 - 1843, αλλά προς την πενταετή 1833 - 1837, η γενομένη εν τω στρατώ σπατάλη είναι έτι καταφανεστέρα. Κατά την πενταετή ταύτην περίοδον ο μέσος όρος των στρατιωτικών δαπανών ήτο 7,300,000 δρ. κατ' έτος (Βλ. και Μεταξά αυτόθι).
Από του 1838 και εντεύθεν αυστηραί περικοπαί είχον επιβληθή εις τον στρατ. προϋπολογισμόν το μεν υπό των πραγμάτων αυτών, το δε υπό των Δυνάμεων, αίτινες δεν επέτρεψαν την έκδοσιν της γ' σειράς του δανείου ειμή υπό τον όρον ότι αυστηροτάτη φειδώ θα εβασίλευεν εν τω προϋπολογισμώ (βλ. τας Εισηγήσεις του κ. Dubois, 21 Μαρτίου, και του Δουκός de Broglie, 16 Απριλίου 1838, εις το γαλλικόν κοινοβούλιον). Τα στρατιωτικά έξοδα περιωρίσθησαν κατ' ακολουθίαν εις 5,505,241 δρ. τω 1838 και 4,319,923 τω 1843.
191) Το δάνειον εχρησίμευσε μόνον εφ' όσον επέτρεψεν ημίν να εξαγοράσωμεν τας βορειοδυτικάς επαρχίας. Είδομεν όμως ότι μέρος της πληρωθείσης αποζημιώσεως περιήλθεν εις το ταμείον μιας των εγγυητριών Δυνάμεων.
192) Ούτως η Ελλάς έδωκεν εξ ιδίων διά την υπηρεσίαν του δανείου 6,300,000 δρ. Από δε του 1838, ήτοι αφ' ης εξέλιπον οι Βαυαροί, κατεβλήθη πάσα προσπάθεια όπως επιτευχθώσι σπουδαίαι οικονομίαι, ιδίως εις τον στρατόν κατά ταύτα δε ο μέσος όρος των εξόδων, όστις κατά την πενταετή περίοδον 1833 - 1837 ανήρχετο εις 14,997,407 δρ., κατήλθε κατά την επομένην πενταετίαν, παρ' όλην την αύξησιν του πληθυσμού και συνεπώς των δημοσίων αναγκών, εις 13,572,548. Ο δε προϋπολογισμός του 1843, κατόπιν γενναίων περικοπών εις όλα τα κονδύλια, συνωψίζετο μόνον εις 10,777,550 δρ. (Βλ. Έκθεσιν Μεταξά σ. ιβ').
193) Αι τρεις προκαταβολαί της Βαυαρίας ανήρχοντο εν συνόλω εις 4,658,186 δρ. Εκ τούτων, μέχρι της 31ης Δεκεμβρίου 1843, είχον επιστραφή 2,809,077. Βλ. κατωτέρω τα περί Βαυαρικών Δανείων.
194) Aι τρεις προστάτιδες Δυνάμεις έδοσαν ομού και εκ συμφώνου 2,757,028 δρ. Η δε Γαλλία, ήτις εξαιρέτως ηυνόει τότε την Ελλάδα, προκατέβαλεν ιδιαιτέρως άλλας 2,757,028 δρ.
195) Βλ. σελ. 278.
196) Αποθανόντος του Regny είχε μείνη μόνος επί της διευθύνσεως των οικονομικών ο Τισαμενός. Ούτος, αφ' ου προσεπάθησε να εξοικονομήση τα πράγματα διά της εκποιήσεως φθαρτών κτημάτων και εθνικών σταφιδαμπέλων, ηναγκάσθη, παρά την αρωγήν της Γαλλίας, να ομολογήση την ανεπάρκειάν του και ν' αποσυρθή. Τον δε Τισαμενόν, ον ηρνήθη ν' αντικαταστήση ο Χρηστίδης, διεδέχθησαν πρώτον ο Σηλίβεργος και είτα ο Ράλλης, οίτινες μετά τινας προσπαθείας όπως, διά του Σίνα, συνάψωσι δάνειον εν Βιέννη, ανεγνώρισαν αμφότεροι ότι η οικονομική κατάστασις είχε φθάση εις το απροχώρητον.
197) Βλ. το υπ' αριθ. 68 πρωτόκολλον.
198) Αυτόθι σελ. 238 — «On ne sait ce qu'il faut le plus admirer, λέγει αφ' ετέρου ο About (σ. 275), de la hardiesse des régents, de la bonhommie du peuple grec, ou de la témérité des puissances confiant 60 millions à trois particuliers qui avaient le droit de les gaspiller». Ο δε Leconte προσθέτει (σ. 189) «Attribuer au gouvernement grec, et à plus forte raison à la nation, qui jusqu'en 1843, est restée complètement étrangère à la discussion de ses propres intérêts, la dilapidation des subsides alloués par les puissances protectrices, serait d'une injustice si criante que nous n'admettons pas qu'un pareil sentiment pût trouver place dans aucun esprit éclairé» και κατωτέρω σελ. 340, «La position de la Grèce est identiquement celle d'un mineur forcé, à sa majorité, d'acquitter des obligations contractées en son nom par un conseil de famille;c'est donc à ce point de vue qu'il faut considérer ces obligations et en demander l'acquittement».
199) Βλ. την περί Ελλάδος συζήτησιν εν τη Βουλή των Κοινοτήτων, κατά την συνεδρίασιν της 1ης Αυγούστου. Parlementary Debates 1845, τόμ. VI. — Η συζήτησις αύτη ενεποίησε βαθυτάτην εντύπωσιν εν Ελλάδι, προεκάλεσε δε εν τη Ελληνική βουλή κατά Σεπτέμβριον του 1845 συνεδρίασιν, ης τα πρακτικά προς ανατροπήν των εν τη Αγγλική βουλή λεχθέντων εξεδόθησαν αμέσως και γαλλιστί, υπό τον τίτλον Une discussion à la Chambre Grecque. Το ύφος της γαλλικής μεταφράσεως, καίτοι μέτριον καθ' εαυτό, είναι εν τούτοις ασυγκρίτως ανώτερον του περιεχομένου.
200) Ο Πηλ (βλ. Parl. Deb. αυτόθι στήλη 1336) δεν ηρνείτο ότι η Αγγλία είχε το δικαίωμα να επέμβη, εφοβείτο δ' όμως ότι: we could not ressort to that extreme power which we possess under the treaty, without bringing on a crisis fatal perhaps, to the existence of that popular form of government in Greece, which we have been instrumental in creating and which we are anxious it should continue.
Ο Πηλ έψεξε επίσης τον Πάλμερστων διά την βιαιότηταν μεθ' ης εξεφράζετο περί ξένων πολιτευτών. Ο Πάλμερστων είχε ψάλλη τα εξ αμάξης κατά του Κωλέττη, τραφέντος, ως έλεγεν, εις την αυλήν του Αλή - Πασσά, και διαιωνίζοντος την πολιτικήν του τυράννου εκείνου.
201) Βλ. Correspondance respecting the failure of the Greek Government to provide for the payment of the interest and sinking fund of the Greek Loan. Λονδίνον 1846. (Το επίσημον τούτο δημοσίευμα περιέχει ελάχιστα έγγραφα).
Ο Aberdeen διά δριμείας ανακοινώσεως ηπείλησε την Ελληνικήν κυβέρνησιν ότι θα εφαρμόση το άρθρον 12 παρ. 6 της συνθήκης του 1832, και κατηγόρει αυτήν ως έχουσαν υπέρογκον προϋπολογισμόν των στρατιωτικών, ως μη περιστέλλουσαν την ληστείαν, και ως προκαλούσαν επαναστάσεις εν Τουρκία. Ο Aberdeen ενέδιδεν εις έν μόνον σημείον: συνήνει ν' ανασταλή η πληρωμή του χρεωλυσίου.
Εις την ανακοίνωσιν ταύτην ο Κωλέττης απήντησε (τη 20η Οκτωβρίου 1845) διά μακροτάτης διακοινώσεως, ήτις είναι αριστούργημα ανατολικής διπλωματίας, αλλ' ήτις, όπως όλα τα αριστουργήματα ανατολικής πολιτικής, έβλαψε μάλλον ή ωφέλησε την Ελλάδα. Πράγματι ο Aberdeen εξηγριώθη βλέπων ότι ο Κωλέττης ήθελε να εμπαίξη αυτόν (βλ. την προς τον Sir Ed. Lyons επιστολήν του της 10ης Δεκεμβρίου) και ο Κωλέττης, δι' εγγράφου της 16/28 Φεβρουαρίου 1846, ηναγκάσθη να υποκύψη εις τας Αγγλικάς αξιώσεις.
202) Εις την Αγγλίαν επληρώθησαν τότε εν συνόλω φρ. 793,552,21. Προς απότισιν δε της παρά του φιλέλληνος Ιππότου Κ. Εϋνάρδου - »γενομένης προκαταβολής εψηφίσθη ο ΞΔ' νόμος της 9ης Δεκεμβρίου 1847, δι' ου ανεγνωρίσθη το χρέος τούτο ως χρέος δημόσιον και εδόθη εις την Κυβέρνησιν η άδεια να διαπραγματευθή οριστικώς μετά του Εϋνάρδου τα περί του χρόνου της εξοφλήσεως της μνησθείσης ποσότητος. Το χρέος τούτο επληρώθη εις τρεις δόσεις (βλ. Ν. Κορφιωτάκη, έκθεσιν επί του προϋπολογισμού του 1848).
Δόσις α' Ιανουαρίου 1848 φρ.
170,000
Δόσις β' Ιανουαρίου 1849 φρ.
165,000
Δόσις γ' Ιανουαρίου 1850 φρ.
165,000
_______
500,000
203) Κατά τον Finlay, αυτόθ. σελ. 205, ολίγη προσοχή εδόθη εις την ανακοίνωσιν ταύτην, «διότι αι προστάτιδες Δυνάμεις δεν είχον εμπιστοσύνην ούτε εις την ειλικρίνειαν ούτε εις την τιμιότητα των δηλώσεων του Κωλέττη».
204) Βλ. την Έκθεσιν του Προϋπολογισμού του 1848 σελ. 8 - 9.
205) Τω 1852 η Ελλάς υπεσχέθη να πληρώση 400,000 φρ. κατ' έτος ως εκδήλωσιν της προς τας Δυνάμεις καλής αυτής θελήσεως. Η εκδήλωσις αύτη έμεινε πλατωνική, διότι το ποσόν ανεγράφη μεν εις τον προϋπολογισμόν, αλλά δεν επληρώθη ποτέ (βλ. Χρηστίδου, αγόρευσιν προ της γερουσίας, συνεδρ. 22 Μαρτίου 1860 και About σ. 277).
206) Η επέμβασις αύτη των Δυνάμεων εγέννησε δεδικαιολογημένην δυσαρέσκειαν παρά τω κοινώ, εχαρακτηρίσθη δε ως ασυμβίβαστος προς την αξιοπρέπειαν του κράτους υπό τινων πολιτευομένων, οίτινες προ βραχέος υπουργοί όντες δεν εθεώρουν αναξιοπρεπές ν' αναγράφωσιν εν τω προϋπολογισμώ προς υπηρεσίαν του δανείου ποσά, άτινα απόφασιν είχον να μη πληρώσωσιν.
207) Η έκθεσις αύτη εδημοσιεύθη Γαλλιστί και Αγγλιστί υπό της Αγγλικής Κυβερνήσεως υπό τον τίτλον: General report of the Commission appointed at Athens to examine into the financial position of Greece. Λονδίνον 1860.
208) Η επιτροπή εδείχθη επίσης αυστηροτάτη και διά τους κατά καιρούς υπό της Ελληνικής κυβερνήσεως δημοσιευομένους λογαριασμούς, οίτινες «n'offrent pas les garanties légales d'exactitude et d'authenticité».
209) Ήδη από της 17ης Φεβρουαρίου 1850, ο Εϋνάρδος, γράφων προς τον Γρηγόριον Σούτσον, εξέφραζε την γνώμην ότι το ποσόν των 900,000 φρ. ήτο το maximum, όπερ αι Δυνάμεις ηδύναντο ν' απαιτήσωσιν από της Ελλάδος. (Η επιστολή αύτη καθώς και άλλαι ενδιαφέρουσαι επιστολαί του Εϋνάρδου ευρίσκονται εν τω αρχείω του κ. Δ. Ι. Σούτσου).
210) Ο προϋπολογισμός των εξόδων του Βασιλείου, κατά τας επισήμους πληροφορίας τας ανακοινωθείσας εις την Διεθνή Επιτροπήν, ανήρχετο εις 15,735,000 φρ.
211) Αι νομικαί υποχρεώσεις της Ελλάδος είχον αυξηθή ως εκ της μη πληρωμής των τόκων του δανείου επί δεκαέξ έτη.
212) Βλ. Papers relating to the Arrangement concluded in Athens in June 1860 (Presented to the house of Commons, in pursuance of their address dated April 29, 1864). Λονδίνον, 1864. — Τη 22α Αυγούστου 1859, ο Λόρδος Ρώσσελ γράφει εις τον εν Αθήναις πρεσβευτήν της Αγγλίας Sir Th. Wyse, ότι τα συμπεράσματα της Διεθνούς Επιτροπής εγένοντο δεκτά υπό των Δυνάμεων, και ότι είναι ανάγκη να γίνωσι δεκτά και υπό της Ελλάδος. Τη 21η Οκτωβρίου ο Sir. Th Wyse εποιήσατο τω Κουντουριώτη ανακοίνωσιν υπό την αυτήν έννοιαν.
213) Βλ. την ανακοίνωσιν του Κουντουριώτη εν τοις Papers relating κλ.
214) Η Ελληνική κυβέρνησις είχε προτείνη να πληρώνη 300,000 φρ. ενιαυσίως.
215) Βλ. ως προς τας διαπραγματεύσεις του 1864, εν τω Livre Jaune του 1866, τας αφορώσας εις την Ελλάδα σελίδας 71 - 81. Παράβ. επίσης G. de Monicault «Le Traité de Paris et ses suites (1856 - 1871)», σελ. 255 - 257.
216) Είχον τότε αρχίση αι διαπραγματεύσεις μετά του συνδικάτου των ομολογιούχων, αντιπροσωπευομένου υπό του κ. Μέρλιν βλ. ανωτ. σελ. 63. [η οποία αρχίζει με τις λέξεις . . . κάλλιον, εξεταζομένων λεπτομερέστερον . . .]
217) Βλ. την ανακοίνωσιν των εν Αθήναις πρεσβευτών των τριών Δυνάμεων Livre Jaune, σελ. 73.
218) Βλ. την ανακοίνωσιν του κ. Βουδούρη εις τον κόμητα de Gobineau (15/27 Ιανουαρίου 1865), Livre Jaune σελ. 76.
219) Από του 1833 μέχρι του 1871, αι Δυνάμεις εξαργυρώνουσαι τας δις του έτους κατά την σύμβασιν κληρουμένας ομολογίας του δανείου, κατέβαλον μέχρι του 1871, οπότε εξηργυρώθησαν πάσαι αι ομολογίαι, το ποσόν φρ. 57,239,040, ήτοι η Αγγλία φρ. 19,838,805.33, η Ρωσία φρ. 19,999,573.33 και η Γαλλία φρ. 17,400,661.33. Πλην όμως του κεφαλαίου εξηκολούθουν αι Δυνάμεις καταβάλλουσαι και τους τόκους, δι' ων συν τω κεφαλαίω ανήλθε το υπό των Δυνάμεων καταβληθέν ποσόν, μέχρι του έτους 1871, εν όλω εις φρ. 100,392,833· βλ. Λιακόπουλον Εθνικά Δάνεια σελ. 32.
220) Βλ. την, υπό το πνεύμα τούτο, ρητήν δήλωσιν του Γλάδστωνος εις την Βουλήν των Κοινοτήτων εν τη συνεδριάσει της 22ας Μαρτίου 1869. Κατά τον Γλάδστωνα, η σύμβασις του 1860 ως εκ του καθαρώς προσωρινού αυτής χαρακτήρος, των Δυνάμεων επιφυλασσομένων το δικαίωμα ν' απαιτήσωσι μεγαλείτερα ποσά, δεν είναι καν δυνατόν να χαρακτηρισθή ως συμβιβασμός. Βλ. τα πρακτικά του κοινοβουλίου εν τω Times της 23ης Μαρτίου 1869, και την επιστολήν του Economicus εν τω Times της 10ης Νοεμβρίου 1875.
221) Κατά το 1864 η Ελλάς απέδωκε φρ. 399,508,99. Κατά το 1865, φρ. 801,432,75. Κατά το 1866, φρ. 1,552,328. Έκτοτε δε αποδίδει ετησίως φρ.: 900,000, πλην του έτους 1873, ότε η απόδοσις ήτο 1,500,000 φρ. βλ. Λιακόπουλον, αυτόθι, σελ. 33.
Η τελευταία περίστασις, καθ' ην αι Δυνάμεις έδειξαν διαθέσεις να εξασκήσωσι τα δικαιώματα, άτινα επεφύλαξαν αυταίς, υπήρξεν ότε τω 1892 επίεσαν μεγάλως την Ελλάδα όπως αυξηθή η ενιαυσία δόσις των 900,000, εδέησε δε, φαίνεται, να καταβληθώσιν υπό του Χ. Τρικούπη μεγάλαι προσπάθειαι, όπως αποσοβηθή το κακόν. Ταύτα κατά τας πληροφορίας ας φιλοφρόνως παρέσχεν ημίν ο κ. Πλατύκας, όστις ήτο κατά την εποχήν εκείνην τμηματάρχης του Δημοσίου Χρέους.
Το ότι δ' όμως κατά το 1897 αι Δυνάμεις ουδένα εποιήσαντο λόγον περί αυξήσεως της ενιαυσίας δόσεως, αποδεικνύει, νομίζω, ότι παρητήθησαν οριστικώς παντός τοιούτου σχεδίου.
222) Αι πραγματικαί ωφέλειαι, ας η Ελλάς επορίσθη εκ του παρόντος δανείου, υπήρξαν αι προκύψασαι εκ της εξαγοράς της Φθιώτιδος και της πληρωμής των παλαιών οφειλών. Προς ταύτα αφιερώθησαν, ως γνωρίζομεν, 14,769,733 παλ. δρ., εις ας προσθετέοι και οι από του 1843 - 1864 μη πληρωθέντες τόκοι.
223) Ιδού απόσπασμα του Βασιλικού Λόγου της 22ας Οκτωβρίου 1859 (Πρακτικά Βουλής, σελ. 4 - 5): «Γνωστόν είναι ότι η Κυβέρνησίς μου περί πολλού ποιουμένη την εκπλήρωσιν των προς τας εγγυητρίας Δυνάμεις υποχρεώσεων του Έθνους, προέτεινεν εις αυτάς να κανονισθώσι τα περί του δανείου οριστικώς κατά το μέτρον των πόρων του κράτους· αύται δε απήτησαν επί τον παρόντος 900,000 φρ. ως ετησίαν πληρωμήν. Η Κυβέρνησίς Μου θέλει ζητήση παρ' υμών την προς τούτο δέουσαν πίστωσιν, και θέλει επαναλάβη την διαπραγμάτευσιν περί οριστικής διευθετήσεως της υποθέσεως του δανείου, απαραιτήτως αναγκαίας προς τακτοποίησιν των οικονομικών και στερέωσιν της δημοσίας πίστεως».
224) Όρα έγγραφον Κουμουνδούρου 4ης Μαρτίου, Πρακτικά Γερουσίας σελ. 501.
225) Βλ. το συμπέρασμα της Εκθέσεως του γερουσιαστού Χατζίσκου, σελ. 494 Πρακτικών.
226) Δύναταί τις ειπείν μάλιστα ότι το ζήτημα περιεπλάκη έτι μάλλον. Πράγματι η σύμβασις του 1859 ανενεώθη, ως είδομεν, τω 1864 διά πέντε έτη, ότε δ' όμως εξέπνευσεν η προθεσμία αύτη, δεν εγένετο επίσημος ανανέωσις. Ώστε ευρισκόμεθα προ σιωπηράς και επ' άπειρον ανανεώσεως συμβάσεως, ης το κείμενον δεν εγνώσθη ποτέ.
227) Ο κ. Λιακόπουλος (σελ. 33) έγραφεν ότι σήμερον (τω 1893) εκ του ολικού ποσού των 100,392,833 φρ. υπολείπονται προς εξόφλησιν 73,202,720, ο δε κ. Δυοβουνιώτης υπελόγιζεν ότι τη 1η Ιανουαρίου 1900 υπελείποντο 66,002,720 φρ. (παρ. Δημόσιον Χρέος σελ. 6 σημ. α'.).
228) Βλ. Le budget κεφ. XI. Services spéciaux du trésor, σημ. σελ. 235 (έκδοσις 1891).
229) Ο κ. Stourm λέγει πράγματι ότι το προς την Γαλλίαν χρεωστούμενον oλικόν ποσόν 31,793,277 θα είναι εντελώς απεσβεσμένον τω έτει 2,022. Υπολογίζει άρα ότι τα εισερχόμενα εις το Γαλλικόν ταμείον 200,000 φρ. κατ' έτος αφιερούνται εις χρεωλυσίαν. Αλλ' εις το γαλλικόν ταμείον πληρώνονται υπό της Ελλάδος ενιαυσίως 300,000 φρ., εάν δε η Γαλλική κυβέρνησις προαιρήται να παρέχη το τρίτον του ποσού τούτου εις τον Βασιλέα της Ελλάδος, η δωρεά αύτη δεν είναι δυνατόν να γίνηται εις βάρος του Ελληνικού Δημοσίου. Προσθετέον άλλως τε ότι ο κ. Stourm πραγματεύεται το ζήτημα όλως παροδικώς και μόνον διότι άλλοτε υπήρχεν εν τω Γαλλικώ προϋπολογισμώ έν service spécial διά το προκείμενον χρέος, όπερ ο οικονομικός νόμος της 26ης Φεβρουαρίου 1887 (αρθρ. 4) απέσβεσεν, χάριν λογιστικής απλοποιήσεως.
230) Βλ. Livre Jaune 1898, (Arrangement financier avec la Grèce) σ. 16.
231) Βλ. Report on the present economical and financial position in Greece, σελ. 14 σημ. γ'. — Διά την παράλειψιν μάλιστα ταύτην σφοδρώς αλλ' αδίκως, κατηνέχθη κατά του κ. Law ο κ. Δημ. Γεωργιάδης, βλ. La Grèce Economique et Financière en 1893 (Réponse à M. Law), σελ. 58.
232) Προς μελέτην του ζητήματος βλ. ιδίως α') Bayerish - Griechische Anlehen του καθηγητού Sicherer, προ πάντων τα εν !! παραρτήματι επισυνημμένα διπλωματικά έγγραφα· β') Πρακτικά Βουλής της 11ης και 12ης Δεκεμβρίου 1880· κατά την συνεδρίασιν της 11ης ο Π. Καλλιγάς εξεφώνησε λαμπρόν λόγον, όστις ανετυπώθη εν Μελέταις και Λόγοις τόμ. β' σελ. 445 - 451· γ') Άρθρα τινά εφημερίδων, ως τα του Αιώνος της 1ης και 9ης Αυγούστου 1880 και του Εθνοφύλακος της 8ης Αυγούστου του αυτού έτους.
233) « S. M. désirant manifester l'intérêt constant qu'elle ne cesse de prendre au bien être de la Nation et de la Monarchie grecque», βλ. το προοίμιον της συμβάσεως της 30ης Ιουνίου 1835, εν Παραρτήματι του Sicherer σελ. 3.
Η συμπάθεια αύτη προς την Ελλάδα έσχεν άλλως τε διά τον Λουδοβίκον δυσάρεστα αποτελέσματα. Μη πληρωνομένου του δανείου, οι Βαυαροί απέδοσαν την ευθύνην τούτου εις τον βασιλέα αυτών, και άμα τη παραιτήσει του Λουδοβίκου επέρριψαν επ' αυτού πάσας τας χρηματικάς συνεπείας της ατυχούς μετά της Ελλάδος συμβάσεως, παραχωρήσαντες, μόνον τω παραιτηθέντι βασιλεί τας κατά της Ελλάδος απαιτήσεις. Εν ταις υπό του αρχειοφύλακος Τροστ κατά το 1891 δημοσιευθείσαις επιστολαίς του Λουδοβίκου προς τον Όθωνα πολύς γίγνεται λόγος περί των Βαυαρικών δανείων και της μη αποτίσεως αυτών.
234) Ο τόκος έμενε πάντοτε ο αυτός 4%.
235) Δεν είναι ίσως άστοχον να υπομνήσωμεν εν τη μελέτη ταύτη, εν ή ουδέποτε απεκρύβησαν τα εθνικά ημών παραπτώματα, ότι το κατά των βαυαρών μίσος ήτο τα μάλιστα δεδικαιολογημένον. Εν προηγουμένω κεφαλαίω υπεδείχθη ήδη πόσον αφρόνως σπάταλος υπήρξεν η διοίκησις της αντιβασιλείας, και πόσα σκάνδαλα προυξένησεν η μετάκλησις βαυαρών στρατιωτών, εν ώ το Ελληνικόν έθνος μόνον στρατιωτικών οργανωτών είχεν ανάγκην. Ό,τι συνέβη εν τω στρατώ, συνέβη και εις τους άλλους κλάδους. Γενικώς η βαυαρική καταγωγή μάλλον ή η ικανότης ελαμβάνοντο υπ' όψιν. Η γερμανική εγκαθιδρύετο, ούτως ειπείν, ως γλώσσα ημιεπίσημος. Εγένετο δ' εν γένει συστηματική προσπάθεια εκβαυαρισμού. Τα ολέθρια αποτελέσματα της αδικαιολογήτου και ολεθρίου ταύτης πολιτικής προέβλεπε και αυτός ο Λουδοβίκος γράφων κατά Δεκέμβριον του 1833, ότι « οι Έλληνες πρέπει να γίνωσιν Έλληνες και ουχί να εκγερμανισθώσι », και επαναλαμβάνων άμα τη ενηλικιώσει του υιού του ότι «οι Έλληνες δεν πρέπει να εκβαυαρισθώσιν, αλλά να κυβερνώνται εν εθνικώ πνεύματι».
236) Η υπολαμβανομένη έλλειψις της εκπληρώσεως των υποχρεώσεων εκείνων δεν ήτο το μόνον επιχείρημα το διδόμενον υπέρ της διακοπής της υπηρεσίας του δανείου. Προεβάλλετο επίσης ότι η περί συνάψεως του δανείου τούτου σύμβασις δεν ήτο έγκυρος, καθ' ό μη δημοσιευθείσα εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, και άλλοι πολλοί ισχυρισμοί ανάξιοι ανασκευής.
237) Υπό του βουλευτού Δημητριάδου.
238) Εν Μελέταις και Λόγοις σελ. 451.
239) Βλ. ανακοίνωσιν Κωλέττη 12ης Μαρτίου 1846, Sicherer, Παράρτημα σελ. 38.
240) Λέγω σχεδόν, διότι, ότε τω 1852 εθρυλήθη ότι επετεύχθη οριστικός διακανονισμός του δανείου των 60 εκατ., η Βαυαρία υπενεθύμισε διά διακοινώσεως του Βαρώνου Perglas (8 Φεβρ. 1852) τα δικαιώματά της.
241) Η παραχώρησις αύτη εγένετο όπως αποζημιωθή ο παραιτηθείς βασιλεύς και διά τα ποσά όσα χάριν διαφόρων μνημείων κοσμούντων την πόλιν του Μονάχου εδαπάνησεν.
242) Η προς τούτο επιθυμία του Όθωνος ήτο τόσον σφοδρά, ώστε, λαβών την υπόσχεσίν τινων των υπουργών, απεφάσισε να προεδρεύση του υπουργικού συμβουλίου, όπως καταπείση και τους άλλους. Οκτώ όλας ώρας εν θερινή εποχή διήρκεσε το συμβούλιον τούτο, και παρ' ολίγον εκ της ασιτίας να λιποθυμήσωσιν οι υπουργοί. Τέλος προ της ερρωμένης αντιστάσεως των υπουργών Ζαΐμη και Ράλλη ηναγκάσθη να υποχωρήση ο βασιλεύς (βλ. περί τούτου το άρθρον του Εθνοφύλακος της 8ης Αυγούστου 1880, άρθρον τοσούτω μάλλον αξιόπιστον, καθ' όσον είναι έργον αυτού του Ζαΐμη).
243) Βλ. Sicherer Παράρτ. σελ. 52 και 54.
244) Εν τη συνεδριάσει της 14ης Δεκεμβρίου 1880.
245) Πλείστας πληροφορίας θέλει εύρη ο αναγνώστης εν τοις πρακτικοίς της συνεδριάσεως της 28ης Οκτωβρίου 1868, καθ' ην επεκυρώθη η μετά των κληρονόμων του Όθωνος σύμβασις· βλ. Πρακτικά Βουλής. Τακτική Σύνοδος 1868, σ. 507 - 513.
246) Νυν υπουργείου των στρατιωτικών.
247) Λόγω στερήσεως κινητών και φθοράς ακινήτων, ως και καθυστερήσεως μέρους της ετησίας βασιλικής χορηγίας.
248) Εις τα ποσά ταύτα έπρεπεν, εννοείται, να προστεθώσι και οι καθυστερούμενοι τόκοι· βλ. λόγον Βαλασσοπούλου, αυτόθι σ. 511.
249) Εις την εθνοσυνέλευσιν προετάθησαν, όσον αφορά εις τα δαπάναις του Όθωνος ανεγερθέντα κτίρια, 4 λύσεις:
α') Η δήμευσις, ήτις και απερρίφθη.
β') Η ιδέα ότι τα κτίρια εκείνα ήσαν εθνική περιουσία.
γ') Η ιδέα ότι οι βασιλείς δεν είχον δικαίωμα ιδιωτικής περιουσίας.
δ') Η ιδέα της αποζημιώσεως.
Οι δικηγόροι των Αθηνών ερωτηθέντες εγνωμοδότησαν μεν' ότι ο Όθων δεν είχε δικαίωμα κυριότητος, δεν είπον όμως και την εις αυτούς ενίοτε αποδοθείσαν γνώμην, ότι δεν είχε δικαίωμα αποζημιώσεως.
250) Βλ. διεξοδικήν αφήγησιν των συμβάντων εν τη αγορεύσει του υπουργού των εξωτερικών Π. Δηλιγιάννη, σελ. 510 - 511 Πρακτικών.
251) Εν οις ανεγράφετο και η Αμαλία.
252) Βλ. το κείμενον της εν Αθήναις, τη 8η Ιουλίου 1868, γενομένης συμβάσεως, παρά Λιακοπούλω, αυτόθι, σελ. 102 - 104. Η σύμβασις επεκυρώθη διά του νόμου της 11ης Νοεμβρίου 1868, όστις εψηφίσθη δι' 92 ψήφων κατά 18.
253) Το χρέος ανήρχετο τω 1893 εις 2,536,476, τω 1898 εις 1,546,232, τω 1902 εις 952,977 και τω 1903 εις 789,405 φρ.
254) Κατά πληροφορίας, ας λίαν φιλοφρόνως μοι παρέσχεν ο διευθύνων το τμήμα του Δημοσίου Χρέους κ. Μηλιώτης, το χρέος θα είναι απεσβεσμένον εντελώς κατά το τέλος του 1908.
255) Βλ. σημ. 257.
256) Βλ. διά τα καθ' έκαστα τον Συγκριτικόν πίνακα του Εσωτερικού Χρέους από 1833 - 1844 εν τη εκθέσει του Μεταξά σελ. 216.
257) Εις ταύτας προσετίθετο, εννοείται, από του 1853 η προς τας ναυτικάς νήσους ενιαυσία αποζημίωσις ήτοι 200,000 δρ. Επίσης εις το εσωτερικόν χρέος προσετίθετο και το προς την Εθνικήν Τράπεζαν, αλλά τούτο ήτο πολύ μικρόν, παραβαλλόμενον δε προς εκείνο της επομένης περιόδου φαίνεται ελάχιστον (βλ. I. Α. Βαλαωρίτου, Ιστορία της Εθν. Τραπέζης της Ελλάδος σελ. 32).
Πράγματι, καίτοι είχεν επιτραπή εις την Κυβέρνησιν διά του νόμου της 14ης 8βρίου 1853 η συνομολόγησις δανείου μέχρι 5,000,000 δρ. επί τόκω το πολύ 6%, η Κυβέρνησις διά του Β. Δ. της 14ης Μαρτίου 1854 ώρισεν, ότι θα εδανείζετο επ' ανοικτώ λογαριασμώ παρά της Εθν. Τραπέζης έν μόνον εκατομμύριον. Ο λογαριασμός ούτος έκλεισε τη 31η Δεκεμβρίου 1858, αλλ' επανελήφθη έτερος όμοιος διά του Β. Δ. της 19ης Ιουλίου 1860, δι' ου εδανείσθη το δημόσιον 820,000 δρ. (Περί του νόμου της 14ης Οκτωβρίου 1853, καταργηθέντος μόνον τω 1889, θα ομιλήσωμεν και εν τω β' μέρει της παρούσης μελέτης).
Εις ταύτα περιωρίσθησαν τα προς την βαυαρικήν δυναστείαν δάνεια της Εθν. Τραπέζης. Προσθετέον ότι η Τράπεζα προκατέβαλε μετά τα Παρκερικά 300,000 δρ. προς αποζημίωσιν του Πατσιφίκου και των Ιόνων.
258) Παραπέμπομεν συνήθως εις τον προϋπολογισμόν του 1845, διότι ούτος, ο πρώτος τακτικός προϋπολογισμός της συνταγματικής μοναρχίας, ουχί μόνον περιέχει πολυτίμους εισηγητικάς έκθέσεις, αλλά και υπεβλήθη εις τον έλεγχον των τριών προστατίδων Δυνάμεων. Όθεν παρέχει εχέγγυα και πληροφορίας μη ανευρισκομένας εις πάντας τους άλλους προϋπολογισμούς.
259) Εκ τούτων τα μάλλον ευνοούμενα ήσαν η Χρυσούλα Μπότζαρη (225 δρ. μηνιαίως), τα ορφανά του Κολοκοτρώνη και του Καραϊσκάκη (120 και 106 δρ.), η οικογένεια Δηλιγιάννη (90 δρ.). Αι άλλαι συντάξεις ήσαν μηδαμιναί.
260) Περίπου 10. Τω 1845 ήσαν εννέα λαμβάνοντες 373 δρ. μηνιαίως. 261) Μεταξύ αυτών ήρχοντο εις πρώτην γραμμήν η οικογένεια Ζαΐμη λαμβάνουσα μηνιαίον χορήγημα 555 δρ. και διάφοροι νησιωτικαί οικογένειαι: Οικονόμου (552 δρ.), Σαχτούρη (360), Αναργύρου (332), Μπουδούρη (318), Μπόταση (318). Ο μέγας αριθμός των λαμβανόντων χορηγήματα νησιωτών, προστιθέμενος εις το ότι άλλοι συμπατριώται των, ως λ. χ. οι Κουντουριώται, ουδέν ελάμβανον, συνετέλεσεν ουκ ολίγον εις την ψήφισιν του νόμου του 1853, του κανονίζοντος τας απαιτήσεις των τριών ναυτικών νήσων, περί ου πραγματεύεται το επόμενον κεφάλαιον.
262) Η μεγαλειτέρα εκ των προικίσεων εκείνων ήτο η της θυγατρός του I. Γ. Κριεζή, 5005 δρ. Αι άλλαι ήσαν ασήμαντοι. Εκτός τούτων όμως εψηφίσθησαν ιδιαιτέρως και αξιόλογοί τινες προικίσεις, ως λ. χ. τούτο εγένετο δια την θυγατέρα του Καραϊσκάκη, ήτις ενυμφεύθη τον Νοταράν, και την θυγατέρα του Κουντουριώτου, ήτις ενυμφεύθη τον Κοντόσταυλον.
263) Εις 377,495 δρ. τω 1843. Βλ. καθ' έκαστα εν τω Συγκριτικώ πίνακι όλων των εξόδων από του 1883 μέχρι 1844, παρ' Εκθέσει Μεταξά σελ. 209.
264) Προσθετέον και τούτο, ότι η οικονομική κατάστασις της χώρας ήτο τοιαύτη, ώστε και οι βουλόμενοι ηδυνάτουν να εύρωσιν εργασίαν.
265) Βλ. και Leconte, σελ. 172.
266) Αι συντάξεις αύται εδίδοντο απέναντι των κτημάτων των διαλυθεισών μονών, άτινα είχον περιέλθη εις το κράτος.
267) Το ποσόν ήτο επίσης υπέρογκον λογιζομένου, αφ' ετέρου, ότι σεβαστόν μέρος του λοιπού προϋπολογισμού εχρησίμευεν εις μισθοδοσίαν υπαλλήλων, οίτινες ως μόνον τίτλον είχον τας υπηρεσίας, ενίοτε όλως υποθετικάς, ας οι πατέρες αυτών είχον προσενέγκη κατά την Επανάστασιν. Περιέργως δε πως, εφ' όσον τα έτη παρέρχονται, τόσον ο αριθμός των ατόμων των επαιρομένων επί τοις προγονικοίς κατορθώμασι, και αιτούντων διά ταύτα ανταμοιβήν παρά της πολιτείας, πληθύνεται. Ίσως δε σήμερον μόνοι δεν προβάλλουσι τοιαύτας απαιτήσεις εκείνοι, ων οι πρόγονοι πράγματι εθυσίασαν την ζωήν και την περιουσίαν αυτών υπέρ του Έθνους.
268) Βλ. Έκθεσιν Εισηγητικήν της 26 Απρ. 1846. Εν τω ψηφισθέντι προϋπολογισμώ του 1845 σελ. 81 - 85.
269) Εξεδόθησαν φαλαγγιτικά γραμμάτια αποδοτέα δι' εθνικών γαιών (βλ. έκθεσιν Μεταξά σελ. να')
τω 1838 =
3,719,902
δρ.
τω 1839 =
697,520
»
τω 1840 =
199,320
»
τω 1841 =
150,960
»
τω 1842 =
110,544
»
τω 1843 =
615,393
»
_______
Σύνολον
5,493,639
δρ.
270) Βλ. περί του ζητήματος των φαλαγγιτικών γραμματίων τον λόγον του γερουσιαστου Ρήγα Παλαμήδη εν τη συνεδρία της 8 Οκτ. 1856. Ο αείμνηστος ανήρ, ον δεν διέκρινεν υπερβολική φειδώ του δημοσίου πλούτου, ανέπτυξε προ της γερουσίας τα αδικήματα, ων έπεσον θύματα οι φαλαγγίται, χωρίς να αναφέρη τας καταχρήσεις, ας παρήγαγεν ο θεσμός της φάλαγγος, καταχρήσεις ας, καίπερ εγγονός φαλαγγίτου, θεωρώ καθήκον να μνημονεύσω. (Παραβ. και Θάνον Βλέκαν σ. 137).
271) Βλ. το εξαίρετον υπόμνημα περί του Ελληνικού στρατού, του κ. Guerin, προξένου της Γαλλίας εν Αθήναις και ακραιφνούς φιλέλληνος, παρά Leconte σελ. 155 - 166.
Προσθετέον ότι κατά καιρούς αφιερώθησαν ικανά ποσά προς συμψηφισμόν των φαλαγγιτικών γραμματίων.
272) Ως γνωστόν, υπήρχεν επί μακρόν ιδιαίτερον ταμείον συντάξεων τροφοδοτουμένων υπό των από των μισθών κρατουμένων ποσοστών. Εις το ταμείον τούτο ήρχετο αρωγός η πολιτεία δι' ενιαυσίου επιδόματος.
273) Σημειωτέον ότι οι νόμοι του 1852 και 1853 περί ναυτικών και στρατιωτικών συντάξεων ετροποποιήθησαν διά των νόμων 2 και 12 Φεβρ. 1859, διά των οποίων «ο χρόνος της υπηρεσίας, ο δικαίωμα συντάξεως παρέχων, ελαττούται κατά 15 έτη ως προς τας χήρας και τα ορφανά των αξιωματικών, των επί του αγώνος την πατρίδα υπηρετησάντων και αποθανόντων προ της εγκαθιδρύσεως του συντάγματος». Η Εισηγητική Επιτροπή της Βουλής έκρινε «το μέτρον τούτο επιεικές και δίκαιον, άτε προνοούν περί των οικογενειών ανδρών, οίτινες μόνους τους μόχθους του αγώνος υπέστησαν, ουδεμίαν δε άνεσιν των πολυειδών καμάτων υπέρ της του Έθνους ελευθερίας έφθασαν να λάβωσιν » (βλ. Συνεδρ. 16 Δεκ. 1858, σελ. 188, Πρακτικά συνόδου 1858 - 1859).
274) 20 εκατ. δρ. παλαιών.
275) Ο Παπαρρηγόπουλος, διά βραχέων ιστορών τα της Επαναστάσεως, αφιεροί εξαιρέτους τινάς σελίδας εις τας τρεις νήσους και περιγράφει εκτενώς τας χρηματικάς υπηρεσίας, ας προσήνεγκον. Αφ' ετέρου δ' όμως ο Αν. Ορλάνδος, όστις έγραψε δίτομον έργον περί της δράσεως των νήσων κατά την επανάστασιν, παραμελεί σχεδόν εντελώς την οικονομικήν άποψιν του ζητήματος.
276) Κατά τους επισήμους υπολογισμούς (βλ. Εφημ. Κυβερ. 30 Ιουλίου 1856), αι θυσίαι των Κουντουριωτών συνεποσούντο εις 2,141,806 δρ. παλ., ποσόν όπερ, λαμβανομένης υπ' όψιν της τότε σπάνεως του νομίσματος, θα ισοδυναμεί σήμερον προς 10 εκατομ. και, το έτι αξιοθαυμαστότερον, αντεπροσώπευεν όλην την περιουσίαν των δωρητών. Μετά τους Κουντουριώτας διεκρίθησαν επί θυσίαις διά μεν την Ύδραν οι Βουδούρηδες και οι Τομπάζηδες (764,114 και 559,170 δρ.), διά δε τας Σπέτσας οι Ανάργυροι, Μπότασης και Μέξαι (609,606, 453,530 και 430,606 δρ.), διά δε τα Ψαρά οι Κοτζάδες και οι Αποστόλαι (495,570 και 448,133).
277) Αι μεγάλαι θυσίαι των Κουντουριωτών εξωγκώθησαν ενίοτε, εις βαθμόν ώστε ν' αποδοθή μόνον εις αυτάς η επιτυχία του αγώνος. Ιδού λ. χ. τι γράφει ο Μένδελσων - Βαρθόλδης (σελ. 279 τόμου α' μετάφρ. Αγγ. Βλάχου):
«Τριάκοντα ήδη έτη, έλεγεν ο Λ. Κουντουριώτης, συνάζω μετά κόπου θησαυρούς, και θα νομισθώ ευτυχής, δυνάμενος να προσφέρω αυτούς σήμερον εις απελευθέρωσιν της πατρίδος. Είμαι πεπεισμένος ότι πάντες οι Υδραίοι συμμερίζονται τα αισθήματά μου· αν όμως διστάζωσι να θυσιάσωσι χρήματα, μη ανησυχείτε· και μόνος εγώ είμαι εις θέσιν να επαρκέσω εις όλην την ναυτικήν επανάστασιν». — Η επανάστασις δε αληθώς απήτησε την ακριβή της επαγγελίας εκείνης εκπλήρωσιν, και διά της ευημερίας του οίκου του επλήρωσε και ο ανήρ την επιτυχίαν του υπέρ της ανεξαρτησίας αγώνος».
278) Τω 1823 αι τρεις νήσοι έλαβον (βλ. την αναφοράν αυτών της 20ης Δεκ. 1823, παρά Αν. Ορλάνδω. Ναυτικά όμ. α' σελ. 440):
26,000 γρ.
από έρανον Πελοποννήσου
36,000γρ.
από δασμούς Κορίνθου, Καλαβρύτων, Ναυπλίου και
Βοστίτζης
12,518 γρ.
από δάνεια ατομικά προς την επιτροπήν των δασμών
46,338 γρ.
από πωλήσεις εθνικών κτημάτων
__________
121,148 γρ.
Εξ άλλου κατά το υπόμνημα του υποναυάρχου Νικοδήμου (παρά Παπαρρηγ. σελ. 791) εκ των προσόδων αυτών των νήσων μέχρι του 1824 τα Ψαρά είχον λάβη 120,000 γρ., αι Σπέτσαι 160,000 και η Ύδρα 240,000, ήτοι εν συνόλω 520,000 γρ.
Προς τούτοις εκ του δανείου του 1824 αι νήσοι έλαβον 94,000 διστήλων (Ύδρα 47,000, Σπέτσαι 32,000, Ψαρά 15,000).
Τέλος μετά την άλωσιν της Κορίνθου εδόθησαν εις τας νήσους, εκτός 35,000 γρ. εις μετρητά, και λάφυρα σκεύη, τιμαλφή κ.τ.λ. αξίας κατά μεν τον Φιλήμονα 800,000 γρ.. κατά δε τον Ορλάνδον 213,000.
Αθροίζοντες πάντα ταύτα και δεχόμενοι ως προς τα Κορινθιακά λάφυρα τους υπολογισμούς του Φιλήμονος, φθάνομεν μόλις εις σύνολον 1,400,000 παλ. δραχμών.
Το ποσόν τούτο είναι βεβαίως μικρόν, δεν πρέπει δ' όμως να λησμονηθή ότι παρ' αυτώ υπήρχον και αι ναυτικαί λείαι, αίτινες βεβαίως συνετέλεσαν, υπέρ παν άλλο, εις την συντήρησιν του στόλου.
279) Επανειλημμέναι προσπάθειαι έγιναν κατά καιρούς όπως οι λογαριασμοί ούτοι εκκαθαρισθώσιν. Είχε μάλιστα συσταθή προς τούτο και επιτροπή, ης προήδρευσεν επί μακρόν ο Ρήγας Παλαμήδης. Υπήρχεν όμως παρά τω κοινώ δυσπιστία ως προς το βάσιμον των προβαλλομένων απαιτήσεων και, ως παρατηρεί λεπτότατα ο Παπαρρηγόπουλος (αυτ. σ. 781), «Η κοινή του Εθνους συνείδησις δεν επέβαλεν άχρι τούδε την των λογαριασμών εκείνων εκκαθάρισιν, όπως υπέλαβεν ιερόν αυτής καθήκον να πράξη εγκαίρως διά τας προς τας νήσους απαιτήσεις».
Η δυσπιστία αύτη και η ιδέα ότι οι προύχοντες της λοιπής Ελλάδος και ιδίως της Πελοποννήσου δεν παρέσχον την οφειλομένην χρηματικήν συνδρομήν χρονολογείται από της εποχής της Επαναστάσεως.
Ο Κολοκοτρώνης γράφων τη 19η Οκτωβρίου 1822 εκ Μύλων προς τον Μέξην και τους προκρίτους των Σπετσών έλεγεν «Οι άρχοντές μας δεν παραδειγματίζονται εις σας, να εξοδεύσουν από τα ιδικά των, αλλά σφετερίζονται τα της πατρίδος και προς διαφέντευσίν των στασιάζουν και προξενείται εκ τούτου εσχάτη δυστυχία και κινδυνεύομεν να χαθώμεν». Επίσης εγράφετο εκ Λιβόρνου προς τον Ρώμαν (βλ. Αρχείον Ρώμα σελ. 65) «οι Μωραΐται παρουσιάζονται ότι ηφανίσθησαν και δεν έχουν μετρητά και μικρόν μέρος (των ομολογιών) υπέγραψαν θεληματικώς ».
Ίσως υπάρχει ποια τις αλήθεια εν ταις κατηγορίαις ταύταις, πάντως όμως η αλήθεια αύτη δεν είναι απόλυτος. Υπήρξαν πολλοί των προυχόντων της Πελοποννήσου, οίτινες έπραξαν το καθήκον αυτών (βλ. και άνω σημ. 16), άλλοι δε μάλιστα έπραξαν καί τι πλειότερον, θυσιάσαντες ως οι νησιώται όλην αυτών την περιουσίαν. Μεταξύ τούτων έρχονται εις πρώτην γραμμήν και οι Δηλιγιανναίοι, ων αι μήπω εκκαθαρισθείσαι απαιτήσεις ανέρχονται κατ' ασφαλείς πληροφορίας εις 1,700,000 γρ.
Η συζήτησις όμως περί της σχετικής αξίας των θυσιών ταύτης ή εκείνης της επαρχίας του Κράτους λεπτεπίλεπτον άμα και ήκιστα πρακτικόν ζήτημα είναι, αναξέων δε τις παλαιάς πληγάς μάλλον επιβλαβής δύναται ν' αποβή. Διά τούτο ακριβώς, αναγκασθέντες να θίξωμεν το ζήτημα επράξαμεν τούτο διά βραχέων και εν σημειώσει.
280) Βλ. Μάμουκαν, τόμ. γ' σελ. 22 - 24.
281) Το έγγραφον τούτο ο Μάμουκας δεν κατώρθωσε ν' ανεύρη. 282) Βλ. Μάμουκαν, τόμ. δ' σελ. 119.
283) Βλ. το διάγγελμα του Κυβερνήτου και τας τρεις αναφοράς των νήσων παρά Μάμουκα, τόμ. ια' σελ. 697 - 714.
284) Ήτοι εις την Ύδραν 147,000, εις τας Σπέτσας 90,000 και εις τα Ψαρά 63,000 δρ. παλαιών.
285) Αι ταραχαί εξερράγησαν τω 1838, συνετέλεσε δε εις την γένεσιν αυτών, εκτός του τότε επισυμβάντος μεγάλου σεισμού και του στρατολογικού νόμου, και η Αγγλική πολιτική, ήτις αντεπολιτεύετο την εν Αθήναις κυβέρνησιν. Μετά τον σεισμόν είχε μάλιστα μεταβή εις Ύδραν, υπό την πρόφασιν της διανομής βοηθημάτων, και ο Άγγλος πρεσβευτής Λάιονς, επιβαίνων της πρώην ναυαρχίδος του Κοδριγκτώνος, Ασίας. (Βλ. Κυριακίδην, τόμ. α' σελ. 324 και 341).
286) Βλ. και άνω σημ. 261.
287) Περί του νόμου τούτου βλ. τα Πρακτικά της Βουλής (σελ. 169 - 180, συνεδρ. 15 Δεκ. 1852) και τα Πρακτικά της Γερουσίας (σελ. 156 - 162, συνεδρ. 14 Ιανουαρ. 1853), ιδίως δε την ενδιαφέρουσαν οπωσδήποτε αγόρευσιν του γερουσιαστού Μαγγίνα, όστις είχε χρηματίση μέλος δύο προηγουμένων επιτροπών επί του ζητήματος.
288) Τω Διατάγματι εκείνω εν τη Εφημερίδι της Κυβερνήσεως της 30 Ιουλίου επισυνάπτεται ο εξής
ΠΙΝΑΞ ανακεφαλαιωτικός των απαιτήσεων των τριών ναυτικών νήσων και
του διδομένου απέναντι αυτών χορηγήματος κατά τον από 22 Ιανουαρίου
1853 Νόμον.
Είδος α π α ι τ ή σ ε ω ν
Ποσόν
Ετήσιον
(Κατά τους παρουσιασθέντας εις τον Κυβερνήτην λ/σμούς)
απαιτήσεων
χορήγημα
Απαιτήσεις Ύδρας
Δι' εκστρατείας, επισκευάς κτλ. των πλοίων
2,967,948
29,679
δρ. 48
Διά την κατά. τον αγώνα χρήσιν των πλοίων
2,773,968
27,739
» 68
Διά τας εκδοθείσας από το ταμείον αποδείξεις
1,187,586
11,875
» 86
Διά τας κατά τον αγώνα καταθέσεις των πλοίων
1,293,108
12,931
» 08
Διά τους κατά τον αγώνα εράνους και καταβολάς
1,642,166
16,421
» 66
Διά τας γενομένας από την κοινότητα δαπάνας 282,224
Εκπίπτονται τα παρά του Κυβερνήτου δοθέντα 147,000
135,224
1,325
» 24
_________
_______
10,000,000
100,000
Απαιτήσεις Σπετσών
Δι' εκστρατείας, επισκευάς κτλ. των πλοίων
2,867,512
28,675
δρ. 12
Διά την κατά τον αγώνα χρήσιν των πλοίων
2,138,202
21,382
» 02
Διά τας εκδοθείσας παρά του ταμείου αποδείξεις
173,800
1,738
»
Διά τας γενομένας από την κοινότητα δαπάνας 480,486
Εκπίπτονται τα δοθέντα υπό του Κυβερνήτου . .90,000
390,486
3,904
» 86
_________
______
5,570,000
55,700
Απαιτήσεις Ψαρών
Δι' εκστρατείας, επισκευάς κτλ. των πλοίων
2,276,408
22,764
δρ. 08
Διά την κατά τον αγώνα χρήσιν των πλοίων
1,341,522
13,415
» 22
Διά τας εκδοθείσας από το ταμείον αποδείξεις
578,638
5,786
» 38
Διά τας γενομένας από την κοινότητα δαπάνας 296,432
Εκπίπτονται τα παρά του Κυβερνήτου δοθέντα . 63,000
233,432
2,334
» 32
_________
______
4,430,000
44,300
289) Την έκθεσιν ταύτην, ην ουδαμού ανευρίσκομεν, παρέσχεν ημίν λίαν προθύμως ο διευθυντής του Εθνικού τυπογραφείου.
290) Την έλλειψιν προκαταρκτικής εργασίας μαρτυρεί και η εισηγητική έκθεσις, πάντη αναξία της σπουδαιότητος του θέματος.
291) Ο νόμος λέγει πράγματι ρητώς, ότι αι νέαι ονομαστικαί ή ανώνυμοι ομολογίαι εκδίδονται εις τους δικαιούχους επί τη βάσει των μέχρι τούδε χρηματικών ενταλμάτων, το δε εκτελεστικόν διάταγμα, προϊόν και τούτο σπουδής εάν όχι αμελείας, απαιτεί παρά των δικαιούχων την προσαγωγήν όλων αυτών των τίτλων.
292) Το σύνολον των εκδοθεισών ομολογιών ανήρχετο εις 2,800,000 Λ., εκ τούτων δε, ως είδομεν, εξηγοράσθησαν 565,385 Λ., εξ ων πάλιν ετέθησαν εν κυκλοφορία αι 14,000.
293) Περί του προς την Εθνικήν Τράπεζαν χρέους, βλ. άν. σελ. 114 σημ. γ'.
294) Πράγματι είναι δύσκολον να υπολογισθή ακριβώς το ποσόν, δι' ου θα ηδύναντο τω 1863 να διαρρυθμισθώσι τα ακανόνιστα χρέη.
295) Το ποσόν τούτο δεν επληρώθη.
296) Ο Προϋπολογισμός του 1862 απηρτίζετο εκ των εξής κεφαλαίων:
1) Χρέος Δημοσίου
2,848,889
2) Βασιλ. χορηγία
1,000,000
3) Αποζ. Βουλών
960,000
4) Γενική υπηρεσία
16,846,572
5) Έξοδα διοικήσεως
2,442,076
6) Διάφοροι πληρωμαί
690,000
__________
24,787,537

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου