Τετάρτη 10 Απριλίου 2013

Βίος καὶ Πολιτεία τοῦ Ὁσίου Ἱλαρίωνος τοῦ Ἀθωνίτου

Βίος καὶ Πολιτεία τοῦ Ὁσίου Ἱλαρίωνος τοῦ Ἀθωνίτου
Ἐκ τῆς ἐκδόσεως: Ὁ πύργος τῆς ἀρετῆς, Ἱερὰ Καλύβη Ἁγίου Ἰωάννου Θεολόγου, Νέα Σκήτη Ἁγίου Ὄρους, 2005
ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ FREE photo hosting by Fih.gr
Ὁ Ἀθωνίτης Ὅσιος Ἱλαρίων ὁ Γεωργιανός, γεννήθηκε τὸ 1776 ἀπὸ τὸν Χαχούλια καὶ τὴν Μαρία Κοντσαβέλι. Οἱ γονεῖς του ἦταν ἰδιαίτερα εὐλαβεῖς λόγω τῆς παλαιᾶς καὶ ἀριστοκρατικῆς καταγωγῆς τους, μὲ ἰδιαίτερη εὐλάβεια στὸν Μεγαλομάρτυρα Ἅγιο Γεώργιο. Ἡ ἐθνικότητά τους ἦταν Ἰμερετιανοί, καὶ ζοῦσαν στὸ χωριὸ Λοσιάτ-Κχέβι, στὴν ἐπαρχία τῆς Κουταΐσης. Στὸ νεογέννητο παιδί τους κατὰ τὸ Ἅγιο Βάπτισμα ἔδωσαν τὸ ὄνομα Ἰεσσαί. Ὅταν ὁ Ἰεσσαί, ἔφθασε στὴν ἡλικία τῶν ἕξι χρονῶν, ὁ ἀδελφὸς τῆς μητέρας του Μαρίας, Ἱεροδιάκονος Στέφανος, ἔφθασε στὸ χωριό τους. Ὁ π. Στέφανος, εἶχε τὴν φήμη τοῦ μεγάλου ἀσκητῆ, ὁ ὁποῖος πρὶν εἰσαχθεῖ στὸν μοναχισμό, εἶχε ζήσει στὴν βασιλικὴ αὐλή, κάτω ἀπὸ τὴν προστασία τοῦ πρίγκιπα Γεωργίου Τσερετέλι. Στὴν συνέχεια, μετὰ ἀπὸ ἀρκετὲς προσπάθειες, πῆρε τὴν ἄδεια νὰ ἀφήσει τὸ παλάτι καὶ πῆγε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ταμπακίνι. Μετὰ ἀπὸ τρία χρόνια, κάτω ἀπὸ τὴν καθοδήγηση τοῦ ἔμπειρου γέροντα, Ἀρχιμανδίτη Γερμανοῦ, ἐκάρη μοναχός, καὶ χειροτονήθηκε διάκονος. Πέρασε τὰ ἑπόμενα ἕξι χρόνια ζώντας στὸ μοναστῆρι, ἐνῷ ἐπιθυμοῦσε νὰ ἀκολουθήσει τὴν ἀσκητικὴ ζωὴ τοῦ ἐγκλεισμοῦ. Ἀρχικά, τοῦ δόθηκε εὐλογία τότε νὰ ζήσει σὰν ἔγκλειστος γιὰ λίγες μόνο μέρες καὶ μετὰ ἀπὸ διάστημα πέντε χρόνων ἄρχισε νὰ ζεῖ βίο συνεχόμενου ἐγκλεισμοῦ. (Ολόκληρο το βιβλίο σε απλό κείμενο).
θωνίτης σιος λαρίων

Κινούμενος ἀπὸ θεῖο ζῆλο, ὁ π. Στέφανος θέλησε νὰ ἐκπαιδεύσει ἕναν ὑποτακτικὸ στὴν ἀσκητικὴ ζωή. Φθάνοντας στὸ σπίτι τῆς ἀδελφῆς του, ἔπεισε αὐτὴ καὶ τὸν σύζυγό της, νὰ ἀφιερώσουν τὸν πρωτότοκό τους γυιό, στὴν ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ. Παίρνοντας τὸν Ἰεσσαί, στὸ ἐρημητήριό του στὸ δάσος, ὁ γέροντας τὸν μεγάλωσε τὰ ἑπόμενα δώδεκα χρόνια διδάσκοντάς του τὴν σιωπή, τὴν ἁγνότητα, τὴν προσευχή, καὶ τὴν μελέτη τῶν θείων Γραφῶν.
Μιᾶς καὶ ὁ Ἰεσσαί, ἦταν ἀποκομμένος ἀπὸ τὸν κόσμο, τὰ χρόνια τῆς ἐφηβείας του ἦταν χρόνια μεγάλου πνευματικοῦ πλούτου. Σπάνια ὁ π. Στέφανος ἐπέτρεπε στὸν Ἰεσσαί, νὰ ἐπισκεφθεῖ τοὺς γονεῖς του καὶ τὴν Μονή, καὶ ἔτσι ὁ νέος ἔμαθε γρήγορα τὶς παγίδες τοῦ διαβόλου. Μὲ διάφορα τεχνάσματα, οἱ δαίμονες προσπάθησαν νὰ τοῦ προκαλέσουν πνευματικὴ σύγχυση ἢ καὶ τὸν ἴδιο τὸν θάνατο. Τὴν νύκτα, τοῦ ἔκαναν ἐπίθεση οἱ δαίμονες μὲ μορφὴ ληστῶν ἢ καλῶντάς τον μὲ τὴν μορφὴ τῆς μητέρας του, ὑπενθυμίζοντάς του τὸ πατρικό του σπίτι. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς μέρας τοῦ ἔκαναν ἐπίθεση μὲ τὴν μορφὴ ἀρκούδων ἢ ἄλλων θηρίων μὲ σκοπὸ νὰ τὸν τρομάξουν.
Ὅταν ὁ θάνατος τοῦ γέροντος Στεφάνου πλησίαζε, συμβούλεψε τὸν Ἰεσσαί, νὰ ἐγκαταλείψει μετὰ τὸν θάνατό του τὸ ἐρημητήριο, γιὰ νὰ μὴν ζήσει χωρὶς πνευματικὸ ὁδηγό, μήπως παγιδευτεῖ ἀπὸ τὸν ἐχθρό.
Ὁ π. Στέφανος τότε πῆγε στὴν Μονή, ζήτησε συγχώρεση καὶ ἀσπάστηκε γιὰ τελευταία φορά, τοὺς πατέρες. Ἐπέστρεψε στὸ κελλί του καὶ μετὰ ἀπὸ μία ἀῤῥώστια μερικῶν ἡμερῶν ἔφυγε γιὰ τὴν εὐλογημένη αἰωνιότητα.
Ὁ θάνατος τοῦ γέροντα, ὑπῆρξε μεγάλη ἀπώλεια γιὰ τοὺς ἀδελφοὺς τῆς Μονῆς, ἀλλὰ καὶ γιὰ πολλοὺς λαϊκούς. Στὸ πρόσωπό του, ἔχασαν ἕναν ἄνθρωπο προσευχῆς, ἕναν σύμβουλο καὶ ἕναν παρηγορητὴ τῶν ψυχῶν τους. Ὁ Ἰεσσαί, ἀργότερα, ἐπιβεβαίωσε ὅτι ὁ π. Στέφανος ἦταν ἕνας ἄνθρωπος αὐστηρῶν μοναστικῶν ἀρχῶν, ὁ ὁποῖος εἶχε σημειώσει μεγάλη πρόοδο στὶς πνευματικὲς ἀρετές. Γιὰ ἑβδομάδες μποροῦσε νὰ φάει μόνο ἁλάτι καὶ νερό. Ἄλλες φορές, ἔτρωγε μόνο λίγα λαχανικά. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, μποροῦσε νὰ κρατήσει τριήμερο μὲ πλήρη ἀποχὴ ἀπὸ φαγητό, καὶ νερό.
Πολλοί, ἐρχόντουσαν γιὰ νὰ τὸν συμβουλευτοῦν. Σὲ ἕναν λαϊκό, ποὺ ἦρθε νὰ τὸν συμβουλευτεῖ γιὰ νὰ γίνει μοναχός, εἶπε: Ἐὰν ἐπιθυμεῖς νὰ ἀρχίσεις τὴν μοναχικὴ ζωή, πρέπει πρῶτα νὰ καθαρισθεῖς ἀπὸ τὰ μισά σου πάθη καὶ τὶς ἡδονές, πρὶν νὰ λάβεις τὸ μοναχικὸ σχῆμα, καὶ μετὰ νὰ κοπιάσεις ἔτσι ὥστε νὰ ἀποβάλλεις κάθε ἴχνος κοσμικῆς ζωῆς μιὰ γιὰ πάντα.
Μετὰ ἀπὸ τὸν θάνατο τοῦ γέροντα, ὁ Ἰεσσαί, μετακόμισε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ταμπακίνι. Ἔζησε ἐκεῖ γιὰ λίγο καιρὸ μόνο, ἀφοῦ εἶχε θερμὴ ἐπιθυμία νὰ συνεχίσει τὶς σπουδές του. Ἀκούγοντας ὅτι ἕνα σχολεῖο εἶχε ἀνοίξει στὴν Τυφλίδα, ἔφυγε κρυφά, γιὰ τὴν ἀνατολικὴ Γεωργία. Καθ᾿ ὁδόν, ἔμεινε μὲ τὸν ἐπίσκοπο τῆς Νικοσίας Ἀθανάσιο. Αὐτὸς ὁ ἅγιος ἄνθρωπος, ἀφοῦ ἄκουσε τὴν ζωὴ τοῦ Ἰεσσαί, καὶ ἀκούγοντάς τον νὰ διαβάζει ἀπὸ τὸ Γεωργιανὸ προσευχητάρι, τὸν συμβούλευσε σχετικὰ μὲ τὸ μέλλον του: Παιδί μου, δὲν θὰ μάθεις τίποτα στὸ σχολεῖο, μὲ ὅσα ἔχεις μάθει στὴν ἔρημο. Ἔτσι, ἐπέστρεψε στὸ σπίτι σου, καὶ μὲ τὶς εὐχὲς τοῦ γέροντά σου, ὁ Κύριος καὶ Θεός μας, ὁ Ὁποῖος σὲ δίδαξε αὐτὲς τὶς προσευχές, θὰ σὲ ὁδηγήσει σὲ τέτοιο ἐπίπεδο, ποὺ θὰ εἶσαι χρήσιμος γιὰ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καὶ γιὰ τὸν λαό του. Μὲ τὴν εὐλογία αὐτὴ τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἰεσσαί, ἐπέστρεψε στὸ σπίτι τοῦ πατέρα του.
Ὁ Ἰεσσαί, παρέμεινε στὸ πατρικό του σπίτι γιὰ λίγο χρονικὸ διάστημα, πρὶν ὁ πατέρας του τὸν στείλει στὸ παλάτι στὸ Κουταΐση γιὰ νὰ ὑπηρετήσει τὸν βασιλιά. Ὁ τελευταῖος, τὸν ἐμπιστεύθηκε στὸν πιὸ κοντινό του ἄνθρωπο, τὸν πρίγκηπα Γεώργιο Τσερετέλι, γιὰ νὰ τὸν καθοδηγεῖ. Ἀργότερα, βλέποντας σὲ αὐτὸν μία σφοδρὴ ἐπιθυμία γιὰ πνευματικὴ ζωή, τὸν ἐμπιστεύθηκε γιὰ περαιτέρω ἐπιστημονικὴ μόρφωση στὸν καλὰ καλλιεργημένο ἀρχιμανδίτη Γερόντιο. Ὁ πατὴρ Γερόντιος τὸν παρότρυνε περισσότερο νὰ ἀγαπήσει τὴν προσευχή, καὶ τὸν καθοδήγησε σὲ ἕν αὐστηρὸ μοναχικὸ πνεῦμα. Ὁ Ἰεσσαί, ἀργότερα, ἔλεγε μὲ θαυμασμό, πὼς ὁ γέροντας ἔκανε ἀγρυπνία, στεκόμενος ὄρθιος ἀπὸ τὸ ἀπόδειπνο ἕως τὴν ἀνατολὴ τοῦ ἡλίου. Φυσικά, τὸν ἔβαζε νὰ καθίσει στὴν προσευχὴ μαζί του. Ἔτσι περνοῦσε ὅλη τὴν νύκτα μὲ ψαλμωδία καὶ ἀναγνώσεις προσευχῶν. Ὁ Ἰεσσαί, ζοῦσε ἕναν ἀσκητικὸ βίο μὲ πλήρη ὑπακοὴ στὸν γέροντά του.
Κάποτε, μέσα στὸν χειμῶνα, ὁ π. Γερόντιος τοῦ ἐμπιστεύθηκε νὰ πάει ἕνα γράμμα σὲ ἕναν φίλο στὸ Κουταΐση, στέλνοντάς τον χωρὶς ὑποδήματα μέσα στὰ χιόνια. Τὸ γράμμα ἔφθασε στὸν προορισμό του καὶ ὁ ἄνθρωπος ξαφνιασμένος ἀπὸ τὴν ἐμφάνιση τοῦ Ἰεσσαί, τοῦ ἔδωσε χρήματα γιὰ νὰ ἀγοράσει παπούτσια. Ἐπιστρέφοντας στὸν γέροντά του μὲ τὰ σανδάλια στὰ πόδια του, δέχθηκε τὴν ἐπίπληξη τοῦ τελευταίου γιὰ τὴν ἔλλειψη τῆς πίστης του καὶ τὴν ἀνυπομονησία του.
Ὁ γέροντας ἐπίσης, τοῦ δίδαξε σταδιακὰ τὴν ἐγκράτεια, ὁδηγώντας τον σιγὰ-σιγά, σὲ μεγαλύτερη πνευματικότητα. Ἀρχικά, τὸν συμβούλευσε νὰ ἀπέχει ἀπὸ τὸ φαγητό, ἀπὸ τὴν ἀνατολὴ τοῦ ἡλίου τὶς Δευτέρες, Τετάρτες καὶ Παρασκευές. Ἀργότερα, δὲν ἔτρωγε τίποτα ὅλες αὐτὲς τὶς ἡμέρες.
Τὴν ἴδια ἐποχή, ὁ πατὴρ Γερόντιος τὸν μόρφωσε στὶς κοσμικὲς σπουδές: καλλιγραφία, γραμματική, ἀριθμητική, κ.λ.π. Μὲ τέτοιους ἀγῶνες καὶ κόπους, ὁ Ἰεσσαί, πέρασε τριάμισι χρόνια μὲ τὸν γέροντα.
Ὅταν ὁ π. Γερόντιος εἶδε ὅτι ὁ νέος εἶχε προοδεύσει σὲ ὅλες τὶς σπουδές του, τὸν ἔστειλε πίσω στὸν πρίγκιπα Τσερετέλι γιὰ ἄλλες γενικὲς σπουδές. Ὁ πρίγκιπας κράτησε τὸν Ἰεσσαί, δίπλα του γιὰ πάντα, παίρνοντάς τον μαζί του ὅπου καὶ νὰ πήγαινε. Μετὰ ἀπὸ ἕναν χρόνο, ὁ πρίγκιπας τὸν ἐμπιστεύθηκε νὰ διευθύνει τὰ ἔσοδα καὶ τὰ ἔξοδα τῆς συνοδείας του. Παρομοίως, τοῦ ἐμπιστεύθηκε νὰ ὑπογράφει ἐντολὲς στὸ ὄνομά του, δίνοντας τὴν προσωπική του σφραγῖδα γιὰ αὐτὸν τὸν σκοπό.

o Β´. Στὴν ὑπηρεσία τοῦ Βασιλιᾶ

Ὁ Ἰεσσαί, πέρασε δύο ἀκόμη χρόνια στὴν ὑπηρεσία τοῦ πρίγκιπα Τσερετέλι, πρὶν νὰ μεταφερθεῖ στὸ παλάτι στὸ Κουταΐση. Ἐκεῖ ὁ βασιλιὰς Σολομώντας ὁ Β´, τὸν ἔβαλε ὑπεύθυνο στὸ γραφεῖο γιὰ τὰ οἰκονομικά. Ὑπηρέτησε σὲ αὐτὴ τὴν θέση γιὰ δυόμιση χρόνια, μέχρι ποὺ ὁ βασιλιάς, τὸν συμβούλευσε νὰ παντρευτεῖ καὶ νὰ γίνει ἱερέας.
Ἐκεῖνο τὸν καιρό, εἶχε κυριεύσει ἀνησυχία τὴν βασιλικὴ αὐλή, σχετικὰ μὲ τὴν ἐπιθυμία τοῦ Ῥώσσου Αὐτοκράτορα νὰ προσαρτήσει τὴν Ἰμερέτη. Ἦταν καιρὸς ταραγμένος καὶ οἱ γνῶμες διχάζονταν σχετικὰ μὲ τὸ πιὸ ἦταν τὸ καλύτερο ἐγχείρημα. Ἔτσι ὁ βασιλιάς, πρότεινε στὸν Ἰεσσαί, νὰ χειροτονηθεῖ βλέποντας τὴν ἀθωότητά του καὶ τὴν κατευθυνόμενη ἀπὸ τὸν Θεό, καρδιά του. Ἀπὸ τοὺς αὐλικούς του, ὁ βασιλιάς, δὲν μποροῦσε νὰ στηριχθεῖ σὲ κανέναν ἄλλον, παρὰ μόνο στὸν ἀρχιστράτηγό του, τὸν πρίγκιπα Καϊχόσρο Τσερετέλι, καὶ κάποιους ἄλλους ἔμπιστους ὑπηρέτες. Ἔπειτα ὁ ἔμπιστος στὸν βασιλιά, πρίγκιπας Γεώργιος Τσερετέλι εἶχε κοιμηθεῖ, γεγονὸς ποὺ προκάλεσε μεγάλη θλίψη στὸν βασιλιά. Μετὰ τὸν θάνατό του, ὁ βασιλιάς, δὲν εἶχε κανέναν γιὰ νὰ μοιραστεῖ τὶς σκέψεις του καὶ τὰ αἰσθήματά του. Γιὰ αὐτὸ ἀποφάσισε νὰ χειροτονηθεῖ ὁ Ἰεσσαί, ἔτσι ὥστε νὰ ἔχει ἕναν πνευματικό, καὶ ἕναν σύμβουλο τόσο σὲ προσωπικό, ὅσο καὶ σὲ ἐθνικὸ ἐπίπεδο.
Ὀ Ἰεσσαί, ὑπήκουσε στὴν ἐπιθυμία τοῦ κυρίου του, παντρεύτηκε τὴν νεαρὴ Μαρία, ἡ ὁποία εἶχε βασιλικὴ καταγωγή. Ἔχοντας ζήσει μόνο δύο ἑβδομάδες στὸ σπίτι τοῦ πεθεροῦ του, μετακόμισε στὸ Κουταΐση, ὅπου γρήγορα χειροτονήθηκε διάκονος καὶ μετὰ ἱερεύς. Ἔπειτα ἀναδείχθηκε πρωτοπρεσβύτερος τῆς ἐκκλησίας τοῦ παλατιοῦ.
Ὁ βασιλιὰς Σολομώντας, κράτησε τὸν π. Ἰεσσαί, κοντά του καὶ τοῦ ἀνέθεσε νὰ λύνει τὶς κτηματικὲς διαφορὲς μεταξὺ τῶν ἡγεμόνων. Ἀπὸ πλευρᾶς του ὁ π. Ἰεσσαί, ἔπρεπε σὰν εἰρηνοποιός, νὰ διαθέτει μεγάλη σύνεση καὶ ὑπομονή. Αὐτό, τοῦ ἀποῤῥοφοῦσε τόσο πολὺ χρόνο, ὥστε ἔβλεπε γιὰ πολὺ λίγο τὴν πρεσβυτέρα του. Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν αὐτὴ νὰ θλίβεται ὅλο καὶ περισσότερο. Κάποια φορά, ποὺ αὐτὴ ἔμαθε ὅτι ὁ σύζυγός της, ἐπιστρέφοντας ἀπὸ ἕνα συνηθισμένο ταξίδι ἀπὸ τὴν περιφέρεια τοῦ πρίγκιπα Ἀμπασίδη, συνέχισε τὸ ταξίδι του κατευθείαν στὸ Κουταΐση χωρὶς νὰ σταματήσει νὰ τὴν δεῖ, ἡ πρεσβυτέρα Μαρία λυπήθηκε τόσο πολύ, ποὺ ἔχασε τὴν ὑγεία της καὶ μετὰ ἀπὸ μία ἑξάμηνη ἀσθένεια, κοιμήθηκε, ἔχοντας συμπληρώσει μόλις δύο χρόνια γάμου.
Περίπου αὐτὴν τὴν ἐποχή, οἱ σχέσεις μεταξὺ τοῦ βασιλείου τῆς Ἰμερέτης καὶ τῆς Ῥωσσίας ἔφθασαν σὲ κρίσιμο σημεῖο. Στὰ 1801, τὸ βασίλειο τοῦ Καρτκλί-Κακχετί (στὴν ἀνατολικὴ Γεωργία), προσαρτήθηκε στὴν Ῥωσσικὴ Αὐτοκρατορία κατόπιν ἀπαιτήσεως τοῦ βασιλέως Γεωργίου ΙΓ´ (ὁ ὁποῖος κοιμήθηκε τὸ 1800), προκειμένου νὰ προστατεύσει τὴν χώρα ἀπὸ τοὺς ὀθωμανοὺς Τούρκους καὶ τὸν Πέρση Σάχη. Ἡ Ῥωσσικὴ κυβέρνηση τότε, ἄρχισε ἀλληλογραφία μὲ τὸν βασιλιὰ τῆς Ἰμερέτης σχετικὰ μὲ τὴν προσάρτηση τοῦ ἔθνους του στὴν Ῥωσσία. Ὁ βασιλιὰς Σολομώντας ὁ Β´, συμβουλεύθηκε τὴν βουλὴ τῶν εὐγενῶν τοῦ βασιλείου του καὶ στὰ 1804, κατόπιν πιέσεως ἀπὸ τὴν Ῥωσσία, δὲν εἶχε ἄλλο περιθώριο παρὰ νὰ ἀποφασίσει τὰ ἀκόλουθα: Ἐφόσον καὶ ὁ βασιλιὰς δὲν εἶχε διάδοχο γιὰ τὸν θρόνο, ἡ Ἰμερέτη θὰ παρέμενε ἀνεξάρτητη μέχρι τὸν θάνατό του, παραμένοντας σὲ ἀδελφικὲς σχέσεις μὲ τὴν Ῥωσσία, σὰν δύο κράτη ὁμόδοξα ποὺ ἦταν. Ὁ ῥωσσικὸς στρατός, εἶχε ἐλεύθερη διάβαση μέσα ἀπὸ τὴν γῆ τῆς Ἰμερέτης στὰ τουρκικὰ σύνορα, καὶ ὁ στρατὸς τῆς Ἰμερέτης θὰ τοὺς παρεῖχε βοήθεια. Οἱ σχέσεις μεταξὺ τῶν δύο κρατῶν ἐπρόκειτο νὰ κρατηθοῦν μὲ αὐτοὺς τοὺς ἱεροὺς ὅρους, ὅπως ἁρμόζει σὲ ἡγέτες ποὺ σέβονται τὸν Θεό, καὶ χριστιανοὺς ἑνωμένους μὲ τὴν ἀόρατη ἕνωση τῆς ψυχῆς, αἰώνια καὶ ἄφθαρτα. Μετὰ ἀπὸ τὸν θάνατο τοῦ βασιλιά, θὰ εἰσαγόταν ἡ συμφωνία αὐτή, στὴν νομοθεσία τῆς Ῥωσσικῆς Αὐτοκρατορίας. Ἡ ἀπόφαση τότε, ἐστάλη στὸν Γενικὸ Κυβερνήτη τοῦ Καυκάσου στὴν Τυφλίδα, γιὰ νὰ τὴν προωθήσει στὸν Τσάρο Ἀλέξανδρο τὸν Α´.
Παρ᾿ ὅλη τὴν γενικὴ ἀποδοχὴ τῆς συνθήκης μὲ τὰ ἀναφερόμενα σὲ αὐτὴν βασιλικὰ θέματα, ἕνας ἡγεμόνας, ὁ πρίγκιπας Ζουρὰμπ Τσερετέλι, φροντίζοντας γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἄρχισε νὰ μηχανεύεται πῶς θὰ κατάφερνε νὰ ἀναῤῥιχηθεῖ στὸν θρόνο τῆς Ἰμερέτης. Ἀρχικά, ἄρχισε νὰ διαβάλλει τὸν ἕναν μονάρχη στὸν ἄλλο. Μὴ μπορώντας νὰ σπείρει διχόνοια, ἄρχισε μία ἐπικοινωνία μὲ τὸν Ῥῶσσο Γενικὸ Διοικητὴ τοῦ Καυκάσου, Ἀλέξανδρο Τορμαζόφ. Παρουσιάζοντας μὲ μαῦρα χρώματα τὴν βασιλικὴ ἀκολουθία στὸν Γενικὸ Διοικητή, μετὰ ἀπὸ ἐπανάληψη σκευωριῶν, τελικά, πέτυχε τὸν σκοπό του. Ἡ ἀναφορά του ἔφθασε στὸν Τσάρο. Ὁ τελευταῖος πίστεψε τὸν συκοφάντη καὶ διέταξε τὸν Γενικὸ Διοικητή, νὰ αἰχμαλωτίσει μὲ δόλιο τρόπο τὸν βασιλιὰ Σολομώντα τὸν Β´ στὴν Τυφλίδα καὶ νὰ τὸν συνοδεύσει στὴν Ῥωσσία, ὅπου θὰ παρέμενε στὴν πραγματικότητα σὰν φυλακισμένος.
Μὴ μπορώντας νὰ πιστέψει ὅτι μποροῦν ἄλλοι νὰ ἐνεργήσουν κατὰ αὐτὸν τὸν τρόπο, δόλια καὶ ἀνέντιμα, ὁ βασιλιάς, ἔπεσε στὴν παγίδα ποὺ ἔστησε ὁ Τορμαζόφ, καὶ ὁ πρίγκιπας Ζουράμπ. Ὁ π. Ἰεσσαί, εἶχε ἀρχικὰ προειδοποιήσει τὸν βασιλιὰ γιὰ τὴν ἀναξιοπιστία τοῦ πρίγκιπα Ζουράμπ. Πάντως, μαθαίνοντας ὅτι ἡ πρεσβυτέρα του κοιμήθηκε, ἐπέστρεψε στὸ Κουταΐση καὶ δὲν μπόρεσε νὰ συμβουλέψει περαιτέρω τὸν βασιλιά.
Ὁ βασιλιὰς Σολομώντας ὁ Β´ καὶ ἡ ἀκολουθία του τελικὰ παρασύρθηκαν καὶ πῆραν τὸν δρόμο γιὰ τὴν Τυφλίδα. Ἐκεῖ ὅμως τοὺς συνέλαβαν καὶ τὸ σχέδιο ἦταν νὰ στείλουν τὸν βασιλιὰ νὰ περάσει τὸ ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς του σὲ ἕνα παλάτι στὴν Ἁγία Πετρούπολη. Προτιμώντας τὴν ἐξορία ἀπὸ τὴν φυλακή, ὁ βασιλιὰς καὶ ἡ συνοδεία του συνέλαβαν ἕνα σχέδιο δραπετεύσεως καὶ πέρασαν ἀπέναντι στὴν Τουρκία, διασχίζοντας τὰ σύνορα. Στὶς δύσκολες αὐτὲς στιγμές, ὁ π. Ἰεσσαί, πῆγε στὸν ἐξόριστο βασιλιά, γιὰ νὰ τοῦ συμπαρασταθεῖ. Μετὰ ἀπὸ μεγάλες ταλαιπωρίες καὶ ἀπρόσφορες ἐνέργειες γιὰ νὰ διεκδικήσει πίσω τὸ βασίλειό του ἀπὸ τὴν Ῥωσσία, ὁ βασιλιὰς Σολομώντας ὁ Β´, ἀναπαύθηκε στὴν Τραπεζοῦντα στὶς 19 Φεβρουαρίου τοῦ 1815, στὰ σαράντα ἕνα του χρόνια. Κηδεύτηκε δέ, στὸν καθεδρικὸ Ναό, τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης.

o Γ´. Ἐγκλεισμὸς στὸ παλάτι

Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ βασιλιά, ὁ π. Ἰεσσαί, ἐπέστρεψε στὴν Ἰμερέτη, παρὰ τὶς συνθῆκες ποὺ ἐπικρατοῦσαν ἐκεῖ. Ἐνημέρωσε καὶ τοὺς ὑπόλοιπους εὐγενεῖς ποὺ ἀριθμοῦσαν περὶ τοὺς ἑξακόσιους ἄνδρες, προτρέποντάς τους νὰ ἀκολουθήσουν τὸ παράδειγμά του. Πολλοὶ ἀπὸ αὐτούς, δέχθηκαν τὴν λύση μὲ χαρά, ἀλλὰ ὁ φόβος τοῦ Τσάρου τοὺς ἔκανε νὰ ἀμφιβάλλουν γιὰ τὴν ἐπιτυχία τοῦ σχεδίου. Τότε ὁ π. Ἰεσσαί, τοὺς ὑποσχέθηκε νὰ τὸ διευθετήσει αὐτός. Ἀμέσως ἔγραψε στὸν Τσάρο, σὲ ὅλους τοὺς εὐγενεῖς καὶ στοὺς πρίγκιπες καὶ σὲ ὅλα τὰ μέλη τῆς ἀκολουθίας καὶ ἔστειλε τὸ γράμμα στὸν Αὐτοκράτορα, ὁ ὁποῖος τὸ ἔλαβε μὲ ἱκανοποίηση, τοὺς ἀποκατέστησε στὴν θέση τους καὶ τοὺς ἐπέστρεψε τὴν ἰδιοκτησία τους.
Τὸν Μάϊο τοῦ 1815, τρεῖς μῆνες μετὰ τὸν θάνατο τοῦ βασιλιὰ Σολομώντα, ὁ π. Ἰεσσαί, ἐπέστρεψε μὲ τοὺς εὐγενεῖς στὴν Ἰμερέτη. Ἐκεῖ ἐγκαταστάθηκε στὸ πατρικό του σπίτι. Τελικά, ἐλεύθερος ἀπὸ τὴν ὑποχρέωση νὰ εἶναι ὁ πνευματικὸς τῶν ἀνακτόρων, ἄρχισε νὰ ψάχνει ἕνα μέρος κατάλληλο γιὰ μία ἡσυχαστικὴ κατοικία. Σκέφθηκε νὰ κάνει τὸ ἐρημητήριό του κοντὰ στὸ χωριὸ τῆς καταγωγῆς του, ἢ στὴν κοιλάδα κοντὰ στὴν Μονὴ Ταμπακίνι, ἐκεῖ ὅπου εἶχε περάσει τὰ χρόνια τῆς νεότητάς του.
Ἀλλά, δὲν εἶχαν περάσει οὔτε ἑπτὰ μῆνες ἀπὸ τὴν ἐπιστροφή του στὴν πατρίδα, ὅταν ἡ βασίλισσα τῆς Ἰμερέτης Μαρία, τοῦ ζήτησε νὰ πάει στὴν Μόσχα, ὅπου καὶ κατοικοῦσε μετὰ τὴν φυγὴ τοῦ βασιλιὰ Σολομώντα στὴν Τουρκία. Ἡ βασίλισσα αἰσθανόταν ὅτι ὁ π. Ἰεσσαί, θὰ μποροῦσε νὰ τὴν ἐνημερώσει καλύτερα γιὰ τὶς τελευταῖες μέρες τοῦ συζύγου της, ἀφοῦ ἦταν πνευματικὸς τῶν ἀνακτόρων. Πιστὸς στὸ καθήκον του ὁ π. Ἰεσσαί, κατέφθασε ἀμέσως γιὰ νὰ ἐνημερώσει τὴν βασίλισσα γιὰ ὅλα ὅσα συνέβησαν. Τῆς παρέδωσε ἕνα μεγάλο κομμάτι ἀπὸ τὸ Τίμιο Ξύλο ποὺ ἄνηκε στὸν βασιλιά, καὶ ἡ βασίλισσα τὸ τοποθέτησε στὴν ἐκκλησία τῶν ἀνακτόρων. Ἐκείνη, τιμώντας τὴν ἀφοσίωση τοῦ π. Ἰεσσαί, στὸν πρώην σύζυγό της, καὶ ἐπιπλέον ἐπειδὴ δὲν ἐπιθυμοῦσε νὰ ἔχει ἕναν ἀλλοδαπὸ (Ῥῶσσο) ὡς πνευματικό της, τὸν κράτησε κοντά της στὸ παλάτι της στὴν Μόσχα.
Μὲ τὴν ἄφιξη τοῦ π. Ἰεσσαί, στὴν Μόσχα, ἕνας νέος πειρασμὸς τοῦ συνέβη. Ὁ Τσάρος ἐπεδίωξε νὰ τὸν τιμήσει μὲ τὸ ἀξίωμα τοῦ ἀρχιερέως σὲ μία μεγάλη πόλη. Αὐτὸ ὀφειλόταν πιθανώς, εἴτε στὸν μετασχηματισμὸ τῶν εὐγενῶν ἐπαναστατῶν τῆς Ἰμερέτης σὲ πιστοὺς ὑπηκόους του ἢ λόγω τῆς μεσολάβησης τῆς βασίλισσας Μαρίας. Ἐν τούτοις, ἡ τιμὴ γιὰ τὸ ἀξίωμα δὲν θὰ μποροῦσε νὰ προσελκύσει τὴν ψυχὴ τοῦ π. Ἰεσσαί, ἡ ὁποία μὲ φανερὸ ζήλο ἀποζητοῦσε τὴν μόνωση.
Μένοντας στὸ παλάτι ὁ π. Ἰεσσαί, ἀντιλήφθηκε σύντομα τὴν μεγάλη πνευματικὴ ὑποβάθμιση τῆς θρησκευτικῆς καὶ ἠθικῆς ζωῆς τῶν αὐλικῶν, εἰδικὰ ὅταν τὴν σύγκρινε μὲ τὴν εὐσέβεια ποὺ οἱ προηγούμενοι βασιλιάδες τῆς Ἰμερέτης καὶ οἱ πατριῶτές του ζοῦσαν. Παρατήρησε ὅτι ἡ βασίλισσα καὶ ἡ αὐλή της εἶχαν ξεχάσει τὰ χριστιανικά τους καθήκοντα. Ἀντὶ αὐτῶν, πήγαιναν στὶς κοσμικὲς διασκεδάσεις καὶ μὴ μπορώντας νὰ κρατήσουν τὶς νηστεῖες τὴν Τετάρτη καὶ τὴν Παρασκευή, ἀπομακρύνονταν ἀπὸ τὶς πατροπαράδοτες συνήθειες. Ἡ βασίλισσα ἡ ἴδια χρησίμευε ὡς ἕνα κακὸ παράδειγμα, ἡ δὲ αὐλή της τὸ ἔβλεπε μὲ συμπάθεια. Ὅλα αὐτὰ φόρτωναν συναισθηματικὰ τὸν π. Ἰεσσαί, καθὼς κανεὶς δὲν λάμβανε ὑπόψεις τὶς παραινέσεις καὶ ὁδηγίες του.
Παρὰ τὸ γεγονός, ὅτι συμπεριφερόταν σωστά, καὶ μὲ ἀκρίβεια, ἀκόμα καὶ ὁ ἴδιος μολύνθηκε ἀπὸ τὸν τρόπο ζωῆς τῆς αὐλῆς. Πρόθυμα ὴ ἀπρόθυμα εἶχε ἀποδεχτεῖ τοὺς ὅρους τῆς ἀρχαίας ῥωσσικῆς πρωτεύουσας· τὸ τραπέζι του ἦταν σὰν ἕνας πίνακας στὸν ὁποῖον ἀφθονοῦσαν διαφορετικὰ πιάτα φαγητῶν, ἔπινε πολὺ κρασί, καὶ κοιμόταν σὲ ἕνα κρεββάτι σκεπαζόμενος μὲ πουπουλένια στρωσίδια. Τότε ἐμφανίστηκε ἕνας ἀκόμη πιὸ μεγάλος κίνδυνος, ὁ κίνδυνος μίας βαθειᾶς καὶ σοβαρῆς πτώσης. Ὁ π. Ἰεσσαί, διακρινόταν γιὰ τὴν ὀμορφιά του· ψηλὸς στὸ ἀνάστημα, μὲ φαρδὺς ὤμους, ἐντυπωσιακός, ἕνα ὄμορφο ἄτομο. Ἡ ὡραία ψυχή του, ἀντανακλοῦσε τὸ εὐγενικό του πρόσωπο, καὶ ἄθελά του τὰ μάτια πολλῶν ἀνθρώπων ἔπεφταν πάνω του. Στὶς εὐλαβεῖς ψυχὲς ποὺ τὸν πλησίαζαν προκαλοῦσε σεβασμό, ἀλλὰ στοὺς ἐμπαθεῖς σφοδρὲς σαρκικὲς ἐπιθυμίες. Ὁ π. Ἰεσσαί, ἔφθασε νὰ γευθεῖ ὅλες τὶς ἄγριες ἐπιθέσεις τοῦ ἀρχέγονου ἐχθροῦ. Οἱ ἄσεμνες προκλήσεις του, κούρασαν τὴν ψυχή του, καὶ ἀπεφάσισε νὰ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὸ παλάτι. Δὲν μποροῦσε νὰ βρεῖ ἄλλο τρόπο νὰ ἀποφύγει τὶς ἐπιθυμίες ἐκείνων τῶν γυναικῶν. Ἐπιπλέον, ἔφθασε στὸ σημεῖο νὰ καταλάβει γιὰ τὸν ἑαυτό του, ὅτι δὲν μποροῦσε νὰ ἐνδώσει σὲ τέτοιου εἴδους ἐπιθυμίες.
Βαλλόμενος ἀπὸ ὅλες αὐτὲς τὶς πλευρές, ὁ π. Ἰεσσαί, κατ᾿ ἐπανάληψη ἱκέτευσε τὴν βασίλισσα νὰ τὸν ἀπαλλάξει ἀπὸ τὴν δύσκολη ζωὴ τῆς ἀρχαίας πρωτεύουσας, ἔτσι ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ ἐπιστρέψει στὴν πατρίδα του. Ἡ βασίλισσα πάντως, δὲν ἤθελε νὰ ἀκούσει τίποτε ἀπάνω σὲ αὐτὸ τὸ θέμα. Ἄλλοτε ἀπομακρυνόταν ἀπὸ τὸ ζητούμενο μὲ ἕνα ἀστεῖο καὶ ἄλλες φορὲς ἀποφασιστικὰ ἀρνιόταν τὸ αἴτημά του. Ὁ π. Ἰεσσαί, μὲ τὴν σειρά του σταθερὰ ἀπευθυνόταν σὲ αὐτήν, ἀποκαλύπτοντας ὅτι θὰ δραπέτευε ἂν δὲν τὸν ἄφηνε. Σὲ αὐτό, ἡ βασίλισσα ἀπαντοῦσε χαμογελώντας πὼς ἐκεῖ δὲν ἦταν Ἰμερέτη, καὶ τέτοιες ἀποδράσεις ἦταν ἀδύνατες, καθὼς στὴν πρώτη πόλη ποὺ θὰ ἔφθανε, ἡ ἀστυνομία θὰ τὸν συλλάμβανε καὶ θὰ τὸν ὁδηγοῦσε πίσω στὸ παλάτι. Κατὰ αὐτὸν τὸν τρόπο τριάμισι χρόνια πέρασαν, ποὺ λειτούργησαν σὰν μία δυνατὴ δοκιμὴ γιὰ τὴν εὐλαβὴ ψυχὴ τοῦ π. Ἰεσσαί, μία δοκιμὴ ἀσύγκριτα μεγαλύτερη ἀπὸ τὰ ἑπτὰ χρόνια τῆς περιπλάνησής του μὲ τὸν βασιλιὰ Σολομώντα σὲ ξένη γῆ.
Παραμένοντας σὲ μία τόσο ἀπελπιστικὰ δύσκολη θέση, ὁ π. Ἰεσσαί, ἔβρισκε ἀνάπαυση στὴν ψυχή του μόνο ὅταν προσευχόταν στὸν Κύριο καὶ στὴν ἁγνὴ καὶ πανάχραντη Μητέρα Του. Μέσα ἀπὸ τὴν στενοχωρημένη του ψυχή, τοὺς ἐκλιπαροῦσε νὰ πραγματοποιήσουν τὴν ἀναμενόμενη γιὰ καιρὸ ἐπιθυμία του, νὰ ζήσει σὰν ἔγκλειστος μέσα στὴν ἔρημο. Παρομοίως προσευχόταν καὶ στὸν μεγαλομάρτυρα Γεώργιο, στὸν ὁποῖο εἶχε μεγάλη εὐλάβεια, ἀκόμη ὅταν ἦταν στὸ πατρικό του σπίτι, καθότι ὁ μεγαλομάρτυς Ἅγιος τὸν εἶχε βοηθήσει πολλὲς φορές.
Αὐτὴ τὴν ἐποχή, ὁ π. Ἰεσσαί, ἐξοικειώθηκε μὲ ἕναν ἀρχιμανδίτη τῆς Μονῆς Ἰβήρων ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ποὺ τότε διέμενε στὴν Μονὴ τοῦ Ἁγίου Νικολάου στὴν Μόσχα. Αὐτὸς ὁ ἀρχιμανδίτης ἦταν ποὺ ἀποκάλυψε ἀργότερα στοὺς ἁγιορεῖτες μοναχούς, ποιὸς ἦταν ὁ π. Ἰεσσαί, μιᾶς καὶ ὅταν πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος ἀπέκρυψε τὴν προέλευσή του κάτω ἀπὸ τὴν ἐνδυμασία ἑνὸς ἁπλοῦ μοναχοῦ.
Καθημερινά, ἡ λύπη τοῦ π. Ἰεσσαὶ μεγάλωνε. Κάποτε, σὲ μία εἰλικρινῆ συζήτηση μὲ τὸν προσωπικὸ ὑπηρέτη τῆς βασίλισσας Μαρίας, ἕναν ἄνθρωπο ἀφιερωμένο σὲ αὐτόν, τοῦ ἀποκάλυψε τὴν ἐπιθυμία τῆς καρδιᾶς του. Ὁ τελευταῖος, ἀντιλήφθηκε τὴν καλή του πρόθεση καὶ ὑποσχέθηκε νὰ βοηθήσει. Συνέλαβε ἕνα σχέδιο γιὰ τὸ ὁποῖο ἐνημέρωσε τὸν π. Ἰεσσαί. Ἀφοῦ προσευχήθηκαν θερμά, πῆγαν στὸν Μητροπολίτη Σεραφείμ. Ὁ Μητροπολίτης, ἐπισκεπτόταν συχνὰ τὴν βασίλισσα καὶ ἦταν καλὰ ἐξοικειωμένος τόσο μὲ τὸν προσωπικό της ὑπηρέτη, ὅσο καὶ μὲ τὸν π. Ἰεσσαί. Ἐρχόμενος στὸν Μητροπολίτη ὁ ὑπηρέτης τοῦ εἶπε ὅτι τὸν ἔστειλε ἡ βασίλισσα νὰ ζητήσει τὴν ἔκδοση τοῦ διαβατηρίου τοῦ π. Ἰεσσαί, καθὼς αὐτὸς ἤθελε νὰ ἐπισκεφθεῖ τὴν Ἰμερέτη γιὰ λίγο. Ὁ Μητροπολίτης, χωρὶς νὰ ὑποψιαστεῖ τίποτα, ἔκανε ἀμέσως τὶς διατυπώσεις ποὺ χρειάζονταν γιὰ νὰ ἐκδοθεῖ τὸ διαβατήριο.
Γεμάτος ἐλπίδα γιὰ τὴν πραγματοποίηση τῆς ἐπιθυμίας του, ὁ π. Ἰεσσαί, παρουσιάστηκε μπροστὰ τὴν βασίλισσα, καὶ ὅπως εἶχε κάνει πολλὲς φορὲς πρίν, ἄρχισε νὰ τῆς λέει ὅτι ἐπρόκειτο νὰ φύγει. Ἡ βασίλισσα γέλασε μὲ τὰ λόγια του. Ὅταν τῆς εἶπε ὅτι εἶχε πάρει ἤδη τὸ διαβατήριό του, αὐτὴ ἀπάντησε ὅτι δὲν τὸν πιστεύει, γιατὶ χωρὶς τὴν δική της ἄδεια κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ τὸ ἐκδώσει. Μὲ τὶς λέξεις: Ἀντίο, φεύγω! ὁ π. Ἰεσσαί, ἄφησε τὴν βασίλισσα καὶ ἀναχώρησε ἐκεῖνο τὸ ἴδιο βράδυ. Πάντως, δὲν πῆγε στὴν Γεωργία, γνωρίζοντας πὼς ἡ βασίλισσα θὰ μποροῦσε εὔκολα νὰ τὸν βρεῖ ἐκεῖ καὶ νὰ τὸν φέρει πίσω στὴν Μόσχα. Ἀντίθετα, ὁδηγήθηκε πρὸς τὴν Ὀδυσσό, καὶ κατευθύνθηκε κατευθείαν στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἡ πρόθεσή του ἦταν νὰ ἐπισκεφθεῖ τὴν Παλαιστίνη καὶ τὸ Σινᾶ, καὶ νὰ ἐγκατασταθεῖ κάπου σὲ αὐτὰ τὰ μέρη, ποὺ στὰ πρῶτα χριστιανικὰ χρόνια οἱ Γεωργιανοί, εἶχαν ζήσει μὲ ἀσκητικὴ ζωή. Σχετικὰ μὲ τὸ Ἅγιον Ὄρος, δὲν γνώριζε σχεδὸν τίποτα.

o Δ´. Ἄφιξη στὸν Ἅγιον Ὄρος

Ἔφθασε στὴν Κωνσταντινούπολη κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Πεντηκοστῆς καὶ πῆγε στὸν ἀντιπρόσωπο τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων νὰ ῥωτήσει σχετικὰ μὲ τὰ ταξίδια στὰ Ἱεροσόλυμα. Αὐτοί, τοῦ ἐξήγησαν, ὅτι ἐὰν ἤθελε νὰ περιμένει τὸ Πάσχα στὴν Ἱερουσαλήμ, θὰ ἔπρεπε νὰ περάσει σχεδὸν ἕναν ὁλόκληρο χρόνο ἐκεῖ καὶ αὐτὸ προφανῶς θὰ τὸν κούραζε. Γιὰ αὐτό, θὰ ἦταν καλύτερο γιὰ ἐκεῖνον νὰ πάει στὸ Ἅγιον Ὄρος, νὰ περάσει τὸν χειμῶνα ἐκεῖ, καὶ ἔπειτα νὰ ταξιδέψει στὴν Ἱερουσαλήμ, λίγο πρὶν τὴν Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Ὁ π. Ἰεσσαί, διαπίστωσε, ὅτι σχεδιάζοντας νὰ πάει στὸ Ἅγιον Ὄρος, τὸ βασίλειο τῶν μοναχῶν, θὰ μποροῦσε μᾶλλον νὰ ἀρχίσει νὰ σκέφτεται τὴν ἐγκατάστασή του ἐκεῖ. Αὐτὸ τὸ σκεφτόταν σοβαρά, καὶ ἦταν τόσο ἀπεγνώσμενος στὸ νὰ βρεῖ μία λύση νὰ ὑπηρετήσει τὸν Θεὸ ὁλόψυχα ποὺ ἀμέσως ἄλλαξε τὰ μεταξωτά του ἐνδύματα μὲ τὰ κουρέλια ἑνὸς ζητιάνου. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἤλπιζε ὅτι θὰ ἔκρυβε τὴν προηγούμενη κοσμική του κατάσταση, καὶ θὰ ὑπηρετοῦσε τὸν Θεό, μὲ πλήρη αὐταπάρνηση. Βρῆκε λοιπὸν ἕνα πλοῖο ποὺ κατευθυνόταν πρὸς τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ μπῆκε μέσα.
Φτάνοντας στὸ Ἅγιον Ὄρος τὸ 1819, ὁ π. Ἰεσσαί, ἐγκαταστάθηκε στὴν Μονὴ Ἰβήρων. Ἄν καὶ ἡ Μονὴ Ἰβήρων εἶχε ἱδρυθεῖ ἀπὸ Γεωργιανούς, καὶ κάποτε εἶχε γεμίσει ἀπὸ συμπατριῶτές του, τώρα δὲν βρῆκε κανέναν. Μὴ γνωρίζοντας τὰ ἑλληνικά, προσπάθησε νὰ ἐπικοινωνήσει μὲ διάφορους ἀδελφοὺς στὴν τουρκικὴ διάλεκτο. Ἐπειδὴ ὅμως καὶ ἐκεῖνοι ποὺ γνώριζαν τουρκικὰ ἦσαν λίγοι, ὁ π. Ἰεσσαί, πέρασε τὸ μεγαλύτερο διάστημα στὴν σιωπή. Ἐξήγησε ὅτι ἦταν Γεωργιανὸς ἐκ γενετῆς, ἕνας φτωχὸς χωρικός, τὸ ὁποῖο ἐπιβεβαίωναν ἄλλωστε τὰ παλιὰ καὶ λερωμένα ῥοῦχά του. Δήλωσε ὅτι εἶχε ἔρθει στὸ Ἅγιον Ὄρος γιὰ νὰ προσκυνήσει τὰ ἅγια λείψανα καὶ νὰ δεῖ τὶς Ἱερὲς Μονές. Σύμφωνα μὲ τὴν ἁγιορείτικη συνήθεια τὸν ὁδήγησαν στὸν ξενῶνα, ὅπου πέρασε μία βδομάδα παρακολουθώντας ἀκολουθίες στὴν ἐκκλησία καὶ ἀκολουθώντας τὴν μοναστηριακὴ ζωή.
Σιωπηλά, περπατώντας γύρω ἀπὸ τὸ Μοναστῆρι, ὁ π. Ἰεσσαί, παρατηροῦσε προσεκτικὰ τὸν ἐσωτερικὸ τρόπο ζωῆς ἑνὸς ἰδιόῤῥυθμου μοναστηριοῦ, ἀλλὰ ὁ ῥόλος τοῦ ἰδιόῤῥυθμου δὲν τοῦ ταίριαζε καὶ εἶπε στὸν ἑαυτό του: Ἂν καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ μοναστῆρί μας, ἀκόμη καὶ τοῦτο δὲν εἶναι γιὰ μένα. Ἕνα πρωϊνό, περπάτησε ἔξω ἀπὸ τὶς πύλες τῆς Μονῆς καὶ διαπίστωσε ὅτι διάφοροι ἀδελφοί, φορτώνονταν τοὺς ἁγιορείτικους ντορβάδες τους καὶ ἔφευγαν γιὰ κάπου. Ὁ π. Ἰεσσαί, ἔμαθε ἀπὸ αὐτούς, ὅτι πηγαίνουν στὴν Μονὴ τοῦ Διονυσίου γιὰ τὸ ἐτήσιο πανηγύρι της, τὸ Γεννέσιον τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, τὸ ὁποῖο ἦταν τὴν ἑπόμενη ἡμέρα. Ὅταν τοὺς ῥώτησε, ἂν μποροῦσαν νὰ τὸν πάρουν μαζί τους, αὐτοὶ τοῦ ἀπάντησαν: Ἐὰν θέλεις, πᾶμε.
Κατὰ τὴν ἁγιορείτικη παράδοση, ὅποιος μπαίνει σὲ ἕνα ἁγιορείτικο Μοναστῆρι γιὰ μία πανήγυρη, πηγαίνει πρῶτα στὸ ἀρχονταρίκι. Ἐκεῖ, κάποιος ὁ ὁποῖος διακονεῖ, προσφέρει ῥακί, ἕνα φλιτζάνι ἑλληνικὸ καφέ, καὶ κρύο νερό. Ἔπειτα, οἱ προσκυνητὲς κατευθύνονται πρὸς τὴν Τράπεζα γιὰ ἕνα γεῦμα πρὶν τὴν ἀγρυπνία. Γιὰ τὸν π. Ἰεσσαί, πάντως, τὰ γεγονότα ἐξελίχθηκαν διαφορετικά. Καθὼς εἰσῆλθε στὴν Μονή, ἔχασε τοὺς συνταξιδιῶτές του μέσα στὸ πλῆθος. Ἐκεῖνοι ξέχασαν ὅτι αὐτὸς ἦταν ἀσυνήθιστος στὴν ἁγιορείτικη παράδοση καὶ ξέχασαν νὰ τὸν ἀναζητήσουν. Δὲν εἶχε φάει τίποτα ὅλη τὴν ἡμέρα καὶ πεινοῦσε ὑπερβολικά. Μὴ γνωρίζοντας ὅτι κάποιος θὰ τὸν προσκαλοῦσε στὴν Τράπεζα τῆς Μονῆς καὶ ἀκούγοντας πὼς χτυποῦσαν ἤδη γιὰ τὴν ἀγρυπνία, πῆγε στὴν ἐκκλησία ἀνάμεσα σὲ μία ὁμάδα προσκυνητῶν. Ὑπέθεσε, ὅτι πρὸς τιμὴν τοῦ μεγάλου Προφήτου καὶ Βαπτιστοῦ Ἰωάννη τοῦ Προδρόμου, θὰ ἦταν αὐστηρὴ νηστεία στὸ Μοναστήρι καὶ οἱ ἀδελφοὶ ἐπίσης δὲν θὰ ἔτρωγαν τίποτα.
Τὸ μῆκος τῆς ἀκολουθίας τὸν ἐξέπληξε, γιατὶ τὸ βράδυ εἶχε περάσει καὶ ἡ ἀγρυπνία συνεχιζόταν. Τελείωσε μόλις δύο ὧρες πρὶν τὴν ἀνατολή. Ὀ π. Ἰεσσαί, συλλογίστηκε: Θὰ προσφέρουν ἄραγε τίποτα νὰ φᾶμε; Θὰ συνεχίσουν νὰ νηστεύουν πάλι τώρα; Ἀλλὰ τότε ἄρχισε ἡ Λειτουργία. Μόλις μετά, ὅλοι πῆγαν στὴν Τράπεζα καὶ ὁ π. Ἰεσσαί, ἀκολούθησε τοὺς ὑπολοίπους. Ἡ ἡμέρα τῆς πανηγύρεως τοῦ ἔμεινε χαραγμένη σὰν μία μεγάλη πνευματικὴ παρηγοριά. Τοῦ ἄρεσε ἡ τάξη τῆς ἀκολουθίας, ὁ τρόπος ζωῆς τῶν μοναχῶν, καὶ ἡ αὐστηρότητα καὶ ἡ ἁρμονία σὲ κάθε τι τόσο πολύ, ποὺ ἀποφάσισε νὰ παραμείνει στὸ Μοναστῆρι.
Κατὰ τὴν τρίτη ἡμέρα τῆς πανηγύρεως, ὁ ξενοδόχος ἀδελφός, τὸν ῥώτησε γιατὶ δὲν ἔφυγε μὲ τοὺς ἄλλους. Αὐτὸς ἀπάντησε, ὅτι θὰ ἤθελε νὰ μείνει παραπάνω στὸ μοναστῆρι μελετώντας τὸν τρόπο τῆς μοναχικῆς ζωῆς καὶ ὁ ξενοδόχος ἀδελφός, τοῦ ἀπάντησε ὅτι ἔπρεπε νὰ πάρει εὐλογία ἀπὸ τὸν ἡγούμενο γιὰ κάτι τέτοιο. Ὁ π. Ἰεσσαί, πῆγε στὸν ἡγούμενο, ὁ ὁποῖος μιλοῦσε τουρκικὰ καλά, καὶ ἐξήγησε σὲ αὐτόν, ὅτι τοῦ ἄρεσε ἡ αὐστηρὴ γραμμὴ τῆς Μονῆς τους καὶ ζητοῦσε εὐλογία νὰ ζῆσει ἐκεῖ καὶ νὰ μελετήσει τὴν μοναχική τους ζωή. Ὁ ἡγούμενος Στέφανος, βλέποντας τὴν μυϊκή του δύναμη, συμφώνησε νὰ τὸν κρατήσει λέγοντάς του ὅτι χρειαζόταν ἐργατικὰ χέρια. Τοῦ ἔδωσε τὸ διακόνημα νὰ ἐργάζεται στὴν κουζίνα.
Στὴν Διονυσίου ὁ π. Ἰεσσαί, βρῆκε τὸν παλιό του φίλο, τὸν π. Βενέδικτο τὸν Γεωργιανό, ὁ ὁποῖος ζοῦσε δίπλα στὸ Μοναστήρι, σὲ ἕνα ἐρημητήριο. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς τοῦ 1821 ἔλαβαν τὸ μεγάλο σχῆμα μαζί. Κατὰ τὴν κουρά, ὁ π. Ἰεσσαί, ἔλαβε τὸ ὄνομα Ἱλαρίων. Ἂν καὶ ἔγινε μοναχὸς πιὸ πρὶν ὁ π. Ἰεσσαί, συμπεριφερόταν στὸν π. Βενέδικτο σὰν ἀρχαιότερός του, εἰδικὰ ὅσον ἀφορᾷ τὶς πνευματικὲς ἀσκήσεις. Καινούρια μοναστικὰ ἐνδύματα εἶχαν ἑτοιμαστεῖ γιὰ τὴν κουρά, ἀλλὰ ὁ π. Ἱλαρίων ἀρνήθηκε νὰ τὰ φορέσει καὶ ζήτησε νὰ ντυθεῖ μὲ τὰ κουρελιασμένα του ῥάσα.
Παρὰ τὴν διακονία στὴν κουζίνα καὶ στὴν Τράπεζα, τοῦ π. Ἰεσσαί, τοῦ ζητοῦσαν νὰ βοηθάει στὶς πιὸ δύσκολες διακονίες. Τὸν ἔστελναν νὰ καλλιεργήσει τὰ ἀμπέλια τῆς Μονῆς στὸ Μονοξυλίτη, ὁ ὁποῖος βρίσκεται μακριὰ ἀπὸ τὴν Μονή, στὰ ὅρια τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Πάντα ἦταν παρὼν στὰ πιὸ δύσκολα καὶ ἐπίμαχα διακονήματα. Στοὺς ἀμπελῶνες ἔπαιρνε τὸ πιὸ μεγάλο φτυάρι, καὶ μὲ δύναμη τὸ βύθιζε στὸ ἔδαφος, καὶ ἔσκαβε μὲ τέτοιο τρόπο ποὺ κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ τὸν μιμηθεῖ. Ἀφοῦ ἔφερνε ἀκούραστα τὴν ὑπακοή του εἰς πέρας, ὁ π. Ἱλαρίων ἐνδυναμώθηκε ἀπὸ τὸν Κύριο μὲ φυσικὴ δύναμη καὶ ζῆλο μαζὶ γιὰ ἀσκητικὰ ἀθλήματα.
Ἂν καὶ δὲν γνώριζε ἑλληνικά, οἱ πατέρες ἀγάπησαν τὸν π. Ἱλαρίωνα γιὰ τὴν ὑποδειγματική του ἀγάπη γιὰ ἐργασία, τὴν πραότητά του καὶ τὴν ἀσκητική του ζωή. Ζώντας στὴν Μονὴ Διονυσίου, κάτω ἀπὸ φτωχικὰ ἐνδύματα ἑνὸς ἁπλοῦ Γεωργιανοῦ καὶ πραγματικὰ ἀκτήμονας, ὁ π. Ἱλαρίων δὲν κλείδωσε τὸ κελλί του. Κάποτε, ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς, μπῆκε στὸ κελλί του ἐνῷ αὐτὸς ἀπουσίαζε καὶ βλέποντας ἕνα κονσερβοκοῦτι ἀπὸ περιέργεια τὸ ἄνοιξε. Πρὸς μεγάλη του ἔκπληξη βρῆκε ἕνα ῥωσσικὸ διαβατήριο καὶ ἕνα αὐτοκρατορικὸ τούρκικο διάταγμα ποὺ ἀποκάλυπταν ὅτι ὁ φερόμενος ἦταν ἱερεύς. Ἀμέσως ἐνημέρωσε τὸν ἡγούμενο, ὁ ὁποῖος κάλεσε τὸν π. Ἱλαρίωνα καὶ τὸν ῥώτησε τὶ φύλαγε μέσα στὸ κονσερβοκοῦτι. Ὁ π. Ἱλαρίων ἀπάντησε ὅτι ἦταν τὸ διαβατήριό του. Ὁ ἡγούμενος τοῦ ζήτησε νὰ προσκομίσει τὰ ἔγγραφα σὲ αὐτόν. Ὁ π. Ἱλαρίων, ἐλπίζοντας ὅτι κανένας δὲν γνώριζε νὰ διαβάζει ῥωσσικὰ καὶ τουρκικά, τὰ ἔφερε στὸν ἡγούμενο. Πρὸς μεγάλη του λύπη, ἕνας μοναχὸς γνώριζε τουρκικά, καὶ μποροῦσε νὰ διαβάσει τὸ τουρκικὸ ἔγγραφο. Κατὰ αὐτὸν τὸν τρόπο ὅλοι ἔμαθαν ὅτι ἦταν ἱερέας. Ὁ π. Ἱλαρίων ἔπεισε τοὺς ἀδελφούς, νὰ μὴν τὸ ποῦν σὲ κανέναν.
Ὁ π. Ἱλαρίων πέρασε δύο περίπου χρόνια φέρνοντας σὲ πέρας δύσκολες ἐργασίες μὲ ἀγάπη καὶ αὐταπάρνηση. Πάντως τὸ προβλημάτιζε ὅτι δὲν ἤξερε ἑλληνικά, καὶ κατ᾿ ἐπέκταση δὲν μποροῦσε νὰ μελετήσει τὸ εὐαγγέλιο καὶ νὰ καταλάβει τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἐξαιτίας αὐτοῦ τοῦ γεγονότος ἡ ψυχή του εἶχε ἀτονήσει. Ἔτσι ἀποκάλυψε τοὺς λογισμούς του στὸν ἡγούμενο καὶ ζήτησε εὐλογία νὰ ἐπισκεφθεῖ τὴν Μονὴ Ἰβήρων, καθότι ἐκεῖ θὰ μποροῦσε νὰ ζητήσει μερικὰ ἀπὸ τὰ πολλὰ βιβλία ποὺ ὑπῆρχαν στὴν Γεωργιανὴ γλώσσα. Ὁ ἡγούμενος τοῦ ἔδωσε εὐλογία καὶ ὁ π. Ἱλαρίων ἔφυγε γιὰ τὴν Ἰβήρων μὲ τὴν συνήθη παλιὰ καὶ λερωμένη περιβολή του.
Φθάνοντας στὴν Μονὴ Ἰβήρων, σταμάτησε νὰ προσευχηθεῖ μπροστὰ στὴν θαυματουργὴ Εἰκόνα τῆς Θεοτόκου. Ἦταν βράδυ τότε, καὶ οἱ μεγαλύτεροι πατέρες καθόταν στὴν εἴσοδο τῆς Μονῆς. Μεταξὺ αὐτῶν ἦταν καὶ ἕνας ἀρχιμανδίτης, μὲ τὸν ὁποῖο ὁ π. Ἱλαρίων εἶχε ἐξοικειωθεῖ ὅταν ἦταν ἀκόμα στὴν Μόσχα. Μόλις αὐτὸς εἶδε τὸν π. Ἱλαρίωνα ἀμέσως τὸν ἀναγνώρισε. Πρὸς ἔκπληξη πάντων, πῆγε γρήγορα καταπάνω του καὶ ἄρχισε νὰ τοῦ φιλᾶ τοὺς ὤμους καὶ τὰ χέρια του, φωνάζοντας ἐν τῷ μεταξύ: Ὤ! Ὤ! Παπα-Ἰεσσαί, παπα-Ἰεσσαί! Ὁ Ἅγιος Πνευματικός. Ὁ Πνευματικὸς τῶν ἀνακτόρων! Συγχυσμένος ἀπὸ ἕναν τέτοιο ἀσυνήθιστο χαιρετισμό, ὅλοι σηκώθηκαν καὶ πλησίασαν τὸν ἐπισκέπτη μοναχό. Ὁ ἀρχιμανδίτης κρατώντας τὸν π. Ἱλαρίωνα ἀπὸ τὸ χέρι, τὸν συνέστησε στοὺς πατέρες λέγοντας: Αὐτὸς εἶναι ὁ π. Ἰεσσαί, ὁ πνευματικὸς τῶν ἀνακτόρων, τὸν ὁποῖο εἶχα τὴν τιμὴ νὰ συναντήσω στὴν Μόσχα στὸ Παλάτι τῆς Βασίλισσας τῆς Ἰμερέτης. Οἱ ἔκπληκτοι μοναχοί, τὸν ὁδήγησαν μέσα στὴν Μονή, ὅπου ὅλοι ἔμειναν κατάπληκτοι ἀπὸ μία τέτοια ἀποκάλυψη, εἰδικὰ ἐκεῖνοι οἱ ἀδελφοί, οἱ ὁποῖοι τὸν εἶχαν δεῖ σὰν ἕναν φτωχὸ νεοφερμένο δύο χρόνια πιὸ πρίν. Ὁ ἀρχιμανδίτης ὁδήγησε τὸν π. Ἱλαρίωνα στὸν τόπο διαμονῆς του καὶ γιὰ τρεῖς μέρες δὲν τὸν ἄφηνε νὰ φύγει, ἱκετεύοντάς τον νὰ μείνει στὴν Μονή τους. Προσέφερε στὸν π. Ἱλαρίωνα τὰ καλύτερα κελλιὰ τοῦ Μοναστηριοῦ, νὰ συντηρεῖται ἀπὸ τὴν Μονή, καὶ νὰ τὸν διακονοῦν ἀδελφοί. Ἔχοντας πειστεῖ ὅτι ὁ π. Ἱλαρίων δὲν θὰ ἀναπαυόταν, τοῦ ἔδωσε τὰ γεωργιανὰ βιβλία ποὺ ζήτησε καὶ λυπημένα τὸν ἄφησε νὰ ἀναχωρήσει.
Μὲ ἕναν ντορβὰ στοὺς ὤμους του, ὁ π. Ἱλαρίων ἐπέστρεψε στὴν Διονυσίου, μὴ περιμένοντας ὅτι ἡ ἀληθινὴ ταυτότητά του εἶχε ἤδη γίνει γνωστὴ ἐκεῖ. Ἡ φήμη ὅτι ὁ πνευματικὸς τῶν ἀνακτόρων κρυβόταν στὴν Μονὴ Διονυσίου, κάτω ἀπὸ τὴν ἐνδυμασία ἑνὸς ἁπλοῦ μοναχοῦ, εἶχε ἤδη διαδοθεῖ σὲ ὅλο τὸ Ἅγιον Ὄρος. Στὴν εἴσοδο τῆς Μονῆς ὁ πορτάρης τοῦ ἔβαλε μετάνοια μὲ σεβασμό, τὸν χαιρέτησε σὰν Γέροντα καὶ εἰδοποίησε τὸν ἡγούμενο. Ὁ τελευταῖος τὸν συνάντησε μὲ ἀνοιχτὲς ἀγκάλες, κατηγορώντας τον μὲ ἕναν ἀδελφικὸ τρόπο γιατὶ δὲν τοὺς ἀποκάλυψε τὴν ἰδιότητά του νωρίτερα. Ὁ π. Ἱλαρίων ἐνοχλήθηκε ἀπὸ μία τέτοια ὑποδοχή, καὶ εἶπε: Ἡ ἐπίσκεψή μου στὴν Μονὴ Ἰβήρων, δὲν ἦταν γιὰ ὄφελός μου. Θὰ ἦταν καλύτερα ἂν δὲν εἶχα πάει ἐκεῖ, λόγω τοῦ ὅτι ἦρθα στὸ Ἅγιον Ὄρος γιὰ νὰ κλάψω τὶς ἁμαρτίες μου, καὶ ἦταν πολὺ πιὸ καλὰ γιὰ μένα νὰ ζῶ στὴν ἀτίμωση, παρὰ τώρα. Ὁ ἡγούμενος δὲν τὸν ἄφηνε τώρα νὰ κάνει τὶς προηγούμενες διακονίες, ἀλλὰ τοῦ ζήτησε νὰ πάρει ἐξ ὁλοκλήρου πάνω του τὸ καθήκον τοῦ πνευματικοῦ. Ὁ π. Ἱλαρίων πάντως, ἀποφασιστικὰ τοῦ ἀρνήθηκε κάτι τέτοιο, καὶ ἐπίμονα τοῦ ζήτησε νὰ μὴ τοῦ στερήσει τὴν εὐκαιρία νὰ ὑπηρετήσει τοὺς ἀδελφούς. Κατευθύνθηκε πρὸς τὴν κουζίνα ἀλλὰ γρήγορα ἔφυγε καθὼς ὁ σεβασμὸς ὅλων τὸν ἀκολουθοῦσε ὅπου καὶ νὰ πήγαινε. Οἱ πατέρες δὲν τὸν ἄφηναν νὰ ἐκπληρώσει τὶς προηγούμενες διακονίες του, ἀλλὰ προσπαθοῦσε νὰ κάνει κάτι τέτοιο σὲ κάθε περίσταση, σηκώνοντας φορτία, μεταφέροντας νερὸ καὶ ξύλα γιὰ τὴν φωτιά, προλαμβάνοντας τὸν ἡγούμενο. Αὐτὸ ἔλαβε τέλος ὅταν ἄφησε τὴν κουζίνα καὶ ἀνέλαβε ἕνα διακόνημα σὲ ἕνα ἀπομονωμένο κελλί, κοντὰ στὴν Μονή.

o Ε´. Ὁμολογητὴς τῆς πίστεως

Τὸ 1821, σὰν ἀποτέλεσμα τῆς ἑλληνικῆς ἐξέργεσης, οἱ Τοῦρκοι ἄρχισαν μία σειρὰ ἀπὸ ἀντίποινα καὶ διώξεις. Τὸ χριστιανικὸ αἷμα κυλοῦσε σὰν ποτάμι, καθότι οἱ Τοῦρκοι ἤθελαν νὰ καταστείλουν τὴν ἐπανάσταση μὲ τὴν δύναμη τῶν ὅπλων. Μιᾶς καὶ τὸ Ἅγιον Ὄρος εἶχε ὑποστηρίξει αὐτὴ τὴν ἐξέργεση, ὑποβλήθηκε ἐπίσης στὶς φοβερὲς συνέπειες τοῦ πολέμου. Τὸ 1822, ὁ κυβερνήτης τῆς Θεσσαλονίκης, Ἀμπντοὺλ Ῥομποὺτ Πασᾶς, κατευθύνθηκε πρὸς τὸν Ἅγιον Ὄρος ἀπὸ τὴν Κασσάνδρα, μὲ ἕναν μεγάλο στρατό, καὶ στρατοπέδευσε στὴν Κουμίτσα, στὸν ἰσθμὸ πλησίον τῶν συνόρων τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ὁ πασᾶς ἔστειλε ἔπειτα μία διαταγή, ὅτι ὁ ἡγούμενος κάθε μοναστηριοῦ πρέπει νὰ ἐμφανιστεῖ ἐνώπιόν του μὲ μεταμέλεια. Σὲ περίπτωση ποὺ θὰ ἀρνηθοῦν, ὁρκίστηκε νὰ καταλάβει τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ νὰ καταστρέψει τὰ μοναστήρια. Οἱ ἡγούμενοι, γνωρίζοντας τὴν σκληρότητα τῶν Τούρκων καὶ τὸν φανατισμὸ ποὺ ἔδειξαν κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ξεσηκωμοῦ, ἀποφάσισαν νὰ μὴν ἔμφανιστοῦν ἐνώπιον τοῦ πασᾶ, καλὰ ἐνημερωμένοι ἀπὸ πρίν, ὅτι δὲν θὰ παρέμεναν ζωντανοί.
Ὁ ἡγούμενος Στέφανος τῆς Μονῆς Διονυσίου, δὲν ἤθελε νὰ ἐμφανιστεῖ αὐτοπροσώπως μπροστὰ στὸν πασά, καὶ ζήτησε ἀπὸ τὸν π. Ἱλαρίωνα νὰ πάρει τὴν θέση του. Ὁ π. Ἱλαρίων μὲ χαρὰ δέχτηκε λέγοντας: Δὲν φοβᾶμαι τοὺς Τούρκους. Ἀλλὰ αὐτὴ τὴν φορά, τὸν προειδοποίησε ὁ ἡγούμενος δὲν εἶναι τὸ ἴδιο. Ὅταν οἱ ἀπεσταλμένοι θὰ ἀναχωροῦσαν γιὰ νὰ συναντήσουν τὸν πασά, τότε ὅλοι οἱ ἀδελφοὶ θὰ ἔφευγαν ἀπὸ τὰ μοναστήρια, παίρνοντας μαζί τους ὅλα τὰ πολύτιμα καὶ ἅγια κειμήλια, γιὰ τὰ ὁποῖα περίμεναν οἱ βάρκες. Αὐτὸ δὲν θὰ περνοῦσε ἀπαρατήρητο ἀπὸ τοὺς Τούρκους, καὶ αὐτοὶ φυσικά, ἀπὸ ἐκδίκηση, θὰ σκότωναν προφανῶς τοὺς ἀπεσταλμένους. Ὁ π. Ἱλαρίων ἐξέφρασε πλήρη προθυμία γιὰ ὁ,τιδήποτε συνέβαινε, ἐφόσον εἶχε καὶ ἀπὸ καιρὸ σφοδρὴ ἐπιθυμία νὰ ἀκολουθήσει τὸν δρόμο τοῦ μαρτυρίου γιὰ τὸν Χριστό. Ὁ ἡγούμενος εἶπε: Τώρα εἶναι ἡ πιὸ κατάλληλη στιγμή, γιὰ αὐτό, ἀξιοποίησέ την γιὰ τὸ κοινὸ καλό. Τὸν συνόδευαν μαζί, ἄλλοι δύο ἀδελφοί, ὁ ἱερομόναχος Παντελεήμων καὶ κάποιος ἄλλος μοναχός.
Φθάνοντας στὴν Κουμίτσα, οἱ ἀπεσταλμένοι παρουσιάστηκαν μπροστὰ στὸν πασά, μὲ ἕνα γράμμα ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Κοινότητα, στὸ ὁποῖο ἀναφέρονταν ποιοὶ εἶναι οἱ ἀντιπρόσωποι τῶν μοναστηριῶν. Ὁ πασᾶς ἄρχισε νὰ διαβάζει καὶ ὅταν ἔφθασε στὸ ὄνομα τοῦ π. Ἱλαρίωνος σταμάτησε, κοίταξε πρὸς τοὺς πατέρες, καὶ ῥώτησε ποίος ἦταν ὁ Γεωργιανός. Ὕστερα, ἀπευθυνόμενος σὲ αὐτὸν στὰ Γεωργιανά, ὁ πασᾶς ἀνακάλυψε ὅτι ὁ π. Ἱλαρίων ζοῦσε στὴν γειτονικὴ ἐπαρχία ἀπὸ τὸν τόπο καταγωγῆς του, τὴν Ἀπχαζία. Στὴν πραγματικότητα ζοῦσαν σὲ γειτονικὲς πόλεις, καὶ ὁ π. Ἱλαρίων γνώριζε τὸ σπίτι τοῦ πασᾶ ἀρκετὰ καλά. Ὁ πασᾶς κατὰ τὴν καταγωγή, ἦταν γιὸς ἑνὸς ὀρθόδοξου ἱερέως. Κατὰ τὴν νεότητά του, πουλήθηκε στοὺς Τούρκους καὶ προσηλυτίστηκε ἀπὸ αὐτοὺς στὸ Ἰσλάμ.
Δηλαδή, εἴμαστε πατριῶτες· εἶπε ὁ πασᾶς. Πόσο καιρὸ ζεῖς ἐδῶ καὶ γιατί ἦρθες;
Ὁ γέροντας ἀπάντησε: Ἦρθα γιὰ νὰ προσεύχομαι στὸν Θεό, καὶ ζῶ ἐδῶ τρία χρόνια.
Ὁ πασᾶς τότε ἄρχισε νὰ μιλάει στὸν π. Ἱλαρίωνα στὰ τούρκικα: Γιατί ἦρθες καὶ μπλέχτηκες μὲ αὐτοὺς τοὺς κλέφτες; Γιατί, ἐσὺ ἕνας ἀξιότιμος καὶ εὐγενὴς ἄνθρωπος, ἀνακατεύτηκες μὲ αὐτοὺς τοὺς ἀχρείους; Ἔβρισε ἀνελέητα τὸ Ἅγιον Ὄρος, τοὺς μοναχούς του καὶ παρουσιάζοντας σὲ αὐτὸν διάφορα ἐπιχειρήματα προσπαθοῦσε νὰ τὸν πείσει νὰ ἀπαρνηθεῖ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Μεταξὺ ἄλλων τοῦ ἀποκάλυψε ὅτι εἶχε ἔρθει μὲ τὴν διάθεση νὰ σκοτώσει ὅλους τοὺς μοναχοὺς τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἀλλὰ λυπᾶται αὐτὸν μιᾶς καὶ ἦταν συμπατριώτης του καὶ μάλιστα ἀριστοκράτης καὶ δὲν θέλει νὰ πάθει καὶ αὐτὸς τὸ ἴδιο. Προσπαθώντας νὰ πείσει τὸν π. Ἱλαρίωνα νὰ ἐγκαταλείψει τὸν Ἄθωνα, τοῦ προσέφερε σπίτι κοντὰ στὴν Θεσσαλονίκη, κάθε προστασία, βοήθεια καὶ χρήματα ἀπὸ τὸν σουλτάνο γιὰ νὰ ἐγκατασταθεῖ ὅπου τοῦ ἄρεσε, ἀκόμη καὶ στὴν πατρίδα του. Ὁ π. Ἱλαρίων ἀνταπάντησε, ὅτι εἶχε ἔρθει στὸ Ἅγιον Ὄρος γιὰ νὰ σώσει τὴν ψυχή του καὶ δὲν χρειαζόταν τίποτα.
Ἔπειτα, ὁ πασᾶς ἄρχισε νὰ βλασφημεῖ τὴν ὀρθόδοξη πίστη, λέγοντας: Εἶναι τρελλὸ γιὰ ἕναν χριστιανὸ νὰ πιστεύει πὼς μία παρθένος γέννησε Θεό. Πῶς θὰ μποροῦσε μία ἀνθρώπινη κοιλιὰ νὰ χωρέσει ἕναν Θεό, καὶ ἀφοῦ γεννήσει μετὰ νὰ παραμείνει παρθένος; Σὲ αὐτὸ ὁ π. Ἱλαρίων ἀντέτεινε πώς: Δὲν μπορεῖς νὰ καταλάβεις τὸ μυστήριο τῆς ἐναθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ. Ἡ κατανόηση αὐτοῦ εἶναι δώρο ἀπὸ τὸν Θεό, καὶ ὅποιος τὸ κατέχει αὐτὸ μπορεῖ νὰ ἀντιληφθεῖ πὼς μία παρθένος γέννησε τὸν Σωτῆρα τοῦ κόσμου! Ἀλλὰ θὰ στὸ ἐξηγήσω. Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ τὰ λόγια ὁ πασᾶς πηγαινοερχόταν πέρα δῶθε γρήγορα μπροστὰ ἀπὸ τὴν σκηνή του. Οἱ παραμένοντες ἀντιπρόσωποι τῶν μοναστηριῶν ἀντιλήφθηκαν ὅτι ἡ συγκεκριμένη συζήτηση δὲν θὰ ὁδηγοῦσε πουθενά, διακριτικά, πῆγαν πίσω ἀπὸ τὸν π. Ἱλαρίωνα καὶ τοῦ σιγοψιθύρισαν: Δὲν εἶναι ὥρα τώρα γιὰ τέτοιες διαφωνίες, γιατὶ μπορεῖ νὰ ἐξοργίσεις τὸν πασά, καὶ νὰ χάσεις τὴν ζωή σου ἢ νὰ βασανιστεῖς ὄχι μόνο ἐσύ, ἀλλὰ καὶ ὅλοι ὅσοι παρέμειναν στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἐὰν δὲν λυπᾶσαι τὸν ἑαυτό σου, τουλάχιστον λυπήσου τοὺς ἁγίους πατέρας στὸ Ἅγιον Ὄρος ποὺ θὰ ἔχουν νὰ ἀντιμετωπίσουν ἕνα τέτοιο εἴδους τέλος. Ἀφοῦ ἔπεισαν τὸν π. Ἱλαρίωνα, μίλησαν μὲ τὸν πασᾶ καὶ τοῦ παρέδωσαν τὰ δῶρα ποὺ τοῦ ἔφεραν.
Ὁ πασᾶς ἄφησε ἐλεύθερο τὸν π. Ἱλαρίωνα νὰ πάει ὅπου αὐτὸς ἤθελε, ἀλλὰ ἔκλεισε τοὺς ἄλλους ἀντιπροσώπους στὴν φυλακή, στὴν Θεσσαλονίκη. Ἔστειλε τοὺς νέους ἀπὸ τὸν Ἄθωνα ἐπίσης στὴν Θεσσαλονίκη γιὰ νὰ προετοιμαστοῦν νὰ ἀσπαστοῦν τὸ Ἰσλάμ, οἱ ὁποῖοι ἦσαν περισσότεροι ἀπὸ τριακόσιοι τὸν ἀριθμό. Ὁ ἴδιος ὁ πασᾶς πῆγε στὴν Νάουσα, ἐκεῖ ὅπου πρόσφατα εἶχε ἀρχίσει μία ἐξέγερση. Ἐκεῖ κατέσφαξε ἕνα πλῆθος ἀπὸ χριστιανούς.
Μόλις ἐπέστρεψε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὁ π. Ἱλαρίων θρηνοῦσε ποὺ δὲν εἶχε ἀντιμετωπίσει μὲ ἐπιτυχία τὶς βλασφημίες τοῦ πασᾶ. Ὁ τελευταῖος ἔμεινε σὰν νὰ ἦταν ὁ νικητής. Λυπήθηκε πάρα πολύ, σὰν ἄκουσε τὶς κτηνώδεις πράξεις τοῦ πασᾶ στὴν Νάουσα. Μία φλόγα θείου ζήλου τὸν κατέτρωγε, ἔτσι θερμοπαρακάλεσε τὸν ἡγούμενο Στέφανο νὰ τοῦ ἐπιτρέψει νὰ πάει στὴν Θεσσαλονίκη γιὰ νὰ συζητήσει μὲ τὸν πασά. Ὁ ἡγούμενος τὸν ῥώτησε ἂν εἶχε μέσα του ἀρκετὸ κουράγιο καὶ δύναμη καὶ ἂν εἶχε τὴν ἱκανότητα νὰ ὑπομείνει τὰ παρατεταμένα βασανιστήρια καὶ τὸν ἴδιο τὸν θάνατο. Ὁ π. Ἱλαρίων ἀπάντησε ὅτι ἦταν ἕτοιμος γιὰ ὁ,τιδήποτε μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Ἀκόμη στὴν Κουμίτσα τὸ εἶχε ἀποδείξει αὐτό, ποὺ εἶχε ἀρχίσει νὰ κατηγορεῖ τὸν πασά, ἀλλὰ οἱ ἀντιπρόσωποι δὲν τὸν ἄφησαν νὰ τελειώσει. Ὁ ἡγούμενος Στέφανος χωρὶς κανέναν ἐνδοιασμὸ τὸν εὐλόγησε, ἀπολύοντάς τον μὲ τὴν εὐχὴ τοῦ Κυρίου καὶ τῆς Θεοτόκου. Ἀφοῦ ζήτησε τὶς προσευχὲς τῶν πατέρων ὁ π. Ἱλαρίων πῆγε στὴν Θεσσαλονίκη μὲ τὰ πόδια καὶ ἔφθασε κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ τούρκικου ῥαμαζανιοῦ, σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖο οἱ Τοῦρκοι νηστεύουν ὅλην τὴν ἡμέρα, ἀλλὰ ἀρχίζουν τὸ φαγοπότι μετὰ τὴν δύση τοῦ ἡλίου.
Στὶς πύλες τῆς κατοικίας τοῦ πασᾶ, ὁ γέροντας ζήτησε ἀπὸ τὸν φρουρό, νὰ ἐνημερώσει τὸν πασά, ὅτι ὁ π. Ἱλαρίων ὁ Γεωργιανός, ἐπιθυμοῦσε νὰ μιλήσει μαζί του. Μέσα, οἱ προϊστάμενοι Τοῦρκοι προύχοντες, καθὼς καὶ ἄλλοι ξένοι ἀξιωματοῦχοι· ὅπως Ἄγγλοι, Γάλλοι, Ἑβραῖοι καὶ Ἀρμένιοι, εἶχαν συγκεντρωθεῖ. Τὸ βράδυ πλησίαζε καὶ γρήγορα θὰ ἄρχιζαν τὸ συμπόσιό τους. Ὅταν ἐνημέρωσαν τὸν πασᾶ γιὰ τὴν ἄφιξη τοῦ π. Ἱλαρίωνος, εἶπε γιὰ νὰ τὸν ἀκούσουν ὅλοι: Ὤ! Εἶναι ὁ παπάς, ποὺ τὸν ἔπεισα γιὰ τὴν κενότητα τοῦ χριστιανικοῦ πιστεύω, καὶ ἦρθε ἐδῶ γιὰ νὰ λάβει τὴν πίστη τοῦ μεγάλου προφήτη. Καλέστε τον!
Μὲ τὴν κλήτευση, ὁ π. Ἱλαρίων μπῆκε. Ἀντικρίζοντας τὸν πασᾶ νὰ κάθεται σὲ ἕνα ντιβάνι καὶ ὅλοι οἱ ἀξιωματοῦχοι νὰ στέκονται μπρός του, τοῦ ἀπέδωσε τὸν ὀφειλόμενο σεβασμό. Ὁ πασάς, μὲ χαρὰ τοῦ ἀπευθύνθηκε: Ὢ! Παπᾶ-Ἱλαρίων! Καλῶς ἦρθες! Προφανῶς ἔρχεσαι ἐξαιτίας τῆς συζήτησής μας σχετικὰ μὲ τὴν πίστη; Ἀπάντησε ὁ π. Ἱλαρίων: Ναί. ἦταν κυρίως τὰ λόγια σας ποὺ μὲ ἔκαμαν νὰ ἔρθω ἐδῶ κατευθείαν, μιᾶς καὶ στὴν Κουμίτσα δὲν μὲ ἄφησαν νὰ τελειώσω τὴν συζήτησή μας. Γιὰ μένα εἶναι μεγάλη ἱκανοποίηση ποὺ βρίσκω τοὺς προύχοντες τῆς Θεσσαλονίκης μαζί σας. Εἶπε ὁ πασᾶς: Εἶναι καὶ δική μου χαρά, νὰ σὲ δῶ καὶ νὰ μιλήσουμε αὐτὴ τὴν μέρα τῆς γιορτῆς μας.
Ἔπειτα κάθισε ὁ π. Ἱλαρίων δίπλα του στὸ ντιβάνι, ἐνῷ ὅλοι οἱ ἀξιωματοῦχοι συνέχισαν νὰ κάθονται ὄρθιοι μπροστά τους. Ὁ π. Ἱλαρίων τότε συνέχισε τὴν συζήτησή τους ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ εἶχαν σταματήσει: Ἐσύ, ἐξέφρασες ἀμφιβολίες πῶς μία παρθένος θὰ μποροῦσε νὰ γεννήσει τὸν Θεό, καὶ ἀφοῦ γέννησε παραμένει ἀκόμα παρθένος; Λοιπόν, θὰ σοῦ ἐξηγήσω, γιατὶ τόσο ἐσύ, ὅσο καὶ ὁ προφήτης σου ὁ Μωάμεθ λέτε ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, γεννήθηκε ἀπὸ παρθένο, γεννήθηκε μὲ ἄσπορη σύλληψη καὶ γιὰ αὐτὸ ἡ γέννησή Του ὡς ἀληθινὸς Θεός εἶναι ἀσύλληπτη. Αὐτὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός, καὶ γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ κόσμου σαρκώθηκε σὰν ἄνθρωπος, ὥστε νὰ ἐξαγοράσει τὸ ἀνθρώπινο γένος ἀπὸ τὴν πληγὴ τοῦ θανάτου.
Ὁ πασᾶς, διαπιστώνοντας ὅτι ὁ γέροντας ἦταν σταθερὸς στὴν πίστη του, ἄρχισε νὰ διαφωνεῖ μαζί του καὶ πάνω στὴν συζήτηση ὁ π. Ἱλαρίων ἀνέφερε τὴν θηριωδία τοῦ πασᾶ στὴν Νάουσα καὶ εἶπε: Δὲν φοβᾶσαι τὸν Θεό, βασανίζεις ἀθώους χριστιανούς, ἀθώους ἀπὸ κάθε ἀδικία. Γεννήθηκες ἀπὸ χριστιανοὺς γονεῖς, καὶ ἀκόμη ἐνεργεῖς τόσο βάναυσα σὰν νὰ θέλεις νὰ καταπνίξεις τὸ βασανιστήριο τῆς συνείδησής σου, ἐξαιτίας τῆς ἀποστασίας σου ἀπὸ τὸν Χριστό.
Ὁ πασᾶς, γελώντας τοῦ ἀπάντησε: Ἀπεναντίας, ἤμουν τόσο χαρούμενος ποὺ γλίτωσα ἀπὸ τὴν γελοία χριστιανικὴ πίστη, ποὺ ἀργότερα, ὅταν ἤμουν ἤδη πασᾶς, καὶ ὅταν ὁ ἄνθρωπος ποὺ μὲ εἶχε κλέψει ἀπὸ τοὺς γονεῖς μου καὶ μὲ πούλησε στοὺς Τούρκους ἦρθε καὶ μὲ βρῆκε, τοῦ ἔδωσα ἕνα γερὸ μπαξίσι. Τὸν εὐχαρίστησα γιατὶ μοῦ εἶχε κάνει μία μεγάλη χάρη. Ἐὰν ἡ πίστη σας ἦταν ἀληθινή, καὶ εὐχαριστοῦσε τὸν Θεό, τότε ὁ Κύριος δὲν θὰ σᾶς εἶχε παραδώσει στὰ χέρια τῶν ἐχθρῶν σας γιὰ νὰ σᾶς ταπεινώνουν πάντα. Ὁ π. Ἱλαρίων ἀπάντησε σὲ αὐτὰ τὰ ὑπερήφανα λόγια: Ὅλα τὰ ἀντιλαμβάνεσαι λάθος πασά. Δὲν παίρνει ὁ πατέρας ἕνα ῥαβδὶ γιὰ νὰ τιμωρήσει τὸ παιδί του ποὺ ἀγαπάει γιὰ τὴν ἄσχημη συμπεριφορά του; Τὸ κάνει αὐτό, ὄχι γιατὶ ἔχει διώξει τὸ παιδί του ἀπὸ τὴν καρδιά του, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸ διορθώσει. Ὅταν διαπιστώσει ὅτι τὸ παιδί του ἔχει διορθωθεῖ, τότε σπάει τὸ ῥαβδί, καὶ τὸ πετάει στὴν φωτιά. Παρομοίως, ὁ Κύριος χρησιμοποίησε ἐσᾶς γιὰ νὰ μᾶς μαστιγώσει γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας, ἐπιθυμώντας καὶ περιμένοντας τὴν διόρθωσή μας. Εἴσαστε ἕνα σιδερένιο ῥαβδὶ στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ, καὶ ὅταν ὁ Κύριος δεῖ τὴν διόρθωσή μας, Αὐτὸς θὰ λειώσει αὐτὸ τὸ ῥαβδί, καὶ θὰ τὸ πετάξει σὲ μέρος γιὰ τὸ ὁποῖο εἶναι προορισμένο γιὰ αὐτό, σὰν νὰ εἶναι ἕνα ἄχρηστο πρᾶγμα.
Ἔπειτα, ἐπέπληξε τὸν πασά, γιὰ τὸ παιδομάζωμα ποὺ ἔκανε στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ὁ πασάς, συνέχισε νὰ ἀκούει τὶς ἐπιθέσεις του χωρὶς ὀργή, ἀλλὰ ὅταν ἡ μέρα ἔφυγε καὶ ἦρθε ἡ νύχτα, ὁ γέροντας δὲν μποροῦσε νὰ μιλήσει πλέον. Ὁ πασάς, τοῦ πρότεινε νὰ μείνει μαζί του ἐκεῖνο τὸ βράδυ, ἀλλὰ ὁ π. Ἱλαρίων, ποὺ δὲν ἔψαχνε κατάλυμα ἀλλὰ μαρτύριο, ἀρνήθηκε τὴν προσφορὰ τοῦ πασᾶ. Πέρασε ὅλη τὴν νύχτα στὴν αὐλή, ἐλπίζοντας νὰ πετύχει τὸν σκοπό του τὴν ἑπόμενη μέρα.
Τρεῖς μέρες πέρασαν κατὰ αὐτὸν τὸν τρόπο, μὲ τὸν γέροντα νὰ ἐπιπλήττει τὸν πασά, ἐλπίζοντας ὅτι ὁ τελευταῖος θὰ ἐξαναγκαζόταν νὰ δώσει διαταγὴ γιὰ τὸ μαρτύριό του. Μέχρι τώρα ὁ πασάς, παρέμενε ἀμετακίνητος. Ὁ π. Ἱλαρίων πέρασε τὸ δεύτερο βράδυ του στὸ σπίτι ἑνὸς πραγματικὰ πιστοῦ χριστιανοῦ, ποὺ ὀνομαζόταν Σπανδώνης, ποὺ μαζὶ μὲ ὅλη του τὴν οἰκογένεια ἔδειξε θερμὴ φιλοξενία στὸν γέροντα.
Ἕνα ἀπὸ αὐτὰ τὰ βράδια, ἐνῷ ὁ π. Ἱλαρίων προσευχόταν, προετοιμάζοντας ἔτσι τὸν ἑαυτό του γιὰ μαρτύριο, ἕνας ὁπλισμένος Τοῦρκος μπῆκε στὸ σπίτι. Ἐκείνη τὴν ἐποχή, ἂν ἤσουν Τοῦρκος ἐπιτρεπόταν νὰ σκοτώσεις ὁποιονδήποτε χριστιανό. Ἔτσι ὁ Τοῦρκος ἔβγαλε τὸ σπαθί του καὶ ἤθελε νὰ χτυπήσει τὸν προσευχόμενο γέροντα, λέγοντας: Θὰ σὲ κομματιάσω. Πάντως, κουνώντας τὸ σπαθί του, δὲν μποροῦσε νὰ πραγματοποιήσει τὴν πρόθεσή του, τὸ χέρι του ἦταν σὰν νὰ εἶχε πετρώσει καὶ κατὰ κάποιο τρόπο ἀντιστεκόταν. Κρατώντας τὸ σπαθί του γιὰ πολλὴ ὥρα στὸν ἀέρα, ἔβαλε τὸ σπαθί του στὸ θηκάρι χωρὶς νὰ βλάψει τὸν γέροντα.
Τὴν τέταρτη μέρα, ὁ π. Ἱλαρίων προσπάθησε ἀκόμη περισσότερο νὰ θυμώσει τὸν πασά. Ἄρχισε νὰ μιλάει σχετικὰ μὲ τὴν ἀναλήθεια τοῦ Ἰσλάμ, καὶ τὸν ἱδρυτή του Μωάμεθ. Ἀποκαλώντας τὸν τελευταῖο ἀπατεῶνα, εἶπε ὅτι ὄχι μόνο ἐκεῖνος χάθηκε, ἀλλὰ καὶ ὁποιοσδήποτε ἄλλος πιστεύει σὲ αὐτόν, θὰ χαθεῖ. Ποῦ νομίζεις ὅτι θὰ πᾶμε; ῥώτησε ὁ πασάς, γελώντας. Στὸ ἴδιο μέρος ποὺ ὁ Μωάμεθ σας, θὰ πάει· ἀπάντησε ὁ γέροντας. Καὶ ποῦ εἶναι αὐτό; Στὴν κόλαση, καὶ σὺ μαζὶ μὲ αὐτόν· ἀπάντησε ὀ π. Ἱλαρίων. Ποιός σύμφωνα μὲ ἐσένα θὰ σωθεῖ, καὶ θὰ πάει στὸν Παράδεισο; Μόνο ἐκεῖνοι ποὺ πραγματικὰ πιστεύουν στὸν Θεό, ποὺ βρίσκονται στὴν ἀγκαλιὰ τῆς ὀρθόδοξης πίστης τοῦ Χριστοῦ· ἐκτὸς αὐτῶν, ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι, Ἑβραῖοι, Ἀρμένιοι, Καθολικοί, καὶ Προτεστάντες, θὰ καταδικασθοῦν σὲ αἰώνια βασανιστήρια.
Τότε ὅλοι ὅσοι ἦσαν μέσα στὸ δωμάτιο, κραύγασαν μὲ ὀργή: Θάνατος σὲ αὐτόν! Μετὰ ἀπὸ αὐτὲς τὶς κραυγές, ἦταν ἀδύνατο στὸ πασᾶ νὰ παραμείνει ἀπαθὴς περισσότερο. Δὲν ἐπιθυμοῦσε τὸν θάνατο τοῦ γέροντα, ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴν κατηγορηθεῖ σὰν ἀποστάτης ἀπὸ τὸν νόμο τοῦ Μωάμεθ, διέταξε τὸν ἀποκεφαλισμό του. Κοίτα, μόνος σου τὸ προκάλεσες αὐτό. Δὲν ἔχω πιὰ καμία ἐξουσία νὰ σὲ ὑπερασπιστῶ. Ἐξαιτίας τῶν τολμηρῶν λόγων ποὺ ξεστόμισες, τὸ κεφάλι σου θὰ φύγει ἀπὸ τοὺς ὤμους σου.
Ὁ π. Ἱλαρίων, ἀποκάλυψε τὸ κεφάλι του, ἔσκυψε καὶ εἶπε: Λοιπόν, κόφτο! Δὲν φοβᾶμαι νὰ πεθάνω γιὰ τὴν ἀλήθεια. Κράτησε τὴν κεφαλή του γερμένη μέχρι ποὺ ὁ ἐκτελεστὴς ἦρθε γιὰ νὰ τὸν ὁδηγήσει στὸν τόπο τῶν ἐκτελέσεων.
Ἐνῶ γινόνταν προετοιμασίες γιὰ τὴν ἐκτέλεση, δύο Ἀπχαζιανοὶ φύλακες, τοὺς ὁποίους ὁ πασάς, ἀγαποῦσε γιὰ τὴν ἀφοσίωσή τους καὶ τὴν πίστη τους, πῆγαν σὲ αὐτόν. Ὁ πασᾶς τοὺς εἶπε γιὰ τὸ διάταγμά του νὰ ἐκτελέσει τὸν παπὰ ἀπὸ τὴν Γεωργία. Ἐμβρόντητοι, χτύπησαν τὰ χέρια τους φωνάζοντας: Αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ γίνει, αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ πραγματοποιηθεῖ! Αὐτὸ εἶναι ντροπὴ γιὰ τὸ πρόσωπό μας. Δὲν θὰ μποροῦμε ποτὲ νὰ ἐμφανιστοῦμε σὲ αὐτὴν τὴν ἐπαρχία, θὰ λένε ὅτι ἐμεῖς τὸν ἐκτελέσαμε. Αὐτὸ θὰ εἶναι ἡ αἰώνια ντροπή μας. Μὴ θέλοντας νὰ λυπήσει τοὺς δύο ἀγαπημένους φίλους του, ὁ πασᾶ παρέδωσε τὸν π. Ἱλαρίωνα στὴν διάθεσή τους.
Πλῆθος ἀκολουθοῦσε τὸν π. Ἱλαρίωνα καὶ τὸν ἐκτελεστή. Χριστιανοὶ καὶ Τοῦρκοι καὶ ἕνα πλῆθος ἀπὸ Ἑβραίους. Περπατώντας μέσα ἀπὸ τοὺς δρόμους, τὸ πλῆθος συνέχιζε νὰ μεγαλώνει καὶ στὴν κεντρικὴ πλατεῖα ἦταν ἕνα τόσο μεγάλο πλῆθος ποὺ ἦταν ἀδύνατο νὰ πλησιάσει κανείς. Ὁ π. Ἱλαρίων βάδιζε σταθερά. Οὔτε στὸ πρόσωπό του οὔτε στὶς κινήσεις του ἔβλεπε κανεὶς κάποιο ἴχνος φόβου. Προσευχόταν ψιθυριστά. Φαινόταν χαρούμενος, σὰν νὰ πήγαινε σὲ γαμήλια τελετή. Οἱ φρουροί, ἀφοῦ πῆραν τὴν ἄδεια ἀπὸ τὸν πασᾶ, κατευθύνθηκαν βιαστικὰ πρὸς τὴν πλατεῖα. Πιέζοντας τὸ πλῆθος στὸ δρόμο τους, συνάντησαν τὸν π. Ἱλαρίωνα στὸν τόπο τῆς ἐκτελέσεως. Στὸ ὄνομα τοῦ πασᾶ τὸν παρέλαβαν ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ ἐκτελεστῆ καὶ τὸν ὁδήγησαν μακριά, ἐνῶ τὸ πλῆθος τοὺς ἀκολουθοῦσε.
Ὁ π. Ἱλαρίων νόμισε πρὸς στιγμή, ὅτι ἔχουν ἀλλάξει τὸ μέρος καὶ τὸν τόπο τῆς ἐκτελέσεως καὶ ὅτι τὸν ὁδηγοῦσαν στὶς ἀγχόνες, καὶ γιὰ αὐτὸ ὑπάκουα βάδιζε πίσω ἀπὸ τοὺς φρουρούς, συνεχίζοντας νὰ προσεύχεται. Ἀλλά, ὅσο πιὸ πολὺ ἀπομακρυνόνταν τόσο πιὸ συγχυσμένος γινόταν. Εἶχαν ἀπομακρυνθεῖ γιὰ τὰ καλά. Εἶχαν διασχίσει τοὺς δρόμους καὶ τὶς αὐλὲς τῆς πόλης. Σὲ κάθε πλατεῖα ὑπέθετε πρὸς ἐκεῖ θὰ γινόταν ἡ ἐκτέλεσή του. Ἐν τῷ μεταξύ, τὸν ὁδηγοῦσαν ὅλο καὶ πιὸ μακριά, κατευθυνόμενοι πρὸς τὸν δρόμο ποὺ εἶχε πάρει ὅταν ἐρχόταν ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος γιὰ νὰ μπεῖ στὴν πόλη. Τὸ πλῆθος, ποὺ καθ᾿ ὅλη τὴν διάρκεια τὸν ἀκολουθοῦσε, τὸ σταμάτησε ὁ σκοπὸς στὶς πύλες τῆς πόλης. Οἱ Ἀπχαζιανοὶ ἀξιωματοῦχοι ὁδήγησαν τὸν π. Ἱλαρίωνα ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, καὶ ὅταν βρισκόντουσαν ἤδη μακριά, ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς τὸν χτύπησε στὸ πίσω μέρος τῆς κεφαλῆς μὲ τέτοια δύναμη ποὺ ἔπεσε κάτω καὶ τὸ κεφάλι του σχεδὸν ἀκούμπησε στὸ ἔδαφος. Πήγαινε στὸν Ἄθωνά σου παπᾶ, καὶ μὴν σὲ ξαναδοῦμε πάλι πίσω ἐδῶ.
Ἀφοῦ ὁ π. Ἱλαρίων σηκώθηκε ἀργά, περπάτησε μία μικρὴ ἀπόσταση καὶ κοίταξε πίσω του. Οἱ δύο ἀξιωματοῦχοι στέκονταν στὸ ἴδιο σημεῖο καὶ μὲ ἀπειλὲς τοῦ φώναζαν ὅτι θὰ πρέπει νὰ προχωράει χωρὶς νὰ κοιτάζει πίσω του. Περπάτησε ἀρκετά, γύρισε, κοίταξε ἄλλη μία φορὰ πίσω, καὶ τοὺς εἶδε νὰ κάθονται στὸ ἴδιο σημεῖο, νὰ τοῦ δείχνουν τὶς γροθιές τους μὲ νόημα. Γρήγορα δὲν ἦσαν πιὰ ὁρατοί. Τότε, ὁ π. Ἱλαρίων, σταυροκοπήθηκε, ἀναστέναξε καὶ εἶπε: Ἐγὼ ὁ δυστυχής, δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ μοῦ χαρίσει ὁ Κύριος τὴν θυσία τοῦ μαρτυρίου. Ἥσυχα ξεκίνησε τὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Φέρνοντας στὴν μνήμη του τὸν χριστιανὸ ἐκεῖνον ποὺ τοῦ εἶχε προσφέρει στέγη, σκέφτηκε νὰ γυρίσει πίσω νὰ τὸν εὐχαριστήσει γιὰ τὸ καταφύγιο καὶ τὴν γενναιοδωρία του. Ὁ Σπανδώνης, συναντώντας ξανὰ τὸν γέροντα δὲν τὸν ἄφησε νὰ πάει μὲ τὰ πόδια στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἀλλὰ τοῦ ἔδωσε ἕνα ἄλογο καὶ ἕναν ὁδηγὸ γιὰ συνοδό του.

o ΣΤ´. Ὑπηρέτης τῶν φυλακισμένων

Ἐπιστρέφοντας γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος, ὁ π. Ἱλαρίων πέρασε μέσα ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη. Ἔχοντας διασχίσει ὁλόκληρη τὴν πόλη, εἶχαν φθάσει στὰ τελευταῖα δρομάκια, ὅταν ξαφνικά, ἄκουσαν μία φωνή: Πάτερ, Πάτερ! Ὁ π. Ἱλαρίων κοίταξε γύρω του ἀλλὰ δὲν εἶδε κανέναν. Ἡ φωνή, ξανακούστηκε πάλι. Τότε στὸν τοῖχο τοῦ διπλανοῦ κτιρίου εἶδε ἕνα μικρὸ παράθυρο καὶ ἀπὸ ἐκεῖ κάποιος τοῦ ἔκανε σινιάλο καὶ τὸν καλοῦσε νὰ πάει. Σὲ αὐτὸ τὸ κτίριο ἔμεναν κλεισμένοι μαζὶ μὲ ἄλλους κοινοὺς ἐγκληματίες, χριστιανοί, κυρίως Ἁγιορεῖτες μοναχοί, ἐξαιτίας τῆς ἀνάμιξής τους μὲ τὴν ἑλληνικὴ ἐπανάσταση.
Οἱ φυλακισμένοι εἶχαν ἀτονήσει ἀπὸ τὴν πεῖνα καὶ τὴν δίψα. Ὅταν ὁ π. Ἱλαρίων πλησίασε τὸ παράθυρο, τὸ χέρι ποὺ τοῦ εἶχε κάνει σινιάλο πιὸ πρίν, φανερώθηκε πάλι, κρατώντας ἕνα δοχεῖο. Ἡ φωνὴ μέσα ἀπὸ τὴν φυλακή, τοῦ ζήτησε νὰ τοῦ φέρει νερό. Ὁ π. Ἱλαρίων ἐκπλήρωσε τὸ αἴτημα τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ στὴν συνέχεια, ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο χέρια παρουσιάστηκαν μὲ τὸ ἴδιο αἴτημα. Ὁ γέροντας ἐκπλήρωσε ὅλα τὰ αἰτήματα μὲ χαρά, καὶ ὅταν ἔμαθε ποιοὶ ἦταν οἱ φυλακισμένοι ἐκεῖ μέσα, ἀποφάσισε νὰ μείνει μαζί τους νὰ τοὺς ὑπηρετήσει.
Ἀπέλυσε τὸν συνοδό του, στέλνοντάς τον πίσω μαζὶ μὲ τὸ ἄλογο. Δικαιολόγησε τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Κύριος δὲν τοῦ ἐπέτρεψε νὰ μαρτυρήσει, ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἔπρεπε νὰ ὑπηρετήσει αὐτοὺς τοὺς ἀτυχεῖς. Κάθε μέρα ὁ γέροντας ἐρχόταν στὴν φυλακή, καὶ ἔφερνε μαζί του ὅτι αὐτοὶ τοῦ ζητοῦσαν· ψωμί, νερό, καὶ ἄλλα τρόφιμα.
Ἕνας ἀπὸ τοὺς Τούρκους φύλακες, τὸ παρατήρησε αὐτό, τὸν κατέλαβε ὀργή, καὶ θέλησε νὰ τὸν σκοτώσει. Ὁ γέροντας ὅμως, χωρὶς νὰ φοβηθεῖ καθόλου, ἦταν ἕτοιμος μὲ χαρά, νὰ συναντήσει τὸν θάνατο ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ ἀγριεμένου Τούρκου. Ἀλλὰ τὴν ἴδια ὥρα, ὁ ἄλλος φρουρός, ξύπνησε καὶ τὸν σταμάτησε μὲ αὐτὰ τὰ λόγια: Μὴν τὸν ἀκουμπήσεις, ἄστον νὰ φέρνει τρόφιμα. Κοίτα, οὔτε ἐσύ, οὔτε κανένας ἀπὸ μᾶς τοὺς δίνει ψωμί. Δὲν μᾶς ἔδωσαν ἐντολὴ νὰ τοὺς ἀφήσουμε νὰ πεθάνουν, ἀλλὰ μόνο νὰ τοὺς φυλάμε. Ἔτσι ἂν ἔχει αὐτὸς τόσο μεγάλη προθυμία, ἄφησέ τον νὰ τοὺς φροντίζει καὶ μὴν τὸν ἐμποδίζεις. Ὁ π. Ἱλαρίων πέρασε ἕξι μῆνες μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο βοηθώντας τοὺς φυλακισμένους.
Σὲ ἕναν ξεχωριστὸ θάλαμο στὴν συγκεκριμένη φυλακή, δύο φυλακισμένοι κρεμόντουσαν ἀπὸ σχοινιά. Ἕνας ἦταν χριστιανός, καὶ ὁ ἄλλος ἦταν ἕνας πλούσιος Τοῦρκος τραπεζίτης, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ὁ πασᾶς, μὲ δίκη καὶ βασανιστήρια, προσπαθοῦσε νὰ τοῦ ἀποσπάσει χρήματα. Αὐτοὶ οἱ δύο φυλακισμένοι ἦταν κρεμασμένοι ἀπὸ τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια, ἔτσι ὥστε μὲ τὴν παραμικρὴ κίνηση τὰ σχοινιὰ ταλαντεύονταν ἀπὸ τὴν μία ἄκρη στὴν ἄλλη. Εἰδικοὶ φρουροὶ εἶχαν ὁριστεῖ γιὰ αὐτούς, οἱ ὁποῖοι κρατοῦσαν τὰ ὅπλα τους πάντα φορτωμένα καὶ τὰ σπαθιά τους ἔξω ἀπὸ τὶς θῆκες, μὴν ἐπιτρέποντας κανέναν νὰ πλησιάσει κοντὰ στοὺς δυστυχεῖς. Δὲν τοὺς ἔδιναν οὔτε νερό, οὔτε φαγητό, μιᾶς καὶ εἶχαν καταδικαστεῖ νὰ πεθάνουν ἀπὸ λιμοκτονία μὲ αὐτὸν τὸν τρομερὸ τρόπο.
Ἦταν μία ζεστὴ μέρα καὶ οἱ δύο ἄντρες ἐκτεθειμένοι στὸν ἀέρα, βασανίζονταν ἀπὸ ἀφόρητη ζέστη. Τὰ χείλη τους εἶχαν στεγνώσει καὶ σκάσει. Ὁ π. Ἱλαρίων, ὁ ὁποῖος συνέβαινε νὰ βρίσκεται στὴν φυλακή, συγκέντρωσε ὅλη του τὴν προσοχή, πῶς θὰ μποροῦσε νὰ βοηθήσει αὐτοὺς τοὺς ἀτυχεῖς ἄνδρες, ἀλλὰ κάθε προσπάθεια, μπορεῖ νὰ τοῦ στοίχιζε τὴν ζωή του. Ἀφοῦ γέμισε μία φιάλη μὲ νερό, καὶ πῆρε καὶ δύο ἀχλάδια, περίμενε μία εὐκαιρία γιὰ νὰ τοὺς πλησιάσει. Τότε παρατήρησε ὅτι καὶ οἱ δύο φρουροί, εἶχαν γύρει τὴν πλάτη τους στὸν τοῖχο καὶ κοιμόντουσαν. Πρὸς ἔκπληξη ὅλων, ὁ γέροντας ἥσυχα πέρασε ἀνάμεσα στοὺς φρουρούς, χωρὶς νὰ τοὺς ξυπνήσει παρὰ τὸ μικρὸ πέρασμα. Πλησιάζοντας ἕναν ἀπὸ τοὺς κρεμασμένους ἄντρες, ἔχυσε λίγο νερὸ στὸ στόμα του, μετὰ ἔδωσε λίγο στὸν ἄλλον, καὶ ἀφοῦ τὸ ἐπανέλαβε αὐτὸ τρεῖς φορές, ἔβαλε στὸ στόμα τοῦ καθενός, ἀπὸ ἕνα ἀχλάδι. Ὁ Τοῦρκος τραπεζίτης βλέποντας τὴν αὐταπάρνηση τοῦ γέροντα, εἶπε: Εἴθε ὁ Ἀλλάχ, νὰ βραβεύσει τὴν καλή σου πράξη, ἀλλὰ φύγε ἀπὸ ἐδῶ γρήγορα, μὴν σὲ κόψουν οἱ φρουροὶ κομμάτια. Ὅλοι οἱ φυλακισμένοι παρακολουθοῦσαν τὸν π. Ἱλαρίωνα μὲ τρόμο. Ἔχοντας ὁλοκληρώσει τὴν διακονία του αὐτὴ ὁ γέροντας, ἐπιτάχυνε τὴν ἀπομάκρυνσή του. Γυρνώντας πίσω στοὺς φύλακες, παρὰ τὴν προσοχή του, χωρὶς νὰ τὸ θέλει χτύπησε τὸν ἕναν καὶ ξύπνησαν καὶ οἱ δύο. Ἀλλὰ ὁ Κύριος, ποὺ ἔφερε ὕπνο στὰ βλέφαρά τους, θαυματουργικὰ προστάτεψε τὸν π. Ἱλαρίωνα· ἔχοντας ξυπνήσει καὶ ἀφοῦ εἶδαν τὶ ἔκανε ὁ γέροντας, παρέμειναν ἀκίνητοι καὶ ἀποχαυνωμένοι, ὅπως ἦταν ἀπὸ τὸν ὕπνο. Δὲν ἔκαναν οὔτε εἶπαν τίποτα στὸν γέροντα. Αὐτή του ἡ πράξη ἔσωσε τοὺς ἀτυχεῖς ἄνδρες ἀπὸ βέβαιο θάνατο, δίνοντάς τους ζωτικὴ δύναμη. Μάλιστα, μετὰ τὴν ἀναχώρηση τοῦ γέροντα γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος, ἕνας συγγενὴς τοῦ Τούρκου τραπεζίτη, πῆγε ἐνώπιον τοῦ πασᾶ καὶ πέτυχε τὴν ἀπελευθέρωσή του. Ὁ τραπεζίτης ἔκανε γνωστὴ σὲ ὅλους τὴν πράξη τοῦ γέροντα καὶ ἔλεγε: Δεῖξτέ μου τον, δῶστέ μου τον! Θὰ τὸν χρυσώσω καὶ θὰ τὸν προσκυνῶ ὡς σωτῆρά μου!
Λίγο μετὰ ἀπὸ αὐτὸ τὸ περιστατικό, ὁ π. Ἱλαρίων ἦρθε στὴν φυλακή, καὶ ἀνακοίνωσε στοὺς φίλους του, ὅτι εἶχε πληροφορία τὴν προηγούμενη νύκτα ἀπὸ τὸν Θεό, νὰ ἀφήσει τὴν ὑπηρεσία του στοὺς φυλακισμένους καὶ νὰ ἐπιστρέψει στὸ Ἅγιον Ὄρος. Δὲν θὰ ἄφηνε ποτὲ τὴν διακονία του, ἀλλὰ ὑπακούοντας στὴν θεϊκὴ προσταγή, ἔπρεπε νὰ φύγει. Βρῆκε κάποιον νὰ τὸν ἀντικαταστήσει στὴν ὑπηρεσία τῶν φυλακισμένων, καὶ ὁ πιστὸς δοῦλος τοῦ Θεοῦ Σπανδώνης συμφώνησε νὰ τὸν πληρώνει γιὰ αὐτὴ τὴν ἐργασία. Ὁ π. Ἱλαρίων τοῦ ἐξήγησε τὴν ἐργασία ποὺ ἔπρεπε νὰ κάνει καὶ ἔφυγε γιὰ τὸν προορισμό του. Τὴν ἑπομένη μέρα, μετὰ τὴν ἀναχώρηση τοῦ γέροντα, ὅλοι ἔμαθαν ὅτι ὁ πασᾶς εἶχε διατάξει τὸν δήμιο νὰ τὸν ἀποκεφαλίσει. Ὅλοι τότε δόξασαν τὸν Θεό, ποὺ προστατεύει τοὺς δούλους Του, ἐνῷ ἡ λύπη τους γιὰ τὴν ἀναχώρηση τοῦ γέροντα μετατράπηκε σὲ χαρά.

o Ζ´. Ἐπιστροφὴ στὸ Ἅγιον Ὄρος, διαμονὴ στὴν ἔρημο

Μεμφόμενος τὸν ἑαυτό του, καὶ θεωρώντας τον ἀνάξιο τοῦ στεφάνου τοῦ μαρτυρίου, ὁ π. Ἱλαρίων ἐπέστρεψε μὲ τὰ πόδια στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἐγκαταστάθηκε πάλι στὴν Μονὴ Διονυσίου. Ἐκεῖ ἀνέλαβε πάλι τὰ ἴδια διακονήματα, ἐνῷ ὑπηρετοῦσε καὶ τοὺς Τούρκους ἐπίσης, ποὺ κατέκλυσαν τὶς Μονὲς τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Γιατὶ σὲ ἀντίποινα τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων ποὺ ὑποστήριξαν τὴν ἑλληνικὴ ἐπανάσταση, τουρκικὲς φρουρὲς ἐγκαταστάθηκαν στὸ Ἅγιον Ὄρος μὲ ἔξοδα συντήρησης τῶν Μονῶν. Μόνο στὴν Μονὴ Διονυσίου ἦταν περίπου πενήντα ἀπὸ αὐτούς.
Αὐτὲς οἱ συνθῆκες ἀνάγκασαν τὸν π. Ἱλαρίωνα νὰ ἀποσυρθεῖ στὴν ἔρημο τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἐγκαταστάθηκε ὄχι πολὺ μακριὰ ἀπὸ τὴν Μονή, σὲ μία σπηλιὰ κάτω ἀπὸ τὸ βουνό, ὅπου ἔζησε γιὰ δυόμιση περίπου χρόνια. Ἐδῶ δὲν εἶχε τροφὴ γιὰ τὸν ἑαυτό του. Ἀρχικά, κάποιος τοῦ ἔδωσε μία κολοκύθα καὶ κάθε μέρα ἔκοβε ἕνα μικρὸ κομμάτι καὶ ἔτρωγε καὶ ἔπινε λίγο νερό. Σύντομα, τόσο τὸ φαγητό του, ὅσο καὶ τὸ νερό του ἐξαντλήθηκαν. Μετὰ ἀπὸ τρεῖς μέρες, ἀποφάσισε νὰ πάει στὴν Μονή, γιὰ νὰ πάρει λίγο φαγητό. Πάντως, ἐνῶ ἑτοιμαζόταν νὰ φύγει ἀπὸ τὴν σπηλιά, βρῆκε ἕνα σακκὶ μὲ ἀλεῦρι, ποὺ τὸ εἶχε ἀφήσει κάποιος ἄγνωστος. Πῆγε στὸ Μοναστήρι νὰ ῥωτήσει ἂν ἐκεῖνοι εἶχαν πάει τὸ ἀλεῦρι. Ἀλλὰ κανεὶς στὴν Μονὴ δὲν εἶχε σκεφθεῖ νὰ τοῦ πάει ἀλεῦρι, μιᾶς καὶ οἱ ἴδιοι οἱ μοναχοὶ δὲν εἶχαν ἀρκετὸ γιὰ τοὺς ἴδιους. Ὁ π. Ἱλαρίων τότε ἔδωσε στὴν Μονὴ τὸ μισό, καὶ πῆρε τὸ ὑπόλοιπο γιὰ τὸν ἑαυτό του. Ἀπὸ αὐτὸ ἔκανε ζυμάρι ποὺ ἔτρωγε ἄλλοτε ψημένο καὶ ἄλλοτε ὠμό.
Ἔπειτα, ἐπειδὴ ὁ ἐχθρὸς ἄνοιξε πόλεμο μαζί του καὶ ἄρχισε νὰ ἐπιτίθεται ἀνοιχτά, μεταφέρθηκε στὰ Κατουνάκια, ὅπου ἐκεῖ ἔζησε σὲ διάφορα σπήλαια. Συνολικά, πέρασε τριάμισι χρόνια στὶς σπηλιές, ἀντιμετωπίζοντας δύσκολους πειρασμούς. Σὲ αὐτὴ τὴν περίοδο δὲν ἔτρωγε τίποτα ἄλλο, οὔτε ψωμί, οὔτε κάτι μαγειρεμένο, παρὰ μόνο χόρτα, ῥίζες καὶ κάστανα. Δὲν ἀνάπαυε τὸ σῶμά του οὔτε τὴν μέρα οὔτε τὴν νύχτα. Αὐτοὶ ποὺ τὸν γνώρισαν ἔλεγαν ὅτι ὅταν ζοῦσε στὰ Κατουνάκια δὲν εἶχε μείνει οὔτε μία σπιθαμὴ γῆς, οὔτε ἕνας βράχος ποὺ νὰ μὴν τὸν ἔβρεξε μὲ τὰ δάκρυά του κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ὁλονύχτιας προσευχῆς του. Διατηρώντας αὐστηρὴ ἡσυχία, δὲν ἔβλεπε σχεδὸν κανέναν, καὶ ἂν περιπτωσιακὰ συναντοῦσε κάποιον ἐρημίτη, θὰ τὸν ἀπέφευγε καὶ δὲν θὰ χάλαγε τὴν ἡσυχία του.
Κατὰ τὴν διάρκεια τῶν πιὸ ἄγριων ἐπιθέσεων τοῦ ἐχθροῦ, ὁ γέροντας πέρασε 40 μέρες σὲ θέση ἐσταυρωμένου. Οὔτε ἔπινε οὔτε ἔτρωγε καὶ σχεδὸν δὲν ξεκουραζόταν, πολεμοῦσε τὸν ἐχθρό. Ὁ διάβολος ὀργίστηκε σὲ τέτοιο βαθμό, ποὺ μαζὶ μὲ τὴν σαρκικὴ φωτιά, ἄναψε ἐπιπλέον κανονικὴ φωτιὰ κάτω ἀπὸ τὸ σῶμά του γιὰ νὰ τὸν κάψει. Ἂν καὶ ὁ γέροντας καψαλίστηκε, ὁ πονηρὸς δὲν μπόρεσε νὰ συντρίψει τὴν ἀνδρεία τοῦ ἀθλητή. Ἄλλες φορές, ἔπεφτε πάνω του καὶ τὸν ἔβαζε σὲ πειρασμὸ μὲ διάφορους τρόπους, παίρνοντας τὴν μορφὴ ἀράπηδων, στρατιωτῶν καὶ θηρίων, μὲ σκοπό, νὰ τὸν ἀποσπάσει ἀπὸ τὴν προσευχή.
Ὑπῆρξαν ὅμως καὶ ἄλλες δοκιμασίες. Λόγω τῆς μεγάλης ὑγρασίας στὴν σπηλιά, σχεδὸν ὅλα τὰ μαλλιά του ἔπεσαν. Αὐτὴ ἡ σπηλιά, ἦταν ἀρκετὰ εὐρεῖα, ἀλλὰ δεδομένου ὅτι ἦταν ἀπροστάτευτη ἀπὸ τὴν μία μεριά, ἡ βροχὴ ἔμπαινε μέσα. Στὴν ὑγρασία προστέθηκε ἡ πεῖνα καὶ ἡ ἀσθένεια, ὁ γέροντας ὑπέφερε ἀπὸ τὸ ἰσχυρὸ κρύο καὶ τὰ πόδια του πρήζονταν.
Κάποτε, ὅταν ἦταν ἀσθενής, τὸ νερὸ τελείωσε. Μὴ ἔχοντας τὴν δύναμη νὰ πάει κάτω στὴν πηγή, ἄρχισε νὰ προσεύχεται. Τότε ὁ Θεός, ἔστειλε ἕνα σύννεφο βροχῆς τὸ ὁποῖο σταμάτησε μπροστὰ στὴν εἴσοδο τῆς σπηλιᾶς, ῥίχνοντας ἀρκετὸ νερό, γιὰ νὰ γεμίσει ὅλα τὰ δοχεῖά του.
Κάποια φορά, ἕνας ἐρημίτης πῆγε σὲ αὐτόν. Ἀφοῦ μίλησαν γιὰ πνευματικὰ θέματα, ἔφαγαν λίγο μαλακὸ ψωμί, ποὺ εἶχε φέρει ὁ ἐρημίτης. Ὑποσχέθηκε νὰ ἐπιστρέψει σύντομα στὸν π. Ἱλαρίωνα, ἀλλὰ μόλις ποὺ κατάφερε νὰ ἐπισκεφθεῖ τὸν γέροντα ἕναν μῆνα ἀργότερα. Γιὰ αὐτὸ ὅταν πῆγε ζήτησε συγνώμη γιὰ τὴν ἀργοπορία. Ὁ π. Ἱλαρίων τοῦ ἀπάντησε: Γιὰ τί πρᾶγμα μιλᾶς; Τί τέσσερις ἑβδομάδες; Ἤσουν ἐδῶ χθές, καὶ μιλήσαμε καὶ αὐτὸ καὶ γιὰ κεῖνο τὸ θέμα. Ὁ γέροντας διαφωνοῦσε μαζί του γιὰ λίγα λεπτά, καὶ ὁ καθένας ἰσχυριζόταν τὰ δικά του. Θυμήσου τὸ μαλακὸ ψωμί, ποὺ φάγαμε τὴν προηγούμενη μέρα· εἶπε ὁ π. Ἱλαρίων. Πῆγε τότε ὁ γέροντας καὶ ἅρπαξε τὰ ἀπομεινάρια ἀπὸ τὸ ψωμί, γιὰ νὰ τοῦ τὸ ἀποδείξει. Βρίσκοντας μόνο πολυκαιρισμένο ψωμί, πείστηκε ὅτι ὁ ἐρημίτης εἶχε δίκιο. Αὐτὸ τὸν ἔκανε νὰ συλλογιστεῖ· εἶχε περάσει ὅλο τὸ μῆνα σὲ πνευματικὴ ἔκσταση, ξεχνώντας ὁ,τιδήποτε γήϊνο.
Καθ᾿ ὅλη αὐτὴ τὴν διάρκεια ὁ Θεὸς Κύριος ποὺ φροντίζει γιὰ τοὺς πιστούς του δούλους, ἔστελνε στὸν π. Ἱλαρίωνα ὅτι χρειαζόταν. Κάποτε, ἀφοῦ εἶχε περάσει περισσότερες ἀπὸ δύο ἑβδομάδες χωρὶς φαγητό, ὁ γέροντας ἦταν τόσο ἀδύναμος ἀπὸ τὴν νηστεία ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ κινηθεῖ ἀπὸ τὴν θέση του, περίμενε πότε θὰ πεθάνει. Ἀπὸ θεϊκὴ φώτιση ἕνας ἐρημίτης, ὁ ὁποῖος εἶχε ἀγοράσει κάπου ζάχαρη, περνοῦσε μὲ τὸν ντορβά του κοντὰ ἀπὸ τὴν σπηλιὰ τοῦ γέροντα. Καθ᾿ ὁδόν, ἀπεγνωσμένα ἤθελε κάτι νὰ πιεῖ. Πηγαίνοντας στὴν πηγὴ ποὺ ἦταν κάτω ἀπὸ τὴν σπηλιά, ἀποφάσισε νὰ φωνάξει τὸν π. Ἱλαρίωνα. Μπαίνοντας στὴν σπηλιά, βρῆκε τὸν γέροντα σχεδὸν νεκρό. Καταλαβαίνοντας ὅτι αὐτὸ τοῦ συνέβη ἀπὸ ὑπερβολικὴ ἐξάντληση, ἔχυσε λίγο νερὸ στὸ στόμα του μὲ λίγη λειωμένη ζάχαρη, σώζοντας μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, τὴν ζωὴ τοῦ ἀσκητῆ.
Σχεδὸν στὸ τέλος τοῦ τρίτου χρόνου τοῦ ἐγκλεισμοῦ του στὴν σπηλιά, ἕνας μοναχός, ὁ ὁποῖος συνέλεγε σαλιγκάρια, μπῆκε στὴν σπηλιὰ ἀπὸ λάθος. Ἐκεῖ βρῆκε τὸν γέροντα τελείως ἐξαντλημένο. Μαθαίνοντας ὅτι εἶχε ἤδη 15 μέρες ἀπὸ τότε ποὺ εἶχε νὰ φάει, τοῦ ἔδωσε νὰ φάει τὰ σαλιγκάρια. Ἔπειτα πῆγε καὶ εἶπε σὲ ὅλους τοὺς πατέρες στὴν Σκήτη σχετικὰ μὲ αὐτόν. Σύντομα ὅλοι ἔμαθαν ποὺ ἔμενε ὁ γέροντας καὶ ἀπὸ παντοῦ ἄρχισαν νὰ τοῦ φέρνουν φαγητό. Βλέποντας σὲ αὐτὸν ἕναν ἅγιο γέροντα, ἄρχισαν νὰ πηγαίνουν νὰ τὸν συμβουλεύονται. Στὴν ἀρχὴ δὲν δεχόταν κανέναν. Ἀλλὰ ἔπειτα ἀποφάσισε νὰ φύγει τελείως, νὰ μὴν βλέπει πρόσωπο ἀνθρώπου, ἀφοῦ ἀγαποῦσε περισσότερο τὴν ἡσυχία καὶ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή.

o Η´. Ὁ ἐγκλεισμός

Ἔχοντας ἀποφασίσει νὰ γίνει ἔγκλειστος ὁ π. Ἱλαρίων πῆρε εὐλογία ἀπὸ τὴν Μονὴ τοῦ Ἁγίου Παύλου νὰ κλειστεῖ στὸν Πύργο τῆς Νέας Σκήτης. Μέσα ἐκεῖ πέρασε περίπου τρία χρόνια ἀξιοθαύμαστης ἄσκησης.
Γιὰ φαγητό, χρησιμοποιοῦσε ξερὸ ψωμί, καὶ παξιμάδια. Ἔτρωγε μία φορὰ τὴν μέρα. Τὶς Παρασκευές, δὲν ἔτρωγε τίποτα. Ὅταν πρωτοῆρθε στὸ Ἅγιον Ὄρος ἔτρωγε τόσο πολύ, ποὺ γιὰ αὐτόν, τρία κιλὰ ψωμὶ καθημερινά, ἦταν μικρὴ ποσότητα. Πάντως, ὅταν ἔγινε ἔγκλειστος, θέλοντας νὰ μιμηθεῖ τὸν Ἅγιο Μακάριο τὸν Μέγα, θρυμμάτιζε τὸ ξερὸ ψωμί, σὲ πολὺ μικρὰ κομματάκια καὶ ἔτρωγε μόνο ὅσα μποροῦσε νὰ πιάσει στὸ ἕνα του χέρι. Αὐτὸ ἀρκοῦσε γιὰ ὁλόκληρη τὴν ἡμέρα. Ὁ π. Γεράσιμος τῆς Νέας Σκήτης διορίστηκε νὰ βοηθάει τὸν γέροντα. Ἐρχόταν κάθε 15 μέρες καὶ τοῦ ἔφερνε ξερὸ ψωμί.
Ἐπιπλέον, ὁ γέροντας, ἐπέτρεπε στὸν ἑαυτό του ἕνα μικρὸ ποτήρι νερό, κάθε μέρα. Ὅταν ὁ π. Ἱλαρίων εἶχε ζήσει στὸ παλάτι τῆς βασίλισσας στὴν Ῥωσσία, ἔπινε μία ὑπερβολικὴ ποσότητα κρασιοῦ. Ἐξαιτίας αὐτοῦ, ἄφθονος ἱδρῶτας ἔσταζε ἀπὸ αὐτόν, τόσο ποὺ μόλις ἄλλαζε ἕνα πουκάμισο, δὲν ἔμενε γιὰ πολὺ ὥρα στεγνό, καὶ ἤθελε πάλι ἄλλαγμα. Κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ἐγκλεισμοῦ στὴν σπηλιά, ὁ πνευματικός του π. Νεόφυτος (Καραμανλῆς), βλέποντας τὴν μεγάλη κατανάλωση σὲ νερό, τὸν περιόρισε καὶ σὲ λίγο καιρὸ μείωσε αὐτὴ τὴν κατανάλωση σὲ ἕνα μικρὸ ποτήρι καθημερινά. Τοῦ εἶπε ὅτι τὸ νὰ κάνει κανεὶς τὸ θέλημά του δὲν εἶναι πρὸς ὄφελός μας, καὶ αὐτὴ ἡ ὑπερβολικὴ κατανάλωση νεροῦ ὁδηγεῖ χωρὶς ἐξαίρεση σὲ ἀσθένεια.
Ἔκανε μὲ ζῆλο μετάνοιες, τὶς ὁποῖες ποτὲ δὲν ἔκανε ὅσο ζοῦσε στὸ παλάτι, καὶ κοιμόταν μόνο δύο ὧρες κάθε βράδυ καὶ ἀργότερα μία.
Μὲ τέτοιου εἴδους ἐξωτερικὲς συνθῆκες, ὁ π. Ἱλαρίων βυθίστηκε στὴν θάλασσα τῆς πνευματικότητας καὶ τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Συνεπῶς, ἡ δύσκολη πνευματικὴ μάχη ἄρχισε. Πολλὲς φορές, ὀρδὲς ἀπὸ δαίμονες παρουσιάστηκαν μπροστά του σὰν συντάγματα μάχης. Πλησιάζοντας τὸν Πύργο, φώναζαν σὰν νὰ ἔκαναν πολιορκία, ἐπιτιθέμενοι στὸν Πύργο, ἀλλὰ ἦταν ἀδύνατο νὰ πετύχουν τὸν σκοπό τους. Μερικὲς φορές, ὁλόκληρο τὸ πλῆθος τῶν δαιμόνων προσπαθοῦσε νὰ φοβίσει τὸν γέροντα, φωνάζοντας: Τρεῖς πλευρὲς ἔχουν ἤδη παρθεῖ, παραμένει μόνο ἡ μία, ἀλλὰ θὰ τὴν καταλάβουμε καὶ αὐτήν. Ἄλλη πάλι φορά, ἕνα σύνταγμα δαιμόνων τοῦ παρουσιάστηκε, ἀλλὰ ἀνήμποροι νὰ τὸν βλάψουν, φώναζαν: Μὴν νομίσεις ὅτι θὰ μᾶς νικήσεις. Θὰ σὲ καταφέρουμε στὸ τέλος! Θὰ στρέψουμε ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ἐναντίον σου! Θὰ σοῦ φέρουμε τοὺς Τούρκους ἐδῶ καὶ θὰ γκρεμίσουμε ὅλο τὸν Πύργο, ὥστε οὔτε μία πέτρα δὲν θὰ μείνει πάνω στὴν ἄλλη! Μετὰ θὰ σὲ πετάξουμε ἔξω ἀπὸ ἐδῶ καὶ ἔξω ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος βέβαια. Σὲ αὐτό, ὁ π. Ἱλαρίων ἀπάντησε: Εὐλογητὸς ὁ Θεός! Ἐὰν εἶναι θέλημα τοῦ Θεοῦ, τότε μπορεῖτε νὰ μὲ καταβροχθίσετε! Οἱ δαίμονες βλέποντας τὴν ψυχική του δύναμη, φώναζαν: Γνωρίζεις ἐνάντια σὲ ποιὸν ἀντιμάχεσαι καὶ τί λές; Ἐκείνη τὴν στιγμή, ὁ θόλος τοῦ Πύργου χωρίστηκε στὰ δύο καὶ ὁ διάβολος ἐμφανίστηκε μὲ τέτοιο γιγαντιαῖο ἀνάστημα ποὺ τὸ κεφάλι του φαινόταν νὰ ἀκουμπᾷ τὸν ἔναστρο οὐρανό. Ἀμέσως τότε ὁ π. Ἱλαρίων ῥίχτηκε στὴν προσευχή, καὶ ὁ διάβολος ἐξαφανίστηκε χτυπημένος ἀπὸ τὴν δύναμη τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ.
Λίγο μετὰ τὴν ἄφιξη τοῦ π. Ἱλαρίωνος στὸν Πύργο, ὁ π. Γεράσιμος πῆγε σὲ αὐτόν, μεταφέροντας φαγητό. Καὶ οἱ δύο ἀσκητές, ἄρχισαν νὰ συζητάνε θέματα περὶ σωτηρίας τῆς ψυχῆς. Ξαφνικά, ἄκουσαν τὰ βαρειὰ βήματα ἑνὸς ἄνδρα ποὺ ἀνέβαινε τὴν σκάλα. Τὰ πατήματά του ἦσαν τόσο δυνατά, ποὺ σὲ κάθε νῆμα οἱ τοῖχοι τοῦ Πύργου κουνιόντουσαν. Κρίνοντας ἀπὸ τὸν θόρυβο, ἕνα τεράστιο σπαθὶ σερνόταν στὰ σκαλοπάτια πίσω ἀπὸ αὐτὸν ποὺ ἀνέβαινε. Ἔμειναν ἄναυδοι πῶς αὐτὸς ὁ ἄνδρας εἶχε μπεῖ μέσα, ἀφοῦ γνώριζαν ὅτι οἱ πόρτες τοῦ Πύργου ἦσαν κλειδωμένες ἀπὸ μέσα. Ξαφνικά, οἱ πόρτες ἄνοιξαν διάπλατα, καὶ ἕνας ψηλὸς πολεμιστὴς μπῆκε, φορώντας πλήρη στρατιωτικὴ στολή, ἀπὸ τὸ κεφάλι μέχρι τὰ νύχια τῶν ποδιῶν του. Ὁ τεράστιος στρατιώτης φοβέρισε τὸν π. Ἱλαρίωνα μὲ τὸ ὅπλο του, φωνάζοντας: Τολμᾶς νὰ μὲ πολεμᾶς;
Ὁ π. Ἱλαρίων, τρομαγμένος ἀπὸ τὴν ξαφνικὴ καὶ τρομαχτικὴ ἐμφάνιση τοῦ φαντάσματος, ὀπισθοχώρησε ἐνάντια στὸν τοῖχο. Συγκέντρωσε ὅλη του τὴν δύναμη στὴν προσευχή, σήκωσε τὰ χέρια του ψηλά, ἐπικαλέστηκε τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου, καὶ ὁ δαίμονας ἀμέσως ἐξαφανίστηκε. Ὁ π. Γεράσιμος, ποὺ βρέθηκε παρών, ἔμεινε ἀκίνητος ἀπὸ τὸν φόβο. Ὑπῆρχαν πάντως φορές, ὅταν ὁ Κύριος ἐπέτρεπε τοὺς δαίμονες νὰ ἐπιτεθοῦν στὸν γέροντα, καὶ μὲ τὴν κακόβουλη ὀργή τους νὰ τὸν χτυπήσουν καὶ νὰ τὸν πλησιάσουν κοντὰ στὸν θάνατο.
Λίγο μετὰ τὸν ἐγκλεισμό του στὸν πύργο, ὁ πνευματικός του π. Νεόφυτος, τὸ μοναδικὸ πρόσωπο ἐκτὸς ἀπὸ τὸν π. Γεράσιμο ποὺ τοῦ ἐπιτρεπόταν ἡ εἴσοδος στὸν Πύργο, ἦρθε καὶ τὸν ῥώτησε: Γιατί ἔχεις μετακομίσει ἐδῶ; Γιατί ἐγκατέλειψες τὴν σπηλιά; Ὁ π. Ἱλαρίων ἀπάντησε πὼς ἡ πληθώρα τῶν προσκυνητῶν τὸν ἔφθασαν στὸ σημεῖο νὰ τὸ ἀποφασίσει. Ὁ πνευματικός, τὸν ῥώτησε ἐπιπλέον: Πῶς τόλμησες νὰ κάνεις ἕνα τέτοιο πνευματικὸ βῆμα, χωρὶς νὰ ἔχεις πάρει εὐλογία ἀπὸ πρίν; Ὁ π. Ἱλαρίων τοῦ εἶπε, πὼς μιὰ καὶ ὁ πνευματικός του δὲν βρισκόταν ἐκεῖ τότε ποὺ ἤθελε νὰ φύγει ἀπὸ τὴν σπηλιά, εἶχε πάει στὸν προηγούμενο πνευματικό του, τὸν ἡγούμενο Στέφανο τῆς Μονῆς Διονυσίου καὶ πῆρε εὐλογία ἀπὸ ἐκεῖνον. Τελείωσε μὲ τὴν παρατήρηση πώς: Ὅλοι οἱ πατέρες ἐκεῖ μὲ δόξαζαν καὶ ἦρθα ἐδῶ, δίνοντας ὑπόσχεση νὰ πεθάνω ἐδῶ.
Κάποτε, ὁ π. Ἱλαρίων, ἤθελε νὰ συνηθίσει στὸ νὰ μὴν κοιμᾶται. Πέρασε δώδεκα μέρες χωρὶς νὰ κοιμᾶται καὶ τόσο πολὺ ἔβλαψε τὴν ὑγεία του, ποὺ ὁλόκληρο τὸ σῶμά του ἔτρεμε. Τὸ κεφάλι του ἦταν ἀσταθές, ὥστε ὅλος ὁ κόσμος γύρω του περιστρεφόταν καὶ ὁ νοῦς του σκοτείνιασε. Βλέποντας τὴν κατάσταση τοῦ γέροντα ὁ παμπόνηρος δαίμονας τὸν πλησίασε καὶ προσπάθησε νὰ τοῦ βάλει τὸν λογισμὸ τῆς πλάνης: Κοίτα, ἤδη ἐξαπατήθηκες! Διέταξέ τους νὰ σὲ δέσουν μὲ σχοινιὰ ἀπὸ τὸν λαιμό, καὶ νὰ σὲ καρφώσουν στὸν τοῖχο. Πὲς στὸν μαθητή σου νὰ σὲ σκοτώσει, μιᾶς καὶ ἔχεις χάσει τὸ μυαλό σου καὶ εἶσαι πλέον ἄχρηστος.
Ὀ π. Ἱλαρίων, ὅταν τὸν ἐπισκέφθηκε ὁ π. Γεράσιμος, τοῦ εἶπε γιὰ τοὺς λογισμοὺς ποὺ τὸν βομβάρδιζε ὁ πονηρός. Ὁ π. Γεράσιμος ἄπειρος ἀπὸ τοὺς πολέμους τῶν μεγάλων ἀσκητῶν, ἀπάντησε ὅτι πιθανῶς νὰ συνέβη αὐτὸ λόγω τῆς ἀσθενείας. Ἐρευνῶντας μὲ λεπτομέρεια τὴν κατάσταση τοῦ γέροντα, ἀνακάλυψε πὼς εἶχε νὰ κοιμηθεῖ δώδεκα ἡμέρες καὶ προκειμένου νὰ πετύχει νὰ περιορίσει τὸν ὕπνο του δὲν μποροῦσε πλέον νὰ κοιμηθεῖ. Ἔδωσε στὸν γέροντα λίγο νερὸ νὰ πιεῖ, προσπαθώντας νὰ τὸν πείσει νὰ μείνει ἤρεμος. Ὁ τελευταῖος, ἔχοντας πιεῖ λίγο, μετακινήθηκε μὲ δυσκολία γιὰ ἀρκετὰ δευτερόλεπτα. Ὁ π. Γεράσιμος τοῦ ἔδωσε λίγο ἀκόμα νερό, καὶ ἕνα μικρὸ κομμάτι βρεγμένο ψωμί. Αὐτὸ ἀποδείχθηκε πολὺ ἀποτελεσματικό, καθότι μετὰ ὁ γέροντας κοιμήθηκε γιὰ λίγα λεπτά. Ἔτσι, πίνοντας νερό, καὶ τρώγοντας μικρὴ ποσότητα φαγητοῦ λίγο-λίγο ὁ γέροντας μποροῦσε πλέον νὰ κοιμηθεῖ μία ὁλόκληρη ὥρα καὶ γρήγορα ἀνέκτησε τὶς δυνάμεις του.
Ὅταν μποροῦσε ὁ π. Γεράσιμος, ἔφερνε φαγητὸ σὸν γέροντα κάθε δεκαπενθήμερο, τὸ ἄφηνε στὸν προθάλαμο τοῦ Πύργου καὶ ὁ γέροντας ἀργότερα τὸ ἔπαιρνε μέσα. Κάποτε, ξέχασε νὰ τοῦ φέρει τὴν ὁρισμένη ποσότητα. Ὁ π. Ἱλαρίων πῆγε νὰ πάρει τὰ παξιμάδια, ἀλλὰ μὴ βρίσκοντας τίποτα, εἶπε στὸν ἑαυτό του: Φαίνεται πὼς αὐτὴ ἡ δοκιμασία ἔχει σταλεῖ ἀπὸ τὸν Θεό. Βέβαια θὰ μποροῦσε νὰ εἶχε φωνάξει κάποιους ἀπὸ τοὺς περαστικούς ποὺ περνοῦσαν ἀπὸ ἔξω, παρὰ νὰ βασίζεται στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Πέρασε ἐννέα μέρες κατὰ αὐτὸν τὸν τρόπο χωρὶς νὰ μειώσει τὰ ἀσκητικά του γυμνάσματα. Ὅταν αὐτὲς οἱ ἐννέα μέρες πέρασαν, ἔγινε ἀδύναμος καὶ δὲν μποροῦσε πλέον νὰ ἀκολουθήσει τὸν ἀτομικό του κανόνα προσευχής.
Σταυρώνοντας τὰ χέρια του, κάθισε στὴν ψάθα του καὶ παρέμεινε σὲ αὐτὴν τὴν θέση γιὰ ἕξι ἡμέρες. Μετὰ ἀπὸ 15 μέρες, ὁ π. Γεράσιμος ἐπέστρεψε. Ῥώτησε τὸν γέροντα ἂν ἦταν καλά. Ὁ γέροντας χαμογελώντας τοῦ ἀπάντησε ὅτι ἦταν ὑγιής, ἀλλὰ αἰσθανόταν πολὺ ἀδύναμος. Μόνο τότε ὁ π. Γεράσιμος θυμήθηκε ὅτι δὲν τοῦ εἶχε φέρει οὔτε τροφή, οὔτε νερὸ τὴν προηγούμενη φορά. Ἄρχισε νὰ ἐπιπλήττει τὸν ἑαυτό του ἄσχημα γιὰ αὐτήν του τὴν ἀμέλεια. Αὐτός, ἤθελε ἀμέσως νὰ δώσει φαγητὸ στὸν γέροντα, ἀλλὰ ἦταν ἀδύνατο κάτι τέτοιο, μιᾶς καὶ τὰ χείλη τοῦ τελευταίου ἦταν τελείως στεγνωμένα. Ἔτσι, θέρμανε λίγο νερό, ἔβρεξε μερικὰ παξιμάδια καὶ τὰ ἔβαλε στὸ στόμα τοῦ γέροντα. Σιγά-σιγά, ὁ γέροντας ἀνέκτησε τὶς δυνάμεις του. Συμφώνησαν, σὲ περίπτωση ἀνάγκης ἢ ποὺ θὰ ξανασυμβεῖ κάτι τέτοιο, ὅπως ὁ π. Ἱλαρίων κρεμάσει μία πετσέτα ἀπὸ τὸ παράθυρο τοῦ Πύργου.
Κάποτε, οἱ δαίμονες καυχιόντουσαν ὅτι θὰ σκεπάσουν τὸν Πύργο μὲ χιόνι, καὶ κατὰ τὴν διάρκεια μιᾶς φοβερᾶς χιονοθύελλας, ἔπεσε ἡ στέγη καὶ μαζί της τόσο χιόνι μέσα ὥστε σκέπασε ἐντελῶς τὸν γέροντα. Πέρασε τρεῖς μέρες κάτω ἀπὸ τὸ χιόνι, ἕως ὅτου οἱ ἀδελφοὶ τῆς Σκήτης τὸν ξέθαψαν. Μὲ δυσκολία κατάφεραν νὰ τὸν συνεφέρουν. Αὐτοί, τὸν πίεσαν πολὺ νὰ ἐγκαταλείψει τὸν ἐγκλεισμό του, ἀλλὰ ὁ γέροντας δὲν συμφώνησε. Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ τὸ περιστατικό, ὑπέφερε ἀπὸ ῥευματισμοὺς γιὰ τὸ ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς του. Αὐτὸ ἐπίσης τὸ ἔπαθε ὄχι μόνο ἀπὸ τὸ χιόνι, ἀλλὰ καὶ ἐξαιτίας τοῦ κρύου ὑγροῦ Πύργου, ὁ ὁποῖος πάντα εἶχε πολὺ ὑγραμένους τοίχους. Ὀφειλόταν στὴν γερὴ σωματικὴ κατασκευὴ τοῦ γέροντα, ποὺ ὁ ἐγκλεισμός του δὲν τὸν εἶχε ὁδηγήσει στὸν θάνατο.
Κάποτε, τρεῖς προσκυνητὲς ἀπὸ τὴν Μικρὰ Ἀσία, ταξιδεύοντας περνάγανε μὲ βάρκα δίπλα ἀπὸ τὴν Σκήτη. Τοὺς εἶχε βρεῖ δυνατὴ καταιγίδα καὶ ἀπελπίστηκαν ὅτι θὰ πνιγοῦν. Γνωρίζοντας τὸν π. Ἱλαρίωνα, ἔκαναν προσευχὴ στὸν Κύριο, ζητώντας νὰ τοὺς σώσει: διὰ πρεσβειῶν τοῦ ἁγίου γέροντος. Ἀμέσως ἡ καταιγίδα μειώθηκε. Φθάνοντας στὴν ἀκτὴ οἱ προσκυνητές, πῆγαν νὰ εὐχαριστήσουν τὸν εὐεργέτη τους, ἀλλὰ ἐρχόμενοι στὸν Πύργο τὸν βρῆκαν κλειδωμένο. Ἄρχισαν νὰ ἱκετεύουν τὸν π. Γεράσιμο νὰ ἀνοίξει τὸν Πύργο, ἀλλὰ αὐτὸς δὲν τοὺς ἔκανε τὸ χατίρι. Τότε, δύο ἀπὸ αὐτοὺς σκαρφάλωσαν στὸ παράθυρο τοῦ Πύργου καὶ ἄνοιξαν τὴν πόρτα ἀπὸ μέσα. Μπῆκαν καὶ ἄρχισαν νὰ ἀνεβαίνουν πρὸς τὰ πάνων. Ὁ π. Ἱλαρίων τοὺς νόμισε γιὰ δαίμονες καὶ ἂν καὶ συνήθως παρέμενε ἄφοβος σὲ ὁ,τιδήποτε, τώρα ἦταν ἐντελῶς φοβισμένος. Κατὰ αὐτὸν τὸν τρόπο ὁ Κύριος τὸν δίδαξε ὅτι χωρὶς Αὐτόν, δὲν μποροῦμε νὰ κάνουμε τίποτα.
Οἱ προσκυνητές, παρατήρησαν τὸν τρόμο τοῦ γέροντα. Γιὰ νὰ τὸν πείσουν ὅτι ἦταν ἄνθρωποι, πῆγαν στὴν ἐκκλησία ποὺ βρισκόταν δίπλα ἀπὸ τὸ δωμάτιο τοῦ γέροντα καὶ ἄρχισαν νὰ προσεύχονται καὶ νὰ σταυροκοπιοῦνται. Μετὰ πῆγαν στὸν γέροντα, ἔβαλαν ἐδαφιαία μετάνοια καὶ φίλησαν τὰ πόδια του, εὐχαριστώντας τον γιὰ τὴν σωτηρία τους ἀπὸ τὴν θαλασσοταραχή. Ἡ ἐπίσκεψη τῶν προσκυνητῶν ἔφερε μεγάλη ταραχὴ στὸν γέροντα, καὶ ἀποφάσισε νὰ ἐγκαταλείψει τὸν ἐγκλεισμό του. Οἱ δαίμονες δὲν τὸν ἄφηναν νὰ ἀναπαυθεῖ καθόλου, ἀδιάκοπα τοῦ ὑπέβαλαν τὸν λογισμό· Κοίτα, εἶσαι ἅγιος, εἶσαι ἤδη ἕνας θαυματουργός.
Προκειμένου νὰ ταπεινώσει τὶς σκέψεις ποὺ τοῦ ἔφερνε ὁ ἐχθρός, ὁ π. Ἱλαρίων ζήτησε ἀπὸ τὸν π. Γεράσιμο νὰ κάνει γνωστὸ σὲ ὅλους τοὺς πατέρες ὅτι εἶχε πέσει σὲ πλάνη, ζητώντας τους νὰ κάνουν προσευχὴ μὲ κομποσχοίνι γιὰ αὐτόν. Παρόλο ποὺ ἔγινε αὐτό, ὁ πόλεμος τοῦ πονηροῦ δὲν μειώθηκε. Ἔπειτα, ὁ π. Ἱλαρίων ζήτησε ἀπὸ τὸν π. Γεράσιμο νὰ τοῦ δέσει τὰ χέρια καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσει μέσα στὶς καλύβες τῆς Σκήτης σὰν νὰ εἶναι τρελός, ζητώντας τὶς προσευχὲς τῶν πατέρων.
Κάποτε, μία μεγάλη ὁμάδα προσκυνητῶν πῆγε στὴν Σκήτη καὶ ἀκούγοντας σχετικὰ μὲ τὸν ἔγκλειστο, ἐπιθυμοῦσαν νὰ τὸν δοῦν. Μιᾶς καὶ ὁ γέροντας δὲν ἐρχόταν σὲ ἐπαφὴ μὲ κανέναν, δὲν τοὺς δέχτηκε. Οἱ προσκυνητές, ἀποφάσισαν νὰ κάνουν μία ἀνθρώπινη σκάλα, ἀνεβαίνοντας ὁ ἕνας στοὺς ὤμους τοῦ ἄλλου, προκειμένου νὰ φθάσουν στὸ παράθυρο, μέσω τοῦ ὁποίου θὰ μποροῦσαν νὰ δοῦν τὸν γέροντα καὶ νὰ πάρουν τὴν εὐχή του. Διαπιστώνοντας τὶ ἐπρόκειτο νὰ πραγματοποιήσουν οἱ προσκυνητές, ὁ π. Ἱλαρίων τρομοκρατήθηκε, γιατὶ τὸ παράθυρο ἦταν πολὺ ψηλὰ ἀπὸ τὸ ἔδαφος. Ἐὰν τὸ ἐπιχειροῦσαν αὐτό, κάποιος ἀπὸ αὐτοὺς θὰ μποροῦσε νὰ ὑποστεῖ ἕναν φοβερὸ θάνατο.
Ὁ γέροντας ἀντιμετώπισε μία δυνατὴ ἐσωτερικὴ διαμάχη. Ἕνας λογισμός, τοῦ πρότεινε νὰ ἀνοίξει τὴν πόρτα τοῦ Πύργου ὥστε νὰ μὴν γίνει ἡ αἰτία θανάτου αὐτῶν τῶν ἐνθουσιωδῶν προσκυνητῶν. Ταυτόχρονα, μία ἄλλη σκέψη τοῦ ἀπαγόρευε νὰ σπάσει τὸν κανόνα ποὺ εἶχε κάποτε καθιερώσει, δικαιώνοντας τὸν ἑαυτό του ὅτι δὲν ἦταν δικό του λάθος ποὺ αὐτοὶ εἶχαν συλλάβει ἕνα τέτοιο σχέδιο. Γιὰ ἀρκετὰ λεπτά, ἡ ψυχὴ τοῦ γέροντα διχάστηκε, μὴ γνωρίζοντας τὶ νὰ ἀποφασίσει. Τέλος νικήθηκε ἀπὸ τὴν ἀγάπη γιὰ τὸ πλησίον, βιαστικὰ ξεκλείδωσε τὴν πόρτα, πῆγε ἔξω καὶ κρύφτηκε. Αὐτὴ ἡ διακοπὴ τοῦ κανόνος του τὸν ἔβαλε σὲ σκέψεις, ἂν θὰ ἔπρεπε νὰ ξαναγυρίσει στὸν Πύργο. Προκειμένου νὰ ἐπιλύσει τὴν ἀμφιβολία ποὺ εἶχε, πῆγε καὶ βρῆκε τὸν πνευματικὸ τῆς Σκήτης, τὸν π. Λεόντιο, καὶ τοῦ ἀνέφερε τὶς σκέψεις του. Ὁ τελευταῖος τὸν ἠρέμησε καὶ τὸν ἔπεισε νὰ γυρίσει πίσω στὸν Πύργο καὶ νὰ μὴν δεχθεῖ αὐτὴ τὴν ἀναχώρηση ἀπὸ τὸν ἐγκλεισμό, σὰν μία σημαντικὴ παράβαση τοῦ ὅρκου ποὺ εἶχε κάνει.
Οἱ δαίμονες, παίρνοντας σὰν πλεονέκτημα αὐτὸ τὸ περιστατικό, ἔκαναν μία πολιορκία. Ἕνας μετὰ τὸν ἄλλον, ἄρχισαν νὰ σκαρφαλώνουν στὸ παράθυρο τοῦ Πύργου μὲ τὴν μορφὴ προσκυνητῶν. Ἀποκάλυψαν στὸν γέροντα ὅτι μπαίνουν κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο, ἐπειδὴ ἀπαγόρευε στοὺς λαϊκούς, νὰ μποῦν μέσα. Τοῦ εἶπαν ὅτι ἤθελαν τόσο πολὺ νὰ τὸν δοῦν, μιᾶς καὶ ἦταν συμπατριῶτές του καὶ εἶχαν ἔρθει ἀπὸ τόσο μακριά, προκειμένου νὰ τὸν συμβουλευτοῦν γιὰ διάφορα θέματα.
Παίρνοντάς τους γιὰ κανονικοὺς προσκυνητές, ἄρχισε συζήτηση μαζί τους· αὐτὸ ἀκριβῶς ποὺ ζητοῦσαν οἱ δαίμονες. Τὸν ἔμπλεξαν σὲ μία μακριὰ συζήτηση σχετικὰ μὲ τὴν φτώχεια τοῦ λαοῦ καὶ τῆς ἐκκλησίας τους. Τελείωσαν μὲ φυσικὰ χτυπήματα μὲ τέτοια βία ποὺ τὸν ἄφησαν ἄλαλο γιὰ τρεῖς μῆνες.
Οἱ δαίμονες ἔπειτα προσπάθησαν νὰ τὸν ἐξαπατήσουν, παρουσιάζοντάς του στὴν μνήμη του μία παραίσθηση ὅτι τόσο πολὺ χιόνι εἶχε πέσει στὴν αὐλὴ τοῦ Πύργου, ποὺ οἱ ἐπισκέπτες μποροῦσαν νὰ περπατήσουν ἐλεύθερα πρὸς τὸν Πύργο ἀπὸ τὸ πολὺ ὕψος τοῦ χιονιοῦ. Μόλις τὸ εἶδε αὐτό, τοῦ μπῆκε λογισμός: Φῦγε ἀπὸ ἐδῶ, φύγε ὅσο πιὸ γρήγορα μπορεῖς ἀπὸ ἐδῶ. Ἀλλὰ ὁ π. Ἱλαρίων ἀπάντησε στὸν λογισμὸ δυνατά: Θὰ πεθάνω, ἀλλὰ δὲν φεύγω. Καὶ μὲ αὐτὰ τὰ λόγια οἱ δαίμονες ἐξαφανίστηκαν.
Αὐτὴ τὴν ἐποχή, ἕνας ἐπίσκοπος ἤθελε νὰ μιλήσει στὸν γέροντα γιὰ πνευματική του ὠφέλεια. Μὴν ὑπολογίζοντας πόσο τὸν παρακαλοῦσε νὰ ἀνοίξει τὴν πόρτα τοῦ Πύργου, ὁ γέροντας δὲν τὸν δέχθηκε. Θίχθηκε ἀπὸ τὴν ἄρνηση ὁ ἐπίσκοπος καὶ εἶπε δυνατά: Πρόσεξε ἐσὺ στυλίτη, μὴν πέσεις σὲ περηφάνια ἀπὸ τὸν ἐγκλεισμό σου! Περιφρόνησες ἕναν ἐπίσκοπο, ὁ ὁποῖος ἦρθε σὲ σένα ὄχι ἀπὸ περιέργεια, ἀλλὰ γιὰ πνευματικὴ ὠφέλεια. Γιὰ αὐτὸ ὁ Θεός, θὰ σὲ τιμωρήσει! Ἀμέσως μετὰ τὴν ἀποχώρηση τοῦ ἐπισκόπου, καθὼς ὁ π. Ἱλαρίων ἔκανε τὸν προσωπικό του κανόνα, φωτιὰ ἀπὸ τὸν Οὐρανό, ἔπεσε πάνω του. Τὸν ἔκαψε τόσο ποὺ ἔχασε τὶς αἰσθήσεις του. Τόσο δυνατὲς ἦταν οἱ κουβέντες τοῦ ἱεράρχη. Ὁ Κύριος τὸ εἶχε ἐπιτρέψει αὐτό, τόσο γιὰ ὠφέλεια πνευματικὴ τοῦ γέροντα, ὅσο καὶ γιὰ ὠφέλεια ὅλων ἐκείνων ποὺ διψοῦσαν νὰ γευτοῦν λόγια ἀπὸ τὴν ἐμπειρία του.
Στὸ τέλος τοῦ ἐγκλεισμοῦ του, ὁ π. Ἱλαρίων εἶδε νὰ παρελαύνουν ἀναρίθμητες στρατιὲς δαιμόνων. Περνοῦσαν ἀπὸ μπροστά του σὲ πυκνὲς γραμμές, κάλυπταν ὅλο τὸν δρόμο ἀπὸ τὴν Μονὴ τοῦ Ἁγίου Παύλου μέχρι τὸν Πύργο, μισὴ ὥρα μακριά. Ὁ Θεός, ἐπέτρεψε καὶ χτύπησαν τὸν γέροντα, ὅπως ἔκαναν στοὺς Ἁγίους Ἀντώνιο τὸν Μέγα, Ἀβράμιο καὶ ἄλλους, τόσο πολύ, ποὺ μετὰ βίας παρέμενε ζωντανός. Μέσα στὶς ἑπόμενες τρεῖς ἡμέρες ὁ π. Γεράσιμος τὸν ἐπισκέφθηκε γιὰ νὰ τοῦ φέρει φαγητό, καὶ τὸν βρῆκε ἡμιθανή. Κάλεσε τότε τοὺς ἄλλους μοναχούς, καὶ τὸν μετέφεραν στὸ πιὸ κοντινὸ κελλί. Μὲ τὴν φροντίδα τους τὸν συνέφεραν πάλι.
Ὅταν ὁ π. Ἱλαρίων ξύπνησε, περιέγραψε τὸν τελευταῖό του πειρασμό καὶ τοὺς παρεκάλεσε νὰ τὸν πάνε πίσω στὸν Πύργο. Οἱ πατέρες τῆς Σκήτης πάντως, δὲν ἤθελαν νὰ πραγματοποιήσουν κάτι τέτοιο. Κάλεσαν τὸν φίλο του π. Βενέδικτο καὶ τοῦ ζήτησαν νὰ μεσολαβήσει στὴν ὑπόθεση. Μετὰ ἀπὸ πολὺ συζήτηση μὲ τὸν γέροντα, τὸν ἔκανε νὰ καταλάβει ὅτι δὲν μπορεῖ πλέον νὰ ζεῖ σὲ ἐγκλεισμό. Ὅλοι συμφώνησαν μαζί του. Ἀποδεχόμενος τὴν κοινὴ φωνὴ ὅλων τῶν γεροντάδων, ὁ π. Ἱλαρίων ὑπάκουσε στὴν κοινή τους ἀπόφαση. Τὸν τακτοποίησαν στὸ κελλὶ τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους, ὅπου ὁ π. Βενέδικτος τὸν φρόντιζε. Μετὰ ἀπὸ λίγο ὁ γέροντας ἄρχισε νὰ ἀναῤῥώνει. Ὁλόκληρη ἡ πλάτη του εἶχε μαστιγωθεῖ ἀπὸ τοὺς δαίμονες τόσο πολύ, ποὺ κάθισε ξαπλωμένος σὲ κρεββάτι γιὰ δύο μῆνες. Ἂν καὶ ὑπέφερε πολὺ στὸ σῶμα, ἦταν ἡ πνευματική του κατάσταση ποὺ τέθηκε σὲ πολὺ μεγάλο κίνδυνο.
Ὁ π. Βενέδικτος, μὲ μεγάλη ἐμπειρία στὴν ἀσκητικὴ ζωή, ἄρχισε νὰ κόβει τὸ θέλημα τοῦ π. Ἱλαρίωνος στὸ κάθε τι. Ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ὅτι τὸν μετέφερε σὲ ἕνα κελλί, γιὰ τὴν ταπείνωση τοῦ γέροντα τὸν ἔβαζε νὰ τρώει λαδερὰ φαγητά, ψάρια καὶ γαλακτερά. Ὁ π. Ἱλαρίων ἦταν τόσο σοφός, καὶ πρᾶος, ποὺ ἔκανε πλήρη ὑπακοὴ στὸν φίλο του χωρὶς ἀντίῤῥηση, ἐμπιστευόμενος τὴν διάκρισή του.
Ὅταν συνῆλθε τελείως ἀπὸ τὴν ἀῤῥώστειά του, ὁ π. Ἱλαρίων μεταφέρθηκε στὸ διονυσιάτικο κελλὶ τοῦ Ἁγ. Ἀποστόλου Ἰακώβου. Ἐκεῖ αἰσθάνθηκε πολὺ τοὺς ῥευματισμοὺς ποὺ εἶχε ἀποκτήσει στὸν Πύργο καὶ τὸν ἔκαναν νὰ ὑποφέρει πάρα πολύ. Ἄλλη μία δυσκολία ἦρθε ἀνάμεσα στοὺς ἀδελφούς, ποὺ χωρίστηκαν σὲ παρατάξεις σχετικὰ μὲ τὴν συχνότητα συμμετοχῆς στὴν Θεία Κοινωνία. Μερικοί, ἐπέμεναν νὰ κοινωνοῦν οἱ ἀδελφοὶ μία φορὰ τὴν ἑβδομάδα, ἄλλοι κάθε μῆνα καὶ ἄλλοι εἶχαν διαφορετικὲς ἀπόψεις. Ἐκεῖ ὑπῆρχαν διαφορές, καὶ ὁ καθένας προσπάθησε νὰ παρασύρει τὸν π. Ἱλαρίωνα μὲ τὸ μέρος του. Αὐτό, τάραξε πολὺ τὴν ψυχὴ τοῦ γέροντα ποὺ ἀγαποῦσε πολὺ τὴν εἰρήνη καὶ μέσα σὲ δύο μῆνες μεταφέρθηκε στὴν Μονὴ Ἰβήρων.

o Θ´. Διαμονὴ στὴν μονὴ Ἰβήρων. Ἀποδοχὴ ὑποτακτικῶν

Ὁ π. Ἱλαρίων πῆγε στὴν Μονὴ Ἰβήρων ἀσθενής. Μόλις ἀνάκαμψε λίγο, τοῦ ἀνατέθηκε ἡ διακονία στὴν γεωργιανὴ βιβλιοθήκη, συνέταξε ἕναν κατάλογο καὶ ἔγραψε ἀποσπάσματα ἀπὸ τὰ χειρόγραφα καὶ τὰ βιβλία. Αὐτὴ ἡ δουλειά, ἀποτελεῖτο ἀπὸ δώδεκα τόμους καὶ τιτλοφορήθηκε· Ὁ Φωτισμένος. Αὐτὴ ἡ ἀνθολογία, ποὺ ἀποτελεῖτο κυρίως ἀπὸ τοὺς βίους τῶν Ἁγίων, ἐκδόθηκε τελικά, στὴν Γεωργιανὴ γλῶσσα.
Μετὰ ἀπὸ ἕξι μῆνες, ὁ γέροντας ἐγκαταστάθηκε στὴν Σκήτη τοῦ Τιμίου Προδρόμου, ἐκεῖ ποὺ εἶχαν ζῆσει Γεωργιανοὶ ἀπὸ τὸν 8ο αἰῶνα. Ὅταν ῥωτήθηκε γιατὶ μετακόμισε ἀπὸ τὸν Πύργο στὴν Σκήτη, ὁ γέροντας ἀπάντησε: Ἐδῶ βρῆκα ἡσυχία ἀπὸ τὸν κόσμο. Ὅλοι αὐτοὶ ποὺ ἔρχονται σὲ μένα, τοὺς κατευθύνω στὸν πνευματικὸ πατέρα τῆς Σκήτης, λέγοντάς τους πὼς δὲν εἶμαι πνευματικός, ἀλλὰ ἦρθα ἐδῶ γιὰ νὰ κλάψω τὶς ἁμαρτίες μου. Ὅμως, λίγο ἀργότερα ἐρχόντουσαν πολλοὶ ἄνθρωποι σὲ αὐτόν, καὶ ἔτσι μεταφέρθηκε στὸ κελλὶ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, τὸ ὁποῖο ἦταν κτισμένο καθεαυτοῦ ἀπὸ τὴν Μονὴ γιὰ αὐτόν.
Τότε, δύο ἀδελφοί, τὸν πλησίασαν καὶ ζήτησαν ἀπὸ τὸν γέροντα νὰ τοὺς δεχθεῖ. Μὲ τὸν ἐρχομό τους στὸ Ἅγιον Ὄρος εἶχαν γίνει ὑποτακτικοὶ ἑνὸς γέροντα, ὁ ὁποῖος εἶχε πεθάνει μέσα σὲ τρία χρόνια ἀπὸ τὴν ἄφιξή τους. Τοὺς εἶχε ἀφήσει ἕνα μεγάλο κελλί, μέσα σὲ ἕνα μεγάλο οἰκόπεδο. Ἔχοντας ζήσει γιὰ λίγο χωρὶς γέροντα, διαπίστωσαν πὼς ἦταν ἀδύνατο νὰ ζήσουν χωρὶς πνευματικὴ καθοδήγηση. Ὁ παλαιότερος ἀπὸ τοὺς δύο μπῆκε στὴν Μονὴ Ἰβήρων, ἀπὸ τὴν ὁποία εἶχε προσκληθεῖ, μιᾶς καὶ ἦταν ταλαντοῦχος καλλιγράφος. Ὁ νεώτερος, ὁ Σάββας (1821-1908), ἀκόμη παρέμενε μόνος στὸ κελλί, καὶ ἐπεδίωξε νὰ βρεῖ ἕναν πεπειραμένο γέροντα. Μετὰ ἀπὸ τὶς πληροφορίες γιὰ τὶς ἀσκητικὲς προσπάθειες τοῦ π. Ἱλαρίωνα, οἱ ὁποῖες εἶχαν διαδοθεῖ σὲ ὅλο τὸ Ἅγιον Ὄρος, ὁ Σάββας ἀποφάσισε νὰ τὸν πλησιάσει. Μὲ τὴν ἄφιξή του ὁ Σάββας βρῆκε τὸν γέροντα νὰ φοράει ἕνα κουρέλι, ἐπιδιορθωμένο πολλὲς φορές, καὶ λερωμένο. Τὸ σκουφί του ἦταν στὴν ἴδια κατάσταση καὶ τὰ μαλλιά του καὶ τὰ γένια του ἦταν ἀτημέλητα. Ὅταν ζήτησε ἀπὸ τὸν γέροντα νὰ τὸν δεχθεῖ ὡς ὑποτακτικό του, ὁ π. Ἱλαρίων ἀρνήθηκε ἀποφασιστικά. Μετὰ ἀπὸ ἀσταμάτητες αἰτήσεις ἀπὸ τὸν Σάββα, ὁ γέροντας κάμφθηκε λέγοντας: Ἐὰν ἐπιθυμεῖς νὰ μείνεις μαζί μου, πρέπει νὰ τηρεῖς τοὺς παρακάτω κανόνες· δὲν πρέπει νὰ δέχεσαι τίποτα ἀπὸ κανέναν, οὔτε νὰ ἔχεις χρήματα, θὰ πρέπει νὰ ζεῖς μία ζωὴ μὲ ἀποχὴ μέχρι τὸ τέλος σου, ἡ ὁποία θὰ περιέχει ξηροφαγία καὶ οἱ μέρες καὶ τὰ βράδια θὰ ἀνήκουν στὴν προσευχή. Μὲ μεγάλη προθυμία ὁ Σάββας δέχθηκε τὰ πάντα καὶ ἐγκαταστάθηκε μαζί του.
Μετὰ ἀπὸ ἕξι μῆνες ἦρθε καὶ ὁ ἀδελφός του Μακάριος καὶ ἐγκαταστάθηκε μαζί τους. Αὐτὸς ὁ Μακάριος ἦταν πολὺ σταθερὸς χαρακτήρας, καὶ μὲ εὐλογία τοῦ γέροντα, ἔφερνε σὲ πέρας μεγάλα ἀσκητικὰ ἀνδραγαθήματα, δείχνοντας πολὺ μεγάλη ἀνιδιοτέλεια ποὺ μόνο λίγοι τὴν ἔχουν πετύχει. Ἀφιέρωσε τὸν ἑαυτό του στὴν ὑπακοή, ἔκοψε τὸ θέλημά του ὁλοκληρωτικὰ σὲ ὅ,τι τοῦ ζητοῦσε ὁ γέροντας.
Ὁ Σάββας ἀπεναντίας ἦταν ἐπιπόλαιος. Ἂν καὶ ὑπάκουε τὸν γέροντα, ἔκανε πολλὰ σύμφωνα μὲ τὸ θέλημά του, ἀκόμη καὶ διαπληκτιζόταν μαζί του. Ὁ π. Ἱλαρίων, ἐπειδὴ τὸν εἶχε δεχθεῖ γιὰ ὅλη του τὴν ζωή, δὲν ἤθελε νὰ τὸν διώξει. Μὲ τὶς πατρικές του συμβουλές, καὶ τὴν ὑπομονή, ἤλπιζε ὅτι θὰ κατάφερνε νὰ διορθώσει τὰ ἄπειρα νιάτα. Ὁ Σάββας ἐπιθυμοῦσε κατόπιν πιέσεων τῆς νεότητας νὰ πάει στὸν γέροντα Χατζῆ-Γιώργη (1809-1886) στὴν Κερασιά. Τελικά, ἔφυγε, ἀλλὰ ὁ Χατζῆ-Γιώργης γιὰ νὰ καταλάβει τὴν πνευματική του πολιτεία καὶ τὴν φύση τοῦ πειρασμοῦ του, τὸν ῥώτησε: Θὰ φέρεις σὲ πέρας ὅ,τι καὶ ἂν διαταχθεῖς; Αὐτὸς συμφώνησε ὅτι θὰ ἔκανε ὑπακοή, καὶ ζήτησε ἀπὸ τὸν ἴδιο νὰ τὸν πάρει κάτω ἀπὸ τὴν καθοδήγησή του, ἐλπίζοντας ὅτι θὰ ἀναπαυόταν ἀπὸ τὴν ἐπικοινωνία μὲ τὴν νέα ἀδελφότητα καὶ θὰ ζοῦσε περισσότερο μὲ τὸ θέλημά του.
Ὁ Χατζῆ-Γιώργης ὅμως τὸν πῆγε πιὸ μακριὰ ἀπὸ τὸ κελλί του καὶ τοῦ ὑπέδειξε ἕνα μέρος κάτω ἀπὸ ἕναν τεράστιο βράχο γιὰ νὰ μείνει, τὸ ὁποῖο ἦταν μία σπηλιά, γιὰ τὴν ἀκρίβεια ἦταν ἕνα κοίλωμα ποὺ σχηματιζόταν ἀπὸ τὸν βράχο καὶ τὸ ἔδαφος. Ὁ γέροντας ῥώτησε τὸν Σάββα ἄλλη μία φορά, ἂν θὰ ἔκανε ὑπακοὴ σὲ ὅλα. Ὁ Σάββας ἀπάντησε πάλι καταφατικά. Ἔπειτα, τοῦ ἔδωσε ὁδηγίες σχετικὰ μὲ ὅ,τι ἀφορᾷ τὸν κανόνα του καὶ τοῦ γνωστοποίησε ὅτι αὐτὸς προσωπικά, θὰ τοῦ ἔφερνε φαγητό, τὸ ὁποῖο δὲν θὰ ἦταν ἄλλο, ἀπὸ αὐτὸ ποὺ θὰ ἔτρωγε ὁ ἴδιος.
Ὁ Σάββας κράτησε τὸν λόγο του γιὰ λίγο καιρό, καὶ ἔτρωγε τὸ φαγητὸ ποὺ ὁ γέροντας τοῦ ἔφερνε. Πάντως, δὲν μποροῦσε νὰ ἀντέξει τέτοια στέρηση, γιατὶ ὁ γέροντας τοῦ ἔδινε μόνο χόρτα, τὰ ὁποῖα ἦταν ἄγρια καὶ πικρά. Ὁ Σάββας, χωρὶς νὰ τὸ γνωρίζει ὁ γέροντας, πήγαινε κρυφὰ στὴν Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννης καὶ ἔκλεβε ψωμὶ μὲ ζάχαρη. Κατὰ τὴν ἀπουσία τοῦ γέροντα, ὁ Σάββας ἄφησε τελείως τὸν ἐγκλεισμό του. Συμπεριφερόταν σὰν φυλακισμένος ποὺ εἶχε ἀποκτήσει τὴν ἐλευθερία του, ἀφοῦ ἔπαιζε παιδικὰ παιχνίδια μὲ νεώτερους ἀδελφούς.
Ὅταν τὸ ἔμαθε αὐτὸ ὁ γέροντας, τὸν ἐπέπληξε γιὰ τὴν ἀνυπακοή του καὶ τὴν ἀνοησία του. Πρόσθεσε ἐπίσης, ὅτι τὸ φαγητὸ ποὺ φαινόταν σὲ αὐτὸν ἀφόρητο, ἦταν αὐτὸ ποὺ ὁ γέροντας ἔτρωγε κάθε μέρα. Σὰν ἐπιτίμιο ποὺ ἔκανε τὸ θέλημά του καὶ δὲν ἔκανε ὑπακοή, τοῦ εἶπε ὅτι ἂν θέλει νὰ συνεχίσει νὰ ζεῖ μαζί του, τότε θὰ τὸν ἔκλεινε σὲ ἕνα βαρέλι. Θὰ παρέμενε ἐκεῖ μέσα ἕως ὅτου ὁ γέροντας πεισθεῖ τελείως ὅτι αὐτὸς παραμένει σὲ εἰλικρινῆ ὑπακοή. Ἂν δὲν ἤθελε νὰ τὸ κάνει αὐτό, τότε ὁ γέροντας δὲν θὰ μποροῦσε νὰ τὸν κρατήσει περισσότερο μαζί του.
Ὁ Σάββας συμφώνησε, ἀναγνωρίζοντας τὴν ἐνοχή του ἀπέναντι στὸν γέροντα. Μπῆκε στὸ μεγάλο βαρέλι, στὸ ὁποῖο ὁ γέροντας τὸν ἔκλεισε, χωρὶς νὰ τὸν ἀφήνει νὰ πάει πουθενά. Τὸ βαρέλι ἦταν πολὺ μεγάλο, καὶ μποροῦσε νὰ κάνει τὸν προσωπικό του κανόνα, μετάνοιες καὶ ἀκόμα νὰ κάνει μερικὰ βήματα μέσα σὲ αὐτό. Γιὰ τὴν ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὰ ἀναγκαῖα τῆς φύσης, ἔγινε ἕνα μικρὸ ἄνοιγμα. Ὁ σκοπὸς τοῦ Χατζῆ-Γιώργη ἦταν νὰ διορθώσει τὸν Σάββα. Ἂν ὁ Σάββας δὲν μποροῦσε νὰ ὑπομείνει ἕναν τέτοιο ἐγκλεισμό, θὰ ἔπρεπε νὰ γυρίσει στὸν γέροντά του, τὸν π. Ἱλαρίωνα.
Εἶχε περάσει λίγος καιρός, ὅταν ὁ γέροντας πῆγε στὸν Σάββα καὶ τοῦ εἶπε πὼς εἶχε μάθει πὼς ὁ π. Ἱλαρίων εἶχε πεθάνει. Ὁ Σάββας ἔκλαψε καὶ ἄρχισε νὰ κατηγορεῖ τὸν ἑαυτό του καὶ νὰ χτυπᾶ τὸ πρόσωπό του ἐπειδὴ τὸν εἶχε ἀφήσει, λέγοντας: Δὲν θὰ ἐγκαταλείψω ποτὲ τὸ βαρέλι, θὰ πεθάνω ἐδῶ. Ζήτησε ἀπὸ τὸν γέροντα νὰ προσεύχεται στὸν Θεό, νὰ ἀναστηθεῖ ὁ π. Ἱλαρίων.
Ὁ Χατζῆ-Γιώργης, βλέποντας ὅτι ὁ Σάββας εἶχε ἔρθει σὲ μετάνοια, τὸν ῥώτησε ἂν θὰ ἦταν ὑπάκουος στὸν π. Ἱλαρίωνα, ἂν ξαναρχόταν στὴν ζωή. Μὲ δάκρυα ὑποσχέθηκε νὰ εἶναι ὑπάκουος στὸν π. Ἱλαρίωνα μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του ἐὰν ἐρχόταν στὴν ζωή. Ὁ Χατζῆ-Γιώργης ὑποσχέθηκε νὰ προσευχηθεῖ ὥστε ὁ γέροντάς του νὰ ἀναστηθεῖ.
Μετὰ ἀπὸ λίγες μέρες, ὁ γέροντας πῆγε τὸν Σάββα στὸν π. Ἱλαρίωνα. Ὁ Σάββας, γεμάτος ἀπὸ ἀνυπομονησία, ἤθελε νὰ βεβαιωθεῖ ὅσο τὸ δυνατὸν πιὸ γρήγορα, ἐὰν ὁ γέροντας ἦταν ζωντανός, προπορευόταν μπροστὰ ἀπὸ τὸν Χατζῆ-Γιώργη, ἀφήνοντάς τον πίσω. Ἄρχισε νὰ σκοτεινιάζει. Βλέποντας ἀπὸ μακριὰ ἕνα φῶς στὸ κελλὶ τοῦ γέροντα, κατάλαβε ὅτι αὐτὸς ἦταν ζωντανός. Πῆγε βιαστικὰ στὸ κελλί του καὶ ἄρχισε νὰ χτυπᾶ τὴν πόρτα. Ὅταν ὁ π. Ἱλαρίων ῥώτησε ἀπὸ μέσα ποιὸς ἦταν, ὁ Σάββας ἀπάντησε: ἕνας σκύλος. Ὁ γέροντας κατάλαβε ἀπὸ τὴν φωνή, ὅτι ἦταν ὁ ὑποτακτικός του καὶ ἀπάντησε: Φοβᾶμαι τὰ σκυλιά, μπορεῖ νὰ μὲ δαγκώσουν. Εἶμαι ὁ ὑποτακτικός σου· εἶπε ὁ Σάββας κλαψιάρικα. Δὲν ἔχω κανέναν σκύλο ὑποτακτικό· εἶπε ὁ π. Ἱλαρίων καὶ παρέμεινε σιωπηλός. Ὁ Σάββας ἄρχισε νὰ τὸν ἱκετεύει νὰ ἀνοίξει τὰ πόρτα καὶ νὰ τὸν δεχθεῖ πίσω ὅπως ὁ πατέρας δέχεται τὸν ἄσωτο υἱό, γιατὶ εἶχε μετανοήσει γιὰ ὅλα καὶ εἶχε ἔρθει νὰ ζητήσει συγχώρεση. Ὁ γέροντας ἀπάντησε ὅτι δὲν θὰ τὸν ἄφηνε νὰ μπεῖ μέσα, μέχρι νὰ ἔρθει ὁ Χατζῆ-Γιώργης.
Ὅταν ὁ Χατζῆ-Γιώργης ἦρθε, ὁ π. Ἱλαρίων βγῆκε ἔξω, τοῦ ἔβαλε μετάνοια καὶ βγάζοντας τὸ ῥάσο του, τὸ ἔδωσε σὲ αὐτόν, παίρνοντας τὸ ῥάσο τοῦ Χατζῆ-Γιώργη, τὸ ὁποῖο καὶ φόρεσε. Μετά, τὸν ὁδήγησε μέσα στὸ κελλί. Ὁ Χατζῆ-Γιώργης ῥώτησε τὸν π. Ἱλαρίωνα γιὰ ποιὸν λόγο ἔκανε αὐτὴ τὴν ἐναλλαγὴ τοῦ ῥάσου. Ὁ τελευταῖος ἀπάντησε πὼς τὸ ἔκανε αὐτὸ ἐπειδὴ ὁ ἴδιος δὲν γνώριζε πὼς νὰ διορθώσει τὸν ὑποτακτικό του καὶ εἶχε ἀποτύχει νὰ τὸν ἀπομακρύνει ἀπὸ τὴν αὐταπάτη, ἐνῶ αὐτὸς ἀπεναντίας εἶχε καταφέρει νὰ τὸν διορθώσει: Σοῦ εἶμαι εὐγνώμων γιὰ πολλά, γιατὶ ὁ Σάββας δὲν μοῦ ἔκανε καθόλου ὑπακοή, καὶ δὲν μποροῦσα νὰ τὸν ὁδηγήσω στὴν σωτηρία, ἀλλὰ τὸν ἄφησα νὰ πάει ὅπου ἤθελε. Τὸν κέρδισες γιὰ χάριν τοῦ Κυρίου, τὸν ὁδήγησες σὲ συντριβή, καὶ ἔτσι βλέπω ὅτι ἔχεις πολὺ μεγάλη χάρη! Κάθισαν κάτω. Ὁ Σάββας ἤθελε νὰ τοὺς πλύνει τὰ πόδια σὰν ἕνα σημάδι τελείας μετανοίας καὶ ταπεινώσεως, ἀλλὰ ὁ Χατζῆ-Γιώργης τοῦ τὸ ἀπαγόρευσε. Μετὰ ὁ π. Ἱλαρίων γύρισε στὸν Σάββα καὶ ῤώτησε: Τί θέλεις ἀπὸ ἐμένα; Δὲν ἔχω πεθάνει ἀκόμα. Ὁ Σάββας ἀπάντησε: Ἕνα πρᾶγμα θέλω, νὰ κάνω ὑπακοὴ σὲ σένα, σὲ ὅλα, γιὰ πάντα! Ὁ γέροντας κοίταξε πρὸς τὸν Σάββα καὶ εἶπε: Θὰ κάνεις ὅτι σοῦ λέω; Ὁ τελευταῖος ἀπάντησε καταφατικά. Ὁ γέροντας συνέχισε: Δὲν ἐμπιστεύομαι τὰ λόγια σου τώρα. Φέρε μαζί σου κάποιον ποὺ θὰ μαρτυρήσει ὅτι θὰ μὲ ὑπακούσεις. Κοίτα, ὁ Χριστὸς εἶναι μάρτυράς μου· ἀπάντησε ὁ Σάββας δείχνοντας τὴν εἰκόνα. Ἀφοῦ ἐπικαλεῖσαι τὸν Χριστὸν σὰν μάρτυρά σου, πρέπει νὰ πᾶς πίσω στὸν πατέρα Γεώργιο καὶ νὰ ἀσκηθεῖς ἐκεῖ· ἐπεσήμανε ὁ γέροντας.
Ὁ Σάββας ἄρχισε νὰ ἐκλιπαρεῖ τὸν γέροντα νὰ μὴν τὸν στείλει πίσω, λέγοντας ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ ἀντέξει τὴν ζωὴ αὐτή, ἀφοῦ ὁ Χατζῆ-Γιώργης προφανῶς θὰ τὸν ἔβαζε πάλι στὸ βαρέλι. Τί θὰ ἔκανε τότε; Ἀλλὰ ὁ π. Ἱλαρίων ἦταν ἄκαμπτος καὶ γυρνώντας στὸν π. Γεώργιο, τοῦ ζήτησε νὰ πάρει τὸν Σάββα πίσω. Ὁ τελευταῖος, ἀπὸ σεβασμὸ στὸν γέροντα, δέχθηκε, ἀλλὰ μὲ τοὺς ὅρους ὅτι ὁ Σάββας θὰ ἔτρωγε ὅ,τι καὶ αὐτός, ὅτι δὲν θὰ ἔκλεβε παξιμάδια καὶ ὅτι δὲν θὰ συμπεριφέρεται ἐλεύθερα μὲ τοὺς νέους μοναχοὺς κατὰ τὴν ἀπουσία του.
Ὁ π. Ἱλαρίων ῥώτησε τὸν Σάββα: Τί ἔκανες; Ὁ π. Γεώργιος ἐργάζεται συνεχῶς καὶ μάλιστα βαρειὲς δουλειές, ἀλλὰ τρώει αὐτὸ τὸ φαγητό. Καὶ ἐσὺ δὲν κάνεις τίποτα καὶ θέλεις νὰ φᾶς κάτι ἄλλο; Καὶ ὅσον ἀφορᾶ τὴν ἐλεύθερη συμπεριφορά σου δὲν γνωρίζεις ὅτι αὐτὴ γεννᾶ τὴν παῤῥησία καὶ ἡ παῤῥησία μὲ τὴν σειρά της γίνεται ἡ μητέρα ὅλων τῶν κακῶν; Δίνοντάς του ἐντολὴ νὰ ὑπακούει τὸν π. Γεώργιο, ἀπέλυσε καὶ τὸν Σάββα.
Κατὰ αὐτὴ τὴν περίοδο, ἐπισκέπτες ἄρχισαν πάλι νὰ ἔρχονται στὸ κελλὶ τῶν Ἁγίων Ἀρχαγγέλων. Ὁ π. Ἱλαρίων δὲν μποροῦσε ἄλλη μία φορὰ νὰ βρεῖ εἰρήνη. Ἔτσι, στὸ 1843, ξαναγύρισε στὸ κελλὶ τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Ἰακώβου στὴν Διονυσίου.
Ἐν τῷ μεταξύ, ὁ Χατζῆ-Γιώργης, ἔβαλε τὸν Σάββα στὴν προηγούμενη σπηλιά, καὶ τοῦ ἔδωσε τὶς ἴδιες ὁδηγίες σχετικὰ μὲ τὸν κανόνα προσευχῆς του. Τὸν προμήθευσε μὲ τὸ ἴδιο φαγητό, ὅπως πρίν. Ἀλλὰ αὐτὴ τὴν φορά, ὁ Σάββας, δὲν ἔμεινε γιὰ πολὺ κοντὰ στὸν Χατζῆ-Γιώργη, καθότι ὁ ἀδελφός του Μακάριος ἀῤῥώστησε ἀπὸ τὴν ὑπερβολικὴ ἄσκηση καὶ ὑπέφερε πολύ. Ὁ π. Ἱλαρίων ἔγραψε στὸν Χατζῆ-Γιώργη νὰ στείλει κάποιον νὰ ὑπηρετήσει τὸν ἀσθενῆ Μακάριο. Στὸ σημείωμά του δὲν ἐννοοῦσε τον Σάββα, ἀλλὰ ἦταν αὐτὸς τὸν ὁποῖον ἔστειλε. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς τελευταίας διαμονῆς του μὲ τὸν Χατζῆ-Γιώργη, ὁ Σάββας ὑπέμεινε τόσα πολλὰ πνευματικὰ γυμνάσματα ἀπὸ τὸν γέροντα, ποὺ θὰ παραμείνουν στὴν μνήμη του γιὰ ὁλόκληρη τὴν ζωή του.
Ὁ π. Μακάριος κοιμήθηκε 10 μέρες μετὰ τὴν ἄφιξη τοῦ Σάββα. Κατὰ τὴν ὥρα τοῦ θανάτου του τὸ πρόσωπό του ἔλλαμψε μὲ ἕνα ὑπερκόσμιο φῶς, ποὺ σταδιακὰ μεγάλωνε. Τὸ φῶς ἔκανε νὰ λάμπει τόσο τὸ δωμάτιο, ὅσο καὶ ὅλη ἡ περιοχή. Τὸ εἶδαν πολλοὶ ποὺ ἦρθαν στὸ κελλὶ τοῦ π. Ἱλαρίωνα.
Ὁ ἑτοιμοθάνατος Μακάριος, ἀκτινοβολοῦσε ἀπὸ χαρά, εἶπε ὅτι εἶχαν ἔρθει οἱ Ἄγγελοι, μετὰ ἦρθαν οἱ Ἀσκητὲς Πατέρες, οἱ Μάρτυρες, οἱ Ὁμολογητές, οἱ Ἅγιοι Ἱεράρχες καὶ οἱ Προφῆτες. Ἐκεῖ εἶναι ἡ Παντάνασσα Θεοτόκος ἡ ἴδια· εἶπε μία στιγμή. Ὅλοι στέκονταν μὲ τρόμο. Τὸ φῶς ἔλαμπε τόσο πολύ, ποὺ τὰ μάτια τους δὲν μποροῦσαν νὰ ἀντέξουν τὴν λάμψη. Ἔπειτα ὁ ἑτοιμοθάνατος εἶπε: Ἐδῶ εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός μας ὁ ἴδιος· καὶ ὅλοι ἔπεσαν κάτω μὲ φόβο εὐλαβείας.
Ὁ Μακάριος εἶπε στὸν γέροντα: Συγχώρεσέ με καὶ εὐλόγησέ με Πάτερ, ὅλοι μὲ παίρνουν ἀπὸ μακριὰ ἀπὸ ἐδῶ. Μὲ αὐτὰ τὰ λόγια ἡ ψυχή του πέταξε μακριὰ στὸν οὐρανό, καὶ τὸ φῶς, τὸ ὁποῖο φώτισε ὅλο τὸ ἐρημητήριο, βαθμιαία ἐξασθένησε. Ὅλοι θαύμασαν καὶ δόξασαν τὸν Θεό, ποὺ εἶχε κρυμμένο ἕναν δοῦλό Του μὲ τόση μεγάλη χάρη. Μὲ τὴν σιωπηρὴ ὑπακοή, καὶ τὴν ἀποκοπὴ τοῦ δικοῦ του θελήματος, ὁ Μακάριος εἶχε εὐχαριστήσει τὸν Θεό. Ἡ κοίμησή του μετὰ ἀπὸ ὀκτὼ χρόνια ποὺ ἔζησε μὲ τὸν γέροντα, ἀπέδειξε τὴν βαθειὰ σοφία τοῦ π. Ἱλαρίωνος, ὁ ὁποῖος τὸν εἶχε ὁδηγήσει σὲ τόσο μικρὸ χρονικὸ διάστημα σὲ μεγάλο πνευματικὸ ἐπίπεδο.
Ἔχοντας θάψει τὸν π. Μακάριο, ὁ π. Ἱλαρίων κάλεσε τὸν Σάββα καὶ τοῦ εἶπε ὅτι δὲν θὰ τὸν ἀφήσει νὰ παραμείνει μαζί του καὶ ὅτι ἦταν ἐλεύθερος νὰ πάει ὅπου θέλει. Παρ᾿ ὅλες τὶς παρακλήσεις τοῦ Σάββα, παρέμενε ἄκαμπτος. Ὁ Σάββας πῆγε πάλι στὸν Χατζῆ-Γιώργη, ἀλλὰ ὁ τελευταῖος τοῦ εἶπε, ὅτι δὲν μποροῦσε νὰ τὰ βάλει μὲ τὴν ἀστάθεια καὶ τὴν ἀμέλειά του, καὶ γιὰ αὐτὸ τοῦ παράγγειλε νὰ ἐπιστρέψει στὸν π. Ἱλαρίωνα. Μετὰ ἀπὸ τὶς πολλὲς παρακλήσεις τοῦ Σάββα καὶ τὴν ἀποφασιστικὴ ἄρνηση τοῦ π. Γεωργίου, ὁ Σάββας ἀποφάσισε νὰ πάει πίσω στὸν π. Ἱλαρίωνα. Πῆρε τὸ καπίστρι ἀπὸ ἕνα μουλάρι καὶ τὸ φόρεσε στὸν ἑαυτό του. Μὲ τέτοια ἐνδυμασία πῆγε πίσω στὸν γέροντα. Οἱ πρῶτές του λέξεις ἦταν: Ὅπως βλέπεις μοῦ ἐφαρμόζει ἀπόλυτα, ἀφήνομαι στὴν διάθεσή σου σὰν μουλάρι! Μετὰ ἀπὸ αὐτό, ὁ γέροντας τὸν δέχθηκε.
Σύντομα ὁ π. Γεώργιος ἦρθε καὶ εἶπε στὸν π. Ἱλαρίωνα, δείχνοντας τὸν Σάββα: Ὢ, τὶ κανόνας τοῦ χρειάζεται, τὶ κανόνας! Ὁ π. Ἱλαρίων ὑπερασπιζόμενος τὸν Σάββα εἶπε: Ὄχι, τώρα φοράει χαλινάρι. Μπορῶ νὰ τὸν διευθύνω καὶ θὰ μὲ ὑπακούει.
Ὁ π. Ἱλαρίων ἄρχισε τότε νὰ ἐπαινεῖ τὸν Σάββα γιὰ τὴν ὑπομονή του καὶ εἶπε: Θὰ σὲ χειροτονήσουμε διάκο. Ὄχι, ἀντέδρασε ὁ Χατζῆ-Γιώργης, εἶναι ἀκόμα νωρίς, εἶναι ἀκόμη ἕνας μεγάλος ἀνόητος, ἕνας μεγάλος ἀνόητος! Μετά, ὁ π. Ἱλαρίων καὶ ὁ π. Γεώργιος μίλησαν ἀρκετὰ γιὰ τὴν χειροτονία. Ὁ Σάββας τὴν τρίτη μέρα χειροτονήθηκε διάκος καὶ σύντομα ἱερομόναχος. Ὁ γέροντας εἶχε ἐπιθυμία νὰ χειροτονήσει τὸν Μακάριο, ἀλλὰ ἐξαιτίας τῆς κοίμησης τοῦ τελευταίου καὶ ἐπειδὴ εἶδε τὴν ἀληθινὴ μετάνοια τοῦ Σάββα, συμφώνησε νὰ γίνει ὁ Σάββας διάκος. Σχετικὰ μὲ αὐτό, τὸν ὑποχρέωσε νὰ ἀκολουθήσει τὸν παρακάτω κανόνα· νὰ λειτουργεῖ καθημερινὰ γιὰ ὅλη του τὴν ζωή, καὶ νὰ προσεύχεται γιὰ ὅλο τὸν κόσμο.

o Ι ´. Στὸ κελλὶ τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου. Πατρικὲς νουθεσίες. Θαυμαστὰ σημεῖα

Τὸ κελλὶ τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Ἰακώβου, βρίσκεται σὲ μία πλαγιὰ τοῦ Ἄθωνος, περίπου μιάμιση ὥρα μακριὰ ἀπὸ τὴν Μονὴ Διονυσίου. Ἐδῶ οἱ ἀσθένειες τοῦ γέροντα ἐπιδεινώθηκαν. Κατὰ καιρούς, κλινόταν στὸ ἀπομονωμένο κελλὶ τοῦ Ἁγίου Ὀνουφρίου καὶ ἀπολάμβανε τὴν ἡσυχία.
Ἐνῶ ζοῦσε στὸ κελλὶ τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου, ὁ γέροντας δὲν ἀναλάμβανε τὸ καθῆκον τοῦ πνευματικοῦ, παρ᾿ ὅλες τὶς παρακλήσεις τοῦ κόσμου. Δεχόταν πάντως, αὐτοὺς ποὺ κατέφευγαν σὲ αὐτὸν γιὰ νουθεσία. Ὅλοι ὅσοι πήγαιναν σὲ αὐτόν, ἐπέστρεφαν πάλι σὰν πνευματικὰ παιδιά, ἀλλὰ δὲν τοὺς διάβαζε τὴν εὐχὴ τῶν ἀφέσεων τῶν ἁμαρτιῶν. Ὑπῆρξαν μόνο πέντε διαφορετικὲς περιπτώσεις ποὺ ὁ π. Ἱλαρίων συγχώρεσε ἁμαρτίες, ὑποχρεωμένος νὰ τὸ κάνει ἀπὸ τὴν σπουδαιότητα τῶν ὑποθέσεων.
Ἄνθρωποι ἔρχονταν ἀπὸ παντοῦ μὲ πνευματικὲς ἀναζητήσεις. Τὸν ἀποκαλοῦσαν: ὁ πνευματικὸς τῶν πνευματικῶν. Οἱ πατέρες τοῦ Ἁγίου Ὄρους τὸν τοποθέτησαν στὸ ψηλότερο πνευματικὸ ἐπίπεδο, τὸν ἀποκαλοῦσαν: ἕνας ἀπὸ τοὺς παλιοὺς πατέρες. Γνώριζαν τὴν μεταμόρφωση τοῦ γέροντα ἀπὸ μιὰ ζωὴ γεμάτη μὲ παγκόσμια δόξα σὲ ἕναν ἐρημίτη ἔγκλειστο, ὁμολογητή, καὶ μεγάλο ἀσκητή. Ἐξαιτίας αὐτοῦ καὶ τῆς ἐκδηλώσεως τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ στὴν ζωή του, τὸν ἀντιμετώπιζαν μὲ τὸν βαθύτερο σεβασμό. Ὁ λόγος του εἶχε κῦρος χωρὶς νὰ ὑπολογίζει τὰ πρόσωπα ποὺ εἶχε ἀπέναντί του. Μερικὲς φορές, μίλαγε προφητικὰ γιὰ τὸ τὶ πρόκειται νὰ ἀκολουθήσει καὶ πάντα αὐτὰ ποὺ ἔλεγε γινόταν πραγματικότητα. Ὁ γνωστὸς ἀσκητὴς τοῦ Ἁγίου Ὄρους, π. Εὐστάθιος, ποὺ ἀργότερα ἔζησε στὴν Χάλκη, ἔλεγε ὅτι ὁ π. Ἱλαρίων πέρασε καὶ τὰ δέκα σκαλοπάτια τῆς πνευματικῆς κλίμακας, ὅπως περιγράφεται στὴν Φιλοκαλία ἀπὸ τὸν Θεοφάνη.
Τὸν Αὔγουστο τοῦ 1849, ὁ Ῥῶσσος συγγραφέας καὶ προσκυνητής, Ἀνδρέας Μουραβιώφ, ἐπισκέφθηκε τὸν π. Ἱλαρίωνα. Ὁ Μουραβιώφ, ἔγραψε σχετικὰ μὲ τὴν συνάντησή τους: Ὁ γέροντας ἦταν ἐλάχιστα προσιτός. Πάντως, στὴν Μονὴ Ἰβήρων, ἐπισκέφθηκα κάποιον ἄλλον Γεωργιανὸ ἀσκητή, ὀνόματι Βενέδικτο. Αὐτός, μὲ συμβούλευσε νὰ χτυπήσω τὴν πόρτα τοῦ ἔγκλειστου στὸ ὄνομα τοῦ π. Βενεδίκτου, ὁ ὁποῖος ἦταν συγγενής, καὶ φίλος. Τὸ πρόσωπο τοῦ π. Ἱλαρίωνος στὴν ἐμφάνισή του ἦταν ἰδιαίτερα κατακόκκινο. Φώτιζε τὰ μάγουλά του τὸ κόκκινο χρῶμα, ἀλλὰ τὸ γκρίζο τῶν μαλλιῶν του καὶ τῆς γενειάδας του ἀποκάλυπταν τὴν ἡλικία του. Εἶχε ἀνανεώσει τὴν νεότητά του ὅπως ὁ ἀετός. Ὁ γέροντας μὲ ἔβαλε νὰ καθίσω δίπλα του καὶ μαθαίνοντας ἀπὸ ποὺ ἤμουν μὲ ῥώτησε γιὰ τὴν Ῥωσσία. Τί ἦρθες νὰ δεῖς στὸ ἐρημητήριό μου; μὲ ῥώτησε μὲ ἀναστεναγμό. Τίς ἁμαρτίες μου; ἢ ἐὰν εἶναι στὸν κόσμο ἔξω καὶ ἄλλα παράσιτα ὅπως ἐγώ; Ὅτι ἔχω δεῖ καὶ γνωρίζω ἔχει ξεχαστεῖ πολὺ πιὸ πρίν. Θὰ ζήσω ἐδῶ σὲ αὐτὸν τὸν κόσμο τόσο, ὅσο μὲ ἀνέχεται ὁ Θεός. Πάντως, γιὰ τὴν ταπείνωσή σου, εἶναι καρποφόρο νὰ ἐπισκέπτεσαι τὶς Ἱερὲς Μονές, γιατὶ ἐκεῖ πάντα οἰκοδομεῖται κάποιος, ἀφοῦ ὁποιαδήποτε διακονία γίνεται μὲ ἀγαθὸ σκοπό.
Ἤθελα νὰ πάρω ἀπὸ αὐτόν, κάποιο ὁρατὸ σημάδι τῆς εὐλογίας του, σὰν ἐνθύμηση τῆς συνάντησής μας. Ὁ π. Ἱλαρίων πῆγε στὸ παρεκκλήσι καὶ ἔφερε ἕνα κομποσχοίνι φτιαγμένο ἀπὸ μαῦρο κεχριμπάρι. Ἐὰν ζητᾶς μία εὐλογία τῆς ἀναξιότητάς μου, τότε αὐτὸ ἂς σὲ συνοδεύει. Ἀφοῦ εἶπε αὐτά, μὲ ἀπέλυσε μὲ εἰρήνη.
Κάποτε, ὁ π. Νικόδημος ὁ Βούλγαρος ἀπὸ τὴν Μονὴ Κωνσταμονίτου, ἐπισκέφθηκε τὸ κελλὶ τοῦ π. Ἱλαρίωνος μαζὶ μὲ κάποιον ἱερομόναχο. Συζήτησαν τόσο πολὺ διάφορα πνευματικὰ θέματα ποὺ χωρὶς νὰ τὸ καταλάβουν ἡ συζήτηση παρατάθηκε μέχρι ἀργὰ τὸ βράδυ. Ὅταν ἡ συζήτηση τελείωσε, ὁ γέροντας τοὺς εἶπε: Καλά, τώρα πηγαίνετε στὴν εὐχὴ τοῦ Θεοῦ. Αὐτοὶ στεναχωρήθηκαν, ἀναρωτήθηκαν ποῦ νὰ πάνε τέτοιο βράδυ σκοτεινό, χωρὶς φεγγάρι. Ἀλλά, ταπεινὰ κοίταξαν τὸν γέροντα, καὶ μὴ τολμώντας νὰ παρακούσουν, ἀναχώρησαν. Εἶχαν μόλις βγεῖ ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα τοῦ κελλιοῦ, ὅταν ἕνα ξαφνικὸ φῶς ἔλλαμψε καὶ ἄρχισε νὰ ἁπλώνεται στὸ ἀπότομο καὶ στριφογυριστὸ μονοπάτι καὶ σχεδὸν ὅλα ἔγιναν φωτεινὰ σὰν μέρα καὶ εὔκολα πλέον κατάφεραν νὰ φθάσουν στὴν Μονὴ Διονυσίου.
Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἐπιδημίας χολέρας, ὅταν καθιερώθηκαν ἐπιφυλακὲς στὶς περιοχὲς γύρω ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος, μία καταιγίδα ὁδήγησε ἕνα σκάφος μὲ λαϊκούς, στὴν ἀκτὴ τῆς Μονῆς Διονυσίου. Ἤθελαν νὰ προσαράξουν, ἀνέλκυσαν τὸ σκάφος ἔξω ἀπὸ τὴν θάλασσα καὶ περίμεναν στὸν πύργο τοῦ λιμανιοῦ μέχρι νὰ φτιάξει ὀ καιρός. Ἀλλὰ ἐξαιτίας τῆς ἐπιδημίας, ὁ παρατηρητής, δὲν μποροῦσε νὰ τοὺς ἀφήσει στὴν στεριά, χωρὶς νὰ ζητήσει τὴν εὐλογία τοῦ ἡγουμένου. Ὁ τελευταῖος δὲν εὐλόγησε τὴν προσάραξή τους, λέγοντάς τους νὰ πᾶνε μὲ πανί, μέχρι τὴν ζώνη τῆς καραντίνας στὴν Δάφνη. Ἀπὸ τὸ σκάφος τοὺς ἐξήγησαν, ὅτι ἐξαιτίας τῆς καταιγίδας καὶ τῆς νύχτας, ἦταν ἀδύνατο γιὰ αὐτοὺς νὰ φθάσουν στὴν Δάφνη. Οἱ μοναχοί, κατηγορηματικά, ἀρνήθηκαν νὰ τοὺς δεχτοῦν καὶ ἔσπρωξαν μὲ δύναμη τὸ σκάφος μέσα στὴν θάλασσα. Κάτω ἀπὸ αὐτὲς τὶς συνθῆκες, κατέβαλαν μεγάλες προσπάθειες μέχρι νὰ φθάσουν στὴν τελευταία Μονή.
Μερικοὶ ἀπὸ τοὺς πατέρες, ἐξοργίστηκαν μὲ τὸν ἡγούμενο καὶ τὶς πράξεις του, καὶ πῆγαν στὸν π. Ἱλαρίωνα γιὰ νὰ τοῦ ποῦν τὶ εἶχε γίνει. Ὁ γέροντας τοὺς ἠρέμησε, προσθέτοντας ὅτι ὁ Κύριος θὰ τιμωροῦσε τὸν ἡγούμενο. Γιὰ τὸ δικό του ὄφελος, θὰ τὸν ἐπισκεπτόταν μία ἀῤῥώστια ποὺ θὰ τὸν ἔκανε νὰ εἶναι κατάκοιτος τρεῖς μέρες, καὶ θὰ μούγκριζε σὰν νὰ ἦταν ἀγελάδα. Καί, ἀφοῦ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς εἶχαν πάρει μέρος σὲ αὐτό, ἄλλη κακοτυχία θὰ ἐμφανιζόταν σὲ αὐτούς, πρὸς ὄφελός τους.
Σὲ τρεῖς μέρες ὁ λαιμὸς τοῦ ἡγουμένου ἔκλεισε ἔτσι ποὺ ὅταν πήγαινε νὰ μιλήσει, κραύγαζε σὰν ἀγελάδα καὶ παρέμεινε κλινήρης γιὰ τρεῖς μέρες ἀκριβῶς. Μετὰ ἀπὸ τὴν ἀποκατάστασή του, μερικοὶ ἀπὸ τοὺς πατέρες μπῆκαν σὲ ἕνα σκάφος καὶ πῆγαν νὰ πιάσουν ψάρια. Ἡ ἡμέρα ἦταν ἤρεμη, ἀλλὰ ξαφνικά, ἕνας βίαιος ἀνεμοστρόβιλος φύσηξε καὶ μία μεγάλη καταιγίδα ξέσπασε ποὺ ὅλοι ἔμειναν στὴν βάρκα σὰν παράλυτοι. Τὸ σκάφος ὅρμησε στὴν ἀκτή, καὶ ἔσπασε σὲ κομμάτια, ἐνῶ οἱ πατέρες μόλις ποὺ σώθηκαν. Μία ἄλλη βάρκα, ποὺ στάλθηκε νὰ τοὺς βοηθήσει, βυθίστηκε καὶ αὐτή.
Στὴν Μονὴ Διονυσίου, ὑπῆρχε ἕνας μοναχός, κηπουρός, ὁ ὁποῖος ἐξαιτίας μερικῶν γεγονότων ποὺ εἶχαν συμβεῖ στὴν ζωή του, ἔχασε τὴν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας καὶ ἐξαιτίας αὐτοῦ εἶχε περιπέσει σὲ ἀπαγοήτευση. Κάποτε, ὁ π. Ἱλαρίων ἔστειλε τὸν π. Σάββα στὸ Μοναστήρι γιὰ κάποιον συγκεκριμένο σκοπό. Καθ᾿ ὁδὸν συνάντησε τὸν κηπουρό, ὁ ὁποῖος ἦταν ἕτοιμος νὰ ἐγκαταλείψει γιὰ πάντα τὸ Ἅγιον Ὄρος.
Ὁ π. Σάββας προσπάθησε νὰ τὸν πείσει νὰ παραμείνει, τὸν καθησύχασε καὶ τοῦ εἶπε νὰ θέσει ὅλη του τὴν ἐλπίδα στὸν Θεό, καὶ νὰ μὴν ἀπελπίζεται. Ὁ κηπουρός, δὲν ἤθελε νὰ ἀκούσει ἀρχικά, ἀλλὰ ἄρχισε νὰ σκέπτεται μήπως ὁ π. Σάββας εἶχε δίκιο. Τελικά, συμφώνησε νὰ παραμείνει στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἀλλὰ μὲ τὸν ὅρο ὅτι ὁ π. Σάββας θὰ ἔπαιρνε πάνω του τὶς ἁμαρτίες του. Ὁ τελευταῖος δέχθηκε βάζοντας τὸ χέρι του πάνω του.
Μὲ τὴν ἐπιστροφή του, ὁ διάβολος ἄρχισε νὰ βάζει λογισμοὺς στὸν π. Σάββα πὼς ἦταν πάνω ἀπὸ τὶς δυνάμεις του νὰ ἀναλάβει τὶς ἁμαρτίες τοῦ ἀδελφοῦ. Ἡ σκέψη τὸν ἔφθασε νὰ πέσει σὲ ἀπελπισία. Διαφωνοῦσε μὲ τὸν ἑαυτό του, δὲν ἤθελε νὰ πάει στὸν γέροντα, ἀλλὰ ὁπουδήποτε ἀλλοῦ. Ἐκείνη τὴν στιγμή, ὁ π. Ἱλαρίων πληροφορήθηκε ἐκ πνεύματος ὅτι ὁ ὑποτακτικός του ἦταν σὲ κίνδυνο καὶ ἄρχισε τὴν προσευχὴ γιὰ τὴν σωτηρία του. Τότε ὁ π. Σάββας αἰσθάνθηκε μία ἀνακούφιση ἀπὸ τοὺς λογισμούς, καὶ ἀποφάσισε νὰ γυρίσει στὸν γέροντα μὲ βαρειὰ καρδιά. Ὁ π. Ἱλαρίων τὸν συνάντησε καθ᾿ ὁδόν: Τί σοῦ συνέβη; Ἔφυγες τόσο χαρούμενος ἀλλὰ ἐπιστρέφεις τόσο λυπημένος. Μὴν φοβᾶσαι! Ὁ Κύριος ἔχει πάρει πάνω Του τὶς ἁμαρτίες ὅλου τοῦ κόσμου. Δὲν θέλει στὰ ἀλήθεια τὴν σωτηρία ἑνὸς ἀνθρώπου; Καὶ ὁ π. Σάββας ἀμέσως γαλήνεψε.
Ἐπίσης, σὲ ἕνα ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ ἡμερολόγιο τοῦ ἡγουμένου τῆς Μονῆς Ἁγίου Παντελεήμονος, ἀρχιμανδίτη Μακαρίου, ὁ τελευταῖος γράφει:
Στὶς 8 Ἰανουαρίου 1857, ὁ π. Ἰωάσαφ, ἕνας Γεωργιανὸς μοναχὸς ποὺ ζεῖ μαζί μας, πῆγε στὴν Μονὴ Διονυσίου γιὰ ἐξομολόγηση, στὸν ὀνομαστὸ στὶς μέρες μας, ἱερομόναχο Ἱλαρίωνα. Κατὰ τὴν ἀναχώρηση τοῦ μοναχοῦ τοῦ ζήτησα νὰ ῥωτήσει τὸν γέροντα νὰ μοῦ δώσει ὁ Κύριος ὑπομονή, καὶ ἂν ἡ ζωή μου εἶναι πρὸς δόξαν Θεοῦ νὰ μοῦ τὴν παρατείνει, ἀλλὰ ἐὰν εἶναι ὅμως πρὸς ζημία, τότε νὰ μοῦ τὴν μικρύνει. Ὁ π. Ἱλαρίων: Ἡ ὑπομονὴ ἀποκτᾶται μὲ τὸ νὰ ἐλπίζει κάποιος στὸν Θεό, καὶ μὲ τὸ νὰ σκέφτεται συνέχεια πὼς εἶναι ὁ πιὸ ἀνάξιος ἀπὸ ὅλους. Ἄνθρωποι, ποὺ ὁ Θεὸς τοὺς καλεῖ νὰ τὸν ὑπηρετήσουν, πέρα ἀπὸ ταπείνωση πρέπει νὰ θεωροῦν τοὺς ἑαυτούς τους πολὺ ἀδύναμους, τόσο ἐσωτερικὰ ὅσο καὶ ἐξωτερικά. Τέτοιου εἴδους ἄνθρωποι δὲν ἐνδιαφέρονται γιὰ τὴν δική τους δόξα, ἀλλὰ φροντίζουν νὰ δοξάζεται ὁ Θεός. Σχετικὰ μὲ αὐτοὺς ποὺ ἀποζητοῦν νὰ δοξαστοῦν οἱ ἴδιοι, θυσιάζουν τὰ πάντα προκειμένου νὰ πετύχουν τὸν στόχο τους. Καὶ αὐτός, ὑποσχέθηκε νὰ προσεύχεται γιὰ μένα.

o ΙΑ´. Στὴν Μικρὰ Ἁγία Ἄννα

Ὁ ζηλόφθονος τῆς σωτηρίας μας διάβολος, δὲν ἄφησε τὸν γέροντα οὔτε στὴν Μονὴ Διονυσίου. Ξεσήκωσε ἄγριο πόλεμο ἐναντίον τοῦ π. Ἱλαρίωνος μέσω τοῦ ἡγουμένου Εὐλογίου, ὁ ὁποῖος πίεσε νὰ ἀφήσει τὴν Μονή, καὶ μεταφέρθηκε στὴν Μικρὴ Ἁγία Ἄννα.
Σύντομα, μετὰ τὴν ἐγκατάστασή του στὴν Σκήτη, ὁ γέροντας Χατζῆ-Γιώργης πῆγε τὸν βρῆκε καὶ τοῦ εἶπε μὲ ἀγάπη Χριστοῦ: Μοῦ δίδαξες ὑπομονή, ἀλλὰ ἐσὺ ὁ ἴδιος ἔφυγες! Ὄχι, ἀπάντησε ὁ γέροντας ἤρεμα, ἐγὼ ὑπάκουσα στὸ Εὐαγγέλιο, τὸ ὁποῖο λέει: Ὅταν δὲ διώκουσιν ὑμᾶς ἐκ τῆς πόλεως ταύτης, φεύγετε εἰς τὴν ἄλλην.
Ὅταν ὁ π. Ἱλαρίων παρέμενε στὴν Μικρὴ Ἁγία Ἄννα, ἕνα ἀξιοσημείωτο γεγονός, συνέβη. Ἡ ἐκκλησία τοῦ κελλιοῦ του ἐτιμᾶτο στὸν Ἅγιο Ὀνούφριο καὶ ἡ Ἁγία Τράπεζα χρειαζόταν ἐπισκευή, ἀλλὰ ὁ γέροντας δὲν ἤθελε νὰ ζητήσει βοήθεια ἀπὸ τὴν Μονή, γιὰ νὰ μὴν ἐνοχλήσει. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ζωῆς μου δὲν θέλω νὰ ἐνοχλήσω κανέναν γιὰ μένα, ἀπὸ καμία ἄποψη. Εἴμαστε ἀκόμα ὑποχρεωμένοι νὰ καλέσουμε ἕναν ἐπίσκοπο μὲ τοὺς βοηθούς του καὶ τοὺς ψάλτες του γιὰ τὸν ἐπανακαθαγιασμὸ τῆς Ἁγίας Τραπέζης καὶ ὅλα αὐτὰ θὰ συνεπάγονται ἔξοδα. Θὰ ἦταν καλύτερα γιὰ μᾶς νὰ ὑπομείνουμε, ἀφήνοντας ὅλη τὴν ὑπόθεση στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Ἐκείνη τὴν ἐποχή, ἦταν στὴν Βλαχία ἕνας μοναχὸς ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος γιὰ ἔρανο. Περπατώντας σὲ κάποια πόλη, συνάντησε μία γυναῖκα, ἡ ὁποία τοῦ ἔδωσε εἴκοσι χρυσὰ νομίσματα. Τοῦ εἶπε νὰ τὰ πάει στὸ Ἅγιον Ὄρος στὸν Γέροντα Ἱλαρίωνα τὸν Γεωργιανό, στὸ κελλὶ τοῦ Ἁγίου Ὀνουφρίου, προσθέτοντας ὅτι ἔχει μεγάλη ἀνάγκη αὐτῶν τῶν νομισμάτων. Ἔπειτα αὐτὴ ἡ γυναῖκα ἐξαφανίστηκε.
Ὅταν ὁ μοναχὸς τελείωσε τὸν ἔρανο, ἐπέστρεψε στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ πῆγε ἀμέσως νὰ βρεῖ τὸν π. Ἱλαρίωνα. Δίνοντάς του τὰ χρήματα, τοῦ ἐπεσήμανε ὅτι αὐτὴ ἡ γυναῖκα ἦταν γνωστή του. Ὁ π. Ἱλαρίων τὸν κοίταξε μὲ δέος, εἶπε ὅτι δὲν εἶχε πάει ποτὲ στὴν Βλαχία καὶ δὲν ἤξερε κανέναν ἐκεῖ. Γιὰ αὐτὸ τοῦ εἶπε ὅτι ἔκανε λάθος καὶ τὰ χρήματα προοριζόταν γιὰ κάποιον ἄλλον ἀδελφό. Ὁ μοναχός, ἐξήγησε ὅτι αὐτὴ ἡ γυναῖκα ὄχι μόνο χρησιμοποίησε τὸ ὄνομά του, ἀλλὰ γνώριζε καὶ τὸ ὄνομα τοῦ κελλιοῦ γιὰ τὸ ὁποῖο προοριζόταν τὰ χρήματα. Ὁ γέροντας ἀρνήθηκε κατηγορηματικὰ νὰ πάρει τὰ χρήματα, καὶ τοῦ εἶπε πὼς ἂν δὲν ἔβρισκε κάποιον μὲ τὸ ἴδιο ὄνομα, νὰ μοίραζε τὰ χρήματα στοὺς φτωχούς.
Ὁ μοναχός, ἀνέφερε τὰ πάντα στὴν Μονὴ τῆς Μεγίστης Λαύρας. Μιᾶς καὶ γνώριζαν ὅτι ἡ ἐκκλησία τοῦ γέροντα χρειαζόταν ἐπισκευή, ἡ γεροντία τῆς Μονῆς ἀποφάσισε νὰ μισθώσει ἐργάτες καὶ νὰ ῥυθμίσει ὅλα τὰ ἀναγκαῖα. Μετὰ τὴν ἀνακαίνιση θὰ καλοῦσε τὸν ἐπίσκοπο καὶ τοὺς κληρικούς, καὶ θὰ ἔκανε γιορτή, μετὰ τὸν καθαγιασμὸ τῆς Ἁγίας Τραπέζης. Ὅλα αὐτὰ πραγματοποιήθηκαν καὶ κατ᾿ ἐπιθυμία τοῦ π. Ἱλαρίωνος, ἀφιερώθηκε στὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ.

o ΙΒ´. Στὴν Μονὴ τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος

Τὸ 1862, ὁ π. Ἱλαρίων πῆγε στὴν Μονὴ τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος καὶ ἀνακοίνωσε ὅτι ἤθελε νὰ μετακομίσει ἐκεῖ γιὰ πάντα. Οἱ πατέρες τῆς Μονῆς δέχθηκαν τόσο αὐτὸν ὅσο καὶ τὸν ὑποτακτικό του μὲ μεγάλη χαρά. Τοῦ ζήτησαν νὰ διαλέξει ἕνα ἐρημικὸ κελλὶ γιὰ νὰ κατοικήσει ἕως ὅτου ἑτοιμαστεῖ τὸ κελλὶ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Ὁ γέροντας ἐγκαταστάθηκε στὸ κελλὶ τῶν Ἁγίων πατέρων τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου, τὸν ὁποῖο εἶχε κτιστεῖ ἀπὸ τὸν προηγούμενο τῆς Μονῆς, Ἀμβρόσιο.
Ὁ π. Ἱλαρίων, ὅπως εἰπώθηκε, ἔδωσε σὰν πνευματικὴ παρακαταθήκη στὸν π. Σάββα ποτὲ νὰ μὴν καταλύει λάδι στὸ φαγητό του ἢ νὰ πίνει κρασί, καὶ νὰ λειτουργεῖ κάθε μέρα καὶ νὰ προσεύχεται γιὰ ὅλον τὸν κόσμο. Ὅταν ζοῦσαν μαζί, μὲ ἀκρίβεια τὸ τηροῦσε. Κάνανε ἐπίσης κάθε βράδυ ἀγρυπνία. Ὅταν οἱ δύο ἀσκητὲς μετακόμισαν στὸ Ῥωσσικό, ἀκολούθησαν τὸ παρακάτω τυπικό· τὴν νύκτα δὲν κοιμόντουσαν, μόλις ὅλα ἡσύχαζαν, ὁ γέροντας ἄφηνε τὸ κελλί του, περνοῦσε δίπλα ἀπὸ αὐτὸ τοῦ ὑποτακτικοῦ, εἴτε βήχοντας, εἴτε χτυπώντας τρεῖς φορές, εἴτε τὸν καλοῦσε γιὰ κάποια ὑπόθεση. Ὁ γέροντας τὰ ἔκανε ὅλα αὐτά, γιὰ νὰ μὴν κοιμᾶται ὁ Σάββας κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἀγρυπνίας.
Κατὰ τὰ μεσάνυχτα, ὁ γέροντας ἄφηνε τὸ κελλί του καὶ ἄρχιζε νὰ περπατᾶ μὲ θόρυβο, ἔτσι ὥστε οἱ ἀδελφοὶ ποὺ ζοῦσαν ἐκεῖ νὰ ἀκούσουν τὰ βήματα καὶ νὰ ξυπνήσουν γιὰ τὸν Ὄρθρο. Τελείωναν τὴν προσευχή τους γύρω στὶς 8.00 π. μ. καὶ ἀκολουθοῦσε Λειτουργία. Ὁ γέροντας πλέον δὲν λειτουργοῦσε, ἀλλὰ πάντα μεταλάμβανε τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ.
Ὅπως εἶναι γνωστό, ὁ γέροντας ἐκφραζόταν μὲ πτωχὰ ἑλληνικά. Ἔτσι, μιλοῦσε συνήθως τουρκικά, καὶ ὁ π. Σάββας μετέφραζε. Ἂν καὶ μιλοῦσε παλιὰ ῥωσσικά, τὰ εἶχε ξεχάσει ἀφοῦ δὲν εἶχε ἐπικοινωνία μὲ Ῥώσσους γιὰ περισσότερο ἀπὸ 40 χρόνια. Ὑπῆρχαν βέβαια περιπτώσεις ποὺ μιλοῦσε ἑλληνικὰ καὶ ῥωσσικὰ πολὺ καλά. Αὐτὸ συνέβαινε λόγω τῆς ἄνωθεν ἐπιφοίτησης, καθὼς αὐτὲς οἱ περιπτώσεις ἦταν ἰδιαιτέρας μεγάλης ἀνάγκης.
Κάποτε, ἐνῶ ζοῦσε στὸ κελλὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου, ζοῦσε μαζί τους ἕνας Ῥώσσος μοναχός, ὁ π. Θωμᾶς, ἐπιπλοποιός, ὁ ὁποῖος διακονοῦσε ὡς ἐκκλησιαστικός. Ἔκανε τὴν ὑπακοή του μὲ μεγάλο ζῆλο. Ἕνα βράδυ ἕνας δαίμονας πῆγε σὲ αὐτὸν μὲ τὴν μορφὴ ἀνθρώπου καὶ τοῦ εἶπε: Γιατί ἔχεις κρασὶ στὸ κελλί σου; Αὐτὸς ἀπάντησε πὼς τὸ κρασί, ἦταν γιὰ τὴν ἐκκλησία καὶ δὲν τὸ κρατοῦσε γιὰ δική του ἀνάγκη. Ὁ δαίμονας ἀπαίτησε λίγο κρασί, καὶ ἦταν ἕτοιμος νὰ τὸ πάρει. Ὁ π. Θωμᾶς, ἅρπαξε τὴν φιάλη, ἄρχισε νὰ διαφωνεῖ μαζί του, καὶ ἐξοργίστηκε τόσο ποὺ φώναζε πὼς δὲν θὰ τοῦ δώσει τὸ κρασί. Αὐτὲς οἱ κραυγές, τοὺς ξύπνησαν ὅλους. Ὁ γέροντας χτύπησε τὴν πόρτα, ἀλλὰ ὁ π. Θωμᾶς, μὴ καταλαβαίνοντας τίποτα, συνέχιζε νὰ φωνάζει. Ὅταν ἦρθε στὸν ἑαυτό του, ἄνοιξε τὴν πόρτα.
Ὁ π. Ἱλαρίων τὸν πῆρε στὸ κελλί του καὶ προσπάθησε νὰ τὸν ἠρεμήσει, ἐξηγώντας του τί εἶχε γίνει. Τοῦ εἶπε πὼς ὁ ἐχθρὸς τὸ εἶχε κάνει αὐτὸ ἀπὸ ζήλια, ἀφοῦ ἡ μακροχρόνια διακονία του εἶχε γίνει μισητὴ σὲ αὐτόν. Συζήτησε μαζί του γιὰ πολὺ ὥρα μέχρι ποὺ ὁ π. Θωμᾶς εἰρήνευσε τελείως. Μόνο τὸ πρωί, ξαφνικά, θυμήθηκε ὅτι εἶχαν συζητήσει στὰ ῥωσσικά. Μετὰ τὴν ἀκολουθία, ὁ π. Θωμᾶς πλησίασε τὸν γέροντα καὶ θέλησε νὰ τοῦ μιλήσει σχετικὰ μὲ ὅ,τι συνέβαινε, ἀλλὰ ὁ π. Ἱλαρίων κατηγορηματικά, εἶπε ὅτι δὲν καταλάβαινε τίποτα ἀπὸ ὅ,τι ἔλεγε ὁ π. Θωμᾶς.
Ὁ π. Θωμᾶς ἀντεῖπε: Πῶς συμβαίνει αὐτό; Μιλήσαμε τόσο πολὺ τὴν προηγούμενη νύχτα.
Ὁ γέροντας ἀπάντησε μέσω τοῦ π. Σάββα: Δὲν γνωρίζω πὼς μίλαγα, ἀλλὰ ὁ Κύριος βλέποντας τὴν ἀνάγκη σου, ἐπέτρεψε νὰ καταλαβαίνεις τὴν ὁμιλία μου, σὰν νὰ εἶχα μιλήσει ῥωσσικά. Ἀλλὰ εἰλικρινά, δὲν μιλῶ ῥωσσικά.
Κάτω ἀπὸ ἄλλες συνθῆκες μίλησε ἐπίσης ἑλληνικά, μέσα ἀπὸ τὴν ἴδια κατάσταση χάρης, ὅταν τὸ ἀπαίτησε ἡ περίσταση.
Τὸ 1863, ἕνα χρόνο πρὶν τὴν κοίμησή του, ὁ γέροντας μετακόμισε στὸ κελλὶ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Τὸ κελλί, βρίσκεται μέσα σὲ ἕναν ἐλαιῶνα καὶ ἀπέχει περίπου μία ὥρα ἀπὸ τὸ μοναστήρι.
Αὐτὴ τὴν ἐποχή, ὁ γέροντας ἔπεσε βαρειὰ ἄῤῥωστος. Στρίφτηκαν τὰ ἔντερά του καὶ δὲν μποροῦσε οὔτε νὰ πιεῖ, οὔτε νὰ φάει. Ὁ γιατρός, εἶπε ὅτι ὁ γέροντας θὰ πέθαινε μιὰ συγκεκριμένη ὥρα τὴν ἑπόμενη μέρα χωρὶς ἀμφιβολία. Ὁ π. Ἱλαρίων παρέμεινε ἀκίνητος καὶ ἀναστέναζε ἀπὸ τὸν πόνο. Ὅλοι οἱ πατέρες καὶ ἀδελφοί, πῆγαν νὰ ζητήσουν συγχώρεση. Καὶ ὁ ἴδιος πείστηκε πὼς αὐτὸ ἦταν τὸ τέλος του καὶ συγχωρέθηκε μὲ ὅλους.
Τὴν ἑπόμενη μέρα, τὴν ὥρα ποὺ ὁ γιατρὸς εἶχε ὑποδείξει γιὰ τὸν θάνατό του, ὁ π. Ἱλαρίων πῆγε μὲ τὰ πόδια στὴν Μονή, νὰ ἐπισκεφθεῖ τὸν ἄῤῥωστο π. Μακάριο. Ὅταν τὸν εἶδαν οἱ ἀδελφοὶ ἐκεῖ, θαύμασαν. Ἡ θεραπεία τοῦ γέροντα πραγματοποιήθηκε ὡς ἑξῆς· Ὅταν ἦταν ἕτοιμος νὰ ἐκδημήσει καὶ βρισκόταν στὸ κρεββάτι του προσευχόμενος, ἄκουσε μία φωνὴ ἀπὸ τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ: Θέλεις νὰ παραμείνεις ζωντανός, καὶ νὰ γίνεις καλά; Ὁ γέροντας, πάντα ὑπάκουος στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἀπάντησε ὅτι θὰ ἔκανε αὐτὸ ποὺ ἤθελε ἡ Θεία Πρόνοια. Τοῦ εἶπε τότε ὁ Κύριος ὅτι τοῦ χάριζε τὴν ζωὴ καὶ τὴν ὑγεία του. Ὁ π. Ἱλαρίων σηκώθηκε ἀπὸ τὸ κρεββάτι ἐντελῶς ὑγιής. Τὸ πρωί, μαθαίνοντας γιὰ τὴν ἀσθένεια τοῦ π. Μακαρίου, ἔσπευσε νὰ τὸν ἐπισκεφθεῖ.
Στὸ κελλὶ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ὁρίστηκε ἕνας Ῥῶσσος γιὰ διακονητής. Αὐτὸς ἀκολουθοῦσε τὶς καθημερινές τους ἐργασίες, τὶς ἀγρυπνίες καὶ τὴν αὐστηρὴ νηστεία. Πάντως, γιὰ νὰ κρύψουν τὸν ἀσκητισμό τους, ὁ γέροντας καὶ ὁ ὑποτακτικός, τὸν ἔστελναν μακριά, στὸ κελλὶ τῶν Πατέρων τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου.
Μαγείρευαν φαγητὸ μόνο τὰ Σάββατα καὶ τὶς Κυριακές, καὶ αὐτὸ περισσότερο γιὰ τὸν τύπο. Ὅταν ὅμως ὁ π. Ἱλαρίων εἶχε φιλοξενούμενους, πέρα ἀπὸ τὴν μεγάλη διάκριση ποὺ εἶχε, ἔτρωγε ὅ,τι τοῦ προσέφεραν. Ὁ ὑποτακτικός του πάντως, ποτὲ δὲν παραβίαζε τὴν νηστεία. Κατὰ τὴν μέρα τοῦ Ἁγίου Πάσχα μόνο σὲ αὐτὸν δινόταν νηστήσιμο φαγητό, καὶ ὅταν ὁ γέροντας ἐπέστρεφε στὸ κελλὶ ἀπὸ τὴν πασχαλινὴ ἀκολουθία καὶ τοὺς ἑορτασμούς, συνέχιζε ἐπίσης τὴν νηστεία.
Ὁ γέροντας κοιμόταν μόνο δύο ὧρες τὴν μέρα, μία ὥρα, ὄρθιος, στηριζόμενος σὲ ἕνα ῥαβδί, καὶ τὴν ἄλλη καθιστὸς στὸ πάτωμα, ἔχοντας τὴν πλάτη του στὸν τοῖχο. Γιὰ νὰ πετύχει τὴν ἐξάσκηση στὴν νοερὰ προσευχή, καθ᾿ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς νύχτας, εἶχε κατασκευάσει ἕνα εἰδικὸ ἐργαλεῖο. Τέσσερις σιδερένιους κρίκους κρεμασμένους ἀπὸ τὸ ταβάνι καὶ μία πετσέτα δεμένη σὲ κάθε πλευρὰ τοῦ γέροντα ἀνάμεσα στοὺς δύο κρίκους. Ὅταν δὲν εἶχε πλέον δυνάμεις, στηριζόταν στὶς πετσέτες. Γιὰ νὰ μὴν καταλάβει κανεὶς τὴν χρήση τῶν κρίκων, ὁ γέροντας, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς μέρας, κρέμαγε ἐκεῖ τὰ πλυμμένα του ῥοῦχα γιὰ νὰ στεγνώσουν.
Κάποτε, ὁ π. Ἱλαρίων συσχέτισε ἕνα γεγονός, τὸ ὁποῖο τοῦ συνέβη, σὰν νὰ μίλαγε γιὰ κάποιο ἄλλο πρόσωπο·
Κάποιος μοναχός, ζοῦσε ἔγκλειστος. Βγαίνοντας ἔξω ἀπὸ τὸ καταφύγιό του, εἶδε ἕναν δαίμονα μὲ σχῆμα μοναχοῦ ποὺ καθόταν καὶ ἔκλαιγε πάρα πολὺ πικρά. Ὁ ἔγκλειστος τὸν ἀντιλήφθηκε γιὰ ἄνθρωπο καὶ τὸν ῥώτησε μὲ μεγάλη συμπάθεια γιὰ τὴν αἰτία τῆς θλίψης του. Ὁ δαίμονας εἶπε πὼς ἐκλιπαροῦσε τὸν Κύριο γιὰ 30 χρόνια νὰ τοῦ συγχωρέσει τὶς ἁμαρτίες, ἀλλὰ ὁ Κύριος δὲν τὸν συγχωροῦσε. Ἀφοῦ εἶπε αὐτὰ ὁ δαίμονας, ἄρχισε τὰ βογγητά, καὶ τοὺς θρήνους. Ὁ ἔγκλειστος προσπάθησε νὰ τὸν παρηγορήσει. Μόλις γύρισε στὸ κελλί του, ἕνας σατανικὸς λογισμὸς ἄρχισε νὰ τὸν ἐνοχλεῖ, τὸν ὁποῖο βέβαια τὸν ἔστελνε ὁ ἴδιος ὁ δαίμονας: Ἐδῶ βρίσκεται ἕνας ἄνθρωπος ποὺ κλαίει γιὰ μία ἁμαρτία καὶ δὲν τὸν συγχωρεῖ ὁ Θεός. Καὶ ἐσὺ ἔχεις ἁμαρτήσει ἀπὸ τὴν νεότητά σου καὶ ἐξοργίζεις συνεχῶς τὸν Θεό. Τί περιμένεις, γιατί ζεῖς ἐδῶ, χάνοντας τὸν καιρό σου μάταια. Ἀλλὰ ὁ Κύριος δὲν ἐπέτρεψε ὁ δοῦλός του νὰ πέσει στὴν παγίδα τοῦ διαβόλου. Ἀμέσως ὁ ἔγκλειστος ἄκουσε μία φωνή: Μὴν πιστεύεις τὸν δαίμονα ποὺ σὲ πειράζει. Πήγαινε ἔξω καὶ πές του ὅτι ὄχι μόνο δὲν χρειάζονται 30 χρόνια μετάνοιας γιὰ νὰ ἐξευμενιστεῖ ὁ Κύριος γιὰ μία ἁμαρτία· ἀλλά, ἀκόμη καὶ ἐὰν ἕνας ἄνθρωπος εἶχε ὅλες τὶς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου καὶ ἄρχιζε νὰ μετανοεῖ μὲ ὅλη του τὴν ψυχή, τότε ὁ Κύριος θὰ δεχόταν τρεῖς ὧρες μεταμέλειας μόνο καὶ θὰ τὸν συγχωροῦσε. Ὁ Κύριος θὰ δεχόταν ἀκόμα καὶ σένα πειρασμέ, ἂν μόνο μετανοοῦσες!
Ὅταν ἦταν στὸ Ῥωσσικό, συνέβη καὶ τὸ ἀκόλουθο περιστατικό, ποὺ διηγήθηκε ὁ π. Σάββας. Κάποτε, ἕνα κυνηγόσκυλο μπῆκε στὸ Ἅγιον Ὄρος. Οἱ φρουροὶ τὸ ἀκολούθησαν ἀλλὰ δὲν μπόρεσαν νὰ τὸ πιάσουν. Ἔκανε ἐπιθέσεις σὲ κτήνη καὶ ἀνθρώπους. Κάποτε ἔφτασε καὶ στὸ κελλὶ τοῦ π. Ἱλαρίωνος. Τὸν εἶδε ὁ τελευταῖος ἀπὸ τὸ παράθυρο καὶ φώναξε τὸν π. Σάββα νὰ φέρει ἕνα σχοινί. Ἐπειδὴ ὅμως ἡ λέξη σχοινί, ἀκούγεται τὸ ἴδιο ὅπως σκυλί, ὁ ὑποτακτικὸς νόμιζε ὅτι ὁ γέροντας τοῦ εἶπε νὰ φέρει τὸ σκυλί. Ἀφοῦ δὲν ἦταν μακριὰ ἡ ἀπόσταση, ἔτρεξε ἔξω, ἔπιασε τὸ σκυλὶ ἀπὸ τὰ αὐτιά, καὶ ἤθελε νὰ τὸ φέρει στὸν γέροντα. Μόλις τὸ σκυλὶ τὸν εἶδε ἄρχιζε νὰ βγάζει ἀφροὺς ἀπὸ τὸ στόμα καὶ νὰ λάμπουν τὰ μάτια του. Ὁ γέροντας, ὀπισθοχωρώντας παρήγγειλε νὰ τὸ ἀφήσει, ἐπιπλήττοντας τὸν ὑποτακτικό. Τὸ σκυλί, ἔφυγε τρέχοντας χωρὶς νὰ πειράξει τὸν π. Σάββα καὶ πιάστηκε σύντομα ἀπὸ τὴν ἀστυνομία.

o ΙΓ´. Ἡ κοίμησις τοῦ Γέροντος Ἱλαρίωνος

Ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία, ὁ π. Ἱλαρίων διατηροῦσε ἰδιαίτερη ἀγάπη καὶ ἔνθερμη ἀφοσίωση στὸν Ἅγιο Μεγαλομάρτυρα Γεώργιο. Ὁ π. Σάββας ἐπιβεβαίωσε ὅτι ὁ Ἅγιος εἶχε ἐμφανιστεῖ στὸν π. Ἱλαρίωνα πολλὲς φορὲς σὲ ὁλόκληρη τὴν ζωή του, προστατεύοντάς τον. Ὁ γέροντας εἶχε βαπτιστεῖ σὲ ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, καὶ εἶχε περάσει τὴν παιδικὴ καὶ ἐφηβικὴ ἡλικία του σὲ Μοναστήρια ἀφιερωμένα στὸν Ἅγιο· στὶς Μονές, Ταμπακίνι καὶ Ντρούτσι. Ἔτσι, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἦταν ἀλλιῶς παρὰ καὶ ἡ κοίμησή του νὰ γίνει κάτω ἀπὸ τὴν προστασία τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, στὸ κελλὶ ἐπ᾿ ὀνόματί του.
Μία μέρα πρὶν ἀπὸ τὸν θάνατό του, ὁ π. Ἱλαρίων ἐπέτρεψε στὸν π. Σάββα νὰ πάει καὶ νὰ λειτουργήσει στὸ κελλὶ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου. Ὁ γέροντας χειροτέρεψε ἀπὸ τότε καὶ προσευχόταν. Ταυτόχρονα, ὁ π. Σάββας ἄκουσε τὴν φωνή του νὰ τὸν καλεῖ: Σάββα, Σάββα. Ὅταν ὁ Σάββας ἐπέστρεψε βρῆκε τὸν γέροντα τελείως ἐξασθενημένο. Τὴν ἑπόμενη μέρα, στὶς 14 Φεβρουαρίου τοῦ 1864, ὁ γέροντας κοιμήθηκε, ἔχοντας συμπληρώσει τὰ 88 του χρόνια.
Ὁ γέροντας, βλέποντας ἀπὸ πρίν, ὅτι οἱ μοναχοὶ τοῦ ῥωσσικοῦ μοναστηριοῦ θὰ τὸν τιμοῦσαν σὰν Ἅγιο, εἶχε διατάξει τὸν π. Σάββα νὰ μεταφέρει κρυφὰ τὸ σκήνωμά του καὶ νὰ τὸ ἐνταφιάσει σὲ ἕνα ἄγνωστο μέρος. Ἔτσι, ἕνα βράδυ, ὁ π. Σάββας πῆρε τὰ λείψανά του καὶ τὰ ἐνταφίασε ὅπως πιστεύεται, στὴν Σκήτη τοῦ Τιμίου Προδρόμου τῆς Μονῆς Ἰβήρων, ὅπου ὁ γέροντας εἶχε ἀσκητέψει παλαιότερα. Ὀ π. Σάββας ἀποκάλυψε τὴν ἀκριβὴ τοποθεσία τοῦ τάφου μόνο σὲ λίγους κοντινοὺς φίλους τοῦ γέροντα.
Ἕνας ἀπὸ αὐτούς, ὁ π. Βησσαρίωνας ὁ Γεωργιανός, ὑποτακτικὸς τοῦ π. Βενεδίκτου, ἤθελε νὰ προσευχηθεῖ στὸν τάφο τοῦ γέροντα. Ἕνα βράδυ πρὶν τὸ πραγματοποιήσει αὐτό, ὁ π. Βενέδικτος τοῦ παρουσιάστηκε στὸν ὕπνο του καὶ τὸν ῥώτησε: Ποῦ πρόκειται νὰ πᾶς; Ὁ π. Ἱλαρίων ζεῖ καὶ εἶναι τώρα μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Ἀθανάσιο τὸν Ἀθωνίτη. Μὲ αὐτὰ τὰ λόγια ὁ π. Βησσαρίωνας ξύπνησε καὶ ἔνιωσε νὰ τὸν γεμίζει ἕνα κῦμα χαρᾶς.
Γιὰ περισσότερο ἀπὸ 15 χρόνια, ὁ μεγαλόσχημος μοναχὸς Νικόδημος ὀ Βούλγαρος, πήγαινε πάντα στὸν π. Ἱλαρίωνα γιὰ ἐξομολόγηση. Τὴν μέρα τῆς κοίμησης τοῦ γέροντα μπῆκε ἕνας λογισμὸς στὸν Νικόδημο: Γιατί τόσα χρόνια ποὺ πάω στὸν γέροντα γιὰ ἐξομολόγηση δὲν τοῦ ζήτησα ποτὲ νὰ μοῦ διαβάσει τὴν συγχωρητικὴ εὐχή. Θὰ πάω αὔριο. Τὴν ἑπόμενη ἔμαθε ὅτι ὁ π. Ἱλαρίων εἶχε κοιμηθεῖ καὶ λυπήθηκε πολύ. Τρεῖς μέρες ἀργότερα, μετὰ ἀπὸ θερμὴ προσευχὴ γιὰ τοὺς κεκοιμημένους, ὁ π. Νικόδημος κοιμήθηκε ἐλαφρά, μία ὥρα πρὶν τὸν Ὄρθρο. Ὁ π. Ἱλαρίων τοῦ παρουσιάστηκε μὲ μεγαλοπρέπεια μέσα σὲ φῶς, χαρούμενος καὶ τοῦ εἶπε: Μὴν στενοχωριέσαι ποὺ ποτὲ δὲν σοῦ διάβασα τὴν εὐχή. Πήγαινε στὸν π. Σάββα καὶ θὰ στὴν διαβάσει αὐτὸς ἀντὶ γιὰ μένα. Ὀ π. Νικόδημος ξύπνησε, ἅρπαξε τὸ ῥάσο του καὶ πῆρε τὸ μονοπάτι γιὰ τὸ κελλὶ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Φθάνοντας, βρῆκε τὸν π. Σάββα στὴν ἐκκλησία, φορώντας πετραχήλι καὶ κρατώντας ἕνα χοντρὸ βιβλίο, νὰ τοῦ λέει: Σὲ περίμενα! Ὁ γέροντας μὲ διέταξε νὰ σοῦ διαβάσω τὴν συγχωρητικὴ εὐχή. Καὶ ἔτσι ἔγινε.
Πρὶν ἀπὸ τὸν θάνατό του, ὁ π. Ἱλαρίων ἐνημέρωσε τὸν Γέροντα τοῦ Ῥωσσικοῦ, ὅτι ὁ π. Σάββας θὰ πήγαινε μετὰ τὴν κοίμησή του στὸ κελλὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, στὴν Μικρὰ Ἁγία Ἄννα, ὅπου καὶ ἔζησε μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του τὸ 1908.
Τὸ 1867 εἶχαν ἐξαπλωθεῖ σὲ ὁλόκληρο τὸ Ὄρος φῆμες σχετικὰ μὲ τὰ λείψανα τοῦ π. Ἱλαρίωνος. Ὁ π. Σάββας ἐπιθυμώντας νὰ διαλύσει αὐτὲς τὶς ψεύτικες φῆμες, ἀποφάσισε νὰ ἀνοίξει τὸν τάφο τοῦ π. Ἱλαρίωνος. Ἔστειλε τέσσερα ἄτομα νὰ ἀνοίξουν τὸν τάφο του καὶ νὰ φέρουν τὰ λείψανα, ἀλλὰ ὁ ἴδιος παρέμεινε στὸ κελλί του γιὰ νὰ προσευχηθεῖ. Τὴν μέρα τῆς Ἀναλήψεως στὶς 25 Μαΐου, οἱ μοναχοί, ξέθαψαν τὰ λείψανα τοῦ ὁσίου γέροντος. Ὅταν ἔσκαβαν στὸν τάφο βγῆκε ἄῤῥητη εὐωδία, ἡ ὁποία συνεχίστηκε σὲ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς πορείας μέχρι τὴν Μικρὰ Ἁγία Ἄννα. Ἐκεῖ βγῆκε τέτοια ἀνυπέρβλητη εὐωδία ποὺ ἅπαντας –γύρω στὰ 78 ἄτομα- ἔμεινα κατάπληκτοι.
Μετὰ τὴν μετακομιδὴ τῶν λειψάνων, ἕνας ἐρημίτης εἶδε ἕνα ὅραμα· στὸ λαμπρὸ φῶς τῆς ἡμέρας, τὴν πέμπτη βυζαντινὴ ὥρα, εἶδε μία σφαῖρα σὰν νὰ ἦταν ἥλιος, πάνω ἀπὸ τὸ κελλὶ τοῦ π. Σάββα. Ἡ σφαῖρα ἔστελνε παντοῦ ἀκτῖνες φωτός, καὶ ἦταν σηκωμένη στὸν ἀέρα ἀκριβῶς πάνω ἀπὸ τὸ κελλί. Αὐτὸ διήρκεσε περίπου μία ὥρα. Ὁ μοναχὸς ποὺ τὸ εἶδε αὐτό, ἤθελε νὰ τὸ πεῖ καὶ σὲ ἄλλους, ἀλλὰ ὅταν τὸ σκέφθηκε αὐτό, ἡ σφαῖρα ἐξαφανίστηκε. Συμπέρανε ὅτι πρέπει νὰ ἔγινε ἡ ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων τοῦ π. Ἱλαρίωνος. Κινούμενος ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸν κεκοιμημένο, πῆγε καὶ εἶπε στὸν π. Σάββα τὶ εἶχε δεῖ καὶ αὐτὸς τοῦ ἔδειξε τὰ λείψανα τοῦ γέροντα.