Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2012

ΓΚΡΑΤΣΙΑ ΝΤΕΛΕΝΤΑ: ΚΑΛΑΜΙΕΣ ΣΤΟΝ ΑΝΕΜΟ

ΓΚΡΑΤΣΙΑ ΝΤΕΛΕΝΤΑ: ΚΑΛΑΜΙΕΣ ΣΤΟΝ ΑΝΕΜΟ
ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟFREE photo hosting by Fih.gr
Βραβείο: Νόμπελ Λογοτεχνίας – 1926. Η Grazia Deledda (ολόκληρο το όνομά της είναι Γκράτσια Μαρία Κόζιμα Νταμιάνα Ντελέντα [Grazia Maria Cosina Damiana Deledda]) γεννήθηκε στο Νουόρο, της ορεινής Κεντρικής Σαρδηνίας στις 27 Σεπτεμβρίου του 1871. Δεν ακολούθησε ανώτερες σπουδές αλλά απέκτησε λογοτεχνική μόρφωση διαβάζοντας τη Βίβλο αλλά και μυθιστορήματα του τέλους του 19ου αιώνα. Σε ηλικία 17 ετών εξέδωσε την πρώτη της νουβέλα με τίτλο "Sangue Sardo". Στο ξεκίνημα της καρριέρας της, η Γκράτσια Ντελέντα υπέγραφε τα έργα της με το ψευδώνυμο Ιλία ντε Σαν-Ισμαέλ ή Γκ. Ράτσια, για να μην σοκάρει την κοινωνία της εποχής. Με τα πρώτα της γραπτά, επιχείρησε να περιγράψει τον κόσμο των χωρικών και βοσκών της Σαρδηνίας, άγνωστο ως τότε στους περισσότερους Ιταλούς. Η έκδοση του έργου "La via del Male" το 1896 έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από τον Λουϊτζι Καπουάνα, διάσημο κριτικό. Αμέσως μετά το γάμο της με τον Παλμίρο Μαντετζάνι, υπουργικό ακόλουθο στις αρχές του 1900 εγκαταστάθηκε στη Ρώμη. Αυτή ήταν και η χρονική αφετηρία της συγγραφής των περισσότερων έργων της: "Elias Portolu" (1900), "Cenere" (1904), "L` Edera" (1906), "Canne al Vento" (1913), "Marianna Sirca" (1915), "L` incendio nell` Uliveto" (1918), "La Madre" (1920). Αυτό το τελευταίο έργο της θεωρείται από τον Ντ. Χ. Λώρενς ως το πιο δυνατό όσον αφορά στον ερωτισμό και το πάθος. Το 1926 κερδίζει το βραβείο Νόμπελ, το δεύτερο για την ιταλική λογοτεχνία. Η Γκράτσια Ντελέντα πεθαίνει στη Ρώμη στις 15 Αυγούστου του 1936. Click to close
(Ολόκληρο το βιβλίο σε απλό κείμενο).
Γκράτσια Μαρία Κόζιμα Νταμιάνα Ντελέντα

ΚΑΛΑΜΙΕΣ ΣΤΟΝ ΑΝΕΜΟ
ΓΚΡΑΤΣΙΑ ΝΤΕΛΕΝΤΑ
(GRAZIA DELEDDA)
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Λίγα λόγια για τη συγγραφέα
Η Γκράτσια Ντελέντα (Grazia Deledda) γεννήθηκε το 1871 στο Νούορο της Σαρδηνίας. Αν και καταγόταν από ευκατάστατη οικογένεια, οι σπουδές της υπήρξαν πολύ περιορισμένες και δεν ξεπέρασαν εκείνες της τέταρτης τάξης της στοιχειώδους εκπαίδευσης. Σε ένα περιβάλλον ασφυκτικό και εχθρικό για την ανάπτυξη της γυναικείας προσωπικότητας, όπως ήταν γενικά η ιταλική επαρχία και ειδικότερα η Σαρδηνία στα μέσα του 18ου αιώνα, μόνη διέξοδος για τις ανησυχίες και τα ενδιαφέροντα της νεαρής Ντελέντα ήταν η ανάγνωση λογοτεχνικών έργων. Διάβαζε με πάθος ό, τι της έπεφτε στο χέρι: Μπαλζάκ, Δουμά, Ουγκώ, Βύρωνα, Σκοτ κι έτσι άρχισε να εκδηλώνεται νωρίς η έφεσή της στα γράμματα.
Τα πρώτα της έργα υπήρξαν ποιήματα, αλλά σύντομα εγκατέλειψε την ποίηση για να αφοσιωθεί οριστικά στην πεζογραφία. Το 1886 δημοσιεύει το πρώτο της διήγημα σε μια εφημερίδα του Νούορο και συνεχίζει να γράφει διηγήματα για τον τοπικό τύπο.
Το 1896 δημοσιεύει το πρώτο της μυθιστόρημα με τίτλο Η οδός του κακού (La via del male) και δέχεται ευμενείς κριτικές από το λογοτέχνη και κριτικό Λουΐτζι Καπουάνα (Luigi Capuana). Έτσι άρχισε να γίνεται γνωστή και έξω από τα στενα πλαίσια του νησιού της.
Στο μεταξύ οι αναγνώσεις της λογοτεχνικών έργων γίνονται τώρα πιο συστηματικές και είναι πιο εμφανείς στο γράψιμό της οι επιδράσεις των βεριστών (ιταλοί ρεαλιστές και νατουραλιστές πεζογράφοι) αλλά και του Ντ’ Ανούντσιο, των Γάλλων ρεαλιστών και νατουραλιστών καθώς και των Ρώσων Τολστόι και Ντοστογιέφσκι.
Το 1899 αφήνει για πρώτη φορά τη γενέθλια πόλη και μεταβαίνει στο Καλίαρι, όπου γνωρίζεται με τον μέλλοντα σύζυγό της, τον οποίο παντρεύεται τον επόμενο χρόνο και μετακομίζει μαζί του οριστικά στη Ρώμη. Εκεί θα ζήσει μέχρι το θάνατό της (το 1936), αφοσιωμένη στο γράψιμο και στην οικογένειά της (το σύζυγο και τα δυο παιδιά της), μακριά από τη δημοσιότητα και την κοσμική ζωή της πόλης. Στη Ρώμη εξάλλου θα γράψει και τα έργα τής ωριμότητάς της, τα σπουδαιότερα από τα οποία είναι τα μυθιστορήματα: Ελίας Πορτούλου (Elias Portulu, 1900), Στάχτη (Cenere, 1904), Ο κισσός (L’ edera, 1906), Καλαμιές στον άνεμο (Canne al vento, 1913), Μαριάννα Σίρκα (Marianna Sirca, 1915), Η πυρκαγιά του ελαιώνα (L’ incendio delluliveto, 1917), Η μητέρα (La madre, 1919), Η εκκλησία της μοναξιάς (La chiesa della solitudine, 1936). Μετά το θάνατό της κυκλοφόρησε το σχεδόν αυτοβιογραφικό μυθιστόρημά της Κόζιμα (Cosima, 1937). Εκτός από τα παραπάνω έγραψε και πληθος διηγημάτων καθώς και μερικά ακόμη μυθιστορήματα.
Η δράση σε όλα σχεδόν τα έργα της τοποθετείται στη Σαρδηνία και περιστρέφεται γύρω από την πάλη του νέου με το παλιό, της ανερχόμενης αστικής τάξης με την αρχαϊκή, φεουδαρχική σχεδόν, κοινωνία του νησιού, αλλά και σε ατομικό επίπεδο τη συνειδησιακή πάλη του καλού με το κακό, το διαρκή αγώνα για λύτρωση.
Το 1926 έλαβε το βραβείο Νόμπελ για τη λογοτεχνία.
«Καλαμιές στον άνεμο» ή η πορεία προς τη λύτρωση
Πρόκειται ίσως για το γνωστότερο διεθνώς μυθιστόρημα της Ντελέντα. Κι εδώ η υπόθεση εκτυλίσσεται στη Σαρδηνία. Το κύριο πρόσωπο του έργου, ο Έφις, είναι ο ηλικιωμένος υπηρέτης στο σπίτι της οικογένειας Πιντόρ. Από την ξεπεσμένη οικογένεια ευγενών έχουν απομείνει μόνο τρεις αδελφές: δυο γεροντοκόρες και μια νεότερη, ανύπαντρη κι εκείνη. Ο υπηρέτης έταξε σκοπό στη ζωή του να υπηρετήσει με πλήρη αφοσίωση τις τρεις γυναίκες που απόμειναν μόνες και απροστάτευτες, επειδή πιστεύει πως έτσι θα εξιλεωθεί από μια παλιά κρυφή ενοχή που τον βαραίνει: σκότωσε άθελά του το αφεντικό του, στην προσπάθεια να φυγαδεύσει στη Ρώμη μαζί με τον εραστή της την τέταρτη αδελφή, τη Λία, που αγαπούσε κρυφά χωρίς ανταπόκριση.
Μέσα σ’ έναν κόσμο που αλλάζει, όπου η παράδοση και οι αρχαϊκές κοινωνικές δομές αντιστέκονται όσο μπορούν στην εισβολή των νέων οικονομικών σχέσεων και των αντιλήψεων που τις συνοδεύουν
«Το παρελθόν κυριαρχούσε ακόμη στον τόπο»
«Οι ψυχές των γερόντων ξαναζούν μέσα στους νέους»
«Τώρα οι κύριοι είναι ακριβώς οι έμποροι»
Ο Έφις ζει το προσωπικό του δράμα σαν ντοστογιεφσκικός ήρωας, ζητώντας τη λύτρωση μέσα από τον πόνο και την ταπείνωση. Δεν καταλαβαίνει τις αλλαγές που συντελούνται γύρω του. Γνωρίζει ποια είναι η κοινωνική του θέση και την αποδέχεται αδιαμαρτύρητα∙ «είμαι ένας ταπεινός υπηρέτης», επαναλαμβάνει συχνά και δέχεται χωρίς αντίδραση την ξιπασιά της νεαρής κυράς του
«Εσύ δεν είσαι παρά ένας υπηρέτης! Δεν μας το συγχωρείς που είμαστε από αρχοντική γενιά…»
Από αρχοντική γενιά, ναι, αλλά εάν δεν τις φρόντιζε ο γερο-υπηρέτης, θα πέθαιναν και οι τρεις από την πείνα. Αποκαλυπτικός είναι ο διάλογος μεταξύ του Έφις και του Τζατσίντο, γιού της νεκρής πια Λία και ανεψιού των αδελφάδων Πιντόρ, που ήρθε στο νησί από τη Ρώμη, άθλιος και δυστυχισμένος, για να κάνει την τύχη του και που αποτελεί το φορέα των νέων ιδεών και της «τεχνολογίας» (φέρνει μαζί του το ποδήλατο, το τέρας της αποκαλύψεως για τους νησιώτες, δέχεται να δουλέψει ως εργάτης, αν και είναι ευγενικής καταγωγής κ.α.)
«… ξανάρχισε (ο Τζατσίντο) τις ιστορίες για τα μυθικά πλούτη των Στεριανών Κυρίων, για τις κακές τους συνήθειες και τη διαφθορά τους.
- Και αυτοί είναι άνθρωποι ευχαριστημένοι; ρώτησε ο Έφις σχεδόν θυμωμένα.
- Κι εμείς είμαστε άνθρωποι ευχαριστημένοι;
- Εγώ ναι, κύριέ μου! είπε ο Έφις.»
Γιατί όμως είναι ευχαριστημένος; Γιατί ξέρει πως
«Γεννηθήκαμε για να υποφέρουμε, όπως Εκείνος και γι’ αυτό πρέπει να κλαίμε και να σωπαίνουμε».
Η ευτυχία είναι δώρο του Θεού, είναι η λύτρωση που την κερδίζουμε παλεύοντας καθημερινά με το κακό, με τα πάθη μας, προσφέροντας τους εαυτούς μας στους άλλους με αυταπάρνηση.
«Εσύ (Έφις) πού τη βρήκες την πραγματική σωτηρία;»
τον ρωτάει ο Τζατσίντο και απαντάει ο ίδιος
«Ζώντας για τους άλλους∙ αυτό θέλω να κάνω κι εγώ».
Τη λύτρωση όμως την κερδίζουμε κυρίως περνώντας μέσα από την αμαρτία και τον πόνο, ψυχικό και σωματικό, γιατί έτσι αναδεικνύεται το θεϊκό μεγαλείο κι εμείς αγγίζουμε την αιωνιότητα
«Κύριε, σ’ ευχαριστώ, πάρε τώρα την ψυχή μου. Είμαι ευτυχισμένος που υπέφερα, που αμάρτησα, γιατί δοκιμάζω το θεϊκό σου έλεος, τη συγχώρεσή σου, τη βοήθειά σου, την απέραντη μεγαλοσύνη σου.»
προσεύχεται ο Έφις.
Άλλη οδός σωτηρίας δεν υπάρχει, δεν υπάρχει άλλη διέξοδος γιατί
«- Σαν τις καλαμιές στον άνεμο είμαστε. Εμείς είμαστε τα καλάμια και η μοίρα είναι ο άνεμος.
- Γιατί όμως μια τέτοια μοίρα;
- Και ο άνεμος γιατί; Ο Θεός μόνο ξέρει.
- Γεννηθήτω, τότε, το θέλημά Του.»
Εξάλλου, όπως λέει και μια από τις κυράδες του,
«Μπροστά στο Θεό δεν υπάρχουν ούτε υπηρέτες ούτε αφεντικά»
γιατί
«…μέσα μας βρίσκεται η γιατρειά. Καρδιά πρέπει να έχουμε, τιποτ’ άλλο…»
Έτσι, το υπαρξιακό πρόβλημα του Έφις λύνεται μέσα από τη θρησκευτική πίστη. Όλη η ζωή του δεν είναι άλλο παρά η πορεία μιας κολασμένης ψυχής που πρέπει να φτάσει στον αιώνιο προορισμό της.
Αν και η Ντελέντα επηρεάστηκε από το βερισμό, ο τρόπος γραφής της βρίσκεται πιο κοντά στο ρομαντισμό. Από το βερισμό κρατά τη ρεαλιστική του διάσταση, αλλά δεν αποστασιοποιείται εντελώς από τα πρόσωπα και τα γεγονότα που περιγράφει.
Το αφηγηματικό της ύφος δίνει έμφαση στον περιβάλλοντα χώρο και τονίζει τις ψυχικές και συναισθηματικές καταστάσεις των προσώπων. Ο λυρισμός, οι συχνές, μέχρις υπερβολής, παρομοιώσεις και οι μεταφορές τοποθετούν τον αναγνώστη σ’ έναν χώρο που μοιάζει να είναι κι αυτός ζωντανός και να συμμετέχει στα δρώμενα, συμπάσχοντας με τους ανθρώπους. Έτσι, τα φυσικά φαινόμενα προσωποποιούνται συχνά, προεκτείνοντας το ανθρώπινο δράμα.
«Περνάει ο άνεμος και τα καλάμια τρέμουν και ψιθυρίζουν: Έφις θυμάσαι, Έφις θυμάσαι; Έφυγες, ξαναγύρισες, είσαι πάλι ανάμεσά μας σαν κάποιος της οικογένειας. Άλλος λυγίζει και άλλος σπάει, άλλος αντέχει σήμερα, αλλά θα λυγίσει αύριο και μεθαύριο θα σπάσει. Έφις θυμάσαι;»
Οι διάλογοι, από την άλλη, είναι συχνοί και όλο ζωντάνια, με κάποιες διαλεκτικές πινελιές εδώ κι εκεί. Ο τρόπος που εκφράζονται τα πρόσωπα του μυθιστορήματος αντανακλά πολλές φορές την κοινωνική τους θέση, αλλά και τις σχέσεις που έχουν αναπτυχθεί μεταξύ τους. Έτσι, ο μεγαλοκτηματίας ευγενής, ξάδελφος των αδελφάδων Πιντόρ βλέπει αφ’ υψηλού τους πάντες και απευθύνεται με τρόπο περιφρονητικό και σχεδόν υβριστικό στους κοινωνικά κατωτέρους του. Το ίδιο και η Νοέμι, η νεώτερη αδελφή και θεματοφύλακας της παράδοσης και της τιμής και αξιοπρέπειας της ξεπεσμένης της οικογένειας, μιλάει πολλές φορές αλαζονικά και ειρωνικά προς τον υπηρέτη, ο οποίος, αν και είναι ευγενικός και προσηνής προς τις κυράδες του και δουλικός προς τον ξάδελφό τους, χρησιμοποιεί ωστόσο σκληρή πολλές φορές γλώσσα προς την τοκογλύφο, που βρίσκεται στην ίδια κοινωνική βαθμίδα με αυτόν.
Συχνές είναι τέλος και οι φολκλορικές αναφορές στα ήθη, τα έθιμα, στη μουσική και τους χορούς, στις τοπικές φορεσιές των κατοίκων του νησιού, ακόμη και στην αρχιτεκτονική των κατοικιών.
Χρίστος Αλεξανδρίδης
ΚΑΛΑΜΙΕΣ ΣΤΟΝ ΑΝΕΜΟ
Κεφάλαιο πρώτο
Όλη τη μέρα ο Έφις, υπηρέτης στις κυρίες Πιντόρ, δούλευε για να ενισχύσει το πρωτόγονο ανάχωμα που είχε κατασκευάσει ο ίδιος σιγά σιγά με τα χρόνια και με κόπο, κάτω στο βάθος του μικρού κτήματος, πλάι στο ποτάμι, και ενώ έπαιρνε να βραδιάζει ατένιζε το έργο του από ψηλά, καθισμένος μπροστά στην καλύβα, κάτω από το γλαυκό φρύδι που σχημάτιζαν τα καλάμια στα μισά της πλαγιάς του λευκού Λόφου των Περιστεριών.
Να το ολόκληρο στα πόδια του, σιωπηλό κι εδώ κι εκεί να γυαλίζει από τα νερά στο λιόγερμα, το κτηματάκι που ο Έφις λογάριαζε περισσότερο δικό του παρά των κυράδων του. Τριάντα χρόνια κατοχής και εργασίας το είχαν κάνει δικό του και οι αιμασιές από φραγκοσυκιές που το κλείνουν από πάνω προς τα κάτω σαν δυο γκρίζοι τοίχοι που σέρνονται από πεζούλα σε πεζούλα, από το λόφο μέχρι το ποτάμι, του φαίνονται να είναι τα σύνορα του κόσμου.
Ο υπηρέτης δεν κοίταζε πέρα από το κτηματάκι και για το λόγο ότι τα χωράφια που βρίσκονταν από τη μια μεριά και από την άλλη ανήκαν κάποτε στις κυράδες του: γιατί να θυμάται τα παλιά; Ανώφελη, θλιβερή θύμηση. Καλύτερα να σκέφτεται το μέλλον και να ελπίζει στη βοήθεια του Θεού.
Και ο Θεός υποσχόταν μια καλή χρονιά ή τουλάχιστον γέμιζε με λουλούδια όλες τις αμυγδαλιές και τις ροδακινιές της κοιλάδας που βρισκόταν ανάμεσα σε δυο σειρές λευκών λόφων, με τα αχνογάλαζα βουνά στο βάθος προς τη δύση και με τη θάλασσα στην ανατολή. Η κοιλάδα σκεπασμένη με την ανοιξιάτικη βλάστηση, με νερά, με θάμνους, με λουλούδια, έδινε την εντύπωση μιας κούνιας γεμάτης με πράσινα πέπλα και γαλάζιες κορδέλες, με το μονότονο μουρμούρισμα του ποταμού σαν εκείνο ενός μικρού παιδιού που αποκοιμιέται.
Οι μέρες όμως ήταν κιόλας πολύ ζεστές και ο Έφις σκεφτόταν και τις μπόρες που φουσκώνουν το ποτάμι χωρίς αναχώματα και το κάνουν να τινάζεται σαν θεριό και να καταστρέφει τα πάντα. Να ελπίζει κανείς, ναι, αλλά όχι και να έχει εμπιστοσύνη· ν’ αγρυπνά σαν τις καλαμιές πάνω στο φρύδι του λόφου που σε κάθε φύσημα του ανέμου χτυπά η μια τα φύλλα της άλλης σαν να ειδοποιούνται μεταξύ τους για τον κίνδυνο.
Γι’ αυτό είχε δουλέψει όλη τη μέρα και τώρα, περιμένοντας να πέσει η νύχτα και για να μη μένει αργός, έπλεκε μια ψάθα από βούρλα και παρακαλούσε το Θεό να πιάσει τόπο η δουλειά του. Τι αξία έχει ένα μικρό ανάχωμα εάν ο Θεός δεν το κάνει, με τη θέλησή του, δυνατό σαν βουνό;
Εφτά βούρλα λοιπόν, πλεγμένα σ' ένα κλαδί λυγαριάς και μαζί εφτά προσευχές στον Κύριο και στην Παναγία του Ριμέντιο, μεγάλη η χάρη της. Να εκεί κάτω στο γαλάζιο ορίζοντα του δειλινού το εκκλησάκι της και ο περίβολος από καλύβες ήρεμος σαν προϊστορικό χωριό, εγκαταλειμμένο εκεί από αιώνες. Εκείνη την ώρα, ενώ το φεγγάρι ξεπρόβαλε σαν μεγάλο τριαντάφυλλο ανάμεσα στους θάμνους του λόφου και οι φλόμοι σκόρπιζαν τη μυρωδιά τους στις όχθες του ποταμού, προσεύχονταν και οι κυράδες του Έφις: η ντόνα Έστερ, η μεγαλύτερη, ας είναι ευλογημένη, θα τον μνημόνευε σίγουρα κι αυτόν τον αμαρτωλό. Αρκούσε αυτό για να νοιώθει ικανοποιημένος και αποζημιωμένος για τους κόπους του.
Κάποια βήματα που πλησίαζαν τον έκαναν να σηκώσει τα μάτια. Νόμισε πως τα αναγνώρισε: ήταν τα γρήγορα και ελαφριά βήματα ενός παιδιού, βήματα αγγέλου που τρέχει να αναγγείλει τα χαρμόσυνα μηνύματα, και τα θλιβερά. Ας γίνει το θέλημα του Θεού: εκείνος στέλνει τα καλά και τα κακά μαντάτα. Η καρδιά του όμως άρχισε να τρέμει και τα μαύρα και σκασμένα δάχτυλά του έτρεμαν κι αυτά με τα ασημί βούρλα που γυάλιζαν στο φως του φεγγαριού σαν υδάτινες κλωστές.
Τα βήματα δεν ακούγονταν πια. Ο Έφις όμως έμενε ακόμη εκεί και περίμενε ακίνητος.
Το φεγγάρι ανέβαινε μπροστά του και οι φωνές του απόβραδου ειδοποιούσαν τους ανθρώπους ότι η μέρα τους είχε τελειώσει. Ήταν η ρυθμική φωνή του κούκου, το τραγούδι των πρώιμων τριζονιών, ο στεναγμός κάποιου πουλιού· ήταν ο αναστεναγμός των καλαμιών και η φωνή, όλο και πιο καθάρια, του ποταμού. Πάνω απ’ όλα όμως ήταν μια πνοή, ένα λαχάνιασμα όλο μυστήριο που έμοιαζε να βγαίνει μέσα από την ίδια τη γη. Ναι, η μέρα του δουλευτή είχε τελειώσει, άρχιζε όμως η φανταστική ζωή των αερικών, των νεράιδων, των περιπλανώμενων ξωτικών. Τα φαντάσματα των παλιών Βαρόνων κατέβαιναν από τα χαλάσματα του κάστρου πάνω από το χωριό Γκάλτε, ψηλά, στον ορίζοντα στα αριστερά του Έφις, και έτρεχαν στην ακροποταμιά κυνηγώντας αγριογούρουνα και αλεπούδες. Τα όπλα τους γυάλιζαν ανάμεσα στις σκλήθρες της όχθης και το ξεψυχισμένο γαύγισμα των σκυλιών από μακριά φανέρωνε το πέρασμά τους.
Ο Έφις άκουγε το θόρυβο που έκαναν πλένοντας τα ρούχα τους κάτω στο ποτάμι οι πάνας, γυναίκες που είχαν πεθάνει στη γέννα, χτυπώντας τα με τις κοκάλες των πεθαμένων και νόμιζε ότι διέκρινε τον αματατόρε, ένα στοιχειό με εφτά σκουφιά που μέσα τους έκρυβε έναν θησαυρό, να πηδά εδώ κι εκεί κάτω από το δάσος με τις μυγδαλιές και να τρέχουν πίσω του βρικόλακες με ατσάλινες ουρές.
Το πέρασμά του έκανε τα κλαδιά και τις πέτρες να λάμπουν κάτω από το φεγγάρι και με τα κακά πνεύματα ενώνονταν κι εκείνα των αβάπτιστων παιδιών, πνεύματα λευκά που πετούσαν στον αέρα και μεταμορφώνονταν σε ασημένια συννεφάκια πίσω από το φεγγάρι. Και οι νάνοι και οι γιάνας, μικρές νεράιδες που τη μέρα μένουν στο καμωμένο από βράχους σπίτι τους να υφαίνουν χρυσό πανί σε χρυσούς αργαλειούς, χόρευαν στον ίσκιο των μεγάλων θάμνων της αγριελιάς, ενώ οι γίγαντες πρόβαλαν ανάμεσα από τους φεγγαρολουσμένους βράχους των βουνών, κρατώντας από τα χαλινάρια τα τεράστια πράσινα άλογά τους που μόνο εκείνοι μπορούν να καβαλικέψουν και κατασκόπευαν εάν εκεί κάτω, ανάμεσα στις εκτάσεις του βλαβερού φλόμου κρυβόταν κανείς δράκος ή εάν το μυθικό φίδι κανανέα, που ζούσε από τα χρόνια του Χριστού ακόμη, σερνόταν πάνω στην άμμο γύρω από το βάλτο.
Τις νύχτες με φεγγάρι ιδιαίτερα, όλο εκείνο το μυστηριώδες πλήθος δίνει ζωή στους λόφους και στις κοιλάδες. Ο άνθρωπος δεν έχει δικαίωμα να το ενοχλήσει με την παρουσία του, έτσι όπως τα πνεύματα τον σεβάστηκαν όσο κρατούσε η πορεία του ήλιου. Είναι ώρα λοιπόν ν’ αποσυρθεί κανείς και να κλείσει τα μάτια κάτω από την προστασία του φύλακα αγγέλου.
Ο Έφις σταυροκοπήθηκε και σηκώθηκε, αλλά περίμενε ακόμη μήπως έρθει κανείς. Έσπρωξε όμως τη σανίδα που χρησίμευε για πόρτα και ακούμπησε επάνω της ένα μεγάλο σταυρό από καλάμια για να εμποδίσει τα αερικά και τους πειρασμούς να μπουν στην καλύβα.
Το φως του φεγγαριού φώτιζε μέσα από τις χαραμάδες το στενό δωμάτιο που χαμήλωνε στις γωνίες, ήταν όμως αρκετά μεγάλο γι’ αυτόν που ήταν μικροκαμωμένος και αδύνατος σαν έφηβος. Από την κωνική σκεπή, φτιαγμένη από καλάμια και βούρλα, που σκέπαζε τους τοίχους από ξερολιθιά και είχε μια τρύπα στη μέση για να βγαίνει ο καπνός, κρέμονταν αρμαθιές κρεμμύδια και μάτσα από αποξεραμένα βότανα, σταυροί από φοινικόφυλλα και κλαδιά από αγιασμένα βάγια, ένα ζωγραφισμένο κερί, ένα δρεπάνι για να διώχνει τους βρικόλακες και ένα σακουλάκι κριθάρι ενάντια στις πάνας. Στο φύσημα του ανέμου έτρεμε όλο το καλύβι και η αραχνιές γυάλιζαν στο φεγγαρόφωτο. Καταγής αναπαυόταν η στάμνα με τα χερούλια στα πλευρά και η χύτρα αναποδογυρισμένη κοιμόταν πλάι της.
Ο Έφις ετοίμασε την ψάθα, αλλά δεν ξάπλωσε. Του φαινόταν πάντα ότι άκουγε θόρυβο από παιδικά βήματα. Σίγουρα κάποιος ερχότανε∙ και πραγματικά τα σκυλιά άρχισαν ξαφνικά να γαβγίζουν στα κοντινά κτήματα και όλο το τοπίο που λίγο πριν έμοιαζε να κοιμάται μέσα στον ψίθυρο της προσευχής των βραδινών ήχων, γέμισε από αντίλαλους και βοή, σαν να ξυπνούσε απότομα.
Ο Έφις άνοιξε πάλι. Μια μαύρη φιγούρα ανέβαινε τον ανήφορο όπου τα χαμηλά κουκιά κυμάτιζαν κιόλας ασημένια στο φεγγαρόφωτο, κι εκείνος, που τη νύχτα ακόμη και οι ανθρώπινες μορφές του φαίνονταν μυστηριώδεις, ξανάκανε το σταυρό του. Τον φώναξε όμως μια γνώριμη φωνή: ήταν η νεανική φωνή, λίγο λαχανιασμένη όμως, ενός αγοριού που κατοικούσε πλάι στο σπίτι των Πιντόρ.
«Μπαρμπα- Εφισέ, μπαρμπα- Εφισέ!»
«Τι τρέχει, Τζουαναντό; Είναι καλά οι κυράδες μου;»
«Ναι, είναι καλά, μου φαίνεται. Με στέλνουν μόνο για να σας πω να γυρίσετε αύριο νωρίς στο χωριό, γιατί θέλουν να σας μιλήσουν. Μπορεί να είναι για κάποιο κίτρινο γράμμα που είδα στο χέρι της ντόνας Νοέμι. Η ντόνα Νοέμι το διάβαζε και η ντόνα Ρουθ με άσπρο μαντίλι στο κεφάλι σαν καλόγρια, που σκούπιζε την αυλή, στεκόταν ακίνητη ακουμπώντας στη σκούπα και άκουγε».
«Ένα γράμμα; Δεν ξέρεις από ποιόν είναι;»
«Όχι, δεν ξέρω να διαβάζω. Η γιαγιά μου όμως λέει ότι μπορεί να είναι από τον κυρ Τζατσίντο, τον ανιψιό που έχουν οι κυράδες σας».
Ναι, ο Έφις το ένοιωθε· έτσι πρέπει να ήταν. Έξυνε ωστόσο σκεφτικός το μάγουλο, με χαμηλωμένο το κεφάλι, και έλπιζε αλλά και φοβόταν μήπως κάνει λάθος.
Το αγόρι κάθισε κουρασμένο στην πέτρα μπροστά στο καλύβι και έλυνε τα κορδόνια του ενώ ρωτούσε μήπως βρισκόταν τίποτε για να φάει.
«Έτρεξα σαν ελαφάκι επειδή φοβόμουν τ’ αερικά......»
Ο Έφις σήκωσε το χαλκοπράσινο πρόσωπό του, σκληρό σαν μπρούντζινη μάσκα, και κοίταξε το αγόρι με τα μικρά γαλαζωπά του μάτια, χωμένα μες στις κόγχες και περιτριγυρισμένα από ρυτίδες: κι εκείνα τα μάτια, ζωντανά και λαμπερά, φανέρωναν μια παιδική αγωνία.
«Σου είπαν εάν πρέπει να γυρίσω αύριο ή απόψε;»
«Αύριο, σας είπα! Όσο θα λείπετε στο χωριό εγώ θα είμαι εδώ να φυλάω το κτήμα».
Ο υπηρέτης ήταν συνηθισμένος να υπακούει στις κυράδες του και δε ζήτησε άλλες εξηγήσει. Τράβηξε ένα κρεμμύδι από την αρμαθιά, ένα κομμάτι ψωμί από το δισάκι και ενώ το παιδί έτρωγε γελώντας και κλαίγοντας από τη μυρωδιά του καυτερού κολατσιού, ξανάρχισαν την κουβέντα. Τα σημαντικότερα πρόσωπα του χωριού μπερδεύονταν στην κουβέντα τους. Πρώτος στη σειρά ο Ρετόρος [1], μετά η αδελφή του, έπειτα ο Μιλέζος που είχε παντρευτεί την κόρη εκείνης και που είχε γίνει, από πλανόδιος πωλητής πορτοκαλιών και κανατιών, ο πλουσιότερος έμπορος του χωριού. Ακολουθούσε ο ντον Πρέντου, ο Πρόεδρος του χωριού, που ήταν ξάδελφος των κυράδων του Έφις. Ο ντον Πρέντου ήταν πλούσιος, όχι όμως σαν τον Μιλέζο. Μετά ερχόταν η Καλίνα, η τοκογλύφος, πλούσια κι εκείνη, αλλά με μυστηριώδη τρόπο.
«Οι κλέφτες προσπάθησαν ν’ ανοίξουν πέρασμα στον τοίχο της. Άδικος κόπος∙ είναι στοιχειωμένος. Κι εκείνη γελούσε, σήμερα το πρωί, στην αυλή της και έλεγε ότι κι αν μπουν θα βρουν μόνο στάχτες και καρφιά, γιατί είναι φτωχή σαν το Χριστό. Η γιαγιά μου όμως λέει ότι η θεια-Καλίνα έχει ένα σακουλάκι γεμάτο χρυσάφι, κρυμμένο μες στον τοίχο».
Κατά βάθος όμως λίγο ενδιέφεραν στον Έφις εκείνες οι ιστορίες. Ξαπλωμένος πάνω στο ψαθί, με το ένα χέρι κάτω από τη μασχάλη και το άλλο κάτω από το μάγουλο, ένοιωθε την καρδιά του να χτυπά και το θρόισμα των καλαμιών πάνω στο φρύδι του λόφου του φαινόταν να είναι ο αναστεναγμός κάποιου κακού πνεύματος.
Το κίτρινο γράμμα! Κίτρινο, άσχημο χρώμα. Ποιος ξέρει τι έμελλε ακόμη να συμβεί στις κυράδες του. Εδώ και είκοσι χρόνια, όταν κάποιο γεγονός έσπαγε τη μονοτονία της ζωής στο σπίτι των Πιντόρ, ήταν πάντα μια συμφορά.
Ξάπλωσε και το παιδί, αλλά δεν είχε όρεξη για ύπνο.
«Μπαρμπα-Έφις, και σήμερα η γιαγιά μου έλεγε ότι οι κυράδες σας ήταν πλούσιες, όπως ο ντον Πρέντου. Είναι αλήθεια ή όχι;»
«Αλήθεια είναι,» είπε ο υπηρέτης αναστενάζοντας. «Δεν είναι όμως ώρα να θυμόμαστε τέτοια πράγματα. Κοιμήσου».
Το παιδί χασμουρήθηκε.
«Η γιαγιά μου όμως λέει ότι όταν πέθανε η ντόνα Μαρία Κριστίνα, η παλιά, καλή κυρά σας, σαν να έπεσε ανάθεμα στο σπίτι σας. Είναι αλήθεια ή όχι;»
«Κοιμήσου, σου λέω, δεν είναι ώρα .....».
«Ε, αφήστε με να μιλήσω! Και γιατί το’ σκασε η ντόνα Λία, η μικρή σας κυρά; Η γιαγιά μου λέει ότι εσείς το ξέρετε, ότι τη βοηθήσατε να το σκάσει, τη ντόνα Λία. Τη συνοδέψατε μέχρι τη γέφυρα, όπου κρύφτηκε, μέχρι που πέρασε ένα κάρο που την πήρε και την πήγε μέχρι τη θάλασσα. Εκεί μπαρκάρισε. Και ο ντον Τζάμε, ο πατέρας της, το αφεντικό σας, την έψαχνε, την έψαχνε, μέχρι που πέθανε. Πέθανε εκεί, πλάι στη γέφυρα. Ποιος τον σκότωσε; Η γιαγιά μου λέει ότι το γνωρίζετε......»
«Η γιαγιά σου είναι μια στρίγκλα! Εκείνη κι εσύ, εσύ κι εκείνη αφήστε ήσυχους τους νεκρούς!» φώναξε ο Έφις, αλλά η φωνή του ήταν βραχνή και το παιδί γέλασε με αυθάδεια.
«Μη θυμώνετε, γιατί σας κάνει κακό, μπαρμπα-Έφις! Η γιαγιά μου λέει ότι ήταν ένα στοιχειό που σκότωσε τον ντον Τζάμε. Είναι αλήθεια ή όχι;»
Ο Έφις δεν απάντησε∙ έκλεισε τα μάτια, έκλεισε με το χέρι το αυτί, αλλά η φωνή του παιδιού βούιζε μες στο σκοτάδι και του φαινόταν να είναι εκείνη η ίδια η φωνή των πνευμάτων του παρελθόντος.
Και να που σιγά σιγά όλα μαζεύονται τριγύρω, περνούν μέσα από τις σχισμές, όπως οι αχτίδες του φεγγαριού: είναι η ντόνα Μαρία Κριστίνα, όμορφη και ήρεμη σαν αγία, είναι ο ντον Τζάμε, κόκκινος και βίαιος σαν το διάβολο, είναι οι τέσσερις θυγατέρες που στο χλωμό τους πρόσωπο έχουν την ηρεμία της μητέρας τους και βαθιά μες στα μάτια τους τη φλόγα του πατέρα, είναι οι υπηρέτες, οι υπηρέτριες, οι συγγενείς, οι φίλοι, όλος εκείνος ο κόσμος που πλημμυρίζει το πλούσιο σπίτι των απογόνων των Βαρόνων της περιοχής. Περνάει όμως ο άνεμος της δυστυχίας και ο κόσμος σκορπάει, όπως τα σύννεφα στον ουρανό γύρω από το φεγγάρι, όταν φυσάει η τραμουντάνα.
Η ντόνα Κριστίνα πέθανε· το χλωμό πρόσωπο των θυγατέρων χάνει κάτι από την ηρεμία του και η φλόγα στο βάθος των ματιών μεγαλώνει: μεγαλώνει όσο ο ντον Τζάμε, μετά το θάνατο της γυναίκας του, παίρνει όλο και περισσότερο το αυταρχικό ύφος των προγόνων του Βαρόνων και, όπως εκείνοι, κρατάει κλειστά μέσα στο σπίτι, σαν να ήταν σκλάβες, τα τέσσερα κορίτσια, περιμένοντας αντάξιούς τους γαμπρούς. Και σαν σκλάβες εκείνες έπρεπε να δουλεύουν, να ζυμώνουν, να υφαίνουν, να ράβουν, να μαγειρεύουν, να μάθουν να φυλάνε το έχει τους και πάνω απ’ όλα δεν έπρεπε να σηκώνουν τα μάτια τους στους άντρες, ούτε να επιτρέπουν στον εαυτό τους να σκεφτεί κάποιον που δε θα προοριζόταν να γίνει άντρας τους. Τα χρόνια όμως περνούσαν και γαμπρός πουθενά. Και όσο γερνούσαν τα κορίτσια του, τόσο περισσότερο ο ντον Τζάμε απαιτούσε από εκείνες μεγαλύτερη αυστηρότητα στο ήθος. Αλίμονο αν τις έβλεπε να προβάλουν στα παράθυρα που έβλεπαν στο σοκάκι πίσω από το σπίτι, ή αν έβγαιναν χωρίς την άδειά του. Τις χαστούκιζε λούζοντάς τες με βρισιές και απειλούσε με θάνατο τους νεαρούς που περνούσαν δυο συνεχόμενες φορές απ’ το σοκάκι.
Ο ίδιος, ωστόσο, περνούσε τις μέρες του τριγυρνώντας στο χωριό ή καθόταν στον πέτρινο πάγκο μπροστά στο μαγαζί της αδελφής του Ρετόρου. Οι άνθρωποι έστριβαν τη γωνία μόλις τον έβλεπαν, τόσο πολύ φοβόνταν την κακογλωσσιά του. Τσακωνόταν με όλους, και ζήλευε τόσο τα καλά των άλλων, που όταν περνούσε πλάι από ένα όμορφο κτήμα έλεγε: «που να σας το φάνε τα δικαστήρια». Τα δικαστήρια όμως στο τέλος έτρωγαν τα δικά του χωράφια και μια πρωτάκουστη συμφορά τον βρήκε ξαφνικά σαν θεϊκή τιμωρία για την έπαρση και τις προκαταλήψεις του. Η ντόνα Λία , η τρίτη από τις θυγατέρες του, εξαφανίστηκε μια νύχτα από το πατρικό σπίτι και για πολύ καιρό δεν ήξερε κανείς τίποτε για την τύχη της. Η σκιά του θανάτου έπεσε πάνω στο σπίτι. Δεν είχε ξαναγίνει ποτέ στο χωριό ένα τέτοιο σκάνδαλο· ποτέ ένα κορίτσι ευγενικής καταγωγής και με καλή ανατροφή, όπως η Λία, δεν το είχε σκάσει μ’ αυτόν τον τρόπο. Ο ντον Τζάμπε κόντεψε να τρελαθεί· έτρεξε από εδώ και από εκεί, σ’ όλα τα γύρω χωριά και στα παράλια ψάχνοντας τη Λία, κανείς όμως δεν ήξερε να του δώσει νέα της. Στο τέλος εκείνη έγραψε στις αδελφές της λέγοντάς τες ότι βρισκόταν σε σίγουρο μέρος και ότι ήταν ευχαριστημένη που έσπασε τις αλυσίδες της. Οι αδελφές της όμως δεν τη συγχώρεσαν, δεν της απάντησαν. Ο ντον Τζάμε έγινε πιο τυραννικός μαζί τους. Πουλούσε τα απομεινάρια της περιουσίας του, κακομεταχειριζόταν τον υπηρέτη, ενοχλούσε όλον τον κόσμο με τους καυγάδες του, ταξίδευε πάντα με την ελπίδα να ανταμώσει την κόρη του και να την ξαναφέρει στο σπίτι. Η σκιά της ατίμωσης που έπεφτε πάνω του και σ’ όλη του την οικογένεια, εξ αιτίας της απόδρασης της Λία, τον βάραινε σαν μαρτύριο κατάδικου. Ένα πρωί βρέθηκε νεκρός στη δημοσιά, πάνω στη γέφυρα, μετά το χωριό. Πρέπει να είχε πεθάνει από συγκοπή, επειδή δεν είχε κανένα ίχνος βίας επάνω του, μόνο μια μικρή πράσινη κηλίδα στο λαιμό, κάτω από το σβέρκο.
Ο κόσμος είπε πως μπορεί ο ντον Τζάμε να είχε τσακωθεί με κάποιον που τον σκότωσε χτυπώντας τον με ξύλο, αλλά με τον καιρό αυτή η φήμη έπαψε και υπερίσχυσε η βεβαιότητα ότι πέθανε από συγκοπή εξ αιτίας της φυγής της κόρης του.
Η Λία στο μεταξύ, ενώ οι ατιμασμένες από τη φυγή της αδελφές της δεν έβρισκαν γαμπρό, έγραψε αναγγέλλοντας το γάμο της. Ο γαμπρός ήταν ένας ζωέμπορος που τον είχε συναντήσει τυχαία στο ταξίδι της φυγής της. Ζούσαν στην Τσιβιταβέκια, σχετικά άνετα και σύντομα θα αποκτούσαν παιδί.
Οι αδελφές της δεν της συγχώρεσαν το καινούργιο της σφάλμα: το γάμο της με έναν πληβείο που τον συνάντησε κάτω από εκείνες τις θλιβερές συνθήκες, και δεν της απάντησαν.
Λίγο καιρό μετά η Λία ξαναέγραψε αναγγέλλοντας τη γέννηση του Τζατσίντο. Εκείνες έστειλαν ένα δωράκι στον μικρό τους ανιψιό, αλλά δεν έγραψαν στη μητέρα.
Και τα χρόνια πέρασαν. Ο Τζατσίντο μεγάλωνε και κάθε χρόνο το Πάσχα και τα Χριστούγεννα έγραφε στις θείες του και οι θείες του έστελναν ένα δώρο. Μια φορά έγραψε ότι σπούδαζε, μια άλλη φορά ότι ήθελε να πάει στο ναυτικό, και μια φορά ακόμη ότι είχε βρει δουλειά. Μετά ανήγγειλε το θάνατο του πατέρα του, μετά το θάνατο της μητέρας του και στο τέλος εξέφρασε την επιθυμία να τις επισκεφθεί και να μείνει μαζί τους, εάν εύρισκε δουλειά στο χωριό. Η μικροαπασχόλησή του στο Τελωνείο δεν του άρεσε· ήταν μια ταπεινή και κοπιαστική δουλειά, του έτρωγε τα νιάτα. Εκείνος αγαπούσε τη φιλόπονη ζωή, βέβαια, αλλά την απλή ζωή, στον καθαρό αέρα. Όλοι τον συμβούλευαν να πάει στο νησί της μητέρας του, για να δοκιμάσει την τύχη του με μια τίμια δουλειά.
Οι θείες άρχισαν να το συζητούν και όσο περισσότερο το συζητούσαν, τόσο λιγότερο συμφωνούσαν.
«Να δουλέψει;», έλεγε η ντόνα Ρουθ, η πιο ήρεμη. Αφού το χωριουδάκι τους δεν μπορούσε να θρέψει ούτε εκείνους που είχαν γεννηθεί εκεί.
Η ντόνα Έστερ, αντίθετα, ευνοούσε τα σχέδια του ανεψιού, ενώ η ντόνα Νοέμι, η νεότερη από τις τρεις, χαμογελούσε ψυχρά και κοροϊδευτικά.
«Μπορεί να πιστεύει ότι θα έλθει εδώ να κάνει τον κύριο. Ας έλθει, ας έλθει! Θα πάει για ψάρεμα στο ποτάμι......»
«Ο ίδιος λέει ότι θέλει να δουλέψει, Νοέμι, αδελφούλα μου! Θα δουλέψει επομένως: θα κάνει τον έμπορο, όπως ο πατέρας του».
«Τότε θα έπρεπε να το είχε κάνει προηγουμένως. Οι συγγενείς μας δεν αγόρασαν ποτέ βόδια».
«Άλλοι καιροί, Νοέμι, αδελφούλα μου! Εξ άλλου, τώρα οι κύριοι είναι ακριβώς οι έμποροι. Βλέπεις τον Μιλέζο; Λέει: ο Βαρόνος του Γκάλτε τώρα είμαι εγώ».
Η Νοέμι γελούσε, με κακία στο βλέμμα των βαθιών της ματιών, και το γέλιο της αποθάρρυνε την ντόνα Έστερ περισσότερο απ’ όλα τα επιχειρήματα της άλλης της αδελφής.
Κάθε μέρα η ίδια ιστορία: το όνομα του Τζατσίντο αντηχούσε σ’ όλο το σπίτι, και όταν οι τρεις αδελφές σώπαιναν εκείνος βρισκόταν ανάμεσά τους, όπως συνέβαινε, εξ άλλου, πάντα από την ημέρα της γέννησής του, και η άγνωστη μορφή του γέμιζε ζωντάνια το κατεστραμμένο σπίτι.
Ο Έφις δε θυμόταν να είχε ποτέ πάρει άμεσα μέρος στις συζητήσεις των κυράδων του. Δεν τολμούσε, κυρίως επειδή δε ζητούσαν τη γνώμη του, έπειτα γιατί δεν ήθελε να έχει ενοχές∙ επιθυμούσε όμως να έλθει το παιδί.
Τον αγαπούσε, τον είχε από την αρχή αγαπήσει σαν μέλος της οικογένειας.
Μετά το θάνατο του ντον Τζάμε είχε μείνει με τις τρεις κυρίες για να τις βοηθήσει να τα βγάλουν πέρα με τις μπερδεμένες τους υποθέσεις. Οι συγγενείς δε νοιάζονταν για εκείνες, αντίθετα, τις υποτιμούσαν και τις απέφευγαν. Δεν τα κατάφερναν παρά μόνο στις δουλειές του σπιτιού και ούτε που γνώριζαν το κτηματάκι, τελευταίο απομεινάρι της περιουσίας τους.
«Θα μείνω άλλον ένα χρόνο στην υπηρεσία τους», είχε πει ο Έφις, παρακινούμενος από συμπόνια για την εγκατάλειψή τους από όλους. Και έμεινε είκοσι χρόνια.
Οι τρεις γυναίκες ζούσαν από τα εισοδήματα του κτήματος που εκείνος καλλιεργούσε. Τις δύσκολες χρονιές η ντόνα Έστερ έλεγε στον υπηρέτη, μόλις έφτανε η ώρα να τον πληρώσει (τριάντα σκούδα το χρόνο κι ένα ζευγάρι άρβυλα):
«Κάνε υπομονή, για το Θεό. Δε θα χάσεις αυτό που δικαιούσαι».
Κι εκείνος έκανε υπομονή, και η πίστωσή του μεγάλωνε χρόνο το χρόνο, τόσο που η ντόνα Έστερ, μισοαστεία, μισοσοβαρά, του υποσχόταν να τον αφήσει κληρονόμο του κτήματος και του σπιτιού, παρ’ όλο που ήταν πιο γέρος από εκείνες.
Γέρος πια και αδύναμος· δεν έπαυε όμως να είναι άντρας και αρκούσε η σκιά του για να προστατεύει ακόμη τις τρεις γυναίκες.
Τώρα ήταν εκείνος που ονειρευόταν για λόγου τους μια καλή τύχη: τουλάχιστον η Νοέμι να εύρισκε σύζυγο! Εάν το κίτρινο γράμμα, ύστερα από όλα αυτά, έφερνε μια καλή είδηση; Εάν ανήγγειλε κάποια κληρονομιά; Εάν ζητούσαν τη Νοέμι σε γάμο; Οι κυρίες Πιντόρ εξακολουθούσαν να έχουν πλούσιους συγγενείς στο Σάσαρι και στο Νούορο: γιατί δε θα μπορούσε κάποιος από εκείνους να ζητήσει σε γάμο τη Νοέμι; Θα μπορούσε το κίτρινο γράμμα να το είχε γράψει και ο ίδιος ο ντον Πρέντου…
Και να που μες στην κουρασμένη φαντασία του υπηρέτη τα πράγματα αλλάζουν ξαφνικά όψη, όπως από τη νύχτα στη μέρα. Όλα είναι φως, μια γλύκα: οι ευγενικές του κυράδες ξανανιώνουν, ξανασηκώνονται και πετούν σαν τους αετούς που ξανάβγαλαν φτερά. Το σπίτι τους ξαναγεννιέται από τα ερείπιά του και όλα τριγύρω ξανανθίζουν όπως η κοιλάδα την άνοιξη.
Και σ’ εκείνον, τον κακόμοιρο υπηρέτη, δε μένει παρά να αποσυρθεί για το υπόλοιπο της ζωής του στο κτηματάκι, ν’ απλώσει την ψάθα του και ν’ αναπαυθεί με τη βοήθεια του Θεού, ενώ μες στη σιγαλιά της νύχτας οι καλαμιές ψιθυρίζουν την προσευχή της γης που αποκοιμιέται.
Κεφάλαιο δεύτερο
Την αυγή έφυγε αφήνοντας πίσω του το αγόρι να φυλάει το κτήμα.
Η δημοσιά μέχρι το χωριό ήταν ανηφορική κι εκείνος περπατούσε αργά επειδή τον προηγούμενο χρόνο τον είχαν εύρει οι θέρμες της μαλάριας και τα πόδια του δεν τον βαστούσαν πια. Κάθε τόσο σταματούσε και γύριζε να κοιτάξει το κτηματάκι που ήταν καταπράσινο ανάμεσα στους δυο τοίχους που σχημάτιζαν οι φραγκοσυκιές και το καλύβι εκεί πάνω, μαύρο ανάμεσα στο γλαυκό των καλαμιών και στο λευκό του βράχου, του φαινόταν να μοιάζει με φωλιά, μια πραγματική φωλιά. Κάθε φορά που έφευγε από εκεί το κοίταζε έτσι, τρυφερά και μελαγχολικά, σαν ένα πουλί που μεταναστεύει. Ένοιωθε ν’ αφήνει εκεί πάνω το καλύτερο κομμάτι του εαυτού του, τη δύναμη που δίνει η μοναξιά, το ξεμονάχιασμα από τον κόσμο, και ανηφορίζοντας τη δημοσιά που περνούσε ανάμεσα από ρείκια, βούρλα και χαμηλές σκλήθρες στο μήκος του ποταμού, του φαινόταν πως είναι προσκυνητής, με το μικρό μάλλινο δισάκι στον ώμο και με ένα μπαστούνι από κουφοξυλιά στο χέρι, να κατευθύνεται σ’ έναν τόπο μετάνοιας: στον κόσμο.
Ας γίνει όμως το θέλημα του Θεού και ας προχωρήσουμε. Να που ανοίγει ξαφνικά η κοιλάδα και στην απότομη κορυφή ενός λόφου, όμοιου με έναν τεράστιο σωρό από χαλάσματα, εμφανίζονται τα ερείπια του Κάστρου. Από ένα μαύρο τείχος ένα γαλάζιο παράθυρο ανοιχτό, όμοιο με το μάτι του παρελθόντος, κοιτάζει το μελαγχολικό τριανταφυλλί πανόραμα του ήλιου που ανατέλλει, την κυματιστή πεδιάδα με τα γκρίζα στίγματα της άμμου και τα κιτρινωπά βουρλοτόπια, την πρασινωπή φλέβα του ποταμού, τα λευκά χωριουδάκια με το καμπαναριό στη μέση σαν το στύλο μες στο άνθος, τα βουναλάκια πάνω από τα μικρά χωριά και στο βάθος το σύννεφο βαμμένο μαβί και χρυσό στα βουνά του Νούορο.
Ο Έφις περπατάει, μικροκαμωμένος και μελαψός, μέσα σ’ αυτό το φωτεινό μεγαλείο. Ο ήλιος από το πλάι κάνει ν’ αστράφτει όλη η πεδιάδα∙ σε κάθε βούρλο και από μια ασημένια κλωστή, από τον θάμνο κάθε φλόμου ξεχύνεται το τιττύβισμα κάποιου πουλιού∙ και να ο λευκοπράσινος κώνος του βουνού Γκάλτε με λωρίδες σκιάς και φωτός, και στoυς πρόποδές του το χωριό που μοιάζει ν’ αποτελείται μόνο από τα ερείπια της αρχαίας ρωμαϊκής πόλης.
Μακριοί μαντρότοιχοι κατεστραμμένοι, χαμόσπιτα χωρίς σκεπή, τοίχοι γδαρμένοι, απομεινάρια από αυλές και φράχτες, τρώγλες άθικτες πιο μελαγχολικές και από τα ίδια τα ερείπια συνοδεύουν τους ανηφορικούς δρόμους, στρωμένους καταμεσής με μεγάλους λίθους. Σκόρπιες εδώ κι εκεί πέτρες ηφαιστείου μαρτυρούν για την καταστροφή που χτύπησε την αρχαία πόλη και σκόρπισε τους κατοίκους της. Μερικά καινούργια σπίτια κάνουν δειλά την εμφάνισή τους μέσα σε όλη αυτή την κατάπτωση και ροδιές, χαρουπιές, συστάδες από φραγκοσυκιές και φοινικιές δίνουν μια ποιητική νότα στο θλιβερό τοπίο.
Όσο όμως ο Έφις ανέβαινε, η θλίψη αυτή μεγάλωνε, για να φτάσει στο αποκορύφωμά της με τα απομεινάρια του παλιού νεκροταφείου και των ερειπίων της εκκλησίας που απλώνονταν στην καταραχιά, στη σκιά του Βουνού, ανάμεσα σε βάτα και φλόμους. Τα σοκάκια ήταν έρημα και τα κάθετα βράχια του Βουνού έμοιαζαν τώρα με μαρμάρινους πύργους.
Ο Έφις σταμάτησε μπροστά σε μιαν εξώπορτα πλάι στην είσοδο του παλιού νεκροταφείου. Ήταν σχεδόν ίδιες οι δυο είσοδοι με τρία σπασμένα, χορταριασμένα σκαλοπάτια η κάθε μία, ενώ όμως η είσοδος του παλιού νεκροταφείου έφερε ένα ξύλινο διαβρωμένο υπέρθυρο, εκείνη των τριών γυναικών είχε ένα χτιστό αψιδωτό υπέρθυρο και επάνω στη δοκό του υπήρχαν τα ίχνη ενός οικόσημου: ένα κεφάλι πολεμιστή με κράνος και ένα χέρι οπλισμένο με σπαθί∙ το μότο έγραφε: quis resistit hujas?
Ο Έφις διέσχισε τη μεγάλη τετράγωνη αυλή που ήταν λιθόστρωτη στο κέντρο, όπως οι δρόμοι, με ένα αυλάκι για τα νερά της βροχής και έβγαλε το δισάκι από τον ώμο κοιτάζοντας μήπως πρόβαλε καμία από τις κυράδες του. Το σπίτι, ισόγειο και ένας όροφος μόνο, βρισκόταν στο βάθος της αυλής, και αμέσως από πίσω υψωνόταν το Βουνό λες και κρεμόταν από πάνω του σαν τεράστιος λευκοπράσινος σκούφος.
Τρεις μικρές πόρτες βρίσκονταν κάτω από ένα ξύλινο μπαλκόνι που περιέβαλλε όλο το επάνω πάτωμα του σπιτιού και όπου ανέβαινε κανείς από μια εξωτερική σκάλα σε κακή κατάσταση. Μια μαυρισμένη τριχιά, δεμένη και στερεωμένη σε πασσάλους καρφωμένους στις γωνίες των σκαλοπατιών, είχε πάρει τη θέση της κατεστραμμένης κουπαστής της σκάλας. Οι πόρτες, τα υποστυλώματα και το κάγκελο του μπαλκονιού ήταν φτιαγμένα από ξύλο λεπτοσκαλισμένο. Όλα όμως ήταν ετοιμόρροπα και το ξύλο σαρακοφαγωμένο, μαυρισμένο, λες και θα γινόταν σκόνη με το παραμικρό χτύπημα, σαν να το κομμάτιασε αόρατο τρυπάνι.
Εδώ κι εκεί όμως, στα κάγκελα του μπαλκονιού, εκτός από τα κομψά κολονάκια που ήταν άθικτα ακόμη, φαίνονταν τα υπολείμματα μιας κορνίζας στολισμένης με ανάγλυφα φύλλα, λουλούδια και φρούτα και ο Έφις θυμόταν ότι από μικρό παιδί ακόμη εκείνο το μπαλκόνι είχε ξυπνήσει μέσα του έναν θρησκευτικό σεβασμό, όπως ο άμβωνας και το κάγκελο του ιερού της εκκλησίας.
Μια κοντόχοντρη γυναίκα, μαυροντυμένη, με ένα λευκό μαντίλι γύρο από το σκληρό, μαυριδερό πρόσωπο, εμφανίστηκε στο μπαλκόνι. Έσκυψε, είδε τον υπηρέτη και τα μαύρα, αμυγδαλωτά μάτια της άστραψαν από χαρά.
«Ντόνα Ρουθ, καλημέρα, κυρά μου!»
Η ντόνα Ρουθ κατέβηκε γρήγορα, αφήνοντας να φανούν οι χοντρές της γάμπες με τις τιρκουάζ κάλτσες. Του χαμογελούσε και φαίνονταν τα γερά της δόντια κάτω από το σκούρο, τριχωτό χείλος της.
« Και η ντόνα Έστερ; Και η ντόνα Νοέμι;»
«Η Έστερ πήγε στην εκκλησία, η Νοέμι σηκώνεται τώρα. Καλός ο καιρός, Έφις! Πώς πάει εκεί κάτω;»
«Καλά, καλά, δόξα τω Θεώ, όλα καλά.»
Ακόμη και η κουζίνα ήταν παμπάλαια: ευρύχωρη, χαμηλοτάβανη με σταυρωτά δοκάρια στο ταβάνι μαυρισμένα από την καπνιά. Πάγκοι από δουλεμένο ξύλο ακουμπούσαν στον τοίχο στις δυο πλευρές του μεγάλου τζακιού. Πίσω από τα κάγκελα του παραθυριού πρασίνιζε στο βάθος το βουνό. Πάνω στους γυμνούς κοκκινωπούς τοίχους φαίνονταν ακόμη τα ίχνη από τις χάλκινες κατσαρόλες που δεν υπήρχαν πια και τα λεία και γυαλιστερά κρεμαστάρια όπου κάποτε κρεμούσαν τις σέλλες, τα δισάκια, τα όπλα, έμοιαζε να είχαν απομείνει εκεί σαν ενθύμια.
«Λοιπόν, ντόνα Ρουθ;…..», ρώτησε ο Έφις, τη στιγμή που η γυναίκα έβαζε στη φωτιά μια μικρή χάλκινη καφετιέρα. Εκείνη όμως έστρεψε το πλατύ, μελαχρινό πρόσωπό της, που το περιέβαλε η άσπρη μαντήλα, και του έκανε νόημα να έχει υπομονή.
«Πήγαινε να μου φέρεις λίγο νερό, ώσπου να κατέβει η Νοέμι.»
Ο Έφις πήρε τον κουβά κάτω από το κάθισμα και ξεκίνησε, αλλά όταν έφτασε στην πόρτα έστρεψε δειλά, κοιτάζοντας τον κουβά που κουνιόταν.
«Το γράμμα είναι από τον ντον Τζατσιντίνο;»
«Το γράμμα; Τηλεγράφημα είναι……»
« Χριστέ μου! Δεν πιστεύω να έπαθε τίποτα κακό;»
«Τίποτα, τίποτα! Πήγαινε…..»
Δεν είχε νόημα να επιμένει πριν κατέβει η ντόνα Νοέμι. Η ντόνα Ρουθ, παρ’ όλο που ήταν η μεγαλύτερη από τις τρεις αδελφές και κρατούσε τα κλειδιά του σπιτιού (δεν υπήρχε δα και τίποτε να ασφαλίσει) δεν έπαιρνε ποτέ καμία πρωτοβουλία και καμία ευθύνη.
Πήγε στο πηγάδι που έμοιαζε με νουράγκε [2] σκαμμένο σε μια γωνιά της αυλής και ήταν προστατευμένο από έναν πέτρινο φράχτη που πάνω του άνθιζαν, μέσα σε παλιά σπασμένα λαγήνια, βιόλες και γιασεμιά. Ένα από αυτά σκαρφάλωνε στον τοίχο και από εκεί πρόβαλε προς τα έξω, λες και ήθελε να δει τι υπήρχε πέρα, στον κόσμο.
Πόσες αναμνήσεις δεν ξυπνούσε στην καρδιά του υπηρέτη αυτή η γωνιά της αυλής, θλιβερή με τα μούσκλια της, χαρούμενη με το σκούρο χρυσαφί από τις βιόλες και με το ανοιχτοπράσινο των γιασεμιών της!
Σαν να έβλεπε ακόμη την ντόνα Λία, χλωμή και λεπτή σαν κυπαρίσσι, να προβάλλει στο μπαλκόνι με το βλέμμα καρφωμένο μακριά, να προσπαθεί να διακρίνει κι εκείνη τι υπήρχε πέρα, στον κόσμο. Έτσι την είχε δει την μέρα της φυγής, ακίνητη εκεί πάνω, όμοια με καπετάνιο που εξερευνά με το βλέμμα το μυστήριο της θάλασσας…
Πόσο βαραίνουν αυτές οι αναμνήσεις! Βαραίνουν σαν τον κουβά γεμάτο με νερό που τραβάει προς τα κάτω, προς το πηγάδι.
Σηκώνοντας όμως τα μάτια ο Έφις είδε ότι δεν ήταν η Λία εκείνη η ψηλή γυναίκα που πρόβαλε ευκίνητη στο μπαλκόνι και κούμπωνε τα μανίκια από το μακρύ, μαύρο πανωφόρι της.
«Ντόνα Νοέμι, καλημέρα, κυρά μου! Δεν θα κατεβείτε;»
Εκείνη έσκυψε λίγο το κεφάλι με τα πυκνά, χρυσόμαυρα μαλλιά, που έλαμπαν γύρω από το χλωμό πρόσωπο σαν δυο λωρίδες σατέν. Απάντησε στο χαιρετισμό με τα μάτια, μαύρα χρυσαφί κι εκείνα κάτω από μακριά ματόκλαδα, αλλά δεν μίλησε και δεν κατέβηκε.
Άνοιξε διάπλατα πόρτες και παράθυρα – δεν υπήρχε κίνδυνος το ρεύμα του αέρα να χτυπήσει και να σπάσει τα τζάμια (έλλειπαν εδώ και χρόνια!) – και έφερε έξω, να την απλώσει στον ήλιο, μια κίτρινη κουβέρτα.
«Δεν θα κατεβείτε, ντόνα Νοέμι;», ξανάπε ο Έφις με το κεφάλι στραμμένο ψηλά, κάτω από το μπαλκόνι.
«Τώρα, τώρα.»
Συνέχιζε όμως ν’ απλώνει την κουβέρτα και σαν να σταματούσε λίγο για να παρατηρήσει το τοπίο στα δεξιά και το τοπίο στα αριστερά, και τα δυο μελαγχολικά όμορφα, με την αμμώδη πεδιάδα να την διασχίζει το ποτάμι, με σειρές από λεύκες, με χαμηλές σκλήθρες, με βουρλοτόπια και φλόμους, με την εκκλησία μαυρισμένη από τα βάτα, το παλιό νεκροταφείο χορταριασμένο και μέσα στο πράσινο να ασπρίζουν σαν μαργαρίτες τα κόκαλα των νεκρών, και στο βάθος ο λόφος με τα ερείπια του Κάστρου.
Χρυσά σύννεφα στεφάνωναν τον λόφο και τα ερείπια και η γλυκύτητα και η ησυχία του πρωινού έδιναν σ’ όλο το τοπίο μια ηρεμία νεκροταφείου. Το παρελθόν κυριαρχούσε ακόμη στον τόπο. Τα ίδια τα κόκαλα των νεκρών έμοιαζαν να είναι τα λουλούδια του, τα σύννεφα το διάδημά του.
Αυτό δεν έκανε καμία εντύπωση στη Νοέμι. Από κοριτσάκι είχε συνηθίσει να βλέπει τα κόκαλα που τον χειμώνα ζεσταίνονταν λες στον ήλιο και την άνοιξη άστραφταν με τις δροσοσταλίδες. Κανείς δεν σκέφτηκε να τα πάρει από εκεί∙ γιατί να το σκεφτεί εκείνη; Η ντόνα Έστερ όμως, κάθε φορά που ανηφορίζει με αργό και ήρεμο βήμα το καλντερίμι από την καινούργια εκκλησία του χωριού (όταν είναι σπίτι πάντα βιάζεται, έξω όμως τα κάνει όλα με ηρεμία, επειδή μια γυναίκα από ευγενική γενιά πρέπει να είναι αποφασιστική και ήρεμη) όταν φτάνει μπροστά στο παλιό νεκροταφείο σταυροκοπιέται και προσεύχεται για την ψυχή των νεκρών....
Η ντόνα Έστερ δεν ξεχνά ποτέ τίποτα και δεν παύει να παρατηρεί∙ έτσι, μόλις μπήκε στην αυλή, κατάλαβε ότι κάποιος τράβηξε νερό από το πηγάδι. Έβαλε στη θέση του τον κουβά, έβγαλε ένα πετραδάκι από μια γλάστρα με βιόλες και μόλις μπήκε στην κουζίνα χαιρέτησε τον Έφις και τον ρώτησε εάν του είχαν φτιάξει καφέ.
«Μου έφτιαξαν, μου έφτιαξαν, ντόνα Έστερ, κυρά μου!»
Στο αναμεταξύ η ντόνα Νοέμι είχε κατέβει με το τηλεγράφημα στο χέρι, αλλά δεν αποφάσιζε να το διαβάσει, λες και της άρεσε να μεγαλώνει την αγωνία και την περιέργεια του υπηρέτη.
«Έστερ», είπε, ενώ καθόταν στον πάγκο πλάι στο τζάκι, «γιατί δεν βγάζεις το σάλι;»
«Έχει λειτουργία στην εκκλησία σήμερα το πρωί∙ θα ξαναβγώ. Διάβασε.»
Κάθισε κι εκείνη στον πάγκο και η ντόνα Ρουθ την μιμήθηκε. Καθισμένες έτσι οι τρεις αδελφές έμοιαζαν καταπληκτικά∙ μόνο που αντιπροσώπευαν τρεις διαφορετικές ηλικίες: η ντόνα Νοέμι ήταν ακόμη νέα, η ντόνα Έστερ ηλικιωμένη και η ντόνα Ρουθ ήδη γριά, αλλά κοτσονάτη, ευγενική, γαλήνια. Τα μάτια της ντόνας Έστερ, λίγο πιο ανοιχτόχρωμα από εκείνα των αδερφάδων της, μ’ ένα χρώμα καστανό χρυσαφί, είχαν μια λάμψη παιδική και πονηρή ταυτόχρονα.
Ο υπηρέτης κάθισε απέναντί τους και περίμενε. Η ντόνα Νοέμι όμως, αφού ξεδίπλωσε το κίτρινο χαρτί, το κοίταζε με βλέμμα προσηλωμένο σαν να μην μπορούσε να ξεχωρίσει τις λέξεις και τελικά το ανέμισε οργισμένη.
«Λοιπόν, λέει πως φτάνει σε λίγες μέρες. Αυτό είναι όλο!»
Σήκωσε τα μάτια και κοκκίνισε κοιτάζοντας αυστηρά κατά πρόσωπο τον Έφις∙ και οι άλλες δυο τον κοίταζαν.
«Το καταλαβαίνεις; Έτσι, απλά, σαν να έρχεται στο σπίτι του!»
«Τι λες;», ρώτησε η ντόνα Έστερ, βγάζοντας ένα δάχτυλο μέσα από τον κόμπο που έκανε το σάλι.
Ο Έφις είχε μια μακάρια όψη: οι πυκνές ρυτίδες γύρο από τα ζωηρά του μάτια έμοιαζαν με ακτίνες, και ο ίδιος δεν προσπαθούσε να κρύψει την χαρά του.
«Είμαι ένας ταπεινός υπηρέτης, λέω όμως ότι η Θεία Πρόνοια ξέρει τι κάνει!»
«Θεέ μου, σ’ ευχαριστώ! Υπάρχει κάποιος τουλάχιστον που καταλαβαίνει τον λόγο», είπε η ντόνα Έστερ.
Η Νοέμι όμως χλόμιασε πάλι. Λόγια διαμαρτυρίας της έρχονταν στα χείλη και παρ’ όλο που κατόρθωνε πάντα να συγκρατιέται μπροστά στον υπηρέτη, που φαίνεται πως δεν του έδινε και πολύ σημασία, αυτή τη φορά δεν μπόρεσε να μην τον αντικρούσει.
«Δεν έχει καμιά δουλειά εδώ η Θεία Πρόνοια και δεν πρόκειται γι’ αυτό. Πρόκειται για......», και πρόσθεσε μετά από μια στιγμή δισταγμού, «πρόκειται για μια ξεκάθαρη απάντηση που πρέπει να του δώσουμε, ότι στο σπίτι μας δεν υπάρχει θέση για εκείνον!»
Τότε ο Έφις άνοιξε τα χέρια και έκλινε λίγο το κεφάλι σαν να ήθελε να πει: τότε γιατί θέλετε τη συμβουλή μου; - αλλά η ντόνα Έστερ έβαλε τα γέλια και σήκωσε, χτυπώντας τες νευρικά, τις δυο μαύρες άκρες από το σάλι της.
«Και πού θα ’θελες να πάει, λοιπόν; Στο σπίτι του Ρετόρου σαν τους ξένους που δεν βρίσκουν πού να μείνουν;»
«Εγώ δεν θα του έδινα καμία απάντηση», πρότεινε η ντόνα Ρουθ παίρνοντας από τα χέρια της Νοέμι το τηλεγράφημα που εκείνη δίπλωνε και ξεδίπλωνε νευρικά. «Εάν έλθει, καλώς να ορίσει. Θα μπορούσαμε να τον υποδεχτούμε σαν να ήταν ξένος. Καλώς τον τον ξένο!», είπε σαν να χαιρετούσε κάποιον που έμπαινε εκείνη τη στιγμή από την πόρτα. «Εντάξει. Και εάν συμπεριφερθεί άσχημα, θα τα μαζέψει και θα φύγει όσο είναι καιρός.»
Η ντόνα Έστερ όμως χαμογελούσε κοιτάζοντας την αδελφή της που ήταν η πιο δειλή και η πιο αναποφάσιστη από τις τρεις και σκύβοντας της χτύπησε με το χέρι το γόνατο.
«Να τον διώξουμε, θέλεις να πεις; Σπουδαία εντύπωση θα κάνουμε! Και θα έχεις το θάρρος να το κάνεις εσύ, Ρουθ;»
Ο Έφις σκεφτόταν. Ξαφνικά σήκωσε το κεφάλι και ακούμπησε το χέρι στο στήθος του.
«Αυτό θα το αναλάβω εγώ!», υποσχέθηκε με αποφασιστικότητα.
Το βλέμμα του διασταυρώθηκε μ’ εκείνο της Νοέμι κι εκείνος που πάντα φοβόταν τα υγρά και ψυχρά της μάτια σαν θάλασσα βαθιά, κατάλαβε πως η νεαρή κυρά του έπαιρνε στα σοβαρά την υπόσχεσή του.
Δεν μετάνιωσε όμως που την έδωσε. Πολλές άλλες ευθύνες είχε αναλάβει στη ζωή του.
Έμεινε στο χωριό όλη την μέρα.
Ανησυχούσε για το κτήμα – αν και την εποχή εκείνη λίγα πράγματα ήταν εκείνα που θα μπορούσε να κλέψει κανείς – αλλά του φαινόταν ότι μια κρυφή διχόνοια ταλάνιζε τις κυράδες του και δεν ήθελε να φύγει εάν προηγουμένως δεν τις έβλεπε φιλιωμένες.
Η ντόνα Έστερ, αφού έβαλε λίγη τάξη, ξαναβγήκε για να πάει στην εκκλησία. Ο Έφις της υποσχέθηκε να την συναντήσει στην εκκλησία, αλλά την ώρα που η ντόνα Νοέμι ανέβαινε πάλι επάνω, εκείνος ξαναμπήκε στην κουζίνα και παρακάλεσε χαμηλόφωνα την ντόνα Ρουθ, που είχε γονατίσει στο πάτωμα και ζύμωνε επάνω σε μια χαμηλή τάβλα, να του δώσει το τηλεγράφημα. Η γυναίκα σήκωσε το κεφάλι και με το χέρι της μέσα στο αλεύρι τράβηξε πίσω τη μαντίλα της.
«Την άκουσες;», είπε χαμηλόφωνα υπονοώντας την Νοέμι. «Πάντα η ίδια! Η περηφάνια την κουμαντάρει......»
«Δίκιο έχει!» είπε ο Έφις σκεφτικός. «Όταν είναι κανείς ευγενής είναι ευγενής, ντόνα Ρουθ. Βρίσκεις ένα νόμισμα χωμένο μέσα στη γη. Νομίζεις ότι είναι σιδερένιο επειδή είναι μαυρισμένο, εάν όμως το καθαρίσεις βλέπεις ότι είναι χρυσό. Το χρυσάφι είναι πάντα χρυσάφι.....»
Η ντόνα Ρουθ κατάλαβε ότι ήταν ανώφελο να δικαιολογήσει στον Έφις την αδικαιολόγητη περηφάνια της Νοέμι και, έτοιμη πάντα να ακολουθήσει την γνώμη των άλλων, χάρηκε γι’ αυτό.
«Θυμάσαι πόσο υπεροπτικός ήταν ο πατέρας μου;», είπε, χώνοντας μέσα στη χλωμή ζύμη τα κόκκινα χέρια της με τις γαλάζιες φλέβες. «Κι εκείνος έτσι μιλούσε. Εκείνος βέβαια δεν θα επέτρεπε στον Τζατσιντίνο ούτε καν να ξεμπαρκάρει. Τι λες, Έφις;»
«Εγώ; Εγώ είμαι ένας ταπεινός υπηρέτης, αλλά λέω πως ο ντον Τζατσιντίνο θα ξεμπαρκάριζε οπωσδήποτε.»
«Γιός της μάνας του, θέλεις να πεις;» αναστέναξε η ντόνα Ρουθ και ο υπηρέτης αναστέναξε κι εκείνος. Η σκιά του παρελθόντος ήταν πάντα εκεί, γύρω τους.
Ο άντρας όμως έκανε μια χειρονομία σαν να ήθελε να διώξει τη σκιά εκείνη και παρατηρώντας τις κινήσεις των κόκκινων χεριών που τραβούσαν, δίπλωναν και χτυπούσαν τη λευκή ζύμη, συνέχισε ήρεμα.
«Είναι καλό παιδί και η Θεία Πρόνοια θα το βοηθήσει. Πρέπει να προσέξουμε όμως μην το πιάσουν οι πυρετοί της μαλάριας. Πρέπει να του αγοράσουμε και ένα άλογο, επειδή οι στεριανοί δεν συνηθίζουν να πηγαίνουν με τα πόδια. Θα το φροντίσω εγώ. Αυτό που έχει σημασία είναι οι αφεντιές σας να συμφωνήσουν.»
Εκείνη όμως απάντησε αμέσως αγέρωχα.
«Γιατί; Δεν συμφωνούμε, λες; Μας άκουσες μήπως να μαλώνουμε; Δεν θα πας στη εκκλησία, Έφις;»
Κατάλαβε ότι τον έδιωχνε και βγήκε στην αυλή, κοίταξε όμως μήπως μπορούσε να μιλήσει και με την ντόνα Νοέμι. Να την που βγήκε στο μπαλκόνι να μαζέψει την κουβέρτα. Χαμένος κόπος να την παρακαλέσει να κατέβει, έπρεπε ν’ ανέβει εκείνος.
«Ντόνα Νοέμι, μου επιτρέπετε μια ερώτηση; Είστε ευχαριστημένη;»
Η Νοέμι τον κοίταξε έκπληκτη κρατώντας την κουβέρτα στην αγκαλιά.
«Για ποιο πράγμα;»
«Που θα έρθει ο ντον Τζατσιντίνο. Θα δείτε, είναι καλό παιδί.»
«Εσύ πού τον γνώρισες;»
«Φαίνεται από το γράψιμο. Μπορεί να κάνει πολλά. Πρέπει όμως να του αγοράσουμε ένα άλογο…..»
«Και σπιρούνια τότε!»
«…. Σημασία έχει να συμφωνήσουν οι εξοχότητές σας. Αυτό είναι το σημαντικό.»
Εκείνη τράβηξε μια κλωστή από την κουβέρτα και την πέταξε στην αυλή. Το πρόσωπό της σκοτείνιασε.
«Πότε δεν συμφωνήσαμε; Μέχρι τώρα, πάντα.»
«Ναι… όμως φαίνεται ότι δεν είστε ευχαριστημένη από τον ερχομό του Τζατσίντο.»
«Πρέπει ν’ αρχίσω να τραγουδάω; Δεν είναι δα και ο Μεσσίας!», είπε μπαίνοντας πλάγια στο πορτάκι απ’ όπου φαινόταν το εσωτερικό ενός λευκού δωματίου με ένα παλιό κρεβάτι, μια παλιά κασέλα, ένα παραθυράκι χωρίς τζάμια, ανοιχτό με φόντο το πράσινο του Βουνού.
Ο Έφις κατέβηκε, έκοψε μια μικρή ροζ βιολέτα και κρατώντας την ανάμεσα στα δάχτυλα, που είχε σταυρωμένα πίσω στην πλάτη, κατευθύνθηκε προς την εκκλησία.
Η ησυχία και η δροσιά του απότομου Βουνού κυριαρχούσαν τριγύρω. Μόνο οι τρίλιες των μελισσοφάγων μέσα στα βάτα έδιναν ζωντάνια στον τόπο και συνόδευαν την μονότονη προσευχή των γυναικών στην εκκλησία. Ο Έφις μπήκε ακροπατώντας, με τη βιολέτα στο χέρι και γονάτισε πίσω από την κολόνα του άμβωνα.
Η εκκλησία ερειπωνόταν. Όλα εκεί μέσα ήταν γκρίζα, υγρά και σκονισμένα. Από τις τρύπες της ξύλινης οροφής έμπαιναν λοξά φωτεινές ακτίνες ασημί σκόνης που κατέληγαν επάνω στα κεφάλια των γονατισμένων καταγής γυναικών, και οι κιτρινισμένες φιγούρες που ξεπηδούσαν από το μαυρισμένο φόντο των ραγισμένων τοιχογραφιών, που ακόμη κοσμούσαν τους τοίχους, έμοιαζαν μ’ αυτές τις γυναίκες, ντυμένες στα μαύρα και τα βιολετιά, όλες χλωμές σαν το φίλντισι, ακόμη και οι πιο ωραίες, οι πιο λεπτές, με στήθος άσαρκο και την κοιλιά πρησμένη από της θέρμες της μαλάριας. Και η προσευχή ηχούσε αργόσυρτη και μονότονη και έμοιαζε να πάλλεται μακριά, πέρα από τον χρόνο. Η λειτουργία ήταν για τα σαράντα κάποιου και ένα μαύρο ύφασμα με χρυσές φράντζες σκέπαζε το κάγκελο του ιερού. Ο παπάς ντυμένος στα άσπρα και μαύρα έστρεφε αργά με υψωμένα τα χέρια, με δυο ακτίνες φωτός να τον περιβάλλουν, που λες και ξεπηδούσαν από το κεφάλι του, όμοιο μ’ εκείνο ενός προφήτη. Αν δεν υπήρχε ο ήχος από το καμπανάκι του μικρού νεωκόρου που λες και έδιωχνε από τριγύρω τα πνεύματα, ο Έφις, παρά το φως και το κελάηδα των πουλιών, θα πίστευε ότι παίρνει μέρος σε μια λειτουργία φαντασμάτων. Να, όλοι είναι εδώ: ο ντον Τζάμε γονατισμένος στο προσευχητάρι της οικογένειας και λίγο πιο πέρα η ντόνα Λία χλωμή μέσα στο μαύρο της σάλι, όπως η φιγούρα ψηλά στην παλιά ζωγραφιά που όλες οι γυναίκες κοιτάζουν κάθε τόσο και που μοιάζει να προβάλλει πράγματι σε ένα μαύρο, ετοιμόρροπο μπαλκόνι. Είναι η φιγούρα της Μαγδαληνής που, όπως λένε, έγινε εκ του φυσικού: η αγάπη, η θλίψη, οι τύψεις και η ελπίδα γελούν και κλαίνε μέσα στα βαθειά της μάτια και στο πικραμένο στόμα της…
Ο Έφις την κοιτά και νοιώθει, όπως πάντα μπροστά σ’ αυτή την φιγούρα που ξεπροβάλλει απ’ τα σκοτάδια ενός παρελθόντος χωρίς όρια, ζάλη σαν να ήταν εκείνος που αιωρείται σ’ ένα μαύρο κενό όλο μυστήριο... Σαν να θυμάται μια προηγούμενη ζωή, παμπάλαια. Του φαίνεται πως ζωντανεύει το κάθε τι γύρω του, με μια ζωή όμως φανταστική, μυθική. Οι νεκροί ανασταίνονται, ο Χριστός που βρίσκεται πίσω από το κιτρινωπό παραπέτασμα του ιερού και δυο φορές το χρόνο μόνο τον δείχνουν στο λαό, κατεβαίνει από την κρυψώνα του και περπατάει. Κι Αυτός είναι αδύνατος, χλωμός, σιωπηλός. Περπατάει και ο λαός τον ακολουθεί και στη μέση του κόσμου είναι αυτός, ο Έφις, που προχωρά, προχωρά, με το λουλούδι στο χέρι, με την καρδιά του να σκιρτά από τρυφερότητα… Οι γυναίκες ψάλλουν, τα πουλιά κελαηδούν. Η ντόνα Έστερ περπατάει πλάι στον υπηρέτη με γρήγορα μικρά βήματα, με το δάχτυλο έξω από τον κόμπο που κάνει το σάλι. Η λιτανεία βγαίνει από το χωριό και το χωριό είναι ολάνθιστο από τις ροδιές και την αγράμπελη. Τα σπίτια είναι καινούργια, η εξώπορτα της οικογένειας Πιντόρ είναι καινούργια, από καρυδιά, γυαλίζει και το μπαλκόνι είναι ανέπαφο….. Όλα είναι καινούργια, όλα είναι όμορφα. Η ντόνα Μαρία Κριστίνα είναι ζωντανή και προβάλλει στο μπαλκόνι όπου είναι απλωμένες οι κουβέρτες από μετάξι. Η ντόνα Νοέμι είναι κοπελίτσα, αρραβωνιασμένη με τον ντον Πρέντου και ο ντον Τζάμε, που ακολουθεί κι αυτός την λιτανεία, κάνει, όπως πάντα, τον θυμωμένο, αλλά είναι πολύ ευχαριστημένος…..
Όμως η ψαλμωδία των γυναικών σταμάτησε και μερικές σηκώθηκαν για να φύγουν. Ο Έφις, που είχε ακουμπήσει το κεφάλι στην κολόνα του άμβωνα, τινάχτηκε από τ’ όνειρό του και ακολούθησε την ντόνα Έστερ που έβγαινε από την εκκλησία για να γυρίσει σπίτι.
Ο ήλιος από ψηλά χτυπούσε τώρα αλύπητα το χωριουδάκι που ήταν περισσότερο από κάθε άλλη φορά έρημο μέσα στο εκτυφλωτικό φως του ζεστού ήδη πρωινού. Οι γυναίκες μόλις βγήκαν από την εκκλησία σκόρπισαν εδώ κι εκεί, σιωπηλές σαν φαντάσματα, και απλώθηκε πάλι η μοναξιά και η σιωπή γύρω από το σπίτι των Πιντόρ. Η ντόνα Έστερ πλησίασε στο πηγάδι για να στηρίξει μ’ ένα ξύλο μια γαριφαλιά, ανέβηκε γρήγορα τις σκάλες και έκλεισε τα πορτοπαράθυρα. Στο πέρασμά της το ξώστεγο έτριζε και από τον τοίχο και το φθαρμένο ξύλο έπεφτε μια γκρίζα σκόνη σαν στάχτη.
Ο Έφις την περίμενε να κατέβει. Καθισμένος στα σκαλοπάτια κάτω από τον ήλιο, με τον σκούφο του γερμένο για να του κάνει λίγο ίσκιο στο πρόσωπο, πελεκούσε με το σουγιά του ένα μικρό κομμάτι ξύλο που η ντόνα Ρουθ ήθελε να βάλει κάτω από την εξώπορτα, αλλά η ανταύγεια της λάμας στον ήλιο τον ενοχλούσε στα μάτια και η βιόλα, που είχε κιόλας μαραθεί, έτρεμε πάνω στο γόνατό του. Μπερδεμένες σκέψεις του περνούσαν από το μυαλό και σκεφτόταν τις θέρμες της μαλάριας που τον είχαν ταλαιπωρήσει την προηγούμενη χρονιά.
«Ξαναγυρίζουν οι διαολεμένες;»
Η ντόνα Έστερ ξανακατέβηκε με ένα βαζάκι από φελλό στο χέρι. Τραβήχτηκε στην άκρη για να την αφήσει να περάσει και σήκωσε το πρόσωπο που το σκίαζε ο σκούφος.
«Κυρά μου, δεν θα ξαναβγείτε;»
«Πού να πάω τέτοια ώρα; Δεν με κάλεσε κανείς για τραπέζι!»
« Θα ’θελα να σας πω κάτι. Είστε ευχαριστημένη;»
«Για ποιο πράγμα, ψυχή μου;»
Τον συμπεριφερόταν σαν μάνα, χωρίς όμως οικειότητα. Τον θεωρούσε πάντα απλοϊκό άνθρωπο.
«Που…. που συμφωνείτε όλες για τον ερχομό του Τζατσιντίνο;»
«Ναι, είμαι ευχαριστημένη. Έτσι έπρεπε να γίνει.»
«Είναι καλό παιδί. Θα πλουτίσει. Πρέπει να του αγοράσουμε ένα άλογο. Όμως…..»
«Όμως;»
«Δεν πρέπει να τον αφήσουμε πολύ ελεύθερο, στην αρχή. Τα παιδιά είναι πάντα παιδιά… Θυμάμαι όταν ήμουν παιδί. Εάν κάποιος μου επέτρεπε να του σφίξω το μικρό του δαχτυλάκι εγώ του έστριβα όλο το χέρι. Και έπειτα οι άντρες της ράτσας Πιντόρ, το ξέρετε δα ντόνα Έστερ, είναι υπερήφανοι….»
«Εάν έρθει ο ανεψιός μου, Έφις, θα του πω όπως στους ξένους: κάθισε, είσαι σαν στο σπίτι σου. Θα καταλάβει όμως πως εδώ θα είναι φιλοξενούμενος….»
Τότε ο Έφις σηκώθηκε τινάζοντας από το παντελόνι του τις σχίζες του ξύλου. Όλα πήγαιναν καλά, και όμως κάποια ανησυχία τον τυραννούσε∙ κάτι ακόμη ήθελε να πει αλλά δεν τολμούσε.
Ακολούθησε βήμα βήμα τη γυναίκα, έβγαλε τον σκούφο για να τοποθετήσει με δύναμη το κομμάτι το ξύλο κάτω από την πόρτα και περίμενε πάλι με υπομονή να επιστρέψει η ντόνα Έστερ στο πηγάδι για νερό.
«Δώστε, δώστε σ’ εμένα», είπε παίρνοντάς της τον κουβά από το χέρι και ενώ ανέβαζε το νερό κοίταζε μέσα στο πηγάδι, για να μην κοιτάζει κατά πρόσωπο την κυρά του, επειδή ντρεπόταν να της ζητήσει τα λεφτά που του χρωστούσε.
«Ντόνα Έστερ, δεν βλέπω πια τα δεμάτια με τα καλάμια. Τα πουλήσατε;»
«Ναι, άλλα πούλησα σε κάποιον από το Νούορο και άλλα τα χρησιμοποίησα για να επισκευάσω την σκεπή και έτσι πλήρωσα και τον χτίστη. Ξέρεις ότι την τελευταία μέρα της σαρακοστής ο αέρας πέταξε τα κεραμίδια.»
Κι έτσι εκείνος δεν επέμενε. Υπάρχουν πολλοί τρόποι να διορθώσει κανείς τα πράγματα, χωρίς να ταπεινώνει τους ανθρώπους που αγαπά! Γι’ αυτό πήγε στην Καλίνα, την τοκογλύφο, σταματώντας να πει μια καλημέρα στην γιαγιά του αγοριού που του φύλαγε το κτήμα. Ψηλή και λιπόσαρκη, με πρόσωπο αρχαίας αιγύπτιας πλαισιωμένο από μια μαύρη μαντίλα που οι άκρες της ήταν δεμένες πάνω στο κεφάλι, η γριά έγνεθε καθισμένη στο σκαλάκι του χαμόσπιτού της από μαυρισμένες πέτρες. Είχε μια σειρά κοραλλιών γύρω από τον μακρύ, κιτρινωπό και ρυτιδιασμένο λαιμό της. Δυο χρυσά σκουλαρίκια κρέμονταν στ’ αυτιά της σαν λαμπερές σταγόνες που δεν έλεγαν να πέσουν. Έμοιαζε να έχει ξεχάσει, γερνώντας, να βγάλει από πάνω της τα κοσμήματα αυτά της νιότης της.
«Η Παναγιά μαζί σου θεια-Ποτόι. Πώς τα περνάτε; Το αγόρι έμεινε εκεί πάνω, αλλά απόψε θα γυρίσει.»
Τον κοίταζε με τα γυάλινα μάτια της.
«Α, είσαι ο Έφις; Ο Θεός μαζί σου. Λοιπόν, από ποιόν ήταν το γράμμα; Από τον ντον Τζατσιντίνο; Εάν έρθει, να τον υποδεχτείτε καλά. Στο κάτω κάτω γυρίζει στο σπίτι του. Είναι η ψυχή του ντον Τζάμε, επειδή οι ψυχές των γερόντων ξαναζούν μέσα στους νέους. Κοίτα την Γκριζέντα, την εγγονή μου! Γεννήθηκε πριν δέκα έξι χρόνια, στη γιορτή του Χριστού, την ώρα που πέθαινε η μάνα της. Λοιπόν, κοίτα την καλά: δεν είναι η μάνα της ξαναγεννημένη; Να την….»
Και πράγματι η Γκριζέντα ανέβαινε από το ποτάμι με ένα πανέρι ρούχα στο κεφάλι, ψηλή, με το μεσοφόρι σηκωμένο πάνω από τις γάμπες της που γυάλιζαν και ήταν ίσιες σαν της ελαφίνας. Και τα μάτια της ήταν σαν της ελαφίνας λοξά και υγρά σ’ ένα χλωμό πρόσωπο σαν παλιό μετάλλιο. Μια κόκκινη κορδέλα στόλιζε το στήθος της, από την μια άκρη στην άλλη του μικρού κορσέ που ήταν ανοιχτός πάνω από το πουκάμισο και υποβάσταζε τα άγουρα στήθη της.
«Μπαρπα- Έφις!», φώναξε, χαδιάρικα και αυστηρά, βάζοντας το πανέρι πάνω στο κεφάλι του και ψαχουλεύοντας τις τσέπες του.
«Εγώ πάντα σας σκέφτομαι, καλέ μου, κι εσείς δεν έχετε τίποτε να μου δώσετε…. Ούτε ένα αμύγδαλο!»
Ο Έφις την άφηνε να τον ψαχουλεύει και χαιρόταν τη χάρη της. Η γριά όμως με ανέκφραστο το πρόσωπο και τα μάτια γυάλινα είπε με γλύκα:
«Ο μακαρίτης ντον Τζάμε γυρίζει πίσω.»
Η Γκριζέντα κοκάλωσε και το όμορφο πρόσωπο και τα όμορφα μάτια της πήραν αμυδρά την όψη της γιαγιάς της.
«Γυρίζει πίσω;»
«Αφήστε τα τώρα αυτά!» είπε ο Έφις απιθώνοντας το πανέρι στα πόδια του κοριτσιού, αλλά εκείνη άκουγε σαν μαγεμένη τα λόγια της γιαγιάς, και εκείνος κατεβαίνοντας το σοκάκι νόμιζε πως ξανάβλεπε το παρελθόν σε κάθε γωνιά. Να, εκεί κάτω, καθισμένος στο πέτρινο παγκάκι που ακουμπά στο γκρίζο σπίτι του Μιλέζου, ένας μεγαλόσωμος άντρας ντυμένος στα βελούδα. Το καφέ χρώμα της φορεσιάς του τονίζει το κόκκινο του προσώπου του και το μαύρο του γενιού του.
Δεν είναι ο ντον Τζάμε; Σαν κι εκείνον προτάσσει το στήθος του και έχει τους αντίχειρες μέσα στα τσεπάκια του γιλέκου του. Τα άλλα δάχτυλά του, κόκκινα, συμπλέκονται με τη χρυσή αλυσίδα του ρολογιού. Κάθεται εκεί όλη την ημέρα για να κοιτάζει τους περαστικούς και να τους κοροϊδεύει. Πολλοί αλλάζουν δρόμο επειδή τον φοβούνται και το ίδιο κάνει και ο Έφις, για να φτάσει στο σπίτι της τοκογλύφου χωρίς να γίνει αντιληπτός.
Μια αιμασιά από φραγκοσυκιές έζωνε σαν τοίχος βαρύς την αυλή της θεια Καλίνα. Εκείνη έγνεθε επίσης, ήταν μικροκαμωμένη και φορούσε κεντητές παντόφλες, χωρίς κάλτσες. Το μικρό της πρόσωπο ήταν πανιασμένο και τα μάτια της, μάτια αρπαχτικού, χρύσιζαν και γυάλιζαν στη σκιά της μαντίλας που φορούσε στο κεφάλι.
«Έφις, καρδούλα μου, πώς είσαι; Και οι κυράδες σου πώς είναι; Πώς και με θυμήθηκες;. Κάτσε, κάτσε, ξεκουράσου.»
Νωθρές κότες που τσιμπιόντουσαν κάτω από τα φτερά τους, ζωηρά γατάκια που κυνηγούσαν ροδαλά γουρουνάκια, περιστέρια λευκά και γλαυκά, ένα γαϊδούρι δεμένο σ’ έναν πάσαλο και τα χελιδόνια στον αέρα έδιναν στην αυλή την όψη της Κιβωτού του Νώε. Το σπιτάκι είχε για φόντο το παλιό, ανακαινισμένο σπίτι του Μιλέζου που ήταν ψηλό, με καινούργια σκεπή, αλλά με τους τοίχους εδώ κι εκεί φαγωμένους και γδαρμένους λες από τον χρόνο που πεισματώνει σε όσους θέλουν να του αρπάξουν τη λεία.
«Το κτήμα;», είπε ο Έφις ακουμπώντας στον τοίχο πλάι στη γυναίκα. «Καλά πάει. Φέτος θα έχουμε περισσότερα αμύγδαλα παρά φύλλα. Έτσι θα σε ξεχρεώσω, Καλί! Μην ανησυχείς….»
Εκείνη ζάρωσε τα άτριχα φρύδια της, ενώ παρακολουθούσε το νήμα από το αδράχτι.
«Δεν ανησυχώ, ξέρεις! Μακάρι να ’ταν όλοι σαν κι εσένα και τα εφτά σκούδα που μου χρωστάς να ήταν εκατό!»
«Ο διάολος να σε πάρει», σκαφτόταν ο Έφις. «Μου δάνεισες τέσσερα σκούδα τα Χριστούγεννα και τώρα τα έκανες κιόλας εφτά!»
«Λοιπόν, Καλί», πρόσθεσε χαμηλόφωνα με σκυμμένο το κεφάλι σαν να μιλούσε στα γουρουνάκια που μυρίζονταν με επιμονή τα πόδια του. «Καλί, δώσε μου άλλο ένα σκούδο! Έτσι θα γίνουν οχτώ, και τον Ιούλιο, μα την αλήθεια, θα σου τα επιστρέψω μέχρι την τελευταία δεκάρα…..»
Η τοκογλύφος δεν απάντησε αλλά τον κοίταξε για πολλή ώρα από πάνω μέχρι κάτω, σήκωσε το χέρι και τον μούντζωσε.
Ο Έφις τινάχτηκε και της έπιασε το χέρι, ενώ τα γουρουνάκια το έσκαγαν τρομαγμένα και από πίσω τους τα γατάκια και μέσα σ’ αυτή την αναμπουμπούλα οι κότες φτερούγιζαν.
«Καλί, που να σε πάρει ο διάολος, εάν δεν ήταν κάποιοι σαν κι εμένα, εσύ αντί να κάνεις την τοκογλύφο θα πήγαινες να μαζέψεις βδέλλες…»
«Καλύτερα να μαζεύω βδέλλες, παρά να μου πίνουν το αίμα κάποιοι σαν κι εσένα, συφοριασμένε! Ναι, βλάκα, θα σου το δώσω το σκούδο∙ και δέκα και εκατό θα σου δώσω, εάν θέλεις, όπως δίνω σε πιο καθωσπρέπει ανθρώπους από σένα, στις κυράδες σου, στους ευγενείς και τους συγγενείς των Βαρόνων, αλλά τις μούντζες θα σου τις δίνω πάντα, όσο θα είσαι ηλίθιος, δηλαδή μέχρι που να πεθάνεις…. Πάντα θα σου τις δίνω….»
Και πήγε να πάρει πέντε ασημένιες λίρες.
Ο Έφις έφυγε, με τα λεφτά στο χέρι, ενώ τον ακολουθούσαν οι ειρωνικοί αποχαιρετισμοί της γυναίκας.
«Πες στις κυράδες σου να φυλάγονται καλά.»
Εκείνος όμως ήταν αποφασισμένος να υποφέρει τα πάντα, αρκεί να κάνει καλή εντύπωση στον Τζατσιντίνο όταν φτάσει. Ήθελε ν’ αγοράσει έναν καινούργιο σκούφο για να τον υποδεχτεί και έτσι κατέβηκε στο μαγαζί του Μιλέζου, συμβιβασμένος ακόμη και με την ιδέα να χαιρετήσει τον άνθρωπο που καθόταν στο παγκάκι. Ήταν ο ντον Πρέντου, ο πλούσιος συγγενής των κυριών του.
Ο ντον Πρέντου απάντησε με ένα περιφρονητικό νεύμα της κεφαλής, από κάτω προς τα επάνω, καταδέχτηκε όμως να στήσει αυτί για ν’ ακούσει τι αγόραζε ο υπηρέτης.
«Δώσε μου ένα σκούφο, Αντόνι Φραντσί, αλλά να είναι μακρύς και όχι σκοροφαγωμένος….»
«Δεν τον πήρα δα και από το σπίτι των κυράδων σου», απάντησε ο κακόγλωσσος Μιλέζος. Και απ’ έξω ο ντον Πρέντου ξερόβηξε, σημάδι επιδοκιμασίας, ενώ ο μαγαζάτορας σκαρφάλωνε πάνω σε μια ξύλινη μικρή σκάλα.
«Όλα γερνούν και όλα μπορούν να ξανανιώσουν, σαν τον χρόνο», αντέτεινε ο Έφις, παρακολουθώντας με τα μάτια τη λεπτή φιγούρα του Μιλέζου που φορούσε ακόμη το μακρύ τριχωτό πανωφόρι του χωριού του.
Το μαγαζάκι ήταν μικρό αλλά γεμάτο έως απάνω. Στα ράφια κοκκίνιζαν τα τόπια με το σκαρλάτο και πλάι έλαμπε το πράσινο των μπουκαλιών με τη μέντα. Τα σακιά με το αλεύρι πρότασσαν τις άσπρες τους κοιλιές ενάντια στις μαύρες καμπούρες των βαρελιών με τις ρέγκες και στη μικρή βιτρίνα οι γυμνές γυναίκες των εικονογραφημένων καρτών χαμογελούσαν στα βάζα με τα μπαγιάτικα ζαχαρωτά και στα ρολά με τις ξεθωριασμένες κορδέλες.
Ενώ ο Μιλέζος έβγαζε από ένα κουτί τους μακριούς σκούφους από μαύρο πανί και ο Έφις μετρούσε με ανοιχτή την παλάμη την περίμετρό τους, κάποιος άνοιξε την μικρή πόρτα που έβγαζε στην αυλή και στο βάθος, με φόντο γιρλάντες από αμπέλι, φάνηκε, καθισμένη επάνω σε μια μεγάλη πολυθρόνα, μια επιβλητική γυναίκα που έγνεθε ήρεμη σαν βασίλισσα του παλιού καιρού.
«Να η πεθερά μου∙ ρώτησέ την να σου πει εάν αυτά τα σκουφιά δεν μου κοστίζουν εννιά πέζα», είπε ο Μιλέζος, ενώ ο Έφις δοκίμαζε ένα τραβώντας επάνω στο μέτωπό του το άνοιγμα του σκούφου και διπλώνοντας την κορυφή επάνω στο κεφάλι του. «Διάλεξες τον καλύτερο, δεν είσαι αφελής, όπως λένε! Δεν βλέπεις ότι είναι ένας γαμπριάτικος σκούφος;»
«Μου είναι στενός.»
«Επειδή είναι καινούργιος, άνθρωπέ μου, παρ’ τον. Εννιά πέζα∙ τζάμπα είναι.»
Ο Έφις τον έβγαλε και τον χάιδεψε σκεφτικός. Στο τέλος έβαλε πάνω στον πάγκο το νόμισμα που του έδωσε η τοκογλύφος.
Ο ντον Πρέντου έσκυψε να κοιτάξει από την πόρτα. Το γεγονός ότι ο Έφις αγόραζε ένα τόσο πολυτελή σκούφο τράβηξε την προσοχή και της πεθεράς του Μιλέζου. Κάλεσε τον υπηρέτη μ’ ένα νεύμα της κεφαλής και τον ρώτησε με μεγαλοπρεπές ύφος πώς ήταν οι κυράδες του. Στο κάτω κάτω ήταν γυναίκες ευγενικής καταγωγής και άξιζαν τον σεβασμό του καθωσπρέπει κόσμου. Μόνο οι τυχοδιώκτες νεόπλουτοι, σαν τον Μιλέζο τον γαμπρό της, μπορούσαν να μην τις έδειχναν τον πρεπούμενο σεβασμό.
«Δώσε τους τα χαιρετίσματά μου και πες στην ντόνα Ρουθ ότι σύντομα θα πάω να την επισκεφτώ. Ήμασταν πάντα καλές φίλες με την ντόνα Ρουθ, αν και εγώ δεν είμαι από ευγενική γενιά.»
«Εσείς έχετε την ευγένεια στην ψυχή», απάντησε γαλαντόμος ο Έφις, εκείνη όμως έστριψε ελαφρά το αδράχτι σαν να ήθελε να πει «δεν βαριέσαι!»
«Και ο αδελφός μου ο Ρετόρος εκτιμάει πολύ τις κυράδες σου. Με ρωτάει πάντα: “πότε θα ξαναπάμε μαζί με τις κυρίες στο πανηγύρι της Παναγίας του Ριμέντιο;” »
«Ναι», συνέχισε με ένα τόνο νοσταλγίας, «στα νιάτα μας πηγαίναμε όλοι μαζί στο πανηγύρι. Διασκεδάζαμε με το τίποτα. Τώρα ο κόσμος φαίνεται ότι ντρέπεται να γελάει.»
Ο Έφις δίπλωνε προσεχτικά τον σκούφο του.
«Πρώτα ο Θεός, φέτος οι κυράδες μου θα πάνε στο πανηγύρι…. για να προσευχηθούν και όχι για να διασκεδάσουν….»
«Χαίρομαι που τ’ ακούω. Πες μου κάτι, εάν επιτρέπεται: είναι αλήθεια ότι έρχεται ο γιος της Λία; Το λέγανε σήμερα εδώ, στο μαγαζί.»

Καθώς ο Μιλέζος πλησίασε στην πόρτα και γελούσε με κάτι που ο ντον Πρέντου του έλεγε χαμηλόφωνα, ο Έφις αναφώνησε με αξιοπρέπεια.
«Αλήθεια είναι! Βρίσκομαι εδώ, στο χωριό, γιατί πρέπει να του αγοράσω ένα άλογο.»
«Ένα άλογο από καλάμι;» ρώτησε τότε ο ντον Πρέντου, γελώντας ηλίθια. «Α, να γιατί σε είδα να βγαίνεις από τη φωλιά της Καλίνα.»
«Κι εσάς τι σας νοιάζει; Από εσάς δεν ζητήσαμε ποτέ τίποτα!»
«Φυσικά, ανόητε! Δεν θα σας έδινα ποτέ τίποτε! Μια καλή συμβουλή μόνο, αυτή ναι! Αφήστε αυτό το παλικάρι εκεί που βρίσκεται!»
Αλλά ο Έφις βγήκε από το μαγαζί με το κεφάλι ψηλά, με το σκούφο στη μασχάλη, και απομακρυνόταν δίχως να απαντήσει.
Κεφάλαιο τρίτο
Άδικα όμως τις μέρες που ακολούθησαν και για εβδομάδες οι αδελφές Πιντόρ περίμεναν τον ανιψιό.
Η ντόνα Έστερ ζύμωσε για την περίσταση ψωμί, ένα ψωμί άσπρο και λεπτό σαν την όστια, όπως συνηθίζεται μόνο στις γιορτές, και κρυφά από τις αδελφές της αγόρασε και ένα κουτί μπισκότα. Στο κάτω κάτω ήταν ένας επισκέπτης εκείνος που θα ερχότανε και η φιλοξενία είναι πράγμα ιερό. Η ντόνα Ρουθ από τη μεριά της ονειρευόταν κάθε βράδυ τον ερχομό του ανιψιού και κάθε μέρα κατά τις τρεις, την ώρα που έφτανε η ταχυδρομική άμαξα, κρυφοκοίταζε από την εξώπορτα. Η ώρα όμως περνούσε και όλα παρέμεναν ακίνητα τριγύρω.
Στις αρχές του Μάη η ντόνα Νοέμι έμεινε μόνη στο σπίτι επειδή οι αδελφές της είχαν πάει στο πανηγύρι της Παναγίας του Ριμέντιο, όπως συνήθιζαν πάντα εδώ και πάρα πολλά χρόνια, για να προσκυνήσουν – όπως έλεγαν – αλλά και για να διασκεδάσουν λιγάκι.
Της Νοέμι δεν της άρεσε ούτε το ένα ούτε το άλλο, και όμως, την ώρα που καθόταν στη ζεστή σκιά του σπιτιού, εκείνο το μακρόσυρτο, φωτεινό απομεσήμερο, παρακολουθούσε με τη σκέψη νοσταλγικά το ταξίδι των αδερφάδων της. Ξανάβλεπε την γκρίζα και στρογγυλή εκκλησούλα όμοια με μεγάλη αναποδογυρισμένη φωλιά στη μέση της χλόης που σκέπαζε τη μεγάλη αυλή, τις πέτρινες καλύβες γύρω γύρω όπου στριμωχνόταν ένα πολύχρωμο και γραφικό πλήθος, σαν τσιγγάνοι, το κακοφτιαγμένο μπαλκόνι με κολόνες πάνω από την καλύβα του ιερέα και το γαλάζιο βάθος του τοπίου, τα δέντρα που θρόιζαν και τη θάλασσα που γυάλιζε εκεί κάτω ανάμεσα στις ασημένιες θίνες. Φέρνοντας στη μνήμη της όλα αυτά τα ευχάριστα πράγματα της ερχόταν να κλάψει, αλλά δάγκωνε τα χείλη της γιατί ένοιωθε ντροπή απέναντι στον εαυτό της για την αδυναμία της.
Κάθε χρόνο η άνοιξη την αναστάτωνε: τα όνειρα της ζωής ξανάνθιζαν μέσα της, όπως τα ρόδα ανάμεσα στις πέτρες του παλιού νεκροταφείου, αλλά καταλάβαινε ότι ήταν μια περίοδος κρίσης, μια αδυναμία που θα περνούσε με τις πρώτες ζέστες του καλοκαιριού και άφηνε τη φαντασία της να ταξιδεύει σπρωγμένη από τη νυσταλέα ηρεμία που λίμναζε ολόγυρα, στην κόκκινη από της παπαρούνες αυλή, στο σκιερό από κάποιο περαστικό σύννεφο Βουνό, σε όλο το χωριό που οι μισοί του κάτοικοι ήταν στο πανηγύρι.
Να την λοιπόν με την σκέψη της εκεί κάτω.
Της φαίνεται πως είναι ακόμη κοριτσάκι, επάνω στο μπαλκόνι του ιερέα, μια βραδιά του Μάη. Ολόγιομο το χάλκινο φεγγάρι βγαίνει από τη θάλασσα και όλος ο κόσμος μοιάζει να είναι από χρυσάφι και μαργαριτάρια. Το ακορντεόν με τους παραπονιάρικους ήχους του γεμίζει την αυλή που την φωτίζει η φωτιά από τα κιτρινόξυλα με την κοκκινωπή της λάμψη και προβάλλει επάνω στο γκρίζο του τοίχου την ευκίνητη και μελαχρινή φιγούρα του μουζικάντη, τα βιολετί πρόσωπα των γυναικών και των αγοριών που χορεύουν χορούς της Σαρδηνίας. Οι σκιές κινούνται αλλόκοτες πάνω στην ποδοπατημένη χλόη και στους τοίχους της εκκλησίας. Λάμπουν τα χρυσά κουμπιά, τα ασημένια σιρίτια από τις στολές, τα τάστα του ακορντεόν. Όλα τα άλλα χάνονται μέσα στο μαργαριταρένιο μισοσκόταδο της φεγγαρόφωτης νύχτας. Η Νοέμι δεν θυμόταν να είχε πάρει ποτέ ενεργό μέρος στο πανηγύρι, ενώ οι μεγαλύτερες αδελφές της γελούσαν και διασκέδαζαν. Όσο για τη Λία, εκείνη καθόταν μαζεμένη σαν το λαγό σε μια χλοερή γωνιά της αυλής∙ ίσως από τότε σχεδίαζε τη φυγή της.
Το πανηγύρι διαρκούσε εννιά μέρες και οι τρεις τελευταίες ήταν όλο κυκλικούς χορούς με μουσικές και τραγούδια. Η Νοέμι στεκόταν πάντα στο μπαλκόνι, ανάμεσα στα απομεινάρια από το φαγοπότι, γύρω της γυάλιζαν τα άδεια μπουΚαλία, τα σπασμένα πιάτα, κανένα μήλο με το ψυχρό του πράσινο χρώμα, ένας δίσκος και ένα κουταλάκι ξεχασμένα. Και τ’ αστέρια ακόμα έλαμπαν πάνω από την αυλή σαν να τα είχε συνεπάρει ο ρυθμός του χορού. Όχι, εκείνη δε χόρευε, δε γελούσε, της ήταν αρκετό όμως να βλέπει τους άλλους να διασκεδάζουν επειδή είχε την ελπίδα ότι θα μπορούσε κι εκείνη να πάρει μέρος στο πανηγύρι της ζωής.
Τα χρόνια όμως περνούσαν και το πανηγύρι της ζωής γινόταν μακριά από το χωριουδάκι, κι έτσι η αδελφή της η Λία, για να μπορέσει να πάρει μέρος σ’ αυτό, το ’σκασε από το σπίτι...
Εκείνη, η Νοέμι, είχε απομείνει στο ερειπωμένο μπαλκόνι του παλιού σπιτιού, όπως κάποτε στο μπαλκόνι του ιερέα.
Την ώρα που έγερνε ο ήλιος στη δύση κάποιος χτύπησε στην εξώπορτα που εκείνη την είχε πάντα κλειστή.
Ήταν η γριά Ποτόι που είχε έρθει να τη ρωτήσει αν χρειαζότανε τις υπηρεσίες της. Αν και η Νοέμι δεν της ζήτησε να μείνει, εκείνη κάθισε καταγής, με τους ώμους της στον τοίχο. Έλυσε την μαντίλα από τον στολισμένο της λαιμό και άρχισε να μιλάει με νοσταλγία για το πανηγύρι.
«Όλοι είναι εκεί, και τα εγγόνια μου, η Παναγιά μαζί τους. Όλοι εκεί είναι και δροσίζονται, επειδή βλέπουν τη θάλασσα….»
«Γιατί δεν πήγατε κι εσείς;»
«Και το σπίτι, κυρά μου; Όσο φτωχικό κι αν είναι ένα σπίτι δεν πρέπει να το αφήνει κανείς μόνο, αλλιώς θα μπει το στοιχειό. Οι γέροι μένουν, οι νέοι φεύγουν!»
Αναστέναξε και έσκυψε για να δει και να διορθώσει τα κοράλλια στο στήθος της. Διηγήθηκε για τον καιρό που κι εκείνη πήγαινε στο πανηγύρι με τον άντρα της, την κόρη της και τις καλές της γειτόνισσες. Έπειτα σήκωσε το βλέμμα και κοίταξε προς το παλιό νεκροταφείο.
«Αυτές τις μέρες μου φαίνεται πως βλέπω αναστημένους όλους τους πεθαμένους. Όλοι πήγαιναν να διασκεδάσουν εκεί πέρα. Σα να βλέπω τη μητέρα σας, τη ντόνα Μαρία Κριστίνα, καθισμένη στον πάγκο στη γωνιά της μεγάλης αυλής. Έμοιαζε βασίλισσα με την κίτρινη φούστα της και το μαύρο, κεντητό της σάλι. Και οι γυναίκες από πολλά χωριά κάθονταν γύρω της σαν να ήταν υπηρέτριές της….. Μου έλεγε: Ποτόι, έλα, δοκίμασε αυτόν τον καφέ, πώς σου φαίνεται, είναι καλός; - Ναι, τόσο καταδεχτική ήτανε. Α, γι’ αυτό δεν μ’ αρέσει να ξαναπάω εκεί πέρα. Μου φαίνεται ότι έχω αφήσει κάτι εκεί και δεν θα το ξαναβρώ πια….»
Η Νοέμι επιδοκίμασε ζωηρά, με το κεφάλι σκυμμένο στο εργόχειρό της. Η φωνή της γριάς της φαινόταν να είναι η ηχώ από το δικό της παρελθόν.
«Και ο ντον Τζάμε, κυρά μου; Ήταν η ψυχή του πανηγυριού. Όλο φώναζε, έμοιαζε με θύελλα, αλλά κατά βάθος ήταν καλός. Το ουράνιο τόξο έρχεται πάντα μετά την καταιγίδα. Α, ναι, αυτές τις μέρες ακριβώς, όταν κάθομαι να γνέσω, μου φαίνεται ότι ακούω ποδοβολητά αλόγου… Να τος, είναι εκείνος, που πάει στο πανηγύρι, καβάλα στο μαύρο του άτι, με τα δισάκια γεμάτα…. Περνάει και με χαιρετά: Ποτόι, έρχεσαι καβάλα; Εμπρός, ξελογιάστρα!»
Συγκινημένη μιμούνταν τη φωνή του ευγενούς νεκρού. Έπειτα, ξαφνικά, συνεχίζοντας τις σκέψεις της, ρώτησε:
«Και ο ντον Τζατσιντίνο δεν θα έρθει;»
Η Νοέμι πήρε αυστηρό ύφος, επειδή δεν επέτρεπε σε κανένα να ανακατεύεται στα πράγματα του σπιτιού της.
«Εάν έρθει, καλώς να ορίσει», απάντησε ψυχρά, αλλά μόλις έφυγε η γριά ξανάπιασε το μίτο των συλλογισμών της. Ζούσε τόσο έντονα το παρελθόν, που το παρόν δεν την ενδιέφερε πια σχεδόν καθόλου.
Όσο η ζεστή σκιά του σπιτιού σκέπαζε την αυλή κι η μυρωδιά του φλόμου έφτανε από τον κάμπο, τόσο πιο έντονα θυμόταν την φυγή της Λία. Να, είναι ένα δειλινό σαν κι αυτό∙ το λευκοπράσινο Βουνό γέρνει πάνω από το σπίτι, όλος ο ουρανός χρυσίζει. Η Λία είναι στις επάνω κάμαρες και πηγαινοέρχεται σιωπηλή. Προβάλλει στο μπαλκόνι χλωμή, μαυροντυμένη με μαύρα μαλλιά που λες και παίρνουν κάποιες γαλαζόχρυσες ανταύγειες από τον ουρανό. Κοιτάζει κάτω προς το κάστρο, έπειτα σηκώνει ξαφνικά τα βαριά βλέφαρα και τινάζεται ολόκληρη κουνώντας τα χέρια. Μοιάζει με χελιδόνα που ετοιμάζεται να πετάξει. Κατεβαίνει, πηγαίνει στο πηγάδι, ποτίζει τα λουλούδια και ενώ το γλυκό άρωμα από τις βιόλες ανακατεύεται με την αψιά μυρωδιά του φλόμου, τα πρώτα αστέρια ανεβαίνουν πάνω από το Βουνό.
Η Λία πάει να καθίσει ψηλά στη σκάλα, με το χέρι στην τριχιά και τα μάτια καρφωμένα στο μισοσκόταδο.
Η Νοέμι την θυμόταν πάντοτε έτσι, όπως την είδε την τελευταία φορά περνώντας πλάι της για να πάει για ύπνο. Κοιμόντουσαν μαζί στο ίδιο κρεβάτι, αλλά το βράδυ εκείνο άδικα την περίμενε. Αποκοιμήθηκε περιμένοντάς την και ακόμη την περιμένει...
Τα υπόλοιπα μπερδεύονταν στη μνήμη της: ώρες και μέρες αγωνίας και μυστηριώδους τρόμου όπως όταν έχει κανείς υψηλό πυρετό…. Ξανάβλεπε μόνο το χλωμό και συσταλμένο πρόσωπο του Έφις που έσκυβε για να κοιτάξει καταγής σαν να έψαχνε κάτι χαμένο.
« Κυράδες μου, σιωπή, σιωπή!», μουρμούριζε, αλλά ο ίδιος έτρεχε εδώ κι εκεί στο χωριό και ρωτούσε σε όλους εάν είχαν δει τη Λία και έσκυβε να κοιτάξει μέσα στα πηγάδια και κατασκόπευε στις ερημιές.
Κατόπιν γύρισε ο ντον Τζάμε…..
Όταν το θυμόταν αυτό μια αντάρα σαν από καταιγίδα αχολογούσε μες στο μυαλό της Νοέμι και κάθε φορά ένοιωθε την ανάγκη ν’ αλλάζει θέση, σαν να ήθελε ν’ απαλλαγεί από έναν εφιάλτη.
Έτσι, σηκώθηκε και ανέβηκε στην κάμαρά της, στην ίδια όπου κάποτε κοιμόταν με τη Λία. Το ίδιο κρεβάτι από σκουριασμένο σίδερο στολισμένο με ξεθωριασμένα φύλλα χρυσού, με τσαμπιά από σταφύλι που κάποια ρόγα εδώ κι εκεί διατηρούσε, όπως στα αληθινά, άγουρα τσαμπιά, λίγο κόκκινο και βιολετί χρώμα. Οι ίδιοι τοίχοι ασβεστωμένοι, τα καδράκια με τις μαύρες κορνίζες και τις παλιές λιθογραφίες που κανείς μες στο σπίτι δεν ήξερε την αξία τους. Η ίδια σκοροφαγωμένη ντουλάπα που επάνω της ήταν τοποθετημένα στη σειρά πορτοΚαλία και λεμόνια και γυάλιζαν με το φως του δειλινού σαν χρυσαφένιοι καρποί.
Η Νοέμι άνοιξε την ντουλάπα για να ξαναβάλει εκεί το εργόχειρό της και οι μεντεσέδες έτριξαν μες στη σιωπή σαν χορδή βιολιού, ενώ ο ήλιος, τώρα πια χωρίς ακτίνες, έριχνε μια ροζ αναλαμπή στα ασπρόρουχα που ήταν τοποθετημένα επάνω σε ράφια ντυμένα με χαρτί τιρκουάζ.
Όλα ήταν σε τάξη εκεί μέσα: επάνω μερικά φθαρμένα παπλώματα, μεταξωτά χαλιά, μάλλινες κουβέρτες που από την πολλή χρήση είχαν πάρει το κίτρινο χρώμα του κρόκου, πιο κάτω τα ασπρόρουχα που μύριζαν κυδώνι και κάνιστρα φτιαγμένα από ασφόδελο και βούρλα που στο κιτρινωπό τους φόντο διαγράφονταν σχέδια σε μαύρο χρώμα βάζων, ψαριών και ειδωλίων της πρωτόγονης τέχνης της Σαρδηνίας.
Η Νοέμι ξανάβαλε το εργόχειρό της μέσα σε ένα από αυτά τα κάνιστρα και ανασήκωσε ένα άλλο. Από κάτω ήταν ένα πάκο χαρτιά, τα χαρτιά της οικογένειας: τα συμβόλαια, οι διαθήκες, τα πρακτικά μιας δικαστικής διένεξης, όλα δεμένα σφιχτά με ένα κίτρινο κορδελάκι για το κακό μάτι. Το κίτρινο κορδελάκι, που δεν εμπόδισε να περάσει η γη τους σε άλλα χέρια και τη διένεξη να την κερδίσουν οι αντίπαλοι, έδενε με τα άλλα νεκρά χαρτιά και ένα γράμμα που η Νοέμι, κάθε φορά που σήκωνε το μικρό πανέρι, το κοίταζε, όπως κοιτάζει κανείς από την ακτή το πτώμα ενός ναυαγού που το σπρώχνει ελαφρά το κύμα.
Ήταν το γράμμα της Λία μετά την φυγή της.
Εκείνη τη μέρα οι αναμνήσεις τής έκαναν κακό. Η απομάκρυνση των αδερφάδων της και ένας ενστικτώδης φόβος μοναξιάς την έφερναν πίσω στο παρελθόν. Το πορτοΚαλί φως του δειλινού, το Βουνό σκεπασμένο με μαβιά πέπλα, η μυρωδιά του απογεύματος, όλα οδηγούσαν την ψυχή της είκοσι χρόνια πριν. Σιωπηλή, σκουρόχρωμη φιγούρα μπροστά στο διάχυτο φως ανάμεσα στο παραθυράκι και στην ντουλάπα, έμοιαζε η ίδια μια μορφή του παρελθόντος που βγήκε από το παλιό νεκροταφείο για να επισκεφτεί το εγκαταλειμμένο σπίτι. Έβαλε πάλι σε τάξη τα παπλώματα και τα πανέρια, έκλεισε, ξανάνοιξε∙ το ντουλάπι έτριζε και έμοιαζε να είναι το μόνο ζωντανό πράγμα μέσα στο σπίτι.
Τελικά το αποφάσισε και τράβηξε το γράμμα από το πάκο των χαρτιών. Ήταν λευκό ακόμα μέσα στο λευκό φάκελο, σαν να το είχαν γράψει χθες και να μην το είχε διαβάσει κανείς ακόμη.
Η Νοέμι κάθισε στο κρεβάτι, αλλά μόλις ξεδίπλωσε το χαρτί και ακούμπησε το χέρι στην μπρούτζινη σφαίρα του κρεβατιού, κάποιος χτύπησε στην εξώπορτα: στην αρχή ένα χτύπημα, έπειτα τρία, και μετά συνεχόμενα.
Σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε προς την αυλή με τρομαγμένα μάτια.
«Δεν μπορεί να είναι ο ταχυδρόμος∙ πέρασε ήδη….»
Τα χτυπήματα αντηχούσαν μέσα στη σιωπηλή αυλή. Έτσι χτυπούσε ο πατέρας της όταν αργούσαν να του ανοίξουν…..
Άφησε το γράμμα και έτρεξε κάτω, αλλά όταν έφτασε στην εξώπορτα σταμάτησε για ν’ ακούσει. Η καρδιά της χτυπούσε, σαν να έπεφταν τα χτυπήματα στο στήθος της.
«Θεέ μου! Θεέ μου! Δεν μπορεί να είναι αυτός….»
Τελικά ρώτησε λίγο απότομα:
«Ποιος είναι;»
«Φίλος», απάντησε μια ξένη φωνή.
Η Νοέμι όμως δεν κατάφερνε να ανοίξει, τόσο πολύ έτρεμαν τα χέρια της.
Ένας νέος άντρας που έμοιαζε με εργάτη, ψηλός και χλωμός, ντυμένος στα πράσινα, με κίτρινα σκονισμένα παπούτσια και μικρό μουστάκι στο χρώμα των παπουτσιών, στεκόταν μπροστά στην εξώπορτα στηριζόμενος σε ένα ποδήλατο. Μόλις είδε την Νοέμι έβγαλε το σκούφο του που άφησε τα χνάρια του πάνω στα πυκνά του μαλλιά που χρύσιζαν και της χαμογέλασε αφήνοντας να φανούν τα όμορφα δόντια του ανάμεσα στα σαρκώδη χείλη.
Εκείνη τον γνώρισε αμέσως από τα μάτια, μάτια μεγάλα, αμυγδαλωτά με γαλαζοπράσινο χρώμα∙ ήταν τα μάτια των Πιντόρ, αλλά η αναστάτωσή της μεγάλωσε όταν ο ξένος πήδησε επάνω στα σκαλιά της εξώπορτας και την έσφιξε στα δυνατά του μπράτσα.
«Θεία Έστερ! Εγώ είμαι…. Οι άλλες θείες;»
«Είμαι η Νοέμι….», είπε λίγο προσβεβλημένη, αλλά αμέσως σκλήρυνε τη στάση της. «Δεν σε περιμέναμε. Η Έστερ και η Ρουθ είναι στο πανηγύρι….»
«Έχει πανηγύρι;», είπε σηκώνοντας το ποδήλατο που επάνω του ήταν δεμένη μια σκονισμένη βαλίτσα. «Α, ναι, θυμάμαι: το πανηγύρι της Παναγίας του Ριμέντιο. Α, μάλιστα…..»
Του φαινόταν να αναγνωρίζει το μέρος που βρισκόταν. Να το υπόστεγο της αυλής που τόσες φορές έφερνε στο νου της η μητέρα του. Έβαλε εκεί το ποδήλατό του και άρχισε να λύνει την βαλίτσα χτυπώντας την με ένα μαντήλι για αν διώξει τη σκόνη.
Η Νοέμι σκεφτόταν:
«Πρέπει να φωνάξω την θεια-Ποτόι, να την στείλω στον Έφις…. Πώς να κάνω μόνη μου; Α, εκείνες ήξεραν ότι θα ερχόταν και με άφησαν μόνη….»
Το αγΚαλίασμα εκείνου του άγνωστου άντρα που ήρθε ποιος ξέρει από πού, από τους δρόμους του κόσμου, της προκαλούσε έναν αόριστο φόβο, γνώριζε όμως καλά τις υποχρεώσεις της φιλοξενίας και δεν μπορούσε να τις παραβεί.
«Μπες μέσα. Θέλεις να πλυθείς; Θα ανεβάσουμε μετά επάνω την βαλίτσα. Θα φωνάξω μια γυναίκα που μας υπηρετεί….. Τώρα είμαι μόνη στο σπίτι….. και δεν σε περίμενα…..»
Προσπαθούσε να κρύψει την φτώχια τους, αλλά φαίνεται πως εκείνος γνώριζε και γι’ αυτήν, επειδή χωρίς να περιμένει να τον εξυπηρετήσουν, αφού κουβάλησε την βαλίτσα στο δωμάτιο που η θεία Έστερ είχε ήδη προετοιμάσει γι’ αυτόν – το παλιό δωμάτιο των ξένων, στο βάθος του μπαλκονιού – ξανακατέβηκε άνετος και πήγε να πλυθεί στο πηγάδι σαν τον υπηρέτη.
Η Νοέμι τον ακολούθησε με την πετσέτα στο χέρι.
«Ναι, ήρθα από την Τερανόβα. Τι δρόμος! Πετάει κανείς! Ναι, πρέπει να πέρασα μπροστά από την εκκλησία, αλλά δεν πήρα είδηση για το πανηγύρι. Ναι, το χωριό μοιάζει ερημικό. Είναι πολύ ξεπεσμένο, ναι….»
Απαντούσε ναι σε όλες τις ερωτήσεις της Νοέμι, αλλά έδειχνε πολύ αφηρημένος.
«Γιατί δεν έγραψα; Μετά το γράμμα της θείας Έστερ ήμουν αβέβαιος. Έπειτα αρρώστησα κιόλας και…. δεν ήξερα…. Για να σας πω την αλήθεια το αποφάσισα προχθές∙ ήταν και ένας φίλος που έφευγε… Χθες, λοιπόν, μιας και η θάλασσα ήταν ήρεμη, αναχώρησα….»
Ενώ σκουπιζόταν κατευθυνόταν προς την κουζίνα. Η Νοέμι τον ακολουθούσε.
«Η Έστερ του έγραψε! Κι αυτός αναχώρησε, έτσι, σα να πάει σε γιορτή!»
Εκείνος κάθισε στον παλιό πάγκο, απέναντι από το Βουνό που έριχνε την βιολετί του σκιά μέσα στην κουζίνα, έβαλε τα μακριά του πόδια το ένα επάνω στο άλλο, σταύρωσε τα μακριά του μπράτσα στο στήθος ψαύοντάς τα με τα λευκά του χέρια. Η Νοέμι παρατήρησε ότι οι κάλτσες του ήταν πράσινες, ένα πραγματικά περίεργο χρώμα για αντρικές κάλτσες, και άναψε τη φωτιά μονολογώντας πάλι:
«Ώστε η Έστερ του έγραψε κρυφά; Ας τον περιποιηθεί εκείνη τώρα!»
Και ένοιωθε έναν αδιόρατο φόβο να στρέψει, να κοιτάξει εκείνη την αντρική φιγούρα που ήταν κάπως παράξενη, πράσινη και κίτρινη, ακίνητη πάνω στον πάγκο απ’ όπου λες και δεν θα ξανασηκωνόταν πια.
Εκείνος όμως ξανάρχισε να μιλά για το ταξίδι, για το μοναχικό δρόμο και ρώτησε πόση ώρα χρειάζεται για να φτάσει στο Νούορο. Ήθελε να πάει στο Νούορο όπου υπήρχε ένας διαχειριστής ενός ατμοκίνητου μύλου, φίλος του πατέρα του, που του είχε υποσχεθεί μια θέση.
Η Νοέμι σηκώθηκε χαμογελώντας.
«Πόση ώρα; Δεν ξέρω να σου πω πόση ώρα είναι με το ποδήλατο. Λίγη ώρα. Εγώ πήγα στο Νούορο πριν πολλά χρόνια με το άλογο. Ο δρόμος είναι όμορφος και η πόλη είναι όμορφη, βέβαια. Ο αέρας είναι καλός και ο κόσμος είναι καλός. Εκεί δεν έχει πυρετούς μαλάριας, όπως εδώ, και όλοι μπορούν να δουλεύουν και να κερδίζουν χρήματα. Όλοι οι ξένοι πλούτισαν εκεί πέρα, ενώ εδώ λες και είμαστε σε τόπο νεκρών…»
«Ναι, ναι, αυτό είναι αλήθεια!»
Πήγε να πάρει αυγά για να του κάνει μια ομελέτα.
«Βλέπεις, εδώ ούτε κρέας δεν έχουμε κάθε μέρα. Κρασί δεν βρίσκει πια κανείς…. Και αυτός ο διαχειριστής του μύλου πώς ονομάζεται; Τον γνωρίζεις;»
Όχι, δεν τον γνώριζε, αλλά ήταν σίγουρος πως όταν πήγαινε στο Νούορο θα την έπαιρνε τη θέση.
Η Νοέμι χαμογελούσε με μνησικακία και ειρωνεία, σκυμμένη πάνω από την ομελέτα: έτσι εύκολα βρίσκεται μια θέση! Τόσοι ψάχνουν μια θέση!
«Μα εσύ εγκατέλειψες την δουλειά που είχες;», ρώτησε βιαστικά χωρίς να ανασηκώσει τα μάτια.
Ο Τζατσίντο δεν απάντησε αμέσως. Φαινόταν ν’ ανησυχεί για την κατάληξη που θα είχε η ομελέτα που εκείνη γύριζε προσεχτικά μες στο τηγάνι.
Μερικές σταγόνες λάδι έπεσαν επάνω στην πυροστιά, γεμίζοντας την κουζίνα με τσίκνα. Έπειτα το τηγάνισμα συνεχίστηκε ήρεμα και ο Τζατσίντο είπε:
«Ήταν μια παλιοδουλειά! Και δεν ήταν και σίγουρη…. Με τόσες ευθύνες!.....»
Δεν είπε τίποτε άλλο και η Νοέμι δεν τον ξαναρώτησε. Η ελπίδα να φύγει αυτός γρήγορα για το Νούορο την έκανε καλή και υπομονετική. Έστρωσε το τραπέζι στην τραπεζαρία που ήταν δίπλα, εγκαταλειμμένη και υγρή σαν καντίνα, και άρχισε να τον σερβίρει ζητώντας συγνώμη που δεν μπορούσε να του προσφέρει τίποτα άλλο.
«Σ’ αυτό το χωριό πρέπει να ικανοποιείται κανείς με ό, τι βρίσκει…..»
Ο Τζατσίντο έσπαζε τα καρύδια με τα δυνατά του χέρια και έστηνε το αυτί στα κουδουνίσματα των κοπαδιών που περνούσαν πίσω από το σπίτι. Είχε σχεδόν νυχτώσει. Το Βουνό σκοτείνιασε και εκεί, μέσα στο υγρό δωμάτιο με τους πράσινους από την υγρασία τοίχους, ήταν σαν να βρισκόταν κανείς μέσα σε σπηλιά, μακριά από τον κόσμο. Η περιγραφή του πανηγυριού που έκανε η Νοέμι τον εντυπωσίαζε. Την κοίταζε λίγο κουρασμένος και νυσταγμένος, κι εκείνη, μαύρη φιγούρα με φόντο το λαμπερό ακόμη παράθυρο, με τα πυκνά μαλλιά και τα μικρά χέρια ακουμπισμένα στο φτωχικό τραπέζι, πρέπει να του θύμιζε τις νοσταλγικές διηγήσεις της μητέρας του, επειδή άρχισε να ρωτάει για πρόσωπα του χωριού που είχαν πεθάνει ή που δεν ενδιέφεραν καθόλου την Νοέμι.
«Ο θείος Πιέτρο; Πώς είναι αυτός ο θείος Πιέτρο; Είναι ο πλουσιότερος, ε; Πόσα μπορεί να έχει;»
«Είναι πλούσιος, βέβαια, αλλά είναι ένας στριμμένος! Ξιπασμένος και τσιγκούνης σαν Εβραίος.»
«Δανείζει λεφτά σαν τοκογλύφος;»
Η Νοέμι κοκκίνισε επειδή, παρ’ όλο που οι σχέσεις της με τον εξάδελφο ήταν τεταμένες, της φαινόταν να την βρίζουν προσωπικά όταν αποκαλούσαν τοκογλύφο έναν ευγενή Πιντόρ.
«Ποιος σου το είπε αυτό; Μην το ξαναπείς ούτε για αστείο….»
«Ο Ρετόρος και η αδελφή του όμως είναι πραγματικοί τοκογλύφοι. Είναι πλούσιοι; Πόσα έχουν;»
«Ούτε αυτοί, τι κάθεσαι και λες τώρα; Ίσως ο Μιλέζος, αλλά με δίκαιο διάφορο∙ τριάντα τοις εκατό, όχι παραπάνω….»
«Και αυτό είναι δίκαιο διάφορο; Τότε τι είναι τα άλλα;»
Τότε η Νοέμι έσκυψε στο τραπέζι και ψιθύρισε:
«Και χίλια τα εκατό… Και καμιά φορά περισσότερο».
Ο Τζατσίντο όχι μόνο δεν εντυπωσιάστηκε αλλά έβαλε να πιεί και είπε σκεφτικός:
«Ναι, και σ’ εμάς η τοκογλυφία έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις….. Ο ανιψιός του καρδινάλιου Ραμπόλα έτσι καταστράφηκε!....»
Μετά το δείπνο θέλησε να βγει. Ρώτησε πού ήταν το ταχυδρομείο και η Νοέμι τον οδήγησε μέχρι τον δρόμο και του έδειξε την μικρή πλατεία στο βάθος προς το σπίτι του Μιλέζου.
Μόλις εκείνος απομακρύνθηκε, κοίταξε τριγύρω της και κατέβηκε μέχρι το σπιτάκι της γριάς Ποτόι. Η μικρή πόρτα ήταν ανοιχτή, αλλά στο εσωτερικό ήταν σκοτάδι και μόνο μετά το δειλό κάλεσμα της Νοέμι η γριά έκανε την εμφάνισή της μέσα από το πυκνό σκοτάδι της τρώγλης κρατώντας ένα δαυλί αναμμένο. Το κοκκινωπό αμυδρό φως έκανε να σπιθοβολούν τα κοσμήματά της.
«Θεια-Ποτόι, εγώ είμαι. Πρέπει να στείλετε εξάπαντος κάποιον να φωνάξει τον Έφις. Ήρθε ο Τζατσίντο. Μετά να έρθετε να κοιμηθείτε μαζί μου. Φοβάμαι να μείνω μόνη…. με έναν ξένο…»
«Θα πάω να φωνάξω κάποιον για να τον στείλω στο κτήμα. Εγώ όμως στο σπίτι σας δεν έρχομαι, όχι. Το σπίτι δεν το αφήνω στα χέρια του στοιχειού….»
Και για να μην μπει το στοιχειό όσο θα έλειπε, άφησε αναμμένο το δαυλί στο κατώφλι της πόρτας.
Κεφάλαιο τέταρτο
Μια μεγάλη φωτιά από αναμμένα σχίνα, όπως την είχε δει μικρή η Νοέμι, άναβε στην αυλή της Παναγίας του Ριμέντιο, φωτίζοντας τους μαυρισμένους τοίχους του ναού και των καλυβιών τριγύρω.
Ένα αγόρι έπαιζε το ακορντεόν, αλλά οι πιστοί, που μόλις είχαν βγει από την παράκληση και προετοίμαζαν το δείπνο ή έτρωγαν ήδη μέσα στις καλύβες, δεν το αποφάσιζαν ν’ αρχίσουν το χορό.
Ήταν ακόμη νωρίς∙ στον φωτεινό ουρανό του δειλινού ξεχώριζαν τα πρώτα αστέρια και πίσω από τον πυργίσκο του μπαλκονιού το λιόγερμα κοκκίνιζε σβήνοντας λίγο λίγο.
Γαλήνη βασίλευε στο αυτοσχέδιο χωριό και οι νότες του ακορντεόν, οι φωνές και τα γέλια μέσα στις καλύβες των προσκυνητών έμοιαζε να έρχονται από μακριά.
Εδώ κι εκεί μπροστά σε μικρές φωτιές αναμμένες κατά μήκος των τοίχων έσκυβε η μαύρη φιγούρα καμιάς γυναίκας που μαγείρευε.
Οι άντρες, που είχαν έρθει την παραμονή για να μεταφέρουν τις οικοσκευές, είχαν κιόλας φύγει με τα κάρα και τα άλογά τους. Έμειναν οι γυναίκες, οι γέροι, τα μικρά και μερικοί έφηβοι και όλοι αυτοί, παρ’ όλο που πίστευαν πως ήταν εκεί για μετάνοια, προσπαθούσαν να διασκεδάσουν όσο το δυνατόν καλύτερα.
Οι κυρίες Πιντόρ είχαν στη διάθεσή τους δυο καλύβες από τις παλιότερες (κάθε χρόνο κατασκευάζονταν νέες) που ονομάζονταν επί τούτου sas muristenes de sas damas, επειδή είχαν γίνει σχεδόν ιδιοκτησία τους σαν αποτέλεσμα δώρων και δωρεών που έκαναν στην εκκλησία οι πρόγονοί τους από τον καιρό ακόμα που οι αρχιεπίσκοποι της Πίζας στη διάρκεια επισκέψεων του ποιμνίου τους στη Σαρδηνία ξεμπάρκαραν στο πιο κοντινό λιμάνι και έκαναν λειτουργίες στον ιερό τόπο.
Να ακόμη, ανάμεσα στις δυο καλύβες, στη γωνία της αυλής το πέτρινο κάθισμα ακουμπισμένο στον τοίχο όπου η θεια-Ποτόι είχε δει την ντόνα Μαρία Κριστίνα περιτριγυρισμένη σαν Βαρόνη από όλες τις γυναίκες των υποταχτικών που πήγαιναν να προσκυνήσουν στην εκκλησία.
Τώρα η ντόνα Έστερ και η ντόνα Ρουθ κάθονταν ταπεινές και ντυμένες στα μαύρα σαν δυο καλόγριες, με τη λευκή μαντίλα στο κεφάλι και τα χέρια σταυρωμένα κάτω από τις ποδιές τους, έχοντας στο νου τους τη Νοέμι που βρισκόταν μακριά και τον Τζατσίντο που κι αυτός ήταν μακριά.
Το δείπνο τους ήταν λιτό: χυλός από γάλα που δεν φούσκωνε το στομάχι και άφηνε διαυγή και φωτεινή τη σκέψη σαν το μεγάλο ανοιξιάτικο ουρανό. Και όμως, πότε πότε την ντόνα Έστερ την κυρίευαν οι τύψεις και από το μυαλό της περνούσε μια κρυφή, ένοχη σχεδόν, σκέψη. Ο Τζατσιντίνο….. το γράμμα που του έγραψε κρυφά…. Πλάι τους, καθισμένη καταγής με την πλάτη στον τοίχο και τα χέρια γύρω από τα γόνατα, η Γκριζέντα γελούσε κοιτάζοντας το αγόρι που έπαιζε το ακορντεόν. Στη διπλανή καλύβα οι συγγένισσές της, μαζί με τις οποίες είχε έρθει στο πανηγύρι, δειπνούσαν καθισμένες καταγής γύρω από ένα δισάκι απλωμένο αντί για τραπεζομάντιλο και ενώ μια από αυτές νανούριζε ένα μωρό που αποκοιμιόταν κουνώντας τα χεράκια του, η άλλη καλούσε το κορίτσι.
«Γκριζέντα, καλή μου, έλα, πάρε τουλάχιστον ένα κομμάτι τηγανίτα! Τι θα πει η γιαγιά σου; Ότι σ’ αφήσαμε να πεθάνεις από την πείνα;»
«Γκριζέντα, δεν ακούς που σε φωνάζουν; Κάνε αυτό που σου λένε», είπε η ντόνα Έστερ.
«Α, ντόνα Έστερ μου! Πεινάω μόνο… για χορό!»
«Τζουαναντό! Έλα να φας! Δεν βλέπεις πως η μουσική σου είναι σαν τον άνεμο; Έδιωξε όλον τον κόσμο.»
«Περίμενε να γεμίσουν τ’ ασκιά και θα δεις!», είπε η τοκογλύφος, βγαίνοντας στο πορτάκι δεξιά από τις κυρίες Πιντόρ και καθαρίζοντας τα δόντια με το νύχι της.
Και εκείνη είχε τελειώσει το δείπνο και για να μην χάνει τον καιρό της άρχισε να γνέθει στο φως της φωτιάς.
Τότε ανάμεσα σ’ αυτή, στις Πιντόρ, στο κορίτσι και στις γυναίκες μέσα άρχισε η συνηθισμένη κουβέντα: όπως στο χωριό όλο το χρόνο μιλούσαν για το πανηγύρι, τώρα που βρίσκονταν στο πανηγύρι μιλούσαν για το χωριό.
«Δεν καταλαβαίνω πώς αφήσατε μόνο το σπίτι κυρά Καλί, πώς το αφήσατε μόνο;», είπε ένα ψηλό κορίτσι που κουβαλούσε κάτω από την ποδιά ένα δοχείο με πηγμένο γάλα, δώρο του παπά στις κυρίες Πιντόρ.
«Νατόλια, καρδούλα μου! Εγώ δεν άφησα στο σπίτι τους θησαυρούς που άφησε στο δικό του το αφεντικό σου ο Ρετόρος!»
«Δεν το πιστεύω! Δώστε μου τότε το κλειδί. Θα πάω να ψάξω στο σπίτι σας και μετά θα το σκάσω για τις μεγάλες πόλεις!»
«Νομίζεις πως στις μεγάλες πόλεις καλοπερνάνε;», ρώτησε η ντόνα Ρουθ με ύφος σοβαρό και η ντόνα Έστερ, που είχε αδειάσει στο μεταξύ το γάλα και επέστρεφε το δοχείο στη Νατόλια με ένα νόμισμα μισής πέζας μέσα για φιλοδώρημα, σταυροκοπήθηκε:
«Ο Θεός να μας φυλάει!»
Και οι δυο το ίδιο πράγμα σκεφτόντουσαν, τη φυγή της Λία, τον ερχομό του Τζατσίντο και έκπληκτες άκουσαν την Γκριζέντα να ψιθυρίζει:
«Μα αφού εκείνοι που μένουν στις μεγάλες πόλεις θέλουν να έρθουν εδώ!»
Ο κόσμος άρχισε να βγαίνει στην αυλή. Στις μικρές πόρτες πρόβαλαν οι γυναίκες που σκούπιζαν το στόμα με τις ποδιές τους και έπειτα κυνηγούσαν τα μικρά παιδιά για να τα πιάσουν και να τα βάλουν για ύπνο.
Μια από τις συγγένισσες της Γκριζέντα πήγε στον οργανοπαίχτη και του έδωσε μια τηγανίτα διπλωμένη στα τέσσερα.
«Φάε, αγόρι μου! Τι θα πει η γιαγιά σου; Ότι δεν σε ταΐζω;»
Το αγόρι πρότεινε το πρόσωπο, δάγκωσε μια μπουκιά από την τηγανίτα και συνέχισε να παίζει.
Κανείς όμως δεν αποφάσιζε ν’ αρχίσει το χορό έτσι που η Γκριζέντα και η Νατόλια, εκνευρισμένες από την αδιαφορία των γυναικών, είπαν με αυθάδεια:
«Το ξέρουμε δα! Εάν δεν έχει άντρες δεν διασκεδάζετε!»
«Να ’ταν εδώ τουλάχιστον ο Έφις, ο υπηρέτης της ντόνας Ρουθ! Ακόμη και αυτός θα σας ήταν αρκετός!»
«Είναι γέρος σαν τις πέτρες! Τι να τον κάνω τον Έφις; Καλύτερα να χορέψω μ’ ένα κλαδί σκίνου!»
Αλλά ξαφνικά το σκυλί του παπά, αφού γαύγισε επάνω στο μπαλκόνι, έτρεξε αλυχτώντας έξω από την αυλή και οι γυναίκες σταμάτησαν να πειράζονται μεταξύ τους και πήγαν να δουν. Δυο άντρες ανέβαιναν από τη δημοσιά και ενώ ο ένας καθόταν επάνω σε μια μικρή καμήλα, ο άλλος ήταν σκυμμένος επάνω σε μια μεγάλη ακρίδα που τα φτερά της έμοιαζε να ανεβοκατεβάζουν τα μακριά πόδια του καβαλάρη. Η λάμψη της φωτιάς φώτιζε τις μυστηριώδεις μορφές τους όσο πλησίαζαν ανεβαίνοντας. Η πρώτη ήταν εκείνη του Έφις επάνω σ’ ένα άλογο φορτωμένο με δισάκια και μαξιλάρια και η άλλη ήταν ενός ξένου επάνω σε ένα ποδήλατο που άστραφτε κόκκινο διασχίζοντας σαν βέλος την αυλή.
Η Γκριζέντα πετάχτηκε όρθια ακουμπώντας στον τοίχο, τόσο πολύ είχε ταραχτεί. Και το ακορντεόν σταμάτησε να παίζει.
«Ντόνα Έστερ μου! Ο ανιψιός σας.»
Οι αδελφές σηκώθηκαν τρέμοντας και η ντόνα Έστερ μίλησε χαμηλόφωνα με μια φωνή που έμοιαζε το βέλασμα μικρού κατσικιού.
«Τζατσιντίνο!....... Τζατσιντίνο!........ Ανιψιέ μου….. Δεν είναι όραμα αυτό; Εσύ είσαι;…..»
Κατέβηκε από το ποδήλατο μπροστά τους και κοίταζε τριγύρω σαστισμένος. Ένοιωσε μέσα στα χέρια του τα στεγνά χέρια της θείας και με φόντο τον μαύρο τοίχο είδε το χλωμό πρόσωπο και τα μάτια σαν μαργαριτάρια της Γκριζέντα.
Έπειτα όλες οι γυναίκες τον περικύκλωσαν, τον κοίταζαν, τον άγγιζαν, τον ρωτούσαν. Η ζεστασιά από τα σώματά τους σαν να τον διέγειρε∙ χαμογέλασε, του φάνηκε ότι βρισκόταν στο μέσο μιας μεγάλης οικογένειας και άρχισε να τους αγκαλιάζει όλους. Κάποιες γυναίκες πετάχτηκαν προς τα πίσω, μερικές έβαλαν τα γέλια σηκώνοντας το πρόσωπο για να τον δουν.
«Το συνηθίζουν στον τόπο σου; Μας μπέρδεψε με την ντόνα Έστερ και την ντόνα Ρουθ! Νομίζει πως είμαστε όλες θείες του!»¨
Ο Έφις, στο μεταξύ, αφού κατέβασε τα μαξιλάρια, τα κουβάλησε μέσα στην άδεια καλύβα περνώντας λοξά από το στενό πορτάκι. Η Γκριζέντα τον βοήθησε να τ’ απλώσει επάνω στο χτιστό πάγκο, κατά μήκος του τοίχου, και σκούπισε η ίδια το δωματιάκι και έστρωσε το μικρό κρεβάτι, την ώρα που στο διπλανό καλύβι ακουγόταν ο Τζατσιντίνο να απαντά με σεβασμό και σχεδόν με δειλία στις ερωτήσεις που του έκαναν οι θείες του.
«Μάλιστα κυρία, από την Τερανόβα με το ποδήλατο. Σιγά την απόσταση! Ένα πήδημα είναι! Με έναν δρόμο τόσο επίπεδο και ήσυχο μπορεί κανείς να γυρίσει τον κόσμο σε μια μέρα. Ναι, η θεία Νοέμι έμεινε με το στόμα ανοιχτό όταν με είδε. Σίγουρα δεν με περίμενε και ίσως πίστευε ότι λάθεψα πόρτα!»
Κάθε λέξη του και η ξενική του προφορά έκαναν την καρδιά της Γκριζέντα να σκιρτάει. Δεν είχε διακρίνει καλά το πρόσωπο του νέου που ήρθε από τόπο μακρινό, αλλά πρόσεξε την ψηλή του κορμοστασιά και τα πυκνά μαλλιά του που χρύσιζαν σαν τη φλόγα. Και ένοιωθε ήδη κάτι σαν ζήλια επειδή η Νατόλια, η υπηρέτρια του παπά, χώθηκε μέσα στο καλύβι των Πιντόρ και μιλούσε μαζί του.
Τι ξεδιάντροπη που ήταν η Νατόλια! Για να αρέσει στον ξένο κορόιδευε ακόμη και τις καλύβες, που στο κάτω κάτω ήταν ιερές, επειδή τις κατοικούσαν οι πιστοί και ανήκαν στην εκκλησία.
«Ούτε στη Ρώμη δεν έχει μέγαρα σαν κι αυτά! Κοιτάξτε τι κουρτίνες! Τις έβαλαν οι αράχνες τζάμπα, με τη θέληση του Θεού.»
«Και άντε να μετρήσετε τα ποντίκια! Εάν το βράδυ ακούσετε να σέρνονται πόδια, μην νομίσετε ότι είμαι εγώ, ντον Τζατσί!»
Η Γκριζέντα δάγκωσε τα χείλη και χτύπησε στον τοίχο για να σωπάσει η Νατόλια.
«Υπάρχουν και τα πνεύματα. Τα ακούτε;»
«Ω, κάποια γυναίκα χτυπάει!», είπε απλά η ντόνα Ρουθ.
«Πνεύματα, ποντίκια και γυναίκες για μένα είναι το ίδιο πράγμα», απάντησε ήρεμα ο Τζατσίντο.
Και η Γκριζέντα από την άλλη μεριά, ακουμπισμένη στη μεσοτοιχία, άρχισε να γελά δυνατά. Άκουγε τη φωνή του νέου όπως πριν λίγο άκουγε τον ήχο του ακορντεόν, και γελούσε από ευχαρίστηση, και όμως κατά βάθος ήθελε να κλάψει.
Εξ άλλου όλοι ήταν ευτυχισμένοι, αλλά σοβαροί, μέσα στη φτωχική καλύβα των Πιντόρ.
«Μου φαίνεται πως ονειρεύομαι», έλεγε η ντόνα Έστερ, σερβίροντας το δείπνο στον ανιψιό, ενώ η ντόνα Ρουθ τον κοίταζε επίμονα με μάτια λαμπερά και ο Έφις έβγαζε από το δισάκι ένα βαρελάκι κρασί και έτσι όπως ήταν σκυμμένος έστρεφε για να χαμογελάσει στα αφεντικά του.
Ο Τζατσίντο έτρωγε καθισμένος στο χτιστό πάγκο που είχε διάφορες χρήσεις: τραπεζιού και κρεβατιού. Και εκείνος επίσης πίστευε πως ονειρευόταν.
Μετά την ψυχρή υποδοχή που του έκανε η Νοέμι ένοιωσε εκείνο που πραγματικά ήταν, ξένος ανάμεσα σε κόσμο διαφορετικό από εκείνον. Τώρα όμως έβλεπε τις θείες του να τον σερβίρουν όλο φροντίδα, τον υπηρέτη να του χαμογελά σαν να ήταν μωρό, τα κορίτσια να τον κοιτάζουν με τρυφεράδα και λαιμαργία, άκουγε τη μονότονη μουσική του ακορντεόν, διέκρινε τις σκιές που χόρευαν μες στη λάμψη της φωτιάς και σκεφτόταν ότι η ζωή του θα έπρεπε να περνά έτσι πάντα, φανταστική και χαρούμενη.
«Χρειάζεται προσαρμογή», είπε ο Έφις προσφέροντάς του να πιεί.
«Κοίτα το νερό. Γιατί λένε πως είναι σοφό; Επειδή παίρνει τη μορφή του δοχείου όπου το χύνουμε.»
«Και το κρασί, μου φαίνεται!»
«Και το κρασί, ναι! Μόνο που το κρασί καμιά φορά αφρίζει και χύνεται, το νερό όχι.»
«Και το νερό, όταν το βάζουμε στη φωτιά να βράσει», είπε η Νατόλια.
Τότε η Γκριζέντα έτρεξε εκεί μέσα, άρπαξε από το χέρι την υπηρέτρια και την έσυρε έξω.
«Άσε με! Τι έπαθες;»
«Επειδή δε σέβεσαι τον ξένο!»
«Γκριζέ! Μύγα σε τσίμπησε και σου ’στριψε;»
«Ναι, και γι’ αυτό θέλω να χορέψω.»
Μερικές γυναίκες είχαν κιόλας μαζευτεί γύρω από τον οργανοπαίχτη, απλώνοντας τα χέρια για ν’ αρχίσουν το χορό. Τα κουμπιά των κορσέδων τους σπίθιζαν στη λάμψη της φωτιάς, οι σκιές τους διασταυρώνονταν πάνω στο γκριζωπό έδαφος. Σιγά σιγά μπήκαν στη σειρά πιασμένες από τα χέρια και σήκωσαν τα πόδια ξεκινώντας τα πρώτα βήματα του χορού. Ήταν όμως άκαμπτες και δισταχτικές και έμοιαζε να υποβαστάζουν η μια την άλλη.
«Είναι φανερό πως λείπει το βαστάγι! Λείπει ο άντρας. Φωνάξτε τουλάχιστον τον Έφις!», φώναξε η Νατόλια και, μιας και η Γκριζέντα την τσιμπούσε στο μπράτσο, πρόσθεσε: «Α, που να σε τσιμπήσει η σφίγγα! Και αυτόν θέλεις να σεβαστώ;»
Αλλά μόλις άκουσε τις φωνές ο Έφις βγήκε έξω και άρχισε να προχωράει χτυπώντας τα πόδια στο ρυθμό και κουνώντας τα χέρια σαν πραγματικός χορευτής. Τραγουδούσε συνοδεύοντας το χορό:
Στη γιορτή πήγα….. στη γιορτή….
Όταν έφτασε κοντά στην Γκριζέντα της έπιασε το μπράτσο, μπήκε στη σειρά με τις γυναίκες που χόρευαν και φάνηκε να ζωντανεύει πραγματικά το χορό με την παρουσία του. Τα πόδια των γυναικών κινιόντουσαν ζωηρότερα, ενώνονταν, σέρνονταν, σηκώνονταν∙ τα σώματα είχαν γίνει πιο ευκίνητα, τα πρόσωπα έλαμπαν από χαρά.
«Να το βαστάγι. Εμπρός, κουράγιο!»
«Όπα! Όπα!»
Μια μαγική κλωστή έμοιαζε να συνδέει τις γυναίκες διεγείροντάς τες με τρόπο κόσμιο και φλογερό. Η σειρά των γυναικών άρχισε να διπλώνεται σχηματίζοντας αργά έναν κύκλο. Κάθε τόσο μια γυναίκα έμπαινε στο χορό∙ έλυνε τα χέρια από δυο διπλανές και τα ένωνε με τα δικά της και έτσι μεγάλωνε η κόκκινη και μαύρη γιρλάντα πίσω από την οποία κινιόταν το κρόσσι των σκιών. Και τα πόδια σηκώνονταν όλο και πιο γρήγορα, χτυπούσαν το ένα το άλλο και ταρακουνούσαν τη γη λες και ήθελαν να την βγάλουν από την ακινησία της.
«Όπα! Όπα!»
Και το ακορντεόν έπαιζε πιο χαρούμενα και πιο ζωηρά. Φωνές χαράς αντηχούσαν, άγριες σχεδόν, σαν να ζητούσαν από τη μουσική του χορού περισσότερη ζωντάνια, περισσότερη ηδονή.
«Ούι! Ούιιι!»
Όλοι έτρεξαν να δούνε και εκεί στο βάθος, στη γωνία της αυλής η Γκριζέντα διέκρινε τα χρυσαφένια μαλλιά του Τζατσίντο ανάμεσα στις δυο λευκές μαντίλες από τις θείες του.
«Μπαρμπα-Έφις κάντε να χορέψει το βαφτιστήρι σας!», είπε η Νατόλια.
«Αυτός κι αν είναι ένα βαστάγι!»
«Βάλε τον πλάι στην εκκλησία και θα νομίζεις ότι είναι το καμπαναριό.»
«Πάψε, Νατόλια, γλωσσού.»
«Τα μάτια σου μιλάνε πιο πολύ από τη γλώσσα μου, Γκριζέ.»
«Φωτιά να σε κάψει!»
«Πάψτε γυναίκες και μπείτε στο χορό.»
Στη γιορτή πήγα….. στη γιορτή….
«Ούι! Ούιιι!»
Η φωνή τρεμούλιαζε σαν χλιμίντρισμα, και οι γάμπες των γυναικών διαγράφονταν ανάγλυφες κάτω από τις σκουρόχρωμες φούστες και τα κοντά τους πόδια προεξείχαν από τον κόκκινο ποδόγυρο που κυμάτιζε και κινούνταν όλο και πιο ζωηρά, παίρνοντας φωτιά από την ευχαρίστηση του χορού.
«Ντον Τζατσίντο! Ελάτε!»
«Όπα! Όπα!»
«Ελάτε επιτέλους! Ελάτε!»
Όλες οι γυναίκες κοίταζαν προς τα εκεί χαμογελώντας. Τα δόντια γυάλιζαν στην άκρη από το στόμα τους.
Εκείνος σηκώθηκε σαν να δραπέτευε από τη φυλακή των δυο γηραιών κυριών, αλλά όταν έφτασε στη μέση της αυλής σταμάτησε αναποφάσιστος. Τότε ο κύκλος των γυναικών ξανάνοιξε, έγινε πάλι μια σειρά, προχώρησε να συναντήσει τον ξένο, όπως στα παιδικά παιχνίδια, τον περικύκλωσε, τον πήρε και τον έκλεισε μέσα του.
Ανάμεσα στη Γκριζέντα και στη Νατόλια, ψηλός, διαφορετικός από όλους έμοιαζε να είναι το μαργαριτάρι στο δαχτυλίδι του χορού και ένοιωθε το χέρι της Γκριζέντα να εγκαταλείπεται τρέμοντας λιγάκι μέσα στο δικό του, ενώ τα σκληρά και ζεστά δάχτυλα της Νατόλια μπλέκονταν δυνατά με τα δικά του σαν να ήταν εραστές.
Και ο παπάς ακόμη βγήκε από την καλύβα του, κοίταξε τριγύρω, ήρεμος και κόκκινος σαν μωρό φαλακρό ακόμη και στη συνέχεια πήγε να καθίσει πλάι στις κυρίες Πιντόρ.
«Ωραίο παλικάρι ο ανιψιός σας, ντόνα Ρουθ!»
Έβγαλε την ασημένια ταμπακιέρα, την κούνησε, την άνοιξε και την πρόσφερε πρώτα στην ντόνα Έστερ, έπειτα στην ντόνα Ρουθ και τέλος στην ίδια την Καλίνα.
«Ωραίο παλικάρι, ντόνα Έστερ, αλλά προσοχή.»
Σήκωσε το ράσο για να ξαναβάλει στην τσέπη την ταμπακιέρα και ξαναδίπλωσε και έστριψε το τιρκουάζ μαντήλι του χτυπώντας τις άκρες του στο στήθος.
«Ντόνα Έστερ, προσοχή. Κι εμείς χορέψαμε όταν είχαμε φτερά στα πόδια. Και τώρα τι κάνετε, κυρά μου;»
Η ντόνα Έστερ έκλαιγε από χαρά, αλλά προσποιήθηκε ότι φταρνιζόταν.
«Σαν πιπέρι είναι το ταμπάκο σας, παπα-Πασκά!»
Ο πιο ευτυχισμένος από όλους ήταν ο Έφις. Ξαπλωμένος πάνω σ’ ένα σωρό χόρτα, μέσα σε ένα από τα άδεια κελιά, του φαινόταν ακόμη πως χόρευε και θαύμαζε τον Τζατσίντο. Και του χαμογελούσε όπως του χαμογελούσαν οι γυναίκες. Να, η φιγούρα του «παλικαριού» είχε ήδη πάρει μέσα στη ζωή του την καλύτερη θέση, όπως στον κύκλο του χορού.
Και με τη σκέψη ξαναγύριζε στη στιγμή που έτρεξε στο σπίτι των αφεντικών του για να δει το γιο της Λία: τι στιγμή! Ήταν τόσο μεγάλη η χαρά του που δεν θυμόταν τι είχε πει, τι είχε κάνει. Ξανάβλεπε μόνο την παγερή αλλά ανήσυχη μορφή της Νοέμι να τον παρακολουθεί και να του λέει σαν να ήταν μυστικό:
«Πηγαίνετε, άντε, πηγαίνετε στο πανηγύρι…. Πηγαίνετε, σας περιμένουν».
Τους έδιωξε και το πρόσωπό της φωτίστηκε μόνο την ώρα του αποχαιρετισμού στην εξώπορτα που την έκλεισε μπροστά της.
Όταν περνούσαν κάτω από το κτηματάκι σταμάτησαν για λίγο και ο Έφις έδειξε με την τρυφερότητα ενός εραστή τον λόφο του, το φρύδι του λόφου όπου τα καλάμια τρεμούλιαζαν βαμμένα ροζ από το ηλιοβασίλεμα, το καλύβι κρυμμένο μέσα στις πρασινάδες να τον περιμένει.
«Εδώ μένω όλο το χρόνο. Εσείς θα έρθετε όταν θα είναι έτοιμα τα λαχανικά και τα φρούτα για να τα πάτε στο χωριό… Το άλογό σας όμως δεν αντέχει το δισάκι!», πρόσθεσε μισοκλείνοντας τα μάτια μπροστά στη λάμψη του ποδηλάτου.
«Θα φύγω για το Νούορο!», είπε ο Τζατσιντίνο κοιτάζοντας ωστόσο το κτήμα από κάτω προς τα επάνω, όπως κοιτάζουμε έναν άνθρωπο.
«Θα έρθετε καμιά φορά! Πριν πιάσουν οι ζέστες, και έπειτα το φθινόπωρο είναι ωραία στη σκιά εκεί πάνω! Και τη νύχτα; Το φεγγάρι μας κρατά συντροφιά σαν νύφη και τα καρπούζια εδώ κάτω στο περιβόλι μοιάζουν τότε σαν κρυστάλλινες φούσκες.»
«Ναι, καμιά φορά θα έρθω», υποσχέθηκε ο Τζατσίντο κατεβαίνοντας με σβελτάδα από το ποδήλατο σαν πουλί.
Ήταν εκείνος που πρότεινε να επισκεφτούν το κτηματάκι, παρασυρμένος σχεδόν από τις περιγραφές του συντρόφου του.
Και το επισκέφτηκαν αφήνοντας χαμηλά το άλογο για να βοσκήσει κανένα κλαδί από την αιμασιά του φράχτη.
Ο Έφις έδειξε στο καινούργιο του νεαρό αφεντικό τα αναχώματα που κατασκεύασε ο ίδιος με πρωτόγονες μεθόδους και ο νέος παρατηρούσε με θαυμασμό τις ογκώδεις πέτρες που μάζεψε εκείνος ο μικροκαμωμένος άνθρωπος και στη συνέχεια κοίταζε τον ίδιο σαν να ήθελε να υπολογίσει καλύτερα το μεγαλειώδες της κατασκευής.
«Όλα μόνος; Τι δύναμη! Θα πρέπει να ήσουν δυνατός στα νιάτα σου!»
«Ναι, ήμουν δυνατός! Και το μονοπάτι, εγώ δεν το ’φτιαξα κι αυτό;»
Το μονοπάτι σκαρφάλωνε προς τα επάνω, ενισχυμένο και αυτό από τοιχία ξερολιθιάς. Με αναχώματα υποστηρίζονταν το φρύδι της πλαγιάς και τα υψώματα του κτήματος. Ήταν ένα έργο υπομονής, γερό που θύμιζε εκείνα των αρχαίων προγόνων που έχτισαν τα νουράγκε.
Και ανεβαίνοντας ψηλά σταματούσαν σε κάθε πλατύσκαλο και έστρεφαν για να θαυμάσουν το έργο του μικροκαμωμένου ανθρώπου, και ο ξένος είχε απορίες μικρού παιδιού που διασκέδαζαν τον υπηρέτη.
«Το ποτάμι ξεχειλίζει το χειμώνα;»
«Τι είναι αυτό;» ρωτούσε τραβώντας προς το μέρος του κανένα κλαδί λεύκας.
Δεν γνώριζε ούτε τα δέντρα ούτε τα χόρτα∙ δεν ήξερε ότι τα ποτάμια ξεχειλίζουν την άνοιξη! Να η γραμμή σπαρμένη με ρεβίθια που κιτρίνιζαν ήδη μέσα στον αιχμηρό τους λοβό. Να οι ντοματιές που σχηματίζουν φράχτη κατά μήκος της υγρής αυλακιάς, να ένα χωραφάκι από νάρκισσους λες, αλλά είναι από πατάτες, να τα κρεμμυδάκια που σαλεύουν με το αεράκι σαν να είναι ασφόδελοι, να και τα λάχανα αυλακωμένα από πράσινες, φωτεινές κάμπιες. Σύννεφα από άσπρες και κιτρινωπές πεταλούδες πέταγαν εδώ κι εκεί, κάθονταν και μπερδεύονταν στα λουλούδια των μπιζελιών, οι ακρίδες πετιόντουσαν και ξανάπεφταν σαν να τις παρέσερνε ο αγέρας, οι μέλισσες βούιζαν γύρω από τις ξερολιθιές και έμοιαζαν χρυσές από τη γύρη των λουλουδιών όπου κάθονταν. Μια σειρά παπαρούνες φλέγονταν ανάμεσα στο μονότονο πράσινο του χωραφιού με τα κουκιά.
Και μια βαθιά σιγαλιά όλο μυρωδιές έπεφτε με τις σκιές από τους φράχτες, και όλα ήταν ζεστά και γεμάτα λησμονιά σ’ εκείνη τη γωνιά του κόσμου, περιφραγμένη από τις φραγκοσυκιές σαν από τείχος βλάστησης, τόσο που ο ξένος, μόλις έφτασε μπροστά στο καλύβι έπεσε πάνω στη χλόη και επιθυμούσε να μη συνεχίσει το ταξίδι.
Από το ένα καλάμι στο άλλο επάνω στο λόφο τα σύννεφα του Μάη περνούσαν λευκά και απαλά σαν γυναικεία πέπλα. Εκείνος κοίταζε τον καταγάλανο ουρανό και του φαινόταν πως ήταν ξαπλωμένος σ’ ένα όμορφο κρεβάτι με μεταξωτά σκεπάσματα.
Έβλεπε τον Έφις ν’ ανοίγει το καλύβι, να στρέφει και να τον καλεί με μια πονηρή χειρονομία, έπειτα να επιστρέφει κουβαλώντας κάτι κρυμμένο πίσω από την πλάτη και να γονατίζει κλείνοντάς του το μάτι. Ονειρευόταν;
Ανασηκώθηκε και κάθισε αγκαλιάζοντας τα γόνατα με τα μπράτσα του κάνοντας τον ακατάδεχτο στην αρχή και παίρνοντας στη συνέχεια τη ζωγραφισμένη νεροκολοκύθα γεμάτη κίτρινο κρασί που του πρόσφερε ο υπηρέτης. Τελικά ήπιε: ήταν γλυκό κρασί και αρωματικό όπως το κεχριμπάρι και πίνοντάς το έτσι, από το στενό στόμιο της νεροκολοκύθας, του έδινε σχεδόν μια αίσθηση ηδονής.
Ο Έφις κοίταζε, γονατιστός σαν να προσκυνούσε. Ήπιε κι εκείνος και του ήρθε να κλάψει.
Οι μέλισσες κάθισαν επάνω στη νεροκολοκύθα. Ο Τζατσίντο έκοψε το βλαστό μιας βρώμης που βρισκόταν ανάμεσα στα διπλωμένα του πόδια και κοιτάζοντας καταγής ρώτησε:
«Πώς ζούνε οι θείες μου;»
Είχε φτάσει η στιγμή των αποκαλύψεων. Ο Έφις κούνησε τη νεροκολοκύθα εδώ κι εκεί, δεξιά και αριστερά.
«Κοιτάξτε, κύριε, μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι η κοιλάδα ήταν της οικογένειάς σας. Ήταν άνθρωποι ισχυροί! Τώρα πια έχει απομείνει μόνο αυτό το κτηματάκι, αλλά είναι σαν την καρδιά που χτυπά και στο στήθος των ηλικιωμένων. Ζούμε από αυτό».
«Μα τι αγύριστο κεφάλι ο παππούς μου! Εκείνος κατέστρεψε την οικογένεια…..»
«Εάν δεν υπήρχε εκείνος, η αφεντιά σας δεν θα είχε γεννηθεί!»
Ο Τζατσίντο σήκωσε τα μάτια και τα χαμήλωσε πάλι. Μάτια γεμάτα απελπισία.
«Και γιατί γεννιόμαστε;»
«Καλό και αυτό! Επειδή είναι θέλημα Θεού!»
Ο Τζατσίντο δεν απάντησε∙ κοίταζε πάντα καταγής και τα βλέφαρά του ανοιγόκλειναν σαν να ήταν έτοιμος να κλάψει. Ήπιε όμως πάλι, υποχωρητικός, κλείνοντας τα μάτια, ενώ ο Έφις κάθισε οκλαδόν κρατώντας ένα από τα πέλματα του στα χέρια.
«Δεν είστε ευχαριστημένος που ήρθατε, ντον Τζατσιντί;»
«Μην με λες έτσι», είπε τότε ο νέος. «Εγώ δεν είμαι ευγενής, δεν είμαι τίποτε! Να μου μιλάς στον ενικό, όπως κάνω εγώ. Εάν είμαι ευχαριστημένος; Όχι. Ήρθα εδώ γιατί δεν ήξερα πού να πάω…. Εκεί υπάρχει πολύς κόσμος… Εκεί πρέπει να είναι κανείς κακός για να κάνει την τύχη του. Δεν μπορείς να καταλάβεις! Υπάρχουν πολλοί πλούσιοι….. Υπάρχει όμως και πολύς κόσμος…..»
Κουνούσε τα δάχτυλα και είχε το χέρι απλωμένο, σαν να έδειχνε το πλήθος και ο Έφις κοίταζε το πόδι του και ψιθύριζε με τρυφερότητα και λύπηση:
«Ψυχή μου!»
Και θα επιθυμούσε να σκύψει επάνω στο απελπισμένο «παλικάρι» και να του πει: εδώ είμαι εγώ, δεν θα σου λείψει τίποτε! – αλλά δεν κατάφερε άλλο παρά να του προσφέρει πάλι τη νεροκολοκύθα όπως η μητέρα προσφέρει το στήθος στο μωρό της που κλαίει.
«Το ξέρουμε δα τι παλιόκοσμος είναι εκεί! Εδώ όμως είναι διαφορετικά, μπορεί κανείς να κάνει και την τύχη του ακόμη. Θα σας διηγηθώ πώς έκαμε ο Μιλέζος….. Ήρθε εδώ μια μέρα σαν το πουλί που δεν έχει φωλιά….»
Αλλά ο Τζατσίντο άκουγε απογοητευμένος με χαμηλωμένο το κεφάλι, στραβώνοντας λίγο το στόμα από αηδία, και ξαφνικά ανάγειρε με τον αγκώνα να στηρίζεται στη χλόη και το κεφάλι να ακουμπά στο χέρι του, ενώ μασούσε με θυμό το βλαστό της βρώμης.
«Εάν ήξερες! Τι μπορείς να ξέρεις όμως εσύ; Στη Ρώμη υπάρχει ένας πρίγκιπας που έχει εκτάσεις όσο είναι όλη η Σαρδηνία και ένας άλλος, ένας αυτοδημιούργητος, που όταν συμβαίνουν εθνικές συμφορές προσφέρει περισσότερα χρήματα και από τον βασιλιά.»
«Και στη Σαρδηνία υπάρχει ένας καλόγερος που έχει τριακόσια σκούδα εισόδημα την ημέρα», είπε ο Έφις ταπεινά, αλλά μετά ύψωσε τη φωνή: «Τριακόσια σκούδα, καταλαβαίνετε, κύριε;»
Ο κύριος όμως δεν φάνηκε να εκπλήσσεται. Ύστερα από λίγο όμως ρώτησε.
«Πού βρίσκεται; Μπορώ να τον γνωρίσω;»
«Βρίσκεται στο Καλαντζάνους, στην Γκαλούρα.»
Πολύ μακριά. Και ο Τζατσίντο, με αφηρημένο βλέμμα, ξανάρχισε τις ιστορίες για τα μυθικά πλούτη των Στεριανών Κυρίων, για τις κακές τους συνήθειες και τη διαφθορά τους.
«Και αυτοί είναι άνθρωποι ευχαριστημένοι;» ρώτησε ο Έφις, σχεδόν θυμωμένα.
«Κι εμείς είμαστε άνθρωποι ευχαριστημένοι;»
«Εγώ ναι, κύριε μου! Πιείτε, πιείτε και κάντε κουράγιο!»
Ο Τζατσίντο ήπιε και ο Έφις έχυσε έπειτα τις τελευταίες σταγόνες καταγής. Οι μέλισσες πλησίασαν και τριγύρω σχηματίστηκε ένας γλυκός βόμβος.
Μόλις όμως φτάσανε στο Ριμέντιο το αγόρι φάνηκε να είναι ευχαριστημένο. Είχε αγκαλιάσει τις θείες του και τις άλλες γυναίκες, είχε φάει καλά και είχε χορέψει σαν βοσκός στο πανηγύρι. Τώρα κοιμόταν και ροχάλιζε. Ο Έφις τον είχε δει λίγο πριν πάνω στο μικρό κρεβάτι κατά μήκος του τοίχου, με τα βλέφαρα κλειστά, τόσο λεπτά που έμοιαζε να τα διαπερνά το γαλάζιο των ματιών, με τα πυρόξανθα μαλλιά του πάνω στο λευκό του μαξιλαριού και τις γροθιές σφιχτές σαν μωρό που ονειρεύεται. Είχε ξεχάσει καταγής αναμμένο το φως. Ο Έφις έσκυψε να το σβήσει ενώ σκεφτόταν ότι όλοι οι Πιντόρ τέτοιοι ήταν: αδιάφοροι για την οικονομία και τον κίνδυνο!
Μπορεί όμως να είναι καλύτερα έτσι στη ζωή! Γύρισε κι εκείνος ανάσκελα και έκλεισε τις γροθιές. Μέσα από τις τρύπες της σκεπής πάλλονταν τ’ αστέρια και το τρεμούλιασμά τους καθώς και τα ασταμάτητο τρεμούλιασμα των γρύλων έμοιαζε το ίδιο πράγμα.
Μύριζαν οι σκλήθρες και οι μέντες. Όλα είχαν πέσει μέσα σε μια τρεμάμενη σιωπή όπως μέσα σε τρεχούμενο νερό. Και ο Έφις θυμόταν τα μακρινά βράδια, τον χορό, τα νυχτερινά τραγούδια, την ντόνα Λία καθισμένη επάνω στην πέτρα στη γωνιά της αυλής, αναδιπλωμένη σαν νεαρή φυλακισμένη που ροκανίζει τα δεσμά της και σιγά σιγά προετοιμάζει την δραπέτευσή της.
Η Συνέχεια ΕΔΩ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου