Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2012

ΣΑΙΞΠΗΡ: ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΚΑΙ ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ

ΣΑΙΞΠΗΡ: ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΚΑΙ ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ
ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
FREE photo hosting by Fih.grΟ Αντώνιος και η Κλεοπάτρα, η Τιτάνειος ερωτική τραγωδία κατά τον Brandes εδημοσιεύθη τω 1623 γραφείσα τω 1607 ή περί τας αρχάς του 16ου και παρασταθείσα κατά πρώτον την 20 Μαΐου του έτους τούτου. Είναι, γράφει ο Άγγλος κριτικός Coleridge, η αρίστη των ιστορικών τραγωδιών του Σαίξπηρ, έργον αξιοθαύμαστον, εφάμιλλον του Χάμλετ, του Οθέλου, του Μάκβεθ και του Ληρ. Πολλά ομώνυμα δράματα είχον γραφή εν Αγγλία προ της δημοσιεύσεως του Σαιξπηρείου έργου, αλλά δύο μόνον εκ τούτων είνε άξια μνείας, η «Κλεοπάτρα» του Daniel δημοσιευθείσα τω 1594 και η «Τραγωδία του Αντωνίου» μεταφρασθείσα εκ της γαλλικής υπό της κομήσσης Pembroke. Αλλ' ούτε τα έργα ταύτα ούτε άλλο τι εκ των πολλών επί του θέματος τούτου γραφέντων εν Ιταλία είχεν, ως φαίνεται, υπ' όψιν ο Σαίξπηρ κατά την συγγραφήν της Τραγωδίας του, ης την υπόθεσιν αρύεται εξ ολοκλήρου εκ του βίου του Μάρκου Αντωνίου, ον ανεγίνωσκεν εν τη Αγγλική μεταφράσει του Πλουτάρχου, γενομένην ως γνωστόν υπό του Θωμά Χορθ εκ της γαλλικής μεταφράσεως του Amyoi. Ό Άγγλος κριτικός Arthur Symons γράφει : «Ο Αντώνιος και η Κλεοπάτρα» είνε, νομίζω, το θαυμασιώτερον των Σαιξπηρείων δραμάτων, ιδίως, διότι η Κλεοπάτρα είνε η εξαισιωτέρα μορφή των γυναικείων χαρακτήρων ους εδημιούργησεν ο μέγας δραματοποιός. Όχι δε μόνον, προσθέτει, η θαυμασιωτέρα των γυναικείων χαρακτήρων, αλλ' ίσως η θαυμασιοτάτη των γυναικών..
(Ολόκληρο το βιβλίο σε απλό κείμενο).
Ουίλλιαμ Σαίξπηρ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ
ΣΑΙΞΠΗΡ
ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΚΑΙ ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΕΙΣ ΠΡΑΞΕΙΣ 5
ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ ΕΚ ΤΗΣ ΑΓΓΛΙΚΗΣ ΥΠΟ ΜΙΧΑΗΛ Ν. ΔΑΜΙΡΑΛΗ
ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙ0Υ ΦΕΞΗ 1911
ΒΑΣΙΛΙΚΟΝ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟΝ Ν. ΧΙΩΤΗ. ΟΔΟΣ ΓΛΑΔΣΤΩΝΟΣ 4
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Ο Αντώνιος και η Κλεοπάτρα, η Τιτάνειος ερωτική τραγωδία κατά τονBrandes εδημοσιεύθη τω 1623 γραφείσα τω 1607 ή περί τας αρχάς του16ου και παρασταθείσα κατά πρώτον την 20 Μαΐου του έτους τούτου.Είναι, γράφει ο Άγγλος κριτικός Coleridge, η αρίστη των ιστορικών τραγωδιών του Σαίξπηρ, έργον αξιοθαύμαστον, εφάμιλλον του Χάμλετ,του Οθέλου, του Μάκβεθ και του Ληρ. Πολλά ομώνυμα δράματα είχον γραφή εν Αγγλία προ της δημοσιεύσεως του Σαιξπηρείου έργου, αλλά δύο μόνον εκ τούτων είνε άξια μνείας, η «Κλεοπάτρα» του Danielδημοσιευθείσα τω 1594 και η «Τραγωδία του Αντωνίου» μεταφρασθείσα εκ της γαλλικής υπό της κομήσσης Pembroke. Αλλ' ούτε τα έργα ταύτα ούτε άλλο τι εκ των πολλών επί του θέματος τούτου γραφέντων εν Ιταλία είχεν, ως φαίνεται, υπ' όψιν ο Σαίξπηρ κατά την συγγραφήν της Τραγωδίας του, ης την υπόθεσιν αρύεται εξ ολοκλήρου εκ του βίου του Μάρκου Αντωνίου, ον ανεγίνωσκεν εν τη Αγγλική μεταφράσει του Πλουτάρχου, γενομένην ως γνωστόν υπό του Θωμά Χορθ εκ της γαλλικής μεταφράσεως του Amyoi. Ό Άγγλος κριτικός Arthur Symons γράφει : &Ο Αντώνιος και η Κλεοπάτρα& είνε, νομίζω, το θαυμασιώτερον των Σαιξπηρείων δραμάτων, ιδίως, διότι η Κλεοπάτρα είνε η εξαισιωτέρα μορφή των γυναικείων χαρακτήρων ους εδημιούργησεν ο μέγας δραματοποιός. Όχι δε μόνον, προσθέτει, η θαυμασιωτέρα των γυναικείων χαρακτήρων, αλλ' ίσως η θαυμασιοτάτη των γυναικών.
Ο ενθουσιασμός ούτος του Symons, γράφει ο Brandes, υπερβαίνει ίσως τα όρια, αλλά βέβαιον είνε ότι το μέγιστον των θελγήτρων του αριστουργήματος τούτου αποτελεί η μορφή της Κλεοπάτρας, διαγραφείσα με τον καλλιτεχνικόν ενθουσιασμόν του Σαίξπηρ και την βαθυτάτην αυτήν του πείραν του κόσμου. Αλλά το μεγαλείον του παγκοσμίου ιστορικού δράματος προέρχεται εκ της απαραμίλλου τέχνης μεθ' ης συνέθεσε τας προσωπικάς σχέσεις των δύο εραστών προς την ιστορίαν και την τύχην ισχυρών κρατών. Ακριβώς δε όπως ο όλεθρος του Αντωνίου προέρχεται εκ των μετά της Κλεοπάτρας σχέσεών του, ούτω και η πτώσις της Ρωμαϊκής Αξιοκρατίας προέρχεται εκ της επαφής της σκληραγωγίας της Δύσεως προς την Ανατολικήν ακολασίαν. Ο Αντώνιος αντιπροσωπεύει την Ρώμην και η Κλεοπάτρα την Ανατολήν. Όταν ούτος πίπτη θύμα της Ανατολικής ηδυπαθείας, φαίνεται ως εάν το Ρωμαϊκόν μεγαλείον και η Ρωμαϊκή Δημοκρατία συναποθνήσκωσι μετ' αυτού. Ούτε η τυραννική διοίκησις ούτε η δολοφονία του Καίσαρος, αλλά το μετά δεκατέσσαρα έτη επελθόν κατασύντριμμα του Ρωμαϊκού μεγαλείου, μας παρουσιάζει την τελικήν πτώσιν της γηραιάς παγκοσμίου δημοκρατίας και εμποιεί ημίν αίσθημα γενικής καταστροφής, ην εν τω δράματι τούτω, όπως και εν τω Ληρ, προτίθεται να παραστήση ο Σαίξπηρ.
Δεν είνε τραγωδία ιδιωτικής, περιωρισμένης φύσεως, ως η υπόθεσις του Οθέλλου· δεν υπάρχει εδώ ως εν τω Χάμλετ ο νέος Φορτίμβρας όστις υπόσχεται περί αισιωτέρου μέλλοντος. Η νίκη του Οκταβίου ουδένα δοξάζει και ουδέν υπόσχεται. Όχι· η μεγάλη εικών, ην ο Σαίξπηρ είχε κατά νουν να ζωγραφήση αφ' ης στιγμής είλκυσεν αυτόν το σοβαρόν τούτο θέμα, ήτο η εικών της καταστροφής του κόσμου.
Το δράμα τούτο, γράφει ο Hazlitt, παρουσιάζει ωραίαν εικόνα της Ρωμαϊκής υπερηφανείας και της Ασιατικής μεγαλοπρεπείας. Εν τω αγώνι δε μεταξύ των δύο τούτων χωρών η κυριαρχία του κόσμου φαίνεται αμφίρροπος, «όπως το πτίλον του κύκνου,
&Όπερ φέρεται επί των ανυψουμένων κυμάτων Και προς ουδεμίαν κλίνει διεύθυνσιν.&»
Οι χαρακτήρες αναπνέουσι, κινούνται και ζώσιν. Ο Σαίξπηρ δεν χρονοτριβεί σκεπτόμενος τι πρέπει να ειπούν και να πράξουν, αλλά παρατηρεί αμέσως τι εις έκαστον εξ αυτών αρμόζει, ενεργών και ομιλών αντ' αυτών. Δεν παρουσιάζει εις ημάς ομίλους θεατρικών νευροσπάστων ή ποιητικάς μηχανάς εκφωνούσας προπαρεσκευασμένους λόγους περί του ανθρωπίνου βίου και ενεργούσας εξ υπολογισμού φαινομενικών αιτίων,αλλά φέρει επί της σκηνής άνδρας και γυναίκας ζωντανούς λαλούντας και ενεργούντας εξ αισθήματος πραγματικού, συμφώνως προς την αμπώτιδα και παλίρροιαν του πάθους, άνευ της ελαχίστης χροιάς λογικής ή ρητορικής σχολαστικότητος. Ουδέν τελείται καθ'υπολογισμούς, αλλά κατά τρόπον φυσικόν, όπως συμβαίνει εν τη πραγματικότητι, συμφώνως προς τας περιστάσεις. Ο χαρακτήρ της Κλεοπάτρας είνε αριστοτέχνημα. Ποία αντίθεσις μεταξύ αυτής και της Ιμογένης! Είνε αδύνατον να υποθέση τις ότι ο αυτός ποιητής εδημιούργησε τους δύο τούτους τύπους. Η Αιγυπτία είνε φιλήδονος,επιδεικτική, μεγαλαυχούσα διά τα θέλγητρά της, αλαζών, τυραννική και άστατος. Η αβροδίαιτος αυτής πομπή και η υπερβολική πολυτέλειά της εκτίθενται εν όλη αυτών τη λάμψει και μεγαλοπρέπεια, ως επίσης και το ανώμαλον μεγαλείον της ψυχής του Μάρκου Αντωνίου. Οι πρώτοι στίχοι του μεταξύ αυτών διαλόγου, αποδεικνύουν το βασιλικόν ύφος ούτινος ποιείται χρήσιν προς έκφρασιν ερωτικών αισθημάτων:
&Κλεοπάτρα: Αν τω όντι με αγαπάς, ειπέ μου πόσον;&
&Αντώνιος: Είνε μικρός ο έρως που δύναται να καταμετρηθή.&
&Κλεοπάτρα: Θέλω να ορίσω το όριον μέχρι τον οποίου δύναται να φθάση ο προς εμέ έρως.&
&Αντώνιος: Τότε νέαν κατ ανάγκην γην και νέον ουρανόν πρέπει να ανακαλύψης.&
Η περί της Κλεοπάτρας ποιητικωτάτη περιγραφή, η αρχομένη :
«Το πλοιάριον επί τον οποίον επέβαινεν, όμοιον προς απαστράπτοντα θρόνον. έλαμπεν επί του ύδατος· η μεν πρύμνα αυτού ήτο εκ χρυσού σφυρηλάτου, τα δε ιστία πορφυρά και τόσον αρωματώδη, ώστε οι άνεμοι εθώπευον αυτά ερρωτύλως»,
φαίνεται ως προλειαίνουσα την οδόν και σχεδόν δικαιολογούσα την επερχομένην ερωτικήν παραφοράν του Αντωνίου, ότε κατά την εν Ακτίω ναυμαχίαν εγκαταλείπει την μάχην και ως «παράφορος νήσσα» ακολουθεί τα φεύγοντα πλοία της.
Ολίγα χωρία εν τω Σαίξπηρ — εις ουδένα δε άλλον ποιητήν ανευρίσκομεν τοιαύτα — ενέχουσι πλειοτέραν τοπικήν χροιάν ή η περικοπή εν η η Κλεοπάτρα παρίσταται ζητούσα να εικάση εις τι ησχολείτο ο Αντώνιος κατά τον χρόνον της απουσίας του : « Ομιλεί τώρα ή ψιθυρίζει; — Πού είνε ο εκ τον γηραιού Νείλου όφις μου;» Ή όταν λέγη προς τον Αντώνιον, μετά την εν Ακτίω καταστροφήν, να αναλάβη το θάρρος του και να προκαλέση νέαν μάχην: «Είνε η ημέρα των γενεθλίων μου· είχον αποφασίση να μην εορτάσω αυτήν· αλλ' επειδή ο σύζυγός μου έγινε πάλιν ο Αντώνιος, θα γίνω και εγώ η Κλεοπάτρα». Ίσως το ωραιότερον πάντων είνε η έκρηξις της οργής του Αντωνίου όταν, μετά την τελικήν καταστροφήν αυτού, εισέρχεται και συλλαμβάνει τον απεσταλμένον του Καίσαρος ασπαζόμενον την χείρα της:
«Να επιτρέψης εις άνθρωπον, όστις δέχεται φιλοδώρημα και λέγει «ο θεός να σου τα πληρώση», να λαμβάνη με οικειότητα το χέρι εκείνο με το οποίον έπαιζον εγώ· την βασιλικήν αυτήν σφραγίδα των ευγενών καρδιών.»
Δεν είνε άπορον ότι διατάσσει την μαστίγωσίν του· αλλ' η αγενής αυτού καταγωγή δεν είνε ο αληθής τούτου λόγος· υπάρχει άλλο βαθύτερον αίσθημα, μολονότι η υπερηφάνεια του Αντωνίου δεν επιτρέπει αυτώ να το φανερώση ειμή μόνον κατά την στιγμήν της οργής του·υποπτεύει αυτόν ως αντιπρόσωπον του Καίσαρος.
Όλος ο χαρακτήρ της Κλεοπάτρας αποτελεί τον θρίαμβον της ακολασίας και της φιληδονίας, όπερ είνε το δεσπόζον αυτής πάθος, υπερισχύον πάσης άλλης σκέψεως. Δι' αυτήν η Οκταβία είνε ευήθης, η δε Φουλβία φωνασκούσα και τραχύφωνος ερινύς. Η επομένη περικοπή ζωγραφίζει αυτήν θαυμασίως:
«Ούτε η ηλικία δύναται να την μαράνη ούτε η συνήθεια να παλαιώση την Άπειρον ποικιλίαν των θελγήτρων αυτής. Διότι αι μεν άλλαι γυναίκες κατευνάζουν τας ορέξεις τας οποίας διεγείρουν, αύτη δε,όσω περισσότερον προσπαθεί να κατευνάση αυτάς, τόσω περισσότερον τας διεγείρει· και τα χαμερπέστατα των πραγμάτων έχουν τόσην χάριν εν αυτή, ώστε οι άγιοι πατέρες την ευλογούσι και ακολασταίνουσαν.»
Πόσον πνεύμα και πυρ ενέχει η μετά του απεσταλμένου του Αντωνίου συνομιλία αυτής, όταν ούτος τη αναγγέλλει την δυσάρεστον αγγελίαν του γάμου του μετά της Οκταβίας! Άπασα η βασιλική της υπερηφάνεια και η ωραιότης εν ταυτώ εκδηλούνται εν τη αμοιβή ην τη υπόσχεται:
«Ιδού λάβε χρυσόν και φίλησε Τας κυανάς φλέβας της χειρός ταύτης».
Τα σφάλματά της είνε μεγάλα και ασυγχώρητα, αλλ' εξαγοράζονται υπό του μεγαλείου του θανάτου της. Εν τη εσχάτη απελπισία αισθάνεται την δύναμιν της στοργής της. Διατηρεί το βασιλικόν της μεγαλείον και εν αυτή τη δυστυχία, ως και τας τέρψεις του παρελθόντος μέχρι της τελευταίας στιγμής του βίου της. Ο θάνατος περιέχει στοιχείον διαθέτον αυτήν ηδυπαθώς. Αφού επέθηκε την ασπίδα επί του στήθους της λέγει:
«Δεν βλέπεις το βρέφος το οποίον έχω εις το στήθος, Που θηλάζει την τροφόν διά να την αποκοιμίση; Γλυκύ ως βάλσαμον, ελαφρόν ως αήρ και τερπνόν ως… Ω Αντώνιε, Αντώνιε!»
Είνε άξιον σημειώσεως, ότι ο Σαίξπηρ τας εν τη τραγωδία ταύτη εκτάκτως μεγαλοπρεπείς περιγραφάς θέτει εν αντιθέσει προς εικόνας υπερμέτρων πόνων και φρίκης, ίσως δε έπραξεν εν μέρει τούτο, ίνα δικαιολογήση την τρυφηλότητα του Μάρκου Αντωνίου, μεθ' ου ως επί το πολύ σχετίζονται αύται, ίσως δε, όπερ και πιθανώτερον, διά να διατηρήση ισορροπίαν τινά αισθήματος εν τω πνεύματι του αναγνώστου.Ο Καίσαρ μαθών την εν τη αυλή της Κλεοπάτρας διαγωγήν αυτού λέγει:
«Άφες, Αντώνιε, τον ακόλαστον και ηδυπαθή βίον σου. Διωχθείς ποτε εκ της Μουτίνης, όπου εφόνευσας τους υπάτους Πάνσαν και Ίρτιον και ταλαιπωρούμενος υπό της πείνης, υπέφερες αυτήν, καίτοι αβροδιαίτως ανατραφείς, και αυτών των αγρίων υπομονητικώτερον, πίνων και ίππων ούρον, και βορβορώδες και διεφθαρμένον ύδωρ, το οποίον και αυτά τα ζώα απέφευγαν μετ' αποστροφής· ο ουρανίσκος σου δεν απηξίου ούτε των αγριωτέρων βάτων τους καρπούς, και ως έλαφος, όταν η χιών καλύπτη τας βοσκάς, εβλαστολόγεις και αυτούς ακόμη τους φλοιούς των δένδρων· λέγεται δε ότι επί των Άλπεων σε είδον τρώγοντα κρέας παράδοξον, ούτινος η θέα μόνη επέφερεν είς τινας τον θάνατον».
Το δε χωρίον μετά την ήτταν του Αντωνίου, όταν ούτος λέγη:
«Ναι, ναι· εις Φιλίππους έφερεν ούτος Το ξίφος ως χορευτής, εν ώ εγώ εκτύπων Τον ισχνόν και ερρυτιδωμένον Κάσσιον· εγώ Εφόνευσα τον παράφορο Βρούτον»,
είνε μία εκ των ωραίων εκείνων ανασκοπήσεων, αίτινες δεικνύουσιν ημίν την μεταβαλλομένην και περιπετειώδη πορείαν του ανθρωπίνου βίου.
Αι τελευταίαι σκηναί &του Αντωνίου και της Κλεοπάτρας& είνε πλήρεις μεταστροφών προερχομένων εκ του πάθους και των ατυχημάτων. Επιτυχία και καταστροφή διαδέχονται αλλήλας μετά μεγάλης ταχύτητος. Η τύχη ίσταται επί του τροχού της πλειότερον του συνήθους, τυφλή και τεταραγμένη. Η ακροσφαλής κατάστασις και η επερχομένη διάλυσις του μεγαλείου του Αντωνίου εκτυλίσσονται θαυμασίως εν τω διαλόγω μεταξύ αυτού και του Έρωτος:
Αντώνιος : Με βλέπεις ακόμη, Έρως;
Έρως : Ναι, γενναίε στρατηγέ!
Αντώνιος : Ενίοτε βλέπομεν νέφος έχον μορφήν δράκοντος, Άλλοτε πάλιν ατμόν ομοιάζοντα προς άρκτον, λέοντα. Πυργοειδές φρούριον, προς βράχον κρεμάμενον, Προς χωνοειδές όρος ή προς κυανούν ακρωτήριον Υπό δένδρων καλυπτόμενον. Ταύτα δε πάντα προς την γην Και απατώντα τους οφθαλμούς ημών δια τον αέρος. Είδες τα [σημεία ταύτα; Είνε τα απαίσια θεάματα της Εσπέρας.
Έρως: Ναι, στρατηγέ.
Αντώνιος: Εκείνο το οποίον τώρα φαίνεται ίππος, πριν ή προφθάσης, να το σκεφθής, Εξαφανίζεται υπό του αεροπορούντος νέφους και καθίσταται δυσδιάκριτον, Όπως το ύδωρ εν τω ύδατι.
Έρως: Ναι, στρατηγέ.
Αντώνιος: Και ο στρατηγός σου, αγαπητέ μου Έρως, είνε τώρα Όμοιος προς τα φαινόμενα εκείνα.
Τούτο είνε αναμφιβόλως έν εκ των ωραιοτέρων ποιητικών χωρίων εν τω Σαίξπηρ. Το μεγαλείον της εικόνος, η προς την πραγματικότητα,φαινομενική ομοιότης, η υψηλή σειρά των γραφικών αντικειμένων, άτινα κρέμανται επί του κόσμου, η εξαφανιζομένη φύσις, η παντελής αβεβαιότης περί των όπισθεν ημών καταλειπομένων, ομοιάζουν ακριβώς προς τα διαλυόμενα σχέδια του ανθρωπίνου μεγαλείου. Είνε ωραιότερα των ισχυρών θρήνων της Κλεοπάτρας κατά την πτώσιν της, διότι είνε σκοτεινότερα, ασταθέστερα, και άυλα. Η ισχυρογνώμων οίησις και η ανόητος απόφασις του Αντωνίου όπως, υπακούων εις την επιθυμίαν της Κλεοπάτρας, πολεμήση κατά θάλασσαν αντί κατά ξηράν, ήτο αξία της τιμωρίας του. Η δε ασύνετος απόφασίς του, ην επαυξάνει η απελπιστική των πραγμάτων κατάστασις, σχολιάζεται άριστα υπό του Αινοβάρβου:
«Βλέπω ότι η κρίσις των ανθρώπων αποτελεί μέρος της τύχης των, και ότι η εξωτερική κατάστασις μεταβάλλει και τας ψυχικάς διαθέσεις.Είνε δυνατόν, σώας έχων τις τας φρένας, να φαντασθή ότι ο πανίσχυρος Καίσαρ θα δεχθή πρόκλησιν ανδρός στερουμένου πάσης αρχής; Και την κρίσιν του υπεδούλωσες, ω Καίσαρ».
Η μεταμέλεια του Αινοβάρβου, μετά την αυτομολίαν του, είνε το μάλλον συγκινητικόν μέρος της τραγωδίας. Δεν δύναται πλέον να αναλάβη εκ του πλήγματος, όπερ κατήνεγκεν εις αυτόν η γενναιοδωρία του Αντωνίου, και αποθνήσκει μετά συντετριμμένης καρδίας «ως φυγάς και προδότης του αρχηγού του»· πριν δε αυτοκτονήση αισθάνεται, ούτως ειπείν, την ανάγκην να ομολογήση το έγκλημά του και μη έχων άλλον τινα πλησίον του, στρέφεται προς την Σελήνην λέγων:
Όταν των αυτομόλων την μνήμην κηλιδώση η ιστορία,Έσο μοι μάρτυς, ω θεία Σελήνη, ότι ο ατυχής Αινόβαρβος μετεμηλήθη [ενώπιόν σου_.
Η μεγαλοφυία του Σαίξπηρ διέχυσεν εφ' όλης της τραγωδίας ποιητικόν πλούτον, όμοιον προς την πλήμμυραν του Νείλου. Εκ των του Hazlitt

ΠΡΟΣΩΠΑ

ΜΑΡΚΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ)ΟΚΤΑΒΙΟΣ ΚΑΙΣΑΡ) τρίαρχοι ΑΙΜΙΛ. ΛΕΠΙΔΟΣ )
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ )ΒΕΝΔΙΔΙΟΣ )ΕΡΩΣ )ΣΚΑΡΡΟΣ )ΔΕΡΚΕΤΑΣ ) φίλοι του Αντωνίου ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ )ΦΙΛΩΝ )ΜΑΙΚΗΝΑΣ )
ΑΓΡΙΠΠΑΣ )ΔΟΛΟΒΕΛΛΑΣ )ΠΡΟΚΛΗΙΟΣ ) φίλοι του Καίσαρος ΘΥΡΣΟΣ )ΓΑΛΛΟΣ )
ΜΗΝΑΣ )ΜΕΝΕΚΡΑΤΗΣ ) φίλοι του Πομπηίου ΒΑΡΙΟΣ )
ΤΑΥΡΟΣ υπασπιστής του Καίσαρος ΚΑΝΙΔΙΟΣ » του Αντωνίου ΣΙΛΙΟΣ αξιωματικός εις τον στρατόν του Βενδιδίου ΕΥΦΡΟΝΙΟΣ πρέσβυς του Αντωνίου προς τον Καίσαρα
ΑΛΕΞΑΣ )ΜΑΡΔΙΑΝΟΣ )ΣΕΛΕΥΚΟΣ ) θεράποντες της Κλεοπάτρας ΔΙΟΜΗΔΗΣ )
ΜΑΝΤΙΣ ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΟΣ ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ βασίλισσα της Αιγύπτου ΟΚΤΑΒΙΑ αδελφή του Καίσαρος και σύζυγος του Αντωνίου
ΧΑΡΜΙΟΝ )ΕΙΡΑΣ ) θεραπαινίδες της Κλεοπάτρας
Αξιωματικοί, στρατιώται, αγγελιαφόροι, υπηρέται.
Η σκηνή εις διάφορα μέρη του Ρωμαϊκού Κράτους.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΚΑΙ ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ

ΠΡΑΞΙΣ ΠΡΩΤΗ

ΣΚΗΝΗ Α’.

Αλεξάνδρεια. Δωμάτιον εν τω ανακτόρω της Κλεοπάτρας. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ και ΦΙΛΩΝ, είτα ΑΝΤΩΝΙΟΣ και ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ.
ΦΙΛΩΝ. Αλήθεια, η ερωτική αύτη παραφορά του στρατηγού ημών υπερβαίνει τα όρια. Οι λαμπροί αυτού οφθαλμοί, οι προ των στοίχων και των προς μάχην παρατεταγμένων φαλαγγών απαστράπτοντες άλλοτε ως ο θωρακοφόρος Άρης, στρέφουσι τώρα και συγκεντρώνουν όλην την δύναμιν του βλέμματος επί μελαγχροινού μετώπου, η δε αρηίφιλος καρδία του, ήτις κατά τον αλαλαγμόν των φονικών μαχών κατέθραυε τας πόρπας του θώρακος, απέβαλε πάσαν ορμήν και κατέστη φυσητήρ και ριπίδιον αερίζον της Αιγυπτίας την ακολασίαν! Ιδού έρχονται!
[Σαλπίσματα. Εισέρχεται ο Αντώνιος μετά της Κλεοπάτρας και της συνοδείας των. Ευνούχοι αερίζουν αυτήν].
Παρατήρησε μετά προσοχής και θα ίδης ότι ο τρίτος στύλος του κόσμου έγινε παίγνιον εταίρας. Πρόσεχε και ιδέ.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Αν τω όντι με αγαπάς, ειπέ μου πόσον;
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Είνε μικρός ο έρως που δύναται να καταμετρηθή.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Θέλω να ορίσω το όριον μέχρι του οποίου δύναται να φθάση
ο προς εμέ έρως.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Τότε νέαν κατ' ανάγκην γην και νέον ουρανόν πρέπει ν'
ανακαλύψης. (Εισέρχεται υπηρέτης).

ΥΠΗΡΕΤΗΣ. Εκ της Ρώμης έφθασαν ειδήσεις άρχων.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Συντόμως λέγε, με ενοχλείς.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Άκουσέ τας, Αντώνιε. Ίσως παρωργίσθη η Φουλβία, ή τις ηξεύρει μη ο μόλις γενειών Καίσαρ δεν σου κοινοποιεί τας επιτακτικάς αυτού προσταγάς λέγων : πράξον τούτο ή εκείνο, κυρίευσον το βασίλειον τούτο, απελευθέρωσον το βασίλειον εκείνο, εκτέλεσον τας διαταγάς μου, ειδέ μη καταστρέφεσαι.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Πώς, φιλτάτη! . . .
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ίσως. — Ναι, πιθανώς δε δεν πρέπει να μείνης πλειότερον εδώ, και ο Καίσαρ σε απαλλάττει ίσως της υπηρεσίας· άκουσε λοιπόν, Αντώνιε. — Πού είνε αι διαταγαί (1) της Φουλβίας; του Καίσαρος ήθελον να είπω. — Και των δύο. — Κάλεσε τους αγγελιαφόρους. — Ερυθριάς, Αντώνιε· το βλέπω, ως γνωρίζω ότι είμαι βασίλισσα της Αιγύπτου, το δε ερύθημά σου τούτο εκφράζει ή υποτέλειαν (2) εις τον Καίσαρα, ή ταραχήν όταν σε επιπλήττη η οξεία φωνή της Φουλβίας. — Πού είνε οι αγγελιαφόροι;
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ας διαλυθή η Ρώμη εις τον Τίβεριν, και ας καταπέση η αψίς του συμπαγούς κράτους! Εδώ είνε ο ιδικός μου κόσμος. Πηλός είνε τα βασίλεια, η δε βορβορώδης γη εκτρέφει επίσης και κτήνη και ανθρώπους· εν τούτω κείται η ευγένεια του βίου, (ασπάζεται αυτήν) όταν τόσον αμοιβαίως αγαπώμενον ζεύγoς, όταν δύο τοιαύται υπάρξεις δύνανται να το πράττωσι· ας μάθη δε ο κόσμος, επί ποινή τιμωρίας, ότι είμεθα απαράμιλλοι εν τούτω.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Λαμπρόν ψεύδος! Διατί ενυμφεύθη την Φουλβίαν αφού δεν την ηγάπα; — Εγώ μεν θα προσποιηθώ την μωράν, αλλ' ο Αντώνιος θα είνε πάντοτε ο αυτός.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Εφόσον τον επηρεάζει η Κλεοπάτρα. Αλλά χάριν του Έρωτος και των τερπνών στιγμών του, μη χάνωμεν τον χρόνον εις δηκτικάς συζητήσεις. Ουδεμία στιγμή του βίου μας πρέπει να παρέλθη άνευ ψυχαγωγίας. Πώς θα διασκεδάσωμεν απόψε;
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Άκουσε τους πρέσβεις.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Σιώπα, ω φίλερις βασίλισσα. Και αι επιπλήξεις και τα σκώμματα και οι θρήνοι, όλα σου αρμόζουσι· και αυτά σου τα πάθη αμιλλώνται να καταστώσι χαρίεντα και αγαπητά. Δεν θέλω να ακούσω τους πρέσβεις… σε μόνον. Την εσπέραν ταύτην συ και εγώ θα διέλθωμεν μόνοι τους δρόμους της πόλεως δια να παρατηρήσωμεν τον λαόν. Ελθέ, βασίλισσά μου. Χθες το εσπέρας εξέφρασες την επιθυμίαν ταύτην (προς τον υπηρέτην). Μη μας ομιλής. (Εξέρχεται ο Αντώνιος μετά της Κλεοπάτρας και της συνοδείας των).
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ. Τόσον ολίγον εκτιμά τον Καίσαρα ο Αντώνιος;
ΦΙΛΩΝ. Ενίοτε, όταν δεν είνε Αντώνιος, λησμονεί την μεγάλην εκείνην ιδιότητα ήτις έπρεπε να είνε αναπόσπαστος απ' αυτού.
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ. Λυπούμαι βλέπων αυτόν επικυρούντα διά της διαγωγής του τα εν Ρώμη εναντίον του διαδιδόμενα ψεύδη. Αλλ' ελπίζω να ίδω καλλιτέρας του πράξεις αύριον. Χαίρε. (Εξέρχονται).

ΣΚΗΝΗ Β’.

Άλλο δωμάτιον των Ανακτόρων.
ΧΑΡΜΙΟΝ, ΕΙΡΑΣ, ΑΛΕΞΑΣ και ΜΑΝΤΙΣ, είτα ΑΙΝΟΒΑΡΒOΣ, ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ, ΑΝΤΩΝΊΟΣ.
ΧΑΡΜΙΟΝ. Άρχον Αλεξά, γλυκέ Αλεξά, υπέρτατε Αλεξά, σχεδόν απόλυτε κύριε Αλεξά, πού είνε ο μάντις εκείνος τον οποίον επαινούσες τόσω πολύ εις την βασίλισσαν; Ω πόσον ήθελα να γνωρίσω τον σύζυγον εκείνον, ο οποίος λέγεις ότι θα το θεωρήση τιμήν του να στολίση τα κέρατα του!
ΑΛΕΞΑΣ. Μάντι.
ΜΑΝΤΙΣ. Εις τας διαταγάς σας.
ΧΑΡΜΙΟΝ. Αυτός είνε; Συ κύριε, γνωρίζεις το μέλλον;
ΜΑΝΤΙΣ. Εις το άπειρον βιβλίον των μυστηρίων της φύσεως δύναμαι ολίγον ν' αναγινώσκω.
ΑΛΕΞΑΣ. Δείξε του το χέρι σου. (Εισέρχεται ο Αινόβαρβος).
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Στρώστε τραπέζι γρήγορα, και φέρτε κρασί άφθονο, για να πιούμε εις υγείαν της Κλεοπάτρας.
ΧΑΡΜΙΟΝ. Μια καλή τύχη δόσε μου, καλέ μου μάντι.
ΜΑΝΤΙΣ. Δεν δίδω τύχας, προλέγω μόνον.
ΧΑΡΜΙΟΝ. Είπε μου λοιπόν μια, σε παρακαλώ.
ΜΑΝΤΙΣ. Θα γίνης πολύ ωραιοτέρα παρ' ό,τι είσαι.
ΧΑΡΜΙΟΝ. Εννοεί βέβαια εις το δέρμα.
ΕΙΡΑΣ. Όχι, θα φκιασιδώνεσαι όταν γεράσης.
ΧΑΡΜΙΟΝ. Α, θεός φυλάξοι από ζαρωματιές!
ΑΛΕΞΑΣ. Μη ταράττης την μαντείαν του· πρόσεχε.
ΧΑΡΜΙΟΝ. Σιωπή.
ΜΑΝΤΙΣ. Περισσότερον θα αγαπήσης παρά θ' αγαπηθής.
ΧΑΡΜΙΟΝ. Καλλίτερα είχα να ζεστάνω το σηκότι μου με πιοτό.
ΑΛΕΞΑΣ. Ε, άκουσέ τον λοιπόν.
ΧΑΡΜΙΟΝ. Έλα καλέ μου, πες μου μια μεγάλη τύχη! Να, να παντρευτώ τρεις βασιλείς σ' ένα πρωί, κι' απ' όλους να χηρέψω· όταν γίνω πενήντα χρόνων να κάμω ένα παιδί που και αυτός ο Ηρώδης της Ιουδαίας να το προσκυνήση· κάμε τρόπον να παντρευτώ τον Οκτάβιον Καίσαρα και να γίνω κ' εγώ σαν τη κυρά μου.
ΜΑΝΤΙΣ. Θα ζήσης περισσότερον από την κυρίαν την οποίαν υπηρετείς.
ΧΑΡΜΙΟΝ. Τι καλά! Καλλίτερα μ' αρέσει η ζωή παρά τα σύκα.
ΜΑΝΤΙΣ. Το μέλλον σου δεν θα είνε τόσον ευτυχές όσον το παρελθόν σου.
ΧΑΡΜΙΟΝ. Λοιπόν, καθώς φαίνεται, τα παιδιά μου δεν θάχουν όνομα. Πες μου, σε παρακαλώ, πόσα αρσενικά και πόσα θηλυκά παιδιά πρέπει να έχω.
ΜΑΝΤΙΣ. Αν εκάστη σου ευχή ήτο γόνιμος ένα εκατομμύριον.
ΧΑΡΜΙΟΝ. Σώπα, τρελλέ. Σε συγχωρώ γιατί είσαι μάγος.
ΑΛΕΞΑΣ. Συ νομίζεις ότι μόνον τα σεντόνια σου γνωρίζουν τας επιθυμίας σου.
ΧΑΡΜΙΟΝ. Έλα πες και στην Ειρά την ιδική της.
ΑΛΕΞΑΣ. Όλοι θα μάθωμεν την τύχην μας.
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Η ιδική μου και πολλών άλλων θα είνε ότι απόψε θα
πλαγιάσωμεν μεθυσμένοι.

ΕΙΡΑΣ. Να μια παλάμη η οποία προμηνύει εγκράτειαν αν όχι τίποτε
άλλο.

ΧΑΡΜΙΟΝ. Απαράλλακτα όπως η πλήμμυρα του Νείλου προμηνύει σιτοδείαν.
ΕΙΡΑΣ. Σώπα, τρελλή συντρόφισσα του κρεββατιού, δεν μπορείς συ να μαντεύσης.
ΧΑΡΜΙΟΝ. Εάν ένα χέρι που ιδρώνει πολύ δεν είνε σημείον γονιμότητος, δεν 'ξεύρω τι μου γίνεται. Πες της, σε παρακαλώ, μια συνειθισμένη τύχη.
ΜΑΝΤΙΣ. Αι μοίραι σας είνε όμοιαι.
ΕΙΡΑΣ. Μα πώς, πώς; Πες μου λεπτομερείας.
ΜΑΝΤΙΣ. Ετελείωσα.
ΕΙΡΑΣ. Η τύχη μου δεν είνε κανένα δάκτυλο καλλίτερη από την ιδική
της;

ΧΑΡΜΙΟΝ. Ε, καλά, αν η τύχη σου ήτον ένα δάκτυλο καλλίτερη από την
ιδική μου, σε ποιο μέρος θα ήθελες να είνε;

ΕΙΡΑΣ. Όχι βέβαια 'στή μύτη του ανδρός μου.
ΧΑΡΜΙΟΝ. Ο θεός να διορθώση τους κακούς μας στοχασμούς! Έλα, Αλεξά, — πες του κι' αυτού την τύχη του. Σε παρακαλώ, ω γλυκεία μου Ίσις, δος του μια γυναίκα που να μη μπορή να περιπατήση, να του αποθάνη και να πάρη μια χειρότερη! Κ' έπειτα από τούτη δος του άλλη μία τρις χειρότερη, έως ότου η χειρότερη απ' όλες να τον συνοδεύη γελώντας εις τον τάφον και πενήντα φορές κερατωμένον! Άκουσε την παράκλησίν μου αυτήν, καλή μου Ίσις, και αρνήσου μου ακόμη και κάτι άλλο σπουδαιότερον.
ΕΙΡΑΣ. Αμήν. Άκουσε, αγαπητή θεά, την παράκλησίν μας, διότι, όπως ραγίζεται η καρδιά του ανθρώπου να βλέπη ένα εύμορφον άνθρωπον με γυναίκα άπιστη, έτσι λυπάται κατάκαρδα να βλέπη ένα παληάνθρωπο ακεράτωτο. Δείξε λοιπόν την δικαιοσύνη σου, αγαπητή θεά, και δος του την τύχη που του πρέπει.
ΧΑΡΜΙΟΝ. Αμήν.
ΑΛΕΞΑΣ. Για κύτταξ' εκεί! Αν ήτον εις την εξουσίαν των να με κερατώσουν, θα τό καναν και πόρναι ακόμη αν επρόκειτο να γίνουν.
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Σιωπή! Έρχεται ο Αντώνιος.
ΧΑΡΜΙΟΝ. Δεν είν' αυτός.. . Η βασίλισσα. (Εισέρχεται η Κλεοπάτρα).
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Είδατε τον σύζυγόν μου;
ΧΑΡΜΙΟΝ. Όχι, κυρία.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Δεν ήτο εδώ;
ΧΑΡΜΙΟΝ. Όχι, κυρία.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ήτον εύθυμος, αλλ' αιφνιδίως εσκέφθη περί της Ρώμης. — Αινόβαρβε.
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Κυρία!
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ζήτησέ τον και οδήγησέ τον εδώ. Πού είνε ο Αλεξάς;
ΑΛΕΞΑΣ. Εδώ, κυρία, εις τας διαταγάς σας. — Έρχεται ο κύριός μου.
(Εισέρχεται ο Αντώνιος, μεθ' ενός αγγελιαφόρου και υπηρετών).
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Δεν θέλω να τον ίδω. Έλθετε μαζί μου.
(Εξέρχεται η Κλεοπάτρα μετά του Αινοβάρβου, τον Αλεξά, της Ειράδος, Χαρμίου, Μάντεως και των υπηρετών).
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Πρώτη εστασίασεν η σύζυγος σου Φουλβία.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Κατά του αδελφού μου Λευκίου;
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Ναι· αλλά μετ' ολίγον ο πόλεμος ούτος έλαβε τέλος, και η κατάστασις του κράτους τούς ηνάγκασε να συμφιλιωθούν και να ενωθούν κατά του Καίσαρος, όστις ευτυχήσας κατά την πρώτην μάχην εξεδίωξεν αυτούς εκ της Ιταλίας.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Καλά. Τι χειρότερον έχεις ν' αναγγείλης;
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Αι δυσάρεστοι αγγελίαι στενοχωρούν και τον κομιστήν αυτών.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Όταν αύται λέγωνται εις ανόητον ή άνανδρον. — Εξακολούθει. Ό,τι έγινεν, έγινεν. — Ούτως εκλαμβάνω εγώ τα πράγματα. Όπως τον κολακεύοντα, ούτω και τον λέγοντα αλήθειαν ακούω μετά προσοχής, και θάνατον αν υπέκρυπτεν η διήγησίς του.
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Ο Λιβηινός — λυπηρά αγγελία — υπέταξε διά των Πάρθων την Ασίαν από του Ευφράτου, και η τροπαιοφόρος αυτού σημαία κυματίζει από της Συρίας μέχρι της Λυδίας και Ιωνίας, ενώ…
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ενώ ο Αντώνιος ήθελες να είπης.
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Ω στρατηγέ!
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Λέγε ελευθέρως, μη μετριάζης τα υπό του πλήθους λεγόμενα. Ονόμασε την Κλεοπάτραν όπως την ονομάζουν εις την Ρώμην· επανάλαβε τας σκωπτικάς φράσεις της Φουλβίας, και επίπληξε τα σφάλματά μου με την παρρησίαν εκείνην μεθ' ης ομιλεί η αλήθεια και η κακεντρέχεια· διότι όταν παύση πνέων ο ζωογονών ημάς άνεμος της αληθείας, τότε φύονται εν ημίν χόρτα άγρια, μόνος δε των ημετέρων σφαλμάτων ο έλεγχος καλλιεργεί την ψυχήν ημών. Άφες με δι' ολίγον.
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Εις τας διαταγάς σου. (Εξέρχεται).
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ε, τι νέα εκ Σικυώνος; Λέγε.
Α’. ΥΠΗΡΕΤΗΣ. Ήλθε κανείς από την Σικυώνα;
Β’. ΥΠΗΡΕΤΗΣ. Περιμένει τας διαταγάς σας.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ας εισέλθη. — Πρέπει να θραύσω τα ισχυρά ταύτα δεσμά της Αιγύπτου, ή να εξαφανισθώ εις τον παράφορον τούτον έρωτα. (Εισέρχεται άλλος αγγελιαφόρος). Ποίος είσαι;
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Απέθανεν η σύζυγός σου Φουλβία.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Πού απέθανεν;
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Εις την Σικυώνα. Την διάρκειαν της ασθενείας της και ό,τι άλλο μέλλεις να μάθης, θα αναγνώσης εις την επιστολήν ταύτην. (Τω εγχειρίζει επιστολήν).
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Άφες με σε παρακαλώ. (Εξέρχεται ο αγγελιαφόρος). Ψυχή ευγενής απήλθε του κόσμου! Αυτό κ' εγώ επιθυμούσα:
[[Σελίδες 15-16:
Έρχεται μέρα, πού ζητάμε ν' απολαύσουμε κείνο που με περιφρόνηση
άλλοτε αποδιώχναμε. Η τωρινή απόλαυση γυρίζει με το πέρασμα του
καιρού και γίνεται το αντίθετό της. Είναι καλή γιατί πια δεν
υπάρχει· το χέρι που την απόδιωχνε, τώρα θέλει να την φέρει πίσω.
Πρέπει να γλυτώσω πια απ' αυτή τη γόησσα Βασίλισσα. Δέκα χιλιάδες
δεινά πιο μαύρα απ' όσα με βρήκανε, μου φέρνει το αποκοίμισμά μου.
(Έρχεται ο Αινόβαρδος)

Ε! Αινόβαρδε.
ΑΙΝΟΒΑΡΔΟΣ. Τι διατάζει ο στρατηγός;
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Πρέπει να φύγω από δω το γρηγορότερο.
ΑΙΝΟΒΑΡΔΟΣ. Μα τότε πρέπει να σκοτώσουμε τις γυναίκες μας. Βλέπουμε πώς κάθε σκληρότητά μας τις θανατώνει· αν φύγουμε θα πεθάνουν.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Πρέπει να φύγω.
ΑΙΝΟΒΑΡΔΟΣ. Αν υπάρχει λόγος σοβαρός, ας πεθάνουν οι γυναίκες. Θάταν κρίμα να τις θυσιάσουμε για το τίποτα, αν και μπροστά σε μια μεγάλη αιτία πρέπει να τις θεωρήσουμε τίποτα. Αν η Κλεοπάτρα πάρει είδηση το φευγιό μας, σίγουρα θα πεθάνει. Είκοσι φορές την είδα να ψυχομαχεί με ελάχιστη αιτία. Πραγματικά νομίζω ότι υπάρχει κάτι στον θάνατο, που την τραβά· Βλέπω να την τραβά τόσο γλυκά, που για ένα έτσι, είναι έτοιμη να πεθάνει.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Δε φαντάζεται κανείς πόσο πανούργα είναι.
ΑΙΝΟΒΑΡΔΟΣ. Όχι στρατηγέ. Το πάθος της είναι αγνός, αγνότατος έρωτας. Δεν μπορούμε να ονομάζουμε τους άνεμους και τις πλημμύρες της, αναστεναγμούς και δάκρυα: είναι πιο μεγάλες καταιγίδες από ότι περιγράφει το Αλμανάκ. Αυτά δεν μπορούν να είναι πανουργία. Αν είναι, είναι καλλίτερη στο να κάνει βροχή απ’ ότι ο Δίας.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Κάλλιο να μην την έβλεπα ποτέ.
ΑΙΝΟΒΑΡΔΟΣ. Ω στρατηγέ. Τότε δεν θα είχατε δει ένα θαυμάσιο έργο τέχνης.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Η Φουλβία πέθανε.
ΑΙΝΟΒΑΡΔΟΣ. Στρατηγέ.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Πέθανε η Φουλβία.
ΑΙΝΟΒΑΡΔΟΣ. Η Φουλβία;
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Πέθανε.
ΑΙΝΟΒΑΡΔΟΣ. Μα στρατηγέ, θυσίασε στους θεούς: όταν αποφασίζουν να πάρουν την γυναίκα από ένα άνδρα, του δείχνουν τους ράφτες της γης· είναι παρηγοριά που όταν τα παλιά ρούχα φθείρονται, υπάρχουν άνθρωποι που φτιάχνουν καινούργια. Αν στρατηγέ μου υπήρχε στον κόσμο απάνω, μονάχα η Φουλβία, τότε το δυστύχημα θάταν πολύ μεγάλο και θα ταίριαζε να κλαις. Αυτή η λύπη έχει την παρηγοριά της, μια που το παλιό ρούχο φέρνει το καινούργιο. Πραγματικά για να κλάψτε για μια τέτοια λύπη, θα πρέπει να χρησιμοποιήστε κρεμμύδι.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Οι δουλειές που άνοιξε αυτή στο κράτος απαιτούν την παρουσία μου.
ΑΙΝΟΒΑΡΔΟΣ. Ναι, μα οι δουλειές που άνοιξες κ' εσύ εδώ, χωρίς εσένα δεν τελειώνουν, ειδικά αυτή της Κλεοπάτρας που βασίζεται αποκλειστικά σε σένα.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ας λείψουν οι αλαφρόμυαλες αντιλογίες.— Κοινοποίησε στους αξιωματικούς την απόφασή μου. Κ' εγώ θα εξηγήσω στη βασίλισσα το λόγο που με βιάζει να φύγουμε και θα πάρω από την αγάπη της την άδεια να φύγω. Γιατί δεν είναι μόνο ο θάνατος της Φουλβίας που μας βιάζει: τα γράμματα πολλών φίλων μας στην Ρώμη ζητούν τον γυρισμό μας. Ο Σέξτος Πομπήιος εξεγέρθηκε κατά του Καίσαρα και έχει την αυτοκρατορία της θάλασσας. Ο λαός, που η αγάπη του ποτέ δεν πάει στον πιο άξιο παρά μόνο όταν η αξία του τον έχει εγκαταλείψει, αρχίζει να δίνει όλα τα αξιώματα και την δόξα του μεγάλου [Πομπηίου στον γιό του, που ήδη μεγάλος σε φήμη και δύναμη, πιο μεγάλος ακόμα λόγω κούνιας και κουράγιου, περνά για μεγάλος στρατιώτης. Αν αυτός υπερισχύσει, ο κόσμος μπορεί να βρεθεί σε κίνδυνο. Πες στους ανθρώπους μας ότι θέλω να φύγουμε γρήγορα από εδώ.
ΑΙΝΟΒΑΡΔΟΣ. Εις τας διαταγάς σας.— (Όταν βγαίνουν μπαίν' η Κλεοπάτρα, η Χάρμιον, η Είρα κι' ο Αλεξάς)
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Πού είναι;
ΧΑΡΜΙΟΝ. Δεν τον είδα από κείνη την ώρα.]]
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. (Προς τον Αλεξά). Κύτταξε να ιδής πού είνε, ποίος είνε μαζί του και τι κάμνει. — Να μη φανή ότι σε έστειλα. — Αν μεν είνε μελαγχολικός, ειπέ εις αυτόν ότι χορεύω, αν δε εύθυμος, ότι αιφνιδίως ησθένησα. Ύπαγε και επάνελθε ταχέως.
(Εξέρχεται ο Αλεξάς).
ΧΑΡΜΙΟΝ. Νομίζω κυρία ότι αν τον αγαπάς πολύ, δεν ηξεύρεις τον τρόπον να τον αναγκάσης να σε αγαπήση και αυτός πολύ.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Τι εξ όσων έπρεπε να κάμω δεν κάμνω;
ΧΑΡΜΙΟΝ. Να υποχωρής εις όλα και να μη αντιλέγης εις τίποτε.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Με συμβουλεύεις ως μωρά τον τρόπον του να τον χάσω.
ΧΑΡΜΙΟΝ. Μη τον παραθυμώνης· έχε και ολίγην υπομονήν. Μισούμεν με τον καιρόν ό,τι συχνά φοβούμεθα. (Εισέρχεται ο Αντώνιος). Να, έρχεται ο Αντώνιος.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Δεν είμαι καλά, αισθάνομαι αθυμίαν.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Λυπούμαι αναγγέλλων την απόφασίν μου.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Βοήθησέ με να εξέλθω, αγαπητή μου Χάρμιον· θα πέσω· δεν είνε δυνατόν να παραταθή πολύ η κατάστασις αύτη· δεν αντέχουν αι φυσικαί μου δυνάμεις.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Τώρα, προσφιλής μου βασίλισσα . . .
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Στάσου μακράν, σε παρακαλώ.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Τι συμβαίνει;
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Βλέπω εκ των οφθαλμών σου ότι έχεις καλάς ειδήσεις. Τι λέγει η σύζυγος; Δύνασαι να αναχωρήσης. Είθε να μη σου επέτρεπε ποτέ να έλθης! Ας μη είπη ότι εγώ σε κρατώ εδώ. Ουδεμίαν εξουσίαν έχω επί σου· εις αυτήν ανήκεις.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Μάρτυρες μου οι θεοί.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ω, ουδέποτε βασίλισσα επροδόθη κατά τρόπον τοιούτον! Και όμως είδον εξ αρχής τεκταινομένην την προδοσίαν.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Κλεοπάτρα!
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Πώς να πιστεύσω ότι είσαι ιδικός μου και πιστός, και αν ακόμη οι όρκοι σου εκλόνιζαν τους θρόνους των θεών, συ ο εξαπατήσας την Φουλβίαν; Τρέλλα τερατώδης να πιστεύσω εις τους ψευδείς εκείνους όρκους οίτινες καταπατούνται άμα προφερόμενοι!
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Γλυκυτάτη βασίλισσα.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Μη ζητής σε παρακαλώ πρόφασιν διά την αναχώρησίν σου, αλλ' αποχαιρέτησέ με και φύγε. Όταν παρεκάλεις να μείνης, είχες τότε προχείρους τους λόγους. Δεν ωμίλεις τότε περί αναχωρήσεως. Επί των οφθαλμών και των χειλέων μου υπήρχεν η αιωνιότης, η δε ευτυχία επεκάθητο επί των βλεφάρων μου· και το ευτελέστατον των πραγμάτων εν εμοί είχε τι τότε το αγγελικόν. Είμαι ακόμη η ιδία ή συ, ο μέγιστος στρατιώτης του κόσμου, έγινες και μέγιστος ψεύστης.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ω! κυρία!
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ήθελα να είχα το ανάστημά σου· θα εμάνθανες τότε ότι υπάρχει γενναία καρδία εις την Αίγυπτον.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Άκουσέ με, βασίλισσα· η κρατερά των περιστάσεων ανάγκη απαιτεί επί τινα χρόνον τας υπηρεσίας μου, αλλ' η καρδία μου θα μείνη πλησίον σου. Η Ιταλία ημών είνε έρμαιον εμφυλίων σπαραγμών. Ο Σέξτος Πομπήιος βαδίζει προς τας πύλας της Ρώμης· το ισόπαλον των εσωτερικών κομμάτων γεννά φατριαστικάς ανησυχίας. Οι άλλοτε μισούμενοι καθίστανται τώρα αγαπητοί ένεκα της ισχύος αυτών, ο δε καταδικασθείς Πομπήιος, ωφελούμενος εκ της δόξης του πατρός του, αποσπά ταχέως τας συμπαθείας των μη ωφεληθέντων εκ της παρούσης καταστάσεως, τούτων δε ο πληθυνόμενος αριθμός αποβαίνει επικίνδυνος· οι δε εκ της ησυχίας απαυδήσαντες ζητούν αντιφάρμακον δι' οιασδήποτε παρατόλμου και απελπιστικής μεταβολής. Αλλ' ότι αφορά μόνον εις εμέ, τούτο δε κάλλιον παντός άλλου πρέπει να σε καθησυχάζη δια την αναχώρησίν μου, είνε ο θάνατος της Φουλβίας.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Αν η ηλικία δεν ηδυνήθη ακόμη να με απαλλάξη της
κουφονοίας, με έχει όμως απηλλαγμένην της νηπιώδους ευπιστίας. Είνε
δυνατόν να αποθάνη η Φουλβία;

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Απέθανε, βασίλισσα μου. (Tη εγχειρίζει επιστολήν). Ιδέ και
ανάγνωσον εν βασιλική ανέσει τας ταραχάς τας οποίας αύτη διήγειρε·
τέλος, το πάντων κάλλιστον, ιδέ πότε και πού απέθανεν.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ω του ψευδεστάτου έρωτος! Πού είνε αι ιεραί φιάλαι τας
οποίας έπρεπε να πληρώσης εκ δακρύων λύπης; Βλέπω τώρα εκ του
θανάτου της Φουλβίας τίνι τρόπω θακούσης και τον ιδικόν μου.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Παύσε πλέον τας έριδας, και ετοιμάσου να μάθης τα σχέδιά μου, των οποίων η εκτέλεσις είνε εις την πλήρη εξουσίαν σου. Ορκίζομαι εις το πυρ το ζωογονούν την ιλύν του Νείλου ναναχωρήσω πιστός προς σε στρατιώτης και θεράπων, κηρύττων πόλεμον ή συνομολογών ειρήνην κατά την επιθυμίαν σου.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Έλα, Χάρμιον, κόψε τον στηθόδεσμόν μου. Αλλ' όχι! άφησέ τον — εις την αυτήν στιγμήν και ησθένησα και ανέλαβον· τοιούτος είνε και ο έρως του Αντωνίου.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ησύχασε, προσφιλεστάτη μου βασίλισσα, και έχε εμπιστοσύνην εις τον έρωτα εκείνου όστις υφίσταται σπουδαίαν δοκιμασίαν.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Έχω το παράδειγμα της Φουλβίας…. Στρέψε, σε παρακαλώ, το πρόσωπον, και κλαύσε δι' αυτήν· αποχαιρέτησέ με έπειτα, και ειπέ ότι τα δάκρυα ταύτα χύνονται χάριν της βασιλίσσης της Αιγύπτου. Έλα, σε παρακαλώ, παίξε πρόσωπον δεξιού υποκριτού και κατόρθωσε να φανής αισθανόμενος λύπην ακραιφνή.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Αρκεί· θα μου ανάψης το αίμα.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Δύνασαι να υποκριθής έτι καλύτερον, αλλά και τούτο είνε αρκετόν.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Μα το ξίφος μου!
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Και μα την ασπίδα σου! — Ε κάτι καλύτερα, αλλ' όχι τέλειον. Κύτταξε, σε παρακαλώ, Χάρμιον, πόσον αρμόζει ο θυμός εις τον Ηρακλείδην αυτόν Ρωμαίον (3).
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Σε αφήνω, βασίλισσα.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Μίαν λέξιν, φιλόφρων στρατηγέ. Κύριε, συ κ' εγώ πρέπει να χωρισθώμεν. — Αλλά δεν πρόκειται περί τούτου. Κύριε, συ κ' εγώ ηγαπήθημεν — αλλά και πάλιν δεν πρόκειται περί τούτου, ως καλώς ηξεύρεις. Ήθελα να είπω περί — ω η μνήμη μου είνε τόσον άπιστος ως ο Αντώνιος. Τα πάντα λησμονώ (4).
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Αν δεν εγνώριζον ότι η βασίλισσα υπέβαλλεν εις το θέλημά της την κουφότητα, θα υπελάμβανον αυτήν ως την προσωποποίησιν της κουφότητος.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Και όμως είνε βαρύ φορτίον να έχη τις την κουφότητα ταύτην τόσον πλησίον της καρδίας όσον η Κλεοπάτρα, αλλά συγχώρησέ με, διότι και αυταί μου αι χάριτες με θανατώνουν, όταν και σε δεν ευχαριστούν (5). Η τιμή σου επιτάσσει την αναχώρησίν σου· μη προσέχης λοιπόν εις την άσπλαγχνόν μου ανοησίαν. Είθε οι θεοί να σε προφυλάττουν, είθε της δάφνης ο στέφανος να κοσμή το ξίφος σου, και η ευτυχία να σε ακολουθή κατά πόδας!
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Εμπρός, υπάγωμεν. Τοιαύτη είνε η φύσις του αποχωρισμού ημών, ώστε συ μεν μένουσα εδώ θα με συνοδεύης πανταχού, εγώ δε, καίπερ μακράν σου φεύγων, θα μένω μετά σου. Υπάγωμεν. (Εξέρχονται).

ΣΚΗΝΗ Δ' (Γ').

Ρώμη. Δωμάτιον εν τη οικία του Καίσαρος.
Εισέρχεται ο ΟΚΤΑΒΙΟΣ ΚΑΙΣΑΡ αναγινώσκων επιστολήν και ο ΛΕΠΙΔΟΣ μετά της συνοδείας των.
ΚΑΙΣΑΡ. Δύνασαι να ίδης, Λέπιδε, και να μάθης εις το εξής, ότι ο Καίσαρ δεν έχει το ελάττωμα να μισή μέγαν συνάρχοντα. Ιδού τι γράφουν εξ Αλεξανδρείας: «Αλιεύει, πίνει και διέρχεται τας νύκτας εις συμπόσια· δεν είνε ανδρικώτερος της Κλεοπάτρας, ούτε η Χήρα του Πτολεμαίου θηλυπρεπεστέρα αυτού». Μόλις ηξίωσε να δεχθή τους απεσταλμένους ημών ή να σκεφθή περί των συναδέλφων του. Εν ενί λόγω, έχει πάντα τα ανθρώπινα ελαττώματα.
ΛΕΠΙΔΟΣ. Δεν δύναμαι να πιστεύσω ότι τα ελαττώματά του είνε τοσαύτα, ώστε να αμαυρώσωσι τας αρετάς του. Τα σφάλματά του είνε ως αι κηλίδες του ουρανού, αίτινες λάμπουσι πλειότερον εις το σκότος· κληρονομικά μάλλον ή επίκτητα, εκ της φύσεως μάλλον ή εξ αυτού προερχόμενα.
ΚΑΙΣΑΡ. Είσαι πολύ επιεικής. Ας παραδεχθώμεν ότι δεν είνε άτοπον να κυλίεται επί της κλίνης των Πτολεμαίων, να παραχωρή βασίλειον δια μίαν αστειότητα, να κραιπαλά μετά δούλων, οινοβαρής δε και κλονούμενος να διέρχεται τας οδούς εν πλήρει μεσημβρία, γρονθοκοπούμενος μετά ρυπαρών φαυλοβίων· ας παραδεχθώμεν ότι ταύτα πάντα δεν είνε απρεπή — και αληθώς πρέπει να είνε σπανία φύσις διά να μη κηλιδωθή υπό τοιούτων πράξεων — και όμως, δεν πρέπει [παντάπασι να συγχωρή ο Αντώνιος τα αίσχη ταύτα, όταν ημείς υποφέρωμεν εκ των αποτελεσμάτων της επιπολαιότητός του. Αν μόνον κατά τας ώρας της σχολής αυτού παρεδίδετο εις τον ηδυπαθή τούτον βίον, ο κόρος και η εξάντλησις ήθελον συνετίση αυτόν, αλλά να σπαταλά τον χρόνον, όστις επιτάσσει εις αυτόν ναφήση τας διασκεδάσεις και να σκεφθή περί του ιδίου και του ημετέρου συμφέροντος, τούτο σημαίνει ότι είνε άξιος της τιμωρίας εκείνης, ην επιβάλλουσι συνήθως εις τους νεανίσκους, οίτινες έχουν μεν αρκούσαν μάθησιν, θυσιάζουν όμως την πείραν αυτών εις τας εφημέρους ηδονάς και γίνονται αποστάται της λογικής. (Εισέρχεται αγγελιαφόρος). Ιδού μας φέρουν νέας ειδήσεις.
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Αι διαταγαί σου εξετελέσθησαν, πανευγενέστατε Καίσαρ, και μετ' ολίγον θα μάθης τα συμβαίνοντα. Ο Πομπήιος είνε ισχυρός κατά θάλασσαν και φαίνεται ότι προσείλκυσε την αγάπην εκείνων οίτινες εκ φόβου μόνον ηκολούθουν τον Καίσαρα. Οι δυσηρεστημένοι σπεύδουν εις τους λιμένας, η δε κοινή γνώμη παριστά αυτόν ως θύμα της αδικίας.
ΚΑΙΣΑΡ. Έπρεπε να το περιμένω. Από της αρχαιοτάτης εποχής διδασκόμεθα ότι ο άρχων έχει υπέρ αυτού τας ευχάς του λαού, μέχρις ότου καταλάβη την εξουσίαν, ότι ο εκπεσών τότε μόνον αγαπάται, όταν πλέον δεν είνε άξιος αγάπης, και ότι καθίσταται επιθυμητός μόνον όταν εκλίπη. Ο λαός ομοιάζει προς φύκον κυματίζοντα επί των υδάτων, όστις φέρεται τήδε κακείσε υπό του εκάστοτε μεταβαλλομένου ανέμου και φθείρεται εν τη αενάω ταύτη κινήσει.
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Σου αναγγέλλω, Καίσαρ, ότι οι διαβόητοι πειραταί Μενεκράτης και Μηνάς είνε κύριοι της θαλάσσης, και ότι διασχίζουν αυτήν διά πλοίων παντός είδους. Πολλάς επιδρομάς επιχειρούσιν εις την Ιταλίαν, και πανικόν εμπνέουσιν εις τας παραλίους πόλεις, εξανίσταται δε και επαναστατεί η σφριγώσα νεολαία· αν κανέν πλοίον τολμήση ν' αποπλεύση, συλλαμβάνεται αυθωρεί, το δε όνομα του Πομπηίου εμπνέει περισσότερον φόβον παρ' όσον θα ενέπνεεν ο κατ' αυτού πόλεμος.
ΚΑΙΣΑΡ. Άφες, Αντώνιε, τον ακόλαστον και ηδυπαθή βίον σου. Διωχθείς ποτε εκ της Μουτίνης όπου εφόνευσες τους υπάτους Πάνσαν και Ίρτιον και ταλαιπωρούμενος υπό της πείνης, υπέφερες αυτήν, καίτοι αβροδιαίτως ανατραφείς, και αυτών των αγρίων υπομονητικώτερον, πίνων και ίππων ούρον, και βορβορώδες και διεφθαρμένον ύδωρ, το οποίον και αυτά τα ζώα απέφευγον μετ' αποστροφής· ο ουρανίσκος σου [δεν απηξίου ούτε των αγριωτέρων βάτων τους καρπούς, και ως έλαφος, όταν η χιών κάλυπτε τας βοσκάς, εβλαστολόγεις και αυτούς ακόμη τους φλοιούς των δένδρων· λέγεται δε ότι επί των Άλπεων σε είδον τρώγοντα κρέας παράδοξον, ούτινος η θέα μόνη επέφερεν είς τινας τον θάνατον. Ταύτα δε πάντα — και το λέγω προς καταισχύνην σου — υπέφερες τόσον ανδρικώς, ώστε ουδαμώς ηλλοιώθη το πρόσωπόν σου.
ΛΕΠΙΔΟΣ. Είνε άξιος οίκτου.
ΚΑΙΣΑΡ. Είθε το αίσθημα της καταισχύνης να επιταχύνη την έλευσίν του. Είνε καιρός να εμφανισθώμεν οι δύο επί του πεδίου της μάχης, και προς τον σκοπόν τούτον πρέπει πάραυτα να προσκαλέσω το συμβούλιον. Η αδράνεια ημών εξυπηρετεί τα συμφέροντα του Πομπηίου.
ΛΕΠΙΔΟΣ. Αύριον, Καίσαρ, θα δύναμαι να σου αναγγείλω ακριβώς διά τίνων δυνάμεων θα δυνηθώ να επαρκέσω κατά ξηράν και κατά θάλασσαν εις τας παρούσας περιστάσεις.
ΚΑΙΣΑΡ. Έως ότου δε συνέλθωμεν θα φροντίσω και εγώ περί τούτου.
Χαίρε.

ΛΕΠΙΔΟΣ. Χαίρε, Καίσαρ. Αν κατά το διάστημα τούτο μάθης τι νεώτερον
περί των συμβαινόντων, σε παρακαλώ να μου το αναγγείλης.

ΚΑΙΣΑΡ. Μη αμφιβάλλης, Λέπιδε· γνωρίζω το καθήκον μου.

ΣΚΗΝΗ Ε'.

Αλεξάνδρεια, Δωμάτιον εν τοις ανακτόροις. ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. ΧΑΡΜΙΟΝ, ΕΙΡΑΣ ΚΑΙ ΜΑΡΔΙΑΝΟΣ.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Χάρμιον.
ΧΑΡΜΙΟΝ. Κυρία.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Χα, χα! — Δος μου να πίω μανδραγόραν.
ΧΑΡΜΙΟΝ. Διατί, κυρία;
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Δια να δυνηθώ να κοιμηθώ κατά το διάστημα της απουσίας του Αντωνίου μου.
ΧΑΡΜΙΟΝ. Παραπολύ σκέπτεσαι περί αυτού.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ω, είνε προδοσία!
ΧΑΡΜΙΟΝ. Όχι, κυρία, δεν πιστεύω,
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ε! ευνούχε! Μαρδιανέ!
ΜΑΡΔΙΑΝΟΣ. Τι επιθυμεί η υμετέρα Υψηλότης;
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Όχι βεβαίως ν' ακούσω τώρα το τραγούδι σου. Δεν ευχαριστούμαι εις ό,τι έχει ο ευνούχος. Είσαι ευτυχής ων ευνούχος, διότι ούτως αι σκέψεις σου δεν πλανώνται μακράν της Αιγύπτου. Αισθάνεσαι ποτέ έρωτα;
ΜΑΡΔΙΑΝΟΣ. Ναι, χαριτωμένη βασίλισσα.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Πράγματι; (6)
ΜΑΡΔΙΑΝΟΣ. Εν τω πράγματι, όχι κυρία, (7) διότι δεν δύναμαι να κάμω άλλο, παρ' ό,τι είνε εμπράκτως αθώον να κάμη τις. Έχω όμως άγρια πάθη και συχνά συλλογίζομαι τι έκαμεν η Αφροδίτη με τον Άρην.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Πού νομίζεις, Χάρμιον, ότι θα είνε τώρα; Είνε όρθιος ή κάθηται; περιπατεί ή ιππεύει; Ω συ, μακάριε ίππε, όστις φέρεις τον Αντώνιον! Βάδιζε ασφαλώς! διότι ηξεύρεις ποίον φέρεις; τον ημιάτλαντα του κόσμου, τον βραχίονα και την περικεφαλαίαν του ανθρωπίνου γένους. Ομιλεί κατά την στιγμήν ταύτην ή ψιθυρίζει τα εξής : « Πού είνε ο εκ του γηραιού Νείλου όφις μου», διότι ούτω με ονομάζει. Αλλά βλέπω ότι τρέφομαι με ηδυπαθέστατον δηλητήριον. Είνε δυνατόν να σκεφθή περί εμού ην εμαύρισαν τα ερωτικά φιλήματα του Φοίβου και ερρυτίδωσε βαθέως ο χρόνος; Επί της εποχής σου, ω ευρυμέτωπε Καίσαρ, ήμην αξία μονάρχου, ο δε μέγας Πομπήιος, μένων ακίνητος και τους οφθαλμούς αυτού επί του μετώπου μου προσηλών, έβλεπεν αυτό ασκαρδαμυκτί και απέθνησκεν ατενίζων εκείνην εξ ης ηρύετο την ζωήν. (Εισέρχεται ο Αλεξάς).
ΑΛΕΞΑΣ. Χαίρε, βασίλισσα της Αιγύπτου.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Πόσον διαφέρεις του Μάρκου Αντωνίου! Και όμως επειδή είσαι απεσταλμένος παρ' αυτού, ο φιλοσοφικός εκείνος λίθος σε εχρύσωσε διά της αφής του. Πώς είνε ο ανδρείος μου Μάρκος Αντώνιος;
ΑΛΕΞΑΣ. Η τελευταία του πράξις, αγαπητή βασίλισσα, ήτο έν φίλημα· το τελευταίον πολλών άλλων — το οποίον έδωκεν εις τον ανατολικόν τούτον μαργαρίτην. — Οι λόγοι του είνε ερριζωμένοι εις την καρδίαν μου.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Η ακοή μου ανυπομονεί να τους αποσπάση εκείθεν.
ΑΛΕΞΑΣ. Φίλε μου, μου είπεν: Ειπέ εις την βασίλισσαν ότι ο πιστός Ρωμαίος στέλλει εις την ισχυράν βασίλισσαν της Αιγύπτου, τον θησαυρόν ενός οστράκου, και ότι διά να επανορθώση το μικροπρεπές τούτο δώρον θα στολίση διά βασιλείων τον μεγαλοπρεπή αυτής θρόνον. Ειπέ εις αυτήν ότι η ανατολή άπασα θα την ανακήρυξη βασίλισσαν. — Μετά δε ταύτα έκλινε την κεφαλήν, και με τρόπον σοβαρόν ανέβη επί θυμοειδούς ίππου, του οποίου οι γενναίοι χρεμετισμοί εκάλυψαν την φωνήν μου.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Πώς ήτο, μελαγχολικός ή φαιδρός;
ΑΛΕΞΑΣ. Όπως κατά την ώραν εκείνην του έτους την μεταξύ ψύχους και θάλπους· ούτε μελαγχολικός, ούτε φαιδρός.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ω κράσις ευτυχής! Ιδέ τον, καλή μου Χάρμιον· τοιούτος είνε ο Αντώνιος, αλλά πρόσεξέ τον. Δεν ήτο μελαγχολικός, διότι ήθελε να ενθαρρύνη εκείνους οίτινες ήντλουν θάρρος παρ' αυτού· δεν ήτο δε φαιδρός, ως να εφαίνετο λέγων εις αυτούς ότι η διάνοια του εστρέφετο προς την Αίγυπτον όπου ήτο και η τέρψις του· αλλά μεταξύ των δύο τούτων διαθέσεων. Ω θείον κράμα! Είτε μελαγχολικός είσαι, είτε φαιδρός, η υπερβολή του ενός ή του άλλου πάθους σου αρμόζει όσον εις ουδένα άλλον θνητόν. (Προς τον Αλεξάν). Συνήντησες τους ταχυδρόμους μου;
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Ναι, βασίλισσα, είκοσι διαφόρους αγγελιαφόρους. Προς τι τόσω πολλούς;
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ο γεννηθείς την ημέραν καθ' ην θα λησμονήσω να πέμψω απεσταλμένον προς τον Αντώνιον, θα αποθάνη επαίτης. — Χαρτί και μελάνη, Χάρμιον. — Καλώς ήλθες, φίλτατε Αλεξά. — Ηγάπησα ποτέ τόσω τον Καίσαρα, Χάρμιον;
ΧΑΡΜΙΟΝ. Ω τον ανδρείον εκείνον Καίσαρα!
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Να σκάσης αν αποκριθής πάλιν με τόσην έμφασιν! Ειπέ τον ανδρείον Αντώνιον.
ΧΑΡΜΙΟΝ. Τον ανδρείον Καίσαρα!
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Μα την Ίσιδα, θα σου σπάσω τα δόντια, αν παραβάλης και πάλιν με τον Καίσαρα τον πρώτον άνδρα του κόσμου!
ΧΑΡΜΙΟΝ. Ζητώ ταπεινώς συγγνώμην. Επαναλαμβάνω &το τραγούδι σου&.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Κατά την νεαράν μου ηλικίαν, ότε η κρίσις δεν ήτο ώριμος . . . . το αίμα ψυχρόν, να επαναλαμβάνης τώρα ό,τι έλεγον τότε! . . Έλα, ας εξέλθωμεν… Φέρε χαρτί και μελάνη· θα λαμβάνη καθ' εκάστην νέους χαιρετισμούς, και αν πρόκειται ακόμη να καταστήσω την Αίγυπτον έρημον κατοίκων.

ΠΡΑΞΙΣ ΔΕΥΤΕΡΑ

ΣΚΗΝΗ Α'.

Μεσσήνη. Δωμάτιον εν τη οικία του Πομπηίου. ΠΟΜΠΗΙΟΣ, ΜΕΝΕΚΡΑΤΗΣ, ΜΗΝΑΣ
ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Αν οι μεγάλοι θεοί είνε δίκαιοι, θα συνταχθώσι μετά των δικαίων.
ΜΗΝΑΣ. Μάθε, ανδρείε Πομπήιε, ότι δεν αρνούνται ό,τι αναβάλλουσι.
ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Καθ' ον χρόνον ικετεύομεν αυτούς γονυκλινείς εις τους πόδας του θρόνου των, καταστρέφεται το παρ' ημών αιτούμενον.
ΜΕΝΕΚΡΑΤΗΣ. Ημάς αυτούς αγνοούντες, αιτούμεν συνεχώς εκείνο το οποίον δύναται να μας βλάψη, αλλ' οι θεοί αρνούνται αυτό εν τη συνέσει των προς σωτηρίαν ημών· ώστε κερδίζομεν όταν αι προσευχαί ημών δεν εισακούωνται.
ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Θα επιτύχω· ο λαός με αγαπά, η δε θάλασσα είνε εις την εξουσίαν μου. Η ισχύς μου αυξάνει αδιαλείπτως, και ελπίζω να φθάση εις τον κολοφώνα της δυνάμεως. Ο Μάρκος Αντώνιος δεν έχει κατά νουν ν' αφήση τα συμπόσια της Αιγύπτου χάριν εξωτερικών πολέμων. Ο Καίσαρ συλλέγει χρήματα, αλλ' αποβάλλει τας συμπαθείας του λαού. Ο Λέπιδος, κολακεύων και τους δύο, κολακεύεται υπ' αμφοτέρων· ουδένα αγαπά, αλλά και ουδείς εκ των δύο σκέπτεται περί αυτού.
ΜΕΝΕΚΡΑΤΗΣ. Ο Καίσαρ και ο Λέπιδος εξεστράτευσαν μετά στρατεύματος ισχυρού.
ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Πόθεν το γνωρίζεις; είνε ψεύδος.
ΜΕΝΕΚΡΑΤΗΣ. Παρά του Σιλβίου, στρατηγέ.
ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Ονειρεύεται. Γνωρίζω ότι και οι δύο είνε εις την Ρώμην, αναμένοντες τον Αντώνιον. Είθε πάντα τα θέλγητρα του έρωτος να καλλύνωσι τα μαραμένα σου χείλη, ω ακόλαστος Κλεοπάτρα! Ας ενωθή η μαγεία μετά της καλλονής, και μετ' αυτών αμφοτέρων η ηδυπάθεια. Πρόσδεσον τον ακόλαστον εις παρατεταμένα συμπόσια, και κράτει εξημμένον τον εγκέφαλόν του. Ας οξύνωσι την όρεξίν του μάγειροι Επικούρειοι δι' ερεθιστικών καρυκευμάτων, και ας αμβλύνωσι της τιμής το αίσθημα, ο ύπνος και η τρυφή, έως ου πέση εις εντελή λήθαργον. — Λοιπόν, Βάριε; (Εισέρχεται ο Βάριος).
ΒΑΡΙΟΣ. Έχω τι θετικώτατον να σου αναγγείλω. Ο Μάρκος Αντώνιος αναμένεται εις Ρώμην από ώρας εις ώραν. Τόσος χρόνος παρήλθεν αφ' ότου ανεχώρησεν εκ της Αιγύπτου, ώστε ηδύνατο να φθάση και μακρύτερα.
ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Μετά περισοτέρας ευχαριστήσεως θα ήκουον αγγελίαν ολιγώτερον σπουδαίαν. Δεν επίστευον, Μηνά, ότι ο ακόρεστος ούτος ερωτοτρόπος ήθελε φορέση την περικεφαλαίαν του χάριν τόσω μικρού πολέμου· η στρατιωτική αυτού ικανότης είνε δις υπερτέρα των δύο άλλων. Αλλά τώρα πρέπει να μεγαλαυχώμεν, αφού η εκστρατεία μας δύναται ναποσπάση από τους κόλπους της Αιγυπτίας χήρας τον ουδέποτε υπό των ηδονών κορεννύμενον Αντώνιον.
ΜΗΝΑΣ. Δεν δύναμαι να παραδεχθώ ότι είνε δυνατόν να ομονοήσωσι ποτέ ο Καίσαρ και ο Αντώνιος. Η αποθανούσα σύζυγος του εστασίασε κατά του Καίσαρος, ο δε αδελφός του εκήρυξε κατ' αυτού πόλεμον, μολονότι δεν πιστεύω να παρωτρύνθησαν υπό του Αντωνίου.
ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Δεν ηξεύρω, Μηνά, κατά πόσον αι μικραί αύται έριδες δύνανται να υποχωρήσουν απέναντι των μεγαλυτέρων. Είνε πρόδηλον ότι, αν δεν είχομεν εγερθή εναντίον αυτών, θα εφιλονείκουν μεταξύ των, διότι έχουν σπουδαίας αφορμάς έριδος, αλλά δεν ηξεύρομεν ακόμη κατά πόσον ο φόβος, ον εμπνέομεν εις αυτούς, θα δυνηθή να τους συμφιλιώση και να διαλύση τας ασημάντους αυτών διαφοράς. Γεννηθήτω το θέλημα των θεών. Προς εξασφάλισιν της ζωής ημών πρέπει να αναπτύξωμεν όλας ημών τας δυνάμεις. Ελθέ, Μηνά. (Εξέρχονται).

ΣΚΗΝΗ Β'.

Ρώμη. Δωμάτιον εν τη οικία του Λεπίδου. ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ, ΛΕΠΙΔΟΣ.
ΛΕΠΙΔΟΣ. Πράξιν αρίστην και αξίαν σου θα πράξης, φίλε Αινόβαρβε, καθικετεύων τον στρατηγόν σου να κάμη χρήσιν πραοτέρων λόγων.
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Θα παρακαλέσω αυτόν να αποκρίνεται όπως αρμόζει εις τον Αντώνιον. Αν ο Καίσαρ τον ερεθίση, πρέπει ο Αντώνιος να λάβη ύφος αγέρωχον και βροντοφώνως ως άλλος Άρης να αποκριθή: Μα τον Δία, αν εγώ έφερον τον πώγωνα του Αντωνίου, δεν θα έκειρον αυτόν σήμερον!
ΛΕΠΙΔΟΣ. Δεν είνε καιρός τώρα διά προσωπικάς έριδας.
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Πάσα στιγμή είνε κατάλληλος προς τα ζητήματα τα όποια
αύτη γεννά.

ΛΕΠΙΔΟΣ. Αλλά τα μικρότερα πρέπει να υποχωρούν απένναντι των
μεγαλυτέρων.

ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Όχι, αν τα μικρότερα έρχωνται πρώτα.
ΛΕΠΙΔΟΣ. Οι λόγοι σου είνε εμπαθέστατοι. Αλλά μη υποδαύλιζε, σε παρακαλώ, το υπό την τέφραν πυρ. Ιδού έρχεται ο γενναιόφρων Αντώνιος. (Εισέρχεται ο Αντώνιος μετά του Βενδιδίου).
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Ιδού και ο Καίσαρ. (Εισέρχεται ο Καίσαρ, ο Μαικήνας και
ο Αγρίππας)

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Αν συμφωνήσωμεν εδώ, θα μεταβώμεν έπειτα εις την χώραν των
Πάρθων! Άκουσε, Βενδίδιε.

ΚΑΙΣΑΡ. Δεν ηξεύρω, Μαικήνα, ερώτησε τον Αγρίππαν.
ΛΕΠΙΔΟΣ. Επειδή, γενναίοι φίλοι, είνε σπουδαίον το ζήτημα το οποίον μας συνήνωσεν εδώ, δεν πρέπει να επιτρέψωμεν, ώστε πράξεις [ασήμαντοι να διαιρέσωσιν ημάς. Ακούσωμεν με πραότητα ό,τι επιλήψιμον συνέβη. Όταν μετ' εμπαθείας συζητώμεν τας μηδαμινάς ταύτας διαφοράς ημών, διαπράττομεν φόνον, ενώ προσπαθούμεν να επουλώσωμεν πληγάς. Όθεν καθικετεύω υμάς, ευγενείς συνάδελφοι, να θίγετε τα μάλλον δυσάρεστα ζητήματα μετά μεγίστης πραότητος, αποφεύγοντες απρεπείς ή ερεθιστικάς εκφράσεις.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Πολύ ορθόν. Θα έπραττον ούτως αν είμεθα ενώπιον του στρατού και έτοιμοι προς μάχην.
ΚΑΙΣΑΡ. Καλώς ήλθες εις Ρώμην.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Σε ευχαριστώ.
ΚΑΙΣΑΡ. Κάθισε.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Κάθισε, κύριε.
ΚΑΙΣΑΡ. Ε, λοιπόν.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Μανθάνω ότι δίδεις κακήν σημασίαν εις πράγματα τα οποία δεν έχουν τοιαύτην ή δεν σε αποβλέπουν και τοιαύτην αν είχον.
ΚΑΙΣΑΡ. Θα ήμην γελοίος αν άνευ λόγου ή δι' ελάχιστα εθεώρουν τον εαυτόν μου υβρισθέντα, και ιδίως υπό σου· πολύ δε γελοιότερος θα ήμην αν άπαξ επρόφερα περιφρονητικώς το όνομά σου, ενώ ουδένα είχα λόγον να το πράξω.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Τι σε έμελεν η εν Αιγύπτω διαμονή μου, Καίσαρ;
ΚΑΙΣΑΡ. Όχι πλειότερον αφ' ό,τι σε έμελεν εις Αίγυπτον η εν Ρώμη ιδική μου. Αν όμως εκεί εσκευώρεις κατά της αρχής μου, τότε η εν Αιγύπτω διαμονή σου ηδύνατο να μου είνε θέμα συζητήσεως.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Τι εννοείς με το «εσκευώρεις»;
ΚΑΙΣΑΡ. Δύνασαι να μαντεύσης τας σκέψεις μου εκ των εδώ συμβάντων. Η σύζυγος και ο αδελφός σου έλαβον τα όπλα εναντίον μου, η δε αποστασία των εχρησίμευεν ως παράδειγμα το οποίον ώφειλες να ακολουθήσης· ήτο το σύνθημα του πολέμου.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Απατάσαι. Ουδέποτε ο αδελφός μου με ανέμιξεν εις τας πράξεις του· επληροφορήθην περί τούτου, και αι πληροφορίαι μου προέρχονται εξ ασφαλούς πηγής, εκ των εκθέσεων των ανθρώπων εκείνων οίτινες επολέμησαν υπέρ σου. Μήπως δεν περιεφρόνησε και την εξουσίαν μου και την ιδικήν σου, και παρά την θέλησίν μου, αφού ο ιδικός σου αγών ήτο και ιδικός μου; Ως προς την υπόθεσιν ταύτην αι προς σε επιστολαί μου σε καθησύχασαν. Αν όμως θέλης να προκαλέσης έριδα και δεν έχης άλλην αφορμήν, μη την ζητής διά του παραπόνου τούτου.
ΚΑΙΣΑΡ. Επαινείς τον εαυτόν σου αποδίδων εις εμέ έλλειψιν κρίσεως, αλλ' αι προφάσεις αύται δεν συνηρμολογήθησαν καλώς.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Όχι, όχι τοιαύτα. Γνωρίζω, είμαι βέβαιος ότι δεν ήτο δυνατόν να απατηθής ως προς τούτο, ότι δηλαδή εγώ, σύμμαχός σου εις τον υπ' αυτού κατά σου διεξαγόμενον αγώνα, ηδυνάμην να βλέπω ασμένως πόλεμον συνταράσσοντα την ησυχίαν μου. Ως προς την σύζυγόν μου θα σου ηυχόμην σύζυγον έχουσαν το πνεύμα της. Είσαι κύριος του τρίτου μέρους του κόσμου, και δύνασαι να διοικήσης αυτό διά μικρού χαλινού, δεν δύνασαι όμως να πράξης το αυτό προκειμένου περί τοιαύτης συζύγου.
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Είθε να είχομεν όλοι τοιαύτας συζύγους, ώστε οι άνδρες να παραλαμβάνουν αυτάς εις τους πολέμους!
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Χαρακτήρος ούσα βιαίου και ανυπομόνου, διήγειρε ταραχάς — μη στερουμένας πολιτικής δεξιότητος, — αίτινες ομολογώ μετά λύπης, Καίσαρ, σου επροξένησαν πολλήν ανησυχίαν αλλ' ως προς τούτο, οφείλεις να ομολογήσης ότι ουδέν ηδυνάμην να πράξω.
ΚΑΙΣΑΡ. Σου έγραψα ότε εκραιπάλας εν Αλεξανδρεία, αλλά συ θέσας τας επιστολάς εις τον κόλπον σου, απέπεμψες τον απεσταλμένον μου μετά σαρκαστικών επιπλήξεων.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ενεφανίσθη αιφνιδίως ενώπιόν μου πριν ή ακόμη αγγελθή. Προ μικρού δε είχα δεχθή εις συμπόσιον τρεις βασιλείς, και κατά την στιγμήν εκείνην δεν ήμην όπως και την πρωίαν, αλλά την επιούσαν του ωμολόγησα εις ποίαν κατάστασιν ευρισκόμην, όπερ ήτο το αυτό ως εάν του εζήτουν συγγνώμην. Αλλά μη αναμιγνύωμεν αυτόν εις την έριδα ημών. Απαλείψωμεν αυτόν εκ της διαφοράς, αν πρόκειται να συζητήσωμεν περί ταύτης.
ΚΑΙΣΑΡ. Παρέβης την υποχρέωσιν του όρκου σου· διά τοιαύτην δε παράβασιν ουδέποτε θα δυνηθής συ να κατηγορήσης εμέ.
ΛΕΠΙΔΟΣ. Μη παραφέρεσαι, Καίσαρ.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Όχι, Λέπιδε, άφες τον να ομιλήση· η τιμή, περί της οποίας ομιλεί και την οποίαν υποθέτει ότι παρέβην είνε ιερά· αλλ' εξακολούθει, Καίσαρ· είπες περί του όρκου μου. —
ΚΑΙΣΑΡ. Του να μου παράσχης ένοπλον βοήθειαν όταν ήθελον ζητήσει αυτήν, αλλά συ ηρνήθης αυτήν.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ημέλησα μάλλον, και τούτο καθ' ην στιγμήν ώραι φαρμακεραί με καθίστων ουχί κύριον του εαυτού μου. Θα δείξω δε προς σε την μετάνοιάν μου, όσον δύναμαι· αλλ' η χρηστότης μου δεν θα καταβιβάση το μεγαλείον μου, ούτε θα μεταχειρισθώ το μεγαλείον άνευ χρηστότητος. Το αληθές είνε, ότι η Φουλβία υπεκίνησεν εδώ πολέμους όπως με αποσπάση εκ της Αιγύπτου, διά τούτο δ' εγώ όστις εν αγνοία υπήρξα αφορμή τούτων, ζητώ συγγνώμην τοιαύτην, οίαν επιβάλλει η τιμή να ζητήσω εν τη περιστάσει ταύτη.
ΛΕΠΙΔΟΣ. Ωμίλησες ευγενώς.
ΜΑΙΚΗΝΑΣ. Παύσατε, παρακαλώ, την περί των αμοιβαίων δυσαρεσκειών συζήτησιν, λησμονήσατε δ' αυτάς εντελώς, ενθυμούμενοι ότι, η παρούσα στιγμή σας επιβάλλει την συμφιλίωσιν.
ΛΕΠΙΔΟΣ. Πολύ φρονίμως ωμίλησες, Μαικήνα.
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Ή αν επί του παρόντος συμφιλιωθήτε, δύνασθε να επανέλθετε επί του θέματος τούτου, όταν δεν θα γίνεται πλέον λόγος περί του Πομπηίου. Τότε μη έχοντες άλλο τι να πράξετε, θα έχετε καιρόν να φιλονεικήτε.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Σιώπα· συ είσαι μόνον στρατιώτης.
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Είχα σχεδόν λησμονήση ότι η αλήθεια πρέπει να σιωπά.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Δεικνύεις έλλειψιν σεβασμού προς τους παρόντας, αρκεί.
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Καλά λοιπόν, εξακολουθήτε· εις το εξής θα είμαι αναίσθητος ως πέτρα.
ΚΑΙΣΑΡ. Αποδοκιμάζω μόνον τον τρόπον, όχι και την ουσίαν της ομιλίας του, διότι δεν είνε δυνατόν να μείνωμεν συνδεδεμένοι, έχοντες τόσον εναντία φρονήματα. Και όμως, εάν εγνώριζα ότι υπάρχει κρίκος δυνάμενος να μας συνδέση, θα περιηρχόμην την οικουμένην προς ανεύρεσίν του.
ΑΓΡΙΠΠΑΣ. Επίτρεψέ μου, Καίσαρ.
ΚΑΙΣΑΡ. Ομίλησον, Αγρίππα.
ΑΓΡΙΠΠΑΣ. Έχεις αδελφήν ομομητρίαν, την θαυμαστήν Οκταβίαν ο δε
μέγας Αντώνιος διατελεί τώρα εν χηρεία.

ΚΑΙΣΑΡ. Σιώπα, Αγρίππα· αν σε ήκουεν η Κλεοπάτρα θα σε επέπληττε
δικαίως διά την προπέτειάν σου.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Δεν είμαι έγγαμος Καίσαρ, άφες τον Αγρίππαν να
εξακολουθήση.

ΑΓΡΙΠΠΑΣ. Όπως συνδεθήτε διά φιλίας αδιασπάστου, αδελφοποιηθήτε, και τας καρδίας υμών ενώσατε διά δεσμού αδιαρρήκτου· πρέπει ο Αντώνιος να συζευχθή την Οκταβίαν, αξίαν ένεκα του κάλλους της να συνδεθή μετά του επιφανεστάτου των ανδρών, και της οποίας αι αρεταί και αι έξοχοι χάριτες εκφράζουν εκείνο, όπερ ουδείς δύναται να εκφράση. Διά του γάμου τούτου, όλαι αι μικραί ζηλοτυπίαι αι φαινόμεναι τώρα μεγάλαι, και όλοι οι σπουδαίοι φόβοι οι φαινόμενοι επικίνδυνοι, θα εξηφανίζοντο τότε· τότε και αι αλήθειαι θα εθεωρούντο μύθοι, ενώ τώρα και οι μύθοι σχεδόν θεωρούνται αλήθειαι. Η προς αμφοτέρους αγάπη της Οκταβίας ήθελε συνδέση μεν σας, εξασφαλίση δε και εις τους δύο τας συμπαθείας όλων. Συγγνώμην δι' όσα έλαβα το θάρρος να είπω. Δεν είνε σκέψις στιγμιαία, αλλά προϊόν μελέτης και κατά καθήκον μελετηθείσα.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Τι λέγει ο Καίσαρ;
ΚΑΙΣΑΡ. Θα περιμείνη ν' ακούση πώς εξέλαβεν ο Αντώνιος τα υπό του
Αγρίππα λεχθέντα.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ποίαν ισχύν έχει ο Αγρίππας προς εκτέλεσιν της προτάσεως
ταύτης, εάν έλεγα : «έστω δέχομαι, Αγρίππα;»

ΚΑΙΣΑΡ. Την ισχύν του Καίσαρος, την ισχύν μου επί της Οκταβίας.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Είθε να μη διαλογισθώ ποτέ περί προσκόμματος του λαμπρού τούτου και τόσον ευοιώνου σχεδίου! — Δος μου την χείρα σου. Προχώρησε εις την εκτέλεσιν της ευτυχούς ταύτης πράξεως. Από της στιγμής ταύτης ας διευθύνη την αγάπην ημών αδελφική καρδία, και ας προβώμεν αδελφικώς εις την εκτέλεσιν των μεγάλων ημών σχεδίων!
ΚΑΙΣΑΡ. Λάβε την χείρα μου. Σου παραδίδω αδελφήν ην ουδέποτε αδελφός ηγάπησε μετά μείζονος στοργής. Είθε να ζήση ίνα ενώση τα βασίλεια και τας καρδίας ημών είθε η αγάπη ημών να μη διασπασθή του λοιπού!
ΛΕΠΙΔΟΣ. Γένοιτο!
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Δεν εφανταζόμην ότι ήθελον πολεμήση κατά του Πομπηίου, διότι εσχάτως ακόμη εφέρθη προς με λίαν φιλοφρόνως· οφείλω μόνον να τον ευχαριστήσω ίνα μη φανώ επιλήσμων της ευεργεσίας, και μετά ταύτα να προκαλέσω αυτόν πάραυτα.
ΛΕΠΙΔΟΣ. Ο καιρός επείγει. Πρέπει ευθύς να βαδίσωμεν κατά του Πομπηίου, πριν ή ούτος βαδίση καθ' ημών.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Πού είνε;
ΚΑΙΣΑΡ. Πλησίον του Μισηνού όρους.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ποία είνε η κατά ξηράν δύναμίς του;
ΚΑΙΣΑΡ. Μεγάλη και αδιαλείπτως αυξάνουσα, αλλά κατά θάλασσαν είνε απόλυτος κύριος.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Κατά την διατρέχουσαν φήμην. Είθε να είχομεν ήδη συνδιαλαχθή μετ' αυτού! Ας σπεύσωμεν. Αλλά, τελειώσωμεν την υπόθεσιν περί της οποίας ωμιλήσαμεν πριν ή οπλισθώμεν.
ΚΑΙΣΑΡ. Προθυμότατα. Σε προσκαλώ δε να έλθης, ίνα ίδης την αδελφήν μου· θα σε οδηγήσω προς αυτήν κατ' ευθείαν.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ελθέ, Λέπιδε, μη μας στερήσης της παρουσίας σου.
ΛΕΠΙΔΟΣ. Ουδέ ασθένεια θα με ημπόδιζε, γενναίε Αντώνιε.
(Ακούονται σαλπίσματα. Εξέρχονται ο Καίσαρ, ο Αντώνιος και ο Λέπιδος).
ΜΑΙΚΗΝΑΣ. Καλώς ήλθες εξ Αιγύπτου, φίλε.
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Ο λαμπρός Μαικήνας, το ήμισυ της καρδίας του Καίσαρος! Ο αξιότιμος φίλος Αγρίππας!
ΑΓΡΙΠΠΑΣ. Φίλε Αινόβαρβε!
ΜΑΙΚΗΝΑΣ. Πρέπει να χαίρωμεν ότι τα πράγματα διηυθετήθησαν καλώς. —
Υπήρξε λαμπρά η εν Αιγύπτω διαμονή σας.

ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Ω, ναι· εκοιμώμεθα την ημέραν και διηρχόμεθα την νύκτα
πίνοντες.

ΜΑΙΚΗΝΑΣ. Είνε αληθές, ότι εις πρόγευμα δώδεκα συνδαιτυμόνων είχετε
οκτώ ολόκληρους αγριοχοίρους ψητούς;

ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Αυτό ήτο ως μυία παραβαλλομένη προς αετόν. Ως προς τα συμπόσια είχομεν άλλα πολύ τερατωδέστερα, τα όποια αληθώς είνε άξια μνείας.
ΜΑΙΚΗΝΑΣ. Πρέπει να είνε γυνή απροσμάχητος, αν η περί αυτής φήμη
είνε ακριβής.

ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Εκ της πρώτης συναντήσεώς της μετά του Αντωνίου επί του
Κύδνου ποταμού εκυρίευσεν ευθύς την καρδίαν του.

ΜΑΙΚΗΝΑΣ. Εκεί πράγματι ενεφανίσθη εν όλη τη ακτινοβόλω αυτής
λάμψει, αν αι πληροφορίαι μου δεν είνε ψευδείς.

ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Ιδού πώς ήτο. Το πλοιάριον επί του οποίου επέβαινεν, όμοιον προς απαστράπτοντα θρόνον, έλαμπεν επί του ύδατος· η μεν πρύμνα αυτού ήτον εκ χρυσού σφυρηλάτου, τα δε ιστία πορφυρά και τόσον αρωματώδη, ώστε οι άνεμοι εθώπευον αυτά ερωτύλως· αι αργυραί κώπαι, κινούμεναι ερρύθμως προς τον ήχον των αυλών, παρώτρυνον το υπ' αυτών διωκόμενον ύδωρ να επανέρχεται ταχύτερον, ωσεί ησθάνετο έρωτα προς τα κτυπήματά των. Η δε Κλεοπάτρα ήτο υπερτέρα πάσης περιγραφής. Καθημένη υπό χρυσοκέντητον σκιάδα, υπερέβαινε κατά την καλλονήν και αυτήν την Αφροδίτην, εις την οποίαν η φαντασία ενεφύσησε κάλλος και του φυσικού ανώτερον. Παίδες ευειδείς, όμοιοι προς μειδιώντας έρωτας, ίσταντο εκατέρωθεν αυτής, μετά ποικιλοχρόων ανά χείρας ριπιδίων, η δ' εκ τούτων παραγομένη λεπτή αύρα εφαίνετο αυξάνουσα μάλλον ή ελαττούσα την θερμότητα των λεπτοφυών εκείνων παρειών, ας προσεπάθουν να δροσίσουν.
ΑΓΡΙΠΠΑΣ. Θαυμάσιον όντως θέαμα διά τον Αντώνιον!
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Αι θεραπαινίδες της όμοιαι με Νηρηίδας και Σειρήνας, υπήκουον εις το ελάχιστον αυτής νεύμα, (8) αι δε υποκλίσεις των επηύξανον τας χάριτας αυτών. Μία τούτων ενδεδυμένη ως σειρήν επηδαλιούχει, τα δε μετάξινα σχοινία εκυρτούντο υπό την αφήν των αβρών εκείνων και ευκινήτων χειρών. Οσμή δε ηδυτάτη διεχέετο από του πλοιαρίου επί τας γειτνιαζούσας όχθας. Η πόλις άπασα έσπευσε να την ίδη, ο δε Αντώνιος, καθήμενος επί θρόνου εις την αγοράν, έμεινε μόνος συρίζων εις τον αέρα· αλλά και αυτός ο αήρ, αν δεν αντέβαινεν εις τους φυσικούς νόμους, ήθελε μεταβή προς θέαν της Κλεοπάτρας, αφήνων ούτω χάσμα εν τη φύσει! (9)
ΑΓΡΙΠΠΑΣ. Θαυμασία αληθώς η Αιγυπτία!
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Άμα αποβιβασθείσαν προσεκάλεσεν αυτήν εις δείπνον ο Αντώνιος, αλλ' αύτη απεκρίθη ότι θα ήρμοζε μάλλον να φιλοξενηθή ούτος παρ' αυτής. Τότε δε ο φιλόφρων ημών Αντώνιος, ον ουδέποτε γυνή ήκουσε προφέροντα την λέξιν «όχι», ξυρισθείς δεκάκις, μεταβαίνει εις το συμπόσιον, και ως εισφοράν, προφέρει την καρδίαν του δι' όσα μόνον οι οφθαλμοί του εγεύθησαν.
ΑΓΡΙΠΠΑΣ. Ουράνιον πλάσμα. Έκαμε τον μέγαν Καίσαρα να κατακλιθή με το ξίφος, εκαρποφόρησε δε ο υπ' αυτού καλλιεργηθείς αγρός.
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Ημέραν τινά την είδον να πηδά τεσσαρακοντάκις με ένα πόδι επί της δημοσίας οδού. Απολέσασα δε την αναπνοήν ωμίλει και ήσθμαινε ούτως, ώστε και αύτη η πάθησις μετεβάλλετο εις χάριν, και άνευ πνοής ακόμη ανέδιδε ζωήν.
ΜΑΙΚΗΝΑΣ. Τώρα ο Αντώνιος πρέπει να την αφήση εντελώς.
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Ουδέποτε. Δεν θα θελήση — Ούτε η ηλικία δύναται να την μαράνη, ούτε η συνήθεια να ελαττώση την εν αυτή ποικιλίαν των θελγήτρων. Αι μεν άλλαι γυναίκες κατευνάζουν τας ορέξεις τας οποίας διεγείρουν, αλλ' αύτη, όσω περισσότερον θέλει να κατευνάση αυτάς, τόσω περισσότερον τας διεγείρει· διότι και τα χαμερπέστατα πράγματα έχουν τόσην χάριν εν αυτή, ώστε (10) οι άγιοι πατέρες την ευλογούν και ακολασταίνουσαν.
ΜΑΙΚΗΝΑΣ. Αν η πραότης, η φρόνησις και η κοσμιότης δύνανται να ελκύσωσι την καρδίαν του Αντωνίου, η Οκταβία είνε ευτυχής κλήρος δι' αυτόν.
ΑΓΡΙΠΠΑΣ. Ας υπάγωμεν. — Δέχθητι, φίλε Αινόβαρβε, την φιλοξενίαν μου εφ' όσον διαμένεις εδώ.
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Σε ευχαριστώ, φίλε. (Εξέρχονται).

ΣΚΗΝΗ Γ’.

Ρώμη. — Δωμάτιον εν τη οικία του Καίσαρος. ΚΑΙΣΑΡ, ΑΝΤΩΝΙΟΣ, ΟΚΤΑΒΙΑ, ΥΠΗΡΕΤΑΙ, ΜΑΝΤΙΣ.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ο κόσμος και τα σπουδαία μου καθήκοντα, θα με χωρίζουν
ενίοτε εκ της αγκάλης σου.

ΟΚΤΑΒΙΑ. Καθ' όλον δε τούτο το διάστημα γονυπετής προ των θεών θα
δέωμαι υπέρ σου.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Μη κρίνης, Οκταβία μου, περί των ελαττωμάτων μου εκ των διαδόσεων του κόσμου. Δεν ηκολούθησα πάντοτε την ευθείαν οδόν, αλλ' εις το εξής ο βίος μου θα είνε κανονικός. Καλή νύκτα, φιλτάτη κυρία.
ΟΚΤΑΒΙΑ. Καλή νύκτα, άρχον. (Εξέρχεται ο Καίσαρ μετά της Οκταβίας).
ΚΑΙΣΑΡ. Καλή νύκτα.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Λοιπόν κατεργάρη! επιθυμείς την Αίγυπτον.
ΜΑΝΤΙΣ. Είθε να μη ηρχόμην ποτέ απ' εκεί, ούτε συ να μετέβαινες εκεί!
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Και διά ποίον λόγον σε παρακαλώ;
ΜΑΝΤΙΣ. Τον λόγον βλέπω εις την μαντικήν μου τέχνην, αλλά δεν δύναμαι να τον εκφράσω. Οπωσδήποτε επίστρεψε ταχέως εις την Αίγυπτον.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ειπέ μου, τίνος τύχη θα είνε λαμπροτέρα, του Καίσαρος ή η ιδική μου;
ΜΑΝΤΙΣ. Του Καίσαρος. Διά τούτο μη μένης πλησίον του, ω Αντώνιε. Ο δαίμων σου — ήτοι το προστατεύον σε πνεύμα — είνε μεγαλόφρων, γενναίος, υψηλός, απαράμιλλος όταν λείπη το πνεύμα του Καίσαρος· αλλά πλησίον εκείνου, ο άγγελός σου καταβάλλεται και μεταβάλλεται εις Τρόμον· τούτου ένεκα φεύγε πάντοτε μακράν αυτού.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Μη ομιλήσης πλέον περί τούτου.
ΜΑΝΤΙΣ. Εις ουδένα άλλον εκτός σου, και μόνον μετά σου. Οιονδήποτε παιγνίδι παίξης μετ' αυτού, χάνεις πάντοτε· παρά πάσαν δε πιθανότητα σε νικά διά της τύχης του· η δόξα σου αμαυρούται, όταν αυτός λάμπη πλησίον σου. Επαναλαμβάνω ότι ο δαίμων σου φοβείται να σε καθοδήγηση πλησίον εκείνου, και ότι ανακτά την γενναιότητά του όταν εκείνος είνε απών.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Πήγαινε. Ειπέ εις τον Βενδίδιον ότι θέλω να του ομιλήσω. (Εξέρχεται ο μάντις). Θα πέμψω αυτόν κατά των Πάρθων. — Είτε εκ τύχης, είτε εκ τέχνης, ο άνθρωπος ούτος είπε την αλήθειαν. Και αυτοί οι κύβοι τον υπακούουν, εις όλα δε τα παιγνίδια ημών η δεξιότης μου ναυαγεί απέναντι της τύχης του. Αν ρίψωμεν λαχνούς κερδίζει· παρά πάσαν προσδοκίαν οι αλέκτορές του καταβάλλουν τους ιδικούς μου, αι δε όρτυγές του εκδιώκουν πάντοτε τας ιδικάς μου. Θα επανέλθω εις την Αίγυπτον, και, μολονότι συνάπτω τον γάμον τούτον προς ησυχίαν μου (εισέρχεται ο Βενδίδιος), εις την Ανατολήν είνε αι τέρψεις μου. — Ω, ελθέ Βενδίδιε. — Πρέπει να υπάγης εναντίον των Πάρθων. Η εντολή σου είνε ετοίμη· ελθέ να την λάβης. (Εξέρχονται).

ΣΚΗΝΗ Δ'.

Ρώμη__ Οδός. ΛΕΠΙΔΟΣ, ΜΑΙΚΗΝΑΣ, ΑΓΡΙΠΠΑΣ.
ΛΕΠΙΔΟΣ. Μη ταράττεσθε περισσότερον· σπεύσατε, σας παρακαλώ, εις
συνάντησιν των στρατηγών σας.

ΑΓΡΙΠΠΑΣ. Ευθύς ως ο Μάρκος Αντώνιος εναγκαλισθή την Οκταβίαν, θα
σας ακολουθήσωμεν.

ΛΕΠΙΔΟΣ. Χαίρετε λοιπόν, έως ότου σας ίδω με την στρατιωτικήν
στολήν, η οποία αρμόζει τόσον καλά εις αμφοτέρους υμάς.

ΜΑΙΚΗΝΑΣ. Καθόσον δύναμαι να κρίνω περί της πορείας, θα φθάσωμεν προ
υμών εις το όρος, Λέπιδε.

ΛΕΠΙΔΟΣ. Η οδός σας είνε συντομωτέρα· τα σχέδιά μου θα με αναγκάσουν
να λοξοδρομήσω, και θα με προσπεράσετε κατά δύο ημερών δρόμον.

ΜΑΙΚΗΝΑΣ και ΑΓΡΙΠΠΑΣ. Σου ευχόμεθα καλήν επιτυχίαν.
ΛΕΠΙΔΟΣ. Χαίρετε. (Εξέρχεται).

ΣΚΗΝΗ Ε'.

Αλεξάνδρεια. — Δωμάτιον εν τοις ανακτόροις. ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ, ΧΑΡΜΙΟΝ, ΕΙΡΑΣ, ΑΛΕΞΑΣ, ΥΠΗΡΕΤΑΙ.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ν' ακούσω μουσικήν θέλω, μουσικήν, την μελαγχολικήν τροφήν ημών των εραστών.
ΥΠΗΡΕΤΗΣ. Ε, μουσική! (Εισέρχεται ο Μαρδιανός).
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Αφήσατέ την· ας υπάγωμεν εις το σφαιριστήριον (11). Έλα, Χάρμιον.
ΧΑΡΜΙΟΝ. Με πονεί το χέρι, παίξε καλύτερα με τον Μαρδιανόν.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Γυνή παίζουσα με ευνούχον, είναι το αυτό ως να παίζη με γυναίκα. Έλα, θέλεις να παίξης μαζύ μου;
ΜΑΡΔΙΑΝΟΣ. Θα παίξω όσον ημπορέσω καλύτερα, κυρία.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Όταν τις δεικνύη καλήν θέλησιν είναι άξιος συγγνώμης και αποτυγχάνων. Δεν θέλω να παίξω τώρα. — Δόσατέ μου την ορμιάν. Θα υπάγωμεν εις τον ποταμόν· εκεί δε ακούουσα μακρόθεν την μουσικήν, θα συλλαμβάνω φαιοπτέρυγας ιχθύς· το κυρτόν άγκιστρόν μου θα διαπερά τας ιλυώδεις σιαγόνας των, και ανασύρουσα αυτούς θα νομίζω ότι έκαστος τούτων είναι είς Αντώνιος, και θα λέγω, α! α! σε συνέλαβα.
ΧΑΡΜΙΟΝ. Πόσον εγελάσαμεν την ημέραν που εστοιχηματίσατε με τον Αντώνιον εις το ψάρευμα, όταν ο βουτηχτής εκρέμασεν εις το αγκίστρι του ένα παστόψαρο το οποίον ανέσυρε καταχαρούμενος!
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ω τι καιρός, τι καιρός ήτον εκείνος! Τον επεριγέλασα τόσον, ώστε έχασε την υπομονήν, και την ιδίαν εσπέραν τον καθησύχασα με τον αυτόν τρόπον. Την επιούσαν προ της ενάτης της πρωίας τον εμέθυσα τόσον, ώστε ηναγκάσθη να κατακλιθή. Τότε τον ενέδυσα το κάλυμμα της κεφαλής μου και το φόρεμά μου, εγώ δε εζώσθην το ξίφος το οποίον έφερεν εις Φιλίππους! Ω! από την Ιταλίαν. (Εισέρχεται αγγελιαφόρος). Χύσε τας αγαθάς αγγελίας σου εις τα προ πολλού στείρα ώτα μου.
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Κυρία, κυρία —
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Απέθανεν ο Αντώνιος; Φονεύεις την βασίλισσάν σου αν πης ναι, αχρείε· αν όμως αναγγείλης ότι είναι ελεύθερος και υγιαίνει, λάβε χρήματα και φίλησε τας κυανάς φλέβας της χειρός ταύτης, την οποίαν βασιλείς ήγγιζον εις τα χείλη των και τρέμοντες εφίλουν.
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Εν πρώτοις, κυρία, σου αναγγέλλω ότι είναι καλά.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ιδού, λάβε περισσότερον χρυσόν αλλά πρόσεχε, δύστηνε· συνειθίζομεν να λέγωμεν ότι και οι νεκροί είναι καλά· αν ούτω πως το εννοείς, θα διαλύσω τον χρυσόν τον οποίον σου δίδω, και θα χύσω αυτόν εις τον άγγελον κακών λάρυγγά σου.
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Άκουσέ με, καλή μου κυρία.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Καλά, σε ακούω, εξακολούθει· αλλά η όψις σου δεν είναι φαιδρά· αν ο Αντώνιος είνε υγιής και ελεύθερος, διατί τόσον σκυθρωπή φυσιογνωμία, αφού πρόκειται ν' αναγγείλης τόσον ευάρεστον αγγελίαν; Αν πάλιν δεν ήτο καλά, έπρεπε να παρουσιασθής ουχί υπό μορφήν ανθρώπου, αλλ' ως εριννύς οφειοπλόκαμος.
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Θα ευαρεστηθή η βασίλισσα να με ακούση;
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Μου έρχεται κατά νουν να σε κτυπήσω πριν ή ομιλήσης. Αλλ' όμως αν είπης ότι ο Αντώνιος ζη, υγιαίνει, ότι είναι φίλος και όχι αιχμάλωτος του Καίσαρος, βροχή χρυσού και χάλαζα πολυτίμων μαργαριτών θα πέση επί σου.
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Υγιαίνει, κυρία.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Πολύ καλά.
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Και διάκειται φιλικώς προς τον Καίσαρα.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Είσαι τίμιος άνθρωπος.
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Ουδέποτε η φιλία των ήτο στενωτέρα.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Λάβε παρ' εμού πλούτον ολόκληρον.
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Αλλ' όμως κυρία —
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Δεν μου αρέσει αυτό το «αλλ' όμως»· μετριάζει το ευάρεστον των ήδη αγγελθέντων. Αποτροπιάζομαι αυτό το «αλλ' όμως». Ομοιάζει προς τον δεσμοφύλακα εκείνον, όστις εξάγει εκ της ειρκτής αποφώλιόν τι τέρας. Ειπέ σε παρακαλώ, φίλε μου, όλας ομού τας καλάς ή κακάς αγγελίας. Διάκειται φιλικώς προς τον Καίσαρα είπες, ότι υγιαίνει, και ότι είναι ελεύθερος.
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Ελεύθερος κυρία! όχι· δεν είπα τοιούτον τι. Συνεδέθη μετά της Οκταβίας.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Τίνι τρόπω;
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Συζυγικώς.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ωχριώ, Χάρμιον.
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Κυρία, ενυμφεύθη την Οκταβίαν.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Λοιμική να σε θερίση. (Τύπτουσα αυτόν τον ρίπτει χαμαί).
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Υπομονή, καλή μου κυρία.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Τι λέγεις; — Φύγε απ' εδώ. (Κτυπά αυτόν και πάλιν). Άθλιε, πανούργε! μη σου πετάξω τα μάτια και τα ποδοκυλίσω ως σφαίρας· θα σου ξεριζώσω τα μαλλιά. (Τινάσσει αυτόν ορμητικώς). Θα μαστιγωθής διά μεταλλικού σύρματος, θα σε αλείψουν με άλμην, και θα σε ψήσουν σε ολίγην φωτιά.
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Εγώ μόνον την αγγελίαν φέρω, ερασμία βασίλισσα, δεν ανεμίχθην εις τον γάμον.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ειπέ ότι δεν είναι αληθές· θα σου δώσω μίαν επαρχίαν, και θα έχης λαμπράν προαγωγήν. Διά του ραπίσματος, το οποίον έλαβες, εξιλεώνεις την οργήν την οποίαν μου διήγειρες. Θα σου χαρίσω δε οιονδήποτε δώρον μου ζητήσης.
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Ενυμφεύθη, κυρία.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Μοχθηρέ, πολύ έζησες. (Σύρει εγχειρίδιον).
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Α! τότε φεύγω. Τι σκοπόν έχεις, κυρία; εγώ δεν έπταισα εις τίποτε. (Εξέρχεται).
ΧΑΡΜΙΟΝ. Ησύχασε, κυρία, ο άνθρωπος είναι αθώος.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Υπάρχουν αθώοι οι οποίοι δεν διαφεύγουν τον κεραυνόν. — Ας καταποντισθή η Αίγυπτος εις τον Νείλον! και ας μεταβληθώσιν εις όφεις όλα τα αγαθοποιά πλάσματα! — Καλέσατε πάλιν αυτόν τον δούλον. Δεν θα τον δαγκάσω, μόλην την λύσσαν την οποίαν έχω. Φωνάξατέ τον.
ΧΑΡΜΙΟΝ. Φοβείται να έλθη.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Δεν θα τον πειράξω· θα είναι αγενείς αι χείρες αύται να κτυπήσωσι κατώτερόν μου, αφού εγώ υπήρξα αιτία όλων όσα μου συνέβησαν. — Πλησίασε. (Εισέρχεται πάλιν ο αγγελιαφόρος). Είναι μεν έντιμον, δεν είναι όμως πάντοτε καλόν να είναι τις άγγελος κακών. Λέγε με χίλια στόματα τας ευαρέστους αγγελίας, και άφησε τας δυσαρέστους να υπονοώνται αφ' εαυτών.
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Εξετέλεσα το καθήκον μου.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ενυμφεύθη; Αν και πάλιν είπης ναι, δεν θα δυνηθώ να σε μισήσω περισσότερον αφ' όσον σε μισώ.
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Ενυμφεύθη, κυρία.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Οι θεοί να συνταράξωσι τας φρένας σου! Επιμένεις ακόμη;
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Να ψευσθώ λοιπόν, κυρία;
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Είθε να εψεύδεσο, και αν ακόμη επρόκειτο να καταποντισθή το ήμισυ της Αιγύπτου μου, και να μεταβληθή εις δεξαμενήν λεπιδωτών όφεων. Πήγαινε, φύγε απ' εδώ· και Ναρκίσσου πρόσωπον αν είχες, θα μου εφαίνεσο ο δυσειδέστατος των ανθρώπων. Είναι νυμφευμένος;
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Ζητώ συγγνώμην από την Μεγαλειότητά σου.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Είναι νυμφευμένος;
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Μη εκλαμβάνης ως προσβολήν ό,τι δεν ελέχθη διά να σε προσβάλη. Νομίζω δε αδικώτατον το να με τιμωρήσης διά πράγμα το οποίον με διέταξες να κάμω. Ενυμφεύθη την Οκταβίαν.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ω! το σφάλμα εκείνου, διά το οποίον δεν είσαι υπεύθυνος, σε έκαμε και σε δόλιον! Φύγε απ' εδώ. Τα εμπορεύματα τα οποία έφερες εκ Ρώμης είναι πολύ ακριβά δι' εμέ· ας μείνουν εις βάρος σου, και ας επιφέρουν τον όλεθρόν σου!
ΧΑΡΜΙΟΝ. Υπομονή, καλή μου βασίλισσα.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Επαινούσα τον Αντώνιον κατηγόρουν τον Καίσαρα.
ΧΑΡΜΙΟΝ. Πολλές φορές, κυρία.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Τιμωρούμαι τώρα διά τούτο. Βοηθήσατέ με να εξέλθω. Λιποθυμώ. Ειράς, Χάρμιον. — Δεν είναι τίποτε. — Πήγαινε να εύρης αυτόν τον άνθρωπον, αγαπητέ μου Αλεξά· ερώτησε τον περί των χαρακτηριστικών της Οκταβίας, της ηλικίας και των ορέξεών της, μη λησμονήσης και το χρώμα της κόμης. Φέρε μου γρήγορα απόκρισιν. (Εξέρχεται ο Αλεξάς). Ας φύγη διά παντός. — Όχι — Χάρμιον· μολονότι αφ' ενός μεν παρίσταται ως Γοργώ, αφ' ετέρου δε ως Άρης. (Προς τον Μαρδιανόν). Ειπέ εις τον Αλεξά να μάθη και περί του αναστήματός της — Λυπήσου με, Χάρμιον, αλλά μη μου ομιλής — οδήγησέ με εις το δωμάτιόν μου. (Εξέρχονται).

ΣΚΗΝΗ ΣΤ'.

Παρά το Μισηνόν. ΠΟΜΠΗΙΟΣ, ΜΗΝΑΣ, ΚΑΙΣΑΡ, ΛΕΠΙΔΟΣ, ΑΝΤΩΝΙΟΣ, ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ, ΜΑΙΚΗΝΑΣ.
ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Έχω τους ιδικούς σας ομήρους και σεις τους ιδικούς μου, ώστε δυνάμεθα να συνδιασκεφθώμεν πριν ή συμπλακώμεν.
ΚΑΙΣΑΡ. Είναι πρέπον να έλθωμεν πρώτον εις εξηγήσεις, και διά τον λόγον τούτον εστείλαμεν τας προτάσεις ημών εγγράφους· αν δε εξήτασες αυτάς, ειπέ μας αν σε ικανοποιούν, ώστε να αποστείλης εις την Σικελίαν τους ανδρείους τούτους νέους, οίτινες άλλως θα απολεσθώσιν εδώ.
ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Αποτείνομαι προς τους τρεις γερουσιαστάς του μεγάλου τούτου κόσμου, τους αντιπροσώπους των θεών. — Δεν εννοώ διατί ο πατήρ μου, έχων υιόν και φίλους, θα εστερείτο εκδικητών, αφού ο Ιούλιος Καίσαρ, ούτινος το φάσμα ενεφανίσθη εις Φιλίππους εις τον ενάρετον Βρούτον, σας είδεν εκεί πολεμούντας υπέρ αυτού. Τις λόγος παρεκίνησεν εις συνωμοσίαν τον πελιδνόν Κάσσιον; Ποίος λόγος παρεκίνησε τον υπό πάντων τιμώμενον ενάρετον Ρωμαίον Βρούτον, και τους λοιπούς συνωμότας, τους εραστάς τούτους της ωραίας ελευθερίας, να πλημμυρούν δι' αίματος το Καπιτώλιον; τις άλλος λόγος ή διότι δεν υπέφερον τον άνθρωπον ανώτερον ανθρώπου; Ιδού ο λόγος διά τον οποίον εξώπλισα τα πλοία μου, υπό το βάρος των οποίων αφρίζει ο ωργισμένος πόντος, και διά των οποίων εσκόπουν να τιμωρήσω την προς τον ευγενή πατέρα μου αχαριστίαν της δολεράς Ρώμης.
ΚΑΙΣΑΡ. Πράξον ως θέλεις.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Δεν μας φοβίζουν τα πλοία σου. Θα αγωνισθώμεν και κατά θάλασσαν, αλλά γνωρίζεις πόσον σε υπερτερούμεν κατά ξηράν.
ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Κατά ξηράν βεβαίως με υπερτερείς, ως κατέχων την οικίαν του πατρός μου, αλλ' επειδή ούτε ο κούκκος κτίζει την φωλεάν του, μένε εις αυτήν όσον δύνασαι.
ΛΕΠΙΔΟΣ. Ειπέ μας σε παρακαλώ — διότι τα άλλα είναι εκτός του προκειμένου — τι φρονείς περί των προτάσεών μας;
ΚΑΙΣΑΡ. Αυτό είναι το ζήτημα.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Σκέψου ωρίμως τι πρέπει να πράξης χωρίς να λάβης υπ' όψιν παρακλήσεις.
ΚΑΙΣΑΡ. Και τι δύναται να συμβή αν επιδιώξης καλυτέραν τύχην;
ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Μου προσεφέρατε την Σικελίαν και την Σαρδηνίαν, υπό τον όρον του να καθαρίσω την θάλασαν εκ των πειρατών, και να στέλλω ποσόν τι σίτου εις Ρώμην· τούτων συμφωνηθέντων, θα θέσωμεν το ξίφος εις την θήκην, και θ' απέλθωμεν με άθικτον θώρακα.
ΚΑΙΣΑΡ, ΑΝΤΩΝΙΟΣ και ΛΕΠΙΔΟΣ. Αύται είναι αι προτάσεις ημών.
ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Μάθετε λοιπόν ότι ήλθον εδώ με την απόφασιν να τας δεχθώ, αλλ' ο Μάρκος Αντώνιος με ηρέθισέ πως. — Καίτοι δε καταβιβάζω την αξίαν της πράξεως αναφέρων αυτήν, ουχ ήττον πρέπει να μάθης, Αντώνιε, ότι, όταν ο αδελφός σου επολέμει κατά του Καίσαρος, η μήτηρ σου ελθούσα εις Σικελίαν έτυχε παρ' εμού φιλικωτάτης υποδοχής.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Το έμαθα, Πομπήιε, και είμαι προθυμότατος να εκφράσω την
προς σε ευγνωμοσύνην μου.

ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Δος μου το χέρι σου· δεν επερίμενα να σε συναντήσω εδώ,
Αντώνιε.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Είναι μαλακαί αι κλίναι εις την Ανατολήν, και σ' ευχαριστώ ως συντελέσαντα εις τα να έλθω ταχύτερον παρ' ό,τι εσκόπευον, διότι ωφελήθην εκ της επιστροφής.
ΚΑΙΣΑΡ. Μετεβλήθης αφ' ότου σε είδα εσχάτως.
ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Δεν ηξεύρω τι ίχνη αφήκεν η αδυσώπητος τύχη επί του μετώπου μου, αλλ' ουδέποτε θα εισέλθη αύτη εις το στήθος μου, ουδέποτε θα υποδουλώση την καρδίαν μου.
ΛΕΠΙΔΟΣ. Μετά χαράς σε βλέπω εδώ.
ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Το πιστεύω, Λέπιδε. — Λοιπόν είμεθα σύμφωνοι. Παρακαλώ να συνταχθή και να σφραγισθή παρ' ημών η σύμβασις.
ΚΑΙΣΑΡ. Αύτη θα είναι η πρώτη μας πράξις.
ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Θα φιλοξενήσωμεν αλλήλους πριν ή χωρισθώμεν. Ας ρίψωμεν κλήρον διά να ίδωμεν τις θ' αρχίση πρώτος.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Εγώ, Πομπήιε.
ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Όχι, Αντώνιε, ο κλήρος θ' αποφασίση· αλλ' είτε πρώτος, είτε τελευταίος, η λαμπρά μαγειρική της Αιγύπτου θα έχη τα πρωτεία. Ήκουσα ότι τα συμπόσια εκείνα επάχυναν τον Ιούλιον Καίσαρα.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ήκουσες και πολλά άλλα.
ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Δεν έχουν διπλήν συμασίαν οι λόγοι μου.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Καλλωπίζεις αυτούς δι' ωραίων λέξεων.
ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Ήκουσα λοιπόν αυτό· και ότι ο Απολλόδωρος έφερε….
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Αρκεί πλέον. — Είναι όπως το είπε;.
ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Τι σε παρακαλώ;
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Έφερεν εις τον Καίσαρα μίαν βασίλισσαν εντός ενός στρώματος.
ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Τώρα σε αναγνωρίζω· πώς έχεις, στρατιώτα;
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Καλά, και φαίνεται ότι θα περάσω και καλά, διότι βλέπω
ότι ετοιμάζονται τέσσαρα συμπόσια.

ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Δος μου το χέρι σου· ουδέποτε σε εμίσησα· σε είδον
μαχόμενον και εζήλευσα την ανδρείαν σου.

ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Ουδέποτε σε ηγάπησα πολύ· αλλά σε επήνεσα όταν δεκάκις
ήσο άξιος των επαίνων τους οποίους σου απέδωκα.

ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Έχε πάντοτε την αυτήν ειλικρίνειαν, διότι αύτη σου αρμόζει θαυμασίως. Σας προσκαλώ όλους επί του πλοίου μου. Θέλετε, φίλοι, να προπορευθήτε;
ΚΑΙΣΑΡ, ΑΝΤΩΝΙΟΣ και ΛΕΠΙΔΟΣ. Δείξε μας τον δρόμον, Πομπήιε.
ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Έλθετε. (Εξέρχεται ο Πομπήιος, ο Καίσαρ, ο Αντώνιος, ο Λέπιδος μετά στρατιωτών και υπηρετών).
ΜΗΝΑΣ. (Κατ' ιδίαν). Ουδέποτε ο πατήρ σου, Πομπήιε, ήθελε συνομολόγηση τοιαύτην συνθήκην. — Εγνωρίσθημεν άλλοτε, κύριε (προς τον Αινόβαρβον)
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Εις την θάλασσαν, νομίζω.
ΜΗΝΑΣ. Μάλιστα.
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Ηνδραγάθησες κατά θάλασσαν.
ΜΗΝΑΣ. Και συ κατά ξηράν.
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Επαινώ πάντα επαινούντα με, μολονότι ουδείς δύναται ν' αρνηθή τα κατά ξηράν κατορθώματά μου.
ΜΗΝΑΣ. Ούτε τα κατά θάλασσαν ιδικά μου.
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Νομίζω ότι προς ασφάλειάν σου δύνασαι ν' αρνηθής κάτι τι· υπήρξες φοβερός ληστής κατά θάλασσαν.
ΜΗΝΑΣ. Και συ κατά ξηράν.
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Τότε αρνούμαι τας κατά ξηράν υπηρεσίας μου· αλλά δος μου το χέρι σου, Μηνά· αν οι οφθαλμοί μας είχον εξουσίαν, ήθελον συλλάβη εδώ δύο ληστας ασπαζομένους.
ΜΗΝΑΣ. Όλων των ανθρώπων τα πρόσωπα είναι ειλικρινή, οιαιδήποτε και αν είναι αι χείρες των.
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Πρόσωπον ωραίας γυναικός δεν είναι ποτέ ειλικρινές.
ΜΗΝΑΣ. Μη συκοφαντής, καρδίας μόνον κλέπτουν.
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Ήλθομεν εδώ διά να πολεμήσωμεν εναντίον σας.
ΜΗΝΑΣ. Το κατ' εμέ, λυπούμαι διότι η συνέντευξις αύτη απέληξεν εις οινοποσίαν. Σήμερον ο Πομπήιος αποδιώκει γελών την τύχην του.
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Αν ούτω πράξη, βεβαίως δεν θα την επαναφέρη κλαίων.
ΜΗΝΑΣ. Έχεις δίκαιον, φίλε. Δεν επεριμένομεν να ίδωμεν εδώ τον Μάρκον Αντώνιον. Σε παρακαλώ, ενυμφεύθη την Κλεοπάτραν;
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Η αδελφή του Καίσαρος ονομάζεται Οκταβία.
ΜΗΝΑΣ. Αληθώς· ήτο σύζυγος του Γαίου Μαρκέλλου.
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Αλλά τώρα είναι σύζυγος του Μάρκου Αντωνίου.
ΜΗΝΑΣ. Τι λέγεις;
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Αληθέστατον.
ΜΗΝΑΣ. Τότε ο Καίσαρ και αυτός συνεδέθησσν διά παντός.
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Εάν ηναγκαζόμην να προείπω περί του δεσμού τούτου, δεν
θα εξέφραζον τοιαύτην γνώμην.

ΜΗΝΑΣ. Νομίζω ότι η πολιτική μάλλον ή ο έρως υπηγόρευσε τον γάμον
τούτον.

ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Αυτήν την γνώμην έχω και εγώ. Αλλά θα ίδης ότι ο δεσμός εκείνος, όστις φαίνεται ότι συσφίγγει την φιλίαν των, θα πνίξη αυτήν. Η Οκταβία έχει ήθος αυστηρόν, ψυχρόν και πράον.
ΜΗΝΑΣ. Και τις δεν ήθελε τοιαύτην σύζυγον;
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Όχι ο στερούμενος των αρετών τούτων και τοιούτος είναι ο Μάρκος Αντώνιος. Αυτός θα επιστρέψη πάλιν εις την Αιγυπτίαν του· τότε δε οι στεναγμοί της Οκταβίας θα προκαλέσωσι την βαρείαν οργήν του Καίσαρος, και ως προείπον, ό,τι τώρα σφίγγει τον δεσμόν της φιλίας των, αυτό τούτο θα γίνη αφορμή της διχόνοιάς των. Αλλού είναι η καρδία του Αντωνίου, εδώ ενυμφεύθη κατ' ανάγκην.
ΜΗΝΑΣ. Πιθανόν. Λοιπόν, πηγαίνομεν εις το πλοίον; Θα πίω εις υγείαν
σου, Αινόβαρβε.

ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Θα σου ανταποδώσω την πρόποσιν. Eγυμνάσαμεν αρκετά τους
λάρυγγάς μας εις την Αίγυπτον.

ΜΗΝΑΣ. Εμπρός. Υπάγωμεν. (Εξέρχονται).

ΣΚΗΝΗ Ζ'.

Επί του πλοίου του Πομπηίου αγκυροβολημένου παρά το Μισηνόν ακρωτήριον.
Μουσική παιανίζει. Εισέρχονται δύο ή τρεις υπηρέται φέροντες τα του συμποσίου.
Α’. ΥΠΗΡΕΤΗΣ. Τώρα θα έλθουν, σύντροφε· μερικοί απ' αυτούς δεν στέκουν καλά στα πόδια, ολίγος αέρας αν τους φυσήση, θα τους ρίξη κάτω.
Β' ΥΠΗΡΕΤΗΣ. Ο Λέπιδος είναι κατακόκκινος.
Α’. ΥΠΗΡΕΤΗΣ. Τον έκαμαν να πιή και το μερίδιον των άλλων.
Β’. ΥΠΗΡΕΤΗΣ. Όταν βλέπη ότι ο ένας αρχίζη να πειράζη τον άλλον, φωνάζει «φθάνει, φθάνει πλέον», τους συμφιλιώνει με τα παρακάλια του, και ύστερα συμφιλιώνει και τον εαυτον του με το πιοτό.
Α’. ΥΠΗΡΕΤΗΣ. Ναι, αλλά έτσι το λογικό του πρέπει να του φεύγη πολύ εύκολα.
Β’. ΥΠΗΡΕΤΗΣ. Να τι είναι να ανακατώνεται κανείς με μεγάλους. Ή ένα καλάμι άχρηστο έχω ή μίαν λόγχην την οποίαν δεν μπορώ να σηκώσω, είναι για μένα το ίδιο.
Α’. ΥΠΗΡΕΤΗΣ. Να ανεβής σε μια υψηλή σφαίρα, και να μένης ακίνητος, είναι το ίδιο ως να βλέπης δυο τρύπες εις την θέσιν των ματιών, πράγμα που ασχημίζει τρομερά το πρόσωπον. (Ακούονται σάλπιγγες. Εισέρχονται ο Καίσαρ, ο Αντώνιος, ο Πομπήιος, ο Λέπιδος, ο Αγρίππας, ο Μαικήνας, ο Αινόβαρβος, ο Μηνάς και άλλοι αρχηγοί).
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. (Προς τον Καίσαρα). Ιδού πώς γίνεται, Καίσαρ. Μετρούν το ύψος του ύδατος του Νείλου διά τινος κλίμακος επί των πυραμίδων, και εκ της ανυψώσεως ή καταβάσεως του ύδατος, γνωρίζουν αν θα επέλθη ευφορία ή αφορία· όσω περισσότερον υψούται ο Νείλος, τόσω μεγαλειτέρα προμηνύεται η ευφορία· όταν δε αρχίζη να αποσύρεται, τότε ο γεωργός σπείρει τον σπόρον επί του ιλυώδους εδάφους, και μετά μικρόν επέρχεται ο θερισμός.
ΛΕΠΙΔΟΣ. Έχετε παραδόξους όφεις εκεί.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ναι, Λέπιδε.
ΛΕΠΙΔΟΣ. Οι όφεις σας ούτοι της Αιγύπτου γεννώνται εκ του πηλού διά της επενέργειας του ηλίου· το αυτό συμβαίνει και με τους κροκοδείλους σας.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Αληθές.
ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Ας καθίσωμεν, — ας φέρουν κρασί. Θα πιούμε εις υγείαν του Λεπίδου.
ΛΕΠΙΔΟΣ. Δεν είμαι τόσον καλά όσον έπρεπε, αλλά βαστώ ακόμα.
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Αφού μάλιστα πάρης κανένα ύπνο, αλλ' έως τότε φοβούμαι
ότι δεν θα στέκης καλά.

ΛΕΠΙΔΟΣ. Ναι, βέβαια· ήκουσα ότι αι Πυραμίδες των Πτολεμαίων είναι
πολύ ωραία πράγματα· αναντιρρήτως το ήκουσα.

ΜΗΝΑΣ. (Κατ' ιδίαν προς τον Πομπήιον). Μίαν λέξιν, Πομπήιε.
ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Ειπέ μου σιγά· τι τρέχει;
ΜΗΝΑΣ. (Κατ' ιδίαν). Σήκω, σε παρακαλώ, στρατηγέ· άκουσε να σου 'πώ μίαν λέξιν.
ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Περίμενε ολίγον. — Πίνω εις υγείαν του Λεπίδου.
ΛΕΠΙΔΟΣ. Τι πράγμα είναι αυτός ο κροκόδειλος;
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Έχει το σχήμα του κροκοδείλου. Είναι πλατύς όσον έχει πλάτος, και υψηλός ακριβώς όσον είναι· κινείται με τα όργανά του, και ζη με ό,τι τρέφεται· όταν εκλίπη το ζωτικόν του στοιχείον, μετεμψυχούται.
ΛΕΠΙΔΟΣ. Τι χρώμα έχει;
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Το χρώμα του.
ΛΕΠΙΔΟΣ. Παράδοξος όφις.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Πραγματικώς. Και τα δάκρυά του είναι υγρά.
ΚΑΙΣΑΡ. Θα τον ευχαριστήση άρά γε η περιγραφή αύτη;
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ύστερα από το ποτήρι του Πομπηίου, άλλως αυτός είναι αληθής επικούρειος.
ΠΟΜΠΗΙΟΣ. (Κατ' ιδίαν προς τον Μηνάν). Έλα, τι διάβολο θέλεις να μου ειπής; άφησέ με τώρα, φύγε. Κάμε όπως σου είπα. — Πού είναι το ποτήρι που σου εζήτησα;
ΜΗΝΑΣ. (Κατ' ιδίαν). Αν χάριν των υπηρεσιών μου θέλης να με ακούσης,
σήκω μια στιγμή.

ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Είσαι τρελλός, μου φαίνεται. Τι τρέχει; (Εγείρεται και
περιπατεί κατ' ιδίαν μετά του Μηνά).

ΜΗΝΑΣ. Αι υπηρεσίαι μου ήσαν πάντοτε εις την διάθεσίν σου.
ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Με υπηρέτησες πιστώς, τι άλλο έχεις να είπης; Ευθυμείτε,
κύριοι.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Πρόσεχε τας αμμώδεις αυτάς παγίδας, Λέπιδε, διότι θα
βυθισθής.

ΜΗΝΑΣ. Θέλεις να γίνης κύριος όλου του κόσμου;
ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Τι λέγεις;
ΜΗΝΑΣ. Θέλεις να γίνης κύριος ολοκλήρου του κόσμου; Σου το λέγω διά δευτέραν φοράν.
ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Πώς είναι δυνατόν;
ΜΗΝΑΣ. Συγκατάνευσε, και μολονότι με νομίζεις πτωχόν, δύναμαι να σου δώσω την οικουμένην.
ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Μήπως έπιες πολύ κρασί;
ΜΗΝΑΣ. Όχι, Πομπήιε, ούτε το ήγγισα εις τα χείλη μου. Αν το τολμήσης, δύνασαι να γίνης ο επίγειος Ζευς. Ό,τι περιβρέχει ο Ωκεανός και εγκλείει ο ουρανός, είναι ιδικόν σου αν θελήσης.
ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Δείξε μου τίνι τρόπω.
ΜΗΝΑΣ. Οι τρεις ούτοι τρίαρχοι και κυρίαρχοι του κόσμου είναι επί του πλοίου σου. Άφες με να κόψω τα σχοινία, όταν δε απομακρυνθώμεν, σφάζομεν αυτούς, και τότε το παν είναι εις την εξουσίαν μου.
ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Α! έπρεπε να το κάμης χωρίς να μου το ειπής. Πράξις τοιαύτη θα ήτο αισχρά δι' εμέ, υπηρεσία δε έξοχος, διά σε. Πρέπει να μάθης ότι η τιμή μου δεν οδηγείται υπό του συμφέροντος, αλλά το συμφέρον υπό της τιμής. Μετανόησε ότι η γλώσσα επρόδωκε το σχέδιόν σου. Αν εξετέλεις αυτό, ενώ το ηγνόουν, θα το επεδοκίμαζον μετά την εκτέλεσιν, αλλά τώρα οφείλω να το καταδικάσω. Μη σκέπτεσαι λοιπόν πλέον περί αυτού και πίνε.
ΜΗΝΑΣ. (Κατ' ιδίαν). Καλά, ουδέποτε πλέον θα ακολουθήσω την παρακμάζουσαν τύχην σου· όστις ζητεί πράγμα τι και δεν λαμβάνει αυτό όταν του προσφέρεται, χάνει διά παντός την ευκαιρίαν.
ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Πίνω εις υγείαν του Λεπίδου.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Φέρετέ τον εις την ξηράν. — Θα πίω αντ' αυτού, Πομπήιε.
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Εις υγείαν σου, Μηνά.
ΜΗΝΑΣ. Το δέχομαι ευχαρίστως, Αινόβαρβε.
ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Γέμισε έως τα χείλη το ποτήρι.
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. (Δεικνύει τον υπηρέτην όστις μεταφέρει τον Λέπιδον). Να, ένα δυνατό παιδί, Μηνά.
ΜΗΝΑΣ. Διατί;
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Δεν βλέπεις ότι σηκώνει το τρίτον του κόσμου;
ΜΗΝΑΣ. Τότε το τρίτον του κόσμου είναι μεθυσμένο. Είθε να ήτο και το όλον· θα ετρέχαμεν με κλειστά μάτια!
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Πίνε λοιπόν και συ, διά να αυξήση η ευθυμία.
ΜΗΝΑΣ. Εμπρός.
ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Δεν εφθάσαμεν ακόμη εις τα Αλεξανδρινά συμπόσια.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Πλησιάζομεν. — Ας κρούσωμεν τα ποτήρια. — Ε! Πίνω εις
υγείαν του Καίσαρος.

ΚΑΙΣΑΡ. Επεθύμουν να το αποφύγω. Μου είναι έργον επίπονον, διότι όσω
περισσότερον πλύνω τον εγέφαλον, τόσω θολώτερος γίνεται.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Πρέπει να συμμορφώνεσαι με τας περιστάσεις.
ΚΑΙΣΑΡ. Καλά λοιπόν, θα πίω κ' εγώ εις υγείαν σου. Αλλ' επροτίμων να
μείνω εντελώς νηστικός επί τεσσάρας ημέρας, παρά να πίω τόσω πολύ
εις μίαν.

ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. (Προς τον Αντώνιον). Λοιπόν, ανδρείε μου αυτοκράτορ, θα
χορεύσωμεν τώρα τον βακχικόν χορόν της Αιγύπτου, διά να
συμπληρώσωμεν το συμπόσιόν μας;

ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Ας τον χορεύσωμεν, ανδρείε μου στρατιώτα.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Θα δώσωμεν όλοι τα χέρια έως ότου ο κατακτητής οίνος βυθίση τας αισθήσεις μας εντός γλυκείας και ηδυπαθούς λήθης.
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Δόσατε όλοι τα χέρια — Ας παιανίση δυνατά η μουσική. Εγώ θα σας τοποθετήσω κατά το διάστημα τούτο, έπειτα θα τραγουδήση το παιδί, και καθένας θα επαναλάβη την τελευταίαν στροφήν όσον ημπορεί δυνατώτερα. (Η μουσική παιανίζει. Ο Αινόβαρβος τους τοποθετεί).
Έλα του οίνου βασιλιά, Βάκχε κρασοπατέρα, Με τα παχειά σου μάγουλα, τα μάτια φλογισμένα, Όλα μέσ' στο ποτήρι σου ξεχνούμεν εδώ πέρα. Με κλήμα τα κεφάλια μας είναι στεφανωμένα. Κέρνα κι' ας στρέψη γύρω μας, ας στρέψη όλ' η γη, Κέρνα κι' ας στρέψ' ολόγυρα, ολόγυρα η γη.
ΚΑΙΣΑΡ. Ε! Δεν αρκεί πλέον; Καλή νύκτα, Πομπήιε — Ας αποσυρθώμεν — Ας αποσυρθώμεν, αδελφέ μου. (Προς τον Αντώνιον). Ευθυμία τοιαύτη είναι ανάρμοστος προς την σοβαρότητα των ημετέρων πραγμάτων· ας αποχωρισθώμεν λοιπόν, κύριοι· βλέπετε ότι όλοι είμεθα εξημμένοι. Ο εύρωστος Αινόβαρβος κατεβλήθη υπό του οίνου, και η γλώσσα μου αρχίζει να τραυλίζη. Παρ' ολίγον να μας μεταμορφώση όλους η κραιπάλη αύτη. Είναι ανάγκη να είπω περισσότερα; Καλή νύκτα· δος μου το χέρι σου, Αντώνιε.
ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Θα σας συνοδεύσω και εις την ξηράν.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Βεβαιότατα· δος μας το χέρι σου.
ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Κατέχεις, ω Αντώνιε, την οικίαν του πατρός μου — Αλλά τι
πειράζει· είμεθα φίλοι. Ας κατεβούμεν εις την λέμβον.

ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Προσέξατε μη πέσετε — Εγώ δεν εξέρχομαι Μηνά.
(Εξέρχονται ο Πομπήιος, ο Καίσαρ και ο Αντώνιος).

ΜΗΝΑΣ. Όχι, έλα εις το δωμάτιόν μου. Εμπρός τύμπανα! σάλπιγγες! αυλοί! εμπρός! Ας ακούση ο Ποσειδών πόσον πανηγυρικώς χαιρετίζομεν τους μεγάλους τούτους άνδρας. Παίξατε, παίξατε. (Τύμπανα κροτούσι, σάλπιγγες ηχούν).
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Ουρά!! Να το καπέλο μου!
ΜΗΝΑΣ. Ουρά! Έλα, γενναίε μου αρχηγέ! (Εξέρχονται).

ΠΡΑΞΙΣ ΤΡΙΤΗ

ΣΚΗΝΗ Α'.

Πεδιάς εν Συρία. — Εισέρχεται αγερώχως ο ΒΕΝΔΙΔΙΟΣ μετά του ΣΙΛΙΟΥ και άλλων αξιωματικών και στρατιωτικών Ρωμαίων. Φέρουσιν ενώπιόν του τον νεκρόν του Πακόρου.
ΒΕΝΔΙΔΙΟΣ. Κατετροπώθητε τώρα, ω ακοντισταί Πάρθοι, η δε τύχη ηυδόκησε να με καταστήση εκδικητήν του θανάτου του Μάρκου Κράσσου. — Φέρετε ενώπιον του στρατού ημών το σώμα του υιού του βασιλέως. Ο υιός σου Πάκορος, Ορόδη, πληρώνει τον θάνατον του Μάρκου Κράσσου.
ΣΙΛΙΟΣ. Καταδίωξε τους φυγάδας Πάρθους, γενναίε Βενδίδιε, εφ' όσον το ξίφος σου αχνίζει από Παρθικόν αίμα. Όρμησε εναντίον αυτών διά της Μηδίας, της Μεσοποταμίας, και εντός ακόμη των ασύλων, εις ά εν αταξία καταφεύγουσιν· ούτω δε ο μέγας αρχηγός σου Αντώνιος θα σε περιφέρη επί θριαμβευτικού άρματος και θα περιβάλη με στεφάνους την κεφαλήν σου.
ΒΕΝΔΙΔΙΟΣ. Αρκούν, αρκούν, ω Σίλιε, όσα έπραξα. Μη λησμονής ότι ο υποδεέστερος δεν πρέπει να πράττη πλειότερα του δέοντος. Μάθε ότι είναι προτιμότερον να αφήση ημιτελές το έργον, ή να περιβληθή με μεγάλην δόξαν όταν λείπη ο αρχηγός τον οποίον υπηρετεί. Και ο Καίσαρ και ο Αντώνιος ενίκησαν περισσοτέρας νίκας διά των στρατηγών αυτών ή αυτοπροσώπως. Ο υπασπιστής του Αντωνίου Σόσιος, ο οποίος είχεν εν Συρία την θέσιν ην έχω σήμερον εγώ, απώλεσε την εύνοιάν του, διότι απέκτησε πολλήν δόξαν εντός ολιγίστου χρόνου. Όστις κατά τον πόλεμον εκτελεί πλειότερα ή ο στρατηγός του, γίνεται στρατηγός του στρατηγού, η δε φιλοτιμία, η αρετή αύτη του στρατιώτου, προτιμά μάλλον ήτταν, ή νίκην ήτις τον επισκιάζει. Ηδυνάμην να πράξω πλειότερα υπέρ του Αντωνίου, αλλά θα τον δυσηρέστουν και τότε θα έχουν την αξίαν των αι υπηρεσίαι μου.
ΣΙΛΙΟΣ. Έχεις, Βενδίδιε, τα πλεονεκτήματα εκείνα, άνευ των οποίων ο στρατιώτης ολίγον διαφέρει του τυφλού ξίφους. Θα γράψης εις τον Αντώνιον;
ΒΕΝΔΙΔΙΟΣ. Θα του μηνύσω ευσεβάστως, τι διά του ονόματός του, της μαγικής ταύτης λέξεως, κατωρθώσαμεν εις τον πόλεμον, και πώς διά των σημαιών του και των καλώς μισθοδοτουμένων λεγεώνων του, κατετροπώσαμεν το μέχρι τούδε αήττητον ιππικόν των Πάρθων.
ΣΙΛΙΟΣ. Πού είναι τώρα;
ΒΕΝΔΙΔΙΟΣ. Προτίθεται να μεταβή εις Αθήνας, όπου θα σπεύσωμεν να εμφανισθώμεν ενώπιόν του, όσω το δυνατόν ταχύτερον μας επιτρέψη το φορτίον, το οποίον πρέπει να φέρωμεν μεθ' ημών. Εμπρός. Υπάγωμεν. (Εξέρχονται).

ΣΚΗΝΗ Β'.

Ρώμη, Αντιθάλαμος εν τη οικία του Καίσαρος. ΑΓΡΙΠΠΑΣ, ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ.
ΑΓΡΙΠΠΑΣ. Πώς απεχωρίσθησαν οι αδελφοί;
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Διηυθέτησαν τας υποθέσεις των μετά του Πομπηίου, ο οποίος και ανεχώρησεν· οι άλλοι τρεις σφραγίζουν την συνθήκην. Η Οκταβία κλαίει διότι θα εγκαταλίπη την Ρώμην· ο Καίσαρ είνε μελαγχολικός, ο δε Λέπιδος, κατά το λέγειν του Μηνά, ταράσσεται υπό ζηλοτυπίας από της ημέρας του συμποσίου του Πομπηίου.
ΑΓΡΙΠΠΑΣ. Είναι ευγενής ο Λέπιδος.
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Ευγενέστατος. Ω! πόσον αγαπά τον Καίσαρα!
ΑΓΡΙΠΠΑΣ. Ναι, αλλά πόσον λατρεύει τον Μάρκον Αντώνιον!
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Τον Καίσαρα! Καίσαρ είναι ο Ζευς των ανθρώπων!
ΑΓΡΙΠΠΑΣ. Και τι είναι ο Αντώνιος; Ο θεός του Διός!
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Ομιλείς περί του Καίσαρος; Πώς; του απαραμίλλου!
ΑΓΡΙΠΠΑΣ. Ω Αντώνιε! Ω συ της Αραβίας φοίνιξ!
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Εάν θέλης να επαινέσης τον Καίσαρα, ειπέ, — Καίσαρ· — και πλέον ου.
ΑΓΡΙΠΠΑΣ. Τω όντι έπλεξε και εις τους δύο τα μέγιστα εγκώμια.
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Αλλ' αγαπά περισσότερον τον Καίσαρα. — Και όμως αγαπά τον Αντώνιον. Ω! ούτε καρδία, ούτε γλώσσα, ούτε εικών, ούτε συγγραφεύς, ούτε αοιδός, ούτε ποιητής, δύναται να αισθανθή, να εκφράση, να παραστήση, να γράψη, να ψάλη ή να εξυμνήση την αγάπην του προς τον Αντώνιον· ως προς τον Καίσαρα, κλίνατε, κλίνατε το γόνυ, και θαυμάσατε!
ΑΓΡΙΠΠΑΣ. Αγαπά αμφοτέρους.
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Εκείνοι μεν είναι πτέρυγες, ούτος δε το έντομον, ώστε…..(ακούονται σάλπιγγες) Μας προσκαλούν να ιππεύσωμεν. Χαίρε, γενναίε Αγρίππα.
ΑΓΡΙΠΠΑΣ. Χαίρε, ανδρείε στρατιώτα· σου εύχομαι καλήν τύχην. (Εισέρχονται ο Καίσαρ, ο Αντώνιος, ο Λέπιδος και η Οκταβία).
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Μη προχωρήσης περισσότερον, Καίσαρ.
ΚΑΙΣΑΡ. Αφαιρείς μέγα μέρος του εαυτού μου. Δείξε την προς εμέ αγάπην σου εν τω προσώπω αυτής. — Αδελφή, δείξου σύζυγος τοιαύτη οποίαν σε φαντάζομαι, διότι δύναμαι να δώσω οιανδήποτε εγγύησιν περί της διαγωγής σου. — Είθε, γενναίε Αντώνιε, το είδωλον τούτο της αρετής, το τεθέν μεταξύ ημών ως δεσμός συγκρατών τον πύργον της αγάπης μας, να μη μεταβληθή εις κριόν τειχολέτην, διότι καλλίτερον να ηγαπώμεθα άνευ του δεσμού τούτου, αν υπ' αμφοτέρων δεν αγαπάται τρυφερώς.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Μη με προσβάλλης διά της δυσπιστίας σου ταύτης.
ΚΑΙΣΑΡ. Είπον.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Όσον αυστηρώς και αν εξετάσης την διαγωγήν μου, δεν θα εύρης την ελαχίστην αφορμήν δικαιολογούσαν τους φόβους τους οποίους φαίνεται ότι έχεις. Είθε οι θεοί να σε προφυλάττουν και να διαθέτουν υπέρ των σχεδίων σου τας καρδίας των Ρωμαίων! Εδώ θα χωρισθώμεν.
ΚΑΙΣΑΡ. Χαίρε, προσφιλεστάτη μου αδελφή· είθε τα στοιχεία της φύσεως να σου είναι ευμενή και να σε ευφραίνουν! Χαίρε.
ΟΚΤΑΒΙΑ. Αγαπητέ μου αδελφέ!
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Απρίλιος είναι εις τους οφθαλμούς της. Είναι το έαρ του έρωτος, τα δε δάκρυά της η ζωογόνος βροχή. Έσο φαιδρά.
ΟΚΤΑΒΙΑ. Φρόντιζε, αδελφέ μου, διά τον οίκον του συζύγου μου και…
ΚΑΙΣΑΡ. Τι, Οκταβία;
ΟΚΤΑΒΙΑ. Θα σου το είπω κρυφά.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Αρνείται η γλώσσα να υπακούση εις την καρδίαν, αδυνατεί δε η καρδία να εμψυχώση την γλώσσαν είναι ως το πτίλον του κύκνου το οποίον φέρεται εν ισορροπία επί των ανυψουμένων κυμάτων και προς ουδεμίαν κλίνει διεύθυνσιν.
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. (Κατ' ιδίαν προς τον Αγρίππαν). Πώς, θα κλαύση ο Καίσαρ;
ΑΓΡΙΠΠΑΣ. Νέφος καλύπτει το πρόσωπόν του.
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Και ως ίππος θα ήτο ασχημότερος, έχων επί του μετώπου το λεγόμενον νέφος, πολύ δε περισσότερον ως άνθρωπος (12).
ΑΓΡΙΠΠΑΣ. Διατί, Αινόβαρβε; Όταν ο Αντώνιος εύρε νεκρόν τον Καίσαρα,
εξέβαλε γοεράς φωνάς, έκλαυσε δε όταν εις Φιλίππους εύρε φονευμένον
τον Βρούτον.

ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Αληθώς· το έτος εκείνο ηνωχλείτο υπό καταρροής! Εθρήνει
εκείνον τον οποίον ασμένως κατέστρεφε· πίστευσε δε εις την
ειλικρίνειαν των δακρύων του, όταν και εμέ ίδης κλαίοντα.

ΚΑΙΣΑΡ. Όχι, φιλτάτη Οκταβία· θα λαμβάνης πάντοτε ειδήσεις παρ'
εμού· δεν θα εξαλείψη ο χρόνος την ανάμνησίν σου.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ελθέ, Καίσαρ· θα διαγωνισθώμεν εις τον προς αυτήν έρωτα.
Ιδού σε εναγκαλίζομαι και σε αφήνω υπό την σκέπην των θεών.

ΚΑΙΣΑΡ. Χαίρε. Ευτύχει!
ΛΕΠΙΔΟΣ. Είθε όλα τάστρα του ουρανού να φωτίζουν την ευτυχή σου πορείαν!
ΚΑΙΣΑΡ. Χαίρε. Χαίρε! (Ασπάζεται την Οκταβίαν).
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Χαίρετε. (Ηχούσι σάλπιγγες. Εξέρχονται).

ΣΚΗΝΗ Γ'.

Αλεξάνδρεια. Δωμάτιον εν τω ανακτόρω της Κλεοπάτρας. ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ, ΧΑΡΜΙΟΝ, ΕΙΡΑΣ, ΑΛΕΞΑΣ.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Πού είναι αυτός ο άνθρωπος;
ΑΛΕΞΑΣ. Φοβείται σχεδόν να έλθη.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Έλα, έλα — Πλησίασε. (Εισέρχεται ο αγγελιαφόρος).
ΑΛΕΞΑΣ. Και αυτός ο Ηρώδης της Ιουδαίας δεν τολμά να σε ατενίση, Μεγαλειοτάτη, ειμή μόνον όταν είσαι ευθύμως διατεθειμένη.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Και αυτού του Ηρώδου την κεφαλήν θα λάβω· αλλά τίνι τρόπω, αφού έφυγεν ο Αντώνιος, διά του οποίου ηδυνάμην να το πράξω; Πλησίασε.
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Ερασμία βασίλισσα —
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Είδες την Οκταβίαν;
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Ναι, κραταιά Άνασσα.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Πού;
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Εις την Ρώμην, κυρία· παρετήρησα αυτήν κατά πρόσωπον, και την είδα βαδίζουσαν μεταξύ του αδελφού της και του Μάρκου Αντωνίου.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Είναι τόσον υψηλή όσον εγώ; (13)
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Όχι, κυρία.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Την ήκουσες να ομιλή; Έχει οξείαν ή χαμηλήν φωνήν;
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Την ήκουσα, κυρία· έχει φωνήν σιγαλήν.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Αυτό δεν είναι καλόν· δεν είναι δυνατόν να την αγαπήση επί πολύ.
ΧΑΡΜΙΟΝ. Να την αγαπήση; Ω Ίσις! αδύνατον.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Το πιστεύω, Χάρμιον βραχνή φωνή και ανάστημα νάνου! Έχει μεγαλοπρέπειαν το βάδισμά της; Ενθυμήσου αν ποτέ παρετήρησες μεγαλοπρεπές παράστημα.
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Έρπει, κυρία. Και η στάσις και το βάδισμά της είναι ένα και το αυτό. Φαίνεται, σώμα άψυχον, άγαλμα μάλλον ή άνθρωπος.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Είναι βέβαιον;
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Εκτός αν δεν έχω παρατηρητικόν.
ΧΑΡΜΙΟΝ. Παρατηρητάς 'σαν αυτόν δεν έχομεν ούτε τρεις εις την
Αίγυπτον.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Παρατηρώ ότι είναι πολύ νοήμων — έως τώρα δεν βλέπω
τίποτε εις αυτήν — ο άνθρωπος αυτός έχει καλήν κρίσιν.

ΧΑΡΜΙΟΝ. Εξαίρετον.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Πόσων ετών να είναι, σε παρακαλώ;
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Ήτο χήρα, κυρία.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Χήρα; ακούεις, Χάρμιον;
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Και πιστεύω ότι έχει τα τριάντα.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ενθυμείσαι το πρόσωπόν της; είναι μακρόν ή στρογγύλον.
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Στρογγύλον μέχρις ελαττώματος.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ως επί το πλείστον είναι ευήθεις οι τοιούτοι. — Τι χρώμα
έχουν τα μαλλιά της;

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Καστανά, κυρία, και το μέτωπόν της τόσω χαμηλόν όσον
ήθελε το επιθυμήση (14).

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ιδού, λάβε χρήματα. Μη παρεξηγήσης την πρώτην μου παραφοράν· θα σε μεταχειρισθώ και πάλιν· σε ευρίσκω πολύ κατάλληλον διά την υπηρεσίαν ταύτην. Ύπαγε να ετοιμασθής· αι επιστολαί μου είναι έτοιμοι. (Εξέρχεται ο αγγελιαφόρος).
ΧΑΡΜΙΟΝ. Άξιος άνθρωπος.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Πραγματικώς. Μετανοώ πολύ, διότι τον εκακομεταχειρίσθην. Εξ όσων είπε, βλέπω ότι το πλάσμα αυτό δεν είναι μεγάλο πράγμα.
ΧΑΡΜΙΟΝ. Δεν είναι τίποτε, κυρία.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ο άνθρωπος ούτος θα είδε βεβαίως και θα γνωρίζη τι εστί
μεγαλείον.

ΧΑΡΜΙΟΝ. Αν είδε μεγαλείον! Μα την Ίσιδα, πώς είναι δυνατόν να μην
είδε, αφού σε υπηρετεί τόσον καιρόν;

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Έχω ακόμη κάτι να τον ερωτήσω· αλλά δεν πειράζει· τον οδηγείς εις το δωμάτιόν μου όπου θα γράψω. Τα πάντα δύνανται ακόμη να λάβουν καλόν τέλος.
ΧΑΡΜΙΟΝ. Σου το εγγυώμαι, κυρία.

ΣΚΗΝΗ Δ'.

Αθήναι. Δωμάτιον εν τη οικία του Αντωνίου. ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΚΑΙ ΟΚΤΑΒΙΑ.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ναι, ναι, όχι μόνον τούτο, Οκταβία, αλλά και χίλια άλλα της αυτής φύσεως πράγματα θα ήσαν συγγνωστά· περιεπλάκη όμως εις νέους πολέμους κατά του Πομπηίου, συνέταξε την διαθήκην του, και ανέγνωσε αυτήν δημοσία. Μόλις ανέφερε το όνομά μου· όταν δε ηναγκάσθη να με επαινέση, έπραξε τούτο μετά ψυχρότητος και ακουσίως. Ελάχιστα μου απένειμε· και όταν είχε καταλληλοτάτην ευκαιρίαν να ομιλήση υπέρ εμού, ή απέφυγεν, ή ωμίλησε μετά πολλής επιφυλάξεως.
ΟΚΤΑΒΙΑ. Ω μη πιστεύης εις όλα, φίλτατέ μου, ή μη παροργίζεσαι(15)
δι' όλα αν πρέπη να τα πιστεύης. Αν η ρήξις αύτη συμβή, ουδέποτε θα
υπάρξη γυνή δυστυχεστέρα εμού, ισταμένη μεταξύ δύο αντιπάλων, και
δεομένη υπέρ αμφοτέρων. Οι θεοί θα με σκώψωσιν, όταν αφ' ενός μεν
λέγω: «Ω, φυλάξατε τον προσφιλή μου σύζυγον», αφ' ετέρου δε αναιρώ
την προσευχήν ταύτην ανακράζουσα: «Φυλάξατε τον αδελφόν μου». Νίκα
σύζυγε, νίκα αδελφέ· η μία προσευχή αναιρεί την άλλην· δεν υπάρχει
μέσος όρος μεταξύ των άκρων τούτων.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ας κλίνη, η αγάπη σου, γλυκεία Οκταβία, προς εκείνον, όστις αγωνίζεται πλειότερον να διατηρήση αυτήν. Αν απολέσω την τιμήν, χάνομαι και εγώ αυτός. Προτιμότερον να μην ήμην σύζυγός σου, παρά να σου ανήκω κατησχυμένος· αλλά, κατά την επιθυμίαν σου μεσίτευσε προς συνδιαλλαγήν ημών. Κατά το διάστημα δε τούτο, Οκταβία, θα ετοιμασθώ προς επιχείρησιν πολέμου, όστις θα επισκιάση τον αδελφόν σου. Σπεύσε όσω δύνασαι ταχύτερον· ούτως εκπληρούται η επιθυμία σου.
ΟΚΤΑΒΙΑ. Ευχαριστώ, Αντώνιε. Είθε ο πανίσχυρος Ζευς να σας συμφιλιώση δι' εμού της ασθενούς, της ασθενεστάτης! Πόλεμος μεταξύ υμών θα ήτο ως να εσχίζετο ο κόσμος και το εκ τούτου χάσμα αυτού να πληρωθή νεκρών.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Όταν εννοήσης τον αίτιον του πολέμου τούτου, δείξε προς αυτόν την δυσαρέσκειάν σου· διότι δεν είναι δυνατόν τα σφάλματά μας να είναι τόσον ίσα, ώστε και η αγάπη σου να διανέμεται εξ ίσου μεταξύ μας. Ετοίμασε τα της αναχωρήσεώς σου· έκλεξε την συνοδείαν σου και δαπάνησε οσαδήποτε θελήσης. (Εξέρχονται).
ΕΡΩΣ. Ο Καίσαρ και ο Λέπιδος εκήρυξαν πόλεμον κατά του Πομπηίου.
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Αυταί είναι παλαιαί. Ποία υπήρξεν η έκβασις;
ΕΡΩΣ. Ο Καίσαρ, αφού πρώτον μετεχειρίσθη αυτόν εις τον κατά του Πομπηίου πόλεμον, αρνείται τώρα να τον αναγνωρίση ως συνάρχοντα, ούτε του επιτρέπει να συμμετάσχη της δόξης της εκστρατείας· μη αρκεσθείς δε εις ταύτα, κατηγορεί αυτόν ως διατηρήσαντα μυστικήν αλληλογραφίαν μετά του Πομπηίου, και επί τη κατηγορία ταύτη διατάσσει την σύλληψίν του. Τώρα δε ο δυστυχής τρίαρχος είναι εις τας φυλακάς, περιμένων τον θάνατον να τον λυτρώση.
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Ώστε, κόσμε, δεν σου μένουν πλέον ειμή δύο μόνον σιαγόνες. Και την τροφήν δε όλην την οποίαν εμπεριέχεις αν ρίψης μεταξύ αυτών, θα σπαράξωσιν αλλήλους. Πού είναι ο Αντώνιος;
ΕΡΩΣ. Περιπατεί εις τον κήπον κατά τούτον τον τρόπον, ποδοπατών τους ενώπιον αυτού σχοίνους, φωνάζων: «Μωρέ Λέπιδε» και απειλών να κόψη τον λαιμόν του αξιωματικού του εκείνου, όστις εδολοφόνησε τον Πομπήιον.
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Τα μεγάλα μας πλοία εξωπλίσθησαν…
ΕΡΩΣ. Διά να αποπλεύσουν εις την Ιταλίαν εναντίον του Καίσαρος. Αλλά κάτι άλλο, Δομίτιε· ο κύριός μου επιθυμεί να σου ομιλήση· ηδυνάμην βραδύτερον να σου αναγγείλω τα νέα μου.
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Δεν θα είναι τίποτε· αλλ' έστω. — Οδήγησέ με εις τον Αντώνιον.
ΕΡΩΣ. Ελθέ, Αινόβαρβε. (Εξέρχονται).

ΣΚΗΝΗ Ε'.

Αθήναι. Έτερον δωμάτιον της αυτής οικίας. ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ, ΕΡΩΣ.
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Λοιπόν, φίλε Έρως;
ΕΡΩΣ. Έχομεν παραδόξους ειδήσεις, Αινόβαρβε!
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Τι τρέχει;

ΣΚΗΝΗ ΣΤ'.

Ρώμη. Δωμάτιον εν τη οικία του Καίσαρος. ΚΑΙΣΑΡ, ΑΓΡΙΠΠΑΣ, ΜΑΙΚΗΝΑΣ.
ΚΑΙΣΑΡ. Προς περιφρόνησιν της Ρώμης έπραξε ταύτα πάντα, και έτι πλειότερα εν Αλεξανδρεία. — Ιδού πώς συνέβησαν. — Επί βήματος αργυρού, στηθέντος επί της δημοσίας αγοράς, ενεθρονίσθησαν δημοσία επί χρυσών καθίσαντες θρόνων, αυτός και η Κλεοπάτρα· παρά τους πόδας αυτών εκάθητο ο Καισαρίων, τον οποίον ονομάζουν υιόν του πατρός μου, και προσέτι όλη η αθέμιτος γενεά η εκ της ακολασίας αυτών γεννηθείσα. Απένειμε εις την Κλεοπάτραν την διοίκησιν της Αιγύπτου, κηρύξας αυτήν βασίλισσαν της Κοίλης Συρίας, της Κύπρου και της Λυδίας.
ΑΓΡΙΠΠΑΣ. Δημοσία ταύτα;
ΚΑΙΣΑΡ. Επί της δημοσίας πλατείας όπου είναι τα γυμναστήρια· αναγορεύσας δε τους υιούς αυτού βασιλείς βασιλέων, έδωκεν εις μεν τον Αλέξανδρον την μεγάλην Μηδίαν, την χώραν των Πάρθων και την Αρμενίαν, εις δε τον Πτολεμαίον ώρισε την Συρίαν, την Κιλικίαν και την Φοινίκην. Αύτη δε ενεφανίσθη φέρουσα στολήν της θεάς Ίσιδος, λέγεται δε ότι και πρότερον εδέχετο συνεχώς ακροάσεις με το ένδυμα τούτο(16).
ΜΑΙΚΗΝΑΣ. Πρέπει να μάθη όλα ταύτα η Ρώμη.
ΑΓΡΙΠΠΑΣ. Η οποία αηδιάσασα εκ της αυθαδείας του θ' αποβάλη πάσαν καλήν ιδέαν περί αυτού.
ΚΑΙΣΑΡ. Ο λαός τα γνωρίζει· έλαβεν ήδη και τας εκείνου κατηγορίας.
ΑΓΡΙΠΠΑΣ. Ποίον κατηγορεί;
ΚΑΙΣΑΡ. Τον Καίσαρα· λέγων ότι, αφαιρέσας την Σικελίαν από του Σέξτου Πομπηίου, δεν παρεχώρησα εις αυτόν το εκ της νήσου ταύτης μερίδιόν του· ότι μου εδάνεισε πλοία, τα οποία δεν απέδωκα· τέλος δε αγανακτεί διότι καθήρεσα εκ της τριανδρίας τον Λέπιδον και κατεκράτησα τα εισοδήματά του.
ΑΓΡΙΠΠΑΣ. Πρέπει, Καίσαρ, να απολογηθής εις τας κατηγορίας ταύτας.
ΚΑΙΣΑΡ. Απεκρίθην ήδη, και ο αγγελιαφόρος ανεχώρησεν. Είπον εις αυτόν ότι ο Λέπιδος είχε γίνη λίαν επαχθής, ότι κατεχράτο της μεγάλης του εξουσίας και ότι ήτο άξιος της αποβολής. Ως προς τας υπ' εμού γενομένας κατακτήσεις, του χορηγώ την μερίδα του, υπό τον όρον του να λάβω κ' εγώ την ιδικήν μου εκ της Αρμενίας και των άλλων υπ' αυτού κυριευθέντων βασιλείων.
ΜΑΙΚΗΝΑΣ. Ουδέποτε θα συναινέση εις τούτο.
ΚΑΙΣΑΡ. Τότε ουδ' εγώ συναινώ εις ό,τι ζητεί, (Εισέρχεται η Οκταβία).
ΟΚΤΑΒΙΑ. Χαίρε, αδελφέ μου, χαίρε, φίλτατε Καίσαρ.
ΚΑΙΣΑΡ. Επέπρωτο να σε ονομάσω απόβλητον.
ΟΚΤΑΒΙΑ. Δεν με ωνόμασες ποτέ, αλλ' ούτε έχεις λόγον να με ονομάσης ούτω.
ΚΑΙΣΑΡ. Διατί ήλθες τόσον αιφνιδίως; Δεν έρχεσαι ως αδελφή του Καίσαρος. Στρατός ολόκληρος έπρεπε να προπορεύεται της συζύγου του Αντωνίου, οι δε χρεμετισμοί των ίππων να αναγγέλλουν την άφιξίν της πολύ πριν ή φανή· τα παρά την οδόν δένδρα να καλύπτονται υπό θεατών ανυπομόνως περιμενόντων την εμφάνισίν σου, προσέτι δε ο υπό της πολυαρίθμου συνοδείας σου εγειρόμενος κονιορτός να φθάνη μέχρις ουρανού· αλλά συ ήλθες εις Ρώμην ως κόρη αγοραία, μη επιτρέψασα να εκδηλώσωμεν την προς σε αγάπην, ήτις μένουσα ανεκδήλωτος, καθίσταται ως επί το πολύ αμφίβολος. Έπρεπε και διά ξηράς και διά θαλάσσης να έλθωμεν εις προϋπάντησίν σου, και εις έκαστον σταθμόν να σε υποδεχώμεθα με αυξάνουσαν αγαλλίασιν.
ΟΚΤΑΒΙΑ. Ουδείς, αδελφέ μου, με ηνάγκασε να έλθω ούτως· έπραξα τούτο εξ ιδίας θελήσεως. Ακούσας ο σύζυγός μου Μάρκος Αντώνιος, ότι παρασκευάζεσθε προς πόλεμον, μου ανεκοίνωσε την λυπηράν αγγελίαν και τούτου ένεκα παρεκάλεσα αυτόν να μου επιτρέψη να επανέλθω προς σε.
ΚΑΙΣΑΡ. Σου το επέτρεψε δε ευχαρίστως, διότι παρενέβαλλες προσκόματα εις την ακολασίαν του.
ΟΚΤΑΒΙΑ. Μη λέγεις ταύτα, Καίσαρ.
ΚΑΙΣΑΡ. Οι οφθαλμοί μου είναι προσηλωμένοι επ' αυτού, ο δε άνεμος φέρει προς εμέ πάσας αυτού τας πράξεις. Πού είναι τώρα;
ΟΚΤΑΒΙΑ. Εις τας Αθήνας, Καίσαρ.
ΚΑΙΣΑΡ. Όχι, πολυαδικημένη μου αδελφή. Η Κλεοπάτρα του ένευσε να μεταβή πλησίον της. Εις πόρνην πορέδωκε το κράτος του, αμφότεροι δε στρατολογούν εναντίον μου τους βασιλείς της γης. Συνήθροισαν ήδη τον βασιλέα της Λυβίας Βάκχον, τον Αρχέλαον της Καππαδοκίας, τον Φιλάδελφον της Παφλαγονίας, τον βασιλέα της Θράκης Σαδάλαν, τον Μάλχον της Αραβίας, τον βασιλέα του Πόντου, τον Ηρώδη της Ιουδαίας, τον της Κομμαγηνής Μιθριδάτην, και τους βασιλείς της Μηδίας και Λυκαονίας Παλέμωνα και Αμύνταν, και πλήθος άλλων σκηπτούχων ηγεμόνων.
ΟΚΤΑΒΙΑ. Ω δύσμοιρος εγώ, της οποίας την καρδίαν κατέχουν δύο αδελφοί, εναντίον αλλήλων μαχόμενοι!
ΚΑΙΣΑΡ. Καλώς ήλθες εδώ. Αι επιστολαί σου ανέστειλαν την ρήξιν ημών, έως ότου διέγνωσα μέχρι πόσου συ μεν υβρίζεσο, πόσους δ' ημείς κινδύνους ως εκ της αμελείας ημών διατρέχομεν. Έχε θάρρος· μη θορυβήσαι υπό των περιστάσεων, αίτινες διαταράσσουν εξ ανάγκης την ευτυχίαν σου, και άφες τα υπό της μοίρας αποφασισθέντα να ακολουθήσουν αγογγύστως την πορείαν των. Καλώς ήλθες εις Ρώμην. Ουδέν σου προσφιλέστερον. Εξυβρίσθης πλειότερον παρ' όσον ήτο δυνατόν να φαντασθή τις, οι δε δίκαιοι θεοί εξέλεξαν ημάς και πάντας τους σε αγαπώντας, όπως σε εκδικήσωσι. Παρηγορήσου, καλώς ήλθες προς ημάς.
ΑΓΡΙΠΠΑΣ. Καλώς ήλθες, κυρία.
ΜΑΙΚΗΝΑΣ. Καλώς ήλθες, αγαπητή κυρία. Η Ρώμη σε συμπονεί και σε αγαπά. Μόνος ο μοιχός και εν ακολασίαις αχαλίνωτος Αντώνιος σε αποπέμπει, όπως παραδώση την μεγάλην αυτού εξουσίαν εις χείρας ποταπής εταίρας, ήτις επισείει αυτήν μετά πατάγου εναντίον ημών.
ΟΚΤΑΒΙΑ. Είναι αληθή ταύτα, Καίσαρ;
ΚΑΙΣΑΡ. Αληθέστατα. Καλώς ήλθες, αδελφή. Έχε υπομονήν, φιλτάτη. (Εξέρχονται).

ΣΚΗΝΗ Ζ΄.

Το στρατόπεδον του Αντωνίου παρά το Άκτιον. ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ, ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Θα μου το πληρώσης, μη αμφιβάλλης.
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Αλλά διατί, κυρία, διατί, διατί;
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Δεν ήθελες να παρευρεθώ εις τον πόλεμον λέγων ότι δεν ήτο πρέπον.
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Αι, καλά, μήπως είναι;
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Αν δεν υπάρχη ειδική κατηγορία εναντίον μου, διατί να μη παρευρεθώ;
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. (Κατ' ιδίαν). Ημπορούσα τώρα να αποκριθώ πολύ καλά ότι αν εις τον πόλεμον είχομεν τα άλογα μαζί με τες φοράδες, τα άλογα θα ήσαν εντελώς άχρηστα, διότι κάθε φοράδα θα εσήκωνε ένα στρατιώτην με το άλογό του.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Τι λέγεις;
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Η παρουσία σου θα ανησυχή κατ' ανάγκην τον Αντώνιον, θα απασχολή την καρδίαν, τον νουν και τον χρόνον αυτού, ενώ θα έχη απόλυτον ανάγκην τούτων. Κατηγορούσιν ήδη αυτόν ως επιπόλαιον και λέγουν εν Ρώμη ότι τον πόλεμον τούτον διευθύνει ο ευνούχος Ποθεινός και αι θεραπαινίδες του.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ας καταποντισθή η Ρώμη, και ας σαπίσουν αι γλώσσαι εκείνων, οίτινες ομιλούν εναντίον ημών. Υφίσταμαι κ' εγώ τα βάρη του πολέμου, και ως ηγέτης του βασιλείου μου θα παρευρεθώ ως εάν ήμην ανήρ. Μη αντιλέγης, δεν θα υποχωρήσω.
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Πολύ καλά, τότε σιωπώ. — Ιδού ο αυτοκράτωρ. (Ο Αντώνιος εισέρχεται μετά του Κανιδίου).
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Δεν είναι παράδοξον, Κανίδιε, αναχωρήσας από τον Τάραντα και το Βρενδήσιον να πλεύση τόσω ταχέως το Ιόνιον πέλαγος, και να καταλάβη την Τορώνην; (Προς την Κλεοπάτραν). Το ήκουσες, φιλτάτη.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ουδείς πλειότερον του αδρανούς θαυμάζει την γοργότητα.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Επίπληξις εύστοχος αρμόζουσα εις τον ανδρειότερον πολεμιστήν επιπλήττοντα ημάς επί νωθρότητι. Θα πολεμήσωμεν και κατά θάλασσαν, Κανίδιε.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Κατά θάλασσαν; Πώς άλλως;
ΚΑΝΙΔΙΟΣ. Διατί, στρατηγέ;
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Διότι μας προκαλεί.
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Αλλά και συ, στρατηγέ, τον προεκάλεσες εις μονομαχίαν.
ΚΑΝΙΔΙΟΣ. Του προέτεινες να πολεμήσετε εις την Φάρσαλον, ένθα άλλοτε επολέμησεν ο Καίσαρ κατά του Πομπηίου· αλλ' απορρίπτει την πρότασίν σου ως μη ωφέλιμον, επομένως πρέπει και συ να πράξης το αυτό.
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Τα πληρώματα των πλοίων σου είναι ελλιπή, οι δε ναύται είναι ονηλάται και θερισταί εσπευσμένως ναυτολογηθέντες. Ο στόλος του Καίσαρος έχει ναύτας πολλάκις πολεμήσαντας κατά του Πομπηίου· τα πλοία του είναι ελαφρά και ευκίνητα, βαρέα δε και δυσκίνητα τα ιδικά σου. Δεν είναι αίσχος να αρνηθής την ναυμαχίαν, αφού είσαι έτοιμος να πολεμήσης κατά ξηράν.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Κατά θάλασσαν, κατά θάλασσαν.
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Αλλά τοιουτοτρόπως καθιστάς άχρηστον, ω αρχηγέ, την απαράμιλλον στρατιωτικήν εμπειρίαν σου, διασπάς τον στρατόν συγκείμενον, ως επί το πολύ, εξ εμπείρων πεζομάχων, δεν χρησιμοποιείς τας ομολογουμένας στρατιωτικάς γνώσεις, σου, εγκαταλείπεις την μόνην ασφαλή οδόν και απορρίπτων το ασφαλές και βέβαιον παραδίδεσαι εις την τυφλήν τύχην.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Θα πολεμήσω και κατά θάλασσαν.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Έχω εξήκοντα πλοία, προς έκαστον των οποίων ουδέ έν εκ των του Καίσαρος παραβάλλεται.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Θα καύσωμεν τα πλεονάζοντα και διά των επιλοίπων τελείως εξωπλισμένων θα προσβάλωμεν τον Καίσαρα επιτιθέμενοι κατ' αυτού από του ακρωτηρίου του Ακτίου. Εάν δε αποτύχωμεν (εισέρχεται αγγελιαφόρος), δυνάμεθα να πράξωμεν τούτο κατά ξηράν. Τι συμβαίνει;
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Είναι αληθής η αγγελία, στρατηγέ· εδόθη ήδη το σημείον της εμφανίσεως· ο Καίσαρ κατέλαβε την Τορώνην.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Είναι δυνατόν να έφθασεν εκεί ο ίδιος; αδύνατον. Παράδοξον
να φθάσουν ήδη εκεί αι δυνάμεις του! Συ Κανίδιε, θα διοικήσης τας
δέκα εννέα λεγεώνας και τους δωδεκακισχιλίους ιππείς, ημείς δε θα
επιβιβασθώμεν επί των πλοίων. (Εισέρχεται στρατιώτης). Ελθέ, Θέτις
μου! — Τι τρέχει, παλληκάρι μου;

ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Μη πολεμήσης κατά θάλασσαν, ω γενναίε αυτοκράτορ· μη
στηρίξης τας ελπίδας σου εις σαθράς σανίδας. Δυσπιστείς εις το
ξίφος μου και τας πληγάς μου ταύτας; Ας πολεμήσουν κατά θάλασσαν οι
Αιγύπτιοι και οι Φοίνικες· ημείς συνειθίσαμεν να νικώμεν ιστάμενοι
επί της ξηράς και πόδα προς πόδα αντιπροτείνοντες.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Εμπρός, εμπρός, άγωμεν, (Εξέρχεται ο Αντώνιος, η Κλεοπάτρα και ο Αινόβαρβος).
ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Μα τον Ηρακλέα, νομίζω ότι έχω δίκαιον.
ΚΑΝΙΔΙΟΣ. Ναι, στρατιώτα, πλην όλη αυτού η ενέργεια κατά τον πόλεμον τούτον δεν πηγάζει εκ της αυτοβουλίας του. Ο στρατηγός μας άγεται υπό άλλου, ημείς δε είμεθα στρατιώται γυναικών.
ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Δεν είναι αληθές ότι θα διοικήσης τας λεγεώνας και το ιππικόν ημών;
ΚΑΝΙΔΙΟΣ. Ο Μάρκος Οκτάβιος, ο Μάρκος Ινστήιος, ο Ποπλικόλας και ο Κοίλιος θα διευθύνουν κατά θάλασσαν, ημείς δε όλας τας πεζικάς δυνάμεις. Η ταχύτης αύτη του Καίσαρος καταντά απίστευτος.
ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Ήτον ακόμη εις την Ρώμην, ότε ο στρατός αναχωρών κατά μικρά αποσπάσματα, διέφυγε την προσοχήν παντός κατασκόπου.
ΚΑΝΙΔΙΟΣ. Ήκουσες ποίος είναι ο υπασπιστής αυτού;
ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Κάποιος Ταύρος, λέγουν.
ΚΑΝΙΔΙΟΣ. Α, τον γνωρίζω. (Εισέρχεται αγγελιαφόρος).
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Ο αυτοκράτωρ ζητεί τον Κανίδιον.
ΚΑΝΙΔΙΟΣ. Ο καιρός εγκυμονεί ειδήσεις, και πάσα στιγμή γεννά νέας.

ΣΚΗΝΗ Η'.

Πεδιάς παρά το Άκτιον.ΚΑΙΣΑΡ, ΤΑΥΡΟΣ, ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ.
ΚΑΙΣΑΡ. Ταύρε.
ΤΑΥΡΟΣ. Τι διατάσσει ο Καίσαρ;
ΚΑΙΣΑΡ. Μη προσβάλης κατά ξηράν· συγκράτησε όλας τας δυνάμεις· μη προκαλέσης μάχην πριν ή τελειώσωμεν την ναυμαχίαν. Συμμορφού προς τας διαταγάς του εγγράφου τούτου. Η τύχη ημών εξαρτάται εκ του τολμήματος τούτου. (Εξέρχονται),
(Εισέρχεται ο Αντώνιος μετά του Αινοβάρβου).
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ας παρατάξωμεν τας μεραρχίας μας προς το κάτω μέρος του λόφου απέναντι του στρατού του Καίσαρος· εκ της θέσεως ταύτης δυνάμεθα να βλέπωμεν τον αριθμόν των πλοίων και να ενεργήσωμεν αρμοδίως. (Εξέρχονται. Εισέρχεται ένθεν μεν ο Κανίδιος ηγούμενος των στρατευμάτων του, ένθεν δε ο υπασπιστής τον Καίσαρος Ταύρος μετά των ιδικών του, αφού δε απομακρυνθώσιν ακούεται ο κρότος της ναυμαχίας. Ο θόρυβος εξακολουθεί, εισέρχεται ο Αινόβαρβος).
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Τετέλεσται, τετέλεσται, το παν εχάθη· ούτε να παρατηρήσω περισσότερον αντέχω. Η ναυαρχίς των Αιγυπτίων Αντωνιάς, ανακρούσασα πρύμναν, τρέπεται εις φυγήν μετά των εξήκοντα Αιγυπτιακών πλοίων το θέαμα τούτο επέπεσεν ως κεραυνός επί των οφθαλμών μου. (Εισέρχεται ο Σκάρος).
ΣΚΑΡΟΣ. Θεοί Ολύμπιοι!
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Τι σημαίνει η παραφορά αύτη;
ΣΚΑΡΟΣ. Ένεκα της αμαθείας μας χάνομεν το μεγαλείτερον μέρος του κόσμου! Ερωτοτροπούντες εχάσαμεν βασίλεια και επαρχίας (17).
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Πώς φαίνεται η μάχη;
ΣΚΑΡΟΣ. Το μέρος ημών φαίνεται ως προσβληθέν υπό της λοιμικής εκείνης, ήτις επιφέρει βέβαιον θάνατον. Η ασελγής εκείνη φορβάς της Αιγύπτου — πού να την θερίση λέπρα! — εν τω μέσω της μάχης, ότε το αποτέλεσμα, όμοιον προς διδύμους αδελφούς, εφαίνετο έν και το αυτό εκατέρωθεν, μάλλον δε κλίνον υπέρ ημών, κεντηθείσα υπό μυίας, ως αγελάς τον Ιούνιον, υψώνει τα ιστία και τρέπεται εις φυγήν.
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Το είδα, και οι οφθαλμοί μου έπαθον τόσον εκ της θέας αυτού, ώστε δεν ηδυνήθην να το υποφέρω πλειότερον.
ΣΚΑΡΟΣ. Μόλις αύτη ανέκρουσε πρύμναν, και ο Αντώνιος, το ευγενές τούτο θύμα της μαγικής της δυνάμεως, υψώνει τα ιστία και ως παράφορος νήσσα, εγκαταλείπων την μάχην εις την ακμήν αυτής, φεύγει όπισθεν εκείνης. Ουδέποτε είδα αισχροτέραν πράξιν· ουδέποτε εμπειρία, ανδρεία, τιμή, επρόδωκεν εαυτήν τοιουτοτρόπως.
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Αλλοίμονον, αλλοίμονον! (Εισέρχεται ο Κανίδιος).
ΚΑΝΙΔΙΟΣ. Η τύχη ημών πνέει τα λοίσθια κατά θάλασσαν, βυθίζεται δε κατά τρόπον αξιοθρήνητον. Αν ο στρατηγός ημών εδεικνύετο οποίος ήτο άλλοτε, τα πάντα θα απέβαινον κατ' ευχήν. Ω! μας έδωκε το παράδειγμα της φυγής, αισχρώς φεύγων ο ίδιος!
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. (Κατ' ιδίαν). Αυτού λοιπόν έφθασαν τα πράγματα; Τότε καλή νύκτα.
ΚΑΝΙΔΙΟΣ. Έφυγον προς την Πελοπόννησον.
ΣΚΑΡΟΣ. Δεν είναι δύσκολον να τους ακολουθήσω· θα μεταβώ εκεί και θα
περιμένω ό,τι και αν συμβή.

ΚΑΝΙΔΙΟΣ. Τας λεγεώνας και το ιππικόν μου θα παραδώσω εις τον
Καίσαρα· έξ βασιλείς μου έδωκαν ήδη το παράδειγμα της υποταγής.

ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Θα ακολουθήσω ακόμη την πληγωμένην τύχην του Αντωνίου,
μολονότι η λογική μου υπαγορεύει να πράξω το εναντίον.

(Εξέρχονται).

ΣΚΗΝΗ Θ'.

Αλεξάνδρεια. Δωμάτιον εν τοις ανακτόροις. Εισέρχεται ο ΑΝΤΩΝΙΟΣ μετά πολλών υπηρετών.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ακούσατε· η γη μου απαγορεύει να βαδίσω πλέον επ' αυτής, αισχύνεται να με φέρη! — Πλησιάσατε, φίλοι. Τόσον πολύ εβραδυπόρησα εις τον κόσμον, ώστε έχασα διά παντός τον δρόμον. Έχω ένα πλοίον με φορτίον χρυσού. Λάβετε αυτό, μοιράσατέ το, φύγετε και συμφιλιωθήτε με τον Καίσαρα.
ΥΠΗΡΕΤΑΙ. Να φύγωμεν! ποτέ!
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Κ' εγώ αυτός έφυγα διδάξας τους ανάνδρους να δραπετεύουν και να στρέφουν τα νώτα. Πηγαίνετε, φίλοι. Απεφάσισα να ακολουθήσω πορείαν, ήτις δεν έχει χρείαν υμών· απέλθετε· οι θησαυροί μου είναι εις τον λιμένα· λάβετε αυτούς. Ω, ηκολούθησα εκείνο ούτινος η θέα μόνη μου προξενεί τώρα ερύθημα! Και αι τρίχες της κεφαλής μου στασιάζουσι, διότι αι μεν λευκαί ελέγχουσι τας μαύρας επί θρασύτητι, αύται δε πάλιν τας λευκάς επί φόβω και τρέλλα. Πηγαίνετε, φίλοι· θα σας δώσω επιστολάς προς φίλους, οίτινες θα διευκολύνουν τα της πορείας σας. Μη λυπήσθε, σας παρακαλώ, και μη λέγετε ότι δεν θέλετε. Ακολουθήσατε ό,τι σας συμβουλεύει η απελπισία μου· εγκαταλείψατε εκείνον όστις εγκαταλείπει εαυτόν· πηγαίνετε κατ' ευθείαν εις την παραλίαν· θα σας δώσω το πλοίον εκείνο και τους θησαυρούς. Άφετέ με δι' ολίγον, σας παρακαλώ. — Ναι, σας παρακαλώ. — Ναι, άφετέ με, διότι αληθώς δεν έχω πλέον την εξουσίαν να σας διατάξω. — Θα σας ίδω μετ' ολίγον, (Κάθηται. Εισέρχονται ο Έρως και η Κλεοπάτρα οδηγουμένη υπό του Χαρμίου και της Ειράδος).
ΕΡΩΣ. Πήγαινε, καλή μου κυρία, και παρηγόρησέ τον.
ΕΙΡΑΣ. Παρηγόρησέ τον, αγαπητή βασίλισσα.
ΧΑΡΜΙΟΝ. Και τι άλλο ημπορείς να κάμης;
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Αφήσατέ με να καθήσω. Ω Ήρα!
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Όχι, όχι, όχι, όχι, όχι.
ΕΡΩΣ. Πώς δεν στρέφεις το βλέμμα να ίδης, στρατηγέ;
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ουφ· όχι όχι.
ΧΑΡΜΙΟΝ. Κυρία.
ΕΙΡΑΣ. Κυρία, καλή μου αυτοκράτειρα!
ΕΡΩΣ. Στρατηγέ, στρατηγέ.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ναι, φίλε μου, ναι. Εις Φιλίππους, αυτός έφερε το ξίφος εις την θήκην ως χορευτής, ενώ εγώ εκτύπων τον ισχνόν και ερρυτιδωμένον Κάσσιον. Εγώ κατέφερα το τελευταίον τραύμα εις τον παράφορον Βρούτον, ενώ αυτός, ουδεμίαν έχων στρατιωτικήν εμπειρίαν, επολέμει μόνον διά των υπασπιστών αυτού. Και όμως τώρα… αλλά τι με τούτο;
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Απομακρυνθήτε.
ΕΡΩΣ. Η βασίλισσα, στρατηγέ, η βασίλισσα.
ΕΙΡΑΣ. Πήγαινε και μίλησέ του, κυρία· τάχασε από την εντροπήν του.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Καλά λοιπόν. — Βοηθήσατέ με. — Ω!
ΕΡΩΣ. Σήκω, γενναίε Αντώνιε· η βασίλισσα πλησιάζει· η κεφαλή της είναι γυρμένη· ο θάνατος είναι επάνω της και μόνη η παρηγοριά σου δύναται να την σώση.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Εκηλίδωσα την τιμήν μου (18) διά της αισχράς φυγής μου.
ΕΡΩΣ. Η βασίλισσα, στρατηγέ.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Πού με κατήντησες, ω Αιγυπτία; Ιδέ πώς αποκρύπτω από σου το αίσχος μου, στρέφων τα βλέμματα εις τα οπίσω, εις τας πράξεις εκείνας τας οποίας περιβάλλει η ατιμία.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Συγχώρησε, συγχώρησε, ω άρχον, τα δειλιάσαντα πλοία μου! Ουδέποτε εφανταζόμην ότι ήθελες ακολουθήση.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Εγνώριζες κάλλιστα, ω βασίλισσα, ότι αι ίνες της καρδίας μου ήσαν δεδεμέναι επί του πηδαλίου σου, και ότι φεύγουσα θα με έσυρες όπισθέν σου. Εγνώριζες την επί του πνεύματός μου μεγίστην δύναμίν σου, και ότι εις το νεύμα σου ηδυνάμην και των θεών αυτών τας διαταγάς να παρακούσω.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ω, συγχώρησέ με!
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Τώρα πρέπει να στείλω ταπεινωτικάς προτάσεις εις τον νεανίαν, και εις μέσα ποταπά και χαμερπή να περιστρέφομαι, εγώ, ο κατ' αρέσκειαν διευθύνας το ήμισυ του κόσμου, και τύχας ανυψών και καταβιβάζων. Εγνώριζες πόσον με είχες υποδουλώση, και ότι το ξίφος μου αμβλυνθέν υπό του έρωτος, θα υπήκουεν εις αυτόν εις πάσαν περίστασιν.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ω συγχώρησε, συγχώρησε!
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Μη χύσης ούτε έν δάκρυ. Ένα σου δάκρυ αξίζει όλα όσα εκερδήσαμεν και απωλέσαμεν. Δος μου ένα φίλημα· τούτο με αποζημιώνει. Εξαπέστειλα τον παιδαγωγόν ημών· δεν επανήλθεν ακόμη; Αισθάνομαι εμαυτόν καταβεβλημένον, φιλτάτη· ας μου φέρουν οίνον και ολίγον κρέας. Γνωρίζει η τύχη ότι όσον δριμύτερον επιτίθεται εναντίον μου, τόσον περισσότερον την περιφρονώ, (Εξέρχονται).

ΣΚΗΝΗ Ι'.

Στρατόπεδον τον Καίσαρος εν Αιγύπτω. ΚΑΙΣΑΡ, ΔΟΛΟΒΕΛΛΑΣ, ΘΥΡΣΟΣ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ.
ΚΑΙΣΑΡ. Φέρετε τον απεσταλμένον του Αντωνίου. — Τον γνωρίζετε;
ΔΟΛΟΒΕΛΛΑΣ. Είναι ο παιδαγωγός των τέκνων του, Καίσαρ. Απόδειξις ότι εμαδήθη, όταν στέλλη εδώ τόσον ασήμαντον πτερόν της πτέρυγός του, ο προ μικρού έτι έχων βασιλείς ως αγγελιαφόρους.
ΚΑΙΣΑΡ. Πλησίασε και ομίλησε.
ΕΥΦΡΟΝΙΟΣ. Τοιούτος οποίος είμαι, έρχομαι εκ μέρους του Αντωνίου. Τελευταίον ακόμη ήμην τόσον ασήμαντος εις τα σχέδιά του, όσον είναι η επί των φύλλων της μυρσίνης πρωινή δρόσος παραβαλλομένη προς τον ωκεανόν.
ΚΑΙΣΑΡ. Έστω. Ανακοίνωσέ μας την εντολήν σου.
ΘΥΡΣΟΣ. Σε προσαγορεύει ως κύριον της τύχης του, και παρακαλεί να του επιτρέψης να ζήση εις την Αίγυπτον, απορριπτομένης δε της αιτήσεώς του, περιορίζεται να σε ικετεύση να του επιτρέψης να αναπνέη ελευθέρως, ως ιδιώτης, τον αέρα του ορίζοντος των Αθηνών. Ταύτα ως προς τον Αντώνιον. Ως προς την Κλεοπάτραν, αύτη ανομολογεί το μεγαλείον σου, και υποτασσομένη εις την ισχύν σου, ζητεί παρά σου υπέρ των διαδόχων αυτής, το διάδημα των Πτολεμαίων, όπερ είναι τώρα εις την διάθεσίν σου.
ΚΑΙΣΑΡ. Ουδεμία των αιτήσεων του Αντωνίου θα εισακουσθή. Ως προς την Κλεοπάτραν, συναινώ ν' ακούσω αυτήν, και να της χορηγήσω ό,τι επιθυμεί, υπό τον όρον του να εκδιώξη εκ της Αιγύπτου τον καταισχυνθέντα εραστήν αυτής, ή να του αφαιρέση την ζωήν· αν τούτο πράξη, θα εισακουσθώσιν αι παρακλήσεις της. Ανακοίνωσον ταύτα εις αμφοτέρους.
ΕΥΦΡΟΝΙΟΣ. Είθε η τύχη να ακολουθή τα βήματά σου!
ΚΑΙΣΑΡ. Οδηγήσατέ τον διά του στρατού. (Εξέρχεται ο Ευφρόνιος. Προς τον Θύρσον). Ιδού ευκαιρία να δοκιμάσωμεν την ευγλωττίαν σου· σπεύσε, απόσπασε την Κλεοπάτραν από τον Αντώνιον. Υποσχέθητι εξ ονόματός μου ό,τι σου ζητήση· πρόσθες και ιδικάς σου προσφοράς. Ουδ' εις τας μεγαλειτέρας ευτυχίας είναι σταθεραί αι γυναίκες, η δε στέρησις δύναται να καταστήση επίορκον και την εναρετωτάτην των Εστιάδων. Μεταχειρίσθητι όλην σου την πανουργίαν, όρισε μόνος την αμοιβήν σου· η θέλησίς σου θα εκτελεσθή ως νόμος.
ΘΥΡΣΟΣ. Πηγαίνω, Καίσαρ.
ΚΑΙΣΑΡ. Παρατήρησε πώς εκλαμβάνει ο Αντώνιος το δυστύχημά του, και τι εικάζεις εκ του ήθους και των ψυχικών αυτού διαθέσεων.
ΘΥΡΣΟΣ. Θα εκτελέσω τας διαταγάς σου, (Εξέρχεται)

ΣΚΗΝΗ ΙΑ'.

Αλεξάνδρεια, Δωμάτιον εν τοις ανακτόροις. ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ, ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ, ΧΑΡΜΙΟΝ, ΕΙΡΑΣ.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Τι πρέπει να πράξωμεν, Αινόβαρβε;
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Να σκεφθώμεν και ν' αποφασίσωμεν ν' αποθάνωμεν.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Τις πταίει διά ταύτα, ο Αντώνιος ή εγώ;
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Αντώνιος μόνος, όστις επέτρεψεν εις (19) τo πάθος του να υποδουλώση το λογικόν του. Και τι σημαίνει αν έφυγες εκ του φοβερού εκείνου θεάτρου του πολέμου, όπου ο τρόμος διεδίδετο από τάξεως εις τάξιν; Διατί να σε ακολουθήση; Δεν έπρεπεν ο κνισμός του έρωτος να επηρεάση την στρατιωτικήν του δεινότητα, καθ' ην στιγμήν, χάριν αυτού και μόνου, το ήμισυ του κόσμου εμάχετο κατά του ετέρου. Το δε αίσχος του ν' ακολουθήση τα φεύγοντα πλοία σου ενώπιον του εκπεπληγμένου στόλου, δεν ήτο μικρότερον του ολέθρου του.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Σιώπα, σε παρακαλώ, (Εισέρχεται ο Αντώνιος μετά τον Ευφρονίου).
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Αύτη είναι η απάντησίς του;
ΕΥΦΡΟΝΙΟΣ. Ναι, άρχον.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Λοιπόν η βασίλισσα θα τύχη πάσης περιποιήσεως, επομένως θα με παραδώση.
ΕΥΦΡΟΝΙΟΣ. Αυτό λέγει.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ανακοίνωσε αυτό εις την βασίλισσαν. (Προς την Κλεοπάτραν). Στείλε την πολιάν ταύτην κεφαλήν εις τον παίδα Καίσαρα, και θα σου δώση όσα βασίλεια επιθυμήσης.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Την κεφαλήν αυτήν, Αντώνιε;
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Επίστρεψε και ειπέ εις αυτόν ότι φέρει τα ρόδα της νεότητος, και ότι εκ της ηλικίας ταύτης ο κόσμος προσδοκά τι έκτακτον. Τους θησαυρούς, τα πλοία και τας λεγεώνας του δύναται και άνανδρος να έχει, οι δε αξιωματικοί αυτού να νικώσιν υπό την υπηρεσίαν ενός παιδός όσον και από την υπηρεσίαν του Καίσαρος. Προκαλώ λοιπόν αυτόν να αφήση τα λαμπρά ταύτα πλεονεκτήματα, και με γυμνόν ξίφος να έλθη μόνος να διαγωνισθή προς εμέ εν τη παρακμή ταύτη της ισχύος και ηλικίας μου (20). Πηγαίνω να γράψω την πρόκλησιν· ακουλούθει με. (Εξέρχεται ο Αντώνιος μετά του Ευφρονίου).
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Α μάλιστα! είναι πολύ πιθανόν ο νικηφόρος Καίσαρ να διακινδυνεύση την ευτυχίαν του, και να εκτεθή εις τα όμματα του κόσμου εναντίον ενός ξιφομάχου. Βλέπω ότι η κρίσις των ανθρώπων είναι μέρος της τύχης των, και ότι η εξωτερική κατάστασις μεταβάλλει και τας ψυχικάς διαθέσεις. Είναι δυνατόν, σώας έχων τις τας φρένας, να φαντασθή ότι ο πανίσχυρος Καίσαρ θα δεχθή πρόκλησιν ανδρός στερουμένου πάσης αρχής; Και την κρίσιν του υπεδούλωσες, ω Καίσαρ!
(Εισέρχεται υπηρέτης).
ΥΠΗΡΕΤΗΣ. Αγγελιαφόρος εκ μέρους του Καίσαρος.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Πώς! χωρίς καμμίαν άλλην εθιμοτυπίαν; — Ιδέτε, ω θεράπαιναί μου! Οι προ του κάλυκος μετά σεβασμού κλίνοντες το γόνυ, φράττουσι τώρα την ρίνα προ του μαραμένου ρόδου. — Δεχθήτε τον.
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. (Κατ' ιδίαν). Αρχίζω να φιλονεικώ με την συνείδησίν μου. Πίστις εις τρελλούς, είναι καθαρά τρέλλα. Και όμως, εκείνος όστις δύναται να υποφέρη και να ακολουθήση αγογγύστως τον δυστυχήσαντα κύριον, νικά τον νικήσαντα τον κύριόν του, και καταλαμβάνει θέσιν εν τη ιστορία. (Εισέρχεται ο Θύρσος).
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ποία είναι η θέλησις του Καίσαρος;
ΘΥΡΣΟΣ. Άκουσον αυτήν κατ' ιδίαν.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Όλοι εδώ είναι φίλοι· ομίλει ελευθέρως.
ΘΥΡΣΟΣ. Ώστε είναι ίσως φίλοι και του Αντωνίου.
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Έχει ανάγκην τόσων, όσους έχει και ο Καίσαρ, άλλως δε ουδ' ημείς του αναγκαιούμεν. Αν ο Καίσαρ ευαρεστήται, ο κύριός μας θα δεχθή προθύμως την φιλίαν του. Ως προς ημάς, γνωρίζεις ότι είμεθα φίλοι των φίλων του, επομένως δε και του Καίσαρος.
ΘΥΡΣΟΣ. Έστω. — Ούτω λοιπόν, ονομαστή βασίλισσα, ο Καίσαρ σε παρακαλεί, οσάκις σκέπτεσαι περί της παρούσης θέσεώς σου, να ενθυμήσαι ότι είναι Καίσαρ.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Εξακολούθει. Αληθώς βασιλική γενναιότης.
ΘΥΡΣΟΣ. Γνωρίζει ότι από φόβον και όχι από έρωτα προσκολάσαι εις τον Αντώνιον.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ω!..
ΘΥΡΣΟΣ. Τούτου ένεκα λυπείται διά τας εις την τιμήν σου προσαφθείσας
κηλίδας, και θεωρεί αυτάς ως ύβριν επιβληθείσαν, ουχί δε αξίας σού.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Είναι θεός και γνωρίζει το αληθές δίκαιον. Η τιμή μου δεν
υπεχώρησε, εκυριεύθη.

ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. (Κατ' ιδίαν). Θα ερωτήσω τον Αντώνιον διά να βεβαιωθώ περί τούτου. — Αντώνιε, Αντώνιε· βλέπω ότι τόσα πολλά νερά κάμνεις, ώστε πρέπει να σε αφήσω να βυθισθής, διότι και οι αγαπητότεροί σου σε εγκαταλείπουν. (Εξέρχεται).
ΘΥΡΣΟΣ. Να αναγγείλω εις τον Καίσαρα τας αιτήσεις σου; διότι είναι πρόθυμος να χορηγήση άμα παρακληθή. Μεγάλην θα ησθάνετο χαράν, αν την τύχην αυτού μετεχειρίζεσο ως βακτηρίαν προς στήριγμά σου· αλλά μετ' ενθουσιασμού θα ήκουε παρ' εμού, ότι κατέλιπες τον Αντώνιον, και ότι ετέθης υπό την σκέπην του κυριάρχου του κόσμου.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Πώς ονομάζεσαι;
ΘΥΡΣΟΣ. Ονομάζομαι Θύρσος.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ειπέ, αγαπητέ αγγελιαφόρε, εις τον μέγαν Καίσαρα, ότι διά σου φιλώ την νικηφόρον αυτού χείρα, ότι είμαι πρόθυμος να καταθέσω εις τους πόδας του το στέμμα μου, και να γονατίσω ενώπιόν του· ειπέ εις αυτόν ότι εκ της πανισχύρου φωνής του περιμένω την τύχην της Αιγύπτου.
ΘΥΡΣΟΣ. Η απόφασίς σου είναι λίαν γενναιόφρων. Όταν εν διαμάχη
μεταξύ φρονήσεως και τύχης, πράξη η πρώτη ό,τι δύναται, ουδέν συμβάν
δύναται να ταράξη αυτήν. Κάμε μου την χάριν να φιλήσω μετά σεβασμού
την χείρα σου.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ο πατήρ του ιδικού σας Καίσαρος, μετά τας σκέψεις αυτού
περί κατακτήσεως βασιλείων, προσεκόλλα συνεχώς τα χείλη του επί της
ασημάντου ταύτης χειρός, και τα φιλήματα έπιπτον ως βροχή,
(Εισέρχεται ο Αντώνιος μετά τον Αινοβάρβον).

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ευνοίας δείγματα, μα τον ερίγδουπον Δία! — Ποίος είσαι, ω
άνθρωπε;

ΘΥΡΣΟΣ. Ο εκτελεστής των διαταγών του ισχυροτάτου των ανδρών, εις ον
προ πάντων εμπρέπει η υποταγή.

ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Θα μαστιγωθής.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ε, έλθετε! — Ε, συ αρπακτικόν πτηνόν! — Θεοί και δαίμονες! — Η εξουσία μου εξαφανίζεται! Προ μικρού ακόμη εις την ελαχίστην μου πρόσκλησιν, οι βασιλείς έσπευδον ως παίζοντες παίδες και εφώναζον «τι διατάσσεις;» Είσθε κωφοί; (Εισέρχονται υπηρέται). Είμαι ακόμη ο Αντώνιος. Πάρετε απ' εδώ τον αγύρτην τούτον, και μαστιγώσατέ τον.
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Καλύτερα να παίζη τις με λεοντιδέα, παρά με γερολέοντα αποθνήσκοντα.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Σελήνη και αστέρες! — Μαστιγώσατέ τον. — Και είκοσι των μεγαλειτέρων υποτελών, των εις την εξουσίαν του Καίσαρος υποτασσομένων, αν εύρισκον εδώ αυθαδιάζοντας τόσω, ώστε να λάβωσι την χείρα εκείνης — πώς ονομάζεται αφ' ότου δεν είναι πλέον Κλεοπάτρα; — Μαστιγώνατέ τον, παιδιά, έως ου αλλοιωθή το πρόσωπόν του, και κλαίων ζητήση έλεος. Πάρετέ τον απ' εδώ.
ΘΥΡΣΟΣ. Μάρκε Αντώνιε!…
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Σύρατέ τον απ' εδώ, και φέρετέ τον πάλιν αφού μαστιγωθή, υπηρέτης ούτος του Καίσαρος θα εκτελέση εντολήν μου προς εκείνον, (Εξέρχονται οι υπηρέται μετά του Θύρσου. — Προς την Κλεοπάτραν), Ήσο ημιμαραμένη πριν ή σε γνωρίσω. Α! αφήκα λοιπόν άθικτον εν Ρώμη το προσκέφαλόν μου, απέφυγα την απόκτησιν νομίμου γόνου εκ του αδάμαντος των γυναικών, όπως απατηθώ υπό γυναικός κατερχομένης μέχρις υπηρετών;
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Καλέ μου άρχον!
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ήτο πάντοτε υποκρίτρια. — Αλλ' όταν τα ελαττώματα ριζόνωνται εν ημίν — ω συμφορά! — οι σώφρονες θεοί μας αποτυφλούσι, βυθίζουσι το λογικόν μας εις τον ίδιον ημών βόρβορον, κάμνουσιν ημάς να λατρεύωμεν τα σφάλματά μας, και μας σκώπτουσι βαδίζοντας την οδόν της καταισχύνης!
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Έως εκεί κατηντήσαμεν;
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Σε εύρον ως ψυχρόν φαγητόν επί του πινακίου του αποθανόντος Καίσαρος. Ναι, ήσο υπόλειμμα του Γναΐου Πομπηίου, χωρίς να λάβω υπ' όψει όσας άλλας ώρας διήλθες ακολάστως, και τας οποίας δεν ανέγραψεν η φήμη· διότι είμαι πεπεισμένος ότι αγνοείς τι εστίν εγκράτεια μολονότι δύνασαι ίσως να το μαντεύσης.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Και προς τι ταύτα;
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Να επιτρέψης εις άνθρωπον, όστις δέχεται φιλοδώρημα και λέγει «ο Θεός να σου τα πληρώση», να λάβη με οικειότητα την χείρα εκείνην, με την οποίαν έπαιζεν η ιδική μου, την βασιλικήν ταύτην σφραγίδα των ευγενών καρδιών! Ω είθε να ήμην επί της κορυφής του Βασανού και να εκβάλλω μηκυθμούς ισχυρότερον αγέλης κερασφόρων ζώων, διότι έχω αφορμήν θυμού αγρίου, την οποίαν εάν εξέθεταν απαθώς, θα ωμοίαζον προς τον κατάδικον εκείνον όστις, τον βρόχον έχων επί του λαιμού, ευχαριστεί τον δήμιον διά την δεξιότητά του. — Εμαστιγώθη; (Εισέρχονται οι υπηρέται μετά του Θύρσου).
Α' ΥΠΗΡΕΤΗΣ. Περίφημα, άρχον.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Εφώναξεν, εζήτησε συγγνώμην;
Α’ ΥΠΗΡΕΤΗΣ. Εζήτησεν έλεος.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Αν ζη ο πατήρ σου θα μεταμεληθή, διότι δεν εγεννήθης κόρη· αλλά και συ θα λυπηθής ακολουθήσας τον θρίαμβον του Καίσαρος, αφού ήδη ένεκα τούτου εμαστιγώθης. Εις το εξής ας σου προξενή πυρετόν η λευκή χειρ της γυναικός· τρέμε όταν βλέπης αυτήν. — Επίστρεψε εις τον Καίσαρα, και ειπέ εις αυτόν τίνι τρόπω σε μετεχειρίσθημεν. Πρόσεξε να του είπης ότι με ερεθίζει φερόμενος προς με ως αλαζών και υπερόπτης, και λαμβάνων μόνον υπ' όψιν τι είμαι τώρα, και όχι τι ήμην. Με ερεθίζει, — και είναι εύκολον κατά την στιγμή ταύτην ότε ο άλλοτε φωτίζων τα βήματά μου αστήρ, αφήσας την τροχιάν του, εβυθίσθη εις τας αβύσσους του Άδου. — Αν οι λόγοι και αι πράξεις μου απαρέσκωσιν εις αυτόν, ειπέ του ότι έχει εις την εξουσίαν του τον απελεύθερόν μου Ίππαρχον, τον οποίον δύναται να μαστιγώση, να κρεμάση, ή να βασανίση κατ' αρέσκειαν όπως λάβη τα ίσα(21). Παρακίνησέ τον και συ, και κρημνίσου απ' εδώ με το ξυλοκόπημά σου. (Εξέρχεται και ο Θύρσος).
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ετελείωσες;
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Φευ! έδυσε τώρα η επίγειος ημών σελήνη, και μόνον το σημείον τούτο προμηνύει την πτώσιν του Αντωνίου.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Πρέπει να περιμένω έως ότου τελειώση.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Έπρεπε ν' ανταλλάξης βλέμματα μεθ' ενός υπηρέτου διά να κολακεύσης τον Καίσαρα;
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Δεν με γνωρίζεις ακόμη;
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Προς εμέ λοιπόν ψυχρά καρδία;
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Αχ, φίλτατε, αν είμαι τοιαύτη, ας παραγάγη χάλαζαν ο ουρανός εκ της παγετώδους καρδίας μου, και ας δηλητηριάση αυτήν εν τη πηγή της· ας πέσουν επί της κεφαλής μου οι πρώτοι κόκκοι της χαλάζης ταύτης, και διαλυόμενοι ας εξαφανίσουν την ζωήν μου! ας κτυπήσουν οι δεύτεροι τον Καισαρίωνα! και ούτως εφεξής, έως ότου οι απόγονοί μου άπαντες, και οι ανδρείοι μου Αιγύπτιοι κατακυλισθώσι νεκροί και άταφοι υπό την εκρηγνυμένην ταύτην χαλαζοβόλον καταιγίδα, ταφώσι δε υπό των μυιών και των εντόμων του Νείλου βορά αυτών γενόμενοι!
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ικανοποιήθην. Ο Καίσαρ κατέρχεται εις Αλεξάνδρειαν· εκεί δε θα αντιταχθώ κατά της τύχης του. Ο στρατός ημών αντέστη γενναίως· τα διασκορπισθέντα πλοία συνηθροίσθησαν πάλιν, και ο στόλος ημών παρουσιάζει όψιν απειλητικήν. Τι έγινες λοιπόν, ω θάρρος μου; Ακούεις, δέσποινα! αν άπαξ έτι επανέλθω από του πεδίου της μάχης διά να φιλήσω τα χείλη ταύτα, θα εμφανισθώ αιματόφυρτος. Εγώ και το ξίφος μου θα καταλάβωμεν θέσιν εν τη ιστορία. Υπάρχει ακόμη ελπίς περί τούτου.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ιδού ο ανδρείος μου Αντώνιος!
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Θα τριπλασιασθή η δύναμις των νεύρων της καρδίας και της πνοής μου, και θα κτυπήσω ανηλεώς. Κατά τας στιγμάς της ευτυχίας μου, οι αιχμάλωτοι εξηγόραζον παρ' εμού την ζωήν δι' ενός αστεϊσμού, αλλά τώρα θα τρίξω τους οδόντας και θα στείλω εις τον Τάρταρον πάντα όστις θελήση να μου αντιστή. Ας διέλθωμεν ακόμη μίαν νύκτα εύθυμον· κάλεσε τους μελαγχολικούς ημών αρχηγούς, ας ρεύση άφθονος ο οίνος και ας παρίδωμεν τον κώδωνα του μεσονυκτίου!
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Σήμερον είναι η ημέρα των γενεθλίων μου· είχα αποφασίση να διέλθω αυτήν άνευ πομπής, αλλ' επειδή ο σύζυγός μου έγινε πάλιν Αντώνιος, θα γίνω κ' εγώ πάλιν Κλεοπάτρα.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Θα ευδοκιμήσωμεν ακόμη.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Οδηγήσατε εις τον Αντώνιόν μου πάντας τους γενναίους αρχηγούς του.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ναι, οδηγήσατέ τους· θα ομιλήσω μετ' αυτών απόψε δε θα εκχειλίση ο οίνος διά των ουλών αυτών. — Ελθέ, βασίλισσά μου. Δεν απερροφήθη εισέτι όλη μου η ικμάς. Την πρώτην φοράν καθ' ην θα πολεμήσω, θα αναγκάσω τον θάνατον να με αγαπήση, διότι θα διαγωνισθώ και προς το θανατηφόρον του δρέπανον. (Εξέρχεται ο Αντώνιος, η Κλεοπάτρα και οι υπηρέται).
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Και τον κεραυνόν αυτόν δύναται τώρα να περιφρονήση! Μανιώδης είναι ο εξ υπερβολικού τρόμου γενόμενος ατρόμητος· εν τη περιστάσει δε ταύτη και περιστερά δύναται διά του ράμφους της να προσβάλη στρουθοκάμηλον. Βλέπω ότι ο στρατηγός ημών αναλαμβάνει θάρρος προς βλάβην του εγκεφάλου. Όταν η ανδρεία κρατή της λογικής καταστρέφει το ξίφος διά του οποίου μάχεται. Θα ζητήσω τρόπον να τον αφήσω. (Εξέρχεται).

ΠΡΑΞΙΣ ΤΕΤΑΡΤΗ

ΣΚΗΝΗ Α'.

Στρατόπεδον τον Καίσαρος εν Αλεξανδρεία. Εισέρχεται ο ΚΑΙΣΑΡ αναγινώσκων επιστολήν, είτα ο ΑΓΡΙΠΠΑΣ, ο ΜΑΙΚΗΝΑΣ και άλλοι.
ΚΑΙΣΑΡ. Με ονομάζει παιδίον και με επιπλήττει, ως εάν είχε δύναμιν να με εκδιώξη της Αιγύπτου, εμαστίγωσε τον απεσταλμένον μου και με προκαλεί εις μονομαχίαν. Ο Καίσαρ κατά του Αντωνίου! Ας μάθη ο γεροφαύλος ότι έχω πολλούς τρόπους θανάτου, και ότι εν ταυτώ χλευάζω την πρόκλησιν αυτού.
ΜΑΙΚΗΝΑΣ. Πρέπει να συλλογισθή ο Καίσαρ ότι όταν ανήρ τόσον υψηλής περιωπής αρχίζη να λυσσά, είναι σημείον ότι πλησιάζει να πέση. Μη αφήσης αυτόν ν' αναπνεύση, αλλ' επωφελήθητι την παραφοράν του. Ουδέποτε η οργή υπήρξε καλός φύλαξ του εαυτού της.
ΚΑΙΣΑΡ. Αναγγείλατε εις τους αρχηγούς ημών ότι αύριο προτιθέμεθα να δώσωμεν την τελευταίαν μάχην. Εις τας τάξεις έχομεν αρκετούς υπηρετήσαντας εσχάτως μετά του Αντωνίου, οίτινες δύνανται να συλλάβωσιν αυτόν. Φρόντισε περί της εκτελέσεως των διαταγών μας και ετοιμάσατε ευωχίαν εις τον στρατόν. Έχομεν αρκετά εφόδια, οι δε στρατιώται εδείχθησαν άξιοι της γενναιοδωρίας ταύτης. Δύσμοιρε Αντώνιε! (Εξέρχονται).

ΣΚΗΝΗ Β'.

Αλεξάνδρεια, Δωμάτιον εν τοις ανακτόροις. ΑΝΤΩΝΙΟΣ, ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ, ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ, ΧΑΡΜΙΟΝ, ΕΙΡΑΣ, ΑΛΕΞΑΣ.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Δεν θέλει να μονομαχήση προς εμέ, Δομίτιε,
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Όχι.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Διατί να μη θέλη;
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Διότι φρονεί ότι, έχων τύχην εικοσάκις καλυτέραν της ιδικής σου, θα ήτο είκοσιν εναντίον ενός.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Αύριον, στρατιώτα, θα πολεμήσω και κατά ξηράν και κατά θάλασσαν· ή θα ζήσω, ή θα επαναφέρω εις την ζωήν την θνήσκουσαν τιμήν μου, λούων αυτήν εις το αίμα· θα πολεμήσης και συ καλά;
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Θα κτυπώ και θα φωνάζω. Εμπρός! νίκη ή θάνατος.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Πολύ καλά. Εμπρός! καλέσατε τους υπηρέτας του οίκου μου. (Εισέρχονται οι υπηρέται). Ας φανώμεν ελευθέριοι εις το δείπνον μας απόψε. Δος μου την χείρα σου· ήσο τιμιώτατος, και συ· — και συ επίσης· — και συ· — και συ. — Με υπηρετήσατε πιστώς και είχατε βασιλείς συνυπηρετούντας.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Τι σημαίνει τούτο;
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. (Κατ' ιδίαν). Είναι μία από τας αλλοκότους εκείνας ιδιοτροπίας, τας οποίας η λύπη αποσπά εκ της ψυχής.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Και συ ωσαύτως είσαι πιστός. Επεθύμουν να μου ήτο δυνατόν να μεταμορφωθώ εις τόσους, όσοι είσθε σεις, και όλοι ομού συσσωματωμένοι ν' αποτελέσετε ένα Αντώνιον, ώστε να δυνηθώ να σας αποδώσω τας προς εμέ καλάς υπηρεσίας σας.
ΥΠΗΡΕΤΑΙ. Θεός φυλάξοι!
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Λοιπόν, καλοί μου φίλοι! περιποιηθήτε με απόψε· μη φεισθήτε ποτών και αξιώσατέ με τιμής τοιαύτης ως εάν το κράτος μου ήτο ακόμη εις την υμετέραν διάθεσιν.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Τι εννοεί με τούτο;
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Να κάμη τους φίλους να κλαύσουν.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Περιποιηθήτε με απόψε· ίσως θα είναι το τέλος των εκδουλεύσεών σας. Ίσως δεν θα ιδήτε πλέον ή την αιματόφυρτον σκιάν μου· πιθανόν αύριον να υπηρετήτε άλλον κύριον. Σας βλέπω ως εκείνος, όστις σας δίδει αποχαιρετισμόν. Δεν σας αποπέμπω, πιστοί μου φίλοι· αλλ' ως κύριος λαβών τας καλάς υμών υπηρεσίας, σας ακολουθώ μέχρι του τάφου· δύο μόνον ώρας υπηρετήσατέ με απόψε· δεν ζητώ πλειότερον και είθε να σας ανταμείψωσιν οι θεοί!
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Τι έχεις κατά νουν, Αντώνιε, και λυπείς αυτούς τοιουτοτρόπως; Δεν βλέπεις ότι κλαίουν, εγώ δε το ζώον έχω τα μάτια δακρυσμένα ως να τα έτριψα με κρομμύδια. Προς θεού, μη μας μεταμορφώσης εις γυναίκας.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ω! Επικατάρατος να είμαι αν είχα τοιαύτην πρόθεσιν! Είθε να εκλάμψη ευτυχία από των σταγόνων των δακρύων τούτων! Πολύ θλιβεράν σημασίαν αποδίδετε εις τους λόγους μου, αγαπητοί μου φίλοι, διότι σας ωμίλησα διά να σας ενθαρρύνω και εξέφρασα την επιθυμίαν να διέλθωμεν την νύκτα υπό το φως των πυρσών. Μάθετε, φίλοι, ότι πολλά ελπίζω εκ της αύριον και ότι θα σας οδηγήσω εκεί όπου προσδοκώ μάλλον ζωήν νικηφόρον ή θάνατον και τιμήν. Ας μεταβώμεν εις το δείπνον και ας πνίξωμεν εις τον οίνον τας οχληράς σκέψεις.

ΣΚΗΝΗ Γ'.

Η αυτή πόλις. Προ των ανακτόρων. [Εισέρχονται δύο στρατιώται προς φρούρησιν].
Α’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Καλή νύκτα, αδελφέ· αύριον είναι η ημέρα.
Β’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Το ζήτημα θα λυθή είτε κατά τον ένα είτε κατά τον άλλον τρόπον. Χαίρε. Ήκουσες αν συνέβη τίποτε παράξενον εις τους δρόμους;
Α’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Όχι· τι τρέχει;
Β'. ΣΤΡΑΤΙΩΤΉΣ. Ίσως είναι διάδοσις· καλή νύκτα.
Α’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Καλή νύκτα, σύντροφε.
[Εισέρχονται δύο άλλοι στρατιώται].
Β’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Στρατιώται, άγρυπνοι φύλακες.
Γ’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Και σεις επίσης να είσθε άγρυπνοι. (Οι δύο πρώτοι τοποθετούνται εις τας θέσεις των).
Δ’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Εδώ είναι η θέσις μας, (Τοποθετούνται και ούτοι εις τας θέσεις των). Και αν αύριον ευτυχήση ο στόλος μας, έχω βεβαιότητα ότι ο στρατός της ξηράς θα πολεμήση καλά.
Γ’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Είναι στρατός γενναίος και αποφασιστικός.
(Ακούεται συμφωνία βαρυαύλων υπό την σκηνήν).
Δ’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Σιωπή! Τι θόρυβος είναι αυτός;
Α’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Άκουσε, άκουσε!
Β’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Σιωπή!
Α’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Μουσική εις τον αέρα.
Γ’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Από κάτω από την γην.
Δ’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Είναι καλόν σημείον· δεν είναι έτσι;
Γ’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Όχι!
Α’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Σιωπή σας λέγω. Τι να σημαίνη αυτό το πράγμα;
Β’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Είναι ο θεός Ηρακλής, ο τόσον αγαπητός εις τον
Αντώνιον, ο οποίος τώρα τον αφήνει.

Α’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Ας προχωρήσωμεν να ιδούμεν αν άλλοι σκοποί ακούουν
τα ίδια, (Προχωρούν προς άλλην θέσιν).

Β’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Ε! σύντροφοι;
ΠΟΛΟΙ ΟΜΟΥ. Ακούετε, ακούετε και σεις την μουσικήν;
Α’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Ναι, δεν είναι παράξενον;
Γ’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Ακούετε, σύντροφοι, ακούετε;
Α’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Ας ακολουθήσωμεν τον θόρυβον, όσον επιτρέπεται να προχωρήσωμεν να ιδούμεν πού θα παύση.
ΟΛΟΙ ΟΜΟΥ. Ναι, ναι, παράξενον πράγμα, (Εξέρχονται).

ΣΚΗΝΗ Δ'.

Η αυτή πόλις. Δωμάτιον εν τοις ανακτόροις. Εισέρχεται ο ΑΝΤΩΝΙΟΣ, η ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ, η ΧΑΡΜΙΟΝ και άλλοι υπηρέται.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Έρως! την πανοπλίαν μου· Έρως!
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Κοιμήσου ολίγον.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Όχι, αγάπη μου. — Έλα, Έρως, φέρε την πανοπλίαν μου, (Εισέρχεται ο Έρως φέρων την πανοπλίαν). Φόρεσέ μου τον οπλισμόν μου. Αν η τύχη δεν είναι υπέρ ημών· σήμερον, αφορμή τούτου θα είναι η προς αυτήν περιφρόνησίς μας. Ελθέ!
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Άφησέ με να σε βοηθήσω και εγώ. Εις τι χρησιμεύει τούτο;
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Όχι, άφησέ τον, άφησέ τον, συ είσαι ο οπλοποιός της καρδίας μου. — Ανάποδα, ανάποδα· έτσι, έτσι.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Άφησε να σε βοηθήσω και εγώ· έτσι πρέπει να είναι.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Καλά, καλά, τώρα θα επιτύχω. Βλέπεις, καλέ μου σύντροφε; Πήγαινε να οπλισθής και συ.
ΕΡΩΣ. Ευθύς, στρατηγέ.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Δεν είναι καλά κουμπωμένη;
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Περίφημα, περίφημα. Καταιγίς θα πέση επί της κεφαλής εκείνου όστις θα… την ξεκουμπώση πριν εγώ θελήσω να την εκδυθώ διά να αναπαυθώ. Μπερδεύονται τα δάκτυλά σου, Έρως, η βασίλισσα μου είναι επιδεξιώτερος υπασπιστής από σε. Σπεύσε. Επεθύμουν, αγάπη μου, να με έβλεπες πολεμούντα σήμερον και να εγνώριζες την βασιλικήν ταύτην τέχνην. Θα έβλεπες ακάματον στρατιώτην. (Εισέρχεται αξιωματικός ωπλισμένος). Καλή μέρα σου, καλώς ήλθες· το πρόσωπόν σου δεικνύει άνδρα γνωρίζοντα το καθήκον του πολεμιστού. Εγειρόμεθα ενωρίς διά την εργασίαν την οποίαν αγαπώμεν και μετά χαράς μεταβαίνομεν εις αυτήν.
Α’ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ. Μολονότι είναι ενωρίς, χίλιοι άνδρες ωπλίσθησαν ήδη, στρατηγέ, και σε περιμένουν εις τας πύλας της πόλεως.
(Ζητωκραυγαί μετά κρότου τυμπάνων και σαλπισμάτων. Εισέρχονται άλλοι αξιωματικοί και στρατιώται).
Β' ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ. Η πρωία είναι λαμπρά· καλή μέρα, στρατηγέ.
ΟΛΟΙ ΟΜΟΥ. Καλή μέρα, στρατηγέ.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ωραία είναι η μουσική σας, παιδιά. Η πρωία αύτη, ομοιάζουσα με πνεύμα φιλοδόξου και πολλά υποσχομένου νεανίου, ανατέλλει ενωρίς, (Προς τον Έρωτα), Ναι, ναι, δος μου τούτο απ' αυτό το μέρος· πολύ καλά. (Προς την Κλεοπάτραν). Χαίρε, αγάπη μου, και ευτύχει οτιδήποτε και αν μας συμβή [ασπάζεται αυτήν). Είναι φίλημα στρατιώτου· θα ήμην άξιος επιπλήξεως και περιφρονήσεως αν έχανα τον χρόνον εις τετορνευμένας τυπικάς φιλοφρονήσεις. Σε αφήνω, ως αρμόζει εις χαλύβδινον άνδρα· ακολουθήσατέ με σεις οι μέλλοντες να πολεμήσετε· θα σας οδηγήσω εις το πεδίον της μάχης. Χαίρετε. (Εξέρχεται).
ΧΑΡΜΙΟΝ. Θέλεις ν' αποσυρθής εις το δωμάτιόν σου;
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Οδήγησέ με εκεί. Αναχωρεί ως ήρως. Είθε αυτός και ο Καίσαρ ν' απεφάσιζον διά μονομαχίας την τύχην του μεγάλου τούτου πολέμου. Τότε ο Αντώνιος, — αλλά τώρα, — καλά, εμπρός, (Εξέρχονται).

ΣΚΗΝΗ Ε'.

Στρατόπεδον του Αντωνίου πλησίον της Αλεξανδρείας. Σάλπιγγες ηχούσι. ΑΝΤΩΝΙΟΣ, ΕΡΩΣ και ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ.
ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Εύχομαι εις τους Θεούς, η σημερινή ημέρα να είναι
ευτυχής διά τον Αντώνιον.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Είθε αι συμβουλαί και αι ουλαί σου να μ' έπειθον άλλοτε να
πολεμήσω κατά ξηράν!

ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Αν το είχες κάμη, οι αυτομολήσαντες βασιλείς και ο
στρατιώτης ο οποίος σε άφησε σήμερον, θα ηκολούθουν τα βήματά σου.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ποίος εδραπέτευσε σήμερον;
ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Ποίος; εκείνος όστις ήτο πάντοτε πλησίον σου. Κάλεσε τον Αινόβαρβον· δεν θα σε ακούση, ή θα σου φωνάξη από το στρατόπεδον του Καίσαρος: «Δεν είμαι πλέον ιδικός σου».
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Τι λέγεις;
ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Είναι με τον Καίσαρα, στρατηγέ!
ΕΡΩΣ. Αλλά δεν επήρε μαζύ του ούτε τα κιβώτια ούτε τους θησαυρούς του, στρατηγέ.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Έφυγε;
ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Βεβαιότατα.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ύπαγε, Έρως· στείλε του τους θησαυρούς του. Ύπαγε· μη κράτησης το παραμικρόν, σε διατάσσω. Γράψε εις αυτόν, — θα την υπογράψω — επιστολήν του αποχαιρετισμού λίαν ευγενή. Ειπέ ότι εύχομαι να μη δοθή ποτέ πλέον αφορμή ν' αλλάξη κύριον. Ω, η τύχη μου διέφθειρε και τους τιμίους, Σπεύσον! ο Αινόβαρβος! (Εξέρχονται).

ΣΚΗΝΗ ΣΤ'.

Στρατόπεδον τον Καίσαρος προ της Αλεξανδρείας. Σαλπίσματα.
ΚΑΙΣΑΡ, ΑΓΡΙΠΠΑΣ, ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ.
ΚΑΙΣΑΡ. Προχώρησε, Αγρίππα, και άρχισε την μάχην· η θέλησις ημών είναι να συλληφθή ζων ο Αντώνιος. Γνωστοποίησε αυτήν.
ΑΓΡΙΠΠΑΣ. Εις τας διαταγάς σου, (Εξέρχεται ο Αγρίππας).
ΚΑΙΣΑΡ. Πλησιάζει ο καιρός της παγκοσμίου ειρήνης· αν η ημέρα αύτη αποβή ευτυχής, η ελαία θ' αναθάλλη ελευθέρως εις τας τρεις γωνίας του κόσμου. (Εισέρχεται αγγελιαφόρος).
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Ο Αντώνιος έφθασεν εις το πεδίον της μάχης.
ΚΑΙΣΑΡ. Διάταξε τον Αγρίππαν να τοποθετήση τους φυγάδας εις την εμπροσθοφυλακήν, ίνα ο Αντώνιος εξαντλήση πως την οργήν του εναντίον των ιδικών του.
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Ο Αλεξάς εστασίασε· μετέβη εις την Ιουδαίαν δι' υποθέσεις του Αντωνίου και εκεί έπεισε τον Ηρώδην να ενωθή μετά του Καίσαρος και εγκαταλείψη τον κύριον αυτού Αντώνιον. Ο δε Καίσαρ απηγχόνισεν αυτόν διά τας υπηρεσίας του ταύτας. Ο Κανίδιος και όσοι άλλοι ηυτομόλησαν, έχουν μεν υπηρεσίαν, ουδεμιάς όμως απολαύουσιν εμπιστοσύνης. Κακώς εφέρθην, τόσω δε πικρώς μέμφομαι εμαυτόν διά τούτο, ώστε ουδέποτε πλέον θα αισθανθώ χαράν. (Εισέρχεται στρατιώτης του Καίσαρος).
ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Ο Αντώνιος, Αινόβαρβε, σου στέλλει όλους τους θησαυρούς σου, και δείγματα τινα της μεγαλοδωρίας του. Ο απεσταλμένος ήλθεν εδώ υπό την προστασίαν μου, και τώρα είναι εις την σκηνήν σου, όπου ξεφορτώνει τους ημιόνους του.
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Σου τους χαρίζω.
ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Μη με περιγελάς, Αινοβάρβε· σου λέγω την αλήθειαν. Θα έκαμνες καλά να συνοδεύσης τον κομιστήν έως ότου εξέλθη από το στρατόπεδον. Θα το έκαμνα εγώ αν δεν ήμην σκοπός. Ο αυτοκράτωρ σας εξακολουθεί ακόμη να είναι Ζευς.
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Είμαι φαυλότατος του κόσμου· το αισθάνομαι πλειότερον παντός άλλου. Τίνι τρόπω, ω Αντώνιε, ω μεταλλείον γενναιοδωρίας, ήθελες ανταμείψη καλυτέρας μου υπηρεσίας, αφού στέλλεις χρυσούν στέφανον εις την αισχράν διαγωγήν μου; Εξογκούται η καρδία μου και αν η θλίψις δεν κατασυντρίψη αυτήν, τρόπος ταχύτερος θα καταστρέψη την θλίψιν. Αλλά αισθάνομαι ότι θα επαρκέση η θλίψις. Εγώ να πολεμήσω εναντίον σου! Όχι… θα ζητήσω τάφρον και εντός αυτής ν' αποθάνω· η μάλλον βορβορώδης τάφρος, είναι η μάλλον αρμόζουσα εις το τελευταίον μέρος του βίου μου. (Εξέρχεται).

ΣΚΗΝΗ Ζ'.

Το μεταξύ των δύο στρατοπέδων πεδίον της μάχης. Ακούεται θόρυβος συμπλοκής, σαλπίσματα και κρότος τυμπάνων. ΑΓΡΙΠΠΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ.
ΑΓΡΙΠΠΑΣ. Ας υποχωρήσωμεν· πάρα πολύ επροχωρήσαμεν. Και αυτός ο Καίσαρ αγωνίζεται ερρωμένως· η αντίστασις είναι μεγαλειτέρα παρ' ό,τι επεριμένομεν. (Εξέρχονται· ο κρότος της μάχης εξακολουθεί. Εισέρχεται ο Αντώνιος μετά του Σκάρρου πληγωμένου),
ΣΚΑΡΡΟΣ. Αυτός είναι πόλεμος, ανδρείε αυτοκράτορ! Αν από την αρχήν εμαχόμεθα τοιουτοτρόπως, θα τους ετρέπομεν εις φυγήν κατασυντετριμμένους.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Το αίμα σου ρέει αφθόνως.
ΣΚΑΡΡΟΣ. Είχον εδώ μίαν πληγήν η οποία είχε το σχήμα Τ, αλλά τώρα έγινε Η.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Υποχωρούν.
ΣΚΑΡΡΟΣ. Θα τους καταδιώξωμεν μέχρις εσχάτων. Έχω ακόμη θέσιν δι' έξ πληγάς, (Εισέρχεται ο Έρως).
ΕΡΩΣ. Εδιώχθησαν, στρατηγέ, και η επιτυχία μας είναι λαμπρά νίκη.
ΣΚΑΡΡΟΣ. Ας τους πελεκήσωμεν και ας συλλάβωμεν αυτούς ως λαγωούς,
Είναι διασκέδασις να κτυπά τις τους φεύγοντας.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Θα σε ανταμείψω άπαξ διά την φαιδρότητά σου και δεκάκις
διά την ανδρείαν σου. Εμπρός.

ΣΚΑΡΡΟΣ. Θα ακολουθήσω, ας είμαι και χωλός ακόμη.

ΣΚΗΝΗ Η'.

Υπό τα τείχη της Αλεξανδρείας. Κρότος πολέμου. ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΚΑΙ ΣΚΑΡΡΟΣ.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Τον κατεδιώξαμεν μέχρι του στρατοπέδου του. Ας σπεύση τις να αναγγείλη εις την βασίλισσαν τα κατορθώματά μας. Αύριον πριν ή μας ίδη ο ήλιος θα χύσωμεν το αίμα, το οποίον μας διέφυγε σήμερον. Σας ευχαριστώ όλους, διότι είσθε ανδρείοι και επολεμήσατε ουχί ως υπηρετούντες αγώνα τρίτου, αλλ' ως εάν ο αγών μου ούτος ήτο αγών εκάστου υμών. Ανεδείχθητε όλοι Έκτορες. Εισέλθετε εις την πόλιν, εναγκαλισθήτε τας συζύγους και τους φίλους και διηγηθήτε εις αυτούς τα ανδραγαθήματά σας· της χαράς των τα δάκρυα θα πλύνουν το πηγμένον αίμα των τραυμάτων σας, τα δε φιλήματά των θα επουλώσωσι τας ενδόξους πληγάς σας. (Εις τον Σκάρρον). Δος μου την χείρα σου. (Εισέρχεται η Κλεοπάτρα μετά της συνοδείας της). Εις την μεγάλην ταύτην μάγισσαν θα επαινέσω τα κατορθώματά σου, ίνα ευχαριστούσα σε ευλογήση. — Ω συ, φως του κόσμου, περίπτυξον τον σιδηρόφρακτόν μου λαιμόν, και ρίφθητι χωρίς να σε εμποδίση το πάχος του θώρακός μου επί την καρδίαν μου, ίνα αισθανθής τους τιναγμούς των θριαμβευτικών αυτής παλμών.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ω βασιλεύ βασιλέων! Ω άπειρος ανδρεία! Έρχεσαι λοιπόν περιχαρής, διαφυγών την μεγάλην παγίδα του κόσμου;
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Τους εστείλαμεν να κοιμηθούν, αηδονάκι μου. Πώς, κόρη μου; μολονότι πολιαί τρίχες αρχίζουν ν' αναμιγνύωνται κάπως με τας μελανάς, έχω όμως εγκέφαλον ζωογονούντα τα νεύρα μου, ώστε να δύναμαι και προς νέους να διαγωνισθώ. Παρατήρησε τον άνθρωπον τούτον. Επίτρεψε εις αυτόν να φιλήση την συμπαθή χείρα σου. Φίλησέ την, πολεμιστά μου. Επολέμησε σήμερον ως θεός, όστις μισών το ανθρώπινον γένος, έλαβε την μορφήν αυτού διά να το καταστρέψη.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Κατάχρυσον πανοπλίαν θα σου δώσω, φίλε, ανήκουσάν ποτε εις βασιλέα.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Είναι άξιος αυτής, και απαστράπτουσα εξ αδαμάντων, ως το ιερόν άρμα του Φοίβου, αν ήτο. Δος μου το χέρι σου· ας εισέλθωμεν φαιδροί εις την Αλεξάνδρειαν, φέροντες τας ως ημείς κατακτυπημένας ασπίδας μας. Αν το μέγα ημών ανάκτορον ηδύνατο να χωρέση όλον τον στρατόν, θα εδειπνούμεν πάντες ομού και θα επίνομεν υπέρ της επιτυχίας της αυριανής ημέρας, η οποία υπόσχεται κίνδυνον άξιον βασιλέως. Σάλπιγγες γεμίσετε την πόλιν με τον μετάλλινον ήχον σας και ενώσατε αυτόν μετά του παταγώδους κρότου των τυμπάνων, έως ότου αντηχήσουν ο ουρανός και η γη, την άφιξιν ημών επευφημούντες.

ΣΚΗΝΗ Θ'.

Στρατόπεδον του Καίσαρος.
Α’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Αν δεν μας αλλάξουν σε μια ώρα, πρέπει να πάμε εις το φυλακείον· η νύκτα είναι φωτεινή, και λέγουν ότι εις τας δύο το πρωί θα παραταχθώμεν εις μάχην.
Β’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Η υστερινή ημέρα ήτο πολύ κακή για 'μάς.
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Έσο μάρτυς, ω νυξ.
Γ’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Ποιος είν' αυτός ο άνθρωπος;
Β’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Ας πλησιάσωμεν να τον ακούσωμεν.
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Όταν την μνήμην των αυτομόλων κηλιδώση η ιστορία, έσο μάρτυς, ω Θεία σελήνη, ότι ο ατυχής Αινόβαρβος μετεμελήθη ενώπιόν σου!
Α’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Αινόβαρβος!
Γ’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Σιωπή ν' ακούσωμεν ακόμη.
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Ω αληθούς βαρυθυμίας βασίλισσα, χύσον επ' εμού τα δηλητηριώδη υγρά της νυκτός, ίνα η κατά της θελήσεώς μου αποστατούσα ζωή αποσπασθή απ' εμού. Κατά του σκληρού λίθου του σφάλματός μου ρίψε την καρδίαν μου, ήτις αποξηρανθείσα εκ της λύπης θα κατασυντριβή, και θέση τέρμα εις όλας τας αγενείς μου σκέψεις. Ω Αντώνιε, ούτινος η ευγένεια υπερτερεί την ατιμίαν της αυτομολίας μου· συ μεν συγχώρησέ με, αλλ' άφες τον κόσμον να με κατατάξη μεταξύ των δραπετών και φυγάδων! (Αποθνήσκει).
Β’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Ας του 'μιλήσωμεν.
Α’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Ας τον ακούσωμεν, διότι εκείνα, τα οποία λέγει ημπορεί να είναι διά τον Καίσαρα.
Γ’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Ναι, έτσι να κάμωμεν, αλλ' αυτός κοιμάται. Εγώ θαρρώ πως λιποθυμά, γιατί προσευχή τόσο κακή σαν τη δική του, δεν είναι για ύπνο.
Β’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Ας πάμε κοντά του.
Γ’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Ξύπνα, ξύπνα, κύριε, 'μίλησέ μας.
Β’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Δεν ακούς, κύριε;
Α’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Το χέρι του θανάτου είναι απάνω του. Ακούσατε! (Ακούεται κρότος τύμπανων μακρόθεν). Τα τύμπανα ξυπνούν μεγαλοπρεπώς τους στρατιώτας. Ας τον φέρωμεν εις το φυλακείον. Είναι άνθρωπος σπουδαίος· η ώρα μας επέρασε με το παραπάνω.
Γ’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Εμπρός λοιπόν ημπορεί ακόμα να γιατρευθή. (Εξέρχονται φέροντες το σώμα).

ΣΚΗΝΗ Ι'.

Μεταξύ των δύο στρατοπέδων. Εισέρχεται ο ΑΝΤΩΝΙΟΣ, ο ΣΚΑΡΡΟΣ μετά στρατιωτών βαδιζόντων εν τάξει.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Σήμερον ετοιμάζονται προς ναυμαχίαν· δεν τους αρέσκομεν κατά ξηράν.
ΣΚΑΡΡΟΣ. Ετοιμάζονται και κατά ξηράν και κατά θάλασσαν, στρατηγέ.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Επεθύμουν να επολέμουν και εις το πυρ και εις τον αέρα· και εκεί ακόμη ήθελον τους προσβάλει. Ιδού πώς διέταξα τα πράγματα. Το πεζικόν θα καταλάβη υπό τας διαταγάς μου τους παρά την πόλιν λόφους, οπόθεν δυνάμεθα να διακρίνωμεν τον αριθμόν των πλοίων και τας κινήσεις αυτών. — Διαταγαί εδόθησαν διά την ναυμαχίαν και ο στόλος αυτών εξήλθε του λιμένος, (Εξέρχονται. Εισέρχεται ο Καίσαρ ηγούμενος του στρατού αυτού),
ΚΑΙΣΑΡ. Κατά ξηράν θα μείνωμεν ακίνητοι, εκτός εάν προσβληθώμεν, όπερ όμως νομίζω δεν θα συμβή, διότι το μεγαλείτερον μέρος των δυνάμεών του εστάλη εις τα πλοία. Σπεύσωμεν εις τας κοιλάδας διά να καταλάβωμεν τας μάλλον επικαίρους θέσεις. (Εξέρχονται. Εισέρχεται πάλιν ο Αντώνιος μετά του Σκάρρου).
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Δεν συνεπλάκησαν ακόμη. Εκ του μέρους όπου υψούται η πεύκη εκείνη θα δυνηθώ να διακρίνω τα πάντα· θα σου είπω ταχέως πώς φαίνονται τα πράγματα, (Εξέρχεται).
ΣΚΑΡΡΟΣ. Χελιδόνες έκτισαν τας φωλεάς των επί των πλοίων της Κλεοπάτρας· οι οιωνοσκόποι λέγουν ότι δεν ηξεύρουν — δεν δύνανται να ειπούν — φαίνονται άθυμοι — δεν τολμούν να εκφράσουν ό,τι γνωρίζουν. Ο Αντώνιος είναι και σφριγών και εν ταυτώ φαίνεται και καταβεβλημένος, η δε ταραγμένη τύχη του δίδει εις αυτόν εκ διαλειμμάτων ελπίδας και φόβους δι' ό,τι έχει και δι' ό,τι δεν έχει. (Εισέρχεται πάλιν ο Αντώνιος).
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Απώλετο το παν! Η βδελυρά αύτη Αιγυπτία με επρόδωσεν· ο στόλος μου παρεδόθη εις τον εχθρόν. Εκεί, κάτω ανευφημούσι και οργιάζουσιν, ως φίλοι προ πολλού χωρισθέντες. Συ, τρις εταίρα, με επώλησες εις τον αρχάριον τούτον, και μόνον κατά σου εξανίσταται η καρδία μου. — Διάταξε αυτούς να φύγουν, διότι όταν εκδικηθώ την μάγισσαν, θα τελειώσουν όλα δι' εμέ· διάταξε αυτούς να φύγουν πήγαινε. (Εξέρχεται ο Σκάρρος). Ω ήλιε, δεν θα ίδω πλέον την ανατολήν σου. Εδώ η τύχη αποχωρίζεται του Αντωνίου· εδώ αποχαιρετιζόμεθα. Ούτω λοιπόν απέληξαν όλα; Αι καρδίαι, αίτινες με ηκολούθουν ως κυνάριον, και εις τας οποίας εχορήγουν ό,τι επεθύμουν, διαλύονται και σταλάζουν το μέλι των επί του ευδαίμονος Καίσαρος. Απεφλοιώθη δε η πάντας σκιάζουσα γηραιά πεύκη. Επροδόθην. Ω, η ψευδής αύτη ψυχή της Αιγυπτίας! Η ολεθρία εκείνη γόησσα, της οποίας το βλέμμα προεκάλει ή ανέστελλε τους πολέμους μου, ο κόλπος της οποίας ήτο ο τελικός σκοπός του βίου μου, με εξηπάτησεν ως γνησία αθιγγανίς, και με εβύθισε μέχρι του πυθμένος της καταστροφής. Ε! Έρως! Έρως! (Εισέρχεται η Κλεοπάτρα), Α! οπίσω, οπίσω, μάγισσα!
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Διατί ο σύζυγος μου μαίνεται τόσον κατά της αγάπης του;
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Φύγε απ' εδώ, ή θα σε μεταχειρισθώ όπως σου πρέπει και θα αμαυρώσω τον θρίαμβον του Καίσαρος. Ας σε συλλάβη και ας σε φέρη ενώπιον του φωνασκούντος όχλου· ακολούθησε το άρμα του, ως η μεγίστη κηλίς του φύλου σου, δεικνυομένη ως τέρας, αντί ολιγίστων χρημάτων, εις τους βλακιοστάτους θεατάς. Ας ξεσχίση το πρόσωπόν σου η υπομονητική Οκταβία διά των οξέων ονύχων της. (Εξέρχεται η Κλεοπάτρα). Καλά έκαμες να φύγης, αν το ζην είναι καλόν· αλλά θα ήτο προτιμότερον να έπιπτες υπό την οργήν μου, διότι ο θάνατος θα σε απήλλασσε πολλών άλλων. — Έρως. Ε! Επ' εμού φέρω τον χιτώνα του Νέσου. Δίδαξέ με την οργήν σου, ω πρόγονέ μου Αλκίδη, διά να πετάξω τον Λίχαν επί των κεράτων της σελήνης, και διά χειρών ομοίων προς εκείνας, αίτινες εκράτησαν το βαρύτερον ρόπαλον, να καταστρέψω εμαυτόν. Θ' αποθάνη η μάγισσα. Μ' επώλησεν εις τον Ρωμαίον νεανίσκον και πίπτω θύμα της συνωμοσίας της. Θα το πλήρωση διά του θανάτου της. Έρως. Ε!

ΣΚΗΝΗ ΙΑ'.

Αλεξάνδρεια, Δωμάτιον εν τω ανακτόρω της Κλεοπάτρας. ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ, ΧΑΡΜΙΟΝ, ΕΙΡΑΣ, ΜΑΡΔΙΑΝΟΣ.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Βοηθήσατέ με, θεράπαιναί μου! Ω! και του Τελαμωνίου η μανία διά την ασπίδα του Αχιλλέως ήτο μετριωτέρα της ιδικής του· ούτε της Θεσσαλίας ο Ταύρος είχε ποτε τοιαύτην θηριωδίαν.
ΧΑΡΜΙΟΝ. Πήγαινε εις τον τάφον, κλείσου εκεί και μήνυσέ του ότι απέθανες. Δεν δοκιμάζει μεγαλειτέραν αγωνίαν το σώμα όταν χωρίζεται από την ψυχήν από εκείνην την οποίαν δοκιμάζει όταν χάνη το μεγαλείον.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Υπάγωμεν εις το μνημείον. Ύπαγε να του ειπής, Μαρδιανέ, ότι ηυτοκτόνησα, και ότι η τελευταία μου λέξις ήτο «Αντώνιος»· σε παρακαλώ δε να το προφέρης με τρόπον, ώστε να τον συγκινήσης· πήγαινε, Μαρδιανέ, και επίστρεψε να μου ειπής πώς εκλαμβάνει τον θάνατον μου. — Υπάγωμεν εις το μνημείον.

ΣΚΗΝΗ ΙΒ'.

Άλλο δωμάτιον, ΑΝΤΩΝΙΟΣ και ΕΡΩΣ.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Με βλέπεις ακόμη, Έρως;
ΕΡΩΣ. Ναι, γενναίε στρατηγέ.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ενίοτε βλέπομεν νέφος έχον σχήμα δράκοντος, άλλοτε πάλιν ατμόν ομοιάζοντα προς άρκτον, λέοντα, πυργοειδές φρούριον, προς βράχον κρεμάμενον, προς κωνοειδές όρος ή προς κυανούν ακρωτήριον, φέρον επ' αυτού δένδρα, ταύτα δε πάντα κλίνοντα προς την γην, και απατώντα τους οφθαλμούς ημών διά του αέρος. Είδες τα σημεία ταύτα; είναι τα απαίσια θεάματα της Εσπέρας.
ΕΡΩΣ. Ναι, στρατηγέ μου.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Εκείνο το οποίον τώρα φαίνεται ίππος, πριν ή προφθάσης να το σκεφθής, εξαφανίζεται υπό του ατμού, και καθίσταται δυσδιάκριτον όπως το ύδωρ εν τω ύδατι.
ΕΡΩΣ. Ναι, άρχον.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Και ο στρατηγός σου, αγαπητέ μου Έρως, είναι τώρα όμοιος προς τα φαινόμενα εκείνα. Είμαι ακόμη ο Αντώνιος, δεν δύναμαι όμως, φίλε μου, να διατηρήσω το ορατόν αυτό σχήμα. Τον πόλεμον τούτον επεχείρησα χάριν της βασιλίσσης της Αιγύπτου, αλλ' η βασίλισσα — της οποίας την καρδίαν ενόμιζον ότι κατείχον, όπως αύτη κατείχε την ιδικήν μου, ήτις εφ' όσον ήτον ιδική μου, προσήλωνεν εις εαυτήν μυρίας άλλας, νυν εξαφανισθείσας — αύτη, Έρως, συνεννοηθείσα μετά του Καίσαρος, εδολιεύθη την δόξαν μου, χάριν του θριάμβου του εχθρού μου. Ε! μη κλαίης, αγαπητέ Έρως· εμείναμεν ημείς αυτοί διά να θέσωμεν τέρμα εις τον βίον μας — Ω η αισχρά κυρία σου! (Εισέρχεται ο Μαρδιανός). Αύτη μου αφήρπασε το ξίφος!
ΜΑΡΔΙΑΝΟΣ. Όχι, Αντώνιε, η κυρία μου σε ηγάπα και είχε καθ'
ολοκληρίαν συνδέση την τύχην της μετά της ιδικής σου.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Φύγ' απ' εδώ, αναίσχυντε ευνούχε! Σιώπα! Μ' επρόδωσε και
θ' αποθάνη.

ΜΑΡΔΙΑΝΟΣ. Ο θάνατος είναι χρέος, το οποίον άπαξ μόνον πληρώνεται. Το χρέος τούτο το επλήρωσεν αύτη. Εκείνο το οποίον ήθελες να κάμης, έγινε και άνευ σου. Αι τελευταίαι λέξεις, τας οποίας επρόφερεν, ήσαν: «Αντώνιε, ευγενέστατε Αντώνιε». Στεναγμοί οδύνης διέκοψαν τότε το όνομα «Αντώνιος» και διεσπάσθη μεταξύ της καρδίας και των χειλέων της· παρέδωκε το πνεύμα, έχουσα θαμμένον εν εαυτή το όνομά σου.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Απέθανε λοιπόν;
ΜΑΡΔΙΑΝΟΣ. Απέθανε.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Αφόπλισέ με, Έρως· ετελείωσεν η εργασία της μακράς ημέρας και πρέπει να κοιμηθώμεν. Το ν' απέλθης σώος, είναι γενναία αμοιβή διά την εργασίαν σου. Πήγαινε, κρημνίσου. (Εξέρχεται ο Μαρδιανός). Ούτε του Αίαντος η επταβόειος ασπίς θα δυνηθή να περιστείλη τους ισχυρούς παλμούς της καρδίας μου· ω, ανοίξατε πλευρά μου! ανάπτυξον άπαξ, καρδία μου, δύναμιν μεγαλειτέραν από το περικλείον σε στήθος, και διάρρηξον το εύθραστον περίβλημά σου! — Σπεύσον, Έρως, σπεύσον. — Δεν είμαι πλέον στρατιώτης. Φύγετε, ω τεθραυσμένα λείψανα της πανοπλίας μου· σας έφερα εντίμως. (Προς τον Έρωτα). Άφες με ολίγον. (Εξέρχεται ο Έρως). Θα σε προφθάσω, Κλεοπάτρα, και κλαίων θα ζητήσω συγγνώμην. Ούτω πρέπει να πράξω διότι τώρα πάσα βραδύτης είναι βάσανος. Κατακλιθώμεν και μη χρονοτριβώμεν πλέον, αφ' ου εσβέσθη η λαμπάς. Πάσα προσπάθεια αποβαίνει τώρα ανωφελής· ναι, και αυτή η δύναμις περιέρχεται εις αμηχανίαν εκ των προσπαθειών αυτής· ας θέσωμεν λοιπόν την σφραγίδα και τελειώνουν όλα, Έρως! — Έρχομαι, βασίλισσά μου. Έρως! — περίμενέ με. Εκεί, όπου αι ψυχαί αναπαύονται επί των ανθέων, θα βαίνωμεν κρατούμενοι εκ της χειρός, και διά του φαιδρού ημών ύφους θα επισύρωμεν εφ' ημών τα βλέμματα των φασμάτων. Και η Διδώ και ο Αινείας θα μείνουν άνευ συνοδείας, και πάντες θα σπεύσωσι προς ημάς. Ελθέ, Έρως, Έρως! (Εισέρχεται ο Έρως).
ΕΡΩΣ. Τι θέλει ο στρατηγός μου;
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Τόσον άτιμος είναι ο βίος τον οποίον διάγω από του θανάτου της Κλεοπάτρας, ώστε οι θεοί βδελύσσονται την χαμέρπειάν μου. Εγώ, ο διά του ξίφους μου διαχωρίσας τον κόσμον και διά των στόλων μου σχηματίζων πόλεις επί της κυανής επιφανείας της θαλάσσης, να καταδικάζω εμαυτόν, κατώτερον γυναικός, ως προς το θάρρος; δεν έχω την ψυχικήν ευγένειαν εκείνης, η οποία διά του θανάτου αυτής λέγει προς τον Καίσαρα: «Εγώ ενίκησα εμαυτήν». Ορκίσθης, Έρως, όταν επέλθη ανάγκη — και όντως ήλθε τώρα — όταν δεν θα ηδυνάμην ν' αποφύγω το αίσχος και το όνειδος να με φονεύσης κατά διαταγήν μου· πράξον αυτό. Έφθασεν η ώρα· δεν κτυπάς εμέ αλλά τον Καίσαρα, του οποίου καταστρέφεις τα σχέδια. Θάρρει, Έρως!
ΕΡΩΣ. Ο θεός φυλάξοι! Να πράξω εκείνο το οποίον όλα τα εχθρικά βέλη των Πάρθων δεν ηδυνήθησαν να κατορθώσουν;
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ήθελες, Έρως, να ίδης εκ των παραθύρων της Μεγάλης Ρώμης τον κύριόν σου βαδίζοντα με εσταυρωμένας χείρας, κλίνοντα τον καμφθέντα αυχένα του και με πρόσωπον κατησχυμένον, το δε προπορευόμενον άρμα του ευτυχούς Καίσαρος να στιγματίζη το αίσχος του ακολουθούντος;
ΕΡΩΣ. Δεν ήθελα να το ίδω.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ελθέ λοιπόν, διότι πρέπει να ιαθώ διά μιας πληγής· σύρε το έντιμον εκείνο ξίφος, το οποίον προσέφερε τόσας υπηρεσίας εις την πατρίδα σου.
ΕΡΩΣ. Ω συγχώρησέ με, στρατηγέ.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Δεν ωρκίσθης, όταν σε ηλευθέρωσα, να κάμης τούτο όταν σε διατάξω; Κάμε το παρευθύς, ή θα θεωρήσω όλας τας προτέρας υπηρεσίας σου ως ασκόπως και κατά τύχην γενομένας. Σύρε και πλησίασε.
ΕΡΩΣ. Στρέψον απ' εμού την ευγενή εκείνην φυσιογνωμίαν επί της οποίας ενυπάρχει η μεγαλοπρέπεια κόσμου ολοκλήρου.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. (Στρέφων το πρόσωπον) Ιδού!
ΕΡΩΣ. Έσυρα το ξίφος.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Λοιπόν ας εκτελέση πάραυτα την πράξιν διά την οποίαν το
έσυρες.

ΕΡΩΣ. Αγαπητέ μου κύριε, στρατηγέ μου και αυτοκράτορ, άφες με να σου
είπω «χαίρε», πριν καταφέρω το θανατηφόρον τούτο κτύπημα.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Το είπες, φίλε· χαίρε.
ΕΡΩΣ. Χαίρε, έξοχε στρατηγέ. Να κτυπήσω τώρα;
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Κτύπα, Έρως.
ΕΡΩΣ. Ιδού λοιπόν. (Πίπτει επί του ξίφους του). Τοιουτοτρόπως αποφεύγω την λύπην του θανάτου του Αντωνίου. (Αποθνήσκει).
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ω τρις ευγενέστερε εμού! Με διδάσκεις, ω ανδρείε Έρως, ό,τι εγώ ώφειλον να πράξω, και όπερ συ δεν ηδυνήθης να εκτελέσης (22). Η βασίλισσά μου και ο Έρως με υπερέβησαν εγγράψαντες προ εμού διά του ανδρείου παραδείγματός των πράξιν γενναίαν εν τη ιστορία. Αλλά θα γίνω μνηστήρ του θανάτου μου και θα ριφθώ εις τας αγκάλας του ως εις κλίνην ερωμένης. Εμπρός λοιπόν! Έρως, ο κύριός σου αποθνήσκει μαθητής σου. Την πράξιν ταύτην (πίπτει επί του ξίφους του) εδιδάχθην παρά σου. Πώς; δεν απέθανα ακόμη; δεν απέθανα; Ε! φύλακες! Ε! αποτελειώσατέ με, (Εισέρχεται ο Δερκέτας μετά φυλάκων).
Α’. ΦΥΛΑΞ. Τι τρέχει;
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Δεν έκαμα καλά την εργασίαν μου. Φίλοι — τελειώσατε ό,τι ήρχισα.
Β'. ΦΥΛΑΞ. Έδυσε το άστρον.
Α'. ΦΥΛΑΞ. Και ήλθε το πλήρωμα του χρόνου.
ΟΛΟΙ. Ω συμφορά! αλλοίμονον.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ας με φονεύση όστις από σας με αγαπά.
Α’. ΦΥΛΑΞ. Όχι εγώ.
Β'. ΦΥΛΑΞ. Ούτ' εγώ.
Γ'. ΦΥΛΑΞ. Ούτε κανείς, (Εξέρχονται οι φύλακες).
ΔΕΡΚΕΤΑΣ. Ο θάνατος και η τύχη σου τρέπουν εις φυγήν τους οπαδούς σου. Αρκεί μόνον να δείξω εις τον Καίσαρα το ξίφος τούτο και να του φέρω την αγγελίαν, διά ν' αποκτήσω την εύνοιάν του. (Εισέρχεται ο Διομήδης).
ΔΙΟΜΗΔΗΣ. Πού είναι ο Αντώνιος;
ΔΕΡΚΕΤΑΣ. Εκεί, Διομήδη, εκεί.
ΔΙΟΜΗΔΗΣ. Ζη; δεν αποκρίνεσαι, ω άνθρωπε;
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Συ είσαι, Διομήδη; σύρε το ξίφος σου και κτύπησέ με έως ότου ν' αποθάνω.
ΔΙΟΜΗΔΗΣ. Υπέρτατε κύριε, η κυρία μου Κλεοπάτρα μ' έστειλε προς σε.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Πότε σε έστειλε;
ΔΙΟΜΗΔΗΣ. Τώρα, στρατηγέ.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Πού είναι;
ΔΙΟΜΗΔΗΣ. Κλεισμένη εις τον τάφον της. Είχεν οδυνηράν προαίσθησιν των συμβάντων. Όταν είδεν ότι την υπώπτευσες ως συνεννοουμένην μετά του Καίσαρος — πράγμα, όπερ ουδέποτε θα πράξη — και ότι δεν ήτο δυνατόν να κατευνασθή η οργή σου, σου εμήνυσεν ότι απέθανεν, αλλά φοβουμένη τα αποτελέσματα της αγγελίας, μ' έστειλε να σου φανερώσω την αλήθειαν, πλην φοβούμαι ότι έφθασα πολύ αργά.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Πολύ αργά, φίλτατε Διομήδη· κάλεσε τους φύλακάς μου.
ΔΙΟΜΗΔΗΣ. Ε! φύλακες του αυτοκράτορος! φύλακες, τρέξατε· σας ζητεί ο
αυτοκράτωρ, (Εισέρχονται οι φύλακες).

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Φέρετέ με, φίλοι, πλησίον της Κλεοπάτρας. Είναι η
τελευταία υπηρεσία την οποίαν σας διατάσσω.

Α’. ΦΥΛΑΞ. Δυστυχία μας! Διατί να μη ζήση ο άρχων και να ίδη τον
θάνατον όλων των πιστών οπαδών σου!

ΟΛΟΙ. Ω! βαρείας συμφοράς ημέρα.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Μη παρέχετε, καλοί μου φίλοι, εις την αδυσώπητον μοίραν αφορμήν να ευχαριστηθή διά την λύπην σας. Δεχθήτε απαθώς ό,τι έρχεται προς τιμωρίαν μας! τιμωρούμεν και ημείς αυτήν όταν φαινώμεθα ότι το υποφέρομεν αλύπως. — Σηκώσατέ με! Πολλάκις σας ωδήγησα· φέρετε μέ και σεις τώρα, αγαπητοί, μου φίλοι, και δεχθήτε όλοι τας ευχαριστίας μου.
(Εξέρχονται φέροντες τον Αντώνιον).

ΣΚΗΝΗ ΙΓ'.

Τάφος. ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ, ΧΑΡΜΙΟΝ, ΕΙΡΑΣ.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ω ποτέ πλέον δεν θα εξέλθω απ' εδώ Χάρμιον.
ΧΑΡΜΙΟΝ. Παρηγορήσου, αγαπητή κυρία.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Όχι! δεν θέλω· δέχομαι ευχαρίστως τα φοβερώτατα και τα μάλλον απροσδόκητα συμβάντα, αλλά περιφρονώ τας παρηγορίας· το μέγεθος της λύπης μου, ανάλογον προς την αιτίαν αυτής, πρέπει να είναι τοιούτον, οποίον είναι και το παράγον αυτήν αίτιον. (Φθάνει ο Διομήδης). Πώς! απέθανε!
ΔΙΟΜΗΔΗΣ. Ο θάνατος είναι επάνω του, αλλά δεν απέθανε. Παρατήρησε από το άλλο μέρος του τάφου· φέρεται από τους φύλακάς του. (Φθάνει ο Αντώνιος φερόμενος υπό των φυλάκων)
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Καύσον, ήλιε, την μεγάλην σφαίραν, εντός της οποίας περιστρέφεσαι! σκότη, καλύψατε την άστατον παραλίαν του κόσμου! ω Αντώνιε! Αντώνιε! Αντώνιε! Βοήθησέ με Χάρμιον, βοήθησον Ειράς, βοηθήσατε και σεις φίλοι, διά να τον σύρωμεν.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Σιωπή. Δεν κατέβαλε τον Αντώνιον η ανδρεία του Καίσαρος,
αλλ' ο Αντώνιος ενίκησεν εαυτόν.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ούτως έπρεπε να γίνη, μόνος ο Αντώνιος να καταβάλη τον
Αντώνιον. Αλλ' οποία συμφορά ότι το πράγμα έγινεν ούτω.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Αποθνήσκω, βασίλισσα της Αιγύπτου, αποθνήσκω· θα ενοχλήσω μόνον ολίγον τον θάνατον, έως ότου επιθέσω το τελευταίον ασθενές μου φίλημα επί των χειλέων εκείνων τα οποία μυριάκις εφίλησα.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Δεν τολμώ, φίλτατέ μου — συγγνώμην αγαπητέ μου σύζυγε — δεν τολμώ, φοβούμαι μη συλληφθώ· δεν θα κοσμήσω ποτέ διά της παρουσίας μου την δεσποτικήν επίδειξιν του ευτυχούς Καίσαρος. Εάν το εγχειρίδιον, το δηλητήριον, ο όφις, έχουν αιχμήν, ενέργειαν ή κέντημα, είμαι ασφαλής· η σύζυγός σου Οκταβία, η ψευδοσώφρων εκείνη και ψυχρά, δεν θα λάβη ποτέ την τιμήν να με υβρίση διά της περιφρονήσεώς της. Ελθέ, ελθέ, Αντώνιε· βοηθήσατέ με, γυναίκες μου· πρέπει να τον ανασύρωμεν· βοηθήσατε, καλοί μου φίλοι.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ω ταχέως, διότι αποθνήσκω.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ιδού πραγματική άσκησις! Πόσον βαρύς είναι ο σύζυγος μου! Η λύπη μας αφαιρεί την δύναμιν και τούτο αυξάνει το βάρος. Αν είχα την δύναμιν της μεγάλης Ήρας, αι πτέρυγες του Ερμού ήθελον σε σηκώση και τοποθετήση πλησίον του Διός. Αλλά, ακόμη ολίγη δύναμις. — Παραλογίζεται πάντοτε ο έχων επιθυμίας. — Ω! ελθέ, ελθέ, ελθέ. Καλώς ήλθες, (Ανασύρουσι τον Αντώνιον). Απόθανε εκεί όπου έζησες, και ανάζησε υπό των φιλημάτων μου· αν τα χείλη μου είχον τοιαύτην δύναμιν, θα εφθείροντο εις την εργασίαν ταύτην.
ΟΛΟΙ. Ω άξιον οίκτου θέαμα!
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Αποθνήσκω, Αιγυπτία, αποθνήσκω· δος μου ολίγον οίνον και άφες με να ομιλήσω.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Άφες με να ομιλήσω και να υβρίσω τόσον, ώστε η επίβουλος οικοδέσποινα τύχη, παροργιζομένη εκ των ύβρεών μου, να θραύση τον τροχόν της.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Μίαν λέξιν, φιλτάτη βασίλισσα. Ζήτησε παρά του Καίσαρος την τιμήν και την ασφάλειάν σου. — Ω!
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Είναι δύο πράγματα ασυμβίβαστα.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Άκουσε, αγαπητή μου. Εκ των περί τον Καίσαρα, εμπιστεύθητι
μόνον εις τον Προκλήιον.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Εις την απόφασίν μου μόνον και εις τας χείρας μου θα
εμπιστευθώ. Εις ουδένα εκ των του Καίσαρος.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Μη θρηνής και μη λυπήσαι διά την περί το τέλος του βίου μου επελθούσαν μεταβολήν, αλλά καταπράυνε τας σκέψεις σου, αναπολούσα εις την μνήμην την προτέραν τύχην, ότε ήμην ο μέγιστος και επιφανέστατος ηγεμών του κόσμου. Και τώρα δε έτι δεν αποθνήσκω αγενώς, ούτε παραδίδω ανάνδρως την περικεφαλαίαν εις τον συμπολίτην μου, αλλά Ρωμαίος υπό Ρωμαίου ανδρείως νικηθείς. Η ψυχή μου με καταλείπει, δεν δύναμαι πλέον, (Αποθνήσκει).
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Αποθνήσκεις λοιπόν, ανδρών απάντων ευγενέστατε; Δεν φροντίζεις περί εμού; Θα μείνω λοιπόν εις τον βαρύθυμον τούτον τόπον, όστις άνευ σου είναι και χοιροκομείου χειρότερος; Ω ιδέτε, γυναίκες μου! διαλύεται το διάδημα του κόσμου. Σύζυγέ μου! Εμαράνθη του πολέμου ο στέφανος, έδυσε του στρατιώτου ο πολικός αστήρ· παίδες και κοράσια εξισούνται τώρα προς άνδρας· απέθανεν η εξοχότης και ουδέν αξιοσημείωτον έμεινεν υπό το φώς της σελήνης, (Λιποθυμεί).
ΧΑΡΜΙΟΝ. Ω, ησύχασε, κυρία!
ΕΙΡΑΣ. Απέθανε και αυτή, απέθανεν η βασίλισά μας.
ΧΑΡΜΙΟΝ. Κυρία.
ΕΙΡΑΣ. Κυρία.
ΧΑΡΜΙΟΝ. Ω κυρία, κυρία, κυρία!
ΕΙΡΑΣ. Βασίλισσα της Αιγύπτου, αυτοκράτειρα.
ΧΑΡΜΙΟΝ. Σιωπή, σιωπή, Ειράς.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Δεν είμαι πλέον η απλή γυνή, έχουσα τα αυτά πάθη με την χωρικήν, η οποία αμέλγει και εκτελεί τας βαναυσοτάτας εργασίας. Πριν ή αφαρπάσουν τον αδάμαντά μου είχα το δικαίωμα να ρίψω το σκήπτρον εις το πρόσωπον των υβριστών θεών και να είπω εις αυτούς ότι ο κόσμος ούτος ήτο ίσος προς τον ιδικόν των. Όλα είναι μηδέν, η υπομονή είναι ανοησία, η δε ανυπομονησία αρμόζει εις λυσσαλέον κύνα. Είναι λοιπόν αμάρτημα να ριφθή τις εις το υπόγειον οίκημα του θανάτου, πριν τολμήση ο θάνατος να έλθη προς ημάς; Πώς είσθε, αγαπηταί μου; τι τρέχει; τι τρέχει; θάρρος! λοιπόν, Χάρμιον! αγαπηταί μου κόραι! Ω ίδετε, κατηναλώθη, εσβέσθη η λαμπάς! Θάρρος, φίλοι μου (προς τους κάτω φύλακας), θα τον ενταφιάσωμεν, και, κατά την Ρωμαϊκήν συνήθειαν, θα πράξωμεν ό,τι ευγενές και γενναίον, ώστε και ο θάνατος να υπερηφανευθή καλών ημάς πλησίον αυτού. Ας εξέλθωμεν· εψυχράνθη το σκήνος της ευρείας ταύτης ψυχής. Ω έλθετε, γυναίκες μου, έλθετε. Οι μόνοι ημών φίλοι είναι η απόφασις και ο τάχιστος θάνατος.

ΠΡΑΞΙΣ ΠΕΜΠΤΗ

ΣΚΗΝΗ Α'.

Στρατόπεδον του Καίσαρος έμπροσθεν της Αλεξανδρείας. Εισέρχονται ο ΚΑΙΣΑΡ, ο ΑΓΡΙΠΠΑΣ, ο ΔΟΛΟΒΕΛΛΑΣ, ο ΜΑΙΚΗΝΑΣ, ο ΓΑΛΛΟΣ, ο ΠΡΟΚΛΗΙΟΣ και άλλοι.
ΚΑΙΣΑΡ. Ύπαγε προς αυτόν, Δολοβέλλα, και προσκάλεσέ τον να παραδοθή. Ειπέ εις αυτόν ότι εις ην ευρίσκετο ελεεινήν κατάστασιν, πάσα χρονοτριβή προκαλεί την ημετέραν χλεύην.
ΔΟΛΟΒΕΛΛΑΣ. Απέρχομαι, Καίσαρ, (Εξέρχεται ο Δολοβέλλας. — Εισέρχεται
ο Δερκέζας κρατών το ξίφος του Αντωνίου).

ΚΑΙΣΑΡ. Τι σημαίνει τούτο; και τις είσαι συ ο τολμών ούτω να
εμφανισθής ενώπιόν μου;

ΔΕΡΚΕΤΑΣ. Ονομάζομαι Δερκέτας· υπηρέτησα δε τον Μάρκον Αντώνιον, όστις κάλλιον παντός άλλου ήτο άξιος πιστοτάτης υπηρεσίας. Ήτο δε κύριός μου εφ' όσον έζη και ωμίλει, και διήνυσα τον βίον πολεμών τους εχθρούς αυτού. Αν ευαρεστήσαι να με προσλάβης εις την υπηρεσίαν σου, θα είμαι και προς τον Καίσαρα ό,τι ήμην προς εκείνον· αν δε δεν θέλης, τότε παραδίδω την ζωήν μου.
ΚΑΙΣΑΡ. Τι λέγεις;
ΔΕΡΚΕΤΑΣ. Λέγω, ω Καίσαρ, ότι απέθανεν ο Αντώνιος.
ΚΑΙΣΑΡ. Πτώσις τοιαύτη έπρεπε να παραγάγη κρότον μεγαλείτερον. Η υδρόγειος σφαίρα έπρεπε να τινάξη λέοντας εις τας οδούς των πόλεων, και πολίτας εις τα σπήλαια των λεόντων. Ο θάνατος του Αντωνίου δεν είναι θάνατος ιδιώτου· εν τω ονόματι τούτω εμπεριέχεται το ήμισυ του κόσμου.
ΔΕΡΚΕΤΑΣ. Απέθανε, Καίσαρ, όχι υπό των οργάνων της δικαιοσύνης ή μισθωτού εγχειριδίου, αλλ' αυτή εκείνη η χειρ ήτις ενεχάραξε την τιμήν αυτού επί των πράξεών της, διέσχισε την καρδίαν του με το θάρρος εκείνο το οποίον ήντλει εκ της καρδίας του. Ιδού το ξίφος του· το απέσυρα εκ της πληγής του· παρατήρησε αυτό, είναι αιματόφυρτον εκ του ευγενούς του αίματος.
ΚΑΙΣΑΡ. Σας βλέπω σκυθρωπούς, φίλοι· αλλά μα τους θεούς, η αγγελία
αυτή πρέπει ν' αποσπάση δάκρυα και εκ των οφθαλμών των βασιλέων.

ΑΓΡΙΠΠΑΣ. Είναι δε παράδοξον ότι η φύσις μας αναγκάζει να θρηνήσωμεν
τας πράξεις εκείνας ων την εκτέλεσιν επιδιώκομεν μετά καρτερίας.

ΜΑΙΚΗΝΑΣ. Τα ελαττώματά του αντεσταθμίζοντο υπό των αρετών αυτού.
ΑΓΡΙΠΠΑΣ. Ουδέποτε εισήλθεν εις την ανθρωπίνην φύσιν εξοχώτερον φρόνημα· αλλά σεις, ω θεοί, μας υποβάλλετε εις σφάλματα ίνα μας υπομιμνήσκετε ότι είμεθα άνθρωποι. Συνεκινήθη ο Καίσαρ.
ΜΑΙΚΗΝΑΣ. Όταν τόσον ευρύ κάτοπτρον τίθεται ενώπιόν του, πρέπει κατ' ανάγκην να κατοπτρισθή.
ΚΑΙΣΑΡ. Ω Αντώνιε. Εγώ σε έφερα εις το σημείον τούτο· πλην αποκόπτομεν τα γαγγραινώδη μέρη του σώματος. Έπρεπε κατ' ανάγκην ή να σου προξενήσω τοιαύτην πτώσιν ή εγώ να πέσω υπό σου. Δεν υπήρχε χώρος δι' αμφοτέρους ημάς εις τον κόσμον. Αλλά σε θρηνώ με δάκρυα πολύτιμα ως το αίμα της καρδίας, σε, τον αδελφόν μου, τον συναγωνιστήν εις πάσας τας επιχειρήσεις, τον συνάρχοντα, φίλον και σύντροφον εις τους πολέμους, τον βραχίονα του σώματός μου, και την καρδίαν εξ ης ενεπνέετο η ιδική μου. — Σε θρηνώ, διότι οι ασυμβίβαστοι αστέρες μας, ενώ είμεθα ίσοι, επέφερον επί τέλους διχασμόν μεταξύ ημών. Ακούσατέ με, φίλοι μου, — αλλά θα ομιλήσω περί τούτου εις αρμοδιωτέραν στιγμήν. (Εισέρχεται αγγελιαφόρος). Ο άνθρωπος ούτος φαίνεται ανυπόμονος να αναγγείλη τας ειδήσεις του· ας ακούσωμεν τι θα είπη. — Πόθεν έρχεσαι;
ΑΓΓΕΛΟΣ. Είμαι κ' εγώ δυστυχής Αιγύπτιος. Η βασίλισσα και κυρία μου, κλεισμένη εις τον τάφον της, το μόνον κτήμα το οποίον απέμεινεν εις αυτήν επί της γης, επιθυμεί να μάθη τους σκοπούς σου, διά να διαθέση εαυτήν προς ό,τι μέλλεις να τη επιβάλης.
ΚΑΙΣΑΡ. Ειπέ εις αυτήν να λάβη θάρρος· θα μάθη μετ' ολίγον δι' ενός των ημετέρων, πόσον εντίμως και ευμενώς απεφασίσαμεν να την μεταχειρισθώμεν, διότι ο Καίσαρ είναι πάντοτε γενναιόφρων.
ΑΓΓΕΛΟΣ. Οι θεοί να σε προστατεύουν! (Εξέρχεται).
ΚΑΙΣΑΡ. Ελθέ, Προκλήιε. Ύπαγε να είπης εις αυτήν, ότι ουδόλως προτιθέμεθα να ταπεινώσωμεν αυτήν· δος εις αυτήν οιανδήποτε παρηγορίαν απαιτήση η φύσις της οδύνης, μη, εν τω μεγαλείω της μας διαφύγη διά θανατηφόρου πλήγματος, διότι η παρουσία της εν Ρώμη θα διαιώνιζε τον θρίαμβον ημών. Ύπαγε και επίστρεψον όσω δύνασαι ταχύτερον, διά να μας είπης τι λέγει, και εις ποίαν κατάστασιν εύρες αυτήν.
ΠΡΟΚΛΗΙΟΣ. Απέρχομαι, Καίσαρ, (Εξέρχεται ο Προκλήιος).
ΚΑΙΣΑΡ. Συνόδευσέ τον, Γάλλε. — Πού είναι ο Δολοβέλλας, διά να βοηθήση τον Προκλήιον;
ΑΓΡΙΠΠΑΣ και ΜΑΙΚΗΝΑΣ. Δολοβέλλα!
ΚΑΙΣΑΡ. Άφετέ τον· ενθυμούμαι τώρα εις τι ενασχολείται· θα επανέλθη εγκαίρως. Έλθετε μετ' εμού εις την σκηνήν όπου θα ίδετε μετά πόσης αποστροφής παρεσύρθην εις τον πόλεμον τούτον, και πόσην μετριοπάθειαν και πραότητα μετεχειρίσθην εις τας επιστολάς. Έλθετε να ίδετε τας αποδείξεις των όσων σας λέγω. (Εξέρχεται).

ΣΚΗΝΗ Β'.

Αλεξάνδρεια, Δωμάτιον εν τω τάφω. Εισέρχονται η ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ, η ΧΑΡΜΙΟΝ και η ΕΙΡΑΣ.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Η θλίψις μου αρχίζει να διασκεδάζεται. Είναι ευτελές να είναι τις Καίσαρ. Δεν είναι η Τύχη, αλλά δούλος αυτής και υπηρέτης της θελήσεώς της. Είναι μέγα τι η εκτέλεσις της πράξεως εκείνης, ήτις θέτουσα τέρμα εις πάσας τας λοιπάς, δεσμεύει τας συμφοράς, και κλείει την θύραν εις τας περιπετείας· της πράξεως εκείνης ήτις αποκοιμίζει, και αίρει διά παντός τον βόρβορον εκείνον, εκ του οποίου λαμβάνει την τροφήν και επαίτης και Καίσαρ. (Πλησιάζουν εις τας θύρας τον τάφου ο Προκλήιος, ο Γάλλος και στρατιώται).
ΠΡΟΚΛΗΙΟΣ. Ο Καίσαρ στέλλει τας προσρήσεις του εις την βασίλισσαν της Αιγύπτου, και σου παραγγέλλει να σκεφθής περί των δικαίων απαιτήσεων τας οποίας προτίθεσαι να του ζητήσης.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. (Έσωθεν). Πώς ονομάζεσαι;
ΠΡΟΚΛΗΙΟΣ. Ονομάζομαι Προκλήιος.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. (Έσωθεν). Ο Αντώνιος μου ωμίλησε περί σου, και μου είπε να εμπιστευθώ εις εσέ· αλλά δεν με μέλει πολύ αν απατηθώ, αφού η πίστις δεν μου χρησιμεύει πλέον. Αν ο κύριός σου επιθυμή να ίδη βασίλισσαν επαιτούσαν παρ' αυτού, πρέπει να του είπης ότι η Μεγαλειότης, διά να είναι αξιοπρεπής, πρέπει να ζητήση όχι ολιγώτερον βασιλείου. Αν ευαρεστήται να παραχωρήση χάριν του υιού μου την κυριευθείσαν Αίγυπτον, θα μου δώση τόσα εκ των εμών, ώστε θα ευχαριστήσω αυτόν γονυκλινής.
ΠΡΟΚΛΗΙΟΣ. Λάβε θάρρος. Έπεσες εις χείρας ηγεμόνος γενναίου· μη φοβού· αποτάθητι ελευθέρως εις τον κύριόν μου, ούτινος η άπειρος γενναιοφροσύνη επιδαψιλεύεται άφθονος εις πάντας τους εις αυτήν καταφεύγοντας. Επίτρεψέ μου να του αναγγείλω την ευγενή υποταγήν σου, και θα εύρης νικητήν συγχωρούντα προθύμως πάντα επικαλούμενον την επιείκειάν του.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. (Έσωθεν). Ειπέ του σε παρακαλώ, ότι είμαι υποτελής της τύχης του, και ότι παραδίδω εις αυτόν το μεγαλείον του οποίου εγένετο κύριος. Από ώρας εις ώραν μανθάνω το μάθημα της υποταγής, και ευχαρίστως θα έβλεπον αυτόν κατά πρόσωπον.
ΠΡΟΚΛΗΙΟΣ. Θα του αναγγείλω ταύτα, αγαπητή κυρία. Παρηγορήθητι, διότι γνωρίζω ότι η κατάστασίς σου συνεκίνησε και εκείνον, όστις επιφέρει αυτήν.
ΓΑΛΛΟΣ. Βλέπεις πόσον εύκολον είναι να την συλλάβωμεν.
(Ο Προκλήιος και οι δύο φύλακες αναβαίνουν εις τον τάφον διά κλίμακος στηριχθείσης επί του παραθύρου, καταβάντες δε έρχονται όπισθεν της Κλεοπάτρας. Τινές των φυλάκων απωθώσι τους μοχλούς ναι ανοίγουν τας θύρας).
ΓΑΛΛΟΣ. Φυλάξατέ την έως ότου έλθη ο Καίσαρ, (Εξέρχεται).
ΕΙΡΑΣ. Ω βασίλισσα!
ΧΑΡΜΙΟΝ. Ω Κλεοπάτρα! Σε συνέλαβον βασίλισσα μου.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Γρήγορα, καλαί μου χείρες, (Σύρει εγχειρίδιον).
ΠΡΟΚΛΗΙΟΣ. Στάσου, ευγενής κυρία, στάσου. (Συλλαμβάνει και αφοπλίζει αυτήν). Μη πράξης τοιαύτην αδικίαν· η παρουσία μας σου παρέχει σωτηρίαν, ουδένα δε κίνδυνον.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Πώς δεν μου επιτρέπετε ούτε τον θάνατον, όστις και τους κύνας απαλλάσσει από τα δεινά;
ΠΡΟΚΛΗΙΟΣ. Κλεοπάτρα, μη ονειδίζης την αγαθότητα του κυρίου μου καταστρέφουσα εαυτήν· άφες τον κόσμον να ίδη αυτόν εξασκούντα την γενναιοδωρίαν του, και μη εμποδίζης αυτήν διά του θανάτου σου.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Πού είσαι, θάνατε! Ελθέ, ελθέ να λάβης βασίλισσαν πολυτιμοτέραν πολλών νηπίων και επαιτών!
ΠΡΟΚΛΗΙΟΣ. Ω, ησύχασε, κυρία!
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ούτε θα φάγω, ούτε θα πίω, κύριε, αλλ' ούτε θα κοιμηθώ, αν είναι ανάγκη να προφέρω πλείονας περιττούς λόγους διακηρύττουσα την απόφασίν μου (23). Θα καταστρέψω το θνητόν τούτο οίκημα, και ας πράξη ό,τι δύναται ο Καίσαρ. Μάθε, κύριε, ότι δεν θα παρουσιασθώ με δεμένας τας χείρας εις την αυλήν του δεσπότου σου, ούτε θα υποφέρω τας επιπλήξεις των ψυχρών βλεμμάτων της ευήθους Οκταβίας. Μήπως νομίζουν ότι θα με σηκώσουν διά να με επιδείξουν εις τον φωνασκούντα όχλον της σαρκαστικής Ρώμης; Προτιμότερον να ταφώ εις τάφρον της Αιγύπτου! Προτιμότερον να κείμαι ολόγυμνος επί της ιλύος του Νείλου, και των εντόμων βορά γινομένη να καταντήσω θέαμα ειδεχθές! Ναι, προτιμότερον αι υψηλαί πυραμίδες της χώρας μου να μου χρησιμεύσουν ως αγχόνη και αλυσόδετον να με κρεμάσουν επ' αυτών!
ΠΡΟΚΛΗΙΟΣ. Είναι υπερβολικός ο τρόμος σου· ουδέν θα εύρης εις τον Καίσαρα δικαιολογούν τον φόβον σου, (Εισέρχεται ο Δολοβίλλας).
ΔΟΛΟΒΕΛΛΑΣ. Προκλήιε, γνωρίζει ο Καίσαρ τι έπραξες και σε διατάσσει
να μεταβής παρ' αυτώ· ως προς την βασίλισσαν, θα λάβω αυτήν υπό την
προστασίαν μου.

ΠΡΟΚΛΗΙΟΣ. Τούτο με ευαρεστεί πολύ, Δολοβέλλα· έσο ευγενής προς
αυτήν, (Προς την Κλεοπάτραν). Θα αναφέρω εις τον Καίσαρα ό,τι
επιθυμείς, αν θέλης να μου αναθέσης την εντολήν.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ειπέ εις αυτόν, ότι η επιθυμία μου είναι ο θάνατος.
ΔΟΛΟΒΕΛΛΑΣ. Ήκουσες περί εμού, ευγενεστάτη αυτοκράτειρα.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Δεν δύναμαι να είπω.
ΔΟΛΟΒΕΛΛΑΣ. Βεβαίως με γνωρίζεις.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Δεν ωφελεί, κύριε, αν σε γνωρίζω, ή ήκουσα περί σου. Γελάς όταν ακούης παιδία ή μητέρας διηγουμένας τα όνειρά των. Δεν έχεις αυτήν την συνήθειαν;
ΔΟΛΟΒΕΛΛΑΣ. Δεν εννοώ, κυρία.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Είδον καθ' ύπνον ότι υπήρχεν αυτοκράτωρ ονομαζόμενος Αντώνιος. — Ω! εάν ηδυνάμην να παραδοθώ και πάλιν εις τας αγκάλας τοιούτου ύπνου διά να δυνηθώ να ίδω παρόμοιον άνδρα!
ΔΟΛΟΒΕΛΛΑΣ. Επίτρεψέ μου, κυρία…
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Το πρόσωπόν του ήτον ως ο ουρανός· επ' αυτού ήσαν προσκεκολημένοι ο ήλιος και η σελήνη, οίτινες περιστρεφόμενοι, εφώτιζον το μικρόν τούτο Ο, την γην.
ΔΟΛΟΒΕΛΛΑΣ. Μεγαλειοτάτη….
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Αι κνήμαι του διεσκέλιζον τον Ωκεανόν, ο βραχίων αυτού υψούμενος εσκέπαζε τον κόσμον· όταν ωμίλει εις φίλους, η φωνή του ήτο μελωδική ως εναρμόνιος σφαίρα, αλλ' όταν ήθελε να εκφοβίση και συνταράξη την οικουμένην, ωμοίαζε προς κρότον βροντής. Η γενναιοδωρία του δεν είχε χειμώνα, ήτο διαρκής ώρα συγκομιδής, της οποίας η ευφορία ηύξανε περισσότερον διά του θερισμού. Αι διασκεδάσεις του ωμοίαζον προς τας του δελφίνος, ανασκιρτώντος εις την επιφάνειαν της θαλάσσης. Την συνοδείαν του απετέλουν βασιλείς και ηγεμόνες, Βασιλεία και νήσοι ήσαν ως νομίσματα, εκβαλλόμενα εκ του θυλακίου του.
ΔΟΛΟΒΕΛΛΑΣ. Κλεοπάτρα…
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Νομίζεις ότι υπήρξεν, ή ότι είναι δυνατόν να υπάρξη τοιούτος άνθρωπος ως εκείνος τον οποίον εγώ είδον καθ' ύπνον;
ΔΟΛΟΒΕΛΛΑΣ. Όχι, ευγενής δέσποινα.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ψεύδεσαι, και σε ακούουν οι θεοί. Αλλ' αν υπάρχη, ή υπήρξε ποτέ τοιούτος, τούτο υπερβαίνει την δύναμιν του ονείρου· δεν έχει αρκετήν ύλην η φύσις όπως διαγωνισθή προς την φαντασίαν εις τα παράδοξα ταύτα ινδάλματα· και όμως, το να φαντασθή τις ένα Αντώνιον, θα ήτο τεχνούργημα της φύσεως, κατά πολύ ανώτερον των φανταστικών ινδαλμάτων.
ΔΟΛΟΒΕΛΛΑΣ. Άκουσέ με, κυρία. Η συμφορά την οποίαν υπέστης είναι μεγάλη ως συ, ανάλογος δε προς αυτήν και η λύπη σου. Να μην ίδω ποτέ την εκπλήρωσιν των σχεδίων μου, αν εκ συμπαθείας δεν αισθάνομαι λύπην εγκάρδιον.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ευχαριστώ, κύριε. Γνωρίζεις τι σκέπτεται να με κάμη ο
Καίσαρ;

ΔΟΛΟΒΕΛΛΑΣ. Αισθάνομαι αποστροφήν ν' αναγγείλω εκείνο το οποίον
άλλως επεθύμουν να μάθης.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ειπέ το σε παρακαλώ, κύριε.
ΔΟΛΟΒΕΛΛΑΣ. Μολονότι είναι γενναιόφρων…
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Θα με επιδείξη ως τρόπαιον της νίκης του;
ΔΟΛΟΒΕΛΛΑΣ. Ναι, κυρία, το γνωρίζω. (Φωναί έξωθεν: Σταθήτε μακράν, ο Καίσαρ). (Εισέρχεται ο Καίσαρ, ο Γάλλος, ο Προκλήιος, ο Μαικήνας, ο Σέλευκος και υπηρέται).
ΚΑΙΣΑΡ. Πού είναι η βασίλισσα της Αιγύπτου;
ΔΟΛΟΒΕΛΛΑΣ. Ο αυτοκράτωρ, κυρία. (Η Κλεοπάτρα γονατίζει).
ΚΑΙΣΑΡ. Εγέρθητι, μη γονατίζης. Εγέρθητι, σε παρακαλώ, εγέρθητι,
βασίλισσα της Αιγύπτου.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Τοιούτον είναι, αυτοκράτορ, το θέλημα των θεών. Οφείλω να
υπακούσω εις τον δεσπότην και κύριόν μου.

ΚΑΙΣΑΡ. Μη ανησύχει· την ανάμνησιν των προς ημάς ύβρεών σου, καίτοι
γεγραμμένην διά του αίματός μας, θέλομεν θεωρή ως τυχαίον συμβάν.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Απόλυτε κύριε του κόσμου· δεν δύναμαι να συνηγορήσω αρκετά υπέρ εμού, προς δικαιολόγησίν μου, αλλ' ομολογώ, ότι υπέπεσα και εγώ εις τας αδυναμίας εκείνας, αίτινες κατήσχυναν πολλάκις το ημέτερον φύλον.
ΚΑΙΣΑΡ. Μάθε, Κλεοπάτρα, ότι είμεθα διατεθειμένοι να συγχωρήσωμεν μάλλον ή να τιμωρήσωμεν. Αν αφεθής εις ημάς — οίτινες διακείμεθα λίαν ευμενώς προς σε — θα ωφεληθής εκ της αλλαγής ταύτης· αλλ' αν ζητήσης να μοι προσάψης σκληρότητα, ακολουθούσα το παράδειγμα του Αντωνίου, θα αποβάλης την ημετέραν ευμένειαν, και θα επιφέρης τον όλεθρον των τέκνων σου, εκ του οποίου θα προφυλάξω αυτά, αν επ' εμέ στηρίξης τας ελπίδας σου. Σε προσκυνώ.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Δύνασαι να διέλθης τον κόσμον, διότι όλος είναι εις την
εξουσίαν σου, ημείς δε, θυρεοί και σύμβολα της νίκης σου, θ'
αναρτηθώμεν εις οιονδήποτε μέρος θελήσης. Λάβε αυτό, αυτοκράτορ.
(Τω εγχειρίζει σημείωσιν).

ΚΑΙΣΑΡ. Συ θα με συμβουλεύης εις ό,τι αφορά εις την Κλεοπάτραν.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Είναι η σημείωσις των χρημάτων, των σκευών, και κοσμημάτων, τα οποία έχω· είναι ακριβώς καταγεγραμμένα, εκτός ολίγων ασημάντων πραγμάτων. — Πού είναι ο Σέλευκος;
ΣΕΛΕΥΚΟΣ. Εδώ, κυρία.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Είναι ο θησαυροφύλαξ μου. Ας είπη, αυτοκράτορ, επί ιδίω
κινδύνω, εάν εκράτησά τι διά τον εαυτόν μου. Ειπέ την αλήθειαν.

ΣΕΛΕΥΚΟΣ. Θα προετίμων να σφραγίσω τα χείλη μου, παρά με κίνδυνόν
μου να είπω ό,τι δεν είναι αληθές.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Τι εκράτησα;
ΣΕΛΕΥΚΟΣ. Τοσαύτα, όσα είναι ικανά να εξαγοράσουν όσα εφανέρωσες.
ΚΑΙΣΑΡ. Μην ερυθριάς, Κλεοπάτρα· επιδοκιμάζω την σύνεσίν σου εις την πράξιν ταύτην.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ιδέ, Καίσαρ! ω παρατήρησε πώς παρακολουθείται το μεγαλείον! Μετ' ολίγον οι άνθρωποί μου θα είναι ιδικοί σου, αλλ' αν επρόκειτο ν' αλλάξωμεν τύχας, οι ιδικοί σου θα ήρχοντο μετ' εμού. Με εξαγριώνει η αχαριστία του Σελεύκου τούτου. Δούλε άπιστε ως μισθωτός έρως. Α, υποχωρείς ματαίως, διότι σου εγγυώμαι ότι θα συλλάβω τους οφθαλμούς σου, και πτέρυγας αν είχον. Δούλε, άψυχε, κακούργε, σκύλε, τέρας χαμερπείας.
ΚΑΙΣΑΡ. Επίτρεψέ μου, βασίλισσα.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Δεν είναι δεινόν όνειδος δι' εμέ, ω Καίσαρ, συ μεν να καταδεχθής να με τιμήσης εν τη ταπεινώσει μου ταύτη, ο δε υπηρέτης μου να επαυξήση τας συμφοράς μου διά του φθόνου του; Αλλ' ας παραδεχθώμεν, γενναίε Καίσαρ, ότι εφύλαξα ευτελή τινα γυναικεία κοσμήματα ή ασήμαντα αθυρμάτια, εξ εκείνων τα όποια δίδομεν εις στενούς φίλους· ας παραδεχθώμεν ότι εφύλαξα και πολυτιμότερα ακόμη διά να τα προσφέρω εις την Λιβίαν και την Οκταβίαν, και παρακινήσω αυτάς να μεσιτεύσωσιν υπέρ εμού· πρέπει διά τούτο να καταγγελθώ υπό του ανθρώπου εκείνου, τον οποίον διέθρεψα; Ω θεοί! Τούτο μου είναι οδυνηρότερον και της πτώσεώς μου. (Προς τον Σέλευκον). Φύγε, σε παρακαλώ, μη οι σπινθήρες του πνεύματός μου αναπηδήσωσιν εκ της τέφρας της δυστυχίας μου. Αν ήσο άνθρωπος θα με συνεπάθεις.
ΚΑΙΣΑΡ. Έξελθε, Σέλευκε, (Εξέρχεται ο Σέλευκος).
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ας μάθη ο κόσμος ότι ημείς οι μεγάλοι κατηγορούμεθα πάντοτε διά τας πράξεις των άλλων, και ότι πίπτοντες γινόμεθα αυτοπροσώπως υπεύθυνοι διά τα σφάλματα αυτών! Είμεθα τωόντι άξιοι οίκτου!
ΚΑΙΣΑΡ. Κλεοπάτρα, δεν συμπεριελάβομεν μεταξύ των κατακτηθέντων ούτε όσα εφύλαξες, ούτε όσα εφανέρωσες· πάντα ταύτα είναι ιδικά σου και διάθεσε αυτά κατ' αρέσκειαν· πίστευσον δε ότι ο Καίσαρ δεν είναι έμπορος διά να συναλλαγή μετά σου περί πραγμάτων πωλουμένων εις την αγοράν· παρηγορήθητι λοιπόν, και μη αφίεσαι εις αλλοκότους φόβους· όχι, αγαπητή βασίλισσα, διότι προτιθέμεθα να φροντίσωμεν περί σου καθ' οιονδήποτε τρόπον συμβουλεύσης η ιδία. Φάγε λοιπόν και κοιμήσου. Τοιαύτη είναι η περί σου μέριμνα ημών και συμπάθεια, ώστε θα είμεθα πάντοτε φίλοι σου. Χαίρε.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Κύριέ μου, δέσποτα!
ΚΑΙΣΑΡ. Όχι τοιούτον τίτλον. Χαίρε. (Εξέρχεται ο Καίσαρ μετά της συνοδείας του).
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Με κολακεύει, κόραι μου, με κολακεύει διά να βαυκαλίση το φρόνημά μου, αλλ' άκουσε, Χάρμιον, (Ψιθυρίζει εις το ους της Χαρμίον).
ΕΙΡΑΣ. Ετελείωσαν όλα, κυρία. Επέρασεν η λαμπρά ημέρα και μας
έρχεται σκότος.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Πήγαινε ταχέως· έδωκα ήδη διαταγάς, και όλα είναι έτοιμα·
πήγαινε να είπης να σπεύσουν.

ΧΑΡΜΙΟΝ. Πηγαίνω, κυρία. (Εισέρχεται πάλιν ο Δολοβέλλας).
ΔΟΛΟΒΕΛΛΑΣ. Πού είναι η βασίλισσα;
ΧΑΡΜΙΟΝ. Να την, κύριε. (Εξέρχεται η Χάρμιον).
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Δολοβέλλα.
ΔΟΛΟΒΕΛΛΑΣ. Συμφώνως προς τον όρκον τον οποίον ώμοσα κατά διαταγήν σου, και τον οποίον η προ σε αγάπη μου μού επιβάλλει να τηρήσω μετά θρησκευτικής ευλαβείας, σου αναγγέλλω ότι ο Καίσαρ θα αναχωρήση διά της Συρίας, και ότι μετά τρεις ημέρας θα σε προαποστείλη μετά των τέκνων σου. Ωφελήθητι όσω δύνασαι πλειότερον εκ της αγγελίας ταύτης. Εξεπλήρωσα την επιθυμίαν σου και την υπόσχεσίν μου.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Σου είμαι υπόχρεως, Δολοβέλλα.
ΔΟΛΟΒΕΛΛΑΣ. Και εγώ δούλος σου. Χαίρε, αγαπητή βασίλισσα. Πρέπει να συνοδεύσω τον Καίσαρα.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Χαίρε. Σε ευχαριστώ, (Εξέρχεται ο Δολοβέλλας). Τι φρονείς τώρα, Ειράς; Αιγυπτιακόν νευρόσπαστον θα επιδεικνύεσαι εις Ρώμην όπως κ' εγώ. Τεχνίται βάναυσοι με στάθμην και σφυρίον εις τας χείρας θα μας σηκώνουν διά να μας βλέπη το πλήθος, και βυθισμένοι εις την πνιγηράν ατμόσφαιραν της αναπνοής των, δυσώδους ως εκ της ακαθάρτου τροφής των, θ' αναγκαζώμεθα ν' αναπνέωμεν τας αναθυμιάσεις ταύτας.
ΕΙΡΑΣ. Ο θεός φυλάξοι!
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Και όμως είναι βεβαιότατον, Ειράς. Ραβδούχοι αναιδείς θα μας μεταχειρισθώσιν ως εταίρας· αγενείς στιχουργοί θα μας ψάλωσι παράφωνα άσματα· ευφυείς κωμωδοποιοί θα μας αναβιβάσωσιν αυτοσχεδίως επί της σκηνής, και θα παριστάνωσι τα αλεξανδρινά ημών συμπόσια. Ο Αντώνιος θα εμφανισθή οινοβαρής, εγώ δε θα ίδω νεανίσκον τινά παρωδούντα το μεγαλείον μου εν τη στυγνή αυτού φωνή, και ως πόρνην παριστάνοντα την Κλεοπάτραν.
ΕΙΡΑΣ. Ω θεοί!
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Είναι βεβαιότατον.
ΕΙΡΑΣ. Ποτέ δεν θα το ιδώ, διότι είμαι βεβαία ότι τα νύχια μου είναι δυνατώτερα από τα μάτια μου.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Είναι ο μόνος τρόπος του να ματαιώσωμεν τας προπαρασκευάς των, και να καταστρέψωμεν τα παραλογώτατα σχέδιά των. (Εισέρχεται η Χάρμιον). — Λοιπόν, Χάρμιον; Στολίσατέ με ως βασίλισσαν, γυναίκες μου. Φέρετε τα ωραιότερά μου ενδύματα. — Θα μεταβώ και πάλιν εις τον Κύδνον προς συνάντησιν του Αντωνίου. — Έλα, πήγαινε, Ειράς. —Τώρα πρέπει να τελειώσωμεν πλέον, γενναία μου Χάρμιον· αφού δε μου προσφέρης και την υπηρεσίαν ταύτην, θα σε αφήσω ελευθέραν να διασκεδάσης μέχρι συντελείας του κόσμου. Φέρετε το στέμμα, τα πάντα. Πόθεν ο κρότος ούτος; (Εξέρχεται η Ειράς. (Ακούεται κρότος έξωθεν). Εισέρχεται φύλαξ).
ΦΥΛΑΞ. Ένας χωρικός επιμένει να παρουσιασθή ενώπιον της Μεγαλειότητός σου. Σου φέρει σύκα.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ας εισέλθη, (Εξέρχεται ο φύλαξ). Πόσον γενναίαν πράξιν δύναται να πράξη ελάχιστον εργαλείον! Μου φέρει την ελευθερίαν. Ελήφθη η απόφασίς μου, και ουδέν γυναικείον υπάρχει επ' εμού. Τώρα είμαι άκαμπτος ως μάρμαρον από κεφαλής μέχρι ποδών. Δεν είναι πλέον πλανήτης μου η άστατος σελήνη. (Εισέρχεται πάλιν ο φύλαξ μετά του Γελωτοποιού φέροντος κάλαθον).
ΦΥΛΑΞ. Αυτός είναι.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Έξελθε και άφησέ τον, (Εξέρχεται ο φύλαξ). Μήπως έχης
εκεί τον εύμορφον εκείνον σκώληκα του Νείλου, ο οποίος φονεύει
χωρίς να προξενή πόνον;

ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΟΣ. Μάλιστα, τον έχω, αλλά δεν θα σε συνεβούλευα ποτέ να
τον εγγίξης, διότι το δάγκαμά του είναι αθάνατον ουδέποτε ή σπανίως
αναλαμβάνουν όσοι αποθνήσκουν απ' αυτό.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ενθυμείσαι κανένα να απέθανεν απ' αυτό;
ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΟΣ. Πολλούς και άνδρας και γυναίκας. Χθες ακόμη ήκουσα για μια· μια τίμια γυναίκα, αλλά ολίγον ψεύτρα, πράγμα το οποίον δεν έπρεπε να κάνη τίμια γυναίκα, εκτός μόνον με τρόπον τίμιον· έλεγαν λοιπόν πώς απέθανε, τι πόνους ησθάνθη, και μα την αλήθειαν παρίστανε το φίδι πολύ καλά, αλλά όποιος πιστεύη όλα όσα λέγουν αυτές, δεν θα γλυτώση αν κάμη τα μισά απ' όσα κάνουν. Το βέβαιον είναι ότι το σκουλήκι είναι πολύ παράδοξο (24).
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Φύγε τώρα απ' εδώ· χαίρε.
ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΟΣ. Εύχομαι να ευχαριστηθής πολύ από το φίδι. (O Γελωτοποιός εναποθέτει το κάνιστρον).
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Χαίρε.
ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΟΣ. Πρέπει να μη λησμονής, ότι το φίδι θα ενεργήση σύμφωνα με το φυσικό του.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ναι, ναι· χαίρε.
ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΟΣ. Μάθε ότι μόνον εις φρονίμους ανθρώπους πρέπει να εμπιστεύεται κανείς το φίδι, διότι, μα την αλήθειαν, δεν έχει μεγάλην καλωσύνην.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Μη σε μέλει, θα φροντίσωμεν.
ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΟΣ. Πολύ καλά· μη του δώσης τίποτε να φάγη, σε παρακαλώ, διότι δεν είναι άξιο να το θρέψης.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Θα με φάγη;
ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΟΣ. Μη με νομίζης τόσω κουτό, ώστε να μη γνωρίζω ότι ούτε διάβολος δεν μπορεί να φάγη γυναίκα· γνωρίζω ότι η γυναίκα είναι φαγητό για τους θεούς, όταν δεν το μαγειρεύη ο διάβολος. Αλλά, μα την αλήθεια, αυτοί οι παραλυμένοι διάβολοι κάμνουν πολύ κακό εις τας γυναίκας των θεών, διότι αν οι θεοί κάμουν δέκα, οι δαίμονες χαλούν τα πέντε.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Καλά, πήγαινε, χαίρε.
ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΟΣ. Ναι, μα την πίστι μου· σου εύχομαι να περάσης καλά με το φίδι, (Εισέρχεται η Ειράς φέρουσα εσθήτα, στέμμα κτλ.).
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Δος μου το φόρεμά μου· φόρεσέ μου το στέμμα μου. Αισθάνομαι εν εμοί πόθον αθανασίας. Δεν θα υγράνη πλέον τα χείλη μου ο χυμός των σταφυλών της Αιγύπτου. — Σπεύσον, σπεύσον, καλή μου Ειράς· γρήγορα. Μου φαίνεται ότι ακούω τον Αντώνιον να με φωνάζη· τον βλέπω εγειρόμενον διά να επαινέση την ευγενή μου πράξιν· τον ακούω σκώπτοντα την ευτυχίαν του Καίσαρος, ευτυχίαν ην οι θεοί παρέχουσιν εις τους ανθρώπους προς αποζημίωσιν των κακών όσα η οργή αυτών τοις προξενεί βραδύτερον. Έρχομαι, σύζυγε. Ας αποδείξω τώρα διά του θάρρους μου τα επί του τίτλου τούτου δικαιώματά μου! Πυρ είμαι τώρα και αήρ· αφήνω εις χαμερπεστέρας υπάρξεις τα λοιπά στοιχεία του σώματος. — Καλά. — Ετελείωσες; Ελθέ λοιπόν, ελθέ να λάβης την τελευταίαν θερμότητα των χειλέων μου. Χαίρε, καλή μου Χάρμιον. — Χαίρε πάντοτε, Ειράς, (Φιλεί αυτάς. Η Ειράς πίπτει και αποθνήσκει). Μήπως έχω την ασπίδα εις τα χείλη μου; Πώς! πίπτεις; Αν τόσον ησύχως χωρίζεσαι από την φύσιν, το κτύπημα του θανάτου είναι ως τσίμπημα εραστού, το οποίον είναι επιθυμητόν, μολονότι προξενεί πόνο. Πώς! μένεις ακίνητος; Αν ούτω πως εξαφανίζεσαι, λέγεις εις τον κόσμον ότι δεν αξίζει τον κόπον ούτε να τον αποχαιρετήση τις.
ΧΑΡΜΙΟΝ. Ξέσπασε, σύννεφο πυκνό, και βρέξε, διά να ημπορέσω να ειπώ ότι κλαίουν και οι θεοί αυτοί!
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Τούτο με καταισχύνει. Αν αύτη συναντήση πρώτη τον βοστρυχώδη Αντώνιον, θα την ερωτήση περί εμού, και θα της δώση το φίλημα εκείνο, το οποίον είναι ως άλλος ουρανός δι' εμέ. (Προς την ασπίδα ην θέτει επί του στήθους). Έλα καϋμένε ανθρωποκτόνε. Λύσε παρευθύς με τους οξείς οδόντας σου τον περιπλεγμένον τούτον δεσμόν του βίου. Οργίσου και σπεύσον, κοντέ φαρμακερέ. Είθε να ηδύνασο να ομιλής, και να σε ήκουον να ονομάζης τον μέγαν Καίσαρα αγροίκον όνον!
ΧΑΡΜΙΟΝ. Ω άστρον της ανατολής!
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Σιωπή, σιωπή! Δεν βλέπεις ότι το βρέφος μου, το οποίον έχω εις το στήθος, θηλάζει την τροφόν διά να την αποκοιμήση;
ΧΑΡΜΙΟΝ. Ας δοθή τέλος, ας δοθή!
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ηδύ ως βάλσαμσν, γλυκύ ως αύρα, τερπνόν ως… Ω Αντώνιε! — Έλα και συ, έλα. (Θέτει άλλην ασπίδα επί του βραχίονος). Διατί να βραδύνω; (Πίπτει επί της κλίνης και αποθνήσκει).
ΧΑΡΜΙΟΝ. Εις τον άθλιον τούτον κόσμον; Χαίρε λοιπόν! — Καυχήσου τώρα θάνατε! Την ωραιοτέραν γυναίκα του κόσμου έχεις εις την εξουσίαν σου. — Κλεισθήτε ωραία βλέφαρα, και ας μη ιδούν ποτέ τον χρυσούν Φοίβον βασιλικώτερα μάτια! Είναι στραβά το στέμμα σου· θα το διορθώσω, και έπειτα θα διασκεδάσω. (Εισέρχεται δρομαίος ο φύλαξ).
Α’. ΦΥΛΑΞ. Πού είναι η βασίλισσα;
ΧΑΡΜΙΟΝ. Σιγά, σιγά μη την ξυπνήσης.
Α’. ΦΥΛΑΞ. Ο Καίσαρ έπεμψε —
ΧΑΡΜΙΟΝ. Πολύ αργός ταχυδρόμος. (Θέτει την ασπίδα). Έλα γρήγορα· μόλις σε αισθάνομαι.
Α’. ΦΥΛΑΞ. Πλησιάσατε! Δεν τα βλέπω καλά. Ηπατήθη ο Καίσαρ.
Β’. ΦΥΛΑΞ. Ήλθεν ο Δολοβέλλας εκ μέρους του Καίσαρος· φωνάξατέ τον.
Α’. ΦΥΛΑΞ. Τι είν' αυτά; Είναι καλά αυτά, Χάρμιον;
ΧΑΡΜΙΟΝ. Πολύ καλά και αρμόζοντα εις βασίλισσαν, η οποία κατάγεται από τόσους μεγάλους βασιλείς. Αχ, στρατιώτη. (Αποθνήσκει).
(Εισέρχεται ο Δολοβέλλας)
ΔΟΛΟΒΕΛΛΑΣ. Τι συμβαίνει εδώ;
Β’. ΦΥΛΑΞ. Όλαι απέθανον.
ΔΟΛΟΒΕΛΛΑΣ. Ασφαλώς προείδες, Καίσαρ. Έρχεσαι να ίδης την εκτέλεσιν της φοβεράς εκείνης πράξεως, την οποίαν προσεπάθεις τόσω να εμποδίσης. (Φωναί έξωθεν: ο Καίσαρ, ο Καίσαρ. Σταθήτε μακράν. (Εισέρχεται ο Καίσαρ μετά της συνοδείας του). Είσαι μάντις αψευδής, Καίσαρ· έγινεν ό,τι εφοβείσο.
ΚΑΙΣΑΡ. Γενναιοτάτη μέχρι τέλους· ενόησε τα σχέδια μας και ως βασίλισσα υπερήφανος εξέλεξε μόνη τον θάνατόν της. — Τίνι τρόπω απέθανον; Δεν βλέπω αίμα επ' αυτών.
ΔΟΛΟΒΕΛΛΑΣ. Ποίος ήτο τελευταίος μαζί των;
Α’. ΦΥΛΑΞ. Ένας χωρικός ο οποίος της έφερε σύκα. Να το καλάθι.
ΚΑΙΣΑΡ. Λοιπόν εδηλητηριάσθησαν;
Α’. ΦΥΛΑΞ. Η Χάρμιον αυτή, Καίσαρ, έζη προ ολίγων ακόμη στιγμών ήτον ορθία και ωμίλει· εύρον αυτήν διορθώνουσαν το διάδημα της νεκράς κυρίας της· έπειτα ήρχισε να τρέμη και παρευθύς έπεσεν.
ΚΑΙΣΑΡ. Οποία ευγενής αδυναμία! Αν είχον καταπίη δηλητήριον, θα εφαίνετο από κάποιαν εξοίδησιν αλλ' αύτη φαίνεται ως κοιμωμένη, και οιονεί θέλουσα να συλλάβη άλλον Αντώνιον διά της ακατασχέτου αυτής χάριτος.
ΔΟΛΟΒΕΛΛΑΣ. Επί του στήθους υπάρχει κηλίς αίματος, και μικρόν εξοίδημα· το αυτό παρατηρείται επί του βραχίονος.
ΦΥΛΑΞ. Είναι ίχνος ασπίδος, αυτά δε τα φύλλα των σύκων φέρουν τον σίαλον εκείνον, τον οποίον αφήνουν αι ασπίδες εις τα υπόγεια του Νείλου.
ΚΑΙΣΑΡ. Είναι πολύ πιθανόν να απέθανε διά του τρόπου τούτου, διότι ο ιατρός της μου είπεν ότι είχε κάμη απείρους ερεύνας ως προς τον ευκολώτερον τρόπον του θανάτου. — Σηκώσατε την κλίνην της, και φέρετε τας γυναίκας της έξω του τάφου. — Θα ενταφιασθή πλησίον του Αντωνίου της. Ουδείς επί γης τάφος θα εγκλείη ονομαστότερον ζεύγος. Γεγονότα τόσω σπουδαία καταπλήττουσι και τους αυτουργούς αυτών ο δε οίκτος τον οποίον εμπνέει η αφήγησις αυτών, δεν είναι κατώτερος της δόξης εκείνου ο οποίος κατέστησε το τέλος αυτών αξιοθρήνητον. Ο στρατός ημών θα ακολουθήση μετά πομπής την κηδείαν ταύτην, και είτα θα επανέλθωμεν εις Ρώμην. Ελθέ, Δολοβέλλα· φρόντισε, ώστε να τελεσθή μετά πολλής τάξεως η μεγάλη αύτη τελετή. (Εξέρχονται).

ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΔΡΑΜΑΤΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου