Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2012

ΣΑΙΚΣΠΕΙΡΟΥ: ΑΜΛΕΤΟΣ

ΣΑΙΚΣΠΕΙΡΟΥ: ΑΜΛΕΤΟΣ
FREE photo hosting by Fih.grΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
Η παρούσα έκδοση της μετάφρασης του σαιξπηρικού «και κάτι, ανασύρει από την αφάνεια και καθιστά προσιτό ένα ξεχασμένο αλλά πολύ σημαντικό κείμενο των ελληνικών γραμμάτων, το οποίο για πολλά χρόνια επιζούσε μόνο ως βιβλιογραφικό λήμμα ή ως δευτερογενής αναφορά στα γραπτά κάποιων μελετητών. Η έκδοση του 2000 ξαναφέρνει στη ζωή ακέραιο το πόνημα του Πολυλά χωρίς καμία απολύτως παρέμβαση, πλαισιωμένο όμως από δύο επιπλέον κριτικά κείμενα: το εκτενές δοκίμιο του Δημήτρη Πολυχρονάκη, σύγχρονου μελετητή του Πολυλά, και το «Κριτικαί παρατηρήσεις περί της μεταφράσεως του Αμλέτου» του Γεωργίου Καλοσγούρου. Με την προσθήκη των δύο αυτών κειμένων στην αρχή και στο τέλος του βιβλίου αντίστοιχα, το πρωτότυπο τοποθετείται μέσα σε ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον ερμηνευτικό πλαίσιο, όπου από δύο διαφορετικές κριτικές οπτικές σχολιάζονται οι γλωσσικές, μετρικές και θεωρητικές επιλογές του μεταφραστικού επιτεύγματος του Πολυλά.
(Ολόκληρο το βιβλίο σε απλό κείμενο).
Σαίξπηρ

ΑΜΛΕΤΟΣ

ΤΡΑΓΩΔΙΑ

ΣΑΙΚΣΠΕΙΡΟΥ

ΕΜΜΕΤΡΟΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ ΙΑΚΩΒΟΥ ΠΟΛΥΛΑ
ΜΕ ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΑΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ ΕΚ ΤΟΥ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟΥ ΑΔΕΛΦΩΝ ΠΕΡΡΗ

Όσοι λάβουν τον κόπον να κρίνουν το προκείμενον φιλολογικόν έργον δεν θα δυσαρεστηθούν εάν προτάξωμεν ολίγας συντόμους εξηγήσεις ιδίως ως προς το γλωσσικόν μας σύστημα.
Ανήκομεν απ' αρχής εις την σχολήν, η οποία πρεσβεύει ότι η γραπτή γλώσσα, δια να εκπληρώση τον προορισμόν της, δεν πρέπει να διαφέρη ουσιωδώς από την κοινώς ομιλουμένην· και εις αυτήν την αρχαίαν πεποίθησίν μας εμμένομεν αφού βλέπομεν ότι η δημοτική γλώσσα, η οποία προ πολλού είχε εγκαταλειφθή εις την ορφανίαν της, ήδη με αυτόματον δύναμιν επεβλήθη εις τα ποιητικά πνεύματα τόσον γενικώς ώστε ήδη αφαίρεσε από την σχολαστικότητα την επικράτειαν του αισθήματος και της φαντασίας, είναι δε πιθανόν ότι, αν λάβη την απαιτουμένην διάπλασιν, θέλει αποβάλη την συστηματικήν γλώσσαν των λογίων, την καθαρεύουσαν, και από την επικράτειαν του λόγου.Τοιαύτην του γλωσσικού ζητήματος λύσιν δυνάμεθα ευλόγως να προΐδωμεν στηριζόμενοι εις ό,τι συνέβη εις όλα τα έθνη, όσα κατώρθωσαν να μορφώσουν γλώσσαν φιλολογικήν· και αυτού η ομιλούμενη γλώσσα, περιωρισμένη κατ' αρχάς εις τα έργα της φαντασίας, εις τα πονήματα, εις τα μυθιστορικά διηγήματα και εις τας απλάς χρονογραφίας, άμα έφθασεν εις ανδρικήν ηλικίαν, έγινε ικανή να αντικατασταθή εις την λατινικήν, η οποία εθεωρείτο η μόνη γλώσσα κατάλληλος δια επιστημονικά θέματα.
Αλλά η ρύθμισις της γλώσσης εις όργανον κανονικόν και διαφανές γενικής ζωντανής συνεννοήσεως, με άλλας λέξεις η μετάβασις από την φύσιν εις την τέχνην, δεν είναι έργον ατόμων, ούτε μιας μόνης γενεάς, ούτε είναι εξαγόμενον ξηράς θεωρίας· η αληθώς εθνική γλώσσα υποθέτει μεγάλα εθνικά κέντρα, εις τα οποία της φιλολογικής διαμορφώσεως προηγήθη ήδη η κοινωνική διοργάνωσις, και όπου συμπεριλαμβάνονται και συναρμολογούνται βαθμηδόν τα διάφορα συστατικά της κοινωνίας στοιχεία, εις τρόπον ώστε να μη αφίνεται να ενεργή μονομερώς ο κανονιστικός νους, αλλά να συμπράττουν συγχρόνως όλαι αι πνευματικαί δυνάμεις και να συμβάλλουν εις τον πλουτισμόν της γλώσσης όλα τα ηθικά κεφάλαια. Από τοιαύτα έμψυχα κέντρα εμπνέεται το πνεύμα και η καλαισθησία των δημιουργών συγγραφέων, και αυτοί πάλιν με τα πλάσματά των επενεργούν εις εκείνα, ώστε από αυτήν την αμοιβαίαν εργασίαν γεννάται μία ομοιόμορφος γλώσσα προωρισμένη να ήναι ο προφορικός άμα και ο γραπτός λόγος ολοκλήρου του έθνους.
Εις την Ελλάδα συνέβη η πνευματική αναγέννησις να προδράμη της κοινωνικής αναπλάσεως· και ενώ δεν υπήρχε κέντρον αρκετά περιεκτικόν και σπουδαίον, ώστε να χρησιμεύση ως χωνευτήριον, από το οποίον καθαριζόμενος ο προφορικός λόγος θα έφθανεν εις ενότητα οργανικήν, η ολιγαρχία του πνεύματος προσέφυγεν εξ ανάγκης εις τεχνητήν μέθοδον διαμορφώσεως· επήραμεν, ως αναφαίρετον ιδικήν μας κληρονομίαν, ολόκληρον την αρχαίαν γραμματικήν και όλον αδιακρίτως το λεκτικόν της αρχαίας Ελληνικής και κατεδικάσαμεν εις θάνατον όλους σχεδόν τους τύπους της νεωτέρας, ως λείψανα της δουλείας και της εθνικής ταπεινώσεως.
Από την σχολαστικήν εργασίαν ο προφορικός λόγος έπαθεν ήδη μεταβολήν, η οποία, κανονικωτέρα μέσα εις την τάξιν των λογίων,εξαπλόνεται, αν και με πολλήν ανωμαλίαν, και μέσα εις τον καθολικώτερον κοινωνικόν κύκλον. Το πραγματικόν τούτο φαινόμενον οι μεν φίλοι του δημοτικού ιδιώματος δεν πρέπει να παραβλέψουν, οι δε οπαδοί της καθαρευούσης δεν πρέπει να το θεωρήσουν ως απόδειξιν της επιτυχίας του συστήματός των· η αλλοίωσις είναι απλώς εξωτερική, εις τους καταληκτικούς τύπους και εις το λεκτικόν, και έχει τα φυσικά της όρια· ο ουσιώδης χαρακτήρ της νεωτέρας γλώσσης ούτε εξηλείφθη ούτε είναι δυνατόν να εξαλειφθή, εάν είναι αληθές ότι ο γλωσσικός χαρακτήρ δεν συνίσταται τόσον εις τους τύπους, οι οποίοι από διάφορα αίτια και αφορμάς ευκόλως μεταβάλλονται, όσον εις την σύνταξιν, δηλαδή εις τον εσωτερικόν οργανισμόν, ο οποίος εκφράζει τον ενδιάθετον λόγον και αποτελεί αυτό το πνεύμα του έθνους. Ο προφορικός λόγος των αρχαίων Ελλήνων, όπως εκρυσταλλοποιήθη εις τα συγγράμματα, ήταν εις το άκρον συνθετικός,τόσον ώστε καμμία γλώσσα, ουδέ αυτή η λατινική, δεν είναι αρκετή να τον αποδώση· ο προφορικός λόγος των νεωτέρων Ελλήνων, καθώς των άλλων νεωτέρων εθνών, είναι κατ' εξοχήν αναλυτικός, δηλαδή εις τοιαύτην αντίθεσιν προς τον αρχαίον, ώστε η σχολαστικότης, όσον και αν αγωνίζεται, δεν θα δυνηθή να του αφαιρέση ποτέ την αληθή του υπόστασιν και να την μετασχηματίση εις την ανωτάτην συνθετικήν μορφήν.
Εάν αι σκέψεις μας απορρέουν, ως νομίζομεν, από την πραγματικήν σημερινήν κατάστασιν της γλώσσης, ελπίζομεν ότι η μέθοδος την οποίαν παραδεχόμεθα δεν θέλει αποδοθή εις ιδιοτροπίαν. Εις τον έμμετρον λόγον, καθώς ήδη επράξαμεν εις την Μετάφρασίν μας της Οδυσσείας, αποκλείομεν τόπους τινάς και ακρωτηριασμούς, οι οποίοι και εις αυτήν την δημοτικήν γλώσσαν είτε έπεσαν ήδη είτε είναι προωρισμένοι να πέσουν· την πεζογραφίαν μας ηναγκάσθημεν να συμμορφώσωμεν προς τον συνήθη προφορικόν λόγον των πεπαιδευμένων,αλλά χωρίς να υπερβώμεν τα όρια, τα οποία διαγράφει ο ουσιώδης χαρακτήρ της νεωτέρας γλώσσης. Τοιαύτη μέθοδος, εάν εφηρμόζετο από δεξιάς χείρας, θα ημπορούσε να εξαλείψη βαθμηδόν την απέραντον διαφοράν η οποία σήμερον χωρίζει την γραπτήν γλώσσαν από την ομιλουμένην.
Εις την στιχουργίαν επεχειρήσαμεν τι νεώτερον και το υποβάλλομενεις την εκτίμησιν του φιλολογικού μας κόσμου.
Ο δεκαπεντασύλλαβος στίχος βεβαίως κατέχει την πρώτην θέσιν εις την νεοελληνικήν μετρικήν και δύναται να ονομασθή ο κατ' εξοχήν εθνικός στίχος, αφού απ' αρχής τον ησπάσθη και τον ελάμπρυνε προ πάντων η δημοτική ηρωική μας ποίησις. Αλλά αυτός ο στίχος, ως είναι διηρημένος εις δύο σταθερά ημίστιχα τόσον χωριστά ώστε υπάρχει αναγκαία ανυπέρβλητος παύσις πάντοτε εις την ογδόην συλλαβήν, δεν έχει την απαιτουμένην διά την δραματικήν ποίησιν ευκινησίαν και γοργότητα. Τοιαύτην έλλειψιν του δεκαπεντασυλλάβου ενόησαν όσοι των στιχουργών μας έλαβαν την ατυχή ιδέαν να εισάξουν, ως αρμόδιον εις το δράμα, το ιαμβικόν τρίμετρον,κατασκεύασμα μηχανικόν και άρρυθμον, το οποίον, κατά την γνώμην μας, είναι και θα μείνη πάντοτε ξένον εις την αίσθησιν του έθνους.Προτιμότερος τούτου θα ήταν ο ενδεκασύλλαβος· αλλά και αυτός ο στίχος, αν και ρυθμικώτατος, εις την πολυσύλλαβον γλώσσαν μας,είναι τόσον ολίγον περιεκτικός, ώστε σπανίως δύναται να κλείση αυτοτελή περίοδον. Τοιαύτην αδυναμίαν βεβαίως δεν έχει ο δεκατρισύλλαβος στίχος, τον οποίον ημείς, εις την προκειμένην Μετάφρασιν, σηκόνομεν από την αφάνειαν εις την οποίαν ευρίσκεται,και τον μεταχειριζόμεθα ως κατάλληλον όργανον της δραματικής ποιήσεως· το μέτρον τούτο, ενώ έχει αρκετήν έκτασιν, έχει και το μέγα πλεονέκτημα να επιδέχεται ποικιλίαν ρυθμού τοιαύτην, ώστε δύναται φυσικώς να αναβιβασθή εις την λυρικωτέραν έντασιν, καθώς και να κατέλθη εις τον τόνον της συνήθους ομιλίας, — όπως αρμόζει εις την φύσιν του νεωτέρου οράματος, ιδίως του Shakespeare. Έχομεν τόσην πεποίθησιν εις την δύναμιν του στίχου τούτου, ώστε δεν αμφιβάλλομεν ότι άλλοι στιχουργοί θα αποδείξουν, καλήτερα παρ' ότι εδυνήθημεν ημείς, το εύστοχον της εκλογής μας.
Εν Κερκύρα τη 15 Ιουνίου 1889.

ΜΕΛΕΤΗ ΕΙΣ ΤΟΝ Α Μ Λ Ε Τ Ο Ν

Όταν αναγινώσκομεν τον Αμλέτον πρώτην και ζωηροτάτην εντύπωσιν γεννά εις την ψυχήν μας η μεγάλη ποικιλία των συμβάντων, η διαφορά και η αντίθεσις των χαρακτήρων, το μέγα βάθος και η σφοδρότης των αισθημάτων, η πρωτοτυπία και το ύψος των εννοιών. Εις το ποίημα τούτο μας ανοίγεται κόσμος ολόκληρος όπου περιπλέκονται περιστατικά διάφορα, άλλα αναγκαία επακολουθήματα της αρχικής αιτίας του δράματος, άλλα έκτακτα και υπερφυσικά ακόμη, άλλα προερχόμενα από την θέλησιν του ανθρώπου και άλλα από την τύχην όπου το αίσθημα της αγάπης παρουσιάζεται, εδώ ως κτηνώδης φυσική ορμή, εκεί ως αγνή συμπάθεια η οποία βλαστάνει από την ομοιότητα των ψυχών όπου με την αυτήν ενάργειαν αναφαίνεται η ζοφερά και η φωτεινή όψις της ανθρωπίνης ψυχής, η απονωτέρα φιλαυτία και η φιλανθρωποτέρα αυταπάρνησις· όπου με την αυτήν ομοιαλήθειαν εικονίζεται τόσον η πραγματική φρενολογική αλλοίωσις όσον και η πλαστή παραφροσύνη ως κάλυμμα βαθυτάτης συνέσεως· όπου ξεσκεπάζονται οι λεπτότεροι και γενναιότεροι δισταγμοί της συνειδήσεως, καθώς και τα σκοτεινά βάθη, εις τα οποία βασανίζεται ένοχος καρδία· όπου από ένα μέρος βασιλεύει η ηθική εξαχρείωσις με όλο το γυάλισμα και το ψεύτικο χρώμα εξευγενισμένης κοινωνίας, και από το άλλο, εις άμετρον ύψος, λάμπει καθαρός ο ανώτατος λόγος,αντηχεί άδολος η φωνή της φύσεως, και ακούεται ειλικρινής η γλώσσα της αληθείας· όπου, τέλος πάντων, εις αντίθεσιν των χαμηλών σκέψεων και φρονημάτων, όσα υπαγορεύονται από αγενή πάθη,εμφανίζονται αισθήματα και θεωρίαι, αι οποίαι φαίνεται ότι απομακρύνονται από τον κύκλον, από το θέμα του δράματος, δια να μας μεταφέρουν εις ορίζοντα καθολικών υψηλών προβλημάτων όπου αποβλέπουν είτε τον προορισμόν του ανθρώπου, είτε την πρόσκαιρον αβεβαίαν και ματαίαν σημασίαν της ενεργείας του εις τον κόσμον,είτε το αίνιγμα της καταστάσεώς του εις την άλλην ζωήν.
2.
Αυτή μας η πρώτη εντύπωσις αυξάνει και μεταβάλλεται εις απορίαν,όταν σκεφθώμεν ότι δια τόσην έκτασιν και τόσο βάθος δεν φαίνεται επιδεκτική η πραγματική του προκειμένου δράματος υπόστασις. Το δραματικόν θέμα, το οποίον φυσικώς πηγάζει από το αρχικόν κακούργημα, από την δολοφονίαν του πατρός του Αμλέτου, συνίσταται εις τούτο, ότι ο μεν αδικημένος υιός και διάδοχος του θρόνου αισθάνεται το καθήκον και κυριεύεται από το πάθος να τιμωρήση τον φονέα του πατρός του και επιβάτην της βασιλείας, ο δε δολοφόνος έχει συμφέρον να προλάβη τον εχθρόν του και να τον θανατώση, όπως σωθή αυτός και χαρή εις το εξής ακίνδυνα τους καρπούς του εγκλήματός του. Τοιούτος αγών μεταξύ αδικητού και αδικημένου θα αποτελούσε δραματικήν πλοκήν και θα καταντούσε εις μίαν τραγικήν λύσιν ή με την τιμωρίαν του ενόχου ή με την αποτυχίαν του αδικημένου ή με την καταστροφήν και των δύο, ο δε ανταγωνισμός των χαρακτήρων και αι διάφοροι περιπέτειαι, εις τας οποίας θα παρουσιάζετο πλέον ή ολιγώτερον πιθανή η τιμωρία του αδικητού και ο κίνδυνος του αδικημένου, θα ήσαν βεβαίως ικανά να γεννήσουν ζωηροτάτην δραματικήν συγκίνησιν, αλλά πολύ διάφορον από το υψηλόν εκείνο ενδιαφέρον όπου από την πρώτην έως την ύστερην σκηνήν του Α μ λ έ τ ο υ μαγεύει τον νουν, την καρδίαν και την φαντασίαν μας.Και στηρίζεται εις τον ανταγωνισμόν δύο φοβερών αντιπάλων η εξωτερική κατασκευή του δράματος, αλλ' η ουσία του ποιήματος, ο ανώτερος πνευματικός λόγος ενυπάρχει όλος εις την εσωτερικήν πάλην, εις την οποίαν ευρίσκεται από την αρχήν έως το τέλος ο πρωταγωνιστής, η δε ψυχική τούτη κατάστασις δεν εξηγείται, εάν τον μετρήσωμεν με την στάθμην του κοινού ανθρώπου, εάν δεν κατανοηθή η πρωτότυπος και έκτακτος τούτη φύσις, οποίαν την συνέλαβε και την έπλασεν ο ποιητής.
3.
Ο Shakespeare εμόρφωσε το πρόσωπον τούτο με όλας τας ιδιότητας, με όλα τα χαρακτηριστικά της μεγαλοφυίας· εις την ψυχήν του Αμλέτου συνυπάρχουν με θαυμαστήν ισορροπίαν και συλλειτουργούν αρμονικώτατα νους ευρύτατος και ερευνητικός, τόσον ανοικτός εις τας εντυπώσεις του εξωτερικού κόσμου, όσον ικανός να υψωθή εις τας ανωτέρας σκέψεις και να αντικρύση ατάραχος τα πλέον μυστηριώδη φαινόμενα του υπερφυσικού, — κρίσις τόσον ορθή και βαθεία, ώστε πολλαίς φοραίς εκλαμβάνεται ως εμπνευσμένη πρόγνωσις ή ως προφητική προαίσθησις, — καρδία όπου αγκαλιάζει ενθουσιασμένη ό,τι αγαθόν και γενναίον και αποκρούει με αγανάκτησιν ό,τι κακόν και αχρείον, — φαντασία, η οποία, αν και υπέροχος, ποτέ δεν εισέρχεται εις την επικράτειαν των άλλων ψυχικών δυνάμεων, αλλ' ευρίσκεται πάντοτε πρόχειρος και ετοίμη να τας υπηρετήση εις την πρακτικήν των ενέργειαν. Αλλά τα άφθονα τούτα φυσικά δώρα θα εμαραίνοντο, θα έμεναν στείρα, αν ο Αμλέτος επερνούσε την νεότητα του εις την μολυσμένην ατμοσφαίραν της κοινωνίας και της Αυλής όπου εγεννήθη.Ο Αμλέτος εστάλη νέος να μορφωθή εις ξένον ανώτερον Εκπαιδευτήριον· και ενώ η υψηλή διδασκαλία εκαλλιέργησε την εκλεκτήν εκείνην φύσιν, την έφερεν εις τον ανώτερον βαθμόν της αναπτύξεως, την επροίκισε με ποικιλίαν γνώσεων και ελέπτυνε την φυσικήν καλαισθησίαν, οι σχολαστικοί τύποι και η θετική μάθησις δεν επεριώρισαν ποσώς την αυτεξουσιότητα του πνεύματος και δεν αφαίρεσαν τίποτε από την αγνότητα του αισθήματος και από την ζωηρότητα της φαντασίας.
4.
Ενώ ήταν ακόμη αφιερωμένος εις τας σπουδάς του, μέγα οικογενειακόν δυστύχημα, ο πρόωρος θάνατος του πατρός του, αφαιρεί τον Αμλέτον από την μελέτην και τον υποχρεόνει να περάση εις τον πρακτικόν βίον. Φθασμένος ήδη εις την ακμή της νεανικής ηλικίας, όταν όλαι αι δυνάμεις ήσαν μεσταί και πρόθυμοι να ενεργήσουν προς ευγενείς σκοπούς, ο Αμλέτος επανερχόμενος εις την πατρίδα, ευρίσκεται έξαφνα απέναντι κοινωνίας, η οποία είναι ανίκανος να τον εννοήση,όπου φαινομενικός πολιτισμός σκεπάζει βαρβαρότητα πραγματικήν,όπου παίδευσις ψευδής και σχολαστική μάθησις ενόθευσαν την φύσιν χωρίς να την ημερώσουν, όπου τα ήθη, τα έθιμα, οι τρόποι, όλος ο ηθικός και ο πνευματικός βίος είναι τοιούτος, ώστε αποτελεί ασυμβίβαστον αντίθεσιν προς την γενναίαν προαίρεσιν και την αληθώς εξευγενισμένην ψυχήν του. Αλλ' ό,τι συμβαίνει αμέσως μετά τον θάνατον του πατρός του ξεσκεπάζει εις αυτόν την πραγματικότητα εις όλην της την ασχημίαν. Εις τον υψηλόφρονα χαρακτήρα του δεν έχει τόπον το πάθος της φιλαρχίας καθ' εαυτό, αλλά ο Αμλέτος αγανακτεί διότι και μεγιστάνες και λαός αναίσθητοι εις την στέρησιν αγαθού βασιλέως, ο οποίος είχε δοξάση και μεγαλύνη την πατρίδα,αναβιβάζουν εις τον θρόνον την εξαχρείωσιν και την ανομίαν. Αλλά προ πάντων πληγόνει την καρδίαν του η διαγωγή της μητρός του· την μητέρα του είχε συνηθίση να θεωρή ως τον τύπον της σωφροσύνης, και τώρα την βλέπει πεσημένην εις το έσχατον όριον της γυναικείας αδυναμίας. Έχασε τον αγαθόν του πατέρα και δεν ευρίσκει παρηγορίαν εις την αγάπην μιας μητρός, την οποίαν δεν δύναται να σέβεται πλέον. Το φοβερόν χάσμα, το οποίον άνοιξε και χωρίζει τον Αμλέτον από την οικογένειαν και από την κοινωνίαν, η απομόνωσίς του,φανερώνεται με δραματικήν μορφήν υπερτάτην εις την σκηνήν, όπου πρώτην φοράν μας παρουσιάζεται ο Αμλέτος· όλος ο κόσμος λαμπροφορεί και πανηγυρίζει τον άνομον γάμον του Κλαυδίου και της Γελτρούδης, μόνος ο Αμλέτος μαυροφορεί, η δε στάσις του, η εκφραστική σιγή του απέναντι της υποκριτικής ομιλίας του θείου του, αι σημαντικαί απαντήσεις του προς την μητέρα του, δείχνουν ότι εις την απομονωμένην ψυχήν του ερριζοβόλησεν η λύπη και βράζει η αγανάκτησις.
Και τούτος είναι ο πρώτος σταθμός της μεγάλης μεταβολής την οποίαν ο εξωτερικός κόσμος έφερε διά μιας εις τον πνευματικόν βίον του Αμλέτου ό,τι εξανοίξαμεν από τους λόγους οπού επρόφερεν εις την βασιλικήν ακρόασιν εξηγείται κατά βάθος εις τον αμέσως επακόλουθον Μονόλογον. Αρχίζει με κραυγήν οδύνης και αγανακτήσεως· πρώτην φοράν διέρχεται από το πνεύμα του το απαίσιον φάσμα της αυτοκτονίας ως μέσον διά να αποφύγη ακατόρθωτον αγώνα εις έναν κόσμον, όπου αυτός αισθάνεται ότι δεν έχει τόπον, όπου δεν δύναται να εκπληρώση καμμίαν φιλάνθρωπον αποστολήν. Έως τώρα επίστευεν ότι είναι δυνατόν να πραγματοποιηθή το καλόν, αλλ' ήδη βλέπει ότι η κακία έπνιξε την αρετήν, καθώς εις ένα περιβόλι τα χονδροειδή και ανώφελα φυτά μεταβάλλουν την ήμερον κατάστασιν εις αγρίαν. Η φοβερά κατάπτωσις της μητρός του όχι μόνον εθανάτωσε τα τρυφερώτερα και ιερώτερα αισθήματά του, αλλά του παρουσιάζεται ως αλάνθαστον γνώρισμα του ηθικού νοσήματος το οποίον εσάπισεν ολόκληρον την κοινωνίαν. Η λύπη του, η απογοήτευσις, η απελπισία,δεν προέρχονται εις αυτόν από φίλαυτον αίσθημα· κανένα αυτός δεν προφέρει παράπονον διά την ιδιαιτέραν θέσιν του της ορφάνιας και της ανάγκης να ήναι υπήκοος βδελυρού βασιλέως· κινούμενος από υψηλήν φιλανθρωπίαν θρηνεί μόνον διά την ελεεινήν πραγματικότητα,εις την οποίαν δεν βλέπει άλλο παρά ορμήν αχαλίνωτον προς το κακόν.
6.
Το μέγα κακούργημα είχεν επινοηθή και ενεργηθή τόσο καταχθονίως ώστε ο θάνατος του Βασιλέως δεν εγέννησεν εις τον κόσμον την παραμικράν υπόνοιαν, και αυτοί οι φίλοι του Αμλέτου δεν απέδωκαν εις την εμφάνισιν του Πνεύματος την αληθή σημασίαν της· μόνον η προφήτισσα ψυχή του Αμλέτου, ο οποίος βλέπει συχνά τον πατέρα του με τους εσωτερικούς οφθαλμούς, είχε συλλάβη την υποψίαν ότι ο πατέρας του αδικοθανάτησε και ότι ο θείος του ήταν ο δολοφόνος·διά τούτο, ενώ πρώτα είχεν αποφασίση να αναχωρήση διά να αποχωρισθή από μισητήν κοινωνίαν, μένει αυτού, όχι διά να ενδώση εις την επιθυμίαν της μητρός του, αλλά διότι αισθάνεται την ανάγκην να εμβαθύνη εις την ζοφεράν οικογενειακήν υπόθεσιν· όθεν λαμβάνει επιφυλακτικήν στάσιν, υποχρεόνει τον εαυτόν του να δαμάση την ορμήν της αγανακτήσεως και να κρύψη εις τα βάθη της καρδίας την υποψίαν του,
καλό δεν είναι, ουδέ καλό τέλος θα λάβη· αλλά, καρδιά μου, πνίγου, επειδή την γλώσσαν πρέπει να κρατήσω.
Και όταν οι φίλοι τού διηγούνται το φοβερόν όραμα, ο Αμλέτος δεν παραδίδεται εμπαθώς και απερισκέπτως εις την πρώτην εντύπωσιν,αλλά κύριος του εαυτού του με πολλήν σύνεσιν και υπομονήν υποβάλλει εις λεπτομερή εξέτασιν την αντίληψίν των και άμα πείθεται ότι το μυστηριώδες εκείνο φαινόμενον δεν ήταν πλάνη της φαντασίας των αλλά πραγματικόν, αμέσως υπακούει εις την φωνήν του καθήκοντος, όπου του επιβάλλει να αντιμετωπίση, και με κίνδυνον της ζωής του υπερφυσικήν εμφάνισιν, από την οποίαν αυτός περιμένει κάποιαν φοβεράν αποκάλυψιν· ανυπομόνως προσβλέπει εις την στιγμήν οπού θ' απαντηθή με το Πνεύμα του πατρός του· η υπόνοιά του έγινε δι' αυτόν βεβαιότης και ήδη έχει την πεποίθησιν ότι
Έργα μιαρά θα βγουν 'ς το φως φανερωμένα, και αν 'ς την καρδιά της μέσα η γη τα 'χει κρυμμένα.
7.
Με αυτήν την προδιάθεσιν περιμένει εις το προσδιωρισμένον μέρος και εις την προσδιωρισμένην ώραν το Πνεύμα, και το δέχεται με τόσην γενναιοψυχίαν ώστε αμέσως το προσφωνεί με την πεποίθησιν ότι τοιαύτη παράβασις των φυσικών νόμων δεν γίνεται χωρίς κάποιον υψηλόν σκοπόν. Προαισθάνεται ήδη ο Αμλέτος ότι από τον πνευματικόν κόσμον θα αντηχήση φωνή να αναθέση εις αυτόν κάποιαν φοβεράν υποχρέωσιν, την εκτέλεσιν μεγάλου καθήκοντος, και τούτο εκφράζει με την ερώτησιν·
Ειπέ, διατί γίνεται αυτό; προς τι; τι πρέπει να πράξωμεν εμείς;
Ανδρικώς αποκρούει την αντίστασιν των φίλων του, και ακολουθεί το Πνεύμα, χωρίς να γνωρίζη πού, διότι η συναίσθησις του καθήκοντος,η φωνή του πεπρωμένου, (η μοίρα μου κραυγάζει) — η πίστις την οποίαν έχει εις την αφθαρσίαν της ανθρωπίνης φύσεως, το άχαρι της ζωής του, όλα τον αρματόνουν με θάρρος υπεράνθρωπον, διά να υπακούση εις την μυστηριώδη πρόσκλησιν και με θυσίαν της υλικής του υπάρξεως. Και όχι μόνον άφοβα ακολουθεί το Πνεύμα, αλλά και ως ίσος προς ίσον, ως αθάνατος προς αθάνατον, με θέλησιν ισχυράν, με αποφασιστικήν στάσιν, το υποχρεόνει να παύση την αόριστον εκείνην πορείαν εις το άγνωστον και απαιτεί να του εξηγήση επί τέλους τον λόγον της εμφανίσεώς του·
Πού θα με πας; ομίλει· δεν θα προχωρήσω.
Από τους λόγους του Πνεύματος ο Αμλέτος μανθάνει πράγματα ακόμη φρικτότερα απ' ό,τι είχεν αφ' εαυτού του μαντεύση· μανθάνει την κτηνώδη ασέλγειαν της μητρός του, την απιστίαν της προς τον πατέρα του, και ίσως υποπτεύεται μήπως αυτή έγινε και συνένοχος της δολοφονίας. Ο πατέρας του έπεσε θύμα αδελφοκτονίας, χωρίς να προφθάση να εξαγοράση την ψυχήν του, η οποία διά τούτο βασανίζεται εις τον άλλον κόσμον, και από τον άλλον κόσμον έρχεται διά να παρακινήση τον υιόν του να μη αφήση ατιμώρητον το έγκλημα, οπού ατίμασε τον θρόνον και εμόλυνε την βασιλικήν κλίνην της Δανίας.
8.
Ο Αμλέτος υπακούει εις την προσταγήν του πατρός του, δέχεται την εντολήν, αποφασίζει αμέσως να χωρισθή από τα όνειρα της νεότητός του, να εγκαταλείψη όσας γνώσεις είχε θησαυρίση από την μελέτην,και από την θεωρίαν του κόσμου, να λησμονήση τα πάντα διά να αφιερωθή εις το καθήκον να εκδικήση τον πατέρα του. Η πατρική θέλησις εκίνησεν εις τα βάθη της την τρυφεράν φιλοστοργίαν του και διά μιας τον αποσπά οριστικώς από τον ιδανικόν κόσμον, όπου εζούσεν ελεύθερος έως τώρα, διά να τον υποτάξη εις την ανάγκην της ενεργείας. Η βιαία τούτη μετάβασις, ο δεύτερος τούτος σταθμός της ηθικής μεταβολής του, κλονίζει όλην την ύπαρξίν του τόσον, ώστε και αυτός φοβείται μήπως συντριβή από το βάρος της νέας αποστολής του, μήπως παραλυθή το σώμα του, μήπως σαλευθούν αι διανοητικαί του δυνάμεις και δεν προφθάση να εκτελέση την θέλησιν του πατρός του·
συ, καρδιά μου, βάστα· νεύρα μου, σεις, μη ξάφνου τώρα μου γεράστε, στηρίξτε με σφικτά! Να μη σε λησμονήσω! ναι, καϋμένο Πνεύμα, ενόσω η μνήμη τόπον 'ς την σαλευμένην τούτην σφαίραν έχει ακόμη.
Υπό το κράτος της πρώτης εντυπώσεως είχεν υποσχεθή εις το Πνεύμα του πατρός του να ορμήση εις την εκδίκησίν του
με πτερά γοργότατα όσον είναι της θείας προσευχής ή της θερμής αγάπης,
αλλ' ήδη εις το πάθος αντιτάσσεται η σκέψις· ο Αμλέτος δεν σπεύδει προς το έργον^ μόνον ορκίζεται να έχη ως προορισμόν του την παραγγελίαν του πατρός του· ό,τι κατά πρώτον και μακρόθεν του παρουσιάσθη απλούν και εύκολον, τώρα, άμα έθεσε τον πόδα εις το πρακτικόν έδαφος, του φανερόνεται σύνθετον και δύσκολον^ εις όλο το φονικόν εκείνο δράμα αυτός βλέπει την εικόνα καθολικής αποσυνθέσεως, φρίττει και αδημονεί ότι εις αυτόν έτυχεν ο βαρύτατος κλήρος της αναπλάσεως·
Εξαρθρώθη ο καιρός· της μοίρας πείσμα ω πόσο πικρόν, εγώ να γεννηθώ να τον διορθώσω.
Διά να μελετήση το πρόβλημα, διά να εύρη τον τρόπον να το λύση,του χρειάζεται καιρός· αλλά προς τούτο απαιτείται αναγκαίως να μείνη αυτός κύριος του εαυτού του, να μη φανερώση εις τους άλλους τον πόνον και την αγανάκτησίν του, να μη δείξη την ταραχήν της ψυχής του, να μη γεννήση εις τον θείον του την υποψίαν ότι κάτοχος ήδη του τρομερού μυστηρίου τρέφει την ιδέαν της εκδικήσεως. Αλλά πώς θα δυνηθή ο Αμλέτος, με τον υψηλόφρονα χαρακτήρα του, με την έμφυτον ειλικρίνειάν του, να αντικρύση εις το εξής ατάραχος την όψιν μιας μητρός εξαχρειωμένης, η οποία και ζώντα αδίκησε και νεκρόν εξακολουθεί να αδική τον πατέρα του, και ενός ανάνδρου υποκριτού, ο οποίος ατιμώρητος απολαμβάνει ήσυχα τους καρπούς της αδελφοκτονίας; Ό,τι δεν δύναται να κατορθώση η προαίρεσις, θα το πλάση η φανταστική δύναμις με την συνδρομήν ισχυράς θελήσεως· θα πάρη ο Αμλέτος __ήθος αλλόκοτο, μωρό_· θα παρουσιασθή από τώρα,και οπότε και όσον είναι ανάγκη, με όψιν καθ' ολοκληρίαν τεχνητήν,και τούτη η φαινομενική μεταμόρφωσις θα τον καταστήση ικανόν να ομιλή και να συμπεριφέρεται σύμφωνα με τα αληθή αισθήματά του χωρίς να προδώση τον απόκρυφον σκοπόν του. Και ιδού, αμέσως άμα τον ευρίσκουν οι φίλοι του μετά την αναχώρησιν του Πνεύματος,παίζει το πλαστόν εκείνο πρόσωπον με τα αστεία επιφωνήματα, με τας ατόπους απαντήσεις, με την έκτακτον και ζαλισμένην ομιλίαν, με τους φοβερούς υπαινιγμούς, και δεν το αποβάλλει παρά αφού με ιερώτατον όρκον υποχρέωσε τους φίλους του να μη είπουν εις κανέναν ό,τι είδαν και ό,τι άκουσαν εκείνην την νύκτα, και να μη δείξουν ποτέ ότι γνωρίζουν τον λόγον της πλαστής παραφροσύνης του.
9.
Και σύμφωνα με το επινόημά του ο Αμλέτος συμπεριφέρεται εις τρόπον ώστε ο κόσμος γενικώς σχηματίζει την ιδέαν ότι αυτός πραγματικώς έχασε τας φρένας· μόνον η ένοχος συνείδησις του Κλαυδίου συλλαμβάνει την υποψίαν μήπως εις την αλλοίωσιν εκείνην υποκρύπτεται επικίνδυνος δι' αυτόν σκοπός. Εν τούτοις ο Αμλέτος δεν αποφασίζει να επανέλθη εις τον μισητόν κύκλον, όπου είναι υποχρεωμένος να ενεργήση· μένει ακόμη απομονωμένος, αγρυπνεί,νηστεύει, τήκεται, πάσχει αδυναμίαν ηθικήν, βυθίζεται εις την μελαγχολίαν. Εις την στιγμήν μεγάλης βαρυθυμίας νέα λύπη έρχεται να πληγώση την καρδίαν του. Ο Αμλέτος αγαπά την Οφηλίαν, διότι εις αυτήν βλέπει, εν τω μέσω της γενικής πλαστότητος και διαφθοράς, να σώζεται ακόμη η δροσερότης και η αφέλεια της φύσεως· την αγαπά διότι εις την σωματικήν καλλονήν και χάριν ανταποκρίνονται αγνή ψυχή και ωραία διάνοια ικανή να εννοήση και να εκτιμήση τα έξοχα προτερήματά του. Και ιδού απροσδοκήτως το μόνον αυτό πλάσμα, εις το οποίον κάπως αναπαύετο η ψυχή του, αποκρούει την αγάπην του,τον εγκαταλείπει. Η ανεξήγητος τούτη διαγωγή της Οφηλίας τον εμβάλλει εις μεγάλην απορίαν· τάχα η Οφηλία δεν πιστεύει πλέον εις την αγνότητα των αισθημάτων του, και τον θεωρεί ως έναν δόλιον εραστήν, ως έναν ασυνείδητον διαφθορέα; ή μήπως η έξαφνη μεταβολή της θα εξηγηθή ως τέχνασμα υποκριτικής αγνείας, ώστε ουδέ αύτη εξαιρείται εις την γενικήν διαφθοράν του γυναικείου γένους; Από άκραν ψυχικήν ταραχήν και αδημονίαν παρασύρεται ο Αμλέτος και μεταβαίνει να ιδή την Οφηλίαν διά να διαγνώση από αυτό το πρόσωπον της, εάν είναι δυνατόν, τα ενδόμυχα της ψυχής της, διά να μάθη αν θα καταδικάση εις την περιφρόνησιν και αυτό το μόνον αντικείμενον της αγάπης του και του σεβασμού του· και αφού τίποτε δεν είδεν εις την ουρανίαν εκείνην μορφήν να δικαιολογή τους φόβους του,πείθεται ότι η άρνησίς της προέρχεται από ξένην ενέργειαν, βλέπει εις την Οφηλίαν ένα αθώον πλάσμα ριμμένον εις τον κόσμον διά να πέση και αυτό θύμα της γενικής κακίας· διά τούτο την κλαίει με τα τρία κινήματα της κεφαλής, διά τούτο εξέρχεται από τα βάθη της ψυχής του ο απελπιστικός εκείνος στεναγμός, διά τούτο, ενώ αποχωρίζεται, δεν σηκόνει από αυτήν τους οφθαλμούς του, ως να ήθελε να φυλάξη ακεραίαν, απαράλλακτον, την άσπιλον εκείνην εικόνα και να την ενταφιάση με την αγάπην του μέσα εις τα βάθη της καρδίας του.
10.
Από την μακράν απομόνωσιν, από την απόλυτον απραξίαν ο Αμλέτος προβαίνει προς την ενέργειαν επανέρχεται εις την κοινωνίαν διά να διαδραματίση εκφραστικώτερα το πλαστόν πρόσωπον, το οποίον ωσάν ενστιγματικώς εφεύρηκεν ως μέσον διά να κερδίση καιρόν. Κλεισμένος μέσα εις το κάλυμμα της παραφροσύνης ανοίγει τον ακένωτον θησαυρόν της διανοίας του διά να προφυλαχθή από την έντεχνον κατασκόπευσιν του Κλαυδίου· αλλά μέσα εις την ελαφρότητα, εις την ιδιοτροπίαν,εις τον παραλογισμόν, εις τον περίγελων, εις τον σαρκασμόν, εις την ειρωνείαν, διαφαίνεται πάντοτε η πραγματική εσωτερική του διάθεσις. Από εκείνο το βάθος προερχόμενοι πένθιμοι τόνοι ακούονται και εις αυτήν ακόμη την αλλόκοτον, τραχείαν, απρεπή και άσπλαχνον ομιλίαν του προς τον Πολώνιον, προς τον οποίον φέρεται τόσον σκληρώς διά να απομακρύνη το ταχύτερον από σιμά του έναν ποταπόν υπηρέτην και μωρόν κατάσκοπον του Βασιλέως· αλλά ο μελαγχολικός ρυθμός λαμβάνει όλην την έντασιν, όταν το γενναίον αίσθημα της νεανικής φιλίας προς τους δύο συμμαθητάς του ανοίγει την καρδίαν του και τον αναγκάζει να αποβάλη διά μίαν στιγμήν την προσποιητήν παραφροσύνην και να εικονίση με τα ζωντανότερα χρώματα την κατάστασιν μιας ψυχής, εις την οποίαν ο ενθουσιασμός διά το Ωραίον και το Αγαθόν εσβύσθη, ενέκρωσεν η πίστις εις τον υψηλόν προορισμόν του ανθρώπου, ώστε ο κόσμος δι' αυτόν είναι πνιγηρά φυλακή και η πλάσις όλη παρουσιάζεται ως άρνησις της Τάξεως, του Ωραίου και του Αγαθού. Αλλά ήδη γεννάται η ερώτησις· τι άρα γε σκέπτεται ο Αμλέτος; πώς εννοεί να εκπληρώση την φοβεράν υποχρέωσιν την οποίαν τόσον αποφασιστικώς ανέλαβε να εκδικήση τον πατέρα του, να τιμωρήση τον ένοχον; Η κατάστασίς του είναι παθητική, και από αυτήν μόλις εξέρχεται διά να δείξη εις τους συμμαθητάς του, οι οποίοι απαρνούμενοι την φιλίαν έγιναν όργανα του θείου του, ότι ενόησε την αγενή εντολήν των^ ο τυχαίος ερχομός των ηθοποιών τού δίδει έξαφνα αφορμήν να λάβη στάσιν ενεργητικωτέραν· διοργανίζει αμέσως σκηνικήν παράστασιν, με την οποίαν θα δοκιμάση την συνείδησιν του Κλαυδίου, και δίδει προς τούτο εμπιστευτικήν παραγγελίαν εις τον ηθοποιόν, αρχαίον του φίλον. Η έννοια και η αφορμή τοιαύτης ενεργείας εξηγείται καθαρώτερα εις τον αμέσως ακόλουθον Μονόλογον^ αυτού ο Αμλέτος φανερόνει ό,τι συνέβαινε μέσα εις την ψυχήν του ενώ ο ηθοποιός με τόσην τέχνην και με τόσο πάθος απήγγελλεν απόσπασμα παλαιού δράματος. Κατ' αρχάς ο Αμλέτος ελέγχει πικρώς τον εαυτόν του διότι δεν ανταπέδωκεν ακόμη αίμα αντί αίματος, χαρακτηρίζει τον εαυτόν του ως άνανδρον, ως ουτιδανόν, διότι ακόμη δεν _επάχυνε όλα τα όρνεα τ' ουρανού με τα σπλάχνα__ του αδελφοκτόνου· άρα είναι πεπεισμένος περί της ενοχής του θείου του, και όμως αμέσως κατόπιν αμφιβάλλει περί αυτής, δυσπιστεί εις την υπερφυσικήν αποκάλυψιν του στυγερού οικογενειακού δράματος, φοβείται μήπως την έπλασε ο Πειρασμός διά να τον παρασύρη εις άδικον φόνον και να κολάση την ψυχήν του. Τούτη η ανεξήγητος αντίφασις μας ανοίγει νέαν βλέψιν εις την συνείδησιν του Αμλέτου, και μας κάμνει να υπολάβωμεν ότι όχι ποτέ αμφιβολία περί της ενοχής του Κλαυδίου, αλλά λόγος τις ανερεύνητος απ' αρχής αντετάχθη εις την πρώτην απόφασίν του, τον εσταμάτησε και τον σταματά ακόμη απέναντι της φονικής ανταποδόσεως, ωσάν να τον εσυμβούλευε μυστικώς να προτιμήση αντ'αυτής ενέργειαν ηθικήν, ψυχολογικήν τιμωρίαν, οποία θα κατορθωθή με την σκηνικήν παράστασιν.
11.
Αλλ' ενώ λογικώς πρέπει να πιστεύσωμεν ότι ο Αμλέτος προσβλέπει ανυπομόνως εις το εξαγόμενον του στρατηγήματός του, έξαφνα βλέπομεν ότι το πνεύμα του εγκαταλείπει πάλιν την πραγματικότητα,ότι κυριεύεται από καθολικάς σκέψεις, αι οποίαι όχι μόνον δεν έχουν σχέσιν προς το προκείμενον πρακτικόν πείραμα, αλλ' είναι τοιαύτης φύσεως ώστε απομακρύνουν τον άνθρωπον από οιανδήποτε ενέργειαν. Ο Αμλέτος επανέρχεται εις την αυτήν ψυχικήν διάθεσιν, η οποία εφανερώθη κατ' αρχάς (εις τον Μονόλογον της Α'. Πράξεως),όταν συντριμμένος από το βάρος της ζωής, αποστρεφόμενος έναν κόσμον εξαχρειωμένον, δέχεται διά μίαν στιγμήν τον πειρασμόν της αυτοκτονίας. Το αυτό πένθιμον ρεύμα, η βαθυτάτη βαρυθυμία, ανεφάνη κατόπιν με αισθηματικωτάτην έκφρασιν εις τον μυστηριώδη αποχωρισμόν του από την Οφηλίαν, και πάλιν με διαφανεστάτην ενάργειαν εις την συνομιλίαν με τους συμμαθητάς του. Αλλά εις τον προκείμενον Μονόλογον (να ήναι τις ή να μη ήναι) η προς τον κόσμον αποστροφή, το taedium vitae, παρουσιάζεται με την ζοφερωτέραν μορφήν. Ενώ άλλοτε την πρώτην ορμήν του προς αυτοθέλητον εγκατάλειψιν της ζωής είχε σταματήση ο προς τον θείον Νόμον σεβασμός, εδώ το θρησκευτικόν αίσθημα πρώτην φοράν εκλείπει,εδώ τα πάντα σαλεύονται μέσα εις την ψυχήν του Αμλέτου, κλονίζεται και αυτή η πίστις εις την πνευματικήν υπόστασιν του ανθρώπου· ο Αμλέτος ήδη αμφιβάλλει και περί της υπάρξεως μελλούσης ζωής, διότι όχι μόνον η θρησκευτική πεποίθησις, αλλά και αυτή η περί του άλλου κόσμου μαρτυρία, την οποίαν είχε λάβη από την υπερφυσικήν εμφάνισιν, όλα εξαφανίζονται καταποντιζόμενα εις την απέραντον της Απορίας άβυσσον όπου τρικυμίζεται το πνεύμα του Αμλέτου. Ως είναι προσηλωμένος όλος εις το θέαμα του κόσμου τούτου, όπου η Αρετή είναι θύμα της Κακίας και μάταιον αγωνίζεται αγώνα, ο Αμλέτος θεωρεί την ζωήν ως ζυγόν τυραννικόν, τον οποίον ο άνθρωπος, ως ον αυτεξούσιον, έχει δικαίωμα ν' αποτινάξη. Αλλά τοιαύτην απελευθέρωσιν, τοιαύτην κατάλυσιν του Κακού, καθιστάνει προβληματικήν η αμφιβολία, μήπως κάτι υπάρχει και πέραν του τάφου,και, εάν υπάρχει, μήπως εις την νέαν εκείνην κατάστασιν ο πόνος εξακολουθήση να ήναι αχώριστος από την ανθρωπίνην ύπαρξιν. Φοβερά έννοια! Εις την απαισιοφροσύνην του ο Αμλέτος δεν συλλαμβάνει την άλλην ζωήν, εάν υπάρχει, άλλως ή ως νέαν φάσιν του Κακού, και διά τούτο θερμώς εύχεται με το σώμα να συναποθάνη και η ψυχή, προσγελά εις τον θάνατον, εάν θα ομοιάζη ύπνον ατελεύτητον, ανώδυνον,στερημένον νέων εμφανίσεων. Ο τρόμος μιας άλλης ζωής, ο οποίος ενυπάρχει εις την συνείδησιν, θεωρείται από τον Αμλέτον ως αίσθημα οχληρόν και βλαπτικόν, διότι όχι μόνον αναγκάζει τον άνθρωπον να υποφέρη τα κακά του κόσμου τούτου, αλλά δεσμεύει και την ανθρωπίνην αυτεξουσιότητα και γίνεται πρόσκομμα εις τα μεγάλα και γενναία κατορθώματα·
Έτσ' η συνείδησις δειλούς όλους μας κάμνει, κ' έτσι το φυσικό της αποφάσεως χρώμα νεκρόνει ο λογισμός με την χλωμήν θωριά του.
βαθεία τωόντι σκέψις στηριζομένη εις ολόκληρον τον βίον της ανθρωπότητος, εάν είναι αληθές ότι εις τας μεγάλας μεταβολάς, όσας ετέλεσεν η ανθρωπίνη αυτοβουλία, ο Θείος Νόμος εσιώπησεν εις την συνείδησιν, αι θείαι εντολαί ελησμονήθησαν, όπως πραγματοποιηθή ό,τι κατά τας υπαγορεύσεις του ανθρωπίνου λόγου απαιτούσεν η ανάγκη της ανορθώσεως του Δικαίου. Αι σκέψεις του προκειμένου Μονολόγου, αν και φαίνεται να έχουν μόνον καθολικήν έννοιαν, όμως λαμβάνουν την αφορμήν από την συγκεκριμένην θέσιν του Αμλέτου, εις τον οποίον η ζωή έγινεν αφόρητος, τυραννική, από την στιγμήν οπού είδε την διαφθοράν και το έγκλημα ενθρονισμένα εις τα άδυτα της οικογενείας· αλλά πλέον μισητή θα καταντήση δι' αυτόν η ζωή άμα βάψη τα χέρια του εις το αίμα, άμα κάμη πράξιν εις την οποίαν διά λόγον εις αυτόν ανεξήγητον βλέπει τον όλεθρον της ηθικής του υπάρξεως· όθεν ενώ προαισθάνεται ότι κατόπιν της πράξεως δεν θα δυνηθή να υπομείνη τον πόνον της καταστάσεώς του και θα αναγκασθή να εγκαταλείψη ζωήν άσκοπον και ματαίαν, έρχεται ο τρόμος του αγνώστου της άλλης ζωής και παραλύει την τάσιν του προς την ενέργειαν, και τούτο είναι νέος λόγος δια να τον σταματήση έμπροσθεν του βαράθρου της φονικής εκδικήσεως.
12.
Ως από όνειρον οδυνηρόν και μυστηριώδες τον αποσπά έξαφνα η ωραίαμορφή της Οφηλίας. Η παρουσία της από ένα μέρος ανοίγει την πληγήν της καρδίας του, την οποίαν απεφάσισε να κλείση διά πάντοτε εις την αγάπην, και από το άλλο εξυπνά την προς το γυναίκειον γένος αποστροφήν, η οποία εγεννήθη εις την ψυχήν του από την διαγωγήν της μητρός του. Και τα δύο τούτα αισθήματα από το βάθος, όπου συνυπάρχουν, ξεχωρίζονται παραλλήλως εκφραζόμενα εις την ομιλίαν του προς την Οφηλίαν, όπως αυτός την βλέπει πότε ως ένα μέλος σαπημένου κοινωνικού σώματος, πότε ως μίαν εξαίρεσιν, ένα πλάσμα αδιάφθαρτον, το οποίον, αν και αγνόν όσον ο πάγος, και όσον το χιόνι καθαρόν, δεν θα ξεφύγη την συκοφαντίαν, εις έναν κόσμον όπου η Αρετή εκατάντησε μύθος· εξομολογείται εις αυτήν ως εις αγίαν όλας τας ανθρωπίνους αδυναμίας του, τας μεγαλοποιεί, διότι κυριευόμενος από την απελπιστικήν ιδέαν την οποίαν εσχημάτισε περί της ανθρωπότητος, αμφιβάλλει και περί του εαυτού του και πείθεται ότι δεν θα είχεν άδικον η Οφηλία εάν δεν επίστευσεν εις την αγνότητα της αγάπης του· διά να την αποσπάση οριστικώς από αυτόν και από τον κόσμον αναιρεί με αναγκαίαν σκληρότητα το πραγματικόν προς αυτήν αίσθημά του και επιμόνως την παρακινεί να προφθάση να σωθή από τους κινδύνους του κόσμου. Ούτω, κάτω από την επιφάνειαν φοβεράς αγριότητος, η οποία πείθει την Οφηλίαν ότι ο Αμλέτος έχασε τας φρένας, λακταρίζει απέραντος αγάπη.
13.
Πλησιάζει η ώρα της σκηνικής παραστάσεως, και ο Αμλέτος την κανονίζει προνοητικώτατα, ώστε ν' ανταποκριθή επιτυχώς εις τον σκοπόν του· προσθέτει εις το δράμα μέρος το οποίον περιέχει άμεσον ομοιότητα με το μυστικόν κακούργημά του Κλαυδίου· δίδει εις τους ηθοποιούς οδηγίας διά να καταστήσουν την παράστασιν τόσον εναργή ώστε να ήναι αληθής καθρέπτης της φύσεως· κάμνει να προηγηθή παντομίμα, εις την οποίαν άφωνα πρόσωπα προεικονίζουν την αρχήν του δράματος και την λύσιν, και τούτο με τον σκοπόν να φέρη διπλούν κτύπημα εις την συνείδησιν του Κλαυδίου, η οποία, όσον και αν ήναι παγωμένη, δεν θα δυνηθή να μη ταραχθή από επανειλημμένην αντιπαράστασιν του ανομήματός της. Αλλά εις την ψυχολογικήν αυτήν έρευναν απαιτείται ψυχική γαλήνη οποίαν ο Αμλέτος αισθάνεται ότι δεν δύναται να έχη απέναντι του μισητού Κλαυδίου· διά τούτο προσλαμβάνει βοηθόν τον ακριβόν του φίλον, του οποίου γνωρίζει την μετριοπάθειαν, οπού τον κατέστησεν αδιάφορον τόσον εις την εύνοιαν όσον και εις την έχθραν της Τύχης. Ο Αμλέτος αγαπά τον Οράτιον,διότι βλέπει εις εκείνην την ψυχήν ασάλευτον την ισορροπίαν, την οποίαν αυτός αισθάνεται ότι κινδυνεύει να χάση, τον έχει εις την καρδίαν της καρδίας του, ως να ήθελε με τούτο να μετριάση την ακοίμητον φλόγα των αισθημάτων του, να γαληνεύση τους ανεξηγήτους κυματισμούς της ψυχής του. Εις τον μόνον τούτον φίλον είχε ξεμυστηρευθή τας φρικτάς αποκαλύψεις του Πνεύματος του πατρός του,και εις αυτόν εμπιστεύεται τώρα το σχέδιον και τον σκοπόν της σκηνικής παραστάσεως, διότι έχει ανάγκην να συνενώσουν τας κρίσεις των περί της αισθήσεως οπού αυτή θα προξενήση εις τον Κλαύδιον αλλά δεν ομιλεί ποσώς περί της ενεργείας η οποία λογικώς έπρεπε να εξακολουθήση, εάν το εξαγόμενον του στρατηγήματος αποδείξη αληθή την υπερφυσικήν μαρτυρίαν, την οποίαν ο Αμλέτος θέλει να υποπτεύεται ως έργον του Πειρασμού και ίσως εύχεται να αποδειχθή τοιαύτη διά να αποτινάξη την τρομεράν υποχρέωσίν του.
14.
Πριν αρχίση η σκηνική παράστασις και εις τα διαλείμματα ο Αμλέτος παίζει το πρόσωπον αυλικού γελωτοποιού· όθεν με ασέμνους εκφράσεις σατυρίζει τα ακόλαστα ήθη της Αυλής, με πικρούς υπαινιγμούς ειρωνεύεται την απιστίαν και την αναισθησίαν της Γελτρούδης, με τρομακτικούς σαρκασμούς πληγόνει την συνείδησιν του Κλαυδίου. Και όταν επιτυγχάνει εντελώς ο σκοπός της παραστάσεως, όταν το κακούργημα δεν μένει πλέον κρυμμένον εις την μονιά του, αλλά,όπως το είχε καταγγείλη φωνή από τον άλλον κόσμον, τώρα φανερώνεται εις την όψιν του ενόχου και εις τον ακράτητον φόβον οπού τον αναγκάζει να φύγη, ο Αμλέτος δεν σύρει το ξίφος· και αφού κατόπιν του Βασιλέως διασκορπίζονται και φεύγουν οι Αυλικοί, τι λέγει ο Αμλέτος ευρισκόμενος μόνος με τον φίλον του; Περί τιμωρίας αποδεδειγμένου πλέον ενόχου δεν γίνεται λόγος· ο Αμλέτος κατέχεται από άκραν αγαλλίασιν διότι με το μέσον της δραματικής τέχνης κατώρθωσε να σχίση την προσωπίδα του κακούργου, αλλά προ πάντων διότι εδυνήθη να εμβάλη τον τρόμον εις την ψυχήν του. Η αυτή ιλαρότης εξακολουθεί και εις τον αμέσως ακόλουθον διάλογον με τους δολίους συμμαθητάς του, όπου με ωραίαν φαντασίαν, με πλαστικώτατον τρόπον, τους περιπαίζει διότι ήσαν τόσον ανόητοι, ώστε να πιστεύσουν ότι ημπορούσαν να του ανασπάσουν την καρδίαν του μυστηρίου του. Αλλ' άμα ευρίσκεται μόνος του, η πρόσκαιρος εκείνη φαιδρότης εξαφανίζεται· στυγεροί στοχασμοί, ωσάν μιάσματα της Κολάσεως, πολιορκούν το πνεύμα του και τον σπρώχνουν εις την απάνθρωπον βίαν. Αλλά πάλιν η ορμή του αναχαιτίζεται· ο Αμλέτος ενθυμείται ότι θα υπάγη εις την μητέρα του, όπου διανοείται να εκπληρώση άλλο καθήκον· απομακρύνει τους φονικούς στοχασμούς, ως να εφοβείτο μήπως τον παρασύρουν έως την μητροκτονίαν! Και ενώ με αυτήν την πραοτέραν διάθεσιν σπεύδει προς την μητέρα του, έξαφνα του παρουσιάζεται ευκαιρία να τιμωρήση τον κακούργον· ο Κλαύδιος είναι αυτού γονατιστός, αφηρημένος εις την δέησιν, αφύλακτος· και ιδού ο Αμλέτος ήδη σύρει το ξίφος, είναι έτοιμος να διαπράξη δολοφονίαν αλλά νέα σκέψις του κρατεί το χέρι· ενθυμείται ότι ο πατέρας του πικρώς επαραπονέθη διότι ο αδελφός του τον έστειλεν εις τον άλλον κόσμον αδιόρθωτον, απροετοίμαστον· νομίζει ο Αμλέτος ότι η αληθινή εκδίκησις απαιτεί πλήρη την ανταπόδοσιν, και αυτή δεν κατορθώνεται εάν φονεύση τον αδελφοκτόνον εις την στιγμήν οπού προσευχόμενος εξαγνίζει την ψυχήν του· ο Αμλέτος θέλει όχι μόνον αίμα αντί αίματος αλλά και κόλασιν αντί κολάσεως. Τούτος ο συλλογισμός, οπού στηρίζεται εις την άτοπον υπόθεσιν ότι ψυχή οποία εκείνη του Κλαυδίου είναι επιδεκτική μετανοίας, τούτη η λεπτολογία της εκδικήσεως, ιδέα βαρβαρικής και προληπτικής εποχής,έχει την όψιν νέου σοφίσματος, εις το οποίον προσφεύγει ο νους του Αμλέτου διά να αναβάλη και πάλιν την απόφασίν του.
15.
Αφίνει το ακαταπαύστως σαλευόμενον έδαφος της φονικής ανταποδόσεως και μεταβαίνει πρόθυμα εις άλλο στερεώτερον και σύμφωνον με τα ευγενή και φιλάνθρωπα αισθήματά του. Θα επιχειρήση να εξυπνήση την αποναρκωμένην συνείδησιν της μητρός του, θα την παρακινήση εις την Μετάνοιαν. Ενώ προσκαλείται αυτός από την μητέρα διά να απολογηθή,παρουσιάζεται εις αυτήν ως κατήγορος και δικαστής, ως μόνος αντιπρόσωπος της Αρετής, ως μόνος υπέρμαχος του ηθικού νόμου, εις έναν κόσμον όπου εν τω μέσω των συντριμμάτων και του μολυσμού έμεινεν αυτός ακόμη όρθιος και καθαρός. Εις την εκπλήρωσιν ιερού καθήκοντος έξαφνα έρχεται να τον διακόψη αίσθησις πληκτική και τον εξαγριόνει· νομίζει ότι ακούει την φωνήν του αδελφοκτόνου ο οποίος κρύβεται αυτού διά να μάθη το μυστικόν του· σκέψις εδώ δεν μεσολαβεί· ήλθε, νομίζει, η στιγμή να εκτελέση την φοβεράν εντολήν του, και κάμνει τον φόνον, ως να εφόνευε δειλόψυχον και κακοποιόν ερπετόν· και ήδη πιστεύει ότι η τιμωρία έγινε· ο κακούργος κείται αυτού νεκρός· μόνον της μητρός του η κραυγή του δίδει αφορμήν να επιζητήση την λύσιν φοβεράς απορίας, η οποία απ' αρχής εβασάνιζε την φιλόστοργον καρδίαν του, δηλαδή μήπως η μητέρα του συνέπραξεν εις τον φόνον του πατρός του· διά τούτο την δοκιμάζει με απότομον σκληρόν υπαινιγμόν·
Ναι, ω μητέρα! φονικωτάτη πράξις! όσο βασιλέα να θανατώση τις κ' επάνω εις τον νεκρόν του να νυμφευθή κατόπιν με τον αδελφόν του.
αλλά ευτυχώς τούτος ο ονειδισμός γεννά εις την Γελτρούδην έκπληξιν τόσο φυσικήν ώστε γίνεται φανερόν ότι αυτή ουδέ καν γνώσιν είχε της δολοφονίας. Και ενώ νομίζει ότι τα πάντα ετελείωσαν, βλέπει αντί του πτώματος του Βασιλέως το πτώμα του γέροντος Αυλάρχου·ούτε λύπη ούτε μεταμέλεια ούτε άλλη σκέψις τον ταράττει εις εκείνην την στιγμήν· προχωρεί αμέσως εις τον ηθικόν αγώνα, τον οποίον ανέλαβε, να αποσπάση την άτυχη μητέρα του από τας βδελυράς αγκάλας του κακούργου, ο οποίος δεν απέθανε, αλλά ζη ακόμη και βασιλεύει. Με θερμόν ζήλον, με όλην την δύναμιν οπού δίδει εις τους λόγους του ο ενθουσιασμός και η πλαστικωτάτη φαντασία του, με την υπεράνθρωπον υπομονήν της αγάπης, κατορθόνει να νικήση την αρχαίαν αναισθησίαν ενός διεφθαρμένου πλάσματος, ανοίγει τους οφθαλμούς της μητρός του ώστε να βλέπουν πρώτην φοράν εις τα βάθη της καρδίας της τα ανεξάλειπτα στίγματα της κακοηθείας. Αλλά η νίκη δεν ημπορούσε να ήναι και θρίαμβος· εάν ο Αμλέτος επέτυχε να φέρη την μητέρα του εις συναίσθησιν της ηθικής πτώσεώς της, όμως δεν εδυνήθη να την κάμη να αποστραφή τον κακούργον, να φύγη από την άνομον κλίνην, να εύρη εις τον εαυτόν της μίαν ευτυχή γενναίαν ορμήν ώστε να ρίψη πέρα το χειρότερο μέρος της καρδίας της διά να ζήση καθαρώτερη με το άλλο. Όταν η Γελτρούδη, αν και ο υιός της της εδίδαξε τον τρόπον του εξαγνισμού, προφέρει την ερώτησιν· τι θα κάμω; ο Αμλέτος πείθεται πλέον ότι η ηθική της ατονία δεν έχει θεραπείαν, και τόσον απελπίζεται, ώστε διά μίαν στιγμήν πιστεύει ότι αύτη δύναται να λησμονήση την μητρικήν αγάπην και να προδώση τον υιόν της εις τον σατανικόν διαφθορέα της.
16.
Και ενώ με φαρμακωμένην καρδίαν εγκαταλείπει τον ευγενή εκείνον αγώνα, στρέφεται πάλιν ο νους του εις το πρόβλημα της φονικής εκδικήσεως, και πολλά συντρέχουν ήδη διά να τον σπρώξουν εις το φοβερόν εκείνο σημείον. Προ μικρού έβαψε τα χέρια του εις το αίμα,κατά την προαίρεσίν του εφόνευσε τον Κλαύδιον· εις τον αθέλητον φόνον του γέροντος Αυλάρχου τού φαίνεται ότι βλέπει τον δάκτυλον της Θείας Δίκης οπού τιμωρεί την απραξίαν του και τον προστάζει να γίνη εκτελεστής των ορισμών της· του επαρουσιάσθη και πάλιν τα Πνεύμα του πατρός του και του υπενθύμισε την υποχρέωσίν του· του έγινε γνωστόν ότι ο Κλαύδιος απεφάσισε να τον στείλη εις την Αγγλίαν με τους δύο δολίους συμμαθητάς του οπού κομίζουνσφραγισμένα γράμματα, όπου αυτός υποπτεύεται ότι περιέχονται φονικαί εναντίον του διαταγαί. Ιδού πόσα εξωτερικά περιστατικά τον κατεβάζουν ήδη από τον κόσμον της σκέψεως και τον εισάγουν ανεπαισθήτως και αναγκαίως εις τον σκοτεινόν λαβύρινθον του πραγματικού. Αισθάνεται ο Αμλέτος ότι ο τυχαίος φόνος του γέροντος Αυλάρχου είναι κακόν, εις τα οποίον θα επακολουθήσουν χειρότερα,ότι αυτό είναι αρχή ολοκλήρου αιματηρού δράματος, αισθάνεται ακόμη σκοτεινώς ότι ενδέχεται αυτός να εμπλεχθή εις τρόπον ώστε να μη εξέλθη ακριμάτιστος από την πάλην· και ενώ φαίνεται ότι απεφάσισε πλέον να εκτελέση τους ορισμούς της Θείας Δίκης, να τιμωρήση τον κακούργον, όμως, αντί να λάβη θέσιν επιθετικήν, δέχεται στάσιν αμυντικήν, ως να ήθελε και τώρα να απομακρύνη την πεπρωμένην στιγμήν, και του φαίνεται ότι θα εύρη ευχαρίστησιν εις τρόπον ενεργείας όλως αντίθετον προς την ειλικρίνειαν, προς την γενναιότητα, η οποία αποτελεί την βάσιν του χαρακτήρος του, εις το να αντιτάξη πανουργίαν εις πανουργίαν, εις το να κάμη ώστε τα θανατηφόρα μηχανήματα του Κλαυδίου και των δορυφόρων του να σπάσουν εις την κεφαλήν των·
Στέλνονται σφραγισμένα γράμματα, και οι δύο συμμαθηταί μου, οπού τους έχω πίστιν όσην να έχω δύναμαι 'ς οχιαίς φαρμακωμέναις, φέρνουν την εντολήν και αυτοί τον δρόμον πρώτοι θα μου δείξουν να φθάσω 'ς την κακοτροπίαν. Ας δουλεύση! τι αξίζει απ' την υπόνομόν του να τιναχθή μηχανικός εις τον αέρα! βαρύν αγώνα θα υποφέρω, αλλ' αποκάτω εις τα λαγούμια τους θα σκάψω εγώ 'ς το βάθος μίαν οργυιά, να τους πετάξ' ως το φεγγάρι. Ω πράγμα ηδονικό το ν' απαντήσ' εις μίαν γραμμήν αντίκρ' η μια την άλλην πονηρίαν!
Και ενώ τούτα διαλογίζεται δεν εστείρεψε εις την καρδίαν του η πηγή των δακρύων, τα χύνει ακράτητα, άμα ευρίσκεται μόνος του,επάνω εις το πτώμα του πατρός της Οφηλίας του, το οποίον προ μικρού εις τα μάτια της μητρός του με πλαστήν απονίαν έσυρεν έξω και συνώδευσε με πικρούς σαρκασμούς. Και πάλιν κάτω από τον πέπλον της αυτής αδιαφορίας, της αυτής χαιρεκάκου ψυχρότητος, απαντά κατόπιν τους δολίους συμμαθητάς του και τον Κλαύδιον· και η τρομακτική συμπεριφορά του, αι ζοφεραί σκέψεις, τας οποίας προφέρει, οι θανάσιμοι υπαινιγμοί, φέρουν νέον τρόμον εις την ήδη κατατρομασμένην ψυχήν του Κλαυδίου.
17.
Αλλ' αν και έλαβε όλα τα δυνατά μέτρα διά να ματαιώση το σχέδιον του εχθρού του και να επανέλθη σώος εις την Δανίαν, όμως ενώ αναχωρεί αισθάνεται ότι οι δισταγμοί του τον έφεραν εις την δύσκολον και επικίνδυνον θέσιν εις την οποίαν ευρίσκεται, και δια τούτο προσπαθεί και πάλιν να ανεύρη το ανεξήγητον αίτιον της απραξίας του. Λόγον να εκτελέση την εκδίκησιν έχει έναν πατέρα δολοφονημένον, μίαν μητέρα ατιμασμένην· ομολογεί ότι έχει και την δύναμιν και τα μέσα τ' αναγκαία προς την εκτέλεσιν· τίποτε εξωτερικώς δεν τον εμποδίζει, μάλιστα πολλαχόθεν του παρουσιάζονται παραδείγματα ανδρικής και αποφασιστικής ενεργείας,ως εκείνο του νέου ηγεμονόπαιδος, του οποίου ο στρατός περνά έμπροσθέν του πορευόμενος να απαντήση κινδύνους και θάνατον χάριν μόνον της φιλοτιμίας! Ποίος άρα γε είναι ο εσωτερικός λόγος, ο οποίος απ' αρχής εναντιώθη εις το αίσθημά του, εις την στερεάν απόφασίν του, εις την θέλησίν του; Τοιαύτην ερώτησιν απευθύνει ο Αμλέτος προς τον εαυτόν του και προχωρεί εις την έρευναν ως να είχεν έμπροσθέν του όχι την ιδίαν συνείδησιν αλλά ξένην,προσφεύγει εις εικασίας, και αποδίδει εις τον εαυτόν του ή κτηνώδη λήθαργον ή υπερβολήν περισκέψεως, η οποία τόσον ακριβολογεί τα ενδεχόμενα αποτελέσματα της ενεργείας, ώστε δύναται να ονομασθή δειλία. Αλλά ο αληθής λόγος των δισταγμών του, κρυμμένος εις τα βάθη της ψυχής του, ανομολόγητος, μένει πάντοτε μυστήριον διά τον νουν του Αμλέτου. Εναντίον του αγνώστου τούτου αντιπάλου, ο οποίος ατονίζει την θέλησίν του, ο Αμλέτος αγανάκτησεν απ' αρχής, ως είδαμεν εις τον Μονόλογον της Β'. Πράξεως, αλλά τώρα (Μονόλογος Πρ. Δ'. σκ. δ'.) η αγανάκτησις εγείρεται ισχυροτέρα, η καρδία του με όλην την δύναμιν της θελήσεως αποσείει τον ζυγόν, η συναίσθησις της υποχρεώσεως να εκδικήση τον πατέρα του πνίγει την μυστηριώδη εκείνην φωνήν, ώστε αυτός αποφασιστικώς πλέον εκφωνεί·
Αν 'ς το εξής των λογισμών μου όλα τα βάθη δεν θα 'ναι φονικά, θα ειπώ 'πού ο νους μου εχάθη.
Και ιδού άμα εχειραφέτησε τον εαυτόν του από τον μυστικόν εκείνον σύμβουλον, παραδίδεται επικέφαλα εις το έργον της εκδικήσεως,κατεβαίνει τον ολισθηρόν κατήφορον της κακοηθείας, έτοιμος να αντιτάξη επιβουλήν εις επιβουλήν, να ανταποδώση φόνον αντί φόνου,γινόμενος οπαδός του σατανικού δόγματος της εποχής εις την οποίαν ανήκει, ώστε να μεταχειρισθή και ανήθικα μέσα διά να φθάση εις τον σκοπόν του. Άγιος του παρουσιάζεται ήδη, εις αυτόν επιβεβλημένος,ο φόνος του Κλαυδίου· η ζωή του αναγκαία διά να τον εκτελέση·αναγκαία εις την σωτηρίαν του και συγχωρημένη η δολοφονία των δύο συμμαθητών του. Αν και είχε αρματώση πλοίον, το οποίον ως πειρατικόν έμελλε να τους προσβάλη εις την ανοικτήν θάλασσαν και να τον ελευθερώση, όμως φοβούμενος μήπως το στρατήγημα τούτο αποτύχη και αυτός φθάση με τους συμμαθητάς του εις την Αγγλίαν,ευρίσκει και ανοίγει τα ύποπτα γράμματα, και, άμα ανεκάλυψε την θανατηφόρον διαταγήν, με τεχνικωτάτην πλαστογραφίαν την στρέφει εναντίον των συμμαθητών του, αν και αυτοί απλώς κομισταί του εγγράφου δεν εγνώριζαν το περιεχόμενον. Μετά την άπονον πράξιν επανέρχεται εις την Δανίαν, και αναγγέλλει εις τον Κλαύδιον την επιστροφήν του με επιστολήν, της οποίας η δουλική φράσις σκεπάζει υποκριτικώς τον φονικόν σκοπόν του.
18.
Αλλά δεν σπεύδει προς το ήδη προσδιωρισμένον τέρμα· πορευόμενος εις το κατηραμένον παλάτι της Ελσινόρης σταματά εις το νεκροταφείον, ως να ήθελε να ξανασάνη από τον κάματον και από τα μισητά έργα της ζωής εις την έρημον επικράτειαν του θανάτου. Αυτού παραδίδεται εις σκέψεις, αι οποίαι έχουν σχέσιν με το πρόβλημα, ως το έθεσεν άλλοτε, της ανθρωπίνης υπάρξεως, με την διαφοράν ότι τώρα δεν προσβλέπουν καθόλου πέραν του τάφου, αλλά περιορίζονται εις την ματαιότητα των κοσμικών πραγμάτων και πάσης ανθρωπίνης ενεργείας. Το taedium vitae και τώρα, αλλά ως σιγαλινόν ρεύμα,πλημμυρίζει την ψυχήν του· η φιλοθάνατος διάθεσίς του έρχεται εις άμεσον συνάφειαν με το φρικτόν φαινόμενον της υλικής αποσυνθέσεως,την αναλύει με ψυχράν λεπτολογίαν και την παρακολουθεί εις το άκρον όριόν της, έως το σημείον, όπου εξαφανίζεται κάθε ίχνος οργανικής μορφής, όπου η κόνις του ανθρώπου, οπού είχεν ως προορισμόν να μεταδίδη την ιλαρότητα εις τους ομοίους του, δεν ξεχωρίζεται πλέον από την κόνιν του κοσμοκράτορος οπού ετρόμαξε την οικουμένην. Και πόσον γίνεται φανερώτερον το απέραντον πένθος της ψυχής του, όταν από το άμορφον και αγνώριστον κρανίον αγαπημένου ανθρώπου του αστράπτει της φαιδράς παιδικής ηλικίας η ενθύμησις, η οποία, ως πικρά ειρωνία, σχίζει διά μίαν στιγμήν το σκότος, οπού τώρα τον χωρίζει από το φως της ζωής και από την θερμότητα των τρυφερών αισθημάτων. Εις την εμφάνισιν της κηδείας ο Αμλέτος παραμερίζει, ως να ήθελε να συνεχίση ήσυχα τας νεκρωσίμους σκέψεις του· με συμπαθητικόν αίσθημα παρατηρεί, όπως ενόησεν αμέσως από την κολοβωμένην τελετήν, ότι το φέρετρον εκείνο περιέχει άνθρωπον, τον οποίον ο πόνος ηνάγκασε να εγκαταλείψη την ζωήν. Αλλ' άμα ενόησεν ότι εκείνο είναι το λείψανον της Οφηλίας,αμέσως ανοίγονται όλαι αι εσωτερικαί πληγαί του, η αποκοιμισμένη αγάπη ανασταίνεται παντοδύναμος και σαλεύει την ισορροπίαν των ψυχικών του δυνάμεων· καρδία και φαντασία χειραφετημέναι από την εξουσίαν του λογικού γεννούν αλλόκοτα, τερατώδη, λόγια και κινήματα, τα οποία έχουν όλην την ταραχήν και την αταξίαν της παραφροσύνης. Και όταν συνέρχεται από την τρομεράν παραζάλην,αισθάνεται την ατοπίαν της θέσεώς του, και πριν αναχωρήση προφέρει γρίφους διά να πιστευθή από τους άλλους και προ πάντων από τον Κλαύδιον ότι πραγματικώς έχει χαμένα τα λογικά του.
19.
Υποχωρούν οι πένθιμοι διαλογισμοί, σιωπά το αίσθημα της αγάπης εις τα βάθη της ψυχής του Αμλέτου, και εις την επιφάνειαν αναφαίνεται πάλιν η ορμή προς την φονικήν ανταπόδοσιν, και, ως να προετοιμάζετο ήδη εις άμεσον ενέργειαν, αυτός έρχεται να εκθέση εις τον φίλον του πως ευτύχησε να ματαιώση τα δολοφόνα σχέδια του Κλαυδίου, τα οποία αποτελούν νέον λόγον διά να μη αναβάλη πλέον την τιμωρίαν. Δεν επεριμέναμεν από τον μεγαλόψυχον Αμλέτον ότι,έστω και διά να σώση την ζωήν του, ως αναγκαίαν εις την εκπλήρωσιν της εντολής του, ήθελε δολοφονήση, ως εδολοφόνησε, τους δύο συμμαθητάς του· αλλά περισσοτέραν φρίκην μας προξενεί η επιμονή,με την οποίαν προσπαθεί να δικαιολογήση εις τον φίλον του το σατανικόν κατόρθωμά του και η πεποίθησις, οπού αυτός φαίνεται να έχη, ότι έλαβεν εις τούτο συμβοηθόν την Θείαν Πρόνοιαν. Αλλ'ακριβώς αυτή η επιμονή, αυτή η επιδεικτική αταραξία προδίδει τον κρύφιον έλεγχον της συνειδήσεως του· ως ένοχος απολογείται προς τον φίλον, του οποίου τα μετρημένα λόγια υποδηλόνουν λύπην διά το πάθημα των δύο απεσταλμένων. Το ηθικόν του Αμλέτου έπαθε φοβεράν μεταβολήν, και εις αυτήν την κατάπτωσιν πρώτην φοράν τον ακούομεν να αναφέρη ως λόγον της εκδικήσεως έναν λόγον προσωπικόν,τουτέστιν ότι ο Κλαύδιος τον είχε αποκλείση από τον θρόνον, ενώ έως τώρα η προς την μνήμην του αδικημένου πατρός του αφοσίωσις ήταν μόνη αρκετή να του επιβάλη την τρομεράν υποχρέωσιν. Ο Αμλέτος έπεσεν εις ηθικήν ατονίαν, και όταν ο φίλος του τον παρακινεί πλαγίως να λάβη μίαν απόφασιν πριν ο Κλαύδιος μάθη τον θάνατον των δύο απεσταλμένων και τα πράγματα περιπλεχθούν, ο Αμλέτος δεν κάμνει κανένα σχέδιον, φαίνεται ότι αναπαύεται εις την πεποίθησιν ότι έως τότε ή και τότε θα του παρουσιασθή η ευκαιρία, το φοβερόν εκείνο δευτερόλεπτον,
ο μεταξύ καιρός είναι δικός μου, και όσον ένα να ειπής τόσ' η ζωή του ανθρώπου.
20.
Έπαυσε η εσωτερική αντίστασις, εσίγησεν ο ανεξερεύνητος λόγος τόσων δισταγμών, ο φοβερός αγών έχει γονατίση, έχει συντρίψη την ψυχήν του Αμλέτου· η θέσις του ομοιάζει αρνητική με την πεποίθησιν ότι αυτός είναι όργανον της Θείας Δίκης, εκτελεστής Ανωτέρας Θελήσεως, αδιάφορος, ατάραχος περιμένει έξωθεν την αφορμήν, την ώθησιν, το σύνθημα, να εκπληρώση την εντολήν του, και ήδη σκοτεινώς μαντεύει ότι τοιαύτη αφορμή θα προέλθη από τον αγώνα της ξιφομαχίας, όπου αναγκαίως υποπτεύεται νέαν φονικήν επιβουλήν του Κλαυδίου. Και ενώ προαισθάνεται μίαν αιματηράν λύσιν, και είναι έτοιμος να την απαντήση, ταυτοχρόνως, ανάμεσα εις την φαινομενικήν ιλαρότητα με την οποίαν διά τελευταίαν φοράν εμπαίζει και παρωδεί το μωρόν και δουλικόν ήθος των Αυλικών εις το πρόσωπον του Οσρίκου, εκφέρει τρομακτικάς αμφιλογίας, όπου αινίττεται την επικειμένην μεταξύ αυτού και του Κλαυδίου θανάσιμον πάλην, όταν λέγη· εάν ο Βασιλέας μένει εις την γνώμην του, εγώ θα κερδίσω δι'αυτόν το στοίχημα, αν δυνηθώ· ειδεμή δεν θα κερδίσω παρά την εντροπήν μου· — εγώ δεν αλλάζω γνώμην· αυτή συμμορφόνεται με την επιθυμίαν του Βασιλέως· αν ευκαιρεί αυτός, ευκαιρώ και εγώ, τώρα ή εις οιανδήποτε ώραν· και όταν ειρωνικώς χαιρετά τον ερχομόν του Κλαυδίου και της Γελτρούδης με την καλήν ώραν. Έφθασεν η καλή ώρα, και ο Αμλέτος κατέχεται από θανατικόν προαίσθημα τόσο καθαρόν, ώστε το ομολογεί εις τον φίλον του, αλλ' αναπαυόμενος ήδη εις την Θείαν Βούλησιν αδιαφορεί προς το εσωτερικόν εκείνο προμήνυμα. Ειλικρινώς προσπαθεί να εξιλεωθή με τον Λαέρτην, εις τον οποίον βλέπει ένα από τα θύματα της παραφοράς του, διότι τόση απόστασις τον εχώρισεν ήδη από την πρώτην ψυχικήν του κατάστασιν,ώστε πιστεύει ίσως και αυτός ότι η ανεξήγητος εκείνη εσωτερική πάλη προήρχετο από πραγματικήν διατάραξιν της διανοίας· σπεύδει πρώτος ν' αρχίση την ξιφομαχίαν προαισθανόμενος ότι εκείνο το παιγνίδι θα επιταχύνη την κρίσιν· πρώτος ζητεί να δοθούν τα ξίφη·πρώτος δίδει το σύνθημα, αλλά ταυτοχρόνως φροντίζει ώστε να μη τον προλάβη επιβουλή του Κλαυδίου, και δεν πίνει, αν και ο Κλαύδιος και κατόπιν και η Γελτρούδη του προσφέρουν το ποτήρι· μ' επιμονήν εξακολουθεί τον αγώνα, κεντά την φιλοτιμίαν του αντιπάλου του,ακριβώς εις την στιγμήν οπού εις την συνείδησιν τούτου εκλονίζετο η δολοφόνος απόφασις. Και η καταστροφή επέρχεται· η περιμενομένη αφορμή επαρουσιάσθη· ένα νέον κακούργημα, μία νέα προδοσία του δολοφόνου, του αιμομίκτου, του κατηραμένου Βασιλέως επιβάλλει εις τον Αμλέτον, ως ήθελεν αναγκάση οιονδήποτε άλλον άνθρωπον, να τον τιμωρήση εις τον τόπον. Και προφθάνει να ελευθερώση τον κόσμον από εκείνο το τέρας, αλλά δεν προφθάνει να αποπλύνη με μίαν δημοσίαν εξομολόγησιν το όνειδος των κακών πράξεων όπου τον παρέσυρεν η ανάγκη της εκδικήσεως· αφίνει αυτήν την φροντίδα εις τον φίλον του και λυπείται διότι αποθνήσκει χωρίς να μάθη τα νέα από την Αγγλίαν, ως να εύχεται να απέτυχε το φονικόν εκείνο στρατήγημα· ο θάνατος σφραγίζει τα χείλη του, και ο Αμλέτος φέρει εις τον τάφον το ανεξιχνίαστον μυστήριον της συνειδήσεώς του· __ό,τι απομένει είναι σιωπή_.
21.
Εις την εξέτασιν του προσώπου του Αμλέτου επροχωρήσαμεν συνθετικώς όπως από τα διάφορα διαδοχικά ψυχικά φαινόμενα δυνηθώμεν να εισέλθωμεν εις τον βαθύτατον λόγον, εις το αληθινόν αίτιον, το οποίον γεννά τόσους δισταγμούς, τόσας αντιφάσεις και τόσας ανωμαλίας εις όλην την πορείαν του. Αναμφιβόλως δύο διαθέσεις συνυπάρχουν και συγκρούονται εις την ψυχήν του, η μεν φανερά, και αυτή είναι η ορμή προς την εκδίκησιν, η ζωηρά συναίσθησις της υποχρεώσεως να εκτελέση την προσταγήν του πατρός του, η δε απόκρυφος και ομοίως ισχυρά, η οποία εις το πείσμα της θελήσεώς του απ' αρχής μεσολαβεί μεταξύ αποφάσεως και εκτελέσεως, και παραλύει πάσαν σκέψιν, ματαιόνει οιανδήποτε σκόπιμον ενέργειαν.Όταν ο άνθρωπος έχει την θέλησίν να πράξη τι και δεν μεταβαίνει εις την πράξιν από αιτίαν εις αυτόν ανεξήγητον, η εσωτερική τούτη εναντίωσις προς την βούλησίν του πρέπει εξ ανάγκης να προέρχεται ή από κάποιαν οργανικήν του έλλειψιν, η οποία τον καθιστάνει ανίκανον προς πάσαν θετικήν πράξιν, ή από την πνευματικήν του υπόστασιν καθ' εαυτήν, η οποία, αν και μη αφυής προς την ενέργειαν, όμως από την φύσιν επλάσθη και από την μόρφωσιν έγινε τοιαύτη, ώστε δεν στέργει ωρισμένην τινά πράξιν, διότι ενέχει έννοιαν ασύμφωνον προς τα αισθήματά του και τας ιδέας του. Το πρώτον είναι φυσική αδυναμία, την οποίαν η φιλαυτία μας ή δεν αναγνωρίζει παντάπασι ή δεν ομολογεί προς τον εαυτόν της· το δεύτερον είναι ηθική δύναμις υπερτάτη, της οποίας δεν έχομεν πλήρη την επίγνωσιν, διότι αποτελεί αυτήν την πνοήν, αυτήν την ρίζαν της υπάρξεώς μας. Μίαν οργανικήν αδυναμίαν ευρίσκουν εις τον χαρακτήρα του Αμλέτου σχεδόν όλοι οι Κριτικοί, και όσοι σύμφωνοι με τονGoethe αποδίδουν την απραξίαν του εις την στέρησιν της ηρωικής ιδιότητος αναγκαίας διά τα μεγάλα κατορθώματα, και όσοι, κατά την γνώμην του Coleridge και του Schlegel, ισχυρίζονται ότι υπερβολική ανάπτυξις της σκεπτικής δυνάμεως εις τον Αμλέτον ατονίζει την ενεργητικήν, και ακόμη όσοι υποστηρίζουν ότι απαισιόδοξος διάθεσις προερχομένη από την απελπιστικήν ιδέαν, την οποίαν αυτός εσχημάτισε περί της ανθρωπότητος, παριστάνει εις το πνεύμα του οιονδήποτε ανθρώπινον έργον άσκοπον και μάταιον. Άλλοι Κριτικοί ευρίσκουν τον λόγον της ηθικής αμηχανίας του Αμλέτου εις την δυσκολίαν της αποστολής του· κατ' αυτήν την γνώμην, προς την οποίαν κλίνει η κριτική της εποχής μας, ο Αμλέτος στενοχωρείται από την σκέψιν ότι καλείται να τιμωρήση κακούργημα το οποίον αυτός μόνος γνωρίζει, ώστε, εάν φονεύση τον φονέα του πατρός του, θα εκτελέση δικαίαν πράξιν, την οποίαν όμως δεν δύναται να δικαιολογήση εις τα όμματα του κόσμου.
22.
Κατά την κρίσιν μας ούτε η θυμική δύναμις εις τον Αμλέτον είναι ελλιπής, ούτε η διανοητική πάσχει, ως είπαν, από υπερτροφίαν προς βλάβην εκείνης, ούτε λόγοι φύσεως καθαρώς ηθικής ή εξωτερικής εκτιμήσεως αποτελούν το πρόβλημα της συνειδήσεως του Αμλέτου.Μικρόψυχος δεν είναι ο άνθρωπος, ο οποίος, ως ο Αμλέτος, ποτέ δεν υποχωρεί απέναντι του κινδύνου, και ατρόμητος αντιμετωπίζει τον θάνατον· ανίκανος εις πράξιν μελετημένην δεν είναι ο άνθρωπος, ο οποίος με πρακτικώτατον νουν μορφόνει σχέδιον και το εκτελεί, ως πράττει ο Αμλέτος όταν επινοεί και θαυμασίως παρασκευάζει το στρατήγημα της σκηνικής παραστάσεως, εις το οποίον και επιτυγχάνει τον σκοπόν του, και όταν με τόσην οξυδέρκειαν, με τόσην ψυχρότητα,όχι μόνον μηδενίζει τα επίβουλα τεχνάσματα του αντιπάλου του αλλά και τα στρέφει εναντίον των οργάνων του. Η φύσις του Αμλέτου είναι ακεραία, είναι ολομερής, και αυτή ακριβώς η εντέλεια του οργανισμού του ευρισκομένη εις απότομον αντίθεσιν προς τον πραγματικόν κόσμον, όπου καλείται να αναπτυχθή, αποτελεί την ατυχίαν του. Αλλά η θέσις του τότε γίνεται αληθώς τραγική, όταν σιδηρά ανάγκη τον βιάζει, όχι μόνον να έλθη εις άμεσον σχέσιν με κόσμον αντιπαθή προς αυτόν, αλλά και αυτού μέσα να αναδεχθή αγώνα,τον οποίον δεν δύναται να φέρη εις πέρας ειμή εάν αποχωρισθή από τον εαυτόν του, ειμή εάν αφομοιωθή προς ό,τι είναι ουσιωδώς αναίρεσις των ιδεών και των αισθημάτων του.
23.
Διά να δημιουργήση τοιαύτην θέσιν ο ποιητής εφευρίσκει δραματικόν όργανον τοιούτον ώστε να έχη δύναμιν ακαταμάχητον εις την ψυχήν του Αμλέτου. Αυτή η ψυχή του πατρός του, αν και βασανίζεται εις τον άλλον κόσμον διά να καθαρισθή, υπερβαίνει τον φραγμόν, οπού έπρεπε αιωνίως να την χωρίση από τα ανθρώπινα πάθη, και προ πάντων από την μνησικακίαν, και έρχεται να ανακαλύψη εις τον υιόν του την μυστικήν δολοφονίαν και να ζητήση εκδίκησιν. Τούτη η φωνή από τον άλλον κόσμον πιάνει τον Αμλέτον από τα βαθύτερα και ιερώτερα αισθήματα, και του επιβάλλει ως υπερτάτην υποχρέωσιν την φονικήν ανταπόδοσιν. Λαμβάνει και δέχεται την εντολήν να μη συγχωρήση ώστε ο αδελφοκτόνος να εξακολουθή να ατιμάζη τον θρόνον και να μολύνη την βασιλικήν κλίνην της Δανίας· και τούτο πώς άλλως κατορθόνεται παρά με τον φόνον του ενόχου; Διά μίαν στιγμήν ο Αμλέτος νομίζει ότι δύναται να δώση εις την μονομερή αυτήν αποστολήν καθολικωτέραν ευγενή σημασίαν, πιστεύει ότι, με το να εκτελέση τοιαύτην προσταγήν του πατρός του, δύναται να φέρη την αποκατάστασιν του Δικαίου, την ανόρθωσιν του ηθικού Νόμου·
Εξαρθρώθη ο καιρός· της μοίρας πείσμα ω πόσο πικρόν, εγώ να γεννηθώ να τον διορθώσω.
Αλλά απέναντι της γενικής διαφθοράς, οπού είναι η γεννητική αιτία,όχι το αποτέλεσμα, του ωρισμένου κακουργήματος, τι σημαίνει η πτώσις του μεγάλου ενόχου; πόθεν θα πεισθή ο Αμλέτος ότι με το να κάμη φόνον θα επιτύχη, έστω και μακρόθεν, τον σκοπόν προς τον οποίον τείνει η ενθουσιώδης, η εξημερωτική ψυχή του; Ή μήπως δύναται να καθησυχάση την συνείδησιν του, να εξαγνίση την πράξιν του, με την πεποίθησιν ότι με αυτήν επιβάλλει τιμωρίαν; αλλά δύναται ο άνθρωπος να αντιποιηθή θέσιν δικαστού άμα και τιμωρού απέναντι των ομοίων του; δύναται να πράξη αυτοβούλως ως άτομον ό,τι μόλις του συγχωρείται να πράξη ως αντιπρόσωπος της κοινής συνειδήσεως; Ή μήπως δύναται ο Αμλέτος να παραδοθή εις την μυστηριακήν πίστιν ότι αυτός είναι το προωρισμένον όργανον της Θείας Δίκης; Τοιαύτην παθητικήν κατάστασιν δεν αποδέχεται ψυχή μεγάλη, ως εκείνη του Αμλέτου, ενόσω έχει ακόμη πλήρη την συναίσθησιν της ανθρωπίνης αυτεξουσιότητος, μία ψυχή διά την οποίαν μόνον η ελευθέρα θέλησις και η πεφωτισμένη συνείδησις είναι ασφαλείς οδηγοί πάσης ενεργείας. Και αφού η προκειμένη πράξις δεν στηρίζεται εις την πεποίθησιν, η οποία διά να ήναι αληθής πρέπει να απορρέη από τον Λόγον, η πράξις αυτή μένει γυμνή, με μόνον τον άλογον και άγριον χαρακτήρα προσωπικής εκδικήσεως, και άλλο δεν είναι παρά εφαρμογή του δόγματος της φονικής ανταποδόσεως.
24.
Και το δόγμα τούτο ανήκει εις τον πατέρα του Αμλέτου ως αντιπρόσωπον βαρβαρικής και προληπτικής εποχής, όπου εβασίλευεν η άλογος βία και η χειροδικία· τούτη η ιδέα έρχεται έξωθεν και φυτεύεται εις την ψυχήν του Αμλέτου, αλλά δεν ριζοβολεί αυτού μέσα, ώστε μένει πάντοτε ξένη εις την συνείδησιν του, ευρίσκει αντίστασιν εις το υψηλόν και εξευγενισμένον πνεύμα του, όπου δεν έχει θέσιν ό,τι αναιρεί το Αγαθόν και το Αληθές. Αλλά δεν δύναται ο Αμλέτος να ανεύρη τον λόγον της εσωτερικής αντιδράσεως, να διακρίνη το ψυχολογικόν αίτιον των δισταγμών του· η ιδέα της εκδικήσεως, όπως του επεβλήθη, έχει όλην την όψιν της Αληθείας,διότι προέρχεται από τον άφθαρτον κόσμον, από τον κόσμον του Αληθούς, και διότι έχει ως ερμηνευτήν την συμπαθεστέραν διά τον Αμλέτον φωνήν, την φωνήν αδικημένου πατρός· και ιδού αυτή η ιδέα μεταβάλλεται εις πεποίθησιν, εις συναίσθησιν καθήκοντος, οπού του αφαιρεί μέρος της ελευθερίας του πνεύματος του. και δεν συγχωρεί εις την διανοητικήν δύναμιν, εις την κρίσιν του, να αναλάβη την εξουσίαν της, όπως κατανοήση ελευθέρως το προκείμενον ηθικόν πρόβλημα και καταστήση φανερόν εις την συνείδησίν του τον χαρακτήρα της μελετωμένης πράξεως, ώστε να δαμάση την θυμικήν δύναμιν, η οποία κυριεύεται από φοβεράν προκατάληψιν και θέλει να αποτινάξη τον χαλινόν του Ανωτέρου Λόγου. Και συμβαίνει εις τον Αμλέτον, εις την διάρκειαν του εσωτερικού του αγώνος, να του παρουσιάζεται η Αλήθεια ως μετημφιεσμένη με τον τύπον του σοφίσματος και της ειρωνείας, όταν αμφιβάλλει περί του οράματος και φοβείται μήπως ο Πειρασμός έπλασε την υπερφυσικήν εκείνην εμφάνισιν διά να τον παρασύρη εις άδικον πράξιν, και τοιαύτη αμφιβολία, ενώ είναι πρόφασις προς αναβολήν, είναι και έμμεσος αντίληψις της εννοίας, την οποίαν ενέχει καθ' εαυτήν η φονική ανταπόδοσις· και όταν αποδίδει τους φονικούς στοχασμούς του εις τα μιάσματα του Άδου και τους εγκαταλείπει διά να μεταβή εις την μητέρα του· και όταν, εμπρός εις τον προσευχόμενον ένοχον,λεπτολογεί περί εκδικήσεως και διά να αποφύγη και πάλιν την εκτέλεσιν της πράξεως, με υπερτάτην ειρωνείαν χαρακτηρίζει την εκδίκησιν, το δόγμα του μίσους, το οποίον με αδυσώπητον λογικήν απαιτεί όχι μόνον αίμα αντί αίματος, αλλά και κόλασιν αντί κολάσεως. Και ότι αυτά τα διανοήματα, προερχόμενα από την ανωτέραν των ψυχικών δυνάμεων, μένουν πάντοτε εις κατάστασιν ενθυμημάτων και δεν μεταβάλλονται εις συλλογισμούς, τούτο ακριβώς αποτελεί την πλαστικότητα του προσώπου του Αμλέτου· εάν αυτός είχε καθαράν συνείδησιν του υψηλού λόγου, οπού τον σταματά εις το βάραθρον της φονικής ανταποδόσεως, η εσωτερική πάλη αμέσως ήθελε παύση· εάν ο Αμλέτος επρόφερε σκέψεις περί του ηθικού του προβλήματος, θα παρίστανε πρόσωπον ηθικολόγου ή φιλοσόφου, δεν θα ήταν πλάσμα ποιητικόν. Το δε ύψος του Αμλέτου συνίσταται κυρίως εις τούτο ότι,είτε ως κοινός άνθρωπος επιζητεί την εκδίκησιν, διά να εκπληρώση καθήκον, είτε ως ανώτερος άνθρωπος την αποστρέφεται, αυτός λησμονεί, εξαφανίζει την ιδίαν ατομικότητα ή απέναντι του καθήκοντος ή απέναντι του Ανωτέρου Λόγου.
25.
Κατ' αυτήν την έννοιαν μόνον αληθεύει του Goethe η κρίσις ότι «εις τον Αμλέτον εφορτώθη βάρος το οποίον αυτός ούτε να βαστάση δύναται ούτε ν' αποβάλη». Η ψυχή του σπαράσσεται βασανιζομένη από τρομακτικήν σύγκρουσιν μεταξύ του καθήκοντος προς τον εαυτόν του και της ανάγκης, την οποίαν εδέχθη ως καθήκον, να ικανοποιήση τον αδικημένον πατέρα του· ευρίσκεται απέναντι φοβερού διλήμματος ή να αναιρέση τον εαυτόν του, να διαψεύση τα ευγενέστερα, τα κυρίαρχα ιδιώματα της ψυχής του, ή να παραβή ένα νομιζόμενον καθήκον, διά να μη χάση διά πάντοτε τον ηθικόν και πνευματικόν θησαυρόν του. Το αδιέξοδον της θέσεώς του στενοχωρεί τόσον τον Αμλέτον ώστε αυτή του η αδημονία τον εισάγει εις νέαν ψυχολογικήν κατάστασιν, η οποία θα καταστήση σοβαρώτερον και δεινότερον το εσωτερικόν του μαρτύριον. Απ' αρχής το απαίσιον θέαμα ενός κόσμου εξαχρειωμένου είχε γεννήση μέσα του αίσθημα απογοητεύσεως, τον είχε βυθίση εις την μελαγχολίαν και έως ότου δεν ήταν αναγκασμένος να ζη μέσα εις την μιασματικήν εξωτερικήν ατμοσφαίραν, ο Αμλέτος ημπορούσε να καταφύγη και να εύρη ανάπαυσιν εις τον εσωτερικόν κόσμον, τον οποίον εφώτιζεν ακόμη η πίστις εις την θείαν ουσίαν της ανθρωπίνης φύσεως, η πεποίθησις εις τον υψηλόν προορισμόν της· αλλά άμα επιβλητική ανάγκη τον βάλλει εις σχέσιν με το Κακόν, του παρουσιάζει σκοτεινόν πρόβλημα, το οποίον διχάζει την διάνοιάν του και δυσοργανίζει την αρμονίαν των ψυχικών του δυνάμεων, τότε ο Αμλέτος με φρίκην πρώτην φοράν απαντά το Κακόν και μέσα εις τον καθαρόν αιθέρα του Πνεύματος, το βλέπει μέσα του υπό το σχήμα της ατελείας, της αδυναμίας, της αντινομίας, της ακατανοήτου αντιφάσεως, το αισθάνεται να πολιορκή την ψυχήν του, να σαλεύη από τα θεμέλια ολόκληρον την ηθικήν του ύπαρξιν. Ο Αμλέτος καταλαμβάνεται από πένθος καθολικόν, γίνεται απαισιόδοξος, διότι βλέπει το Κακόν να εκτείνη το κράτος του και εις τον πραγματικόν κόσμον και εις τον πνευματικόν καθώς εις την ψυχήν του Φαύστου τουGoethe, εις την ψυχήν του Αμλέτου στενάζει όλος ο πόνος της ανθρωπότητος. Άρα δεν είναι αρχική προς την απαισιοδοξίαν τάσις οπού παραλύει την ενεργητικήν δύναμιν του Αμλέτου, αλλά είναι η ηθική του αμηχανία οπού δίδει τοιαύτην τροπήν εις το πνεύμα του.
26.
Και ενόσω ο Ανώτατος Λόγος διατηρεί ακόμη την δύναμίν του, και απέναντι νοσηράς ψυχικής καταστάσεως και απέναντι της ορμής προς την φονικήν ανταπόδοσιν, ο Αμλέτος αποτρέπεται από άλογον δράσιν,εισέρχεται εις την φωτεινήν γραμμήν της πνευματικής ενεργείας και αυτού επιτυγχάνει εξαγόμενα υπερτάτης ηθικής σημασίας. Με το πλαστόν ήθος της παραφροσύνης χωριζόμενος από τον κοινωνικόν κύκλον στηλιτεύει το Κακόν, καυτηριάζει ενόχους συνειδήσεις,ξεσκεπάζει εις όλην την ασχημίαν των το ψεύδος, την υποκρισίαν,την χαμέρπειαν, τον δόλον και την μωρίαν· η δημιουργική του ευφυία επινοεί την σκηνικήν παράστασιν προωρισμένην να κάμη εις το πνεύμα του Κλαυδίου έκπληξιν φοβεράν, όσην δεν θα ημπορούσε να του προξενήση παρά υπερφυσική του εγκλήματος αποκάλυψις, αισθητή έμπροσθέν του εμφάνισις της θείας Δίκης· η φιλάνθρωπος τάσις του εμπνέει εις τον Αμλέτον την υψηλήν, την ενθουσιώδη ομιλίαν προς την μητέρα του· και η μεν Γελτρούδη τρέπεται εις αληθινήν μετάνοιαν και σχεδόν εξαγνίζεται, ο δε Κλαύδιος αισθάνεται μέσα του τρόμον φοβερώτερον απ' όλα τα μαρτύρια της Κολάσεως· και ούτω κατορθόνεται να αναγνωρίση του ηθικού νόμου την δύναμιν η συνείδησις εκείνων οπού τον είχαν καταπατήση.
27.
Αλλά η κρίσις έπρεπε να επέλθη· εις την στιγμήν ακρατήτου αγανακτήσεως ο Αμλέτος φονεύει, διότι νομίζει ότι βάφει το ξίφος εις το αίμα του ενόχου· η ιδέα της φονικής ανταποδόσεως ενίκησεν,επραγματοποιήθη· η μυστική δύναμις, οπού την είχεν εξουδετερώση έως τώρα, δεν επρόφθασε να την εμποδίση· η εσωτερική αντίστασις εξασθενίζεται, ο Αμλέτος χάνει την ισορροπίαν, και εξερχόμενος από τον εαυτόν του εισέρχεται εις την οδόν της αλογίας· από την ευρείαν και φωτεινήν περιοχήν του κυριάρχου λόγου κατέρχεται βαθμηδόν μέσα εις τα στενά και σκοτεινά
[λείπει η σελίδα μ' (40)]
υπερφυσικόν, την μαγείαν, με το οποίον ο Πρόσπερος διευθύνει την φοράν των πραγμάτων σύμφωνα προς τον ευγενή και φιλάνθρωπον σκοπόν του. Ούτω και ο Α μ λ έ τ ο ς είναι δραματική αποκάλυψις,περιπαθής δοξολόγησις του Ιδανικού, έχει δε το ποίημα και καθολικήν σημασίαν ως πλαστική παράστασις, ως εικών συμβολική, των εποχών παρακμής, εις τας οποίας, εάν εις άτομα σώζεται ακόμη, είτε ως απομεινάρι προηγουμένης περιόδου, είτε ως προμήνυμα ερχομένης αναγεννήσεως, η συναίσθησις της μεγάλης αποστολής του ανθρώπου, τα άτομα εκείνα πίπτουν θύμα προσκαίρου εναντίας πραγματικότητος.
29.
Την πνευματικήν υπόστασιν του πρωταγωνιστού θέτουν εις φως και ανυψόνουν τόσον αι συγγενείς προς αυτόν όσον και αι αντίθετοι ιδιότητες των άλλων προσώπων. Ενώ ο Αμλέτος παρουσιάζεται ως φύσις υπέροχος, πολύ ανωτέρα και μάλιστα εις αντίθεσιν της εποχής του,οποίαν την παρέστησεν ο ποιητής, τα λοιπά πρόσωπα, οπού χρησιμεύουν και ως ποιητικά όργανα προς την εξωτερικήν δραματικήν κίνησιν, ανήκουν όλα εις την εποχήν εκείνην, είναι όλα πλάσματα αυτής, όθεν και αναγκαίως έχουν ομοίαν πνευματικήν βάσιν, ομοίαν εξ αρχής κοινωνικήν ανατροφήν, με διαφοράς προερχομένας είτε από την ατομικήν ιδιότητα του χαρακτήρος, είτε από τον βαθμόν της φυσικής του καθενός αξίας, είτε από τυχαίαν άλλην μόρφωσιν. Από τοιούτον κύκλον ο Αμλέτος, και εάν δεν επαρουσιάζετο το μέγα πρόβλημα της ζωής του, δεν ήταν δυνατόν να κατανοηθή· αντί να εκτιμηθή, θα εύρισκε πανταχού αντιπάθειαν, αδιαφορίαν, αντίστασιν και καταφρόνησιν διά τούτο προς αυτόν συμπαθεί μόνον το άδολον αίσθημα του πλήθους, και, μέσα εις την ανωτέραν κοινωνίαν αναβιβάζονται έως εις αυτόν μόνον αι ψυχαί, τας οποίας δεν εδυνήθησαν να δηλητηριάσουν ο πλαστός πολιτισμός και η γενική κακοήθεια. Τοιαύτη συμπάθεια, στηριζομένη εις την αρχικήν ευγένειαν της ψυχής, γεννά εις τον Οράτιον το βαθύ της φιλίας αίσθημα και εις την Οφηλίαν τον έρωτα προς τον Αμλέτον.
30.
Ο αγνός έρως της Οφηλίας βλαστάνει από τον ενθουσιασμόν τον οποίον αυτή αισθάνθη άμα εγνώρισε τα υπέροχα διανοητικά και ηθικά χαρίσματα του Αμλέτου και επίστευσεν εις τον άδολον προς αυτήν έρωτα. Η ακατάπαυστος ακτινοβόλησις εκείνης της μεγαλοφυίας θερμαίνει την ευαίσθητον καρδίαν της, ανοίγει την ωραίαν διάνοιάν της, ανυψόνει την ζωηράν φαντασίαν της· η παρθενική ψυχή της γίνεται ζωντανόν χαριτωμένον αντιφέγγισμα ενός μεγάλου και προνομιούχου πνεύματος. Και ενώ αυτή παραδίδεται εις το χρυσόν όνειρον της ευτυχίας, έξαφνα απαισία σκιά έρχεται να σκεπάση τον καθαρόν εκείνον αστέρα· εκεί οπού άλλοτε δεν έβλεπε παρά φως τώρα βλέπει σκότος βαθύ· εκεί όθεν άλλοτε άκουε τον γλυκύτατον πνευματικόν ρυθμόν τώρα ακούει τους αγρίους παρατονισμούς της παραφροσύνης, περί της οποίας αυτή δεν δύναται να αμφιβάλη, άμα βλέπει ότι ο προς αυτήν σεβασμός και η αγάπη του Αμλέτου μεταβάλλονται έξαφνα εις καταφρόνησιν και μίσος, άμα ακούει από τα χείλη του την σκληράν και βλάσφημον ερώτησιν α! α! είσαι τιμία;Εις το θέαμα τοιαύτης φρικτής ανατροπής σχίζεται η καρδία της, ο νους της ήδη κυριεύεται από παραζάλην προάγγελον του διανοητικού της ολέθρου·
Ωιμένα, αφανισμός μου, 'πού είδα ό,τ' είδα και οπού βλέπω τούτα εμπρός μου!
Αλλά εις τον λεπτοΰφαντον οργανισμόν της φέρει το τελευταίον κτύπημα ο φόνος του πατρός της από το χέρι του αγαπημένου της,προς τον οποίον δεν της συγχωρείται πλέον να στρέψη καν το βλέμμα της διά να τον λυπηθή. Καθώς εσωτερικός αγών βαθύτατος καταστρέφει την ηθικήν ύπαρξιν του Αμλέτου, ομοίως ψυχικόν πάθημα ανέκφραστον ανατρέπει την διάνοιαν της Οφηλίας· καθώς ο Αμλέτος δεν έχει πλέον τόπον εις τούτον τον κόσμον άμα σκληρώς αποχωρίζεται από το Ιδανικόν, ομοίως η Οφηλία δεν ανήκει πλέον εις την ζωήν άμα η ατυχία την αποσπά από το αντικείμενον της λατρείας της, άμα το εξαίσιον εκείνο πλάσμα, το οποίον δι' αυτήν έχει την θέσιν του Ιδανικού, μεταβάλλεται εις κακοποιόν δαίμονα οπού την πληγόνει εις τα ιερώτερα αισθήματά της. Και αφού η διάνοια της εξαφανίσθη, δύο μόνον δυνάμεις της απομένουν, η φανταστική και η αισθηματική, και με αυτάς η Οφηλία ως πνευματοποιημένη πλέει εις την γαλήνην ωσάν μουσικού στοιχείου, οπού τονίζονται μόνον δύο αισθήματα, η λύπη διά τον θάνατον του πατρός της και η αγάπη προς τον Αμλέτον.
31.
Η ανωτέρα φύσις του Αμλέτου και η κατωτέρα του Ορατίου συγγενεύουν και συναπαντώνται εις ό,τι αποτελεί την ιδιότητα των εκλεκτών ψυχών, εις το άπλαστον του χαρακτήρος και εις την έμφυτον τάσιν προς το Αγαθόν και το Αληθές, με την διάκρισιν ότι το θετικόν πνεύμα του Ορατίου, μακράν του Ιδανικού, έχει μόνους οδηγούς εις τας σκέψεις και εις τας πράξεις του την ορθόνοιαν και την αλάνθαστον φωνήν της Συνειδήσεως, και ευρίσκει τον προορισμόν του ανθρώπου εις την εκπλήρωσιν του καθήκοντος μέσα εις τα όρια της αμέσου πραγματικότητος. Η καθαρά μεν, αλλά περιωρισμένη, αντίληψίς του, αν και μη ικανή να εισχωρήση εις τα βάθη της ψυχής του Αμλέτου, όμως δεν δύναται να αμφιβάλη ότι ο εσωτερικός εκείνος αγών προέρχεται από ευγενές αίσθημα και από μεγάλην πνευματικήν υπεροχήν. Αγαπά και σέβεται τον έξοχον και ατυχή φίλον του, αλλά διατηρεί την ανεξαρτησίαν της κρίσεώς του, όθεν και δεν διστάζει να δείξη την λύπην του και την αποδοκιμασίαν του όταν τον βλέπει να παρεκτρέπεται εις ενεργείας, τας οποίας απολύτως αποκρούει η ανθρωπινή συνείδησις· κατά τούτο η ειλικρίνεια του Ορατίου αποτελεί απότομον αντίθεσιν προς την τυφλήν δουλοφροσύνην των Αυλικών οπού περιστοιχίζουν τον Κλαύδιον. Μέσα εις την γενικήν ηθικήν κατάπτωσιν η ενάρετος ψυχή του δεν εύρισκε παρηγορίαν ειμή πλησίον εις τον γενναίον και αδιάφθαρτον ηγεμονόπαιδα, τον οποίον ενόμιζε προωρισμένον να ανορθώση την πεσημένην πατρίδα· αλλ' όταν βλέπει ότι απαισία Μοίρα εξολοθρεύει αδιακρίτως τους καλούς και τους κακούς, τους ενόχους και τους αθώους, θέλει τότε και αυτός να εγκαταλείψη τον κόσμον, οπού και αυτό του το πρακτικόν πνεύμα δεν δύναται να πράξη ουδέ το σχετικόν καλόν μένει εις την ζωήν μόνον διά να δικαιώση έμπροσθεν των ανθρώπων την μνήμην του ατυχούς φίλου του.
32.
Τα λοιπά πρόσωπα όχι μόνον δεν σηκώνονται ουδέ μίαν γραμμήν υπεράνω της εποχής των, αλλά συναποτελούν όλα σύμπλεγμα προωρισμένον από τον ποιητήν να την παραστήση εις τα κυριώτερα γνωρίσματά της, οποίαν την χαρακτηρίζει ο Αμλέτος όταν λέγει·
'ς το πάχος των ασθματικών αυτών καιρών μας πρέπ' η Αρετή και αυτή να παίρνη της Κακίας συγχώρεσιν, και, όταν θέλη να της κάμη καλό, την άδειαν να ζητή σκυμμένη εμπρός της.
Όλοι κυριεύονται από τυφλήν φιλαυτίαν και ζουν αφρόντιστοι και ευτυχισμένοι εις την βιωτικήν απόλαυσιν· η παχυλή εκείνη ατμοσφαίρα τους χωρίζει από τον καθαρόν ορίζοντα ανωτέρας πνευματικής και ηθικής ζωής· όλοι είναι κατά διαφόρους βαθμούς διεφθαρμένοι, όλοι γίνονται ένοχοι και, είτε εν γνώσει είτε εν αγνοία, συνεργούν ώστε το Αγαθόν να εξαφανίζεται και το Κακόν να επικρατήση· και, αν που υπάρχει ευγενής προαίρεσις, παρασύρεται και αυτή από το ακράτητον ρεύμα, αφαρπάζεται από τον σφοδρόν στρόβιλον της κοινής διαφθοράς.
Η απ' αρχής αγαθή και άπλαστος φύσις της Γελτρούδης από αδυναμίαν και ηδυπάθειαν εμπλέκεται εις τας σατανικάς παγίδας του Κλαυδίου,και τόσον ασυνειδήτως ώστε δεν έρχεται εις συναίσθησιν της άθλιας ηθικής καταστάσεώς της ειμή όταν η συμπαθής και πυρωμένη γλώσσα του υιού της εξυπνά την κοιμωμένην συνείδησίν της και την φέρει,αν και πολύ αργά, εις την οδόν της μετανοίας.
Ο χαρακτήρ του Λαέρτου δεν στερείται ευγενείας· διά τούτο μόνος μεταξύ των Αυλικών αυτός έχει την συμπάθειαν του Αμλέτου· αλλά ο έμφυτος ιπποτισμός του εξαχρειόνεται από τα στρεβλά ηθικά δόγματα της εποχής του, εις την οποίαν η τυφλή φονική ανταπόδοσις ήταν κανών ανώτερος παντός ηθικού νόμου. Ο Λαέρτης αποτελεί εκφραστικήν αντίθεσιν προς τον Αμλέτον· είναι η ενσάρκωσις της προσωπικής εκδικήσεως, η οποία δεν έχει δισταγμούς αλλά
συνείδησιν και χάριν παραδίδει 'ς τα βάθη της φρικτής Αβύσσου.
33.
Εις τον Κλαύδιον έχομεν καθολικήν την αντίθεσιν, έχομεν την θετικήν αναίρεσιν του Ιδανικού. Το αφίλαυτον είναι η δόξα του Αμλέτου, η απάνθρωπος φιλαυτία είναι το όνειδος του Κλαυδίου.Καθώς εις τον Αμλέτον βλέπομεν πόσον η πράξις είναι δύσκολος, πόσα παρουσιάζει προβλήματα, αν θα ανταποκριθή εις τας απαιτήσεις του Ανωτέρου Λόγου και της Συνειδήσεως, ούτως εις τον Κλαύδιον βλέπομεν πως η έλλειψις των θείων τούτων δυνάμεων αφαιρεί οιονδήποτε ψυχολογικόν πρόσκομμα εις την οδόν της ενεργείας. Ο Αμλέτος απρακτεί ή διακόπτει την έναρξιν της πράξεως, και οι λόγοι και της απραξίας του και των δισταγμών του είναι δυσδιάγνωστοι ακριβώς διότι είναι απρόσωποι, διότι απορρέουν από την βαθείαν καθολικήν ιδέαν του Αγαθού και του Αληθούς· ο Κλαύδιος ενεργεί δραστηρίως και αδιαλείπτως προς έναν σκοπόν, και οι λόγοι της ενεργείας του είναι διαφανείς, διότι είναι ατομικοί, διότι υπαγορεύονται από τον κοινόν νουν, από το στενόν πνεύμα της αυτοσυντηρήσεως. Βασανίζεται και ο Κλαύδιος εσωτερικώς και μαρτυρεί την ύπαρξιν της συνειδήσεως εις τον άνθρωπον, αλλά ο έλεγχος λαμβάνει εξωτερικήν αφορμήν, προέρχεται από τον τρόμον τον οποίον γεννούν εις την ψυχήν του μυστηριώδεις, ανεξήγητοι δι'αυτόν εξωτερικαί εμφανίσεις ως προμηνύματα τρομεράς τιμωρίας. Αλλά το φοβερόν τούτο προαίσθημα, αντί να τον σταματήση εις την κακούργον πορείαν του, τον κεντά να προχωρήση.
34.
Πρώτη έρχεται να τον ταράξη η λύπη και η βαρυθυμία του Αμλέτου, εν τω μέσω της πομπής με την οποίαν αυτός πανηγυρίζει τον γάμον του,ως διά να θαμπώση τους οφθαλμούς του κόσμου ώστε να μη προσηλωθούν εις την ασεβή ανομίαν· κατόπιν αμέσως τον ανησυχεί περισσότερον η πλαστή παραφροσύνη την οποίαν αυτός με αλάνθαστον οξυδέρκειαν εξηγεί ως πρόσχημα εχθρικής προς αυτόν διαθέσεως. Δι' να εμβαθύνη εις το μυστήριον της ψυχής του Αμλέτου, διά να παρακολουθήση όλα του τα κινήματα, προσκαλεί άλλοθεν δύο νέους εις τους οποίους ο Αμλέτος με το θάρρος της φιλίας, οπού παιδιόθεν τους συνδέει,δύναται να ανοίξη την καρδίαν του ευκολώτερα παρά εις τους κατασκόπους της Αυλής· όμως η στενή διάνοια του Κλαυδίου δεν προβλέπει ότι τοιούτον τέχνασμα θα συντριβή εις την διορατικήν δύναμιν και εις το λεπτόν αίσθημα του αντιπάλου του. Η πρώτη αυτή αποτυχία αυξάνει τους φόβους του και ταράττει την ένοχον συνείδησίν του· ο Κλαύδιος καθαρά βλέπει ότι ο Αμλέτος
κάτι μέσα τρέφει, οπού η βαθειά κλωσσά μαυρίλα της ψυχής του. και, όταν ανοίξη και πτερώση αυτό, φοβούμαι μη κίνδυνον μάς φέρη.
και χωρίς να χάση καιρόν αποφασίζει να τον στείλη εις την Αγγλίαν,βεβαίως με τον απόκρυφον σκοπόν να τον παραδώση αυτού εις άφευκτον θάνατον.
35.
Και ενώ αναπαύεται εις την πεποίθησιν ότι το δεύτερον τούτο κακούργημα θα του αποδώση την ησυχίαν, έξαφνα βλέπει με φρίκην την εικόνα του πρώτου κακουργήματός του εις την σκηνικήν παράστασιν·εις την ανεξήγητον αποκάλυψιν αισθάνεται το Θείον οπού θα εφώτισε τον ορφανόν του δολοφονημένου αδελφού του. Από εκείνην την στιγμήν βλέπει να κρέμεται επάνω εις την κεφαλήν του της Θείας Δίκης η ρομφαία· ζητεί να την απομακρύνη με την προσευχήν, να εξιλεωθή με τον Θεόν αλλά αισθάνεται ότι τα δεσμά της κοσμικής απολαύσεως του έχουν υποδουλώση τόσον την ψυχήν, ώστε δεν είναι επιδεκτική μετανοίας·
Πώς είναι δυνατόν την άφεσιν να λάβη κείνος 'πού τον καρπόν κρατεί του εγκλήματός του;
Ακολουθεί τον δρόμον του και προετοιμάζει δραστηρίως την αναχώρησιν του Αμλέτου· αλλά η συναπάντησις τούτου με την μητέρα του γεννά νέον απροσδόκητον περιστατικόν, οπού θα δεινώση την θέσιν του Κλαυδίου. Δεν λυπείται διά τον θάνατον του εμπιστευμένου του Αυλικού, μόνον ανατριχιάζει με την ιδέαν ότι αυτός ο ίδιος ημπορούσε να ευρεθή εις την θέσιν εκείνου και να πέση φονευμένος,διότι καλώς εννοεί τι ηθέλησεν ο Αμλέτος όταν έσπρωξε το ξίφος εις την αυλαίαν. Βλέπει την ζωήν του εις άμεσον κίνδυνον, και ήθελε καταδικάση αμέσως τον Αμλέτον ως φονέα, αλλ' απαντά πρόσκομμα ακατανίκητον εις την συμπάθειαν του λαού και εις την μητρικήν αγάπην της Γελτρούδης· όθεν ενεργεί πυρετωδώς διά να αποπέμψη τον Αμλέτον· μετά την αναχώρησίν του, εις την παραζάλην του τρόμου η αναμμένη φαντασία του στρέφεται προς τον Βασιλέα της Αγγλίας· εις την νοεράν προσφώνησιν μεταχειρίζεται και τον εκφοβισμόν και την ικεσίαν, καθώς βασανίζεται από την ανησυχίαν, μήπως εκείνος δεν θελήση να εκτελέση την φονικήν παραγγελίαν την περιεχομένην εις τα σφραγισμένα γράμματα.
36.
Αλλά μόλις ελευθερώθη από την παρουσίαν του ανθρώπου, οπού ωςθέρμη τηκτική μανίζει μέσα εις το αίμα του, νέος άκρος κίνδυνος τον ευρίσκει· παρ' ολίγον πίπτει θύμα αδίκου εκδικήσεως, του Λαέρτου, ο οποίος εις αυτόν αποδίδει τον φόνον του πατρός του,διότι ο Κλαύδιος εις την μεγάλην αδημονίαν του είχε κάμη το λάθος να τηρήση τον φόνον μυστικόν και να θάψη απόκρυφα τον νεκρόν. Και όταν με πολλήν δεξιότητα και αταραξίαν κατώρθωσε να σώση τον εαυτόν του από την οργήν του Λαέρτου, η απροσδόκητος επιστροφή του Αμλέτου τον επαναφέρει εις την πρώτην αδιέξοδον θέσιν. Διά μίαν στιγμήν ο νους του πάσχει αληθή τραυλισμόν, καθώς φαίνεται εις τας ατόπους προς τον Λαέρτην ερωτήσεις του· αλλά η κρίσιμος στιγμή ακονίζει τας διανοητικάς του δυνάμεις· φοβισμένος από την αποτυχίαν του πρώτου φονικού σχεδίου εφευρίσκει αμέσως άλλο συνθετώτερον, εις το οποίον έχει πλήρη πεποίθησιν, διότι εις αυτό συντρέχουν δύο δολοφόνα αλάνθαστα μέσα, και διότι τοιούτος φόνος θα φανή έργον της τύχης και δεν θα γεννήση καμμίαν υποψίαν ουδέ εις αυτήν την μητέρα του Αμλέτου· με υπέροχον τέχνην καλλιεργεί το πάθος της εκδικήσεως εις την ψυχήν του Λαέρτου διά να τον παρασύρη εις άνανδρον δολοφονίαν, και αληθής αντιπρόσωπος της εποχής του αναβιβάζει την εκδίκησιν εις αξίωμα·
τόπος ουδ' ιερός δεν πρέπει να φυλάξη δολοφόνον· να έχ' η εκδίκησις δεν πρέπει περιορισμόν.
Αλλά και το νέον τούτο σχέδιον ολίγον έλειψε να ανατρέψουν άλλα απρόβλεπτα συμβάντα· η Οφηλία πνίγεται· ο Κλαύδιος, ο οποίος εκοπίασε τόσον διά να ημερώση την οργήν του Λαέρτου, φοβείται μήπως ο θάνατος της Οφηλίας τον εξαγριώση πάλιν και τον σπρώξη εις φανεράν βίαν εναντίον του Λαέρτου· και μόλις ο Κλαύδιος κατώρθωσε να τον σωφρονίση, νέος παρουσιάζεται κίνδυνος αυτομάτου καταστροφής, η συμπλοκή του Αμλέτου και του Λαέρτου εις τον τάφον της Οφηλίας· αλλά και ο κίνδυνος τούτος απομακρύνεται· ο Αμλέτος συμφιλιόνεται με τον Λαέρτην, δέχεται τον αγώνα της ξιφασκίας, τα πάντα εξωμαλύνθησαν και ο Κλαύδιος απέκτησε την πεποίθησιν ότι πλησιάζει η ποθητή ώρα της ησυχίας·
Της γαλήνης την ώραν σύντομα θα ιδούμε.
37.
Αλλ' αν και εδυνήθη να υπερνικήση τόσας δυσκολίας, να προσπεράση τόσα προσκόμματα, να σωθή από τόσους κινδύνους, πάλιν το τελευταίον τούτο σχέδιόν του, τόσον προνοητικώς διωργανισμένον,παθαίνει φοβεράν στρέβλωσιν και φέρει τελικήν απροσδόκητον λύσιν.Η τελευταία τούτη αποτυχία προέρχεται από στενήν διάνοιαν μη ικανήν να εμβαθύνη εις τα ιδιώματα των άλλων. Το σύνθετον στρατήγημα του Κλαυδίου, το φαρμακωμένο ποτήρι και το φαρμακωμένο ξίφος, ήθελεν επιτύχη, αν ο Αμλέτος ήταν τόσον ανύποπτος και άκακος, αν ο Λαέρτης ήταν τόσον άκαρδος και αχρείος, όσον ενόμισεν ο Κλαύδιος· αλλά ο Αμλέτος ευλόγως υποπτεύεται το ποτήρι οπού του προσφέρει ο δηλητηριαστής του πατρός του· ο Λαέρτης, πρωτόπειρος εις τα εγκλήματα, αισθάνεται την θέλησίν του να κλονίζεται εις την στιγμήν της εκτελέσεως· εις την συνείδησίν του εγεννήθησαν δισταγμοί οι οποίοι απ' αρχής εξασθενίζουν ανεπαισθήτως την ορμήν του εις τον αγώνα, και, όταν προκαλούμενος από τον Αμλέτον αποφασίζει να τον κτυπήση, τον λαβόνει τόσον ελαφρά, ώστε συμβαίνει να ζήση ο Αμλέτος αρκετήν ώραν διά να μάθη τα πάντα από το στόμα της Γελτρούδης και του Λαέρτου, και να προφθάση να θανατώση τον Κλαύδιον με τα δύο φονικά όργανα τα οποία τούτος είχεν επινοήση. Η σατανική μηχανή δεν υπακούει εις την θέλησιν του εφευρέτου, ενεργεί ως τι έμψυχον και αυτόβουλον, και ανοίγει έξαφνα την άβυσσον έμπροσθέν του. Αλλά και εις αυτό το χείλος της αβύσσου ο Κλαύδιος ακόμη ελπίζει, μένει κύριος του εαυτού του,ατάραχος, χάριν της σωτηρίας του· διά να μη προδώση το ήδη σαλευόμενον σχέδιόν του, όταν η Γελτρούδη πίνει από το φαρμακωμένο ποτήρι, δεν επιμένει να την εμποδίση και γίνεται δολοφόνος του μόνου πλάσματος το οποίον αγαπούσε εις τον κόσμον· και όταν ολόκληρον το νέον κακούργημά του εξεσκεπάσθη και ο Αμλέτος τον πληγώνει, ο Κλαύδιος πιάνεται ακόμη σπασμωδικώς από την ζωήν,ζητεί βοήθειαν, ίσως με την μωράν ελπίδα ότι η θανατηφόρος αλοιφή του ξίφους, αφού εβάφη ήδη δύο φοραίς εις το αίμα, του Λαέρτου και του Αμλέτου, έχασε την δύναμιν της, ώστε αυτός, ο αληθής ένοχος,να επιζήση μόνος.
38.
Εάν από την ψυχολογικήν μελέτην των προσώπων μεταβώμεν εις την εξέτασιν της ηθικής σημασίας του Δράματος, ευρίσκομεν ότι η εξωτερική αυτού λύσις πραγματοποιεί την ανόρθωσιν του ηθικού νόμου. Από την εμφάνισιν του Πνεύματος, το οποίον αποκαλύπτει το μυστήριον του εγκλήματος, έως εις την στιγμήν της φοβεράς τιμωρίας, φαίνεται μία μυστηριώδης Δύναμις, η οποία υπεράνω της ανθρωπίνης θελήσεως, υπεράνω των ανθρωπίνων σκέψεων και ενεργειών,και μάλιστα αντιθέτως προς αυτάς, διευθύνει την φοράν των πραγμάτων εις το προσδιωρισμένον τέρμα. Ως διά να αποδειχθή καθαρώτερα η παντοδυναμία της Νεμέσεως, εκλέγεται ως κύριον όργανον της αποφασισμένης τιμωρίας άτομον ακατάλληλον προς τοιαύτην ενέργειαν και αναγκάζεται να παλαίση και προς την ιδίαν φύσιν του και προς την δοκιμασμένην πανουργίαν και την άκαρδον μοχθηρίαν του ενόχου. Και μ' όλον τούτο η διστακτική στάσις και η απραξία του Αμλέτου, η προερχομένη από ενδόμυχον αποστροφήν προς την άχαριν αποστολήν, εις την οποίαν τον έχει προορίση η Νέμεσις,καθώς και η πυρετώδης ενέργεια του Κλαυδίου, η εμπνεομένη από ταραγμένην συνείδησιν και από τον τρόμον της τιμωρίας, ενώ φαίνεται ότι ατάκτως αντισταυρόνονται και τυφλώς αντενεργούν εις την μοιρόγραπτον καταστροφήν, απ' εναντίας την επιταχύνουν. Ο Αμλέτος με την προσποιητήν παραφροσύνην γεννά την υποψίαν του Κλαυδίου, με την σκηνικήν παράστασιν της βασιλοκτονίας την ενισχύει, με τον φόνον του Πολωνίου αποκαλύπτει εις τον Κλαύδιον τον αληθή σκοπόν του, ανάπτει εις τον Λαέρτην το φιλέκδικον αίσθημα και δίδει εις τον Κλαύδιον κατάλληλον συνεργόν της φονικής μηχανορραφίας του, με την αναχώρησίν του αφίνει εις τον Κλαύδιον καιρόν να την διοργανίση, τέλος πάντων με την απαθή διάθεσίν του προσφέρεται εις την επίβουλον μονομαχίαν· ο δε Κλαύδιος, ενώ στρέφει επιτυχώς όλα τα απρόοπτα συμβάντα προς ίδιον όφελος, τα βλέπει έξαφνα να αντιστραφούν εναντίον του ακριβώς εις την στιγμήν οπού με τον θάνατον του εχθρού του ενόμιζε εξασφαλισμένην την σωτηρίαν του. Εις τον τρομερόν όλεθρον συμπεριλαμβάνονται ο Αμλέτος και η Οφηλία, διότι η αδυσώπητος Νέμεσις, η οποία εκαταδίκασε ολόκληρον την αμαρτωλόν εκείνην γενεάν, αδιαφορεί εάν εις τον ανορθωτικόν αγώνα συντρίβεται και μία καρδία ευγενεστάτη, ως εκείνη του Αμλέτου, και πίπτει εις τρίμματα ένα άλλο εκλεκτόν σκεύος, ως η Οφηλία. Και τα δύο αυτά πλάσματα δεν ήταν δυνατόν να ζήσουν και να βασιλεύσουν εκεί οπού έζησαν και εβασίλευσαν ένας Κλαύδιος και μία Γελτρούδη· πρέπει να εγκαταλείψουν τον τραχύν αέρα αυτού τον κόσμου διά να μεταβούν εκεί, οπού θα τους φέρουν αγγέλων πτέρυγες και ύμνοι.

ΑΜΛΕΤΟΣ

ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΔΡΑΜΑΤΟΣ ΚΛΑΥΔΙΟΣ Βασιλέας της Δανίας ΑΜΛΕΤΟΣ Υιός του πρώην βασιλέως της Δανίας και ανεψιός του Κλαυδίου ΦΟΡΤΙΜΠΡΑΣ Πρίγκιπας της Νορβηγίας ΠΟΛΩΝΙΟΣ Αυλάρχης ΟΡΑΤΙΟΣ Φίλος του Αμλέτου ΛΑΕΡΤΗΣ Υιός του Πολωνίου ΒΟΛΤΙΜΑΝΔΟΣ )ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ )ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ )ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ ) Αυλικοί ΟΣΡΙΚΟΣ )ΕΝΑΣ ΕΥΓΕΝΗΣ )ΕΝΑΣ ΙΕΡΕΑΣ ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ ) ) Αξιωματικοί ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ )ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ Στρατιώτης ΡΕΫΝΑΛΔΟΣ Υπηρέτης του Πολωνίου Ηθοποιοί Δύο Νεκροθάπταις Ένας Λοχαγός Άγγλοι Πρεσβευταί ΓΕΛΤΡΟΥΔΗ Βασίλισσα της Δανίας και μητέρα του Αμλέτου ΟΦΗΛΙΑ Θυγατέρα του Πολωνίου Μεγιστάνες, Κυρίαις, Αξιωματικοί, Στρατιώταις, Ναύταις,Αγγελιοφόροι και άλλοι Ακόλουθοι.Το Πνεύμα του πατρός του Αμλέτου

ΣΚΗΝΗ ΕΛΣΙΝΟΡΗ

ΑΜΛΕΤΟΣ

ΠΡΑΞΙΣ ΠΡΩΤΗ

ΣΚΗΝΗ Α'.

ΕΛΣΙΝΟΡΗ. Προμαχώνας, εμπρός εις το ΚΑΣΤΕΛΙ.ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ εις την θέσιν του· εισέρχεται ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ
ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ
Τις ει; (1)

ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ
'Σ εμέ συ πρέπει ν' απαντήσης· στάσου
και φανερώσου.

ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ Ζήτ' ο Βασιλέας!
ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ Είσαι ο Βερνάρδος;
ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ Αυτός.
ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ
Με πολύν ζήλον ήλθες
'ς την ώραν σου.

ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ
Μεσάνυκτα σήμαναν τώρα·
ν' αναπαυθής άμε, Φραγκίσκε.

ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ
Πολλαίς χάρες
δι' αυτήν την αλλαγήν· είναι δριμύ το κρύο
και μ' έπιασε ολιγοψυχιά.

ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ Εις την φρουράν σου ήσυχα πέρασες;
ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ Ουδέ ποντίκι ακούσθη.
ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ
Λοιπόν καλή σου νύκτα, και αν ενώ πηγαίνεις
τον Μάρκελλον ιδής και τον Οράτιον, 'πώχω
συντρόφους της φρουράς, να μην αργούν ειπέ τους.

ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ Θαρρώ 'πού τους ακούω. Στάσου! Τις ει;
Εισέρχονται ΟΡΑΤΙΟΣ και ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ.
ΟΡΑΤΙΟΣ Φίλοι του τόπου τούτου.
ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
Υπήκοοι της Δανιμαρκίας.

ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ
Καλή σας νύκτα.

ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
Χαίρε, τίμιε στρατιώτη·
ποιος σ' άλλαξε;

ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ
Την θέσιν μου ο Βερνάρδος έχει.
Καλή σας νύκτα. [Εξέρχεται.

ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ Ε! φίλε Βερνάρδε!
ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ Λέγε, — ο Οράτιος είν' εκεί;
ΟΡΑΤΙΟΣ
Κάπως εκείνος (2).

ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ
Καλώς ήλθες, Οράτιε, και συ, Μάρκελλέ μου.

ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
Λοιπόν κείνο το πράγμα εφάνη απόψε πάλι;

ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ
Τίποτ' εγώ δεν είδα.

ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
Ο φίλος μας Οράτιος
λέγει πως είναι της δικής μας φαντασίας·
δεν θέλει να πιστεύση 'ς τ' όραμα, οπού δύο
είδαμ' εμείς φοραίς με τρόμον της ψυχής μας·
τον κάλεσα δι' αυτό την νύκτα να περάση
απόψε 'ς την φρουράν μας, όπως, αν και πάλιν
το φάντασμ' έλθη, αυτός ο ίδιος δικαιώση
τους οφθαλμούς μας και συγχρόνως του ομιλήση.

ΟΡΑΤΙΟΣ
Μπα! Δεν θα φανισθή.

ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ
Κάθισε ωστόσ' ολίγο
και νέαν έφοδον ας δώσωμε 'ς τ' αυτιά σου,
'πού αρματωμένα διώχνουν την διήγησίν μας,
αυτό 'πού δυο νυκτιαίς είδαμ' εμείς.

ΟΡΑΤΙΟΣ Ας ήναι· ας καθίσωμ' εδώ· Βερνάρδε, ιστόρησέ τα.
ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ
Την περασμένην νύκτα, εψές, ενώ τ' αστέρι,
αυτό 'πού θέσιν έχει δυτικά του πόλου,
τον δρόμον του είχε τρέξη να φωτίση εκείνο
το ουράνιο μέρος, όπου τώρα σπινθηρίζει,
ο Μάρκελλος κ' εγώ, καθώς βαρούσε η μία, —

ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ Στάσου, αντικόψου· ιδές, έρχεται πάλιν!
Εισέρχεται το ΠΝΕΥΜΑ
ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ Όλος εις την μορφήν του ο πεθαμένος βασιλέας!
ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
Οράτιε, σπουδασμένος είσαι (3), ομίλησέ του.

ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ
Του βασιλέως δεν ομοιάζει; Κύττα, Οράτιε.

ΟΡΑΤΙΟΣ
Πολύ, πολύ· με πιάνει θαυμασμός και φόβος.

ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ
Να του ομιλήσουν θέλει (4).

ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
Ομίλησέ του, Οράτιε.

ΟΡΑΤΙΟΣ
Ποιος (5) είσαι συ, 'πού αρπάζεις της νυκτός την ώραν
τούτην και το καλό και ανδρειωμένο σχήμα,
οπού 'χε ως πολέμαρχος η μεγαλειότης
του θαμμένου Δανού; (6) 'Σ το όνομα του Υψίστου,
ομίλησε.

ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ Επειράχθη.
ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ Ιδέ, μ' ανοικτό βήμα τραβιέται!
ΟΡΑΤΙΟΣ Στάσου! Ομίλει! σ' εξορκίζω, ομίλει!
[Εξέρχεται το ΠΝΕΥΜΑ
ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ Εχάθη και ν' αποκριθή δεν θέλει.
ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ
Τώρα,
Οράτιε, τι; συ τρέμεις κ' είσαι αχνός· δεν είναι
το πράγμα κάτι πλέον παρά φαντασία;
Πώς το εξηγείς;

ΟΡΑΤΙΟΣ
Μα τον Θεόν, δεν θα ημπορούσα
να το πιστεύσω δίχως την ομολογίαν
την αισθητήν και αληθινήν των οφθαλμών μου.

ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
Όλος δεν ομοιάζει με τον βασιλέα;

ΟΡΑΤΙΟΣ
Όσον εσύ μ' εσέ· φορούσε αυτήν εκείνην
την πανοπλίαν, όταν με της Νορβηγίας
τον αυθάδ' ηγεμόνα 'ς τ' άρματα εμετρήθη·
ομοίως φοβερό το βλέφαρό του εφάνη,
όταν εις την ορμήν σφοδρής λογομαχίας
τους Πολωνούς 'ς τον πάγον βρόντησε απ' τ' αμάξι.
Είναι παράδοξο.

ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
Και πριν δυο φοραίς άλλαις,
ομοίως και σωστά 'ς την ίδιαν νεκρήν ώραν,
με διάσκελο πολεμικό διαβήκ' εμπρός μας.

ΟΡΑΤΙΟΣ
Μερικόν στοχασμόν δεν ξεύρω να μορφώσω
αλλά 'ς την ολικήν του νου μου βλέψιν τούτο
δηλοί 'πού συμφορά 'ς το κράτος μας θα σπάση.

ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
Ας καθίσωμε, φίλοι, και όποιος ξεύρει ας είπη.
Τι βασανίζεται ο λαός όλην την νύκτα
άγρυπνος να φρουρή με προσοχήν μεγάλην;
Τι κανόνια ολημέρα χύνονται ορειχάλκου
και απ' έξω φέρνουν τόσα εφόδια του πολέμου;
Τι τόσους παίρνουν ναυπηγούς και τους βιάζουν,
ώστ' η εβδομάδα κυριακήν δι' αυτούς δεν έχει;
Τι μας προσμένει, οπού με τόσην αγωνίαν
η νύκτα εδόθη συνεργός εις την ημέραν;
Ποιος με πληροφορεί;

ΟΡΑΤΙΟΣ Εγώ, καθώς ο λόγος τρέχει κρυφά. Τον μακαρίτην βασιλέα, οπού τ' ομοίωμά του τώρα εφάνη εμπρός μας, τον είχε, ως ξεύρετε, 'ς την μάχην προκαλέση ο Φορτιμπράς, των Νορβηγών ο βασιλέας, ως εκεντήθη από σφοδρήν αντιζηλίαν. Ο ανδρείος μας Αμλέτος (κ' είχε ανδρείου φήμην 'ς το εδώθε μέρος όλο του γνωστού μας κόσμου), φονεύει αυτόν τον Φορτιμπράς, 'πού με συνθήκην, κλεισμένην όπως θέλει ο νόμος των αρμάτων, παράδιδε εις τον νικητήν με την ζωήν του όσα 'ς την κατοχήν του εκράτει εκείνος μέρη, και πάλι τόσην άλλην γην έβαζε κάτω ο βασιλέας μας, αντάξιον αρραβώνα, 'πού έμελλε του Φορτιμπράς να μείνη κλήρα, αν ενικούσεν, όπως τούτου οι τόποι επέσαν κτήμα του Αμλέτου, κατά τ' άρθρ' αυτής εκείνης της συμφωνίας. Τώρα ο Φορτιμπράς ο νέος, φωτιά γεμάτος, 'ς την ακράτητην ορμήν του, έχει συνάξη εδώθ' εκείθε, απ' όλα τ' άκρα της Νορβηγίας, πλήθος κηρυκτών κακούργων απελπισμένων, και τους τρέφει δια ν' αρχίση επιχείρημα κάποιο φοβερό, και τούτο (καθώς το βλέπει και η Κυβέρνησίς μας) είναι με τ' άρματα 'ς το χέρι να μας πάρη οπίσω όλους τους τόπους, όσους είχε, ως είπα πρώτα, χάση ο πατέρας του· και αυτός, καθώς νομίζω, των ετοιμασιών μας είναι ο μόνος λόγος, της νυκτοφυλακής αιτία, και αρχή πρώτη της βίας, της ορμής, του φοβερού θορύβου.
ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ
Κ' εγώ πιστεύ' ότ' είναι τούτο η μόνη αιτία,
και μ' αυτό κάπως συμφωνεί το θαύμα τούτης
της μορφής που διαβαίνει αρματωμένη εμπρός μας,
και τόσ' ομοιάζει με τον γέρον βασιλέα,
'πού των πολέμων τούτων ήταν κ' είναι η ρίζα.

ΟΡΑΤΙΟΣ
Κάρφος (7) διά να θολώση του νοός το μάτι.
'Σ την Ρώμην (8), μες τα ύψος δόξης δαφνοφόρας,
ολίγο πριν ο φοβερός Ιούλιος πέση,
οι τάφοι αδειάσαν, και οι νεκροί σαβανωμένοι
εις τους δρόμους της Ρώμης θλιβερά θρηνούσαν·
άστρα με φλόγιναις ουραίς, αιματωμένα,
'ς τον ήλιον χαλασμοί (9), και ο νοτερός πλανήτης
'πού το βασίλειο κυβερνά του Ποσειδώνος,
έκλειψιν έπασχε κακήν, ως να 'χε φθάση
'ς της Κρίσεως την ημέραν (10) και όμοια σημεία
με τούτα, ωσάν προδρόμους τρομερών συμβάντων,
ως προμηνύματα κακά 'πού στέλν' η μοίρα,
και ωσάν προοίμια συμφοράς 'πού δεν θ' αργήση,
ο Ουρανός και η Γη συγχρόνως έχουν δείξη
'ς τα μέρη μας εδώ και των συμπολιτών μας.
Αλλά, αγάλι! κύττα εκεί, 'πώρχεται πάλιν!

Εισέρχεται το ΠΝΕΥΜΑ
ΟΡΑΤΙΟΣ
Θα το σταυρώσω, και ας με κάψη. — Στάσου, απάτη!
Τα δώρο (11) αν έχεις της φωνής ή κάποιον ήχον,
ομίλησέ μου!
Αν τι καλό μπορεί να γίνη οπού να φέρη
ανάσασιν 'ς εσέ, 'ς τον εαυτόν μου χάριν,
ομίλησέ μου!
Αν της πατρίδος σου να πλέκ' η μοίρα ηξεύρεις
κακό, 'πού αν το προμάθ' ημπόρειε ν' αποφύγη,
ομίλησε!
Και αν θησαυρόν της αδικιάς (12) 'ς της γης τα σπλάχνα
έχεις κρύψη, όταν ζούσες, — ότι ακόμη τούτο
σας κάμνει, ω Πνεύματα, να νεκροπερπατήτε,
ως λέγουν, — α! φανέρωσέ το· στάσου· ομίλει!

[Λαλεί ο πετεινός.
Σταμάτησέ το, Μάρκελλε.
ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ Θα το κτυπήσω με την λόγχην μου;
ΟΡΑΤΙΟΣ
Κτύπα το, αν δεν σταματήση.

ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ
Είν' εδώ!

ΟΡΑΤΙΟΣ
Είν' εδώ!

ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
Εχάθη!

[Εξέρχεται το πνεύμα
Το αδικούμε,
ενώ 'ς την όψιν φέρει τόσο μεγαλείον,
με σχήμα τάχα προσβολής να το ενοχλούμε,
ότι αλάβωτον είναι, καθώς είν' ο αέρας,
και κακόβουλο γέλιο τα κτυπήματά μας.

ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ
Θα μας ωμίλει, οπότε ο πετεινός ακούσθη.

ΟΡΑΤΙΟΣ
Ναι, κ' εταράχθη ωσάν κριματισμένο πλάσμα
'ς το μήνυμα της καταδίκης· λέγουν ότι
ο πετεινός, που σαλπιστής της αυγής είναι,
τον θεόν της ημέρας εξυπνά μ' εκείνον
τον λάρυγγα, 'πού τόσον σέρνει ψιλόν ήχον,
και 'ς την κραυγήν του κάθε πνεύμα, όπου και αν ήναι,
'ς το πέλαγο ή 'ς το πυρ, 'ς την γην ή 'ς τον αέρα,
άστατο ενώ πλανάται, βιαστικά γυρίζει
'ς τα σύνορά του (13), και του λόγου μαρτυρίαν
ελάβαμεν εμείς εις ό,τι τώρα εφάνη.

ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
Ελάλησεν ο πετεινός κ' εκείνο εχάθη.
Εις ταις παραμοναίς, ως λέγουν, της ημέρας
οπού δοξολογούν τα γέννα του Χριστού μας,
λαλεί τ' ορνίθι της αυγής όλην την νύκτα·
και τότε πνεύμα, ως λέγουν, δεν τολμά να βγαίνη·
αγαθαίς είναι η νύκταις, άστρο (14) δεν πληγόνει,
Νύμφη (15) καμμιά δεν βλάπτει, στρίγλα δεν μαγεύει,
τόσ' ο καιρός εκείνος είν' ευλογημένος.

ΟΡΑΤΙΟΣ
Τ' άκουσα κ' είναι πιστευτόν· αλλά τηράτε
η Αυγή με πορφυρήν χλαμύδα πώς βαδίζει
'ς την δρόσον του βουνού 'πού υψόνετ' εκεί πέρα.
Ας σηκωθούμε απ' την φρουράν μας, και ό,τι απόψε
έχομε ιδή, φρονώ πως είναι ανάγκη ο νέος
Αμλέτος να το μάθη· επειδή το πνεύμα
κείνο, 'ς εμάς βουβό, 'ς αυτόν (16), θαρρώ, θα κρίνη.
Συμφωνείτε και σεις γνωστά 'ς αυτόν να γίνουν,
καθώς η αγάπη μας το θέλει και το χρέος;

ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
Να γίνουν, ναι· και ηξεύρω εγώ το μέρος όπου
εύκαιρον σήμερα πρωί θα τον ευρούμε.
[Εξέρχονται

ΣΚΗΝΗ Β'.

Αίθουσα του θρόνου εις το ΚΑΣΤΕΛΙ. Σαλπισμοί. Εισέρχονται ΒΑΣΙΛΕΑΣ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΑΜΛΕΤΟΣ ΠΟΛΩΝΙΟΣ ΛΑΕΡΤΗΣ ΒΟΛΤΙΜΑΝΔΟΣ ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ ΜΕΓΙΣΤΑΝΕΣ και ΑΚΟΛΟΥΘΟΙ
ΒΑΣΙΛΕΑΣ Αν και χλωρή 'ναι ακόμα η μνήμη του θανάτου του ποθητού μας αδελφού Αμλέτου, κ' ήταν πρέπον να θλίβεται η καρδιά μας, και ο λαός μας όλος να σκύφτη μ' ένα μέτωπο θλιμμένο, όμως 'ς την φύσιν τόσον αντιτάχθη ο λόγος, ώστε με θλίψιν γνωστικήν να τον ποθούμε, χωρίς να λησμονούμ' εμείς τον εαυτόν μας. Όθεν εμείς την άλλοτε αδελφήν μας, τώρα βασίλισσάν μας, σεβαστήν συγκληρονόμον του κράτους τούτου, οπού λαμπρύνει αρμάτων δόξα, θελήσαμε — με ηδονήν κάπως κομμένην, με ιλαρό το 'να μάτι, με το δάκρυ 'ς τ' άλλο, με γέλια 'ς την θανήν, με θρήνους εις τον γάμον, την χαράν με την πίκραν ίσια ζυγιασμένην — να νυμφευθούμε· και δεν έχομε αποκλείση, 'ς αυτό, την συνετήν σας γνώμην, 'πού ελευθέρως εβάδισε μ' εμάς· και σας ευχαριστούμε. Θα μάθετ' άλλο τώρα· ο Φορτιμπράς ο νέος, είτε κρίνει μικρήν την δύναμίν μας, είτε, διότι ο ποθητός απέθανε αδελφός μας, νομίζει πως βαθυά το κράτος μας εσείσθη, εκείνος, χωρίς να 'χη σύμμαχον ή μόνον το όνειρο 'πού βλέπει αυτής της ευκαιρίας, μήνυμα ετόλμησε βαρύ να μας κηρύξη, να παραδώσωμε 'ς αυτόν όλα τα μέρη όσα ο πατέρας του, με νόμιμην συνθήκην, προς τον ανδρείον αδελφόν μας είχε αφήση. Είπα δι' αυτόν και αρκούν· τώρα διά μας θα ειπούμε και τι σκοπεύει τούτ' η σύνοδός μας, κ' είναι το εξής· στέλνομε αυτά τα γράμματα 'ς τον θείον του Φορτιμπράς, 'ς των Νορβηγών τον βασιλέα — οπού κειτάμενος και ανίκανος δεν ξεύρει τον σκοπόν του ανεψιού του — να τον αντικόψη να προχωρήση, αφού μέσ' από τον λαόν του τους άνδραις παίρνει και στρατόν μορφόνει ο νέος· ιδού διατί πέμπομε σάς απεσταλμένους, εσέ, Βολτίμανδε, και σε, Κορνήλιέ μου, τούτους τους ασπασμούς να φέρετε εις τον γέρον της Νορβηγίας βασιλέα· κ' εξουσίαν δεν σας δίδομεν άλλην να πραγματευθήτε μ' αυτόν παρέκει απ' ό,τι ορίζουν μέσα τ' άρθρα εδώ (17) γραμμένα. Χαιρετώ σας, και ας μας δείξη η σπουδή σας τον ζήλον.
ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ και ΒΟΛΤΙΜΑΝΔΟΣ
Εις αυτό και εις όλα
τον ζήλον μας θα δείξωμε.

ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Δεν αμφιβάλλω
ποσώς· και πάλιν χαιρετώ σας εγκαρδίως.

[Εξέρχονται ΒΟΛΤΙΜΑΝΔΟΣ και ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ.
Και τώρα συ, Λαέρτη, τι μας λέγεις νέο; κάποιαν αίτησιν είχες· τι ζητείς, Λαέρτη; Αν εξηγήσης γνωστικήν επιθυμίαν 'ς τον βασιλέα σου, τα λόγια δεν θα χάσης. Και ποίον έχεις πράγμα να ευχηθής, Λαέρτη, να μη προσφέρωμεν εμείς πριν το ζητήσης; Κεφαλή (18) και καρδιά τόσο αδελφαίς δεν είναι, τόσο εις το στόμ' αρμόδιον όργανο το χέρι, όσο είναι του πατρός σου ο θρόνος της Δανίας. Τι ποθείς από εμέ, Λαέρτη;
ΛΑΕΡΤΗΣ
Σεβαστέ μου
Κύριε, την χάριν να επιστρέψω εις την Γαλλίαν,
όθεν πρόθυμος ήλθα εις την Δανίαν, όπως
'ς την στέψιν σου κ' εγώ το σέβας μου αποδώσω·
και αφού το 'χω αποδώση, ομολογώ 'πού κλίνουν
πάλιν οι πόθοι μου και ο νους προς την Γαλλίαν,
και ταπεινώς ζητούν την υψηλήν σου χάριν.

ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Του πατρός σου την άδειαν έχεις; Τι μας λέγει
ο Πολώνιος;

ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Την άδειαν, Κύριε, με την βίαν,
μ' επιμονήν μου επήρεν, ως 'πού την σφραγίδα
έθεσ' αναγκασμένος εις την θέλησίν του.
Συγχώρεσε, παρακαλώ, ν' αναχωρήση.

ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Λαέρτη, 'ς την καλήν σου ώραν, και δικός σου
να ήναι ο καιρός· χαίρου και αυτόν και τα λαμπρά σου
χαρίσματ', όπως η ψυχή σου επιθυμήση!
Και τώρ', Αμλέτε, ανεψιέ κ' υιέ μου, —

ΑΜΛΕΤΟΣ (μόνος του) Κάπως (19) ανέβηκε η συγγένεια και κατέβ' η αγάπη.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
πώς συμβαίνει ότι νέφη ακόμη σε σκεπάζουν;

ΑΜΛΕΤΟΣ
Κύριέ μου, ποσώς· πολύ 'ς τον ήλιον είμαι (20).

ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Γλυκέ μου Αμλέτε, αυτό ρίξε το μαύρο χρώμα (21),
και φίλου στρέψε βλέμμα προς τον βασιλέα.
Μη πάντοτε με βλέφαρα χαμηλωμένα
ζητής τον ευγενή πατέρα σου εις το χώμα.
Κοινό το πράγμα· ό,τι ζη θε ν' αποθάνη,
και απ' την φθαρτήν ζωήν περνάς 'ς την αιωνίαν.

ΑΜΛΕΤΟΣ
Ναι, δέσποινα, κοινό (22).

ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Και αν είναι, διατί φαίνεται
παράδοξο 'ς εσέ;

ΑΜΛΕΤΟΣ
Φαίνεται! Δέσποινά μου,
τι λέγεις; είναι· εγώ το φαίνεται δεν ξεύρω.
Ούτε, ω καλή μητέρα, η μαύρη φορεσιά μου,
ούτ' όσα θλιφτικά ρούχα η συνήθεια θέλει,
ούτ' άνεμοι αναστεναγμών βιαστά σπρωγμένοι,
όχι, αλλ' ούτε 'ς τα μάτια ζωντανή πλημμύρα,
ούτε η κατήφεια του προσώπου, και όλ' οι τρόποι
του πόνου και η μορφαίς, δεν φθάνουν να με δείξουν·
εκείνα φ α ί ν ο ν τ α ι τωόντι, ότ' είναι πράξες
οπού αν θέλη κάνεις ταις παίζει· αλλ' ό,τι έχω
μέσα μου, σχήμα δεν το δείχνει· αυτά δεν είναι
παρά οι στολισμοί, τα φάλαρα της λύπης.

ΒΑΣΙΛΕΑΣ Χαριτωμένος είσ', επαινετός, Αμλέτε, να θρηνής ευλαβώς την μνήμην του πατρός σου· αλλ' είχε χάση και ο πατέρας σου πατέρα, τούτος τον ιδικόν του πρώτα, και οποίος μένει πρέπει ως καλός υιός της λύπης του το σέβας προς καιρόν ν' αποδώση· αλλά μέσα 'ς το πένθος να κλείεται με πείσμα, τούτ' είναι ανταρσία ασεβής, θλίψις όχι ανδρός, και δείχνει γνώμην κακήν προς τον θεόν, αστήρικτην καρδίαν, δείχνει ανυπότακτην ψυχήν και δείχνει πνεύμα αδίδακτο, μωρό· πώς κείνο, 'πού αναγκαίως ξεύρομ' ότι θα γίνη και κοινόν υπάρχει ως το κοινότερο αισθητό πράγμα του κόσμου, να παίρνωμεν εμείς κατάκαρδα με τόσην μωρήν αντίστασιν; Είν' εντροπή, και κρίμα προς τον θεόν, προς τους νεκρούς και προς την Φύσιν, και προσβολή 'ς το Λογικό, 'πού κάθε ημέραν πατέρων μνημονεύει πανταχού θανάτους, οπού κραυγάζει, από το λείψανο το πρώτο ως τον σημερινόν απεθαμένον· «Τούτο θα ήναι». Και λοιπόν τούτην εσύ την λύπην, την άσκοπην, παρακαλώ να ρίξης χάμω· στοχάσου με ως πατέρα· ναι, και τώρα ο κόσμος ότ' είσ' ο εγγύτατος του θρόνου μας ας μάθη, και ότι μ' αυτό σου δίδω τόσο αγάπης βάθος, όσο έχει 'ς τον υιόν του τρυφερός πατέρας. Και τώρα η διάθεσίς σου, να επιστρέψης πάλιν 'ς της Βυττεμβέργης την σχολήν (23), είν' εναντία 'ς τον πόθον μας πολύ· και σε παρακαλούμε να μην αναχωρήσης, αλλ' εδώ να μείνης 'ς την ιλαρήν παρηγοριά των οφθαλμών μας, πρώτος μας αυλικός, ανεψιός κ' υιός μας.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
'Σ την μητέρα σου, Αμλέτε, μην αδιαφορήσης,
'πού σε παρακαλεί θερμώς μ' εμάς να μείνης·
αν μ' αγαπάς, 'ς την Βυττεμβέργην μη πηγαίνης.

ΑΜΛΕΤΟΣ
Δέσποινα, 'ς ό,τι δυνηθώ θα σε υπακούσω.

ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Απόκρισις καλή και σπλαχνική· θα ήσαι
εις την Δανίαν όμοιός μας. Δέσποινά μου,
πηγαίνομε· η γλυκειά και αβίαστη του Αμλέτου
παραδοχή μου ανοίγει της καρδιάς τα φύλλα.
Και προς χάριν αυτής, όσαις προπίν' υγείαις
με αλαλαγμούς χαράς την σήμερο η Δανία,
'ς τα νέφ' η κανονιαίς θα ταις αντιλαλήσουν,
και την βασιλικήν ξεφάντωσιν οι θόλοι
των ουρανών θ' αντιβοούν, ως ν' απαντούσαν
'ς εκείναις ταις βρονταίς της γης. Αναχωρούμε.

[Εξέρχονται όλοι εκτός του ΑΜΛΕΤΟΥ
ΑΜΛΕΤΟΣ Αχ! να ημπορούσε τούτη τόσο στέρεη σάρκα να ξεπαγώση και ως αχνός δροσιά να γίνη! ή τον νόμον του ο Πλάστης να μην είχε στήση να τιμωρή τον αυτοφόνον! Θε μου, ω Θε μου, πόσο άνοστα, κοινά και ανώφελα και αχρεία φαίνοντ' όλα 'ς εμέ τα έργ' αυτού του κόσμου! Φάσκελα να 'χουν! Κήπος είναι χορτιασμένος μες το ξεσπόριασμά του, και όλον τον γεμίσαν χοντροειδή φυτά και ξεβλασταρωμένα. Αυτού να καταντήση! Απεθαμένος μόλις από δυο μήναις· ουδέ τόσο, ουδέ καν δύο. Τι εξαίσιος βασιλέας! Υπερίων ήταν και τούτος έμπροσθέν του Σάτυρος· ω πόσο τρυφερήν είχε αγάπην της μητρός μου! μήτε άνεμοι τ' ουρανού θα υπόφερνε να πνέουν σκληρά 'ς το πρόσωπό της! Α! θα το ενθυμούμαι; Γη και Ουρανοί! την είδα εγώ 'ς τον τράχηλόν του να κρέμετ' ώστε ήθελε ειπής πως η τροφή της αύξαινε, αντί να παύη, την επιθυμίαν. Και όμως 'ς ένα μήνα, — ας μη το συλλογιούμαι, — Αδυναμία! τ' όνομά σου είναι γυναίκα! — 'ς ένα μήνα μικρόν! ή πριν τριφθούν εκείνα τα υποδήματα 'πού 'χε 'ς του δυστυχισμένου πατρός μου την θανήν, κλαμένη ως η Νιόβη, αυτή εκείνη — Ω Θε! και κτήνος, στερημένο του λογικού, το πένθος θα κρατούσε πλέον, — εκείνη αμέσως με τον θείον μου ενυμφεύθη, αδελφόν του πατρός μου και όμοιον του πατρός μου όσ' ομοιάζω εγώ τον Ηρακλέα. 'Σ ένα μήνα; ενώ τα πρισμένα μάτια της ακόμη κοκκίνιζε η πικράδα δολερών δακρύων, ενυμφεύθη. Ω! κακή σπουδή να πέση αμέσως 'ς επικατάρατα φιλιά! Καλό δεν είναι ούτε καλό τέλος θα λάβη· αλλά, καρδιά μου, πνίγου, επειδή την γλώσσαν πρέπει να κρατήσω.
Εισέρχονται ΟΡΑΤΙΟΣ ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ και ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ
ΟΡΑΤΙΟΣ Υψηλότατε, χαίρε!
ΑΜΛΕΤΟΣ
Πόσην χαράν έχω
ότι σας βλέπω και υγιείς· είν' ο Οράτιος
ή ξέχασα τον εαυτόν μου;

ΟΡΑΤΙΟΣ Εκείνος είμαι, και πάντοτε ο πτωχός σου δούλος, Κύριέ μου.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Όχι, ο καλός μου φίλος· θ' ανταλλάξω εκείνο
το επίθετο με σε. Και τι λοιπόν, Οράτιε,
τι σ' έφερ' εδώ τάχ' από την Βυττεμβέργην; —
Ο Μάρκελλος (24);

ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
Καλέ μου Κύριε, —

ΑΜΛΕΤΟΣ
Πολύ χαίρω
ότι σε βλέπω — (προς τον Βερν.) Κύριε, καλή 'σπέρα. — Λέγε,
τι σ' έφερ' εδώ τάχ' από την Βυττεμβέργην;

ΟΡΑΤΙΟΣ
Καλέ μου Κύριε, κλίσις προς την οκνηρίαν.

ΑΜΛΕΤΟΣ
Αλλ' ούτ' εχθρός σου αυτό να λέγη εσυγχωρούσα·
και μη τόσο σκληρά τ' αυτιά μου υποχρεώσης
δικήν σου εις βάρος σου ν' ακούσουν μαρτυρίαν·
καλώς γνωρίζ' ότι οκνηρός εσύ δεν είσαι.
Αλλά 'ς την Ελσινόρην τι ζητείς; Πριν φύγης
θα μάθης από εμάς να πίνης ανδρειωμένα (25).

ΟΡΑΤΙΟΣ
Ήλθα, Κύριε, να ιδώ το ξόδι του πατρός σου.

ΑΜΛΕΤΟΣ
Συμμαθητή μου, αν μ' αγαπάς, μη μ' αναπαίζης·
ήλθες να ιδής, θαρρώ, τους γάμους της μητρός μου.

ΟΡΑΤΙΟΣ
Κύριε, πολύ σιμά τωόντι ακολουθήσαν.

ΑΜΛΕΤΟΣ
Οικονομία, φίλε, νοικοκυροσύνη!
Απ' το νεκρόδειπνο (26) τα κρέατα ψημένα
κρύα πέρασαν εις του γάμου το τραπέζι.
Να είχ' απαντήση (27) τον χειρότερον εχθρόν μου
'ς τους Ουρανούς, και όχι να ιδώ τέτοιαν ημέραν.
Ο πατέρας μου, — ναι, μου φαίνεται, τον βλέπω,

ΟΡΑΤΙΟΣ
Ω! Κύριε, πού;

ΑΜΛΕΤΟΣ
'Στον οφθαλμόν του νου μου, Οράτιε.

ΟΡΑΤΙΟΣ
Μία φορά τον είδα· εξαίσιος βασιλέας!

ΑΜΛΕΤΟΣ
Αχ! ήταν άνθρωπος, 'πού, εις όλ' αν θα τον κρίνης,
δεν ελπίζω εις την γην να ιδώ τον όμοιόν του.

ΟΡΑΤΙΟΣ Κύριε, λογιάζω πως εψές τον είδα.
ΑΜΛΕΤΟΣ Είδες συ; ποίον;
ΟΡΑΤΙΟΣ
Τον πατέρα σου, τον βασιλέα.

ΑΜΛΕΤΟΣ
Τον βασιλέα, τον πατέρα μου, —

ΟΡΑΤΙΟΣ
Ολίγαις
στιγμαίς τον θαυμασμόν σου δάμασε, να δώσης
όλην την προσοχήν σου ως 'πού να φανερώσω
'ς εσέ το θαύμα τούτο, με την μαρτυρίαν
εδώ των φίλων.

ΑΜΛΕΤΟΣ
Προς Θεού, λέγε ν' ακούσω.

ΟΡΑΤΙΟΣ
Δύο νυκτιαίς, εις την αράδα, τούτ' οι φίλοι,
ο Μάρκελλος με τον Βερνάρδον, 'ς την φρουράν τους,
'ς την νεκρήν κ' έρμην ώραν του μεσονυκτίου,
απάντησαν το εξής· μορφή 'σάν του πατρός σου,
όλη με τ' άρματα πατόκορφα ζωσμένη,
φαίνετ' εμπρός τους, και με βάδισμα γενναίο
αργά και μεγαλοπρεπώς περνά σιμά τους·
και τρεις εβάδισε φοραίς, εις διάστημ' όσο
το σκήπτρο 'πού φορούσ', εμπρός 'ς τα τρομασμένα
Θαμπά τους μάτια· και απ' του φόβου την ενέργειαν
εκείνοι στραγγισμένοι ωσάν πηκτή παγόνουν,
στέκουν βουβοί, δεν του ομιλούν. Τούτο 'ς εμένα
ξεμυστηρεύθηκαν αυτοί και ακόμη ετρέμαν.
Κ' εγώ την τρίτην νύκτα εφρούρησα μαζί τους·
και αυτού 'ς την ίδιαν ώραν, με το ίδιο σχήμα,
απαράλλακτα ως είχαν περιγράψη εκείνοι,
το φάντασμ' ήλθεν· έχω, Κύριε, γνωρίση
τον πατέρα σου· το 'να χέρι μου με τ' άλλο
δεν ομοιάζουν τόσον.

ΑΜΛΕΤΟΣ Αλλά πού συνέβη τούτο;
ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
Κει, 'πού 'μασθε φρουρά, 'ς τον προμαχώνα.

ΑΜΛΕΤΟΣ
Του ωμιλήσετε σεις;

ΟΡΑΤΙΟΣ
Εγώ μάλιστα, Κύριε,
αλλά δεν αποκρίθη, μόνον, ως μου εφάνη,
σήκωσε μια φορά την κεφαλήν και κάπως
έδειξε να κινήται ωσάν διά να ομιλήση,
όταν ακούσθη ξάφνου της αυγής τ' ορνίθι
να λαλήση σφικτά, και 'ς την κραυγήν του εκείνο
τραβίχθη βιαστικά κ' εχάθη απ' έμπροσθέν μας.

ΑΜΛΕΤΟΣ
Παράδοξο πολύ.

ΟΡΑΤΙΟΣ
Και όμως ως ζω και υπάρχω
τούτ' είναι η μόνη αλήθεια, Κύριε σεβαστέ μου,
κ' είπαμεν ότι μας επρόσταζε το χρέος
να σου τα κάμωμε γνωστά.

ΑΜΛΕΤΟΣ
Τωόντι, ω φίλοι.
Αλλά το πράγμα με ταράζει. Θα φρουρήτε
απόψε;

ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ και ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ Κύριε, θα φρουρούμε.
ΑΜΛΕΤΟΣ Αρματωμένος λέγετε;
ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ και ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ Αρματωμένος, Κύριέ μου.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Όλος
από την φτέρναν 'ς την κορφήν;

ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ και ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ
Μάλιστα, Κύριε,
ολόβολος.

ΑΜΛΕΤΟΣ
Λοιπόν εσείς το πρόσωπό του
δεν είδετε;

ΟΡΑΤΙΟΣ
Ναι, Κύριε, το είδαμε βεβαίως,
την προσωπίδα ως είχεν ανασηκωμένην.

ΑΜΛΕΤΟΣ Πώς ήταν; άγριο το ανάβλεμμά του;
ΟΡΑΤΙΟΣ Πλέον λύπην παρά θυμόν φανέρονε 'ς την όψιν.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Χλωμός ή κόκκινος;

ΟΡΑΤΙΟΣ
Χλωμός πολύ.

ΑΜΛΕΤΟΣ
Και είχε
επάνω σας τα μάτια στυλωμένα;

ΟΡΑΤΙΟΣ
Όλην
ασάλευτα την ώραν.

ΑΜΛΕΤΟΣ
Να παρευρισκόμουν
ήθελ' αυτού.

ΟΡΑΤΙΟΣ
Μεγάλην θα αισθανόσουν φρίκην.

ΑΜΛΕΤΟΣ
Πιθανώς, πιθανώς. Πολύν καιρόν εστάθη;

ΟΡΑΤΙΟΣ
Ως να μετρήσης εκατόν και όχι με βίαν.

ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ και ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ
Πλειότερο, πλειότερο.

ΟΡΑΤΙΟΣ Αλλ' όχι οπότε το είδα εγώ.
ΑΜΛΕΤΟΣ Τα γένεια στακτερά δεν είχε;
ΟΡΑΤΙΟΣ
Τα είχε, ως όταν ζωντανόν τον είδα, μαύρα
σπαρμέν' ασήμι.

ΑΜΛΕΤΟΣ
Απόψε θέλει εγώ φρουρήσω
ίσως και πάλι περπατήση.

ΟΡΑΤΙΟΣ
Το εγγυούμαι.

ΑΜΛΕΤΟΣ
Εάν πάρη το σχήμα του αγαθού πατρός μου,
θα του ομιλήσω και αν το στόμ' ανοίξη ο Άδης
σιγήν να μου προστάξη· και, παρακαλώ σας,
αν την όψιν αυτήν έχετε ως τώρα κρύψη,
'ς την φυλακήν ας μείνη ακόμη της σιωπής σας,
και ό,τι άλλο τύχη να συμβή τούτην την νύκτα,
δώστε του τόπον εις τον νουν και όχι 'ς την γλώσσαν.
Θέλει ανταμείψω την αγάπην σας· και τώρα
έχετε υγείαν, και κοντά 'ς το μεσονύκτι
θε να σας ανταμώσω εκεί 'ς τον προμαχώνα.

ΟΛΟΙ Τα χρέη μας 'ς την Υψηλότητά σου.
ΑΜΛΕΤΟΣ Αγάπην θέλω από σας όσην σας έχω· χαιρετώ σας.
[Εξέρχονται όλοι εκτός του ΑΜΛΕΤΟΥ.
Το πνεύμα του πατρός μου 'ς τ' άρματα! δεν είναι καλά τα πάντα· υπάρχει κάτι αισχρό παιγνίδι· Ω νύκτα, φθάσε! Ως τότε ησύχαζε, ω ψυχή μου! Έργα (28) μιαρά θα βγουν 'ς το φως φανερωμένα, και αν 'ς την καρδιά της μέσα η γη τα 'χει κρυμμένα.
[Εξέρχεται.

ΣΚΗΝΗ Γ'.

Δωμάτιον εις το σπίτι τον ΠΟΛΩΝΙΟΥ Εισέρχονται ΛΑΕΡΤΗΣ και ΟΦΗΛΙΑ.
ΛΑΕΡΤΗΣ
Τα πράγματά μου επήραν εις το πλοίο· χαίρε,
ω αδελφή μου, και όταν οι άνεμοι βοηθήσουν
και ξεκινά καράβι, μη κοιμάσαι, κάμε
είδησιν από σε να λάβω.

ΟΦΗΛΙΑ
Και αμφιβάλλεις;

ΛΑΕΡΤΗΣ
Και ως προς το ερωτικό μετώρισμα του Αμλέτου,
πάρ' τ' ως συνήθειαν και ως του αίματος παιγνίδι·
είναι γιοφύλλι 'πώχει ανοίξ' η φύσις νέα,
πρώιμο και γλυκό, πλην πρόσκαιρο και γέρνει,
μιας στιγμής ευωδιά και χάρις, τίποτ' άλλο.

ΟΦΗΛΙΑ Α! τίποτ' άλλο παρ' αυτό;
ΛΑΕΡΤΗΣ Μη το λογιάσης τίποτε παρ' αυτό, και σκέψου πως η φύσις, 'ς την αύξησιν, δεν μεγαλόνει με τον όγκον μόνον και με τα νεύρ', αλλ', ως πλαταίνει τούτος ο ναός (29), δυναμόν' η μέσα υπηρεσία της ψυχής και του νου (30). Τώρ' ίσως σ' αγαπάει, την καθαρήν του γνώμην δεν θολόνει ακόμη δόλιος σκοπός· αλλά φοβού και αν θεωρήσης το μεγαλείον του, της γνώμης του δεν είναι κύριος αυτός· 'ς την γέννησίν του υποταγμένος δεν δύνατ', όπως οι μικροί κάμνουν, να κόπτη οποίον θέλει καρπόν, αφού 'ς την εκλογήν του κρέμετ' η ασφάλεια, τα καλό της πολιτείας· όθεν 'ς την εκλογήν του την φωνήν θ' ακούση, και την στέρξιν θα λάβη από το σώμα εκείνο, οπού τον έχει κεφαλήν· λοιπόν, αν λέγη πως σ' αγαπά, γνώσιν αν έχεις, πίστευέ το μόνον όσον η θέσις και τ' αξίωμά του του συγχωρούν να πράξη αυτά 'πού βεβαιόνει, και αυτό να προχωρή δεν δύναται παρέκει απ' ό,τ' η φωνή θέλει της Δανιμαρκίας. Μέτρα λοιπόν πόσο η τιμή σου θε να πάθη, αν εύκολα δεχθής τα γλυκολάλημά του, ή χάσης την καρδιά, ή τον παρθενικόν σου ανοίξης θησαυρόν εις την τυφλήν ορμήν του. Μη, Οφηλία, μη, γλυκύτατη αδελφή μου· το αίσθημά σου κράτει οπίσω φυλαγμένο 'ς απόσκεπο, μακράν απ' τ' άρματα του πόθου· η σφικτότερη κόρη δείχνεται απλοχέρα, το κάλλος της αν ξεσκεπάση της σελήνης (31)· ούτ' η Αρετή ξεφεύγει την συκοφαντίαν· τα τέκνα του Μαϊού πληγόνει το σκουλήκι πολύ συχνά πριν τα μπουμπούκια τους ανοίξουν, και 'ς της ζωής το δροσοβόλο χαραμέρι εξόχως άνεμοι φυσούν φαρμακωμένοι. Λοιπόν φυλάξου· ο φόβος είναι σωτηρία· ότ' η νεότης, χωρίς να 'χη εχθρόν, και μόνη 'ς τον εαυτόν της επανάστασιν σηκόνει.
ΟΦΗΛΙΑ
Την έννοιαν θα 'χω της λαμπρής σου νουθεσίας
φύλακα της καρδιάς μου· αλλ' αδελφέ γλυκέ μου,
μη κάμης όπως ασεβείς κάποιοι ποιμένες·
τ' ουρανού το τραχύ και ολόρθο μονοπάτι
δείχνουν των άλλων, και ξεχνούν την διδαχήν τους,
και, ως ο φιλήδονος 'πού αλόγιαστα ξεδίνει,
τρέχουν μες της τρυφής τον ανθισμένον δρόμον.

ΛΑΕΡΤΗΣ
Μη με φοβήσαι. — Αργοπορώ· πλην ο πατέρας
έρχετ'· ευχή διπλή διπλήν την χάριν έχει·
δεύτερον ασπασμόν η τύχη μας χαρίζει.

Εισέρχεται ο ΠΟΛΩΝΙΟΣ
ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Λαέρτη, ακόμη εδώ; 'Σ το πλοίο σου, 'ς το πλοίο!
Κάθετ' ο άνεμος 'ς τους ώμους του πανιού σου,
και σε προσμένουν· λάβε πρώτα την ευχήν μου,

[Βάζει το χέρι επάνω εις την κεφαλήν του ΛΑΕΡΤΗ]
και ταις εξής 'ς τον νουν σου γράψε νουθεσίαις· 'Σ τους στοχασμούς σου γλώσσαν (32) να μη δίδης, μήτε εις στοχασμόν σου ενέργειαν πριν τον ωριμάσης· να ήσαι καταδεκτικός, πλην μη χυδαίος· τους φίλους 'πώχεις, αφού πρώτα δοκιμάσης, με κρίκους δέσε εις την ψυχήν σου αδαμαντίνους· πλην της παλάμης σου την αίσθησιν μη φθείρης μ' όποιον η ώρα σύντροφόν σου ξεκλωσσήση. Φυλάξου 'ς έριδα να εμπής, αλλ', άμα εμπήκες, μείνε, να κάμης τον εχθρόν να σε φοβήται. Εις όλους τ' αυτιά δίδε, την φωνήν 'ς ολίγους· άκουε συμβουλαίς· την γνώμην σου μη λέγης. Καλοενδύσου, αλλ' όσο το πουγγί σηκόνει, μη παράξενα, πλούτος, όχι φαντασία· τον άνθρωπον συχνά μας δείχν' η φορεσιά του, καθώς οι πρώτοι μεγιστάνες της Γαλλίας είναι εις τούτο εκλεκτοί προ πάντων και γενναίοι. Μη γίνης δανειστής, μηδέ χρεωφειλέτης· συχνά τον φίλον χάνεις μ' όσα 'χεις δανείση, και αν δανεισθής, στομόνεις την οικονομίαν. Προ πάντων τούτο· αληθινός 'ς τον εαυτόν σου να 'σαι, και θέλει ακολουθήση, ωσάν η νύκτα την ημέραν, να μη 'σαι ουδέ 'ς τους άλλους ψεύτης. Χαίρε, και ό,τ' είπα θέλει ανθίση απ' την ευχήν μου.
ΛΑΕΡΤΗΣ
Ο υιός σου ταπεινώς σε χαιρετά, πατέρα.

ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Προσκαλεί σε ο καιρός· οι δούλοι σε προσμένουν.

ΛΑΕΡΤΗΣ
Υγίαινε, Οφηλία, και μη λησμονήσης
ό,τι σου είπα.

ΟΦΗΛΙΑ
Μες την μνήμην μου κλεισμένο
είναι, και το κλειδί της κράτει συ 'ς το χέρι.

ΛΑΕΡΤΗΣ Υγίαινε.
[Εξέρχεται.
ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Οφηλία, τι 'ναι αυτό 'πού σου 'πε;

ΟΦΗΛΙΑ
Διά τον πρίγκιπ' Αμλέτον κάτι, — μη βαρύνης.

ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Καλά τωόντι το στοχάσθηκε! μου λέγουν
ότι τώρ' ύστερα συχνά σ' έχει ανταμώση
μερικώς και ότι συ με καλοσύνην άκραν,
μ' ελεύθερην ψυχήν, ακρόασιν του δίδεις.
Αν είναι αυτό (καθώς μώχουν ειπή και μόνον
διά να προφυλαχθώ) θε να σου ειπώ 'πού εκείνην
του προσώπου σου εσύ δεν έχεις την ιδέαν,
'πού της κόρης μου αρμόζει και η τιμή σου θέλει.
Τι τρέχει μεταξύ σας; Την αλήθειαν λέγε.

ΟΦΗΛΙΑ
Τώρ' ύστερα πολλά μου δωκε αυτός σημεία
της αγάπης του, Κύριε.

ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Τ η ς α γ ά π η ς, Θε μου!
Λαλείς ως κόρη τρυφερή 'πού ακόμη πράξιν
'ς τα επικίνδυνα τούτα πράγματα δεν έχει.
Εις τα σημεία του, ως τα λέγεις, συ πιστεύεις;

ΟΦΗΛΙΑ
Τι να στοχάζωμαι δεν ξεύρω, Κύριέ μου.

ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Θα σε διδάξω εγώ· φαντάσου παιδί να 'σαι,
και ως μάλαμα να εδέχθης κάλπικα σ η μ ε ί α (33),
τον εαυτόν σου βάλε εις υψηλό σ η μ ε ί ο,
ειδεμή (και δεν πρέπει την καϋμένην λέξιν
να βασανίζωμε ως να χάση την πνοήν της)
μωρίας θα μου δώσης φανερά σ η μ ε ί α.

ΟΦΗΛΙΑ
Με πολλήν ζέσιν μου εξηγεί τον ερωτά του,
αλλά με τίμιον τρόπον.

ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Τ ρ ό π ο ν να τον λέγης
τωόντι· έλα τώρα!

ΟΦΗΛΙΑ
Κύριέ μου, ακόμη
τον λόγον του πιστόνει με την μαρτυρίαν
όρκων μεγάλων φοβερών 'πού μώχει ομόση.

ΠΟΛΩΝΙΟΣ Βρόχια διά να πιασθούν ξυλόκοταις! Α! ξεύρω όταν το αίμα βράζει πόσο είναι γενναία η ψυχή να δανείζη όρκους εις τα χείλη! Αναλαμπαίς, 'πού δίδουν φως, ζέστην ολίγην, σβυμένα 'ς την στιγμήν 'πού τάζουν και τα δύο, ω κόρη μου, μη γελασθής πως είναι φλόγαις. Μη την παρθενικήν σου δίδης παρουσίαν τόσο εύκολα 'ς το εξής· της συναναστροφής σου συ την αξίαν ως εκεί μη χαμηλόνης, να προστάζεσαι να 'λθης εις συνομιλίαις. Διά τον πρίγκιπ' Αμλέτον τούτο σκέψου μόνον, ότ' είναι νειό πουλάρι και ημπορεί να τρέχη ασπέδιστος (34) εκεί, 'πού εις σε δεν συγχωρείται. 'Σ ολίγα λόγια μη πιστεύης, Οφηλία, 'ς τους όρκους οπού κάμνει αυτός· είναι μεσίταις άλλης βαφής παρ' ό,τι δείχν' η φορεσιά τους, κήρυκες ταπεινοί διά τέλη εντροπιασμένα, και δείχνουν άγιοι κ' ευσεβείς προξενολόγοι, διά να πλανέσουν τους αθώους. Ε! σου λέγω, χωρίς λόγια πολλά, 'πού 'ς το εξής δεν πρέπει ταις ώραις της αδειάς σου να κακοξοδεύης εις το να δίδης λόγια και να συντυχαίνης με τον πρίγκιπ' Αμλέτον· τ' άκουσες; το θέλω· πήγαινε τώρα.
ΟΦΗΛΙΑ Θα υπακούσω, Κύριέ μου.
[Εξέρχονται,

ΣΚΗΝΗ Δ'.

Ο Προμαχώνας. Εισέρχονται ΑΜΛΕΤΟΣ ΟΡΑΤΙΟΣ και ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
ΑΜΛΕΤΟΣ
Αέρας 'πού θερίζει· κάμνει πολύ κρύο.

ΟΡΑΤΙΟΣ
Άγριος είναι, τωόντι, κοφτερός αέρας.

ΑΜΛΕΤΟΣ
Τι ώρα είναι;

ΟΡΑΤΙΟΣ
Ολίγο από την δωδεκάτην,
νομίζω, λείπει.

ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
Σφάλλεις· είναι βαρημένη.

ΟΡΑΤΙΟΣ
Λέγεις; δεν τ' άκουσα· λοιπόν σιμόν' η ώρα
που να περιπατή το πνεύμα εσυνηθούσε.

[Σαλπισμοί και πυροβολισμοί μέσα.
Τι δηλοί τούτο, Κύριέ μου;
ΑΜΛΕΤΟΣ
Ο Βασιλέας
δείπνον έχει οληνύκτα και μεθοκοπάει,
φαρομανά, και 'ς τον χορόν πηδά, γυρίζει·
κ' ενώ ρουφά του Ρήνου το κρασί και πίνει,
τον θρίαμβόν του διαλαλούν (35), καθώς ακούτε,
τα τύμπανα και η σάλπιγγαις.

ΟΡΑΤΙΟΣ Είναι συνήθεια;
ΑΜΛΕΤΟΣ Ναι, μάλιστ', αλλ' εγώ νομίζω, αν κ' είμαι γέννα του τόπου και με τούτ' αναθρεμμένος, ότι τέτοιαν συνήθειαν να κρατούν φέρνει ατιμίαν, κ' έπαινον έχει εκείνος 'πού την αθετήση. Δι' αυτήν την χοντροκέφαλην κραιπάλην τ' άλλα έθνη μάς θεατρίζουν και μας κατακρίνουν 'ς τα πέρατα της γης, μας λέγουν μεθοκόπους, και μ' επίθετο αισχρό ρυπαίνουν τ' όνομά μας. Αυτό τωόντι απ' όσα και αν η αρετή μας λαμπρότατ' έργα κατορθώση την καρδίαν, το μεδούλι, αφαιρεί του επαίνου οπού μας πρέπει. Και 'ς τους ανθρώπους μερικώς το αυτό συμβαίνει, — διά κάποιο κακό στίμμα φυσικό τους, είτε εκ γενετής (και αυτού δεν πταίουν, αν η φύσις δεν δύναται να εκλέγη την καταγωγήν της), όταν άμετρ' αυξήση κάποια διάθεσίς των, ώστε τα εμπόδια σπα και τους φραγμούς του λόγου. είτε από κάποιαν έξιν, οπού ωσάν προζύμι πολύ σηκόνει την μορφήν τρόπων ωραίων, — 'ς τους ανθρώπους αυτούς, λέγω, συμβαίνει, ως είναι μ' ένα ψεγάδι σημειωμένοι, είτ' είναι χρώμα της φύσεως, είτ' εκεί το 'χει χαράξ' η μοίρα, τα δώρα τους, και αν λάμπουν όσο η θεία χάρις, και άπειρ' αν ήναι, όσο η ψυχή χωρεί του ανθρώπου, του κόσμου γενικώς να φαίνωνται φθαρμένα από την μόνην κείνην έλλειψιν· το δράμι (36) του ολέθρου σέρνει την καλήν ουσίαν όλην εις τ' όνειδός του.
Εισέρχεται το ΠΝΕΥΜΑ.
ΟΡΑΤΙΟΣ Ιδέ, Κύριε, το Πνεύμα φθάνει!
ΑΜΛΕΤΟΣ Ω Άγγελοι του Υψίστου, σεις φυλάξετέ μας! — Μακάριον είσαι πνεύμα, είτε κολασμένο, πνοαίς ουράνιαις φέρνεις, είτε φλόγαις Άδου, έχεις προαίρεσιν καλήν είτε ολεθρίαν, με σχήμα τόσο αξιομίλητον (37) εφάνης, ώστ' εγώ θα σου κρίνω· και σου λέγω, Αμλέτε πατέρα μου και των Δανών ω βασιλέα! Α! δος μου απόκρισιν! 'Σ την άγνοιαν μη μ' αφήσης να πνίγωμαι, αλλ' ειπέ, διατί τ' αγιασμένα κόκκαλά σου, οπού τα 'χαν νεκροσυγυρίση, τα σάβανά των έσπασαν; Διατί το μνήμα, 'πού σ' είδαμε κλεισμένον 'ς την ανάπαυσίν σου, τ' ασάλευτ' άνοιξε σαγόνια του μαρμάρου να σ' απολύση οπίσω; Τι σημαίνει τούτο, ότι συ, λείψανο, πατόκορφα ωπλισμένος, πάλι έρχεσαι να ιδής τα φέγγη της σελήνης, την νύκτα ν' ασχημίζης, ώστ' εμείς, της φύσεως τα εμπαίγματα (38), τόσο φρικτά να κλονισθούμε με στοχασμούς οπού δεν φθάνει ο νους του ανθρώπου; Ειπέ διατί γίνεται αυτό; Προς τι; Τι πρέπει να πράξωμεν εμείς;
[Το ΠΝΕΥΜΑ νεύει του ΑΜΛΕΤΟΥ.
ΟΡΑΤΙΟΣ
Ιδού, σου κάμνει νεύμα
αλλού να πας μαζί του, ωσάν να θέλη κάτι
να φανερώση προς εσένα μόνον.

ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
Κύττα,
με ήθος πόσο ευγενικό σε καλεί πέρα
εις μέρος πλέον μακρυνόν· όμως μαζί του
μη πας.

ΟΡΑΤΙΟΣ Όχι, ποσώς, καθόλου.
ΑΜΛΕΤΟΣ Αυτό δεν θέλει ομιλήση· λοιπόν θα το ακολουθήσω.
ΟΡΑΤΙΟΣ Κύριε, μη το κάμης.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Τι; Ποιος θα 'ναι ο φόβος;
Δεν λογαριάζω ουδέ βελόνι την ζωήν μου·
όσο διά την ψυχήν μου, τι μπορεί να πάθη
από αθάνατο πνεύμ' αθάνατη κ' εκείνη;
Με καλεί πάλι πέρα· θα το ακολουθήσω.

ΟΡΑΤΙΟΣ
Πώς, Κύριέ μου; Και αν αυτό σε ξεπλανέση
εις το ποτάμ' (39) ή 'ς τον φρικτόν βράχον που επάνω
'ς την βάσιν του υψηλός προς τα πελάγη κλίνει,
και πάρη εκεί κάποιαν μορφήν άλλην του τρόμου,
και σου αφαιρέση του νοός την εξουσίαν,
ώστε να σε τρελλάνη; Τούτο συλλογίσου·
βάζει ο τόπος αυτός, χωρίς άλλην αιτίαν,
θανάτου πειρασμούς 'ς την κεφαλήν εκείνου,
'πού την θάλασσαν βλέπει τόσα μέτρα κάτω
και την ακούει να βροντά.

ΑΜΛΕΤΟΣ Καλεί με πάλι. — Πήγαιν' εμπρός· κ' εγώ θέλει σε ακολουθήσω.
ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
Κύριέ μου, δεν θα πας.

ΑΜΛΕΤΟΣ
Μακράν τα χέρια, λέγω!

ΟΡΑΤΙΟΣ
Άκουσε! δεν θα πας.

ΑΜΛΕΤΟΣ
Η μοίρα μου κραυγάζει,
και 'ς το κορμί μου κάθε αρμόν ενδυναμόνει
ωσάν τα νεύρα του θηρίου της Νεμέας (40).

[Το ΠΝΕΤΜΑ νεύει
Καλούμαι ακόμη; — Κύριοι, λύσετέ με, αλλέως θα κάμω πνεύμα εκείνον οπού μ' εμποδίζει. Αφήστε μ', είπα! — Εμπρός, κ' εγώ θ' ακολουθήσω.
[Εξέρχονται ΠΝΕΥΜΑ και ΑΜΛΕΤΟΣ.
ΟΡΑΤΙΟΣ 'Σ απελπισία τον ρίχνει τώρα η φαντασία.
ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
Ας του πάμε κατόπι, και δεν είναι πρέπον
'ς αυτό να του υπακούμε.

ΟΡΑΤΙΟΣ
Εμπρός, ας πάμε. — Τούτο
πού θα τελειώση;

ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
Κάτι σαπημένον έχει
το κράτος της Δανίας.

ΟΡΑΤΙΟΣ
Ίσια θα τα φέρη
ο Θεός.

ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ Αλλ' εμείς κατόπι του να πάμε.

ΣΚΗΝΉ Ε'.

Άλλο μέρος απομακρυσμένο εις τον ΠΡΟΜΑΧΩΝΑ. Εισέρχονται ΠΝΕΥΜΑ και ΑΜΛΕΤΟΣ
ΑΜΛΕΤΟΣ
Πού θα με πας; (41) Ομίλει· δεν θα προχωρήσω.

ΠΝΕΥΜΑ
Πρόσεχε.

ΑΜΛΕΤΟΣ
Θα προσέχω.

ΠΝΕΥΜΑ
Προσεγγίζ' η ώρα
'πού 'ς ταις πίσσιναις φλόγαις πρέπει ν' αποδώσω
τον εαυτόν μου.

ΑΜΛΕΤΟΣ
Αχ! καϋμένο Πνεύμα!

ΠΝΕΥΜΑ
Όχι,
να μη με συμπονής, και σοβαρά ν' ακούσης
ό,τι θα φανερώσω.

ΑΜΛΕΤΟΣ
Ειπέ, πρέπει ν' ακούσω.

ΠΝΕΥΜΑ
Κ' εκδικητής να γίνης, άμ' ακούσης, πρέπει.

ΑΜΛΕΤΟΣ
Και τι;

ΠΝΕΥΜΑ
Το πνεύμα εγώ 'μαι του πατρός σου κ' έχω
καταδίκην 'ς την γην την νύκτα να πλανώμαι,
και την ημέραν μες ταις φλόγαις να λιμάζω (42),
ως 'πού το πυρ να καθαρίση όσα' χω πράξη
κρίματα 'ς ταις ημέραις της φθαρτής ζωής
και αν άνωθεν 'ς εμέ δεν ήτο εμποδισμένο
να φανερώσω τα κρυφά της φυλακής μου,
ήθελε ακούσης από εμέ μιαν ιστορίαν,
'πού εις την παραμικρήν της λέξιν να τρομάζη
η ψυχή σου, το νέον αίμα σου να πήξη,
τα δυο σου μάτι' από τους κύκλους των, ως άστρα,
εμπρός να πεταχθούν, τα κολλητά σγουρά σου
να χωρισθούν και κάθε τρίχα ορθήν να στήσουν,
ως η τριχιά του θυμωμένου ακανθοχοίρου·
αλλά 'ς αυτιά 'πό σάρκα κ' αίμα δεν αρμόζει
τούτ' η φανέρωσις αφθάρτου κόσμου. Αμλέτε,
ακροάσου, ακροάσου! Και αν, οπότ' εζούσε,
τον γλυκόν σου πατέρ' αγάπησες, —

ΑΜΛΕΤΟΣ
Θεέ μου! (43)

ΠΝΕΥΜΑ
τον μιαρόν εκδίκ' αφύσικόν του φόνον.

ΑΜΛΕΤΟΣ
Φόνον;

ΠΝΕΥΜΑ
Και μιαρόν, ως κάθε φόνος και όταν
δικαιολόγησιν έχη, αλλ' όμως ωσάν τούτος
αφύσικος και μιαρός δεν έγιν' άλλος.

ΑΜΛΕΤΟΣ
Μην αργής να το ειπής, και 'ς την εκδίκησιν μου
θα ορμήσω με πτερά γοργότατα όσον είναι
της θείας προσευχής ή της θερμής αγάπης.

ΠΝΕΥΜΑ
Πρόθυμος είσαι· και, αν αυτό δεν σε κινούσε,
θα 'σουν οκνότερος του χόρτου οπού 'ς της Λήθης
την ακροποταμιά σαπαίνει αναπαυμένα.
Λοιπόν άκουσε, Αμλέτε· ειπώθη κ' επιστεύθη
ότι 'ς τον κήπον μου, ενώ κοιμώμουν, φίδι
μ' επλήγωσεν· ιδού, πώς όλην την Δανίαν
με πλαστόν τρόπον του θανάτου μου απατήσαν·
αλλά μάθε, ω γενναίε, 'πού το φίδι εκείνο
που του πατρός σου την ζωήν πλήγωσε, τώρα
φορεί το στέμμα του.

ΑΜΛΕΤΟΣ
Ω προφήτισσα ψυχή μου!
Ο θείος μου;

ΠΝΕΥΜΑ Αυτό το κτήνος, ο αιμομίκτης, ο μοιχός, με διαβόλου πνεύμα και με δώρα επίβουλα, — ω πνεύμα πονηρόν, ω δώρα τόσον άξια να φθείρουν την ψυχήν του ανθρώπου έσυρε 'ς την αδιάντροπήν του επιθυμίαν την τόσ', ως έδειχνεν, αγνήν βασίλισσάν μου. Αμλέτε, ποίος ξεπεσμός εστάθη εκείνος! Από εμέ, 'πού ευγενώς τόσο την αγαπούσα ώστε με την ευχήν του γάμου αδελφωμένη εβάδιζεν η αγάπη, να ξεπέση 'ς έναν αχρείον και γυμνόν απ' όσαις 'ς εμέ χάρες η φύσις είχε δώση· αλλ' όπως δεν κλονείται η αρετή ποτέ κ' εάν η αναισχυντία με σχήμα θείο προσπαθεί να της αρέση, ομοίως κ' η ασέλγεια (44), και αν τύχη να σμίξη μ' άγγελον φωτεινόν, και αφού την ουρανίαν κλίνην χαρή θα στρέψη 'ς το ψοφίμι. Στάσου! της χαραυγής, θαρρώ, μυρίζομαι τ' αέρι· σύντομα πρέπει να τα ειπώ. Κει 'πού κοιμώμουν 'ς τον κήπον μου μεσημερίς, ως συνηθούσα, ήλθε 'ς την ώραν της μεγάλης μου ησυχίας ο θείος σου κλεφτά, μ' ένα ρογί γεμάτο από χυλόν του καταράτου μηλοχόρτου (45), και 'ς των αυτιών μου ταις αυλαίς έχυσεν όλο το λεπροφόρον αποστάλαγμα, κ' εκείνο με το αίμα του ανθρώπου τόσην έχθραν έχει, 'πού ωσάν υδράργυρος γοργά διαβαίνει 'ς όσαις πύλαις και δρόμους φυσικούς έχει το σώμα, και με σφοδρήν ενέργειαν κόβει ευθύς και πήγει το καθαρό μας αίμα, ωσάν μέσα 'ς το γάλα ξυναίς σταλαγματιαίς· και αυτό 'ς εμέ συνέβη· και ξάφνου επάνω 'ς όλο τ' ομαλό κορμί μου εξέσπασε λειχήνα, ως του Λαζάρου λώβα (46), 'πού αχρεία κλόδα βρωμερή την έκρυβ' όλην. Ιδού, πώς αδελφός τα πάντα, ενώ κοιμώμουν, ζωήν, κορώναν και βασίλισσαν μου επήρε. Εκόπην μέσα 'ς τ' άνθος των αμαρτιών μου, χωρίς να ετοιμασθώ, χωρίς να λάβω μύρον (47), χωρίς μετάληψιν, χωρίς να διορθώσω την ψυχήν μου, αλλά λόγον μ' έστειλαν να δώσω σκυμμένος απ' το βάρος των ελλείψεών μου. Ω φρίκη! ω φρίκη! ω φρίκη! Και αν αίσθησιν έχεις, μη το υποφέρης· μην αφήσης της Δανίας την κλίνην την βασιλικήν κοίτη να ήναι πόθων αισχρών και μιαρής αιμομιξίας. Αλλ' όπως και αν συ μέλλης τούτο να ενεργήσης, φύλαξε την καρδιά σου αγνήν και της μητρός σου κακά να κάμης μη σκεφθής, αλλ' άφησέ την 'ς τον θεόν και 'ς αυτά τ' αγκάθια 'πού 'ς τα σπλάχνα μέσα της κατοικούν, πικρά να την πληγόνουν. Τώρ' αποχαιρετώ σε· η λαμπυρίδα (48) δείχνει ότι σιμόν' η αυγή, και αρχίζει να χλωμαίνη το άνεργό της φως. Ω! χαίρε, Αμλέτε, χαίρε! Να μη με λησμονήσης. [Εξέρχεται.
ΑΜΛΕΤΟΣ Ω των Ουρανίων τάγματα όλα! Ω Γη! τι άλλο; και τον Άδην μ' αυτά θα ενώσω; Αίσχος! Συ, καρδιά μου, βάστα· νεύρα μου, σεις μη ξάφνου τώρα μου γεράστε, στηρίξτε με σφικτά! Να μη σε λησμονήσω; Ναι, καϋμένο μου πνεύμα, ενόσω η μνήμη τόπον 'ς την σαλευμένην τούτην σφαίραν (49) έχει ακόμη. Να μη σε λησμονήσω; Ναι, από της μνήμης τον πίνακα θα σβύσω κάθ' ενθύμημά μου ανούσιο, κοινό, κάθε ρητό παρμένο από βιβλία, και όσα σχήματα και τύπους των περασμένων μου καιρών έχ' η νεότης αντιχαράξη εκεί καθώς τα αισθάνθη κ' είδε· και μόν' η προσταγή σου μέσα εις το βιβλίο του εγκεφάλου μου θα ζη μακράν απ' ό,τι πρόστυχον είναι· μάρτυς μου ο Θεός, τ' ομόνω! Γυνή (50) ω πόσο διεστραμμένη! Συ, αχρείε! κακούργε, αχρείε, με γλυκόγελο 'ς τα χείλη! Το σημειωματάρι (51) μου· θα γράψω τούτο· να 'χη μπορεί κάνεις γλυκόγελο 'ς τα χείλη και να ήναι κακούργος· τούτο εις την Δανίαν [γράφει τουλάχιστον συμβαίνει· σ' έχω εδώ γραμμένον, ω θείε μου! — Και πάλιν προς το σύνθημά μου· είναι· «χαίρε, ω χαίρε, μη με λησμονήσης», τ' ωρκίσθηκα.
ΟΡΑΤΙΟΣ [από μέσα. Πού είσαι, Κύριέ μου;
ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ [από μέσα Κύριε, Αμλέτε!
ΟΡΑΤΙΟΣ [από μέσα.
Ο Θεός να τον φυλάξη.

ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ [από μέσα.
Γένοιτο.

ΟΡΑΤΙΟΣ [από μέσα.
Ω Κύριέ μου, ω!

ΑΜΛΕΤΟΣ
Καλέ μου, ω πουλί μου (52),
έλα, κατέβα!

Εισέρχονται ΟΡΑΤΙΟΣ και ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
Τι συμβαίνει, Κύριέ μου;

ΟΡΑΤΙΟΣ
Τι νέα, Κύριε;

ΑΜΛΕΤΟΣ
Θαυμαστά!

ΟΡΑΤΙΟΣ Δεν μας τα λέγεις, καλέ μας Κύριε;
ΑΜΛΕΤΟΣ
Όχι· τα κοινολογείτε.

ΟΡΑΤΙΟΣ
Εγώ 'χι, Κύριε, 'ς τον Θεόν.

ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
Ούτ' εγώ, Κύριε,

ΑΜΛΕΤΟΣ
Τι λέγετε λοιπόν; Α! πότε ανθρώπου φρένες
φαντάσθηκαν αυτά; Το μυστικό κρατείτε;

ΟΡΑΤΙΟΣ και ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
Ναι, Κύριε, 'ς τον Θεόν.

ΑΜΛΕΤΟΣ
Εις την Δανίαν όλην
δεν σώζεται (53) κακούργος 'πού να μη 'ναι αχρείος
γνωστός.

ΟΡΑΤΙΟΣ
Να μας διδάξη τούτο, Κύριέ μου,
δεν είναι ανάγκη πνεύμα να 'βγη από τον τάφον.

ΑΜΛΕΤΟΣ
Ό,τ' είπες, ορθόν είναι, ορθότατο· και, δίχως
άλλαις περιστροφαίς, καλόν ευρίσκω τώρα
να σφίξωμε τα χέρια και να χωρισθούμε,
εσείς, οπού σας φέρνει ο πόθος και η φροντίδα·
καθένας έχει πόθους, έχει και φροντίδαις,
όποιαις και αν ήναι· ως προς εμέ τον καϋμένον,
θα υπάγω να προσευχηθώ.

ΟΡΑΤΙΟΣ
Τούτα δεν είναι
ειμή λόγια του ανέμου και γεμάτα ζάλην.

ΑΜΛΕΤΟΣ
Λυπούμαι οπού σας πρόσβαλαν, πολύ λυπούμαι
'ς την τιμήν μου.

ΟΡΑΤΙΟΣ
Ποσώς δεν μας προσβάλλουν, Κύριε.

ΑΜΛΕΤΟΣ
Ναι· πλην, μα τον Θεόν, υπάρχει και μεγάλη,
Οράτιε, προσβολή· (54) και ως προς τ' όραμα εκείνο,
είναι πνεύμα καλό, τούτο να ειπώ σας φθάνει·
και την επιθυμία να μάθετ' ό,τι τρέχει
μεταξύ μας, δαμάσετ' όπως ημπορείτε.
Και τώρα, καλοί φίλοι, ως είσθε φίλοι αρχαίοι,
και σπουδασμένοι και στρατιώταις, μίαν μόνην
χάριν μικρήν ζητώ σας.

ΟΡΑΤΙΟΣ
Κύριε, τι θέλεις;
θα γίνη ευθύς.

ΑΜΛΕΤΟΣ
Γνωστό μη κάμετ' ό,τι απόψε
είδετε.

ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ και ΟΡΑΤΙΟΣ
Κύριε, ποτέ.

ΑΜΛΕΤΟΣ
Θα τ' ορκισθήτε.

ΟΡΑΤΙΟΣ
Εις την τιμήν μου, Κύριε.

ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
Κύριε, 'ς την τιμήν μου.

ΑΜΛΕΤΟΣ
Εις το σπαθί μου (55).

ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
Κύριε, τώρα εδώκαμ' όρκον (56).

ΑΜΛΕΤΟΣ
Εις το σπαθί μου, 'ς το σπαθί μου.

ΠΝΕΥΜΑ [από κάτω.
Ορκισθήτε.

ΑΜΛΕΤΟΣ
Α! Α! συ, παλληκάρι, τούτο λέγεις; Είσαι
κει κάτω, τιμημέν' εργάτη (57); — Ελάτε· ακούτε
τον άνθρωπον αυτόν 'ς τα κατωκέλλι· στέρξτε
να ορκισθήτε.

ΟΡΑΤΙΟΣ
Τον όρκον, Κύριε, πρόβαλέ μας.

ΑΜΛΕΤΟΣ
Ό,τι έχετε ιδή, ποτέ να μην ειπήτε.
θα ορκισθήτε 'ς το σπαθί μου.

ΠΝΕΤΜΑ [από κάτω,
Ορκισθήτε.

ΑΜΛΕΤΟΣ
Λοιπόν α π α ν τ α χ ο ύ παρών; Α! πρέπει τόπον
ν' αλλάξωμεν (58)· εδώ περάστε, Κύριοί μου.
Τα χέρια θέστε πάλι επάνω 'ς το σπαθί μου,
και ορκισθήτε ποτέ να μην ειπήτε λόγον
ως προς αυτό 'πού τώρ' ακούσετε (59).

ΠΝΕΥΜΑ [από κάτω.
Ορκισθήτε

ΑΜΛΕΤΟΣ
Καλά τα λέγεις, γέρε χάμουργα! Και πόσο
γλήγορα εργάζεσαι 'ς την γην! Α! σκαπανέας
είσαι καλός! — Και πάλι ας κινηθούμε, φίλοι.

ΟΡΑΤΙΟΣ
Θεέ του Ελέους! αλλά τούτο πράγμα ξένο
είναι πραγματικώς!

ΑΜΛΕΤΟΣ
Και συ λοιπόν ως ξένον (60)
να το καλοδεχθής. Πολλά (61) πράγματα, Οράτιε,
ο Ουρανός έχει και η Γη, 'πού καν δεν είδε
'ς τ' όνειρό της αυτή σας η φιλοσοφία.
Αλλά (62) ελάτ' εδώ, 'σαν πρώτα, ότι ποτέ σας
(να σας σκέπη ο Θεός) — Όσο και αν δείξη ξένο,
παράδοξο, το φέρσιμό μου, καθώς ίσως
θα κρίνω πρέπον 'ς το εξής να πάρω ήθος
αλλόκοτο, μωρό, — δεν θα συμβή ποτέ σας,
όταν 'ς εκείναις ταις στιγμαίς και σεις με ιδήτε,
τα χέρια (63) να σταυρώσετ' έτσι, ή να κουνήστε
έτσι την κεφαλήν, ή λόγος να σας φύγη
αμφίβολος, ωσάν «χεμ! χεμ! ξεύρομε κάτι»,
ή «να ηθέλαμεν!» ή «θα ελέγαμεν, αν ήταν
συγχωρημένον» ή «δεν λείπουν, αν μπορούσαν» (64)
ή μ' ομιλίαις άλλαις ύποπταις να δείξτε
πως ηξεύρετε κάτι από τα πράγματά μου, —
ότι αυτά δεν θα πράξετε (και ας ήναι η θεία
χάρις 'ς την ώραν της ανάγκης βοηθός σας)
ορκισθήτε.

ΠΝΕΥΜΑ [από κάτω.
Ορκισθήτε.

ΑΜΛΕΤΟΣ
Ταραγμένο πνεύμα,
αναπαύσου, αναπαύσου! — Τώρα, κύριοι μου,
'ς εσάς συσταίνομ' όλος μ' όλην την ψυχήν μου,
και ό,τ' ημπορεί πτωχός άνθρωπος, όπως είναι
ο Αμλέτος, να κάμη διά να δείξη πόσην
αγάπην τρέφει προς εσάς, δεν θέλει λείψη,
αν θελήση ο Θεός. Και τώρα μέσ' ας πάμε
όλοι μαζί· και πάντοτε σας εξορκίζω
το δάκτυλο εις τα χείλη επάνω να κρατήτε.
Εξαρθρώθη ο καιρός· της μοίρας πείσμα ω πόσο
πικρόν, εγώ να γεννηθώ να τον διορθώσω.
Και τώρα ελάτε, να πηγαίνωμεν αντάμα.
[Εξέρχονται.

ΠΡΑΞΙΣ ΔΕΥΤΕΡΑ

ΣΚΗΝΗ Δ'.

Δωμάτων εις το σπίτι του ΠΟΛΩΝΙΟΥ. Εισέρχονται ΠΟΛΩΝΙΟΣ και ΡΕΫΝΑΛΔΟΣ
ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Πάρε και δος του αυτά τα χρήματα, Ρεϋνάλδε,
και αυτά τα γράμματα.

ΡΕΫΝΑΛΔΟΣ
Θα γίνη, Κύριέ μου.

ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Καλέ Ρεϋνάλδε, πόσην φρόνησιν θα δείξης
αν, πριν πας να τον εύρης, εξετάσης πρώτα
την διαγωγήν του.

ΡΕΫΝΑΛΔΟΣ
Κύριε, κατά νουν το είχα.

ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Εύγε σου, εξαίρετα, λαμπρά, μα την ζωήν μου.
Πρόσεχε τώρα· πρώτα θέλει μου ερευνήσης
τίνες ευρίσκονται Δανοί 'ς τους Παρισίους,
ποίοι και πώς, τα μέσα 'πώχουν, και πού μένουν,
ποια συντροφιά, τι δαπανούν και άμα με τούτο
το κλωθογύρισμα του λόγου μάθης ότι
γνωρίζουν τον υιόν μου, ιδού πώς θέλει φθάσης
ταχύτερα παρ' αν αμέσως ερωτούσες·
δείξε πώς τάχ' από μακρυά μόνον τον ξεύρεις·
«τον πατέρα του» ειπέ «και φίλους του γνωρίζω,
και αυτόν κάπως». Νοείς τούτο, Ρεϋνάλδε;

ΡΕΫΝΑΛΔΟΣ Κύριε, πολύ καλά.
ΠΟΛΩΝΙΟΣ
«Κάπως και αυτόν· όμως» θα λέγης
«ολίγο, αλλ', αν εκείνος είναι οπού απεικάζω,
είν' άτακτος πολύ, 'ς αυτό και αυτό δοσμένος».
και πλάσε εις βάρος του όσα θέλεις· όμως όχι
τόσο χοντρά 'πού να τον ατιμάζουν, — έχε
εδώ τον νουν σου· αλλά θα ειπής ταις τρέλλαις όλαις,
τα λάθη και τα πάθη, οπού 'ναι μαθημένη
η νεότης να εμπλέκη αν έχη ελευθερίαν.

ΡΕΫΝΑΛΔΟΣ
Λόγου χάριν πώς παίζει.

ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Ναι, και πώς του αρέσει
να πίνη, να σπαθοκοπά, να θεουλίζη,
να μαλόνη, να βλέπη αμαρτωλαίς· να φθάσης
ημπορείς ως αυτού.

ΡΕΫΝΑΛΔΟΣ Τούτο αν ειπούμε, Κύριε, θε να τον ατιμάσωμε.
ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Ποσώς, διόλου·
όπως εσύ θ' αρτύσης την κατηγορίαν·
μη πάλι του φορτώσης τ' όνειδος πως είναι
εις άσωτην ζωήν παραδομένος· τούτο
δεν εννοώ· θα χρωματίσης τα κακά του
όμορφα, ωσάν ψεγάδια της ελευθερίας,
μιας φλογερής ψυχής οπού ξεσπά και αστράφτει,
αίματος ζωντανού, 'πού χαλινόν δεν έχει,
πάθημα γενικόν.

ΡΕΫΝΑΛΔΟΣ
Αλλά, καλέ μου Κύριε, —

ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Και προς τι θέλω αυτό να κάμης;

ΡΕΫΝΑΛΔΟΣ Κύριέ μου, τούτο να μάθω επιθυμούσα.
ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Αυτού, καλέ μου,
είν' όλο μου το σχέδιο, μηχανή, πιστεύω,
μεγάλη· και ιδού πώς. Ενώ συ τον υιόν μου
με τέτοιους ρύπους ελαφρούς χρισμένον δείχνεις,
ως πράγμα, οπού 'ς το μεταχείρισμα ελερώθη, —
εδώ πρόσεχε — αν ο συνομιλητής σου,
αυτός, 'πού τον ψαχνοερωτάς, είδε ποτέ του
'ς τα ελαττώματα εκείνα να 'χη πέση ο νέος,
οπού του μελετάς, μην αμφιβάλης ότι
τούτο μαζί σου το συμπέρασμα θα κλείση·
Άρχοντά μου' θα ειπή ή «φίλε» ή κ' «Εντιμότης»,
όπως η γλώσσα το 'χει και κατά τον τρόπον
'πού ο τόπος συνηθά.

ΡΕΫΝΑΛΔΟΣ
Κάλλιστα, Κύριέ μου.

ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Και τότε, φίλε, αυτός αρχίζει, αυτός αρχίζει —
Α! τι 'θελα να ειπώ; Μα την ζωήν μου κάτι
είχα 'ς τον νουν να ειπώ! Πού στάθηκεν ο λόγος;

ΡΕΫΝΑΛΔΟΣ
Εις το «συμπέρασμα θα κλείση» και εις το «φίλε»
ή κ' «Εντιμότης».

ΠΟΛΩΝΙΟΣ
'Σ το «συμπέρασμα θα κλείση»
Α! τωύρηκα! ιδού με σέ πώς θε να κλείση·
«Τον κύριον γνωρίζω· χθες εγώ τον είδα
ή και προχθές, ή τότε, ή τότε, με τον δείνα
άνθρωπον ή τον δείνα, και, καθώς το λέγεις,
εδώ να παίζη εκεί με φίλους να μεθάη,
αλλού, την σφαίραν ενώ ρίχναν, να μαλόνη».
Ίσως ειπή και αυτό' «Τον έχω ιδή να εμπαίνη
'ς ένα σπίτι κακό» τουτέστι πορνοστάσι,
και καθεξής· είδες λοιπόν συ, με το ψέμα
δόλωμα, πιάνεις τούτο το γριβάδι αλήθειαν.
Να, πώς εμείς οι γνωστικοί και πνευματώδεις
ευρίσκομε με γύραις, από παρακλάδια
στραβά, τον ίσιον δρόμον· και μ' αυτόν τον τρόπον,
'πού σώχω δείξη και διδάξη, και συ πρέπει
να ξεσκεπάσης τον υιόν μου. Εμπήκες τώρα;

ΡΕΫΝΑΛΔΟΣ
Εμπήκα, Κύριε.

ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Χαίρε, και ο Θεός κοντά σου.
ΡΕΫΝΑΛΔΟΣ
Καλέ μου Κύριε!

ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Κρίνε (1) συ την διάθεσίν του
από τον εαυτόν σου.

ΡΕΫΝΑΛΔΟΣ
Αυτό, Κύριε, θα κάμω

ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Και άφησέ τον να λαλή την μουσικήν του (2).

ΡΕΫΝΑΛΔΟΣ
Κύριέ μου, καλό.
[Εξέρχεται.

ΠΟΛΩΝΙΟΣ Υγίαινε!
Εισέρχεται ΟΦΗΛΙΑ
ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Οφηλία,
τι έπαθες; τι τρέχει;

ΟΦΗΛΙΑ
Ω! φόβος 'πού μ' επήρε,
Κύριε, —

ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Και από τι, 'ς το όνομα του Υψίστου;

ΟΦΗΛΙΑ
Έρραφτα μόνη μέσα 'ς τα δωμάτιόν μου·
ο πρίγκιπας Αμλέτος, με ξεκουμπωμένο
σωκάρδι, ασκούφωτος, με κάλτσαις ξελυμέναις,
βρώμιαις, συρταίς, 'σάν κλάπαις (3), 'ς τ' αστραγάλι,
[και άσπρος
'σάν το υποκάμισό του, με τα γόνατά του
'πού αντικτυπιόνταν, μ' όψιν καταλυπημένην,
ωσάν ο Άδης να τον είχεν απολύση
να ξεστομίση τρόμους, φανερώθη εμπρός μου.

ΠΟΛΩΝΙΟΣ Τρελλός από τον έρωτά σου;
ΟΦΗΛΙΑ Δεν γνωρίζω, αλλά τωόντι, Κύριε, το φοβούμαι.
ΠΟΛΩΝΙΟΣ Τι 'πε;
ΟΦΗΛΙΑ
Μ' έπιασε απ' τον αρμόν (4) και, όπως σφικτά μ' εκράτει,
'ς το μάκρος του βραχίονός του οπίσω κλίνει,
και με την άλλην του παλάμην, έτσι (5), επάνω
'ς τα φρύδια του, να ιδή το πρόσωπό μου εβάλθη
ως να 'χε να το ζωγραφίση· και 'ς την στάσιν
αυτήν μένει πολληώρα· τέλος, αφού πρώτα
μου τίναξ' ελαφρά το χέρι και άνω κάτω
εκούνησ', έτσι, τρεις φοραίς την κεφαλήν του,
έσυρε από τα βάθη στεναγμόν του πόνου,
'πού 'θελε ειπής πως θα του ανοίξη όλο το σώμα,
αυτού να ξεψυχήση· κ' ύστερα μ' αφίνει,
και με την κεφαλήν στριμμένην προς τους ώμους
τον δρόμον του εύρισκε χωρίς τους οφθαλμούς του,
ότι χωρίς να τον βοηθούν εβγήκεν έξω,
και ως το τέλος 'ς εμέ προσήλονε το φως τους.

ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Έλα μαζί μου· θε να ευρώ τον βασιλέα·
έκστασις είναι τούτη ερωτική, που τόσην
την ορμήν έχει οπού χαλά τον εαυτόν της,
και την θέλησιν σέρν' εις έργ' απελπισίας,
όσο πάθος κανέν' απ' όσα εδώ του ανθρώπου
την φύσιν βασανίζουν. Α! πολύ λυπούμαι, —
μήπως τώρ' ύστερα σκληρά λόγια του είπες;

ΟΦΗΛΙΑ
Κύριέ μου, ποσώς· αλλ' ως μ' έχεις προστάξη
του γύρισα τα γράμματά του και του αρνήθην
να τον δεχθώ.

ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Και αυτό τον έφερε 'ς την τρέλλαν.
Έπρεπ', ωιμέ, προσεκτικά να τον σπουδάσω
καλήτερα· εφοβούμουν μήπως παίζη κ' έχη
σκοπόν να σ' αφανίση' ανάθεμα 'ς εκείνην
την υποψίαν μου! Ναι, φαίνεται ότι σπρώχνουν
την γνώμην τους οι γέροι πέρ' απ' ό,τι πρέπει,
καθώς οι νέοι πάλιν πρόβλεψιν δεν έχουν.
'Σ τον Βασιλέα πάμε· πρέπει να του γίνη
ο έρωτας γνωστός, κ' εάν θα σπείρη μίση,
ότι κρυμμένος πόνους άλλους θα γεννήση (6).
Έλα.
[Εξέρχονται.

ΣΚΗΝΗ Β'.

Δωμάτιον εις το ΚΑΣΤΕΛΙ Σαλπισμοί. Εισέρχονται ΒΑΣΙΛΕΑΣ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ και ΑΚΟΛΟΥΘΟΙ
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Χαίρετε, ω φίλοι, Ροζενκράς και Γυιλδενστέρνη!
Και πόθον είχαμε πολύν να σας ιδούμε,
και ν' αναλάβετε διά μας χρήσιμον έργον
ανάγκην είχαμε· δι' αυτό με τόσην βίαν
σας εμηνύσαμε. Θ' ακούσετ' ίσως κάτι
ως προς την μεταμόρφωσιν του Αμλέτου, κ' είναι
καθώς την λέγω, αφού μ' ό,τ' ήταν πρώτα μήτε
ο έξω άνθρωπος, και μήτε ο μέσα, ομοιάζει.
Τι άλλο τάχα παρ' η θλίψις του θανάτου
του πατρός του εδυνήθη να τον καταντήση
να μη γνωρίζη αυτός τον εαυτόν του πλέον,
να φαντασθώ δεν ημπορώ· και σας τους δύο,
ως παιδιόθεν είσθε συνανάτροφοί του,
και κατόπι αδελφοί 'ς την νειότη και 'ς την γνώμην,
παρακαλούμεν να σας έχωμεν ολίγον
καιρόν εις την Αυλήν μας, και να τον κινήτε
εις ξεφαντώματα μαζί σας να πηγαίνη,
ώστε να δυνηθήτε από ταις ευκαιρίαις
να συνάξετε κάτι, και αν τον βασανίζει
τι άγνωστο 'ς εμάς, κ' εάν φανερωμένο
το πάθος θαύρισκε απ' εμάς την ιατρείαν.

ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Κύριοί μου, συχνά διά σας έκαμε λόγον·
ουδ' άλλους δύο 'σάν εσάς ο κόσμος έχει,
'πού εκείνος τόσο ν' αγαπά· και αν να δειχθήτε
θελήσετε 'ς εμάς καλόγνωμοι και φίλοι,
ώστε ολίγον καιρόν να χάσετε κοντά μας,
και φως με σας εις ταις ελπίδες μας να ιδούμε,
διά την επίσκεψιν αυτήν θα 'χετε χάρες,
όπως βασιλική ταις δίδει ευγνωμοσύνη.

ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ
Μεγαλειότατε και Μεγαλειοτάτη,
ως είμασθε 'ς την φοβερήν σας εξουσίαν,
δύναται 'ς ό,τι θέλ' η σεβαστή σας χάρις,
όχι να μας παρακαλή, να μας προστάζη.

ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ
Ιδού, και οι δύο την υποταγήν μας και όλον
τον εαυτόν μας εις τα πόδια σας με ζήλον
εθέσαμ', έτοιμοι 'ς την κάθε προσταγήν σας.

ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Ευχαριστώ σε Ροζενκράς, κ' ευγενικέ μου
συ, Γυιλδενστέρνη.

ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Ευχαριστώ σε, Γυιλδενστέρνη,
κ' ευγενικέ μου Ροζενκράς. Να επισκεφθήτε
ευθύς, θερμά παρακαλώ σας, τον υιόν μου,
'πού τόσον άλλαξεν, ωιμέ! — Σεις των κυρίων

[Προς τους ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΣ
δείξετε αμέσως πού θα εύρουν τον Αμλέτον.
ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ
Να ευδοκήση ο Θεός χαράν αυτός να λάβη
κ' ελάφρωσιν απ' την δικήν μας παρουσίαν,
και απ' όσα προσπαθήσωμε.

ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Ο Θεός να κάμη!

Εξέρχονται ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ και ΑΚΟΛΟΥΘΟΙ
Εισέρχεται ΠΟΛΩΝΙΟΣ

ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Οι πρέσβεις, σεβαστέ μου, από την Νορβηγίαν
επέστρεψαν φαιδροί.

ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Καλών ειδήσεων είσαι
πάντοτε συ πατέρας.

ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Δεν είν' έτσι, Κύριε;
Πίστευσε, σεβαστέ, πως έχω αφιερώση
την πίστιν και όλην την ψυχήν μου εις τον Θεόν μου
και αδιακρίτως 'ς τον καλόν μου βασιλέα·
και νομίζω, — εκτός αν τούτος ο εγκέφαλός μου
έχασε την λεπτήν πολιτικήν οσμήν του, —
πως την αληθινήν και μόνην ηύρα αιτίαν
της τρέλλας του Αμλέτου.

ΒΑΣΙΛΕΑΣ Α! κείνο να λέγης· αυτό να μάθω αναζητώ.
ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Να δεχθής πρώτα
τους πρέσβεις σου· τα νέα μου κατόπι θα 'λθουν,
του δείπνου εκείνου παραφάγια (7).

ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Τίμησέ τους
εσύ, κ' εδώ συνόδευσέ τους
[Εξέρχεται ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Ω γλυκειά μου
βασίλισσα, μου λέγει αυτός οπού την ρίζαν
ηύρε και την πηγήν του πάθους 'πώχει ο υιός σου.

ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Μία και μόν' είναι, φοβούμαι, — του πατρός του
ο θάνατος και οι τόσο βιαστικοί μας γάμοι.

ΒΑΣΙΛΕΑΣ Θε να τον δοκιμάσωμε.
Εισέρχεται ΠΟΛΩΝΙΟΣ με τον ΒΟΛΤΙΜΑΝΔΟΝ και ΚΟΡΝΗΛΙΟΝ
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Καλοί μας φίλοι,
καλώς μας ήλθετε. Βολτίμανδε, τι λέγει
των Νορβηγών ο βασιλέας και αδελφός μας;

ΒΟΛΤΙΜΑΝΔΟΣ
Άδολον ασπασμόν κ' ευχαίς σου ανταποδίδει.
Έστειλ' ευθύς να κόψη την στρατολογίαν
του ανεψιού του, οπού του ελέγαν πως εγίνη
διά να κτυπήσουν τους λαούς της Πολωνίας·
αλλ', άμα ερεύνησε καλά, πληροφορήθη
ότι εκείνος σκοπούσε πόλεμον να φέρη
'ς την Υψηλότητά σου· και βαρύ του εφάνη
ότι, επειδή 'ναι γέρος και άρρωστος 'ς την κλίνην,
με δόλον τον επήραν· ώστ' ευθύς προστάζει
τον Φορτιμπράς να πιάσουν· παραδόθη ο νέος,
και αυστηρώς ωνειδίσθη από τον βασιλέα
και θείον του, κ' ευθύς με όρκον τού υποσχέθη
ποτέ να μη προσβάλη το βασίλειό σου.
Όθεν των Νορβηγών ο γέρος βασιλέας,
περίχαρος, του δίδει δώρο τρεις χιλιάδαις
κορώναις χρονικώς, και διαταγήν ακόμη
'ς των Πολωνών τα μέρη να ριχθή μ' εκείνους
τους άνδραις, 'πού 'χε, ως είπα πριν, στρατολογήση.
Και σε παρακαλεί, καθώς εδώ σου γράφει

[Του δίδει ένα έγγραφον
ήσυχην μέσ' από τα κράτη σου να δώσης πέρασιν, όταν ο στρατός του ξεκινήση 'ς τον πόλεμον αυτόν, με το να λάβης όσαις ανταμοιβαίς και ασφάλειαις μέσα εδώ σου ορίζει καταλεπτώς γραμμέναις.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Τούτο ευχαριστεί μας.
Εις ησυχώτερον καιρόν τα γράμματά του
θ' αναγνωσθούν, και θ' απαντήσωμε, αφού πρώτα
γίνη σκέψις. Ωστόσο σας ευχαριστούμε
διά τους καλούς σας κόπους· πορευθήτε τώρα
να ησυχάσετε· θα 'σθε απόψε σύνδειπνοί μας.
Καλώς ήλθετε πάλι 'ς την πατρίδα!

[Εξέρχονται ΒΟΛΤΙΜΑΝΔΟΣ και ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ
ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Τέλος
εις την υπόθεσιν αυτήν καλόν εδόθη. —
Βασιλειά (8) μου σεπτέ, σεπτή Βασίλισσά μου,
εάν έμελλ' εδώ να στρώσωμε ομιλίαν,
ποιαν πρέπει να 'χη θέσιν η Μεγαλειότης,
τι 'ναι το σέβας, και διατί 'ναι η 'μέρα ημέρα,
η νύκτα νύκτα, και ο καιρός καιρός, θα ήταν
αυτό χαμός καιρού, νυκτός και ημέρας· όθεν,
αν το πνεύμα ψυχήν την συντομίαν έχει,
και σώμα και στολίδι την πολυλογίαν,
θα 'μαι συντομολόγος. Ο ευγενής υιός σας
είναι τρελλός· τρελλόν τον λέγω εγώ, διότι,
αν θέλης την πραγματικήν τρέλλαν να ορίσης,
άλλο να ειπής δεν έχεις παρ' ότ' είναι τρέλλα.
Πλην ας τ' αφήσωμεν αυτά.

ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Δος μας ουσίαν, και ολιγώτερην τέχνην.
ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Α! σε βεβαιόνω,
δεν ομιλώ ποσώς με τέχνην, δέσποινά μου,
μα τον Θεόν· είναι τρελλός, τούτ' είναι αλήθεια,
και αλήθεια 'πού 'ναι κρίμα, κρίμα που 'ναι αλήθεια·
μωρό το σχήμα, τ' αθετώ· τέχνην δεν θέλω.
Τρελλόν λοιπόν θα τον ειπούμε· μένει τώρα
του φαινομένου (9) τούτου ναύρωμε τον λόγον,
ή και του λόγου, αν θέλεις, την παραλογίαν,
ότι θα υπάρχη αυτού του παραλόγου ο λόγος.
Τούτο απομένει (10)· και ιδού πώς το απομεινάρι
θα κρίνετε· μιαν κόρην έχω, — και την έχω
όσο 'πού 'ναι δική μου, — αυτή, κατά το χρέος
και την υπακοήν της, τούτο μώχει δώση·
κυττάξτε τώρα· συμπεράνετε, σκεφθήτε.

[Αναγινώσκει]
«Προς την ουρανίαν, προς το είδωλο της ψυχής μου, την ωραιωμένην (11) Οφηλίαν»
Ιδού μία φράσις κακή, μία φράσις αχρεία· «ωραιωμένη» είναι μία αχρεία φράσις. Αλλά θ' ακούσετε· ιδού·
[Αναγινώσκει]
«Εις τον εξαισίως υπέρλευκον κόλπον της (12) τούτα κ.λ.»
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Αυτά της έγραψεν ο Αμλέτος;
ΠΟΛΩΝΙΟΣ Έχε ολίγην, Βασίλισσα μου, υπομονήν· πιστόν θα μ' εύρης.
[Αναγινώσκει]
_Ν' αμφιβάλλης αν τ' άστρα είναι φωτιά σου συγ-
[χωρείται,
διά τον ήλιον σ' αφίνω να διστάζης αν κινείται,
διά την αλήθειαν να υποψιάζης μήπως ψέμα λέει,
όχι να ειπής ότ' η ψυχή μου απ' έρωτα δεν καίει.

Ω αγαπημένη μου Οφηλία! στενοχωρούμαι με αυτούς τους στίχους· δεν είμαι καλός να μετρώ τα στε- νάγματά μου αλλ' ότι σε ακριβαγαπώ, ω ακριβή μου, πίστευσέ το. Χαίρε.
Ο παντοτεινός σου, ω αγαπημένη Κυρία,
ενόσω τούτ' η μηχανή (13) είναι δική του_
ΑΜΛΕΤΟΣ

Η κόρη μου υποτακτικώς μώδειξε τούτο, και ακόμη μου 'καμε γνωστό με πόσην ζέσιν, με ποιαν επιμονήν, και πού και πώς και πότε, αυτός ζητούσε την καρδιά της να κερδίση.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Αλλά τον έρωτά του πώς εδέχθη εκείνη;

ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Τι μ' έχετε;

ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Άνθρωπον πιστόν και τιμημένον.

ΠΟΛΩΝΙΟΣ Κ' εύχομαι να το δείξω. Αλλά τι 'θελε ειπήτε, αν μόλις είδα να πτερώση εκείν' η αγάπη, — και την είχα νοήση, μάθετέ το, ακόμη και πριν η κόρη μου το ειπή — τι 'θελε ειπήτε, συ, σεβαστέ μου, και η γλυκειά βασίλισσά σου, αν έστεκα 'σάν αναλόγ' (14) ή 'σάν γραφείο, εάν εμώρονα βουβός την αίσθησίν μου, ή τον ερώτ' αυτόν με μάτι οκνό θωρούσα, τι 'θελε ειπήτε; Αλλ' όχι, εγώ καιρόν δεν χάνω, και προς την τρυφερήν μου κόρην λέγω αμέσως· «Ο Αμλέτος είναι βασιλόπουλον, εις άλλην σφαίραν ανήκει, και δεν πρέπει αυτό να γίνη.» Και την διώρισα 'ς το εξής να μη του ανοίγη την θύραν της, μηδέ να δέχεται κανένα μήνυμά του, μηδέ θυμητικό του πλέον. Έκοψ' εκείνη τους καρπούς της συμβουλής μου, και αυτός διωγμένος, — διά να μη μακρολογήσω — έβαλε αρχήν να πέση 'ς την βαρυκαρδίαν, εκείθε 'ς την νηστείαν, κείθε 'ς την αγρύπνια, εκείθε 'ς την αδυναμία, και πάλι εκείθε 'ς την ελαφρομυαλιά, κ' έτσι μ' αυτό 'πού λέγω το κατρακύλισμα ερροβόλησε 'ς την τρέλλαν, οπού δέρνεται ο νους του και όλοι εμείς τον κλαίμε.
Η συνέχεια εδώ
http://www.politikokafeneio.com/neo/modules.php?name=News&file=article&sid=3496

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου