Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2012

Α. ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ: Η ΓΥΦΤΟΠΟΥΛΑ

Α. ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ: Η ΓΥΦΤΟΠΟΥΛΑ
ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟFREE photo hosting by Fih.gr
"Η Γυφτοπούλα είναι το τρίτο και εκτενέστερο έργο του Παπαδιαμάντη και δημοσιεύτηκε στην "Ακρόπολιν" (21.4-11.10.1884) [...]. Ο τόπος, όπου εκτυλίσσεται η υπόθεση, είναι η Πελοπόννησος και χρόνος -ο κατεξοχήν χρόνος του μυθιστορήματος-οι μήνες Απρίλιος και Μάιος του μοιραίου για τον Ελληνισμό έτους 1453. Το πρόσωπο γύρω από το οποίο πλέκεται το μυθιστόρημα είναι η δήθεν γυφτοπούλα Αϊμά, ύπαρξη αρκετά μυστηριώδης, όπως μυστηριώδεις είναι οι βλέψεις και τα αισθήματα που τρέφει για το πλάσμα αυτό ο νεοπλατωνικός φιλόσοφος Πλήθων ή Γεμιστός. [...] Παρακολουθώντας ο αναγνώστης τις τύχες αυτής της διαρκώς κυνηγημένης κόρης, θα συναντήσει στις σελίδες του μυθιστορήματος αγνούς και ανόσιους έρωτες, απαγωγές, αγοραπωλησίες ψυχών και σωμάτων, νυχτερινές καταδιώξεις και αποδράσεις, φυλακίσεις σε φραγκικά μοναστήρια, αποστασίες, εξωμοσίες, μυστηριώδεις τελετές, παραδεισιακά όνειρα και εφιάλτες, σκοτεινά εγκλήματα, φιλόσοφους, γύφτους, στρατιωτικούς, ανθρώπους της ταβέρνας, Έλληνες, Λατίνους, Λεβαντίνους κ.λπ. κλπ.". (Από το προλογικό κείμενο "Κατά ουτοπιστών" του φιλολογικού επιμελητή της έκδοσης Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου).
(Ολόκληρο το βιβλίο σε απλό κείμενο).
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Η ΓΥΦΤΟΠΟΥΛΑ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ
Α. ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ
Η ΓΥΦΤΟΠΟΥΛΑ
ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΕΞΗ ΣΤΑΔΙΟΥ 43 — ΑΘΗΝΑΙ
Η ΓΥΦΤΟΠΟΥΛΑ
Ημέραν τινά βοσκός τις απώλεσεν επί των ορέων της Λακωνικής ερίφιόν τι εκ της αγέλης του. Αναζητών αυτό μεταξύ των φαράγγων και δρυμών, έφθασεν εις κρημνώδες τι μέρος, δι' ου δεν είχεν άλλοτε διαβή, και παρετήρησεν ότι το έδαφος εκρότει υποκώφως υπό τους πόδας του. Ερευνήσας μετά προσοχής ανεκάλυψε βαθείαν οπήν κρυπτομένην υπό τινας θάμνους. Έρριψε λίθον· μόλις ήκουσε τον κρότον της πτώσεως. Ο πυθμήν δεν ήτο ορατός ένεκα του σκότους. Ο βοσκός ήτο τολμηρός, εξετύλιξε το σχοινίον, όπερ έφερε περί την οσφύν διά σκοπούς χρησίμους εις το επάγγελμα και προσέδεσε λίαν σφιγκτώς την άκραν αυτού εις τον κορμόν σχοίνου, το δε μήκος του σχοινίου κατεβίβασεν εις το βάθος της οπής. Είτα πτύσας εις τας παλάμας του και τρίψας προς αλλήλας τας χείρας, εκρεμάσθη εις το βάθος του κοιλώματος, κρατών ηρέμα το σχοινίον. Ότε έφθασεν εις τον πυθμένα, εξέβαλεν εκ του κόλπου του τον πυρίτην λίθον, τον χάλυβα και την ίσκαν και ήναψε δάδα. Ερευνών εις τα υποχθόνια εκείνα σκότη, εύρε δυο ή τρία αγάλματα θεών, τον Απόλλωνα, την Ήραν και τον Δία. Δεν εγίνωσκε την αξίαν των, αλλά παρετήρει περιέργως αυτά. Είτα ανεκάλυψε την κυρίαν είσοδον του σπηλαίου και εξήλθεν εις το φως, χωρίς πλέον να λάβη ανάγκην της διά του σχοινιού αναρριχήσεως. Ταύτα συνέβησαν περί τα μέσα της παρελθούσης εκατονταετηρίδος.
Τα τρία αγάλματα ήσαν εκ των περικαλλεστάτων, όσα παρήγαγέ ποτε η αρχαία τέχνη. Αγνοώ ποία μαύρα πελάγη διέπλευσαν και εις ποίον μουσείον της Εσπερίας διεπεραιώθησαν τα κειμήλια ταύτα. Αν κατωρθώθη να μείνωσιν επί του πατρίου εδάφους, θα ήτο τούτο αναμφιβόλως το ύστατον θαύμα των ταλαιπώρων εκείνων θεών.
Το σπήλαιον υπήρξε κατοικία του τελευταίου των ελλήνων φιλοσόφων,του οψίμου αναμορφωτού της ΙΕ' εκατονταετηρίδος. Περίεργον είναι ότι η περί του σπηλαίου τούτου παράδοσις δεν απώλετο, ενώ το σπήλαιον αυτό ήτο άγνωστον μέχρι της τυχαίας ανακαλύψεως αυτού. Υποθέτω ότι η παράδοσις ανεγεννήθη εκ της τέφρας της κατά τον προλαβόντα αιώνα, αφού πρότερον επί μακρούς χρόνους είχε ταφή. Πιθανώτερον δε μοι φαίνεται, ότι η δευτέρα παράδοσις διαφέρει της αρχαιοτέρας. Όπως και αν έχη τούτο, φίλος τις συνέλεξεν εκ του στόματος των περιοίκων αγροτών πληροφορίας τινάς περί της παραδόσεως. Εφιλοτιμήθη δε να μοι χορηγήση τας σημειώσεις του υπό τον όρον να μη μνημονεύσω το όνομα αυτού εν τη παρούση εκδόσει. Αλλ' όμως δεν δύναται να μοι απαγορεύση και την δημοσίαν έκφρασιν της ευγνωμοσύνης μου.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Εάν ο Ιωάννης Βράγγης είχε προλάβει να αρπάση από των χειρών του Δαρώτα την φλοκάταν, ην είχε δανεισθή όπως φέρη προς τον κύριόν του, και με τόσην τέχνην του αφείλεν εκείνος, διαλαθών την ουχί λίαν εντεταμένην προσοχήν του, δεν ήθελεν υποστή την απώλειαν τούτην, εφ' ή ουδέποτε έμελλε να παρηγορηθή.
Αλλ' ήτο πεπρωμένον εις το αγαθόν τούτο πλάσμα να χάνη τα πάντα και μηδέν να κερδίζη εις τον πλάνον τούτον κόσμον. Η δανεισθείσα και ανάρπαστος γενομένη φλοκάτα δεν ήτο το μόνον, όπερ ποτέ απώλεσε. Μεταξύ των άλλων απωλειών του ατυχούς πρέπει να καταλογισθώσι μία αμνάς, έν δίκρανον, μία δαμασκηνή σπάθη, τέσσαρα υποκάμισα, είς όνος, έν ζεύγος περικνημίδων και είς αγρός, ο μόνος κληροδοτηθείς αυτώ υπό του πατρός του, επί ποινή αφορισμού, αν δεν έμελλε να φανή άξιος όπως διατηρήση αυτόν. Άλλως δε κατά τον καιρόν εκείνον ουδείς ήτο κτήτωρ του ιδίου αυτού αγρού, ουδέ κάτοχος των πεδίλων του. Η γη δεν ανήκεν εις τους κατοίκους αυτής.Τα μεν παράλια περιήρχοντο αμοιβαδόν εις την κατοχήν των πειρατών και των τολμηρών τυχοδιωκτών παντός είδους, τα δε μεσόγεια ανήκον εις τους τιμαριούχους και εις τους άρχοντας.
Δυστυχώς, την ημέραν εκείνην ειπέρ ποτε, ήτο λίαν ανιαρά εις τον Βράγγην η απώλεια της καπότας. Διότι είχε πεμφθή επίτηδες δι'αυτήν παρά του κυρίου του, και αν επέστρεφε με κενάς χείρας, πολύ ήθελε τον λυπήσει. Από της πρωίας της προτεραίας, προ της ανατολής του ηλίου, καθ' ην στιγμήν της Ηούς τα ρόδα διεχύνοντο εις τον αιθέρα, ο γέρων Γάρμπος, παλαιός πολέμαρχος, όστις είχε διέλθει τον βίον του συναθροίζων μισθωτούς στρατιώτας, όπως αγωνίζηται μετ' αυτών, οτέ μεν συμμαχών με τους Τούρκους ή με τους Βενετούς,οτέ δε με τους Φράγκους ή με τους Έλληνας, είχε εγερθή εκ της σκληράς στρωμνής του και κράξας τον Βράγγην, παλαιόν σύντροφόν του, τω είπεν·
— Όλην την νύκτα εσυλλογιζόμην δι' αυτό, αλλά τέλος το ηύρα.
— Και τι ηύρες αφέντη; τω είπεν ο Βράγγης.
— Σηκώσου γρήγορα.
— Είμαι όρθιος, αφέντη.
— Ετοίμασε το άλογόν σου, παιδί μου.
— Αλλά δεν έχω άλογον, είπε μετ' απορίας ο Βράγγης.
— Δεν πειράζει, πηγαίνεις με τους πόδας σου.
— Και με τας χείρας μου, αν ήτο τρόπος.
— Να υπάγης γρήγορα να εύρης τον παλαιόν μου φίλον τον Λιμπέρην.
— Είναι εννέα ωρών δρόμος, είπεν απηλπισμένος ο Βράγγης.
— Δεν βλάπτει, τον παίρνεις δι' επτά ώρας.
— Και τι θα κάμω;
— Να του είπης ….
— Τι;
— Να σου δώση την φλοκάταν του . . .
— Την φλοκάταν του;
— Ναι.
— Να την κάμω τι;
— Να μου την φέρης.
Ο Βράγγης εκρέμασε τας χείρας περί τα πλευρά, και το ήθος του ήτο πλήρες ερωτημάτων και αποριών. Ο γέρων Γάρμπος δικαιολογούμενος μάλλον προς εαυτόν ή απαντών εις τας ερωτήσεις του συντρόφου του,είπε μετ' εμφάσεως·
— Αλλά συ είσαι ανόητος, δεν σκέπτεσαι τίποτε πλειότερον από τα μυαλά σου. Δεν ειξεύρεις λοιπόν ότι αύριον φθάνει ο κόμης, και θα παρουσιασθώ εις αυτόν να του ζητήσω την άδειαν να στρατολογήσω!Και πώς θα παρουσιασθώ εις αυτόν χωρίς φλοκάτα; . . .
— Αλλ' η γενναιότης σας με συγχωρεί να της ενθυμίσω, δεν στερείται μόνον την φλοκάταν, είπε δειλώς ο Βράγγης. Η γεναιότης σας δεν έχει ούτε στολήν καθαράν, ούτε θώρακα, ούτε υποκάμισον . . .
— Ανόητε, και δεν ειξεύρεις ότι η τάξις απαιτεί να είμαι κομβωμένος, όταν θα παρουσιασθώ; Πού θα ίδη ο κόμης αν θα έχω θώρακα ή υποκάμισον; Η φλοκάτα τα σκεπάζει όλα.
— Υπομονή, είπεν αποφασιστικώς ο Βράγγης.
— Λοιπόν μη χάνης καιρόν.
Ο Βράγγης εκρέμασεν επ' ώμου την πήραν του, έλαβεν εις την χείρα την ράβδον, έκαμε το σημείον του σταυρού, και ήρχισε την οδοιπορίαν. Διήλθεν εις οκτώ ώρας τεσσαράκοντα περίπου μιλίων οδόν, και έφθασεν εις το άλλο άκρον της νήσου, όπου κατώκει ο γέρων Λιμπέρης, διάσημος εις τα χρονικά της Ρόδου, διότι ήτο ο μόνος όστις διεπραγματεύθη εξ αρχής προς τους Τούρκους χωρίς να παραβή και τον προς τους ιππότας της νήσου όρκον πίστεως. Ο ατυχής Βράγγης έχων την γλώσσαν έξω των χειλέων κρεμαμένην, επαρουσιάσθη προς αυτόν και τω μετεβίβασε την παραγγελίαν του κυρίου του. Ο Λιμπέρης, ου μόνον δεν δυσηρεστήθη διά το αίτημα, αλλ' εμακάρισεν εαυτόν διότι τόσον μικρόν πράγμα εζήτουν παρ' αυτού. Είξευρεν ότι ο Γάρμπος δεν ηστεΐζετο, και αν σήμερον εδυστύχει, ηδύνατο άλλην τινά ημέραν να οπλίση δέκα ή δώδεκα τολμητίας, και να του τα κάμη θάλασσα.
Την αυτήν όμως διάκρισιν δεν έδειξε και ο ημίγυμνος Δαρώτας,κλέπτης εκ γενετής, επιτήδειος αλήτης, όστις παρεμόνευε τους διαβάτας και ηλάφρυνε πολλάκις αυτούς, αν είχον φορτίον τι, όπερ έκρινε δυσανάλογον προς τους ώμους των. Ιδών τον Βράγγην διερχόμενον και φέροντα επί των ώμων την περίφημον φλοκάταν, ήτις ήτο προωρισμένη να καλύψη το ατημέλητον διασήμου πολεμάρχου και παραστήση αυτόν ευπρεπή εις τας όψεις του κόμητος, του μέλλοντος να καταπλεύση την επιούσαν μετά του υπ' αυτόν στόλου και κομίση την ευδαιμονίαν εις τους κατοίκους της Ρόδου, ιδών την ατονίαν μεθ' ής εβάδιζεν ο Βράγγης, ενόησεν ότι ήτο κεκμηκώς και συμπεράνας ότι έμελλε να σταθή μετ' ολίγον όπως αναλάβη δυνάμεις παρηκολούθησε μακρόθεν αυτόν. Τω όντι ο Βράγγης ως εξήλθεν εκ της κώμης, εστάθη παρά τινα πηγήν εντός ρεύματος, υπό την σκιάν των πλατάνων και ήκουε τον μελαγχολικόν ψίθυρον του ρύακος όπου εσχηματίζετο και καταρράκτης αρκούντως υψηλός. Εξέβαλεν εκ της πήρας τεμάχιον ξηρού άρτου, έβρεξεν αυτό εις την πηγήν και έφαγε.Την αυτήν στιγμήν ενεφανίσθη ο Δαρώτας, και τον εχαιρέτισεν.Εζήτησε ν' αρχίση ομιλίαν μετ' αυτού, αλλ' ο Βράγγης προφανώς ενύσταζε και δεν είχεν όρεξιν. Τούτο έκρινεν ο Δαρώτας ως κάλλιστον οιωνόν.
— Πόθεν ήλθες, ξένε; τω έλεγεν.
Ο Βράγγης απήντησε διά νεύματος, ότι ήλθεν από της άλλης άκρας της νήσου.
— Και επιστρέφεις τώρα εις τα ίδια;
— Ναι.
— Τι είχες έλθει να κάμης εδώ;
Ο Βράγγης απήντησε διά κινήσεως των ώμων. Είχε τους οφθαλμούς ημικλείστους και προσεπάθει ν' αποσείση τον ύπνον, όστις ήρχισε ν'αποναρκόνη αυτόν κατ' ολίγον. Την πήραν, την ράβδον και την φλοκάταν είχεν ακουμβήσει όπισθεν αυτού παρά τον κορμόν της πλατάνου. Ο Δαρώτας τω είπεν, ως να τον είχε καλέσει ο Βράγγης, ή ως να τον προέτρεπε να μείνη·
— Θα υπάγω. Είναι καιρός. Τόσον δρόμον έτρεξα σήμερον!…
Συγχρόνως υπεξείλεν ηρέμα την φλοκάταν όπισθεν των ώμων του Βράγγη, μη παρατηρήσαντος αυτόν, και έφυγε τραπείς την προς την κώμην άγουσαν. Διότι, ότε επαρουσιάσθη το πρώτον προς τον Βράγγην,δεν ήλθε διά της αυτής οδού, ην ηκολούθησε και ούτος, αλλά διά της αντιθέτου. Πριν ή έλθη προς αυτόν, εφρόντισε να λάβη ατραπόν τινα,ήτις έφερεν αυτόν εις το εναντίον άκρον, και ούτως, ότε επέστρεψεν εις την κυρίαν οδόν, έδειξεν ότι μετέβαινεν εις την κώμην, και ουχί ότι εξήρχετο, ως αληθές, εξ αυτής, ακολουθήσας τα ίχνη του Βράγγη.
Όσον σιγανόν και αν ήτο το κίνημα του Δαρώτα, αρπάσαντος την φλοκάταν, και όσον εγγύς του ύπνου και αν ευρίσκετο ο Βράγγης,ήκουσεν ουχ ήττον ελαφρόν κρότον όπισθέν του.
Εστράφη, αλλά δεν ενόησε κατ' αρχάς την έλλειψιν της πολυτίμου φλοκάτας. Από της κενής όμως θέσεως το βλέμμα του μετέβη γοργώς εις τον φεύγοντα Δαρώταν. Ούτος ευρίσκετο ήδη τριάκοντα βήματα μακράν, και ήρχισε να εντείνη το βήμα και να ανοίγη φοβερώς τα σκέλη, ώστε θα τον εφθόνει και αυτός ο κολοσσός της Ρόδου.Προφανώς ελησμόνησε πόσον δρόμον είχε τρέξει, ως ισχυρίζετο. Ο Βράγγης απετίναξε την νάρκην του νυσταγμού, ανωρθώθη εν ακαρεί,έβαλε κραυγήν, και τον κατεδίωξεν, εκσφενδονίζων κατ' αυτού λίθους και βώλους γης. Εξηκολούθησε να τρέχη επί πολύ κατόπιν αυτού, αλλά μάτην. Ο Δαρώτας είχεν εντείνει τους διασκελισμούς, και ημιλλάτο προς τον αρχαίον εκείνον κομπαστήν, τον πηδήσαντα το παρά τω μυθοποιώ αναφερόμενον πήδημα…
Ο Βράγγης κατεδίωξεν ευσυνειδήτως τον άρπαγα μέχρι των προθύρων της πολίχνης. Εκεί εισέδυ ούτος εις οδόν τινα εν μέσω καλυβών και μανδρών, εστράφη επιδεξίως πολλάκις προς τους διαφόρους ελιγμούς του λαβυρινθώδους εκείνου μέρους, και ο ατυχής Βράγγης τον έχασεν από των οφθαλμών αυτού. Μόνη δε αντηχούσα διαμαρτύρησις έμειναν αι κραυγαί του διώκτου, αίτινες άνθρωπον ουδένα προσείλκυσαν. Ο τόπος εφαίνετο έρημος και μόνον δύο ή τρεις γυναίκες πλύνουσαι οθόνια εντός κήπου, διέκοψαν απορούσαι το έργον και εκύτταζον μηδέν εννοούσαι. Είς δε μέγας μανδρόσκυλος και έτερος σκύλαξ νεογνός ήρχισαν να υλακτώσι και ερρίφθησαν κατά του Βράγγη. Τότε μία των πλυντριών έκραξε: Κλέπτης! Ο δυστυχής Βράγγης, ου η ψυχή είχεν αναβή εις τους οδόντας, κατά το κοινόν λόγιον, ησθάνθη ότι μάταιον ήτο του λοιπού να μεριμνά περί του αρπαγέντος πράγματος και ότι καλλίτερον θα ήτο να φροντίση περί της ιδίας αυτού ασφαλείας. Όθεν σταθείς επί στιγμήν τινα, εστράφη εις τα οπίσω, και αμυνόμενος διά λίθων κατά των δύο κυνών, εξήλθεν ως τάχιστα εκ του μέρους εκείνου. Τότε παιδία τινά, προσδραμόντα αίφνης εκ του θορύβου,ήρχισαν να ερεθίζωσι κατ' αυτού τους κύνας. Το έν έκραζε·
— Μη χτυπάς το σκυλί μου!
Έν άλλο δεν έχασε καιρόν εις λόγια, αλλά συλλέξαν όσους ηδυνήθη πλείστους λίθους ήρχισε να λιθοβολή διά της τακτικωτάτης μεθόδου τον φεύγοντα. Τα άλλα δεν ήργησαν να μιμηθώσι τον σύντροφόν των,και εν τω άμα εσχηματίσθη πλήρης στρατιά εμπείρων και τολμηρών λιθοβολητών, καταδιώξασα τον φυγάδα μέχρι του λόφου. Ο ατυχής Βράγγης, πνευστιών, αγωνιών, κάθιδρως, τετραυματισμένος, ουδ'ετόλμησε ν' αντεπεξέλθη κατά τοσούτον πολυαρίθμου εχθρού, αλλ'ετράπη κανονικώς εις φυγήν, εντείνων τας υπολειπομένας αυτώ δυνάμεις εις το μη περαιτέρω της καρτερίας και ευψυχίας. Ότε εισήλθεν εις την πρώτην εν μέσω των αγρών οδόν, την περιερχομένην οφιοειδώς τον λόφον, τα παιδία τον άφησαν ήσυχον, μη τολμήσαντα να καταδιώξωσιν αυτόν πορρωτέρω. Ήδη είχεν αρχίσει να νυκτόνη, και εφοβούντο το σκιόφως, όπερ εν τω μέσω των θάμνων και των δένδρων εφαίνετο πυκνότερον, και είχε φανταστικόν τι και απειλητικόν.
Φθάσας ο Βράγγης εις την πηγήν εκείνην, την μάρτυρα του παθήματός του, εύρεν ευτυχώς την ράβδον και την πήραν, όπου τας είχεν αφήσει, και επαρηγορήθη μικρόν τι, διότι δεν ευρέθη και άλλος τις απροσδόκητος αλήτης, όστις να κλέψη και τους δύο τούτους συντρόφους της οδοιπορίας του. Αλλ' ήτο τοσούτον απηυδηκώς ήδη ώστε δεν ηδύνατο να εξακολουθήση την πορείαν του. Εκάθισε παρά την βρύσιν, απέμαξε διά της χειρός τον ιδρώτα από του μετώπου του,εστέναξε παρατεταμένως και διηπόρει τι ώφειλε να πράξη. Αδύνατον τω εφαίνετο να επανέλθη με κενάς χείρας προς τον κύριόν του. Τι να τω είπη; Να ψευσθή προς αυτόν ότι ο Λιμπέρης δεν ηθέλησε να τω δώση την φλοκάταν; Αλλ' ο γέρων αρματωλός ταχέως ήθελε μάθει την αλήθειαν. Να διηγηθή το πράγμα όπως συνέβη; Αλλά προσεβάλλετο δεινώς η φιλαυτία του. Το άριστον μέτρον εφαίνετο αυτώ το εξής: Να διανυκτερεύση παρά την πηγήν, και εγερθείς την επαύριον να επιστρέψη εις τον Λιμπέρην, προς ον να διηγηθή με μικράν παραλλαγήν το γεγονός, να περιγράψη τους χαρακτήρας του κλέπτου,και να αιτήση δικαιοσύνην διά των νομίμων μέσων. Ή εν αποτυχία αυτών, να καταζητήση αυτός τον ένοχον και να λάβη ταντίποινα με την χείρα του. Αυτό ήτο το καλλίτερον καταφύγιον. Άλλως δε ουδέ είχε να εκλέξη άλλο. Αποφασίσας ούτως, εδείπνησε με τον υπολειπόμενον κρίθινον άρτον, και έπιε δροσερόν ύδωρ. Είτα εξέλεξε θέσιν καλήν επί των βρύων, υπό τινα βράχον επικαμπή, όστις ηδύνατο να τον στεγάση εν μέρει, έκοψε πτέριδας και κλώνας πλατάνου,έστρωσε δι' αυτών την κλίνην του, έθεσε την πήραν προσκεφάλαιον,έλαβεν εις τας αγκάλας την ράβδον του και απεκοιμήθη δροσερόν και βαυκαλιζόμενον ύπνον.
Δεν είχον αρχίσει ακόμη τα όνειρα να καταβαίνωσιν εις την καταπεπονημένην ψυχήν του δυστυχούς απομάχου, και αφυπνίσθη υπό κρότου βημάτων και ήχου φωνής ανθρωπίνης. Ανοίξας τους οφθαλμούς είδε τότε όψιν τινά, ην έμελλεν εσαεί να εκλάβη ως όνειρον, αν δεν ετύγχανεν έκτοτε ψηλαφητών τεκμηρίων περί του πραγματικού της εμφανίσεως εκείνης. Άνθρωπός τις εφάνη κρατών δέμα εν τη χειρί, ως εφαίνετο, διότι ο Βράγγης δεν ηδύνατο καλώς να διακρίνη. Το φέγγος της σελήνης κατήρχετο διά του ανοίγματος των δένδρων επί του προσώπου του αγνώστου και εφώτισε τους χαρακτήρας του. Ήτο άνθρωπος με χρώμα ηλιοκαές ή φύσει μελαψόν, με οστεώδεις και μακράς εξοχάς εν τη μορφή, με ερρυτιδωμένον μέτωπον. Υψηλός το ανάστημα, αλλά κυρτός. Εφόρει πενιχρότατα ενδύματα. Εκ των χειρίδων του εξήρχοντο δύο σκελετώδεις βραχίονες, αι χείρες του δε ήσαν τόσον ρικναί και κατάξηροι και μαύραι, ώστε εφαίνετο έχουσαι συγγένειάν τινα με τα σκληρά μέταλλα, τον σίδηρον και τον χαλκόν.Ήτο ίσως Αιγύπτιος, εξ εκείνων οίτινες μόνοι κατειργάζοντο κατά τον χρόνον εκείνον εν τη Ανατολή τα ειρημένα μέταλλα.
Εκράτει, ως είπομεν, δέμα μεταξύ των δύο χειρών του. Αι χείρες αύται ωμοίαζον προφανώς η μία με σφύραν και η άλλη με άκμονα. Ο άνθρωπος ούτος ενεποίησε παράδοξον εντύπωσιν εις τον Βράγγην.Έρριψεν άπληστα βλέμματα επ' αυτού. Δεν ήτο συνήθης οδοιπόρος, δεν ήτο απλούς παροδίτης. Τα πάντα ενέφαινον πολύ το μυστηριώδες καιτο αλλόκοτον εν αυτώ. Η νυξ με τα τόσα αυτής μυστήρια, προσετίθει και άλλο τι σκότιον και φανταστικόν εις τον άνθρωπον τούτον. Δεν εφαίνετο εκ του κόσμου τούτου. Ενόμιζέ τις ότι τον είχε γεννήσει η νυξ. Η μόνη σωτηρία του Βράγγη ήτο το να νομίζη ότι ονειρεύεται,ει δε μη, ήθελεν εκβάλει κραυγήν τρόμου. Ο άγνωστος δεν επλησίασεν εις την πηγήν του ρύακος, δεν εκάθισεν υπό τα δένδρα, τεκμήριον ότι δεν ήτο οδοιπόρος κεκμηκώς. Ανέβη εις τον μέγιστον βράχον,αντικρύ της κοιτίδος, εν ή εκοιμάτο ο Βράγγης, και δεν εκάθισεν επ' αυτού, έμεινεν όρθιος. Ύψωσε το βλέμμα προς τον ουρανόν, είτα περιέφερεν αυτό γύρω. Τι διενοείτο; Είτα ήρχισε να μονολογή.
Ο βράχος, εφ' ον ανήλθεν ο άγνωστος, ήτο το εκφαντότερον μέρος της μικράς κοιλάδος. Ήτο όλος περίοπτος. Εκεί η λάμψις της σελήνης κατέπιπτε καθαρωτέρα και ο Βράγγης είδε τότε ή τω εφάνη ότι είδεν,ότι το δέμα όπερ εκράτει ο παράδοξος άνθρωπος εις τους βραχίονας,εκινείτο, ως να ήτο έμψυχον.
Ο άγνωστος ήρχισε να ψιθυρίζη, αρκούντως ευκρινώς, ώστε ν' ακούη ο Βράγγης:
— Τετέλεσται, τέκνον, δεν δύναμαι πλέον να σε σώσω. Το πεπρωμένον το θέλει. Ήτο γραπτόν. Τις δύναται να παλαίση με την Μοίραν; Επί μακρά έτη περιπλανώμαι. Ύπνος δεν έκλεισε τα βλέφαρά μου,ανάπαυσιν δεν εύρε το σώμα μου. Εις την κοιλάδα αυτήν είναι το τέλος. Μοι το είπεν η αψευδής φωνή. Ήτο ειμαρμένον να τελειώση εδώ το μαρτύριόν σου. Σώζων σε καταστρέφω την πίστιν, φυλάττων σε προδίδω τον όρκον. Μετήλθον όλα τα μέσα. Δεν ήτο γραπτόν να σωθής.Περιήλθον όλην την γην, διέδραμον όλην την οικουμένην. Οι διώκται σου είναι ισχυροί. Έχουσι την συμμαχίαν του πεπρωμένου. Τον άρτον μου δεν τον έθεσα ποτέ επί τραπέζης, επί προσκεφαλαίου δεν εστήριξα την κεφαλήν μου. Ουδέποτε ανεπαύθην υπό τον ήλιον,πάντοτε ηκολούθησα την πορείαν αυτού, πάντοτε διεσταύρωσα την επιστροφήν του. Οι αστέρες έλαμπον εις τον ουρανόν και τα όμματά μου δεν εκλείσθησαν επί της γης. Οι άνεμοι εφύσων εκ των τεσσάρων σημείων, και μετ' αυτών έτρεχον. Αι νεφέλαι ενεκυμόνουν τους υετούς και επί της γης στέγασμα δεν εζήτησα. Η χιών επυκνούτο εις τα όρη και εστίαν πυρός ποτέ δεν ήναψα. Οι κεραυνοί εβρόντων εις τον αιθέρα και δεν με κατεπτόησεν η φλοξ αυτών. Οι χειμώνες περιέβαλλον την γην με πάγους και τους δακτύλους μου δεν εθέρμανα.Οι νάρκισσοι ήνθησαν από των λειμώνων, αλλά την ευωδίαν αυτών δεν απήλαυσα. Ο Σείριος ηπείλησε τους θνητούς με βέλη του Φοίβου, αλλ'ουδέποτε εδρόσισα το στόμα μου. Υπό στρώμα φύλλων κατεκαλύφθη το έδαφος της γης, και δεν επόθησα την σκιάν, ην δεν είχον απολαύσει.Και τώρα τι μέλλομεν; Η γη ολισθηρά, το πεπρωμένον ωθεί, τα γόνατα τρέμουσιν. Η ψυχή αγωνιά, το στόμα δέεται, ο ουρανός κωφεύει. Τα γεγονότα σπεύδουσιν, οι εχθροί αγρυπνούσι, με καταδιώκουσι. Θεοί,θεοί τι θα πράξω!
Και έμεινεν επί τινας στιγμάς σιγών, ακίνητος, βλέπων προς τον υπό τους πόδας του καταφερόμενον καταρράκτην. Ο Βράγγης συνέχων την αναπνοήν του, ήκουεν, έβλεπεν, ηπόρει, εσίγα.
Ο άγνωστος έστρεψεν αίφνης προς τα οπίσω την κεφαλήν. Είχεν ακούσει ελαφρόν τινα κρότον, ον απετέλεσαν βεβαίως τα φύλλα υπό του ανέμου σειόμενα. Ηκροάσθη επί πολύ. Είτα επανέλαβε τον μονόλογόν του.
— Ο άνεμος σείει τα δένδρα, είπε, καθώς εμέ η πνοή της συμφοράς.Οι διώκται όμως δεν αργούσι. Κοιμάσαι, αθώον πλάσμα, εις τας αγκάλας μου, αλλ' ουδέ υποπτεύεις πού θ' αφυπνισθής. Δεν θα σε παραδώσω εις τας χείρας των, θα σε μεταβιβάσω εις την αθανασίαν.Εις τους υποχθονίους θεούς θα σ' αφιερώσω. Συ, ω θείε άνερ, καλώς είπες, ουδ' ηδύνατο νους τις να ίδη όσα συ κατενόησας. Μετά την ζωήν η μετεμψύχωσις, μετά την φθοράν η αθανασία. Η ιδέα ζη εν τη ψυχή ως λύχνος καιόμενος. Αύτη κατοπτρίζει το θείον κάλλος, αύτη γεννά την ευδαιμονίαν. Ο έρως ηράσθη της ψυχής, η ένωσις αυτών παρήγαγε την ανθρωπότητα. Ευτυχία, απόλαυσις, γλυκασμός, τρυφή,ηδυπάθεια, πάντα εν τω έρωτι. Ο θείος έρως δεν είναι γήινος, και η ψυχή δεν είναι πηλίνη. Το άυλον εν τω αΰλω, το ιδεώδες εν τω ιδεώδει. Το σώμα είναι το σκότος, η ψυχή είναι η ακτίς. Ακτίς του αϊδίου, του απείρου, του υπερτελείου φωτός. Το μηδενός επιθυμείν,η σωφροσύνη, η απάθεια, τούτο θείον. Το όμμα σου, ω θείε άνερ, ήτο όμμα αετού, η διάνοιά σου ήτο της θείας διανοίας κοινωνός. Και ευτυχώς επέστη ήδη ο χρόνος, όπως τα δόγματά σου βασιλεύσωσιν επί της γης. Αι δυστυχίαι της ανθρωπότητος, επί δεκατέσσαρας αιώνας,ήσαν η τιμωρία αυτής, διότι σε παρεγνώρισε. Δεν παραπονούμαι δι'όσα υπέφερα, αρκεί ότι θα ίδω τον θρίαμβον του δόγματος. Εις σε αφιερώ την κόρην ταύτην, αξίωσον αυτήν της δόξης και της αθανασίας. Το μέγιστον δώρον, όπερ δύναται θνητός να προσφέρη εις θνητόν…
Διεκόπη. Ήκουσε και πάλιν παρατεταμένον θρουν όπισθέν του.Ηκροάσθη επί μακρόν. Ουδέν. Και όμως εφαίνετο περιμένων να έλθωσί τινες.
Ο Βράγγης είχεν ιδεί αύθις το δέμα κινούμενον εις τας αγκάλας του αγνώστου, και εσκέπτετο ότι ίσως να ήτο βρέφος τι. Εφρικίασεν. Ο άγνωστος επανέλαβεν·
— Ούτω πρέπει να πράξω και να μη διστάσω πλέον.
Από στιγμής εις στιγμήν οι διώκται δύνανται να φθάσωσι.
Πρώτον το χρέος, είτα η ελευθερία. Συ, ω θείε Πλάτων, αν ήσο, το αυτό θα έπραττες!…
Και εκινήθη, ετοιμαζόμενος, ως διά να ρίψη το εν ταις αγκάλαις αυτού κρατούμενον πράγμα εις τον καταρράκτην. Ο Βράγγης είδε τότε ευκρινέστερον ότι το πράγμα τούτο ήτο όντως έμψυχον. Εκινήθη προφανώς. Το παιδίον (διότι ήτο μικρά κόρη εξαετής,περιτετυλιγμένη εντός λευκής οθόνης) αφυπνίσθη εκ της κινήσεως των χειρών του αγνώστου. Έσφιγξε σπασμωδικώς τους βραχίονας και εκρατήθη εκ του τραχήλου του. Έβαλε μίαν κραυγήν.
Ο άγνωστος προσεπάθησε ν' αποσπάση τους βραχίονας της παιδίσκης από του λαιμού του. Αλλ' αύτη τον εκράτει με όλην την δύναμίν της.
— Πατέρα, έκραξε μετά δακρύων, πατέρα!
— Τι έχεις, κόρη μου;
Η μικρά ήρχισε να ολολύζη.
— Πατέρα, μη με φονεύης, έλεγε μετά λυγμών.
Ο άνθρωπος εκείνος εφάνη ότι συνεκινήθη· αλλ' όμως κατέπνιξε το αίσθημα τούτο και απήντησεν·
— Όχι κόρη μου, υπάρχει αθανασία!
Και προσεπάθησε πάλιν ν' απαλλάξη τον τράχηλόν του από της περισφίγξεως των μικρών βραχιόνων.
Ο Βράγγης ταραχθείς, έκθαμβος, ιλιγγιών, ανεσηκώθη επί της στρωμνής του, και ήτο έτοιμος να εφορμήση προς βοήθειαν. Αλλ' η κοιτίς εφ' ης ευρίσκετο, εχωρίζετο από του βράχου, εφ' ου ίστατο ο άγνωστος, διά πλατείας χαράδρας, και όπως φθάση εκείσε ο Βράγγης,ώφειλε να περιγράψη ευρύν κύκλον. Ανωρθώθη και έσπευσεν, ίνα φθάση εγκαίρως, αλλ' εις μάτην. Η παιδίσκη έσφιγγε σφοδρώς τον τράχηλον του αγνώστου, αλλ' ούτος ήτο ισχυρότερος και επί τέλους κατώρθωσε ν' αποσπάση τους βραχίονας αυτής…
Φοβερόν και παθητικόν ήτο το θέαμα της αντιστάσεως της μικράς ταύτης κόρης, υπερασπιζούσης την ζωήν της κατά των αγώνων του παραδόξου εκείνου ανθρώπου. Και τούτο μακράν πάσης ανθρωπίνης αρωγής, εν τω σκότει της νυκτός, εν τη ερημία εκείνη, επί του ύψους του μεμονωμένου βράχου, υπέρ τον πίπτοντα καταρράκτην, όστις αν δεν είχεν αρκετόν βάθος προς πνιγμόν, είχεν όμως αρκετόν ύψος προς κατασύντριψιν ασθενούς πλάσματος.
Οι ολολυγμοί της κόρης αντήχουν κατανυκτικοί και σπαραξικάρδιοι.
— Πατέρα! μη με φονεύης!…
Ο Βράγγης ησθάνθη την καρδίαν του μαλαττομένην και πιεζομένην.Είχε φθάσει ήδη εις την ρίζαν του βράχου, εφ' ου ίστατο ο άγνωστος μετά της κόρης. Εκείνος ουδέ είχε παρατηρήσει την παρουσίαν αυτού.Διά σφοδρού άλματος ανέβη ούτος εις την κορυφήν του βράχου. Αλλά δεν ήτο πλέον καιρός.
Ο Βράγγης ήκουσε μόνον ψόφον τινά, πάταγον σώματος καταπεσόντος εντός ύδατος. Είτα είδε τον απαίσιον εκείνον άνθρωπον ιστάμενον ενώπιον του όρθιον, με εσταυρωμένας τας χείρας υψούντα προς τον ουρανόν το βλέμμα, ως να απήγγελλε δέησιν… δέησιν υπέρ της ψυχής του θύματος, όπερ είχε προπέμψει αρτίως εις την αιωνιότητα.Έστρεφε δε τα νώτα προς τον Βράγγην.
Ούτος ησθάνθη τότε τοσαύτην ορμήν παραφόρου αγανακτήσεως, ώστε μικρού εδέησε να κατενέγκη επί των ώμων αυτού σφοδρόν κτύπον,όστις έμελλε να τον αποστείλη προς συνάντησιν του αθώου εκείνου μικρού πλάσματος. Αλλ' εκράτησε την χείρα του συλλαβών αίφνης σκέψιν τινά. Ο κρότος της πτώσεως της μικράς παιδίσκης, ον είχεν ακούσει, δεν ήτο σκληρός, οίος ο επί αντιτύπου σώματος. Ήτο πλατάγημα όμοιον με το παραγόμενον εκ της συγκρούσεως προς ρευστόν σώμα. Δυνατόν να έζη εισέτι η μικρά κόρη, αν δεν εκτύπησεν επί του βράχου. Τω όντι δε εις την λεκάνην, όπου κατέρρεεν ο χείμαρρος,εσχηματίζετο λάκκος τις, έχων βάθος ίσον προς το τρίτον αναστήματος ανθρώπου. Η σκέψις αύτη εφώτισεν ένδοθεν την ψυχήν τον δυστυχούς απομάχου.
Διά μιας εστράφη εις τα οπίσω, και με τρία άλματα κατέβη εις το ρίζωμα του κρημνού, υπερεπήδησε την χαράδραν, διέβη δύο ή τρεις χθαμαλούς βράχους και τέλος έφθασεν εις τον βόθρον. Το σώμα της μικράς κόρης ήτο κατά το ήμισυ βεβυθισμένον εις το ύδωρ, και τα ενδύματά της επέπλεον. Ο Βράγγης έκυψε, την ανέσυρε και περιέβαλλεν αυτήν εις τας αγκάλας του. Ρύακες ύδατος έρρεον εκ των ενδυμάτων της, και ο γέρων απόμαχος κατεβράχη όλος. Αλλά δεν τον έμελε διά τούτο. Έσπευσε να ψηλαφήση την καρδίαν, να βεβαιωθή αν ήτο ζώσα η παιδίσκη. Το σώμα ήτο κατάψυχρον. Παρ' ολίγον ο γέρων στρατιώτης απηλπίζετο. Έψαυσεν επανειλημμένως την καρδίαν, εκάθισε παρά τον λάκκον, εθέρμανε το σώμα διά προστριβών. Εφύσησεν εις το πρόσωπον της ατυχούς μικράς. Τέλος ενόησεν ότι έζη, αλλ' ήτο βεβυθισμένη εις βαθείαν λιποθυμίαν. Ο Βράγγης δεν εδειλίασεν εξηκολούθησε να εφαρμόζη τα γνωστά αυτώ πρόχειρα μέσα της θεραπείας.
— Ω, θεέ μου, έλεγε, φωτιά, να είχα τρόπον ν' ανάψω φωτιά. Υψώσας το βλέμμα προς την κορυφήν του υψηλού βράχου, είδε μετά χαράς ότι ο άγνωστος δεν ήτο πλέον εκεί. Αφού εκρήμνισε την μικράν κόρην,ενόμισε καλόν να γείνη άφαντος. — Τω όντι, διενόθη ο Βράγγης,τούτο ήτο το καλλίτερον όπου είχε να κάμη. Αλλ' εγώ τι να κάμω; Αν δε μου έκλεφταν την φλοκάταν, ιδού πού θα εχρησίμευε τώρα. Αλλά και πάλιν καλλίτερον οπού μου έκλεψαν μίαν φλοκάταν, και έσωσα μίαν ψυχήν. Αλλά πρέπει να την σώσω μέχρι τέλους.
Εξηκολούθησεν ανενδότως τας προστρίψεις και τας εμπνοάς. Η παιδίσκη παρείχε κατά μικρόν σημεία ζωής. Στεναγμός τις ελαφρός,ως λεπτή αύρα εν γαλήνη, εξήλθεν εκ των χειλέων της. Το πρόσωπον ήτο λευκόν, ως κηρός, και οι καστανοί βόστρυχοι της περιέβαλλον την μορφήν, ως στεφάνη γραπτής αγίας. Ο παλαιός στρατιώτης ησθάνετο παράδοξον και συμπαθή γοητείαν εις την θέαν του δυστήνου τούτου πλάσματος. Εσκέπτετο ότι και αυτός, αν δεν εδαπάνα την νεότητά του εις αγόνους και σκαιάς επιχειρήσεις, θα ηδύνατο να είναι πατήρ, και να έχη εις το γήρας του μικράν κόρην, οία αύτη,ήτις θα ήτο η παραμυθία του. — Τώρα δε τι εκέρδισα; έλεγεν.Ηκολούθησα όλην την ζωήν μου τον Γάρμπον, όστις μ' εδίδαξε να καταφρονήσω όλα τα επίγεια, χωρίς να κερδίσω τα ουράνια τουλάχιστον. Αλλά διατί να μη υιοθετήσω αυτήν την μικράν; Αυτή δεν έχει ούτε πατέρα, ούτε μητέρα. Έκαστος δύναται να γείνη φυσικώς πατήρ μιας κόρης, αλλά δεν δύναται να σώση και μίαν κόρην από τον θάνατον, καθώς εγώ. Αλλά τις ειξεύρει αν δεν είμαι και πατήρ της;Ταύτα σκεπτόμενος κατήντησε να πιστεύση ότι τω όντι η μικρά αύτη ήτο θυγάτηρ του. Εσυλλογίζετο δε την έκπληξιν, ην ήθελεν αισθανθή ο Γάρμπος, αν εμάνθανεν ότι ο παλαιός σύντροφός του απέκτησεν αίφνης εις το γήρας μίαν κόρην. Πιθανόν ο αλλόκοτος εκείνος άνθρωπος, όστις την κατεκρήμνισεν από του ύψους του βράχου, να ήτο πατήρ της, ως τον είχεν ονομάσει αύτη. Αλλά προφανώς, αφού υπερέβη πάντα όρον αστοργίας, επιχειρήσας να την φονεύση, απέβαλε διά τούτο τα δικαιώματα της πατρότητος. Και αφού ούτως είχε το πράγμα,η νεαρά αύτη κόρη είχεν ανάγκην πατρός.
Εκ της σκέψεως ταύτης ησθάνθη αγαλλίασιν ο Βράγγης. Έλαβε την μικράν εις τας αγκάλας του, υπερεπήδησε τους βράχους πατών με ασφαλές και έμπεδον βήμα, και ελθών απέθεσε την κόρην επί της κλίνης του. Την εσκέπασε με τα ενδύματά του, την περιέθαλψε, την εθέρμανε, και εκάθισε παρ' αυτήν. Τα σημεία της εις την ζωήν επανόδου ήσαν ήδη προδηλότερα. Αλλ' όμως βηξ και άσθμα κατείχε το στήθος της. Ο γέρων ανησύχει. Ήτο ήδη βαθεία νυξ και εφοβείτο το νυκτερινόν ψύχος. Εκράτει πάντοτε τας χείρας της, αίτινες ήσαν έτι ψυχραί. Η παιδίσκη δεν ωμίλησε, και εφαίνετο εν αγνωσία διατελούσα. Η δύσπνοια του στήθους επετείνετο και ο φόβος του καλού απομάχου παρηκολούθει μετά προσοχής τα συμπτώματα ταύτα. Αν και εγίνωσκε την χρήσιν του ξαντού διά τα τραύματα, ποτέ δεν εφαντάσθη ότι ηδύνατο να είναι τόσον αγαθός νοσοκόμος.
Διελογίσθη ότι εκεί πλησίον, εις το χωρίον, όπερ δεν απείχε πολύ,όθεν οι κύνες και τα παιδία τον είχον εξώσει θριαμβευτικώς την εσπέραν, υπήρχον μικραί τινες επαύλεις, καλύβαι μάλλον ή οικίαι,κεχωρισμέναι από της κυρίως κώμης, αίτινες κατωκούντο υπό ανθρώπων, και ηδύναντο να έχωσι πυρ εις την εστίαν και θερμήν κλίνην δι' ύπνον. Αν ελάμβανε την ατυχή ταύτην παίδα εις τας αγκάλας του, και εβάδιζε δύο ή τρία μίλια, διότι δεν ησθάνετο πλέον κάματον, αν έβλεπε φως λάμπον εις τον φεγγίτην, και έκρουε μετά θάρρους και συστολής άμα την θύραν . .. . . . πιθανόν να δυσηρεστούντο οι κάτοικοι της καλύβης διά το άκαιρον και απροσδόκητον της ενοχλήσεως, αλλ' αυτός θα ωμίλει, θα διηγείτο με δύο λέξεις το πράγμα, θα μετήρχετο την ευγλωττίαν του πάθους και της οδύνης, και ίσως θα τους συνεκίνει.
Δεν εδίστασεν επί πλέον. Ανήγειρε την μικράν κόρην, ετύλιξεν αυτήν με το ένδυμά του, και λαβών την πέτραν και την ράβδον του, ήρχισε να βαδίζη. Καθ' ην στιγμήν διήρχετο υπό την πλάτανον, την εγγυτέραν προς τον βράχον όθεν έπιπτεν ο καταρράκτης, είδε,βοηθεία ακτίνος τινος της σελήνης, στίλβον τι πράγμα κείμενον κατά γης. Έκυψε και το έλαβε. Το έθηκεν εις την πήραν, χωρίς να το περιεργασθή, διότι το συμπαθές φορτίον όπερ εβάσταζε δεν επέτρεπε αυτώ τούτο. Ετάχυνε γενναίως το βήμα, και εισήλθεν εις την σύνδενδρον και σκιεράν οδόν, την άγουσαν εις το χωρίον.
Ότε προέβη αρκετήν οδόν, ήκουσεν αίφνης ποδοβολητόν ίππων ερχομένων όπισθέν του. Τα σιδηρά πέταλα αντήχουν επί του εδάφους και αι φωναί των ιππέων ηκούοντο. Η πρώτη ελθούσα αυτώ ιδέα ήτο να αποταθή προς τους ιππείς και να ζητήση την βοήθειαν, ης είχεν ανάγκην. Ουδεμίαν αντίληψιν ή ανάμνησιν είχε των λόγων του αγνώστου, δι' ων υπηνίχθη διώκτας της μικράς κόρης επερχομένους.Αλλ' όμως συνέλαβεν αόριστον τινα φόβον, και εσκέφθη ότι ουχί παρά των διαβατών, οίτινες δεν είχον προφανώς τα μέσα, αλλά παρά των εν οίκω ώφειλε να ζητήση βοήθειαν. Παρεμέρισεν εκ της οδού, επορεύθη εις πυκνόν θάμνον, και εκρύβη όπισθεν αυτού, περιμένων να περάσωσιν οι ιππείς. Ότε επλησίασαν ούτοι, ήκουσε τον εξής διάλογον.
— Δεν ημπορεί να είναι μακράν.
— Αυτός ο διαβολόγερος ειξεύρει τον τρόπον να χάνεται ως
κονιορτός.

— Πώς ευρέθης εδώ και τι συνέβη; ηρώτησε τον Βράγγην ο φαινόμενος
ως αρχηγός των ιππέων.

— Βοήθειαν πρώτον, αυτή η μικρά κινδυνεύει.
— Και τι έχει;
— Κρυόνει θανατηφόρως.
— Τύλιξέ την μ' αυτό.
Ο ιππεύς εξέβαλεν εκ του μαρσίπου του μάλλινον σκέπασμα και το έρριψεν εις τον Βράγγην. Ούτος δε έσπευσε να περιτυλίξη το σώμα της κόρης.
— Αλλ' ειπέ με δύο λέξεις τι συνέβη, επανέλαβεν ο ιππεύς.
Άλλος εκ των ιππέων εξέβαλε φιάλην εκ του κόλπου του και την έδωκεν εις τον Βράγγην.
— Δος της να μυρισθή αυτό, είπεν.
Ο Βράγγης εξετέλεσε και την δευτέραν ταύτην παραγγελίαν.
— Ειπέ τι συνέβη, επανέλαβεν ανυπομόνως ο πρώτος των ιππέων.
— Κύριοι, εγώ εκοιμώμην, εκεί υποκάτω των δένδρων, σιμά εις τον ρύακα. Έξαφνα βλέπω ένα μανιακόν, ένα αλλόκοτον άνθρωπον, ένα έξω απ' εδώ, και ήλθε και έρριψεν αυτήν την μικράν, την εκρήμνισεν εις τον καταρράκτην. Επρόφθασα και την έσωσα, αλλ' όμως αποθνήσκει!
Πριν ή τελειώση τον λόγον του ο Βράγγης, ο πρώτος των ιππέων ένευσε προς ένα των συντρόφων του. Ούτος έκαμε δύο βήματα με τον ίππον και εκτείνας τας χείρας προς τον Βράγγην.
— Δος μοι αυτήν την μικράν, είπε.
— Τι θέλετε;
— Δος μοι την μικράν και πήγαινε τον δρόμον σου, γέρο.
Ο Βράγγης κατελυπήθη, ιλιγγίασεν, ησθάνθη επιθυμίαν ν'αντισταθή.

— Αλλ' είναι 'δική μου η μικρά, είπεν. Εγώ μόνον βοήθειαν
εζήτησα.

— Είναι 'δική σου;
— Είναι 'δική μου, κόρη μου. Δεν ειμπορώ ν' αποχωρισθώ απ' αυτήν.
— Ετρελλάθης, γέρο!
— Σας λέγω, είναι κόρη μου, επέμεινεν ο Βράγγης, μεταμεληθείς ότι
δεν διηγήθη εξ αρχής τον μύθον τούτον.

— Μη αστεϊσμούς, γέρο! είπεν αυστηρώς ο πρώτος των ιππέων. Δος
την μικράν, και τράβα!

— Αλλ' είναι 'δική μου, κύριε!
— Όταν θέλης να λέγης ψεύματα, να τα σκέπτεσαι εξ αρχής.
Ο Βράγγης κατεταράχθη, επόνεσεν, έκλαυσεν. Αντεστάθη μέχρις εσχάτων.
— Και όταν συλλογίζωμαι ότι το άλογόν μου κοντεύει να σκάση.
— Μήπως θα είναι το πρώτον;
— Και τρέχομεν τόσας ώρας, χωρίς να ειξεύρωμεν διατί!
— Και ποίος ημπορεί να παραπονεθή;
— Αλλά δεν είναι ευχάριστον να ενεργή τις εις τα τυφλά.
— Πιστεύεις ότι ενεργούν εις τα τυφλά;
— Δι' ημάς είναι άγνωστον.
— Εγώ λέγω ότι χάνομεν τον κόπον μας.
— Οι καταδιωκόμενοι δεν ευρίσκονται εις τους μεγάλους δρόμους.
Αι τελευταίαι λέξεις μόλις ηκούσθησαν. Η συνοδία παρήλθεν. Ο Βράγγης ουδεμίαν υπόνοιαν συνέλαβεν εκ του διαλόγου τούτου.Προέκυψεν όπισθεν του θάμνου, παρετήρησε μετά προσοχής, και ότε οι ιππείς απεμακρύνθησαν αρκούντως, εξηκολούθησε και ούτος τον δρόμον του.
Αλλά μόλις προέβη δύο τρία βήματα, και εξέπεμψε σπαρακτικήν κραυγήν. Ησθάνθη εις τας αγκάλας του κατάψυχρον το σώμα της μικράς κόρης. Τότε δεν εδίστασε πλέον. Οι ιππείς δεν ήσαν παραπολύ μακράν, και ηδύναντο εισέτι να τον ακούσωσιν. Έκραξε με όλην την δύναμιν του στήθους.
— Κύριοι! Ιππείς! βοήθειαν!
Οι ιππείς εστάθησαν ευθύς. Ήσαν επτά ή οκτώ τον αριθμόν. Ο Βράγγης έσπευσε να φθάση εις το μέρος, όπου εσταμάτησαν, όλος ταραχή και αγωνία.
— Τι τρέχει, έκραξεν εις των ιππέων. Ποίος φωνάζει;
— Κύριος, δι' έλεος, βοήθειαν!
— Ποίος είσαι;
— Πτωχός γέρος απόμαχος.
— Και τι θέλεις;
— Βοήθειαν εις ένα πλάσμα, κύριοι!
— Τι πλάσμα;
— Μίαν μικράν κόρην, ήτις αποθνήσκει.
Οι ιππείς παρετήρησαν μετά προσοχής, διότι ο Βράγγης είχε πλησιάσει ήδη, και είδον το εν ταις αγκάλαις αυτού βασταζόμενον.Παρετήρησαν αλλήλους ερωτηματικώς.
Εφαίνοντο ως να έλεγον·
— Αυτή να είναι;
— Και όμως ο γέρος δεν είναι αυτός, είπε μεγαλοφώνως είς αυτών.
— Ειμπορεί να μην είναι ο γέρος, και να είναι η μικρά, απήντησεν άλλος.
Οι ιππείς εδέησε να μετέλθωσι βίαν. Ήρπασαν από των χειρών του Βράγγη την μικράν παιδίσκην, και εξηκολούθησαν τον δρόμον των.
Ο Βράγγης έκλαιεν ως παιδίον.
— Πάρε αυτό, γέρο, διά να παρηγορηθής! έκραξεν ο πρώτος των ιππέων ρίψας αυτώ βαλάντιον πλήρες χρημάτων.
Ο Βράγγης κατεπάτησε το βαλάντιον με τους δύο πόδας του, και έτρεξε κλαίων κατόπιν των καλπαζόντων ίππων. Έμελλε δε να τρέχη μέχρι της αυγής, διότι οι ιππείς δεν απήλθον εις μέρος εγγύς κείμενον. Τέλος απώλεσε τα ίχνη των.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ότε ανέτειλεν η ημέρα, και ο Βράγγης συνήλθεν ολίγον τι, θέσας τυχαίως την χείρα εις την πήραν του, ανεύρεν εκεί το μόνον ενθύμιον, όπερ τω έμεινεν εκ της νυκτερινής οπτασίας. Ήτο το στίλβον εκείνο πράγμα όπερ είχεν εύρει υπό την πλάτανον. Ήτο δε είδος αργυρού εγκολπίου, έχον εγκεχαραγμένα σύμβολα και μίαν λέξις. Τα σύμβολα παρίστων γλαύκα, θύρσον, και στέφανον δάφνης. Η λέξις, ην και αν είξευρε ν' αναγινώσκη, δεν θα ενόει πάντως ο Βράγγης, έλεγε κεφαλαίοις γράμμασι ΠΛΗΘΩΝ.

ΜΕΡΟΣ Α'.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'.

Η ικέτις.
Μίλιά τινα μακράν της Μονεμβασίας, έκειτο παρά τον αιγιαλόν, κατά τον ΙΕ' αιώνα, συνοικία τις αλιέων καλουμένη κοινώς Στάμπα. Ο όρμος ήτο αρκούντως ευρύς και πλήρης λέμβων και ακατίων, υπήρχον λίθιναι αποβάθραι, εργαστήριά τινα, και έν πλινθοποιείον. Παρά την αντίθετον άκραν της παραλίας έκειτο πύργος, όστις δυνατόν να κατωκείτο πάλαι ποτέ, αλλά κατά τον ειρημένον χρόνον ήτο έρημος.
Νύκτα τινά του Απριλίου του έτους 1453, καθ' ην ώραν οι αλιείς ητοίμαζον τους πυρσούς διά τας νυκτερινάς οψοθηρίας, αι δε γυναίκες των απεκοιμίζον τα βρέφη επί των γονάτων αυτών,συρίζουσαι το σύνηθες νανούρισμα και ημικλείστους έχουσαι υπό νυσταγμού τους οφθαλμούς, παράπηγμά τι ήτο ανοικτόν εις την άκραν της συνοικίας. Ο μπάρμπα Κατούνας ο οινοπώλης δεν ήτο δύσκολος άνθρωπος, και εδέχετο πάσης τάξεως πελάτας εις το καπηλείον του,ήρκει να ήσαν οινοπόται. Κατά την παρούσαν στιγμήν δύο μόνον θαμώνες υπήρχον εν τω παραπήγματι και έπινον καθήμενοι παρά τράπεζαν. Ο Κατούνας όρθιος, με την ποδιάν κρεμαμένην εκ της οσφύος, περιέμενε, πριν ή αποκοιμηθή, να κενώσωσι τα ποτήρια οι δύο πόται, ίνα παραγγείλωσι και άλλον οίνον.
Οι δύο ούτοι ηλιοκαείς άνθρωποι συνδιελέγοντο σιγά, ενώ έπινον. Ο Κατούνας ουδέ λέξιν ήκουεν. Εις μάτην έτεινε τα ώτα. Είνε αληθές ότι οι δύο ομιληταί δεν επεθύμουν προφανώς νακουσθώσι. Δεν ήσαν εξ εκείνων οίτινες ενεργούσι τα πράγματα προς επίδειξιν.
— Λοιπόν, έλεγεν ο είς, πώς το ειξεύρεις;
— Έχω πληροφορίας, σοι λέγω, απήντα ο έτερος.
— Πόθεν σου ήλθαν; ηρώτα ο πρώτος, όστις εφημίζετο ως επιτήδειος κλέπτης, ήτο δε διάσημος εις τα πέριξ. Ωνομάζετο Σκούντας,επεκαλείτο δε κοινώς &Περίδρομος&.
— Μου ήλθαν από την Ρώμην, απήντα ο δεύτερος, Τρανταχτής ονόματι.Ούτος είχε δύο επαγγέλματα. Με τους τιμίους ήτο τίμιος, και με τον Σκούνταν ομότεχνός του.
— Και έχεις εσύ σχέσεις εις την Ρώμην, διαβόλου Τρανταχτή;
— Δεν το ειξεύρεις; απήντησεν ο Τρανταχτής ιλλωπίζων τους οφθαλμούς.
Και ποίος είνε ο ανταποκριτής σου;
— Ο Πάπας, είπεν απαθώς ο Τρανταχτής.
Ο Σκούντας έβαλε πλατύν γέλωτα.
— Διατί γελάς;
— Διότι μ' εμπαίζεις, είπεν ο Σκούντας.
Την στιγμήν ταύτην ο Κατούνας, ιδών την φαιδρότητα του Σκούντα έλαβε θάρρος και επλησίασε δύο βήματα. Αλλ' ο Περίδρομος συνέστειλε τας οφρύς.
— Τι θέλεις, Κατούνα; είπεν οργίλως.
— Ενόμισα ότι είχετε σώσει το κρασί, εμορμύρισεν ο Κατούνας.
— Φέρε μίαν φιάλην, ανόητε, διά να μην ευρίσκης πρόφασιν να έρχεσαι κάθε λίγο.
Ο Κατούνας έσπευσε να υπακούση.
— Και πώς συμβαίνει ώστε ο Πάπας να είνε ανταποκριτής σου;επανέλαβεν ο Σκούντας.
— Όπως συμβαίνουν όλα τα πράγματα, απήντησεν ο Τρανταχτής.
— Εξήγησέ μου λοιπόν πώς συμβαίνουν τότε, διότι εγώ δεν το ειξεύρω.
— Διά να συμβή κάτι, είπεν ο Τρανταχτής, εγώ ωμίλησα με σπουδαίους ανθρώπους και το έμαθα αυτό, απαιτούνται δύο τινά·θέλησις και δύναμις.
— Λοιπόν;
— Λοιπόν, την θέλησιν την έχουν όλοι, την δύναμιν όμως ολίγοι.
— Και έπειτα;
— Και διά τούτο βλέπομεν ότι ολίγοι επιτυγχάνουν εις αυτόν τον κόσμον.
— Και είσαι συ εκ των ολίγων;
— Εννοείται, αφού έχω τόσα μέσα.
— Και τι μέσα έχεις;
— Όσα θέλω.
Ο Σκούντας έλαβε το ποτήριόν του και το συνέκρουσε με το του συμπότου. Εξεκένωσε δε ο Σκούντας τον οίνον απνευστί. Ο Τρανταχτής μόνον ολίγον έπιεν.
— Ας αφήσωμεν τους αστεϊσμούς, επανέλαβεν ο Σκούντας.
— Δεν είνε αστεϊσμοί, είπεν ο Τρανταχτής.
— Ομιλείς σπουδαία;
— Βέβαια.
— Λέγε λοιπόν καθαρά τότε.
— Καθαρά όπως αυτό το ποτήρι.
— Έμαθες αληθώς ότι θα έλθη;
— Ναι.
— Από πού λοιπόν το έμαθες;
— Σοι είπα, από τον Πάπαν.
Ο Σκούντας εμόρφασεν ανυπομόνως.
— Αλλά δεν είνε παράξενον, μοι φαίνεται, επανέλαβεν ο Τρανταχτής,να το έμαθα από τον Πάπαν, αφού αυτός, διά τον οποίον ομιλούμεν,είνε καρδινάλιος.
— Το ειξεύρω.
— Και από τον καρδινάλιον έως τον Πάπαν δεν είνε, μοι φαίνεται,μεγάλη απόστασις.
— Δεν ειξεύρω.
— Αλλ' ας είνε, εγώ σοι λέγω ότι το έμαθα από τον θαλαμηπόλον του.
— Και τον γνωρίζεις;
— Είνε φίλος μου.
— Τι διάβολο! όλους τους έχεις φίλους; είπεν ο Σκούντας.
— Και διά να πεισθής, ιδού.
Ο Τρανταχτής ήνοιξε το περιστήθιόν του και εξήγαγε φάκελλον εκ του κόλπου. Έσυρε δε ένδοθεν του φακέλλου χαρτίον και το έδωκεν εις τον Σκούνταν.
— Ιδού, διάβασε, είπεν.
Ο Σκούντας ανέγνω την εξής επιστολήν:
«Αγαπητέ μοι εν Χω αδελφέ. Πολύ ταχέως ελπίζω να ενταμωθώμεν, Θεού θέλοντος, και με την ευχήν του Αγίου ημών Πατρός. Ο κύριός μου σκοπεύει μετά ένα μήνα να έλθη εις την Ανατολήν. Μοι φαίνεται ότι η αποστολή του έχει εκκλησιαστικόν και πολιτικόν σκοπόν, αλλά πλειότερα δεν ανεκάλυψα. Ό,τι άλλο μάθω, θα σε πληροφορήσω. Θα μεταβή δε, πιστεύω, εις Κωνσταντινούπολη, αλλά θα περάσωμεν και από τα χώματά σας, διότι έχει σκοπόν να επισκεφθή τον παλαιόν διδάσκαλόν του. Αν ως είνε βέβαιον εκτελέση την επίσκεψιν ταύτην,θα αποβιβασθώμεν χωρίς άλλο εις την παραλίαν της Μονεμβασίας.Επιθυμώ ο πρώτος άνθρωπος, τον οποίον θα ενταμώσω, να είσαι συ,διότι το νομίζω ως καλόν οιωνόν. Άσπασαί μοι την Πογγίαν, την Βεάτην και την Πίαν, τας αγαπητάς μοι εν Χω αδελφάς. Να τας συμβουλεύης να μη δοθώσιν εις την άσκησιν και εις την σκληραγωγίαν, διότι τούτο θα τας κάμη να φαίνωνται ως γραίαι, και θ' αποβάλωσι το κόσμημα του κάλλους, το οποίον είνε έν εκ των επτά αγίων χαρισμάτων. Όλος ασπασίως εις σε, μένω. Ο φίλος, Άγγελος Δερμίνιος, μοναχός εκ του τάγματος του Αγ. Βενεδίκτου. Είθε η ευχή του Αγίου Πατρός να είνε μεθ' ημών. Αμήν».
Αφού ανέγνω ο Σκούντας την ανωτέρω επιστολήν, την απέδωκεν εις τον Τρανταχτήν, όστις εμειδία πονηρώς.
— Τώρα ναι, σε πιστεύω. Διότι, δεν γίνεται να είνε πλαστόν αυτό
το γράμμα, τι διάβολο!

— Δεν πιστεύω να με κάμης και πλαστογράφον, είπεν ο Τρανταχτής,
υποκρινόμενος ότι δυσαρεστείται.

— Και ποίαι είνε αυταί, οπού λέγει;
— Ποίαι;
— Η Μπογγία, η Πεάτη και η Βία…
— Η Πογγία, η Βεάτη και η Πία;
— Ναι.
— Είνε μοναχαί.
— Εις ποιον μέρος;
— Δεν ειξεύρεις ότι έχω σχέσεις εις έν γυναικείον μοναστήριον;
— Νομίζω να ήκουσα.
— Είνε το μοναστήριον της Αγίας Ελισάβετ. Απέχει τρεις ώρας απ'εδώ.
— Το ειξεύρω.
— Εκεί έχω πολλάς σχέσεις.
— Τίνος είδους;
— Καλάς.
— Καλάς, το ειξεύρω, αλλά….
— Αγνάς εννοείται.
— Τόσον το καλλίτερον, είπεν ο Σκούντας στενάζων.
Παραδόξως δ' εσκυθρώπασε, και δεν επέμεινε περιπλέον εις το θέμα τούτο του λόγου.
— Ας έλθωμεν εις το προκείμενον, είπεν.
— Ας έλθωμεν.
— Έως πότε λέγεις να φθάση εδώ;
— Ποίος;
— Ο Καρδινάλιος, αυτός, πώς τον λέγουν.
— Δυστυχώς αυτός ο Δερμίνιος, ο υποκριτής, ελησμόνησε να βάλη την χρονολογίαν εις την επιστολήν.
— Όστε δεν ειξεύρεις;
— Την έλαβα προ οκτώ ημερών. Η επιστολή λέγει ότι μετά ένα μήνα θα γείνη το ταξείδιον.
— Λοιπόν;
— Αν υπολογίσωμεν και τρεις εβδομάδας επάνω κάτω ίσως να φθάση εις χείρας μου η επιστολή . . .
— Ως τόσον, πιστεύω.
— Ο καρδινάλιος τότε είνε εις τον δρόμον.
— Βέβαια.
— Λοιπόν;…..
Ο Τρανταχτής εκύτταξεν ατενώς κατά πρόσωπον τον Σκούνταν. Ούτος δε κατέστη σύννους και σκεπτικός επί τινας στιγμάς. Είτα εκένωσε και άλλο ποτήριον και απέμαξε τον μύστακα.
— Δεν έχω κανέν σχέδιον, είπεν. Αλλά θα σκεφθώ και σοι λέγω.
Ο Τρανταχτής προσήλθεν εγγύτερον προς τον Σκούνταν και εσφίγχθη παρ' αυτόν. Εταπείνωσε πολύ την φωνήν και τω είπεν·
— Ο καρδινάλιος είνε αδύνατον να μη φέρη μαζύ του πολλά χρήματα.
— Το ειξεύρω. Αλλά θα τα φέρη επάνω του; Αδύνατον.
— Όχι. Αλλ' ένα πράγμα δεν μοι λέγει η επιστολή.
— Το ποίον;
— Αν θα έχη ιδιαίτερον πλοίον.
— Τω όντι.
— Αλλ' εγώ πιστεύω ότι, αν αληθεύη αυτό οπού λέγει αυτός ο υποκριτής, ο Δερμίνιος…
— Τι λέγει;
— Λέγει ότι έρχεται διά πολιτικήν αποστολήν.
— Ναι.
— Λοιπόν αφού έρχεται διά πολιτικήν αποστολήν…
— Έπειτα;
— Θα ειπή ότι τον στέλλει ο Πάπας.
— Ίσως.
— Και αφού τον στέλλη ο Πάπας….
— Ε;
— Τούτο σημαίνει ότι θα του δώση πλοίον.
— Πιθανόν.
— Και αφού θα έχη πλοίον…
— Λοιπόν;
— Θα ειπή ότι τα χρήματα θα τα έχη εις το πλοίον μέσα.
Ο Σκούντας εσκυθρώπασεν αύθις.
— Είνε δύσκολον, είπε.
— Το ειξεύρω.
— Ειμπορούμεν ημείς να;
— Τι να;
— Να ληστεύσωμεν το πλοίον, είπεν ο Σκούντας.
— Πιθανόν να μη λάβωμεν ανάγκην να το ληστεύσωμεν.
— Αλλά τι;
— Να το γδύσωμεν μόνον.
— Δεν είνε το ίδιον; είπε μειδιάσας ο Σκούντας.
— Κατά τας περιστάσεις.
— Διατί;
— Υπόθεσε ότι δεν είμεθα ικανοί δι' έφοδον.
— Υποθέτω.
— Ούτε διά καύσιμον.
— Ούτε.
— Ούτε διά βούλιαγμα.
— Ούτε.
— Τότε δεν βλέπεις έν άλλο μέσον;
— Ποίον;
— Ο Δερμίνιος αυτός είνε φίλος μου.
— Το ειξεύρω.
— Εμβαίνει ολίγον εις τα έντιμα μέσα.
— Ίσως.
— Είνε ψευδευλαβής, υποκριτής, ασυνείδητος Φαρισαίος
— Πιστεύω.
— Αν συνεννοηθώμεν μ' αυτόν…
— Ε;
— Τότε αυτός θα μας εύρη το μέσον.
— Άμποτε.
— Ή θα το εύρωμεν ημείς.
Ο Σκούντας έσεισε τους ώμους. Παρετήρησεν ότι η φιάλη είχε κενωθή.Έκρουσεν αυτήν επί της σανίδος της τραπέζης. Ο κρότος εξύπνισε τον Κατούναν, όστις μόνον με τους οφθαλμούς εκοιμάτο, με τα ώτα όμως ηγρύπνει.
— Τι αγαπάτε; ηρώτησε.
— Κρασί.
Ο Κατούνας έλαβε την φιάλην και επορεύθη προς το βαρέλιον.
— Θα ίδωμεν, απήντησεν ο Σκούντας προς τον σύντροφόν του. Σαν δύσκολα βλέπω τα πράγματα, αλλά ο Θεός βοηθός.
Δεν είχε τελειώσει ακόμη ο Σκούντας τον λόγον και παράδοξος κρότος ηκούσθη έξωθεν. Βήματα δρομαία αντήχησαν, πνοή δε και κραυγή διακεκομμένη έπληξε τα ώτα των δύο συμποτών.
— Τι τρέχει; είπεν ο Σκούντας.
Ο Τρανταχτής δεν ωμίλησεν· έμεινε με το στόμα κεχηνός, βλέπων προς την θύραν του παραπήγματος, ο δε Κατούνας, όστις είχεν ανοίξει την στιγμήν εκείνην τον κρουνόν του βαρελίου, έχυσεν αρκετόν ρεύμα οίνου εκτός της φιάλης, κάτω εις το έδαφος, διότι έστρεψεν ακουσίως το πρόσωπον προς τον θόρυβον.
Νεάνις τις ατημελώς ενδεδυμένη, λυσίκομος, ανυπόδυτος, εν εξάλλω ταραχή διατελούσα, εισώρμησεν εις το καπηλείον κράζουσα·
— Σώσατέ με! Σώσατέ με!
Οι δύο συμπόται ανωρθώθησαν αυτομάτως. Η νεάνις ήσθμαινεν, είχε το πρόσωπον κάτωχρον και έτρεμεν όλον το σώμα της.
— Αϊμά, έκραξεν ο Σκούντας, αναγνωρίσας αυτήν, συ είσαι, Αϊμά;
Συγχρόνως τρεις άνδρες μαυρισμένον το πρόσωπον έχοντες, ημίγυμνοι,κατησβολωμένοι, κρατούντες σφύρας και πυράγρας εισέβαλον κατόπιν της νέας κόρης εις το καπηλείον κράζοντες·
— Τζάνουμ! Πιάστε την! Πιάστε την, για το Θεό!…

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β'.

Καπνοί και σκωρίαι.
Όπως διηγηθώμεν τι συνέβη, ανάγκη μικράς αναδρομής εις το παρελθόν.
Ουχί μακράν του καπηλείου του Κατούνα, περί τα δισχίλια βήματα,έκειτο μεμονωμένη τις καλύβη, σκαιά και αλλόκοτος την θέαν,ιδρυμένη εις την υπώρειαν πετρώδους τινός λόφου, όπου ουδέ ίχνος βλάστης υπήρχεν. Ο άχαρις εκείνος και γυμνός βράχος ηδύνατο να προκαλή πάμπολλα σχόλια και μομφάς επί ελλείψει φιλοκαλίας, αν ήτο έργον ανθρώπινον. Επειδή όμως ήτο έργον της φύσεως, ουδείς εδικαιούτο να παραπονεθή.
Η εν λόγω καλύβη ήτο ευρεία και είχε μεγίστην οπήν εν τω μέσω της στέγης. Κατωκείτο δε υπό οικογενείας σιδηρουργών, συγκειμένης εκ τριών ανδρών και δύο γυναικών, εις ους εχρησίμευεν ου μόνον ως κατοικία αλλά και ως εργαστήριον. Εν τω μέσω έκειτο η κάμινος,κτιστή και υψηλή μέχρι των βουβώνων ανδρικού αναστήματος, εφ' ης νυχθημερόν έκαιον οι εξ ερείκης άνθρακες. Αύτη συνείχετο με ισοϋψές ίκριον, εφ' ου ήσαν ιδρυμέναι αι δύο φύσαι. Διά της εν τη οροφή μεγίστης οπής εξήρχετο ο καπνός. Περί την κάμινον ίσταντο τρεις μεγάλοι άκμονες, παρ' αυτούς έκειντο οι ραιστήρες, αι σφύραι, αι πυράγραι και τα λοιπά εργαλεία.
Παρά τας τέσσαρας γωνίας της καλύβης εκοιμώντο επί του εδάφους οι σιδηρουργοί και αι δύο γυναίκες. Ώρα του ύπνου ήτο συνήθως από της δύσεως του ηλίου μέχρι μέσων νυκτών και τότε αφυπνίζοντο, ήναπτον το πυρ και ήρχιζον την εργασίαν, μέχρι της πρωίας διαρκούσαν. Την ημέραν σπανίως ευρίσκοντο οι άρρενες εν τω εργαστηρίω. Εξετέλουν εκδρομάς εις τα πέριξ, είτε προς πώλησιν των προϊόντων της τέχνης είτε και προς άλλους αγνώστους σκοπούς. Επέστρεφον δε την εσπέραν κατάκοποι και κατεκλίνοντο. Ότε δε ηγείροντο προς το μεσονύκτιον,ως ελέχθη, δεν ήσαν συνήθως μόνον οι τρεις σιδηρουργοί, οίτινες ειργάζοντο. Ως επί το πλείστον ήρχοντο και άλλοι ομότεχνοι και συνηγωνίζοντο μετ' αυτών. Αι δύο γυναίκες δεν υστέρουν και αυταί εις το να βοηθώσι τους άνδρας. Ο ριπισμός των ανθράκων διά των φυσών, ο ραντισμός του πυρός, η κατάσβεσις του πεπυρακτωμένου μετάλλου ήσαν ίδια αυτών έργα. Ενίοτε δε και εις τον χειρισμόν του ραιστήρος ελάμβανε μέρος η πρεσβυτέρα των δύο. Ήτο δε αύτη εξηκοντούτις, ερρυτιδωμένη τας παρειάς, με δύο μεγάλους κυνόδοντας κρεμαμένους εκ της άνω σιαγόνας. Είτε ήνοιγε το στόμα, είτε κλειστόν είχεν αυτό, οι δύο κυνόδοντες ουδέποτε ηδύναντο να κρυβώσιν. Ότε εμειδία (μειδίαμα δ' εννοούμεν τον συνήθη αυτή μορφασμόν του προσώπου), επροξένει τρόμον εις την μικράν προστατευομένην της. Η γραία αύτη ήτο σύζυγος του πρεσβυτέρου των τριών ανδρών και μήτηρ των δύο νεαρών γύφτων. Ηδύνατο δε να ορκισθή εις τον Ήφαιστον ότι και της νέας κόρης επίσης ήτο μήτηρ.
Ο γέρων ήτο παράξενος, δριμύς, οξύχολος, εμορμύριζε πάντοτε, ποτέ δεν ήτο ευχαριστημένος. Έκαστος γογγυσμός αυτού απήντα εις έκαστον μορφασμόν, εις εκάστην θωπείαν και φιλοφρόνησιν της γραίας. Οι δυο νέοι γύφτοι εσύριζον, ετραγώδουν αδιαλείπτως, και δεν ωμίλουν ποτέ. Ο είς ήτο 22 ετών, ο έτερος 19. Ο είς ωνομάζετο Βούγκος και ο έτερος Μάχτος. Ούτω τους παρονώμαζεν ο πατήρ· αγνοείται αν είχον και άλλα ονόματα. Η μήτηρ τους απεκάλει &μεγάλον& και &μικρόν&. Ως δείγμα περί του τρόπου, καθ' ον συνεννοούντο προς άλληλα τα τέσσαρα ταύτα πρόσωπα, αρκεί να παράσχωμεν το εξής· Ο Βούγκος,έθετε τον σίδηρον εις το πυρ και ετραγώδει:
Με το βαρειό, με το βαρειό, ξυπνά ο γύφτος το χωριό. Το χωριό, το χωριό. Τρα λα λα λα ρο λα ρο… Για το σφυρί, για το σφυρί, Τρελλαίνεται κι' η λυγερή. Λυγερή, λυγερή. Τρα λα λα λα ρη λα ρη, κτλ.
Ο Μάχτος εσύριζεν άλλον ήχον, όστις αντέφασκε και κατά μέλος και κατ' έννοιαν προς τον υπό του Βούγκου αδόμενον. Ο γέρων εγόγγυζεν,εψιθύριζεν, εστέναζεν αδιακόπως, και συνάμα κατέφερε την σφύραν επί του άκμονος. Η μαστόρισσα εμειδία, εμόρφαζεν, εδείκνυε τους δύο κρεμαστούς οδόντας, και έλεγεν·
— Άκουσέ τους, πώς το τερετίζουν. Μία χαρά!
— Σκάσε, παληόστριγλα, εγόγγυζεν ο γέρων. Χμι.. Γμ!..
— Σι σι σι, σι σι σι! εσύριζεν ο Μάχτος.
— Ώμορφα που σφυρίζεις, μικρό μου! έλεγεν η γραία.
— Σκασμός, γρηά φούρκα! έκραζεν ο μέγας Γύφτος. Γρου!….
Ο Βούγκος εξηκολούθει το άσμα·
Μες την φωτιά, μες την φωτιά Παίζει ο Γύφτος τη ματιά, Τη ματιά, τη ματιά, Τρα λα λα λα τρα λα τα, κτλ.
Η γραία ενεθάρρυνεν αυτόν·
— Μπράβο, παιδί μου, ώμορφα!
— Θα σκάσης, γραία λώβα! έκραζεν ο γέρων.
Και τότε ήρπαζε τον ραιστήρα και τον ανύψου κατά της γραίας. Ο Βούγκος εξέτεινε την χείρα και προελάμβανε το κτύπημα. Διότι η δυστυχής γύφτισσα δεν είχεν ουδεμίαν πλευράν σώαν. Το ραχοκόκκαλόν της είχε κυρτωθή, και τα παγίδιά της εκρέμαντο γύρω τόσον ανειμένως, ώστε το σύνολον των ώμων και της ράχεως είχον όψιν σωρού. Και αν ο είς των υιών της, αφότου ήλθον εις ηλικίαν, ή η νέα κόρη, δεν απέτρεπόν τινα περιπλέον κτυπήματα, και δεν ήρπαζον τολμηρώς το βαρύ εργαλείον από των χειρών του σκληρού Γύφτου, προ πολλού ο σωρός ούτος δεν θα ήτο υπέρ την επιφάνειαν της γης.
Η νέα, περί ης δεν ωμιλήσαμεν, Αϊμά ονόματι, ήτο δεκαέξ ετών.Μέχρις ου χρόνου εξικνείτο η μνήμη της, εκτός μιας μόνης και φρικώδους αναμνήσεως της βρεφικής της ηλικίας, δεν ενθυμείτο άλλην οικίαν πλην της καλύβης των σιδηρουργών, ουδέ άλλους γονείς πλην του σεβασμίου τούτου ανδρογύνου. Ενταύθα είχεν ηλικιωθή, το μόνον δε όπερ κατώρθωσεν ήτο, αφότου ηλικιώθη, το να αποφύγη την βαναυσότητα του πρώτου των γύφτων, και τούτο διά της γλυκείας γλώσσης της. Είχε μέλανας και μεγάλους οφθαλμούς, ωχράν και αδύνατον την όψιν, και ωραίαν καστανήν κόμην. Το ανάστημά της εφαίνετο ολίγον κυρτόν. Ηδύνατο να καταστή ωραία, αν δεν έζη εν μέσω τοιούτου κύκλου, αλλά νυν δυσκόλως ηδύνατό τις να διακρίνη αν ήτο ευειδής ή άσχημος. Μεθ' όλην την ασβόλην καθ' ης επάλαιε,προσεπάθει να ενδύηται κοσμίως, και σπανίως εφαίνετο κηλιδωμένη.Άλλοτε ίσως εχειρίζετο και αυτή τους φυσητήρας και εβοήθει και εις τα λοιπά έργα. Αλλά προ πολλού ήτο απηλλαγμένη ήδη της αγγαρείας ταύτης. Η γραία μαστόρισσα είχε συναισθανθή την ανάγκην της οικιακής τάξεως, και ανέθηκεν αυτήν εις την Αϊμάν. Πλην τούτου οι δύο νέοι γύφτοι είχον αγαθήν καρδίαν, και οσάκις έπαυον να τραγωδώσι, συνηγόρουν υπέρ της νεάνιδος πάντοτε. Ο δε γέρων ήτο αφοπλισμένος υπ' αυτής και ποτέ το τρομερόν εργαλείον του κατ'αυτής δεν εστράφη.
Η Αϊμά διετήρει, όσον ενήν, την καθαριότητα, έπλυνε τα ενδύματα των τριών γύφτων, παρεσκεύαζε το φαγητόν, έκλωθεν, έπλεκεν,έρραπτε και επεσκεύαζε τας ποδιάς και τα υποκάμισα. Κατώρθωσε δε να εκτελέση και άλλον άθλον, ανήκουστον τέως, ως προς τον πετρώδη εκείνον τόπον, τον ηδικημένον υπό της φύσεως, τον μη ευλογημένον υπό του ουρανού, τον απεξηραμένον υπό των σκωριών και μαυρισμένον υπό των ανθράκων. Μεταξύ δύο υψηλών βράχων ανεκάλυψεν ως εκ θαύματος γην, και μάλιστα λιπαράν. Συνέλαβε την ιδέαν να κάμη κήπον. Μετεχειρίσθη το ολίγον εκείνο χώμα ως ζώπυρον, μετέφερε μακρόθεν επί των ώμων της εκατοντάδας κοφίνων μεστών χώματος, και ούτω κατεσκεύασε την φωλεάν της. Εφύτευσε διάφορα δένδρα και ευώδη φυτά, βασιλικούς, καρυόφυλλα, ηδυόσμους, τα απότιζε δις της ημέρας, κατεσκεύασεν αιμασιάν εκ λίθων με τας χείρας της, και μετ'ολίγον χρόνον πάντες οι γύφτοι ηναγκάσθησαν να σέβωνται το έργον τούτο των χειρών της. Τω όντι δε ο κήπος εκείνος, μικρός όσον ήτο,απετέλει ευάρεστον θέαμα και ήτο εις αντίθεσιν προς τους σκυθρωπούς και καπνισμένους τοίχους της μελαγχολικής καλύβης.
Καθ' όσον ηλικιούτο η Αϊμά, ησθάνετο εν εαυτή ορμεμφύτως της συστολής και ευπρεπείας το αίσθημα. Εντός της ακόμψου εκείνης καλύβης κατώρθωσε να κάμη και είδος κοιτώνος δι' εαυτήν. Δύο σανίδες ήρκεσαν όπως αποτελέσωσι χώρισμα εις μίαν των γωνιών, δι'ου εκρύπτετο από των οφθαλμών των άλλων, και έτεραι δύο οριζοντίως καρφωθείσαι απετέλεσαν κλίνην. Άλλως δεν κατεκλίνετο αυτή αφ'εσπέρας, όπως οι λοιποί σύνοικοι. Την μεν ημέραν πλην της επιμελείας του κήπου, είχε την παρασκευήν του φαγητού, και την πλύσιν καθ' εβδομάδα, την δ' εσπέραν μέχρι βαθείας νυκτός έρραπτεν, έπλενε και εμβάλωνε. Ότε δε οι γύφτοι εξύπνουν με την φωνήν του αλέκτορος, όπως αρχίσωσι την σφυρηλασίαν, αύτη απεκοιμάτο τότε. Ο βαρύς κρότος των σφυρών και των ραιστήρων δεν ηνώχλει πλέον, φευ! τα ώτα της, από πολλού συνειθισμένα εις τον ήχον τούτον. Ίσως μάλιστα η μακρά συνήθεια είχε καταστήσει ευαρέστους εις την ακοήν αυτής τους κρότους εκείνους. Πλην τούτου ήκουεν από όρθρου βαθέως μέχρι πρωίας συνδιαλέξεις, βλασφημίας,επιφωνήσεις και άσματα. Είπομεν ότι όχι μόνοι οι τρεις γύφτοι ειργάζοντο πάντοτε, και τούτο εμετρίαζε την μονοτονίαν των γογγυσμών του πρώτου γύφτου, των μειδιαμάτων και ακκισμών της γραίας και των αδιαλείπτων συριγμών των δύο μικρών γύφτων. Οι άλλοι προσερχόμενοι εις συνεργασίαν χαλκείς ήσαν εύθυμοι οπωσούν σύντροφοι. Ο είς αυτών διηγείτο μύθους, οίτινες δεν ετελείονόν ποτε αυτονυχί, οι δε άλλοι δύο έλεγον πολλά τετριμμένα αστεία εν τω μεταξύ και ημπόδιζον τον πρώτον να τελειώση. Η μαστόρισσα ήτο η δυστυχεστάτη πασών γυναικών, διότι, ενώ ύψονε και κατεβίβαζε τας δύο σφύρας, ενύσταζεν. Αλλά τις έπταιε; Την ημέραν δεν ήθελε να κοιμηθή, φιλοτιμουμένη να δίδη εις την μικράν συμβουλάς εις όλα τα έργα της.
Ηδύνατο ν' ακούση τις, κατά τους βαθείς όρθρους, καθ' ον χρόνον τα μαυρισμένα πρόσωπα των γύφτων έλαμπον φανταστικήν λάμψιν αντικρύ του πυρός, ο δε βαρύγδουπος ραιστήρ κατεφέρετο εκ διαλειμμάτων διακόπτων την μονότονον ιαχήν των δύο φυσητήρων, και ο μέλας καπνός ανεπέμπετο διά της ύπερθεν ρωγμής, και οι σπινθήρες ανέβαιναν απειράριθμοι εις ύψος, ηδύνατο ν' ακούση διαλόγους οίος ο επόμενος·
— Κάργα, γέρο μάστορη!
— Βρόντα!
— Τζάνουμ! σπρώξε.
— Σβύσε το!
— Μπουφ! Μπουφ!
— Ακόμα!
— Κτύπα! Δύναμι!
— Φόρτσα!
— Δος μου χέρι!
— Φόρτε!
— Σώνει, μάστορη!
— Δος του!
— Βάρδα, Μάχτο!
— Ωχ! κόμπιασα…
— &Θα χραπανίσης ψιλούς& ( 1).
— Ο διάβολος να σε πνίξη, πανούκλα!
— &Μη περιβολάς& ( 2).
— &Χαρχανταίς, μανταίς και αντάραις&!
Και ούτω παρήρχοντο αι νύκτες εκείναι, προπεμπόμεναι υπό γελώτων,θορύβων, βλασφημιών και υπό της κραυγής &Ήλιος!& ην συνείθιζε να εκπέμπη πάντοτε ο Μάχτος, ότε η πρώτη ακτίς ανέτελλεν επί του στερεώματος.
Εν μέσω του αλλοκότου τούτου κύκλου, όπου έζη η Αϊμά, παράδοξον πράγμα, ήτο σχεδόν ευτυχής.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ'.

Η συνάντησις.
Θα ήτο δ' ευτυχεστέρα, αν δεν συνέβαινον και μικρά δυσάρεστα από καιρού εις καιρόν. Όπισθεν του πετρώδους λόφου ευρίσκετο η έπαυλις αγρότου τινός, όστις έβοσκε πέντε πρόβατα, δύο αγελάδες, μίαν αίγα και αγέλην χηνών. Η οικία ήτο έρημος σχεδόν όλην την ημέραν, διότι ο χωρικός μετά της γυναικός και των δύο μικρών υιών του μετέβαινεν εις τα λειβάδια, όπου εύρισκε βοσκήν δι' όλους τους υποτελείς αυτού. Αλλ' ενίοτε αι δύο μικραί μάγκαι επανήρχοντο εις την οικίαν ενωρίς, και τότε έβρισκον διασκέδασιν εις το να ρίπτωσι μεγάλους λίθους κατά των τοίχων της καλύβης, Επειδή όμως δεν ετόλμων να πλησιάσωσι πολύ, διότι εφοβούντο την βρεχτούραν του Μάχτου, όστις δεν ηγάπα τα αστεία, φυσικώ τω λόγω οι λίθοι έπιπτον εντός του κήπου της Αϊμάς, και επροξένουν θραύσιν εις τα βασιλικά και εις τον δενδρολίβανον. Απερίγραπτος ήτο η λύπη της Αϊμάς, ότε έβλεπε τα άνθη της και τα ευώδη της φυτά, δι' α είχε τόσον πολύ κοπιάσει,θραυόμενα ούτοι και καταστρεφόμενα. Επειδή δεν ήθελε να βλάψη τους μικρούς βοσκούς, ων ο μεγαλείτερος μόλις ήτο δεκαετής, δεν έκαμε κανέν παράπονον εις τον Μάχτον. Αλλ' εφαντάσθη άλλον τρόπον, δι'ου ήλπιζε να αφοπλίση τους δύο μικρούς βανδάλους. Έδρεψε παντός είδους ευώδη φυτά και τα προσέφερεν εις τους μικρούς βοσκούς,ειπούσα αυτοίς·
Μη ρίχνετε πέτραις, διότι κάμνετε κακόν. Με τα χέρια θέλουν κόψιμον αυτά τα πράγματα. Ιδού, λάβετε.
Οι δύο μικροί έπαυσαν την εσπέραν εκείνην να λιθοβολώσι. Την επαύριον όμως ήρχισαν εκ νέου τα αυτά.
Ιδούσα η Αϊμά ότι απέτυχε το άκρως αφελές εκείνο μέσον, εσκέφθη να μεταβή εις τον οίκον του αγρότου, και να παρακαλέση την μητέρα των δύο οχληρών να περιορίση ολίγον τας κακάς έξεις των. Τω όντι μετά δύο ημέρας μετέβη εις την μικράν έπαυλιν. Η γυνή του χωρικού ήτο ανίκανος όλως να παιδεύση τους δύο μικρούς διαβόλους. Ήτο μεγαλόσωμος γυνή, έχουσα δύο υπερμεγέθεις μαστούς κρεμαμένους έξω της τραχηλιάς, και ποτέ δεν κατώρθωσε να τους συμμαζεύση εις το περιστήθιόν της. Ήτο πελιδνή, λημώσα τους οφθαλμούς, αδρανής και άτονος. Ότε είδε την νέαν εισερχομένην,
— Τι θέλεις; τη είπε.
— Κυρά, είπεν ικετευτικώς η Αϊμά, να χαρής το στέφανόν σου και τα παιδιά σου, μίαν χάριν ήλθα να σου ζητήσω.
— Τι χάριν; είπεν η χωρική.
— Μάλωσε τα παιδιά σου να μη μου χαλνούν τον κήπον.
— Έχεις κήπον;
— Έχω ένα μικρόν.
— Και τι έχεις σπαρμένα; κρομμύδια, μαρούλια; . . .
— Όχι. Βασιλικούς και άλλα διάφορα μυριστικά.
— Ουφ! είπεν η χωρική, αισθανθείσα αηδίαν επί τη ματαιοπονία της νέας. Και τι σου χρησιμεύουν αυτά;
— Μ' αρέσουν, είπεν η Αϊμά.
— Και σου τα χαλνούν τα παιδιά μου;
— Ναι,
— Με ποίον τρόπον;
— Ρίχνουν πέτραις κάθε βράδυ.
— Κάθε βράδυ; Αλλά τα παιδιά μου πηγαίνουν με τον πατέρα των.Μήπως ευρίσκονται εδώ;
— Όταν έρχωνται, τέλος.
Η χωρική εσιώπησε.
— Σε παρακαλώ, κυρά, επανέλαβεν η νέα, μάλωσέ τα, να μη μου πειράζουν τα φυτά μου. Τι κακόν τους κάμνουν τα καϋμένα τα φυτά μου; Εγώ τα περιποιούμαι, τα ποτίζω, κοπιάζω τόσον δι' αυτά. Δεν είνε κρίμα να μου ρίχνουν πέτραις, να μου τα καταστρέφουν;
— Και τι πταίω εγώ; είπεν η χωρική.
— Δεν λέγω πως πταίεις, αλλά να τα μαλώσης, κυρά. Μου φαίνεται ότι ως μητέρα ειμπορείς πολύ καλά να τα παιδεύσης.
— Είνε παιδεμμένα τα παιδιά μου, είπεν η γυνή τρωθείσα.
— Ειμπορεί να είνε παιδεμμένα, αλλ' ας μη βλάπτουν τον κήπον μου.
— Θα τα επείραξες τίποτε.
— Εγώ; είπεν η νέα αγανακτούσα. Εγώ τα επείραξα; Και τι είχα εγώ να κάμω με αυτά; Όχι μόνον δεν τα επείραξα, αλλ' ουδέ είπα εις τον αδελφόν μου να τα πειράξη, ενώ αν το έλεγα, τότε δεν θα είχα ανάγκην να σας παρακαλέσω διά τίποτε. Αλλά θέλω με το καλόν.
— Δεν εκατάλαβα τι είπες, είπεν η αγρότις.
— Είπα ότι, αν το έλεγα του Μάχτου τι τρέχει, ο Μάχτος δεν χωρατεύει, και θα τα έδερνε.
— Έχομε και απ' αυτά; έκραξεν η χωρική· μας φοβερίζεις κι' όλας,παληογύφτισσα! Φεύγ' απ' εδώ, να μην έλθουν τώρα, και σου σχίσουν το φουστάνι…
Η Αϊμά ησθάνθη το αίμα της αναβαίνον εις την κεφαλήν, και πρώτην φοράν εις την ζωήν της κατελήφθη υπό επιθυμίας όπως πνίξη άνθρωπον. Εν τούτοις συνέσχε τον θυμόν της, ενθυμηθείσα ότι ευρίσκετο εις τον οίκον της γυναικός εκείνης, και δεν θα έπραττε καλώς. Τη είπεν όμως με φωνήν τρέμουσαν·
— Δεν φέρεσαι καλά, κυρά· εγώ ήλθα να σε παρακαλέσω δι' ένα μικρόν πράγμα, καθώς ενόμιζα, και συ το έκαμες βουνόν. Ας είνε,εγώ θα παραπονεθώ και εις τον άνδρα σου ακόμη, και ελπίζω εκείνος να φερθή διακριτικώτερα.
— Φεύγ' απ' εδώ, έγρυξεν η χωρική.
Η Αϊμά εξήλθεν εκ της μικράς επαύλεως αιδήμων και τεταραγμένη.Εκυριεύθη δε υπό τοσαύτης λύπης, ώστε επί πολύ περιεπάτει αλλόφρων, και εξετράπη απροσέκτως εκ της οδού. Ότε ήλθεν εις εαυτήν ενόησεν ότι ήτο μακράν της οδού αυτής, και είχεν ανάγκην να περιγράψη μέγαν κύκλον, όπως παρακάμψη τα βραχώδη μέρη της ακτής και επανέλθη εις την καλύβην της. Είχε δε δύσει αρτίως ο ήλιος,και η αμφιλύκη ήρχιζε να πίπτη επί την γην. Η νεάνις ετάχυνε το βήμα. Ευτυχώς εγνώριζε καλώς όλα τα μονοπάτια των πέριξ μερών.
Φθάσασα εις ρεύμα τι, όπερ ώφειλε να διαβή, όπως ανέλθη εις το ύψωμα το κείμενον αντικρύ της καλύβης, ησθάνθη φόβον. Το μέρος ήτο σκιερόν και υγρόν, θάμνοι δε και καλαμώνες πυκνοί υψούντο πέριξ.Πάντοτε εφοβείτο να διαβή νύκτα διά του ρεύματος εκείνου. Και δεν ήτο μεν νυξ, αλλ' επέκειτο. Ευτυχώς βλέπει αιφνιδίως εκεί ένα ίππον προσδεδεμένον εις κορμόν δένδρου, και ακούει φωνήν ανθρωπίνην. Δύο άνθρωποι εκάθηντο παρά την οδόν και συνδιελέγοντο.Η Αϊμά δεν ήκουσε τι έλεγαν, καθότι δεν είχε περιέργειαν ν' ακούση λέξεις, αλλ' επεθύμει φωνήν ανθρωπίνην.
Τους εχαιρέτισε και διέβη. Αλλ' αίφνης η φωνή του ενός των δύο ανθρώπων παρήγαγε παλμούς εις την καρδίαν της. Η νέα εσταμάτησεν άκουσα. Ηκροάσθη μετά προσοχής. Τω όντι δεν ηπατάτο. Η φωνή ήτο γνωστή εις την ακοήν της. Ηδύνατο να μη την είχεν ακούσει από πολλών ετών, αλλ' όμως δεν την είχε λησμονήσει. Η φωνή αύτη ενεποίησε βόμβον και ζάλην εις την κεφαλήν της. Τη ενθύμιζε παλαιόν τι συμβάν, φοβερόν συμβάν της βρεφικής ηλικίας της. Και οποία τρομερά, αλλά και εναργής ανάμνησις! Πάντα τα άλλα του παλαιού εκείνου χρόνου ήσαν συγκεχυμένα εν τη διανοία αυτής, μόνον η ανάμνησις αύτη έμενε σαφής. Ηκροάσθη πάλιν. Τω όντι, ήτο η φωνή,η φωνή ης τον ήχον δεν είχε λησμονήσει.
Οι δύο οδοιπόροι παρετήρησαν ότι είχε σταματήσει η νέα, και η προσοχή των εστράφη προς αυτήν.
— Τι τρέχει; Μήπως θέλεις τίποτε, κόρη; είπεν ο ανήρ, ου είχεν αναγνωρίσει την φωνήν η Αϊμά.
— Όχι, εψέλλισεν η νεάνις.
Ο απευθύνας την ανωτέρω ερώτησιν ήτο γηραλέος ανήρ, και εφαίνετο σεβάσμιος. Ηγέρθη και επλησίασεν εις την νέαν.
— Μήπως έχεις ανάγκην από τίποτε; Μήπως έχασες τον δρόμον;
Η Αϊμά είδεν οπωσούν καλώς τους χαρακτήρας του ανθρώπου τούτου,και έφριξεν. Όχι μόνον η φωνή, αλλά και η μορφή αυτού αλλόκοτον εντύπωσιν τη επροξένει.
— Πού υπάγεις; ηρώτησεν ο ξένος.
Η Αϊμά δεν απήντησεν. Επεθύμει να φύγη, και δεν ηδύνατο. Το συνέχον αυτήν αίσθημα ήτο κράμα φόβου, συγκινήσεως και δειλίας.
— Μήπως ονειρεύομαι; έλεγε καθ' εαυτήν.
— Πού κατοικείς; τη είπε μετ' αγαθότητος ο ξένος.
Η νέα εψεύσθη. Αγνοώ αν τυχαίως ή εκ προθέσεως.
— Κατοικώ πολύ μακράν, εψιθύρισεν.
Αλλ' ο άγνωστος έλαβε τότε ενδιαφέρον.
— Ειπέ εις ποίον μέρος, διά να σε οδηγήσωμεν εκεί. Δύνασαι να αναβής εις τον ίππον μου, αν είσαι κουρασμένη.
— Όχι, είπεν η Αϊμά.
— Θεόδωρε! έκραξεν ο ξένος προς τον σύντροφόν του.
— Τι διατάττει ο άρχων; απήντησεν ο Θεόδωρος.
— Θα αναβιβάσης αυτήν την κόρην εις τον ίππον. Ημείς περιπατούμεν πεζοί.
— Ορισμός σας, άρχων!
— Είνε λοιπόν άρχων; είπε καθ' εαυτήν η Αϊμά. Αλλ' εκείνος τότε,
ο ιδικός μου, εφαίνετο επαίτης. Δεν θα είνε αυτός.

— Έλα λοιπόν, κόρη, είπεν ο &άρχων&, λαβών την χείρα της νέας. Μη
συστέλλεσαι. Να μας είπης μόνον πού θέλεις να σε φέρωμεν.

Εις την επαφήν της χειρός εκείνης, η Αϊμά ησθάνθη παράδοξον φρικίασιν. Απώθησε την χείρα, και ετράπη εις φυγήν, αφήσασα εκπλήκτους τους δυο ανθρώπους.
— Πού υπάγεις, κόρη; έκραξεν ο &άρχων&.
— Θα είνε τρελή, είπεν ο Θεόδωρος.
Το συμπέρασμα τούτο ηναγκάσθη να παραδεχθή και ο &άρχων&προσωρινώς Αλλ' ύστερον εσκέφθη, και ανεύρεν απορίας και φόβους εις την συνείδησίν του. Η σκέψις δε αύτη προήγαγεν αυτόν εις το να συλλάβη υπονοίας, ας επί μακρόν χρόνον έμελλε να ανακυκά εν τη ψυχή.
Εν τούτοις η Αϊμά είχε γείνει άφαντος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ'.

Αι γειτονοπούλαι.
Από τινος χρόνου και άλλο τι ηνώχλει την Αϊμάν. Σχεδόν καθ'εκάστην, ότε μετέβαινεν ίνα αντλήση ύδωρ εκ του φρέατος ή δι'άλλον έργον απεμακρύνετο εκ της καλύβης, νέος τις διήρχετο,ίστατο, έφευγεν, επανήρχετο και την ωφθαλμοβόλει αδιακόπως. Ήτο δε ούτος ο γνώριμος ημών Σκούντας, ο επιλεγόμενος Περίδρομος,διαβόητος αλήτης καθ' όλα τα περίχωρα. Η Αϊμά δεν εγνώριζεν ούτε αυτόν ούτε το επάγγελμά του. Ουδεμίαν αντιπάθειαν είχε προς αυτόν,αλλ' όμως εις μάτην εκείνος εξετέλει εις τα πέριξ τόσους δρόμους.Η πνοή αυτού δεν ήτο τόσον ισχυρά, όπως ανοίξη τον κάλυκα. Η Αϊμά δεν ησθάνετο ουδέν εν τη καρδία. Ουδέν άλλο ηγάπα ειμή το φως, την αύραν, τα άνθη και την εργασίαν. Ο προς την οικογένειαν των χαλκέων σύνδεσμος αυτής δεν ήτο στοργή. Πλην του Μάχτου, όστις είξευρε να περιποιήται αυτήν στοιχειωδώς, προς ουδένα άλλον είχε συμπάθειαν. Ο Βούγκος, καίπερ λίαν αφελής τους τρόπους, μετείχεν ολίγον της βαναυσότητος του γέροντος. Η δε γραία θα ήτο ανεκτή, αν δεν είχε τους δύο μακρούς οδόντας κρεμαμένους έξω του στόματος. Το συνδέον αυτήν προς την οικογένειαν εκείνην πλειότερον ακόμη και του άρτου και της στέγης και της συνηθείας, ήτο το κοινόν των παθημάτων. Το όνομα &γύφτισσα&, το ζοφερόν τούτο μορμολύκειον των νηπίων, το κατάμαυρον εκ σκωρίας και καπνού, ο κεραυνός ούτος της περιφρονήσεως, ο εκσφενδονιζόμενος καθ' εκάστην κατά των δυστυχών εκείνων πλασμάτων, δεν ερρίπτετο μόνον κατά της δυστυχούς γραίας,ερρίπτετο και κατ' αυτής της Αϊμάς. Πας διαβάτης, παν παιδίον, πας μοχθηρός γείτων, πάσα κακότροπος γραυς εξετόξευε το βέλος τούτο κατά της ατυχούς Αϊμάς. Τι να πράξη τότε; Αναλογιζομένη ότι ήτο γύφτισσα, ότι ήτο καταδικασμένη να είνε γύφτισσα, ώφειλε τουλάχιστον να συμπονή τους συναδέλφους αυτής εν τη δυστυχία.Πανταχού όπου μετέβαινεν, όπου ίστατο, όθεν διήρχετο, ερρίπτετο κατ' αυτής ως λίθος αναθέματος η λέξις αύτη. Γειτονοπούλαι τινες ήσαν τόσον μοχθηραί (λέγομεν τας κατοικούσας τρία ή τέσσαρα στάδια μακράν, διότι δεν υπήρχον άλλαι πλησιέστεραι), ώστε ουδ' ετόλμα ποτέ η Αϊμά να διαβή υπό τα παράθυρα αυτών. Η μία τούτων ήρκει να την ίδη, και παρευθύς εσάλπιζε σύναξιν. Εκτύπα τας παλάμας ως κώδωνα, ύψου ως σύριγγα την φωνήν, και ανέκραζεν·
— Η γυφτοπούλα! Η γυφτοπούλα!
Και όλαι αι γειτόνισσαι, όσαι δεν είχον εργασίαν να κάμουν,έτρεχον. Είνε δε περίεργον πόσον ολίγον απητείτο (και ίσως γενικώς ισχύει τούτο), όπως επιφέρη άκραν θυμηδίαν και ιλαρότητα εις εκείνην την συναναστροφήν. Τα πάντα εφαίνοντο αστεία εις τας γειτονοπούλας εκείνας, χωρίς να είνε τοιαύτα. Αι γυναίκες εκείναι εφαιδρύνοντο, εκάγχαζον, εξεκαρδίζοντο άνευ αιτίας σχεδόν. Διότι,αυστηρώς αν κρίνωμεν τα πράγματα, η Αϊμά ουδέν το γελοίον είχεν.Αλλ' αι καλαί γειτόνισσαι εγέλων, μόνον διότι ήτο γυφτοπούλα. Διά του ονόματος τούτου εξεδικούντο δι' ό,τι φοβερόν υπέστησάν ποτε εκ του άλλου τύπου, &γύφτισσα&. Διότι η Αϊμά, παρά πάσαν την σοβαρότητά της, εφαίνετο φαιδρά, ένεκα της νεότητος αυτής. Η μήτηρ της όμως, με τους δύο προκύπτοντας και επικαμπείς οδόντας, ήτο το φόβητρον όλων των μικρών παιδίων.
Από παραθύρου εις παράθυρον, περί την πρώτην αμφιλύκην της εσπέρας, συνήπτοντο πολλάκις διάλογοι οίος ο εξής μεταξύ νεαρών γυναικών, και ηδύνατο ο διαβάτης να τους ακούση·
— Γειτόνισσα!
— Τι θέλεις;
— Είδες την Γυφτοπούλαν;
— Όχι.
— Κρίμα!
— Διατί;
— Είνε τόσον νόστιμη!
— Αστειεύεσαι!
— Όχι.
— Αλήθεια;
— Να χαρώ τα μάτια μου.
— Και πώς σου ήλθεν αυτό;
— Να σου ειπώ, δεν είνε τόσον άσχημη.
— Είνε πολύ μαύρη.
— Σου φαίνεται;
— Βέβαια.
— Θα είνε άνιφτη, πιστεύω.
— Να νίπτωνται λέγεις ποτέ, αυταίς η Τσιγγάναις;
— Ποιος ξεύρει;
— Αλλά, ως γυφτοπούλα, δεν φαίνεται και πολύ μαύρη.
— Όχι.
— Και ίσως, αν εσυνείθιζε να νίπτεται…
Η γειτόνισσα εκάγχαζε, προφανώς χωρίς νακούση κανέν αστείον. Και ούτως αι εύθυμοι εκείναι νέαι εύρισκον εύκολον διασκέδασιν. Η Αϊμά ετρέπετο εις φυγήν, οσάκις έβλεπεν όμιλον δύο ή τριών γυναικών επί το αυτό. Ημέραν τινά εις το φρέαρ προτού να γεμίση ακόμη την στάμναν της, έφθασαν τέσσαρες νεαραί γυναίκες όπως αντλήσωσι. Και τότε εύρον πρόχειρον θύμα.
— Α! η γυφτοπούλα! Εδώ είσαι;
— Γυφτοπούλα, τι κάμνεις;
— Καλά, εψέλλισεν η Αϊμά ενοχληθείσα, και επέσπευσεν όπως ανασύρη το ταχύτερον δύο ή τρία ιβάνια ύδατος και απογεμίση την λάγηνον.
— Και πώς δεν σε βλέπομεν, γυφτοπούλα;
— Μη την πειράζης, είπεν άλλη, δεν έχει την όρεξίν σου,
— Και δεν μας λες, γυφτοπούλα, πώς περνάς τον καιρόν σου;
— Και πού κρύβεσαι και δεν σε βλέπομεν συχνά;
— Γυφτοπούλα, είπεν άλλη των γυναικών, ένα πράγμα ήθελα να σ'ερωτήσω. Αληθεύει, ότι εσείς, η φυλή σας, τρώγετε ανθρώπινον κρέας;
— Μπα, αυτό δεν το κάμνουν, μη κολάζεσαι άδικα.
— Και ότι ξεχώνετε την νύκτα τους πεθαμένους και τους γδύνετε;
— Τέτοιο φριχτό πράγμα!
— Πιστεύεις να το κάμνουν αυτό;
— Μήπως είνε αυτοί άνθρωποι σαν ημάς;
— Αυτοί είνε άπιστοι.
— Άθρησκοι.
— Αφύσικοι.
— Και κάμνουν και μαγείας.
— Το κάμνετε και αυτό, γυφτοπούλα;
— Αυτό το πιστεύω.
— Τίποτε δεν αφήνουν.
— Όλα τα διαβολικά εις ενέργειαν τα έχουν.
— Τι ασυνείδητοι!
— Και άλλα χειρότερα ακόμα.
— Είνε και άλλα χειρότερα;
— Βέβαια.
— Σαν τι;
— Αυτοί παίρνονται αναμεταξύ τους, αδελφός με αδελφή, πατέρας με κόρη.
— Τι λέγεις!
— Δεν το πιστεύεις;
— Ερώτησε την Γυφτοπούλαν.
— Γυφτοπούλα, είνε αληθές;
Η Αϊμά είχε τελειώσει το άντλημα και ητοιμάζετο να άρη την λάγηνον επ' ώμων. Αγνοείται αν το ερύθημα, όπερ έβαπτε τας παρειάς της,προήλθεν εκ του κόπου και εκ της σωματικής κινήσεως, ην έκαμε κύψασα προς την γην όπως αναλάβη την βαρείαν στάμνον.
Την στιγμήν εκείνην εξέλεξεν η τολμηροτέρα των τεσσάρων γυναικών,όπως τη δώση το τελευταίον κτύπημα.
— Γυφτοπούλα, είπεν, είνε αληθές ότι κάμνεις τον έρωτα με τον αδελφόν σου;
Η Αϊμά δεν ησθάνθη πλειοτέραν αγανάκτησιν προς το άκουσμα της διαβολής ταύτης. Έλεγε καθ' εαυτήν ότι είνε ψεύδος, και δεν την έμελεν. Ουδ' ενόει ευκρινώς ποίαν έννοιαν είχον οι λόγοι ούτοι,και αν είχον δ' έννοιάν τινα, πάλιν ώφειλε να είνε ψευδής αύτη.Είχε φορτωθή την στάμναν και απεμακρύνθη.
Εν τούτοις τα παρά των γυναικών τούτων εκπεμπόμενα βέλη δεν ήσαν τα δριμύτατα. Υπήρχεν άλλη τις τάξις, η τάξις των γραϊδίων, ων οι ονειδισμοί ουδεμίαν είχον φαιδρότητα, αλλ' ωμοίαζον με βέλη αγρίων. Μία τούτων, ήτις κατώκει μόνη εις οπήν τινα υποχθόνιον,ουχί μακράν της καλύβης των χαλκέων, ωνομάζετο δε κοινώς&Εφταλουτρού&, ήτο το φόβητρον της δυστυχούς νέας. Η γραυς αύτη εκράτει οζώδη ράβδον, δι' ης υπεστήριζε το βήμα, έτρεμε, και είχεν επί της ράχεως δύο ογκώδεις ύβους ουχί ισομεγέθεις. Ο είς ήτο διπλάσιος του ετέρου, και υψούτο προς τον δεξιόν ώμον. Τούτο έδιδεν εις το κυρτόν σώμα της γραίας τοιαύτην ροπήν, ώστε εβάδιζε πάντοτε με την μίαν πλευράν, την ευώνυμον, ήτις έκλινεν χαμηλότερον προς το έδαφος.
Η Εφταλουτρού εξήρχετο δις της ημέρας εκ της φωλεάς της, και έκαμνε γύρον περί την ακτήν επεσκέπτετο όλας τας οικίας, και εισέπραττεν ουχί ελεημοσύνην, αλλά φόρον παρ' όλων των γυναικών.Διότι την εφοβούντο, και δεν ηδύναντο να μη της δώσουν κάτι. Εάν εύρισκε θύραν τινά κλειστήν, δεν έφευγεν. Εστρώνετο επί του κατωφλίου και ήρχιζε με ικεσίας πρώτον και με υποκοριστικά λέγουσα·
— Ανοίξατε την πορτίτσα σας εις την φτωχήν, την άμοιρην, την έρημην γρήτσα. Θα σας δώσω την ευχούλα μου, να τα χιλιάνετε, να τα μυριάνετε, να πάρετε τα χρονάκια μου, όχι τα βάσανά μου. Πάντα μοναχή, έρημη και σκοτεινή ζω εις αυτόν τον κοσμάκη. Δεν έχω ψωμάκι, δεν έχω λαδάκι, δεν έχω φαγάκι. Ανοίξατε την πορτούλα σας χριστιαναίς.
Αν η οικοδέσποινα εκάμπτετο ευθύς και ήνοιγε το έν θυρόφυλλον, η γραία εστήριζε τον ύβον της ως μοχλόν επ' αυτού, μετεχειρίζετο ως αντηρίδα την βακτηρίαν της και εισεχώρει εις την οικίαν. Τούτου καταργουμένου, μετέβαινε και εγκαθιδρύετο παρά την εστίαν, μεθ'όλους τους μορφασμούς της οικοδεσποίνης. Τότε αύτη τη έδιδε τεμάχιον άρτου.
— Τι να το κάμω ψωμί μοναχό; έγρυζεν η γραία. Δόσε μου και ολίγο τυράκι, δυο ελήτσαις ή άλλο τίποτα.
Η οικοδέσποινα τη έδιδε τότε ό,τι ευρίσκετο εις το ερμάριον.
— Νάχης την ευχίτσα μου, έλεγεν η Εφταλουτρού. Δόσε μου και λίγο λαδάκι, ν' ανάψω το καντήλι.
Και ανέσυρεν εκ του θυλάκου, ον είχεν εις την εσθήτα της εις βάθος τριών σπιθαμών, μικράν φιάλην, και την επαρουσίαζε προς την οικοδέσποιναν. Αύτη εκούσα άκουσα εγέμιζεν με έλαιον την φιάλην.
— Να χαρής τα νειάτα σου, να ζήσης, να ιδής τέκνα τέκνων δεν σου βρίσκεται κανένα παληό υποκάμισο, καμμιά μαντήλα, κανένα μισοφούστανο…
— Δεν μου περισσεύει τέτοιο πράγμα, έλεγεν η οικοκυρά. Μακάρι να είχα.
— Για ψάξε, κόρη μου, ειμπορεί να ευρεθή. Κάμε τον κόπον. Η οικοδέσποινα εκούσα άκουσα της έδιδεν ημιτριβή τινα μανδήλαν. Η γραία την εδίπλονε και την έρριπτεν εις τον πυθμένα του θυλάκου της. Ελέγετο δε ότι τα τοιαύτα ενδύματα, όσα κατώρθου συχνάκις να αποσπά, τα επώλει εις τους εβραίους μεταπράτας, οίτινες ήρχοντο είς τον τόπον από καιρού εις καιρόν.
— Δώσε μου και δυο κάρβουνα, κόρη μου, έλεγεν είτα η γραία. Ήθελα ν' ανάψω ολίγη φωτίτσα, να πυρωθώ. Κρύο, κόρη μου, κάμνει κρύο εις εκείνη την τρύπα.
Η οικοδέσποινα της έδιδε και κάρβουνα. Είτα η γραία εζήτει προσέτι οίνον, όξος, καυσόξυλα, δαδίον, και άλλα πολλά. Αφού δ' έμενεν επί πολλάς ώρας, απήρχετο τέλος περί την δύσιν του ηλίου αποκομίζουσα όλα τα λάφυρα. Ταύτα συνέβαιναν καθ' εκάστην, αν η οικοδέσποινα τη ήνοιγε την θύραν. Αν όμως εσκληρύνετο και δεν ήθελε να τη ανοίξη,τότε η γραία από των ικεσιών μετέβαινεν εις τας επιπλήξεις και παραινέσεις.
— Τόσον σκληραίς και αδιάκριταις είσθε! Μη το παίρνετε απάνω σας.Ο κόσμος είνε σφαίρα και γυρίζει. Κ' εγώ είδα χρόνια, κ' εγώ είδα ευτυχίαις. Μην είσθε παράξεναις. Θα το μετανοήσετε. Και σεις θα γεράσετε. Εις αυτόν τον κόσμον είδαμεν δα πολλά. Μη θαρρείτε πως θα είσθε πάντα νέαις, πως θα έχετε πάντα τους άνδραις σας να σας κουβαλούν. Έχετε του κόσμου τα καλά, μα είναι ψεύτικα. Έρχεται μια ώρα και γίνονται άφαντα όλα. Φαγητά, πιοτά, στολίδια, φορεσιές,ασημικά, διαμαντικά, όλα φεύγουν. Κ' εγώ είχα. Τώρα δεν έχω ουδέ ψωμί.
Η οικοδέσποινα επτοείτο συνήθως εκ των λόγων τούτων και ήνοιγεν.Αν όμως επέμενεν αύτη εις την απόφασίν της, τότε η Εφταλουτρού από των παραινέσεων μεθίστατο εις τας λοιδορίας,
— Κακή και διεστραμμένη! Άσπλαχνη και αγλύκαντη! Μην είσαι δα τόσον υπερήφανη. Η κακή σου γνώμη θα σε βλάψη. Πολύ γρήγορα το επήρες επάνω σου. Δεν είδα γυναίκα ανόητη σαν εσέ. Τι εθάρρεψες δα, πως είσαι καμμιά νοικοκυρά, από κείναις; Επίστεψες πως ήθελα να ζητήσω τίποτα; Και τι έχεις να μου δώσης; Τι έκλεισες την πόρτα σου; Έχει καμμιά την ανάγκη σου, θαρρείς; Και πού ηκούσθη να ζητήσωμεν ελεημοσύνην από μίαν ολόγυμνην, από μίαν τσιτσάνω, από μίαν ψώραν!..
Τέλος, αφού και το τελευταίον επιχείρημα δεν έπειθε την οικοδέσποιναν, η γραία μετέπιπτεν από των λοιδοριών εις τας αράς και βλασφημίας, ων ο χείμαρρος έρρεε τόσον προχείρως και δαψιλώς από του λάρυγγος αυτής, όσον και η βρύσις των φιλοφρονήσεων και των θωπευμάτων.
— Αστραπή και πούλβερη, φωτιά και αστροπελέκι να πέση εις το ερμάδι σου, να το κάψη, να το κάμη στάχτη και κορνιαχτό!… Κακή χολέρα να σας κόψη, μαύρη πανούκλα και οστρακιά να σας θερίση!Καθώς έκλεισες την πόρτα σου, έτσι να μένη πάντα κλειστή, κλειστή ναι, και ποτέ να μην ανοίξη. Να ρημάξη το ερμαδιακό σου, να πέση,να βουλιάξη, να καή. Ο χρόνος να μη σε 'βγάλη, ο μήνας να μη σ'εύρη, πέντε να είν' αι ώραις σου. Να σαβανώσης τον άντρα σου ανήμερα τη λαμπρή και να θάψης ταις &κλήραις σου&. Κακή τρομάρα και συμφορά να σας έλθη! Από πνίξιμο να μη γλυτώσης, από σεισμό και καταποντισμό να μη σωθής. Να πέση το έρμο σου να σε πλακώση,τα σκυλιά να σε τραβούν, τα φείδια να σε φάγουν, και του χρόνου να μη σώσης, αμήν, Παναγία μου.
Το αποτέλεσμα της τοιαύτης σκηνής ήτο, ότι συνήθως η οικοδέσποινα μη δυναμένη ν' ανέχηται τας τοσαύτας αράς, ήνοιγε βιαίως την θύραν, και κατεδίωκε με σανίδα τινά την γραίαν. Αλλ' αύτη ήτο ήδη μακράν, και άμα εκπέμπουσα τους κεραυνούς της, έφευγε. Παράδοξον δε ότι μ' όλον τον δίδυμον ύβον και τον συνεχή τρόμον του σώματος,τα σκέλη της τότε ανελάμβανον ασυνήθη δύναμιν, και έτρεχε.Συνείθιζε δε εις την οδόν, ότε έβλεπε μακρόθεν προσερχόμενον διαβάτην, να αρχίζη συχνόν και παρατεταμένον γογγυσμόν, όστις έπαυεν ευθύς ως ο διαβάτης παρήρχετο.
Η τοιαύτη γραία, οσάκις συνήντα την Αϊμάν, αν μάλιστα ετύγχανεν επιστρέφουσα εξ αποτυχούσης επιδρομής, οίαν περιεγράψαμεν ανωτέρω,εξέσπα κατά της αθώας νεανίδος πάσαν την οργήν και την λύσσαν της αποτυχίας, ως να της έπταιεν αυτή τίποτε.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε'.

Η μαντεία.
Ήρκει να παρατηρήση αυτήν πόρρωθεν, και κύπτουσα προς την γην, εξ ης η ρις της δεν απείχε πολύ, ελάμβανε λίθον και εξεσφενδόνιζεν αυτόν κατά της νέας κόρης, κράζουσα·
— Εδώ είσαι, άπιστη; Εδώ είσαι, άθεη; Πάντα εσένα θα βλέπω; Πάντα εμπροστά 'στά ' μάτια μου 'βρίσκεσαι; Δεν πάγεις εις καμμίαν τρύπαν να χωθής, να μη σε βλέπω!
Η Αϊμά δεν ησθάνθη ποτέ πικρίαν εξ ουδενός πράγματος. Όλα έβλεπε μειδιώντα πέριξ της, ουχί ότι εμειδίων δι αυτήν, διότι δεν είχε ζηλευτήν τύχην, αλλά δύναμαι να είπω ότι η νέα τοις εδάνειζε το μειδίαμα τούτο, επιστρέφον και αντανακλώμενον επ' αυτήν, και εις αυτήν μόνην ορατόν. Αλλά δεν ηδυνήθη ποτέ να εννοήση και την μοχθηρίαν της γραίας ταύτης. Έλεγεν αφελώς·
— Τι σου έκαμα;…
Τούτο δε υπήρξεν η πρώτη σταγών χολής η εγχυθείσα εις την καρδίαν της, και εγέννησεν απαισίους λογισμούς. Ήτο άρα μοχθηρά η ανθρωπότης, ή αύτη η κόρη ήτο αξία μίσους; Αλλά διατί;
Εν τούτοις το παρηγορήσαν αυτήν ήτο ότι δεν ήσαν πάσαι αι γραίαι εξ ίσου κακαί. Τουλάχιστον ημέραν τινά απήντησε μίαν, ήτις έδειξε προς αυτήν μεγίστην αγαθότητα. Αλλ' όμως το πράγμα, όπως συνέβη,ηδύνατο να το εκλάβη ως απατηλήν οπτασίαν, διότι η γραία εκείνη πρώτην και τελευταίαν φοράν ώφθη, ουδ' είξευρέ τις πόθεν ήρχετο και πού διηυθύνετο, ουδέ την είδεν έκτοτε ανθρώπινον όμμα είτε παρά την ακτήν, είτε εις την κώμην, είτε παρά την συνοικίαν των αλιέων. Εφόρει δε αλλόκοτον εσθήτα, ασυνήθη εις τον τόπον, και ελθούσα Κυριακήν τινα πρωί έκρουσε την θύραν της καλύβης. Η Αϊμά ήτο μόνη. Η μήτηρ Αθιγγανίς είχεν ακολουθήσει τους δύο υιούς της και τον άνδρα της εις την συνήθη εκδρομήν. Εγερθέντες λίαν πρωί εφορτώθησαν πυράγρας, εσχάρας, καρφία και άλλα τεχνήματα, και απήλθον ίνα τα πωλήσωσιν εις τα περίχωρα. Η δε Αϊμά μόλις είχεν εγερθή και ενεδύετο. Διενοείτο δε ότι, επειδή ήτο Κυριακή, οι χριστιανοί θα ήσαν εις την λειτουργίαν, και θα προσηύχοντο. Αύτη δεν είξευρε να δεηθή, διότι δεν την είχον διδάξει καμμίαν θρησκείαν. Και όμως πολλάκις ησθάνετο την ανάγκην να ψιθυρίζη αυτοσχεδίους δεήσεις. Περί τούτου ηρώτησε τον πατέρα της, τον Πρωτόγυφτον (ούτως ωνομάζετο υπό των περιοίκων, αγνοούντων αν είχε κύριον τι όνομα), αν είνε καλόν να φοιτά εις την εκκλησίαν και να προσεύχηται. Ο γέρων απήντησε διά του συνήθους αυτώ γρυσμού, όστις αν είχεν έννοιάν τινα, θα εσήμαινε βεβαίως ότι «οι γύφτοι δεν έχουν εκκλησίαν».
— Διατί, πατέρα: είπεν η Αϊμά.
— Δεν ειξεύρω.
— Δεν τους δέχονται μέσα;
— Δεν υπήγα ποτέ, είπεν ο γέρων, αλλ' αν επήγαινα θα μ' έδιωχναν.
— Είνε λοιπόν εμποδισμένον;
— Δεν ειξεύρω.
— Και δεν είμεθα ημείς βαπτισμένοι;
— Δι' αυτό ερώτα την μητέρα σου.
Η Αϊμά έσπευσε να ερωτήση την μητέρα Γύφτισσαν, τρέψασα την ερώτησιν επί το ατομικώτερον.
— Μητέρα, είμ' εγώ βαπτισμένη;
— Δεν ειξεύρω, απήντησεν αδιστάκτως η Γύφτισσα.
Βεβαίως δε, αν ηδύνατο να σκεφθή, ήθελε μετανοήσει διότι έσπευσε ν' απαντήση ούτω. Η απάντησις αύτη έκαμε την Αϊμάν να πεισθή περί όσων αμφέβαλλε. Δεν είξευρεν αν η κόρη της ήτο βαπτισμένη. Δεν ήτο άρα η μήτηρ της.
Περί τούτου εσκέπτετο καθ' εκάστην η Αϊμά. Πλην της αναμνήσεως,ήτις έλαμπεν ως λύχνος ανημμένος εν τη συνειδήσει, υπήρχον και άλλαι ενδόμυχοι νύξεις, υπήρχε φωνή τις ήτις εψιθύριζε λίαν ηρέμα,ώστε να μη ανατέλλη μηδεμία κακή εντύπωσις επί του προσώπου της κόρης, αλλ' αρκούντως μεγαλοφώνως ώστε ν' ακούηται υπό της καρδίας αυτής, υπήρχε φωνή ψελλίζουσα ότι δεν ήτο η Αϊμά γνησία κόρη της οικογενείας εκείνης. Αλλ' η γραία γύφτισσα οσάκις ηρωτάτο περί τούτου υπό των περιέργων και των οχληρών, εκήρυττε μεγαλοφώνως και εβεβαίου μεθ' όρκου ότι, η Αϊμά ήτο θυγάτηρ της. Ίσως δε και αυτή επί τέλους κατήντησε να το πιστεύση.
Η ξένη έκρουσεν, ως είπομεν, την θύραν. Η Αϊμα έκραξε·
— Ποίος είνε;
— Άνοιξε, Αϊμά.
Η φωνή αυτή προυξένησεν απορίαν εις την νέαν. Πλην των μελών της οικογενείας, ουδείς άλλος εκάλει αυτήν ονομαστί. Οι άλλοι την ωνόμαζον Γυφτοπούλαν. Αλλά τώρα ήτο γυναικεία φωνή, φωνή εύηχος και μειλιχία, ήτις κατ' ουδέν ωμοίαζε με την βραγχνήν φωνήν της μητρός της. Τις άρα ηδύνατο να είνε;
Η Αϊμά εβράδυνεν ολίγον να μεταβή προς την θύραν. Η ξένη επανέλαβεν·
— Άνοιξε, σε παρακαλώ, Αϊμά.
Η κόρη, χωρίς να αισθανθή φόβον, ελθούσα ήνοιξεν. Εισήλθε δε γυνή υψηλή, εύσωμος, φέρουσα τα σημεία του γήρως επί της μορφής. Αλλά το γήρας τούτο ήτο ιλαρόν και εύχαρι. Υπό τον λευκόν κρήδεμνον,όστις εκάλυπτε την κεφαλήν, εφαίνοντο οι πολιοί βόστρυχοι της κόμης, στιλπνοί και οιονεί επάργυροι. Εφόρει δε ποδήρη εσθήτα φαιάν και κιτρινοβαφή. Η Αϊμά την παρετήρησε μετά περιέργειας. Ήτο η πρώτη φορά καθ' ην έβλεπε την γυναίκα ταύτην.
Η ξένη προέβη εις τα έσω της καλύβης και περιειργάζετο μετά πολλού διαφέροντος πάντα όσα έβλεπεν. Ηρεμαία τις απόχρωσις λύπης και οίκτου εσκίασε την μορφήν της. Το λεπτόν τούτο νέφος παρετήρησεν η Αϊμά. Ησθάνθη δε ευθύς συμπάθειαν προς την ξένην, και ουδεμία κακή ιδέα διέβη διά της φαντασίας της.
— Δος μοι έν κάθισμα, διότι είμαι πολύ κουρασμένη, Αϊμά,
Η νέα έσπευσε να προσφέρη αυτή τον μόνον σκίμποδα, όστις ευρίσκετο εν τη καλύβη. Καθίσασα η ξένη έρριψε παρατεταμένον βλέμμα επί της κόρης. Αύτη ησθάνθη ηλεκτρικήν την επίδρασιν του βλέμματος τούτου,και εταπείνωσε τους οφθαλμούς.
— Αϊμά, σε λυπούμαι, κόρη μου, είπεν η ξένη.
— Διατί με λυπείσθε; είπεν Αϊμά.
— Διότι σε αγαπώ, απήντησεν η ξένη.
— Και πώς με γνωρίζετε;
— Ω, σε γνωρίζω πάντοτε, σε γνωρίζω από του λίκνου σου, Αϊμά.
— Αληθώς; είπεν η νέα, και οι οφθαλμοί της ήστραψαν.
— Σε γνωρίζω από της μήτρας, σε γνωρίζω και προ της συλλήψεως
Η Αϊμά δεν ενόει πλέον.
— Προτού να γεννηθής και να συλληφθής σ' εγνώριζον.
— Αλλά γίνεται τούτο; ηρώτησεν αφελώς η νεάνις.
— Εις την ανθρωπίνην φύσιν είνε αδύνατον.
Η Αϊμά ουδέν είπεν.
— Εις την υπεράνθρωπον όμως είνε δυνατόν, επανέλαβεν η ξένη.
— Δεν εννοώ, είπεν η Αϊμά.
— Και σε λυπούμαι πολύ, κόρη μου.
Η Αϊμά δεν απήντησεν. Ήτο έκπληκτος.
— Έχεις εχθρούς, έχεις διώκτας. Το πεπρωμένον σε αδικεί. Τα πάντα συνώμοσαν εναντίον σου. Και όμως είσαι τόσον συμπαθής, και τόσον καλή!
— Ειπέτε καθαρώτερα, κυρία, εψέλλισεν η Αϊμά.
— Και εις τι ήμαρτες, ταλαίπωρον πλάσμα! Εις τι ηδύνασο να παροργίσης τον Θεόν; Είσαι αθώα και αγνή, ως τα ουράνια πλάσματα.Και όμως πάντες σε καταδιώκουσι. Πάντες σε αδικούσιν. Ουδείς σε υπερασπίζει.
— Και τίνες είνε αυτοί οι εχθροί; ηρώτησεν η Αϊμά.
— Όλη η ανθρωπότης, απήντησεν η ξένη.
— Τι τους έκαμα;
— Εις ουδέν έπταισες. Αλλ' είνε ανάγκη να πληρωθή το πεπρωμένον.Μεγάλας δυστυχίας υπέστης, αλλ' ήσο ανήλικος, και δεν ηδύνασο να τας αισθανθής. Του λοιπού όμως τις οίδεν; ίσως σοι επιφυλάττονται μεγαλείτεραι. Πρέπει να οπλισθής με καρτερίαν, Αϊμά.
Η νέα δεν ηδυνήθη να κρατηθή και ήρχισε να κλαίη. Έκυψε την κεφαλήν και απέμασσε τα δάκρυα εκ των παρειών της.
— Μη κλαίης, μη κλαίης, είπεν η ξένη. Δεν είσαι συ μόνη δυστυχής.Υπάρχουν και άλλοι δυστυχέστεροι. Με βλέπεις εμέ; είπε φέρουσα την χείρα επί του στήθους, όπως ελκύση την προσοχήν της νεανίδος.
Η Αϊμά την εκύτταζε με τους οφθαμούς πλήρεις δακρύων.
— Με βλέπεις; Είμαι πολύ δυστυχεστέρα σου.
— Δυστυχεστέρα; εψιθύρισεν η κόρη.
— Παραπολύ, ασυγκρίτως.
— Διατί;
— Διότι κ' εγώ έχω εχθρούς, κ' εγώ καταδιώκομαι.
— Από ποίους;
— Καταδιώκομαι και πολιορκούμαι ήδη, επανέλαβεν η ξένη.
— Πολιορκείσθε;
— Πολιορκούμαι, Αϊμά, και μέχρι τέλους δεν θα σωθώ.
— Δεν θα σωθήτε! είπεν η Αϊμά συμπονούσα.
— Δεν θα σωθώ. Οι εχθροί μου είνε ισχυροί, και έχουσι πολλούς συμμάχους.
Η Αϊμά δεν ενόει.
— Και ίσως μετά ένα μήνα θα φύγω διά παντός.
— Θα φύγετε;
— Θα φύγω από την οικίαν μου.
— Και διά πού; ηρώτησεν η Αϊμά, υποπτεύσασα ότι η γυνή αύτη παρεφρόνει.
— Δι' αγνώστους τόπους, απήντησεν η ξένη.
Η Αϊμά δεν απήντησεν.
— Ήλθα να σ' αποχαιρετίσω διά τελευταίαν φοράν, κόρη μου. Έλα να σε φιλήσω.
Και ορθωθείσα έσυρε την κόρην προς εαυτήν και ενετύπωσεν επί των χειλέων της ένθερμον φίλημα. Η Αϊμά συνέλαβεν ιδέαν τινά.
— Μήπως είνε η μήτηρ μου; είπε καθ' εαυτήν. Και νέα δάκρυα,ανέβλυσαν εκ των οφθαλμών της.
Ήθελε, να την ερωτήση και δεν ετόλμα. Τέλος εσχημάτισε το ερώτημα εις τρόπον πλάγιον, διότι τη εφαίνετο απότομον να την ερωτήση απ'ευθείας αν είνε μήτηρ της.
— Κυρία, είπεν, ειξεύρετε πού είνε η μήτηρ μου;
— Η μήτηρ σου; Η μήτηρ σου, Αϊμά, δεν ζη πλέον.
— Απέθανεν! εψέλλισε θλιβερώς η Αϊμά.
— Αλλ' όμως είσαι έν των τέκνων μου.
— Σεις λοιπόν;…
Η Αϊμά δεν ετόλμα να συμπληρώση το συμπέρασμα τούτο.
— Όχι, ένευσεν η ξένη. Τα τέκνα μου είνε αναρίθμητα. Και εκινήθη προς την θύραν, όπως εξέλθη.
— Πού θα υπάγητε, ηρώτησεν η Αϊμά.
— Θα υπάγω εις την οικίαν μου, οπόθεν ήλθα.
— Και πού ευρίσκεται η οικία σας;
— Είνε πολύ μακράν απ' εδώ.
Η Αϊμά την ηκολούθησεν έξω της θύρας. Είδεν αυτήν λαβούσαν την οδόν, ήτις περιέκαμπτε τον λόφον, και γενομένην άφαντον όπισθεν της πρώτης καμπής. Είτα έτρεξε κατόπιν της. Είχε περιέργειαν να ίδη πού θα διηυθύνετο η ξένη. Φθάσασα η νέα εις το σύμπλεγμα των βράχων, ων όπισθεν είχε κρυβή από των όψεων αυτής η ξένη,παρετήρησε, και είδε, πράγμα παράδοξον, ότι αύτη δεν ήτο ορατή πλέον, καθ' όλον το μήκος της οδού. Κάτωθεν εσχηματίζετο πεδιάς,το μέρος δ' εφ' ου ίστατο η Αϊμά, ήτο υψηλότερον και ουδέν απεκρύπτετο από των οφθαλμών του εκείθεν θεωμένου. Πού λοιπόν εκρύβη η ξένη; Η Αϊμά παρετήρησε γύρω εις όλα τα μέρη τα ύποπτα,εις όλα τα κοιλώματα, όπου ηδύνατο να κρυβή προσκαίρως άνθρωπος.Ούδαμού εύρεν ουδέ ίχνος της ξένης. Παρέτεινε τας ερεύνας της επί πολλήν ώραν. Ουδαμού. Η ξένη είχε γείνει άφαντος.
Τότε η Αϊμά ησθάνθη φόβον και επέστρεψε σύννους εις την καλύβην.Εις μάτην εβασάνιζε τον νουν της. Δεν ηδύνατο να λύση το αίνιγμα τούτο. Επί πολύν χρόνον έμελλε να σκέπτεται εις μάτην περί τούτου.Η ανάμνησις της οπτασίας έμενεν εσαεί εις την φαντασίαν της.Ησθάνετο δε και τα χείλη της καίοντα εκ του φιλήματος εκείνου. Δεν είχε δε συνείδησιν, αν κατ' όναρ ή καθ' ύπαρ είδε την όψιν ταύτην.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΣΤ'.

Αι παραγγελίαι.
Η Αϊμά κατέστη σύννους και σκυθρωπή. Αδιαλείπτως εβόμβουν περί τα ώτα της αι εν ονείρω προρρήσεις της αγνώστου. Είχε λοιπόν εχθρούς και έμελλε να υποφέρη! Δεν ηδύνατο να πιστεύση τούτο. Αυτή η τόσον ταπεινή, η τόσον πενιχρώς ζώσα, είχεν εχθρούς; Και υπήρχε τις,όστις ηδύνατο να φθονήση το ευτελές του βίου της; Και τι πλειότερον ηδύνατο να υποφέρη, ειμή την ένδειαν και τας περιφρονήσεις ας καθ' εκάστην υπέφερεν;
Δεν ηδύνατο εν τούτοις ν' αποφύγη την επίδρασιν των προρρήσεων εκείνων. Ησθάνετο ήδη ανησυχίαν προς πάσαν εμφάνισιν ανθρώπου.Εφαντάζετο ότι ηδύνατο να είνε είς των διωκτών της, περί ων είχεν ειπεί η άγνωστος. Έμελλε δε ταχέως να λάβη αφορμήν, όπως αποδεχθή μετά μείζονος δεισιδαιμονίας την ορθότητα των προρρήσεων.
Τούτο συνέβη εσπέραν τινά, ολίγας ημέρας μετά την οπτασίαν. Ο γέρων Πρωτόγυφτος είχεν επανέλθει αρτίως εκ της εκδρομής και εκάθητο έξωθεν της καλύβης. Η Αϊμά ήτο εν τω κήπω. Οι δύο νεαροί Γύφτοι ήσαν εν τη καλύβη και διηυθέτουν τα εργαλεία, Ηκούετο ο συριγμός του Μάχτου, και το άσμα του Βούγκου «Εσύ πεθαίνεις,μάστορη». Η γραία γύφτισσα εκάθητο αντικρύ του συζύγου της, όστις ηκούετο γογγύζων.
— Τι να φάμε απόψε; έλεγεν η γραία.
— Εμένα ρωτάς; εγόγγυζεν ο γέρος. Γμου!… Γρου!…
— Δεν έχομε τίποτα, είπεν αύθις η γυφτισσα.
— Εγώ είμαι κουρασμένος. Γκρου! Χρου!…
— Να βράσω ολίγα λάχανα;
— Τάντερά σου να βράσης, έγρυζεν ο γέρος. Γκου!.,.
Την στιγμήν εκείνην εφάνη καλπάζων ιππεύς, όστις ήρχετο προς την καλύβην. Ηκολουθείτο δε υπό πεζού θεράποντος. Πριν ή φθάση εις την καλύβην, ο ιππεύς επέζευσε και εκάθισεν επί όχθου τινός της οδού.Απείχε δε περί τα πεντακόσια βήματα. Η Αϊμά είδεν εκ του κήπου τους δυο οδοιπόρους, και έμενεν εμβλέπουσα ατενώς προς αυτούς.
Ο πεζός θεράπων διηυθύνθη προς την καλύβην. Πλησιάσας, εχαιρέτισε τους δύο συζύγους. Η Αϊμά παρετήρει προσεκτικώς, και έλεγε καθ'εαυτήν ότι κάπου είχεν ιδή τον άνθρωπον τούτον. Του άλλου, όστις είχε καταβή εκ του ίππου, οι χαρακτήρες του δεν διεκρίνοντο καλώς.Ήτο ήδη εσπερινή αμφιλύκη.
Ο οδοιπόρος εκάθισε και ήρχισεν ασήμαντον συνδιάλεξιν με τον γέροντα.
— Πώς πάγουν η δουλειαίς;
— Πώς θέλεις να πάγουν;
— Πάγουν καλά;
— Στραβά και ανάποδα, απήντησεν ο Γύφτος. Γμ..
— Δεν έχετε πολλή δουλειά; ..
— Τίποτα.
— Δεν κερδίζετε πολλά;…
— Κεσσάτια, είπεν ο Γύφτος.
— Το έχουν η χρονιαίς, φαίνεται.
— Λόγια. Εγώ δεν θυμάμαι καμμία διαφορά από χρονιά εις χρονιά…
— Όλο τα ίδια;
— Εκτός εις το χειρότερο, απήντησεν ο Πρωτόγυφτος. Γρ…
— Και δουλεύεις μόνος σου;
— Έχω τον Βούγκον και τον Μάχτον.
— Ποίοι είν' αυτοί;
— Είνε οι γυιοί μου.
— Και πού ευρίσκονται;
— Μέσα, είπε, δείξας την καλύβην.
— Και κατοικείτε πάντοτε εδώ;
— Ναι.
— Είνε πολλά χρόνια;
— Είνε καθώς εγεννήθηκα. Γκμρ…
Ο ξένος, ενώ ελάλει, έρριπτε συνάμα λαθραία βλέμματα προς τον κήπον, όπου ευρίσκετο η Αϊμά. Αύτη παρετήρησε την πολυπραγμοσύνην ταύτην του οδοιπόρου. Ο γέρων ουδέν είδε.
— Θα μου κάμης μερικαίς παραγγελίαις; επανέλαβεν ο ξένος.
— Τι παραγγελίαις;
— Της τέχνης σου.
— Σαν τι;
— Από πολλά είδη.
— Λέγε.
— Κάμνεις σύρταις και μάνδαλα διά ταις πόρταις;
— Κάμνω.
— Σιδηροσιαίς διά θεμέλια;
— Κάμνω.
— Λωστούς, δικέλλια, φτυάρια;
— Κάμνω.
— Κλειδαριές, καρφιά, ρεζέδες;
— Κάμνω απ' όλα, είπεν ανυπομόνως ο Γύφτος.
— Τότε θα μου κάμης.
— Θα σου κάμω.
— Και εις πόσον καιρόν;
— Τι πράγμα;
— Πότε ειμπορείς να τελειώσης την παραγγελίαν μου;
— Δεν μου την είπες. Ειπέ μου πρώτα.
— Τι να σ' είπω;
— Την παραγγελία σου.
— Αλλά σου την είπα, μοι φαίνεται.
— Πώς;
— Απ' όλα αυτά μου χρειάζονται.
— Ποία όλα;
— Όλα όσα κάμνεις.
— Θέλεις κάθε λογής πράγματα;
— Ναι.
— Τότε πρέπει να μ' είπης…
— Τι;
— Να μ' είπης και από πόσα.
— Συ προσδιόρισε την πληρωμήν.
— Όχι την πληρωμήν, να μ' είπης από πόσα σου χρειάζονται από κάθε είδος.
Ο Γύφτος ησθάνετο στενοχωρίαν διότι τον εβίαζεν ο ξένος, να ομιλή παραπολλά. Από μακρού ήδη χρόνου δεν είχεν εκπέμψει τόσους φθόγγους ανθρωπίνους εκ του λάρυγγος. Έλεγε καθ' εαυτόν ότι παρόμοιον &μουστερήν& ποτέ δεν είχεν ιδεί, και καλλίτερον ήτο να έλειπε και αυτός και το &αλεσβερίσι& του. Εις επίμετρον δεν ηδύνατο, βιαζόμενος υπό της προς τον πελάτην εξηναγκασμένης φιλοφροσύνης, να εκβάλη εκ του στόματος προς ανακούφισιν ούτε&γρου&, ούτε &χμου&, ούτε κανέν των επιφωνημάτων εκείνων, δι' ων κατεμυκτήριζε την ανθρωπίνην λαλιάν, ως όλως άσκοπον και ανόητον.
Ο ξένος απήντησεν εις την τελευταίαν παρατήρησιν του Γύφτου.
— Φτειάσε μου, όσα θέλεις, και βάλε τα δυνατά σου.
— Όσα θέλω;
— Βέβαια.
— Μη τα έχης χαμένα; είπεν ο Γύφτος μη δυνηθείς να κρατηθή.
— Διατί; είπεν ο ξένος, χωρίς να φανή δυσαρεστηθείς.
— Οι μουστερήδες που κάμνουν παραγγελιαίς, ξεύρω 'γώ, εμυρμύρισεν ο Γύφτος, λέγουν σωστά πράγματα, πόσα τους χρειάζονται.
— Κάμε μου τότε από μίαν δωδεκάδα από όλα, είπεν ο ξένος.
— Από τα χονδρά, ναι. Μα από τα ψιλά;
— Τα ψιλά πώς λογαριάζονται, με το καντάρι;
— Με το κοντάρι.
— Κάμε λοιπόν από ένα καντάρι.
— Πάγει καλά. Και πότε τα θέλεις;
— Οπόταν ειμπορέσης, είπεν ο ξένος.
— Και την πληρωμήν; ηρώτησεν ο Γύφτος.
— Την πληρωμήν όρισέ την, απήντησεν ο ξένος.
Ο Γύφτος ελογάριασε με τας χείρας επί τινα ώραν, κρατών τους δακτύλους της αριστεράς εκτεταμένους, και μεταφέρων επ' αυτούς αμοιβαδόν τον δείκτην της δεξιάς. Είτα συνέπτυξε την χείρα και συνήγαγε το άθροισμα επί των αρμών των δακτύλων, διά του αυτού δείκτου. Μετά τούτο εξήγγειλε το αποτέλεσμα προς τον πελάτην,όστις τον εθεώρει μετά περιεργείας.
— Δεκαοχτώ φλωριά διά το σίδερον, είπε, και εικοσιπέντε διά την δουλειά.
— Καλά.
— Το σίδερο εδικό σου θα είνε;
— Όχι, εδικό σου.
— Τότε θα μου πληρώσης τη σερμαγιά, είπεν ο Γύφτος.
Ο ξένος εξέβαλεν εκ της ζώνης το βαλάντιον και τω έδωκε ποσόν τι φλωρίων. Ο Γύφτος εφαιδρύνθη εκ της θέας και της ψαύσεως του χρυσού.
— Και πότε θέλεις να είνε έτοιμα; ηρώτησεν.
— Οπόταν ειμπορείς. Σιγά σιγά.
— Παράξενος μουστερής! διενοήθη ο Γύφτος.
— Εγώ θα είμαι εδώ σιμά, είπεν ο ξένος, και θα έρχωμαι να βλέπω πώς πάγει η εργασία. Πειράζει τούτο;
— Όχι.
— Και εν τω μεταξύ θα γνωρισθώμεν καλλίτερα.
— Πιστεύω. Αφού είσαι τόσον καλοπληρωτής.
— Έχω συνήθειαν να πληρόνω καλά, είπεν ο ξένος. Φρονώ ότι η
εργασία πρέπει ν' ανταμείβηται.

— Βέβαια, βέβαια, είπεν ο Πρωτόγυφτος, μη ελθών από πολλού χρόνου
εις τοιαύτην εύθυμον διάθεσιν.

— Και μάλιστα εις τους καλούς τεχνίτας, προσέθηκεν ο ξένος.
— Σωστά.
— Έχεις πολλήν υπόληψιν εις την τέχνην, είπεν ο ξένος. Αλήθεια ότι σε ονομάζουν όλοι Πρωτόγυφτον;
— Αλήθεια.
— Και δικαίως, φρονώ.
— Κ' εγώ αυτό λέγω.
Ο ξένος εσηκώθη και ητοιμάζετο ίνα απέλθη. Περιέφερε και αύθις το βλέμμα προς τον κήπον, όπου ευρίσκετο εισέτι η Αϊμά.
— Πώς βιάζεσαι τόσον, είπεν ο Γύφτος. Δεν θα σε φιλεύσωμεν κάτι;
— Ευχαριστώ.
— Ύπαγε, μωρή, να φέρης την φιάλην με το κρασί να κεράσωμεν τον μουστερήν, είπεν ο Γύφτος προς την γυναίκα του. Αλλ' ας είνε,κάθισε, πηγαίνω εγώ.
Η δευτέρα αύτη σκέψις προήλθεν εκ της επιθυμίας ην είχεν όπως κρύψη τα χρήματα χωρίς να τον ίδη η γυνή, εντός της καλύβης, κατά την στιγμήν ταύτην, καθ' ην αύτη ήτο ηναγκασμένη να κρατήση συντροφίαν εις τον ξένον. Όσον διά τους δύο νεαρούς Γύφτους, ούτοι ευρίσκοντο εισέτι εν τη καλύβη. Ο γέρος εισελθών είπε προς αυτούς·
— Σύρτε να ιδήτε ένα παράξενο πράγμα έξω.
— Τι παράξενο; είπεν ο Μάχτος.
— Ευρέθη μουστερής δι' όλον τον χρόνον.
— Αλήθεια;
— Αλήθεια. Τρέξατε.
Ο Μάχτος μετέβη προς την θύραν. Ο Βούγκος έμενεν έτι εντός, και ησχολείτο, κεκυφώς εις το έδαφος, εις την τοποθέτησιν εργαλείου τινός.
— Πηγαίνετε λοιπόν γρήγορα, τρέξε, Βούγκο! Η μάννα σου φοβούμαι μη μας τον χαλάση με την ανοησίαν της. Σύρτε να του κρατήσετε συντροφιά.
Ώθησε δε τον Βούγκον προς την θύραν και εβίασε αυτόν να εξέλθη,μηδέν εννοούντα.
Αφού εξήλθε και ούτος, έσπευσεν ο Πρωτόγυφτος ν' αποσπάση μίαν πλίνθον εκ της καμίνου, ης το μυστικόν ήτο εις αυτόν μόνον γνωστόν, και έκρυψεν εκεί τα αστράπτοντα φλωρία. Είτα έλαβε την φιάλην του οίνου μετά του ποτηρίου και εξήλθε.
Καθ' ην στιγμήν είχεν εισέλθει ο Γύφτος εις την καλύβην και προτού να εξέλθωσιν οι δύο νέοι εξ αυτής, ο ξένος ήρχισε συνδιάλεξιν με την Γύφτισσαν.
— Δεν μου λες, μαστόρισσα, εκείνη εκεί…
Και έδειξε την Αϊμάν.
— Τι; είπεν η Γύφτισσα.
— Εκείνη η κόρη, επανέλαβεν ο ξένος.
— Ε;
— Ποία είνε;
— Ποία είνε;
— Ναι.
— Είνε η Αϊμά.
— Αϊμά;
— Ναι.
— Είνε το όνομά της;
— Βέβαια.
— Και τι όνομα είνε αυτό;
— Όνομα.
— Βαπτιστικόν της;
Η Γύφτισσα εκίνησε τους ώμους.
— Και τι κάμνει εκεί; επανέλαβεν ο ξένος.
— Τι κάμνει;
— Ναι.
— Δουλεύει.
— Τι δουλεύει;
— Τον κήπον της.
— Και πού κατοικεί;
— Πού κατοικεί;
— Ναι.
— Εδώ.
— Πού;
— Εις το σπίτι μου.
— Την έχεις εις το σπίτι σου;
— Βέβαια.
— Διατί;
— Διατί;
— Ναι.
— Μα πού θέλεις να την έχω;
— Δεν έχει αυτή σπίτι;
— Αυτή σπίτι;
— Ναι.
— Πού να το βρη;
— Είνε λοιπόν ορφανή;
— Ορφανή είπες;
— Βέβαια.
— Μα όχι.
— Έχει γονείς;
— Βέβαια έχει.
— Και πού ευρίσκονται;
— Πού θέλεις να ευρίσκωνται; Δεν μας βλέπεις;
— Σας βλέπω. Και τι μ' αυτό;
— Εγώ και ο γέρος μου.
— Ε;
— Είμεθα ζωντανοί;
— Βέβαια.
— Θα ειπή πως δεν απεθάναμεν.
— Σωστά.
— Και η Αϊμά…
— Η Αϊμά…
— Ζουν οι γονείς της…
— Ζουν;
— Ζουν, αφού ημείς ζώμεν.
— Εννοώ…
— Εννοείς βέβαια.
— Θέλεις να πης…
— Τι;
— Ότι την έχετε ψυχοκόρην.
— Ψυχοκόρην;
— Ναι.
— Ποίαν;
— Την Αϊμάν.
— Θεός φυλάξοι!
— Διατί;
— Διότι είνε κόρη μας.
— Κόρη σας;
— Εγκαρδιακή.
— Με τα σωστά σου;
— Παίρνω όρκον.
— Όρκον;
— Βέβαια.
— Εις τι πράγμα;
— Εις ό,τι θέλεις.
Και η Γύφτισσα ως να ήτο χριστιανή, διότι δεν είχε περί τούτου σαφή συνείδησιν αν ήτο ή όχι, ήνωσε τους λιχανούς εκατέρας των χειρών εις σχήμα σταυρού, και έφερε το σημείον τούτο εις τα χείλη της. Ο ξένος εμειδίασε σαρκαστικώς.
— Ποίος ειμπορεί ν' αμφιβάλλη τώρα; είπε.
— Είνε κόρη μου, επανέλαβεν η Γύφτισσα με τραγικόν ήθος. Κόρη μου, από τα σπλάχνα μου και από τα σωθικά μου.
— Και διά πολύν καιρόν; είπεν ο ξένος.
— Τι, διά πολύν καιρόν;
— Εννοώ, διά πόσον καιρόν είνε κόρη σου;
— Δεν αγροικώ, είπεν η Γύφτισσα.
— Δεν αγροικάς;
— Ναι. Τι θέλεις να πης;
— Έχεις δίκαιον.
— Αμμή;…
— Άλλο ήθελα να είπω.
— Τι άλλο;
— Διά πόσα χρήματα;
— Χρήματα;
— Ναι.
— Τι θα πη;
— Άσπρα.
— Ε, και τι;
— Διά πόσα άσπρα είνε κόρη σας;
— Πάλιν δεν &αγροίκησα&, είπεν η Γύφτισσα. Την στιγμήν εκείνην εξήλθον εκ της καλύβης εξωσθέντες παρά του πατρός των, ο Μάχτος και κατόπιν ο Βούγκος. Ο Μάχτος εσύριζε το σύνηθες αυτώ σφύριγμα.Ο ξένος ηναγκάσθη να παύση την συνδιάλεξιν.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ'.

Αι συμφωνίαι.
Πολλήν δραστηριότητα παρήγαγεν εν τω χαλκείω η απροσδόκητος και κολοσσαία εκείνη παραγγελία του παραδόξου πελάτου. Ο Πρωτόγυφτος ησθάνθη το αίμα του σφύζον και τας δυνάμεις του νεαζούσας. Δεν απητείτο δε πολλή επιτηδειότης, όπως η προθυμία αύτη μεταδοθή και εις τους δύο νεαρούς γύφτους, οίτινες πάντοτε ήσαν φιλόπονοι. Ο θεόπεμπτος πελάτης ήρχετο καθ' εκάστην εις το εργαστήριον και προσέκειτο παρακολουθών μετά διαφέροντος την πρόοδον της εργασίας.Ο Πρωτόγυφτος τον είχε συνειθίσει και συνήπτε πάντοτε συνδιαλέξεις μετ' αυτού. Οι δύο νέοι, ως τον έβλεπον, έπαυον τα συρίγματα και ηναγκάζοντο να δάκνωσι τα χείλη των, όπως φαίνονται σοβαροί. Ο ξένος εφαίνετο μεγαλοπρεπής και ενεδύετο πλουσίως. Η Γύφτισσα εθαύμαζε τον καλόν τρόπον του ξένου, είχε δε λησμονήσει εντελώς την εξέτασιν, εις ην την υπέβαλεν ούτος περί της νέας Αϊμάς. Αύτη δε, απησχολημένη όλην σχεδόν την ημέραν, μόλις τον έβλεπε μακρόθεν φαινόμενον, και δεν προσείχεν εις αυτόν. Υπόνοιά τις την εβασάνιζεν εν τούτοις. Αλλ' ημέρα τη ημέρα εξηλείφετο και η εντύπωσις του ονείρου εκείνου, διότι όνειρον πρέπει να ήτο. Η Αϊμά εις ουδένα είπε τι περί της εμφανίσεως της παραδόξου γυναικός.Ούτε πεποίθησιν είχεν εις την σοφίαν των περί αυτήν, ότι ηδύναντο να την διαφωτίσωσι περί της σημασίας του πράγματος, εφοβείτο δε και τους μυκτηρισμούς των, αν εδείκνυεν ότι επίστευε την εμφάνισιν ως πραγματικήν. Και ούτως ήτο ηναγκασμένη να συνέχη εν τη καρδία αυτής τόσους κρυφίους λογισμούς. Άλλως δε ο ξένος δεν την ηνώχλει.Εφυλάττετο να την κυττάξη, και δεν ωμίλησε πλέον περί αυτής εις την γραίαν. Αύτη πάλιν δεν είχε διηγηθή εις την νεάνιδα τι τη είπεν ο ξένος κατά την πρώτην συνέντευξιν. Περί αλλοίας δ'επιβουλής ουδένα είχε φόβον η Αϊμά, διότι ηγνόει σχεδόν και το δυνατόν τοιαύτης. Προς δε τους χαλκείς ο ξένος ήτο όλως ανύποπτος,διότι δεν εφαίνετο πολύ νέος. Ήτο πλέον ή τεσσαράκοντα ετών.Έπειτα το κόσμιον και χρηστόν του ήθους απήλαυνε πάσαν κακήν υπόνοιαν.
Μετά τινας ημέρας ο ξένος απέκτησε πολλήν οικειότητα εν τω χαλκείω. Αι προς τον Πρωτόγυφτον συνδιαλέξεις του καθίσταντο διεξοδικαί και δεν εγίνοντο παρουσία άλλων. Περί την δύσιν του ηλίου έβλεπε τις τους δύο τούτους ανθρώπους καθημένους υπό βράχον τινά υψηλόν, αρκετά μακράν της καλύβης, και συνδιαλεγομένους εμπιστευτικώς. Τις οίδε τι έλεγον προς αλλήλους.
Εκ πάντων των κατοίκων της καλύβης μόνος ο Μάχτος ήρχισε να συλλαμβάνη υποψίαν τινά. Αλλ' ουδαμού εύρε να στηρίξη ταύτην. Κατ'αυτόν ο ξένος (αλλά πριν ή συμπληρώση την ιδέαν του ο Μάχτος ησθάνθη παράδοξον και άγνωστον τέως αίσθημα οδύνης και σπαραγμού)… Ο Μάχτος επεφυλάχθη και ώμοσε προς εαυτόν να εξακριβώση το πράγμα και να βεβαιωθή. Συνεφώνησε με την συνείδησίν του να μεταχειρισθή προς τούτο παν μέσον, διότι ησθάνετο εαυτόν πολύ δυστυχή. Περιέμενε δε ανυπομόνως πρόσφορον στιγμήν να βάλη εις πράξιν τα μέσα, άτινα είχε, τουτέστι την ατομικήν του ενέργειαν.
Εσπέραν τινά, ότε το πρώτον σκότος διεχύνετο υπέρ την γην, ο ξένος, ον από πολλών ημερών κατεσκόπευεν ο Μάχτος, ένευσε προς τον Πρωτόγυφτον να τον ακολουθήση, και απεμακρύνθησαν αμφότεροι της καλύβης. Βαδίσαντες επί πολύ έφθασαν εις μέρος τι και εκάθισαν. Ο Μάχτος τους παρηκολούθησεν ησύχως. Έρπων, συνέχων την αναπνοήν,και προσπαθών να καλυφθή υπό του σκότους και να συγχέηται προς αυτό, έφθασεν όπισθεν του βράχου εφ' ου είχον καθίσει ο ξένος και ο Πρωτόγυφτος. Έκυψε προς την γην, έπεσεν απίστομα παρά την ρίζαν τον βράχου και ηγωνίσθη να κρυβή υπ' αυτόν, προσκολληθείς εις το έδαφος. Η καρδία του πάλλετε δεινώς. Ο Μάχτος είξευρεν ότι η πράξις του ήτο κακή, αλλά δεν ηδύνατο να την παραλίπη. Είχεν ανάγκην να μάθη τι έλεγεν εις τον πατέρα του ο ξένος. Άλλως δεν ηδύνατο να ησυχάση.
Η υπόνοια, ην είχε συλλάβει ο Μάχτος, ας είπωμεν τούτο, ήτο περίπου τοιαύτη. Ο νέος υπώπτευσεν ότι ο ξένος ούτος ηράτο της Αϊμάς, και ήθελε να την νυμφευθή. Προς τούτο λοιπόν διεπραγματεύετο με τον πατέρα του. Αλλά διατί ο Μάχτος ησθάνθη τόσην λύπην επί τούτω; Ούτε είξευρε διατί, ούτε είχεν υποπτεύσει πρότερον τοιούτον πράγμα, ούτε ηδύνατο να είπη ποίαν σημασίαν είχεν. Αλλ' όμως ησθάνθη σφοδρότατον άλγος, ότε το πρώτον εφαντάσθη το ενδεχόμενον τούτο.
Ο Μάχτος έτεινε το ους και ηκροάσθη. Οι δύο ομιληταί έλεγον προς αλλήλους τα εξής·
— Και λέγεις να είνε αυτό; είπεν ο Πρωτόγυφτος.
— Τι άλλο θέλεις να είνε; απήντησεν ο ξένος.
— Δεν ειμπορώ να καταλάβω απ' αυτά, είπεν αύθις ο Γύφτος.
— Και ποίος ειμπορεί να καταλάβη;
— Είνε άλλοι οπού καταλαβαίνουν.
— Δεν βαρύνεσαι!
— Λοιπόν ουδέ συ δεν ειξεύρεις τίποτε;
— Τι ειμπορώ να ειξεύρω;
— Αφού είσαι μέσα.
— Πού μέσα;
— Μέσα στα πράγματα.
— Ε, απ' έξω απ' έξω.
— Πώς απ' έξω;
— Δεν ειξεύρω τα μυστικά.
— Διατί;
— Δεν μ' εμβάζουν μέσα.
— Λοιπόν δεν σ' εμπιστεύονται;
— Φαίνεται.
— Και δεν βλέπεις τίποτε;
— Από πού;
— Από καμμίαν τρύπαν.
— Δεν έχει τρύπαν.
— Δεν ακούεις τουλάχιστον;
— Τι ν' ακούσω;
— Τι λέγουν.
— Δεν ακούεται.
— Δεν μυρίζεσαι τον αέρα, δεν έχει τίποτε σημάδια;
— Τι σημάδια;
— Τίποτε οπού να μπορή να καταλάβη κανείς;
— Τίποτε.
— Κρίμα!
— Διατί;
— Διότι είνε καλά να ειξεύρη κανείς απ' όλα.
— Έχεις συ, μάστορη, τόσην περιέργειαν;
— Δεν λέγω.
— Αλλά τι;
— Αν ήμουν εις την θέσιν σου…
— Ε;
— Και ανεκατονόμουν μ' αυτούς τους διαβόλους…
— Καλά, ύστερα;
— Και ήμουν μέσα εις τα πράγματα, καθώς εσύ…
— Αλλά σου είπα, δεν είμαι μέσα.
— Ας είνε.
— Λοιπόν λέγε.
— Εγώ θα ήμουν μέσα, αν ήμουν εις την θέσιν σου.
— Πιστεύω.
— Και δεν θα με διέφευγεν ό,τι και αν εγίνετο.
— Ας είνε. Λέγε τώρα, τι θέλεις να πης;
— Το είπα.
— Τι είπες;
— Αυτό οπού είπα ίσα ίσα.
— Ήγουν;
— Ότι, αν ήμουν εις την θέσιν σου…
— Ε, και τι;
— Θα τα είξευρα όλα.
— Πιστεύεις;
— Και δεν θα μου διέφευγε τίποτε.
— Αλλά πώς θέλεις να το κατορθώσω εγώ αυτό;
— Δεν ειξεύρω.
— Τότε μη λέγης.
— Διαφέρει, αν ήμουν εγώ.
— Θα το κατώρθωνες;
— Βέβαια.
— Με ποίαν τέχνην;
— Δεν ειξεύρω.
— Αλλ' όμως;
— Αν ήτο τρόπος να ευρεθώ…
— Πού;
— Εις την θέσιν οπού ευρίσκεσαι.
— E, λοιπόν;
— Θα εύρισκα τότε μέσον.
— Λέγεις;
— Πιστεύω.
— Πολύ εύκολα το πιστεύεις.
— Διατί;
— Διότι απ' έξω όταν είνε κανείς …
— Καθώς συ;
— Καθώς συ.
— Δεν εκατάλαβα.
— Μακράν των πραγμάτων,
— Ναι, αλλ' είχες ειπή ότι και συ ήσο έξω.
— Άλλο πράγμα.
— Λοιπόν;
— Λέγω, όταν είνε κανείς μακράν… Ύστερα του φαίνονται όλα εύκολα.
— Αυτό;
— Όταν όμως είνε πλησίον…
— Τότε;
— Τα βλέπει όλα ζερβοδίμιτα;
— Ζερβοδίμιτα; είπεν ο Γύφτος. Τι θα πη;
— Ζερβανάποδα, ήθελε να πω.
— Α!
— Και μάλιστα εις εσέ…
— Τι;
— Θα εφαίνοντο πλέον ζερβά και πλέον ανάποδα..
— Ε, δα.
— Παρά εις κάθε άλλον.
— Διατί αυτό;
— Διότι θα τα ενόμιζες…
— Θα τα ενόμιζα;…
— Διά μαγείαν.
— Έτσι;
— Βέβαια.
— Πώς τούτο;
— Διότι αυτό λέγουν.
— Ποίοι το λέγουν;
— Ο κόσμος.
— Ε, και θα επίστευα εγώ τούτο.
— Ίσως.
— Αλλά τότε δεν θα είχα ανάγκην να ψάξω.
— Πώς;
— Διά να βεβαιωθώ με τα μάτια μου.
— Ε;…
— Έσωνε να παραδεχθώ τι λέγει ο κόσμος.
— Και ύστερα;
— Και δεν θα εζητούσα πληροφορίας.
— Λέγεις;
— Ούτε σε θα ερωτούσα.
— Όχι δα.
— Ούτε θα έλεγα τίποτε.
— Μη δα.
— Ούτε θα επιθυμούσα να είμαι στην θέσιν σου.
— Αυτά;
— Ούτε θα σου το έλεγα.
— Αλλά τι θάκαμνες;
— Θα εκύτταζα την δουλειά μου.
— Μήπως τώρα;
— Και δεν θα έβγαζα λόγον.
— Αλλά;
— Θα εσιωπούσα.
— Ναι;
— Και θα δάγκανα την γλώσσαν μου.
— Υπομονή.
— Και θα έσφιγγα τα δόντια μου.
— Ε, δα…
— Τι;
— Και θα το έκαμνες αυτό;
— Βέβαια.
— Στο Θεό σου;
— Αλήθεια.
— Αλλά… ξέχασα…
— Τι;
— Με συγχωρείς.
— Διά ποίον πράγμα;
— Είπα, &'στό θεό σου&.
— Ε, και σαν είπες;
— Εξέχασα.
— Τι;
— Ότι σεις οι Γύφτοι δεν έχετε.
— Τι πράγμα;
— Θεόν.
— Ε δα, μη, &τζάνουμ&..
— Πώς;
— Μη το λέγης αυτό, να σε χαρώ.
— Διατί;
— Μην ακούης τι λέγει ο κόσμος.
— Λοιπόν έχετε Θεόν;
— Βέβαια.
— Τότε έσφαλα.
Και ενταύθα ο διάλογος διεκόπη. Ο Μάχτος, όστις ήτο κολλημένος κάτω εις το έδαφος δεν ενόησε μεν ουδέν πλέον των ημετέρων αναγνωστών εκ της ανωτέρω συνδιαλέξεως, αλλ' ησθάνθη αμέτρητον ευτυχίαν. Ο πατήρ του και ο ξένος ωμίλουν περί άλλων πραγμάτων,και δεν διεπραγματεύοντο περί εκδόσεως της Αϊμάς εις γάμον, όπως είχεν υποπτεύσει ο νέος. Όθεν ανωρθώθη ηρέμα, προνοών και φειδόμενος μη καταλάβωσιν αυτόν ωτακουστήν επ' αυτοφώρω, εβώβανε τον κρότον των βημάτων του και απεμακρύνθη. Άλλως δε ήτο ανυπόδητος και το βήμα του ήτο φύσει ελαφρόν, πλειότερον δε ηδύνατο ν' ακουσθή η αναπνοή του ή τα βήματά του.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η'.

Δισταγμοί.
Παρήλθον πολλαί ημέραι. Ουδέν νεώτερον επισυνέβη. Τα πράγματα έβαινον ως το σύνηθες.
Και ο Μάχτος δεν είχεν εντελώς καθησυχάσει. Ο ξένος προσήδρευε πάντοτ' παρά την κάμινον του χαλκείου. Και τούτο μεν, καίπερ δυνάμενον να φανή αλλόκοτον, ουδεμίαν προυξένει ανησυχίαν. Αλλ' οι καθημερινοί περίπατοι αυτού μετά του γέροντος Γύφτου, και αι παρατεταμέναι κατά μόνας συνδιαλέξεις, εις ας ο Μάχτος δεν ηδύνανο πάντοτε να ωτακουστή, δεν άφηνον τον νέον να κοιμηθή ήσυχος.
Εν τη αμηχανία του ο Μάχτος διενοήθη να είπη τι εις την Αϊμάν περί του πράγματος. Αλλά δεν είξευρε πόθεν ν' αρχίση. Περίεργον ότι είχε καταληφθή υπό τόσης συστολής, οίας ηγνόει αν ήτο επιδεκτικός πρότερον. Ως να έμελλε να είπη κακόν τι προς αυτήν, τόσον εδίσταζε και εφοβείτο. Και όμως αυτό, όπερ ήθελε να τη ανακοινώση, ήτο τόσον επαινετόν, ώστε ουδείς λεπτολόγος ηδύνατο να τον ψέξη. Διότι τι άλλο θα τη έλεγεν, ειμή όσας είχεν υπονοίας, ότι ο πελάτης εκείνος είχε σκοπούς δι' αυτήν; Είχε τούτο τι το επίψογον;
Εσπέραν τινά η Αϊμά, ως συνήθως, ήτο εν τω κήπω. Ο Μάχτος είχε κυριευθή υπό πρωτοφανούς οκνηρίας και δεν ηδύνατο να εργασθή.Είχεν εξέλθει της καλύβης, και στηριχθείς επί του τοίχου έμενε σύννους. Από καιρού εις καιρόν έρριπτε βλέμματα προς τον κήπον.Έβλεπε μελαγχολικώς την Αϊμάν, ήτις επότιζε τας ρίζας των βοτάνων της, και δεν τον παρετήρει. Είτα ο νέος ήρχισε να περιπατή βραδέως, μεταξύ της καλύβης και του κήπου. Ίστατο κατά διαλείμματα και πάλιν δεν απεφάσιζεν. Επανελάμβανε δε τον περίπατόν του θλιβερώς.
Ο Μάχτος είχε κάμει απόφασιν, στερράν και αμετάτρεπτον, ως ενόμιζε, να ομιλήση την εσπέραν εκείνην προς την Αϊμάν. Αλλά φευ!ενόησεν ήδη ότι αι στερρόταται αποφάσεις είνε αι δυσεκτελεστόταται. Εν τη καρδία αυτού συνέβαινε τόσον σφοδρά πάλη,ώστε ήτο τω όντι θλιβερόν θέαμα να βλέπη τις την κατήφειαν της μορφής του. Και όμως οι μελαγχροινοί χαρακτήρες του ήσαν όχι άσχημοι. Ο Μάχτος ηδύνατο να φανή ανεκτός, αν μετρίως εκαλλωπίζετο. Είχε την συμμετρίαν των χαρακτήρων και την έκφρασιν του βλέμματος και το ήθος όπερ ονομάζουσί τινες των συγχρόνων«συμπαθητικόν» ελλείψει άλλης λέξεως δυναμένης να εκφράση ακριβέστερον το πράγμα. Αλλ' όμως μεθ' όλα τα φυσικά ταύτα δώρα,την στιγμήν ταύτην εφαίνετο άσχημος, με την σκαιάν εκείνην κατήφειαν του προσώπου. Ας φαντασθή τις πόσον ασχημότερος θα εφαίνετο, αν δεν είχε φύσει και μίαν ακτίνα καλλονής.
Βλέπων τις αυτόν, κλίνοντα την κεφαλήν προς το στήθος,συνεσταλμένος έχοντα τας οφρύς, μορφάζοντα κατά τας δύο άκρας του στόματος, στενάζοντα υποκώφως, μ' εσταυρωμένας επί του στήθους τας χείρας, με το πρόσωπον μεμελανωμένον και κάθιδρον, ημίγυμνον το στήθος και άχαριν τον ιματισμόν, θα ήρχετο εις πειρασμόν να τω είπη·
— Α, άσχημο λείψανο που θα κάμης, φίλε μου!
Τέλος ο Μάχτος, αφού εδίστασεν επί πολλήν έτι ώραν, εφάνη αίφνης ότι απεφάσισε, και ώρμησε προς τον κήπον με παράφορον βήμα. Διά της βεβιασμένης ταύτης σφοδρότητος ήθελεν, ως φαίνεται, να εμπνεύση θάρρος εις εαυτόν. Έφθασε λοιπόν εις τον κήπον. Αλλά της καρδίας του οι παλμοί επετάθησαν τόσον, και κατέστησαν τόσον βίαιοι, ώστε εκινδύνευσε να λιποθυμήση. Συγχρόνως δε τω επήλθε και ιδέα τις, ιδέα ην τω ενέπνευσεν η δειλία, υφ' ης κατείχετο.
— Ναι, έτσι είνε, είπε καθ' εαυτόν. Δεν ειξεύρω τίποτε βέβαιον.Δεν έχω αποδείξεις ακόμα. Δεν πρέπει να της ειπώ τίποτε. Αργότερα,όταν θα μάθω.
Και οπισθοδρόμησε. Κενόν τι έβλεπε και αυτός ότι είχεν ο συλλογισμός του. Συνεπλήρωσε δε την ιδέαν του ως εξής·
— Όχι δεν θ' αμελήσω. Ορκίζομαι να μάθω. Θα τους ακολουθώ παντού,θα γείνω ίσκιος τους, θα μάθω τι θέλει &αυτός&. Και όταν το μάθω,τότε θα της το είπω.
Αφού διενοήθη ταύτα, εξήλθεν εκ του κήπου.
Εν τούτοις η Αϊμά παρετήρησε τα τελευταία κινήματα του Μάχτου, και εστράφη προς αυτόν. Υπώπτευσεν ότι συνέβη τι.
— Τι είνε, Μάχτο; έκραξε.
Ο Μάχτος δεν ηδυνήθη ν' αρθρώση λέξιν.
— Τι θέλεις; επανέλαβεν η νέα.
— Τίποτε, εψέλλισεν ο Μάχτος αμηχανών.
— Τρέχει τίποτε;
— Όχι
— Διατί ήλθες και έφυγες ευθύς; επέμενεν η Αϊμά.
— Ήθελα να κόψω ένα λουλούδι, είπεν ο Μάχτος.
— Δεν κόβεις όσα θέλεις;
Και ο Μάχτος επανελθών εις τον κήπον έδρεψεν ίον τι.
— Αυτό μόνον ήτον; είπεν η νεάνις.
— Βέβαια αυτό.
— Και μ' ετρόμαξες.
— Σ' ετρόμαξα; όχι, Αϊμά.
— Πώς όχι;
— Δεν ήθελα εγώ να σε τρομάξω, Αϊμά, είπε χωρίς να εννοή τι έλεγε.
— Διατί λοιπόν έρχεσαι έτσι έξαφνα;
— Δεν θέλω εγώ το κακό σου, Αϊμά, επανέλαβεν ο νέος.
— Το ειξεύρω, Μάχτο, οπού δεν μου θέλεις κακόν. Αλλά διατί να γείνης παράξενος;
— Εγώ;
— Συ βέβαια.
— Εις τι απάνω;
— Έρχεσαι και φεύγεις έξαφνα, χωρίς να καλησπερίσης την αδελφήν σου.
— Ω, ναι, έχεις δίκαιον, Αϊμά, είπεν ο νέος. Συγχώρησέ με.
Ο Μάχτος εζήτει φιλόφρονας φράσεις και δεν εύρισκε. Δεν ήτο βεβαίως συνειθισμένος εις το να ομιλή επικαίρως, αλλ' ευτυχώς, αν και μηδεμιάς έτυχεν ανατροφής, ήτο απηλλαγμένος και πάσης βαναυσότητος περί την γλώσσαν. Η εργασία ήτο η μόνη ανατροφή, ην είχε λάβει παρά του πατρός του, αύτη δε ήτο, φρονώ, η αρίστη, ην ηδύνατο λάβη, και αύτη τον έσωζεν. Άλλως ήτο τόσον σκαιός και αδέξιος, όσον και ειλικρινής, και όχι μόνον δεν ηδύνατο να είπη ψεύδος, αλλ' ουδέ την αλήθειαν ηδύνατο να εκφράση, αν αύτη ήτο κολακευτική προς πρόσωπόν τι. Νέος προς νέαν, αγνός προς αγνήν,πένης προς άπορον, δεν ηδύνατο να έχη πλήμμυραν λόγων ουδέ φιλοφρονήσεων. Την καρδίαν του μόνην είχε, και αύτη δεν ηδύνατο ν'αναβή μέχρι των χειλέων.
Ο Μάχτος εστράφη προς την θύραν του κήπου όπως εξέλθη. Η Αϊμά τω είπεν·
— Έκοψες λουλούδια;
— Έκοψα.
— Πού είνε;
Ο Μάχτος έδειξε το μόνον άνθος όπερ είχε δρέψει.
— Αυτό μόνον; Κόψε και άλλα.
— Δεν θέλω.
— Κόψε και άλλα, επέμεινεν η νέα.
Ο Μάχτος κύψας έδρεψεν άνθη, και απήλθεν ευτυχής. Η αφελής αύτη εύνοια, η επιδειχθείσα προς αυτόν παρά της κόρης, τω εφάνη ως μειδίαμα αόριστον της τύχης, προοιωνίζον ευτυχίαν. Η αρχαϊκή αύτη λιτότης του αισθήματος, η ολιγάρκεια αύτη της επιθυμίας, ήτο λίαν χαρακτηριστική παρά τω απαιδεύτω εκείνω νέω. Εν τούτοις δεν παρετήρησεν ότι η νέα δεν τω έδωκεν άνθη με τας ιδίας αυτής χείρας, αλλά τω είπε μόνον να δρέψη. Αλλά τούτο ήρκει εις αυτόν.
Του λοιπού ο νέος κατελήφθη υπό τοσαύτης αιδημοσύνης, ώστε ουδ'ετόλμα να θεωρήση την Αϊμάν κατά πρόσωπον. Εκείνη τω ελάλει πάντοτε κυττάζουσα αυτόν ακλινώς, ούτος εταπείνου τους οφθαλμούς υπό το βλέμμα της. Ότε η Αϊμά είχεν εστραμμένον αλλαχόσε το βλέμμα, τότε ο Μάχτος την εθεώρει εξ εγκαρσίων και λαθραίως.Ησθάνετο δε ηδονήν θεωρών αυτήν ούτω. Τούτο απετέλει την δευτέραν ευτυχίαν του Μάχτου, ευτυχίαν συνεχή και λιτωτέραν έτι και της δρέψεως των ανθέων κατά παραγγελίαν αυτής. Περίεργον δε είνε ότι δεν ετόλμα ουδέ ν' αποδώση τουλάχιστον φανερώς την ευτυχίαν, ην τω επροξένει αύτη. Πριν ή ανακαλύψη το άγνωστον τούτο αίσθημα,εγίνωσκε να εκδηλοί διά μυρίων τρόπων την στοργήν αυτού προς την Αϊμάν. Μειδιάματα, φιλοφρονήσεις, γλυκείς λόγους, όλα δι' αυτήν τα είχε. Τώρα όμως έπαυσε και να μειδιά και να ομιλή προς αυτήν.Ενώπιον αυτής ήτο σύννους και κατηφής. Ότε όμως εκείνη ήτο απούσα,αν ευρίσκετό τις όστις να είπη κακόν λόγον εναντίον της, ο Μάχτος θα τον εφόνευε. Παρεμέριζεν ότε εκείνη διέβαινε, χωρίς να τη απευθύνη λόγον. Κοιμωμένης εκείνης, πάσα η μέριμνα του Μάχτου αφιερούτο εις το να προλάβη μήπως την ενοχλήση τις. Είχε δε μεταβληθή σήμερον και η τάξις του βίου εν τη καλύβη. Επειδή όλη η εργασία ήτο αφιερωμένη εις την μεγάλην παραγγελίαν του οψιφανούς πελάτου, δεν εξετέλουν πλέον συχνάς εκδρομάς προς πώλησιν, ουδ'ειργάζοντο από του μεσονυκτίου. Η εργασία ήρχιζε περί όρθρον βαθύν και διήρκει όλην την ημέραν.
Όσον διά τον ξένον, ούτος δεν έπαυε τας εκτενείς συνδιαλέξεις με τον Πρωτόγυφτον. Ο Μάχτος ενθυμείτο τον όρκον, ον είχεν ομόσει όπως ανακαλύψη το σχέδιον του ξένου, αν είχε τοιούτον ως προς την Αϊμάν, αλλ' η ατολμία αυτού ήτο πρόσκομμα. Νύκτα τινά μετά το δείπνον ο Πρωτόγυφτος και ο ξένος εξήλθον κατά το σύνηθες. Σημεία τινα είχον επισπάσει την προσοχήν του Μάχτου. Ο γέρος εφαίνετο κατεχόμενος υπό λογισμού τινος και ήτο σκυθρωπός. Ο ξένος τουναντίον ήτο φαιδρός. Ηστειεύθη με την Γύφτισσαν, προς ην έλεγεν αηδώς χαριεντιζόμενος ότι την ερωτεύεται. Η Αϊμά δεν ήτο παρούσα.
— Αλήθεια; έλεγεν η γραία. Με αγαπάς με τα σωστά σου;
— Καλέ τι λες; Δεν το πιστεύεις;
— Και τώρα πώς να κάμωμεν; έλεγεν η γραία προτείνουσα τους δύο οδόντας.
— Συ ευρέ τον τρόπον, μάτια μου.
— Να με άφηνεν ο γέρος μου, θα μ' έπαιρνες;
— Ακούς εκεί! φτάνει να θέλης.
— Και δεν μπορούμε να τον καταφέρωμε;
— Αυτό κεγώ προσπαθώ.
— Αλήθεια;
— Βέβαια. Δι' αυτό ομιλούμεν κάθε βράδυ.
— Κάθε βράδυ;
— Ναι. Έχω ένα μήνα οπού τον παρακαλώ.
— Δι' αυτό πηγαίνετε οι δύο σας μοναχοί και τα λέτε;
— Σωστά. Δεν το κατάλαβες;
— Πού να το καταλάβω; Και τον παρακαλείς να με αφήση;
— Με τόσα δάκρυα, είπεν ο ξένος ποιήσας χειρονομίαν.
— Και δεν τον κατάφερες ακόμη;
— Όχι. Σε θέλει.
— Τι με θέλει;
— Σε θέλει διά να ζεσταίνεται.
— Γου! έκαμεν η Γύφτισσα. Μη χειρότερα!
— Δεν με πιστεύεις;
— Αλήθεια, γέρο μου;
— Σκάσε, παληόστριγλα, είπεν ο Γύφτος. Χρου!… Γμου!..
Και ο ξένος ηναγκάσθη να παύση την παιδιάν.
Και αν δεν είχε σκοπόν ο Μάχτος ν' απέλθη προς κατόπτευσιν εκείνην την νύκτα, η περίστασις αύτη, ότι ηθέλησεν ο ξένος να μνημονεύση των νυκτερινών συνδιαλέξεων και να δώση εις αυτάς παίζων την ερμηνείαν εκείνην, ήθελε προκαλέσει την περιέργειαν αυτού, όθεν ευθύς ως εξήλθον, ηγέρθη και τους ηκολούθησεν.
Οι δύο καλοί σύντροφοι δεν απήλθον μακράν. Εκάθισαν εις άλλο μέρος, όπου εσχηματίζετο κοίλωμα μεταξύ των βράχων. Η περίστασις αύτη ήτο ευνοϊκή προς τους σκοπούς του Μάχτου, διότι ηδύνατο να κρυβή όπισθεν και ν' ακούη ανέτως τι έλεγον. Την δευτέραν ταύτην φοράν δεν ησθάνετο πλέον τόσον σφοδρούς τους παλμούς της καρδίας,όσον την πρώτην. Οι δύο ηρμοσμένοι φίλοι ωμίλουν λίαν σιγά. Τούτο ηύξησε την περιέργειαν του νέου. Ηδυνήθη δε ν' ακούση τινά εκ της συνδιαλέξεως.
— Ώστε είνε μαγεία χωρίς άλλο; έλεγεν ο Πρωτόγυφτος.
— Δεν είνε μαγεία, φίλε μου, είνε κάθε άλλο πράγμα. Μην πιστεύης
και συ αυτάς τας ανοησίας.

— Τι πράγμα είνε, ειπέ μου. Εγώ, ξέρεις, καλά καλά δεν τα
στοχάζομαι.

— Ο κύριός μου πιστεύει ότι ανεκάλυψε νέον Θεόν. Φαίνεται ότι ο
παλαιός εγήρασε πολύ.

— Νέον Θεόν; είπεν ο Γύφτος. Και τι είνε αυτός ο νέος Θεός;
— Έχει είδωλα και τα προσκυνεί, είπεν ο ξένος.
— Και τι πράγμα είνε αυτά τα είδωλα;
— Τα είδωλα είνε αγάλματα οπού τα προσκυνούσαν οι αρχαίοι.
— Ποίοι αρχαίοι;
— Οι Έλληνες.
— Και πώς τα επροσκυνούσαν;
— Όπως οι χριστιανοί προσκυνούν τας εικόνας, μοι φαίνεται.
— Και σαν τι πράγμα είνε αυτά τα αγάλματα; Πες μου καλά να καταλάβω, διατί εγώ αργώ να μπω μέσα.
— Τα αγάλματα είνε κάτι μούτρα, κάτι φιγούραις πέτριναις, οπού παριστούν τους αρχαίους θεούς, τον Δία, τον Απόλλωνα, και τους άλλους δεν τους θυμούμαι.
— Λοιπόν, έχει τέτοια ο αφέντης σου και τα προσκυνεί;
— Σου το είπα. Και όχι μόνον τα προσκυνεί, αλλά τελεί και μυστήρια.
— Τι μυστήρια;
— Τα μυστήρια είνε, πώς να σου πω; κάτι πράγματα και φερσίματα κρυφά, οπού δεν είνε διά να τα βλέπουν ξένα μάτια.
— Και αυτήν την δουλειά κάνει ο αφέντης σου;
— Ναι. Και μαζεύει και άλλον κόσμον. Έχει μαθητάς.
— Πολλούς;
— Παραπολλούς. Και αυτοί είνε τα πρώτα ονόματα. Οι πλέον γραμματισμένοι της χώρας. Όλοι οι άρχοντες, όλοι οι πρόκριτοι,όλοι οι λογιώτατοι είνε με το μέρος του. Ο σκοπός του όμως είνε πολύ μακράν διά να επιτύχη.
— Διατί;
— Διότι έχει σκοπόν να διαδώση αυτήν την θρησκείαν εις όλον το έθνος.
— Αληθινά;
— Σωστά. Ο κύριός μου δεν χωρατεύει.
— Και αν το επιτύχη αυτό, τι θα κερδήση;
— Θα δοξασθή εις όλον τον κόσμον.
— Θα δοξασθή; Δεν το καταλαβαίνω εγώ αυτό.
— Πού να καταλάβης συ; Ημείς οι απλοί δεν εννοούμεν απ' αυτά.Εκείνος όμως δεν έχει άλλον σκοπόν παρά την δόξαν.
— Ειπέ μου καλά να καταλάβω τι θα πη δόξα.
— Δόξα θα πη, να έχουν να κάμουν όλοι δι' όνομά σου, κ' εκείνοι που σε γνωρίζουν κ' εκείνοι που δεν σε γνωρίζουν, και άμα σε βλέπουν να λέγουν: &Να, ο Πρωτόγυφτος!& Δόξα θα πη να σε ξέρουν και όσοι δεν σε είδαν, και όσοι είνε μακράν, εις άλλον τόπον. Δόξα θα πη να σε ξεύρουν όχι μόνον οι ζωντανοί αλλά και…
— Οι πεθαμένοι, είπεν ο Γύφτος· πώς γίνεται αυτό;
— Με συγχωράς, δεν το είπα καλά. Άλλο ήθελα να πω. Ήθελα να πω να σε ξεύρουν όχι μόνον όταν είσαι ζωντανός, αλλά και όταν θα είσαι αποθαμένος.
— Α! είπεν ο Γύφτος. Κατάλαβα.
— Καθώς είνε εις ημάς τους μικρούς όταν σφάλωμεν, όπου δείχτουν με το δάχτυλο και λέγουν· Να, &ο ποίσος, ο δείξος!& Όταν όμως κάμωμεν κανένα καλόν, κανένας δεν μας λέγει ούτε καλημέρα. Έτσι είνε εις αυτούς τους μεγάλους, είτε καλόν κάμουν είτε κακόν,δοξάζονται.
— Δοξάζονται, επανέλαβεν ο Γύφτος· κατάλαβα…
— Κ' εγώ επίτηδες το είπα, διά να καταλάβης. Ώστε βλέπεις, ότι αυτός ο κύριός μου δεν είνε μικρός άνθρωπος. Έχει τον διάβολον μέσα του. Σκοπεύει μεγάλα πράγματα να κατορθώση.
— Ναι, αλλά δι' αυτό δεν μας μέλει.
— Μας μέλει διά ένα άλλο πράγμα, και υπομονή. Κάθε λόγος με την σειράν του.
— Ακούω.
— Ο κύριός μου έχει πολλά και καλά χαρίσματα. Είνε άνθρωπος σοφός και δεν καταδέχεται να έλθη εις τα ταπεινά. Δεν έχει τα μικρά ελαττώματα των κοινών ανθρώπων.
— Το πιστεύω.
— Πρώτον είνε οπού δεν λέγει ποτέ ψεύματα. Δεύτερον δεν θέλει να κάμη κακόν εις κανένα. Τρίτον κάμνει καλόν, όσον ειμπορεί.
— Αυτό;
— Βέβαια. Έπειτα δεν λυπάται ποτέ τα χρήματα. Όχι μόνον δεν τα λυπάται, αλλά δεν τα εκτιμά ποσώς. Δεν τα βλέπει εμπροστά του ούτε ως λιθάρια. Τα καταπατεί ως χαλίκια. Πλειότερον εκτιμάς εσύ ταις σκωριαίς παρά εκείνος το μάλαμμα.
— Αληθινά; είπεν ο Γύφτος μετά θαυμασμού.
— Αληθινά, επανέλαβεν ο ξένος. Και είνε φυσικόν. Διότι εκείνος δεν ειμπορεί να έχη ανάγκην από χρήματα.
— Είνε δα πολύ πλούσιος, θα πη;
— Όχι ότι είνε πλούσιος. Αλλά ειμπορεί να έχη όσα χρήματα θέλει.
— Δεν το αγροικώ αυτό τι θέλει να πη.
— Θέλει να πη ότι δεν είνε πλούσιος με δικά του χρήματα, αλλά είνε με ξένα. Όσαις χιλιάδαις υπέρπυρα επιθυμήση, του τα στέλνουν οι φίλοι του.
— Ποίοι φίλοι του;
— Σου είπα ότι έχει με το μέρος του όλους τους μεγάλους. Και εκτός απ' αυτό είνε και ο ίδιος εις τον Μωρέαν άρχων. Είνε νομοθέτης του Μωρέως. Αυτός βάζει όλους τους νόμους εις τον τόπον αυτόν. Οπού θα πη απ' αυτόν εξαρτώνται οι νόμοι και οι προφήται.Λοιπόν ερωτάς ύστερα πού ευρίσκει τα χρήματα; Ο κύριός μου έχει χιλιάδαις χιλιάδων φλωρίων εις την διάθεσίν του.
— Μεγάλο πράγμα αυτό, είπεν ο Γύφτος στενάζων.
— Και δι' αυτό ο κόσμος δεν έχει άδικον να τον λέγη μάγον.Περισσότερον από τα άλλα όλα, τούτο μου φαίνεται να τον κάμνη μάγον. Διότι είνε άπορον πού τα ευρίσκει τα χρήματα.
— Λοιπόν είνε μάγος;
— Το είπαμεν, ότι αυτό λέγει ο κόσμος. Διότι τον βλέπουν και κάμνει μερικά πράγματα ανεξήγητα. Καθώς τα μυστήρια, όπου σου έλεγα. Και τι δεν λέγουν; Όλοι οι χωρικοί, αν πλησιάσουν εις εκείνο το μέρος, κάμνουν τον σταυρόν των. Όλα τα λαδικά καταρώνται κάθε ημέραν το όνομά του. Υπάρχουν οπού ορκίζονται ότι είδαν με τα μάτια των φαντάσματα σιμά εις το σπήλαιον. Εις όλα τα χωρία διηγούνται ότι ο κύριός μου υπέγραψε συμβόλαιον με τον διάβολον,να τον υπηρετήση πιστά εις τον κόσμον αυτόν και εις τον άλλον να πάρη την ψυχήν του. Και την υπογραφήν του ο κύριός μου την έβαλε με το αίμα του, καθώς λέγουν.
— Με το αίμα του;
— Ναι. Τώρα τι να πιστεύσης; Το σωστόν είνε ότι δεν ομοιάζει με τους άλλους ανθρώπους, και έχουν δίκαιον να του τα ψάλλουν αυτά.Και ενώ, καθώς σου είπα, κακόν εις κανένα δεν έκαμε, πάλιν δεν του θέλουν καλόν. Πού να έκαμνε και κακόν! Αλλά τον κατατρέχουν μόνον,διότι ο τρόπος της ζωής του δεν ομοιάζει με των άλλων ανθρώπων.Όπου να πας, δεξιά, αριστερά, παντού ο &Μάγος& ακούεις, &Ο Μάγος.&Ο μικρός λαός τον έχει γραμμένον εις μαύρο χαρτί. Καλόν κανείς δεν του λέγει. Όταν υπάγη το πρωί ο χωρικός εις την δουλειά του, και κάμη τον σταυρόν του, κοντά εις τα άλλα οπού θα παρακαλέση, θα είπη: «Γλύτωσέ με, Θεέ μου, από τον Μάγον». Όταν καθίση το μεσημέρι να γευματίση, θα ευχηθή να μη τον μπουκώση ο Μάγος, Όταν θα πλαγιάση την νύκτα, παρακαλεί να μην ίδη τον Μάγον εις το όνειρόν του. Όταν εξυπνήση την αυγήν, παρακαλεί να μην απαντήση τον Μάγον εις τον δρόμον και του φέρη δυστυχίαν. Εάν είνε καμμία γυνή έγκυος, εύχεται να μην ομοιάση με τον Μάγον το παιδί που θα κάμη. Αν είνε γάμος ή βάπτισις, ο σύντεκνος και οι προσκαλεσμένοι εύχονται να μη κάμη κακόν ο Μάγος εις τους νεονύμφους ή εις τον νεοφώτιστον. Αν είνε κανείς διά τον άλλον κόσμον και ψυχομαχή,εξορκίζουν με ευχάς και με θυμιάματα τον Μάγον, να μη τυχόν εμποδίση με την αόρατο παρουσίαν του τον μισοπεθαμένον, και δεν υπάγη κατευόδιον εις τον κάτω κόσμον. Τέλος αν βήξη κανείς ή πταρνισθή, ο πρώτος λόγος του άλλον οπού θα τύχη εκεί, δεν είνε το να ευχηθή υγείαν εις εκείνον που πταρνίζεται, αλλά «εξορκίζω σε,Μάγε». Και έτσι νομίζει ότι εξοφλεί από κάθε εναντίον.
Ο Γύφτος ήκουε χωρίς να ομιλή. Ο ξένος επανέλαβε μετά μικράν παύσιν·
— Σε βεβαιόνω, τον λυπούμαι καμμίαν φοράν τον δυστυχή τον κύριόν μου, δι' αυτά που υποφέρει αδίκως. Ενώ είνε τόσον καλός! Και έχει τόσα χαρίσματα!
— Κ' εγώ τον λυπούμαι, είπε ψυχρώς ο Γύφτος, ως να έλεγε· Μοι είνε αδιάφορον.
— Και δικαίως. Διότι είνε πολύ φιλάνθρωπος.
— Σωστά, είπεν ο Πρωτόγυφτος.
— Και δεν λυπάται τα χρήματα, ούτε ως άμμον.
— Το μεγαλείτερο αυτό είνε, είπεν ο Γύφτος, και ηκούσθη ο κρότος
της γλώσσης επί των χειλέων του.

— Και ειμπορεί να δώση πολλά, να κάμη έναν άνθρωπον πλούσιον διά
το τίποτε.

— Διά το τίποτε; αντήχησεν ο λάρυγξ του Γύφτου.
— Με μικράς υπηρεσίας και εκδουλεύσεις.
— Τι εκδουλεύσεις; ηρώτησε μετά μεγίστης περιεργείας ο Πρωτόγυφτος.
— Εκδουλεύσεις φιλικάς. Και όχι δυσκόλους. Ο κύριός μου ο ταλαίπωρος έχει καϋμόν, διότι ο κόσμος ο μικρός δεν του θέλει το καλόν του. Είνε αληθές ότι οι μεγάλοι είνε όλοι φίλοι του. Αλλά φαίνεται ότι αηδίασε πλέον να έχη όλο με μεγάλους να κάμη. Έπειτα δε τους έχει πάντοτε προθύμους εις την συναναστροφήν του.Ευρίσκεται αναγκασμένος να ζη πάντοτε εις την μοναξίαν, ένεκα οπού κανείς από τους γείτονας δεν θέλει να ζυγώση εις το σπήλαιον, και επιθυμεί την κοινωνίαν των ανθρώπων.
— Πρωτήτερα μου τον εψήλωσες πολύ, παρετήρησεν ο Γύφτος· τώρα άρχισες να τον κατεβάζης ολίγο παρακάτω.
— Είνε σωστόν, αλλά έτσι είνε τα πράγματα του κόσμου, είπεν ο ξένος φιλοσοφικώς. Εγώ τα έμαθα αυτά από τον κύριόν μου και δεν ξιππάζομαι. Όσον υψηλά και αν είνε κανείς, δεν ειμπορεί να έβγη έξω από την ανθρωπίνην φύσιν, ουδέ είνε ευχαριστημένος να ζη μοναχός του ως αγριόχοιρος. Η ψυχή του ανθρώπου αισθάνεται βαθύ σκότος και ερημίαν, όταν όλοι τον εγκαταλείπουν και ζη πάντοτε μόνος του. Κρίνε το από τον εαυτόν σου, αν θέλης.
— Δεν στοχάζομαι καλά, αλλ' έτσι πρέπει να είνε, απήντησεν ο Γύφτος.
— Λοιπόν βαρύνεται κανείς τον κόσμον αυτόν. Ποίος ειξεύρει πόσας κρυφάς και βαθείας πληγάς θα έχη ο καϋμένος ο κύριός μου, και πόσον θα πονή μέσα του.
— Και αυτό γίνεται.
— Λοιπόν αυτός είνε ο λόγος, οπού επιθυμεί την συναναστροφήν των μικρών ανθρώπων. Διότι όλοι τον αποφεύγουν, ως να είνε λωβιασμένος.
— Δεν υποφέρεται αυτό, είπεν ο Γύφτος.
— Εννοώ διατί αναστενάζεις, μάστορη, είπεν ο ξένος. Σου επροξένησα λύπην. Σε έκαμα ίσως να ενθυμηθής τους ιδικούς σου καϋμούς και τα βάσανα.
— Εγώ;
— Βέβαια. Διότι και η φυλή σας υποφέρει τα ίδια.
— Ποία φυλή;
— Η φυλή των Αθιγγάνων, είπεν ο ξένος. Δεν είνε αλήθεια ότι σας μισεί ο κόσμος;
— Αλήθεια είνε, είπεν εν αμηχανία ο Γύφτος.
— Και χωρίς καμμίαν αιτίαν…
— Χωρίς αιτίαν βέβαια.
— Διότι τι κακόν κάμνετε; Σεις είσθε τίμιοι, εργατικοί. Κανένα δεν πειράζετε. Κυττάζετε την δουλειά σας.
— Ναι, έτσι είνε, εψιθύρισεν αμηχανών ο Γύφτος. Χμου!… Γρου!…
— Ώστε, βλέπεις, είσθε ομοιοπαθείς με τον κύριόν μου. Και διά σας τουλάχιστον, υπομονή, παρετήρησεν ο ξένος, χωρίς να τον μέλη αν προσέβαλλε τον φίλον του, διότι είσθε κοινοί και εργατικοί άνθρωποι και δεν σας κακοφαίνεται και πολύ. Αλλ' εκείνος φιλόσοφος, άρχων, μεγάλος άνθρωπος! … Βέβαια πολύ θα δυσαρεστήται.
— Καθένας το ξέρει, είπεν ο Γύφτος. Χρου!…
— Ξεύρεις, μάστορη, οπού μου έρχεται μία ιδέα; είπεν ο ξένος αλλάξας τόνον.
— Τι πράγμα;
Όταν δύο είνε ομοιοπαθείς, καθώς ελέγαμεν, δεν παρηγορούνται ευκόλως;
— Δεν ειξεύρω τι θέλεις να πης, εμορμύρισεν ο Γύφτος.
— Λέγω, όταν δύο άνθρωποι έχουν ένα κοινόν πάθος, μίαν θλίψιν,ήτις να είνε και εις τους δύο ομοία, τότε με την συναναστροφήν ο ένας παρηγορεί τον άλλον.
— Ε, ύστερα;
— Λοιπόν, καθώς είνε τώρα η περίστασις, μου φαίνεται, δεν είνε άσχημον να κάμωμεν οι δύο μας ένα μικρό ταξείδι.
— Τι ταξείδι;
— Δεν είνε πολύ μακράν. Ολίγαις ώραις δρόμος. Και πιστεύω ότι έχομεν και οι δύο γερά πόδια.
— Διά πού; ηρώτησεν ο Γύφτος.
— Διά την κατοικίαν του αυθέντου μου.
— Να κάμωμεν τι;
— Θα ιδής. Μου φαίνεται, δεν είνε άσχημα, και δεν θα κακοπάθης.
— Πού τον ηύρες τον μουστερή!… είπεν ειρωνικώς ο Γύφτος. Εγώ τώρα, καθώς είμαι κουρασμένος, και είνε και νύχτα…
— Όχι τώρα, υπέλαβεν ο ξένος. Έχομεν καιρόν. Αύριον, μεθαύριον.
— Και τι δουλειά έχω, να πάγω εγώ εκεί; αντείπεν ο Γύφτος.
— Ίσως θα εύρης δουλειά, επέμενεν ο ξένος.
— Άλλην απ' αυτήν που κάμνω κάθε μέρα;…
— Εάν εύρης καλλίτερην, δεν την αφήνεις;
— Όχι, είπε σταθερώς ο Γύφτος.
— Με τα σωστά σου;
— Αμμή;…
— Λοιπόν την έχεις απ' αγάπη;
— Τι θαρρείς;
— Είσαι λοιπόν ερωτευμένος με το βαρειό και με τη βρεχτούρα!
— Χωρίς άλλο. Καθένας την τέχνη του πρέπει να την τιμά, και ας είνε και ταπεινή.
— Δεν λέγω. Έχεις πολύ δίκαιον.
— Τότε τι;
— Αλλά χωρίς να παύση να την τιμά, ειμπορεί να την αφήση εις τα
γηρατειά, διά ν' αναπαυθή.

— Και αν αναπαύεται χωρίς να την αφήση; είπε φαιδρώς ο
Πρωτόγυφτος.

— Είσαι λοιπόν αναπαυμένος;
— Τι θέλεις να σου πω; Δεν φθάνει ο νους μου μακρύτερα.
— Αυτό που σου είπα εγώ, επανέλαβεν ο ξένος, δεν θα είνε διά ν'αφήσης την τέχνη σου. Θα είνε διά να γείνη κάτι καλόν διά σε,καθώς πιστεύω.
Ο Γύφτος εσίγησεν. Ο ξένος επανέλαβε·
— Θα υπάγωμεν μίαν ημέραν εκεί, θα σε συστήσω εις τον κύριόν μου,και ποιος ξεύρει;… Ειμπορεί να βγη σε καλό.
— Εμείς οι παραμικροί, οι εργατικοί, είπε πανούργως ο Πρωτόγυφτος, δεν έχομεν να κάμωμεν τίποτα με τους άρχοντας και τους μεγάλους.
Ο ξένος ησθάνθη ως νύγμα τον λόγον τούτον του γηραιού Γύφτου και έμεινε σιγών επί τινας στιγμάς. Είτα επανέλαβε·
— Με εκδικείσαι, φίλε, δι' αυτό που σου είπα πρωτήτερα, αλλά δεν το είπα με κακόν σκοπόν. Αφού είνε έτσι, συμπάθησέ με.
— Όχι δα, δεν ξεύρω, είπεν ο Γύφτος.
— Και πάλιν, αφού δεν θέλεις, δεν ειμπορώ να σε βιάσω. Αν θέλης τα ξαναλέμε.
Ο Γύφτος δεν απήντησε δι' ενάρθρου φθόγγου, αλλ' ηκούσθη μόνον έν πεπνιγμένον &Χμου&, εξελθόν εκ του στόματός του. Συγχρόνως δε ηγέρθη.
— Πάμε τώρα, είπε.
— Πάμε, είπε και ο ξένος.
Και επέστρεψαν εις την καλύβην. Ο ξένος ηυχήθη την καλήν νύκτα και απήλθεν εις το κατάλυμά του, εγγύς της παραλίας κείμενον.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Θ'.

Τα όνειρα του Μάχτου.
Ο Μάχτος έμεινε τελευταίος εις την κρύπτην του, προσδοκών μέχρις ου απομακρυνθώσιν οι δυο σύντροφοι. Βαθείαν αίσθησιν είχον εμποιήσει αυτώ αι προτάσεις και αι παρακελεύσεις του ξένου.Εσκέπτετο επί μακρόν, τι άρα εσκόπει ο παράδοξος εκείνος άνθρωπος,και ποίον συμφέρον ηδύνατο να έχη, όπως πείση τον Πρωτόγυφτον να μεταβή εις την κατοικίαν του μάγου, ή του άρχοντος, ως τον ονόμαζεν. Όσον άπειρος των πραγμάτων του κόσμου και αν ήτο ο Μάχτος, τω εφαίνετο, ότι τα πράγματα άτινα έβλεπε και ήκουε δεν ήσαν συνήθη, και μυστήριόν τι εκρύπτετο όπισθεν του προσωπείου,όπερ εφόρει ο ξένος. Ο Μάχτος εβασάνιζεν επί πολλήν ώραν την κεφαλήν του και την φαντασίαν του, προσπαθών να διίδη τι εν μέσω του σκότους, του εκτεινομένου προ των οφθαλμών αυτού. Εις μάτην.Ουδέν κατώρθου να μαντεύση. Μόλις τω εφαίνετο ότι έλαμπε φωτεινή τις ακτίς εις την όψιν του, και πάραυτα το σκότος επυκνούτο και καθίστατο δεινότερον.
Έμεινεν επί μακράς ώρας εις την θέσιν εκείνην, λησμονήσας εαυτόν.Η νυκτερινή δρόσος επήνεγκε νάρκην εις το σώμα αυτού, και κάρωσις τω επήλθεν. Ήτο μεσαία κατάστασις μεταξύ υπνοβασίας και εγρηγόρσεως, λήθαργος, νάρκωσις και ουχί ύπνος. Τότε αι ελπίδες ας είχε συλλάβει, οι φόβοι ους είχεν υποστή, αι εικόνες της φρίκης,τα ινδάλματα της ευτυχίας, εσωματώθησαν, έλαβον μορφήν και όψιν και παρήλασαν εν σχήματι ονείρων προ των οφθαλμών αυτού. Η πρώτη διαβάσα μορφή ήτο περικαλλής. Ήτο το πρόσωπον της Αϊμάς, λάμπον ως αστήρ, και το σώμα αυτής ευωδιάζον ως κρίνον. Τοιαύτην την έβλεπεν ο Μάχτος εις τους ονείρους του. Αλλά παρήλθε ταχέως, και το κενόν εξετάθη πάλιν παρελθούσης αυτής. Ο νέος έμεινε κεχηνώς, άναυδος,τεθαμβωμένος. Εψιθύρισε γλυκυτάτην τινά λέξιν, ήτις τω εφάνη ως φθόγγος υπερφυούς οργάνου. Την λέξιν ταύτην ουδέποτε ήθελε τολμήσει ο Μάχτος να προφέρη, αν ήτο εγρηγορώς. Αλλ' εις μάτην.Εκείνη έγεινεν άφαντος. Ο νέος την εκάλει, αλλά δεν ήρχετο πλέον.Ήνοιξε τους οφθαλμούς και ήτο σκότος. Έκλεισε πάλιν αυτούς ελπίζων ότι ήθελεν επανίδει την ποθεινήν εικόνα. Ουδέν. Εν τούτοις η γλυκεία εντύπωσις έμενεν. Ο νέος ήλπιζεν ότι ηδύνατο εισέτι να την επανίδη. Φευ! η Αϊμά έφευγε. Την είδε πάλιν, αλλά φεύγουσαν. Ήτο εντός πλοίου, όπερ ορμητικώς απεμακρύνετο εκ της παραλίας, ο δε Μάχτος, ως τω εφαίνετο, ίστατο όρθιος επί της ακτής, και την απεχαιρέτιζε μακρόθεν. Προσεπάθει δι' ατόλμων και επιμόνων σημείων και νευμάτων να ελκύση την προσοχήν της, όπως τον ίδη και τω αποδώση τον χαιρετισμόν. Αλλ' η Αϊμά δεν έβλεπε προς αυτόν. Η προσοχή της ήτο εις τα κύματα και εφαίνετο αναμετρούσα μετά τρόμου το πέλαγος, όπερ έμελλε να διαπλεύση. Το πλοίον απήρε. Τότε ο Μάχτος δεν εδίστασεν, αλλ' ερρίφθη εις τα κύματα. Το πήδημα όπερ τω εφαίνετο ότι είχε κάμει, δεν ίσχυσε να τον αφυπνίση. Άλλως δε ο Μάχτος επέμενεν εις το όνειρον τούτο, και δύναται τις να είπη, ότι αυτομάτως πως το κατεσκεύαζε μάλλον, ή ότι υφίστατο παθητικώς αυτό. Εφέρετο μεθ' ορμής εις το όνειρον τούτο και εκράτει αυτό σφιγκτώς. Εξηκολούθει δε να νήχηται ούτως επί πολύ. Και πράγματι ενήχετο, αλλ' ενήχετο εις το πέλαγος των ονείρων. Το πλοίον έπλεε,και ο Μάχτος έπλεεν. Εκείνο έφευγεν, αλλ' ούτος δεν ηδύνατο να το φθάση. Ο άνεμος φούσκωνε τα ιστία, και αι κώπαι υπεβοήθουν τον δρόμον του σκάφους. Ο Μάχτος μετεχειρίζετο ως κώπας τους βραχίονας και τους πόδας. Αλλά το πλοίον έφευγε και δεν ηδύνατο να το φθάση.Μετ' ολίγον ο Μάχτος έβλεπεν αυτό, με τα λευκά ιστία αναπεπταμένα,ως λάρον, επί του αμετρήτου κυανού πεδίου. Τότε ο κολυμβητής ευρέθη εν αμηχάνω θέσει. Το πλοίον είχε γείνει άφαντον έμπροσθέν του, και η γη είχεν ομοίως εξαφανισθή όπισθεν. Εστράφη και δεν είδε πλέον την ακτήν αφ' ης είχεν αναχωρήσει. Αχανές πέλαγος εξετείνετο εμπρός και οπίσω και πέριξ και εγγύς και πόρρω και πανταχού. Ησθάνθη ότι αι δυνάμεις του εξέλειπον κατ' ολίγον και ήρχισε να βυθίζηται. Πελώριον κύμα έπληξε τους οφθαλμούς αυτού,και επήνεγκε πνιγμόν εις τον λάρυγγα αυτού. Το σώμα του ήσπαιρεν.Ολίγου δειν επνίγετο. Ο τρομερός εκείνος κτύπος τον αφύπνισεν.Ησθάνθη ότι ήτο όλος βεβρεγμένος, και ήτο πραγματικώς. Αλλ' η υγρότης αύτη προήλθεν εκ του ιδρώτος της αγωνίας, και ο πνιγμός εκ των δακρύων της θλίψεως και των λυγμών, οίτινες διέσειον το στέρνον αυτού. Ο Μάχτος δεν επανήλθεν εντελώς εις την κατάστασιν του εγρηγορότος. Εκοιμάτο εισέτι. Έκλεισεν αύθις τους οφθαλμούς.Το όνειρον μετεβλήθη. Ενεφανίσθη υπό άλλην μορφήν. Είδεν ο Μάχτος τον ξένον, τον κακόν εκείνον δαίμονα, ως τον ενόμιζεν. Είδεν αυτόν και τον πατέρα του, ως τους έβλεπεν εν τη πραγματικότητι προ ολίγων στιγμών. Ήσαν ομού εν τω ονείρω, ως ήσαν και καθ' ύπαρ προ μικρού, αλλ' ουχί μόνοι. Τρίτον πρόσωπον ήτο μετ' αυτών. Το πρόσωπον τούτο ήτο άγνωστον εις τον Μάχτον. Ήτο γηραιός ανήρ ευπρεπής την περιβολήν και κόσμιος το ήθος. Εκάθητο ούτος επί σκίμποδος, οι δε δύο ίσταντο όρθιοι ενώπιον αυτού. Ωμίλουν και εχειρονόμουν. Τας χειρονομίας τας έβλεπεν, έβλεπε και τα χείλη των κινούμενα, αλλ' η φωνή των δεν ήτο ακουστή. Παράδοξον δε, διότι ο Μάχτος δεν ίστατο μακράν, αλλ' έβλεπεν αυτούς εκ του σύνεγγυς και ηδύνατο ν' ακούη. Αλλ' ως φαίνεται, η φωνή των δεν είχεν ήχον.Τούτο επίστευσεν ο Μάχτος εν τω παραλήρω, εν ώ διετέλει, διότι άλλως δεν ηδύνατο να ερμηνεύση πώς, ενώ ωμίλουν ενώπιόν του, δεν τους ήκουεν. Ο Μάχτος δεν επέμεινε πλειότερον εις την λύσιν του προβλήματος τούτου, και μετέβη εις άλλην απορίαν. Ηρώτα εαυτόν τις ήτο ο τρίτος ούτος και άγνωστος άνθρωπος, όστις ενεφανίζετο αποτόμως ούτω εις τας όψεις αυτού. Απωτάτη και συγκεχυμένη, ως ανάμνησις άλλου κόσμου, τω ήλθε τότε η ηχώ της εσπερινής συνδιαλέξεως, ην είχεν ακροασθή, και τω εφαίνετο ότι ο ξένος ούτος ίσως ήτο ο Άρχων, ή ο Μάγος, περί ου ωμίλουν εκτενώς οι δύο φίλοι.
Καθ' ον χρόνον ο Μάχτος διετύπου κατ' όναρ τας σκέψεις ταύτας, η σκηνή του ονείρου είχε μεταβληθή. Δεν ήσαν πλέον οι τρεις, και τέταρτον πρόσωπον είχε παρουσιασθή. Αλλά το πρόσωπον τούτο δεν παρήλθεν επί την σκηνήν άνευ προσωπείου. Ως φαίνεται, είχε λόγους να καλύπτη την μορφήν. Δεν επεθύμει να φαίνεται τις ήτο. Το πρόσωπον τούτο εφόρει πυκνόν πέπλον, μακρόν και ποδήρη,μεταπλάττοντα ου μόνον την μορφήν, αλλά και το σχήμα του σώματος και το ένδυμα. Ούτε αν ήτο ανήρ η γυνή ηδύνατο να διακρίνη ο Μάχτος. Οποία μετημφιεσμένα όνειρα! Πόσον επεθύμει ο Μάχτος να σχίση δι' ενός κινήματος τον πέπλον εκείνον, αλλ' ότε απεπειράθη να κινηθή, ενόησεν ότι τα μέλη του ήσαν δέσμια, και δεν ηδύνατο ν'ανορθωθή, ο εφιάλτης τον κατείχεν όλον και αμέριστον.
Μη δυνάμενος να ενεργήση με τας χείρας, ηναγκάσθη ο Μάχτος να σκέπτηται πλατωνικώς, όπως και πρότερον. Διηπόρει εν εαυτώ, προς τίνα σκοπόν το πρόσωπον τούτο επαρουσιάσθη ούτω βαθύπεπλον προ των οφθαλμών αυτού. Εβασάνιζε τον νουν του να εύρη τι εσήμαινεν ο πέπλος. Εβίαζε την μνήμην του να τω είπη αν είχεν ιδεί άλλοτε πεπλοφόρους ανθρώπους. Τέλος ανεμνήσθη ότι μόνον εις τους γάμους ήτο ενιαχού συνήθεια να στολίζωσι με τον αρνητικόν τούτον στολισμόν τας νεαράς νύμφας, όσαι επεθύμουν να έχωσιν ασπίδα τινά κατά των βλεμμάτων του κόσμου και να κρύπτωσι την συγκίνησιν και την αιδώ υπό το ύφασμα. Αλλ' έμελλε λοιπόν να τελεσθή γάμος υπό τας όψεις του, τόσον ευκόλως και προχείρως; Ο Μάχτος ησθάνθη φρικώδη οδύνην, Μη είνε η Αϊμά; είπε καθ' εαυτόν. Την έννοιαν ταύτην δεν ηδυνήθη να μεταβάλη εις λέξιν, την λέξιν δεν ίσχυσε να εκφέρη εις κραυγήν, και ο πέπλος αυτομάτως έπεσε. Το βλέμμα του νέου έπεσεν αρπακτικόν επί της μορφής εκείνης. Φρικώδες! Ήτο η Αϊμά. Δεν ηπατήθη. Τότε ο κλοιός της γλώσσης ελύθη, ο κύφων του σώματος διερράγη. Ο Μάχτος εξέπεμψε βρυχηθμόν λεαίνης και άμα ώρμησεν ως σκύμνος προς το θέαμα εκείνο. Ήλπιζεν ότι ήθελε σώσει την Αϊμάν εκ του βεβιασμένου εκείνου γάμου, διότι ως βεβιασμένον τον ενόμιζε. Συγχρόνως ο Μάχτος αφυπνίσθη.
Ευρέθη όρθιος και είδε μόνον το σκότος της νυκτός, όπερ περιέβαλλε πανταχόθεν αυτόν. Ούτε ανθρώπινον ον ήτο πού, ούτε συνέβη τι, ούτε ψόφος τις ηκούετο. Ενόησεν ότι είχε καταστή παίγνιον των ονείρων.Επανήλθεν εις την καλύβην λίαν κατηφής.
Ήναψε λύχνον και πλησιάσας σιγά εις την κλίνην, όπου εκοιμάτο αόρατος η Αϊμά, διότι το σανίδωμα την απέκρυπτεν από των βλεμμάτων, έτεινε το ους. Ήκουσε την ομαλήν και ηρεμαίαν αναπνοήν της νέας, ήτις εκοιμάτο ως αρνίον. Ο Μάχτος απεμακρύνθη όλος αιδήμων. Ησθάνθη πάλιν ευτυχίαν. Η Αϊμά ήτο εκεί και τα όνειρά του ήσαν όνειρα. Δεν ήσαν ταύτα αξιοπιστότερα, αν και φρικώδη, ή όσον είνε συνήθως τα μανιώδη όνειρα της ευτυχίας, άτινα οι εγρηγορότες καθ' εκάστην ονειρεύονται.
Ο Μάχτος δεν κατεκλίθη, φοβηθείς μη και πάλιν ονειρευθή τα αυτά.Διότι προυτίμα να ονειρεύηται χωρίς να υπνώττη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ι'.

Αι οδοιπορίαι.
Την επιούσαν ο ξένος δεν ήλθεν εις την καλύβην. Ο δε Πρωτόγυφτος ήτο όλην την ημέραν σκυθρωπός.
Ψυχρότης επήλθεν, ως φαίνεται, μεταξύ των δύο ηγαπημένων φίλων,μετά την τελευταίαν συνδιάλεξιν. Αλλ' ο ξένος δεν εμνησικάκει ευκόλως, και δεν έμελλε να είνε απών επί πολύν χρόνον. Την μεθεπομένην, άμα τη ανατολή του ηλίου, ο ξένος ηυχήθη την καλήν ημέραν εις τον Πρωτόγυφτον. Ούτος δε τον υπεδέχθη μετά φαιδρότητος.
— Και πώς δεν σε είδαμε ψες, τω είπε· τι έγεινες; Μας εκάκιωσες;
Το σημείον τούτο της ευπροσηγορίας ήρεσεν εις τον ξένον, και προσεπάθησε να κρύψη την χαράν του. Πριν ή απαντήση εις την ερώτησιν του Γύφτου, απήντησεν εις εαυτόν.
— Θα τον καταφέρω, είπεν ενδομύχως, βαθύτατα, εις τον πυθμένα της συνειδήσεώς του.
Ακολούθως απήντησε μεγαλοφώνως·
— Εψές δεν ήμουν εδώ.
— Και πού ήσουνα; ηρώτησεν ο γέρος.
— Υπήγα μ' ένα φίλον μου.
— Πού;
— Εις το ψάρευμα.
— Α, είσαι και ψαράς;
— Όχι, δι' ευχαρίστησιν μόνον.
Ο Βούγκος, όστις ήτο εις άκρον απονήρευτος, εκύτταξε κατά πρόσωπον εις τον ξένον. Ούτος παρετήρησε το βλέμμα αυτού.
— Τι είνε, Βούγκο; τω είπε· τι με κυττάζεις;
— Τίποτε, απήντησεν ο Βούγκος, βαρυνόμενος τους πολλούς λόγους,και μη θέλων να δυσαρεστήση τον ξένον.
Εν τούτοις ο Βούγκος εγίνωσκε μετά βεβαιότητος ότι εψεύδετο ο ξένος. Λίαν πρωί της προτεραίας, απομακρυνθείς εκ του χαλκείου ο Βούγκος, είχεν ιδεί τυχαίως αυτόν επί ημιόνου καθήμενον και βαδίζοντα προς τα μεσόγεια. Ο Βούγκος δεν είπε περί τούτου λέξιν εις ουδένα, διότι εβαρύνετο να ομιλή. Αλλ' όμως με όλην την ευθύτητα της καρδίας του, έλεγε, τώρα καθ' εαυτόν, ότι δεν υπήρχον δύο απαράλλακτοι άνθρωποι, αποτελούντες έν και το αυτό πρόσωπον,ουδέ είχεν ο φίλος ούτος την παράδοξον δύναμιν του να διαιρήται διχή, και ο μεν ήμισυς αυτού να οχήται επί ημιόνου και να οδοιπορή κατά γην, ο δ' έτερος ήμισυς να επιβαίνη επί λέμβου και ν'απέρχηται εις αλιείαν κατά θάλασσαν. Τούτο ο Βούγκος το ενόμιζεν αδύνατον. Αλλ' όμως εσίγησε.
Μετά δύο ή τρεις ημέρας, ο Λάκων (διότι ο ανήρ εκείνος ήτο γηγενής, ωνομάσαμεν δε αυτόν ξένον ελλείψει άλλου ονόματος) και ο Πρωτόγυφτος, δεν ήσαν πλέον εν τω χαλκείω. Είχον απέλθει εις εκδρομήν. Ουδείς μάρτυς αυτήκοος υπήρχεν, ίνα μαρτυρήση τι είχε συμβή μεταξύ των δύο. Εικάζεται όμως ότι ο Λάκων εύρε τα ισχυρότατα των επιχειρημάτων αυτού, όπως πείση τον γέροντα σιδηρουργόν ν' απέλθωσιν εις επίσκεψιν παρά τω Μάγω. Διότι, ως φαίνεται, ο Πρωτόγυφτος εκ στιγμιαίας ιδιοτροπίας ή σκαιότητος έφερε κατ' αρχάς δυσκολίας, αλλ' όμως το δέλεαρ το προσειόμενον αυτώ υπό του ξένου ήτο ελκυστικόν. Ο Λάκων εφρόντισε να εξάρη δι'όλης της στωμυλίας αυτού το μέγα εκείνο και μοναδικόν προτέρημα του &Άρχοντος&, όπερ τοσούτον εξετίμα ο Γύφτος, ήτοι την ελευθεριότητα.
Και επειδή ο Πρωτόγυφτος ηγάπα τους ελευθερίους, όσον εμίσει τους φιλαργύρους (όσον ώφειλον να μισώσιν αι δεισειδείς το κάτοπτρον,αν ήτο δυνατόν να πεισθώσι περί του πραγματικού της δυσμορφίας των), διά τούτο δεν είχε λόγον όπως αποστρέφηται τον άνδρα εκείνον, αφού μάλιστα δεν τον είχεν ακόμη γνωρίσει. Λοιπόν απήλθον ομού εις την επίσκεψιν ταύτην. Εν τω χαλκείω ηγνοείτο πού είχε μεταβή ο Πρωτόγυφτος. Λέγομεν ηγνοείτο, καθ' όσον δεν είχεν αναγγείλει πού υπάγει. Αλλ' όμως υπήρχε τις όστις δεν είχεν ανάγκην της αγγελίας ταύτης, όπως γινώσκη πού απήλθεν ο γέρων, και ούτος ήτο ο Μάχτος. Και ότι μεν ο Μάχτος εγίνωσκε το πράγμα, τούτο είνε σαφές. Αλλ' ίσως ώφειλε να το γνωστοποιήση και προς άλλον τινά, και τούτο τον εβασάνιζεν. Ο νέος εν τη συνειδήσει του ουδένα λόγον αναβολής εύρισκεν, όπως μη ανακοινώση και σήμερον προς την Αϊμάν τους φόβους, ους έτρεφεν από τοσούτου χρόνου. Αλλ' οπόσον επεθύμει να ήτο εύλογος η τοιαύτη αναβολή!
Η απουσία του πατρός του διήρκεσεν επί δύο ημέρας. Ο Μάχτος ήτο εις τα βασανιστήρια, άνευ ουδεμιάς υπερβολής. Διότι ποία άλλη βάσανος ηδύνατο να υπάρχη διά τον νέον μείζων της ηθικής βασάνου;Αλλ' όμως εν κεφαλαίω απεφάσισεν ο Μάχτος να είπη ό,τι ώφειλεν εις την νέαν κόρην. Εταλαιπωρείτο μόνον να εύρη τον τρόπον καθ' ον έμελλε να προβή. Εσχεδίαζε λέξεις και φράσεις, κατεσκεύαζε διαλόγους, προέβλεπεν ερωτήσεις, έπλαττε λύσεις αποριών. Τα πάντα εις μάτην. Αν επρόκειτο τουλάχιστον περί επιστολής (αλλ' εγίνωσκε γράμματα ο Μάχτος;) ηδύνατο να σχίση εκατοντάκις τον χάρτην μέχρις ου κατασκευάση το προοίμιον, και ούτω θα εύρισκεν άψυχόν τι πράγμα καθ' ου να εκχύση την οργήν του. Αλλά προκειμένου περί στοματικού διαλόγου, ποίον θετικόν σχέδιον ηδύνατο να καταστρώση ο Μάχτος,και επί τίνος πράγματος ν' ακονήση τον ζήλον του; Το προχειρότερον καταφύγιον, όπερ εύρισκεν, ήτο να κτυπά συχνάκις την κεφαλήν του με την πυγμήν, και ίσως δεν έπραττε κακώς, ουδ' ησθάνετο πόνον τινά εκ τούτου. Άλλως το μαρτύριόν του ήτο άληκτον. Απεμακρύνετο της καλύβης, και εκεί εμονολόγει, φανταζόμενος ότι ομιλεί προς την Αϊμάν περί του προκειμένου. Εκεί τουλάχιστον δεν ηδύναντο να τον ακούωσι. Μετά διημέρους αγώνας δεν είχε κατορθώσει ουδέ να ορίση την πρώτην λέξιν, ην έμελλε ν' απευθύνη προς την νέαν. Έλεγε, φέρ'ειπείν·
— Πώς ν' αρχίσω; Αϊμά, θέλω να σου πω. Όχι, &Αϊμά&, δεν πάγει. Θα της φανή χωριάτικο. Αδελφή μου, θέλω να σου μιλήσω. Όχι, &αδελφή μου&, δεν έρχεται καλά. Διότι δεν το συνείθιζα απ' αρχής. Και μήπως τάχα δεν είνε αδελφή μου; είνε ψεύματα; Δεν ανετράφημεν τάχα μαζύ; Εγώ θυμούμαι την ημέραν που μας την έφεραν εις το σπίτι μας,και την επήραν διά παιδί τους οι γονείς μου, ήτο μικρά, πολύ μικρά. Αυτή δεν θα το θυμάται. Εγώ ήμουν μεγάλος, θα είμαι ως τρία τέσσερα χρόνια μεγαλήτερος απ' αυτήν. Αυτή θα με νομίζη αδελφόν της, και έχει δίκαιον. Αδελφός της είμαι. Λοιπόν τι έλεγα; Ειμπορώ καλά να την ονομάσω αδελφήν. Αδελφή μου, ήθελα κάτι να σου πω.Πολύ καλά. Αδελφή μου μόνον, χωρίς το όνομα; Αδελφή μου Αϊμά, είνε καλλίτερα. Αδελφή μου Αϊμά, θέλω να σου μιλήσω. Αδελφή μου Αϊμά, ή Αϊμά αδελφή μου; ποίον είνε καλλίτερον από τα δύο; Κ' εγώ δεν ειξεύρω. Δεν είνε το ίδιον; Βέβαια το ίδιον θα είνε. Αλλά διατί μου φαίνεται πως είνε άλλο πράγμα; Ας ιδούμεν καλά, τι διαφοράν έχουν. Κάποια διαφορά πρέπει να είνε, διότι άλλο φαίνεται το ένα,και άλλο το δεύτερον. Αδελφή μου Αϊμά, τι θα πη; Θα πη ότι συ η αδελφή μου λέγεσαι Αϊμά. Αυτό δεν θα πη τάχα; Βέβαια αυτό. Και Αϊμά αδελφή μου τι θα πη; Θα πη ότι συ η Αϊμά είσαι αδελφή μου.Χωρίς άλλο αυτό θα πη. Και διά τούτο μου φαίνεται καλλίτερον.Διότι το άλλο, σένα, αδελφή μου, σε λέγουν Αϊμά, είνε ανόητον. Το ξεύρω θα μου πη κ' εκείνη, το ξεύρω πως με λέγουν Αϊμά, δεν έχω ανάγκη να μου το πης. Τότε τι θα της πω; Όσο και να σπάσω το κεφάλι μου, δεν θα ευρώ λέξιν να της αποκριθώ. Και τότε θα φανή η ανοησία μου, θα κοκκινίσω, θα τα χάσω, θα κοντεύση ο ανασασμός μου, η φωνή μου θα πιασθή, και θα φανώ ανόητος. Κρίμα σ' εμένα!Καλλίτερον, χίλια μερτικά ή καλλίτερον, είνε να την πω, Αϊμά αδελφή μου! Αλλά σαν μου πη έξαφνα, εσύ δεν συνειθίζεις να με λες,Αϊμά αδελφή σου. Τόσον καιρόν μ' έκραζες Αϊμά, και τώρα με λέγεις αδελφήν σου; Τώρα λοιπόν έμαθες πως είμεθα αδελφοί, διά πρώτην φοράν; Κεγώ, οπού επίστευα απ' αρχής πως είμεθα αδελφοί, ήμουν απατημένη; Πρέπει να είνε ψεύματα, διότι μου το λέγεις τώρα διά πρώτην φοράν. Τότε τι να της πω; Τότε θα της πω ότι τώρα σε αγαπώ… (ενταύθα η φωνή του Μάχτου ελάμβανε παράδοξον ήχον,όμοιον με στόνον ηδυπαθείας) πλειότερον παρά άλλην φοράν, και διά τούτο σε ονομάζω Αϊμά αδελφή μου. Ειμπορώ ποτε να το πω αυτό, αφού μόλις το είπα τώρα, και το μέτωπόν μου καίει έξαφνα; πόσον καίει! (ο Μάχτος έφερε την χείρα εις το μέτωπον). Ειμπορώ να το πω ενώπιόν της; Αν θυμώση; Αν λυπηθή; Αν αγριεύση; Η Αϊμά να αγριεύση; Η Αϊμά να θυμώση; Δεν ειμπορεί να θυμώση, αλλ' ειμπορεί να λυπηθή. Και τότε πώς θα την ικανοποιήσω; Είνε ποτε δυνατόν; Και την ζωήν μου όλην να θυσιάσω, και το αίμα μου να χύσω, δεν ειμπορώ να πληρώσω έν δάκρυ της. Αλλά τι λέγω; Δεν θα κάμω τίποτε. Είμαι εις απελπισίαν. (Μετά τινων στιγμών παύσιν, καθ' ην ο Μάχτος εστέναζε τοιούτους βαθείς στεναγμούς, οίους αι λόχμαι και αι φάραγγες μόνον ηδύναντο ν' αντηχήσωσιν, επανελάμβανεν): Ω, θάρρος.Δεν είνε τόσον μεγάλη απελπισία. Εδώ χρειάζεται ενέργεια. Αυτός ο άνθρωπος έχει κακόν σκοπόν διά την Αϊμάν. Εγώ πρέπει να την σώσω.Και ποίαν σωτηρίαν ειμπορώ να της κάμω, αφού δεν ειξεύρω τίποτε;Δεν πειράζει, θα μάθω. Τώρα, πρέπει ν' αρχίσω να ενεργώ. Ανάγκη να της είπω όσα ειξεύρω, και να μη τα κρύπτω. Τούτο είνε χρέος μου.Λοιπόν θα την φωνάξω εις τον κήπον… όχι, δεν πρέπει, αυτό είνε βάρβαρον. Δεν θα την κράξω εγώ να έλθη εις τον κήπον, θα φυλάξω την ώραν όπου θα ευρίσκεται εκεί. Αυτό είνε το μόνον σωστόν. Το άλλο δεν ταιριάζει. Πόσον ανόητος είμαι, συλλογίζομαι τώρα δύο ημέραις πώς ν' αρχίσω την ομιλίαν, με ποίας λέξεις, και το κυριώτερον είνε εις ποίον μέρος να την ευρώ, διά να της κάμω την ομιλίαν. Εις τον κήπον, όταν θα είνε εκεί μέσα. Ναι, αυτό είνε σωστόν. Αλλ' εις τον κήπον, την ώραν που θα ποτίζη τα λουλούδια της, να υπάγω κ' εγώ να της κάμω ενόχλησιν; Είνε τούτο πρέπον; Θα δυσαρεστηθή. Αλλά δεν θα υπάγω την ώραν όπου έχει εργασίαν, θα υπάγω εις άλλην ώραν. Αλλ' όμως η Αϊμά σχεδόν όλας τας ώρας έχει εργασίαν, δεν κάθηταί ποτε αργή. Ας είνε. Θα της ειπώ πρωτήτερα,τι ώρα θα είνε εις τον κήπον, χωρίς να κάμνη εργασίαν, διά να υπάγω να της ομιλήσω. Και τότε πώς θα της φανή; Θα την ξιππάσω άδικα. Θα λέγη, τι να με θέλη ο Μάχτος, τι έχει να μου πη; Διατί να της προξενήσω αυτήν την ανησυχίαν; Δεν είνε καλλίτερον να εμπώ εις τον κήπον, να την χαιρετίσω και να της πω· Αδελφή μου Αϊμά,συμπάθησέ με, παύσε μίαν στιγμήν την εργασίαν σου, έχω να σου πω κάτι; Να παύση την εργασίαν της; Και πώς ειμπορώ εγώ να της πω να παύση την εργασίαν της, ποίον δικαίωμα έχω; Δεν θα της φανή βάρβαρον αυτό; Δικαίως θα κακιώση, και θα με νομίση χωριάτην, θα ειπή μέσα της, ο Μάχτος δεν ξεύρει πώς να φέρεται, κρίμα! Και είνε αδελφός μου. Ύστερα εγώ τι θα πω; Βλέπω ότι του κάκου σπάνω το κεφάλι μου. Όσο συλλογίζομαι, τόσο χειρότερο το βρίσκω. Κύτταξε πόσον είμαι πίσω από τον άλλον κόσμο! Δεν ξέρω τι μου γίνεται. Να είξευρα πως δεν ειμπορούσα να βγάλω μίαν ιδέαν, δεν θα έκαμνα τόσον κόπον να συλλογίζωμαι, και να χτυπώ το κεφάλι μου τόσαις ώραις. Τι να γένη, το κεφάλι δεν αλλάζει. Τώρα πρέπει να πάρω μίαν απόφασιν. Διότι άλλως δεν ειμπορεί να γένη. Και αφού δεν ειμπορώ τόσον καιρόν να αποφασίσω τι θα της πω, το καλλίτερον είνε να μη συλλογίζωμαι τίποτε. Ας το αφήσω εις την τύχην. Ό,τι μου κατεβή εκείνην την ώραν, εκείνο θα της πω.
Ο Μάχτος, λαβών τέλος την ανωτέρω απόφασιν, ηρκέσθη εις τούτο και μόνον, δεν ηυτύχησε δε και να την εκτελέση. Την αυτήν εσπέραν ο Πρωτόγυφτος και ο συνοδοιπόρος του επανήλθον εκ της εκδρομής των.
Η Γύφτισσα ετόλμησε να ερωτήση τον σύζυγόν της πού είχε μεταβή και διατί δεν ανήγγειλε προς αυτήν ουδέν περί της απουσίας του.
Ο Πρωτόγυφτος ήρπασε την πρώτην πυράγραν, ην εύρε προχειροτέραν,και τη κατέφερε πληγάς. Ο Βούγκος σπεύσας εκράτησε την χείρα του πατρός του.
— Διατί την δέρνεις, πατέρα; είπε.
— Άφησε, Βούγκο, να βάλη γνώσι η παληόστριγλα. Χμου! Γρου!…
— Δεν την λυπάσαι, πατέρα;
— Μίαν οργυιά γλώσσα μου πετά έξω από το στόμα η πανούκλα. Γρου!
Κμρου!…

— Πατέρα, δεν σου είπε τίποτε· σε ηρώτησε πού επήγες, είπεν ο
Βούγκος. Πειράζει αυτό;

— Αυτή η λώβα θα μ' ερωτήση πού πήγα; Είπεν ο Πρωτόγυφτος.
— Και ποίος θέλεις να σ' ερωτήση;
— Δεν είνε δουλειά της ν' ανακατόνεται. Γρου!
— Έφυγες χωρίς να μας πης τίποτε, πατέρα, είπεν ο Βούγκος.
— Έπρεπε να πάρω θέλημα από σας; είπεν ο Πρωτόγυφτος.
— Δεν ειξεύραμεν πού ευρίσκεσαι.
— Ήτον ανάγκη να ξεύρετε; Εγώ πήγα εις την δουλειά μου.
Και ουδείς πλέον ετόλμησε να είπη λέξιν. Η δευτέρα απουσία του Γύφτου διήρκεσεν άλλαις τρεις ημέραις. Και πάλιν ο Μάχτος, παρά πάσας τας υπονοίας του δεν εθάρρησε να είπη τι εις την Αϊμάν.Δικαιολογών δ' ενδομύχως την ατολμίαν του προσεπάθει διά της βίας να πείση εαυτόν, ότι πας φόβος ήτο μάταιος, και αδίκως είχε βασανισθή.
Ότε επέστρεψεν εκ της δευτέρας εκδρομής ο Πρωτόγυφτος είχε μεταβεβλημένον το ήθος. Είδος τι υπερηφανείας αήθους έλαμπεν εις την όψιν του, και παρείχεν έκφρασιν εις τους τραχείς αυτού χαρακτήρας. Η ταλαίπωρος Γύφτισσα δεν ετόλμησε να τω απευθύνη ερώτησίν τινα. Εν τούτοις ο Βούγκος εκάλεσεν ιδιαιτέρως τον Λάκωνα και τω είπε·
— Θα σ' ερωτήσω ένα πράγμα.
— Λέγε.
— Ειξεύρεις ότι εγώ είμαι πονηρότερος από όσον φαίνομαι!
— Και τι με τούτο;
— Πολλαίς φοραίς καταλαβαίνω πολλά, αλλά δεν λέγω τίποτε.
— Έτσι έ;
— Την άλλην φοράν, όταν είχες λείψει διά μίαν ημέραν από εδώ, το ενθυμείσαι;
— Το ενθυμούμαι.
— Σε ηρώτησεν ο πατέρας μου, και είπες ότι είχες πάγει διά ψάρευμα.
— Ναι.
— Εγώ όμως σε είχα ιδεί που υπήγες, εις την ξηράν και όχι εις την θάλασσαν.
— Λέγεις;
— Και δεν ηθέλησα να πω τίποτε, διότι δεν μ' έμελε και τόσον.
— Ας είνε.
— Κατάλαβα όμως ότι δεν λέγεις όλαις ταις φοραίς την αλήθειαν.
— Και αυτό γίνεται.
— Τώρα θα σ' ερωτήσω κάτι άλλο.
— Λέγε.
— Πού υπήγατε δύο φοραίς με τον πατέρα μου;
Ο Λάκων εδίστασεν επί στιγμήν και είτα είπε·
— Δεν έλεγες τώρα ότι εγώ δεν λέγω πάντοτε την αλήθειαν;
— Ναι.
— Λοιπόν τότε τι μ' ερωτάς, αφού δεν ξεύρεις αν θα πω αλήθειαν;
— Σωστά.
— Και αν πρέπει να με πιστεύσης ή όχι;
— Βέβαια.
— Ώστε, αφού απ' αρχής με βγάζεις ψεύστην, τότε τι ειμπορώ να σου πω;
— Έχεις δίκαιον.
— Όμως εγώ θα σου πω, και αν θέλης, πίστευσε.
— Θα πιστεύσω.
— Με τον πατέρα σου πηγαίνομεν εις το χωριό το δικό μου.
— Και πού είνε αυτό;
— Τέσσαραις πέντε ώραις μακρυά απ' εδώ.
— Και τι κάμνετε εκεί;
— Αυτό κ' εγώ δεν το ξεύρω καλά καλά.
— Δεν το ξεύρεις;
— Βέβαια.
— Πώς γίνεται;
— Γίνεται.
— Τι θα πη;
— Για την ώρα, δεν ξεύρω τι κάμνομεν. Εις το μέλλον όμως ίσως θα κάμωμεν τίποτε.
— Τι πράγμα;
— Πάντοτε καλόν, και μην έχης κακήν ιδέαν, Βούγκο.
— Πώς θα με κάμης να πιστεύσω;
— Δεν ειμπορώ. Αφού πρώτα πρώτα με είπες ψεύστην.
Ο Βούγκος συνέστειλε τα χείλη, έσεισε την κεφαλήν και δεν εύρεν άλλην λέξιν να είπη. Άπορον δ' εφαίνετο και εις αυτόν ότι κατώρθωσεν ήδη να είπη τόσας, όπερ δεν ενθυμείτο αν συνέβη άλλοτε.
Η τρίτη απουσία του Γύφτου παρετάθη επί μίαν εβδομάδα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΑ'.

Μήτηρ και υιός.
Ήδη απεφάσισε τέλος ο Μάχτος να ομιλήση. Αλλά την στιγμήν καθ' ην είχε καταστρώσει τα σχέδια και ήτο πλήρης θάρρους, δεν ευρέθη κατά τύχην η Αϊμά παρούσα. Ο Μάχτος δεν την εύρεν ούτε εις τον κήπον ούτε εις την καλύβην και την εζήτει εις μάτην. Εσκέφθη ότι η Αϊμά θα ήτο πιθανώς εις το φρέαρ, και μετέβη εκείσε. Αλλά δεν εύρε την Αϊμάν. Περιήλθε τα μέρη εις όσα συνήθως μετέβαινεν αύτη προς εργασίαν. Ουδαμού Αϊμά.
Ο Μάχτος επέστρεψεν εις την καλύβην, ελπίζων ότι η νέα θα επανήλθεν ήδη αυτόσε και έμελλε να την εύρη. Απούσα η Αϊμά.
Ο νέος έκαμε και άλλον γύρον, και μετέβη προσέτι και εις όσους τόπους σπανιώτατα ευρίσκετο εκείνη, ουδ' είχε μεγάλην πιθανότητα ότι ήθελε την εύρει. Ώχετο η Αϊμά.
Τέλος επέστρεψε το δεύτερον εις την καλύβην, πεποιθώς ότι θα την εύρισκε τέλος. Αλλ' όμως δεν την εύρεν.
Αντί της Αϊμάς εύρε την Γύφτισσαν, καθημένην επί του ουδού. Είχεν εξηπλωμένα τα σκέλη, και απήλαυε την μακαρίαν άνεσιν, ην τη παρείχεν η αέναος και πυρετώδης φιλοπονία της νέας κόρης. Ότε είδε τον Μάχτον, οι δύο κρεμαστοί οδόντες, οίτινες συνέσφιγγον αδιαλείπτως το κάτω χείλος, υπεχώρησαν αυτομάτως, και αφήκαν το στόμα να μειδιάση το ιδιάζον αύτη μειδίαμα, όπερ μόνον ότε έβλεπε τον Μάχτον εσημείου το πρόσωπόν της.
— Πού ήσουνα, μικρέ μου; είπε.
— Μάννα, είπεν ανυπομόνως ο Μάχτος, μέσα είνε η Αϊμά;
— Όχι.
— Δεν είνε μέσα; επανέλαβε μη θέλων να πιστεύση.
Και διασκελίσας τον ουδόν, χωρίς να δώση καιρόν εις την μητέρα του όπως απομακρυνθή και τω αφήση ελευθέραν την δίοδον, εισήλθεν όπως βεβαιωθή. Εντούτοις μάταιον το κίνημα, η Αϊμά δεν ήτο εν τη καλύβη.
Ο Μάχτος συνέλαβεν άλλην τινά ελπίδα.
— Μην κοιμάται; είπε.
Και έρριψεν εις τον κοιτώνα της κόρης το δειλότατον και αιδημονέστατον βλέμμα, όπερ εξήλθέ ποτε εκ των οφθαλμών νεαρού Αθιγγάνου. Και τούτο μάταιον. Η Αϊμά δεν εκοιμάτο, έλειπεν.
Ο Μάχτος ησθάνθη ήδη μεγίστην ανησυχίαν. Τω όντι το πράγμα τω εφαίνετο σοβαρόν.
— Πού είνε η Αϊμά, μάννα; έκραξεν.
Η Γύφτισσα είχε νικήσει την ραστώνην, ήτις εδέσποζεν αυτής προ ολίγων στιγμών, και εισήλθεν εις την καλύβην.
— Δεν ξεύρω, απήντησεν απλώς.
— Δεν ξεύρεις; είπεν ο Μάχτος· δεν ξεύρεις πού είνε;
— Δεν ξεύρω, επανέλαβεν η Γύφτισσα.
— Με τα σωστά σου, μάννα; είπεν ο Μάχτος αδημονών.
— Τι έπαθες, μικρέ μου; είπεν η Γύφτισσα.
— Τι έπαθα; Η Αϊμά πού είνε;
— Πού θέλεις να είνε; Όπου είνε θαρθή.
— Αλλά λείπει πολλήν ώραν;
— Δεν ξεύρω πόσην ώραν λείπει, μικρέ μου, είπεν η Γύφτισσα.
— Και τι κάμνεις εδώ; Να μη ξέρης πότε έφυγε, και πού πάγει;
— Πού θέλεις να πάγη; Δουλειά θα έχη.
— Εγώ υπήγα παντού. Δεν είνε πουθενά.
— Δεν πειράζει. Αυτή μοναχή της φεύγει, και μοναχή της πάλι έρχεται.
— Αλλά εγώ την θέλω, επέμεινεν ο Μάχτος.
— Και τι την θέλεις;
— Θέλω να της πω.
— Της λες όταν έρθη.
— Και πότε θα έρθη;
— Όποτε θέλει.
— Λοιπόν, συ ως μητέρα, δεν φροντίζεις δι' αυτήν;
— Τι να φροντίσω;
— Την αφήνεις και πάγει όπου θέλει;
Ο Μάχτος ησθάνθη σπαραγμόν, και η τελευταία αύτη φράσις εκόπη εις δύο πριν ή εξέλθη εκ των χειλέων του. Μετά την ανησυχίαν, ην πρότερον ησθάνθη, τώρα του ήρχετο υπόνοια και ζηλοτυπία όλως αδικαιολόγητος.
— Και τι θέλεις να κάμω, μικρέ μου;
— Να σου λέγη πού θα πάγη, να το ξεύρης.
— Πού θα πάγη; Αυτή κάμνει όλαις ταις δουλειαίς.
— Αλλά δεν την ηύρα πουθενά.
— Τι την ήθελες;
— Θέλω να της 'πω.
— Τι να της πης;
— Αλλά τέτοια που είνε… είπεν ο Μάχτος έτοιμος να κλαύση.
— Τι έχεις, μικρέ μου;
— Τίποτε, είπεν ο Μάχτος συσταλείς.
— Έπαθες τίποτε;
— Όχι.
— Τι την θέλεις την Αϊμάν;
— Την ήθελα κάτι.
— Τι την ήθελες;
— Ήθελα να της ειπώ πράγματα…
— Τι πράγματα;
— Να την κάμω να έχη προσοχήν.
— Διά τι πράγμα;
— Διά το καλόν της, είπεν ο Μάχτος, και δεύτερον ρεύμα δακρύων τω επήλθε.
— Δεν ξεύρω τι έπαθες, μικρέ μου.
— Αλλ' αύτη δεν είνε εδώ, είπε παραπονετικώς ο Μάχτος.
— Και σαν δεν είνε, θάρθη.
— Πότε θάρθη;
— Το γρηγορώτερο.
— Και σαν δεν έρθη;
— Πώς γίνεται να μην έρθη;
— Ξεύρεις καμμιά φορά. Ωχ, μάννα μου, θαποθάνω…
Και κατενεχθείς επί του εδάφους, ήρχισε να κλαίη με αληθή δάκρυα.
— Σε καλό σου, μικρό μου, είπεν η Γύφτισσα υπέρ την κεφαλήν αυτού. Τι έχεις;
— Αχ Αϊμά! εστέναξεν ο Μάχτος.
— Μην κλαις, μικρέ μου.
— Πού να είσαι;
— Τι είνε πώπαθες, μικρέ μου; έλεγεν η Γύφτισσα.
— Η Αϊμά πού πάγει; επανέλαβε δεκάτην φοράν ο Μάχτος.
— Διατί κάμνεις έτσι, μικρό μου; Πες τι έχεις.
— Κ' εγώ ήθελα να της πω, έλεγεν ο Μάχτος χωρίς ν' απαντήση εις την Γύφτισσαν.
— Και τι ήθελες να της πης;
— Ήθελα να της πω να φυλάγεται.
— Τι να φυλάγεται;
— Να φυλάγεται απ' εκείνον τον άνθρωπον.
— Ποίον άνθρωπον;
— Εκείνον τον μουστερήν μας.
Ο Μάχτος ανωρθώθη, και ανένηψεν ολίγον. Αυθορμήτως δ' έσπευσε να είπη τας σκέψεις του προς την Γύφτισσαν.
— Αυτός ο άνθρωπος, μάννα, δεν έρχεται εδώ διά καλό.
— Πώς το ξεύρεις, μικρό μου;
— Το ξεύρω, είπεν ο Μάχτος.
— Και ποιος σου το είπεν;
— Εγώ το λέγω.
— Και διατί έρχεται;
— Έρχεται διά την Αϊμάν.
— Διά την Αϊμάν;
— Ναι.
— Της θέλει κακόν;
— Βέβαια.
— Και σαν τι κακόν της θέλει;
— Όλα τα κακά.
— Ποια είνε αυτά τα κακά, μικρέ μου; είπεν η Γύφτισσα.
— Θέλει να την πάρη.
— Να την πάρη;
— Βέβαια.
— Τι πάρσιμο είν' αυτό;
— Θα καταφέρη τον πατέρα μου, είπεν ο Μάχτος.
— Τόσο το καλλίτερον, είπεν η Γύφτισσα.
— Τι λες, μάννα; είπε τρέμων ο Μάχτος.
— Φτάνει να μη γυρεύη προίκα, είπεν η Γύφτισσα. Θα λείψη και ο μπελάς της.
— Αυτή που σου κάνει όλαις ταις δουλειαίς;
— Καλαίς είνε η δουλειαίς, Μα το &μούχτι& είνε πιο καλλίτερο.
— Ποιο &μούχτι&;
— Τα άσπρα, είπεν η Γύφτισσα, και ήστραψαν οι οφθαλμοί της, ως να
έβλεπεν τω όντι άσπρα λάμποντα ενώπιόν της.

— Α! έτσι; είπεν ο Μάχτος αισθανθείς αγανάκτησιν. Θέλετε σεις να
την πωλήσετε; Δεν σας μέλει τίποτε! Α, εντροπή!…

Ο Μάχτος ηγέρθη.
— Εγώ όμως δεν θα σας αφήσω, έκραξε. Διά πώλημα την είχατε τόσον καιρόν εδώ; Ο Θεός θα σας τιμωρήση…Και αν ο Θεός το δεχθή, εγώ δεν το δέχομαι…
Ο Μάχτος είχεν αλλοιωθή όλος απαγγέλλων τας λέξεις ταύτας. Το όμμα του έλαμπε παραδόξως, και το ανάστημά του ωρθούτο στιβαρώς. Τα δάκρυα είχον ξηρανθή επί της μορφής αυτού, και τα ίχνη αυτών εφαίνοντο επί των παρειών μεμιγμένα μετά της ασβόλης, ήτις συνήθως έχραινε το πρόσωπον αυτού. Η δε Γύφτισσα ουδέν ενόει εκ της αγανακτήσεως, ην εξέφραζεν η στάσις αύτη. Τον εθεώρει μετ'εκπλήξεως και δεν εύρισκε λέξιν να είπη.
Ο Μάχτος εξήλθεν εκ της καλύβης, καταλιπών αυτήν άναυδον.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΒ'.

Αι δύο πληγαί.
Μέχρι τινός είχεν αποσπασθή εκ της διανοίας του Μάχτου η επί τη απουσία της Αϊμάς μέριμνα. Αλλ' άμα εξελθών, ανεμνήσθη ότι ώφειλε να φροντίση περί τούτου. Ήρχισε δρομαίως να βαδίζη επί της οδού της αγούσης εις την κώμην. Ότε προέβη πολλά βήματα, είδε συρροήν λαού, ανδρών, γυναικών και παίδων, αποφράττουσαν την δίοδον παρά τινα μάνδραν. Ετάχυνε το βήμα. Διαβάτης αποσπασθείς εκ του ομίλου ήρχετο προς αυτόν.
— Τι τρέχει; τον ηρώτησεν ανυπομόνως ο Μάχτος.
— Δεν ξεύρω κεγώ, απήντησεν ο διαβάτης. Γυναίκες, θαρρώ, μάλωσαν αναμεταξύ τους.
Ο Μάχτος εδιπλασίασε την ταχύτητα του βήματος. Να είνε τάχα η Αϊμά; ηρώτησε καθ' εαυτόν. Προσεγγίσας εις τον όμιλον επείσθη ότι δεν είχεν απατηθή.
Η Αϊμά, χωρίς ν' αναγγείλη εις την Γύφτισσαν, είχε φορτωθή προ δύο ωρών κάνεον πλήρες φορεμάτων και απήλθεν εις τον αιγιαλόν,σκοπούσα να πλύνη αυτά εις το αλμυρόν ύδωρ και ακολούθως να τα&ξεγλυκάνη&. Αλλ' ετιμωρήθη διά την καλωσύνην της. Ότε είχε τελειώσει το έργον και φορτωθείσα εκ νέου το κάνεον επανήρχετο εις τα ίδια, οι παίδες του δρόμου, ζητούντες διασκέδασιν, εύρον τοιαύτην εις το να λιθοβολώσι το κάνεον επί της κεφαλής αυτής,αμιλλώμενοι τις να φανή δεξιώτερος σκοπευτής. Ατυχώς λίθος τις εκτύπησε την Αϊμάν εις το μέτωπον. Η νέα ησθάνθη σκοτοδίνην,εκάθισεν εις το μέσον της οδού, κατεβίβασε τρέμουσα το κάνεον από της κεφαλής της, και προσεπάθει να επίσχη το ρέον αίμα. Ιδόντες το πάθημα οι παίδες ετράπησαν εις φυγήν και ήρχισαν να επιρρίπτωσιν εις αλλήλους την μομφήν του αδικήματος. Εν τούτοις παροδίτης τις εσπλαγχνίσθη την κόρην κλαίουσαν, και ήλθε πλησίον αυτής.
— Τι έχεις μικρά; τη είπε.
Η Αϊμά έδειξε την πληγήν της, ην συνέσφιγγε με την χείρα.
— Ποίος σ' εκτύπησε;
— Κάτι παιδιά, είπεν η Αϊμά.
Ο παροδίτης απέσυρεν εκ του θυλακίου το μανδύλιόν του και έδεσε το τραύμα της κόρης.
— Σηκώσου να πάμε εις το σπίτι σου, είπεν ο ελεήμων διαβάτης. Πού
θέλεις να πάμε; Εγώ βαστώ το πανέρι σου με τα ρούχα.

Συγχρόνως από της άλλης άκρας της οδού ηκούσθησαν φωναί γυναικείοι, αραί, ύβρεις και βλασφημίαι.
— Να χαθής, κλέφτρα! Να χαθής! έκραζε νέα τις γυνή.
— Μεγάλο άδικο, και ο Θεός να σε κρίνη. Μαύρη φωτιά να σε κάψη και κακή ανάγκη να σε θερίση, απήντα γραία τις. Χαΐρι και προκοπή να μην ιδής, και σαν φείδι κολοβό να σέρνεσαι χάμου. Μεγάλο ξαφνικό να σ' ευρή και κακό μαντάτο να σούρθη, να κρένεσαι και να καίεσαι και μερωμό να μην έχης, όσο σου έκλεψα εγώ ρούχα. Ναι.
Η Αϊμά είχεν εγερθή και ο άνθρωπος εκείνος ηθέλησε να φέρη αυτός το κάνεον. Εν τούτοις η νέα δεν επείσθη και έλαβε το κάνεον υπό την μασχάλην της. Την αυτήν στιγμήν συνήντησε την γραίαν, ήτις έκρωζε τας ανωτέρω βλασφημίας. Ήτο δε αύτη η γνωστή Εφταλουτρού.
Άμα ιδούσα η Εφταλουτρού την νέαν, δεν παρετήρησεν ούτε το δέμα περί το μέτωπόν της, ούτε την οδύνην ην εξέφραζεν η μορφή της. Έν μόνον είδε. Το κάνιστρον με τα ενδύματα. Τότε δεν έχασε καιρόν,αλλ' έβαλεν ισχυράν κραυγήν, οποίαν μόνον νέα γυνή φωνασκός ηδύνατο να βάλη.
— Έλα εδώ! έκραξεν αγρίως η Εφταλουτρού προς την εκείθεν της αιμασιάς γυναίκα, ήτις εμέμφετο αυτήν επί κλοπή. Έλα εδώ να ιδής,ποιά σου έκλεψε τα ρούχα σου.
Ακούσασα την πρόσκλησιν ταύτην η άλλη γυνή δεν έχρηζε μεγάλης νοημοσύνης όπως εννοήση. Έσπευσε να φθάση εντεύθεν του φράκτου,και έρριψεν άπληστον βλέμμα επί του κανίστρου της Αϊμάς. Χωρίς δε να ερευνήση προσεκτικώτερον, ενόμισεν ότι εβεβαιώθη περί του πράγματος, διότι η σύμπτωσις κατέπληξεν αυτήν.
Ως φαίνεται, η γυνή αύτη είχεν ηπλωμένα ενδύματα προς στέγνωσιν επί τινος φράκτου, άτινα εκλάπηοαν, και αι υπόνοιαί της είχον πέσει επί της Εφταλουτρούς, περιπολούσης πάντοτε εκεί τριγύρω.
— Α! έκραξε· συ είσαι που ταις κάμνεις αυταίς ταις δουλειαίς,κυρά αρχόντισσα γυφτοπούλα; Μπράβο σου.
Η Αϊμά έμεινεν άναυδος. Δεν είξευρε τι να είπη. Εν τη παραζάλη ταύτη ελησμόνησε και το κάταγμα του μετώπου, όπερ έπαθε, προ μικρού.
— Μπράβο σου, δεν τώλπιζα· έκραξεν αύθις η γυνή.
— Εγώ; είπε μόνον η Αϊμά. Όχι.
— Αυτή είνε, αυτή είνε· επέμενεν η γραία Εφταλουτρού.
— Όχι, όχι· είπεν ο προστάτης της Αϊμάς. Αυτή δεν είνε τέτοια.
— Αυτή είνε, σου λέγω· έλεγεν η Εφταλουτρού. Και επέμενε διά νευμάτων και διά κτυπημάτων της ράβδου επί του εδάφους να βεβαιοί τους ισχυρισμούς αυτής. Είνε δε περίεργον ότι η Εφταλουτρού κατά την παρούσαν περίστασιν δεν εξεστόμιζεν ούτε ύβρεις, ούτε βλασφημίας. Αφού ανεκάλυψε τοιούτον θύμα τόσον ευάλωτον, και αφού είχε πράγματα υπό τας όψεις της, οι πολλοί λόγοι τη εφαίνοντο κενός και μάταιος ήχος.
— Αυτά είνε, επέμενε λέγουσα, αυτά. Δεν βλέπεις τα ρούχα;
Η γυνή ουδ' έλαβε τον κόπον να παρατηρήση μετά προσοχής τα ενδύματα, αν ήσαν τα εδικά της. Και αν υπήρχεν ομοιότης ή διαφορά,δεν ήτο ικανή, παραφερομένη υπό του θυμού, να εξακριβώση τούτο.Τέλος τα φαινόμενα έπειθαν αυτήν να επαναλαμβάνη·
— Μπράβο, κυρά γυφτοπούλα, είσαι και τέτοια; Ποιος το πίστευε;
— Όχι, έλεγεν η Αϊμά, όχι. Αυτά τα ρούχα είνε εδικά μου.
— Κύτταξε, κυρά, είπεν ο ανήρ ο συνήγορος της Αϊμάς, κύτταξε να ιδής αν ήνε τα ίδια. Αυτή η νέα φαίνεται φρόνιμη, δεν πιστεύω να σου έκλεψε.
— Αυτά είνε τα ρούχα, έλεγε προπετώς η Εφταλουτρού, λησμονούσα ότι δεν ήτο έργον αυτής να βεβαιώση το πράγμα. Αυτά είνε τα ρούχα,τα έκλεψε.
— Και πώς πετιέσαι εσύ, γρηά; είπεν ο ξένος. Από πού ξεύρεις ότι τα έκλεψε;
— Τέτοια είνε αυτή, τέτοια, επέμενεν η γραία, αγωνιζομένη να κρατή την νέαν γυναίκα υποχείριον, διότι εφοβείτο μη αύτη μεταπεισθή.
Το παίρνεις στην ψυχή σου, γρηά; επανέλαβεν ο ξένος.
— Στην ψυχή μου και στη συνείδησί μου, απήντησεν η Εφταλουτρού,θέτουσα δραματικώς την χείρα επί του στήθους.
Τοσαύτην δε πεποίθησιν ενέφαινε το ήθος αυτής και ο λόγος, ώστε και αυτός ο αυθόρμητος συνήγορος της Αϊμάς ήρχισε να κλονίζεται.Επί τέλους δεν εγνώριζε την νέαν και ήτο ενδεχόμενον να είνε και κλέπτρια, όπως εβεβαίου η Εφταλουτρού. Ήρκει ότι περιέδεσε με το μανδύλιόν του το τραύμα της δυστήνου κόρης, ήρκει ότι είπεν ένα καλόν λόγον προς υπεράσπισιν αυτής, και ηδύνατο ευλόγως να νομίζη ότι εξεπλήρωσε το χρέος του. Του λοιπού ας εμερίμνα αυτή περί εαυτής.
Η γραία ιδούσα τον δισταγμόν του ξένου, ενόησεν ότι έπρεπε να επιμείνη όπως κερδίση την δίκην.
— Είμαι ογδώντα τριών χρόνων, είπε, και ψέμμα ακόμα ως τώρα δεν εβγήκεν από τα χείλη μου. Σας λέγω ότι αυτά είνε τα ρούχα.
— Και πώς τα ξεύρεις ότι είνε αυτά; ηρώτησεν ο ξένος
— Τα είδα απλωμένα.
— Και το πανέρι πού ευρέθη; Είνε και αυτό της κυράς;
— Δεν ξεύρω διά το πανέρι, ειμπορεί να είχεν αυτή, η Γυφτοπούλα,πανέρι με ρούχα δικά της. Και επειδή θα ήτον μισοάδειο, επήρε και τα ξένα ρούχα διά να το απογεμίση.
Εις τον ξένον οι τελευταίοι λόγοι της Εφταλουτρούς δεν ενέπνευσαν την αυτήν εμπιστοσύνην. Τω εφάνη ότι διέγνω πανουργίαν.
— Άμε στο καλό, γραία, δεν λες αλήθεια.
— Αλήθεια λέγω, είπεν η Εφταλουτρού απτόητος.
— Δεν ειμπορώ να πιστεύσω.
Εν τω μεταξύ η νέα γυνή είχεν αρπάσει από των χειρών της Αϊμάς το κάνεον με τα ενδύματα και έφυγεν. Η παιδίσκη διατελούσα εν σκοτοδίνη δεν ηδυνήθη ναντιστή, ουδ' απεπειράθη τούτο.
— Έτσι δα, αρχοντοπούλα γύφτισσα, έκραξε μανιώδης η γυνή. Μου τα πήρες, σου τα παίρνω. Είμεθα ίσα ίσα.
— Πώς παίρνεις τα ρούχα; έκραξεν ο ξένος ορμήσας να αρπάση το κάνεον. Αλλ' η γυνή είχε διασκελίσει ήδη τον φράκτην και έτρεχεν εις την οικίαν της.
— Καλά έκαμεν, είπεν η γραία χαιρεκακούσα. Άλλη φορά να βάλη γνώσιν αυτή.
Την τελευταίαν λέξιν επρόφερεν η Εφταλουτρού μετ' ανεκφράστου μίσους. Η δύστηνος Αϊμά είχε χάσει τοσούτον τας δυνάμεις της, ώστε τα πάντα τη εφαίνοντο όνειρον. Ούτε διά λόγου ούτε δι' έργου ηδύνατο να υπερασπισθή. Ησθάνετο πικρίαν, ησθάνετο πόνον. Εις τον τόπον είχον συρρεύσει δέκα ή δεκαπέντε άνθρωποι, παροδίται ή γείτονες. Η αισχύνη επίεζεν αυτήν ως σιδηρούς χλοιός. Τη εφαίνετο ότι είχε πίει χολήν και όξος. Οι οφθαλμοί της έπασχον διαλείψεις σκότους και φασμάτων, τα ώτα της εβόμβουν δυσήχως και φοβερώς. Τα γόνατά της εκάμφθησαν, και έπεσεν ως σωρός επί του εδάφους.
Την στιγμήν εκείνην έφθασεν ο Μάχτος τρέχων και πνευστιών. Δι'ενός βλέμματος είδε την ταραχήν και τον πόνον της Αϊμάς, είδε το δέμα όπερ έφερε περί το μέτωπον και έπεσε παρ' αυτήν έξαλλος.
— Τι έχεις, Αϊμά; είπεν.
Η νεάνις δεν ηδυνήθη να αρθρώση λέξιν, είδε μόνον τον Μάχτον και εφάνη ως να μη τον εγνώριζε.
— Τι έπαθες, Αϊμά: επανέλαβεν ο νέος.
Ο υπερασπιστής της Αϊμάς έσπευσε ν' απαντήση αντ' αυτής.
Της έσπασε το κεφάλι μία πέτρα.
— Ποιος; Ποιος την έρριξεν; έκραξεν ο Μάχτος περιβλέπων απειλητικώς.
— Κανένα παιδί του δρόμου, είπεν ο ξένος, την έρριξε κ' έφυγε.
— Α, αδελφή μου, είπεν ο Μάχτος, και υπό τον οίκτον ον εξέφραζεν η λέξις αύτη διέλαμπεν είδος τι χαράς.
— Είνε αδελφή σου; είπεν ο ξένος.
Αδελφή μου, απήντησεν ο Μάχτος. Σηκώσου, Αϊμά, να πάμε στο σπίτι.Σου πονεί πολύ;
— Όχι, είπεν η Αϊμά, αρχίσασα να συνέρχηται εις εαυτήν.
Συγχρόνως δε απηύθυνε προς τον ξένον νεύμα τι· το νεύμα τούτο δεν ενόησεν εκείνος, είχε δε την εξής έννοιαν·
— Μη λέγης τίποτε εις τον Μάχτον διά το πανέρι με τα ρούχα.
Ευτύχημα δε ήτο ότι ο ξένος δεν ενόησεν, Αν ενόει, ήθελε χάσει πάσαν αγαθήν υπόληψιν περί της Αϊμάς, διότι η φυσικωτάτη ερμηνεία,ην ηδύνατο ν' αποδώση, θα ήτο, ότι η νέα ήτο τω όντι ένοχος κλοπής, και δεν ήθελε να περιέλθη το αίσχος της εις γνώσιν του αδελφού της.
Άλλως δε, εις ουδένα των παρόντων επήλθεν η ιδέα να είπη εις τον Μάχτον τι είχε συμβή· ευλόγως περιέμενον πάντες να ομιλήση η νέα.Αλλ' αύτη εσίγα. Το πλήθος κατείχετο υπό μεγίστης περιεργείας.Ουδείς ηδύνατο να προΐδη ότι ήθελεν αποσιωπήσει η Αϊμά τα συμβάντα.
Εν τω μεταξύ η Εφταλουτρού, χωρίς μηδείς να την παρατηρήση, είχε λάβει την ράβδον της υπό μάλης, είχεν οξύνει το βήμα της και έφυγεν ηρέμα, κλίνουσα με την ετέραν των πλευρών προς την γην.Τούτο συνέβη από της πρώτης στιγμής καθ' ην ενεφανίσθη ο Μάχτος.Το πλήθος έμενε με στόματα κεχηνότα και περιέμενε την εξήγησιν.Αξιοσημείωτον δε είνε πως η Εφταλουτρού, ούσα εκ των κυριωτάτων προσώπων της σκηνής κατώρθωσε να εκφύγη χωρίς οι θεαταί να παρατηρήσωσι τούτο. Αλλ' η γραία αύτη ήτο εξ εκείνων των προσώπων,άτινα ευκόλως εισδύουσι πανταχόσε, και ευκόλως πάλιν εξαφανίζονται.
Ο Μάχτος έλαβε την Αϊμάν από του βραχίονος και την εβοήθησε νανορθωθή.
— Πάμε, αδελφή μου.
— Πάμε, είπεν η νέα.
— Εμείς σ' εχάσαμεν τόσην ώραν, Αϊμά. Δεν μου λες πού ήσουν;
— Υπήγα εις δουλειά, εψέλλισεν η Αϊμά.
— Εις τι δουλειά;
— Να πλύνω.
Την στιγμήν ταύτην η προσοχή του πλήθους επετάθη τα μέγιστα.Περιέμενον πάντες νακούσωσι την ιστορίαν, ης είχον γείνει αυτόπται, εν τούτοις. Αλλά το διαφέρον εστρέφετο εις άλλο σημείον.Επερίμενον να ίδωσι τον θυμόν του Μάχτου, ίσως και απόπειράν τινα βιαίαν αυτού, και ούτω το σκανδαλώδες και περίεργον του πράγματος θα εξηκολούθει παριστώμενον εις μήκος. Ποίαν καλλιτέραν ψυχαγωγίαν ηδύναντο να εύρωσι τόσοι άνθρωποι; Και αν είχε τις εξ αυτών εργασίαν, προθύμως ήθελε την αφήσει όπως ψυχαγωγηθή. Πολλώ μάλλον αν ήσαν αργοί.
— Να πλύνης; επανέλαβεν ο Μάχτος.
— Ναι, είπεν η Αϊμά.
— Και πού είνε τα ρούχα που έπλυνες;
— Τα άπλωσα σιμά 'στη βρύσι, είπεν η Αϊμά, προτιμήσασα να ψευσθή.
Το πλήθος ήκουσε μετ' απείρου εκπλήξεως τον λόγον τούτον. Προφανώς η «Γυφτοπούλα» αυτή ήτο όχι μόνον κλέπτρια θρασεία, αλλά και ψεύστρια αναιδής. Τούτο ήτο αυταπόδεικτον και ψηλαφητόν προς πάντας. Τα πειστήρια έκειντο προ οφθαλμών. Τις ηδύνατο να τολμήση ναμφιβάλλη; Η Αϊμά κατεδίκαζεν εαυτήν. Ήτο αυτοκατάκριτος. Εάν άγγελος εξ ουρανού ετόλμα να παρουσιασθή όπως είπη ότι δεν ήτο αληθές τούτο, ουδείς θα τον επίστευε. Πας τις ηδύνατο ευκόλως να διαψεύση αυτόν, μεθ' όλην την ουρανίαν καταγωγήν του.
Και αυτός ο υπερασπιστής της Αϊμάς επείσθη ήδη περί του πράγματος.Εκύτταζε να ίδη την Εφταλουτρού, όπως αιτήση παρ' αυτής συγγνώμην διότι την είχεν υποπτεύσει. Αλλ' η Εφταλουτρού είχε γείνει άφαντος και, ως φαίνεται, δεν ηγάπα τους θριάμβους.
Εν τούτοις ο ξένος, όστις ήτο ειλικρινής και δεν ηδύνατο να υποφέρη τα ψεύδη, παρετήρησεν ατενώς την Αϊμάν, και τη είπε·
— Στη βρύσι, είπες, τα άπλωσες τα ρούχα, 'σ τη βρύσι;
Η Αϊμά τω απηύθυνεν ικετικόν βλέμμα. Αλλ' εκείνος το απέκρουσεν.
— Είνε αλήθεια ότι τα άπλωσες τα ρούχα 'στη βρύσι; επανέλαβεν αδυσωπήτως.
— Ναι, εψέλλισε τρέμουσα η Αϊμά.
Ο ξένος εδίστασε, και είτα εκίνησε τους ώμους και απεμακρύνθη λέγων·
— Τι με μέλει εμένα, το κάτω κάτω;
Ο Μάχτος συνέλαβεν υποψίαν τινά. Αλλ' απείχε πόρρω του να φαντασθή τι είχε συμβή.
— Τι τρέχει, Αϊμά; Τι σου έλεγε;
— Τίποτε, είπεν η Αϊμά.
Ο Μάχτος δεν επέμεινεν. Ησθάνετο την ανάγκην ναπομακρυνθή εκείθεν ίνα αποφύγη το οχληρόν εκείνο πλήθος αυτός και η αδελφή του.
Απεμακρύνθησαν δε βραδέως, αλλά το πλήθος τους ηκολούθησε διά του βλέμματος. Ήσαν δε πάντες ειπέρ ποτε πεπεισμένοι ότι η Αϊμά ήτο κλέπτρια. Τα βλέμματα άτινα αντήλλασσον προς αλλήλους τοιαύτην είχον έννοιαν, και ηδύναντο να διερμηνευθώσι διαλογικώς ούτω·
— Α, τι ξετσιπωσιά!
— Του διαβόλου η γύφτισσα.
— Δεν την μέλει τέσσαρα.
— Έκλεψε και δεν θέλει να το πη.
— Και τι ψεύτρα!
— Μπροστά 'στά μάτια μας να πη φοβερό ψεύμα!
— Τέτοιοι είνε, αυτοί οι Γύφτοι!
— Κατηραμένη φυλή.
— Κλέφταις και ψεύταις.
— Άθεοι.
Και το πλήθος διελύθη. Έκαστος δε απεκόμιζεν ως λάφυρον έν ράκος εκ του διαρραγέντος πέπλου της αθωότητος. Έκαστος έφερεν ένα λίβελλον εκ των σκληρών ψόγων κατά της πτωχής παιδίσκης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΓ'.

Η αγορά και η πώλησις.
Την νύκτα, την μετά την αυτήν εκείνην ημέραν, καθ' ην συνέβησαν τα ανωτέρω εκτεθέντα, δύο άνδρες οδοιπόρουν εν μέσω δάσους πιτύων,οκτώ ή δέκα μίλια μακράν της Μονεμβασίας. Φθάσαντες εις μέρος τι επίπεδον, κατέβησαν από των υποζυγίων εφ' ων εκάθηντο και ήρχισαν να συνομιλώσιν. Ο έτερος ήτο ανήρ εξηκοντούτης, λίαν σοβαρός το ήθος και κόσμιος την αναβολήν. Εκ πρώτης όψεως, αν και ήτο νυξ, το δε φέγγος της σελήνης μόλις κατέβαινε διά των πυκνών κλώνων των δένδρων εις τας δύο ταύτας μορφάς, εκ πρώτης όψεως ηδύνατό τις να νοήση την διαφοράν, την απόστασιν, το χάσμα, όπερ υπήρχε μεταξύ των δύο τούτων ανδρών. Ο Πρωτόγυφτος επέβαινεν εφ' ημιόνου, και εκάθητο επί του σάγματος αυτού μετά τόσης συστολής και δισταγμού,ως να μη είχε βεβαιότητα περί του πράγματος. Ο δε συνοδοιπόρος αυτού εκάθητο επί ίππου όλως αγερώχως και εφαίνετο δεξιός ιππεύς.Ότε επέζευσαν, ο Πρωτόγυφτος εβάδισε παρά τον συνοδοιπόρον του σχεδόν κεκυφώς, ούτος δε είχεν όρθιον το ανάστημα. Πάντα τα κινήματα του Γύφτου εφαίνοντο αβέβαια και συγκεχυμένα. Τα δε κινήματα του ξένου είχον το ευχερές, το άφροντι και αβίαστον, όπερ ιδιάζει εις τους ανθρώπους τους συνειθισμένους να άρχωσι. Τοιούτος ήτο ο συνοδοιπόρος του Γύφτου. Εκάθισεν ούτος υπό δένδρον τι. Ο Γύφτος έμεινεν όρθιος. Ο ξένος προσεκάλεσεν αυτόν να τον μιμηθή. Ο Γύφτος επέμεινε να μείνη όρθιος, και τότε ο ξένος ηναγκάσθη να μετέλθη έκτακτόν τι μέσον, να σύρη αυτόν εκ της χειρίδος, ίνα τον βιάση. Ο Γύφτος δεν ηδύνατο ν' αντιστή επί πλέον, και υπήκουσεν.
— Ελέγαμεν λοιπόν, μάστορη; είπεν ο ξένος με καθαράν φωνήν.
— Τι διατάττει ο άρχων, είπεν ο Γύφτος με φωνήν υποτρέμουσαν
— Να μην έχης κανένα δισταγμόν, είπεν ο άρχων.
— Τι θέλει ο άρχων;
— Επείσθης ότι σου θέλω το καλόν σου;
— Με την ψυχήν μου, είπεν ο Γύφτος.
— Και δεν δύναμαι να σου φέρω ποτέ δυστυχίαν;
— Βέβαια.
— Λοιπόν διστάζεις;
— Όχι.
— Τι σοι είπεν ο Θεόδωρος χθες;
— Ό,τι τον επρόσταζεν ο άρχων μου.
— Ώστε ενόησες πολύ καλά;
— Βέβαια.
— Επανάλαβε ό,τι σοι είπε, διά να ίδω αν ενόησες.
Ο Πρωτόγυφτος έξυσεν ολίγον την κεφαλήν, υπετονθόρυσε με τον λάρυγγα έν πεπηγμένον &γρου χμου!& και είτα είπεν·
— Ειμπορεί να μη τα καταφέρνω καλά. Αν ήθελεν ο άρχων να με βοηθήση
— Λοιπόν πρέπει να τα είπω εγώ αντί σου;
— Αν αγαπά ο άρχων.
— Υπομονή τότε. Ειξεύρεις ότι αυτήν την στιγμήν φθάνει εδώ ο Θεόδωρος να μας εύρη;
— Ειξεύρω
— Και δεν θα είνε μόνος του.
Ο Πρωτόγυφτος εκύτταζε τον ξένον απορηματικώς.
— Θα είνε με δύο οπλισμένους ανθρώπους, επανέλαβεν ο άρχων.
— Με δύο ωπλισμένους; αντήχησεν υποκώφως η φωνή του Γύφτου.
— Ναι.
— Δεν το είξευρα.
— Και εν ανάγκη θα γείνουν τρεις, τέσσαρες, ημίσεια δωδεκάς
— Το πιστεύω.
— Δεν μας είνε δύσκολον.
— Ειξεύρω ότι ο άρχων έχει εξουσίαν εις τον τόπον.
— Διότι την απέκτησα.
— Βέβαια.
— Ώστε δεν έχεις δισταγμούς.
— Αλλ' ας μοι είπη ο άρχων…
— Δεν εφάνης πρόθυμος, φίλε, εις εκείνα τα όποια σοι είπεν ο υπηρέτης μου Θεόδωρος.
— Πώς το λέγει ο άρχων;
— Έδειξες προθυμίαν;
— Ναι.
— Τότε δεν έχομεν καιρόν να χάνωμεν.
— Έχει δίκαιον ο άρχων.
— Λοιπόν ας ανακεφαλαιώσωμεν.
— Ναι.
— Τι σοι είπεν ο Θεόδωρος;
— Μοι είπε…
— Τι;
— Μοι είπεν ότι ο άρχων…
— Ότι ο άρχων;
— Ότι ο άρχων έχει ανάγκην…
— Ο άρχων δεν έχει ανάγκην, είπεν αγερώχως ο ξένος.
— Δεν ειξεύρω να μιλήσω καλά, ετραύλισε συνεσταλμένος ο Γύφτος.
— Δεν πειράζει. Ήθελες να είπης ότι ο άρχων επιθυμεί.
— Ναι, αυτό ήθελα να είπω, εψέλλισεν ο Πρωτόγυφτος.
— Καλά. Βλέπεις, όταν θέλης, δύνασαι να ομιλής ελληνιστί, είπεν ο άρχων.
— Όταν μου τα λένε, τα διορθόνω, είπεν ο Γύφτος.
— Και τούτο καλόν. Λοιπόν, ο άρχων επιθυμεί;…
Ο Πρωτόγυφτος εφαίνετο ότι είχε μεταξύ του λάρυγγος και της γλώσσης του φραγμόν τινα, και δεν ηδύνατο να εξέλθη η λέξις. Ο άρχων τον ώκτειρε, και δεν επέμεινεν.
— Ας είνε, είπε, σε απαλλάττω του κόπου. Αλλ' όμως είνε αληθές ότι έφερες δυσκολίας.
— Δυσκολίας; επανέλαβεν ο Πρωτόγυφτος.
— Και πολλάς δυσκολίας. Αλλά διατί, σε παρακαλώ;
Ο Γύφτος εσίγα.
— Μήπως σου θέλω εγώ κακόν; Διατί δεν έχεις εμπιστοσύνην εις εμέ;
— Εγώ; το ενάντιο, είπεν ο Γύφτος.
— Και όμως δεν έχεις εμπιστοσύνην.
— Ο Θεός να μη το δώση!
— Διατί τότε δεν θέλεις ν' αποφασίσης;
— Ξεύρω κ' εγώ; είπεν ο Πρωτόγυφτος, αρχίσας να εκφράζη τους
δισταγμούς, ους υπηνίττετο ο άρχων.

— Διατί να μη θέλης να κάμης με το καλόν έν πράγμα, ενώ εγώ
δύναμαι άλλως να σε βιάσω να το κάμης;

— Αυτό θα ήταν το καλλίτερο, είπε θρασυδείλως ο Γύφτος.
— Λοιπόν θέλεις με την βίαν; είπεν απειλητικώς ο άρχων.
Ο Γύφτος δεν απήντησε.
— Ποίον φόβον έχεις; Όταν εγώ σε βεβαιώ ότι ουδείς θα πάθη.
Και πάλιν ο Γύφτος εσίγα.
— Ουδείς θα πάθη, επανέλαβεν ο άρχων, ούτε συ ούτε ο οίκος σου.
— Άμποτε, είπεν ο Γύφτος.
— Ούτε ο οίκος σου ούτε η γυνή σου ούτε τα τέκνα σου.
Ενταύθα ο Γύφτος έκαμεν άκων κίνημά τι της κεφαλής.
— Ούτε τα τέκνα σου, επανέλαβεν εμφαντικώς ο άρχων, και δεν ψεύδομαι. Ούτε αυτή η ιδία θα πάθη τι.
Ο Γύφτος εκάλυψε το πρόσωπον με τας δύο χείρας.
— Τω όντι είσαι αξιολύπητος, είπεν ο άρχων. Αξιολύπητος όχι διότι επίκειται κατά σου δυστύχημα τι· περί τούτου ουδείς φόβος. Είσαι αξιολύπητος μόνον διότι δεν θέλεις να πεισθής, και ουχί δεν θέλεις, αλλά δεν δύνασαι, δεν έχεις την ικανότητα να πεισθής. Ως προς τούτο δεν σε κατακρίνω.
Ο άρχων μου είνε δίκαιος, εψιθύρισεν ο Γύφτος, και αποκαλύψας το πρόσωπον, εθεώρει τον άνδρα τούτον με ήθος τι δεισιδαιμονίας και θάμβους μεστόν.
Έχεις δίκαιον να μη δύνασαι να εννοήσης, επανέλαβεν ο άρχων.Ειξεύρεις συ τους σκοπούς μου; Όχι. Εγώ όμως δύναμαι να σοι τους είπω. Δύναμαι να σοι είπω τι φρονώ, τι μελετώ και τι σκοπώ, όπως δύναμαι να το είπω προς το δένδρον τούτο, προς τον βράχον εκείνον και προς την μητέρα Γην. Διότι όπως τα άψυχα ταύτα πράγματα δεν δύνανται να με προδώσωσιν, ούτω και συ δεν δύνασαι να με προδώσης.Διότι δεν έχεις ούτε ακοήν όπως ακούσης ούτε φρένας όπως νοήσης ούτε φωνήν όπως λαλήσης. Άκουσον, και ας αντηχήσωσιν αι άγνωστοι αύται λέξεις εις τη ερημίαν ταύτην, ας θροήσωσι μετά της αύρας και μετά του θρου των φύλλων, ας ηχήσωσι μετά του άσματος των νυκτερινών πτηνών, ας αναμιχθώσι με τον κρότον του χειμάρρου, με το κελάρυσμα του ρύακος και με τον κικκαβισμόν της ερημικής γλαυκός. Ας ενωθώσι με τας πνοάς της φύσεως, ας υψωθώσι μετά των ατμών και των μύρων των ανθέων, ας εξαπλωθώσι μετά των νεφών και της ομίχλης, ας κατενεχθώσι μετά των ανέμων και των υετών επί της γης. Η ώρα έφθασεν. Αρκετοί αιώνες παρήλθον. Θέλω ν' αναγεννηθή η ανθρωπότης. Αιώνες κακοδαιμονίας κατησωτεύθησαν μάτην επί της γης,ώραι ευδαιμονίας ηριθμήθησαν μάτην. Η στιγμή αύτη είνε επίκαιρος.Θέλω ν' ανακαινισθή το ανθρώπινον γένος.
Και ο ξένος, τοσαύτα ειπών, διεκόπη αποτόμως. Εφάνη ότι μετενόησεν εφ' οις είχεν ειπεί. Ίσως συνησθάνθη ότι αι εκφράσεις αύται,ριπτόμεναι ούτως εική προς ιδιώτην άνθρωπον, ηδύναντο να νομισθώσι γελοίαι. Αλλά τας είχεν ειπεί. Έλεγε ταύτα προς άνθρωπον μηδέν εννοούτα, κατά προτίμησιν, ουδέν δε ήθελεν ειπεί προς αυτόν αν ενόει. Έλεγε ταύτα αυτομάτως χάριν εαυτού και μόνου, ελησμόνει δε την παρουσίαν του Γύφτου, και δεν εθεώρει αυτόν ως ακροατήν.
Εν τούτοις ο Γύφτος, αν δεν ηκροάτο λογικώς, ήκουεν όμως φυσικώς τας λέξεις ταύτας, και τω ενεποίησαν ίλιγγον. Υπέκειτο εις το συναίσθημα του ονειρευομένου, όστις βλέπει καθ' ύπνον υπερφυή πράγματα. Ενώ τω φαίνεται κατ' όναρ ότι βαδίζει επί λείας και ομαλής οδού, αίφνης ευρίσκει υψηρεφή τοίχον ενώπιόν του. Υπερφυής τις άνθρωπος, πελώριος γίγας, Τιτάν, παρουσιάζει προ των οφθαλμών αυτού έν όρος, όπερ κρατεί ευκόλως εις την χείρα, και το φυτεύει εκεί ενώπιόν του, του κόπτει αποτόμως την οδόν, και δεν δύναται να προβή. Τοιούτον όρος εφύτευε προ των ποδών του ταλαίπωρου Γύφτου ο μεγαλορρήμων εκείνος άνθρωπος. Ο δυστυχής Γύφτος δεν ηδύνατο ν'αναρριχηθή επ' αυτού.
Μετ' ολίγας στιγμάς ο ξένος είχε πραϋνθή και ταπεινώσας τον τόνον ήρχισε να λέγη·
— Δεν πειράζει, φίλε μου, αν δεν εννοής. Επειτα είνε και περιττόν να εννοήσης. Αρκεί να συνεννοηθώμεν εις όσον το κατά σε.
Ο Γύφτος εθεώρει ατενώς.
— Τώρα ο Θεόδωρος φθάνει. Ιδού ακούω τα βήματα.
Τω όντι δε βήματα ηκούσθησαν και τρεις άνδρες ενεφανίσθησαν αίφνης. Οι δύο ήσαν χωρικοί εκ των πέριξ μερών, και έφερον ξίφη και τόξα. Ο τρίτος ήτο ο γνωστός ημίν Λάκων, ον ο άρχων ωνόμαζε Θεόδωρον.
— Ήλθες, Θεόδωρε! είπεν ο άρχων άμα ιδών αυτόν.
— Ιδού εγώ, αυθέντα, απήντησεν ο Θεόδωρος.
— Και ποίας ειδήσεις μοι κομίζεις;
— Παντού ησυχία, άρχων μου.
— Έρχεσθε κατ' ευθείαν εκ Σπάρτης;
— Ναι.
— Και τι εμάθετε εκεί;
— Έν μόνον σπουδαίον, είπεν ο Θεόδωρος.
— Το ποίον;
— Λέγουν ότι οι Τούρκοι πολιορκούν την βασιλεύουσαν των πόλεων,είπεν ο Θεόδωρος με συγκεκινημένην φωνήν. Συγχρόνως δε απεκάλυψε την κεφαλήν, καθ' ην στιγμήν επρόφερε τας δύο λέξεις:«βασιλεύουσαν των πόλεων». Ήτο έθος συχνόν παρά τω λαώ της Ελλάδος κατά τον χρόνον εκείνον.
— Το είξευρα ήδη, είπεν ησύχως ο άρχων.
— Έχω και μίαν επιστολήν διά τον άρχοντα, είπεν ο Θεόδωρος.
— Επιστολήν δι' εμέ; Και ποίος την έφερεν;
— Άνθρωπος με καλογερικά φορέματα, όστις μένει εις την Σπάρτην και περιμένει.
— Τι περιμένει;
— Περιμένει να του επιτρέψη ο άρχων να παρουσιασθή εις το
Πληθώνειον.

— Όταν επανέλθωμεν οίκαδε, θα σε πέμψω να τον οδηγήσης προς εμέ,
Θεόδωρε.

— Ορισμός σας, άρχων.
— Τώρα, δος μοι την επιστολήν.
— Ευθύς, άρχων.
Ο Θεόδωρος ήνοιξε το περιστήθιόν του και εκβαλών εσφραγισμένον φάκελλον, ενεχείρισεν αυτόν εις τον άρχοντα. Ούτος τον έλαβε και υπό το φέγγος της σελήνης ανέγνω την επιγραφήν.
— Έχει τις υμών δάδα; ηρώτησεν ακολούθως.
Είς των συντρόφων του Θεοδώρου εξέβαλεν εκ του κόλπου του ίσκαν και πυρίτην λίθον και ανήψε δάδα, εκράτησε δε αυτήν εις απόστασίν τινα από της μορφής του άρχοντος. Ούτος απεσφράγισε τότε την επιστολήν και ανέγνω.
Φαίνεται δε ότι εύρε πολύ το διαφέρον εις την ανάγνωσιν ταύτην,διότι καθ' όσον προυχώρει, το πρόσωπόν του, ερυθρόφαιον υπό την φλόγα της δαδός, εψυχούτο και εξέφραζεν από στιγμής εις στιγμήν παντοία συναισθήματα, από της ελαφράς περιεργείας μέχρι του βαθυτάτου διαφέροντος, και από της καρτερικής προσδοκίας, μέχρι της ελπίδος και του φόβου, του οίκτου και του ενθουσιασμού. Η ουσία του περιεχομένου της εν λόγω επιστολής ευρίσκεται διεσπαρμένη εν ανεκδότοις χρονικοίς και εν τοις συγράμμασι των επιφανών του καιρού εκείνου λογίων. Μετά πολλού κόπου ένθεν κακείθεν περισυλλεχθέντα τα τεμάχια κατωρθώθη να συγκολληθώσιν εις σύνολόν τι κατά προσέγγισιν, όπερ χάριν περιεργείας υποβάλλω ενταύθα εις τας όψεις του αναγνώστου.
«&Βησσαρίων& ο Νικαίας αρχιεπίσκοπος και καρδινάλιος της αγίας Ρωμαϊκής και καθολικής εκκλησίας, &Πλήθωνι& τω θαυμαστώ φιλοσόφω και νομοθέτη της Πέλοπος χαίρειν.
Εδεξάμην τα παρά σου γράμματα πολλήν, ως εικός, εμποιήσαντά μοι ευφροσύνην. Μονώτατος γαρ έτι μοι δοκείς υπολελείφθαι εν άπασι τοις αυτόθι φρονών. Τω γαρ βασιλεί και τοις περί αυτόν δαιμονία τις έοικεν επιδεδημηκέναι μοίρα, παρατρέπουσα και υφαιρουμένη τον λογισμόν, ως ανάγκη μεν, ή και τους θεούς φασι, μη πείθεσθαι,Σχολαρίω δε μάλλον πεποιθέναι. Αμέλει δε και Νοταράς ο Λουκάς,χρηστός τω βασιλεί σύμβουλος. Καίτοι, τις αν εύροι ταύτης μείζω απόνοιαν; Τα γαρ πράγματα επί ξυρού ακμής κείται και ο κίνδυνος επί θύραις μακρός και ουρανομήκης. Ποιναία επέλθοι Νέμεσις επί τους μη εθέλοντας σώζεσθαι, αυτούς τε λημώντας και τοις άλλοις το φως επιπροσθούντας. Δεινή τις ως δοκεί αχλύς και σκοτόμαινα επικάθηται επί την Ελλάδα, χρόνιος δε, ω Πλήθων, πάρει, των σων διδαγμάτων προίκα εμπλήσας ημάς. Εμοί δε συμβαίνει δικτύω άνεμον θηράν, τους ενθάδε πειρωμένω πείθειν τους εν τη Εώα μηδέπω πεπεικότι. Χρήματα μεν ουν και σώματα ικανά πάρα, αλλά γε του κρατίστου ημίν δει. Ει γαρ ο βασιλεύς μη εθέλοι έν έπος τοσόνδε ειπείν και την ένωσιν κυρώσαι, ουκ έστι πείσαι τον Πάπαν. Χθιζός μέντοι παρεγενόμην επί το Βατικανόν και περί των αυτών, ώσπερ και προτού, μυριοστόν ήδη διελέχθην, υπέρ της επικουρίας ως έθος προσκείμενος και λιπαρών. Αλλ' ου Θέμις, ή δ' ος, τον στρατόν ημάς πέμπειν, κακοδοξία πολλή προσκυλινδουμένοις. Αλλ' ου πάσιν, ην δ'εγώ, η κακοδοξία σύνοικος, Σχολαρίοις δε και τοις τοιοίσδε επιβόσκεται μόνοις.
Καίτοι γε, ή δ' ος, τα των τοιώνδε κρατεί παρ' αυτοίς, τοις φρονούσι δ' ου πείθονται. Πεπείσονται, ην δ' εγώ, ω Πάτερ, επειδάν ίδωσι τους μισθοφόρους τους σους παρεσομένους. Ου δοκεί, έφη,εκπέμπειν αυτούς επί τους βλασφημίας καθ' ημών εμούντας, και την πλάνην εξομόσαι αποστέργοντας. Ου βλασφημούσιν, ην δ' εγώ, αλλά κινδυνεύουσι βοηθήσεις. Ή γαρ, ως μνήστρα, ή δ' ός, τους επικούρους αυτοίς παρέξομεν; Γενναίως, έφην, απεφήνω, ω Πάτερ,μνήστρων ατεχνώς τοις πραγματευομένοις δει. Ουκ έστιν, ή δ' ος,πραγματεύεσθε προς αναξίους. Δανείζειν μεν ουν, έφην εγώ, τοις τοίσδε τα ευαγγέλια κελεύει. Κολάζειν δ', έφη, τους ατάκτους ουχ ο ιερός κηρύττει λόγος; Ιάσθαι δ' αύθις, ην δ' εγώ, τον παιδεύοντα προτρέπει. Ιάματα δ', έφη, ου τα αίματα; (Ελληνίζειν μεν επιτηδεύεται ο Ποντίφιξ, παρονομάζειν δ' ου χαριέντως έδοξέ μοι).Ουχ άλις αιμάτων; έφην εγώ. Ουχ άλις, έφη, ότι μάχαιραν ήλθε βαλείν ο Χριστός. Παρερμηνεύειν μοι δοκείς, έφην, ω Πάτερ·αναγωγικόν γαρ το ρήμα κείται. (Παρρησία δ' ως οράς, ω Πλήθων,εχρησάμην, έξεστι δε μοι, ευνοία τη προς εμέ θαρρούντι. Ηνίκα δ'αν ουκ ουκ αθύμω εντύχω, αυτίκα χρώμαι). Πώς αμαρτάνειν ημάς δοκείς, έφη ο Ποντίφιξ, ος το αναμάρτητον δις ανείπας; Εκόντι δ',έφην, δοκεί σοι εξείναι, ω Πάτερ. Εξείναι μεν ίσως, έφη, ου χρήναι δ' όμως. Ου γαρ, έφην, τοις απολλυμένοις βοηθείν χρεών; Τι σοι δοκεί, ή δ' ος, αμφοίν τοιν ολέθροιν πότερος χαλεπώτερος; ουχ ο πνευματικός; Έμοιγε, έφην. Πνευματικής δ' ου και της αρωγής δει τοις πνευματικώς απολλυμένοις; Φαίνεται. Οι δε πολίται οι σοι ου πνευματικώς απόλλυνται; Και μάλα. Πνευματικής άρα αυτοίς δει της βοηθείας. Δοκώ μοι. Τις δε πνευματική βοήθεια κρείττων, ουχ η διά των ευχών και δεήσεων; Μάλιστα. Ευχάς δε και δεήσεις ου καθ'ημέραν η Εκκλησία τοις σχισματικοίς δωρείται; Αληθές, ην δ' εγώ.Ευ τοίνυν και καλώς αυτοίς βοηθούμεν. Εύ γε. Άρα πέποιθας; έφη.Μανθάνω, ην δ' εγώ, αλλ' ου και κοσμικής δει αυτοίς αρωγής; Ουκ,έφη, πριν αν την πνευματικήν τελεσιουργόν γενέσθαι. Τι ότι, ην δ'εγώ, η Ρωμαίων Εκκλησία διπλήν την εξουσίαν δρέπει; Ουχ ότι και διττώς χρη αυτήν ευ ποιείν; Πείθομαι, έφη. Ου γαρ αν οι Απόστολοι τοιαύτην αυτή κατέλιπον. Σύνοιδα, έφη. Ανάγκη άρα αυτή αμφοτέρας ασκείν. Ανάγκη, έφη. Εκατέρα δε χωρίς εκατέρας ουκ ανύσιμος.Ξύμφημι, έφη. Την δε πνευματικήν ου Νέμεσις μόνην μετιέναι. Ουχί,έφη. Τηνικαύτα, ην δ' εγώ, άλις ημίν των πνευματικών μεθόδων. Φέρε και τη κοσμική χρησώμεθα. Όρα, ω Πάτερ, μη δηθά ούτω δη τοις πνευματικοίς δικτύοις μόνοις θηρεύοντες και το δέλεαρ αυτό αποβάλωμεν και το δίκτυον φθείρωμεν. Κοσμικής δε της μεθόδου νυν ημίν δει. Άγε αυτήν μετίωμεν. Άρα συνήκας, μη χωλοίς και κολοβοίς τέως μέσοις προσκείμενοι, κέρδος μεν ουδέν, βλάβην δε πολλήν απηνεγκάμεθα; Δεήσεων μεν και ευχών άλις, έργων δε νυν ανάγκη.Απιστείν μεν ουν αυτούς τη εξουσία τη ση ουκ άτοπον, λόγων μεν εμπεπλησμένοις, έργον δ' ουδέν δρώντας. Και σοι επειδάν ψηλαφήσωσι, πείθονται, τέως δε ακουσμάτων μόνον τα ώτα βομβεί. Ει γαρ και τον Χριστόν ο Θωμάς ουκ εψηλάφησεν, ου καν επίστευσεν.Αγωνιώδης νυν και χειμαζομένης της Ελλάδος τι όφελος; Το τε κλέος οίχεται ή τε αρχή φρούδη. Ηνίκα δ' ο βάρβαρος θυραίος άπεισι τηνικαύτα η Ελλάς την αρχήν και το κύρος το σον ησυχή γνώσεται,και της ευνοίας επιμελήσεται της σης. Νυν δ' οξείς οι καιροί και ταχίστης δει της σωτηρίας. Ταύτα είπον τω Ποντίφικι, και μοι εδόκει επιεικώς ακροάσθαι. Μονονού δ' αυτόν έπεισα, και πάλαι επεπείκειν αν, ει μη ο των καρδινάλεων σύλλογος και οι δυνατοί πάντες αγρίως αντέκειντό μοι. Σκάνδαλον μέντοι αυτοίς γέγονα, ου βουλομένοις πιστεύσαι μοι λατινίζοντι. Ούτοι πάντες ου φιλούσιν εμέ, αλλ' ως Έλληνα και Γραικόν υφορώσι. Πώς δε αυτούς πείθειν ένι; Πώς δε και τω έθνει πιστεύσουσί ποτε λατινίσοντι, ει εμοί μόνω ενί ανδρί ου πιστεύουσι; Λυπεί δε με τούτο, ει το θύμα Ο προσήνεγκον εμαυτόν εγώ μάτην τεθυμένον έσται, τη δε πατρίδι μηδέν περιγενήσεται εκ του εμού ολίσθου. Συ δε, ω Πλήθων, ει σχολή έτι,μη αυτής απόλαυε, αλλά την βακτηρίαν λαβών πορείαν ίθι και τα βασίλεια κατάλαβε. Τελευταία δ' αύτη έσται η πείρα, ει ακμή έτι πράττειν, και μη οι βάρβαροι προύλαβον την πόλιν ελόντες. Και πείσεις μεν ουδένα, δοκεί, αλλ' όμως το έργον το σον εργάσει πάντως. Και μη φείδου μηδ' όκνει, αλλά πάρασχε πρόθυμον σαυτόν.Ίθι δη, άπελθε, πορεύου, αφίκου, πάρεσο, δέου, πρότρεπε,παρακάλει, κέλευε, επιτίμα, προσλιπάρει, ότρυνε, έλεγχε, πείθε.Εγώ δ' ουκ οκνήσω, αλλ' ενθένδε τουμόν πειράσομαι. Και ην μη πείσω αυτούς εκπέμπειν, από των εμών εκπέμψω, και τριήρη στείλας αυτός παρέσομαι. Και ει μεν εν τοις Πληθωτείοις εντύχω, πρόσειμι, ει δε απεληλυθότι ήδη, έψομαι. Πάρεστι δε σοι διά του γραμματοφόρου του εμού γράμματά μοι πέμπειν, και προλέγειν τα δόξοντα. Υπερθέσεως δ'ημίν ουδεμιάς καιρός. Εισί γαρ ενθάδε τινές, οι ως έοικεν από του των Αγαρηνών στρατοπέδου αγγέλματα κομίζονται, ακήκοα δ' έναγχος στέλλεσθαι τους Τούρκους ήδη. Πλείστη δε χάρις τοις τοιούτοις ει τοις πολεμίοις κοινωνούντες ημίν ουχ εκόντες αρήξουσι. Και ταύτα μεν ικανά, συγγνώμονα δ' είναι δέομαι επί τω μακρώ των γεγραμμένων. Ερρώσθαι σε εφίεμαι, ω διδάσκαλε, εις μακρά έτη,σεπτόν όνομα επί της χθονός της πατρίας αποτυπούντα, αθανασίας δε τυχείν, επειδάν το χρεών της εξόδου ίκηται, και τον μυστικόν τοις ολυμπίοις θεοίς ξυγχορεύειν Ίακχον. Εκ Ρώμης της πρεσβυτέρας, μηνί Φεβρουαρίω, έτους αυνγ'. Βησσαρίων ο καρδινάλιος γράφει».

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΔ'.

Η φυγή.
Την επαύριον της ημέρας, καθ' ην είχον συμβή τα εν τω προτελευταίω κεφαλαίω περιγραφέντα, επανήλθεν ο Πρωτόγυφτος εις το χαλκείον μόνος και πεζός· εφαίνετο απησχολημένος υπό σταθερού τίνος λογισμού, και η τραχεία μορφή του εξέφραζε πολύν κάματον και στενοχωρίαν. Και όμως δεν είχεν αναγνώσει την επιστολήν εκείνην του Βησσαρίωνος προς τον Πλήθωνα. Αλλ' οι χαρακτήρες του έφερον αποτετυπωμένην τοσαύτην ανίαν, ως να εγίνωσκε γράμματα και ηδύνατο να την αναγνώση,
Ουδείς λόγος απηυθύνθη πλέον προς τον Πρωτόγυφτον, ουδέ παράπονον ηκούσθη, ουδ' ετόλμα τις να τω απευθύνη λέξιν. Άλλως δ' έκαστος των κατοίκων της καλύβης κατείχετο, ως και ο Πρωτόγυφτος, υπό ιδίου λογισμού και κατετρίβετο περί μέριμνάν τινα. Η μεν Γύφτισσα προσεπάθει να θεραπεύση διά βαλσάμων και βοτάνων, γνωστών εις αυτήν μόνην, το τραύμα της Αϊμάς, όπερ δεν ήτο σπουδαίον, ο δε Μάχτος εσπούδαζε να επουλώση το ίδιον αυτού τραύμα. Αλλά δεν κατώρθου μόνος τούτο, διότι το έλκος του Μάχτου ήτο εξ εκείνων,άτινα χρήζουσιν ειδικού χειρουργού, δι' εμπειρικών δε και αυτοσχεδίων φαρμάκων ουδέποτε θεραπεύονται. Η δε Αϊμά ήτο περίλυπος και προς ουδένα ανεκοίνου τους λογισμούς της. Τέλος ο Βούγκος, όστις μόνος ηδιαφόρει περί των φροντίδων των άλλων, ουδ'ενόει πώς ήτο δυνατόν να αμηχανώσι τοσούτον οι άνθρωποι, περί μικρών πραγμάτων, ησχολείτο μόνος αυτός εις την συνήθη εργασίαν του, διότι η περίφημος εκείνη παραγγελία του εκτάκτου πελάτου ποτέ δεν έμελλε να τελειώση αν πάντες εξηκολούθουν ούτω ν' απασχολώνται εις ιδίας μερίμνας.
Την πρωίαν της αυτής ημέρας, προτού να εμφανισθή ο Πρωτόγυφτος επανερχόμενος με την ράβδον του και με το βραδύ βήμα εκ της χρονίας εκδρομής, η Γύφτισσα, πρώτη εξεγερθείσα εκ του ύπνου και εξελθούσα τα χαράγματα εκ της καλύβης, προσέκοψεν επί πράγματος τινος, αποφράττοντος την διάβασιν εκτός της Πύρας, παρά τον ουδόν.Η Γύφτισσα ανήψε φως και είδεν ότι το πράγμα εκείνο ήτο κάνεον πλήρες ασπρορρούχων. Φαίνεται ότι η γυνή εκείνη, ήτις είχεν αρπάσει το κάνεον εκ των χειρών της Αϊμάς, ενόμισε καλόν ν'αποδώση διά νυκτός το αφαιρεθέν πράγμα. Τον δε Μάχτον είχε κατορθώσει ευχερώς η Αϊμά να παροξύνη και να καταπραΰνη, ότε επανήλθον αμφότεροι την εσπέραν εις την καλύβην. Αύτη δεν είχεν ανάγκην περιφράσεων προς ταύτα, αλλά διηγήθη τα πράγματα, οία συνέβησαν. Το ήμερον δε και πράον του ήθους αυτής μετεδόθη και εις τον ακροατήν της, και δεν ωργίσθη ούτος.
— Και διατί δεν μου το έλεγες τότε; είπεν ο Μόχτος μετ' ελαφρού μεμπτικού τόνου.
— Αν σου το έλεγα, απήντησεν η Αϊμά, θα εθύμωνες πολύ, και ειμπορούσες να κάμης κακόν κίνημα, Εγώ η ιδία δεν ήμουν εις τον εαυτόν μου. Οι άνθρωποι εκείνοι, που ήταν μαζωμένοι εκεί, μ'επείραζαν πολύ. Δεν ήμουν εις τα καλά μου. Δεν ήθελα να κάμω θέατρον, να πομπευθώμεν εις τον κόσμον. Εκύτταζα να φύγωμεν απ'εκεί μίαν ώραν αρχήτερα. Αν σου το έλεγα, ειμπορούσες να θυμώσης τόσον, ώστε και σκοτωμός ειμπορούσε να γείνη. Εκείνοι εκεί δεν θα μας επίστευαν, εσύ θα εχυμούσες εις το σπίτι της εκείνης να πάρης τα ρούχα, εκείνοι θα έπαιρναν το μέρος της, θα μας επετροβολούσαν και Θα μας ύβριζαν. Ειμπορούσες να γείνης φονιάς, ειμπορούσες και να φονευθής ο ίδιος. Θαρρώ πως έκαμα καλά να μη σου το 'πω, έκαμες και συ καλά να μην επιμείνης· ύστερα ύστερα, τι δικαίωμα έχομεν ημείς οι καταφρονεμένοι οι Γύφτοι να τα βάζωμεν με τον κόσμον; Να που ήρθεν έτσι, και ηθέλησε να με κατηγορήση εκείνη η γρηά, είπεν η Αϊμά στενάζουσα.
— Και το δέχεσαι, αδελφή μου; είπεν ο Μάχτος.
— Δεν το δέχομαι, αλλά το υποφέρω. Ας λέγη καθένας ό,τι θέλει,δεν ειμπορώ να τα βάλω με τον κόσμον εγώ.
Ο Μάχτος κατελήφθη υπό παραδόξου αισθήματος, γείτονος προς τον ενθουσιασμόν, και εσίγησεν. Ούτε η άφιξις του πατρός αυτού, ούτε παν άλλο γεγονός ηδύνατο να διαταράξη την ευτυχίαν αυτού, διότι ησθάνετο αλλόκοτον και ανέλπιστον ευτυχίαν. Εάν έβλεπε την Αϊμάν ευτυχή, θριαμβεύουσαν, λατρευομένην, θα ήτο δυστυχής. Έβλεπεν αυτήν πάσχουσαν, εγκαρτερούσαν, ήτο ευδαίμων. Τοιούτον ήτο αείποτε το φίλαυτον τούτο αίσθημα. Διήρκεσε δε η τελευταία αύτη ευτυχία του Μάχτου τρεις όλας ημέρας, τον μακρότατον και μυθώδη χρόνον, ον δύναται να διαρκέση πάσα ευτυχία επί της γης. Την εσπέραν της τρίτης ημέρας συνέβη παράδοξος και απρόοπτος σκηνή, ην ουδείς ηδύνατό ποτε να προβλέψη και αν δεν ήτο μύωψ και αν δεν ήτο ευδαίμων.
Οι τρεις Γύφτοι είχον κατακλιθή ήδη, ομοίως και η γραία και η Αϊμά. Αίφνης κρότος ηκούσθη εις την θύραν της καλύβης. Ο Πρωτόγυφτος δεν είχεν αποκοιμηθή και ηγέρθη μετά μεγίστης προθυμίας. Έσπευσε ν' ανοίξη την θύραν.
— Ποίος είνε, πατέρα; ηρώτησεν ο Μάχτος.
Ο Γέρος δεν απήντησε και ήνοιξε την θύραν χωρίς ν' ανησυχήση. Ουδ'ερώτησίν τινα απηύθυνε προς τον κρούοντα.
Η θύρα ηνοίχθη, αλλ' ουδείς εισήλθεν. Ο Μάχτος έχων τους οφθαλμούς ανοικτούς και πάσχων συνήθως εξ αϋπνίας, είδε μόνον πρόσωπά τινα εις το σκότος, ιστάμενα εκτός. Ο Πρωτόγυφτος ήρχισε σιγανήν μετ'αυτών συνδιάλεξιν. Ο Μάχτος ήκουσε μόνον ασυναρτήτους λέξεις.
— Λοιπόν καιρός; είπεν είς εκτός της θύρας.
— Καιρός, απήντησεν ο Πρωτόγυφτος.
— Κοιμώνται όλοι; ηρώτησεν αύθις ο αυτός άνθρωπος.
— Κοιμώνται, είπεν ο Πρωτόγυφτος χωρίς να διστάση.
— Θαρρώ κάποιος είν' εκεί έξυπνος, είπε πάλιν ο ξένος, διότι είχεν ιδεί τα κινήματα του Μάχτου.
Ο Μάχτος είχεν ανακαθίσει επί του στρώματος και ηκροάτο ανυπομόνως.
— Και αν είνε έξυπνος, θα κοιμηθή, απήντησεν ανενδοιάστως ο Πρωτόγυφτος.
— Και αν δεν κοιμηθή, τι; είπεν άλλος εκ των έξω της θύρας.
— Ειμπορεί να του αρέση να μη κοιμάται, είπε τρίτος τις.
— Δεν θέλομεν θορύβους, είπεν ο πρώτος των ανδρών.
— Τι είνε, πατέρα; τι τρέχει; ηρώτησεν η φωνή του Μάχτου.
Ο Πρωτόγυφτος δεν απήντησε.
— Ιδού σ' ερωτά, είπεν είς των ξένων.
— Ο υιός σου είνε; ηρώτησεν άλλος.
— Θα βλέπη όνειρα, παρετήρησεν ο Πρωτόγυφτος.
— Λοιπόν τότε; είπεν ο πρώτος ομιλήσας, όστις εφαίνετο σοβαρώτερος πάντων.
— Όπως διατάττει ο άρχων, απήντησεν ο Πρωτόγυφτος.
— Αύτη κοιμάται;
— Και αν κοιμάται, εξυπνά, είπεν αύθις ο Γύφτος.
— Σκληρόν, είπε στρυφνώς ο πρώτος των ξένων, όστις εφαίνετο αρχηγός αυτών.
Ουδείς απήντησε προς την παρατήρησιν ταύτην.
— Θα την εξυπνίσης; είπεν ο δεύτερος.
— Θα την εξυπνίσω, είπεν ο Γύφτος.
— Είνε εύκολον;
— Είνε. Έχετε τους ημιόνους;
— Έχομεν.
— Έχετε και όλα τα μέσα;
— Έχομεν.
— Θα την δέσετε με σχοινιά; είπε ψυχρώς ο Πρωτόγυφτος.
— Όχι, φίλε. Δυνάμεθα να την φυλάξωμεν, τόσοι άνθρωποι ένοπλοι.
— Είσθε πολλοί;
— Είμεθα οκτώ.
— Έξ βλέπω, είπεν ο Πρωτόγυφτος.
— Οι άλλοι δύο φυλάττουσι τα υποζύγια.
— Πού είνε;
— Ιδού αυτοί.
— Ποίοι είνε αυτοί, πατέρα; ηρώτησεν ο Μάχτος, εγερθείς και πλησιάσας εις την θύραν.
— Κοιμήσου, Μάχτο, είπεν αυστηρώς ο Πρωτόγυφτος. Μην ονειρεύεσαι;
— Εγώ ονειρεύομαι;
— Σύρε να πλαγιάσης, Μάχτο, επανέλαβεν αμειλίκτως ο Γύφτος.
Αλλ' η τελευταία αύτη παρακέλευσις επήνεγκε το εναντίον του σκοπουμένου αποτελέσματος. Αφύπνισε τον Μάχτον ολοσχερώς. Διότι μέχρι τούδε ο Πρωτόγυφτος δεν ηπατάτο λέγων ότι ο Μάχτος ωνειρεύετο.
— Θα μου πης, πατέρα, τι είνε; έκραξεν ανυπομόνως ο νέος.
— Όταν ξυπνήσης, Μάχτο, είπε σαρκαστικώς ο Πρωτόγυφτος.
Ο αρχηγός των ξένων είχε σκεφθή επί τινας στιγμάς και κατενόησεν ότι δεν ώφειλε να υποχωρήση.
— Λοιπόν, τι κάμνομεν; είπε προς τον Πρωτόγυφτον.
— Ό,τι αγαπά ο αφέντης, απήντησεν ούτος.
— Όλα τα &μέσα& τα έχομεν, είπεν εκείνος τονίζων την λέξιν.
— Χμ . . . έκαμεν ο Πρωτόγυφτος.
— Ιδού, εψιθύρισεν ο ξένος.
Και έθηκεν εις την παλάμην του Γύφτου υπερμέγεθες βαλάντιον. Ούτος δεν ηδυνήθη να κρατηθή και το ήνοιξεν. Εφάνησαν δε τα φλωρία ακτινοβολούντα εις το σκότος.
— Και της αλήθειας, &μέσα& είνε, είπε μειδιάσας.
— Τώρα; είπεν ο ξένος.
— Ορισμός σας, είπεν ο Πρωτόγυφτος.
Και προσήλθεν ευθύς προς την κλίνην της Αϊμάς. Έσεισεν αποτόμως τον ώμον της κόρης και την αφύπνισεν, αν εκοιμάτο ήδη.
Ο Μάχτος ενόμισεν ότι βλέπει όνειρον, έσπευσε κατόπιν του πατρός του.
— Τι θέλεις, πατέρα; είπε τρέμων.
— Σηκώσου, Αϊμά, έκραξεν ο Πρωτόγυφτος με κεραυνώδη φωνήν.
Η νέα εστηρίχθη επί της ετέρας των πλευρών και έτριβε τους οφθαλμούς.
— Σηκώσου, κόρη μου, είπεν ο Γύφτος με πραότερον τόνον.
— Τι την θέλεις, πατέρα; ηρώτησεν ο Μάχτος αγωνιών.
— Σηκώσου, επανέλαβεν ο Γύφτος, χωρίς να στραφή προς υιόν του.
— Άφησέ την, πατέρα, είπεν ούτος, θέτων την χείρα επί του βραχίονος του πατρός του.
— Τι γυρεύεις εσύ; εγόγγυσεν ο Πρωτόγυφτος. Κοιμήσου γρήγορα.
— Δεν κάνεις καλά, πατέρα μου, είπεν ο νέος, ως να διετέλει εν παραλήρω.
— Εσύ θα μου πης; είπεν οργίλως ο Γύφτος. Γκρεμίσου.
Ο Μάχτος εκινδυνευε να παραφρονήση. Έβλεπεν ότι το πράγμα καθίστατο σπουδαιότερον. Εις την θύραν έβλεπεν αγνώστους ανθρώπους, οίτινες εφαίνοντο πολυαριθμότεροι ένεκεν του σκότους,ενώπιον αυτού δε είχε τον πατέρα του, όστις τον ηπείλει. Ο νέος τα έχασε και ηγνόει τι ώφειλε να πράξη, Η Αϊμά είχεν ανασηκωθή επί της κλίνης και εθεώρει με μεγάλους οφθαλμούς, βοηθεία του διπλού φέγγους, όπερ εισεχώρει διά της ανοικτής θύρας και διά της επωροφίου ρωγμής, τον Πρωτόγυφτον και τον Μάχτον, χωρίς να εννοή τι συνέβαινεν.
Εν τοσούτω δε είχον αφυπνισθή υπό του συμβάντος θορύβου ο Βούγκος και η γραία Γύφτισσα. Ο Βούγκος είχεν ανοίξει τους οφθαλμούς, αλλ'επειδή ήτο κεκμηκώς, διότι είχεν εργασθή όλην την ημέραν,εβαρύνετο να εγερθή και εσκέπτετο αν ήτο ορθόν να τους κλείση πάλιν. Η δε Γύφτισσα είχεν αναγγείλει την αφύπνισίν της διά τελευταίου και παρατεταμένου ρογχασμού, όστις εχρησίμευεν αύτη ως τρόπος μεταβάσεως από του ύπνου εις την εγρήγορσιν. Είχε δε ανακαθίσει επί της πενιχράς στρωμνής και έξεεν αμφοτέρας τας μασχάλας, λέγουσα·
— Τι είνε τάχα; Τι είνε;
Αλλ' ουδείς ηυκαίρει όπως απαντήση προς αυτήν. Έκαστος απησχολείτο περί της ιδίας αυτού φροντίδος. Οι εκτός της θύρας εφαίνοντο ότι είχον αρχίσει ν' ανησυχώσι. Χωρίς να τολμήσωσι να εισέλθωσι, δι'ελαφρών συριγμών προσεπάθουν να παροξύνωσι τας ενεργείας του Πρωτογύφτου, συνιστώντες αυτώ ταχύτητα. Ο δε Μάχτος απεπειράτο να εμποδίση τον πατέρα του, καίπερ αγνοών τι εσκόπει να πράξη ούτος.
Ο Πρωτόγυφτον είλκυσε την Αϊμάν σφοδρώς από του βραχίονος.
— Σηκώσου, κορίτσι, γρήγορα, είπεν. Δεν έχομεν καιρόν διά χάσιμο.Γμου! Χμου!…
— Τι με θέλεις, πατέρα; εψέλλισεν η Αϊμά.
— Είσαι διά ταξείδι, είπεν ο Γύφτος.
— Διά ταξείδι; επανέλαβεν ο Μάχτος απορηματικώς.
— Θα υπάγης μαζύ με τους φίλους μου εκεί, είπεν αυθαδώς ο Πρωτόγυφτος, δείξας την θύραν.
— Διά πού, πατέρα; ηρώτησεν ενεός ο Μάχτος.
— Δεν είνε δουλειά σου, εγόγγυσεν ο Πρωτόγυφτος. Σύρε να
πλαγιάσης. Γμρου!

— Δεν θα σε αφήσω, είπε τολμηρώς ο Μάχτος, τύψας το έδαφος διά
του ποδός.

— Ακόμη εδώ είσαι; έγρυξεν ο Γύφτος. Άμε χάσου γρήγορα.
Κρου!…..

Η Αϊμά είχε ρίψει βλέμμα επί του Μάχτου, και μεθ' όλον το ψηλαφητόν σκότος, οι τέσσαρες ούτοι οφθαλμοί έλαμπον αρκούντως,ώστε να συνεννοώνται. Το βλέμμα εκείνο ήτο ικευτικόν και εξέφραζεν υπερτάτην οδύνην και απόγνωσιν. Η Αϊμά ενόησε καλώς περί τίνος επρόκειτο. Την στιγμήν εκείνην επήλθεν εις την μνήμην της ιδέα τις, ην πολλάκις ήκουσεν εκφραζομένην παρά των ανθρώπων του λαού,δεν είχε δε δώσει σημασίαν εις αυτήν άλλοτε. Αλλά σήμερον αντελαμβάνετο πάσαν την έννοιαν αυτής. Εβόμβουν συνεχώς εις τα ώτα αυτής αι μομφαί, ας ήκουεν εκάστοτε εκτοξευομένας κατά της φυλής των Αθιγγάνων. Μία των μορφών τούτων ήτο, ότι συνείθιζον ούτοι προς τοις άλλοις εγκλήμασιν, άτινα διέπραττον, να πωλώσι, τα ίδια τέκνα των, οσάκις εύρισκον αγοραστάς, και μάλιστα τας θυγατέρας,όσαι ήσαν ανεκταί το είδος. Η Αϊμά λοιπόν ανεμνήσθη συγκεχυμένως το πράγμα τούτο.
— Θα μ' επώλησεν, είπε καθ' εαυτήν, και θέλει να με παραδώση εις τον αγοραστήν, όστις ευρέθη να με αγοράση.
Ταύτα διανοηθείσα η Αϊμά, επειράθη να κατακλιθή εκ νέου και να σκεπασθή. Αλλ' ο Πρωτόγυφτος την έσυρε βαναύσως από της χειρίδος του υποκαμίσου.
— Σηκώσου, σου λένε, να πάμε. Πολύ, βλέπω, αγαπάς τον ύπνο.
— Πού να πάμε: είπεν η Αϊμά.
Ο Πρωτόγυφτος δεν απήντησεν, εξηκολούθησεν όμως να σύρη αυτήν τόσον σφοδρώς, ώστε έσχισε το ύφασμα, όπερ εκάλυπτε το σώμα της νέας.
— Τι την τραβάς, πατέρα; έκραξεν ο Μάχτος.
Ο Πρωτόγυφτος εφαίνετο αλλόφρων και δεν απήντα εις ουδέν ερώτημα.Το πράγμα τω εφαίνετο ανωφελές.
Συγχρόνως μεταξύ της Γύφτισσας και του Βούγκου συνήφθη ταπεινή τη φωνή μικρός διάλογος. Οι δύο ούτοι μόλις είχον αποσείσει τέλος τον ύπνον, και ήρχισαν να εννοώσιν ότι συνέβαινέ τι.
— Κοιμάσαι, μεγάλε;
— Κοιμάσαι, μάννα;
— Εγώ δεν κοιμούμαι.
— Ουδ' εγώ.
— Και τι ακούς;
— Κάτι τρέχει.
— Τι είνε;
— Ο αφέντης εσηκώθη.
— Και τι κάνει;
— Δεν ξέρω.
— Σηκώσου να ιδής.
— Νυστάζω, μάννα.
— Α, τεμπέλη.
— Όλη μέρα δούλευα.
— Δεν λαγκεύει η καρδιά σου;
— Διά τι πράγμα;
— Δι' αυτό που γίνεται.
— Τι με μέλει;
— Σηκώσου ν' ανάψης τον λύχνο.
— Τι να τον κάμης τον λύχνο;
— Διά να ιδούμε τι είνε.
— Δεν 'μπορούμε να ιδούμε και δίχως λύχνο;
— Συ είσαι νιος και βλέπεις.
— Ε, πώς νυστάζω.
— Α, υπναρά.
— Άφσε με να κοιμηθώ.
— Νάνι, νάνι, το μικρό.
— Ωχού, ουχού! έκαμεν ο Βούγκος χασμώμενος.
— Δεν ακούς και τον Μάχτο;
— Πού 'νέ τος;
— Σηκώθηκε.
— Τι κάνει;
— Μιλά με τον πατέρα σου.
— Ε, άφσε τους να 'μιλούν.
— Και συ να κοιμάσαι; Δεν χόρτασες τον ύπνο;
Ο Βούγκος δεν απήντησε πλέον. Είχεν επανακλείσει τους οφθαλμούς και σχεδόν απεκοιμήθη ήδη. Αλλ' εκ του ληθάργου τούτου έμελλε να τον αποσπάση η διάτορος φωνή του Γύφτου. Ούτος ηκούσθη κράξας μεγαλοφώνως.
— Σηκώσου, Βούγκο! Τρέξετε, παιδιά, να την φθάσωμε!
Ο Βούγκος ανετινάχθη δι' ηλεκτρικού κινήματος, και αναπηδήσας ωρθώθη, χωρίς να ειξεύρη τι είχε συμβή. Ήκουσε μόνον βήματα και φωνάς ανθρώπων, και έσπευσεν εις την θύραν. Ο θόρυβος ούτος προήλθεν εκ του τελευταίου βαναύσου κινήματος του Γύφτου, όστις ηγωνίζετο ν' αποσπάση την Αϊμάν εκ της κλίνης της, εκ της αντιστάσεως αυτής και εκ της παρεμβάσεως του Μάχτου. Ο νέος ηναγκάσθη να κρατήση τας δυο χείρας του πατρός του όπως απαλλάξη την Αϊμάν εκ της ενοχλήσεως. Ήλπιζε δε να κατορθώση εν τω μεταξύ να περιορίση τον πατέρα του, και ν' αντισταθή απηλπισμένως κατά των πολιορκούντων την είσοδον της καλύβης. Αλλ' ουδέ ούτος προείδε τι έμελλε να συμβή.
Ιδούσα η Αϊμά ότι ο Μάχτος είχε συλλάβει στιβαρώς τον πατέρα του με τας δύο χείρας, δεν έχασε καιρόν. Ήρπασε τη πρώτην απεγνωσμένην ιδέαν, ήτις τη επήλθε, και έσπευσε να εκτελέση αυτήν, χωρίς να δύναται να σκεφθή καλώς. Όρμησεν εκτός της κλίνης, όπως ήτο, με τόσον γοργόν, ελαφρόν και σχεδόν αδιανόητον κίνημα, ώστε ουδέ παρετήρησεν ο Πρωτόγυφτος το πήδημα αυτής. Ο Μάχτος μόνον την είδε, και ηθέλησε να την εμποδίση διά του νεύματος, αλλ' η νέα απήντησε δι' ετέρου νεύματος επιτακτικού, και ορμήσασα, ήρπασε σιδηρούν τι εργαλείον, όπερ εύρε ψηλαφίνδα, διότι είξευρε καλώς την συνήθη θέσιν αυτού από της ημέρας. Σφίγξασα αυτό με όλην την δύναμίν της εις την παλάμην, ερρίφθη εις την θύραν, όπως ευρίσκετο, ασκεπής, ανυπόδυτος και ημίγυμνος. Τοσούτον δε αιφνίδιον και απροσδόκητον ήτο το κίνημα αυτής, ώστε οι εκτός της θύρας, μόλις την παρετήρησαν ως οπτασίαν, διολισθήσασαν διά μέσου αυτών. Εν τούτοις είς των ανθρώπων τούτων έδραμεν ευθύς κατόπιν της όπως την συλλάβη, αλλ' η Αϊμά στραφείσα, εχύθη με βιαίαν ορμήν επ' αυτού, και κατήνεγκε κατά της κεφαλής αυτού ισχυρόν κτύπον με το βαρύ εργαλείον. Μέχρις ου οι άλλοι προλάβωσι να την καταδιώξωσιν, η Αϊμά, πατούσα με πόδας σεισουρίδος, έγεινεν άφαντος.
Τότε ο Πρωτόγυφτος ενόησε μόλις την φυγήν αυτής, και έρρηξε την αγρίαν εκείνην κραυγήν·
— Σηκώσου, Βούγκο! Τρέξετε, παιδιά.
Αλλ' ο Μάχτος τον εκράτει σφιγκτώς. Αγών συνήφθη μεταξύ πατρός και υιού. Η πάλη διήρκεσεν επί πολύ. Ο Γύφτος είλκυε τον Μάχτον ολονέν προς την θύραν. Αι δυνάμεις δε του νέου ενέδιδον εις τούτο, αλλ'όμως δεν ήθελε να τον αφήση. Ότε ανηγέρθη ο Βούγκος, εύρε τους δύο παλαίοντας ακριβώς παρά την θύραν.
— Τι είνε, Μάχτο; Τι έχεις, πατέρα; τι επάθετε;
Και ερρίφθη να τους χωρίση. Ο Μάχτος δεν ηδύνατο επί πλέον ν'αντιστή. Άλλως δε ορμεμφύτως ενόησεν ότι ο κίνδυνος ήτο αλλαχού του λοιπού, και αφήσας τον πατέρα του, ώρμησε και εξεπήδησε της θύρας. Έτρεξε κατόπιν της Αϊμάς.
— Πάμε, Βούγκο! γρήγορα! είπεν ασθμαίνων ο Πρωτόγυφτος. Μας έφυγεν αυτή η δαιμονισμένη.
— Πού, πατέρα;
Ο Γύφτος, χωρίς ν' απαντήση, έσπευσε να εξέλθη. Ο Βούγκος τον ηκολούθησε μηχανικώς.
Ο Μάχτος είχεν οδηγηθή εκ των βλεμμάτων και της στάσεως των ξένων,ων δύο είχον τρέξει κατόπιν της Αϊμάς, οι δε λοιποί έμενον. Ο δε πέμπτος είχε παραλυθή ήδη, διότι ο κτύπος ον έλαβε κατά κεφαλής ήτο λίαν σφοδρός. Ιδών ο Μάχτος τα κινήματα ταύτα, δεν έχασε τα ίχνη της Αϊμάς, και έδραμε πνευστιών κατόπιν αυτής.
Ο δε Γύφτος μετά του Βούγκου δεν εβράδυναν ν' ακολουθήσωσιν αυτούς.
Η δυστυχής νέα, έντρομος, αγωνιώσα, φρίττουσα, αισθανομένη εαυτήν έρημον της θείας και της ανθρωπίνης βοηθείας, αφού έτρεξεν επί πολλήν ώραν, όπως ηδυνήθη, και δι' ης οδού έτυχεν, απηύδησε τέλος.Φθάσασα παρά τον αιγιαλόν, δεν είχεν άλλην διέξοδον ή να ριφθή εις την θάλασσαν, αλλ' όμως δεν είχε την τόλμην ταύτην. Ήκουε τα βήματα των καταδιωκόντων αυτήν προσεγγίζοντα. Κατά τύχην είδε μακρόθεν φως λάμπον, εύρε θύραν τινά ανοικτήν, και εισώρμησεν εκείσε απηλπισμένη. Η θύρα αύτη ήτο η του καπηλείου του Κατούνα,όπου είδομεν αυτήν καταφυγούσαν εν αρχή της ιστορίας ταύτης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΕ'.

Η δίωξις.
Έτρεχον κατόπιν αυτής οι Γύφτοι, αλλά δεν έτρεχον πάντες με τον αυτόν σκοπόν. Ο μεν Βούγκος έτρεχεν όλως αυτοματικώς, όπως υπακούση εις τον πατέρα του, και χωρίς να έχη συναίσθησιν του γεγονότος. Ο δε Πρωτόγυφτος, με την γλώσσαν κρεμαμένην εκτός των οδόντων, έτρεχεν όπως συλλάβη αυτήν και την παραδώση εκεί όπου την επώλησε. Τέλος ο Μάχτος έτρεχεν ίνα την σώση, ή ίνα συναποθάνη μετ' αυτής.
— Κατόπιν τούτων έτρεχον και οι ένοπλοι εκείνοι άνθρωποι, οίτινες δεν ηδύναντο ευκόλως να τους παρακολουθώσι, διότι το φέγγος της σελήνης ήτο θεϊκόν, και ηγνόουν το έδαφος του τόπου. Εν τούτοις και ούτοι έφθασαν μετά τινα χρόνον ύστερον των τριών Γύφτων.
— Πιάστε την! πιάστε την! έκραζε λυσσών ο Πρωτόγυφτος, σείων την πυράγραν ην επρόφθασε ν' αρπάση εκ του χαλκείου,
— Πιάστε την! πιάστε την! έλεγε μηχανικώς και ο Βούγκος.
Ο Κατούνας, ο Σκούντας και ο Τρανταχτής είχον περικυκλώσει την Αϊμάν, και οι Γύφτοι δεν ηδύναντο ευκόλως να πλησιάσωσι.
— Γλυτώστε την! έκραξεν ο Μάχτος, ελπίσας βοήθειαν παρά των ανθρώπων ταύτων.
— Τι τρέχει; ηρώτα ο μπάρμπα Κατούνας διανοούμενος ότι έπραξε κακώς να βραδύνη τόσον να κλείση το καπηλείον. Ούτος δεν είχε πολλήν περιέργειαν εις τας θορυβώδεις σκηνάς, και δεν ηγάπα άλλους επίσκέπτας πλην των συνήθων οινοποτών.
— Ησυχάσατε! έλεγεν ο Τρανταχτής. Τι έτρεξε;
— Μη ζυγόνετε, Γύφτοι! έκραξεν ο Σκούντας. Ιδών ούτος το
ερεθιστικόν της σκηνής ταύτης, ενόμισε καλόν να κάμη τον ανδρείον.

— Ειπέτε μου εμένα, τι θέλετε; είπεν ο Τρανταχτής, επιθυμών να
γείνη διαιτητής.

— Πιάστε την! έκραξε φρυάττων ο Πρωτόγυφτος. Και ηθέλησε να συλλάβη την Αϊμάν. Αλλ' ο Σκούντας ετέθη ενώπιον αυτής και απέκρουσε τον Πρωτόγυφτον.
— Θάρρος, Αϊμά, θα σε σώσω, έκραξεν ο Μάχτος, βλέπων μετά σπαραγμού καρδίας την νέαν όλην τρέμουσαν.
Την στιγμήν ταύτην εισήλθεν η συνοδεία των οπλοφόρων.
Ο μπάρπα Κατούνας ησθάνθη μεγίστην στενοχωρίαν, ως είδε τους νέους τούτους επισκέπτας. Ο Σκούντας και ο Τρανταχτής εστράφησαν ανήσυχοι προς την θύραν.
Ο Μάχτος έτυπτε το στήθος και απέσπα τας τρίχας της κόμης του.
— Ας είνε, θ' αποθάνω μαζύ της! Από τούτο δεν ειμπορεί κανείς να μ' εμποδίση, είπε μεγαλοφώνως.
— Τι έπαθες, φίλε μου; τον ηρώτησε μετ' οικειότητος ο Σκούντας.
Την στιγμήν εκείνην, οι τρεις οπλοφόροι άνδρες προέβησαν αποφασιστικώς προς το μέρος, όπου ευρίσκετο η Αϊμά. Αύτη μη δυναμένη να σταθή ορθία, είχε ριφθή με το σώμα επικάρσιον παρά την γωνίαν, και εκάθητο τρέμουσα εις την άκρην. Ο Σκούντας ίστατο ως προστάτης ενώπιον αυτής. Παρ' αυτόν ίσταντο ο Τρανταχτής και ο Κατούνας, είτα εφεξής ο Πρωτόγυφτος, ο Βούγκος και ο Μάχτος.
Οι τρεις ένοπλοι άνδρες εζήτησαν ν' αποσπάσωσι την Αϊμάν από της κόγχης, εν η έκειτο. Αλλ' ο Σκούντας επεχείρησε ν' αντιστή.
Ο Μάχτος ησθάνθη τας δυνάμεις του εντεινομένας εις έσχατον και απεγνωσμένον αγώνα. Ύψωσε την χείρα και κατήνεγκε σφοδρόν και αιφνίδιον κτύπημα κατά του πρώτου εφορμήσαντος. Ούτος έσυρε τότε το ξίφος και ηθέλησε να διαπεράση τον Μάχτον. Αλλ' ο Πρωτόγυφτος ιδών τον κίνδυνον ώρμησε ταχύς και προέλαβε το κτύπημα.
— Είνε γυιός μου, είπεν.
Ο άνθρωπος εκείνος επέστρεψε το ξίφος εις τον κολεόν και εξηκολούθησε να προχωρή προς το καταφύγιον της Αϊμάς. Αλλ' ο Σκούντας ερρίφθη εκ των όπισθεν και έκρουσεν αυτόν κατά των νώτων.Πάλη τρομερά συνήφθη τότε μεταξύ των τριών ενόπλων και του Σκούντα και Μάχτου. Ο Σκούντας δεν ήτο άοπλος. Αίφνης ανέσυρε μακρόν εγχειρίδιον εκ της ζώνης του, και η λάμψις αυτού ιλλώπιζεν εις την χείρα του, πάλλουσαν ορμητικώς αυτό. Ο Κατούνας αφήκε κραυγήν·
— Πάει! Χαθήκαμε!
Και συνήψε τας χείρας, ως να έμελλε ν' απαγγείλη την τελευταίαν αυτού προσευχήν. Περιέφερε τεθλιμμένα βλέμματα από των βαρελιών μέχρι του συρταρίου του λογιστηρίου του, και δεν ήξευρε τι πρώτον να οικτείρη.
Η μάχη εξηκολούθει. Οι πέντε άνθρωποι αντήλλασσον προς αλλήλους πληγάς με τα όπλα, με τας χείρας, με τους όνυχας. Ο Πρωτόγυφτος έκραξε μόνον·
— Μη χτυπάτε το γυιό μου!
Αλλά δεν μετέσχε της συμπλοκής. Ο Βούγκος όμως δεν ηδυνήθη μέχρι τέλους να κρατηθή, και ερρίφθη και αυτός, όπως υπερασπίση τον Μάχτον. Ιδών το κίνημα τούτο, ο Πρωτόγυφτος ησθάνθη το νύγμα της μεταμελείας δάκνον την ψυχήν αυτού.
— Τι έκαμα εγώ! είπε συνάψας τας χείρας. Τώρα βλέπω ότι κακά έκαμα! Γμου, Γρου! Να έσπαζα το ποδάρι μου. Να έβγαζα το λαιμό μου. Τζάνουμ μη χτυπιέσθε έτσι. Χμου, Γρου! Μάχτο, φεύγα, μη κτυπάς. Θα σε σκοτώσουν, Μάχτο! Ε, δεν κάνετε ήσυχα. Κύτταξέ τους!Βούγκο! άκουοε τον πατέρα σου. Λυσσασμένοι είστε όλοι. Ωχ,καϋμένος! Ησυχάσατε, και μη κάμετε τόσο άσχημα. Ε, δεν ακούτε;Ποίος διάβολος σας έβαλε να μαλόνετε έτσι; Δεν μας μέλει. Τι λέγω εγώ; Χμ.. Γρ.. Όρεξι που είχα να κάμω τέτοια κουταμάρα. Φταίγω εγώ; ας έλειπε αυτός και τα υπέρπυρά του. Κέφι που το έχετε να τρώγεσθε έτσι τόσην ώρα! Βούγκο! Μάχτο! ησυχάσετε. Τίνος το λέγω;Θα σας σκοτώσουν. Μη βαρεθήκατε τη ζωή σας; Ε, Βούγκο! εσένα το λέγω. Άφησε αυτόν τον άλλον, είνε τρελλός. Εσύ κάμε φρόνιμα.
Ο μονόλογος ούτος εχρησίμευεν, ούτως ειπείν, ως κέλευσμα εις τους διαπληκτιζομένους. Έμελλε δε να παραταθή και η πάλη και ο μονόλογος του Γύφτου επ' άπειρον, αν δεν εισήρχετο τελευταίον τι πρόσωπον εις την σκηνήν.
Το πρόσωπον τούτο ήτο ανήρ μεσήλιξ, αυστηρότατος το ήθος, πλουσίως ενδεδυμένος, και συνωδεύετο υπό έξ στρατιωτών. Προέβη δε λίαν ατάραχος προς το θορυβώδες εκείνο σύμπλεγμα και αποτείνας τον λόγον προς τους παρόντας είπεν·
— Ησυχάσετε. Σας διατάττω εν ονόματι της εξουσίας.
Και οι έξ στρατιώται, όπως υποστηρίξωσι το παράγγελμα τούτο,προέβησαν κατόπιν αυτού και έτειναν τας λόγχας προς τους παλαίοντας. Ο ξένος έκαμε νεύμα, αν δεν επέλθη ησυχία, να μετέλθωσι κατ' αυτών την βίαν. Αλλ' ήτο περιττή η πρόνοια αύτη. Οι άνθρωποι εκείνοι απηυδηκότες ήδη και όλοι μεμωλωπισμένοι, δεν είχον όρεξιν να εξακολουθήσωσι την πάλην και αφορμήν εζήτουν όπως ειρηνεύσωσι.
— Τι τρέχει εδώ; ηρώτησεν αυστηρώς ο αρχηγός των στρατιωτών.Διατί μαλόνετε; Τι θέλει εδώ αυτή η νέα;
Ουδείς απήντησε.
— Σε, λέγω, Πρωτόγυφτε, είπεν ο αρχηγός, στραφείς προς τον τρέμοντα Γύφτον. Συ τα πταίεις όλα.
Ο Πρωτόγυφτος έφερε την χείρα εις την κεφαλήν, και τα είχε χάσει από πολλού, ώστε ήτο απηλλαγμένος της ανάγκης του να ομιλήση.
— Επληροφορήθην την αισχράν διαγωγήν σου, επανέλαβεν ο αρχηγός.Αλλά δεν θα φέρης εις πέρας τον σκοπόν σου.
— Ορισμός σας, αφέντη, ετραύλισε τρέμων ο Πρωτόγυφτος.
— Ποίος δαίμων σ' ενέπνευσε να πωλήσης την κόρην σου; είπεν αμειλίκτως ο αρχηγός.
— Εγώ; εγόγγυσεν ο Πρωτόγυφτος· ησθάνετο δε μεγίστην ατολμίαν και ελυπείτο διότι δεν ήτο φύσει θρασύτερος, ώστε να ψευσθή μετ'ευχερείας.
— Και ποίος άλλος; επανέλαβεν ο αρχηγός. Υπάρχει εδώ άλλος, όστις να δύναται να κάμη τοιούτον έγκλημα; Την κόρην σου, την κόρην σου να πωλήσης!
— Ποιος το είπεν! Είνε ψέμματα, είπεν ο Πρωτόγυφτος, αποκτήσας προσκαίρως την δύναμιν του ψεύδους.
— Είνε αληθέστατον, επέμενε λέγων ο αρχηγός. Την επώλησες, την επώλησες αντί εκατοντάδων τινών φλωρίων. Ομολογώ ότι εζήτησες ακριβά. Ηδύνασο να το κάμης και ευθηνότερα.
— Αχ! γρου! έγρυξεν ο Πρωτόγυφτος,
— Αλλ' είχες δίκαιον, επανέλαβεν ο αρχηγός. Δίκαιον είχες, διότι δεν είνε κόρη σου.
— Ποιος το λέγει; εμορμύρισεν ο Πρωτόγυφτος.
— Εγώ το λέγω, και το ειξεύρω. Δεν είνε κόρη σου, και την επώλησες. Αλλά μήπως και αν ήτο, δεν ήθελες την πωλήσει;
— Ουχ! έκαμεν ο Γύφτος.
— Και επειδή δεν είνε κόρη σου, δεν έχεις πλέον δικαίωμα να την κρατής, αφού εφάνης άπιστος προς αυτήν.
— Ε; έκαμεν ο Γύφτος ερεθισθείς.
— Και διά τούτο εγώ θα γείνω εγγυητής υπέρ αυτής, επανέλαβεν ο ξένος.
— Εγγυητής;
— Και θα την παραδώσω εις μέρος ασφαλές, ώστε να μη φοβήται πλέον
τίποτε από καμμίαν επιβουλήν.
— Τόσο καλλίτερα, είπεν ο Γύφτος μη εννοών τι έλεγε.
— Βλέπω, σου αρέσει, είπεν ειρωνικώς ο ξένος. Αληθώς, αφού εξέκαμες απ' αυτήν πλέον, θα ευχαριστηθής ν' απαλλαχθής πάσης ευθύνης εις το μέλλον.
— Γκρου! έγρυξεν ο Πρωτόγυφτος.
— Αλλ' ησύχασε, εγώ δεν το κάμνω αυτό διά το καλόν σου. Σκοπεύω να σε φυλακίσω αύριον. Όσον δι' απόψε έχεις το δωδεκάωρον δικαίωμα και το νυκτερινόν άσυλον, το οποίον σοι χορηγεί ο νόμος, διά να κρυφθής ή να φύγης, αν προλάβης.
Ο Πρωτόγυφτος κατελήφθη υπό αληθούς τρόμου ακούσας τας τελευταίας ταύτας λέξεις. Εγονυπέτησε δε αυτομάτως, και εξαγαγών βαλάντιόν τι εκ του κόλπου του, είπε·
— Τζάνουμ μη με φυλακώνης, αφέντη. Να και τα φλωριά οπού πήρα, τα παραδίδω εις την εξουσίαν. Δεν τα έγγιξα ακόμα, ούτε τα εμέτρησα.Μετρήστε τα, να ιδήτε αν είνε σωστά, προσέθηκεν ως να παρελάλει.
— Εγώ; είπε μετά περιφρονήσεως ο αρχηγός.
— Μα μη μου παίρνετε το κορίτσι μου, εξηκολούθησεν ο Πρωτόγυφτος,μετ' αιφνιδίας εκρήξεως φιλοστοργίας. Εγώ το αγαπώ το κορίτσι μου.Ήμουν μωρός να το πωλήσω το κορίτσι μου, το έκαμα χωρίς να θέλω.Δεν είξευρα, τζάνουμ τι μου γίνεται. Σκυλί σου είμαι, γαττί σου είμαι, αφέντη, μη μου παίρνης το κορίτσι μου.
Ειδεχθώς κωμική ήτο η σκηνή αύτη της γονυκλισίας και των ικεσιών του Γύφτου. Οι παρεστώτες δεν ηδύναντο ουδέ να γελάσωσιν,ησθάνοντο δε οίκτον και αποστροφήν. Ο αρχηγός έμεινεν άκαμπτος και δεν απήντησεν εις τας τελευταίας ικευτικάς λέξεις. Ένευσε δε προς τους στρατιώτας αυτού, και ούτοι απήγαγαν την Αϊμάν χωρίς αύτη να δύναται ν' αντιστή. Ο Μάχτος ησθάνθη νέον σπαραγμόν, ότε είδε την νέαν απαχθείσαν, αλλ' ουδέν ηδύνατο να πράξη. Άλλως δε τω επήνεγκε παραμυθίαν τινά και ελπίδα η τελευταία αύτη σκηνή. Ότε ο αρχηγός μετά των στρατιωτών εξήλθον εκ του παραπήγματος απάγοντες την νέαν, τα μεν άλλα πρόσωπα της σκηνής έμειναν ακίνητα, ο δε Μάχτος ως να ειλκύετο υπό αοράτου ηλεκτρικής δυνάμεως εξήλθε κατόπιν της συνοδείας και ηκολούθησεν αυτήν χωρίς να διστάση. Τούτο δε έπραξεν όλως αυθορμήτως, και άνευ προμελέτης, ως εφαίνετο. Μετ' ολίγας στιγμάς και άλλο πρόσωπον εξήλθεν εκ του καπηλείου και ηκολούθησε κατόπιν του Μάχτου. Ήτο ο Σκούντας. Ούτος, τουναντίον προς τον νεαρόν Αθίγγανον, εφαίνετο ότι έπραττε βεβουλευμένως. Εβάδισαν επί τινα ώραν. Η συνοδεία προεπορεύετο. Ο Μάχτος είπετο δεκαπέντε βήματα όπισθεν, ο δε Σκούντας εβάδιζεν άλλα πεντήκοντα βήματα κατόπιν αυτού. Έφθασαν δε μετ' ολίγον εις την κατοικίαν του αρχηγού, και οι στρατιώται μετά της Αϊμάς ανέβησαν εκείσε, ο δε Μάχτος έμεινε διστάζων κάτωθεν του οίκου. Ο δε Σκούντας εκρύπτετο,και είχε σταθή κατασκοπεύων όπισθεν του τοίχου.
Προ μιας μόλις ώρας εις την οικίαν ταύτην είχε συμβή το εξής.Άνθρωπός τις επαρουσιάσθη και έκρουσε την θύραν. Ανοιχθείσης ταύτης εισήλθε και εύρε τον κάτοικον της οικίας, όστις ήτο εκατόνταρχος, και διώκει την εν τω τόπω στρατιωτικήν δύναμιν.Ούτος έδειξε μέγιστον σέβας προς τον επισκέπτην του, ευθύς ως τον είδε.
— Τι διατάττει ο &άρχων&; είπε. Πώς ευρέθη εδώ;
— Φίλε μου, θέλω την συνδρομήν σου, είπεν ο επισκέπτης.
— Ορισμός σας.
— Συνέβη κάτι.
Και διηγήθη με δυο λέξεις ο επισκέπτης τα πρό τινων στιγμών συμβάντα εν τω χαλκείω, ως και άλλην τινά λεπτομέρειαν, ην έκρινεν εύλογον ν' ανακοινώση προς τον εκατόνταρχον. Ούτος δε τον ήκουσε μετά περιεργείας.
— Και τώρα τι μέλλει να γείνη; είπεν.
— Έχεις στρατιώτας αρκετούς; είπεν ο &άρχων&.
— Εδώ έχω πέντε ή έξ. Κοιμώνται.
— Αφύπνισέ τους.
Ο εκαντόταρχος προσεκάλεσε διά παλαμοκρουσίας τον υπηρέτην του,και μετεβίβασεν αυτώ την διαταγήν του άρχοντος. Εντός ολίγων στιγμών οι τέως υπνώττοντες στρατιώται ήσαν όρθιοι και έτοιμοι. Εν τω μεταξύ ο άρχων έλεγεν·
— Αυτοί θα είνε εδώ σιμά. Νομίζω, μετέβησαν προς εκείνο το μέρος,είπε δείξας την παραλίαν.
— Πιστεύω.
— Όπως και αν έχη, δεν δύνανται ν' απομακρυνθώσι πολύ. Δύνασαι να τους φθάσης;
— Δύναμαι.
— Αν εύρης την νέαν μεμονωμένην, άρπασέ την, και μη φροντίζης πλέον διά τους άλλους.
— Καλώς.
— Αν την εύρης περικυκλωμένην, σκόρπισέ τους και απείλησον ολίγον τον Πρωτόγυφτον. Ύστερον παράλαβε την νέαν και φύγε.
— Πού να την οδηγήσω;
— Εδώ θα σας περιμένω.
— Καλώς έχει.
Και ο εκατόνταρχος τεθείς επί κεφαλής της εξανδρίας, ανεχώρησε προθυμότατος εις την αποστολήν ταύτην. Αποτέλεσμα των οδηγιών, ας είχε δώσει αυτώ ο άρχων, ήτο η σκηνή ην ανωτέρω διηγήθημεν, καθ'ην ο εκατόνταρχος παρέστησε τοιούτον μέρος, ώστε να εμπνεύση τρόμον εις τον Πρωτόγυφτον, να καταπτοήση τους άλλους πάντας και να αρπάση την Αϊμάν εκ των χειρών αυτών.
Ο μόνος, όστις αν δεν εκέρδησέ τι, δεν εζημιώθη τουλάχιστον εκ της σκηνής ταύτης, ήτο ο Τρανταχτής. Ο φίλος ούτος είχε προς τοις άλλοις το σπάνιον προτέρημα να μη αποβάλλη ευκόλως την αταραξίαν εις τας δυσκόλους περιστάσεις. Ο μπάρμπα Κατούνας, ότε είδε τα πράγματα στενά, καθ' ην στιγμήν είχεν εισέλθει εις το καπηλείον ο εκατόνταρχος μετά των υπ' αυτόν ανδρών, δεν έχασε καιρόν. Έρριψε τελευταίον τεθλιμμένον βλέμμα εις τα πράγματά του και ετράπη εις φυγήν, εγκαταλιπών εις την διάκρισιν του εχθρού τα βαρέλια, τας φιάλας, τα ποτήρια και προ πάντων το συρτάριον, όπου είχε τας πενιχράς εισπράξεις του. Μετ' αυτόν εξήλθον αμοιβαδόν ο εκατόνταρχος και οι στρατιώται άγοντες την Αϊμάν, είτα ο Μάχτος και ο Σκούντας, είτα ο Πρωτόγυφτος, ο Βούγκος και οι λοιποί.Πάντες ούτοι ούτ' είχον παρατηρήσει την λαθραίαν εξαφάνισιν του Κατούνα, ούτε ηδύναντο να υποπτεύσωσιν αυτήν. Αλλ' ο ημέτερος φίλος Τρανταχτής είχε συνήθειαν να παρατηρή πάντοτε τα συμβαίνοντα, και ουδεμία λεπτομέρεια διέφευγε την προσοχήν αυτού.Άλλως δε και αν ήτο αφηρημένος, ήθελεν ευκόλως παρατηρήσει ότι είχεν απομονωθή, μετά την έξοδον των λοιπών προσώπων.
Ότε λοιπόν είδεν εαυτόν μόνον εν τω καπηλείω, εγέμισε δύο φιάλας οίνον, έθεσεν αυτάς εις τα ευρύχωρα θυλάκια του επενδύτου του,είτα ήνοιξε το συρτάριον του Κατούνα, εύρεν εκεί κέρματά τινα, την πώλησιν όλης της ημέρας, μη υπερβαίνουσαν δύο δραχμάς του παρ'ημίν νομίσματος, εμέτρησεν αυτά, τα έθεσεν εις τον πυθμένα του θυλακίου του, έσβεσε τον λύχνον και εξελθών έκλεισε την θύραν και έγεινεν άφαντος.

ΜΕΡΟΣ Β'.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'.

Ιστορική παρέκβασις.
Στάδια τινα μακράν της Σπάρτης εκείτο το &Πληθώνειον& άντρον, εν ώ κατώκει ο Γεώργιος Γεμιστός, ο μετονομασθείς &Πλήθων&, ου το κλέος ευρύ τότε ανά πάσαν την Ελλάδα.
Ο Γεώργιος Γεμιστός ήτο ο οψιγενής Έλλην πλατωνικός του ιε'αιώνος, ο ονειροπολήσας να αρχίση εκ νέου κατά τον χρόνον εκείνον το έργον του Ιουλιανού, ο μετά τον Παραβάτην δεύτερος Παραβάτης. Ο Γεώργιος Γεμιστός ήτο ανήρ σοφώτατος και πολυμαθέστατος. Ήτο τόσον ανώτερος του χρόνου καθ' ον έζη, όσον η αρχαία εποχή ήτο ανωτέρα της τότε αθλίας εποχής, και όσον η αθλία εκείνη εποχή ήτο ουχ ήττον ανωτέρα της σήμερον απροσδιορίστου εποχής.
Αλλά παρά πάσαν την σοφίαν και πολυμάθειαν αυτού ο Γεώργιος Γεμιστός ήμαρτε, και ήμαρτε λίαν αδικαιολογήτως. Διότι εφαντάσθη ότι ήτο δυνατόν να επανορθώση θεσμούς και ήδη ταφέντα εσαεί και κείμενα υπό την σεσωρευμένην σκωρίαν του χρόνου.
Ο Γεώργιος Γεμιστός επεθύμει ουδέν ήττον ή να επανιδρύση εις την Ελλάδα την αρχαίαν θρησκείαν, την λατρείαν του Διός, της Ήρας, της Αθηνάς, της Αφροδίτης και των άλλων της αρχαιότητος θεών. Και όμως ήτο ευφυής, και ηδύνατο να προΐδη ότι η θρησκεία του Χριστού δεν ηδύνατο να αντικαταστή δι' άλλης θρησκείας, πλην της ελλείψεως πάσης θρησκείας, όπως και συνέβη επί των ημερών ημών.
Αλλ' όπως εγκαταλίπωμεν ταχέως τα ολισθήματα ταύτα της γραφίδος,άτινα ημείς πρώτοι αποκηρύττομεν, ανάγκη να περιορισθώμεν εις όσα έχουσι στενήν σχέσιν προς την ημετέραν ιστορίαν, και καταλείπομεν εις την ιστορικήν κριτικήν, εις ην ουδεμίαν έχομεν εμπιστοσύνην,πάσαν εκτίμησιν των γεγονότων. Το καθ' ημάς, θ' αρκεσθώμεν εις την περιγραφήν των προσώπων και των πραγμάτων, όπερ είνε στενώς και ακριβώς το ημέτερον έργον.
Ο Γεώργιος Γεμιστός ή Πλήθων κατώκει εν τω Πληθωνείω άντρω όπερ είχε φροντίσει να παρασκευάση ευαρμόστως προς τας αρχαίας ελληνικάς παραδόσεις. Είδωλα και ξόανα θεών, τα μόνα άτινα είχον διασωθή εκ της φανατικής μανίας των μοναχών, σύμβολα και εμβλήματα αρχαία, βωμοί, θυμέλαι, θύρσοι, γλαύκες, ουδέν εκ των κλασσικών εμβλημάτων έλειπεν εκ του άντρου του Πλήθωνος. Οσάκις απεσύρετο ούτος εις το άντρον, επεθύμει να έχη πάσας ταύτας τας μυστικάς ψυχαγωγίας, αίτινες έτερπον το πνεύμα αυτού. Το λοιπόν του χρόνου διήγε περιπλανώμενος ανά την Ανατολήν, όπου είχεν οπαδούς και θαυμαστάς ικανούς, διότι οι λόγιοι του καιρού εκείνου ηλαύνοντο υπό παραδόξου οργασμού, και ή εγίνοντο οπαδοί των δοξασιών του Πλήθωνος, ή ενεκολπούντο τα δόγματα της Ρώμης. Οφείλομεν όμως,προς αποφυγήν μείζονος απαισιοδοξίας, ν' αναγνωρίσωμεν ότι, μόνον μετά την άλωσιν της βασιλευούσης, έπεσον οι πλείστοι των λογίων το έσχατον τούτο οικτρόν πτώμα. Πρότερον είχον αντίσχει οι πλείστοι κατά του πειρασμού. Και όμως πόσα ελεεινά πτώματα!
Παράδοξος βεβαίως και αλλόκοτος η εποχή εκείνη, καθ' ην, όπως διατηρήση τις την ελευθερίαν του να φαντάζηται και ν'αναμιμνήσκεται, ή να συρράπτη έωλα πολλάκις και σχολαστικά εξαγόμενα επιπόνων ερευνών, ώφειλε πρώτον να υποδουλώση εσαεί την δύναμιν του να σκέπτηται και να φρονή. Και όμως πλείστοι ηρκέσθησαν εις τον πενιχρόν εκείνον διανοητικόν βίον. Αλλ' ουχ ούτω και ο Γεώργιος Γεμιστός.
Ούτος είχε λίαν παράβολον πνεύμα και ηγωνίζετο καθ' άπαντα τον βίον αυτού να εξέλθη εκ της στενής σφαίρας εν η έζη. Προς τούτο δ'εφεύρεν αλλόκοτα ψυχαγωγήματα, οία ουδ ηδύνατό τις να φαντασθή κατ' εκείνον τον χρόνον.
Εν των ψυχαγωγημάτων τούτων συνίστατο εις τα μυστήρια, ά ετέλει εν τω άντρω κατά καιρούς ο Πλήθων. Τα μυστήρια ταύτα ήσαν κατά μίμησιν των αρχαίων μυστηρίων, ήσαν αλλόκοτοι τελεταί, αίτινες ευλόγως ενεποίουν κακήν εντύπωσιν εις τους χωρικούς των περιχώρων.Και δεν ήσαν μεν πολλοί θεαταί των τελετών τούτων, αλλ' η φήμη αυτών παρείχεν απαισιωτέραν φήμην, και καθίστα αυτά φοβερώτερα ή όσον πράγματι ήσαν. Δικαίως άρα ο Γεώργιος Γεμιστός εφημίζετο ως μάγος εις τα περίχωρα. Και όμως ο ανήρ ούτος είχεν ευεργετήσει όλην την Πελοπόννησον. Τους υπ' αυτού συνταχθέντας νόμους πάντες οι νεώτεροι ιστορικοί ευδοκούσι να μνημονεύωσιν ως ωφελίμους και χρηστούς. Είχεν ευεργετήσει τον λαόν της Πελοποννήσου, και όμως είχε κακήν φήμην. Ας φαντασθή τις πόσον χείρονα φήμην θα είχεν αν είχε πράξει κακόν, ή αν ουδενός ωφελήματος είχε γείνη αίτιος εις τους συμπολίτας του.
Ο Γεώργιος Γεμιστός, προς τοις άλλοις αυτού ελαττώμασι, είχε και έν ελάττωμα άγνωστον και ανήκουστον κατ' εκείνον τον χρόνον. Ήτο είς εκ των ολιγίστων, οίτινες είχον συνείδησιν του εθνισμού, η καρδία του εφλέγετο υπό φιλοπατρίας. Είχεν αναμιχθή εις τα πολιτικά της εποχής, και συνεβούλευσεν εκάστοτε τα βέλτιστα εις τους εν τη αρχή. Ήτο δε και ο μόνος όστις κατώρθωσε να μαντεύση πού έκειτο η σωτηρία. Πάντες οι σύγχρονοι αυτού ήσαν υπέρ των άκρων. Οι μεν ήθελον την εσχάτην κατά της Ρώμης αντίστασιν και την απεγνωσμένην υποδούλωσιν εις τους Αγαρηνούς. Οι δε επεθύμουν την οικονομικήν αναγνώρισιν του πρωτείου του Πάπα, την διά προχείρων φαρμάκων θεραπείαν της μονομανίας ταύτης ήτις έβοσκε τους δυτικούς, και συνάμα τον μυκτηρισμόν αυτής, ελπίζοντες πρόσκαιρον σωτηρίαν διά του μέσου τούτου. Αλλ' ο Πλήθων, νέος έτι, πολλά έτη προ της αλώσεως, είχεν υποβάλει τέλειον σύστημα πολιτικής και στρατιωτικής ανοργανώσεως, όπερ αν ελαμβάνετο υπ' όψει, και αν ήτο δυνατόν να εκτελεσθή, ήθελε προλάβει ίσως την πεπρωμένην καταστροφήν, ήτις έμελλε να επέλθη λήγοντος του Μαΐου του έτους αυνγ'.
Είς των μαθητών του Πλήθωνος και οπαδών των δογμάτων αυτού ήτο και ο καρδινάλιος Βησσαρίων. Ο ευφυέστατος ούτος και πολυγραφώτατος της εποχής εκείνης συγγραφεύς δεν ηδυνήθη ν' αντιστή εις τον πειρασμόν, ότε συνέβη η εν Φλωρεντία σύνοδος του έτους αυμγ'.Τετρακόσιοι και πλέον ανατολικοί επίσκοποι είχον μεταβή εις την σύνοδον ταύτην και μετ' αυτών ο Βησσαρίων. Οι αγαθοί ούτοι άνθρωποι, μετά του βασιλέως Ιωάννου του Παλαιολόγου, ενόμισαν καλόν, προς αποφυγήν μακρών δογματικών συζητήσεων, υφ' ων αντήχουν τα όρη και τα πελάγη επί ένδεκα αιώνας, ενόμισαν, λέγω, καλόν να υπογράψωσιν ασυζητητεί τον τόμον εκείνον, δι' ου οι επίσκοποι της Ανατολής ανεγνώριζον το πρωτείον του Πάπα, όπερ εδόθη παρά του Ιησού Χριστού εις τον Πέτρον, και μετέβαινε πάντως και εις τους διαδόχους αυτού. Κατά την παράδοσιν, είς μόνος επίσκοπος αντέστη και ηρνήθη διαρρήδην να υπογράψη, ο Εφέσου Μάρκος, ο επικαλούμενος Ευγενικός. Ο διδάσκαλος Αθανάσιος ο Πάριος, εκκλησιαστικός συγγραφεύς ακμάσας εν αρχή της ενεστώσης εκατονταετηρίδος, λέγει περί του Μάρκου τούτου του Ευγενικού, ότι είνε ουχί μόνον ίσος προς τους Βασιλείους και Χρυσοστόμους, αλλά πολλώ ανώτερος αυτών.
Διότι εκείνοι μεν εν μέσω πολλών ομοφρόνων εκήρυττον τα ορθόδοξα δόγματα. Ούτος δε μόνος προς πολλούς ηδυνήθη να αντιστή εις τας υπερφιάλους αξιώσεις της παπωσύνης, εγκαταλειφθείς δε, κατά τον ψαλμωδόν, παρά γονέων και αδελφών, δεν απέβαλε το θάρρος, αλλά κατέρριψε την «δυτικήν οφρύν» κατά τον πολύν Φώτιον. Όσοι επιθυμούσι πλείονας πληροφορίας περί τούτου παραπέμπονται εις το σύγγραμμα του ειρημένου Αθανασίου του Παρίου το επιγραφόμενον «Ο Αντίπαπας».
Τινές δε των ζωγράφων της Ανατολικής Εκκλησίας εφιλοτιμήθηοαν να ζωγραφήσωσι τον Μάρκον τον Ευγενικόν καθήμενον επί του αρχιερατικού θρόνου, βαστάζοντα το ιερόν ευαγγέλιον και την ποιμαντικήν ράβδον, και παρά τους πόδας αυτού κείμενον τον Πάπαν Νικόλαον, ου η τιάρα πεπτωκυία από της κεφαλής κυλινδείται υπό τους πόδας του Μάρκου. Ο αυτός Πάπας, κατά τον ειρημένον Αθανάσιον τον Πάριον, εκ συγγραφέων της ιε' εκατονταετηρίδος ερανιζόμενον τας πληροφορίας αυτού, ότε είδε την υποταγήν μεν των λοιπών επισκόπων, αλλά την άκραν και ισχυρογνώμονα αντίστασιν του Εφέσου Μάρκου, ηναγκάσθη να είπη· «Νίχιλ φέτσιμους». &Ουδέν εποιήσαμεν&.Ως φαίνεται, επιθύμει ο Πάπας ίνα πάντες ανεξαιρέτως οι επίσκοποι υπογράψωσι την παραδοχήν των δογμάτων της Ρώμης, και μηδείς μείνη αμφίβολος.
Δύσκολον τω όντι ζήτημα προτείνεται εις την προσοχήν του μελετητού της Ιστορίας. Και αν υπήρχον εν τη συνόδω εκείνη δευτερεύοντα τινα και τριτεύοντα πρόσωπα φρονούντα τα αυτά προς τον μητροπολίτην της Εφέσου, οίος ο μετέπειτα πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γεώργιος ο Σχολάριος και άλλοι, πάλιν το ζήτημα μένει ακέραιον. Οι επίσκοποι της Ανατολής υπέγραψαν σύμπαντες τον όρον της παπικής συνόδου. Αλλ' αντιπροσώπευον οι άνδρες εκείνοι τας θρησκευτικάς δοξασίας του ελληνικού λαού, ή όχι; Εάν ναι,διατί ο λαός ο ελληνικός δεν απεδέχθη τα υπ' αυτών εψηφισμένα; Εάν όχι, τι παθόντες υπέγραψαν δόγματα, ά δεν είχον εντολή να παραδεχθώσιν; Αλλ' ίσως έπραξαν τούτο οικονομικώς, όπως αναπαύσωσι το θηρίον, και αύτη είνε η πιθανωτέρα λύσις, ην δύναταί τις να εύρη αναγινώσκων τα χρονικά της εποχής εκείνης και διαπορών. Διότι είνε γεγονός πασιφανέστατον, ότι ο ελληνικός λαός και μετά την υπογραφήν του αστόργου και παρανόμου εκείνου όρου έμεινεν ειπέρ ποτε ορθόδοξος.
Είς των υπογραφόντων τον όρον ήτο και ο Βησσαρίων. Ο άνθρωπος ούτος έκρινεν, ως φαίνεται, εντιμότερον δι' εαυτόν να είνε μάλλον καρδινάλιος της Ρώμης ή μητροπολίτης της Ανατολικής Εκκλησίας.Όθεν μετά την υπογραφήν του τόμου της ενώσεως έμεινεν εν Ρώμη και δεν επανήλθεν εις την Ανατολήν. Και όμως είχεν άδικον. Ηδύνατο να επανέλθη ως επανήλθον οι άλλοι επίσκοποι, και η υπογραφή αυτού να λογισθή άκυρος παρά τω ελληνικώ λαώ, αν επανήρχετο, οία ελογίσθη και μη επανελθόντος αυτού και των άλλων των επανελθόντων.
Παιδαριώδους βεβαίως πανουργίας τέχνασμα πρέπει να ήτο το πραξικόπημα τούτο, αν ήτο όντως τέχνασμα. Οι ανατολικοί, εν τη αφελεί αυτών πονηρία, τι ενόμιζον άρα, ότι ηδύναντο να πείσωσι τους δυτικούς περί της ειλικρινείας των; Αλλ' οι εν Ρώμη ήσαν αείποτε πονηρότεροι των εν Κωνσταντινουπόλει, και δεν επείθοντο ουδέ διά των ψηλαφητών τεκμηρίων. Οι εν Ρώμη ήσαν δυσπιστότεροι και του Θωμά αυτού, και δεν επίστευον ουδέ τα αναμφηρίστως αποδεδειγμένα.
Μάρτυς τούτου αυτός ο καρδινάλιος Βησσαρίων, όστις επί ήμισυ αιώνα ηγωνίζετο ματαίως να εμπνεύση εμπιστοσύνην εις τους συναδέλφους αυτού. Τούτο αποδεικνύει ότι πρέπει να μένη τις εν τη τάξει εν η ευρέθη απ' αρχής, όσον ταπεινή και πενιχρά και αν φαίνεται αύτη,αιρετωτέρα δε είνε αείποτε η έντιμος ευτέλεια της αδόξου και κομώσης πολυτελείας και τρυφής.
Ουδέν πλεονέκτημα δύναται να ισοφαρίση ποτέ το αίσχος του αυτομόλου και του δραπέτου. Η φιλοπατρία του καρδιναλίου Βησσαρίωνος και οι συνεχείς αυτού και καρτερικοί αγώνες, ους ηγωνίσθη όπως πείση τους εν τη εσπερία να έλθωσιν επίκουροι ημών κατά τον βαθύν εκείνον και σκοτεινόν μεσαίωνα, η παιδεία και η πολυμάθεια αυτού, η εγκράτεια και σωφροσύνη του βίου, το μακρόν μαρτύριον όπερ υφίστατο έξωθεν μεν εκ της δυσπιστίας και ψυχρότητος των περί αυτόν, έσωθεν δε εκ των ελέγχων της ιδίας αυτού συνειδήσεως ουδέν δύναται να εκπλύνη το άγος του εξωμότου.Το μόνον όπερ ηδύνατο εν μέρει ν' αναπαύη την κεκμηκυίαν ταύτην συνείδησιν, ήτο η ενδόμυχος αυτού πεποίθησις, ή μάλλον η ένδεια πάσης πεποιθήσεως χριστιανικής. Ο καρδινάλιος Βησσαρίων, ιεράρχης δύο χριστιανικών εκκλησιών εξ υπαμοιβής, ουδεμίαν είχεν εις τον χριστιανισμόν πίστιν. Τούτο εμφαίνεται έκ τινων αποσπασμάτων επιστολών αυτού προς τον φιλόσοφον Πλήθωνα, ου ήτο μαθητής και οπαδός.
Εν τούτοις ο Πλήθων τουλάχιστον καθ' έν τι αλλά σπουδαίον επλεονέκτει του Βησσαρίωνος. Δεν υπηρέτει την εκκλησίαν ην επολέμει, ουδέ μεθίστατο από εκκλησίας εις εκκλησίαν εις μηδετέραν τούτων ανήκων. Ήτο ελεύθερος, και ουδεμία υλική υποχρέωσις συνέδεεν αυτόν προς το πνευματικόν καθεστώς.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β'.

Το άντρον.
Ο Γεώργιος Γεμιστός είχε φροντίσει ίνα μετακομισθώσι αγάλματά τινα σωζόμενα εν τοις ερειπίοις της αρχαίας Σπάρτης, τα μόνα άτινα είχον σεβασθή οι αιώνες και οι βάρβαροι, και είχεν ηυπρεπισμένην την κατοικίαν αυτού ελληνικώ τω τρόπω. Εις τους αγρότας των περιχώρων ήτο απηγορευμένη η είσοδος. Οι αγαθοί ούτοι άνθρωποι εσκανδαλίζοντο βλέποντες τα δαιμονικά εκείνα πράγματα, και εσταυροκοπούντο αφθόνως. Και όμως τόση ήτο η περιέργεια, ήτις ηρέθιζεν αυτούς, ώστε μεθ' όλον τον φόβον και την αποστροφήν ην ησθάνοντο, προέβαλλον δειλώς τας μορφάς έξω της εισόδου, οσάκις διέβαινον πλησίον εκεί όπως ίδωσι τι συνέβαινεν εντός. Μάλιστα αι γυναίκες υπέκειντο εις τον πειρασμόν τούτον. Εφαντάζοντο ότι θα έβλεπαν εκεί μαύρα τριχώματα, ουράς και άλλα τοιαύτα προσόντα, οία η χριστιανική φαντασία και τέχνη απέδιδεν εις τον πονηρόν δαίμονα.Αλλ' η περιέργεια αυτών δεν εκορέννυτο. Ουδέν το σατανικόν έβλεπον εις το αρχαϊκόν εκείνο ενδιαίτημα. Εις το πρώτον χώρισμα ήτο το μελετητήριον και ο κοιτών του φιλοσόφου, εις το δεύτερον υπήρχον αγάλματά τινα, είς βωμός και άλλα σύμβολα, ακατανόητα μεν, αλλ'ουδέν τα απαίσιον έχοντα. Ούτω δε αι περίεργοι απεμακρύνοντο εκείθεν, μηδεμίαν μεν αληθή πληροφορίαν αποκομίζουσαι, αλλ' όμως φέρουσαι εναύσματα προς διήγησιν μεγεθοποιημένων και φασματωδών πλασμάτων εις τας φίλας και γνωρίμους αυτών. Επί τέλους ο Πλήθων ηναγκάσθη ν' απαγορεύση την προσέγγισιν του τυχόντος, και ουδείς ηδύνατο να πατήση τα σύνορα αυτού. Την εκτέλεσιν της διαταγής ταύτης ανέθηκεν εις στρατιωτικόν σταθμόν κείμενον ου μακράν του σπηλαίου. Ο δεσπότης της Πελοποννήσου και πάσα άλλη αρχή ουδέν ηδύνατο ν' αποποιηθή εις τον Πλήθωνα, όστις ιδιώτευε μόνον διότι ούτω ήθελεν. Άλλως όμως είχε μεγίστην πολιτικήν σημασίαν εν τω τόπω.
Είνε αληθές ότι δεν είχεν εις τι να μεταχειρισθή αυτήν. Έβλεπε το μοιραίον τέλος επικείμενον και προσεγγίζον οσημέραι, ουδεμίαν δε είχε δύναμιν όπως αποτρέψη αυτό.
Ο Πλήθων εμόναζεν από μακρού χρόνου εν τω άντρω αυτού και δεν είχε σκοπόν να εξέλθη εκ της προσφιλούς αυτώ ησυχίας. Εν τούτοις η ησυχία αύτη διεκόπτετο από καιρού εις καιρόν δι' επισκέψεων ξένων τινών ή εντοπίων λογίων, οίτινες ήρχοντο να συζητήσωσι μετά του διδασκάλου τα αιωνίως άλυτα εκείνα ζητήματα,τα άψαυστα και συγκεχυμένα, άτινα έχουσι την ιδιότητα όσον πλειότερον τα κινεί τις, τόσον αδρανή να μένωσι, και όσον μάλλον επιμόνως ζητή τις να τα διαφωτίση, τόσον να καθίστανται σκοτεινότερα.
Είς τοιούτος επισκέπτης ήλθεν άπαξ πρότινος χρόνου και εύρε τον Πλήθωνα εις το αναχωρητήριόν του. Ο οδοιπόρος ούτος έφερε το καλογηρικόν ένδυμα και είχεν ήθος ταπεινόν και χριστιανικόν.Επαρουσιάσθη εις τα πρόθυρα του αναχωρητηρίου και εζήτησε την άδειαν να επισκεφθή τον Πλήθωνα. Ο Θεόδωρος παρουσιασθείς παρετήρησεν αυτόν μετά περιεργείας. Διότι εγίνωσκεν ότι ο κύριός του είχε προ πολλού διακόψει πάσαν προς τους μοναχούς σχέσιν και ήτο η πρώτη φορά, καθ' ην ετόλμα άνθρωπος φορών ράσον να παρουσιασθή όπως ζητήση συνέντευξιν μετά του Πλήθωνος.
— Και τι τον θέλεις; ηρώτησεν ο Θεόδωρος αποτόμως.
— Θέλω να τω ωμιλήσω, απήντησε μετά συστολής ο ξένος.
— Τι έχεις να το είπης;
Ο ξένος εκίνησε τους ώμους.
— Έχεις βεβαιότητα ότι θα σε δεχθή; επέμεινεν ο Θεόδωρος.
— Ειπέ του ότι τον ζητεί ένας, ο όποιος έχει κάτι να του ειπή.
Ο Θεόδωρος εδίσταζεν. Ο ξένος δεν είπε τι προς αυτόν, αλλ' η στάσις του ενέφαινεν αξιοπρεπή επιμονήν.
— Και ποίος να είπω ότι τον ζητεί; ηρώτησεν ο Θεόδωρος.
— Είς μοναχός, δούλος του Θεού του αληθινού, όστις έχει σπουδαία να τω είπη.
Εν τούτοις αυτό δεν είνε το όνομά σου, παρετήρησεν ο Θεόδωρος.
— Αυτό το όνομα αρκεί εις εμέ, είπεν ο ξένος.
— Αλλά θα αρκέση τάχα εις τον κύριόν μου;
— Δοκίμασε, είπεν ο ξένος.
— Δεν ειμπορώ, χωρίς να μοι είπης το όνομά σου.
Ο ξένος εξέβαλε τότε εκ του κόλπου του χαρτοφυλάκιόν τι, και εχάραξε μίαν μόνην λέξιν επί τεμαχίου χάρτου.
— Δος αυτό εις τον κύριόν σου, είπε, και αν θέλη να με δεχθή,καλώς.
Ο Θεόδωρος έλαβε το πιττάκιον, αλλά δεν εγίνωσκε γράμματα και δεν ηδύνατο ν' αναγνώση την υπό του μοναχού γραφείσαν λέξιν. Εν τούτοις ηναγκάσθη να μεταβιβάση το τεμάχιον του χάρτου προς τον Πλήθωνα. Ο φιλόσοφος δεν ηδυνήθη να καταπνίξη αίσθημά τι συγκινήσεως, ότε ανέγνω την λέξιν εκείνην. Ήτο δε αύτη γεγραμμένη μονογραφικώς και συντετμημένως, κατά την συνήθειαν του καιρού εκείνου, και έλεγε: «Γ. Σχολάριος».
Ήτο το όνομα του ασπόνδου και θανασίμου εχθρού του Γ. Γεμιστού. Τι παθών άρα ο Γεώργιος ούτος ο Σχολάριος ήλθε να επισκεφθή τον Πλήθωνα; Ο φιλόσοφος εις μάτην διελογίζετο. Δεν ηδύνατο να λύση το αίνιγμα τούτο.
Εν τούτοις δεν εδίστασε να δώση διαταγήν προς τον υπηρέτην του,όπως εισαγάγη παρ' αυτώ τον επισκέπτην.
Ειπέ του να έλθη, είπεν ησύχως. Ο Θεόδωρος υπήκουσεν.
Ο Πλήθων μεθ' όλην την φιλοσοφίαν του, δεν ηδύνατο να υπερνικήση προλήψεις τινάς, αίτινες εσώζοντο παρ' αυτώ από του χρόνου, καθ'ον ήτο άνθρωπος μόνον και δεν είχε γείνει ακόμη φιλόσοφος. Ούτω μείνας μόνος μετά την έξοδον του υπηρέτου εφρόντισε να κλείση την εσωτερικήν θύραν του ευρυχώρου άντρου, να σύρη τα παραπετάσματα και να καταστήση αόρατα εις τους οφθαλμούς του Γεωργίου Σχολαρίου τα παρ' αυτού λατρευόμενα. Ούτος δε, ως εισήλθε, παρά πάσαν την ταπεινότητα του ήθους αυτού, το πρώτον βλέμμα διηύθυνε προς τα επιπροσθούντα παραπετάσματα, και ματαίως προσεπάθει να διίδη διά του πυκνού υφάσματος τι έκρυπτον ταύτα.
Ο Πλήθων ηγέρθη και έδειξεν έδραν προς τον επισκέπτην. Αντήλλαξαν δε τότε και οι δύο ούτοι άνδρες βλέμμα απερίγραπτον.
Καλώς ήλθες, είπε μετά βεβιασμένης προθυμίας ο Πλήθων. Παράδοξον μοι φαίνεται πώς ευρέθης εδώ.
Έκαμα περιοδείαν εις την Πελοπόννησον, απήντησεν ο Σχολάριος.Επειδή επλησίασα εις τα χώματά σου, εφαντάσθην ότι δεν ήθελες μοι αρνηθή την φιλοξενίαν σου δι' ολίγην ώραν.
— Και διά πολλήν, είπεν ο Γεμιστός.
Ο Σχολάριος εκάθισε και περιέμενε να λάβη ο οικοδεσπότης τον λόγον. Παρήλθον στιγμαί τινες.
— Από πολλού χρόνου δεν έχομεν ιδεί αλλήλους, είπεν ο Γεώργιος
Γεμιστός.

— Τω όντι, είπεν ο Σχολάριος. Δεν ήλθες εις την βασιλεύουσαν
Πόλιν.

— Εγώ; Τι να πράξω εκεί; Είμαι ερημίτης, είπε ο Πλήθων.
— Όλοι ερημίται είμεθα, είπεν ο Σχολάριος.
— Εγώ δεν αναμιγνύομαι πλέον εις τα κοινά.
— Καλώς πράττεις.
— Ασχολούμαι εις μελέτην και συγγραφήν μόνον, είπεν ο Πλήθων.
— Και θα ωφελήσης ούτω το έθνος, διδάσκαλε, είπεν ο Σχολάριος.
Ο Γεμιστός τον εθεώρησε με βλέμμα πλήρες δυσπιστίας.
— Αλήθειαν λέγω, είπεν ο Σχολάριος. Μη έχης προκατάληψιν, ω Πλήθων.
— Και όμως.., είπεν ο Γεμιστός μετά δισταγμού.
— Αν έγραψα κατά σου, ω Πλήθων, δεν έπραξα τούτο εκ μίσους.Ουδεμίαν έχθραν έχω κατά σου.
— Πιστεύω, είπεν ο Πλήθων.
— Εις πάντα τα ζητήματα συμφωνούμεν. Αλλ' ως προς τα θρησκευτικά,αν έγραψα κατά σου, έγραψα εκ πεποιθήσεως.
Ο Πλήθων εσίγα.
— Και πάλιν δεν περιήλθον εις την υπερβολήν, εις ην έφθασαν άλλοι. Δεν δύναμαι να παραδεχθώ ότι είσαι άθεος, ω Πλήθων, και ότι επιθυμείς να διαδώσης εις το έθνος τούτο δόγματα ολέθρια και άκαιρα όλως. Λέγω μόνον ότι είσαι ισχυρογνώμων. Δυνατόν να φρονής ότι πρέπει να λατρεύηται το θείον υπό άλλην μορφήν και δι' άλλων τύπων, ή όπως ορίζει η αγία ημών Εκκλησία. Αλλά τούτο δεν είνε λόγος όπως κηρύξης μεγαλοφώνως τα τοιαύτα δόγματα.
Ο Πλήθων ετήρει σιγήν.
— Είσαι ελεύθερος, ω Πλήθων, επανέλαβε μετά παρρησίας ο Γεώργιος Σχολάριος, είσαι ελεύθερος να δοξάζης όν τινα θεόν θέλης, ή να μη δοξάζης μηδένα. Δύνασαι να συγχέης τα φιλοσοφικά δόγματα προς τα χριστιανικά, και να ζητής διά των θεωριών του Πλάτωνος και των ερευνών του Αριστοτέλους ν' αντικαταστήσης την διδασκαλίαν του Χριστού. Δύνασαι να επιθυμής εγκαρδίως την επάνοδον της λατρείας των ειδώλων, και πάσαν την πομπήν και την συμβολικήν του αρχαίου κόσμου της πολυθεΐας. Δύνασαι προσέτι, όπερ χείρον κατ' εμέ, να πιστεύης ότι είνε ποτε δυνατόν και να πραγματοποιηθώσι τα όνειρα ταύτα. Αλλά δεν δύνασαι, δεν πρέπει, δεν είνε θεμιτόν ουδέ όσιον,το να κηρύττης τα διδάγματα ταύτα εις τον κόσμον και να προσπαθής να προσηλυτίσης άλλους εις τα υπό σου πρεσβευόμενα.
Ο Πλήθων ησθάνετο ιδρώτα περιρρέοντα το μέτωπον αυτού και δεν είχε δύναμιν ν' απαντήση προς τας λέξεις ταύτας.
— Εις τούτο μόνον διαφωνούμεν, επανέλαβε πραότερον ο Σχολάριος.Κατά τάλλα ομολογώ ότι είσαι τίμιος και γενναίος ανήρ και ουδέν κακόν επιθυμώ διά σε.
Εν τούτοις ο Πλήθων, αν και δεν ωμίλει, εσκέπτετο όμως εφ' όσον ο Σχολάριος έλεγε τανωτέρω. Εσκέπτετο ότι ο τόνος ούτος ήτο απροσδόκητος εις το στόμα του άγαν τούτου ορθοδόξου μοναχού, του κεκηρυγμένου εχθρού πάσης καινοτομίας. Ήτο απροσδόκητος διότι είχε λογικόν τι και μετριοπαθές, και δεν ωμοίαζε με τον τόνον, ον απήντα εις τα συγγράμματά του, αυτού του Σχολαρίου, εν οις είχε κατενεχθή κατά τον Πλήθωνος, όπως είχεν υπαινιχθή αρτίως ούτος. Εν τοις συγγράμμασι τούτοις ο Σχολάριος κατεφέοετο κατά του Πλήθωνος σκληρότατα και φανατικότατα. Ο Πλήθων δεν ηδύνατο να λύση το πρόβλημα τούτο, πώς ο αυτός άνθρωπος, συγγράφων μεν ήτο απότομος και υβριστής, διαλεγόμενος δε ήτο διαλλακτικός και μέτριος. Ούτω δε ο Πλήθων ηναγκάζετο να παραδεχθή, ότι πάσα εποχή, ως φαίνεται,έχει ιδιαίτερον τόνον και κοινούς τόπους επιβαλλομένους εις πάντας εν γένει τους συγγραφείς, επί ποινή αποτεφρώσεως και σκορπισμού εις τον αέρα, αν τις τολμήση να παραβή τους επιβαλλομένους κανόνας. Δύναταί τις λοιπόν να είνε άλλως μέτριος και επιεικής καθ' εαυτόν, αλλ' εις το δημόσιον δεν επιτρέπεται να μετέρχηται τοιούτον ύφος, όταν η εποχή δεν επιτρέπη τούτο. Όθεν η συγγραφική τέχνη παρά τοις «λογίοις» πολύ απέχει του να είνε έκφρασις ατομικών αισθημάτων, και η παρατήρησις αύτη του Πλήθωνος έτεινεν εις το να ψεύση εκ προκαταβολής το γνωστόν αξίωμα περιωνύμου τινός νεωτέρου φυσιοδίφου.
Εν τούτοις ο Πλήθων συνάψας τας ιδέας του είπε·
— Καλώς λέγεις, ω Σχολάριε. Αλλ' ουδαμού εκήρυξα εγώ δόγματα τοιαύτα, αν δε και εγράφη τι φιλοσοφικώτερον, δεν ήτο τούτο προωρισμένον όπως αναγνωσθή παρά του λαού. Αλλ' ας αφήσωμεν τούτο το ζήτημα, διότι μοι προξενεί κόπον.
Ο Σχολάριος συνεστάλη και εσιώπησε.
— Και είσαι απών εκ της Κωνσταντινουπόλεως από πόσου χρόνου;ηρώτησεν ο Πλήθων.
— Από έξ μηνών, είπεν ο Σχολάριος.
— Είχες περιοδεύσει εις Πελοπόννησον;
— Ναι.
— Μετέβης εις πολλάς πόλεις;
— Εις πολλάς.
— Και ποίας εντυπώσεις έλαβες;
— Αγαθάς.
— Εκ Κωνσταντινουπόλεως λαμβάνεις ειδήσεις τακτικώς;
— Ουχί τακτικώς.
— Δεν έμαθες τελευταίον ουδέν;
— Ουχί.
— Αν εξεστράτευσαν οι Τούρκοι;
— Αγνοώ.
— Μετ' απαθείας πολλής λέγεις τούτο.
— Αληθώς.
— Δεν φαίνεσαι ανήσυχος.
— Τουναντίον. Αλλ' έχω λάβει την απόφασιν.
— Ποίαν απόφασιν;
— Τούτο θα είνε η θεία δίκη, είπε μυστηριωδώς ο Σχολάριος.
— Ούτω λοιπόν ουδεμίαν ελπίδα τρέφεις; είπεν ο Πλήθων.
— Ουδεμίαν. Οι βάρβαροι μέλλουσι να κυριεύσωσι την πόλιν. Εν κεφαλίδι βιβλίου γέγραπται.
Ο Πλήθων εστέναξε.
— Δεν φρονείς και συ το αυτό;
— Ουχί, είπεν ο Πλήθων. Νομίζω ότι οι αρμόδιοι πρέπει να μη απελπισθώσι.
— Τίνες αρμόδιοι;
— Ο βασιλεύς.
— Αλλ' ο βασιλεύς ουδέν δύναται να πράξη, είπεν ο Σχολάριος.
— Διατί τούτο;
— Διότι περικυκλούται υπό ανθρώπων ανικάνων, είνε δε και αυτός αναποφάσιστος.
— Και ποία δύναται να πράξη και τα παραλείπει; ηρώτησεν ο Πλήθων μετά μεγίστης περιεργείας, διότι κατά τας πληροφορίας αυτού ο Γεώργιος Σχολάριος δεν είχε δικαίωμα να είπη τα παρ' αυτού λεγόμενα.
— Εν πρώτοις κατ' εμέ δεν πρέπει να ζητή επικουρίας, και μη σας φανή παράδοξος η γνώμη μου. Οφείλει μάλλον να συντάξη τας ιδίας αυτού δυνάμεις.
— Αλλ' έχει δυνάμεις;
— Εκ των ενόντων, είπεν ο Σχολάριος. Ο αδελφός αυτού Ιωάννης ήτο λογικώτερος. Εζήτει μεν επικουρίας, αλλά τουλάχιστον προσεχώρει εις την ένωσιν. Ο νυν βασιλεύς και επικουρίας ζητεί και την ένωσιν αποκρούει.
— Και ηδύνασο συ να συμβουλεύσης την ένωσιν; είπεν ο Πλήθων.
— Άπαγε, ουδ' αν μίαν ημέραν μέλλω να ζήσω.
— Τότε διατί κατακρίνεις τον βασιλέα;
— Δεν τον κατακρίνω διά τας πεποιθήσεις του, τον κατακρίνω μόνον,διότι τα παρ' αυτού εκλεγόμενα μέσα αντίκεινται προς τον επιδιωκόμενον σκοπόν.
— Ορθώς λέγεις, είπεν ο Πλήθων. Αλλά δύναται να εύρη δυνάμεις αρκούσας;
— Δύσκολον, αλλ' ουχί αδύνατον. Αρκεί να εύρη χρήματα. Εις την Ευρώπην και εις την Ασίαν υπάρχουσι μυριάδες μισθοφόρων, οίτινες δύνανται να υπηρετήσωσιν.
— Αλλά και η δύναμις των μισθοφόρων θα είνε ξένη, είπεν ο Πλήθων,οποία θα είνε και η επικουρική. Εκατέρα τούτων πρόσκαιρος. Δεν έχει ούτω;
— Λέγε.
— Ο δε βασιλεύς χρήζει δυνάμεως σταθεράς και παραμενούσης, διότι σταθερός και παραμένων είνε και ο απειλούμενος κίνδυνος.
— Αληθές.
— Διά προσκαίρου άρα δυνάμεως δεν δύναται ο βασιλεύς ν' απωθήση τον κίνδυνον τούτον ή προσκαίρως μόνον.
— Ορθώς.
— Και οψέποτε θα πέση η πόλις.
— Θα πέση όταν έλθη η &προεγνωσμένη& ώρα, είπεν ο Σχολάριος.
— Βεβαίως, είπεν ο Πλήθων μειδιάσας ότε ήκουσε τον θεολογικόν όρον &προεγνωσμένη&.
Ο Σχολάριος δεν ηδύνατο να είπη &πεπρωμένη&, διότι τοιαύτη λέξις τω εφαίνετο βλάσφημος και απάδουσα προς τας θεολογικάς αυτού δοξασίας.
Ο Γ. Σχολάριος παρετήρησε το μειδίαμα τούτο τον Πλήθωνος και δυσηρεστήθη. Δεν ηδυνήθη δε να κρατηθή και έδωκεν έξοδον εις τα θεολογικά αυτού ένστικτα.
— Διατί μειδιάς, ω Πλήθων; είπε. Μήπως δεν σοι αρέσει η λέξις&προεγνωσμένη;&
— Δεν είπον τούτο, είπεν ο Πλήθων.
— Αλλά μοι φαίνεται, είπεν ο Σχολάριος, ότι ουδείς των θύραθεν φιλοσόφων ηδύνατο να λύση ορθότερον το ζήτημα τούτο ή όσον το έλυσαν οι ημέτεροι.
— Αγνοώ τα περί τούτου, είπεν ο Πλήθων.
— Κακώς πράττεις ν' αγνοής, είπεν ο Σχολάριος. Θα μοι επιτρέψης να σοι αναπτύξω το δόγμα τούτο;
— Λέγε
— Ιδού. Οι εθνικοί έλεγον, ότι υπήρχε &τύχη& και &πεπρωμένον&. Οι ορθόδοξοι πρεσβεύουσιν, ότι υπάρχει &πρόγνωσις& και &προορισμός&.Οι ενάντιοι ημίν παραδέχονται και αυτοί &πρόγνωσιν& και&προορισμόν&, αλλά δεν έχουσι περί αμφοτέρων ορθήν έννοιαν.
Κατ' αυτούς ό,τι αν προγνώ και προορίση ο Θεός, τούτο είνε ανέκκλητον, αμαρτωλός δε τις ων θα σωθή, μόνον διότι ο Θεός τον προώρισεν εις σωτηρίαν, και πάλιν ενάρετός τις ων θα κολασθή,μόνον διότι ο Θεός τον προώρισεν εις κόλασιν. Υπάρχει τι κακοδοξότερον τούτου; Υπάρχει τι αλογώτερον; Οι ορθόδοξοι τουναντίον πιστεύουσιν ότι ο προορισμός είνε ανεξάρτητος από της προγνώσεως. Τουτέστι, προέγνω ο Θεός ότι θα αμαρτήση τις, και τον προώρισεν εις κόλασιν· προέγνω ότι θα μετανοήση, τον προώρισεν εις σωτηρίαν· προέγνω ότι θα ζήση ενάρετον βίον, τον προώρισεν εις βασιλείαν αιώνιον. Αλλ' όμως ουχί διότι προέγνω ο Θεός και προώρισε, διά τούτο θα αμαρτήση τις ή θα αγαθοποιήση, αλλά διότι θα αμαρτήση ή θα πολιτευθή εναρέτως, διά τούτο προέγνω και προώρισεν ο Θεός. Η ατομική βούλησις του ανθρώπου μένει ελευθέρα και ανεξάρτητος από της θείας βουλήσεως. Όπως έπλασεν ο Θεός απ'αρχής τον άνθρωπον, λογικόν, ήτοι ελεύθερον, ούτω μέχρι τέλους καταλείπει αυτόν λογικόν και ελεύθερον. Ουδείς επηρεασμός θεόθεν εγγίνεται επί της θελήσεως του ανθρώπου (πλην της πνευματικής αρωγής της επιφοιτώσης προς ενίσχυσιν αγαθής ήδη προαιρέσεως υφισταμένης και ελευθέρως πλασθείσης παρά του ατόμου). Και ταύτα μεν δοξάζουσιν οι ημέτεροι. Ουδέν ορθοδοξότερον ουδέ λογικώτερον του δόγματος τούτου. Τι δε &λέγουσιν& οι εναντίοι; Προέγνω ο Θεός,προώρισεν ο Θεός, θα κολασθή άρα ο άνθρωπος. Και η θεία πρόγνωσις τυφλή, και η ανθρωπίνη θέλησις αδρανής. Ω της κακοδοξίας! ω της πωρώσεως! Φείσαι, Κύριε!…
Ο Πλήθων παραδόξως έμενε σκυθρωπός ακούων τας λέξεις ταύτας. Ο Σχολάριος τον ώκτειρε, και εσιώπησε. Κατ' αρχάς είχε σκοπόν να πραγματευθή και περί της αναλόγου δοξασίας των εθνικών, αλλά μεταμεληθείς παρέλιπε τούτο.
Ο Πλήθων ηγέρθη και περιήλθε δις περί την τράπεζαν και περί το λίθινον εδώλιον εφ' ου εκάθητο.
— Θα απέλθω, είπεν εγερθείς ο Σχολάριος. Είνε καιρός ήδη.
— Εξερχόμεθα ομού, είπεν ο Πλήθων.
Και εξήλθον ομού εις τα πρόθυρα του άντρου. Ο Σχολάριος επέμενε ν' αναχωρήση, αλλ' ο Πλήθων τον εβίασε να μείνη εισέτι.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ'.

Τα μυστήρια.
Ολίγας ημέρας μετά τα συμβάντα ά διηγήθημεν εν τοις τελευταίοις κεφαλαίοις του Α' μέρους του παρόντος μυθιστορήματος, έκτακτόν τι συνέβαινεν εν τω Πληθωνείω άντρω. Ο Πλήθων εώρταζε μίαν των υπ'αυτού επανορθωθεισών ειδωλολατρικών εορτών. Εις τας τοιαύτας περιστάσεις, δις ή τρις του έτους, ο Πλήθων προσεκάλει εκτάκτως πολλαχόθεν της Πελοποννήσου τινάς των οπαδών του, εις ους είχε κατορθώσει να μεταδώση τας ειδωλολατρικάς αυτού δοξασίας.
— Αυτό εννοείται. [Άσχετη φράση εντός του κειμένου]
Κατωρθώθη προς τούτοις να ευρεθώσι τρεις νεανίδες χωρικαί, τρεις ωραίαι ποιμενίδες, αίτινες επί μισθώ εδέχοντο να εκτελέσωσιν έργα κανηφόρου εις την εορτήν. Τούτο ήτο θαύμα, διότι η επικρατούσα πρόληψις παρά τοις χωρικοίς κατά του Πλήθωνος ήτο ισχυροτάτη. Και όμως το γόητρον του χρυσίου είνε πάντοτε ισχυρότερον, και ο Πλήθων αντήμειβε γενναίως πάσαν τοιαύτην υπηρεσίαν.
Δώδεκα παίδες δεκαετείς λίαν καθαρίως ενδεδυμένοι απετέλουν χορόν,και είχον διδαχθή ν' απαγγέλλωσι ψιττακίζοντες παρόδους και στάσιμα εκ των αρχαίων δραμάτων, ουδεμίαν σχέσιν έχοντα άλλως κατά την έννοιαν προς τα τότε πράγματα, οίον το εξής τεμάχιον·
Ω Διός αδυεπές φάτι, τις ποτε τας πολυχρύσου Πυθώνος αγλαάς έβας Θήβας; εκτέταμαι φοβεράν φρένα, δείματι πάλλων Ιήτε, Δάλιε Παιάν, Αμφί σοι αζόμενος τι μοι ή νέον Ή περιτελλομέναις ώραις πάλιν εξανύσεις χρέος. Ειπέ μοι, ω χρυσέας τέκνον Ελπίδος, άμβροτε φάμα. Πρώτα σε κεκλόμενος, θύγατερ Διός, άμβροτ' Αθάνα, Γαιάοχόν τ' αδελφεάν Άρτεμιν, ά κυκλόεντ' αγοράς θρόνον ευκλέα θάσσει.
Ή το εξής.
Ακτίς αελίου, το κάλλιστον επταπύλω φανέν
Θήβα των προτέρων φάος,
Εφάνθης ποτ', ω χρυσέας αμέρας βλέφαρον,
Διρκαίων υπέρ ρεέθρων μολούσα,
Τον λεύκασπιν Αργόθεν φώτα βάντα πανσαγία
Φυγάδα πρόδρομον οξυτέρω κινήσασα χαλινώ·
Ον εφ' ημετέρα γα Πολυνείκης
Αρθείς νεικέων εξ αμφιλόγων
Οξέα κλάζων
Αιετός ες γαν ως υπερέπτα
Λευκής χιόνος πτέρυγι στεγανός, κτλ. κτλ.

Και είτα τους ομηρικούς ύμνους των θεών, και άλλα.
Οι δέκα ή δεκαπέντε οπαδοί του Πλήθωνος, όσοι ήρχοντο εις τας τελετάς ταύτας, εφόρουν χιτώνας και ιμάτια κατά τον αρχαίον τρόπον, εν καιρώ της τελετής. Αι τρεις κανηφόροι και οι δώδεκα παίδες έφερον στεφάνους. Ο δε Πλήθων εφόρει εφεστρίδα και εξετέλη έργα ιερέως. Ο Θεόδωρος, όστις δεν ενόει ουδέν εξ όλων τούτων, δεν ηδύνατο να πλησιάση, ήτο απηγορευμένον αυτώ.
Είς των παίδων ανήπτε το πυρ επί του βωμού, και ο Πλήθων έσφαζεν αμνόν ή τράγον και έκαιεν αυτόν ενώπιον των ειδώλων των θεών. Είτα εξήταζε τα σπλάγχνα, και έλεγεν εις τους κεκλημένους αν εσήμαινον ευτυχίαν ή δυστυχίαν. Την ημέραν εκείνην η τελετή προηγγέλλετο πομπωδεστέρα του συνήθους. Οι ελθόντες εις την εορτήν ήσαν πλείονες, περί τους είκοσιν. Ο δε Πλήθων αυτός εφαίνετο φαιδρός,ως να είχε κερδήσει τι. Αρτίως είχε κλεισθή η θύρα του σπηλαίου και οι μεμυημένοι είχον αποχωρήσει εις τα έσω αυτού. Ο δε Θεόδωρος εκάθητο έξωθεν, θεωρών μακρόθεν την θύραν. Ήτο δε ώρα περί δυσμάς ηλίου.
Ο Θεόδωρος εσκέπτετο ότι δεν έπρεπε να είνε ευχαριστημένος παρά του αυθέντου του, διότι ενώ αυτός τον υπηρέτει τόσον πιστώς, και εμπιστευτικάς παραγγελίας ελάμβανε πολλάκις παρ' αυτού, άς επιτυχώς εξετέλει, εκείνος τον απέκλειε, και δεν τον άφηνε να ίδη τα συμβαίνοντα, έστω και χάριν τέρψεως. Την στιγμήν ταύτην ο Θεόδωρος ουδεμίαν είχε πρόληψιν κατά των τελουμένων, και ησθάνετο παράδοξον επιθυμίαν να προσκυνήση και αυτός τα είδωλα, όπως τα προσεκύνει ο κύριός του. Βεβαίως ουδέν το σατανικόν θα είχον ταύτα, όπως ισχυρίζοντο οι άνθρωποι του λαού, τουναντίον εφαίνοντο λίαν φαιδρά και ωραία. Διατί λοιπόν και ο Θεόδωρος να μη δύναται ν' απολαύση του καλού εκείνου θεάματος, αλλά να κάθηται έξωθεν της θύρας εν αποκλεισμώ, ως να έπασχεν εκ λώβης; Δεν ήτο τούτο άδικον;Τας σκέψεις του Θεοδώρου ή Θευδά (διότι ούτω τον εκάλει ενίοτε υποκοριζόμενος ο Πλήθων), διέκοψε κύων τις, όστις προσέδραμεν ελαφρώς υλακτών, και έχων την γλώσσαν κρεμαμένην έξω των οδόντων.Εφαίνετο ως να ήρχετο μακρόθεν.
Προσήλθε παρά τους πόδας του Θεοδώρου σείων την ουράν. Ο Θεόδωρος τον παρετήρει έκπληκτος.
— Σαν να τον γνωρίζω, μου φαίνεται, αυτόν τον σκύλο, είπε. Τίνος είνε; Τίνος είνε;
Και επροσπάθει ν' αναμνησθή. Αλλ' εδυσκολεύετο.
— Κάποιου φίλου μου θα είνε βέβαια, έλεγε. Μπα! και θέλει θεολογία πως είνε φίλου μου; Αφού έρχεται και μου σει την ουρά.Μεγάλο πράγμα πώς το κατάλαβα! Αλλά τίνος να είνε;
Και εβίαζε την μνήμην του να τω είπη το όνομα του κυρίου του κυνός.
— Έλα, σκύλε, είπε θωπεύων αυτόν, δεν ειξεύρω πώς σε λένε· να είξευρα το δικό σου όνομα, θα εύρισκα εύκολα και του αυθέντου σου.Ή να είξευρα καν της κυράς σου;…
Και εμειδίασεν εις την λέξιν ταύτην ο Θευδάς.
— Της κυράς σου; επανέλαβε· να είχες τουλάχιστον κυρίαν;…
Ω, διάβολε, διάβολε! είπε κρούων το μέτωπον αυτού. Το ηύρα το ηύρα!…
Και εθώπευε τον κύνα.
— Ω διάβολε, και φαίνεσαι, είσαι καλοθρεμμένο σκυλί. Έπρεπε να το καταλάβω. Ναι, ναι. Φαίνεσαι όπου ζης από μοναστηριακά κομμάτια.Και μάλιστα από καλόγρηαις! Και τι καλόγρηαις!
Ο Θευδάς εστέναξε.
Την αυτήν στιγμήν ηκούσθη βήμα όπισθεν των θάμνων και φύσημα ανθρώπου ερχομένου εκ μακράς οδοιπορίας, κεκμηκότος. Εφάνη δε άνθρωπος ραιβοσκελής, δυσκόλως βαδίζων, σύρων επιπόνως τον αριστερόν πόδα παρά τον δεξιόν. Ο Θευδάς τον ανεγνώρισε.
— Τρέκλα, φίλε μου, είπε, συ είσαι λοιπόν;
— Εγώ, απήντησε πνευστιών ο έχων το όνομα Τρέκλας.
— Πώς ευρέθης εδώ;
— Μ' εστείλανε.
— Ποιος;
— Αυταίς η καλογρηαίς, είπε μυκτηρίζων ο Τρέκλας. Η φωνή του δε ήτο έρρινος.
— Σένα βρέθηκαν να στείλουν; είπε μετ' οίκτου ο Θευδάς.
— Τι να γείνη!
— Και θα έχης ώραις εις τον δρόμο.
— Είμαι περήφανος 'στά πόδια, είπεν ο Τρέκλας δεικνύων τους στρεβλούς πόδας του.
— Το ξεύρω.
— Μ' εστείλανε διά δουλειά.
— Διά τι δουλειά;
— Τώρα θα σου πω. Άφησέ με να ξαποστάσω, είπε καθίσας.
— Ξαπόστασε, καϋμένε Τρέκλα. Και αυτός ο σκύλος πώς ευρέθη;
— Με ακολούθησε.
— Σε ακολούθησε; είπεν ο Θευδάς. Θέλεις να πης, σου έδειχνε το δρόμο.
— Όταν είνε κανείς υπερήφανος 'στά πόδια… είπεν ο Τρέκλας.
— Βέβαια, έχεις δίκηο.
— Τότε έχει ανάγκη από ένα σκυλί διά να του δείχνη το δρόμο.
— Σωστά.
— Και δι' αυτό μου το δίνουν η καλόγρηαις, αυτό το σκυλί, διά οδηγόν.
— Κατάλαβα.
— Αλλοιώς δεν ειμπορούσα να τα καταφέρω.
— Αυτό εννοείται.
— Μα αυταίς η καλόγρηαις!…
— Τι;
— Σκύλιασαν.
— Σκύλιασαν;
— Βέβαια. Κοντεύουν να λυσσάξουν.
— Όχι δα!
— Στην τιμή μου.
— Η καϋμέναις!
— Ε, δεν ταις λυπάσαι;
— Αλήθεια.
— Μα είνε αξιολύπηταις.
— Διατί;
— Έχει πολλά &διατί&.
— Ως πόσα;
— Όσα θέλεις.
— Ειπέ ένα.
— Πρώτον αυταίς είνε…
— Τι είνε;
— Είνε όλαις θηλυκαίς.
— Αυτό θα πης;
— Ναι.
— Το είξευρα.
— Κ' εγώ γι' αυτό σου το λέγω.
— Διά ποιο &αυτό&;
— Διατί το είξευρες.
— Α, ενόησα.
— Θα ήσουν πολύ βαρυκέφαλος…
— Εγώ;
— Ναι.
— Πώς;
— Αν δεν το εννοούσες.
— Εμπήκα μέσα. Δεύτερο;
— Δεύτερος
— Ναι. Δεν έχει και άλλο;
— Έχει.
— Λέγε.
— Η γυναίκαις αυταίς είνε…
— Τι;
— Είνε όλαις σπαναίς.
— Μπα! αυτό;
— Ναι.
— Τόσον καλλίτερα.
— Διατί;
— Διατί δεν χρειάζονται και ξυράφισμα.
— Α, έτσι;
— Βέβαια. Και ύστερα;
— Ε;
— Και τι άλλο ακόμα;
— Τι άλλο;
— Ναι. Τρίτο;
— Τρίτο, είνε όλαις μακρυμαλλούσαις.
— Α! αυτό λοιπόν είνε το τρίτο; είπεν ο Θευδάς.
— Μάλιστα, το τρίτο το καλλίτερο.
— Το καλλίτερο;
— Και αν θέλης, και κάτι άλλο· είνε αυτό το τρίτο.
— Τι άλλο;
— Δεν το λέγω αυτό.
— Γιατί;
— Γιατί σκιάζομαι.
— Τι σκιάζεσαι;
— Μήπως σε τρομάξη.
— Να με τρομάξη εμέ;
— Ναι.
— Γιατί;
— Γιατί είνε πράγμα που τρομάζει.
— Δεν βαρυέσαι!
— Φαντάσου γυναίκα με μακρυά μαλλιά.
— Και λίγη γνώσι;
— Δεν θα φαίνεται σαν νεράιδα;
— Μες σε κανένα ρέμα;
— Μα δεν πειράζει, είνε το μόνο.
— Ποιο μόνο;
Ο Τρέκλας κατέπαυσεν ενταύθα τον λόγον και δεν ηθέλησε πλέον ν'απαντήση. Είχε στηριχθή επί του στελέχους δένδρου τινός και εφαίνετο ονειροπολών. Ήτο άνθρωπος τεσσαρακοντούτης με ηλιοκαή την όψιν και οι χαρακτήρες του εξέφραζον πολλήν πανουργίαν. Ο Θευδάς εγίνωσκεν ότι ματαίως θα επέμενε, και απέσχε πάσης περαιτέρω ερωτήσεως. Αν είχον έννοιάν τινα οι ανωτέρω παιγνιώδεις λόγοι,μόνος ο Τρέκλας είξευρε τούτο, ο δε Θευθάς επώπτευε μόνον, αλλ'ουδέν βέβαιον εγίνωσκεν. Αλλ' όμως ευτυχέστερος ήτο ούτος του χρονογράφου, διατελούντος εν ζοφερά αγνοία περί του πράγματος.
Αφού ανεπαύθη επ' ολίγας στιγμάς ο Τρέκλας, εσηκώθη και είπε προς τον Θεόδωρον·
— Ειξεύρεις διατί ήλθα;

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ'.

Τα ψεύδη του Τρέκλα.
Ο Θεόδωρος τον εθεώρησε μετ' απορίας και απήντησε·
— Πώς θέλεις να ειξεύρω διατί ήλθες;
— Μήπως έμαθες τίποτε;
— Τι να μάθω;
— Επειδή εγώ δεν είμαι τόσον γρήγορος εις τον δρόμον…
— Έλα δα!
— Ειμπορεί να έφθασε το μαντάτον πρωτήτερα από εμέ, αν και εγώ εστάλθηκα διά να το φέρω.
— Να μου φέρης εμέ μαντάτο;
— Όχι εις εσέ, εις τον αυθέντην σου.
— Εις τον αυθέντην μου;
— Ναι. Πού είνε τος;
Ο Θευδάς έδειξε την κλειστήν θύραν του άντρου.
— Είνε εκεί μέσα; ηρώτησεν ο Τρέκλας.
— Ναι.
— Και τι κάμνει;
Ο Θευδάς εκίνησε τους ώμους.
— Νόστιμο. Δεν ειξεύρεις;
— Δεν ειξεύρω, είπεν ο Θευδάς.
— Τότε λοιπόν τι είσαι εδώ;
— Διά να φυλάγω την πόρτα.
— Και είνε μοναχός ο αυθέντης σου;
— Όχι
— Είνε και άλλοι;
— Πολλοί.
— Ποιος και ποιος;
— Δεν τους γνωρίζω.
— Θα πάγης όμως να του πης…
— Εγώ;
— Θα πης ότι ήλθα διά σπουδαίαν υπόθεσιν.
— Όχι δα.
— Και έχω ανάγκην να του μιλήσω.
— Δεν γίνεται.
— Σου λέγω, είμαι σταλμένος.
— Ας πα να είσαι.
— Δεν το κουνάς, βλέπω.
— Αφού μέρωσε και δεν κλαίει…
— Θα πας να του πης;
— Δεν πάγω.
— Διατί;
— Είμαι εμποδισμένος.
— Τότε θέλεις ξαμπόδεμα.
— Χρειάζονται μαγικά.
— Ο αφέντης σου τα ξέρει
— Και δεν μας το έλεγες;
— Σύρε να του πης.
— Σου λέγω δεν πηγαίνω.
— Θα πας και θα τραγουδήσης.
— Δεν ξέρω τραγούδια.
— Να μάθης.
— Δεν παίρνω.
— Σαν δεν παίρνεις, δίνε.
— Δεν έχω.
— Άμε στο διάβολο.
— Δεν ξέρω το δρόμο.
— Να αυτός είνε, είπεν ο Τρέκλας δεικνύων το σπήλαιον.
— Οδήγησέ με συ, που έχεις γερά πόδια.
— Θ' αναγκασθώ της αλήθειας να σε οδηγήσω, είπεν ο Τρέκλας.
Και ορθωθείς, προσεποιήθη ότι βαδίζει προς την θύραν του άντρου. Ο Θευδάς έσπευσε να κωλύση αυτόν.
— Ε, πού πας; πίσω!
— Σύρε λοιπόν να πης του αυθέντου σου· είμαι σταλμένος από ταις καλογρηαίς.
— Πε μου τουλάχιστον τι τον θέλεις, και τότε μπορώ ναποφασίσω.
— Αν σου το πω, θα πας;
— Θα πάω.
— Κάνεις όρκο;
— Κάνω.
— Λοιπόν άκουσε, είπεν ο Τρέκλας.
Και αναλαβών αιφνιδίως ήθος κωμικής σοβαρότητας, είπε·
— Το βέβαιον είνε ότι συμβαίνουν σπουδαία πράγματα, και ημείς οι παραμικροί δεν τα καταλαβαίνομε καλά. Η ηγουμένισσα μ' έστειλε να ειδοποιήσω τον &άρχοντα&.
— Και να του πης τι; είπεν ο Θευδάς, εξαφθείσης της περιεργείας αυτού.
— Να του πω τα συμβάντα, είπεν ο Τρέκλας.
— Και ποια είνε τέλος πάντων αυτά τα συμβάντα, διάβολε! έκραξεν
ανυπομονήσας ο Θευδάς.

— Πολλά και σπουδαία. Έχε υπομονήν, είπε μετά της αυτής
σοβαρότητος ο Τρέκλας. Πρώτον φωτιά άναψεν εις το μοναστήρι.

— Φωτιά; και τι έχει να κάμη ο αφέντης μου;
— Δεύτερον, μια αρμάδα άραξεν αντικρύ, εις το γιαλό μας, είπεν ο
Τρέκλας.

— Αρμάδα! και τι αρμάδα είνε αυτή; βενετική, γενοβέζικη,
τούρκικη;

— Γύφτικη, είπε σοβαρώς ο Τρέκλας.
— Γύφτικη! ω διάβολε, με περιπαίζεις τόσην ώρα κ' εγώ δεν τώξερα!
— Δεν σε περιπαίζω διόλου, είπε μετ' αγωνιώδους τόνου φωνής ο Τρέκλας. Γύφτικη, από την Αίγυπτο. Και μήπως η Αίγυπτος, το Μισήρι που λένε, δεν είνε βασίλειο, καθώς τα άλλα;
— Δεν ξέρω, είπεν ο Θευδάς εν αμηχανία.
— Αν δεν το ξέρης να πας να το μάθης. Κρίμα που συναναστρέφεσαι τόσον καιρό ένα φιλόσοφο άνθρωπο, σαν τον αφέντη σου! Και να μη ξέρης ότι η Αίγυπτος είνε βασίλειο, και έχει και αρμάδαις!
— Δεν τώξερα τόσον καιρό, και να με συγχωρής, είπεν ο Θευδάς.
— Πολλά έχεις να μάθης ακόμα, είπεν ο Τρέκλας. Όσο γηράζεις, τόσο θα μαθαίνης.
— Ε, ύστερα, τι άλλο;
— Τρίτον, επανέλαβεν ο Τρέκλας, καβαλλαρία ήρθεν εις το μοναστήρι.
— Καβαλλαρία;
— Είνε πεντακόσιοι, χίλιοι, αμέτρητοι και εγώ δεν ξέρω πόσοι. Και μας πολιορκούν, είπεν ο Τρέκλας μετ' ελεγειακού τόνου.
— Σας πολιορκούν!
— Και μας χρειάζεται βοήθεια. Εγώ εβγήκα από την παραπόρτα,έγεινα ίσωμα κάτω εις την γη, και έτσι εβγήκα. Πώς δεν μ' επήραν οι καβαλλάρηδες διά λαγόν, να με ρίξουν κάτω με καμμιά σαγιττιά!
— Διά λαγόν, δεν έχεις τα πόδιά του, είπεν ειλικρινώς ο Θευδάς.
— Ας είνε, ειμπορούσαν να με πάρουν διά χελώναν. Ξέρεις αυτοί οι παληόφραγκοι τρώνε και ταις χελώναις.
— Φράγκοι λοιπόν είνε αυτοί οι καβαλλαρέοι που σας πολιορκούν;
— Φράγκοι, και τι θέλεις να είνε;
— Αλλά πώς οι φράγκοι κατατρέχουν τους φράγκους;
— Δεν κατατρέχουν τους φράγκους, αλλά ταις φράγκισσαις.
Ο Θευδάς ηναγκάσθη να πεισθή, μη έχων άλλο επιχείρημα να προτείνη.Επί δυο ώρας συνομιλών με τον Τρέκλαν είχεν εξαντλήσει πάσαν την προμήθειαν αυτού. Εν τούτοις τελευταίος τις δισταγμός τω απέμεινε.
— Αλήθεια, εις την ψυχή σου μου τα λες αυτά; είπε.
— Αλήθεια, εις την ψυχήν μου, απήντησεν απαθώς ο Τρέκλας.
— Αλλά πώς δεν μου τάλεγες πρωτήτερα, όταν ήλθες, αλλ' εφαίνεσο να είχες τόσην όρεξι.
— Δεν ήθελα να σε τρομάξω από μιας αρχής, είπεν ο Τρέκλας.
— Τι διάβολε! Και θα μας έλθουν κ' εδώ αυτοί οι καβαλλαρέοι; είπε
μετ' αφελούς τρόμου ο Θευδάς.

— Δεν ξέρω, δεν μου είπαν ακόμα τα σχέδιά των, είπεν ο Τρέκλας.
Αργότερα, ειμπορώ να τους κάμω φίλους.

— Το έχεις σκοπόν; είπε μετά θαυμασμού ο Θευδάς.
— Βέβαια, αν τύχη.
Ο Θευδάς εσιώπησε. Παρήλθαν στιγμαί τινες, και ο Τρέκλας ηναγκάσθη να τω είπη·
— Ε, δεν πας τώρα;
— Πού;
— Εις τον κύριόν σου.
— Να κάμω τι;
— Να του πης ότι τον ζητούν.
— Εγώ;
— Ποίος άλλος;
— Δεν πάγω, είπεν ο Θευδάς μεταμεληθείς.
— Είσαι ψεύτης λοιπόν, τω είπεν ο Τρέκλας.
— Να μαζώξης τα λόγια σου, είπεν οργίλως ο Θευδάς.
— Ο διάβολε! και τι σου χρεωστούσα να με γελάσης μες τα μάτια;
— Εγώ σε γέλασα;
— Δεν μου υποσχέθηκες να πας;
— Δεν σου το υπεσχέθην επισήμως, είπεν ο γεννάδας.
— Και τι θα πη &επισήμως&; Δεν καταλαβαίνω εγώ απ' αυτά, να σε χαρώ.
— Σαν δεν καταλαβαίνης, κατάλαβε, είπεν ο Θευδάς.
— Μη χειρότερα.
— Δεν θα τα πης του αφέντη μου αυτά που μου είπες;
— Βέβαια.
— Τότε περίμενε να έβγη έξω απ' εκεί.
— Και πότε θα έβγη;
— Όποτε θέλη.
— Την πάθαμε, είπε μετά κωμικής χειρονομίας ο Τρέκλας.
— Υπομονή.
— Μα είσαι ψεύτης τέλος πάντων. Δεν το πίστευα να λες τέτοια ψέμματα.
— Αφού ειμπορείς να του τα πης ο ίδιος του αφέντη μου…
— Ε;…
— Διατί δεν έχεις υπομονήν;
— Έτσι;
— Αλλά με βιάζεις να του πω εγώ αυτά οπού συνέβησαν;
— Ποία;
— Ταις φωτιαίς, ταις αρμάδαις και τους καβαλλαρέους οπού ήλθαν!
— Εγώ; Σοι είπα εγώ να τα διηγηθής αυτά εις τον αφέντη σου;
— Αμμή τι;
— Έχεις λάθος.
— Μη τα έχασες;
— Ο ένας από τους δυο.
— Τι λες εκεί;
— Σου είπα εγώ να διηγηθής εις τον αφέντη σου τέτοια πράγματα;
— Τι άλλο;
— Εγώ σου είπα μόνον να του πης ότι τον ζητώ.
— Έτσι ε;
— Τα άλλα αυτά τα είπαμεν μεταξύ μας, είπεν ο Τρέκλας.
— Μπράβο σου! Λοιπόν είνε όλα ψέμματα;
— Αμμέ; Θάρρεψες πως ήσαν αλήθεια;
— Είσαι τρομερός ψεύτης.
— Είσαι ψεύτης με δίπλωμα.
— Είσαι αδιάντροπος.
— Είσαι ξετσίπωτος.
— Είσαι…
— Είσαι…
Ο Τρέκλας, αφού εσκέφθη επ' ολίγας στιγμάς, εψιθύρισεν ως να ωμίλει καθ' εαυτόν·
— Ξεύρω εγώ τι θα κάμω. Είνε ανάγκη να καταφύγη κανείς εις τα μεγάλα μέσα. Τα καταφέρνω εγώ καλά. Δεν είμαι ζώον, καθώς ο Θευδάς. θα τον καταφέρω εγώ τον Γεμιστόν να πεταχθή εξω έξαφνα.Δεν θέλει και πολλή φιλοσοφία. Φτάνει να μην είνε κανείς κουτός,και πολλά γράμματα δεν χρειάζονται. Χόμο! Χόμο! έκραξε· κουτ,κουτ!
Χόμο ήτο το όνομα του κυνός. Το ζώον τούτο, ακούσαν το όνομά του,έσπευσε προς τον καλούντα αυτό.
Ο Τρέκλας τον εθώπευσε, τον έλαβεν από των δυο προσθίων ποδών,ένυξε τους πόδας του, είτα την ουράν, κατ' ιδιάζοντα τινα τρόπον γνωστόν εις μόνον τον Τρέκλαν.
Το ζώον αισθανθέν δριμείαν οδύνην, ήρχισε να εκπέμπη τρομερούς και παρατεταμένους ολολυγμούς, και οι πέριξ βράχοι αντήχησαν. Ο Θευδάς κατεπτοήθη.
— Τι είνε; Τι είνε; έκραξεν.
Ο Τρέκλας, κρατών τον Χόμο από του λαιμού, εξηκολούθησεν απτόητος την μέθοδόν του. Ο Χόμο εξηκολούθησε να ολολύζη φρικωδώς.
— Τι έπαθε το σκυλί; έκραξεν ο Θευδάς, αλλ' εφοβείτο να πλησιάση,
βλέπων εξαγριούμενον τον κύνα.

— Σκάσε! είπε μετά περιφρονήσεως ο Τρέκλας. Έχει και αυτός την
σειράν του, καθώς συ.

— Μην ελύσσαξε; είπεν ο Θευδάς.
— Αυτό δεν είνε παράξενο να λυσσάξη, είνε σκυλί. Κοντεύεις εσύ να το πάθης, που είσαι άλλης λογής ζωντίμι.
Εν τούτοις ο κύων εξακολουθεί να ολολύζη. Ολίγος χρόνος παρήλθεν εισέτι, και η θύρα του σπηλαίου ηνοίχθη αιφνιδίως.
— Τι είνε, Θεόδωρε; έκραξε μετά μεμπτικού τόνου ο Πλήθων.
Αι θρηνώδεις φωναί του κυνός ήσαν τόσον διάτοροι, ώστε αντήχησαν έσω του άντρου, και ο Πλήθων δεν ηδυνήθη να υπομείνη. Εξήλθεν εις την θύραν όπως μάθη τι συνέβανε, φορών έτι τα εμβλήματα της ιερωσύνης, ά περιεβάλλετο κατά τας τελετάς, ή κατά τας παρωδίας εκείνας.
Ο Θεόδωρος πλήρης φόβου και ανησυχίας έσπευσε προς αυτόν.
— Δεν ειξεύρω. Δεν είνε τίποτε. Ένα σκυλί φωνάζει. Ησυχάσατε,κύριέ μου. Φταίγει αυτός ο κούτσαυλος, οπού μου έφερεν εδώ αυτό το μανδρόσκυλο.
Συγχρόνως ο Τρέκλας, ως είδε τον Πλήθωνα εξελθόντα, αφήκε τον κύνα ήσυχον, και ήρχισε να πηδά και να τρέχη διά κωμικών σκιρτημάτων,με τους ραιβούς πόδας του, όπως φθάση εις την θύραν του σπηλαίου.
— Άρχων! Άρχων! μην ακούς αυτόν. Στάσου να σου πω. Περίμενε. Είνε
ανάγκη. Ξεύρεις από πόσον δρόμον ήρθα με τα στραβά πόδια μου;

— Τι θέλεις; είπε μετ' ολιγωρίας ο Πλήθων, και ητοιμάζετο να
κλείση την θύραν και ν' αποσυρθή.

— Περίμενε, αφέντη, μίαν στιγμήν. Εγώ δεν φταίγω τίποτε. Δεν ήρθα
εγώ μοναχός μου. Άλλος μ' έστειλε.

— Ποίος άλλος;
— Η καλόγρηαις.
— Και τι θέλεις;
— Να σου πω ένα πράγμα.
— Τι;
— Μου είπαν να σου το πω κρυφά εις τ' αυτί σου.
— Έλα εδώ.
Ο Τρέκλας επλησίασε δειλώς προς τον Πλήθωνα με το εγκάρσιον κίνημα εκείνο του σώματος, το ομοιάζον τόσον καλώς προς τον κλυδωνισμόν της νηός εν σάλω, και τω είπε μίαν λέξιν μυστικά.
Οι χαρακτήρες του Πλήθωνος ηλλοιώθησαν.
— Τι λέγεις; είπε.
— Είνε αλήθεια, αυθέντα.
— Και πώς έγεινε αυτό;
— Δεν ειξεύρω.
— Ποίος ήλθεν εκεί;
— Κανείς.
— Πώς έφυγε;
— Έφυγε.
— Μόνη της;
— Δεν ξεύρω.
— Πόθεν εξήλθε;
— Δεν ξεύρω.
— Ω θεοί, θεοί, εψιθύρισεν ο Πλήθων συνάπτων τας χείρας.
— Ω θεοί, είπε και ο Θεόδωρος, κρίνας καλόν να μιμηθή το κίνημα και την επίκλησιν του κυρίου του.
— Και ήδη, τι ποιητέον; είπεν ο Πλήθων.
— Τι ποιητέον; επανέλαβεν ο Θεόδωρος χωρίς να ειξεύρη τι είχε συμβή.
— Είνε ανάγκη ενεργείας, είπε μεγαλοφώνως, σκεπτόμενος ο Πλήθων.
— Ενεργείας, επανέλαβε ψιττακίζων ο Θεόδωρος.
— Ειξεύρεις, φίλε, είπεν ο Πλήθων προς τον Τρέκλαν, ειξεύρεις ποιον δρόμον έλαβεν η φυγάς;
— Πού να το ξεύρω; είπε μιμικώς ο Τρέκλας, αφού δεν την είδα;
— Και είνε πολλαί ώραι αφότου έγεινεν άφαντος;
— Δεν το ξέρομε αυτό, αφέντη, είπε μετ' εκτάκτου σοβαρότητος ο Τρέκλας· ένα μόνο ξέρομε, ότι έφυγε.
— Αυτό μας το είπες.
— Σωστά σας το είπα.
— Αλλά τέλος, δεν ευρέθη το δωμάτιον κενόν;
— Βέβαια, αφέντη· αφού το πουλί επέταξε, επόμενον ήτο να ευρέθη το κλουβί άδειο.
— Και δεν ήτο κανέν παράθυρον ανοικτόν, δι' ου να εξήλθε;
— Δεν ξέρω αν ήτον ανοιχτό ή κλειστό, αφέντη. Αυτό μονάχα ξέρω,ότι αυτή θα εβγήκεν από κάπου.
— Και ποίαν ώραν εύρετε το δωμάτιον κενόν;
— Το κελλί ευρέθη άδειο σήμερα.
— Ποίαν ώραν;
— Είνε κάμποσαις ώραις.
— Ως πόσαι ώραι; είπεν ο Πλήθων.
— Δεν σέρνω ρωλόγι απάνω μου, απήντησεν ο Τρέκλας.
— Και δεν ενήργησε τι η ηγουμένη, όπως καταδιώξη την φυγάδα;ηρώτησεν αύθις ο Πλήθων.
— Ήθελε να στείλη εμέ κατόπιν της, απήντησεν ο Τρέκλας, και εκίνησεν άμα τους δυο πόδας, ώστε παρήχθη εντύπωσις ως θάμνου σειομένου υπό του βορρά.
— Εύγε, είπεν ο Γεμιστός, μη δυνηθείς να μη υπομειδιάση.
— Εύγε, επανέλαβεν ο Θευδάς.
Ο Πλήθων εσκέφθη επ' ολίγας στιγμάς, και είτα, αποταθείς προς τον υπηρέτην του·
— Κάλεσόν μοι ενταύθα τον οδηγούντα τους στρατιώτας, είπεν.
Ο Θευδάς απήλθεν εν τω άμα εις τον στρατιωτικόν σταθμόν, όπως καλέση τον διοικητήν της φρουράς.
Εν τω μεταξύ ο Πλήθων εξήταζε τον Τρέκλαν περί τινων άλλων περιστάσεων της αποδράσεως. Αλλ' ουδεμίαν πληροφορίαν κατώρθωσε παρ' αυτού να λάβη.
Ο Θεόδωρος επανήλθε μετά του επί της κεφαλής του σταθμού, και τότε ο Γεμιστός έδωκε παραγγελίας προς τον άνθρωπον τούτον, όπως καταδιώξη μετά των υπ' αυτών στρατιωτών εκείνην ήτις είχε δραπετεύσει.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε'.

Τα εν τω Μοναστηρίω.
Επί τινος απορρώγος ακτής της Λακωνικής έκειτο Μοναστήριόν τι,όπερ πάλαι μεν κατωκείτο υπό ανδρών μοναζόντων και ωνομάζετο η Μονή του Αγίου Αθανασίου, σήμερον δε κατωκείτο υπό γυναικών και εκαλείτο η Μονή της Αγίας Περπετούας.
Αι δύο αύται χρονικαί μεταβολαί δεν ήσαν αι μόναι, αίτινες είχον επέλθει εις το ερημικόν τούτο ενδιαίτημα. Και τρίτη αλλοίωσις πολλώ σπουδαιοτέρα είχε συμβή. Ήτο δε αύτη η αλλαγή της πνευματικής υπηκοότητος του μοναστηρίου, υποταχθέντος εις τους δυτικούς κατά τα τελευταία έτη.
Το εκκλησιαστικόν τούτο ίδρυμα έφερεν όλον και ακέραιον τον τελειότατον βυζαντιακόν τύπον προκύπτοντα εφ' απάσης αυτού της απόψεως. Θόλοι, νάρθηκες, αχιβάδες, στέγαι, πύργοι, άνδηρα,φατνώματα, τα πάντα απέπνεον το σεμνόν εκείνο και επιβάλλον του ρυθμού, όπερ και μέχρι των ημερών ημών διεγείρει τοσαύτας συγκινήσεις, εις όσους δύνανται εισέτι να συγκινώνται. Ο ναός του μοναστηρίου έφερεν επί της πύλης του νάρθηκος χρονολογίαν ωπς'και επιγραφήν τοιαύτην «Θεοδώρας και Μιχαήλ των ευσεβάστων βασιλέων αιωνία η μνήμη τρις». Τα ένδον του ναού ήσαν ευπρεπέστατα. Το εικονοστάσιον, όπερ δεν ήρθη και μετά τον εκλατινισμόν του μοναστηρίου, ήτο έργον λεπτοτάτης ξυλογραφίας και όλον κεχρυσωμένον. Οι τοίχοι κατάμεστοι εκ των γενειοφόρων μορφών των αγίων, ενέπνεον πολλήν κατάνυξιν εις τους μοναστάς.
Εν τούτοις αι σειραί των κελλίων, υψηλαί και τριώροφοι αι πλείσται, εφαίνοντο ουχί εν ακμή διατελούσαι. Αλλεπάληλοι δηώσεις και εμπρησμοί είχον συμβή από αμνημονεύτων χρόνων. Μετά τους Αβάρους είχον επέλθει οι Άραβες, μετά τους Ενετούς οι Φράγκοι. Τα τριώροφα ταύτα δώματα έτρεμον επί των βάθρων των, ως να εκάμπτοντο υπό το βήμα τοσούτων παρελθόντων αιώνων. Αι γλαύκες εγόγγυζον την νύκτα επί των στεγών, οι κώδωνες αντήχουν περί μέσας νύκτας καλούντες τας μοναχάς εις την προσευχήν. Η βαρεία δόνησις των σιδηρών σημάντρων διεκλόνει τας γηραιάς δοκούς και τας σαπράς σανίδας, αι ήχοι των κρότων τούτων με τους μυστηριώδεις νυκτερινούς ψιθύρους της φύσεως συμφυρόμεναι απετέλουν εναρμόνιον αντήχησιν βυθίζουσαν την ψυχήν εις υπερφυά ρέμβην. Εν τοις τοιούτοις ερημικοίς ενδιαιτήμασιν, εις ά ιδιάζουσιν οι ανεκλάλητοι εκείνοι ψίθυροι, φαίνονται συμψιθυρίζοντες μετ' αυτών και οι στίχοι ούτοι του ποιητού της Αλβιώνος·
Του ίυγγος ο γογγυσμός ο πένθιμος ηκούσθη, ο κώδων ο ερημικός της προσευχής εκρούσθη. Χαίρε Μαρία! έρωτος και προσευχής η ώρα. Χαίρε Μαρία! δέχθητι τα δάκρυα ως δώρα.
Το μοναστήριον ήτο ιδρυμένον εντός βαθείας φάραγγος, χωρούσης κατωφερώς προς την θάλασσαν, και αποληγούσης εις όρμον. Από των μικρών παραθύρων εφαίνοντο τα κυανά κύματα εξαπλούμενα ως άπειρος υγρά άρουρα, ην ο βορράς ώργονε διά της ισχυράς πνοής του. Η αντίπνους ριπή του ορμητικού τούτου ανέμου έφθανε μέχρι του γηραιού κτιρίου, και οι τοίχοι αυτού εσείοντο υπό τον ισχυρόν κτύπον της πνοής του. Η φύσις ηγωνία υπό την ακάματον ταύτην μάστιγα, δένδρα και φυτά ελάμβανον καχεκτικόν τύπον, καμπτόμενα υπό το άχθος της παραφόρου ορμής. Η παμπάλαιος οικοδομή, πλήρης ρωγάδων και χασμάτων, εφαίνετο ασθμαίνουσα και αντέδιδε μελαγχολικόν ψόφον διά των κενών κοιλωμάτων της, των ιχνών τούτων του διαβάντος χρόνου. Τα ανθρώπινα σώματα επάγωνον υπό τα τρίχηνα περιβλήματα αυτών και ουδεμία ηδύνατο να υπάρχη εστία πυρός πλην της καρδίας. Και όμως το ψύχος έφθανε και μέχρις αυτής. Το τραχύ του κλίματος υπέσκαπτε κατά μικρόν πάσαν ζωτικήν δύναμιν, και ουδείς των κατοικούντων ήλαυνεν εις βαθύ γήρας. Υπεράνω του μοναστηρίου εκρέματο υψηλόν όρος, το κτίριον δ' έκειτο ακριβώς παρά την ρίζαν αυτού. Η ψυχή του θεατού ανεπτερούτο, και ώρμα ως στρουθίον προς το επιβάλλον εκείνο ύψος. Το όρος ήτο βραχώδες και παρείχε θέαν σοβαράν και μεγαλοπρεπή. Άγρια δένδρα προσείρπον μεταξύ των υψηρεφών βράχων, και απετέλουν ποικίλον και αρμονικόν το σύνολον. Θεώμενός τις, εφαντάζετο ότι πατεί από κλώνος εις κλώνα και από βράχου εις βράχον, και συναναβαίνει με την ανάντη εκείνην κλιτύν την αιθερίαν ανάβασιν.
Άξιον σημειώσεως είνε, ότι οι ιδρυταί των μονών κατά τον μέσον αιώνα εγίνωσκον να εκλέγωσι τοποθεσίας αναλογούσας προς τα αισθήματα υφ' ων ενεπνέοντο και προσφυείς προς τους σκοπούς του θεωρητικού βίου, ον ήσκουν. Εάν οι αρχαίοι, ως πλεονάκις παρετηρήθη, είχον την υπερτάτην τέχνην να εκλέγωσι τας θέσεις των ναών των, αξίους στυλοβάτας των φαιδρών θεοτήτων ας ελάτρευον, εάν τα μνημεία της Αττικής είνε το συμπλήρωμα του ουρανού της, ως είπον νεώτεροι τινες φιλάρχαιοι, ωσαύτως αληθεύει ότι και οι ζηλωταί των μέσων αιώνων εζήτουν τας προσφιλείς αυτοίς εμπνεύσεις του χριστιανικού αισθήματος εν μέσω γραφικωτάτων τοποθεσιών. Ως προς τούτο δ' επεκράτησαν δύο σχολαί. Οι μεν πραότεροι και ανθρωπινώτεροι εθήρευον τας ημέρους και χλοεράς θέσεις, οι δε άγαν ζηλωταί ήσαν αυτόχρημα «κρημνοποιοί», κατά την λέξιν του αρχαίου κωμικού. Ούτοι δεν ανεπαύοντο εκ των μειλιχίων και ηρέμα μελαγχολικών θέσεων, αλλ' επεδίωκον απορρώγας βράχους, αβάτους κρημνούς και τραχείας φάραγγας.
Η εν λόγω μονή του Αγίου Αθανασίου ήτο κράμα αμφοτέρων των σχολών τούτων. Ο ιδρυτής αυτής, ακμάσας κατά τον θ' αιώνα, ήτο ευπαίδευτος μοναχός, πιστός οπαδός των αυταδέλφων Γραπτών και του Θεοδώρου του Στουδίτου, ακολουθήσας τα ίχνη αυτών εις τον κατά των εικονομάχων πόλεμον. Εκαλείτο Δαυίδ Παργολάς, και η θέσις εν η έκειτο το υπ' αυτού κτισθέν ησυχαστήριον ωνομάζετο εκ του ονόματος αυτού μέχρι του χρόνου καθ' ον συμβαίνουσι τα ενταύθα ιστορούμενα.Περί του ανδρός τούτου εσώζετο παράδοσις ότι είχε καταφρονήσει το αξίωμα του οικουμενικού πατριάρχου, όπερ προσέφερεν αυτώ είς των εικονοκλαστών βασιλέων, υπό τον όρον να μεταστή προς το εναντίον στρατόπεδον, προτιμήσας να είνε απλούς μοναχός και να μένη εν τη ορθοδοξία. Μετά δε την αναστήλωσιν των εικόνων, έκτισε το μοναστήριον τη συνδρομή της βασιλίδος Θεοδώρας. Εν τη βιβλιοθήκη εσώζετο χειρόγραφόν τι, περιέχον ακριβή καταγραφήν των τε προνομίων και της προικοδοτήσεως της σταυροπηγιακής ταύτης μονής,και αναφέρον ότι η οικοδομή δεν συνεπληρώθη ευθύς υπό του Δαυίδ,αλλά παρήλθον πολλά έτη μετά τον θάνατόν του και επερατώθη αύτη.Έφερε δε τω όντι καταφανή τα ίχνη των επιπτυχών και του πολλαπλού σχεδίου. Πάντα τα μέρη της οικοδομής ούτε το αυτό ύψος και εύρος είχον, ούτε τον αυτόν ρυθμόν. Η βόρειος πλευρά ήτο μονώροφος κατά τα τρία τέταρτα και μέρος της δυτικής πλευράς. Αι λοιπαί ήσαν τριώροφοι. Εν τούτοις η ανωμαλία αύτη δεν εζημίου την πρόσοψιν του κτιρίου, διότι συνετέλει εις το να φαίνονται εκ του μέρους της θαλάσσης οι θόλοι και οι όροφοι του ναού, η άποψις δε αύτη ήτο όντως γεραρά και σεβασμία. Τινές των πλευρών έφερον ίχνη εμπρησμού και καταστροφής, διερχόμενος δέ τις διά νυκτός υπό τους παλαιοκτίστους εκείνους ορόφους, ησθάνετο διπλούν ρίγος, το ρίγος της υγρασίας και του ευρώτος, και το ρίγος του φόβου. Ευτυχής δε θα ήτο αν ο φόβος δεν προέβαινε μέχρι δεισιδαιμονίας. Ανθρώπινον πλάσμα, μονάζουσά τις, εκ των τότε διαιτωμένων εν τη μονή, ή μοναχός εκ των πάλαι ακμασάντων βαστάζων δέλετρον, εκ των μονοπλεύρων εκείνων και ετεροφαών και διαβαίνων εν νυκτί διά των θλιβερών τούτων διαδρόμων, θα παρείχεν όψιν φάσματος εξελθόντος αρτίως εκ της τελευταίας του κατοικίας όπως επισκεφθή άπαξ έτι τα δώματα ταύτα, εν οις έζησέ ποτε τον πρόσκαιρον βίον. Βήμα αντηχούν υπό τους θόλους τούτους, μη όντος ορατού του βαδίζοντος, ήθελεν εκληφθή ως ηχώ υπάρξεως πάλαι εκλιπούσης. Πνοή τυχαία ακουομένη περί τα υγρά ταύτα τείχη ήθελε νομισθή ως ύστατος αποχαιρετισμός ψυχής απελθούσης εις την αιωνιότητα, και μυστικόν παράπονον νεκρού, εις ον είνε λίαν στενή η ορισθείσα αυτώ κατοικία. Ενταύθα δεν ηκούοντο φαιδραί λαλιαί, δεν αντήχουν άσματα, δεν ωπτάνοντο πρόσωπα μειδιώντα, δεν ηκούοντο φιλήματα. Το μόνον ερύθημα όπερ ενεφανίζετο, ήτο το ερύθημα της Ηούς, προκυπτούσης καθ' εκάστην εκ του ορίζοντος, και ο μόνος ερωτικός στεναγμός, όστις αντήχει, ήτο ο του άνεμου, όστις ενίοτε καθίστατο ηπιώτερος, αλλά συνήθως εβρυχάτο απειλητικώς. Η μόνη θωπεία επί των παρθενικών παρειών ήτο η της αύρας και το μόνον φίλημα ήτο το φλοισβίζον ρεύμα του ρύακος το προσπαίζον στιγμιαίως επί της χλόης, και είτα χυνόμενον εις τον βαθύν χείμαρον.
Και όμως η φύσις ήτο ουχ' ήττον φαιδρά, αλλ' η τύχη είχεν επιζητήσει να καταστρέψη πάσαν αυτής την ευεργετικήν χάριν. Το σεβάσμιον τούτο ίδρυμα εφαίνετο ως πολιός γέρων κατακεκλιμένος επί της χλόης, και απολαύων εκ περισσού άπας έτι των ευεργετημάτων της φύσεως. Η κοιλάς διερρέετο υπό χειμάρρου αρδεύοντος πλουσίως τας φυτείας και τους κήπους. Σύσκια και χλοερά άσυλα εσχηματίζοντο παρά τας εκατέρωθεν κλιτύς, εις ά αι ακτίνες του ηλίου δυσκόλως εισεχώρουν. Κλήματα άγρια, έρποντες κισσοί και περιπλοκάδες περιεπτύσσοντο τα στελέχη των πλατάνων και αρκεύθων. Ίχνη αρχαίας φιλοπονίας εσώζοντο περί τους διατηρουμένους εισέτι κήπους, αλλά καθ' ον χρόνον υπόκειται η παρούσα ιστορία, η καλλιέργεια αυτών είχε παραμεληθή. Βάτοι και άκανθαι απέφραττον τας κανονικώς άλλοτε τμηθείσας διόδους μεταξύ των πρασιών, και αι αμαδρυάδες αι κατοικούσαι τα άλση ταύτα βαδίζουσαι, θα ηναγκάζοντο βεβαίως να ανασηκόνωσι τα κράσπεδα των εσθήτων αυτών, αν ήθελον να μη σχισθώσιν αύται υπό των βάτων. Λέγομεν τούτο φανταζόμενοι, ότι κατά τους χριστιανικούς αιώνας και αύται αι μυθολογικαί νύμφαι,όσαι επέζων εισέτι, ενεδύθησαν πάντως εσθήτας, και δεν ετόλμων πλέον να εμφανίζωνται γυμναί, όπως κατά την ειδωλολατρικήν αρχαιότητα. Αν όμως η εικασία ημών είνε εσφαλμένη, αιτούμεν ταπεινώς συγγνώμην παρά των εγκρατών της αρχαίας και νεωτέρας μυθολογίας.
Εν τούτοις κηπουρός τις υπήρχεν, αλλά και ούτος, αν είχε τινα ικανότητα, ήτο αύτη διά παν άλλο έργον πλην του έργου του κηπουρού. Ο άνθρωπος ούτος, γνωστός ήδη εις τον αναγνώστην,κατώκει παρά το ρεύμα, εντός καλύβης τινός, ήτις άλλοτε ήτο αχυροσκεπής, ως εφαίνετο εκ της ολίγης καλάμης, ήτις εσώζετο έτι επί της στέγης της. Μύλος τις εφαίνετο υποκάτω δεξαμενής, όστις άλλοτε πρέπει να είχε και τροχόν, ως ηδύνατό τις να συμπεράνη εκ της ρωγμής δι' ης εχύνετο το ύδωρ. Παρά το ερείπιον τούτο έβλεπέ τις κειμένας δέσμας καλάμων και ράβδους αιγοκλήματος, και ο κηπουρός εκάθητο, ή μάλλον έκειτο βλέπων μετά ζηλοτύπου οφθαλμού κύνα τινά, όστις ήτο εξηπλωμένος μακαρίως επί της πεπατημένης χλόης. Προφανώς τον εζήλευε διότι δεν ήτο υποχρεωμένος να εργάζηται, ενώ αυτός ήτο ηναγκασμένος να πλέκη καλάθια διά να ζήση. Από καιρού εις καιρόν ο κηπουρός, διακόπτων την εργασίαν ταύτην εχασμάτο βλέπων τον κύνα. Ούτος δε απήντα διά νωθρού γαυγισμού εις τον προκλητικόν τούτον τρόπον του κυρίου του.Περιττήν θεωρούμεν πάσαν περαιτέρω σύστασιν προς τον αναγνώστην.Αμφότερα τα όντα ταύτα είνε ήδη αυτοσύστατα, και ο μεν κύων εκαλείτο Χόμο, ο δε άνθρωπος ωνομάζετο Τρέκλας. Διά να είνε όμως σωστή η ανταλλαγή των ονομάτων έπρεπε και ούτος να καλήται&Κάνις&. Αλλ' αν θέλη ο αναγνώστης, είνε ελεύθερος να τω δώση και το όνομα τούτο, ή και οιονδήποτε άλλο.
Είνε άξιαι πολλού διαφέροντος αι ανθρωποκυνικαί σχέσεις μεταξύ των δύο τούτων όντων. Αύται εποίκιλλον εφ' απάσης της διατονικής κλίμακος των αισθημάτων, από της σκληροτάτης τραχύτητος μέχρι της μαλακωτάτης τρυφερότητος. Ως χαρακτήρ ο Χόμο ήξιζεν αναμφιβόλως κάτι πλειότερον του Τρέκλα, αλλ' όμως δεν εξετιμάτο κατά την αξίαν του. Ο Χόμο ησθάνετο άκραν αφοσίωσιν προς πάντας τους κυρίους του,και είχε πολλούς και πολλάς, έλειχε δε τας ποδιάς όλων. Αλλ' η διαγωγή του Τρέκλα προς τον Χόμο ηδύνατο ου μόνον παρά τοις κυσί,αλλά και παρά τοις ανθρώποις να χαρακτηρισθή ως επίμεμπτος.Σπανίως τω έρριπτε κόκκαλόν τι, συχνότατα όμως τω επεδαψίλευε μαστιγώσεις. Και όμως ο Χόμο δεν απέκαμνε να υπομένη τας δυστροπίας του, εκάθητο δε παρά τους πόδας αυτού μετά παραδειγματικής εγκαρτερήσεως. Οι δε μεταξύ των δύο συναπτόμενοι διάλογοι είνε άξιοι ιδιαιτέρας περιγραφής. Εάν ο Χόμο, βαρυνόμενος την αργίαν, και μη έχων εκδρομήν τινα να εκτελέση, ήρχιζε να σκαλίζη χάριν ασκήσεως το έδαφος με τους πόδας του, ο Τρέκλας τω έλεγε·
— Ησύχασε, Χόμο.
— Γαυ! απήντα ο κύων, και εξηκολούθει να σκαλίζη.
— Μη σκαλίζης, σου λέγω.
— Γαυ! Γαυ!
— Θα σε δείρω, Χόμο.
Ενταύθα ο Χόμο μετέβαλλε τον συνήθη αυτώ γρυσμόν επί το βαθυφωνότερον, από &Γαυ& εις &Γωύ&. Τότε ο Τρέκλας ήρπαζε λεπτήν ράβδον και έτυπτε τον Χόμο.
Ο Χόμο εξέπεμπεν ωρυγμόν, και μετά την πρώτην πληγήν απεμακρύνετο.Το ευτύχημα ήτο ότι ο Τρέκλας και εβαρύνετο να τον καταδιώκη και δεν ίσχυε με τους στρεβλούς πόδας του να τον φθάση. Άπαξ όμως είχεν οργισθή πολύ, και απεφάσισεν αντί πάσης θυσίας να τον φθάση.Έρριψε ρόπαλόν τι κατόπιν του, αλλ' ο Χόμο υπερεπήδησε τον ρύακα και έφυγεν. Ο Τρέκλας έτρεχε κατόπιν του, και προσεποιείτο ότι έχει να τω δώση έν κόκκαλον. Αλλ' ο Χόμο δεν ηπατάτο ευκόλως.Ενόει καλώς ότι ο σκοπός του Τρέκλα ήτο εχθρικός. Εν τούτοις ο Τρέκλας, βλέπων το ανωφελές της καταδιώξεως, μετέβαλε τακτικήν,και επανελθών εις τον μύλον εκάθισε και ήρχισε να πλέκη το καλάθιον. Ο Χόμο, μη ων πανούργος, ενόμισεν ότι ο θυμός του παρήλθε, και επέστρεψε προς αυτόν σείων την ουράν. Αλλά τότε ο Τρέκλας αρπάζει αιφνιδίως τον Χόμο από του λαιμού και τον έτυπτεν ασπλάγχνως. Και όμως ο κύων δεν εμνησικάκει.
Αξία ιδιαιτέρας προσοχής είνε η συνήθως επαναλαμβανομένη περιπαθής εκείνη σκηνή, καθ' ην ο Τρέκλας διηγείτο εμπιστευτικώς τους καϋμούς του εις τον Χόμο. Τότε ο Χόμο τον επαρηγόρει, ως ηδύνατο.
— Χόμο, φίλε μου, νηστικούς θα μας αφήσουν σήμερα.
— Γαυ! έκαμνεν ο Χόμο. Το επιφώνημα τούτο ίσως εσήμαινεν «Εμέ με αφήνεις πολλαίς φοραίς νηστικόν, και δεν παραπονούμαι».
— Αυταίς η διαβολοκαλόγρηαις, η ψεύτραις, η παληοβρώμες….
— Γαυ! Γαυ!
— Αυταίς η υποκρίτριαις, η άνοσταις….
— Γαυ!
— Θα μας αφήσουν να ψοφήσωμε της πείνας και οι δυο.
— Γαυ! Γωύ!
— Αταίς τους ξέρουν να τρώνε, και έχουν πολλά για να φάνε, που να βγάλουν τη φάγουσα.
Ο κύων έσεισε την ουράν.
— Για μένα και για σένα είνε η νηστεία.
Ο κύων κατεβίβασε τα ώτα.
— Εμάς τους δύο θέλουν και καλά να μας πάνε στον παράδεισο.
— Γωύ! έκαμνεν αρνητικώς ο κύων.
— Με το στανιό θέλουν να μας αγιάσουνε.
— Γωύ!
— Δεν μας σώνουν τα άλλα τα βάσανά μας, μας αφήνουν και νηστικούς.
— Γαυ! έκαμεν ο κύων καταφατικώς.
— Να είχα τουλάχιστον ένα κόκκαλο να σου ρίξω εσένα, και μένα δεν με μέλει, ειμπορώ να μείνω και νηστικός.
— Γουβ! το επιφώνημα τούτο εξέφραζεν ίσως απορίαν, πού τα εύρεν ο Τρέκλας τόσα αγαθά αισθήματα. Βεβαίως θα ήτο η πρώτη φορά, καθ' ην θα έκαμνε τοιαύτην θυσίαν.
— Πόσον ευχαριστούμαι, καλέ μου Χόμο, που σ' έχω συντροφιά.
Του κυνός η μορφή εξέφραζεν έκπληξιν.
— Είνε καλό να έχη κανείς ένα φίλον εις αυτόν τον κόσμο. Και εμέ τα βάσανά μου είνε πολλά.
Ο κύων δεν μετείχε πλέον του διαλόγου. Ο Τρέκλας εμονολόγει.
— Φαντάσου να σ' αφήση έξαφνα η γυναίκα σου, Χόμο. Το έπαθα εγώ αυτό. Μ' επαράτησεν η άπιστη. Και τι τα θέλεις, είνε άσχημο να σε παρατήση η γυναίκα σου. Ας λέγουν ότι θέλουν, μοναχός του δεν ειμπορεί να ζήση κανείς. Τραβά τον διάβολο του, Χόμο. Ξαλαφρόνω που σου τα λέγω, και είνε το καλό οπού έχω βεβαιότητα πως δεν θα πας να τα πης αλλού. Αλλ' ως τόσο, καλλίτερα είχα να μη σου τα'λεγα και να μην είχαν συμβή. Να κοιμηθής μια βραδειά με την αγκαλιά ζεστή, Χόμο, και την άλλη να μείνης μάρμαρο, δεν είνε καλή δουλειά, Εσείς οι σκύλοι τώχετε ως τόσο καλά. Κάνετε όλαις ταις δουλειαίς σας με μεγάλη ελευθερία, χωρίς να σας μέλη τέσσερα.Εμείς είμεθα αναγκασμένοι να κλειδομανταλόνωμε ταις πόρταις, και πάλι οι μουσαφεραίοι μας έρχονται απ' τα παράθυρα.
Ο Χόμο εφαίνετο ότι ηκροάτο την παθητικήν ταύτην εξομολόγησιν,αλλά δεν ήτο διατεθειμένος να δώση απάντησιν. Άλλως δε δεν ηγάπα να συζητή περί ανέμων και υδάτων. Είνε αληθές ότι δεν είχεν ανάγκην να λάβη μαθήματα ηθικής παρά του Τρέκλα, όπως δεν είχεν ανάγκην ουδέ τροφήν να λάβη παρ' αυτού. Αν ήτο να περιμένη ο Χόμο την τροφήν του εκ της χειρός του Τρέκλα, θα ήτο άξιος οίκτου. Το καλόν ήτο ότι ο Χόμο περιήρχετο δις και τρις της ημέρας περί τα μαγειρεία των καλογραιών, και εκείθεν τακτικώς εψωμίζετο. Εκείσε δε διηυθύνθη και σήμερον, αφού ήκουσε την εποικοδομητικήν ταύτην διδαχήν του Τρέκλα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΣΤ'.

Ο μοναστικός βίος.
Εν τω περιβόλω του μοναστηρίου συνέβαινον καθ' εκάστην τρομεραί μάχαι μεταξύ του επιδρομέως Χόμο και πολυαρίθμων αμυνομένων. Δύο δωδεκάδες γαλών ετρέφοντο εν τω περιβόλω τούτω, αίτινες θα ήσαν ικαναί να καταδιώκωσι τελεσφόρως τους μυς, αν δεν επαχύνοντο υπερμέτρως. Αλλ' όσον διά τον Χόμο, ούτος δεν ηδύνατο ο δυστυχής να εισχωρήση αποινεί εις το ιερόν οίκημα. Διά την τύχην αυτού η τοσαύτη πιμελή εχρησίμευεν οιονεί προς λίπανσιν των σωμάτων και όξυνσιν των ονύχων των εχθρών του. Αλλ' όμως ο φόβος δεν εκώλυεν αυτόν του να εισχωρή εις το μοναστήριον, βιαζόμενος υπό του ενστίκτου της ζωής. Είνε βέβαιον ότι μεταξύ των μοναζουσών είχε και προστάτιδας. Μία αυτών, η αδελφή Βεάτη, εδεικνύετο εξόχως ευμενής προς τον κύνα. Η ευμένεια δε ήτο το κυριώτατον γνώρισμα της γυναικός ταύτης. Αύτη εμειδία τόσον προθύμως και περιχαρώς προς πάντα τα περί αυτήν, ώστε ουδείς ηδύνατο να την μεμφθή ούτε διά το υψηλόν της ανάστημα ούτε διά την άπλυτον εμπροσθέλλαν ην εφόρει. Η αδελφή Βεάτη ήτο η επιτηδειοτάτη των μαγείρων και η αμελεστάτη των καλογραιών. Εις μάτην οι κώδωνες εκώφαινον νυχθημερόν τα ώτα της. Εις την εκκλησίαν δεν επάτει. Δεν ενόει να καταλίπη ουδέ στιγμήν το μαγειρείον. Ήτο δ' ευχαριστημένη με το επάγγελμά της, όπερ εδικαιολόγει αποχρώντως την εκ του ναού απουσίαν. Εδήλωσε δε εις την ηγουμένην, ότι αν εις το μέλλον τυχόν επαύετο από του διακονήματος τούτου, η προτιμώμενη παρ' αυτής θέσις ήτο η της κωδωνοκρουστρίας.
Η Βεάτη εύρισκε καιρόν να συμβιβάζη τα χρέη της με τας αδυναμίας της και τούτο ήτο επίσης αξιόλογον προτέρημα. Μία των αδυναμιών της συνίστατο εις το να περιέρχηται νύκτωρ τα δωμάτια των μοναζουσών, και ν' αρχίζη μετ' αυτών συνδιαλέξεις σχοινοτενείς περί παντός πράγματος. Θέμα αυτών συνήθως ήτο, ως εννοείται, η κακολογία. Η αδελφή Βεάτη είχε την καλήν συνήθειαν να λοιδορή αδυσωπήτως πάσας τας μοναχάς, όσαι είχον την ευτυχίαν να συζώσι μετ' αυτής υπό την αυτήν στέγην. Η αδελφή Βεάτη ήτο φιλοπράγμων και ανυπόμονος εις το έπακρον. Δεν ηνείχετο να υπάρχωσι μυστικά δι' αυτήν. Τω όντι εσκέπτετο ότι, αφού παν μυστικόν ήτο προωρισμένον να είνε γνωστόν εις δύο τουλάχιστον πρόσωπα, διατί να μη είνε και εις τρίτον, και διατί το τρίτον τούτο να μη είνε αυτή αντί πάσης άλλης; Ησθάνετο δε τοσούτον γαργαλισμόν περιεργείας,οσάκις εδίδετο αφορμή προς ανίχνευσιν μυστικού τινος, ώστε δεν ηδύνατο ούτε να κοιμηθή ούτε να φάγη. Εάν δεν κατώρθου νανακαλύψη τι συνέβαινε, κατέφευγεν εις εικασίας, εις συνδυασμούς, εις πλάσματα, και τέλος έλυεν οπωσδήποτε την απορίαν της. Σπανίως δε ηστόχει ολοσχερώς του επιδιωκομένου παρ' αυτής αξιεπαίνου σκοπού.
Μία τοιαύτη περίστασις απαιτούσα θηρευτικήν και ανιχνευτικήν όσφρησιν είχε παρουσιασθή αρτίως εις το μοναστήριον και διήγειρε σκανδαλωδώς ορθήν και άγρυπνον την προσοχήν της Βεάτης. Νέα τις άγνωστος εις πάσας τας μοναχάς είχεν έλθει εις το μοναστήριον και την είχον κλείσει εις δωμάτιόν τι χωρίς μηδεμία των μοναζουσών να ίδη αυτήν. Εψιθυρίσθη μόνον το πράγμα, και τις των αδελφών,ονομαζομένη Πογκία, ισχυρίζετο ότι την είδεν, αλλ' ήσαν συνειθισμέναι να μη πιστεύωσιν εις τας διαβεβαιώσεις της Πογκίας,καθόσον αύτη ήτο γνωστή ως ελαφρόσκιος, και είχε τόσας δράσεις όσους και οφθαλμούς. Οι οφθαλμοί της δ' έβλεπον προς τα εντός μάλλον ή προς τα εκτός, και υπείκον αποκλειστικώς εις την φαντασίαν της. Ήτο γνωστόν μόνον ότι η εν λόγω νέα είχεν έλθει διά νυκτός, αλλ' ουδεμία των μοναχών είξευρεν ούτε τις την έφερεν ούτε διατί ήλθε. Περιέμενον την επιούσαν και την μεθεπομένην,ελπίζουσαι να την ίδωσιν εξερχομένην του κελλίου, όπου είχε κλεισθή τη διαταγή της ηγουμένης. Αλλ' η προσδοκία αύτη υπήρξε ματαία. Ουδεμία των καλογραιών ηξιώθη να ίδη το πρόσωπόν της. Τις άρα ήτο η ξένη αύτη; Ήτο δόκιμος; Ήτο νεοφώτιστος; Ήτο κατηχουμένη; Ήτο μετανοούσα; Ήτο κατάδικος; Άγνωστον.
Η αδελφή Βεάτη ετριγυρίσθη. Αύτη μόνη είχε τόσην περιέργειαν, όσην αι άλλαι μοναχαί όλαι ομού. Τι να κάμη; Ανάγκη πάσα νανακαλύψη το μυστικόν. Ν' αποθάνη τις εκ σκληραγωγίας, υπομονή. Ν' αποθάνη εκ γήρατος, χάρισμα. Ν' αποθάνη εκ νόσου, υποφέρεται. Ν' αποθάνη εκ βιαίου θανάτου, τι να γείνη; Αλλά ν' αποθάνη εκ περιεργείας; Τούτο θα ήτο πρωτάκουστον. Και όμως η αδελφή Βεάτη θα ήτο ικανή να δώση εις τον κόσμον το τοιούτον παράδειγμα.
Η Βεάτη, ιδούσα ότι δεν έμελλε να κατορθώση τι διά των συνήθων μέσων, ήρχισε να σκέπτηται ήδη ότι ήτο ανάγκη εκτάκτου τινός διαβήματος. Εν τω μεταξύ δ' εξέφαζε διαφόρους αλλήλας αναιρούσας εικασίας. Κατά την αδελφήν Πογκίαν, η νέα ήτις είχεν έλθει είχεν όλως φανταστικά χρώματα. Ήτο υψηλή ως ανήρ και ωμοίαζε κατά την φυσιογνωμίαν με την Αγίαν Περπέτουαν, την προστάτιν του μοναστηρίου, ήτις είχε την έκτακτον όλως χάριν να δαμάζη τα άγρια θηρία. Τοιαύτην την είχεν ιδεί η αδελφή Πογκία εις τας οπτασίας της.
Η Βεάτη ουδέν εκ πάντων τούτων παρεδέχετο. Τα συμπεράσματα αυτής ήσαν άλλα, έμελλε δε να πλάση ολόκληρον ιστορίαν περί του πράγματος, αν δεν επροτίμα να κάμη μίαν αληθή. Προς τούτο ήρχισε να κατασκοπεύη περί την εσπέραν τα κατατόπια, όπου είχε μάθει ότι κατώκει η ξένη. Αύτη ήτο έγκλειστος εις το υψηλότερον δώμα,κτίριόν τι πυργοειδές, μέρος έρημον, οπού σπανίως ανέβαινον αι μοναχαί. Άλλως δε η θύρα του χωρίσματος τούτου ήτο από αμνημονεύτων χρόνων ερμητικώς κεκλεισμένη.
Περί την δευτέραν ώραν της νυκτός, ενώ αι μοναχαί ανεγίνωσκον εν τω καθολικώ το απόδειπνον, η αδελφή Βεάτη εσκέφθη ότι δεν έπρεπε να χάση καιρόν, έλαβεν εκ του μαγειρείου δάδα ανημμένην και ανήλθε τα τρία πατώματα της &κόρδας&. Έφθασεν εις την θύραν του πυργοειδούς δώματος. Ώθησεν αυτήν, και εξεπλάγη ιδούσα ότι ήτο ανοικτή. Στενή κλίμαξ ήτο ενώπιόν της άγουσα προς το δώμα, όπου έπρεπε να κατοική η ξένη, αν υπήρχε τοιαύτη και δεν ήτο πλάσμα της φαντασίας. Η Βεάτη έθηκεν αποφασιστικώς τον πόδα επί της πρώτης βαθμίδος, και αι σεσαθρωμέναι σανίδες έτρεμον υπό τα γόνατά της.Ευρώς και υγρασία διέπνεε διά των χωρισμάτων τούτων. Η δας ην εκράτει η μοναχή επλησίαζε να σβεσθή. Έφθασεν εις το ύψος της κλίμακος. Η θύρα του πρώτου χωρίσματος ενέδωκεν επίσης. Ήτο τούτο είδος προθαλάμου, μετ' αυτόν δε είπετο ο κύριος θάλαμος, εν ώ έπρεπε να κατοική το μυστηριώδες πρόσωπον. Περί των δύο τούτων θαλάμων υπήρχεν αρχαία τις παράδοσις. Η Βεάτη ήθελεν αισθανθή φόβον, αν δεν κατείχετο υπό μεγίστης πολυπραγμοσύνης και έμενε χώρος δι' άλλο αίσθημα εν τη καρδία της.
Η παράδοσις αύτη έλεγεν ότι μοναχός τις κατοικών το πάλαι εις τα δώματα ταύτα, ασκήσας μεγίστην εγκράτειαν, είχεν αγιάσει. Κατ'άλλους δεν είχεν αγιάσει, αλλά τουναντίον εβρυκολάκιασε, και κατά την συνήθειαν των ομοίων του ηρέσκετο να επανέρχηται νύκτωρ εις το έρημον τούτο δώμα, όπως επισκέπτηται μετά θάνατον την πάλαι κατοικίαν του. Την τελευταίαν ταύτην γνώμην παρεδέχετο και η ηγουμένη του μοναστηρίου, η μήτηρ Πία, καθότι δεν εδέχετο αύτη ότι ήτο δυνατόν να αγιάση σχισματικός μη πρεσβεύων τα δόγματα του Πάπα. Αγνοώ ποτέρα των δύο γνωμών είνε η ορθή.
Ο προθάλαμος, εν ώ ευρίσκετο η αδελφή Βεάτη, κάθυγρος, με τους τοίχους μαύρους και αραχνιώντας, ήτο θλιβερώτατος. Εφ' ενός των τοίχων, σώζοντος εισέτι ολίγην κονίαν, εφαίνετο κεχαραγμένος μέλας Σταυρός μετά της λόγχης και του σπογγοφόρου καλάμου. Υπό το σημείον τούτο υπήρχεν ελληνική τις επιγραφή λέγουσα: «Ίδε, έφθασε,ταλαίπωρε ψυχή, ο απόστολος ο ερχόμενος οπίσω μας. Τι καθήμεθα;Αποδημία εστίν αιώνιος, μη έχουσα πάλιν επάνοδον». Την επιγραφήν ταύτην εχάραξε πιθανώς αυτός ο πάλαι ποτέ ζήσας αναχωρητής, όστις δεν εφαντάσθη, φαίνεται, ότι έμελλε να βρυκολακιάση και να επανέρχηται ενταύθα και μετά την αιώνιον αποδημίαν.
Όπως και αν έχη τούτο, η Βεάτη δεν κατείχετο την στιγμήν ταύτην υπό ουδενός δεισιδαίμονος αισθήματος. Επλησίασε θαρραλέως και έκρουσε την θύραν. Αλλ' αύτη ανθίστατο. Ήτο στερρώς κεκλεισμένη. Η Βεάτη επανέλαβε την κρούσιν. Έκρουσε δε ηρέμα και συνεχώς. Ουδεμία φωνή ηκούσθη.
— Ποία είσαι αυτού μέσα; ηρώτησεν η Βεάτη.
Ουδεμία απάντησις.
— Ποία είσαι; επανέλαβεν η Βεάτη. Δεν ομιλείς δι' αγάπην Θεού;
Τη στιγμή ταύτη εφάνη εις την Βεάτην ότι ήκουσεν ως πνοήν ή στεναγμόν τινα, κίνημά τι ανθρώπου αφυπνιζομένου. Ηκροάσθη. Δεν ήκουσε πλέον τίποτε. Ενόμισεν ότι ηπατήθη την πρώτην φοράν.
Ητοιμάζετο να κρούση και εκ τρίτου. Αλλά συγχρόνως ήκουσε βήματα εκ του αντιθέτου μέρους. Διά της κλίμακος ην είχεν αρτίως αναβή,ανέβαινέ τις.
Η Βεάτη μόλις επρόφθασε να κρυφθή όπισθεν της θύρας, δι' ης είχεν εισέλθει, και είχεν αφήσει αυτήν ανοικτήν. Διενοήθη ότι πρέπει να ήτο η ηγουμένη αυτή ήτις ήρχετο.
— Ποίος ήνοιξε αυτήν την πόρτα; ηκούσθη μορμυρίζουσα φωνή τις.Εγώ την άφησα ανοικτή; Παναγία μου! Μη χειρότερα! Μη ήρθεν ο βρυκόλακας;
Η Βεάτη ανεγνώρισε την γυναίκα ταύτην. Δεν ήτο η ηγουμένη. Ήτο η αδελφή Σιξτίνα, ήτις εξετέλει χρέη νοσοκόμου εν τη μονή. Η Βεάτη διενοήθη ότι αύτη βεβαίως θα ανέλαβε να υπηρετή την έγκλειστον εις τα προς τροφήν και πάσαν άλλην διακονίαν του σώματος, και διά τούτο ήρχετο ενταύθα.
Η Βεάτη εκόλλησεν όπως ηδυνήθη εις την κόγχην της θύρας. Άλλως θα ήτο ήδη σκότος, διότι είχε σβέσει την δάδα. Η αδελφή Σιξτίνα,φοβουμένη μη την κατασκοπεύωσι μακρόθεν, έφερεν ένα εκ των ετεροπλεύρων εκείνων φανών, των φωτιζόντων τα έμπροσθεν του βαστάζοντος, καθιστώντων δε βαθύτερον το όπισθεν σκότος. Δεν εστράφη να ίδη οπίσω της θύρας, ήτο δε και αδύνατον να φαντασθή,ότι ήτο τις ενταύθα. Αν και δεν ηρκέσθη βεβαίως εις την υπόνοιαν ότι ήλθεν ο βρυκόλαξ, δεν συνέλαβεν όμως αλλοίαν υποψίαν. Μη έχουσα πεποίθησιν εις την μνήμην της, δεν είξευρε μετά βεβαιότητος ότι είχε κλείσει πράγματι την θύραν, την τελευταίαν φοράν καθ' ην ήλθεν ενταύθα. Δυνατόν να την άφησε και ανοικτήν και να μη ενεθυμείτο. Εν τούτοις προυχώρησεν αύτη προς τον κλειστόν θάλαμον.
Ανέσυρεν εκ της ζώνης της βαρείαν κλείδα και έθηκεν αυτήν εις το κλείθρον. Η προστριβή και ο κρότος του σιδηρού εργαλείου αντήχησε βραχνώς υπό τον λίθινον θόλον. Η θύρα ηνοίχθη μετά βαρέος τριγμού.
Η Βεάτη προέβαλε γοργώς την κεφαλήν όπισθεν της Σιξτίνης και προσεπάθησε να ίδη τα εντός του ανοιχθέντος θαλάμου. Αλλ' όσον άπληστον και αν ήτο το βλέμμα της ουδέν προέλαβε να ίδη. Η αδελφή Σιξτίνα έκλεισεν αύθις την θύραν και σκότος βαθύ αποκατέστη.
Τότε η Βεάτη εσκέφθη ότι, αφού δεν είχεν ικανοποιήσει την όρασιν,ώφειλε τουλάχιστον να ευχαριστήση την ακοήν. Πατούσα επ' άκρων των ονύχων επλησίασεν εις την θύραν, και έτεινε τα ώτα. Αλλ' ουδέν ήκουεν. Έμεινε χρόνον τινά αυτόθι. Ουδέν.
Η Βεάτη εσκέφθη ότι ίσως η ξένη εκοιμάτο, και αφού το πράγμα ούτως είχεν, η Σιξτίνα μη έχουσα ν' αποτείνη τον λόγον πρός τινα, δεν ήτο ανόητος να ομιλή μόνη της, και ούτω συνέβαινεν ώστε αυτή, η Βεάτη, καίπερ τείνουσα υπερμέτρως τα ώτα, ουδέν όμως ήκουεν. Η εικασία αύτη εφάνη εις την Βεάτην η λογικωτάτη, εξ όσων είχε κάμει ποτέ.
Εν τούτοις ηκροάτο εισέτι. Έμελλε δε να μείνη επί μακρόν χρόνον ορθία ενταύθα, αν δεν επήρχετο εις αυτήν η προφυλακτική πρόνοια,ότι ήτο επόμενον η Σιξτίνα να εξέλθη όθεν εισήλθε, και τότε η Βεάτη έμελλε να καταληφθή επ' αυτοφώρω ωτακουστούσα. Η σκέψεις αύτη την έκαμε να τραπή εις φυγήν. Αλλ' ενταύθα πάλιν άλλη δυσκολία. Είπομεν ότι ήτο σκότος. Η Βεάτη ήτο ηναγκασμένη να βαδίση ψηλαφίνδα, να καταβή την σεσαθραιμένην κλίμακα, να διέλθη τους σκοτεινούς εκείνους διαδρόμους δι' ων από μακρού χρόνου δεν είχε διαβή.
Εν τη αμηχανία της εσκέφθη να κρυβή εις την κόγχην την όπισθεν της θύρας του προθαλάμου, και να περιμείνη μέχρις ου εξέλθη η Σιξτίνα,αφού, ως επίστευεν, έμελλε να εξέλθη αύτη. Αλλ' αν δεν εξήρχετο;Αν έμελλε να μείνη εις τον θάλαμον της ξένης και να διανυκτερεύση μετ' αυτής, όπερ δεν ήτο απίθανον; Τότε ουδέν έμελλε να χάση η Βεάτη. Διότι μετά δύο ή τρεις ώρας δεν έμελλε να πυκνωθή πλειότερον το σκότος, τουναντίον περί το μεσονύκτιον θ' ανέτελλεν η σελήνη, ης το φέγγος θα διήρχετο διά τινος φεγγίτου, και θα ωδηγείτο να βαδίση ευχερέστερον. Πλην τούτου οι οφθαλμοί της,οίτινες έβλεπον καλώς, ήθελον συνειθίσει εις το σκότος, και θα υπηρέτουν αυτήν καλλίτερον. Αν τουναντίον, παρά πάσαν πιθανήν εικασίαν, εξήρχετο εκ του θαλάμου η Σιξτίνα, τότε η Βεάτη δεν ηδύνατο να φοβηθή το τεχνητόν σκότος, όπερ προεκάλει όπισθεν της νυκτοβάτιδος το ημιφαές δέλετρον, και η ανιχνεύτρια έμελλε να οδηγηθή διά της αντιλαμπής του φωτός πλειότερον ή η Σιξτίνα διά της ορθής αυτού λάμψεως.
Ταύτα διανοηθείσα η Βεάτη, απεφάσισε να παραμείνη. Εκάθισεν αναπαυτικώς επί της κόνεως της σεσωρευμένης όπισθεν της θύρας, και περιμένουσα μετ' άκρας υπομονής. Οφείλομεν προς τιμήν της να είπωμεν, ότι ουχί ο φόβος και το σκότος εκώλυσαν αυτήν να επανέλθη. Αν και είχε σβέσει εξ ανάγκης την δάδα, ην είχε φέρει,εν τούτοις ηδύνατο να καταβή και άνευ φωτός, και τούτο τη συνέφερε καλλίτερον. Αν είχεν ανάγκην φωτός, δεν ήθελε λησμονήσει να λάβη εκ του μαγειρείου μεθ' εαυτής πυρίτην λίθον και χάλυβα. Ουχί η επιλησμόνυση, αλλ' η ολιγωρία ήτο η αιτία της παραλείψεως ταύτης.Εν τοσούτω η αγαθή αύτη γυνή προυτίμησε να μείνη μάλλον ή ν'απέλθη, εκείνο δε όπερ έπεισεν αυτήν ν' αποφασίση τούτο, δεν ήτο ουδέν των προειρημένων αιτίων, αλλ' εκείνο όπερ προείπομεν, η πολυπραγμοσύνη υφ' ης κατείχετο. Και βεβαίως, αφού το αξιόλογον τούτο προτέρημα την έκαμνε ν' αναβή τρία ή τέσσαρα πατώματα εν καιρώ νυκτός, καθ' ον χρόνον αι άλλαι έψαλλον το &Χαίρε Μαρία&,δεν ηδύνατο άρα να την βιάση να μείνη δύο ή τρεις ώρας ενεδρεύουσα εις τον υψηλόν τούτον όροφον; Τι το κωλύον αυτήν;
Δεν περιέμενεν όμως πολύ. Εξαίφνης η θύρα του κελλίου ηνοίχθη. Η Βεάτη συνεμαζεύθη όπως καλλίτερον ηδύνατο παρά την γωνίαν της,αλλ' η αδελφή Σιξτίνα, ήτις εξήλθε βαστάζουσα το δέλετρον, δεν διηύθυνε το βλέμμα μακράν. Εστράφη ευθύς οπίσω, εισήγαγε την κλείδα εις το κλείθρον, αντήχησεν εκ νέου ο πένθιμος εκείνος τριγμός, έθηκε την κλείδα εις το θυλάκιόν της, και στραφείσα διηυθύνθη εις την κλίμακα.
Τότε η Βεάτη έμεινεν επί τινας στιγμάς αναποφάσιστος, διστάζουσα αν έπρεπε να την ακολουθήση ή να μείνη. Αλλ' όμως διελογίσθη ότι την κατόπτευσιν ην εξετέλεσεν απόψε ηδύνατο να την εκτελέση και την εσπέραν της αύριον, και μάλιστα μετ' ελπίδων μείζονος επιτυχίας. Όθεν ώρμησε κατόπιν της προπορευομέης Σιξτίνης.
Ότε αύτη είχε καταβή επτά βαθμίδας της κλίμακος, τότε και η Βεάτη εκινήθη. Αλλά περιέμεινε μέχρις ου η Σιξτίνα καταβή και την τελευταίαν βαθμίδα, και επειδή έμελλε τότε αύτη να στραφή επικάρσια όπως εύρη την θύραν, η Βεάτη ήθελεν ελλαμφθή υπό του φωτός του δελέτρου, όπως καταβή αφόβως την κλίμακα.
Τούτο και έπραξεν. Αλλά δυστυχώς καθ' ην στιγμήν η Βεάτη επάτει εις την δευτέραν εκ των άνω βαθμίδα, η σανίς έτριξε, και η αδελφή Σιξτίνα εκπλαγείσα εστράφη να ίδη.
Η Βεάτη παρεκάλει τον ουρανόν, ή εν ελλείψει αυτού την γην και τας υποχθονίους θεότητας, να τυφλώσωσι τα όμματα της Σιξτίνης, να αναπετάσωσι πυκνόν πέπλον προ των οφθαλμών αυτής, όπως μη δυνηθή να την ίδη. Ευτυχώς θαύμα συνέβη. Η Σιξτίνα εστράφη μεν, αλλ'ουδέν είδεν. Είτε διότι η ακτίς του οφθαλμού της δεν διηυθύνθη προσφυώς, είτε διότι η ακοή δεν ωδήγησεν αρκούντως την όρασιν,είτε διότι δεν έστρεψεν επαρκώς το δέλετρόν της, είτε τέλος διότι δεν αντελήφθη καλώς τον τριγμόν ον ήκουσεν ουδ' έδωκε πολλήν σημασίαν εις την αντίληψιν ταύτην, το βλέμμα της μόλις εστράφη και απεστράφη πάλιν, και εξηκολούθησε να βαδίζη διά του διαδρόμου. Η Βεάτη, ήτις είχε προσπαθήσει να ενωθή ει δυνατόν με τον μέλανα τοίχον, περιέμεινε στιγμάς τινας μέχρις ου απομακρυνθή, προτιμώσα να μείνη αυτή εις το σκότος ή να κινδυνεύση αύθις τον αυτόν κίνδυνον.
Η αδελφή Σιξτίνα προέβη. Η Βεάτη την ηκολούθησεν χωρις ν' ανησυχή πλέον.
Η Σιξτίνα προεπορεύετο, μηδαμώς υποπτεύουσα εις τι εχρησίμευεν η νυκτερινή αύτη περιοδεία της και ο φανός ον εκράτει. Αν είξευρεν ότι τα πάντα εγίνοντο όπως φωτίση τα βήματα της νυκτοπόλου Βεάτης,βεβαίως η Σιξτίνα ήθελε προτιμήσει να μείνη εις το πενιχρόν κελλίον της, να δαπανήση τα βήματα όσα έκαμεν εις τας γονυκλισίας,και να καύση το έλαιον προ της εικόνος της Αγίας Περπετούας μάλλον, ή προ των οφθαλμών της Βεάτης. Αλλά πάσαν την οσιότητα ην ήσκει, δεν είχε φθάσει ακόμη εις υψηλά μέτρα αρετής και δεν είχεν αποκτήσει το προορατικόν χάρισμα. Άλλως δε ο στέφανος αυτής προήρχετο εκ της υπακοής, διότι έπραττε τα πάντα όπως υπακούση εις την δέσποινάν της την ηγουμένην.
Η δυστυχής Βεάτη είχε και αυτή άλλην δέσποιναν, τοσούτω δεσποτικωτέραν όσω δεν είχε σάρκα και οστά, και εις αυτήν μόνην υπήκουεν. Ήτο δε αύτη η αδυναμία της, ήτις ώθει αυτήν να επιχειρή παραβόλους εκστρατείας, όπως ανακαλύψη πράγματα, περί ων ουσιωδώς δεν διεφέρετο. Αλλ' η πρώτη αποτυχία τη ενέπνευσεν ισχυρογνωμοσύνην και ωρκίσθη ν' ανακαλύψη το πράγμα ως τάχιστα.
Όλην την νύκτα η Βεάτη ωνειρεύετο ότι είχε παραβιάσει την θύραν του κλειστού θαλάμου, και συνδιελέγετο μετά της ξένης. Είνε αληθές ότι το όνειρόν της ήτο ατελές. Ωμίλει μεν μετ' αυτής, αλλά δεν την έβλεπε. Την πρωίαν, ότε αφυπνίσθη, δεν ανεπόλει τους χαρακτήρας του προσώπου της. Και αυταί δε αι λέξεις ας αντήλλαξε μετ' αυτής ήχουν μόνον ως βόμβος συγκεχυμένος εντός της κεφαλής της.
Όλην την επομένην ημέραν η αδελφή Βεάτη κατείχετο υπό νευρικής ανυπομονησίας. Περιέμενεν ανυπομόνως την νύκτα, όπως δυνηθή να εκτελέση το σχέδιόν της. Ήτο αφηρημένη όλην την ημέραν. Αι μοναχαί παρεπονούντο ότι το παρατεθέν αυταίς γεύμα ήτο άβραστον και ανάλατον. Η αδελφή Κλάρα, μία των φρονιμοτέρων καλογραιών, ελθούσα όπως τη μεταβιβάση παραγγελίαν τινά της ηγουμένης, ηναγκάσθη να επιστρέψη άπρακτος. Η Βεάτη δεν είχε την δύναμιν ν' ακούση, ουδέ να εννοήση τι.
— Λοιπόν τι να της είπω; ηρώτησεν η αδελφή Κλάρα.
— Ποίας; είπεν αλλόφρων η Βεάτη.
— Ποίας; Της ηγουμένης που μ' έστειλε.
— Ό,τι θέλεις, είπε μειδιώσα η Βεάτη.
— Πώς ό,τι θέλω;
— Πε της ότι δεν με ηύρες.
— Δεν σε ηύρα; Πώς γίνεται;
— Πώς δεν γίνεται; επανέλαβε φαιδρά η Βεάτη.
— Τότε θα μου πη, μην έφυγε το μαγειρείο από τον τόπον του;
— Ειμπορεί και να έφυγε, απήντησεν απροσέκτως η Βεάτη.
— Και τότε;
— Τότε;
— Η ηγουμένη θα μου πη πως ετρελλάθηκα.
— Ας σου πη.
— Και πως θέλω διάβασμα.
— Ας θέλης, είπεν η Βεάτη εξακολουθούσα να μειδιά προσηνώς.
— Αλλά τότε ο αββάς Βικέντιος Δεκρόττας….
— Ποίος Βικέντιος Δεκρόττας;
— Ο ιερεύς μας.
— Την ευχή του, είπεν η Βεάτη.
— Θα γυρεύη ν' ανοίξη την Σύνοψιν.
— Ας την ανοίξη.
— Και να με διαβάση.
— Ας σε διαβάση.
— Αλλά τούτο δεν θα με γλυτώση από την κατάραν της ηγουμένης,είπε μετά τρόμου η Κλάρα.
— Ποίας ηγουμένης; είπεν αλλοφρονούσα η Βεάτη.
— Ποίας ηγουμένης; Είσαι 'στά καλά σου;
— Στα καλά μου;
— Ναι. Είνε άλλη ηγουμένη;
— Άλλη ηγουμένη;
— Βέβαια.
— Δεν ξεύρω, είπεν αφελώς η Βεάτη.
— Δεν ξεύρεις; επανέλαβεν η Κλάρα.
— Βέβαια, απήντησεν η Βεάτη.
— Να ξεραθής, είπε ξηρώς η Κλάρα.
— Να μαραθής, απήντησε μεμαραμμένως η Βεάτη.
Και η αδελφή Κλάρα, αισθανθείσα ακατανίκητον αγανάκτησιν έκαμε το σημείον του Σταυρού, και εξήλθεν εκ του μαγειρείου χωρίς να στραφή να ίδη οπίσω της.
Ήτο ήδη περί εσπέραν. Η αδελφή Βεάτη ουδόλως ηνησύχησεν εκ του μικρού τούτου συμβάντος, αλλ' ελησμόνησεν ήδη αυτό πριν ή συμβή.Ότε ο αραχνώδης πέπλος του σκότους ήρχισε να καταπετάννυται περί τα ζοφερά τείχη του μοναστηρίου, και οι κώδωνες κατά το σύνηθες βραδέως κρουόμενοι αντήχησαν ανά το ύψος του κωδωνοστασίου καλούντες θορυβωδώς τας καλογραίας εις την επιλύχνιον προσευχήν,τότε η αδελφή Βεάτη έλαβε δύο κηρία, έθηκε το έν αυτών εις το θυλάκιόν της, ήναψε το έτερον και ανέβη ανά μίαν τας βαθμίδας της λιθίνης κλίμακος, της αγούοης από του μαγειρείου εις το πρώτον πάτωμα της μεσημβρινής πλευράς. Την φοράν ταύτην η Βεάτη ησθάνετο εν εαυτή διπλούν θάρρος ή την προλαβούσαν εσπέραν, είχε δε απόφασιν να εξαγάγη κέρδος τι, όπως ηδύνατο, εκ της δευτέρας ταύτης κατοπτεύσεως.
Αφού ανέβη και τας τεσσάρας κλίμακας, έστη επί στιγμήν όπως αναπνεύση, επλησίασεν εις την θύραν του κλειστού θαλάμου και ηκροάσθη. Ουδέ πνοή ηκούετο. Η Βεάτη ήθελε να βεβαιωθή μόνον, ότι η Σιξτίνα δεν ήτο εν επισκέψει παρά τη εγκλείστω. Είτα έκρουσε θαρραλέως την θύραν. Την φοράν ταύτην η Βεάτη υπήρξεν ευτυχεστέρα.Μετά την δευτέραν κρούσιν, στεναγμός ηκούσθη λίαν ευκρινώς. Η μοναχή εξέλαβε τούτο ως ευοίωνον σημείον και έκραξε·
— Κόρη μου! Είσαι μέσα;
— Ποίος είνε; ηρώτησεν ασθενής φωνή ένδοθεν του θαλάμου.
— Μία φίλη, απήντησεν η Βεάτη.
— Αχ, είπεν η έσωθεν φωνή.
— Διατί σ' έχουν εδώ; επανέλαβεν η Βεάτη.
— Δεν ειξεύρω.
— Ποίος σ' έφερεν;
— Άνθρωποι άγνωστοι.
— Πόθεν είσαι;
— Από τα περίχωρα.
— Και θα σε κρατήσουν πολύν καιρόν εδώ;
— Δεν ειξεύρω.
— Τι κακόν έπραξες διά να σε φυλακίσουν ούτω;
— Δεν ειξεύρω, αλλά…
— Αλλά; επανέλαβεν η Βεάτη.
— Έχω αμαρτίας, ως φαίνεται, είπεν η φωνή μετά στεναγμού.
— Και είσαι μόνη εδώ μέσα;
— Μόνη.
Η Βεάτη εσκέφθη επί μικρόν.
— Ποία είσαι; την ηρώτησε το αόριστον πρόσωπον.
— Είμαι καλογραία. Ησθάνθην συμπάθειαν, όταν έμαθα διά σε. Αν ειμπορούσα να σε σώσω…
— Αλλοίμονον, είπεν η φωνή.
— Μην απελπίζεσαι. Έχε θάρρος.
— Θάρρος…
— Και σ' έχουν κλεισμένην απ' έξω;
— Ναι.
— Είνε οι στροφείς στερεοί; Δοκίμασε την θύραν.
— Είνε πολύ βαρεία.
— Και αυτή η γυναίκα που έρχεται κάθε μέρα δεν σε περιποιείται;
— Ναι.
— Σοι φέρει τροφήν;
— Μοι φέρει.
— Και τι σοι λέγει;
— Δεν ειξεύρει και αυτή τίποτε.
— Μη την πιστεύης, είπε σχετλιαστικώς η Βεάτη. Είνε γεμάτη πονηρίαν.
— Αυτή!
— Ναι! Μη την εμπιστεύεσαι.
— Ω!…
— Αν ζητή να της ειπής τίποτε, μη της το λέγης.
— Τι να της είπω; είπεν η φωνή, ήτις εφαίνετο όλως καταβεβλημένη
και ο διάλογος τη επροξένει κάματον.

— Μη καταβάλλεσαι, είπεν η Βεάτη, εννοήσασα το αίσθημα της ξένης·
έχε θάρρος, σοι λέγω.

— Ναι, βέβαια.
— Εγώ θα πάρω τον τύπον του κλείθρου τώρα.
— Του κλείθρου;
— Ναι, θα κάμω αντικλείδι.
— Α! είπεν η φωνή και εφάνη ότι η λέξις αύτη τη επανέφερε ζοφεράν ανάμνησιν.
— Και θα την ανοίξω διά να σ' ελευθερώσω, είπεν η Βεάτη.
— Ω, Θεέ μου! είπε μετ' ελπίδος η άγνωστος.
— Δύο ή τρεις ημέρας υπομονήν.
— Αλλ' ειξεύρω αν θα μείνω εδώ;
— Πώς; Θα σε μεταφέρουν αλλού;
— Δεν ειξεύρω τίποτε.
— Αν σ' εβγάλουν ή ημέραν ή νύκτα, εγώ θα τρέξω κατόπιν.
— Ω, ευχαριστώ, είπεν η άγνωστος.
— Μη σε μέλη, είπεν η Βεάτη. Έλπιζε.
— Ελπίζω.
— Και κάθε βράδυ θα έρχωμαι να σ' επισκέπτωμαι, καθώς τώρα.
— Ω, ναι, παρακαλώ.
— Θα συνομιλώμεν χωρίς να βλεπώμεθα.
— Καλά.
— Έχεις φως μέσα;
— Έχω.
— Απομάκρυνε το σώμα σου, μη σκιάζης την οπήν του κλείθρου.
Ηκούσθη θρους τις εκ κινήματος, όπερ έκαμεν η άγνωστος.
— Καλώς, είπεν η Βεάτη.
Και προσεκόλλησε το όμμα της εις την οπήν του κλείθρου.
— Σκύψε με τρόπον, ώστε το πρόσωπόν σου να μη φράττη την οπήν.Στάσου δύο σπιθαμάς μακράν της θύρας. Αντίκρυσε το πρόσωπόν σου εις το κλείθρον.
Η άγνωστος εξετέλεσε τας οδηγίας ταύτας της Βεάτης. Αλλ' αύτη σχεδόν δεν διέκρινε την μορφήν της.
— Ο λύχνος σου είνε κινητός; ηρώτησεν η Βεάτη.
— Κινητός.
— Λάβε τον εις την χείρα και έλα να ιδώ το πρόσωπόν σου.
Η ξένη υπήκουσε και εις τούτο. Η Βεάτη προσήρμοσεν αύθις τον οφθαλμόν εις το κλείθρον και τότε κατώρθωσε να διακρίνη πρόσωπόν τι νεάνιδος ωχρόν και ισχνόν, περιβαλλόμενον υπό ατάκτου καστανής κόμης. Η Βεάτη ευηρεστήθη εκ της εξετάσεως ταύτης.
— Είσαι ωραία, είπε.
— Κ' εγώ δεν θα σε ίδω; είπεν η ξένη.
— Ιδέ με, αν ειμπορέσης, είπεν η Βεάτη πλησιάζουσα το ανημμένον κηρίον εις το πρόσωπον και τοποθετουμένη εις τρόπον ώστε ν'αντικρύση το βλέμμα της ξένης.
— Είσαι αγαθή, είπεν αύτη.
— Τώρα θα σε αφήσω, κόρη μου.
— Διατί; είπε παραπονετικώς η νέα.
— Δεν είνε καιρός να έλθη εκείνη η γυνή;
— Ναι, είπεν η ξένη.
— Θα λάβω μόνον τον τύπον του κλείθρου.
Και εξαγαγούσα εκ του θυλακίου της το κηρίον, όπερ είχε φέρει επίτηδες μεθ' εαυτής, απετύπωσε δι' αυτού το σχήμα του κλειδίου.
— Καλήν νύκτα, κόρη μου, είπεν αποσυρομένη.
— Καλήν νύκτα, απήντησεν η νέα μη δυναμένη ν' αποσυρθή εκ της θύρας, ης όπισθεν ίστατο.
Αλλά μακρυνθείσα δύο ή τρία βήματα η Βεάτη, επέστρεψεν αιφνιδίως πάλιν.
— Ελησμόνησα να σ' ερωτήσω πώς ονομάζεσαι, είπε.
— Αϊμά, απήντησεν η φωνή.
— Αϊμά; Αυτό είνε το όνομά σου;
— Αυτό.
— Ευχαριστώ.
Και η Βεάτη απεμακρύνθη.
Η Συνέχεια ΕΔΩ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου