- ΤΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Α'.
- ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
- Τον Οκτώβριο του 1862 ξεσπά αντιβασιλικό κίνημα εναντίον του Όθωνα, το οποίο επικρατεί και αφού κηρύσσει τον βασιλιά έκπτωτο τον εξορίζει. Με την εκθρόνιση του Όθωνα οι προστάτιδες δυνάμεις, Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία δέχτηκαν μετά από μακροχρόνιες διαβουλεύσεις, την Αγγλική πρόταση για εκλογή του Δανού πρίγκιπα Γουλιέλμου Γεωργίου Γκλύξμπουργκ στον Ελληνικό θρόνο. Ο νέος βασιλιάς έφτασε στην Ελλάδα στις 30/10/1863 και αναγορεύτηκε συνταγματικός βασιλεύς των Ελλήνων με το Όνομα Γεώργιος Α'. Ο Βασιλεύς Γεώργιος Α΄ ήταν δευτερότοκος γιος του Πρίγκιπα Χριστιανού Θ΄ της Δανίας, γεννήθηκε στην Κοπεγχάγη παραμονές Χριστουγέννων του 1845. Ταυτόχρονα με την ενθρόνιση του Γεωργίου Α' παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα τα νησιά του Ιωνίου τα οποία μέχρι τότε βρίσκονταν κάτω από την Αγγλική κηδεμονία. Αναγνωρίζοντας τη μεγάλη "συμβολή" του Βασιλέως Γεωργίου στην παραχώρηση, εκ΄ μέρους της Μεγάλης Βρετανίας, των Ιονίων Νήσων, ο δήμος των Κερκυραίων δώρισε στο Βασιλέα και την οικογένειά του δύο σπίτια στο νησί - ένα εκ των οποίων η θερινή κατοικία, γνωστή ως "Μον Ρεπό". Επιπλέον απέκτησε ένα εξοχικό κοντά στην Αθήνα - το κτήμα του Τατοΐου, 24 χιλιόμετρα βόρεια της πρωτεύουσας. Κατά την ορκωμοσία του ενώπιον της Εθνοσυνέλευσης της 31ης Οκτωβρίου 1863, δήλωσε: "Εις το όνομα της ομοουσίου και αδιαιρέτου Τριάδος ορκίζομαι να προστατεύω την επικρατούσα θρησκεία των Ελλήνων, να διατηρώ και να υπερασπίζομαι την ανεξαρτησία, την αυτονομία και την εδαφική ακεραιότητα του Ελληνικού κράτους και να τηρώ τους νόμους αυτού". Δεν άργησε να αναδειχθεί δημοφιλής και προσιτός μονάρχης. Ένας σχολιαστής της εποχής του παρατηρούσε: "Μόνος του περιδιαβαίνει τους δρόμους πεζός με τους νεαρούς του φίλους, χαιρετώντας τους πάντες - σταματώντας για να συζητήσει με τον κόσμο, επισκεπτόμενος τη λαχαναγορά".
- (Ολόκληρο το βιβλίο σε απλό κείμενο).
- ΒΑΣΙΛΕΥΣ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ Α'.
- ΤΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Α'
- ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'.
ΠΩΣ ΗΛΘΕΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Ότε οι αντιπρόσωποι των Δυνάμεων εζήτησαν την συγκατάθεσίν του διά το στέμμα το οποίον του προσέφεραν τον ηρώτησαν.
— Υψηλότατε, σας προσφέρομεν έν στέμμα, το δέχεσθε;
Ο νεαρός τότε πρίγκηψ απήντησεν αδιστάκτως. Το δέχομαι ευχαρίστως, αλλά ποίος είνε ο λαός τον οποίον πρόκειται να διοικήσω;
— Είνε ο Ελληνικός λαός, υψηλότατε, απήντησαν.
— Τότε σας ευχαριστώ διά την προτίμησιν, προσέθηκεν ο βασιλεύς.
Ο ΜΙΚΡΟΣ ΒΙΟΠΑΛΑΙΣΤΗΣ.
Η ΓΡΑΙΑ ΜΕ ΤΑ ΧΟΡΤΑ.
Ο βασιλεύς διά νεύματος ηυχαρίστησε την γραίαν και απεμακρύνετο μειδιών και λίαν φαιδρός.
ΑΙ ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΚΑΦΕΣ
Ο ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΝΑ ΤΗΝ ΠΟΛΙΝ.
ΤΑ ΕΓΓΟΝΑΚΙΑ ΤΟΥ.
Ο ΕΠΙΛΟΧΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΤΣΟΥΓΚΡΙΣΜΑ ΤΩΝ ΑΥΓΩΝ.
— Πόσα χρόνια έχεις στο στρατό; ηρώτησεν ο βασιλεύς.
— Τριανταπέντε μεγαλειότατε.
— Είσαι ποιό μεγάλος από μένα;
— Κανείς δεν είνε μεγαλείτερος από σας, μεγαλειότατε.
— Τότε έλα να τσουγκρίσωμε διά να ιδούμε ποιος είνε ποιο γερός, από τους δύο μας.
Ο επιλοχίας ετσάκισε το Βασιλικόν αυγό και ο βασιλεύς γελών προσέθηκεν. «Έχεις καιρό ακόμη. Θα φθάσης να πάρης και το χρυσό γαλόνι».
Ο ΠΑΡΕΔΡΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΧΟΙΡΟΙ.
Ο βασιλεύς παρατηρήσας ότι εις το χωρίον εκείνο υπήρχε πλησμονή χοίρων ηρώτησε τον πάρεδρον.
— Έχετε πολλούς χοίρους εδώ;
Ο πάρεδρος υπέθεσεν ότι ο βασιλεύς τον ηρώτα εάν υπήρχον εις το χωρίον πολλοί χήροι και του απήντησεν.
— Εγώ και ο παπάς είμεθα μόνον, μεγαλειότατε.
Ο αείμνηστος βασιλεύς εξερράγη εις πλατύτατον γέλωτα, το δε επεισόδιον αυτό το διηγείτο ενίοτε εις τους περί αυτόν και εγέλα με όλην του την καρδιά.
Ο ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΚΑΙ Η ΣΥΝΑΛΛΑΓΗ.
Ο Βασιλεύς ηρώτησε τον διδάσκαλον να του είπη πόσα έτη έχει εις την υπερεσίαν και πόσας μεταθέσεις έσχε κατά το διάστημα του διδασκαλικού του σταδίου.
— Έχω εικοσιτρία χρόνια, μεγαλειότατε, και υπηρετώ εδώ αφ' ότου διωρίσθην.
— Μπράβο! πώς έγεινε αυτό το θαύμα;
— Είνε πολύ καλός διδάσκαλος, μεγαλειότατε, απήντησε παρεμβαίνων ο δήμαρχος.
— Νά λοιπόν που κατηγορούν την συναλλαγήν. Οι καλοί δεν φοβούνται κανένα.
ΤΟ ΓΛΥΚΟ ΤΟΥ ΝΗΣΙΟΥ.
— Από κολοκύθια του τόπου μας, μεγαλειότατε.
Και ο βασιλεύς απήντησε. «Ποτέ δεν ειμπορούσα να φαντασθώ ότι τα κολοκύθια κάνουν ένα τόσον ωραίον γλύκισμα.
Όταν ήλθεν εις τας Αθήνας έγραψεν εις τον δήμαρχον να του στείλη από τα κολοκύθια αυτά καθώς και την οδηγίαν της κατασκευής του γλυκού. Το γλυκό αυτό το έπαιρνε πάντοτε το πρωί με τον καφέ του.
ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΗΣ ΕΚΤΙΜΗΣΕΩΣ ΤΟΥ.
ΤΟ ΝΕΡΟ ΚΑΙ ΤΟ ΓΑΛΑ.
Είχεν ανακαλυφθή ότι οι περισσότεροι γαλακτοπώλαι επώλουν χρωματισμένον νερό.
Τας ημέρας εκείνας έτυχεν ακροάσεως παρά τω βασιλεί ο πρόεδρος των γαλακτοπωλών προς τον οποίον η Α.Μ. μεταξύ άλλων απηύθυνε και την εξής ερώτησιν.
— Δεν μου λέγεις, κ. πρόεδρε, τι βάζετε μέσα στο νερό και γίνεται γάλα;
Προ της ερωτήσεως εκείνης ο ατυχής γαλακτοπώλης έμεινεν ως απολιθωμένος.
ΜΙΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΙΣ ΤΟ ΠΤΩΧΟΚΟΜΕΙΟΝ.
Ότε βραδύτερον επανέλαβε την επίσκεψίν του εκείνην, πάλιν απ' εκεί ήρχισε την επιθεώρησίν του. Ότε δε εισήλθεν εις το εστιατόριον και είδεν ότι οι πτωχοί έτρωγον εντός σιδηρών πιάτων έκαμε παρατηρήσεις, προσθέσας ότι τα πιάτα αυτά ως μη δυνάμενα να καθαρισθώσι καλώς είνε ανθυγιεινά.
— Τα πήλινα τα σπάζουν, Μεγαλειότατε, απήντησαν οι άνθρωποι της υπηρεσίας.
— Δεν πειράζει, προσέθηκεν ο Βασιλεύς, αγοράζετε άλλα.
Ο ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ.
— Απλούς τύπος είνε μεγαλειότατε, απήντησεν ο υπουργός.
— Έστω, αλλά πάντοτε δεν είνε συνταγματικόν.
Και μετά βραχείαν σιωπήν προσέθηκε.
— Οφείλετε να ομολογήσητε κ. Υπουργέ, ότι εξ όλων των Ελλήνων εγώ είμαι ο περισσότερον συνταγματικός.
ΤΕΛΕΙΟΝ ΧΑΡΕΜΙ
— Ε, πώς τα περνάτε εκεί κάτω, με την νέαν κατάστασιν; ηρώτησεν ο Βασιλεύς.
— Θαυμάσια μεγαλειότατε· η τάξις και η ασφάλεια παρακολουθούν τον Ύπατον αρμοστήν.
— Να! αμέσως που τα έφτιασε με δύο ωραίας κυρίας! απήντησεν ο Βασιλεύς.Δεν αμφιβάλλω δε, ότι θα περιποιηθή και την Παιδείαν και την Δικαιοσύνην, διά να καταστήση τέλειον χαρέμι προς το καλόν της Κρήτης.
ΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΝ ΤΟΥ ΕΥΖΩΝΟΥ.
Κάποτε ο Βασιλεύς εξήλθε της βασιλικής επαύλεως και επλανήθη, φέρων πολιτικήν ενδυμασίαν μακράν προς την έξοδον του κτήματος.
Ο φρουρών εις το μέρος εκείνο Εύζωνος αντιληφθείς την παρουσίαν αγνώστου προς αυτόν ξένον, τον επλησίασε και με έντονον ύφος τον ερωτά.
— Τι περιφέρεσ' ουρέ εδώθες σαν το πρόβειο το κεφάλι.
Ο βασιλεύς εμειδίασε και απήντησε.
— Είμαι ξένος Αυστριακός και δεν γνωρίζω τα μέρη αυτά.
— Δεν τ' ακούω εγώ αυτούνα. Πάμε στο φυλακείο να σε ανακρίνη ο επιλοχίας.
Ο Βασιλεύς και πάλιν εγέλασε και τον εβεβαίωσεν ότι δεν είχε κανένα κακό σκοπό, αλλ'ο εύωνος επέμενε και τέλος τον εκράτησεν από τον βραχίονα και τον ωδήγει.
— Μα είνε πολύ μακρυά απ' εδώ το φυλακείο και δεν μπορώ να περιπατώ.Στάσου να αναβώ στο ποδήλατον και να με ακολουθής.
— Αμ σαν ανέβης σ' αυτουνό το διάβολο, φέξε μου και γλύστρισα. Μηδ' εμπρός μηδέ πίσω μου σε ξαναγλέπω.
Ο Βασιλεύς ηναγκάσθη να υποκύψη εις την αξίωσιν του ανθρώπου της εξουσίας και ηκολούθει. Όταν έφθασαν εις το φυλακείον όλοι οι εύζωνοι και οι αξιωματικοί αντιληφθέντες τον Βασιλέα εσταμάτησαν εις προσοχήν.
Ο ατυχής εύζωνος πληροφορηθείς ποίον συνώδευεν, έστη εις προσοχήν άναυδος.
Και ο αγαθώτατος Βασιλεύς αφού τον συνεχάρη διά την πιστήν εκτέλεσιν του καθήκοντός του, του εδώρησεν ένα εικοσπεντάρικο.
Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΠΡΟΣ ΤΑ ΑΝΘΗ
Εσταμάτησε και με ήπιον τρόπον τοις είπε.
— Γιατί μου πειράζετε τα άνθη μου; Κόπτετε καλλίτερον καρπούς παρά άνθη.
Ο ΣΕΒΑΣΜΟΣ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΓΟΝΕΙΣ ΤΟΥ
ΕΜΙΜΕΙΤΟ ΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΕΛΛΗΝΑΣ
ΩΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΡΧΗΣ
Είχεν ωρισμένην ώραν φαγητού και την ετήρει μέχρι σχολαστικότητος. Εάν τις των πριγκήπων ετύγχανε να απουσιάζη κατά την ώραν του γεύματος, ο Βασιλεύς δεν ανέμενε παντάπασιν αλλά εκάθητο εις το γεύμα του με τους παρόντας οικείους του.
ΠΩΣ ΕΞΕΔΗΛΟΥ ΤΑΣ ΕΠΙΘΥΜΙΑΣ ΤΟΥ
— Η κατάστασις, μεγαλειότατε, είνε λίαν κρίσιμος και δύο τινά υπάρχουν προς επαναφοράν της τάξεως. Ή να επιβληθή το κράτος του νόμου διά πάσης θυσίας ή να δεχθήτε την παραίτησιν της Κυβερνήσεως.
— Και ποίος θα σας διαδεχθή;
Η απάντησις αύτη ήτο ικανή να πείση τον Θεοτόκην ότι ο Βασιλεύς επεθύμει το δεύτερον και διά τούτο έσπευσε να υποβάλη την παραίτησίν του παραχρήμα.
ΜΙΑ ΚΡΙΣΙΣ ΤΟΥ
— Περίμενε χειρότερα. Αυτός έγεινε υπουργός μόνον και μόνον διά αυτήν την γλώσσαν και τώρα ν' αλλάξη;
ΗΓΑΠΑ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑΝ
Ο Βασιλεύς ανεκάλυψε βραδύτερον τον ψευσθέντα υπουργόν, ότε δε εις απωτέραν εποχήν είδε και πάλιν το όνομά του εις τον κατάλογον των υποψηφίων υπουργών,παρεκάλεσε τον αρχηγόν του κόμματος εκείνου να τον διαγράψη, αφού εννοείτε έδωκε τας δεούσας εξηγήσεις.
Και η Βασιλική επιθυμία εξεπληρώθη.
Διηγούνται ότι η μεγάλη συμπάθεια και η εκτίμησις την οποίαν είχε προς τον Παπαδιαμαντόπουλον, ήτο αποτέλεσμα της άκρας φιλαληθείας του ανδρός τούτου.
Ο Βασιλεύς ομιλών περί του Παπαδιαμαντοπούλου έλεγεν ότι ήτο ο τιμιώτερος Έλλην,επειδή ουδέποτε εψεύσθη.
ΤΟ ΠΑΙΓΝΙΔΙ ΔΥΟ ΜΙΚΡΩΝ
Ο Βασιλεύς πλησιάσας τους μικρούς τους ηρώτησε ποία ήτο η διαφορά των.
Μαθών δε ότι και οι δύο ημφισβήτουν ένα βώλον, ο Βασιλεύς έδωκε από μίαν δεκάραν εις έκαστον και τους συνέστησε να μη πιάνωνται άλλοτε διά τόσον ευτελή πράγματα.
ΤΑ ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΚΑΠΕΛΛΑ
— Κάτι πολλά πτερά βλέπω εις τα καπέλλα των γυναικών σας. Έχετε εδώ καπελλούδες;
— Όχι Μεγαλειότατε. Τα παραγγέλλουν εις τας Αθήνας.
— Και έπειτα παραπονούνται αι επαρχίαι ότι υστερούν της πρωτευούσης.
Εις τα πειράγματά του ήτο πάντοτε λεπτότατος. Όταν επείραζε κανένα εφρόντιζε να τον κάμη τον ίδιον να ευθυμήση με το πείραγμά του.
Ότε ποτέ ευρέθη εις τα Μέγαρα η Μεγαρίτισσες εχόρευσαν προς τιμήν του τον γνωστόν εγχώριον χορόν «την τράτα». Αι γυναίκες εχόρευον με παντούφλες ο δε Βασιλεύς διά να ευθυμήση επλησίαζε το μπαστουνάκι του εις τας παντούφλας και τας εκράτει στερεά εις το έδαφος εις τρόπον ώστε εκράτει το πόδι ακίνητον.
Το αστείον αυτό προεκάλει τον γέλωτα όλων των χωρικών, ακόμη δε και των χορευουσών γυναικών.
Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΟΡΙΖΩΝ
ΠΩΣ ΑΠΕΚΑΛΥΨΕΝ ΕΝΑ ΦΙΛΑΡΕΣΚΟΝ
Ο Βασιλεύς ιδών επί τινος τραπέζης μικρόν κυτίον, το έλαβε και αφού το ήνοιξεν είπε.
— Τι είνε αυτό εδώ μέσα;
— Μπογιά για τους μπρούντζους, μεγαλειότατε.
— Για τους μπρούντζους των γενειών σου εννοείται, απήντησε γελών ο Βασιλεύς.
Η ΑΚΡΙΒΕΙΑ ΕΙΣ ΟΛΑ
Ούτε λεπτόν δεν εννοούσε να περάση από την ώραν του.
Κάποτε έχων επείγουσαν εργασίαν εβράδυνεν ολίγα λεπτά εις το ξύρισμα, εν ώ ο κουρεύς ανέμενεν.
Όταν ετελείωσε και εισήλθεν εις το δωμάτιόν του διά να ξυρισθή έσπευσε να ζητήση συγγνώμην από τον κουρέα του.
— Με συγχωρείς πολύ, του είπε, που σε εχασομέρισα.
Η ΤΟΥΑΛΕΤΤΑ ΤΟΥ
Αλλά και εις το ξύρισμά του ήτο άμεμπτος, καθώς και εις το κούρευμα της κεφαλής του.Εις τους κουρείς του ήτο περιποιητικώτατος και υπερβολικά ευγενής και λεπτός.
Δύο ήσαν οι κουρείς του ο Ιω. Γκίκιρης και ο Μυτηληναίος. Εις τον Γκίκιρην όταν εγήρασεν απένειμε σύνταξιν, ήτις τω εδίδετο εκ του βασιλικού ταμείου. Κατά την ομολογίαν και των δύο αυτών κουρέων η εν γένει τουαλέττα του Βασιλέως ήτο τελεία και άμεμπτος.
Ο ΣΕΒΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΑΓΩΝΙΣΤΑΣ ΤΟΥ 21
Κατά την τελετήν της 25ης Μαρτίου πρό τινων ετών συνέβη την ώραν που εισήρχοντο οι βασιλείς εις την Μητρόπολιν να εισέρχεται και ο Μαυρογένης. Ο γηραιός αγωνιστής αντιληφθεις τους βασιλείς εσταμάτησε διά να τους χαιρετίση και αφού εδέχθη τον Βασιλικόν χαιρετισμόν διά χειραψίας, παρεμέρισεν ολίγον διά να προπορευθούν οι Βασιλείς. Αλλ' ο αείμνηστος Βασιλεύς κρατών εκ του βραχίονος την Βασίλισσαν, εστάθη προ της θύρας και λαμβάνων την ένδοξον χείρα του αγωνιστού τον παρεκάλεσε να προηγηθή, λέγων.
— Σεις προτιμείσθε.
ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΓΑΜΟΥΣ ΤΗΣ ΠΡΙΓΚΗΠΙΣΣΗΣ ΜΑΡΙΑΣ
Βασιλέα — Κέρκυραν.
«Να μας ζήσουν και να τους χαιρώμαστε».
Ο Βασιλεύς ότε ανέγνωσε το λακωνικόν εκείνο τηλεγράφημα του γηραιού στρατιώτου της πατρίδος τόσον συνεκινήθη ώστε εδάκρυσεν. Ομιλών δε εις τους περί αυτόν είπεν.
— Αι ευχαί του Μαυρογένη με συνεκίνησαν τόσον, όσον όλων των άλλων που με συνεχάρησαν. Και ευθύς συνέταξεν ευχαριστήριον απάντησιν ως εξής.
«Εγώ και η οικογένειά μου σας υπερευχαριστούσι».
ΕΙΣ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟΝ ΤΟΥ ΜΑΥΡΟΓΕΝΗ
— Εχάσαμε και την τελευταίαν ζώσαν ιστορίαν του αγώνος μας.
Και ευθύς εζήτησε να κηδευθή ο νεκρός δημοσία δαπάνη, παρηκολούθησε δε την κηδείαν μέχρι του τάφου.
ΤΕΛΕΙΟΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΡΧΗΣ
ΤΑ ΒΑΣΙΛΙΚΑ ΓΕΥΜΑΤΑ
Η Βασίλισσα είχεν ιδιαίτερον μενού κατά τας τεσσαρακοστάς. Την πρώτην και την τελευταίαν εβδομάδα ενήστευε το κρέας περιοριζομένη εις λαδερά φαγητά. Την μεγάλην εβδομάδα ενήστευε και το λάδι. Εκ των άλλων εβδομάδων της Μ. Τεσσαρακοστής ετήρει τακτικωτάτην νηστείαν εκάστην Τετάρτην και Παρασκευήν.
Η ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΣΑΛΑΤΑ
Διέτασσε κατ' αρχάς και του έφερον βραστάς πατάτας. Εντός μεγάλης πιατέλλας έκοβε της πατάτες και αρκετά κρεμμύδια και ολίγον μαντανόν.
Την σαλάτα αυτήν την έτρωγεν όλη η Βασιλική οικογένεια, ο δε Βασιλεύς ηυχαριστείτο οσάκις τα τέκνα του τον εκολάκευον διά την επιτυχίαν της σαλάτας του.
Την πρωίαν έκαμνε χρήσιν και μέλιτος το οποίον εθεώρει λίαν ωφέλιμον και στομαχικόν. Έκαμνε μικράν χρήσιν άρτου, ηγάπα δε ωρισμένα γλυκίσματα. Με ψητό ουδέποτε έτρωγε σαλάτα, αλλά πάντοτε το συνώδευε με κομπόστες καλοδεμένες. Επίσης έτρωγε νωπούς καρπούς, αλλά πάντοτε έκαμνε μετρίαν χρήσιν αυτών. Οίνου έκαμνε μετριωτάτην χρήσιν, επροτίμα δε πάντοτε τα στομαχικά ύδατα των διαφόρων Ελληνικών πηγών.
ΟΙ ΚΑΦΕΔΕΣ ΤΟΥ
ΤΟ ΤΖΑΜΙ ΠΟΥ ΣΠΑΖΕΙ
Οσάκις ο βασιλεύς επεσκέπτετο τον Πύργον της Ηλείας κατέλυεν εις το εκεί μέγαρον του αποθανόντος πολιτευτού Ηλείας Πέτρου Αυγερινού.
Μετά τον πόλεμον του 1897 ο βασιλεύς επισκεφθείς τον Πύργον κατέλυσεν εις το εν λόγω μέγαρον, όπου μίαν πρωίαν καθήμενος εις το δωμάτιον του ύπνου εχάραξεν εις το τζάμι το όνομά του και ολίγους στίχους προς την ευγενή δέσποιναν Γεωργίτσαν Αυγερινού.
Δεκαπενταετία ολόκληρος παρήλθε και το τζάμι εκείνο έμενεν άθικτον ότε την ημέραν της δολοφονίας εκ τυχαίου όλως γεγονότος το τζάμι εκείνο εθρυμματίσθη.
ΔΙΑ ΤΟΝ ΤΡΙΚΟΥΠΗΝ
Τόση δε ήτο η λύπη του ώστε έλεγεν ότι ουδέποτε πλέον θα επανέφερε τον πολιτικόν εκείνον εις την αρχήν.
— Θα κοκκινίζω μπροστά στα παιδιά μου αν τον επαναφέρω.
Ότε όμως η ετυμηγορία του λαού εξεδηλώθη υπέρ του Τρικούπη, ο Βασιλεύς επόμενος εις το σύνταγμα επανέφερε τον Τρικούπην εις την αρχήν.
Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑΝ ΤΗΣ ΑΓΓΛΙΑΣ
ΥΠΟ ΙΝΚΟΓΝΙΤΟ
ΑΙ ΓΕΛΟΙΟΓΡΑΦΙΑΙ ΤΟΥ
ΕΘΥΣΙΑΖΕ ΤΟ ΒΑΣΙΛΙΚΟΝ ΓΟΗΤΡΟΝ
— Μεγαλειότατε, η κατάστασις είνε κρίσιμος, ανάγκη δε να δεχθήτε την παραίτησιν της Κυβερνήσεως και του Μητροπολίτου.
— Τι είνε αυτά! Αι ταραχαί των δρόμων δεν πρέπει να δίδουν την κατεύθυνσιν εις τους Βασιλείς. Εν τοιαύτη περιπτώσει δεν έχω κανένα λόγον εγώ εδώ.
Ότε όμως ο Στάης του υπέδειξε τους μέλλοντας κινδύνους των αιματοχυσιών, ο Βασιλεύς εδέχθη να θυσιάση το Βασιλικόν γόητρον χάριν της εσωτερικής ειρήνης του Κράτους.
ΗΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΙΣΤΗΣ
Ότε μίαν φοράν μετέβη εις την Τρίπολιν οι κάτοικοι τον υπεδέχθησαν μετά μεγάλων τιμών. Εις τας οδούς είχον αναρτηθή αψίδες επί των οποίων είχον αναγραφή εις αρχαίαν Ελληνικήν διάφορα αποφθέγματα χαιρετιστήρια. Εις τας επιγραφάς αυτάς ο Βασιλεύς απήντα με ένα απλούν «Καλώς σας ηύραμε παιδιά».
ΔΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΠΕΙΡΑΝ ΤΗΣ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑΣ ΤΟΥ
«Εγώ γνωρίζω, έλεγεν, ότι ένας δολοφόνος σέβεται το θύμα του, όταν τούτο συνωδεύη γυναίκα. Αλλ' ο επιτεθείς εναντίον μου δεν είχεν ούτε αυτήν την αβρότητα να αναβάλη την εκτέλεσιν της πράξεώς του.
ΔΙΑ ΤΟΝ ΔΙΑΔΟΧΟΝ
Ότε ευρίσκετο εις το Γιδά και παρουσιάσθησαν προ αυτού χωρικοί ζητούντες να τους επιτρέψη να λάβωσιν εκ των εγκαταληφθεισών σιταποθηκών ποσότητα σίτου δια να σπείρωσι τους αγρούς των ο Βασιλεύς απήντησε· «Δυστυχώς αυτό είνε δικαίωμα του υιού μου του κατακτητού.
Θα του τηλεγραφήσω και αν μοι επιτρέψη πολύ ευχαρίστως θα σας κάμω την χάριν.Κοπιάστε αύριο και θα σας δώσω απάντησιν».
Την επομένην ληφθείσης της απαντήσεως του τότε Διαδόχου, οι χωρικοί ελάμβανον τον αναγκαιούντα διά την σποράν σίτον.
Εις δε τον κ. Παπαμιχαλόπουλον παρουσιασθέντα προ αυτού κατά την εις Θεσσαλονίκην διαμονήν του, ο Βασιλεύς έλεγεν με υπερτάτην αγαλλίασιν ότι κανείς άλλος Διάδοχος δεν έδρεψε τόσας δάφνας επί του πεδίου της μάχης όπως ο Κωνσταντίνος Του.
ΟΙ ΦΟΡΟΙ ΤΟΥ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΥ
Ότε βραδύτερον ο Βασιλεύς αντελήφθη τον Σιμόπουλον φέροντα δύο πούρα του είπε μειδιών.
— Ώστε φόρο και εις τα πούρα μου ακόμη, κ. Σιμόπουλε.
— Αλλά, Μεγαλειότατε, το έν μου το εχάρισεν ο κ. Στάης.
— Καλέ αφήστε τα αυτά, κ. Σιμόπουλε. Εφορολογήσατε και τα πούρα μου,προσέθηκεν αστεϊζόμενος ο Βασιλεύς.
Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΠΡΟΣ ΠΑΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ
— Είδατε τι ωραία τριαντάφυλλα, Μεγαλειότατες ηρώτησε με κάποιαν φιλαρέσκειαν η κυρία.
— Αυτά δεν είνε τίποτε. Να ιδήτε τα ιδικά μου εις το Τατόι θα εκπλαγήτε.
ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΙΣ
Κατά την έξοδόν του εκ των στρατώνων οι ομογενείς εφώναζον.
— Και στη Πόλι, και στη Πόλι, Βασιληά μας.
Και ο Βασιλεύς μειδιών απήντησεν εις τους ομογενείς.
— Θα πάμε και στην Πόλι.
ΕΜΨΥΧΑ ΚΑΙ ΑΨΥΧΑ
— Τι ωραία και τι δροσερά που είνε, έλεγεν.
— Ως βλέπετε, Μεγαλειότατε, όλα είνε θαλερά εις την Κέρκυραν απήντησεν ο κ.Θεοτόκης.
— Α, αυτό το βλέπω! το βλέπω! προσέθηκεν ο Βασιλεύς, έμψυχα και άψυχα.
Ο ΓΑΜΟΣ ΤΟΥ
Ο Βασιλεύς ως προτεστάντης ηκολούθει την ιερουργίαν του παρεκκλησίου των ανακτόρων ενώ διά την Βασίλισσαν, ορθόδοξον ούσαν, κατεσκευάσθη έτερον παρεκκλήσιον εντός του οποίου προσηύχετο.
ΕΝ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΝ ΕΙΣ ΤΟ ΑΙΞ ΛΕΜΠΑΙΝ
— Περάσετε γρήγορα, κύριε. Οι κύριοι σας περιμένουν.
— Τι να με κάμουν; ερωτά περιέργως ο Βασιλεύς.
— Έχουν ανάγκην ενός ατόμου ακόμη. Είνε τρεις και ζητούν τέταρτον.
Ο Βασιλεύς προχωρήσας ολίγον παρετήρησε πράγματι ότι τρεις κύριοι εκάθηντο εις μίαν τράπεζαν έτοιμοι να αρχίσουν το παιγνίδι των και επειδή απουσίαζεν είς φίλος των,παρήγγειλαν εις τον υπηρέτην να σπεύση να τον καλέση.
Την στιγμήν δε κατά την οποίαν ο υπηρέτης εξήρχετο, δύο έτεροι κύριοι συνεζήτουν περί του Βασιλέως της Ελλάδος του οποίου η άφιξις είχε γείνει γνωστή εις την πόλιν.
Ο είς εξ αυτών ιδών τον Βασιλέα διερχόμενον εφώναξε δυνατά.
— Α! Νάτος.
Ο υπηρέτης ακούσας τας λέξεις ταύτας ενόμισεν ότι ο διερχόμενος ήτο ο τέταρτος τον οποίον ανέμενον οι τρεις εκείνοι θαμώνες και έσπευσε να τον συναντήση.
Ο Βασιλεύς όχι μόνον δεν ηγανάκτησε διά την ανευλαβή πρόσκλησιν, αλλά απεναντίας εθεώρησε το επεισόδιον ως αρκετά διασκεδαστικόν και επλησίασεν.
Όταν δε οι τρεις εκείνοι αναγνωρίσαντες αυτόν, εζήτουν μυρίας συγγνώμας διά το ακούσιον σφάλμα των.
Ο Βασιλεύς αγαθώτατα και ευθυμώτατα έσπευσε να τους καθησυχάση.
— Μα σας παρακαλώ μη ταράττεσθε, κύριοι. Δεν είνε τίποτε. Δεν βλέπω εις τι εσφάλατε. Εγώ μάλιστα πρέπει να σας ζητήσω συγγνώμην διότι δεν γνωρίζω το παιγνίδι σας.
ΩΣ ΣΥΖΥΓΟΣ
Τας πρώτας ημέρας του γάμου των επειδή ο Βασιλεύς δεν εγνώριζε την Ρωσσικήν, ούτε η βασίλισσα την Δανικήν η συνεννόησίς των εγένετο άλλοτε εις Γερμανικήν και άλλοτε εις Γαλλικήν. Αι σχέσεις των δύο υψηλών συζύγων υπήρξαν πάντοτε εγκαρδιώταται. Έζων μακράν οιασδήποτε πολιτικής διαμάχης εις την θελκτικήν γαλήνην του ευτυχούς οίκου των.
Τας ευτυχεστέρας ημέρας της ζωής του τας διήρχετο το θέρος εις την Κέρκυραν και εις τους Πεταλιούς όπου ηρέσκετο να ψαρεύη και να κυνηγά.
Εις την ανατροφήν των τέκνων του έδιδε μεγίστην προσοχήν εκλέγων αυτός τους διδασκάλους των και παρακολουθών ο ίδιος την ανατροφήν και την μόρφωσιν αυτών,δίδων πατρικάς συμβουλάς και εξήταζεν ενίοτε αυτά εις τα μαθήματά των. Επίσης πολύ ηρέσκετο να λαμβάνη μέρος εις τα παιγνίδιά των.
Ο ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ ΤΟΥ
ΜΕ ΦΥΛΑΣΣΟΥΝ ΟΙ ΥΠΗΚΟΟΙ ΜΟΥ
Οσάκις τις εκ των οικείων του τού υπεδείκνυεν ότι δεν έπρεπε να εξέρχεται μόνος του, ο αγαθός Βασιλεύς απήντα σχεδόν στεροτύπως.
— Δεν έχω ανάγκην κανένα, εν όσω με προστατεύει η αγάπη του λαού μου.Εμένα με φυλάττουν οι υπήκοοί μου.
Δυστυχώς ευρέθη χειρ στυγερά, η οποία έρριψε νεκρόν τον αγαθόν Βασιλέα, εις τας ευτυχεστέρας ημέρας του βίου του.
Η ΑΠΟΦΡΑΣ ΗΜΕΡΑ
ΠΑΝΤΟΤΕ ΕΥΔΙΑΘΕΤΟΣ
ΤΟ ΚΥΝΗΓΙΟΝ
Κάποτε κυνηγών συνηντήθη με ένα πολίτην δεινόν επίσης κυνηγόν, ώστις εκείνην την στιγμήν εσκόπευσεν εις τα ύψη και εφόνευσε δύο τρυγόνια. Ο Βασιλεύς τον επλησίασε του επήρε το όνομά του και την επομένην τον εκάλεσε διά να τον καταστήση κυνηγόν των ανακτόρων.
Ο κυνηγός ούτος εκαλείτο Σωτήρχος, παρέμεινε δε επί πολλά έτη εις την υπηρεσίαν των ανακτόρων.
ΤΟ ΑΔΕΣΠΟΤΟ ΣΚΥΛΛΙ
Όταν το σκυλί απέθανεν ο Βασιλεύς επί πολλάς ημέρας ήτο μελαγχολικός, τόση δε ήτο η αγάπη του προς το τετράποδον αυτό ζώον, ώστε εις το γραφείον του είχεν αναρτήσει την εικόνα του.
ΕΝ ΑΝΕΚΔΟΤΟΝ ΜΕ ΤΟΝ ΔΗΛΙΓΙΑΝΝΗΝ
Όταν ήλθεν η ώρα του γεύματος ο Δηλιγιάννης απουσίαζε και έφθασε την στιγμήν που ο Βασιλεύς και οι πρίγκηπες ητοιμάζοντο να καθίσωσιν εις την τράπεζαν.
Ο Βασιλεύς αποτεινόμενος τότε προς τον πρωθυπουργόν λέγει.
— Παρ' ολίγον να σας περιμένωμεν, κύριε Πρόεδρε.
ΥΠΕΡ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΟΣ
— Διατί πενθείτε;
— Έχασα τον αδελφόν μου, Μεγαλειότατε.
— Μα τότε διατί χορεύετε;
— Εσκοτώθη για την πατρίδα εις τον πόλεμον, Μεγαλειότατε, και διά τούτο ο θάνατός του μάλλον χαράν παρά λύπην μας προξενεί.
Ο Βασιλεύς ακούσας τους υπερηφάνους εκείνους λόγους εδάκρυσεν εκ συγκινήσεως.
Η ΑΝΑΦΟΡΑ ΤΟΥ ΑΝΤΩΝΑΚΟΥ
Ένας γέρων πτωχός ονόματι Αντωνάκος αντιληφθείς την είσοδον του Βασιλέως εις το Νοσοκομείον, έσπευσε να καταλάβη θέσιν προ της θύρας αυτού διά να αναμείνη την έξοδον του Βασιλέως. Έφερεν ανά χείρας και μίαν αναφοράν διά να την δώση ιδιοχείρως.
Μετ' ολίγον ο Βασιλεύς και ο πρίγκηψ ενεφανίσθησαν κατερχόμενοι την κλίμακα του καταστήματος.
Ο Αντωνάκος πλησιάσας τότε και αποκαλυφθείς λέγει.
— Μεγαλειότατε και πολυχρονημένε, Βασιληά μου, χαίρε.
— Τι θέλεις, είπεν ο Βασιλεύς.
— Έχω παιδί στην φυλακή και είνε προστάτης της οικογενείας μου.
— Πώς ονομάζεται; τον διακόπτει και πάλιν ο Βασιλεύς.
— Παναγιώτης Αντωνάκος εκ Σύμης.
Ο πρίγκηψ λαβών σημείωσιν του ονόματός του ανέλαβε την επομένην ν' αποστείλη εις τον Αντωνάκον κατά διαταγήν του πατρός τριακοσίας δραχμάς. Μετά δύο μήνας ο υιός του Αντωνάκου απεφυλακίσθη δοθείσης εις αυτόν Βασιλικής χάριτος.
ΤΟ ΑΡΝΑΚΙ ΤΗΣ ΧΗΡΑΣ
— Το πουλώ, Βασιληά μου.
Ο Βασιλεύς ηγόρασε το αρνάκι αντί μιας αγγλικής λίρας.
Την επομένην εις το μέρος εκείνο είχον παραταχθή όλαι αι γυναίκες του χωρίου κρατούντες ανά έν μικρόν αρνάκι.
Ο Βασιλεύς επιστρέφων και ιδών το θέαμα εκείνο ανελύθη εις πλατύτατον γέλωτα διότι ηννόησε τι είχε συμβή.
Η χήρα είχε διαλαλήσει το γεγονός και αι γυναίκες έσπευσαν με τα αρνάκια ωσάν να επρόκειτο ο Βασιλεύς να ιδρύση ποίμνιον.
Η ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ ΤΩΝ ΤΕΚΝΩΝ ΤΟΥ.
Ότε απέθανε κάποτε μία Αγγλίς παιδαγωγός την οποίαν επί πολλά έτη είχεν εις την υπηρεσίαν του, ο Βασιλεύς τοσούτον ελυπήθη ώστε παρέστη εις την κηδείαν και μετά την ακολουθίαν ανέλαβε και αυτός και οι υιοί του να βαστάσωσι το φέρετρον τιμής ένεκεν.
ΠΟΛΙΣ ΠΟΥ ΗΓΑΠΑ.
Οσάκις του εδίδετο η παραμικρά ευκαιρία έπρεπε να διέλθη εκείθεν. Όταν μετέβαινεν εις την Ευρώπην ή όταν επέστρεφεν εξ αυτής έπρεπε να διέλθη εκ Πατρών όπου ενθουσιώδεις υποδοχαί του εγίνοντο πάντοτε.
Ο ΦΛΥΑΡΟΣ ΓΕΡΩΝ.
Αφού ο γέρων ανέπτυξεν εις τον Βασιλέα επί πολλήν ώραν τας γνώμας του, εν τέλει ετόνισε τα εξής:
— Δράσιν, μεγαλειότατε, αναμένει παρ' ημών ο Ελληνικός λαός.
Και ο Βασιλεύς γελών απήντησε.
— Μα τότε να δράσω με σένα.
Ο ΕΝΘΟΥΣΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ.
Όταν απεφάσιζε να παραμείνη εις την πόλιν ταύτην, έκαμε συχνά περιπάτους εις διάφορα μέρη αυτής.
Οι Πατρινοί έσπευδον όπισθέν του κατά χιλιάδας. Η χαρά του εξεδηλούτο τότε ζωηροτάτη, διότι έβλεπε πράγματι οπόσην αγάπην έτρεφεν εις το πρόσωπόν του ο Ελληνικός λαός.
Η ΔΙΑΜΟΝΗ ΤΟΥ ΕΙΣ ΤΑΣ ΠΑΤΡΑΣ.
Εις την θέσιν «υψηλά Αλώνια» είχεν ο Βασιλεύς ένα θαυμάσιον κήπον ιδικόν του τον οποίον επεσκέπτετο κάθε απόγευμα συναποκομίζων εξ αυτού τας δροσερωτέρας και ευχρωμοτέρας ανθοδέσμας.
ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ
Μεταξύ των βιβλίων τα οποία του προσεκόμιζε καθ' εκάστην ο αείμνηστος Κουμανούδης του προσέφερε κάποτε και μίαν γεωγραφίαν με χάρτας και στατιστικάς.
Όταν είδε το βιβλίον εκείνο ο Βασιλεύς σπεύδει αμέσως εις τον θάλαμόν του και αφού έψαξε καλά τα βιβλία του που είχεν από την Δανίαν, ανεύρε μίαν Γεωγραφίαν του Δημοτικού σχολείου Δανιστί γεγραμμένην την οποίαν αφού εκόμισε προς τον διδάσκαλόν του τού λέγει.
— Ιδού λοιπόν. Το βιβλίον αυτό που μου εφέρατε το έχω διδαχθή. Είνε ολίγον μικρότερον από το ιδικόν σας αλλά τα λέγει όλα εν συντομία. Είνε τα ίδια και επομένως εγώ τα ξέρω νεράκι.
ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΕΓΙΝΗ ΚΑΙ ΔΗΜΑΡΧΟΣ
— Μεγαλειότατε, οι πολιτικοί μας είνε όλοι ψεύτες. Μας λένε χρόνια τώρα πως θα μας φέρουνε νερό, αλλά δεν μας φέρνουνε. Μας λένε πως θα μας ξηράνουν τα έλη αλλά τίποτε.
Ο Βασιλεύς στραφείς του λέγει μειδιών.
— Κάμετέ με εμένα δήμαρχο, να σας τα φτιάσω όλα.
Ο χωρικός όμως λίαν ευφυής άνθρωπος έδωκεν άλλην απάντησιν.
— Αμ' εσένα, Βασιληά μου, σ' έχουμε στα μεγαλείτερα πράγματα, για να τους κυττάζης αυτουνούς τους . . . .
Και ο χωρικός εκατάπιε μίαν λέξιν και ο καθείς μαντεύει.
Η ΒΑΣΙΛΟΠΑΙΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ
Ο ΓΕΡΩ-ΚΕΠΕΝ Ο ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΑΡΙΟΣ
Όταν κάποτε ο Κέπεν εισήλθεν εις το ιδιαίτερον γραφείον του άνακτος παρετήρησεν ότι αι φωτογραφίαι όλαι αι οποίαι ήσαν εκτεθειμέναι επί του βασιλικού γραφείου είχον παραμορφωθή. Ο αείμνηστος Βασιλεύς είχε κάμει γένεια και μουστάκια εις όλας τας εικόνας διά μελάνης.
Ο Κέπεν παρατηρήσας την κατάστασιν αυτήν των φωτογραφιών έμεινεν εκστατικός,ενώ ο Βασιλεύς κρυμμένος οπίσω από την πόρτα παρηκολούθει την έκπληξιν του Κέπεν και είχε ξεκαρδισθή στα γέλοια.
Η ΑΒΡΟΤΗΣ ΤΟΥ
Κάποτε εις τον χορόν των ανακτόρων επλησίασε μίαν ωραιοτάτην Ατθίδα νεανίδα και συνωμίλει μετ' αυτής επί τινα ώραν.
Εις το διάστημα της ομιλίας η νεάνις έπαιζε με την βεντάγια της, οπότε εις μίαν στιγμήν εγλύστρησεν αύτη εκ των χειρών της και έπεσεν.
Η νεάνις τεταραγμένη εκ της παρουσίας του άνακτος δεν έσκυψε διά να την αναλάβη,εν ώ ο Βασιλεύς ταχύς και ευλύγιστος όπως ήτο σκύβει την παίρνει και την προσφέρει μετά πολλής ευγενείας εις την χαριτωμένην Ατθίδα, η οποία είχε γείνει κατέρυθρος από την ταραχήν της εντροπής.
Έτερον δείγμα της προς τας κυρίας αβρότητος είνε και τούτο.
Διερχόμενος μίαν κεντρικήν λεωφόρον της πόλεως συνηντήθη με άμαξαν εντός της οποίας επέβαινε κομψή των Αθηνών δέσποινα.
Θελήσας τότε να διέλθη εκ του ενός πεζοδρομίου εις το άλλο ευρέθη προ της αμάξης και εκινδύνευσε να παρασυρθή.
Αλλά ταχύς και ευλύγιστος όπως ήτο, διέφυγε με μίαν δεξιωτάτην κίνησιν προς τα εμπρός. Ότε διέφυγε τον κίνδυνον εστράφη προς την κυρίαν, και ανταπέδωκεν εις αυτήν τον χαιρετισμόν που του έκαμεν εκείνη, γελαστός και εύθυμος ωσάν να μη του συνέβη τίποτε.
Ο ΦΟΥΣΤΑΝΕΛΛΟΦΟΡΟΣ ΔΗΜΑΡΧΟΣ.
Όταν έφθασεν εις την Λάριμναν ο δήμαρχος του τόπου ένας ευσταλής φουστανελλοφόρος ηθέλησε να παρακολουθήση την βασιλικήν συνοδείαν ως οδηγός.Εκάθισε λοιπόν πλησίον του άνακτος και ήρχισε συζήτησιν ζητών πληροφορίας περί της Βασιλικής οικογενείας, και δίδων εις τον άνακτα πληροφορίας περί της υγείας του και της υγείας της οικογενείας του.
Ο Βασιλεύς τόσον ηυχαριστείτο εκ της απλοϊκής εκείνης συζητήσεως του αγαθού χωρικού, ώστε όχι μόνον δεν διέκοπτε την συζήτησιν, αλλά διαρκώς έδιδεν αφορμήν προς διεξωδικωτέραν τοιαύτην προσφέρων τσιγαρέτα εις τον δήμαρχον και τοιουτοτρόπως η ευχάριστος εκείνη συζήτησις εξηκολούθησεν αδιάκοπος μέχρι πέρατος του ταξειδίου.
ΟΤΑΝ ΗΛΘΕΝ ΕΙΣ ΑΘΗΝΑΣ.
«Ούτε δεξιότητα, ούτε νουν δεδοκιμασμένον φέρω εις υμάς, προσόντα τοιαύτα να μη προσδοκάτε ως εκ της ηλικίας μου. Αλλ' όμως φέρω υμίν πεποίθησιν και αφοσίωσιν ειλικρινή μετά βαθείας πίστεως εις την εν τω μέλλοντι ταυτότητα της Τύχης Μου και Υμών.Υπόσχομαι Υμίν ν' αφιερώσω την ζωήν μου σύμπασαν υπέρ της ευτυχίας Υμών» όταν δε ετελείωσεν η τελετή της αποδοχής του Ελληνικού στέμματος, ήτις εγένετο εις τα ανάκτορα της Κoπεγχάγης, ο πρόεδρος της Ελληνικής επιτροπής ναύαρχος Κανάρης προσεφώνησε τον νέον Βασιλέαν λίαν συγκεκινημένος. Τότε ο Βασιλεύς πρωτοείπε το περίφημον εκείνο η ισχύς μου η αγάπη του λαού Μου.
ΠΕΡΙΖΗΤΗΤΟΣ ΓΑΜΒΡΟΣ
Εν τέλει όμως το συνοικέσιον απέληξεν υπέρ της Όλγας Βλαδιμηρόβνας περί ου και αλλαχού γράφομεν.
Η ΣΥΜΠΑΘΕΙΑ ΤΗΣ ΝΥΜΦΗΣ
Ότε όμως συνηντήθη μετά του Βασιλέως τόσον συνεπάθησεν, ώστε πας δισταγμός εξέλιπεν ευθύς και έσπευσε να συγκατατεθή.
ΠΩΣ ΤΟΝ ΕΤΙΜΗΣΕΝ Ο ΝΑΠΟΛΕΩΝ Ο Γ'
Το πρώτον ταξείδι του Βασιλέως ανά την Ευρώπην εγένετο τέσσαρα έτη μετά την εις τον θρόνον ανάρρησίν του.
Κατά το τετραετές τούτο διάστημα ο Βασιλεύς παρέμεινεν εις τον τόπον τούτον εν μέσω του λαού του, περιοδεύων τας επαρχίας εκμανθάνων την γλώσσαν και σπουδάζων τον χαρακτήρα και τα ήθη και έθιμα του λαού του.
Η ΣΤΟΛΗ ΤΟΥ
Εις το θέατρον οσάκις μετέβαινεν, έφερε φράκο.
Εις τους περιπάτους του έφερε μικράν στολήν Ναυάρχου, ενίοτε δε και απλούν σακκάκι ιδιώτου με σκληρόν πίλον. Την στολήν του Ναυάρχου την έφερε τελευταίως σχεδόν καθημερινώς.
ΑΙ ΩΡΑΙΑΙ ΚΥΡΙΑΙ
Ότε επρόκειτο να έλθη εις τας Αθήνας ο Βασιλεύς της Ιταλίας, ο Βασιλεύς Γεώργιος εκάλεσε τον διευθυντήν της Αστυνομίας και του είπε:
«Θέλω ο Βασιλεύς της Ιταλίας να λάβη μίαν εντύπωσιν περί της Ελληνικής ωραιότητος.Διά τούτο να φροντίσετε εις τα μπαλκόνια την ώρα που θα περνούμε να φαίνωνται όλο ωραίες κυρίες. Η άσχημες ας κρυφθούν. Ήθελα να εγίνετο μία παρέλασις γυναικείας χάριτος.
Ο διευθυντής όμως της Αστυνομίας του παρετήρησεν ότι αυτό είνε αδύνατον, διότι όλες αι κυρίες εννοούν να περάσουν για ωραίες.
Και ο Βασιλεύς.
— Έχετε δίκαιον. Αυτό το είχον λησμονήσει.
ΠΩΣ ΕΦΑΙΝΕΤΟ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΟΡΤΗΝ ΤΗΣ ΕΙΚΟΣΙΠΕΝΤΑΕΤΗΡΙΔΟΣ ΤΟΥ
Λιγυρόν ευθυτενές σώμα, ξανθή γραφικωτάτη κεφαλή επί χυτού λαιμού, βλέμμα αεικίνητον, σπινθηροβολούν, μεγάλοι ξανθοί μύστακες επιμελώς εστιλβωμένοι, βάδισμα αλματικόν με ελαφράν ανακίνησιν των ώμων, ιδού ο Βασιλεύς των Ελλήνων εις τα πεντήκοντα αυτού έτη ακμαίος ακόμη νεάζων ακόμη ακατάβλητος.
Δώσατε ζωήν εις την εικόνα αυτήν της οποίας αι γραμμαί φεύγουν λεπταί αμυδραί,χανόμεναι, την ζωήν του πνεύματος, της σκωπτικής ευφυίας της ευθυμίας του γέλωτος και έχετε την βασιλικήν ψυχήν εν όλω αυτής τω μεγαλείω της ψυχής του Βασιλέως Γεωργίου.
ΑΙ ΣΥΜΒΟΥΛΑΙ ΤΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ.
Μετά την εκλογήν του ως Βασιλεύς ο Γεώργιος είχε μεταβή εις Πετρούπουλιν. Εκεί ο αυτοκράτωρ της Ρωσσίας του είπεν ότι η μόνη συμβουλή που είχε να του δώση είνε να φυλάττηται πάντοτε από τας δολοπλοκίας της Γαλλίας και της Αγγλίας εν Ελλάδι.
Από την Πετρούπολιν ο Βασιλεύς μετέβη εις Λονδίνον, εκεί δε ο Τζων Κώσσελ τον εφώναξε και του είπεν ότι η μόνη του σύστασις ως φίλος της μεγαλειότητός του και της Ελλάδος ήτο να φυλάσσηται από τας δολοπλοκίας της Ρωσσίας.
Εκ της Αγγλικής πρωτευούσης βασιλεύς μετέβη εις Παρισίους, όπου ο αυτοκράτωρ τον εφιλοξένησεν εις τα ανάκτορα του Κεραμεικού, τον περιποιήθη πολύ, κατά δε την ημέραν της αναχωρήσεώς του καλέσας αυτόν, του είπεν εμπιστευτικώς. «Να φυλάττεσθε μεγαλειότατε από τας δολοπλοκίας της Ρωσσίας και της Αγγλίας».
Και ο νεαρός βασιλεύς εννόησεν πλέον από ποίους έπρεπε να φυλάσσηται.
ΤΟ ΜΕΓΑΡΟΝ ΤΗΣ ΚΟΠΕΓΧΑΓΗΣ
Το μέγαρον τούτο το ηγόρασε με όλους τους πολυτίμους θησαυρούς που είχεν. Ο Βασιλεύς Γεώργιος, μετά την αγοράν του επώλησε μίαν μικράν πτέρυγα εις ένα γείτονα,αντί του τρίτου της τιμής εις την οποίαν είχεν αγοράσει το όλον μέγαρον. Το υπόλοιπον του μεγάρου το ενοικίασεν ως κατοικίαν εις ένα πρίγκηπα και εις το Δανικόν Δημόσιον εγκατεστάθη δε εντός αυτού ο Δανικός Άρειος Πάγος.
Τα έπιπλα τα οποία ευρίσκοντο εντός του μεγάρου πολυτιμότατα και ιδιόρρυθμα τα επώλησεν εις ένα έμπορον αρχαιοτήτων του Λονδίνου αντί ενός εκατομμυρίου φράγκων.
ΤΟ ΙΝΚΟΓΝΙΤΟ.
Μόλις ανήλθε τας βαθμίδας διά να καταλάβη το θεωρείον του ακούει την μουσικήν ν'αποκρούη τον Εθνικόν Ύμνον της Ελλάδος. Ενόμισεν ότι ήτο απλή σύμπτωσις και διά τούτο ανήλθεν εις το θεωρείον με την πεποίθησιν ότι διετέλει υπό ινκόγνιτο.
Αλλ' εκεί τον ανέμενεν ετέρα έκπληξις. Ο Βασιλεύς παρετήρησεν ότι το θεωρείον ήτο εστολισμένον εξόχως ωραία, εντός δ' αυτού υπήρχε πολυτελέστατος θρόνος. Ο Βασιλεύς εννόησεν ότι κάθε άλλο παρά υπό ινκόγνιτο διετέλει και διά τούτο αφού μετά πολλής δυσκολίας παρηκολούθησε την πρώτην πράξιν, έσπευσε να εξαφανισθή ως επήλθε το διάλειμμα.
Η ΩΡΑΙΟΤΗΣ ΤΟΥ ΚΑΙ Η ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΣΤΑΣΙΣ
Με εδέχθη εις μίαν αίθουσαν του Κυρηναλίου, του θαυμασίου τούτου Ιταλικού ανακτόρου. Με εδέχθη με εκείνην την αιωνίαν αφέλειαν που απετέλει το μυστικόν της γοητείας του αειμνήστου Βασιλέως.
Μετά μικράς τινας συζητήσεις επί διαφόρων ζητημάτων ο Βασιλεύς στρέφων το βλέμμα προς την από του παραθύρου εξηπλωμένην πόλιν μου είπε.
— Τι ωραία πόλις πράγματι. Όσον την επισκέπτομαι τόσον με γοητεύει.
Και καθ' όν χρόνον εγώ εζήτουν να του θίξω το Κρητικόν ζήτημα, εκείνος με διπλωματικήν δεξιότητα με απεμάκρυνε του θέματος και με ηρώτησε.
— Τι λέγουν για μένα εις την Ρώμην;
— Μεγαλειότατε, οι Ρωμαίοι μοιάζουν πολύ με τους Ρωμηούς. Σε κάθε Βασιλέα που έρχεται συνειθίζουν να του βγάζουν παρατσούκλι.
— Τότε ειπέτε μου τι παρατσούκλι έδωκαν εις εμένα.
— Σας έδωκαν ένα πολύ ωραίον.
— Να το ακούσω.
— Σας ονομάζουν «ο ωραίος Βασιλεύς».
Ο Βασιλεύς αφήκεν ένα μειδίαμα να διαστείλη τα χείλη του, μαρτύριον ότι το παρατσούκλι αυτό του ήρεσεν πολύ, πολύ.
Διότι η εξωτερική παράστασις αυτού εν συνδυασμώ προς την γλυκύτητα της μορφής του απετέλει σύνολον ανδρικής ωραιότητος.
ΧΩΡΙΣ ΠΑΡΑΣΗΜΟ
— Πώς δεν έχετε λάβει παράσημον; ερωτά ο βασιλεύς οιονεί δι' απορών.
— Δεν είνε δα εξαιρετικαί αι υπηρεσίαι μου προς το Έθνος, Μεγαλειότατε, ώστε να τύχω αυτής της τιμής.
— Υποθέτω ότι τεσσαράκοντα ετών άμεμπτος και πιστή εκτέλεσις του καθήκοντος είνε ικανή διά να σας παρασημοφορήσω.
Και ο Βασιλεύς δεν παρέλειψε να εκτελέση το καθήκον της πολιτείας προς τον έντιμον υπάλληλον.
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΑΦΕΛΕΙΑ
Χαριτωμένον είνε το ακόλουθον το οποίον αποτελεί το άκρον άωτον της μεγάλης του αφελείας.
Μίαν πρωίαν εφύσησε δυνατός άνεμος και η ορμή του ήνοιξε το παράθυρον του Βασιλικού κοιτώνος και εκρήμνισε μίαν γάστραν τοποθετημένην εκεί. Το περιεχόμενον της γάστρας καθώς και τα συντρίμματα αυτής διεσκορπίσθησαν τήδε κακείσε επί του δαπέδου.
Ο Βασιλεύς εκάλεσε τον θαλαμηπόλον, ότε δε εκείνος ενεφανίσθη, αποτείνεται προς αυτόν και του λέγει.
— Έλα να με βοηθήσης τώρα να καθαρίσωμεν το δάπεδον.
Η ΣΗΜΑΙΑ ΤΟΥ 12ου ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
Μίαν ημέραν ο Βασιλεύς κατέβαινεν από το σπήτι του Φραγκοπόλου, όπου παρετήρησεν εις την θύραν της εισόδου την σημαίαν, την οποίαν επρόκειτο να παραδώση ο ίδιος εις το 12ον Σύνταγμα. Ησθάνθη ζωηράν αγανάκτησιν επί τούτω και προέβη εις παραστάσεις προς τον αξιωματικόν της φρουράς ειπών ότι η θέσις της σημαίας δεν ήτο εκεί όπου ευρέθη τοποθετημένη.
Συγχρόνως έλαβε την σημαίαν ο ίδιος και την μετέφερεν εις το δωμάτιόν του, όπου την ετοποθέτησε καταλλήλως.
Όταν δε την επομένην επρόκειτο ν' αναχωρήση, ο Βασιλεύς ο αξιωματικός της υπηρεσίας απέστειλεν ένα δεκανέα να παραλάβη εκ του Βασιλικού θαλάμου την σημαίαν.Ο Βασιλεύς ιδών τον δεκανέα τον ερωτά.
— Τι θέλεις εδώ;
— Ήλθα να παραλάβω την σημαίαν, Μεγαλειότατε.
— Η σημαία δεν παραλαμβάνεται με ένα δεκανέα. Πήγαινε να είπης εις τον αξιωματικόν σου να έλθη με δύο υπαξιωματικούς και τρεις στρατιώτας να παραλάβουν την σημαίαν.
Η διαταγή του Βασιλέως εξετελέσθη παραχρήμα. Ο αξιωματικός μετέβη με τους άνδρας που υπέδειξεν ο Βασιλεύς και παρέλαβε την σημαίαν.
Την στιγμήν εκείνην η Α. Μ. εστάθη εις προσοχήν και εχαιρέτησε στρατιωτικώς την σημαίαν.
ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΙΑΣ ΠΤΩΧΗΣ
Η ΤΥΧΗ
Ο Βασιλεύς πλησιάσας και θέσας εις ενέργειαν το μηχάνημα έλαβε την εξής απάντησιν.
— Πλήρης επιτυχία θα στέφη πάντοτε τας επιχειρήσεις σου.
ΠΩΣ ΕΡΡΙΨΟΚΙΝΔΥΝΕΥΣΕ
Εις μίαν άλλην Γερμανικήν κωμόπολιν ο Βασιλεύς εκλήθη από μίαν πτωχήν οικογένειαν διά να δειπνήση μαζύ της.
Η πρόσκλησις εκείνη ωφείλετο εις τον κίνδυνον τον οποίον διέτρεξεν η ζωή του προκειμένου να σώση μίαν γραίαν η οποία παρ' ολίγον να επνίγετο. Ο Βασιλεύς αφελέστατα εδέχθη την ευγενή πρόσκλησιν και συνέφαγε μετά των πτωχών εκείνων ανθρώπων.
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΝ ΜΕ ΕΝΑ ΧΩΡΟΦΥΛΑΚΑ
Ο Βασιλεύς Γεώργιος αγνώριστος εντελώς κατέλαβε μίαν θέσιν επί τινος πεζοδρομίου και ανέμενε να ίδη την βασιλικήν πομπήν η οποία θα διήρχετο εκείθεν.
Ένας αστυφύλαξ όμως τον επλησίασε και του συνέστησε να απομακρυνθή της θέσεώς του εκείνης.
Ο Βασιλεύς χωρίς να απαντήση έσπευσε να υπακούση εις την διαταγήν του χωροφύλακος και απεμακρύνθη.
ΤΑ ΑΓΡΙΑ ΑΧΛΑΔΙΑ
Οι χωρικοί του παρασκεύασαν θερμήν υποδοχήν, ο δε Βασιλεύς εξέφρασε την επιθυμίαν να φάγη υπό την σκιάν μεγαλοπρεπούς πεύκου.
Η τοποθεσία ήτο μία από τας ωραιοτέρας. Όταν ετελείωσε το φαγητόν του, ηγέρθη διά να περιέλθη όλα τα πέριξ μέρη τα οποία παρείχον μαγευτικήν θέαν.
Όταν είδεν ότι ο Αχλαδόκαμπος ήτο εσπαρμένος με αγριοαχλαδιές, και αι οποίαι μόνον άγρια αχλάδια παρήγον, εκίνησε την κεφαλήν του και εξέφρασε την λύπην του.
— Ένα υπουργείον της Γεωργίας αν υπήρχε και ένας δραστήριος υπουργός,ημπορούσε να μεταβληθή ο τόπος αυτός εις αληθινόν παράδεισον.
Ο ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΜΑΘΗΤΑΙ ΤΟΥ
Το θέαμα ήτο συγκινητικόν, οι μαθηταί παραταχθέντες ήρχισαν να ψάλλουν τον εθνικόν ύμνον. Όταν ετελείωσεν ο ύμνος ο Βασιλεύς εκάλεσε τον διδάσκαλον και του είπε.
— Καλές φωνές έχουν τα παιδιά, αλλ' έπρεπε να τα μάθης να μη κόβουν τα δένδρα.
— Αλλ' όταν πρόκειται να υποδεχθούν λαοφιλή Βασιλέα; υπέλαβεν ο διδάσκαλος.
— Ούτε τότε, του είπεν ο Βασιλεύς. Να τους μάθης να μη κόβουν τα δένδρα διότι δεν έχουμε μπόλικα.
Η ΜΟΙΡΟΛΑΤΡΕΙΑ ΤΟΥ
Ο Ρωμούνος στενοχωρηθείς εκ της καταδιώξεως των αστυνομικών ηναγκάσθη να αναχωρήση.
Ότε ο διευθυντής της αστυνομίας παρουσιάσθη την επομένην εις τον Βασιλέα και του ανήγγειλε την εξαφάνισιν του Ρουμάνου αναρχικού, ο Βασιλεύς ύψωσε τους ώμους του και αφελέστατα απήντησε.
Εγώ είμαι μοιρολάτρης. Αν ήλθεν η ώρα μου, ούτε σεις ούτε εγώ θα κατορθώσωμεν να την αποσοβήσωμεν και δεν επιθυμώ να δηλητηριάζεται η ησυχία μου από τοιαύτας ανοησίας.
Η ΔΟΛΟΦΟΝΙΚΗ ΑΠΟΠΕΙΡΑ.
Ιδού πώς ο Πάολι διετύπωσεν εις τα απομνημονεύματά του την αφήγησιν εκείνην του Βασιλέως.
— Πρό τινων ετών επέστρεφα από το Φάληρον μετά της θυγατρός μου πριγκηπίσσης Μαρίας. Αίφνης στρέψας τυχαίως την κεφαλήν, είδα παρά την οδόν δύο σωλήνας όπλων διευθυνομένους καθ' ημών.
Ευρέθην εν τω άμα όρθιος και ως εξ ορμεμφύτου ερρίφθην έμπροσθεν της θυγατρός μου. Τα όπλα με παρηκολούθουν διαρκώς. Διελογίσθην. Ετελείωσε, είμαι νεκρός. Και ηξεύρετε τι έκαμον; Ποτέ δεν ημπόρεσα να το εξηγήσω εις τον εαυτόν μου. Ήρχισα να μετρώ υψηλοφώνως έν, δύο, τρία. Μου εφάνη ότι έζων ένα αιώνα. Ητοιμαζόμην να είπω τέσσαρα, ότε αι εκπυρσοκροτήσεις αντήχησαν, έκλεισα τους οφθαλμούς, αι σφαίραι εσύριζαν εις τα ώτα μου.
ΤΙ ΕΙΠΕ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΠΟΠΕΙΡΑΝ.
Ο Βασιλεύς τον εσταμάτησε και εν προφανεί ταραχή του λέγει.
«Φροντίσατε παρακαλώ να καταδιώξητε δύο ανθρώπους οι οποίοι μας επυροβόλησαν προ ολίγου. Δεν είνε κατάστασις αυτή. Δεν είνε η πρώτη φορά . . . »
Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ.
Εφρόντιζε πάντοτε να παρασημοφορή τους υπουργούς.
Εξαιρετικώς από τινων ετών εδέχετο τους υπουργούς με ρεδιγκόταν, αναγνωρίσας τον ισχυρισμόν του Τρικούπη εξηγήσαντος εις αυτόν πόσον δύσκολον ήτο το φράκο δι'ανθρώπους οι οποίοι συχνά ήρχοντο εις επικοινωνίαν μετ' αυτού.
ΤΟ ΤΑΤΟΪ
Η ΥΓΕΙΑ ΤΟΥ.
ΘΑ ΕΖΗ ΠΟΛΛΑ ΕΤΗ.
Παρετηρήθη τότε ότι η κεντρική αρτηρία ήτο λίαν ελαστική, ως εάν ανήκεν εις νεανίαν εικοσαετή και όχι εις άνδρα της ηλικίας του Βασιλέως.
Τεκμαίρεται εκ τούτου ότι η Α. Μεγαλειότης δεν είχε προσβληθή εξ αρτηριοσκληρώσεως, όπως συμβαίνει εις ανθρώπους υπερβάντας το πεντηκοστόν έτος, εξ ού αποδεικνύεται ότι θα έζη επί πολύ ακόμη εάν ο απαίσιος δολοφόνος ήθελεν αστοχήσει.
Η εξαιρετική υγεία του ωφείλετο εις την τακτικήν ζωήν την οποίαν διήγεν.
Ο ΙΔΙΟΤΡΟΠΟΣ ΑΓΓΛΟΣ.
Όταν διεβιβάσθη εις τον βασιλέα η ιδιοτροπία του Άγγλου εκείνου, απήντησε.
— Τότε ας έλθη κάτω εις τον κήπον.
Ο Άγγλος εδέχθη και ο βασιλεύς εκάθησε μαζύ του εις ένα πάγκο και συνδιελέχθη μαζύ του υπέρ την ώραν.
Η ΠΙΚΡΑ ΑΝΑΜΝΗΣΙΣ.
Ο βασιλεύς απέφευγε να του κάνουν λόγον διά την ωραίαν πριγκήπισσαν που τόσον προώρως κατήλθεν εις τον τάφον.
Κάποτε ένας Ρώσσος διπλωμάτης ηθέλησε να του διηγηθή το πένθος το οποίον κατέλαβε την Ρωσσίαν ολόκληρον επί τω θανάτω της Αλεξάνδρας.
Ο βασιλεύς αφού προσεπάθησε να αποφύγη την ομιλίαν εκείνην και δεν το κατώρθωσεν, είπεν ένδακρυς εις τον Ρώσσον.
— Σας παρακαλώ διακόψατε την ομιλίαν αυτήν. Μου πληγώνετε την καρδιά με αυτήν την ανάμνησιν.
ΗΤΟ ΘΡΗΣΚΟΣ.
Τα θρησκευτικά του καθήκοντα εξετέλει τακτικώτατα.
Εις την λειτουργίαν ήτο τακτικώτατος, παρηκολούθει δε με ίσην ευλάβειαν τας διατάξεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Όταν ηρώτησε την Μ. Σαρακοστήν ένα αυλικόν θεράποντα αν νηστεύη, εκείνος ευρέθη προ διλήμματος και εσιώπησεν. Ο Βασιλεύς ενόησεν ότι δεν ενήστευσε και του είπε·
— Και όμως είσαι υγιέστατος. Εγώ είμαι πατέρας σου και όμως νηστεύω. Είνε εντροπή.
ΗΓΑΠΑ ΤΗΝ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΝ
Ηρέσκετο δε να ομιλή την γλώσσαν του λαού αποφεύγων τας πολύ αρχαΐζουσας λέξεις.Εννοείται ότι απηχθάνετο φοβερά τον μαλλιαρισμόν. Εις ένα θεατρικόν συγγραφέα ο οποίος είχε γράψει εις καθαράν ωμιλημένην γλώσσαν έλεγε κάποτε.
— Η γλώσσα η ιδική σου δεν πειράζει καθόλου τ' αυτιά, όπως εκείνων των άλλων (εννοούσε τους μαλλιαρούς). Δεν ημπορούν να γράψουν και αυτοί έτσι;
Ο ΡΗΓΑΣ
Οι Βασιλόπαιδες και όταν ηνδρώθησαν ακόμη ησθάνοντο αμείωτον την πατρικήν αυστηρότητα και επιβολήν και διά τούτο μεταξύ των τον έλεγον.
Ο Ρήγας!
ΠΩΣ ΤΟΥ ΕΠΡΟΤΑΘΗ Ο ΘΡΟΝΟΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΦΡΕΙΔΕΡΙΚΟΝ ΤΟΝΖ
Ετελούντο αι εορταί της βαπτίσεως της Πριγκηπίσσης της Έσσης, καθ' ας ήτο παρών και ο Γουλιέλμος.
Τότε τον εκάλεσε πλησίον του ο Φρειδερίκος και τω λέγει.
— Γουλιέλμε θέλεις να υπάγης εις την Ελλάδα;
Ο Γουλιέλμος έγεινε κατέρυθρος και εφάνη σκεπτόμενος. Μετά τινας στιγμάς απήντησε.
— Ο πόθος μου είνε να πράξω ότι η Μεγαλειότης σας με διατάξει.
— Εγώ λοιπόν θέλω να υπάγης, αλλ' επιθυμώ προηγουμένως να μάθω τας ιδέας σου.
— Βασιλεύ απήντησε τότε ο Γεώργιος, θέλω πράξει ότι δύναται να πράξη είς Βασιλεύς, όπως καταστήση την Ελλάδα ευτυχή.
Η ΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΩΣ ΔΟΚΙΜΟΥ
Εις το γελέκο του εκρέματο μία χονδρή αλυσσίδα ωρολογίου, πάντοτε δε εφόρει μαύρον λαιμοδέτην.
Η ΑΠΕΡΑΝΤΟΣ ΑΓΑΘΟΤΗΣ ΤΟΥ
Μίαν ημέραν εξήλθεν εις περίπατον πεζός προς το μέρος των «Υψηλών Αλωνιών».Μερικά παιδάκια παίζοντα εκεί πλησίον, τον αντελήφθησαν και ετέθησαν όπισθέν του ως ακολουθία.
Όταν ο Βασιλεύς έφθασεν εις τον ιδιόκτητον κήπον του παρά τα Αλώνια, εστράφη και είπε προς τα παιδιά τα οποία εν τω μεταξύ ευρέθησαν κατ' αριθμόν.
— Παίξατε και διασκεδάσατε, αλλά προσέξατε μη χαλάσετε τα άνθη.
Όταν ανεχώρησεν εκ του κήπου τα παιδία τον ηκολούθησαν και πάλιν, καθ' οδόν δε η παιδική ακολουθία εγένετο πυκνοτέρα και ηπείλει παιδικήν διαδήλωσιν.
Δύο χωροφύλακες επενέβησαν τότε διά να διαλύσουν τα παιδιά επί τη ιδέα ότι η ακολουθία εκείνη εστενοχώρει την Μεγαλειότητά του.
Αλλ' ο Βασιλεύς στραφείς και αντιληφθείς τους χωροφύλακας, τους διέταξε να απομακρυνθώσι και να αφήσωσι τα παιδιά να τον ακολουθούν.
Ο ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΚΑΙ ΤΟ ΡΩΛΟΓΙ
Μίαν ημέραν εν ώ ο Βασιλεύς περιπατούσεν εις το πάρκο, εσκόνταψε εις ένα μικρό διετές πολύ εύμορφο κοριτσάκι το οποίον παρ' ολίγον να το πατήση.
Ό Βασιλεύς έσπευσε και το εχάιδεψε, αλλά το κοριτσάκι θαμβωθέν από την χρυσήν αλυσσίδα του Βασιλέως την άρπαξε από τα χέρια του, έβγαλε το ωρολόγιον από την τσέπη του γελέκου του και έπαιζε.
Οσάκις δε η τροφός ή ο Βασιλεύς ο ίδιος εζήτουν να αποσπάσουν το ρωλόγι από τα χέρια της μικράς κορασίδος εκείνη ήρχιζε τα κλάμματα. Ο Βασιλεύς γελών τότε απέσπασε το ωρολόγιον και την αλυσσίδα εκ του γελέκου του και τα έδωκεν εις την μικράν να παίζη.
Αφού δε έπαιζεν επί τινα λεπτά η μικρά με το ωρολόγιον, ο Βασιλεύς εξήγαγεν από τα θυλάκιά του έν μικρόν κομψόν καθρεφτάκι, το οποίον όταν είδεν η μικρά, εδέχθη να ανταλλάξη το ρωλόγι με το καθρεπτάκι.
ΑΣ ΜΟΥ ΤΟΝ ΕΔΙΔΑΝ ΚΑΙ ΕΒΛΕΠΑΤΕ
Περί του Δανού πρίγκηπος ουδεμία ζήτησις είχε γείνει ακόμη.
Ο Γεώργιος νεαρώτατος τότε εμαθήτευεν εις την σχολήν των Δοκίμων της Δανίας. Εις μίαν θαλασσίαν εκδρομήν με τους αδελφούς του ένεκεν της τρικυμίας εκρίθη δύσκολος η διακυβέρνησις του κοττέρου του οποίου πάντοτε την διακυβέρνησιν ανελάμβανεν αυτός.Εζήτησε λοιπόν να το κυβερνήση και την ημέραν εκείνην.
— Μα δεν είνε δική σου δουλειά του είπεν ο μεγαλείτερός του αδελφός. Κάθησε λοιπόν κάτω πριν μας πνίξης όλους μαζύ.
Ό Γεώργιος εζάρωσεν εις τα κελεύσματα του αδελφού του και εκάθισεν. Όταν όμως βραδύτερον ανέπτυξεν εις τον αδελφόν του πώς θα το εκυβέρνα εκείνος του απήντησεν:
— Εύγε! δεν ήξευρα πως έχεις προοδεύσει τόσον πολύ.
Και εκείνος απήντησε:
— Μα το ενομίζατε τόσον δύσκολον ωσάν θρόνον της Ελλάδος, να μη μπορώ να το κυβερνήσω;
— Θα είχες την τόλμην να κυβερνήσης εκείνον;
— Γιατί όχι; Ας μου τον έδιδαν και θα εβλέπατε.
Ολίγον χρόνον μετά ταύτα ο Ελληνικός θρόνος διεκυβερνάτο υπό του νεαρού Γουλιέλμου του επικληθέντος Γεωργίου.
ΕΙΧΕ ΚΑΤΙ ΑΠΟΚΡΥΦΟΝ
Βεβαίως ανεκοίνου πάντοτε το αποτέλεσμα της συζητήσεως, πάντοτε όμως ήθελε να κρατή ως ιδικόν μυστικόν τας βάσεις των λεπτομερειών δι' ων ήχθη εις το αποτέλεσμα.
Η ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΤΟΥ
Εις το Παρίσι ιδίως οι αστυνομικοί οι εντεταλμένοι την ασφάλειάν του υφίσταντο αληθινόν μαρτύριον.
Εννοούσε να γίνεται άφαντος εμπρός από τα μάτια των.
Μίαν ημέραν ο αστυνόμος της μυστικής αστυνομίας είπεν εις τον διευθυντήν του ξενοδοχείου όπου διέμενε να κλείση όλας τας οπισθίας θύρας και τα παράθυρα, διά να μη του ξεφύγη.
ΠΩΣ ΑΠΗΣΧΟΛΕΙ ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ
Μόνον αν υπάρχη επείγουσα ανάγκη θα σας κρατήσω ενήμερον Μεγαλειότατε, άλλως θα προσπαθήσω να μη σας ενοχλήσω εις το ταξείδι σας.
Ο Βασιλεύς απήντησεν.
— Εύχομαι να μη παρουσιασθή καμμία ανάγκη. Αλλά σας παρακαλώ να με κρατήσητε ενήμερον όσον το δυνατόν περισσότερον. Εγώ εργάζομαι και όταν ταξειδεύω,ώστε μη φοβείσθε ότι θα με απασχολήσετε.
Ο υπουργός εκείνος έλεγε κατόπιν.
Η αλήθεια είνε ότι ημείς ουδέποτε απησχολήσαμεν τον Βασιλέα, ενώ εκείνος μας απησχόλει πολύ περισσότερον.
ΜΙΑ ΣΥΣΤΑΣΙΣ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΥΣ
— Βλέπεις τι άδικα που κοπιάζεις. Αν ήθελαν θα με είχαν σκοτώσει είκοσι φοράς, χωρίς να προφθάσης να με προστατεύσης.
— Εγώ εκτελώ διαταγάς ανωτέρων, Μεγαλειότατε, είπεν ο αστυνομικός, και οφείλω να υπακούω πιστότατα εις αυτούς.
— Μα διά τους ανωτέρους τα λέγω και εγώ αυτά. Πήγαινε λοιπόν να τους τα είπης. Άλλοτε πάλιν ομιλών προς ένα διευθυντήν αστυνομίας έλεγε τα εξής.
— Εις το Παρίσι η προφύλαξις είνε αδύνατος. Μέσα εις αυτό το πλήθος πώς να φυλαχθή ένας άνθρωπος; Έπειτα μου φαίνεται ότι μέσα εις αυτό το γλέντι που γίνεται εις το Παρίσι κάθε ημέραν, είνε αδύνατον να γείνη φόνος.
ΝΑ ΜΗ ΔΕΡΝΟΥΝ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟΝ.
Κάποτε ανέγνωσεν εις τας εφημερίδας ότι ένας ενωμοτάρχης ετσάκισε στο ξύλο τρεις νέους επειδή έψαλλον την νύκτα διάφορα ερωτικά τραγούδια.
Ο βασιλεύς εκάλεσεν αμέσως τον τότε Υπουργόν των Εσωτερικών και του είπεν.
— Οι αστυνομικοί πρέπει να περιορισθούν ολίγον, κ. Υπουργέ. Συστήσατέ τους ότι δεν πρέπει επ' ουδενί λόγω να δέρνουν τον κόσμον.
ΕΝΗΜΕΡΟΣ ΟΛΩΝ.
Ήκουε μετά προσοχής τας ενεργείας της αρχής προς σύλληψιν του δράστου και συνέχαιρε πολλάκις την αστυνομίαν διά την ταχείαν και αποτελεσματικήν ενέργειαν.
Επίσης οσάκις ελάμβανε χώραν δυστύχημα σπαρακτικόν ο βασιλεύς εζήτει πάντοτε λεπτομερείς πληροφορίας.
Η ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΑ ΤΟΥ.
Ο Βασιλεύς έσπευσε να αποστείλη εις την απορφανισθείσαν οικογένειαν του ατυχούς εργάτου δισχιλίας δραχμάς. Άλλοτε πάλιν πληροφορηθείς ότι άλλος εργάτης απώλεσε τον πόδα του εις την εξάσκησιν των καθηκόντων του, εμερίμνησεν όπως κατασκευασθή ξύλινος πους και δοθή εις τον εν λόγω εργάτην.
Ο ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΚΑΙ ΟΙ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΙ.
Ότε μετέβη ποτέ εις τας Πάτρας και κατέλυσεν εις την οικίαν του Θάνου Κανακάρη Ρούφου τον οποίον ιδιαιτέρως εξετίμα, έλεγεν εις τους περί αυτόν.
— Επιτέλους εδώ ημπορεί κανείς να ομιλήση ελεύθερα. Αυτοί οι δημοσιογράφοι με καταδιώκουν διαρκώς και αναγράφουν εν πάση λεπτομερεία και τας κακοτέρας των φράσεων τας οποίας απευθύνω προς τους μαθητάς των σχολείων.
Και εξηκολούθησε να συνδιαλέγηται φαιδρότατος και εύθυμος.
Οποία όμως υπήρξεν η έκπληξίς του την επομένην, όταν είδεν εις τας εφημερίδας ολόκληρον σχεδόν την συνδιάλεξίν του. Δεν ηδύνατο να φαντασθή η Α. Μ. ότι οι δημοσιογράφοι είχον εγκατασταθή εις ταις κλειδαρότρυπες και παρηκολούθουν την συνδιάλεξίν του.
Και αποτεινόμενος προς τον Ρούφον του λέγει γελών.
— Άλλη φορά πρέπει να εγκαθιστάς και φρουρόν εις το σπήτι σου, οσάκις θα έρχωμαι.
ΜΙΑ ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ ΤΟΥ.
Ο Βασιλεύς ήγειρε τότε πρόποσιν καθ' ήν ηυχήθη την απελευθέρωσιν των δούλων επαρχιών.
Και εις το τέλος με φωνήν πάλλουσαν από συγκίνησιν έκαμε την εξής ωραίαν αποστροφήν.
— Είπατε εις τα δούλα τέκνα της Ελλάδος ότι ο Βασιλεύς των Ελλήνων μίαν έχει σκέψιν· πώς να εορτάσουν μίαν ημέραν την ένωσίν των υπό το σκήπτρόν του. Είπατε ότι η ημέρα αυτή δεν θα βραδύνη να έλθη.
Όλοι εδάκρυσαν διά την πατριωτικωτάτην εκείνην ευχήν, η οποία εξεπληρώθη είκοσι πέντε έτη μετά ταύτα.
ΣΩΣΤΑ ΛΑΓΩΝΙΚΑ.
— Όπου και αν υπάγω μπροστά μου βρίσκονται.
Ότε μίαν φοράν απεχείρησε περιοδείαν ανά τας επαρχίας και απεβιβάσθη εις ένα σταθμόν, παρετήρησε με έκπληξίν του ότι αι δημοσιογράφοι είχον προηγηθή αυτού. Ο Βασιλεύς γελών τους επλησίασε και τους είπε.
— Και εδώ ακόμη; Σωστά λαγωνικά τέλος πάντων.
Η ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΤΟΥ ΜΕ ΕΝΑ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΝ.
Ο Βασιλεύς ακούσας το όνομα του δημοσιογράφου εκείνου έτεινε προς αυτόν την χείρα και του είπε.
— Χαίρω πολύ διότι κάμνω την γνωριμίαν σας.
Και ευθύς κατόπιν προσέθηκε με ύφος δυσφορίας.
— Οι δημοσιογράφοι κάμνουν πολύ καλό εις την κοινωνίαν, όταν πρωτίστως σέβονται τον εαυτόν των!
Και αμέσως πάλιν έτεινε φιλομειδής την χείρα του και έθλιψε την χείρα του δημοσιογράφου προσθέσας.
— Χαίρω πολύ διότι σας εγνώρισα.
ΤΡΑΓΙΚΑΣ ΗΜΕΡΑΣ.
Κατά την ημέραν εκείνην θα συνεζητείτο το νομοσχέδιον της απομακρύνσεως των πριγκήπων εκ του στρατεύματος·
Παρουσιάσθησαν λοιπόν ενώπιον του άνακτος ο πρόεδρος της Βουλής Αλ. Ρώμας, ο αντιπρόεδρος κ. Τσιτσάρας και ο κοσμήτωρ κ. Λ. Ρούφος.
Ο Βασιλεύς μετά την ανταλλαγήν των σηνήθων χαιρετισμών λέγει προς τους τρεις παρουσιασθέντας.
— Το απόγευμα λοιπόν συζητείται εις την βουλήν το νομοσχέδιον των πριγκήπων; οι τρεις έμειναν άναυδοι συμμεριζόμενοι την συντριβήν του άνακτος.
Και μετ' ολίγον προσέθηκε πάλιν.
— Φρονείτε ότι η Βουλή ημπορεί να κάμη εις τα παιδιά μου αυτήν την αδικίαν;
Και λέγων ταύτα αφήκε δύο πικρότατα δάκρυα να ρεύσουν εκ των οφθαλμών του.
Μετά τινων στιγμών πένθιμον σιωπήν ο κ. Τσιτσάρας λαμβάνων τον λόγον λέγει.
— Μη αμφιβάλλετε, Μεγαλειότατε, ότι ολόκληρος η Βουλή συμπονεί και συμπάσχει μαζύ σας. Αλλά γνωρίζετε καλλίτερον ημών, ότι πάσα αντίστασις εις τον Σύνδεσμον είνε ματαία και ίσως απειληθούν ανυπολόγιστα κακά και διά τον θρόνον και διά τον τόπον.
Και οι τρεις αντιπρόσωποι του Κοινοβουλίου απεχώρησαν με βαρυτάτην εις την ψυχήν αλγηδόνα, ο δε Βασιλεύς κατέπνιξε την λύπην του, χάριν της ησυχίας του τόπου.
Ευτυχώς όμως η δύσκολος εκείνη διά τον θρόνον περίοδος παρήλθε και ο Βασιλεύς ηυτύχησε να ίδη ημέρας δόξης και χαράς και να αποθάνη ευχαριστημένος.
Ο ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΜΕ ΤΑ ΨΩΝΙΑ
Ο Βασιλεύς τον εσταμάτησεν αμέσως και τον ηρώτησε.
— Πού πηγαίνεις αυτά τα ψώνια;
— Εις το σπήτι Μεγαλειότατε.
— Εις ποίον σπήτι το ιδικό σου;
— Όχι εις του κ. αξιωματικού.
— Να είπης εις τον κύριον αξιωματικόν ότι η πατρίς δεν σας καλεί διά να γίνεσθε υπηρέται, αλλά διά να γυμνάζεσθε.
Και έφυγε πλήρης οργής.
Το γεγονός εσχολιάσθη την επομένην εις τον τύπον, αλλά το κακόν δυστυχώς δεν εξέλιπε.
ΠΑΛΙΝ ΘΑ ΞΑΝΑΓΙΝΗΣ.
— Λυπείσαι, κ. Στεφανόπουλε, που δεν είσαι τώρα υπουργός;
— Όπως και αν είνε, μεγαλειότατε, πάντοτε δυσάρεστον είνε.
— Ε! δεν πειράζει, δεν πειράζει. Πάλιν θα ξαναγίνης.
Ο ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΝΑΡΙΝΙ.
Όταν ο Βασιλεύς εταξείδευσεν από Φραγκφούρτης εις Παρισίους είδεν εις μίαν σιδηροδρομικήν άμαξαν ένα καναρίνι να πετάη ανάμεσα από τα διαμερίσματα του βαγονίου.
Το καναρίνι ανήκεν εις μίαν γηραιάν Γαλλίδα που συνεταξείδευεν, η οποία μόλις το είδεν ότι έφυγεν από το κλουβί ήρχισε να φωνάζη από απελπισίαν.
Ο Βασιλεύς τότε ήρχισε να καταδιώκη το καναρίνι, έως ότου κατώρθωσε τέλος να το πιάση και να το παραδώση εις την Γαλλίδα.
Η Γαλλίς τότε του λέγει.
— Κύριε, είσθε πράγματι ευγενέστατος. Ένας άλλος όμως επιβάτης διακόπτων λέγει.
— Κυρία μου, είνε Βασιλεύς.
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΝ ΜΕ ΕΝΑ ΦΡΟΥΡΟΝ
Μίαν νύκτα που επέστρεφεν αργά εκ του περιπάτου του ακούει τον σκοπόν των ανακτόρων να του φωνάζη.
— Τις ει;
Ο Βασιλεύς δεν απήντησε και επροχώρησε, δευτέραν όμως φοράν ο σκοπός επαναλαμβάνει τις ει.
Ο Βασιλεύς εξηκολούθησε να σιωπά, ενώ ο σκοπός ητοίμαζε το όπλον του. Μία σφαίρα ολισθήσασα διήλθε πλησίον της χειρός του.
Ο Βασιλεύς δεν εταράχθη παντάπασιν αλλ' επλησίασε τον στρατιώτην και του εδήλωσε την ταυτότητά του.
Την επομένην τον εκάλεσε και αφού τον συνεχάρη του απένειμεν έν τιμητικόν μετάλλιον.
ΠΩΣ ΥΠΕΔΕΧΕΤΟ.
Διά να αποφεύγη τας πολλάς υποκλίσεις και τους προσκυνησμούς, τους οποίους τόσον επιζήτουν οι δεσπόται της Ανατολής, ετοποθετείτο τοιουτοτρόπως εις το γραφείον του κατά τας ημέρας των ακροάσεων, ώστε ο εισερχόμενος μόλις παρήρχετο διά της θύρας και επροχώρει δύο βήματα ευρίσκετο αμέσως προ του Βασιλέως, όστις έσπευδεν ευθύς να του δώση την χείρα. Εξαιρετική λεπτότης Βασιλέως.
ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΙΝ.
Το τοιούτον το έκαμε διά να μη παρασύρεται από τας γνώμας των οικείων του.
— Είνε αληθές, έλεγεν, ότι ευρίσκομαι μακράν από τους ιδικούς μου, μακράν από τους αγαπητούς μου. Αλλ' είμαι εντελώς ήσυχος. Έτσι ημπορώ να προσέξω τα ζητήματα και να τα κανονίσω με όλην την προσοχήν που χρειάζεται εις την εξαιρετικήν αυτήν περίστασιν.
ΕΝΑΣ ΧΟΡΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΤΡΙΠΟΛΙΝ.
Ο χορός διεξήχθη εις την πλατείαν της πόλεως αργά την νύκτα, μετά το δοθέν γεύμα.
Ο Βασιλεύς έμεινεν εις τον οίκον του προύχοντος Νώτη Πανοπούλου, όπου και εδόθη το Βασιλικόν γεύμα.
Μετά το γεύμα ο Βασιλεύς εξήλθε διά να μεταβή εις την πλατείαν και παρακολουθήση τον χορόν.
Εκεί εζήτησε και του έδωκαν μίαν λαμπάδα, την οποίαν κρατών ο Βασιλεύς εφώτιζε τα βήματα των χορευτών και έσυρε τον χορόν.
Το επεισόδιον τούτο έμεινεν ανεξάλειπτον εις την μνήμην όλων των Τριπολιτών.
ΔΕΝΔΡΟ ΚΑΙ ΔΟΝΤΙ.
Μίαν ημέραν εις την οδόν του Τατοΐου είδε κομμένα πλείστα δένδρα, ο δε συνοδεύων αυτόν υπασπιστής βλέπων ότι διά της κοπής των δένδρων ηνοίγετο το θέαμα του λεκανοπεδίου της Αττικής στρέφεται και του λέγει.
— Μεγαλειότατε, μου φαίνεται σαν καλλίτερα τώρα που έκοψαν τα δένδρα,διότι ήνοιξε το μέρος και βλέπει κανείς αυτό το ωραίον θέαμα.
Και ο Βασιλεύς.
— Δένδρο και δόντι, απήντησε.
— Δηλαδή αν τολμήση κανείς να κόψη δένδρα και θα του βγάλω ισάριθμα δόντια.
ΕΙΜΑΙ ΕΥΤΥΧΗΣ
Μίαν από τας ημέρας εκείνας δύο ξένοι μετέβησαν εις το κουρείον του κ. Μυτιληναίου του κουρέως του Βασιλέως και ο μεν είς εξ αυτών εξυρίσθη ο άλλος όμως ανέμενεν εντός του κουρείου.
Οι δύο ξένοι συνωμίλουν με τον κ. Μυτιληναίον ζητούντες πληροφορίας περί του Βασιλέως Γεωργίου και περί των ανακτόρων του.
Ο κ. Μυτιληναίος απήντα εις αυτούς ανυπόπτως.
Μετ' ολίγον ο κ. Μυτιληναίος εκλήθη να υπάγη να ξηρίση τον Υπουργόν των Εξωτερικών της Ιταλίας κ. Τιτόνι ευρισκόμενον ενταύθα μετά του Βασιλέως της Ιταλίας.
Ο κ. Μυτιληναίος μετέβη να ξυρίση τον κ. Τιτόνι, ότε εις την είσοδον της κατοικίας του Ιταλού υπουργού συνήντησε τους δύο ξένους που είχε προηγουμένως ξυρίσει εις το κουρείον του.
Δεν ηδύνατο λοιπόν να εννοήση πώς αυτός επροτιμήθη από όλους τους κουρείς των Αθηνών.
Έπειτα όμως επληροφορήθη ότι οι δύο αυτοί ήσαν μυστικοί αστυνόμοι, οι οποίοι εφρόντισαν και ανεκάλυψαν τον κουρέα του βασιλέως ως ασφαλέστερον, διά να ξυρίση τον κύριον Τιτόνι υπάρχοντος πάντοτε του φόβου των αναρχικών.
Το γεγονός τούτο το έμαθε κατόπιν ο Βασιλεύς Γεώργιος και γελών είπεν.
— Ώστε οι μόνοι ανίκανοι να εκτελέσουν έγκλημα είνε οι άνθρωποί μου. Είμαι πολύ ευτυχής διά τούτο.
Η ΕΚΤΙΜΗΣΙΣ ΤΟΥ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΑΛ. ΚΟΥΜΟΥΝΔΟΥΡΟΝ
Κάποτε ερωτήθη δι' αυτήν την εξαιρετικήν εκτίμησίν του προς τον Κουμουνδούρον και είπε.
— Τον εκτιμούσα και τον ενθυμούμαι πάντοτε, διότι όλαι αι συμβουλαί του προς εμέ υπήρξαν ειλικρινείς. Ήτο πράγματι ο ειλικρινέστερος σύμβουλός μου.
ΚΑΝΕΝΑΣ ΑΛΛΟΣ
Είπε δε τότε προς τον Δήμαρχον.
— Πρέπει να λείψη πλέον αυτός ο κομματισμός και προς τούτο πρέπει να με ενισχύση ο λαός διά να το επιτύχω.
Όταν δε ο δήμαρχος του είπεν ότι πρέπει να κτυπήση το πόδι του εις τους πολιτικούς, ο Βασιλεύς απήντησε με οργήν.
— Δεν είδατε πως εζήτουν να επανέλθουν εις την εξουσίαν διά να αρχίσουν πάλιν την συναλλαγήν.
Έπειτα προσέθηκε.
— Μη πιστεύετε εις ό,τι σας λέγουν. Κανένας άλλος δεν αγαπά την Ελλάδα περισσότερον από τον Βασιλέα της.
Η ΓΥΜΝΑΣΤΙΚΗ
Εις τας Πάτρας το 1898 έλεγεν εις τον πρόεδρον του εκεί Παναχαϊκού Γυμναστικού Συλλόγου.
— Παρετήρησα ότι μόνον οι εργάται ασχολούνται με την γυμναστικήν, αι δε αριστοκρατικαί τάξεις απέχουν, ενώ αύται προ παντός έχουν ανάγκην των ασκήσεων, διά να αποβάλουν ολίγην πλαδαρότητα
ΤΟ ΜΠΙΛΙΕΤΟ ΤΟΥ ΔΗΜΑΡΧΟΥ
— Μεγαλειότατε, να με συγχωρήτε διότι δεν έχω μπιλιέτα να σας δώσω.
Και ο Βασιλεύς προσποιούμενος ότι δεν επρόσεξε την απλοϊκότητα του δημάρχου απήντησε.
— Δεν πειράζει, κύριε δήμαρχε, μου το στέλλετε στο παλάτι.
Ο ΑΛΛΟΣ ΜΟΥΣΙΚΟΣ
Αίφνης ένας σκύλλος ήρχισε να γαυγίζη δαιμονιωδώς.
Ο Βασιλεύς αντιληφθείς τον σκύλλον λέγει γελών εις την βασίλισσαν Όλγαν.
— Προσετέθη τώρα και άλλος μουσικός.
Μετ' ολίγον επιστρέψας εκ της περιοδείας του και εξελθών εις τον εξώστην δεν είδε πλέον τον σκύλλον.
— Α ο καϋμένος ο αρχιμουσικός, λέγει, εκουράσθη πλέον και έφυγε.
Ο ΒΟΥΛΕΥΤΗΣ ΤΗΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΗΣ
Ο Νοταράς του απήντησεν.
— Είμαι υπέρ αυτής, Μεγαλειότατε, διότι τα συνιστάμενα παρά του βουλευτού πρόσωπα είνε ηθικά και έχει ο βουλευτής την ευθύνην επ' αυτών. Πρέπει να φροντίζωμεν διά την εκπαίδευσιν και την ηθικήν του λαού.
— Ναι, αλλά να φροντίζη και η οικογένεια διά την ανατροφήν, είπεν ο Βασιλεύς.
Ο ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΟΛΙΑΤΣΟΣ
Οσάκις μετέβαινεν εις την Κόρινθον, δεν έφευγεν απ' εκεί. εάν δεν έβλεπε τον ιεράρχην του οποίου ησπάζετο την χείρα.
Κάποτε η Βασιλική οικογένεια διήρχετο εις Κόρινθον, όλως εκτάκτως ηπείγετο δε να εισέλθη εις το εκεί ναυλοχούν πολεμικόν και να αναχωρήση διά θαλάσσης.
Η έκτακτος άφιξις της Β. οικογενείας δεν έδωκε καιρόν εις τον Σ. Σωκράτην να σπεύση εγκαίρως εις τον σταθμόν διά να υποδεχθή τας Α. Μεγαλειότητας.
Ο Βασιλεύς γνωρίζων την συνήθειαν της Βασιλίσσης, η οποία δεν έφευγεν εκ Κορίνθου αν δεν συνήντα τον Επίσκοπον, διέταξε να αναμείνωσιν, έως ότου ειδοποιηθείς ο Σ.Κολιάτσος έσπευσεν επί τόπου.
Ο ΙΣΧΥΡΟΤΕΡΟΣ ΦΙΛΟΣ
— Η απώλεια της μητρός μου αποτελεί δι' εμέ μεγάλην απώλειαν. Ήτο ο μεγαλείτερος και ο ισχυρότερος φίλος της χώρας μας.
Είχεν εξαιρετικόν ενδιαφέρον διά την Ελλάδα και πάντοτε εφρόντιζε διά των ενεργειών της να παράσχη ωφέλειαν εις την χώραν όπου εβασίλευεν ο υιός της. Και δύναμαι να είπω ότι αι ενέργειαί της αύται πολλάκις εστέφθησαν υπό επιτυχίας.
ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΤΑΞΕΙΔΙ
Πρώτον λέγει μετέβη εις Σύρον, κατόπιν εις Ύδραν, εις Ναύπλιον.
Όταν μετέβη εις την Τρίπολιν, οι Τριπολίται του έλεγαν.
— Βασιληά μου μείνε λιγουλάκι ακόμη. Θέλουμε να σε ιδούμε όλοι και να σε χορτάσουμε.
Τότε δε ακριβώς εξεδήλωσε την επιθυμίαν να οικοδομήση ανάκτορον εις την Τρίπολιν.Εκ Τριπόλεως μετέβη εις την Σπάρτην και εκείθεν εις τα Λαγκάδια.
Ότε εγένετο η Ένωσις της Επτανήσου επέβη του ατμοπλοίου «Ελλάς» και εξετέλεσε την περιοδείαν του εις αυτάς γενόμενος δεκτός εν φρενίτιδι ενθουσιασμού.
Εις το Μεσσολόγκι παρέμεινεν εις τον οίκον του Βουλπιώτη, εκεί δε μετέβη και επεσκέφθη τους τάφους των Ηρώων.
Πρωθυπουργός ήτο τότε ο Βάλβης, Μεσολογγίτης την καταγωγήν, ο δε Βασιλεύς έσπευσε να επισκεφθή την σύζυγόν του και να ομολογήση την εκτίμησιν την οποίαν είχε προς τον σύζυγόν της.
ΕΝΑΣ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΣ
Ιδίως αι γεωργικαί του γνώσεις ήσαν από τας ολίγας.
Ο δε καθηγητής Πέρι διατελέσας τοιούτος εις το Πανεπιστήμιον της Κολομβίας και εις την Αμερικανικήν σχολήν των Αθηνών έλεγεν ότι πάντοτε διετέλει από το γόητρον των ωραίων τρόπων του Βασιλέως Γεωργίου.
ΜΕΓΑΛΕΙΟΤΑΤΕ ΚΡΑΤΕΙΤΑΙ.
Οι καλόγηροι τον υπεδέχθησαν ενθουσιωδώς.
Την μεσημβρίαν της 26ης Μαρτίου εγευμάτισεν εις το σπήτι του ηγουμένου της μονής.
Εκείνος διελέχθη με ένα χωρικόν και του είπεν.
— Από που είσαι;
— Από την Βάλτσα Βασιλειά μου.
— Τι δουλειά κάνεις;
— Γεωργός.
— Σου αρέσει η παρακράτησις της σταφίδος;
— Μ' αρέσει δεν μ' αρέσει, μεγαλειότατε, κρατιέται.
ΕΚΟΨΑΝ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ.
Μεταβάς κάποτε εις ένα δάσος παρά τα Καλάβρυτα παρετήρησε με μεγάλην του λύπην ότι είχον κόψει τα δένδρα.
— Ήλθα εδώ να ίδω αν διατηρούνται ακόμη τα δένδρα τα οποία είδα προ 30ετών. Παρατηρώ όμως ότι τα έκοψαν και αυτό με λυπεί πολύ πάρα πολύ.
ΜΕΤΑΞΥ ΚΑΛΟΓΗΡΩΝ.
— Όλο το κρασί αυτό το πίνετε;
— Δεν μας φθάνει, μεγαλειότατε, απαντά ένας καλόγηρος.
— Μπράβο, καλόγηροι, ανέκραξεν ο Βασιλεύς αναλυόμενος εις πλατύτατον γέλωτα.
ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟΝ ΚΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ.
Εις ένα μοναχόν είπε.
— Πρέπει να κάμετε δρόμον εδώ. Τι κάθεσθε;
— Δεν ευπορούμεν, μεγαλειότατε, απήντησεν ο καλόγηρος.
— Δεν ευπορείτε; απήντησεν ο Βασιλεύς μειδιών.
— Πληρώνομεν φόρους.
— Μα φόρους πληρώνουν όλοι.
Ο Βασιλεύς ήθελε να κτυπήση την καλογερικήν ντεπελιάν, πράγμα το οποίον δεν ηννόησεν ο καλόγηρος.
Κατόπιν ο Βασιλεύς ηρώτησεν αν έχουν ιστορίαν της μονής.
— Όχι, μεγαλειότατε.
— Μα διατί; Έπρεπε να έχετε.
— Έχομεν ιστορικόν μεγαλειότατε, τώρα θα γράψωμεν και ιστορίαν.
— Τώρα είνε πλέον κατόπιν εορτής, απήντησεν ο Βασιλεύς.
ΚΑΙ ΠΑΛΙΝ ΔΙΑ ΤΗΝ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑΝ
— Δεν γνωρίζω τι θα εγίνετο, λέγει ο Βασιλεύς. Τούτο μόνον γνωρίζω ότι ο Ετέμ{5} δεν θα έφευγε ποτέ από την Θεσσαλίαν.
Ο ΟΘΩΝ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ
— Ο διάδοχός μου εις τον θρόνον της Ελλάδος έχει τούτο το τιμητικόν ότι κατάγεται εξ οικογενείας εντελώς ασπίλου, η οποία ουδέποτε είχε μολυνθή δι' οιουδήποτε σκανδάλου.
Η ΜΠΕΚΑΤΣΑ ΠΟΥ ΦΕΥΓΕΙ
— Δεν είνε μισθός αυτός, μεγαλειότατε.
— Αυτό είνε ζήτημα της Κυβερνήσεως.
— Να της το επιβάλετε, Μεγαλειότατε.
— Αλλά δεν μ' ακούουν.
— Δεν το πιστεύω αυτό, μεγαλειότατε· είπεν ο Πετσάλης.
— Κτυπώ την μπεκάτσα και μου φεύγει, απήντησε γελών ο Βασιλεύς.
ΔΙΑ ΚΟΥΤΟΝ ΜΕ ΠΕΡΝΑΣ
— Διατί, μεγαλειότατε, ηνέχθητε αυτό το κίνημα και δεν εφαρμόζετε την πειθαρχίαν;
— Διά κουτόν με περνάς, του απήντησε. Θα είχα πέντε επαναστάσεις άνευ λόγου. Τα πράγματα θα επανέλθουν μόνα των εις την θέσιν των.
ΔΙΑ ΤΑ ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΑ ΤΟΥ
Όταν η πριγκήπισσα Μαρία του Γεωργίου ήλθεν εκ Γαλλίας ο Βασιλεύς ηρώτησε τον Πετσάλην.
— Πώς σού εφάνη η νύμφη μου; δεν είνε ωραία;
— Ωραιοτάτη, μεγαλειότατε.
— Αι εγγοναί μου θα είνε μίαν ημέραν αι ωραιότεραι πριγκήπισσαι της Ευρώπης.
— Και έτσι δεν θα έχετε, μεγαλειότατε, ανάγκην προικός, αν και πολλοί σας λογαριάζουν με καμμιά πενηνταριά εκατομμύρια. — Εγέλασε με όλην την δύναμιν των πνευμόνων του και είπε.
— Μακάρι να τα είχα· δυστυχώς όμως δεν τα έχω. Ηδυνάμην να τα έχω όπως όλοι οι ηγεμόνες· ενόμισα ότι δεν επιτρέπεται εις τον Βασιλέα να αναμιγνύεται εις επιχειρήσεις. Μου είπαν να αγοράσω οικόπεδα επί της οδού Κηφισσιάς όπως άλλοι, αλλ'ενόμισα ότι δεν ήρμοζον εις τον Βασιλέα τοιαύτα πράγματα.
ΘΑ ΕΤΑΞΙΔΕΥΣΑΤΕ ΚΑΙ ΣΕΙΣ
Ήτο τότε Δήμαρχος Ζακύνθου ο Λούντζης, όστις διεκρίνετο διά την απέραντον αφέλειάν του.
Αφού υπεδέχθη τον Βασιλέα μεταξύ των άλλων του λέγει απερισκέπτως.
— Μα αυτό το βαπόρι, Μεγαλειότατε, ήτο άλλοτε εμπορικόν και μετέφερε ακόμη και ζώα.
Και ο Βασιλεύς ετοιμότατα απαντά.
— Τότε ασφαλώς θα έχετε και σεις ταξειδεύσει με αυτό.
Μοναδική ετοιμότης.
ΗΓΑΠΑ ΤΟΝ ΤΟΠΟΝ
Ο κ. Καστόρχης παρουσιάσθη κατά καθήκον ενώπιον του Βασιλέως.
Η συζήτησις περιεστράφη εις τα του Στρατιωτικού συνδέσμου, ο δε Βασιλεύς μετά θλίψεως απήντησεν.
— Αν δεν τον αγαπούσα αυτόν τον τόπον, τι θα με εκρατούσε εδώ πλέον;
Η ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΜΕ ΕΝΑ ΨΑΡΑΝ
Τον Καμπίτην αυτόν τον είχε γνωρίσει εις το Παλ. Φάληρον επάνω εις ένα βράχον, όπου εψάρευε.
Ο Βασιλεύς περιεπάτει μόνος του εις την παραλίαν.
Ο Βασιλεύς επλησίασε τον Καμπίτην ψαρεύοντα τον οποίον ανεγνώρισεν ευθύς διότι τον είχαν και άλλοτε εις τους βασιλικούς σταύλους διά να υποδεικνύη τα καλά άλογα.
Ο Βασιλεύς ηρώτησε τον Καμπίτην τι κάμνει εκεί.
— Νά τώρα που δεν έχει εργασίαν ο σύλλογός μας, Μεγαλειότατε, ψαρεύω σπάρους.
— Ποίος σύλλογος; ηρώτησεν ο Βασιλεύς. Τι είδους σύλλογος είνε αυτός; Ειπέ μου λοιπόν.
— Πού να τα ειπώ τώρα, πρέπει να έχω καιρό να έλθω στο Παλάτι,Μεγαλειότατε.
— Να έλθης.
— Έρχομαι και με διώχνουν. Δεν με αφίνουν να 'μπώ μέσα.
— Έλα και πέστους ότι σε θέλω εγώ.
Μετά είκοσι πέντε ημέρας ο Καμπίτης έσπευσε μίαν ημέραν, να μεταβή εις το παλάτι.
Ο υπασπιστής ειδοποιηθείς, ειδοποίησε τον Βασιλέα, την επομένην δε ο Καμπίτης εκλήθη εις τα ανάκτορα.
ΚΑΙ ΤΗΝ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑΝ
Η Α. Μ. θέλων να πειράξη την Μεγαλειότητά της εκάλεσε τον Παλαμάν και του λέγει·
— Άφησε την Βασίλισσαν, ανεκάλυψε κάποιαν εκκλησίαν και πάει να προσκυνήση.
Ο ΝΟΜΑΡΧΗΣ ΠΑΤΡΩΝ
Κάποτε εις τας Πάτρας διετέλεσε Νομάρχης ένας χρηστός και αρχαίος πολιτευτής. Ήτο όμως δούλος του κόμματος και εις τας τελετάς εφαίνετο μάλλον προσοικειούμενος το κόμμα και οιονεί περιφρονών τον Βασιλέα.
Ο Βασιλεύς τον εκάλεσεν ιδιαιτέρως και του έκαμε πικράς παρατηρήσεις και υπομνήσας τας υποχρεώσεις του ως υπαλλήλου.
Ότε δε επέστρεψεν εις Αθήνας εζήτησε την μετάθεσίν του, παρά τας διαμαρτυρίας ομάδος κυβερνητικών βουλευτών.
ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΕΙΣ ΟΛΟΥΣ.
Επειδή λοιπόν συνέλαβεν υπονοίας ότι οι Εβραίοι εφοβούντο τους Έλληνας απεφάσισε να ζητήση εξηγήσεις.
— Δεν μου αρέσει καθόλου αυτό που κάμνουν οι Ισραηλίται, έλεγε. Μας περνούν φαίνεται δι' αγρίους.
Ότε λοιπόν ο Βασιλεύς διά καταλλήλων ενεργειών κατώρθωσε να τους πείση περί της πλάνης των, οι Εβραίοι ήρχισαν να εξέρχωνται τακτικά.
Συνομιλών δε κατόπιν με τον πρόεδρον της Εβραϊκής κοινότητος έλεγε.
— Τώρα είμαι ευχαριστημένος που βλέπω τους ομοθρήσκους σας εις τους δρόμους. Εγώ θέλω την ελευθερίαν ίσην προς όλους.
ΤΟΥ ΑΝΗΚΕΙ ΤΟ ΣΤΕΜΜΑ.
Ομιλών προς τον Μητροπολίτην Θεσσαλονίκης περί του υιού του του Διαδόχου και Στρατηλάτου έλεγεν.
— Είνε θαυμάσιον στρατηγικόν πνεύμα. Το στέμμα ανήκει πλέον εις αυτόν. Όταν εκυρίευσε την Θεσσαλονίκην η Πατρίς τον ανήγαγεν εις το αξίωμα του αρχιστρατήγου,τώρα που εξεπόρθησε το Μπιζάνι πρέπει να γείνη Βασιλεύς. Τον Οκτώβριον που θα εορτάσω την πεντηκονταετηρίδα μου, θα του παραχωρήσω τον θρόνον. Του αξίζει το στέμμα.
Ο ατυχής πατήρ δεν επέζησε διά να εκπληρώση την επιθυμίαν του.
ΘΑ ΕΛΘΩ ΜΕ ΤΗΝ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑΝ.
— Έχω φλογερόν πόθον να επισκεφθώ το Άγιον Όρος. Θέλω όμως να έλθω με την Βασίλισσαν.
Οι αντιπρόσωποι δεν εδίστασαν να αποδεχθούν την πρότασιν του βασιλέως, καίτοι οι κανόνες δεν επιτρέπουν την παρουσίαν γυναικών εις τα μέρη εκείνα.
ΚΑΙ ΠΑΛΙΝ ΠΕΡΙ ΙΣΡΑΗΛΙΤΩΝ.
Εις τους παρουσιασθέντας προ αυτού εγκρίτους Εβραίους της Θεσσαλονίκης ο Βασιλεύς έλεγεν.
— Εγώ αγαπώ πολύ τους Ισραηλίτας. Εις την Δανίαν και εις την Ελλάδα έχω πολλούς καλούς φίλους Ισραηλίτας.
Πράγματι ο Βασιλεύς έλεγε την αλήθειαν διότι και εις την Κέρκυραν και εις την Θεσσαλίαν και εις τας Αθήνας ακόμη είχε πολλούς φίλους Ισραηλίτας.
ΠΩΣ ΩΜΗΛΕΙ ΔΙΑ ΤΑ ΤΑΞΕΙΔΙΑ ΤΟΥ.
— Παρατηρώ ότι ο λαός αισθάνεται δυσφορίαν διά τα συχνά μου ταξείδια. Ας μου επιτραπή να ομολογήσω ότι οι δυσφορούντες δεν ευρίσκονται απολύτως εν τω δικαίω.
Αγαπώ την Ελλάδα, αλλά σκεφθήτε ότι έχω συγγενείς εις τα ξένα. Έπειτα είνε φυσικόν κάθε άνθρωπος να νοσταλγή και τον τόπον της γεννήσεώς του.
Έπειτα πρέπει να έχετε υπ' όψιν σας ότι εγώ ταξειδεύων δεν μένω αργός.
Και μετά μικράν διακοπήν προσέθηκε.
— Μη κυττάζετε τον Διάδοχον. Ο Διάδοχος εγεννήθη εις την Ελλάδα και συνεπώς όλαι αι αναμνήσεις του περιορίζονται εντός της χώρας ταύτης.
ΕΙΣ ΤΟ ΑΙΞ ΛΕ ΜΠΑΙΝ.
Μεταξύ άλλων είνε και το ακόλουθον. Ο Βασιλεύς εξήρχετο συνήθως εις περίπατον ανά τα ωραία τοπία του Αιξ Λε Μπαιν. Μίαν φοράν διήρχετο από μίαν θέσιν εις την οποίαν έπλυνον μερικαί πλύστριαι.
Το θέαμα δεν ήτο και τόσον ευπρεπές, καθότι τα ενδύματα των γυναικών αυτών ήσαν και ολίγον σηκωμένα.
Η αστυνομία λοιπόν εφρόντισε να περιφράξη το μέρος εκείνο με σανίδας, εις τρόπον ώστε να μη προσπίπτη το θέαμα αυτό εις τα όμματα του Βασιλέως της Ελλάδος.
Επειδή δε ο Βασιλεύς εννόησεν ότι το πράγμα εγένετο δι' αυτόν, εστενοχωρήθη διότι προς χάριν του αι γυναίκες εκείναι κατεδικάσθησαν να περιορισθούν εις ένα στενόν χώρον.
Έσπευσε λοιπόν ο αγαθός Βασιλεύς να βεβαιώση τας αρχάς ότι το θέαμα των πλυστριών δεν τον στενοχωρεί.
Και η αστυνομία απεφάσισε τότε να άρη την διαταγήν της και να αφήση ελευθέρας τας πλύντριας αι οποίαι πληροφορηθείσαι κατόπιν την επέμβασιν του Βασιλέως έσπευσαν να του εκφράσουν τας ευχαριστίας των.
Η ΔΥΝΑΣΤΕΙΑ ΤΟΥ
— Είμαι ευτυχής ηγεμών διότι βλέπω οπόσην λατρείαν τρέφει προς εμέ ο λαός μου.
Η δυναστεία μου είνε καθαρώς Ελληνική και εγώ δε καθώς και τα τέκνα μου φέρομεν βαθέως κεχαραγμένην εις την καρδίαν μας την λέξιν «Ελλάς».
Και η Δυναστεία και το Έθνος εμοιράσθησαν εξ ίσου και τας χαράς των καλών ημερών,και τας πικρίας των χαλεπών καιρών.
ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ ΜΙΑΣ ΓΑΛΛΙΔΟΣ ΚΟΡΗΣ
Κάποτε διαμένων εις το Παρίσι έλαβε μίαν επιστολήν Γαλλίδος κόρης εκ μιας γαλλικής επαρχίας εις την οποίαν επιστολήν η Γαλλίς έγραψε τας λέξεις ο «κύριος Βασιλεύς».
Η απλοϊκή Γαλλίς έγραφεν εις το γράμμα της εκείνο πόσον θαυμάζει και αγαπά την Ελλάδα, διά τας αρχαιότητας τας οποίας έχει, διά τα μνημεία της διά τας φυσικάς της καλλονάς, εν τέλει δε παρεκάλει τον Βασιλέα να λάβη την καλωσύνην να της αποστείλη μερικάς εικόνας τοπίων της Ελλάδος.
Ο Βασιλεύς μόλις ανέγνωσε το γράμμα έσπευσε να προμηθευθή μερικάς καλλιτεχνικάς εικόνας μνημείων και τοπίων της Ελλάδος, τας οποίας απέστειλεν αμέσως εις την φιλέλληνα κόρην.
Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΑΥΤΟΝ
Διά τούτο ουδέποτε απεμάκρυνε πρόσωπόν τι εκ της υπηρεσίας των ανακτόρων και όταν δε εξ ανωτέρων λόγων ηναγκάζετο να προβή εις την απομάκρυνσιν τινός, το έκαμνε μετά πολλής στενοχωρίας.
Συνωμίλει πάντοτε με τους γεωργούς του και τους κηπουρούς του εις την Δεκέλειαν και τούτο ήτο μία από τας τερπνοτέρας του ευχαριστήσεις.
ΚΑΙ ΕΝΑ ΠΑΡΑΠΟΝΟΝ
Ο λαός των επαρχιών τον υπεδέχθη με αληθή ενθουσιασμόν.
Και ομολογουμένως, ο Βασιλεύς έμεινεν ενθουσιασμένος εκ της θερμής δεξιώσεως των επαρχιωτών.
Ότε μετ' ολίγας ημέρας παρεκάθησεν εις γεύμα με τον Νομάρχην Πατρών Παλαμάν ο Βασιλεύς του εξέφρασε τον ενθουσιασμόν του διά την υποδοχήν των επαρχιών.
Και επί τη ευκαιρία ταύτη αφήκε ένα πικρόχολον παράπονον διά την ψυχρότητα του Αθηναϊκού λαού προς αυτόν.
— Δεν μου αποδίδουν οι Αθηναίοι τον οφειλόμενον σεβασμόν καίτοι έχω τώρα τριανταπέντε χρόνια μαζύ τους. Αν δεν το κάμνουν διά τον Βασιλέα των, έπρεπε τουλάχιστον να το έκαμναν διά τον πατέρα των τέκνων μου, τα οποία εγεννήθησαν και ανετράφησαν εν μέσω του Αθηναϊκού λαού, και είνε αποκλειστικώς ιδικά του παιδιά. !!
ΔΑΚΡΥΑ ΕΝΘΟΥΣΙΑΣΜΟΥ
Ήτο μία από τας ευτυχεστέρας ημέρας της ζωής του εκείνη.
Ο λαός και ιδίως οι Έλληνες έσπευδον να ασπασθώσι την χείρα του, γύρω του δε ηλάλαζε κυριολεκτικώς αληθινόν πανδαιμόνιον ενθουσιασμού.
Ο αγαθός και ευαίσθητος Άναξ, δεν έμεινεν ανεπηρέαστος από τας εκδηλώσεις εκείνας.
Διηγούνται ότι το μειδίαμα της χαράς εχάνετο μέσον εις μίαν βαθείαν ωχρότητα συγκινήσεως η οποία εξέσπασε τέλος εις άφθονα δάκρυα.
ΔΕΝ ΜΕ ΜΕΛΛΕΙ ΚΑΙ ΑΝ ΑΠΟΘΑΝΩ
Ο γέρων εκείνος πλησιάσας τον Βασιλέα μας και θλίβων την χείρα του τού λέγει.
— Πολυχρονεμένε μου Βασιληά ο Θεός να σε πολυχρονήση και σένα και τα παιδιά σου που μας εφέρατε την ελευθερίαν. Να ζήσης σαν τον Όλυμπο, Βασιληά μου.
Και ο Βασιλεύς γελών και δακρύων συγχρόνως απήντησε.
— Τώρα που είδα αυτά τα πράγματα και επάτησα το πόδι μου εις την Μακεδονίαν, τώρα δεν με μέλλει και αν αποθάνω.
Και ο ατυχής Βασιλεύς απέθανε μετ' ολίγους μήνας εν μέσω των Εθνικών πανηγύρεων.
ΟΛΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΔΙΑΔΟΧΟΝ.
Ο μετριόφρων Βασιλεύς ενθουσιασμένος εκ των θριάμβων του υιού του έλεγε.
— Να ζητήτε τα περισσότερα από τον Διάδοχον. Εκείνος είνε νοικοκύρης εδώ,αφού εις εκείνον οφείλετε την ελευθερίαν.
Η ΔΙΚΗ ΔΙΑ ΤΟ ΤΖΑΜΙ.
Ο φιλοξενών τον Βασιλέα, αφήρεσεν αμέσως το τζάμι και το έθεσεν εις μίαν κορνίζαν,εις την θέσιν δε του τζαμιού ετοποθέτησεν άλλο.
Ο ιδιοκτήτης όμως του σπητιού ήγειρεν αξιώσεις επί του τζαμιού, λέγων ότι κακώς έπραξεν ο ενοικιαστής να το αφαιρέση.
Ο ενοικιαστής όμως έλεγεν ότι ο Βασιλεύς δι' αυτόν εχάραξε το όνομά του επί του τζαμιού.
Η υπόθεσις έφθασεν εις τα δικαστήρια, ακόμη δε εξακολουθεί να απασχολή την δικαιοσύνην.
Η ΑΠΛΟΪΚΗ ΓΥΝΑΙΚΟΥΛΑ.
Έξαφνα μία γυναικούλα του λαού ευρισκομένη εις ένα βαγόνι της 3ης θέσεως του εκτύπησε την θύραν του βαγονίου και του λέγει.
— Ε κύριε, έλα να μου ανοίξης. Αυτή η παλληόπορτα έκλεισε και δεν εννοεί ν'ανοίξη. Κουνήσου γρήγορα γιατί θέλω να αλλάξω τραίνο.
Ο Βασιλεύς έσπευσε και ήνοιξε την θύραν. Η γυναικούλα τότε του λέγει.
— Βάστηξέ μου σε παρακαλώ μια στιγμή αυτό το πανιέρι και τον μπόγο, και βοήθησέ με να καταβώ.
Ο Βασιλεύς υπήκουσε προθύμως.
Την στιγμήν εκείνην οι συνοδοί του επιστρέψαντες τον ανεζήτουν δεξιά και αριστερά,οπότε τον είδον να κρατή το πανιέρι και τον μπόγο, και να βοηθή την γυναικούλα διά να κατέλθη του τραίνου.
Ο Βασιλεύς όμως δεν περιωρίσθη έως εδώ. Έσπευσεν ευθύς αμέσως να αγοράση διά την απλοϊκήν ταξειδιώτισσαν έν εισιτήριον το οποίον της τω έδωκε μη δεχθείς αντίτιμον.
ΣΥΜΦΩΝΟΣ ΠΡΟΣ ΤΑΣ ΠΕΡΙΣΤΑΣΕΙΣ
Εξήρχετο εις περίπατον ενδυόμενος απλούστατα.
Εις το παλάτι όμως ήτο τυπικότατος εις όλα.
Εις τα γεύματα εκάθητο πάντοτε με φράκο, έστω και αν δεν είχεν επισήμους συνδαιτυμόνας.
Τον κανόνα αυτόν τον ετήρει απαρεγκλίτως.
Μάλιστα ένα βράδυ ένας των υπουργών μετέβη εις το παλάτι, όλως εκτάκτως. Ο Βασιλεύς έσπευσε να εγερθή της τραπέζης με το φράκο και να σπεύση προς υποδοχήν του υπουργού του.
ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ.
Οσάκις διήρχετο εκ Πατρών, επήγαινε πάντοτε εκεί και έβλεπε τα άνθη του και τα δένδρα του. Συγχρόνως δε ηστεΐζετο και με τον περιβολάρην του ένα ιδιόρρυθμον τύπον Ζακυνθίου.
Κάποτε ο Βασιλεύς παρετήρησεν ότι ο περιβολάρης του είχεν ένα κλουβί γεμάτο πουλιά.
— Πού τα εύρες αυτά τα πουλιά; τον ηρώτησε.
— Μου τα έστειλαν από την Ζάκυνθον, μεγαλειότατε.
— Και τι τα έχεις εκεί μέσα; Δεν τα αφίνεις ελεύθερα;
— Μα θα φύγουν, μεγαλειότατε.
— Και πού θα πάνε. Πιστεύεις ότι θα πάνε πουθενά αλλού από την Ζάκυνθον;Εγώ δεν το πιστεύω.
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ
Επέπρωτο δυστυχώς να μας εγκαταλείψη κατά τας ωραιοτέρας εθνικάς πανηγύρεις, μη επιζήσας να ίδη τον δεύτερον θρίαμβον, όστις παρέδωκε το όνομα της Ελλάδος του αθάνατον εις τον κόσμον.
Την απογευματινήν της 5ης Μαρτίου 1913 ημέραν Τρίτην ο αγαθώτερος των ηγεμόνων έπιπτεν υπό την σφαίραν απαισίου δολοφόνου, επί της ελευθέρας μητροπόλεως της Θεσσαλονίκης ης ετάχθη φρουρός και χάριν της οποίας έπεσεν ως στρατιώτης επί των επάλξεων.
Η ημέρα εκείνη απέμεινεν ως θλιβερά ανάμνησις εις τας καρδίας των Ελλήνων.
Ο νεκρός του Βασιλέως μετεφέρθη εις Αθήνας, και ετάφη εις το εν Δεκελεία προσφιλές κτήμα του κατ' επιθυμίαν εκφρασθείσαν πολλάκις υπ' αυτού του ιδίου.
Εκηδεύθη την 20 Μαρτίου 1913 ημέραν Τετάρτην.
ΝΕΝΙΚΗΚΑΜΕΝ ΒΑΣΙΛΕΥ.
Αφού δε επί τινας στιγμάς έμεινεν άφωνος και δακρύων κατόπιν ανέκραξε·
— Νενικήκαμεν και πάλιν, βασιλεύ.
ΤΕΛΟΣ
ΝΕΑ ΒΙΒΛΙΑ
Η Κυρία με τας Καμελίας.
Η Μοσχομάγκα των Παρισίων.
Βίος του Ιησού Χριστού.
Βίος της Κασιανής.
Μάρκος Βότσαρης.
Ήρωες της Ελληνικής Επαναστάσεως της 25 Μαρτίου.
Βίος του Αθανασίου Διάκου.
Βιογραφία του Κανάρη.
Αθανάσιος Διάκος τραγωδία.
Αρματωλοί και Κλέφται.
Θυσία του Αβραάμ.
Τελευταίαι στιγμαί του Μεγάλου Ναπολέοντος.
Ιστορία Μεγ.
Αλεξάνδρου.
Η Πατρίς μας.
Ιστορία του Ελληνοτουρκικού πολέμου.
Ιστορία του Κολοκοτρώνη.
Κατσαντώνης υπό Ράμφου.
Το Καλόν και το Κακόν.
Τα [;;] νέα Παραμύθια.
Τα 45 Παραμύθια του Λαού.
Τα 50 Παραμύθια.
Τα 52 Παραμύθια.
Βίος του Μπερτόλδου.
Βίος του Μπερτολδίνου.
Βίος του Κακασένου.
Βίος του Αισώπου.
Μύθοι του Αισώπου.
Η Γενοβέφα.
Το Φρικτόν Λάθος.
Μάγκα του Ωρολογιού.
Τα Μυστήρια του Μπόσκου.
Πνευματικός Καθρέπτης.
Βαβυλωνία κωμωδία.
Οδοιπόρος, Π. Σούτσου.
Το Καναρίνι Νικολάρα.
Ο Φιάκας κωμωδία.
Άβαξ πρακτικ. υπολογισμός
Αφροδίτη η φιλομειδής.
Τα Λιανοτράγουδα.
Ο Σεβνταλής Τραγουδιστής.
Ο Νέος Τραγουδιστής.
Τραγούδια του Μαΐου.
Κωνσταντ. Παλαιολόγος.
Μικρός Ονειροκρίτης.
Αγαθαγγέλου χρησμοί.
Διηγήματα του Ποδογύρου.
Διηγήματα υπό Πολυβίου Δημητρακοπούλου.
Οικιακή Μαγειρική.
Βιογραφία του Πετμεζά.
Παιδικοί Διάλογοι.
Ο Ροβινσών.
Ο Κύριος Κρομύδας.
Ναστραδίν Χότζας.
Σεβάχ Θαλασσινός.
Συντίπα μυθολογικόν.
Ο Νέος Κόσμος.
Ερωτική Επιστολογραφία.
Λαϊκή Αστρονομία.
Τιμάται λεπτά 30
Λόγω των γεγονότων, η εφημερίδα Εμπρός, Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 1901,αναφέρει μεταξύ άλλων ότι ο ευρωπαϊκός Τύπος χαρακτηρίζει την Ελλάδα "ανάξια μέλλοντος,στενοκέφαλη, απειθή και σοφιστική".
Για περισσότερες πληροφορίες, διαβάστε την υποσημείωση στο PG 31802, το εν λόγω βιβλίω που είναι ήδη ανεβασμένο στο Gutenberg↩
2} Δείτε ανωτέρω↩
3} Τη νύχτα της 14ης Αυγούστου πρός 15η Αυγούστου του 1909, εκδηλώθηκε κίνημα υπό την αρχηγία του συνταγματάρχη Νικόλαου Ζορμπά, αρχηγού του Στρατιωτικού Συνδέσμου. Τα αιτήματα των κινηματιών ήταν κάθε άλλο παρά ριζοσπαστικά, ωστόσο όσον αφορά τη Δυναστεία απαιτούσε την απομάκρυνση των Πριγκίπων από το στράτευμα. (Βικιπαίδεια - Γεώργιος Α΄ της Ελλάδας). Συγκεριμένα για αυτό το θέμα απαιτούσε «όπως ο τε Διάδοχος και οι Βασιλόπαιδες απόσχωσι της ενεργού και διοικητικής εν τω στρατώ και τω ναυτικώ υπηρεσίας, διατηρούντες τους ους κέκτηνται βαθμούς...». Οι αξιωματικοί είχαν σοβαρά παράπονα από τον Διάδοχο και τον πρίγκιπα Νικόλαο. Ο πρώτος είχε κάμει σαν γενικός διοικητής του στρατού, τη συνηθισμένη καμαρίλα. Φέρνονταν βάναυσα στους αξιωματικούς που δεν τους προσκυνούσαν(http://neoskosmos.com/news/el/node/3098).↩
4} Όπως φαίνεται από το κείμενο (ΚΑΙ ΕΝΑ ΠΑΡΑΠΟΝΟΝ), ο Παλαμάς αυτός ήταν Νομάρχης Πατρών.↩
5} Ο Ετέμ Πασάς ηγήθηκε κατά τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 (ή και πόλεμο των 30 ημερών) ως αρχιστράτηγος των Τουρκικών στρατευμάτων στη Θεσσαλία,την οποία και κατέλαβε. Ο πόλεμος άρχισε στις 6/4/97. Μετά από πεντάμηνες διαπραγματεύσεις των Μεγάλων Δυνάμεων με το Οθωμανικό κράτος η τελική συνθήκη υπογράφηκε στις 22 Νοεμβρίου, όπου και ακολούθησε η εκκένωση της Θεσσαλίας από τους Τούρκους
ΤΕΛΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου