Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2012

ΚΑΡΛ ΜΑΡΞ (KARL MARX): ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Π Ε Ρ I Λ Η Ψ Ι Σ ΠΑΥΛΟΥ ΛΑΦΑΡΓΚ

ΚΑΡΛ ΜΑΡΞ (KARL MARX): ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ
Π Ε Ρ I Λ Η Ψ Ι Σ ΠΑΥΛΟΥ ΛΑΦΑΡΓΚ
ΜΕΤΑ ΠΡΟΛΟΓΟΥ Β. ΠΑΡΕΤΟ
ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
FREE photo hosting by Fih.grΟ Κάρολος Μαρξ εγεννήθη εις Τρεβ την 2αν Μαΐου 1918, εξ ισραηλιτικής οικογενείας. Ο πατήρ του ήτο σύμβουλος των μεταλλείων. Αφού έκαμε λαμπράς σπουδάς του δικαίου εν Βόννη επανήλθεν εις Τρεβ και ενυμφεύθη τω 1843 την Τζέννυ Βεσφάλεν, ης ο αδελφός διετέλεσε μέλος του υπό τον Μαντόιφελ Πρωσσικού Υπουργείου. Ο Μαρξ επεδόθη εις την σπουδήν της φιλοσοφίας και της Πολιτικής Οικονομίας και ειδικώς των κοινωνικών ζητημάτων. Έλαβε μέρος εις τας τάξεις της ριζοσπαστικής αντιπολιτεύσεως και εγένετο συνεργάτης, είτα διευθυντής της παλαιάς «Εφημερίδος του Ρήνου». Παυθείσης της εφημερίδος ταύτης ο Μαρξ κατέφυγεν εις Παρισίους, όπου εδημοσίευσεν εν συνεργασία μετά του Αρνόλδου Ruge, τα «Γάλλο — Γερμανικά Χρονικά» (Deutsch — Französische Jahrbücher) και μετά του Ερρίκου Άινε την εφημερίδα «Εμπρός» (Vorwærts). Εξωρίσθη εκ Γαλλίας κατά το 1844 και μετέβη τότε εις Βέλγιον. Το 1841 έγραψε το βιβλίον «Αθλιότης της Φιλοσοφίας» απάντησιν εις την «Φιλοσοφίαν της αθλιότητος» του Προυδόν. Κατά το αυτό έτος συνέταξε μετά του Έγκελς το Μανιφέστον του Κομμουνιστικού Κόμματος εις το οποίον εύρηνται αι δυο αρχαί, αίτινες έμελλον να εμπνέουν το σοσιαλιστικόν κόμμα: 1ον ότι το συμφέρον των εργατών είνε απέναντι των κεφαλαιοκρατών παντού το αυτό και ότι συνεπώς είνε επικρατέστερον των εθνικών ζητημάτων και 2ον ότι οι εργάται επί ουδενός άλλου, πλην εαυτών, πρέπει να βασίζωνται, ίνα απελευθερωθώσι και ότι έχουσιν ανάγκην κατά πρώτον να αποκτήσωσι πολιτικά δικαιώματα. Εξορισθείς εκ Βελγίου την 2 Μαρτίου 1848 επανήλθεν εις Γερμανίαν και εξέδωκεν εν Κολωνία, επί τινας μήνας, την «Νέαν Εφημερίδα του Ρήνου», ην συνέτασσε τη συνεργασία των Έγκελς, Λασάλ, Βολφ και Φράιλιγρατ και άλλων τινών συγγραφέων. Τω 1810 η εφημερίς αύτη επαύθη και ο Καρλ Μαρξ καταδιωχθείς κατέφυγεν εις Λονδίνον, όπου έμεινε μέχρι του θανάτου του. Τω 1859 εδημοσίευσε την Κριτικήν της Πολιτικής Οικονομίας και τέλος τω 1867 το σημαντικότερον έργον του το Κεφάλαιον.
(Ολόκληρο το βιβλίο σε απλό κείμενο).
ΚΑΡΛ ΜΑΡΞ

ΚΑΡΛ ΜΑΡΞ
(KARL MARX)

ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ

Π Ε Ρ I Λ Η Ψ Ι Σ
ΠΑΥΛΟΥ ΛΑΦΑΡΓΚ

ΜΕΤΑ ΠΡΟΛΟΓΟΥ
Β. ΠΑΡΕΤΟ

ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ "ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΔΑΚΗΣ„ ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ 1921
Τύποις Π. Λ. Πετράκου — Αθήναι

ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΡΟΛΟΥ Μ Α Ρ Ξ

Ο Κάρολος Μαρξ εγεννήθη εις Τρεβ την 2αν Μαΐου 1918, εξ ισραηλιτικής οικογενείας. Ο πατήρ του ήτο σύμβουλος των μεταλλείων. Αφού έκαμε λαμπράς σπουδάς του δικαίου εν Βόννη επανήλθεν εις Τρεβ και ενυμφεύθη τω 1843 την Τζέννυ Βεσφάλεν, ης ο αδελφός διετέλεσε μέλος του υπό τον Μαντόιφελ Πρωσσικού Υπουργείου. Ο Μαρξ επεδόθη εις την σπουδήν της φιλοσοφίας και της Πολιτικής Οικονομίας και ειδικώς των κοινωνικών ζητημάτων. Έλαβε μέρος εις τας τάξεις της ριζοσπαστικής αντιπολιτεύσεως και εγένετο συνεργάτης, είτα διευθυντής της παλαιάς «Εφημερίδος του Ρήνου». Παυθείσης της εφημερίδος ταύτης ο Μαρξ κατέφυγεν εις Παρισίους, όπου εδημοσίευσεν εν συνεργασία μετά του Αρνόλδου Ruge, τα «Γάλλο — Γερμανικά Χρονικά» (Deutsch — Französische Jahrbücher) και μετά του Ερρίκου Άινε την εφημερίδα «Εμπρός» (Vorwærts). Εξωρίσθη εκ Γαλλίας κατά το 1844 και μετέβη τότε εις Βέλγιον.
Το 1841 έγραψε το βιβλίον «Αθλιότης της Φιλοσοφίας» απάντησιν εις την «Φιλοσοφίαν της αθλιότητος» του Προυδόν. Κατά το αυτό έτος συνέταξε μετά του Έγκελς το Μανιφέστον του Κομμουνιστικού Κόμματος εις το οποίον εύρηνται αι δυο αρχαί, αίτινες έμελλον να εμπνέουν το σοσιαλιστικόν κόμμα: 1ον ότι το συμφέρον των εργατών είνε απέναντι των κεφαλαιοκρατών παντού το αυτό και ότι συνεπώς είνε επικρατέστερον των εθνικών ζητημάτων και 2ον ότι οι εργάται επί ουδενός άλλου, πλην εαυτών, πρέπει να βασίζωνται, ίνα απελευθερωθώσι και ότι έχουσιν ανάγκην κατά πρώτον να αποκτήσωσι πολιτικά δικαιώματα.
Εξορισθείς εκ Βελγίου την 2 Μαρτίου 1848 επανήλθεν εις Γερμανίαν και εξέδωκεν εν Κολωνία, επί τινας μήνας, την «Νέαν Εφημερίδα του Ρήνου», ην συνέτασσε τη συνεργασία των Έγκελς, Λασάλ, Βολφ και Φράιλιγρατ και άλλων τινών συγγραφέων. Τω 1810 η εφημερίς αύτη επαύθη και ο Καρλ Μαρξ καταδιωχθείς κατέφυγεν εις Λονδίνον, όπου έμεινε μέχρι του θανάτου του.
Τω 1859 εδημοσίευσε την Κριτικήν της Πολιτικής Οικονομίας και τέλος τω 1867 το σημαντικότερον έργον του το Κεφάλαιον.
Η κατά το 1866 ιδρυθείσα Διεθνής σκοπόν είχε να θέση εις εφαρμογήν τας εν τω Μανιφέστω τεθείσας αρχάς. Ο Μαρξ ενέπνευσε το καταστατικόν αυτής, όπερ εξεργασθέν εν Λονδίνω εψηφίσθη άνευ τινός τροποποιήσεως εις το συνέδριον της Γενεύης. Προετίθετο να δώση ενιαίαν κατεύθυνσιν εις την σοσιαλιστικήν κίνησιν των διαφόρων χωρών, αφιεμένης, εννοείται, αρκετά μεγάλης αυτονομίας εις τας διαφόρους εθνικάς ομάδας, ας περιελάμβανεν η Ένωσις αύτη. Η επιρροή του υπήρξε μεγάλη εις την Διεθνή μέχρι του 1872, αλλ' η εξουσία, ην ήσκει εκίνησε ζηλοτυπίαν. Εις το εν Χάγη (7βριος 1872) συνέδριον έσχε σφοδράς επιθέσεις, σχίσματα προεκλήθησαν και η προς αυτόν εκτίμησις, βαθύτατα πληγείσα, εμειώθη ταχέως. Οι οπαδοί του έκαμαν ακόμη εν Συνέδριον, εν Γενεύη, τον 7βριον του 1873, αλλ' ήτο το τελευταίον. Ο Μαρξ έζησεν έκτοτε μακράν της κινήσεως και απέθανεν εις Λονδίνον την 15 Μαρτίου 1883.

ΒΙΛΦΡΕΔΟΥ ΠΑΡΕΤΟ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ε I Σ
ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ
ΤΟΥ
ΚΑΡΛ ΜΑΡΞ

I

Η κριτική του βιβλίου του Κ. Μαρξ δεν είνε πλέον αναγκαία. Εύρηται όχι μόνον εις ειδικάς μονογραφίας, αίτινες εδημοσιεύθησαν επ' αυτού, αλλ' ακόμη και προ πάντων εις τας τροποποιήσεις τας επενεχθείσας επί του περί θεωρίας της αξίας κεφαλαίου της Πολιτικής Οικονομίας.
Αι ολίγαι σελίδες, ας διαθέτομεν εδώ δεν θα μας επιτρέψουν ν' αναπτύξωμεν όλας τας παρατηρήσεις, ας προεκάλεσεν η θεωρία του Κ. Μαρξ. Θα αρκεσθώμεν εις περίληψιν λίαν συνοπτικήν, ως τοιαύτα είνε, εν συγκρίσει προς τον όγκον του έργου του συγγραφέως μας και τα εις τας σελίδας ταύτας αναφερόμενα αποσπάσματα αυτού.
Η εξέτασις έργου τινός δύναται να γίνη κατά δύο μεθόδους. Η πρώτη, ήτις είνε κυρίως πολεμική, ουδαμώς ενδιαφέρεται να χωρίση την αλήθειαν από την πλάνην. Καταδικάζει εν τω συνόλω της μίαν θεωρίαν, προσπαθούσα κυρίως να εμφανίση τα ελαττώματά της, άτινα και υπερβάλλει και προσπαθεί να τα χρησιμοποιήση ως όπλα πολέμου κατ' αυτής. Κατά την μέθοδον ταύτην, όσον περισσότερον πρότασίς τις είνε προφανώς εσφαλμένη, τόσον περισσότερον ενδιατρίβει τις εις αυτήν και επιμένη, ίνα γνωρίση το σφάλμα, παρερχόμενος απλώς πάσαν άλλην πρότασιν περιέχουσαν δόσιν τινα αληθείας.
Τουναντίον, η δευτέρα μέθοδος, ήτις είναι αξία του ονόματος επιστημονική, ουδένα άλλον σκοπόν έχει ή να διαχωρίση το αληθές από το ψευδές. Παρατηρών τις σφάλμα τι εις την μελετωμένην θεωρίαν δεν την απορρίπτει δια τούτο, άλλα εξετάζει, εάν, αποβαλλομένου ή διορθουμένου του μέρους τούτου, δύναται να ευρεθή εις το άλλο μέρος αλήθειά τις αξία προσοχής.
Είναι σχεδόν περιττόν να είπωμεν ότι θα ακολουθήσωμεν την τελευταίαν μέθοδον. Ο Κ. Μαρξ, είναι αληθές, μετεχειρίσθη συχνά την πρώτην ομιλών περί των θεωριών της φιλελευθέρας πολιτικής οικονομίας, αλλ' είχεν άδικον και πρέπει τις να αποφύγη να τον μιμηθή.
Θα προσπαθήσωμεν επίσης να ακολουθήσωμεν κατά το δυνατόν την ομολογίαν του Κ. Μαρξ. Θα εξετάσωμεν μόνον εις τι πραγματικώς αντιστοιχούσιν οι όροι, ους μεταχειρίζεται.
Εν τη σημερινή καταστάσει της Επιστήμης, το καθ' ημάς, θεωρούμεν περιττήν κάθε συζήτησιν, ήτις σκοπόν έχει να γνωρίση τι εννοούμεν με τας λέξεις: αξία, κεφάλαιον ή άλλας αναλόγους εκφράσεις. Είναι τούτο ζήτημα φιλολογίας και όχι οικονομικής επιστήμης (1).
Αι θετικαί επιστήμαι καθορίζουν τας μεταξύ των πραγμάτων και ουχί μεταξύ των λέξεων σχέσεις. Κάθε συγγραφεύς όθεν έχει το δικαίωμα να ορίζη τα πράγματα ταύτα, όπως αυτός τα εννοή. Εννοείται ότι τούτο δεν σημαίνει ότι δύναται να γίνη αυθαίρετος χρήσις του δικαιώματος τούτου, διότι καλοί όροι δύνανται πολύ να βοηθήσουν την πρόοδον της επιστήμης.
Όταν αύτη αρχίζει να σχηματίζηται, δύναται να είναι ωφέλιμον ο συγγραφεύς να χρησιμοποιή λέξεις της κοινής ομιλίας, προσπαθών μόνον να καθορίζη καλώς την έννοιαν αυτών. Ωφελείται ούτω εκ σημαντικής τινος ιδιότητος της γλώσσης του να είναι δηλ. «ο συντηρητής της κτηθείσης πείρας». Δυστυχώς η γλώσσα δεν διατηρεί μόνον την κτηθείσαν πείραν, διατηρεί ακόμη και τας προλήψεις και σοφίσματα και προ πάντων αποδίδει εις πολλάς λέξεις έννοιαν συγκινήσεως, ήτις δύναται να μας πλανήση εις τους συλλογισμούς της. Τέλος είναι σχεδόν αδύνατον να απαλλάξωμεν τελείως μίαν λέξιν της κοινής ομιλίας από σειράν άλλων δευτερευουσών εννοιών, αίτινες είναι η αιτία πολλών συγχύσεων και σοφισμάτων.
Έρχεται λοιπόν, εν τη αναπτύξει επιστήμης τινός, στιγμή καθ' ην μάλλον να χάση έχει τις ή να ωφεληθή εκ της χρήσεως λέξεων της κοινής ομιλίας. Η στιγμή αύτη, κατά την γνώμην μας, έχει ήδη προ πολλού φθάση εις την Οικονομικήν Επιστήμην και θα ωφελείτο αύτη πολύ, εάν εχρησιμοποίει μόνον ιδίους αυτής τεχνικούς όρους, καλώς καθωρισμένους. Αλλ' αφού τούτο δεν συνέβη ακόμη θα αρκεσθώμεν χρησιμοποιούντες τους σήμερον εν χρήσει όρους, προσπαθούντες μόνον να τους ορίσωμεν καλώς, ίνα αποφύγωμεν κάθε σύγχυσιν εν τη σκέψει μας.

II

Το βιβλίον του Κ. Μαρξ θα έπρεπε να ονομάζεται ο κεφαλαιούχος μάλλον ή το Κεφάλαιον, τουλάχιστον εάν της λέξεως ταύτης γίνεται χρήσις εν τη γενικώς παραδεδεγμένη εννοία οικονομικών αγαθών, προωρισμένων να ευκολύνουν την παραγωγήν άλλων αγαθών (2).
Την έννοιαν ταύτην ο Κ. Μαρξ δίδει ενίοτε αλλ' ουχί πάντοτε εις την λέξιν κεφάλαιον.
Ούτως, όταν λέγη: Τα πολυάριθμα κεφάλαια τα τοποθετημένα εις τον αυτόν κλάδον παραγωγής και λειτουργούντα εν ταις χερσί πλήθους κεφαλαιούχων, ανεξαρτήτων αλλήλων διαφέρουσι κατά το μάλλον ή ήττον κατά την σύνθεσιν, αλλά ο μέσος όρος της ιδίας αυτών συνθέσεως αποτελεί τον μέσον όρον συνθέσεως του εις τον κλάδον τούτον της παραγωγής αφιερωθέντος συνολικού κεφαλαίου».
Είναι φανερόν ότι ο συγγραφεύς διακρίνει το κεφάλαιον, ως απλούν αγαθόν από το κεφάλαιον το λειτουργούν εις χείρας των κεφαλαιούχων. Αλλ' όταν ο Μαρξ λέγει: «η κυκλοφορία των εμπορευμάτων είναι η αφετηρία του κεφαλαίου» και αναπτύσσει την πρότασιν ταύτην, είναι φανερόν ότι θέλει να κάμη λόγον περί του κεφαλαίου, όπερ ο κεφαλαιούχος οικειποιείται, διότι το απλούν κεφάλαιον υπάρχει βεβαίως άνευ τινός κυκλοφορίας εμπορευμάτων. Ο Ροβινσών εν τη νήσω του είχεν οικονομικά αγαθά, άτινα εχρησιμοποίει διά την παραγωγήν άλλων αγαθών, δηλ. είχε κεφάλαια, αλλά δεν είχε καμμίαν κυκλοφορίαν ούτε εμπορευμάτων ούτε χρήματος.
Προς αποφυγήν συγχύσεως, διατηρούντες κατά το δυνατόν την σημασιολογίαν του Μαρξ, θα ονομάζωμεν απλούν κεφάλαιον τα σχετικά αγαθά τα προωρισμένα εις παραγωγήν άλλων αγαθών και οικειοποιημένον (approprie) κεφάλαιον, το κεφάλαιον το λειτουργούν εις χείρας των κεφαλαιούχων.
Το βιβλίον του Μαρξ στρέφεται προφανώς κατά της τελευταίας ταύτης κατηγορίας κεφαλαίων, ήτοι εν άλλαις λέξεσιν εναντίον των κεφαλαιούχων. Όσον αφορά το απλούν κεφάλαιον ο Μαρξ ουδαμώς παραγνωρίζει την σημασίαν αυτού. Δέχεται ότι δέον τούτο όχι μόνον να αναπαράγηται, αλλά να αυξάνηται ακόμη, διά να αναπτύξη «τας παραγωγικάς δυνάμεις και τους υλικούς όρους, οίτινες δύνανται να αποτελέσουν την βάσιν νέας και ανωτέρας κοινωνίας».
Ο εχθρός είνε ο κεφαλαιούχος: «Διότι η προγενεστέρα εργασία των εργατών Α, Β, Γ κλπ. εν τω καπιταλιστικώ συστήματι παρουσιάζεται ως το ενεργητικόν του μη εργάτου Χ κλπ . . . . Αστοί δε οικονομολόγοι χύνουν ποταμούς δακρύων και εγκωμίων εις την παλαιοτέραν, νεκράν δε σήμερον, εργασίαν, προς ην ο Mac Culloch, το σκωτικόν δαιμόνιον πνεύμα, απονέμει ξεχωριστήν αμοιβήν, κοινώς καλουμένην τόκον, κέρδη, εισόδημα κλπ. Ούτω η επί μάλλον και μάλλον ισχυρά συμβολή, ην η νεκρά και προγενεστέρα εργασία προσφέρει εις την ζώσαν και σημερινήν τοιαύτην, αποδίδεται υπό των σοφών τούτων ουχί εις τον εργάτην, όστις έκαμε την εργασίαν (3), αλλ' εις τον κεφαλαιούχον, όστις την ωκειοποιήθη. Κατ' αυτούς το όργανον της εργασίας και ο χαρακτήρ αυτού ως κεφαλαίου (οικειοποιουμένου) δεν δύνανται να χωρισθώσι πλέον, ως ο εργάτης διά τον καλλιεργητήν της Γεωργιανής χώρας δεν ειμπορεί να χωρισθή από τον χαρακτήρα του δούλου».
Ο κεφαλαιούχος είναι άχρηστος. Το κεφάλαιον δύναται να αναπαραχθή και αυξηθή άνευ αυτού. «Εφ' όσον παράγει τις και καταναλίσκει περισσότερον, υποχρεούται να μετατρέψη περισσότερα προϊόντα εις νέα μέσα παραγωγής (4). Αλλ' η πράξις αύτη δεν παρουσιάζεται ούτε ως συσσώρευσις κεφαλαίου (οικειοποιουμένου) ούτε ως λειτουργία του κεφαλαίου, εφ' όσον τα μέσα της παραγωγής του εργάτου και κατά συνέπειαν το προϊόν του και τα μέσα της ζωής του δεν φέρουν εισέτι τον τύπον του κοινοτικού αγαθού, όστις τα μετατρέπει εις κεφάλαιον (οικειοποιούμενον)».
Τούτο ο Ριχάρδος Τζονς (Jones), διάδοχος του Μάλθου εις την έδραν της Πολιτικής Οικονομίας, απέδειξε διά του παραδείγματος των Ανατολικών Ινδιών . . . . , ότι εις τα εδάφη, ένθα η Αγγλική κατοχή μετέβαλλεν ολιγώτερον το παλαιόν σύστημα, οι μεγάλοι λαμβάνουν υπό τύπον φόρων και εγγείων προσόδων έν μέρος του καθαρού εισοδήματος της γεωργίας, το οποίον διαιρούν εις τρία μέρη. Το πρώτον καταναλίσκεται υπ' αυτών εις είδος, ενώ το δεύτερον μέρος μετατρέπεται δι' ιδίαν των χρήσιν εις είδος πολυτελείας και χρησιμοποιήσεως υπό εργατών μη γεωργών, τους οποίους αμείβουν διά του τρίτου μέρους. Οι εργάται ούτοι είναι τεχνίται κάτοχοι των εργαλείων της εργασίας των.
Η απλή και προοδευτική παραγωγή και αναπαραγωγή βαδίζουν άνευ ουδεμιάς επεμβάσεως εκ μέρους του απεχθούς αυτού ιππότου, του κεφαλαιούχου μετερχομένου το αγαθόν έργον της αποχής από την εργασίαν.
Το παράδειγμα τούτο δεν αποδεικνύει πολλά (5), διότι δεν δυνάμεθα να είπωμεν, ότι η απλή και προοδευτική παραγωγή και αναπαραγωγή είναι εις τας Ινδίας τόσον ταχεία, όσον και εν Αγγλία, όπου υπάρχει το κεφαλαιοκρατικόν σύστημα.
Είναι δυνατόν το σύστημα τούτο να μη έχη καμμίαν επιρροήν επί της παραγωγής και αναπαραγωγής εν Αγγλία, αλλ' εφ' όσον τούτο δεν αποδεικνύεται το παράδειγμα των Ινδιών θα είναι μάλλον κατά ή υπέρ της θεωρίας, ήτις αρνείται εις το κεφαλαιοκρατικόν καθεστώς κάθε ευμενή επίδρασιν. Κατά τον Μαρξ, το σύστημα τούτο είναι όχι μόνον ανωφελές αλλά και επιζήμιον εις την συσσώρευσιν του κεφαλαίου (απλού).
«Οι κεφαλαιούχοι, οι συνιδιοκτήται των, οι υποτελείς των και αι κυβερνήσεις των (6) σπαταλούν κατ' έτος σημαντικόν ποσόν του καθαρού ετησίου εισοδήματος. Η μερίς του πλούτου, ήτις κεφαλαιοποιείται, ουδέποτε είναι όση ηδύνατο να είναι».
Είναι βέβαιον ότι, εάν ηδυνάμεθα να διατηρήσωμεν τας υπηρεσίας, τας οποίας μας παρέχει ο κεφαλαιούχος και να εξαφανίσωμεν αυτόν, απολαμβάνοντες του έργου και εξαφανίζοντες τον εργάτην αυτού τότε το παν θα απέβαινεν εις όφελος της κοινωνίας. Αλλά είναι τούτο δυνατόν; Εις μάτην προσεπάθησεν ο Μαρξ να γελοιοποιήση την οικονομίαν (εξοικονόμησιν). Είνε εν τούτοις βέβαιον ότι αύτη έχει μέρος ουχί ολίγον σημαντικόν εν τω σχηματισμώ νέων κεφαλαίων. Ας αφήσωμεν κατά μέρος την οικονομίαν (εξοικονόμησιν) κεφαλαίου. Είναι φανερόν ότι εάν το κεφάλαιον δεν του ανήκει, το κέρδος το οποίον απολαύει δεν του ανήκει κατ' ίσον λόγον. Αρκεί να αναλογισθώμεν το χρήμα το συσσωρευμένον εις τα ταμιευτήρια διά να εννοήσωμεν ότι αι οικονομίαι του εργάτου αποδίδουν σημαντικόν προϊόν (7). Τα βιβλιάρια ταμιευτηρίου της μαγειρίσσης, του θυρωρού, του κηπουρού, του εργάτου, αντιπροσωπεύουν ποσά, τα οποία είναι βεβαίως το προϊόν της οικονομίας των εργατών τούτων. Όλοι αυτοί θ' αποταμιεύσουν τόσα, όταν δεν θα υπάρχη ιδιοκτησία του κεφαλαίου, όταν το κεφάλαιον όλον θα είναι κοινόν; Τούτο είναι εξεταστέον, άγνωστον δε, εάν η αποταμίευσις αύτη θα αποβή σημαντικωτέρα.
Δεν αρκεί όμως να παραχθή το κεφάλαιον· πρέπει ακόμη και να χρησιμοποιηθή. Ας οργανωθή η κοινωνία όπως θέλει, πάντως όμως θα είναι ανάγκη ανθρώπινόν τι όν ν' αποφασίση εις ποίας ανάγκας εν προτιμήσει άλλων πρέπει να χρησιμοποιηθή το υφιστάμενον κεφάλαιον. Οι υπάλληλοι της κυβερνήσεως θ' αποφασίζουν καλύτερον των κεφαλαιούχων περί αυτού; Κατά γενικόν εν τούτοις κανόνα έχει παρατηρηθή ότι οι άνθρωποι φροντίζουν περισσότερον διά τα συμφέροντά των παρά διά τα ξένα. Διά να γνωρίσωμεν εάν το κεφάλαιον θα χρησιμοποιηθή επωφελέστερον εν τη κοινωνία εις την βιομηχανίαν Α αντί της Β, υπάρχει αποτελεσματικώτερον μέσον από του να θέσωμεν εις πλειοδοσίαν την χρησιμοποίησιν του κεφαλαίου τούτου και να το κατακυρώσωμεν υπέρ της βιομηχανίας εκείνης, ήτις θα ηδύνατο να πληρώση τον μεγαλύτερον τόκον (8);
Το κεφάλαιον είναι φθαρτόν. Σπαταλάται ευκόλως. Είναι άρα γε συντελεστικόν της ευημερίας της κοινωνίας και του ανθρωπίνου γένους η μειοψηφία να φέρη τα βάρη των διά της αφροσύνης ή των παθών της πλειοψηφίας προξενηθεισών απωλειών και δεν θα ήτο καλύτερον έκαστος να φέρη τας συνεπείας των πράξεών του;
Οι κεφαλαιούχοι εις τας κοινωνίας μας επιζητούν να εξασφαλίσουν διά του κράτους μεγαλύτερον τόκον εκείνου, τον οποίον θα επετύγχανον ελευθέρως εν τη αγορά.
Μεταξύ του αστικού τούτου σοσιαλισμού και του λαϊκού τοιούτου ουδόλως είναι αδύνατος συμβιβασμός και συνεννόησις, πραγματοποιούμενος υπό των εξ επαγγέλματος πολιτικών. Ήδη μάλιστα βαίνει συντελούμενος και η ημέρα δεν είναι μακράν, καθ' ην θα ευρεθώμεν προ τεραστίας φθοράς πλούτου, η οποία θα είναι η συνέπεια αυτού. Το λάθος εν τούτοις δεν θα βαρύνη το κεφαλαιοκρατικόν σύστημα, αλλά το Κράτος, τροποποιήσαν αυθαιρέτως την διανομήν του πλούτου.
Πάντοτε μεταξύ της φιλελευθέρας σχολής και της σοσιαλιστικής συνεζητήθη το ζήτημα, εάν ο κεφαλαιούχος είναι χρήσιμος ή άχρηστος. Εκείνο το οποίον ιδιαιτέρως ανήκει εις τον Κ. Μαρξ είναι η λύσις την οποίαν έδωσε και η οποία βασίζεται απολύτως επί της περιφήμου θεωρίας της υπεραξίας.

III

Ο Κ. Μαρξ δανείζεται από την «αστικήν πολιτικήν οικονομίαν» τους όρους αξία χρήσεως και ανταλλακτική αξία. Ο δανεισμός ούτος δεν είναι πολύ επιτυχής, διότι η χρήσις των δύο τούτων όρων, των οποίων συνήθως η σημασία δεν έχει καλώς καθορισθή, έδωκε λαβήν εις μέγαν αριθμόν σοφιστειών.
Η αξία χρήσεως φαίνεται να είναι διά τον Κ. Μαρξ, όπως και διά τους οικονομολόγους «η ιδιότης του ικανοποιείν επιθυμίαν ή εξυπηρετείν σκοπόν» (9). Όθεν κατά βάθος έχομεν την χρησιμότητα (10) των νέων οικονομικών θεωριών.
Ο Κ. Μαρξ υποπίπτει εις το σφάλμα, το οποίον διεπράττετο και διαπράττεται από πλείστους οικονομολόγους, δεν εδίδετο η δέουσα προσοχή εις το ότι η αξία χρήσεως δεν είναι ιδιότης εγγενής εις κάθε εμπόρευμα, όπως είναι η χημική σύνθεσις, το ειδικόν βάρος κ.τ.λ. Τουναντίον είναι απλή συμβατική σχέσις μεταξύ εμπορεύματος και ανθρώπου ή μεταξύ ανθρώπων. Το σφάλμα τούτο καταφαίνεται περισσότερον εις την ανταλλακτικήν αξίαν, και τούτο είναι μία των κυριωτέρων αιτιών, ήτις, κατά την γνώμην μας, περιέχεται εις την θεωρίαν της υπεραξίας.
Ο Cairnes δίδει τον ορισμόν της ανταλλακτικής αξίας «η σχέσις, εν τη οποία τα οικονομικά αγαθά ανταλλάσσονται τα μεν διά των δε επί ελευθέρας αγοράς».
Ο ορισμός ούτος είναι ακριβέστερος των εν χρήσει προγενεστέρως, ως επί παραδείγματι του ορισμού του Mill, εν τούτοις όμως περιέχει κάτι το ακαθόριστον, όπερ πρέπει να αποβάλλωμεν.
Πράγματι δεν υφίσταται ενιαία σχέσις, κατά την οποίαν ανταλλάσσονται τα οικονομικά αγαθά εις αγοράν τινα: συνήθως υπάρχουσι τόσαι σχέσεις, όσαι ανταλλαγαί πραγματικώς συνετελέσθησαν. Αι ανταλλαγαί αύται ή εάν θέλωμεν αι αγοραί και αι πωλήσεις αύται, είναι τα μόνα γνωστά μας γεγονότα. Αυτά μόνον δύνανται να στηρίξουν τον συλλογισμόν μας. Ημείς είμεθα ελεύθεροι να τα συνδυάσωμεν, καθ' ον τρόπον μας ευχαριστεί καλύτερον διά να έχωμεν τον μέσον όρον ή πάσαν άλλην αφαίρεσιν (abstraction), αλλ' εάν όμως θέλωμεν να σκεφθώμεν μετ' ακριβείας, δέον τότε να καθορίσωμεν σαφώς πώς διαμορφώνομεν τας αφηρημένας ταύτας οντότητας με τα πραγματικά γεγονότα, τα οποία έχομεν προ ημών.
Διά να αποφύγωμεν πάσαν σύγχυσιν με τους όρους, τους οποίους μεταχειρίζεται ο Κ. Μαρξ, θα δανεισθώμεν από τον Jevons την ονομασίαν μέτρον ανταλλαγής (taux d'echange) διά να δείξωμεν την σχέσιν, εν τη οποία αντηλλάγησαν πραγματικώς δύο εμπορεύματα εν πραγματική τινι ανταλλαγή.
Μία πλήρης θεωρία της αξίας έδει να μας επιτρέπη να εξηγήσωμεν πάντα τα διάφορα μέτρα ανταλλαγής. Είναι ανάγκη άρα γε να προσθέσωμεν, ότι μία τοιαύτη θεωρία είναι αδύνατος εν τη σημερινή καταστάσει της επιστήμης και ότι τούτο θα συμβαίνει πάντοτε; Δέον όθεν να περιορισθώμεν πρώτον, όπως άλλως τε και εις τας φυσικάς επιστήμας, εις την μελέτην του κυρίου μέρους του φαινομένου και κατόπιν, εφ' όσον θα τελειοποιείται η επιστήμη, των άλλων μερών των ήττον σημαντικών (11).
Οι ξένοι προς τας μαθηματικάς επιστήμας και ενίοτε δυστυχώς και οι κάτοχοι αυτών φέρονται ακατασχέτως εις το να χρησιμοποιούν ένα μέσον όρον διά να εύρουν το κύριον μέρος φαινομένου τινός. Πολλάκις λέγουν ο μέσος όρος μη γνωρίζοντες ή μάλλον λησμονούντες ότι υπάρχει απειρία μέσων όρων. Επί παραδείγματι ο μέσος όρος της αριθμητικής, της γεωμετρίας, της αρμονικής κ.τ.λ.
Ο τρόπος ούτος του ενεργείν είναι αμφίβολος και οι μέσοι ούτοι όροι δεν παριστάνουν το φαινόμενον, το οποίον θέλομεν να εξακριβώσωμεν καλύτερον από όσον θα παρίστανε τούτο αριθμός λαμβανόμενος τυχαίως μεταξύ των άκρων ορίων δεδομένης σειράς αριθμών.
Ο όρος ανταλλακτική αξία, τον οποίον χρησιμοποιεί ο Κ. Μαρξ, παριστά μίαν οντότητα, ην μόνη η ανάγνωσις του Κεφαλαίου δεν παρουσιάζει εις την ακριβή σχέσιν της με τα μέτρα ανταλλαγής, άτινα είναι τα μόνα πραγματικά γεγονότα, τα οποία γνωρίζομεν από της απόψεως ταύτης. Φαίνεται εν τούτοις ότι ο Κ. Μαρξ εννοεί διά της ανταλλακτικής αξίας ένα ανταλλακτικόν μέτρον, πέριξ του οποίου δέον να στρέφωνται αι πραγματικαί ανταλλαγαί ας παρατηρούμεν εις την αγοράν (12).
Και διά να καθορίση την ανταλλακτικήν ταύτην αξίαν είχεν ίσως εν νω αντίληψιν ανάλογον εκείνης, ην εκθέτει ο Stuart Mill λέγων: «όταν η προσφορά και η ζήτησις κανονίζουν ούτω τας διακυμάνσεις της αξίας, υποκύπτουν και αύται εις ανωτέραν δύναμιν, η οποία περιστρέφει την αξίαν πέριξ του κόστους της παραγωγής και η οποία θα την εσταματούσεν εις το σημείον τούτο, εάν νέαι και συνεχείς αιτίαι διαταράξεων δεν την ηνάγκαζον να παρεκκλίνη ακαταπαύστως».
Την εποχήν κατά την οποίαν ο Κ. Μαρξ ήρχιζε τας μελέτας του επί του κεφαλαίου, η «αστική πολιτική οικονομία» παρεδέχετο γενικώς ότι η ανταλλακτική αξία καθωρίζετο υπό του κόστους της παραγωγής. Ο Κ. Μαρξ αποδέχεται ως έχει την άποψιν ταύτην, εις ην όμως προσθέτει μίαν άλλην, δηλαδή ότι το κόστος τούτο της παραγωγής κανονίζεται από της «απλής» εργασίας χρησιμοποιουμένης διά την επίτευξιν του παραχθέντος εμπορεύματος.
Η σύγχρονος πολιτική οικονομία καθορίζει σαφώς τας λειτουργίας ενός κεφαλαιούχου από τας του εργολάβου· ο Κ. Μαρξ δεν τας χωρίζει συνήθως. Αλλά τούτο δεν σημαίνει, ότι εξευρέθη το εναντίον της θεωρίας επιχείρημα· διότι επί τέλους η εργασία του εργολάβου δύναται να υπολογισθή εις την αξίαν του προϊόντος, όπως η εργασία παντός άλλου συνεργάτου της παραγωγής.
Εξαρτών το κόστος της παραγωγής εκ της εργασίας μόνον, ο Κ. Μαρξ ακολουθεί απλώς την θεωρίαν του Ρικάρδο. Συγκρίνοντες όμως τους δύο ταύτους συγγραφείς, βλέπομεν αμέσως ότι ο Ρικάρδο διά του όρου «εργασία» εννοεί τόσον την παρούσαν, όσον και την προγενεστέραν τοιαύτην, ήτις παρέχει την συνδρομήν της εις την παραγωγήν υπό μορφήν κεφαλαίου, ενώ ο Κ. Μαρξ δεν έχει υπ' όψει του ειμή μόνον την παρούσαν εργασίαν και ουχί την προγενεστέραν, την οποίαν περιλαμβάνει εις τας συνήθεις συνθήκας της παραγωγής.
Αι νέαι οικονομικαί θεωρίαι καθορίζουν τουναντίον, ότι εκ της ανταλλακτικής αξίας εξαρτάται το κόστος της παραγωγής, ήτοι ο καταβαλλόμενος διά την προμήθειαν των εμπορευμάτων κόπος (13).
Θέλοντες να απομακρύνωμεν κατά το δυνατόν παν μη ουσιώδες επιχείρημα εν τη κριτική, την οποίαν ενεργούμεν, θα αφήσωμεν ενταύθα κατά μέρος πάσαν συζήτησιν επί του σημείου τούτου των οικονομικών θεωριών. Δυνάμεθα να ακολουθήσωμεν την οδόν ταύτην τοσούτον, ευκολώτερον, όσον εις το βάθος, αι δύο θεωρίαι συμφωνούν διά ν' αναγνωρίσουν τέλος την ισότητα της ανταλλακτικής αξίας προς το κόστος της παραγωγής, γεγονός σημαντικόν διά να δυνηθώμεν να συζητήσωμεν την άποψιν του Κ. Μαρξ, συμφώνως τη οποία η ανταλλακτική αξία δεν εξαρτάται ή εκ της «απλής» εργασίας της περιεχομένης εις εμπόρευμά τι και μετρείται ακριβώς διά της ποσότητος ταύτης της «απλής» εργασίας.
Ο Κ. Μαρξ παρατηρεί, ότι ένα εμπόρευμα δύναται ν' ανταλλαγή μετ' άλλου εις διαφόρους αναλογίας. «Εν τούτοις η ανταλλακτική του αξία παραμένει αναλλοίωτος, όπως δήποτε και αν εκφρασθή αύτη, εις Χ σιγάρα, Ψ μέταξαν, Ω χρυσόν και ούτω καθ' εξής. Δέον όθεν αύτη να έχη περιεχόμενον διάφορον των εκδηλώσεων τούτων.» Το περιεχόμενον τούτο κατά τον Κ. Μαρξ είναι η αναγκαία ποσότης της απλής εργασίας διά την παραγωγήν του εμπορεύματος.
Αναμφιβόλως υπάρχει κάτι διακριτικόν εις τας διαφόρους εκφράσεις, ας αναφέρει ο Κ. Μαρξ, αλλά τούτο δεν είναι «περιεχόμενον του εμπορεύματος», είναι όμως, όταν πρόκειται περί μέτρου ανταλλαγής, η εκτίμησις, με την οποίαν οι ανταλλαγείς εκτιμούν την αξίαν χρήσεως των ανταλλασσομένων εμπορευμάτων.
Ο Κ. Μαρξ αρνείται τούτο, διότι, κατ' αυτόν, είναι φανερόν ότι κάμνομεν αφαίρεσιν της αξίας χρήσεως των εμπορευμάτων, όταν ανταλλάσσωμεν ταύτα».
Όταν πρόκειται περί μέτρου ανταλλαγής το αντίθετον είναι φανερόν. Έχετε ύδωρ όσον σας χρειάζεται διά τας πλέον επειγούσας ανάγκας σας και σας προσφέρουν ένα βαρέλιον ύδατος εις αντάλλαγμα του ωρολογίου σας, σεις αρνείσθε την γελοίαν ταύτην πρότασιν. Διατί; διότι, υφ' ας συνθήκας ευρίσκεσθε, η αξία χρήσεως ενός βαρελίου ύδατος, προστιθεμένη εις την ποσότητα του ύδατος, την οποίαν έχετε ήδη είναι δι' υμάς πολύ μικροτέρα της αξίας χρήσεως του ωρολογίου σας. Αλλ' εάν έχετε απόλυτον ανάγκην ύδατος διά να κορέσετε την δίψαν σας, μετ' ευγνωμοσύνης θα αποδεχθήτε τοιαύτην πρότασιν, διότι τότε η αξία χρήσεως της προσφερομένης εις υμάς ποσότητος ύδατος, σας είναι πολύ μεγαλυτέρα της αξίας χρήσεως του ωρολογίου σας.
Βλέπομεν όθεν, όταν πρόκειται μόνον περί μέτρου ανταλλαγής η αντίληψις της εις το εμπόρευμα περιεχομένης εργασίας δεν επεμβαίνει διά τον καθορισμόν των, είναι δε αδύνατον να θέσωμεν τα γεγονότα ταύτα εν αρμονία με την θεωρίαν την οποίαν εξετάζομεν.
Ο Κ. Μαρξ όμως, θέτων την θεωρίαν ταύτην, έδει να έχη υπ' όψιν του, ως άλλως τε παρετηρήσαμεν, άλλο τι ή το μέτρον ανταλλαγής (taux d' echange).
Ιδού τι θα ήτο δυνατόν να ελέγομεν. Είναι αληθές ότι ο στερούμενος ύδατος θα δώση μέγα ποσόν διά ν' αποκτήση, αλλά και τούτο θα εχρησίμευεν ως δόλωμα διά να ελκύση πολλούς κομιστάς ύδατος· ο δε συναγωνισμός των θα έχη ως αποτέλεσμα την πτώσιν της ανταλλακτικής αξίας του ύδατος και την διακύμανσιν ταύτης πέριξ μιας κανονικής αξίας. Την αξίαν ταύτην έχομεν υπ' όψει.
— Πώς θα ευρεθή το κανονικόν αυτό μέτρον ανταλλαγής; Εάν υποθέσωμεν ότι ο καταναλωτής του ύδατος έχει καθημερινώς ανάγκην ενός βαρελίου, ούτε περισσότερον ούτε ολιγώτερον, τότε οι κομισταί του ύδατος θα εξακολουθήσουν τον συναγωνισμόν των μέχρι του σημείου, ώστε ο πόνος τον οποίον τοις προξενεί η μεταφορά του ύδατος, θα είναι ακριβώς ίσος με τον πόνον τον οποίον θα τοις επροξένει η στέρησις του εμπορεύματος το οποίον λαμβάνουν εις αντάλλαγμα της μεταφοράς ταύτης.
— Το φαινόμενον πράγματι δεν είναι και τόσον απλούν, διότι εφ' όσον η αξία του ύδατος ελαττούται η κατανάλωσίς του αυξάνει. Εν πάση όμως περιπτώσει το σημείον της ισορροπίας καθορίζεται εκ του γεγονότος, ότι αφ' ενός μεν ο καταναλωτής, διά μίαν νέαν λίτραν ύδατος προστιθεμένην εις την καθημερινήν κατανάλωσιν, θα είχεν ευχαρίστησιν ίσην εκείνης, ην θα απήλαυεν εκ της καταναλώσεως του εμπορεύματος, το οποίον έδει να έδιδε εις ανταλλαγήν της λίτρας ταύτης του ύδατος, και ότι αφ' ετέρου, οι φορείς του ύδατος, διά την μεταφοράν της νέας ταύτης λίτρας του ύδατος θα εδοκίμαζον πόνον ίσον προς εκείνον, τον οποίον θα τοις επροξένει η στέρησις του εμπορεύματος, το οποίον θα ελάμβανον ως αντάλλαγμα (14).
— Ουσιώδες επίσης είναι να παρατηρήσωμεν ότι οι ανταλλαγείς δεν οδηγούνται παρ' ενός μέσου όρου, αλλά κυρίως εκ της εκτιμήσεως της αξίας χρήσεως και του τελευταίου μορίου του ανταλλασσομένου εμπορεύματος. Εκ του γεγονότος τούτου γεννάται σειρά ολόκληρος σημαντικωτάτων φαινομένων, των οποίων ειδική περίπτωσις είναι η έγγειος πρόσοδος (rente) του Ρικάρδο. Άλλα τινά φαινόμενα εμελετήθησαν υπό συγχρόνων οικονομολόγων, οι οποίοι αντικατέστησαν τας λέξεις, υπεραξίαν (plus-value) και (moins-value) υπό αξίαν με την λέξιν πρόσοδον (15).
Από μιας απόψεως, είναι αληθές ότι η ανταλλακτική αξία ενός εμπορεύματος απορρέει εκ της αξίας του χρήσεως. Η ανταλλακτική αξία δεν απορρέει κατ' ευθείαν, αλλ' είναι η συνέπεια της σχέσεως, την οποίαν εγκαθιστά πας συμβαλλόμενος μεταξύ της αξίας χρήσεως εκείνου που λαμβάνει και της αξίας χρήσεως εκείνου που δίδει.
Πράγματι δεν αγοράζομεν εμπορεύματα· αγοράζομεν αξίας χρήσεως: Ο αγοράζων καφφέ δεν ενδιαφέρεται ποσώς εάν ο καφφές ούτος είναι σπόρος ωρισμένης χημικής συνθέσεως. Εκείνο το οποίον αγοράζει είναι η ευχαρίστησις, την οποίαν θα αισθανθή πίνων τον καφφέν του. Και την ευχαρίστησιν ταύτην συγκρίνει με την ευχαρίστησιν, της οποίας πρέπει να στερηθή δίδων εις αντάλλαγμα του καφφέ οικονομικόν τι αγαθόν, το οποίον ηδύνατο ν' απολαύση.
Διά να ακολουθήσωμεν τον συγγραφέα δεν ελάβομεν υπ' όψει τας τυχαίας διακυμάνσεις του ανταλλακτικού μέτρου, ως επίσης και τα λίαν σημαντικά φαινόμενα της εγγείου προσόδου (16). Τούτο όμως δεν αρκεί διά να στηρίξωμεν την θεωρίαν ότι η ανταλλακτική αξία μετρείται υπό της εργασίας.
Πράγματι ας υποθέσωμεν ότι ο καταναλωτής του ύδατος είναι υποδηματοποιός πληρώνων υποδήματα εις τους φορείς ύδατος, εκείνο το οποίον μας αποκαλύπτει το γεγονός της ανταλλαγής είναι η εκτίμησις της ισότητος, την οποίαν κάμνει ο υποδηματοποιός μεταξύ του κόπου του δαπανωμένου διά την κατασκευήν ενός ζεύγους υποδημάτων και του πόνου, τον οποίον δοκιμάζει στερούμενος ύδατος, το οποίον θα είχεν ως αντάλλαγμα· και εκ μιας άλλης παρομοίας εκτιμήσεως ισότητος, την οποίαν κάμνουν οι φορείς ύδατος μεταξύ του κόπου, τον οποίον θα τοις έδιδεν η μεταφορά μιας νέας ποσότητος ύδατος και του πόνου, τον οποίον θα εδοκίμαζον στερούμενοι των υποδημάτων, τα οποία θα τοις επρομήθευεν η μεταφορά της ποσότητος ταύτης του ύδατος.
Αλλ' αι δύο αύται κεχωρισμέναι ισότητες δεν παρουσιάζουν τρίτην ισότητα μεταξύ του κόπου, τον οποίον προξενεί εις τον υποδηματοποιόν η κατασκευή του ζεύγους των υποδημάτων και του κόπου, τον οποίον προξενεί εις τους φορείς του ύδατος η μεταφορά της ποσότητος του εις αντάλλαγμα των υποδημάτων χορηγηθησομένου ύδατος. Αμφότεροι οι κόποι ούτοι είναι κυρίως υποκειμενικαί αντιθέσεις, αίτινες εν ουδεμιά περιπτώσει δύνανται να συγκριθούν μεταξύ των, όταν πρόκειται περί διαφόρων ατόμων.
Διά να πλησιάσωμεν εις την θεωρίαν του Κ. Μαρξ, ας παραδεχθώμεν, ότι οι κόποι ούτοι είναι ανάλογοι προς την απλήν εργασίαν διά την κατασκευήν των υποδημάτων ως και προς εκείνην της μεταφοράς του ύδατος. Τούτο όμως δεν αρκεί. Δέον να υποθέσωμεν εξ άλλου ότι ουδεμία περίπτωσις, ούτε έσωθεν ούτε έξωθεν εμποδίζει τους υποδηματοποιούς και τους φορείς του ύδατος ν' αλλάξουν επάγγελμα εις τρόπον ώστε να τοις είναι αδιάφορον, εάν θα προμηθευθούν το εμπόρευμα αμέσως ή δι' ανταλλαγής.
Εν τοιαύτη περιπτώσει, πραγματικώς, ο κόπος, τον οποίον δοκιμάζει ο υποδηματοποιός διά την κατασκευήν ενός ζεύγους υποδημάτων είναι ίσος με εκείνον, τον οποίον θα εδοκίμαζε μεταφέρων το ύδωρ, το οποίον θα ελάμβανεν εις αντάλλαγμα. Διά τον κομιστήν του ύδατος ο κόπος είναι ο αυτός διά την μεταφοράν του ύδατος, το οποίον δίδει εις αντάλλαγμα του ζεύγους των υποδημάτων με εκείνον, τον οποίον θα εδοκίμαζε κατασκευάζων ο ίδιος το ζεύγος τούτο των υποδημάτων.
Ούτω, αφού αμφότεροι οι κόποι υπολογίζονται υπό της απλής εργασίας, η οποία ενταύθα είναι σχετική, έπεται εκ τούτου ότι αι ποσότητες της απλής εργασίας αι περιεχόμεναι εις τα υποδήματα και το ύδωρ είναι ίσαι· έχομεν δηλαδή προ ημών το θεώρημα του Κ. Μαρξ (17).
Δυστυχώς αι υποθέσεις, τας οποίας ηναγκάσθημεν να κάμωμεν διά να καθορίσωμεν την θεωρίαν ταύτην της αφαιρούν πάσαν αξίαν εάν θέλωμεν να τας χρησιμοποιήσωμεν διά να αποδείξωμεν ότι μόνη η εργασία, αποκλειομένου του κεφαλαίου, καθορίζει και μετρά την ανταλλακτικήν αξίαν. Πράγματι, μεταξύ των εξωτερικών (extrinseques) περιστάσεων, αι οποίαι εμποδίζουν τον κομιστήν του ύδατος να γίνη υποδηματοποιός και τανάπαλιν, εμφανίζεται κυρίως η διάφορος ποσότης του (απλού) κεφαλαίου του αναγκαιούντος διά τας βιομηχανίας ταύτας.
Η εξέτασις της απόψεως της χρησιμευούσης ως βάσις εις ολόκληρον την θεωρίαν του Κ. Μαρξ μας θέτει όθεν μεταξύ δύο σκοπέλων. Ή δεν δυνάμεθα να συμβιβάσωμεν την άποψιν ταύτην με τα πραγματικά γεγονότα, ή είμεθα υποχρεωμένοι να προστρέξωμεν εις υποθέσεις τοιαύτας, ώστε να μη καταλήγωμεν εις τίποτε άλλο ειμή εις την επανάληψίν των, όταν εκθέτωμεν την άποψιν ταύτην.
Πράγματι είναι φανερό ν, ότι εάν ορίσωμεν το κόστος της παραγωγής — ίσον προς την ανταλλακτικήν αξίαν — κατά τρόπον αποκλείοντα την εξέτασιν της σχέσεως προς το (απλούν) κεφάλαιον, ουδεμίαν αισθανόμεθα ακολούθως δυσκολίαν όπως αποδείξωμεν ότι το κόστος της παραγωγής και το προς αυτό ίσον, η ανταλλακτική αξία ουδαμώς εξαρτώνται εκ της χρήσεως του κεφαλαίου.
Ο Κ. Μαρξ δεν δύναται να κατηγορηθή διά τον κυκλικόν του τούτον συλλογισμόν· και δεν τον απέφυγε ειμή διότι επεφυλάχθη να δώση επακριβώς τον ορισμόν της ανταλλακτικής αξίας χρησιμοποιήσας αορίστους εκφράσεις ως παρ. χάριν «αι κανονικαί συνθήκαι της παραγωγής», και άλλας παρομοίας.
Ωφέλιμον είναι να εξετάσωμεν εκ του πλησίον πώς εσχηματίσθη το σόφισμα τούτο, όπερ ήγαγε εις το σφάλμα τον Κ. Μαρξ.
Εις το βάθος πλείστων συζητήσεων επί ζητημάτων πολιτικής οικονομίας ευρίσκονται πάντοτε υπό μορφήν ολίγον διάφορον παρόμοια σοφίσματα. Διά ν' ανακαλύψωμεν το σφάλμα πρέπει ν' αντικαταστήσωμεν τας λέξεις διά των πραγμάτων, τα οποία συνήθως αντιπροσωπεύουν αύται, διότι συνηθέστατα ένεκα του διφορουμένου των ορισμών η petitio principii υπεισδύει εις τον συλλογισμόν.
Ο Κ. Μαρξ θέλει να αποδείξη ότι, το μέρος της ανταλλακτικής αξίας, το οποίον λαμβάνει ο κεφαλαιούχος αφαιρείται εκ της εργασίας. Εάν η ανταλλακτική αξία του προϊόντος ήτο μεγαλειτέρα του ποσού της εργασίας (υπολογιζομένου τούτου με κατάλληλον μονάδα) της περιεχομένης εις το εμπόρευμα δυνάμεθα να είπωμεν ότι ο κεφαλαιούχος λαμβάνει το πλεόνασμα τούτου· αλλ' εάν η ανταλλακτική αξία του προϊόντος είναι ακριβώς ίση προς το ποσόν της περιεχομένης εις το εμπόρευμα εργασίας, είνε φανερόν ότι ο κεφαλαιούχος αφαιρεί μερίδα της εργασίας ταύτης.
Εις την περιεχομένην εις το εμπόρευμα εργασίαν συμπεριλαμβάνεται εξ άλλου η αναγκαία εργασία διά την επιδιόρθωσιν των κτιρίων, των μηχανών κ.τ.λ. ως και γενικώς εκείνη διά την διατήρησιν του κεφαλαίου. Εις την χρήσιν μόνον του κεφαλαίου τούτου, ανεξαρτήτως της φθοράς του ο Κ. Μαρξ αρνείται ότι δύναται να παράγη ανταλλακτικήν αξίαν.
Το πρόβλημα όθεν έχει ως εξής: το (απλούν) κεφάλαιον δύναται ανεξαρτήτως της φθοράς του να παράγη ανταλλακτικήν αξίαν; ή με άλλας λέξεις: Η χρήσις του κεφαλαίου τούτου αποτελεί ναι ή όχι μέρος του κόστους της παραγωγής;
Κάθε οικονομικόν πρόβλημα εξαρτάται από ψυχολογικόν τι πρόβλημα, διότι κατά βάθος πρόκειται, ν' ανακαλύψωμεν τους κανόνας κατά τους οποίους ενεργούν οι άνθρωποι. Τα αίτια δε των ανθρωπίνων πράξεων είναι γενικώς πολυάριθμα και ως εκ τούτου πάσα θεωρία παραδεχομένη μόνον έν, και αποκλείουσα κάθε άλλο είναι ατελής. Είναι λοιπόν επάναγκες πάντοτε να βεβαιώμεθα, εάν αι αιτίαι τας οποίας παρημελήσαμεν δεν έχουν σημαντικήν επιρροήν επί των φαινομένων τα οποία μελετώμεν. Ιδού όμως πώς υποπίπτωμεν συνήθως εις λάθος.
Εάν Α, Β, Γ . . . . . είναι αιτίαι παράγουσαι φαινόμενον τι, δεν είναι δύσκολον να εύρωμεν περιπτώσεις κατά τας οποίας ενώ η Α. αιτία παραμένει σταθερά, το φαινόμενον ποικίλλει, γεγονός αποκλείον την Α. αιτίαν από του να είναι η μόνη αιτία της παραγωγής του φαινομένου. Εις τούτο απαντώμεν είτε απορρίπτοντες τας αιτίας Β. Γ . . . . . εις τας λεγομένας «κανονικάς» συνθήκας των φαινομένων, ή αποδεχόμενοι τας αιτίας ταύτας ως χαρακτηριστικάς περιστάσεις της Α. αιτίας. Είτα αποκλείσαντες a priori τας Β και Γ . . . . . δεν δυσκολευόμεθα ν' αποδείξωμεν ότι η Α. αιτία είναι η μόνη αιτία του φαινομένου.
Δεν ευρίσκεται μόνον η χρήσις του απλού κεφαλαίου εις σχέσιν με την αξίαν, αλλ' επίσης πάσαι αι περιπτώσει εν αις αύτη παράγεται. Ο Κ. Μαρξ αναγνωρίζει τούτο, αλλ' απαλλάσσεται της δυσκολίας ταύτης με τας «κανονικάς» συνθήκας της παραγωγής. «Ο κοινωνικώς αναγκαίος χρόνος εις την παραγωγήν των εμπορευμάτων είναι εκείνος, τον οποίον απαιτεί πάσα εργασία εκτελουμένη με τον μέσον βαθμόν της δεξιότητος και εντατικότητος και υπό συνθήκας, αίτινες εν σχέσει προς το δοθέν κοινωνικόν περιβάλλον είναι κανονικαί».
Αι κανονικαί όμως αύται συνθήκαι εξαρτώνται εκ της ποσότητος του κεφαλαίου του υπάρχοντος εις την χώραν και της διανομής της ποσότητος αυτής κεφαλαίου μεταξύ των διαφόρων βιομηχανιών.
«Εάν εις δεδομένον κοινωνικόν περιβάλλον, κλωστική μηχανή είναι το κανονικόν όργανον της νηματουργίας, δεν πρέπει να θέσωμεν εις τας χείρας του νηματουργού ένα κλώστην». Βεβαίως, αλλά διά να χρησιμοποιήσωμεν μίαν κλωστικήν μηχανήν πρέπει να την έχωμεν.
Η ραπτομηχανή είναι προφανώς εις την κοινωνίαν μας το «κανονικόν» όργανον της ραπτικής· πόσαι όμως οικοδέσποιναι στερούνται μηχανών! Ποίος είναι ο κανονικός αριθμός των εν τη κοινωνία μας ραπτικών μηχανών; Είναι αδύνατον ν' απαντήσωμεν εις την ερώτησιν ταύτην χωρίς να υπεισέλθη κατά το μάλλον ή ήττον κεκαλυμμένως η έννοια του (απλού) κεφαλαίου.
Εάν η εξήγησις του σοφίσματος, την οποίαν εδώσαμεν είναι αληθής, δυνάμεθα χρησιμοποιούντες τας ιδίας λέξεις να θεωρήσωμεν μίαν οιανδήποτε των αιτιών Β, Γ . . . . ως κυρίαν απορρίπτοντες τας άλλας μετά της Α αιτίας εις τας κανονικάς συνθήκας του φαινομένου.
Τούτο θα επιχειρήσωμεν να επαληθεύσωμεν επί του παραδείγματος της θεωρίας του Κ. Μαρξ. Είναι εύκολον να ίδωμεν ότι δυνάμεθα αλλάσσοντες λέξεις τινάς της θεωρίας ταύτης, ν' αποδείξωμεν ότι η ανταλλακτική αξία (18) εξαρτάται αποκλειστικώς εκ του (απλού κεφαλαίου).
Διά τούτο θα παρατηρήσωμεν κατ' αρχάς ότι τα εμπορεύματα έχουν ανάγκην διά την παραγωγήν των διαφόρων ποσοτήτων κεφαλαίου, χρησιμοποιουμένου κατά διάφορον χρονικά διαστήματα. Διά να πίωμεν ύδωρ, αρκεί να μεταβώμεν εις τον ρύακα. Διά να πίωμεν οίνον, πρέπει να σκάψωμεν το έδαφος, να φυτεύσωμεν την άμπελον, να εφοδιασθώμεν με πιεστήριον, βαρέλια, υπόγειον κ.λ.π. Διά να συλλέξωμεν κορόμηλα, αρκεί να μεταβώμεν εις το δένδρον διά να έχωμεν όμως δαμάσκηνα (reines claudte), δέον να εφοδιασθώμεν με αρπάγην.
«Της αξίας χρήσεως των εμπορευμάτων τεθείσης κατά μέρος δεν απομένει πλέον εις αυτά ή μία ιδιότης, ότι ταύτα είναι προϊόντα του ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ (19).
«Η ποσότης της αξίας ενός εμπορεύματος θα παρέμενε προφανώς σταθερά εάν ο αναγκαίος εις την παραγωγήν του χρόνος ήτο σταθερός. Αλλ' ο τελευταίος ούτος ποικίλλει εις κάθε τροποποίησιν της παραγωγικής δυνάμεως του ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ, το οποίον και τούτο εξαρτάται εκ διαφόρων περιπτώσεων, μεταξύ άλλων της μέσης ικανότητος των εργατών . . . . . . των κανονικών συνδυασμών της παραγωγής, κ.λ.π.».
Τούτου τεθέντος, δυνάμεθα να εξακολουθήσωμεν και να αποδείξωμεν ότι η εργασία σφετερίζεται μέρος της υπεραξίας της δημιουργηθείσης υπό του κεφαλαίου.
Μία ράπτρια ενοικιάζει ραπτικήν μηχανήν αντί 30 λεπτών την ημέραν. Η εργασία 3 ωρών της μηχανής ταύτης παράγει: 1ο τα 30 λεπτά του ενοικίου της μηχανής· 2ο το ποσόν των 70 λεπτών, του οποίου έχει απαραιτήτως ανάγκην η εργάτρια διά να ζήση.
Αλλά «Η ΕΡΓΑΤΡΙΑ» επλήρωσε την ημερησίαν αξίαν της εργασίας της ΜΗΧΑΝΗΣ· η χρήσις της λοιπόν κατά την ημέραν, και η εργασία μιας ολοκλήρου ημέρας της ανήκει. Τώρα, ότι η συντήρησις της ΜΗΧΑΝΗΣ ταύτης, δεν κοστίζει ειμή ΤΡΕΙΣ ΩΡΑΣ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΜΗΧΑΝΗΣ, αν και η μηχανή ηδύνατο να εργασθή ολόκληρον την ημέραν . . . . . τούτο είναι ιδιαιτέρας ευτυχής σύμπτωσις διά την ΕΡΓΑΤΡΙΑΝ ΑΥΤΗ προείδε την περίπτωσιν και δι' αυτό γελά». Εργάζεται την μηχανήν επί 6 ώρας και οικειοποιείται την αξίαν την δημιουργηθείσαν υπό της μηχανής κατά την τρίωρον ταύτην εργασίαν.
Δυνάμεθα όθεν να συμπεράνωμεν ότι η υπό του Κ. Μαρξ διδομένη απόδειξις της απόψεως ότι η ανταλλακτική αξία μετράται ακριβώς υπό του ποσού της εργασίας της ενσωματωμένης εις το προϊόν περιέχει επανάληψιν αρχών.
Η οικονομική παραγωγή μετατρέπει πράγματι αγαθά τινα εις άλλα, τα οποία δέον να έχουν αξίαν τινά χρήσεως (μίαν χρησιμότητα) μεγαλυτέραν εκείνης των οικονομικών αγαθών, εκ των οποίων ταύτα προέρχονται, άλλως κανείς δεν ήθελε συνεχίση την ταύτην. Το πλεόνασμα της ούτω παραχθείσης αξίας χρήσεως διανέμονται οι διάφοροι παράγοντες της παραγωγής, δηλαδή οι εργάται και οι ιδιοκτήται των οικονομικών αγαθών, οίτινες συνεργάζονται εις την παραγωγήν. Αυτή η εργασία είναι οικονομικόν αγαθόν, όπως και όλα τα άλλα.
Το προϊόν γεννάται οικονομικώς εκ της ενώσεως της παρελθούσης εργασίας (απλούν κεφάλαιον) και άλλων οικονομικών αγαθών μετά της παρούσης εργασίας, όπως το ύδωρ παράγεται εκ της χημικής ενώσεως του οξυγόνου και υδρογόνου. Δεν είναι δυνατόν ν' αποδώσωμεν το οικονομικόν προϊόν εις την παρούσαν εργασίαν μη συμβαλούσης της παρελθούσης ή τανάπαλιν, όπως δεν είναι δυνατόν ναποδώσωμεν την παραγωγήν του ύδατος εις το οξυγόνον αφαιρούντες το υδρογόνον ή και τανάπαλιν.
Τώρα είναι βέβαιον ότι εάν το κράτος οικειοποιηθή όλα τα κεφάλαια θα δύναται να χορηγή ταύτα προς χρήσιν δωρεάν εις τους εργάτας εξαιρέσει των εξόδων συντηρήσεως. Το αυτό θα συμβή εάν το κράτος υποδουλώσει όλους τους εργάτας, διότι τότε θα δύναται να χορηγήση δωρεάν εις τους κεφαλαιούχους την χρήσιν της εργασίας των εργατών, εξαιρέσει των εξόδων συντηρήσεως. Τούτο όμως δεν είναι το απασχολούν ημάς ζήτημα, διότι ο Κ. Μαρξ καθορίζων τας απόψεις του επί της ανταλλακτικής αξίας και υπεραξίας, έχει βεβαίως υπ' όψει του τα σήμερον υπάρχοντα και όχι τα δυνάμενα να γίνουν υπό διαφόρους συνθήκας της οικονομικής οργανώσεως της κοινωνίας.
Είναι αληθώς αξιοπαρατήρητος η δυσκολία την οποίαν δοκιμάζει όχι μόνον ο Κ. Μαρξ, αλλά και πολλοί άλλοι ακόμη προσπαθούντες να εννοήσουν τον ρόλον του κεφαλαίου εν τη παραγωγή. Μέρος της δυσκολίας ταύτης οφείλεται εις αίτια αισθηματικά, αλλά το κύριον μέρος πηγάζει εκ της ελλείψεως αυστηράς εφαρμογής των χρησιμοποιουμένων όρων.
Εκείνο το οποίον επηύξησε την σύγχυσιν είναι ότι συγγραφείς τινές επεφορτίσθησαν να αποδείξουν ότι το κεφάλαιον έχει δικαίωμα — ή δεν έχει δικαίωμα εις αμοιβήν τινά.
Η πολιτική οικονομία δεν ενδιαφέρεται διά τούτο. Μελετά μόνον τας συνθήκας υπό τας οποίας παράγεται και διανέμεται ο πλούτος και καθορίζει πώς δύναται τις να επιτύχη το μάξιμουμ του ηδονισμού διά το άτομον και το μάξιμουμ του ηδονισμού διά το είδος (20).
Ο συλλογισμός τον οποίον πολλοί αντιτάσσουν εις τας θεωρίας του Κ. Μαρξ λέγοντες: «ο ιδιοκτήτης μιας οικίας δύναται να μη δεχθή εν αυτή ουδένα, έχει το λοιπόν το δικαίωμα, εάν δεχθή ενοικιαστήν, να ζητήση ενοίκιον», περιέχει μίαν επανάληψιν αρχών, διότι αμφισβητείται ακριβώς το δικαίωμα του ιδιοκτήτου να διαθέτη την οικίαν. Το πραγματικόν ζήτημα το οποίον πρέπει να λυθή είναι μόνον εάν, εις την ώθησιν των ανθρώπων προς ανέγερσιν οικιών, το δόλωμα του ενοικίου, το οποίον θα λάβη είναι ή όχι το μέσον το παράγον το μάξιμουμ της ευτυχίας εν τη κοινωνία. Άλλοι συγγραφείς, ομιλούντες επί της ανταλλακτικής αξίας φαίνονται να παραδέχονται ότι αύτη είναι ποσόν ενεργείας — , όπως είναι η ζώσα δύναμις εις την μηχανικήν, μία δύναμις θερμότητος, ηλεκτρισμού κ.λ.π. — , ήτις δύναται μεν να τροποποιηθή ουχί όμως και να δημιουργηθή ή καταστραφή. Φαντάζονται τότε ότι εις το γεγονός ότι η χρήσις του κεφαλαίου δύναται ν' αυξήση την αξίαν, υπάρχει είδος τι δημιουργίας εκ του μηδενός, η οποία όμως δεν είναι δυνατόν να γίνη αποδεκτή. Αλλ' η αξία δεν είναι παρά σχέσις, ούτε δε είναι μυστήριον ότι η χρήσις του κεφαλαίου ή παντός άλλου τρόπου παραγωγής των εμπορευμάτων δύναται ν' αλλάξη την σχέσιν ταύτην.
Μεταξύ των κυριωτέρων χαρακτήρων του κεφαλαίου ευρίσκομεν: ότι τούτο έχει την ιδιότητα της αυξήσεως της παραγωγικότητος της εργασίας (J. B. Say), ότι συνηθέστερον είναι ο καρπός της οικονομίας (Senior), ότι η δράσις του αυξάνεται εν τω χρόνω (Böhm — Bawerk). Έκαστον των χαρακτήρων τούτων εξέλεξαν κατά σειράν ως την αποκλειστικήν αιτίαν Α, η όποια παρουσιάζει το κεφάλαιον ως ένα των παραγόντων της παραγωγής και ημέλησαν τους άλλους χαρακτήρας Β, Γ . . . . . κλπ. των οποίων όμως δεν ηδύναντο να αρνηθώσι την επιρροήν είτε περιλαμβάνοντες αυτούς μεταξύ των δήθεν «κανονικών» συνθηκών, είτε χρησιμοποιούντες αυτούς, ως απλά χαρακτηριστικά του χαρακτήρος τον οποίον εξέλεξαν.
Εις την πραγματικότητα το κεφάλαιον είναι οικονομικόν αγαθόν, όπως όλα τα άλλα. Είναι αληθές ότι ο άνθρωπος διά της χρήσεώς του αποφεύγει ένα κόπον ή με άλλας λέξεις ικανοποιεί ανθρωπίνην ανάγκην. Εξ άλλου όμως τούτο υφίσταται εν περιωρισμένη ποσότητι, τουλάχιστον εις την κοινωνίαν μας. Κέκτηται όθεν ιδιότητες, αίτινες μας εχρησίμευσαν διά τον καθορισμόν των οικονομικών αγαθών, και οφείλομεν κατά συνέπειαν να το αναγνωρίσωμεν ως τοιούτον.
Μία ύλη δύναται να λάβη διαφόρους οικονομικούς χαρακτήρας αναλόγως των χρήσεων, εις ας προσαρμόζεται. Επί παραδείγματι, η όρυζα δύναται να καταναλωθή απ' ευθείας υπό του κατόχου της — αυτός επίσης δύναται να την χρησιμοποιήση διά την διατροφήν ορνιθίων, τα οποία θα φάγη — δύναται αύτη να θρέψη εργάτας, οι οποίοι καλλιεργούν ορυζώνα — δύναται να θρέψη εργάτας, οι οποίοι θα κατασκευάσουν δίτροχον προς μεταφοράν της κατά την προσεχή εσοδείαν κ.λ.π.
Η οικονομική επιστήμη πρέπει να διακρίνη πάντα τα γεγονότα ταύτα. Ολίγον ενδιαφέρουν αι ονομασίαι. Εις την πρώτην περίπτωσιν, δυνάμεθα να είπωμεν, ότι η όρυζα είναι οικονομικόν αγαθόν πρώτης τάξεως, και ότι εις τας άλλας περιπτώσεις είναι οικονομικόν αγαθόν δευτέρας τάξεως, τρίτης τάξεως κ.λ.π. Δυνάμεθα ακόμη να είπωμεν ότι η όρυζα η χρησιμεύουσα διά την διατροφήν των καλλιεργούντων τον ορυζώνα εργατών, και η διά την διατροφήν των εργατών αμαξοποιών, είναι κεφάλαιον.
Ανάλογα των προηγουμένων γεγονότων θα είναι και εκείνα κατά τα οποία, της ορύζης ανταλλασσομένης διά νομίσματος ο κάτοχος τούτου θα έθετε τούτου κατόπιν εις χρήσιν: ή διά να αγοράση την τροφήν του, ή διά να πληρώση την τροφήν των ορνιθίων του ή την των εργατών του ορυζώνος, ή των εργατών αμαξοποιών.
Γενικώς όθεν όταν έν και το αυτό οικονομικόν αγαθόν — ή έν και το αυτό ποσόν χρημάτων — χρησιμοποιείται κατά διαφόρους τρόπους, εκάστη των δύο τούτων χρήσεων αντιπροσωπεύει διάφορον οικονομικήν οντότητα, εκάστη δε τούτων έχει ιδίαν αξίαν χρήσεως, διά την οποίαν προσφέρουν εις την αγοράν διαφόρους τιμάς, μέχρις ότου της μιας χρήσεως εκτεινομένης της άλλης περιοριζομένης, φθάνομεν διά του παιγνίου της προσφοράς και ζητήσεως εις την ισορροπίαν των τιμών.
Αυτός ο Κ. Μαρξ μας δίδει παράδειγμα οικονομικών αγαθών φαινομενικώς ίσων, πραγματικώς όμως βαθέως διαφόρων, όταν παρατηρή ότι η ομαδική εργασία (travail collectif) αριθμού τινος εργατών είναι κατά πολύ παραγωγικωτέρα της εργασίας των ιδίων εργατών μεμονωμένων.
Μεταξύ των όρων, οίτινες διαφοροποιούν την χρήσιν των οικονομικών αγαθών, είναι τις σημαντικώτατος, ο του χρόνου κατά τον οποίον δυνάμεθα ν' απολαύσωμεν είτε απ' ευθείας το οικονομικόν αγαθόν, είτε το προϊόν του. Ο κ. Böhm-Bawerk θαυμασίως ανέπτυξεν όλας τας συνεπείας της υπό του χρόνου διαφοροποιήσεως ταύτης της χρήσεως των οικονομικών αγαθών.
Ο Κ. Μαρξ ονομάζει υπεραξίαν τον τόκον, τον οποίον ο κεφαλαιούχος λαμβάνει εις ενοίκιον του κεφαλαίου του. «Διαιρούντες το κατατεθέν κεφάλαιον διά της ετησίως καταναλισκομένης υπεραξίας, έχομεν τον αριθμόν των ετών, ή των περιόδων της παραγωγής, μετά την παρέλευσιν των οποίων το πρώτον κεφάλαιον κατηναλώθη υπό του κεφαλαιούχου και κατά συνέπειαν εξηφανίσθη».
«Ο κεφαλαιούχος φαντάζεται αναμφιβόλως ότι κατηνάλωσε την υπεραξίαν και διετήρησε την αξίαν του κεφαλαίου, αλλ' η αντίληψις αύτη δεν αλλάζει το γεγονός ότι μετά περίοδον τινά η αξία του κεφαλαίου, το οποίον του ανήκει ισούται με το ποσόν της υπεραξίας, την οποίαν απέκτησε δωρεάν (21) κατά την αυτήν περίοδον, και ότι το ποσόν της καταναλωθείσης υπ' αυτού αξίας ισούται με το κατατεθέν τοιούτον (22).
Εκ του παλαιού κεφαλαίου, το οποίον κατέθεσεν εκ των ιδίων του χρημάτων, δεν υφίσταται πλέον ούτε έν μόριον της αξίας».
Ο συλλογισμός ούτος του Κ. Μαρξ προϋποθέτει, ότι ποσόν τι εξ 100,000 δραχμών επί παραδείγματι, πληρωνόμενον σήμερον είναι το αυτό με δέκα ποσά εκ 10,000 δραχμών πληρωνομένων το πρώτον εντός ενός έτους, το δεύτερον εντός δύο ετών και ούτω καθ' εξής.
Όθεν αι δύο αύται χρήσεις ενός και του αυτού οικονομικού αγαθού δεν είναι όμοιαι και δεν θα είναι όμοιαι εις κοινωνίαν ένθα το κεφάλαιον θα είναι κοινόν, εξαιρέσει πλέον, εάν το κεφάλαιον τούτο υφίστατο εις άπειρον ποσότητα (23). Αλλά εν τοιαύτη περιπτώσει δεν θα επληρώναμεν επίσης τίποτε διά την χρήσιν του κεφαλαίου εν κεφαλαιοκρατική κοινωνία.
Ονομάσωμεν Α την χρήσιν οικονομικού τινος αγαθού διατιθεμένου σήμερον, και Β την χρήσιν του ιδίου αγαθού διατεθιμένου εις το τέλος χρονικού τινος διαστήματος.
Εάν η αξία χρήσεως του Α ήτο δι' όλον τον κόσμον ακριβώς ίση προς την του Β ουδέποτε θα παρετηρείτο ανταλλαγή του Α διά του Β.
Διά να λάβη χώραν η ανταλλαγή αύτη δέον όπως διά τον δανειζόμενον η αξία χρήσεως του Α να είναι μεγαλυτέρα της του Β, και την διαφοράν ταύτην των δύο τούτων αξιών χρήσεως αγοράζει πληρώνων τον τόκον.
Η σύμβασις αύτη δεν διαφέρει καθόλου εκείνης, την οποίαν δύναται να συνάψη παραγωγός σίτου μετά παραγωγού οίνου. Ο πρώτος παραγωγός θα έδιδε: 1ο βάρος σίτου ίσου προς το βάρος του λαμβανομένου οίνου· 2ο έν υπόλοιπον εις χρήμα.
Ποσόν χρημάτων διαθέσιμον σήμερον διαφέρει τόσον ενός ιδίου διαθεσίμου ποσού εντός ετών τινων, όσον ο οίνος διαφέρει του σίτου. Εν τη πρώτη περιπτώσει ο χρόνος (24) είναι εκείνος, ο οποίος επιφέρει την διάκρισιν των δύο οικονομικών αγαθών, εν δε τη δευτέρα σύνολόν τι των φυσικών και χημικών ιδιοτήτων.
Ως προείπομεν ήδη, εξετάζομεν ενταύθα μόνον τα γεγονότα ως ταύτα πραγματικώς εκτυλίσσονται και ουχί ως δυνατόν να εξετυλίσσοντο υπό διάφορον κοινωνικήν οργάνωσιν.
Εννοείται βεβαίως ότι μία κυβέρνησις δύναται να υποχρεώση τον κάτοχον του οικονομικού αγαθού Α να το ανταλλάξη διά του Β χωρίς να ωφεληθή τόκον· ως επίσης ηδύνατο να υποχρεώση τον παραγωγόν του οίνου και ανταλλάξη ίσον βάρος οίνου διά του σίτου χωρίς ούτος να λάβη υπόλοιπον εις χρήμα.
Αντιλέγουν συνήθως ότι αν το κεφάλαιον δεν ελάμβανε κανένα τόκον ουδείς θα εκοπίαζε διά την παραγωγήν και διατήρησιν του κεφαλαίου τούτου, ως επίσης ουδείς θα εκαλλιέργει πλέον την άμπελόν του εάν πρόκειται να υποχρεωθή να ανταλλάξη το προϊόν του με ίσον βάρος άλλου εμπορεύματος κατωτέρας αξίας. Αλλ' ο Κ. Μαρξ απαντά ότι το κράτος δύναται ν' αφαιρή από το προϊόν της εργασίας των πωλητών ό,τι αναγκαίον διά την εξασφάλισιν «της απλής και προοδευτικής αναπαραγωγής του κεφαλαίου άνευ ουδεμιάς επεμβάσεως «του μαύρου ιππότου» του επονομασμένου κεφαλαιούχου.» Δυνάμεθα όμως να είπωμεν επίσης ότι το κράτος θ' αφαιρέση εκ της εργασίας των πολιτών ό,τι αναγκαίον διά την καλλιέργειαν της αμπέλου, της οποίας η απλή και προοδευτική αναπαραγωγή θα εξησφαλίζετο ούτως άνευ της επεμβάσεως του μαύρου τούτου ιππότου του επονομαζομένου αμπελουργού.
Είναι ωφελιμώτερον διά την ευημερίαν της κοινωνίας να γίνηται η αναπαραγωγή του κεφαλαίου — ή η καλλιέργια της αμπέλου — διά μέσου αγγαρειών επιβαλομένων εις τους πολίτας ή ως αύτη γίνεται υπό το καθεστώς του ελευθέρου συναγωνισμού; τούτο είναι ζήτημα εξεταστέον, απολύτως όμως διακριτόν του άλλου του εάν η αξία των εμπορευμάτων δεν εξαρτάται ειμή εκ της «απλής» εργασίας χρησιμοποιουμένης διά την παραγωγήν των.
Αλλά ποία είναι «η απλή» αύτη εργασία, η οποία μετρά την ανταλλακτικήν αξίαν (ή το κόστος, της παραγωγής);
Η εργασία, της οποίας η διάρκεια μετρά την αξίαν είναι κατά τον Κ. Μαρξ» δαπάνη απλής δυνάμεως, την οποίαν πας κοινός άνθρωπος άνευ ειδικής τινος αναπτύξεως κέκτηται εν τω οργανισμώ του.
Ο μέσος όρος της απλής εργασίας είναι αληθές ότι είναι διάφορος κατά χώρας και εποχάς. Είναι όμως καθωρισμένος εν διδομένη κοινωνία. — Θα έπρεπε να προστεθή: με δεδομένον κεφάλαιον. — «Η σύνθετος εργασία είναι η απλή εργασία πολλαπλασιασμένη εις τρόπον ώστε μία δοθείσα ποσότης συνθέτου εργασίας αντιστοιχεί προς μεγαλυτέρα ποσότητα απλής εργασίας».
Τούτο είναι έν των σημείων εκείνων επί των οποίων σοβαρώς προσεβλήθη η θεωρία του Κ. Μαρξ. Διερωτώμεθα πώς δυνάμεθα να καθορίσωμεν τας σχέσεις ταύτας μεταξύ της απλής και συνθέτου εργασίας. Είναι φανερόν ότι έδει να τας εξεύρωμεν ανεξαρτήτως της αξίας των προϊόντων της εργασίας, διότι άλλως, εάν μετρήσωμεν την εργασίαν διά της αξίας δεν θα δυνηθώμεν είτα να μετρήσωμεν την αξίαν διά της εργασίας.
Φοβούμεθα εν τούτοις μήπως ο συγγραφεύς μας παρεσύρθη εις το σόφισμα τούτο, διότι λέγει: «Πανταχού αι αξίαι των πλέον διαφόρων εμπορευμάτων εκφράζονται αδιακρίτως εις χρήμα, δηλαδή εις μάζαν τινά χρυσού ή αργύρου. Ως εκ τούτου τα διάφορα είδη της εργασίας, τα αντιπροσωπευόμενα υπό των αξιών τούτων, ηλλαττώθησαν κατά τας διαφόρους αντιλήψεις εις ωρισμένα ποσά ενός και του αυτού είδους κοινής εργασίας, της εργασίας της παραγούσης τον χρυσόν και τον άργυρον» (25).
Εάν παραδεχθώμεν όθεν ότι τα διάφορα είδη εργασίας τα περιεχόμενα εις διάφορα εμπορεύματα δυνατόν να αναχθώσιν εις «απλήν» εργασίαν αναλόγως των εμπορευμάτων τούτων, ουδεμία πλέον υπάρχει δυσκολία διά να συμπεράνωμεν, ότι αι αξίαι αύται είναι ανάλογοι προς την περιεχομένην εις τα εμπορεύματα «απλήν» εργασίαν.
Χωρίς πλέον να επιμείνωμεν επί της απόψεως ταύτης ας υποθέσωμεν ότι η αναγωγή των διαφόρων ειδών εργασίας εις απλήν εργασίαν δύναται να γίνη ανεξαρτήτως της αξίας, ας υποθέσωμεν ακόμη ότι υφίσταται κοινωνία άνευ οικειοποιημένου κεφαλαίου, εν τη οποία η κυκλοφορία:
χρήμα — εμπόρευμα — χρήμα, απαγορεύεται απολύτως, και ότι αι αρχικαί συνθήκαι της κοινωνίας ταύτης είναι τοιαύται ώστε τα εμπορεύματα ν' ανταλλάσσονται εις αυστηράς ίσας αναλογίας με αναλογίας των διαφόρων ειδών της εργασίας των χρησιμοποιηθεισών διά την παραγωγήν των. Ίδωμεν ποίας συνεπείας δυνάμεθα να έχωμεν εκ των υποθέσεων τούτων, ακολουθούντες τας αρχάς του Κ. Μαρξ.
Προς τούτο δέον κατ' αρχάς να έχωμεν υπ' όψει άλλην τινά άποψιν λίαν σημαντικήν του Κ. Μαρξ. Ούτος αναγνωρίζει «ότι εις αύξουσαν μάζαν υλικού πλούτου δύναται ν' αντιστοιχή σύγχρονος ελάττωσις της αξίας του . . . οιαιδήποτε και αν είναι αι διακυμάνσεις της παραγωγικής του δυνάμεως, η αυτή εργασία, λειτουργούσα εν τω αυτώ χρόνω ορίζεται πάντοτε εν τη αυτή αξία. Παρέχει όμως εις ωρισμένον διάστημα περισσοτέρας αξίας χρήσεως, εάν η παραγωγική του δύναμις αυξάνει· ολιγωτέρας δ' εάν ελαττούται».
Εκ τούτου εξάγεται ότι εν τη κοινωνία, ην έχομεν υπ' όψει, ουδείς παραγωγός θα έχη συμφέρον ν' αυξήση «την παραγωγικήν δύναμιν της εργασίας του», αν και έχη τουναντίον μέγα συμφέρον, όπως η παραγωγική δύναμις της εργασίας των άλλων παραγωγών αυξηθή. Πράγματι ο ράπτης π.χ., δεν έχει κανέν συμφέρον ν' ανακαλύψη νέαν μέθοδον επιτρέπουσαν αυτώ την ελάττωσιν εις το ήμισυ του αναγκαίου χρόνου διά την κατασκευήν ενός ενδύματος. Με την μέθοδον ταύτην, «δύο ενδύματα δεν έχουν περισσοτέραν αξίαν ενός ενδύματος προηγουμένως κατασκευασθέντος.» Εις αντάλλαγμα των δύο τούτων ενδυμάτων ο ράπτης δεν θα λάβη λοιπόν περισσότερα εμπορεύματα από όσα ελάμβανε προηγουμένως δι' ενός· εξ ου ποίον το συμφέρον του διά μίαν αύξησιν της εντατικότητος «της κοινωνικής αναγκαίας εργασίας» διά την κατασκευήν ενδυμάτων; περί τούτου ο αγοραστής μόνον δύναται να ενδιαφερθή: διότι της εντατικότητος ταύτης αυξανομένης, θα έχη δύο ενδυμασίας αντί μιας εις αντάλλαγμα του αυτού ποσού προϊόντων.
Διατί ένας εργοστασιάρχης θα εχρησιμοποίει μηχανήν μη αποτελούσαν μέρος ακόμη «των κοινωνικών συνθηκών της παραγωγής», αφού η μηχανή αύτη «αναφέρει ποτέ περισσοτέραν αξίαν από όσην χάνει κατά μέσον όρον εκ της φθοράς της;»
Οι καταναλωταί είναι οι μόνοι ενδιαφερόμενοι όπως αι μηχαναί επί μάλλον και μάλλον τελειοποιούμεναι αποτελέσουν μέρος «των κοινωνικών συνθηκών» της παραγωγής του εργοστασιάρχου.
Διά να αποφύγωμεν την δυσκολίαν ταύτην δυνάμεθα ίσως ν' αφαιρέσωμεν την λέξιν ποτέ από την προαναφερθείσαν πρότασιν του Κ. Μαρξ και να παραδεχθώμεν ταύτην από της εννοίας ότι αι τιμαί φθάνουν σταθερόν επίπεδον ισορροπίας, τότε μόνον η μηχανή δεν αποφέρει περισσοτέραν αξίαν από όσην κατά μέσον όρον χάνει εκ της φθοράς της. Αλλά των τιμών μη φθανουσών το μόνιμον τούτο επίπεδον αμέσως μετά την εισαγωγήν μιας νέας μηχανής, θα διέλθη μικρόν τι χρονικόν διάστημα, καθ' ό η μεταβιβασθείσα αξία θα είναι μεγαλειτέρα της φθοράς της μηχανής, δηλαδή χρονικόν διάστημα, κατά το οποίον το απλούν κεφάλαιον, το οποίον αντιπροσώπευε θα παρήγεν αξίαν τινά, και τότε το πλεόνασμα τούτο της αξίας θα εχρησίμευεν ως αμοιβή διά τον εργοστασιάρχην, ίνα ούτος αποφασίση την χρησιμοποίησιν της μηχανής.
Δυστυχώς απαλλασσόμεθα ούτω μιας δυσκολίας διά να υποπέσωμεν εις άλλην, διότι ανοίγομεν ούτω την θύραν εις τας αντιλήψεις περί υπεραξιών, τας οποίας απεμακρύναμεν, διά να δυνηθώμεν να παραδεχθώμεν την θεωρίαν του Κ. Μαρξ. Εάν το κεφάλαιον δύναται να παραγάγη ανταλλακτικήν αξίαν, εφ' όσον αι τιμαί δεν έφθασαν το σταθερόν σημείον της ισορροπίας δύναται πάντοτε να παραγάγη τοιαύτας, διότι η σταθερά αύτη ισορροπία των τιμών είναι μία καθαρά αφηρημένη έννοια (abstraction), ήτις δεν υφίσταται εις την φύσιν (26).
Αι τιμαί αύται, «όπως εκφράζεται επιγραμματικώς ο Coleridge, ζητούν συνεχώς το επίπεδόν των, έκφρασις ομοιάζουσα κατά πολύ με ειρωνικόν ορισμόν θυέλλης (27), πρέπει λοιπόν να υποθέσωμεν ή ότι τα φαινόμενα της υπεραξίας δεν υφίστανται ή είναι μηδαμινής σημασίας εάν θελήσωμεν να προβώμεν εις κρίσεις υποθέτοντες επαληθεύσασαν την θεωρίαν, ότι η ανταλλακτική αξία ενός εμπορεύματος είναι ανάλογος με την ποσότητα της κοινωνικώς αναγκαίας διά την παραγωγήν του εμπορεύματος τούτου εργασίας. Εξ ού υποχρεούμεθα να παραδεχθώμεν ότι ο εργοστασιάρχης (όχι ο κεφαλαιούχος) δεν θα έχη συμφέρον εις την εισαγωγήν εν τη βιομηχανία του μεθόδου τινός, επιτρεπούσης την ελάττωσιν του αναγκαίου τούτου χρόνου διά την κατασκευήν. Τότε οι καταναλωταί θα είναι εκείνοι, οίτινες θα απευθυνθούν προς τα νομοθετικά σώματα διά να εύρουν δίκαιον εναντίον της ρουτίνας των εργοστασιαρχών, και διά να επιτύχουν (το απλούν) κεφάλαιον το αναγκαίον εις τας βιομηχανίας.
Πρέπει να υποθέσωμεν — χωρίς να δυνηθώμεν να εξηγήσωμεν το θαυμάσιον τούτο φαινόμενον — ότι αι πλειοψηφίαι των βουλών τούτων θα είναι σωφρονέστεραι, αρμοδιώτεραι και κυρίως αμεροληπτότεραι από εκείνας, που έχομεν υπ' όψει.
Αι νομοθετικαί αύται βουλαί της νέας κοινωνίας θα έχουν ν' αποφασίσουν επί παραδείγματι, ποίαν ακριβώς ημέραν το ήδη εν χρήσει σύστημα βυρσοδεψίας δεν θα πρέπη πλέον ν' αποτελή μέρος των «κανονικών συνθηκών της παραγωγής», και ποίαν ακριβώς ημέραν θα πρέπη να αντικατασταθή δι' ηλεκτρικής βυρσοδεψίας. Πρέπει επίσης όπως μη μείνη η απόφασις αύτη εις την απλήν κατάστασιν της θεωρητικής βεβαιώσεως, να ευρεθή το (απλούν) κεφάλαιον το αναγκαίον διά το νέον τούτο σύστημα.
Ακόμη μικρότερον θ' απασχολήσουν αν όχι τας βουλάς τουλάχιστον τους υπαλλήλους των. Π. χ., είς τινα ύψη τα δαμάσκηνα τα καλλιεργούμενα εις δικτυωτόν είναι καλύτερα των καλλιεργουμένων εις ανοικτόν αέρα. Αλλ' εάν ο τοίχος επί του οποίου θα στηριχθή το δικτυωτόν δεν θα «αποφέρη εις τα δαμάσκηνα περισσοτέραν αξίαν όσης κατά μέσον όρον χάνει εκ της φθοράς του» ποίον όφελος θα είχεν ο κηπουρός διά να το κατασκευάση; Ο τοίχος αυτός είναι χρήσιμος μόνον εις τους ανθρώπους, οι όποιοι θα φάγουν τα δαμάσκηνα.
Θα είναι πράγματι περίεργος κοινωνική κατάστασις εκείνη, εν τη οποία έκαστος αντί να επιβλέπη το ίδιόν του έργον, θα επιβλέπη το έργον του γείτονός του! Ό,τι γνωρίζομεν εκ της ανθρωπίνης φύσεως μας λέγει ότι η κατάστασις αύτη δεν θα είναι λίαν ευνοϊκή εις την πρόοδον της βιομηχανίας και εντός ολίγου θα αναγνωρισθή η ανάγκη να ψηφισθή νόμος, ο οποίος να καθορίζη την δραστηριότητα των παραγωγών. Και δυνάμει του νόμου τούτου, εάν π.χ. η έντιμος ένωσις των ραπτών ανακαλύψη και εφαρμόση μέθοδον ελαττούσαν «τον κοινωνικώς αναγκαίον χρόνον» διά την κατασκευήν μιας ενδυμασίας θα ημείβετο παρά της κυβερνήσεως. Αλλά τότε η ανταλλακτική αξία των προϊόντων δεν θα είναι πλέον ανάλογος ακριβώς προς την ποσότητα της εργασίας, την οποίαν ταύτα περιέχουν, διότι ο αγοραστής θα οφείλει, επί πλέον της ποσότητος της εργασίας της περιεχομένης εις την ενδυμασίαν να πληρώση την μερίδα του επί της αμοιβής της ληφθείσης υπό των ραπτών. Ίνα μη τούτο λάβη χώραν θα έπρεπε κάθε παραγωγός ν' ανακαλύψη και να εφαρμόση συγχρόνως μίαν μέθοδον διά ν' αυξήση είς τινας καθιδρυομένας αναλογίας την αποδοτικότητα της εργασίας του. Τότε αι αμοιβαί, τας οποίας θα πληρώση ως συμβαλών, θα ηδύναντο να ανταμειφθούν δι' εκείνων, τας οποίας θα ελάμβανεν ως παραγωγός.
Τούτο όμως δεν αρκεί. Είναι φόβος μήπως το (οικειοποιημένον) κεφάλαιον επεμβαίνον μεταμορφωμένον, μολύνει την κοινωνίαν ταύτην.
Ας υποθέσωμεν την κοινωνίαν ταύτην εν Αυστραλία, αποτελουμένην εξ ενός γεωργού και ενός χρυσοθήρου. Πλην τούτων υπάρχει και κυβέρνησις· αύτη θα καθορίση την μερίδα, την οποίαν θα αφαιρή εκ του προϊόντος της εργασίας των πωλητών διά την συντήρησιν και αύξησιν του (απλού) κεφαλαίου της κοινότητος και θ' ασχολήται είτα εις την διανομήν του κεφαλαίου τούτου μεταξύ των διαφόρων χρήσεων, τας οποίας δύναται να κάμη.
Δεν θα εξετάσωμεν εάν η κυβέρνησις θα δυνηθή να εκτελέση την διανομήν ταύτην καλύτερον από τους κεφαλαιούχους, οι οποίοι θα επαγρυπνούν με την ελπίδα πλουτίσεως και με τον φόβον της απωλείας των κεφαλαίων των. Πολύ πιθανόν θα παρουσιάζοντο δυσαρέσκειαι, εάν η καλή διανομή της κυβερνήσεως θα επέφερεν ελάττωσιν της παραγωγής. Η μικροτέρα μερίς των 100 φράγκων κακώς διανεμηθέντων δύναται έστω να είναι μεγαλειτέρα της μερίδος των 10 φράγκων καλώς διανεμηθείσης.
Αφήνομεν πάντα ταύτα. Τουλάχιστον όμως πρέπει να έχωμεν υπ' όψει ότι το (απλούν) κεφάλαιον το υφιστάμενον εις την κοινότητα αυτήν δεν είναι άπειρον.
Εάν δ' ήτο εις άπειρον ποσότητα, ολίγον θα ενδιέφερε εάν το κεφάλαιον τούτο ήτο ή όχι οικειοποιημένον διότι, και εις αυτήν ακόμη την κεφαλαιοκρατικήν κοινωνίαν, τίποτε δεν θα επληρώνετο διά την ενοικίασίν του· έκαστος πολίτης δεν είναι λοιπόν δυνατόν να επιτύχη παρά της κυβερνήσεως όσον κεφάλαιον θέλει διά την βιομηχανίαν του. Εξ άλλου, η κυβέρνησις δεν θα θελήση να εμποδίση τους πολίτας από μίαν οικονομίαν προς όφελος μερίδος τινός των προϊόντων, που θα κατηνάλισκον. Ας υποθέσωμεν, ότι ο υφαντουργός εξοικονόμησε κάτι. Παρετήρησε ότι οι λαγωοί καταβροχθίζουν την εσοδείαν του γεωργού. Είναι αύτη μία περίπτωσις, η οποία, όπως η δυσμενής εσοδεία περί ης ομιλεί ο Κ. Μαρξ, κάμνει ώστε «η αυτή ποσότης της εργασίας (του γεωργού) να αντιπροσωπεύηται υπό τεσσάρων μεδίμνων (σίτου) αντί ν' αντιπροσωπεύεται υπό οκτώ».
Αι καταστροφαί αι επενεχθείσαι υπό των λαγωών ηδύναντο ν' αποφευχθούν, εάν περιεκλείετο ο αγρός υπό τοίχου, τον οποίον ο υφαντουργός, χάρις εις τας οικονομίας του δύναται να κατασκευάση.
Δεν θα απευθυνθή βεβαίως ο υφαντουργός προς τον γεωργόν. Ο τελευταίος ούτος δεν έχει τίποτε να κερδίση, να παραγάγη, διά την ανταλλαγήν οκτώ μεδίμνων, οι οποίοι θα είχον την αυτήν αξίαν των τεσσάρων, τους οποίους πρότερον παρήγαγε· ο υφαντουργός θα μεταβή προς αναζήτησιν του χρυσοθήρα και ιδού ο διάλογος, ο οποίος θα ελάμβανε μεταξύ των χώραν.
Υφαντουργός. Δεν θέλω πλέον να είμαι υφαντουργός. Αναχωρώ παραλαμβάνων το όπλον μου, και θα καιροφυλακτώ ημέραν και νύκτα πέριξ του αγρού διά να φονεύσω όλους τους λαγωούς, οι οποίοι καταβροχθίζουν τον σίτον.
Σήμερον ανταλλάσσετε 10 γραμμάρια χρυσού αντί 100 χιλιογράμμων σίτου. Η ποσότης της εργασίας σας, ήτις έχει «αποκρυσταλλωθή» εις τα 10 ταύτα γραμμάρια χρυσού είναι ακριβώς ίση, λαμβανομένης υπ' όψιν της ποιότητος, προς την ποσότητα της εργασίας του γεωργού της περιεχομένης εντός 100 χιλιογράμμων σίτου.
Όταν θα φονεύσω τους λαγωούς, δεν θα υπάρχη πλέον εις τα 100 χιλιόγραμμα του σίτου ειμή το ήμισυ της ποσότητος της υπαρχούσης νυν εργασίας του γεωργού, επί πλέον όμως θα υπάρχη εργασία. Η ποσότης της πραγματικής, θα είναι μεγαλειτέρα του ημίσεος, το οποίον θα λείψη από την εργασίαν του γεωργού, αλλά θα υπολογίσω καλώς και φαντάζομαι ότι θα υπάρξη ακριβές αντιστάθμισμα. Θα λάβητε λοιπόν διά τα 10 σας γραμμάρια χρυσού την αυτήν ποσότητα σίτου εις ην θα περιέχηται η αυτή ποσότης της αποκρυσταλλωθείσης εργασίας. Θα διαιρέσωμεν τα 10 γραμμάριά σας του χρυσού μεταξύ του γεωργού και εμού και θα έχομεν έκαστος ανά πέντε. Έχετε καμμίαν αντίρρησιν;
Χρυσοθήρας. Ολίγον ενδιαφέρομαι διά τον τρόπον, με τον οποίον διανέμονται τον χρυσόν, τον οποίον δίδω εις αντάλλαγμα του σίτου.
Υφαντουργός. Ε! λοιπόν! θα σας ομολογήσω, ότι ουδέποτε εσκέφθην να φυλάξω πέριξ του αγρού του γεωργού, έχω ένα μυστικόν προς καταστροφήν των λαγωών και θα σας κάμνη να επωφεληθήτε του πλεονεκτήματος, το οποίον παρουσιάζει. Με τα 10 γραμ. χρυσού δεν θα έχετε 100 χιλιόγραμμα σίτου αλλά 150. Μόνον θα πρέπη να διανείμητε ως εξής τα 10 γραμ. χρυσού: Θα δώσητε τα 7 1/2 εις τον γεωργόν, διότι εις τα 150 χιλιόγραμμα θα υφίσταται ποσόν τι εκ της αποκρυσταλλωθείσης εργασίας, ακριβώς ίσον με το ποσόν της εργασίας σας, το οποίον ευρίσκεται εις τα 7 1/2 γραμ. χρυσού. Τα άλλα 2 1/2 θα δώσητε εις εμέ.
Χρυσοθήρας. Αυτό με διαφέρει μεγάλως και σας παρακαλώ πολύ να με μυήσητε εις το μυστικόν σας διά να το χρησιμοποιήσω.
Υφαντουργός. Μίαν στιγμήν. Δεν θέλω να σας εξαπατήσω. Έχετε υπ' όψει σας ότι διά τα 2 1/2 γραμ. χρυσού, τον οποίον θα μοι δώσητε, δεν θα έχετε εις αντάλλαγμα ειμή πολύ μικράν ποσότητα αποκρυσταλλωθείσης εργασίας. Ούτω διά τα 10 γραμμάρια χρυσού θα έχετε 150 χιλιόγραμμα σίτου και αποκρυσταλλωθείσαν εργασίαν μόνον διά 7 1/2 γραμμάρια.
Χρυσοθήρας. Και τι μ' ενδιαφέρει αυτό! Μήπως τρώγω αποκρυσταλλωμένην εργασίαν; Γνωρίζω καλώς την γεύσιν του άρτου, ουδεμίαν όμως έχω ιδέαν περί της αποκρυσταλλωμένης εργασίας.
Υφαντουργός. Δεν σας είπα ακόμη όλα. Δεν θα σας αποκρύψω ακόμη ότι δεν έχω μυστικόν κανένα. Σκέπτομαι απλώς να περιτοιχίσω τον τοίχον του γεωργού. Εάν θέλετε δύνασθε μόνος σας να το κάμετε.
Χρυσοθήρας. Αλήθεια! Και πότε θα εύρω ευκαιρίαν; Γνωρίζετε καλώς ότι υποχρεούμαι να εργάζωμαι ένδεκα ώρας την ημέραν διά να κερδίσω τα προς το ζην. Πώς θα δυνηθώ να προσθέσω εις τας τόσας ημέρας εργασίας τον αναγκαίον αριθμόν των ωρών διά την κατασκευήν του τοίχου; Δεν είναι αληθές το λεγόμενον ότι η εργασία μετράται υπό του χρόνου της διαρκείας της. Μία ώρα εργασίας προστιθεμένη εις μίαν ημέραν εργασίας τριών ωρών δεν είνε ουδόλως τόσον κοπιώδης όσον η αυτή ώρα προστιθεμένη εις την ημέραν των ένδεκα ωρών (28).
Και ούτω ας μείνωμεν σας παρακαλώ εις την πρώτην πρότασιν μου.
Ιδού λοιπόν ο υφαντουργός μας γενόμενος κεφαλαιούχος χωρίς να φαίνεται. Είναι αληθές ότι δεν χρησιμοποιεί την κυκλοφορίαν χρήμα — εμπόρευμα — χρήμα.
Είναι αληθές ότι δεν οικειοποιείται ουδεμίαν υπεραξίαν παραχθείσαν διά μιας υπερεργασίας του γεωργού, αλλά δεν εδίστασε να πωλήση την χρησιμοποίησιν του κεφαλαίου του διά μίαν ετησίαν πρόσοδον.
Είναι, θα είπη τις, περιπτώσεις φανταστικαί, Ροβινσονιάδες, όπως τας ονομάζει ο Κ. Μαρξ. Το πιστεύετε; Τι λοιπόν! Τουναντίον ταύτα είναι γεγονότα πραγματικά, τα οποία σήμερον παρατηρούνται και τα οποία θα καταστώσι συν τω χρόνω σημαντικώτερα, εφ' όσον η κοινωνία μας θα καθίσταται επί μάλλον και μάλλον σοσιαλιστική.
Τι κάμνουν σήμερον οι κύριοι πολιτικολόγοι, όταν θέλουν να αφιερωθούν εις σοσιαλιστικόν τινα ή άλλο πείραμα; Δανείζονται από την κυβέρνησιν. Διά του μέσου των ταμιευτηρίων, συλλέγουν τους οβολούς των εργατών διά της εκδόσεως μετοχών και αξιών ηγγυημένων υπό του κράτους, σύρουν προς εαυτούς τα μεγάλα κεφάλαια.
Διά να ομιλήσωμεν ειλικρινώς ο ούτω συσσωρευμένος πλούτος καταστρέφεται κατά μέγα μέρος υπ' αυτών, ας παραδεχθώμεν όμως ότι τον χρησιμοποιούν φρονίμως· η ετησία πρόσοδος την οποίαν εν τοιαύτη περιπτώσει πληρώνει το κράτος δεν είναι της αυτής φύσεως με εκείνην, την οποίαν ο υφαντουργός θα ελάμβανε παρά του χρυσοθήρα;
Το λαϊκοσοσιαλιστικόν κράτος θα έχη ανάγκην να δανεισθή τόσον και περισσότερον από το αστικοσοσιαλιστικόν κράτος, εις το οποίον έχομεν την ευτυχίαν να ζώμεν σήμερον. Εάν δεν θέλη να πληρώση τίποτε διά την χρήσιν των ζητουμένων παρ' αυτού οικονομικών αγαθών, οι υπήκοοι του δεν θα σπεύσουν να του τα χορηγήσουν. Εάν πληρώση τι, ο κεφαλαιούχος γεννάται εκ νέου και εμφανίζεται πάλιν εν τη νέα κοινωνία. Θα είναι μάλιστα πολύ καλύτερα εκεί από την κοινωνίαν, εις την οποίαν μόνον ο ελεύθερος συναγωνισμός θα καθώριζε την διαμονήν του πλούτου, διότι συνεννοούμενος μετά των κυρίων πολιτικών — ανθρώπους, των οποίων η αρετή δεν είναι γενικώς μεγάλη — θα δυνηθή διά μιας τεχνητής αιτήσεως κεφαλαίων να υψώση το επιτόκιον και αφ' ετέρου δεν θα διατρέξη ουδένα κίνδυνον, εις όσους υπόκεινται οι κεφαλαιούχοι υποχρεωμένοι να διακινδυνεύουν τα κεφάλαιά των εις επιχειρήσεις κατά το μάλλον ή ήττον τυχοδιωκτικάς, εις τας οποίας δύνανται να χάσουν τόκον και κεφάλαιον (29).
Είναι πολύ δύσκολον να καταστραφή η ιδιοκτησία των οικονομικών αγαθών τα οποία ονομάζομεν κεφάλαια, εάν δεν καταστρέψωμεν συγχρόνως και τα άλλα οικονομικά αγαθά. Τούτο καλώς ηνόησαν σοσιαλιστικαί τινες τάσεις.
Ο Πέτρος Κροπότκιν έχει δίκαιον λέγων «ότι εις την κοινωνίαν μας υπάρχουν σχέσεις καθωρισμέναι, τας οποίας είναι υλικώς αδύνατον να τροποποιήσωμεν, εάν τας θίξωμεν μερικώς μόνον». (Η κατάκτησις του ψωμιού σελ. 57). Και είναι πολύ λογικός αρνούμενος να παραδεχθή την τιθεμένην υπό των σοσιαλιστών διάκρισιν, οι οποίοι λέγουν: «ζητούμεν την απαλλοτρίωσιν του εδάφους, του υπεδάφους, των εργοστασίων. Πάντα ταύτα είναι μέσα παραγωγής και θα ήτο δίκαιον να μετεβάλλοντο εις κοινήν ιδιοκτησίαν. Εκτός όμως τούτων υπάρχουν και τα αντικείμενα της καταναλώσεως: η τροφή, το ένδυμα, η κατοικία, τα οποία πρέπει να μείνουν ατομική ιδιοκτησία».
Λογικώς υπάρχει μία βασική διαφορά μεταξύ των θεωριών, αι οποίαι επιζητούν την καταστροφήν ενός μόνον είδους ιδιοκτησίας — της του κεφαλαίου — και των θεωριών, των επιζητουσών την καταστροφήν πάσης φύσεως ιδιοκτησίας μηδ' αυτής της μπουκιάς του άρθρου εξαιρουμένης.
Αι πρώται ευρίσκουν αναρίθμητα εμπόδια εκ της αυθαιρέτου διακρίσεως, την οποίαν θέλουν να θέσουν μεταξύ των ιδιοκτησιών των οποίων την εξαφάνισιν επιζητούν, και εκείνων των οποίων θέλουν την διατήρησιν. Αι δεύτεραι αποφεύγουν τας δυσκολίας ταύτας υπερπηδώσαι δυσκολίας ακόμη μεγαλυτέρας, αίτινες είναι η συνέπεια της υποθέσεως ότι δυνατόν να παραμεληθή το άκρως ισχυρόν αίσθημα το ωθούν τον άνθρωπον και αυτό το ζώον εις την οικειοποίησιν των χρησίμων αυτώ αντικειμένων.
Σοσιαλιστικαί τίνες τάσεις απομακρύνουν έτι την αφετηρίαν των δυσκολιών, τας οποίας δύνανται να συναντήσουν, παραδεχόμενοι ότι η ανθρωπίνη φύσις δύναται να γίνη τελείως διάφορος της σήμερον γνωστής (30). Εάν παραδεχθώμεν την υπό θέσιν ταύτην, η φαντασία τότε ελευθέρως δύναται να δημιουργή κοινωνικά συστήματα. Δεν δυνάμεθα εις τίποτε ν' αντιτείνωμεν, διότι θα είναι πάντοτε δυνατόν να φαντασθώμεν είδος ανθρωπίνης φύσεως αποδεχομένης το προτεινόμενον σύστημα. Η πολιτική οικονομία μελετά τας πράξεις του ανθρώπου, όπως ούτος υφίσταται και όχι όπως μας αρέσει να τον φανταζόμεθα.
Δυνάμεθα να παρατηρήσωμεν ότι ο συλλογισμός μας αναφορικώς προς την παραγωγικότητα της εργασίας παρουσιάζει την αξίαν χρήσεως αυξανομένην, αλλά δεν εξηγεί την αύξησιν, η οποία εν τούτοις παρουσιάζεται εν τη κοινωνία μας εις το ποσόν των ανταλλακτικών αξιών.
Και τούτο διότι παρεδέχθημεν μίαν υπόθεσιν του Κ. Μαρξ η οποία δεν είναι εν αρμονία με τα γεγονότα. Όταν δι' ενός μέσου, το οποίον δεν είναι ευκόλως διαθέσιμον παρ' όλων παρουσιάζεται επαγγελματικόν μυστικόν, εφεύρεσις, η χρησιμοποίησις νέας ποσότητος κεφαλαίου, ελλαττούμεν κατά το ήμισυ τον αναγκαίον χρόνον διά να παραγάγωμεν ποσότητα τινά εμπορεύματος, τότε δεν είναι αληθές ότι και η ανταλλακτική αξία (τιμή) του εμπορεύματος τούτου ελλαττούται κατά το ήμισυ: Η νέα αύτη αξία θα είναι μεγαλυτέρα του ημίσεως της αρχικής αξίας, και ούτω η ανταλλακτική αξία του όλου της παραγωγής του εμπορεύματος τούτου θα είναι μεγαλυτέρα από ότι ήτο προηγουμένως.
Πρέπει εισέτι να παρατηρήσωμεν ότι και όταν ακόμη θα επιτύχωμεν ν' αποδείξωμεν ότι το μέρος της ανταλλακτικής αξίας το υπό του κεφαλαιούχου λαμβανόμενον αφηρέθη εκ της εργασίας, δεν θα έχομεν αποδείξει ότι η επέμβασις του κεφαλαιούχου προξενεί βλάβην εις τους εργάτας.
Ο Κ. Μαρξ το πιστεύει. Αλλ' εκείνο το οποίον φαντάζεται εις τον συλλογισμόν του, όπως και εις πολλούς άλλους και ιδίως εις τους συλλογισμούς των ευπίστων της σχολής του προστατευτικού εμπορίου παραδεχόμενος ότι υφίστανται τοιαύτα ακόμη μεταξύ των ανθρώπων των μη εχόντων ως δικαιολογίαν την άγνοιαν των οικονομικών νόμων = είναι ότι η λέξις αξία συγχέεται συνήθως με την λέξιν πλούτος. Είναι ολίγον αστείον να είπωμεν εις οιονδήποτε ότι του αφαιρούμεν μέρος ανταλλακτικών του αξιών και του αυξάνουμεν συγχρόνως την ευτυχίαν του· και εν τούτοις τούτο είναι πιθανώτατον διότι η ευτυχία μας εξαρτάται μόνον εκ των αξιών χρήσεως (οικονομικών χρησιμοτήτων) των αγαθών, τα οποία χρησιμοποιούμεν, και ουχί εκ των ανταλλακτικών αξιών.
Ούτω και όταν θα ηθέλαμεν αποδεχθή μετά του Κ. Μαρξ, ότι ο κεφαλαιούχος οικειοποιείται μέρος της ανταλλακτικής αξίας της δημιουργηθείσης υπό του εργάτου, δεν θα είχομεν αποδείξει εισέτι, ότι ο κεφαλαιούχος είναι επιβλαβής, διότι πιθανόν ο εργάτης να είχε ακόμη εις την διάθεσίν του σημαντικωτέραν αξίαν χρήσεως, από εκείνην, την οποίαν θα έχη εις άλλο σύστημα κοινωνικής οργανώσεως.
Θα έπρεπε να συμπληρωθή η θεωρία του Κ. Μαρξ διά του ορειχαλκίνου νόμου του Lassalle ίνα η απόδειξις συμπληρωθή. Εάν πράγματι το καπιταλιστικόν σύστημα ηνάγκαζε τον εργάτην να έχη το μίνιμουμ του απαραιτήτου διά να ζήση και αναπαραχθή, είναι φανερόν ότι εν πάσει περιπτώσει δεν θα είχε τίποτε να λάβη ή το παν να κερδίση επιχειρών την αλλαγήν του συστήματος.
Αλλ' η θεωρία αύτη του Lassalle διαψεύδεται καθ' εκάστην υπό των γεγονότων (31), και δεν δυνάμεθα να την χρησιμοποιήσωμεν ως βάσιν επιστημονικού συλλογισμού.
Η κριτική την οποίαν εκάμαμεν επί του έργου του Κ. Μαρξ είναι καθαρώς αρνητική.
Είδομεν ότι δεν ήτο δυνατόν λογικώς να παραδεχθώμεν την απόδειξιν της αντιλήψεως ότι η ανταλλακτική αξία των εμπορευμάτων μετράται υπό του ποσού της απλής εργασίας της περιεχομένης εις αυτά. Και εξετάσαμεν πώς εγγεννάτο το σόφισμα, το οποίο καθίστα εσφαλμένον τον συλλογισμόν.
Ο Κ. Μαρξ παραγνωρίζει τον χαρακτήρα του κεφαλαίου, ότι είναι οικονομικόν αγαθόν όπως όλα τα άλλα και είς των πολλών παραγόντων της παραγωγής, της συνισταμένης απλώς εις τας τροποποιήσεις της εργασίας, των υπηρεσιών των κεφαλαίων και άλλων οικονομικών αγαθών, είς τινα οικονομικά αγαθά, τα οποία oνομάζομεν προϊόντα.
Μία συνέπεια της εις το κεφάλαιον αποδόσεως ιδιότητος οικονομικού αγαθού είναι ότι έχει τους αυτούς λόγους να αποδεχθή ή να αρνηθή, ότι τούτο έχει χρησιμότητα εν τη κοινωνία, ότι η χρήσις του κεφαλαίου πρέπει να πληρώνηται, ή ότι η χρήσις παντός άλλου οικονομικού αγαθού συμβάλλοντος εις την παραγωγήν πρέπει ν' αμείβεται.
Εξητάσαμεν επ' αυτού τας δυσκολίας τας οποίας συναντώμεν θέλοντες να καταστρέψωμεν την ιδιοκτησίαν επί του κεφαλαίου, ενώ διατηρούμεν την ιδιοκτησίαν επί των άλλων οικονομικών αγαθών.
Τέλος, ίδωμεν ότι και εάν αποδεχθώμεν την βασικήν αρχήν του Κ. Μαρξ, δεν δυνάμεθα να συμπεράνωμεν ότι η ύπαρξις του κεφαλαιούχου είναι επιβλαβής εις την κοινωνίαν.
Πάντα όμως ταύτα δεν μας γνωρίζουν τας θεωρίας, αίτινες δέον ν' αντικαταστήσουν τας του Κ. Μαρξ, ούτε τα μέσα διά να επιτύχωμεν το μάξιμουμ της ευημερίας διά την κοινωνίαν.
Την απάντησιν εις τα ζητήματα ταύτα θα εύρωμεν εις την πολιτικήν οικονομίαν, των ζητημάτων δε τούτων η λύσις θα είναι η συνέπεια μιας πλήρους θεωρίας ανταλλαγής και παραγωγής.
Προ πολλού ήδη η πολιτική οικονομία απέδειξε ότι ο ελεύθερος συναγωνισμός είναι ο αναγκαίος όρος, διά την επίτευξιν του μάξιμουμ της ευημερίας του ατόμου και του είδους, και αι τελευταίαι εργασίαι της επιστήμης απέδωσαν τόσην ακρίβειαν εις την απόδειξιν του θεωρήματος τούτου, ώστε δυνάμεθα σήμερον δικαίως να το θεωρώμεν ως το μάλλον ασφαλώς βέβαιον εις την κοινωνικήν επιστήμην.

IV

Το βιβλίον του Κ. Μαρξ περιέχει επίσης αρκετά σημαντικόν περιγραφικόν και ιστορικόν μέρος επί της αγγλικής βιομηχανίας. Η λογική του μέρους τούτου φαίνεται πολύ ελαφρά. Σπανίως βλέπομεν απόπειραν συλλογισμού αυστηρού διά την σύνδεσιν των γεγονότων, εκ των οποίων ο Κ. Μαρξ εξάγει τας συνεπείας, φαίνεται δε ότι επαφίεται την φροντίδα ταύτην εις απλήν συγκέντρωσιν ιδεών κατά το πλείστον ανηκουσών εις το κεφάλαιον της συγκινήσεως.
Τούτο άλλως τε είναι το σύνηθες σύστημα των σοσιαλιστικών σχολών. Πρόκειται ν' αποδείξουν ότι γεγονότα αξιόμεμπτα είναι συνέπεια του κεφαλαιοκρατικού συστήματος. Αποδεικνύουν, πράγμα που δεν είναι το ίδιον, ότι τα γεγονότα ταύτα συνυπάρχουν εις την κοινωνίαν μαζύ με το καπιταλιστικόν σύστημα (32). Ο συλλογισμός θα ήτο καλός μόνον δι' εκείνους, οι οποίοι διατείνονται, ότι τα πάντα είναι θαυμάσια εις τον κόσμον τούτον και ότι το καπιταλιστικόν σύστημα έχει την θαυματουργόν αρετήν να επιβάλη την δικαιοσύνην και τιμιότητα επί της γης.
Βεβαίως υπήρχον πολλαί αστείαι προσωπικότητες έτοιμαι να εκφράσωσι τον θαυμασμόν των διά την υφισταμένην κατάστασιν των πραγμάτων, να ενθουσιασθούν διά τας αρετάς των και ν' ανακράζουν μετά του Βιργιλίου.
Magnus ab integro sæclorum nascitur ordo. Jam redit er Virgo; redeunt Saturnian regna; Jam nova progenus cœlo dimittitur alto.
Μετέβαινον να διδάξουν εις τους πτωχούς, την ταπείνωσιν, την υποταγήν και το σέβας προς τους μεγάλους της γης, κατορθώσαν δ' ακόμη και να συγκινηθούν διά την τύχην των μαύρων των εργαζομένων υπό το μαστίγιον των φυτευτών της Βιργινίας. Σήμερον λιβανίζουν τους πολιτευομένους και διαδίδουν σοφίσματα διά να δικαιολογήσουν την σπατάλην του δημοσίου ταμείου. «Επενόησαν δ' ακόμη, λέγει ο Παύλος Κουριέ, ατελή τινα υπηρεσίαν, ην και ο αυλικός θα ηρνείτο, ή τουλάχιστον δεν θα εθεώρει τιμήν του να την ενεργήση».
Δεν είναι όμως μόνον οι βασιλείς, οίτινες έχουν αυλικούς, είχεν ακόμη και ο Δήμος εποχής του Αριστοφάνους· σήμερον δ' ακόμη δεν παρουσιάζεται έλλειψις τοιούτων. Αλλ' οι αυλικοί και οι συνένοχοι των πολιτευομένων αποτελούν λεγεώνα και πάντες ομού καταβροχθίζουν σοβαράν μερίδα πλούτου, τον οποίον παράγει η εργασία ηνωμένη με το κεφάλαιον.
Ο κ. W. G. Summer απέδειξε (33) ότι χάρις εις την καταστροφήν αυτήν του πλούτου συμβαίνει, ώστε οι πλούσιοι να γίνωνται, πλουσιώτεροι και οι πτωχοί πτωχότεροι. Ιδέτε εις τας Ηνωμένας Πολιτείας τας μεγάλας περιουσίας, αι οποίαι εδημιουργήθησαν διά μέσου της προστασίας ή διά παντός άλλου είδους κλοπής επιτευχθεισών χάρις εις την βοήθειαν της κυβερνήσεως· σημειώσατε όμως ότι, εάν κεφαλαιούχοι τινές κατώρθωσαν να πλουτίσουν εις βάρος άλλων κεφαλαιούχων ουδέν όμως των (οικειοποιημένων) κεφαλαίων δεν εσχηματίσθη ούτως· τουναντίον η αλλοίωσις της φυσικής διανομής του πλούτου υπήρξε αιτία μιας τεραστίας καταστροφής δημιουργουμένων κεφαλαίων, παρεμποδίσασα επίσης την αύξησιν των γενικών κεφαλαίων της χώρας κατά τόσον βαθμόν, όσον θα επετυγχάνετο αύτη με την οικονομικήν ελευθερίαν.
Και ούτως ο μέγας κλέπτης προξενεί εις την κοινωνίαν καταστροφήν μη υπολογιζομένην μόνον διά του ποσού του κλαπέντος πλούτου· διότι το μεγαλύτερον κακόν το παρεμποδίζον την παραγωγήν σημαντικής ποσότητος πλούτου είναι η έλλειψις ασφαλείας ήτις θα υπήρχε υπό σύστημα οικονομικής ελευθερίας.
Διά παρομοίαν αιτίαν αι κοινότητες του Μεσαιώνος εύρον συμφέρον των να πληρώσουν ισχυρά ποσά διά ν' απαλλαγούν της προστασίας των κυρίων των. Και αν διά ν' απαλλαγούν σήμερον της προστασίας των πολιτευομένων ήτο δυνατόν να ακολουθηθή η αυτή οδός, πάντες θα το απεδέχοντο.
Πλείστοι καταχρώνται των θεωριών της πολιτικής οικονομίας και ατιμάζουν την επιστήμην διά να δικαιολογήσουν τα κακουργήματα των πολιτευομένων. Διά των σοφισμάτων των ενθυμίζουν τους καζουιστάς ότι ο Πασχάλ έθεσε υπό το μαρτύριον εις τα Provemiales. Αι αυταί μέθοδοι, οι αυτοί συλλογισμοί, η αυτή απουσία ηθικού αισθήματος παρατηρούνται. Τας αρχάς της επιστήμης αναγνωρίζουν και αυτοί και διαδηλούν δημοσίως την αλήθειάν των, εν τούτοις όμως διά σειράς δολίων συλλογισμών εξάγουν συμπεράσματα άτινα αποκρούει ο κοινός νους.
Πόσοι διακηρύσσουν εαυτούς συμπαθείς προς την ελευθέραν ανταλλαγήν και καταλήγουν επιδοκιμάζοντες τα μέτρα του προστατευτικού συστήματος. Πόσοι δήθεν οικονομολόγοι, αφού αξιωματικώς το κράτος διεκήρυξεν ότι το κράτος δέον να επαγρυπνή επί της ακεραιότητος των νομισμάτων, καταλήγουν, όπως δικαίως τους μέμφεται ο Κ. Μαρξ, εις το να επιδοκιμάζουν τας κυβερνήσεις, αι οποίαι τα κιβδηλοποιούν.
Παρετηρήθησαν εις την Ιταλίαν κυβερνήσεις εκδίδουσαι κίβδηλον χαρτονόμισμα, το οποίον διένειμαν εις τας επιχειρήσεις τας διατελούσας υπό την προστασίαν των. Παρετηρήθησαν κυβερνήσεις, αίτινες αντί να επαγρυπνούν διά την εφαρμογήν του νόμου επίεζον τραπέζας εκδόσεως τραπεζογραμματίων εις το να τον παραβαίνουν. Κατέληξαν μέχρι του σημείου να κλείσουν τους οφθαλμούς των εις τα σκάνδαλα της Τραπέζης της Ρώμης, διότι η τράπεζα τοις παρέσχε υπηρεσίας και χρήμα διά τας εκλογάς.
Άνθρωποι αποκαλούντες εαυτούς οικονομολόγους προσεπάθησαν να δικαιολογήσουν τας ενόχους ταύτας μηχανορραφίας υπαινισσόμενοι την «κατεύθυνσιν της προθέσεως» ήτις, κατ' αυτούς ήτο αγνή τιμία.
Η πολιτική οικονομία δεν είναι υπεύθυνος διά τα σοφίσματα ταύτα· υπενθυμίζοντες την θεωρίαν κατά την οποίαν ελεύθερος συναγωνισμόν παράγει το μάξιμουμ της ευμερίας διά τον άνθρωπον και το είδος, δεν ηθελήσαμεν ουδ' επί στιγμήν να δικαιολογήσωμεν τας καταχρήσεις, αίτινες λαμβάνουν χώραν εν τη κοινωνία μας.
Τας καταχρήσεις ταύτας, τας οποίας οι ελεύθεροι οικονομολόγοι πάντοτε απεδοκίμασαν, τας εγκαταλείπωμεν εξ ολοκλήρου εις την μήνιν των σοσιαλιστικών σχολών. Ας παρατηρηθή όμως ότι σχεδόν όλαι εδημιουργήθησαν ένεκα της επεμβάσεως του κράτους. Είναι δε τελείως απίθανον ότι η επέκτασις των δικαιωμάτων του κράτους θα θεραπεύση το κακόν. Ο αστικός σοσιαλισμός, ο οποίος κατέκλυσε την κοινωνίαν μας ενεργεί με τας αυτάς αρχάς, με τας οποίας και ο λαϊκός ο επιζητών την αντικατάστασιν του πρώτου. Αι καταχρήσεις του ενός μας κάμουν να προΐδωμεν τας καταχρήσεις του άλλου.
Είναι δε τιμή και δόξα της πολιτικής οικονομίας το γεγονός ότι από του Adam Smith μέχρι σήμερον, απεκάλυψεν αύτη εις τον κόσμον τα δημιουργηθέντα κακά διά της αυθαιρέτου επεμβάσεως των κυβερνήσεων διανεμουσών εις τους οπαδούς των τον παραχθέντα εις την χώραν πλούτον· εις μάτην επεχείρησαν να υποβιβάσωσι την αξίαν των έργων του Bartiat και να εισαγάγουν εν τη επιστήμη μεταφυσικάς αντιλήψεις, εκ των οποίων αύτη είχεν απαλλαγή. Υπάρχει μεγαλυτέρα γνώσις, το σατυρικόν έργον του Bartiat, «la Physiologique de la Spoliation» παρά εις τους ογκώδεις τόμους των από καθέδρας σοσιαλιστών.
Φυσικά ο Κ. Μαρξ απέχει πολύ από του να αναγνωρίση την ελαχίστην αξίαν εις τας θεωρίας της οικονομικής επιστήμης. Διευθύνει τα ισχυρότερα βέλη του εναντίον «της αστικής πολιτικής οικονομίας», και την καθιστά υπεύθυνον διά πάσαν ανοησίαν, γραφομένην υπό παντός «αστού» συγγραφέως. Το μικρότερον ελάττωμα των οικονομολόγων είναι ότι είναι «συκοφάνται», ότι συγγράφουν «παιδαριώδεις θεωρίας».
Εξ άλλου θέτει κατά μέρος τους φυσιοκράτας, αλλά συγκεντρώνει όλας τας άλλας οικονομικάς σχολάς, και ο αναγνώστης πρέπει να υπολογίζη επί των ιδίων φώτων διά να δυνηθή να χωρίση τα σφάλματα, με τα οποίαι επιβαρύνουν τους ελευθέρους οικονομολόγους από τα σφάλματα των άλλων συγγραφέων ως του Thiers, οι οποίοι δεν θα έπρεπε να υπολογισθούν μεταξύ των οπαδών του κατηραμένου laisser — faire.
Ο Κ. Μαρξ αναφέρει καί τινα Edmond Potter, ο οποίος κατά το 1863 ήθελε να εμποδίση την μετανάστευσιν των Άγγλων εργατών. Ο κύριος ούτος έγραφε: «ενθαρρύνετε ή επιτρέπετε την μετανάστευσιν της δυνάμεως της εργασίας και τι θα απογίνη ο κεφαλαιούχος; Ο Κ. Μαρξ μέμφεται δικαίως τας λέξεις ταύτας, αλλά διατί δεν λαμβάνει υπ' όψει ότι εις το σημείον αυτό τουλάχιστον οι συκοφάνται της ελευθέρας πολιτικής οικονομίας, «οι ιδεολόγοι του κεφαλαίου» έχουν την ευτυχίαν να συμφωνούν μετ' αυτού; Παν μέτρον τείνον εις την παρεμπόδισιν του εργάτου του διαθέτειν ελευθέρως την εργασίαν του και τον εαυτόν του κατηγορείται υπό της σχολής του laisser—faire· Νυν δε ο κ. de Molinari επέμεινε πολύ επί της πραγματοποιηθησομένης προόδου εν τη κοινωνία μας, ίνα ο εργάτης δυνηθή ευκόλως να προσφέρη την εργασίαν του εν τη αγορά, εν τη οποία αύτη αμείβεται καλύτερον (34).
Δεν πρέπει επίσης να λησμονήσωμεν ότι αι προθέσεις των εργοδοτών περί παρεμποδίσεως της μεταναστεύσεως των εργατών ουδεμιάς έτυχον υποστηρίξεως παρά της Αγγλικής κυβερνήσεως, ωθουμένης από τας φιλελευθέρας αρχάς του Cobden και John Bright, ενώ τελευταίως εν Ιταλία, μία κυβέρνησις προστατευτική εξέδιδε διά να φανή ευάρεστος είς τινας γαιοκτήμονας φίλους της, αποφάσεις κανονιζούσας δήθεν την μετανάστευσιν κυρίως όμως δυσχεραινούσας αυτήν.
Επί πολλών άλλων ακόμη σημείων οι φιλελεύθεροι οικονομολόγοι συμφωνούν με τον Κ. Μαρξ· π. χ. κατηγορούν την εκμετάλλευσιν της εργασίας των γυναικών και παιδίων από τα άτομα υπό την προστασίαν των οποίων διατελούν. Η συμφωνία όμως σταματά όταν πρόκειται να ευρεθή η αιτία των γεγονότων τούτων.
Διά τον Κ. Μαρξ η αιτία ευρίσκεται μόνον εις το κεφαλαιοκρατικόν σύστημα· αλλ' εάν τούτο ήτο αληθές το αποτέλεσμα δεν θα εξηφανίζετο μετά της αιτίας του; Ενώ όλως τουναντίον παρατηρούμεν, διότι τας γυναίκας και τα παιδία τα κακομεταχειρίζονται περισσότερον εις τας πρώτας κοινωνίας, ένθα δεν υφίστατο κεφαλαιοκρατικόν σύστημα, και όπου αύται ευρίσκονται εις πρωτόγονον κατάστασιν, ενώ εις την κοινωνίαν μας έτυχον αναπτύξεως σημαντικής (35).
Βεβαίως αν δεν υπήρχον εργοστάσια ο πατήρ δεν θα ηδύνατο να απέστελλεν εκεί τα τέκνα του.
Αλλά δεν υπάρχει άλλο μέσον διά να επωφεληθή αυτών; Η σωματεμπορία υφίσταται ακόμη εν Ευρώπη.
Τελευταίως συνελήφθη εις Τεργέστην άτομόν τι αναχωρούν διά τας Ινδίας με πολλάς νεαράς κορασίδας, τας οποίας θα παρέδιδεν εις τους Radjahs. Ίσως και να ήσαν αφιερωμέναι εις τους μεγάλους τούτους, περί ων ομιλεί ο Κ. Μαρξ και θα επληρώνοντο με το ένα εκ των τριών μερών, του αφιερωμένου προϊόντος «διά την απλήν και προοδευτικήν παραγωγήν του κεφαλαίου». Εις την Νεάπολιν πατέρες πωλούν τα τέκνα των διά να επαιτούν εις τους δρόμους και να παίζουν όργανα. Η τύχη των πτωχών τούτων μικρών αθλίων δεν είναι ολιγώτερον σοβαρά εκείνης, την οποίαν περιγράφει ο Κ. Μαρξ, σχετικώς με τα παιδία τα εργαζόμενα εις τα αγγλικά εργοστάσια.
Ίσως θα μας είπουν ότι η δυστυχία αναγκάζει τους πατέρας εις την ακρότητα ταύτην. Τούτο είναι αληθές, αλλά τι έπεται εκ τούτου; Η δυστυχία αύτη δεν είναι ο αποκλειστικός σκοπός του καπιταλιστικού συστήματος, αφού υφίσταται εις κοινωνίας, εις τας οποίας το σύστημα τούτο δεν υπάρχει. Εν πάση περιπτώσει είναι ανωφελές να σταματώμεν επί των αποτελεσμάτων της δυστυχίας, διότι αν υφίσταται σύστημα, διά του οποίου τούτο αποφεύγεται, ουδείς λογικός και τίμιος θα αντετίθετο.
Διά να λύσωμεν έν τοιούτον πρόβλημα δεν αρκεί να σημειώσωμεν απλώς τα κακά εξ ων πάσχει η κοινωνία μας. Πρώτον διότι πρέπει να χωρίσωμεν τα παραγόμενα υπό του αστικού σοσιαλισμού, όστις χάρις εις τους πολιτευομένους κατακλύζει επί μάλλον και μάλλον την κοινωνικήν μας οργάνωσιν (36), από εκείνα τα οποία είνε συνέπεια του ελευθέρου συναγωνισμού. Κατόπιν διότι θα πρέπη να αποδείξωμεν ότι έν άλλο σύστημα θα περικλείη ολιγώτερα, και τούτο μέχρι σήμερον δεν έγεινεν.
Η εν τούτω άποψις της πολιτικής οικονομίας θαυμασίως εξεφράσθη υπό του κ. Demolinari, του οποίου δεν έχομεν παρά να μεταφέρωμεν τας λέξεις.
«Η παραγωγή ηύξησεν, ο πλούτος επολλαπλασιάσθη, η αλληλεγγύη επεξετάθη, ο πόλεμος έπαυσε να είναι αναγκαίος διά να περιφρουρήση τον πολιτισμόν, αλλ' η ομαδική και η ατομική κυβέρνησις δεν κατώρθωσεν εισέτι να συμμορφωθή προς τας νέας συνθήκας της ζωής, τας οποίας η οικονομική πρόοδος εδημιούργησεν εις τας κοινωνίας και τα άτομα. Η τήρησις των ομαδικών και ατομικών δικαιωμάτων και καθηκόντων δεν επραγματοποίησεν ουδεμίαν σημαντικήν πρόοδον· δυνάμεθα να υποστηρίξωμεν ακόμη όχι εάν επροώδευσεν είς τινα σημεία, εις άλλα οπισθοδρόμησε.
Αντί να εφαρμόσουν ακριβέστερον τους θετικούς νόμους εις τα φυσικά δικαιώματα των ατόμων τι κάμνουν αι κυβερνήσεις; Επεκτείνουν καθ' εκάστην αυθαιρέτως διά των νόμων των μονοπωλίων και της προστασίας, την ιδιοκτησίαν και ελευθερίαν των μεν εις βάρος της ιδιοκτησίας και ελευθερίας των δε, προστατεύουν τα κέρδη των βιομηχάνων και τας προσόδους των ιδιοκτητών, εναντίον των ημερομισθίων των εργατών, μέχρις ότου οι εργάται κύριοι της μηχανής υπαγορεύσουν νόμους, προστατεύσουν τα ημερομίσθιά των εις βάρος των κερδών των βιομηχάνων και των προσόδων των ιδιοκτητών. Εξαναγκάζουν όλας τας υπάρξεις εις μίαν μόνιμον αστάθειαν πότε ανυψούσαι και πότε περιορίζουσαι τα εμπόδια, τα οποία έστησαν εναντίον της ελευθερίας της εργασίας και της ανταλλαγής. Αντί να συμφωνήσουν διά να εξασφαλίσουν την ειρήνην, όπως τούτο θα κατορθούτο με μίνιμουμ δαπάνης, επιδεινώνουν συνεχώς το βάρος της προετοιμασίας του πολέμου, αναμένουσαι την κατάλληλον στιγμήν διά να τον εξαπολύσουν καταστρεπτικώτερον και αιματηρότερον παρά ποτέ. Πανταχού αι κυβερνώσαι τάξεις έχουν υπ' όψιν των μόνον τα σημερινά και εγωιστικά συμφέροντά των και χρησιμοποιούν την εξουσίαν των διά την ικανοποίησίν των χωρίς να ενδιαφέρωνται να μάθουν εάν ταύτα είναι σύμφωνα ή όχι προς το γενικόν και μόνιμον συμφέρον της κοινωνίας».
Το συμφέρον τούτο η Πολιτική οικονομία λέγει ότι δεν δύναται άλλως να επιτευχθή ειμή διά του ελευθέρου συναγωνισμού, ότι παν προ αυτού τιθέμενον εμπόδιον είναι επιβλαβές, ότι προστασία (προστατευτικόν σύστημα) σημαίνει καταστροφή πλούτου, και τέλος ότι το πλείστον των κακών, των παρατηρουμένων εν τη κοινωνία μας, προέρχεται, όπως λέγη ο κ. καθηγητής Todde, όχι από κατάχρησιν ελευθερίας, αλλά τουναντίον από την έλλειψιν της αναγκαίας ελευθερίας. Όλα τα γεγονότα, τα οποία γνωρίζομεν, μας οδηγούν εις το συμπέρασμα τούτο, όπως και κάθε νέον παρατηρούμενον γεγονός το επιβεβαιοί.
Από οιονδήποτε μέρος και εάν προέρχεται πάσα προσβολή εναντίον της οικονομικής ελευθερίας είναι κακόν. Εάν η ελευθερία αύτη παραβιάζεται είτε εν ονόματι του αστικού σοσιαλισμού είτε εν ονόματι του λαϊκού τοιούτου το αποτέλεσμα είναι το ίδιον, δηλαδή καταστροφή πλούτου, η οποία εις το τέλος επιβαρύνει το πτωχότερον μέρος και κατά συνέπειαν τον πολυαριθμότερον πληθυσμόν, του οποίου τας δυστυχίας επιδεινώνει.
Vilfredo Pareto

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟΝ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΑΙ ΧΡΗΜΑ

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ι.
ΕΜΠΟΡΕΥΜΑ

I. Οι δύο συντελεσταί του εμπορεύματος: αξία χρήσεως και ανταλλακτική αξία ή κυρίως αξία.
Το εμπόρευμα είναι αντικείμενον, όπερ αποκτώμενον διά της ανθρωπίνης εργασίας, αντί να καταναλίσκεται υπό του παραγωγού του ανταλλάσσεται και διά των ιδιοτήτων του ικανοποιεί πάσαν ανάγκην του ανθρώπου αμέσως μεν ως μέσον συντηρήσεως, εμμέσως δε ως μέσον παραγωγής.
Η χρησιμότης είναι λοιπόν η πρώτη, η απαραίτητος ιδιότης του εμπορεύματος· η χρησιμότης, η εκδηλουμένη εν τη χρήσει ή εν τη καταναλώσει, του δίδει την αξίαν χρήσεως.
Και ακριβώς διότι το εμπόρευμα κέκτηται αξίαν χρήσεως, αποκτά και ανταλλακτικήν αξίαν. Προϊόν τελείως άχρηστον δεν είναι δυνατόν να είναι ανταλλάξιμον. Εμπορεύματα φύσεως διαφόρου, ανταλλάσσονται εις αναλογίας διαφόρους· δεν ανταλλάσσομεν μίαν λίτραν σιδήρου αντί μιας λίρας χρυσής, ούτε λίτραν σίτου αντί λίτρας αδαμάντων αλλ' ανταλλάσσομεν πολλούς στατήρας σιδήρου αντί μιας λίρας χρυσής και πλείστα εκατόλιτρα σίτου αντί ενός αδάμαντος.
Ίνα δύο εμπορεύματα φύσεως και αναλογίας διαφόρου δύνανται ν' αξίζουν εξ ίσου πρέπει και τα δύο να περιέχουν εν ίση ποσότητι κοινήν σύμμετρον ύλην.
Τετράγωνον ισούται προς τρίγωνον, όταν αι γραμμαί του περιβάλουν ίσην επιφάνειαν· η επιφάνεια είναι το κοινόν γνώρισμα όλων των σχημάτων της επιπέδου γεωμετρίας.
Τι το κοινόν το ενυπάρχον εις όλα τα εμπορεύματα; Δεν δύναται να είναι φυσική τις ιδιότης, αφού αι φυσικαί ιδιότητες είναι ακριβώς εκείναι, διά των οποίων διαφέρουν τα εμπορεύματα.
Μήπως άραγε είναι η χρησιμότης, η ιδιότης εκείνη, η πράγματι κοινή εις όλα τα εμπορεύματα;
Ούτε η χρησιμότης, αφού ανταλλάσσομεν αδάμαντα χρησιμότητος τόσον περιωρισμένης έναντι εκατολίτρων σίτου, του χρησιμοτέρου δημητριακού προς διατροφήν των ανθρώπων, και αφού δίδομεν διά μίαν χρυσήν λίραν, στατήρας ολοκλήρους σιδήρου, του χρησιμοτέρου των μετάλλων. Εις την Ομηρικήν εποχήν, ότε ο ορείχαλκος εχρησιμοποιείτο διά την κατασκευήν των ξιφών και διαφόρων άλλων οπλισμών, οι ήρωες της Ιλιάδος εθεώρουν τον σίδηρον ως πολύτιμον μέταλλον. Εις την πρόοδον της εκπολιτισμένης παραγωγής οφείλεται, ότι αντικείμενα πρώτης χρησιμότητος ανταλλάσσονται εν μεγαλυτέρα αναλογία έναντι αντικειμένων μικροτέρας χρησιμότητος.
Παρ' εκτός της χρησιμότητος, τα εμπορεύματα έχουν και άλλην τινα κοινήν ιδιότητα: Είναι όλα προϊόντα της εργασίας του ανθρώπου και διά να δημιουργηθούν εχρειάσθη δαπάνη ανθρωπίνης δυνάμεως.
Ολίγον ενδιαφέρει η μορφή υπό την οποίαν παρεσχέθη η εργασία, είτε δι' αναζήτησιν αδάμαντος, είτε διά μεταφοράν ύδατος ή ραφήν ενδύματος, παριστά πάντοτε φθοράν τινα της ανθρωπίνης μηχανής. Ούτως ολίγον ενδιαφέρει η μορφή υπό την οποίαν καταναλίσκεται η θερμότης ενός τόννου άνθρακος είτε προς έλξιν βαγονιών, είτε προς ύφανσιν βάμβακος, εκτύπωσιν εφημερίδος, παραγωγήν ηλεκτρισμού και φωτός, είναι πάντοτε φθορά καυσίμου ύλης, δαπάνη θερμίδων και τέλος δαπάνη κινήσεως. Όταν δ' ο δόκτωρ Meyer εύρε το μηχανικόν ισοδύναμον της θερμότητος, οι φυσικοί ηδυνήθησαν να παρακολουθήσουν, εις όλας της τας μεταμορφώσεις την ενιαίαν δύναμιν, την κίνησιν. Η αξία είναι ο γόρδιος δεσμός της πολιτικής οικονομίας, ως παρετήρει ο Ricardo.
Ο γνωρίζων το συστατικόν στοιχείον της αξίας κρατεί εις χείρας του το νήμα της Αριάδνης, το οποίον θα τον οδηγήση εις τον δαίδαλον της παραγωγής και ανταλλαγής των εμπορευμάτων. Η δύναμις — εργασία του ανθρώπου, είναι η μόνη δύναμις η δημιουργούσα αξίας, και τα εμπορεύματα θεωρούνται αξίαι, διότι περιέχουν ανθρωπίνην εργασίαν.
Το εμπόρευμα πριν εισέλθει εις την ανταλλαγήν είναι αξία, ήτοι αποταμιευτής ανθρωπίνης δυνάμεως και δεν ανταλλάσσεται παρά μόνον διότι είναι αξία. Το ύδωρ ποταμού και ο αήρ της ατμοσφαίρας, αν και απαραίτητα εις την ζωήν, δεν είναι αξίαι, ως μη περιέχοντα ανθρωπίνην εργασίαν.
Εάν όμως χρησιμοποιούμεν ανθρωπίνην εργασίαν, πιέζοντες τον αέρα και μεταφέροντες ύδωρ εις οικίαν ή την Σαχάραν, αμέσως τότε το ύδωρ και ο αήρ αποβαίνουν αξίαι και ανταλλάσσονται.
Κατά ποίον τρόπον μετράται η αξία;
Τις ερωτών επί της τιμής δύο εμπορευμάτων της αυτής πρώτης ύλης και της αυτής χρησιμότητος, επί παραδείγματος δύο καθισμάτων εκ δρυός, ων το έν έχει τους πόδας στρεπτούς και το ερεισίνωτον επεξεργασμένον, δεν ήκουε τον κατασκευαστήν ν' απαντά:
— Το κάθισμα αυτό είναι ακριβώτερον διότι εχρειάσθη περισσοτέραν εργασίαν ή εκείνο, του οποίου οι πόδες και το ερεισίνωτον είναι απλά.
Η τόσον συνήθης αύτη φράσις, ως αλήθεια de la Palisse, είναι η μόνη απάντησις εις την ανωτέρω τεθείσαν ερώτησιν. Διότι, λέγουν ο Α. Σμιθ και ο Ricardo: «το προϊόν δύο ημερών ή δύο ωρών εργασίας αξίζει το διπλάσιον εκείνου, όπερ συνήθως απαιτεί μία ημέρα ή μία ώρα εργασίας»(37).
Αλλ' υπάρχει εργασία και εργασία, όπως υπάρχη θεωρία και θεωρία. Θα ηδύνατό τις να φαντασθή ότι η αξία ενός εμπορεύματος καθορίζεται υπό του ποσοστού της δαπανηθείσης κατά την παραγωγήν του εργασίας, το εμπόρευμα θα είχεν αξίαν τόσω μεγαλυτέραν, όσον ο άνθρωπος είναι οκνηρός και ανίκανος, διότι χρησιμοποιεί περισσότερον χρόνον εν τη κατασκευή του.
Αλλ' η εργασία, η αποτελούσα την ουσίαν της αξίας των εμπορευμάτων, είναι εργασία ίση και αδιαίρετος, δαπάνη της αυτής δυνάμεως. Η δύναμις της εργασίας της κοινωνίας ολοκλήρου, η εκδηλουμένη εν τω συνόλω των αξιών, δεν υπολογίζεται κατά συνέπειαν ή ως ενιαία δύναμις αν και συγκειμένη εξ αναριθμήτων ατομικών δυνάμεων. Εκάστη ατομική δύναμις εργασίας είναι ίση προς πάσαν άλλην, εφ' όσον κέκτηται τουλάχιστον τον χαρακτήρα μιας μέσης κοινωνικής δυνάμεως και λειτουργεί ως τοιαύτη, ήτοι χρησιμοποιεί εν τη παραγωγή ενός εμπορεύματος κατά μέσον όρον τον αναγκαίον χρόνον εργασίας ή τον κοινωνικώς αναγκαίον χρόνον εργασίας.
Ο κοινωνικώς αναγκαίος χρόνος εν τη παραγωγή των εμπορευμάτων είναι ο απαιτούμενος διά πάσαν εργασίαν εκτελουμένην διά του μέσου βαθμού της επιτηδειότητας και εντατικότητος και υπό συνθήκας, αι οποίαι εν σχέσει προς το δεδομένον κοινωνικόν περιβάλλον, είναι κανονικαί.
Μετά την εις Αγγλίαν εισαγωγήν της δι' ατμού υφαντουργίας εχρειάσθη ίσως κατά ήμισυ ολιγωτέρα εργασία ή άλλοτε διά την μετατροπήν εις ύφασμα ποσότητος νήματος. Ο εργαζόμενος διά των χειρών υφαντουργός είχε πάντοτε ανάγκην του αυτού χρόνου διά να εκτελέση την μετατροπήν ταύτην. Έκτοτε όμως το προϊόν της ατομικής εργατικής του ώρας δεν αντεπροσώπευε πλέον ή το ήμισυ μιας κοινωνικής εργατικής ώρας και δεν απέδιδε πλέον παρά το ήμισυ της πρώτης αξίας.
Το ποσοστόν λοιπόν μόνον της εργασίας ή ο χρόνος της εν δεδομένη κοινωνία αναγκαίας προς παραγωγήν ενός είδους εργασίας είνε εκείνος ο οποίος καθορίζει την ποσότητα της αξίας. Έκαστον κατ' ιδίαν εμπόρευμα θεωρείται γενικώς ως μέσον υπόδειγμα του είδους του. Τα εμπορεύματα εν οις περιέχονται ίσαι ποσότητες εργασίας ή τα οποία δύνανται να παραχθούν εν τω αυτώ χρονικώ διαστήματι, έχουν κατά συνέπειαν ίσην αξίαν. Η αξία εμπορεύματός τινος ευρίσκεται ως προς την αξίαν παντός άλλου εμπορεύματος, εις την αυτήν σχέσιν, εν η ο χρόνος της αναγκαίας διά την παραγωγήν του ενός ευρίσκεται προς τον χρόνον της αναγκαίας εργασίας διά την παραγωγήν του άλλου. Η ποσότης της αξίας εμπορεύματός τίνος θα παρέμενε προφανώς σταθερά, εάν ο αναγκαίος διά την παραγωγήν του χρόνος παρέμενεν ωσαύτως σταθερός. Αλλ' ο τελευταίος ούτος ποικίλει εις κάθε μετατροπήν της παραγωγικής δυνάμεως της εργασίας, ήτις πάλιν εξαρτάται εκ διαφόρων συνθηκών, ήτοι μεταξύ των άλλων εκ της μέσης ικανότητος των εργατών, εκ της αναπτύξεως της επιστήμης και του βαθμού της τεχνικής εφαρμογής της εκ των κοινωνικών συνδυασμών της παραγωγής, της εκτάσεως και αποτελεσματικότητος των μέσων της παραγωγής και των καθαρώς φυσικών συνθηκών. Η αυτή ποσότης εργασίας αντιπροσωπεύεται, π. χ. υπό οκτώ μεδίμνων σίτου, εάν η εποχή είναι ευνοϊκή και υπό τεσσάρων μόνον μεδίμνων εν εναντία περιπτώσει. Η αυτή ποσότης εργασίας αποδίδει περισσοτέραν ύλην μετάλλου εις τα πλούσια μεταλλεία παρά εις τα πτωχότερα κ.λ.π. Οι αδάμαντες παρουσιάζονται σπανίως εις τα ανώτερα στρώματα του γηίνου φλοιού. Ούτω χρειάζεται κατά μέσον όρον διά την ανεύρεσίν των ικανός χρόνος, εις τρόπον ώστε οι αδάμαντες παριστώσι πολλήν εργασίαν υπό μικρόν όγκον. Εις πλουσιώτερα μεταλλεία η αυτή ποσότης εργασίας θα απέδιδε μεγαλυτέραν ποσότητα αδαμάντων, των οποίων ούτω η αξία θα ηλαττούτο. Εάν επετυγχάνομεν να μεταβάλλωμεν με ολίγην εργασίαν τον άνθρακα εις αδάμαντα η αξία του τελευταίου τούτου θα κατέπιπτε ίσως κάτω της αξίας των γαιανθράκων. Εν γένει, όσον μεγαλυτέρα είναι η παραγωγική δύναμις της εργασίας, τόσον είναι βραχύτερος ο αναγκαίος χρόνος διά την παραγωγήν είδους τινός και όσον μικροτέρα είναι η μάζα της εν αυτώ αποκρυσταλλουμένης εργασίας, τόσον μικρότερα είναι η αξία του. Αντιθέτως όσον μικροτέρα είνε η παραγωγική δύναμις της εργασίας τόσον μεγαλείτερος είναι ο αναγκαίος διά την παραγωγήν του είδους χρόνος και τόσον μεγαλειτέρα η αξία του. Το ποσόν της αξίας ενός εμπορεύματος ποικίλλει λοιπόν κατ' ίσον λόγον του ποσοστού και κατ' αντίστροφον λόγον της παραγωγικής δυνάμεως της εργασίας, η οποία περιέχεται εν αυτώ.
Γνωρίζομεν ήδη την ουσίαν της αξίας· είναι η εργασία. Γνωρίζομεν το μέτρον της ποσότητός της· είναι η διάρκεια της εργασίας.
Πράγμα τι δύναται να αποτελή αξίαν χρήσεως χωρίς να είναι και αξία, αρκεί να είναι χρήσιμον εις τον άνθρωπον χωρίς να προέρχεται εκ της εργασίας του. Τοιαύτη αξία είναι ο αήρ, λειμώνες φυσικοί, παρθένον έδαφος κλπ. Πράγμα τι δύναται να είναι χρήσιμον και προϊόν της ανθρωπίνης εργασίας χωρίς να είναι εμπόρευμα. Πας όστις, διά του προϊόντος του ικανοποιεί τας ιδίας του ανάγκας, δεν δημιουργεί ή ατομικάς αξίας χρήσεως.
Διά να παραχθούν εμπορεύματα δέον, όχι μόνον να παραχθώσιν αξίαι χρήσεως, αλλά αξίαι χρήσεως δι' άλλους, αξίαι χρήσεως κοινωνικαί. Τέλος, ουδέν αντικείμενον δύναται να είναι αξία, εάν δεν είναι χρήσιμον. Εάν είναι άχρηστον, η εργασία, την οποίαν περιέχει, εδαπανήθη ανωφελώς και συνεπώς δεν δημιουργεί αξίαν.
***
Μία δυσκολία όμως παρουσιάζεται φύσεως τοιαύτης, ώστε να εμβάλη πολλούς εις αμηχανίαν.
Είναι δυνατόν να συγκριθούν τα διάφορα είδη εργασίας μεταξύ των διά να ευρεθή κοινόν αυτών μέτρον; Είναι δυνατόν να συγκριθή η εργασία του αμαξοποιού και του γεωργού με την εργασίαν του καλλιτέχνου κοσμηματοπώλου και του γεωμέτρου;
Η δυσκολία αύτη λύεται πρακτικώς καθ' εκάστην, αφού καθημερινώς ανταλάσσεται διά μέσου του χρήματος σίτος ή χειράμαξαι έναντι δακτυλίου ή γεωμετρικών σχεδίων. Και το γεγονός ότι δίδονται επί παραδ. εκατόν μέδιμνοι σίτου έναντι ενός δακτυλίου ή ενός γεωμετρικού σχεδίου αποδεικνύει, χωρίς να χρήζη ιδιαιτέρας αποδείξεως ότι προσδιωρίσθη η ποσότης της εργασίας του γεωργού, του αμαξοποιού και του γεωμέτρου η περιεχομένη εις τα διάφορα ταύτα αντικείμενα.
Αλλ' ο άνθρωπος ανέπνευσε και εχώνευσε πριν να έχη θεωρητικάς γνώσεις της χωνεύσεως και της αναπνοής: πρόκειται λοιπόν να εξηγηθή θεωρητικώς το φαινόμενον της ανταλλαγής των εμπορευμάτων.
Ας υποθέσωμεν ότι το αυτό άτομον είναι ταυτοχρόνως γεωργός, αμαξοποιός και γεωμέτρης· δύναται τότε να είπη: η χειράμαξα ή το σχέδιον των καλλιεργησίμων γαιών της κοινότητος μού στοιχίζουν, όσην εργασίαν και 100 μέδιμνοι σίτου· ολίγον ενδιαφέρει αυτόν υπό ποίαν μορφήν εδαπάνησε την δραστηριότητά του. Τα τρία παραχθέντα αντικείμενα αντιπροσωπεύουν την αυτήν ποσότητα εργασίας.
Ουδόλως είναι φανταστική η υπόθεσις ατόμου συγχρόνως εξασκούντος τα επαγγέλματα του γεωργού, του αμαξοποιού και του γεωμέτρου. Εις τα υφιστάμενα ακόμη κολεκτιβιστικά χωρία της Ρωσσίας, η κατανομή των προς καλλιέργειαν γαιών γίνεται υπό των ιδίων χωρικών και οι εξ επαγγέλματος γεωμέτραι μένουν έκπληκτοι διά τον ακριβή τρόπον με τον οποίον καταμετρούνται και κατανέμονται εξ ίσου αι γαίαι. Σήμερον ακόμη παρατηρείται συνήθως εν Γαλλία ο συνδυασμός της εργασίας της καλλιεργείας μετά της βιομηχανικής εργασίας. Η μηχανική βιομηχανία ελλατώνουσα τας τεχνικάς δυσκολίας των επαγγελμάτων, επιτρέπει εις τον εργάτην της μεγάλης βιομηχανίας να διατρέξη αλληλοδιαδόχως, σειράν διαφόρων επαγγελμάτων. Δύναται όθεν να δαπανά τις ποικιλοτρόπως την εργατικήν του δύναμιν και να συγκρίνη ούτω τα εμπορεύματα, τα οποία παράγει. Αι πρόοδοι αύται της βιομηχανικής μηχανικής, επιτρέπουν εις δεδομένην ποσότητα εργασίας να προσφερθή, αναλόγως προς την ποικίλλουσαν φοράν της ζητήσεως της εργασίας, υπό μίαν ή άλλην μορφήν εργασίας. Οιαιδήποτε δε και αν είναι αι προξενούμεναι εκ των μεταβολών τούτων της μορφής της εργασίας δυσκολίαι, εν τούτοις αύται εκτελούνται.
Τέλος πάσα παραγωγική δράσις, εξαιρουμένου του χρησίμου χαρακτήρος της, είναι δαπάνη ανθρωπίνης δυνάμεως. Η καλλιέργεια, η αμαξοποιία και η γεωμετρική, παρά την μεταξύ των διαφοράν είναι και αι τρεις παραγωγική δαπάνη δυνάμεως εγκεφάλων, μυών, νεύρων, χειρών του ανθρώπου, και υπό την έννοιαν ταύτην ισοτίμου ανθρωπίνης εργασίας. Η εργατική δύναμις του ανθρώπου, ης η κίνησις αλλάσσει μορφήν εις τας διαφόρους παραγωγικάς δράσεις δέον ασφαλώς ν' αναπτυχθή, κατά το μάλλον και ήττον, διά να δυνηθή να δαπανηθή υπό την μίαν ή άλλην μορφήν. Αλλ' η αξία των εμπορευμάτων αντιπροσωπεύει απλώς την εργασίαν του ανθρώπου, τουτέστι δαπάνην εν γένει της ανθρωπίνης δυνάμεως.
Όθεν, όπως εν τη αστική πολιτική κοινωνία, είς στρατηγός, είς τραπεζίτης παίζει μεγάλον ρόλον, ενώ ο αγαθός και αφελής άνθρωπος παρουσιάζει θλιβεράν εικόνα, ούτω συμβαίνει και με την εργασίαν του ανθρώπου. Είναι δαπάνη απλής δυνάμεως, ην πας άνευ ειδικής αναπτύξεως κέκτηται εν τω οργανισμώ του. Η μέση απλή εργασία αλλάσσει, είναι αληθές, χαρακτήρα εις διαφόρους χώρας και αναλόγως των εποχών, αλλ' εν ωρισμένη κοινωνία είναι πάντοτε καθωρισμένη. Η σύνθετος εργασία δεν είναι παρά η απλή εργασία υψωμένη εις μίαν δύναμιν ή μάλλον δεν είναι παρά απλή πολλαπλασιασμένη εργασία εις τρόπον, ώστε μία ωρισμένη ποσότης εργασίας συνθέτου αντιστοιχεί προς μίαν ποσότητα μεγαλυτέραν απλής εργασίας. Η πείρα αποδεικνύει ότι η αναγωγή αύτη γίνεται συνεχώς.
Και όταν ακόμη έν εμπόρευμα είναι προϊόν της πλέον συνθέτου εργασίας, η αξία του το ανάγει έν τινι αναλογία, εις προϊόν απλής εργασίας, ης συνεπώς αντιπροσωπεύει ωρισμένην ποσότητα. Αι διάφοροι αναλογίαι κατά τας οποίας διάφορα είδη εργασίας δύνανται ν' αναχθούν εις απλήν εργασίαν, ως εις μονάδα μετρήσεώς των υπάρχουν εις την κοινωνίαν εν αγνοία των παραγωγών και τοις παρουσιάζονται ως συνθήκαι κατά παράδοσιν.
Το επακολούθημα τούτων είναι ότι εν τη αναλύσει της αξίας εκάστη ποικιλία εργασίας δέον να θεωρήται ως δύναμις απλής εργασίας (38).
Εάν όθεν εις την αγοράν 100 μέδιμνοι σίτου ισούνται με μίαν χειράμαξαν, ένα δακτύλιον ή ένα σχέδιον γεωμέτρου, τούτο σημαίνει ότι εις 1 μέδιμνον σίτου υπάρχει εκατοντάκις ολιγωτέρα εργασία από μίαν χειράμαξαν, ένα δακτύλιον ή ένα γεωμετρικόν σχέδιον.
Εάν, όσον αφορά την αξίαν χρήσεως, η περιεχομένη εις το εμπόρευμα εργασία δεν αξίζει ή ποιοτικώς, εν σχέσει προς το μέγεθος της αξίας, αυτή δεν υπολογίζεται ή ποσοτικώς. Εκεί πρόκειται να μάθωμεν πώς γίνεται η εργασία και τι παράγει. Εδώ πόσον χρόνον διαρκεί αύτη. Αφού το μέγεθος της αξίας ενός εμπορεύματος δεν αντιπροσωπεύει ή το ποσοστόν της εν αυτώ περιεχομένης εργασίας, έπεται όθεν εκ τούτου ότι όλα τα εμπορεύματα, έν τινι αναλογία, πρέπει να είναι αξίαι ίσαι.
Η παραγωγική δύναμις όλων των εργασιών, των απαιτουμένων διά την παραγωγήν ενός οιουδήποτε εμπορεύματος κατασκευής ενδύματος λ. χ. παραμένει σταθερά; Η ποσότης της αξίας των ενδυμάτων αυξάνει αναλόγως του αριθμού τούτων. Εάν μία ενδυμασία αντιπροσωπεύει Χ ημέρας εργασίας, δύο ενδυμασίαι αντιπροσωπεύουν 2 Χ κ.ο.κ. Ας υποθέσωμεν όμως ότι η διάρκεια της αναγκαίας διά την κατασκευήν μιας ενδυμασίας εργασίας διπλασιάζεται ή ελαττούται κατά το ήμισυ. Εις την πρώτην περίπτωσιν έν ένδυμα έχει τόσην αξίαν όσην είχον προηγουμένως δύο. Εις την δευτέραν περίπτωσιν 2 ενδύματα δεν έχουν περισσοτέραν αξίαν εκείνης, ην είχε προηγουμένως έν μόνον ένδυμα, καίτοι και εις τας δύο περιπτώσεις η ενδυμασία αποδίδει και έπειτα, όπως και πριν τας αυτάς υπηρεσίας· και η χρήσιμος εργασία, εξ ης προέρχεται, είναι πάντοτε της αυτής δυνάμεως. Αλλά το ποσοστόν της δαπανηθείσης εν τη παραγωγή της εργασία δεν έμεινε το αυτό.
Μία σημαντικωτέρα ποσότης αξιών χρήσεως αποτελεί προφανώς μεγαλύτερον υλικόν πλούτον. Με δύο ενδυμασίας ενδύονται δύο άνθρωποι, με μίαν ενδυμασίαν όμως ενδύεται είς μόνον κ.ο.κ. Εν τούτοις εις αύξοντα όγκον υλικού πλούτου δύναται ν' αντιστοιχή μία ταυτόχρονος ελάττωσις της αξίας του.
Η αντιφατική αύτη κίνησις προέρχεται εκ του διπλού χαρακτήρος της εργασίας. Η εν δεδομένω χρόνω αποτελεσματικότης μιας χρησίμου εργασίας εξαρτάται εκ της παραγωγικής της δυνάμεως. Η χρήσιμος εργασία αποβαίνει λοιπόν μία πηγή κατά το μάλλον ή ήττον άφθονος εις προϊόντα κατ' ευθείαν αναλόγως προς την αύξησιν ή την ελάττωσιν της παραγωγικής της δυνάμεως. Τουναντίον μία ποικιλία της τελευταίας ταύτης δυνάμεως δεν θίγει ποτέ αμέσως την εν τη αξία αντιπροσωπευομένην εργασίαν.
Αφού η παραγωγική δύναμις ανήκει εις την συγκεκριμένην και χρήσιμον εργασίαν, ουδεμίαν πλέον σχέσιν δύναται να έχη με την εργασίαν ευθύς ως τη αφαιρεθή η χρήσιμός της μορφή οιαιδήποτε και αν είναι αι ποικιλίαι της παραγωγικής δυνάμεώς της, η αυτή εργασία δρώσα κατά το αυτό χρονικόν διάστημα παριστά πάντοτε την αυτήν αξίαν. Αλλ' η εργασία παράγει εν καθωρισμένω χρόνω περισσοτέρας αξίας χρήσεως, εάν η παραγωγική δύναμίς τις αυξάνει, ολιγωτέρας εάν ελαττούται. Πάσα αλλαγή εν τη παραγωγική δυνάμει, ήτις αυξάνει την γονιμότητα της εργασίας και συνεπώς το ποσόν των υπ' αυτής παρεχομένων αξιών χρήσεως, ελαττώνει την αξίαν του ούτω πως αυξηθέντος ποσού, εάν βραχύνη τον ολικόν χρόνον της αναγκαίας, διά την παραγωγήν της εργασίας. Και αντιστρόφως.
Εκ των προηγουμένων εξάγεται ότι πάσα εργασία είναι αφ' ενός μεν δαπάνη ανθρωπίνης δυνάμεως εν τη φυσιολογική εννοία, ως τοιαύτη δ' ίση ανθρωπίνη εργασία δημιουργεί την αξίαν των εμπορευμάτων, αφ' ετέρου δε δαπάνη ανθρωπίνης δυνάμεως υπό τοιαύτην ή τοιαύτην μορφήν, καθοριζομένην υπό ιδιαιτέρου σκοπού και ως τοιαύτη συγκεκριμένη και χρήσιμος εργασία παράγει αξίας χρήσεως ή χρησιμότητας. Όπως το εμπόρευμα προ παντός άλλου, πρέπει να είναι μία χρησιμότης, διά να είναι αξία, ούτω και η εργασία πρέπει να είναι προ παντός άλλου χρήσιμος διά να θεωρηθή δαπάνη ανθρωπίνης δυνάμεως, ανθρωπίνης εργασίας εν τη αφηρημένη έννοια της λέξεως.
Οι χημικοί διά να εισδύσουν εις το μυστήριον της εσωτερικής συνθέσεως των σωμάτων, εχρειάσθη να δεχθούν την των ατόμων θεωρίαν των Ελλήνων φιλοσόφων, πράγμα, το οποίον έκαμε τον Liebig να είπη ότι, η ατομική χημεία ήτο η χημεία των ανυπάρκτων σωμάτων. Ο οικονομολόγος διά να εννοήση την ανταλλαγήν εμπορευμάτων διαφόρου ποιότητος και ποσότητας, δέον επίσης να προστρέξη εις έννοιαν αφηρημένην της απλής εργασίας (39). Ούτω, η ουσία και το μέγεθος της αξίας είναι καθωρισμέναι· απομένει τώρα να αναλύσωμεν την μορφήν της αξίας, ήτις θα μας δώση την λύσιν του προβλήματος του νομίσματος.
II. Μορφή της αξίας.
Η αξία ενός εμπορεύματος εκδηλούται εν τη ανταλλαγή. Πράγματι, εις Ινδικήν κοινότητα, ένθα δεν υπάρχουν ανταλλαγαί, τα παραγόμενα υπό των μελών της αντικείμενα είναι αξίαι χρήσεως, αφού δεν εδημιουργήθησαν ή διά να καταναλωθούν. Είναι επίσης αξίαι, αφού περιέχουν ανθρωπίνην εργασίαν: αλλ' η αξία αύτη ευρίσκεται εν λανθανούση καταστάσει και εμφανίζεται, όταν τα αντικείμενα ταύτα ανταλλάσσονται έναντι άλλων εμπορευμάτων των άλλων κοινοτήτων.
Εις τας πλέον ανεπτυγμένας κοινωνίας το χρυσούν και αργυρούν νόμισμα, είναι η μορφή την οποίαν ενδύεται, η αξία όλων των εμπορευμάτων. Ο Κ. Μαρξ είναι ο πρώτος οικονομολόγος, όστις έδωκε την εξήγησιν της γενέσεως της μορφής του νομίσματος, όστις εξήγησε την εκδήλωσιν της αξίας την περιεχομένην εις την σχέσιν αξίας των εμπορευμάτων, από της απλουστέρας και ολιγώτερον φανερής εμφανίσεώς της μέχρι της μορφής την οποίαν λαμβάνει διά του νομίσματος και διά της οποίας καθίσταται αντιληπτή εις πάντας.
***
Τα εμπορεύματα δεν έχουν εν γένει άλλας σχέσεις μεταξύ των παρά την σχέσιν αξίας ή ανταλλαγής, της οποίας η απλουστέρα μορφή είναι:
χ εμπόρευμα Α αξίζει ψ εμπόρευμα Β
ή χ εμπόρευμα Α = ψ εμπόρευμα Β
20 μέτρα υφάσματος αξίζουν μίαν ενδυμασίαν
ή 20 μέτρα υφάσματος = 1 ενδυμασίαν

Το ύφασμα εκφράζει την αξίαν του εν τη ενδυμασία και αύτη χρησιμεύει ως ύλη διά την έκφρασιν ταύτην. Του πρώτου εμπορεύματος η αξία παρίσταται ως σχετική αξία, του δευτέρου λειτουργεί ως ισοδύναμον. Είμεθα υποχρεωμένοι ν' αντιστρέψωμεν την εξίσωσιν διά να εκφράσωμεν σχετικώς την αξίαν της ενδυμασίας και τότε το ύφασμα καθίσταται το ισοδύναμόν των. Το αυτό εμπόρευμα δεν δύναται όθεν να ενδυθή ταυτοχρόνως τας δύο ταύτας μορφάς εν τη ιδία εκφράσει της αξίας.
Ένα εμπόρευμα δεν δύναται να εκφράση την αξίαν του ή εις άλλο εμπόρευμα, ήτοι σχετικώς· διότι εάν είπωμεν 20 μέτρα υφάσματος αξίζουν 20 μέτρα υφάσματος, εκφράζομεν μόνον ότι τα 20 μέτρα του υφάσματος δεν είναι τίποτε άλλο παρά 20 μέτρα υφάσματος, δηλαδή είναι ποσόν τι αξίας χρήσεως.
Αλλ' αφ' ης στιγμής έν εμπόρευμα τίθεται ως ισοδύναμον, τούτο σημαίνει ότι αν και διαφόρου είδους ετέρου αντιθέτου του, δύναται να το αντικαταστήση ως αξία και ν' ανταλλαγή αντ' εκείνου. Πιστοποιεί ότι περιέχει τόσην αξίαν, όσην αποκρυσταλλωθείσαν ανθρωπίνην εργασίαν.
Ούτω η εξίσωσις:
20 μέτρα υφάσματος = 1 ενδυμασία
υποθέτει ότι τα δύο εμπορεύματα στοιχίζουν τόσην εργασίαν το έν όσον και το άλλο ή παράγονται κατά το αυτό χρονικόν διάστημα· αλλ' ο χρόνος ούτος ποικίλλει δι' έκαστου τούτων με κάθε μεταβολήν της παραγωγικής μορφής, ήτις το δημιουργεί.
Εξετάσωμεν ήδη την επιρροήν των μεταβολών τούτων επί της σχετικής εκφράσεως του μεγέθους της αξίας.
I. Ότι η αξία του υφάσματος αλλάσσει, ενώ η αξία της ενδυμασίας παραμένει σταθερά (40). Εάν ο διά την παραγωγήν της αναγκαίος χρόνος εργασίας, συνεπεία υποθέσωμεν μικροτέρας αποδόσεως του εδάφους του παράγοντος το λίνον διπλασιάζεται, τότε η αξία του διπλασιάζεται. Αντί 20 μέτρων υφάσματος = 1 ενδυμασία θα έχωμεν: 20 μέτρα υφάσματος = 2 ενδυμασίαι, διότι 1 ένδυμα περιέχει ήδη κατά το ήμισυ ολιγωτέραν εργασίαν. Εάν ο αναγκαίος χρόνος εργασίας εις την παραγωγήν του υφάσματος, αντιθέτως ελαττούται κατά το ήμισυ, συνεπεία τελειοποιήσεως του επαγγέλματος του υφαντουργού, τότε η αξία του ελαττούται κατά την αυτήν αναλογίαν. Και τότε 20 μέτρα υφάσματος = 1/2 ενδυμασία. Η σχετική αξία του εμπορεύματος Α, ήτοι η αξία του εκφραζομένη εις το εμπόρευμα Β αυξάνει ή ελαττούται συνεπώς κατ' ευθύν λόγον προς την αξίαν του εμπορεύματος Α, εάν η αξία του εμπορεύματος Β παραμένει σταθερά.
II. Ότι η αξία του υφάσματος παραμένει σταθερά, ενώ η αξία του ενδύματος ποικίλλει. Εάν ο αναγκαίος εις την κατασκευήν του ενδύματος χρόνος διπλασιασθή λόγω δυσμενούς, υποθέσωμεν, παραγωγής μαλλιού, τότε αντί 20 μέτρων υφάσματος = 1 ενδυμασία έχομεν 20 μέτρα υφάσματος = 1/2 ενδυμασία. Εάν η αξία του ενδύματος τουναντίον ελαττωθή κατά το ήμισυ, τότε 20 μ. υφάσματος = 2 ενδυμασίαι. Εάν η αξία του εμπορεύματος Α παραμένει σταθερά, βλέπομεν ότι η σχετική του αξία εκφραζομένη εν τω εμπορεύματι Β αυξάνει ή ελαττούται κατ' αντίστροφον λόγον της αλλαγής της αξίας Β.
III. Αι αναγκαίαι ποσότητες εργασίας διά την παραγωγήν του υφάσματος και του ενδύματος αλλάσσουν ταυτοχρόνως, εν τη αύτη εννοία και τη αυτή αναλογία; Εις την περίπτωσιν ταύτην, 20 μ. υφάσματος = 1 ενδυμασία ως και πρότερον, οιαδήποτε και αν είναι αι μεταβολαί της αξίας. Ανακαλύπτωμεν τας μεταβολάς ταύτας συγκρίνοντες με τρίτον εμπόρευμα, του οποίου η αξία παραμένει η αυτή. Εάν αι αξίαι όλων των εμπορευμάτων ηύξανον ή ηλαττούντο ταυτοχρόνως και εις την αυτήν αναλογίαν, αι σχετικαί των αξίαι ουδεμίαν θα υφίσταντο μεταβολήν. Η πραγματική μεταβολή της αξίας θ' ανεγνωρίζετο εκ του ότι κατά τον αυτόν χρόνον εργασίας θα παρήγε γενικώς ποσότητα εμπορευμάτων κατά το μάλλον και ήττον μεγαλειτέραν ή πριν.
IV. Ο αναγκαίος χρόνος εργασίας διά την παραγωγήν του τε υφάσματος και ενδυμασίας ως και των αξιών των, δύναται ταυτοχρόνως ν' αλλάσση κατά τον αυτόν τρόπον, αλλ' εις διάφορον βαθμόν, ή κατ' αντίθετον τρόπον κλπ. Η επιρροή παντός δυνατού συνδυασμού του είδους τούτου επί της σχετικής αξίας ενός εμπορεύματος, υπολογίζεται ευκόλως διά της χρησιμοποιήσεως των περιπτώσεων I, II και III.
Αι πραγματικαί μεταβολαί εις το μέγεθος της αξίας, δεν εκδηλούνται ποσώς ούτε σαφώς ούτε πλήρως εν τη σχετική των εκφράσει. Η σχετική ενός εμπορεύματος αξία δύναται ν' αλλάσση της αξίας του παραμενούσης σταθεράς και τανάπαλιν και τέλος μεταβολαί εν τη ποσότητι της αξίας και εν τη σχετική του εκφράσει δύνανται να είναι ταυτόχρονοι χωρίς να είναι ακριβώς αντίστοιχοι.
***
Έν εμπόρευμα μη δυνάμενον ν' αναχθή εις εαυτό ως ισοδύναμον, ούτε να εκδηλώση την αξίαν του διά της μορφής, δηλαδή της αξίας του χρήσεως, δέον κατ' ανάγκην να λάβη, ως ισοδύναμον, άλλο εμπόρευμα, του οποίου η αξία χρήσεως του χρησιμεύει ως μορφή αξίας. Ούτω λοιπόν οιονδήποτε σώμα, τεμάχιον ζαχάρεως π. χ. έν λίτρον οξυγόνου κλπ. διά να εκφράση το βάρος του δέον να λάβει, ως ισοδύναμον, άλλο τι σώμα, τεμάχια μετάλλου, των οποίων το βάρος είναι γνωστόν. Τα τεμάχια του μετάλλου δεν δίδουν βάρος εις την ζάχαριν και το αέριον, σημειούν μόνον το βάρος αυτών. Ωσαύτως η ενδυμασία ή παν άλλο εμπόρευμα, 10 γραμ. χρυσού, επί παραδειγμ. χρησιμεύοντα ως ισοδύναμα δεν δίδουν αξίαν εις το ένδυμα, αλλ' εκφράζουν την αξίαν του.
Αφ' ού δεν πρόκειται ειμή περί απλής εκδηλώσεως ενός εμπορεύματος, οιονδήποτε εμπόρευμα δύναται να παίξη τον ρόλον τούτον.
Διά τούτο και ο Όμηρος εκφράζει την αξίαν ενός πράγματος εις σειράν διαφόρων πραγμάτων (41). Αι εκφράσεις της αξίας ενός εμπορεύματος δύνανται όθεν να ποικίλλουν, τόσον όσον αι σχέσεις του μετ' άλλων εμπορευμάτων.
Αναχωρούντες εκ του απλού τύπου:
χ εμπόρευμα Α = ψ εμπόρευμα Β
20 μ. υφάσματος = 1 ενδυμασία.

Φθάνομεν εις τον αναπτυχθέντα τύπον:
χ εμπόρευμα Α = ψ εμπόρευμα Β = φ εμπόρευμα = υ εμπόρευμα Δ κ.λ.π.
20 μ. υφάσματος = 1 ενδυμασία = 10 λίτραι τεΐου = 40 λίτραι καφφέ = 10 γραμ. χρυσού = 1 στατήρ σιδήρου κ.λ.π.
Η αξία ενός εμπορεύματος, π. χ., αντιπροσωπεύεται ήδη εις άλλα αναρίθμητα ισοδύναμα. Κατοπτρίζεται εις παν άλλο εμπόρευμα ως εις καθρέπτην. Ιδού διατί ομιλούν περί της εις ένδυμα αξίας του υφάσματος, όταν εκφράζουν την αξίαν του εις ενδύματα, την αξίαν του εις σίτον ή εις άργυρον. Εκάστη παρομοία έκφρασις μας δίδει να εννοήσωμεν ότι είναι αυτή η ιδία του αξία, ήτις εκδηλούται εις τας διαφόρους ταύτας αξίας χρήσεως.
Πάσα άλλη εργασία, οποιαδήποτε και εάν είναι η φυσική μορφή της, σπορά, εξόρυξις σιδήρου, χρυσού κ.λ.π. είναι ίση προς την περιεχομένην εν τη αξία του υφάσματος εργασίαν, ήτις εμφανίζει ούτω τον χαρακτήρα ανθρωπίνης εργασίας.
Η ολική μορφή της σχετικής αξίας, θέτει εμπόρευμά τι εις κοινωνικήν σχέσιν μεθ' όλων.
Συγχρόνως η ατελείωτος σειρά των εκφράσεών της, αποδεικνύει ότι η αξία των εμπορευμάτων δύναται να ενδυθή αδιαφόρως ξεχωριστήν μορφήν αξίας χρήσεως.
Εν τω πρώτω τύπω: 20 μ. υφάσματος =1 ενδυμασία, δυνατόν να φανή ότι κατά τύχην τα δύο ταύτα εμπορεύματα είναι ανταλλάξιμα, εν τη καθορισθείσα ταύτη αναλογία. Εν τω δευτέρω τύπω, τουναντίον, διακρίνομεν αμέσως, εκείνο το οποίον κρύπτει η φαινομενικότης αύτη. Η αξία του υφάσματος παραμένει η αυτή, είτε εκφράζεται εις ενδύματα, καφφέ, σίδηρον, μέσω των αναριθμήτων εμπορευμάτων των ανηκόντων εις τους πλέον διαφόρους ανταλλάκτας. Είναι προφανές, ότι δεν είναι η ανταλλαγή η κανονίζουσα την ποσότητα της αξίας ενός εμπορεύματος, αλλά τουναντίον, η ποσότης της αξίας του εμπορεύματος, η οποία κανονίζει τας σχέσεις της της ανταλλαγής.
Ο αναπτυχθείς τύπος της αξίας δύναται να γραφή ως ακολούθως, χωρίς να μεταβληθή ο χαρακτήρ
20 μ. υφάσματος = 1 ενδυμασία
20 μ. υφάσματος = 10 λίτραι τεΐου
20 μ. υφάσματος = 40 λίτραι καφφέ
20 μ. υφάσματος = 10 γραμ. χρυσού

Ή ακόμη ως εξής:
1 ενδυμασία
= ]
10 λίτραι τεΐου
= ]
40 λίτραι καφφέ
= ]
20 μ. υφάσματος
10 γραμ. χρυσού
= ]
κλπ. κλπ. κλπ.
= ]
Τα εμπορεύματα εκφράζουν νυν τας αξίας των: 1ον κατά τρόπον απλούν, διότι τας εκφράζουν εις έν μόνον είδος εμπορεύματος· 2ον συνολικώς, διότι τας εκφράζουν εις το αυτό είδος εμπορεύματος.
Ο τύπος αξία είναι απλούς και κοινός και συνεπώς γενικός.
Ελάβομεν ως παράδειγμα 20 μ. υφάσματος = 1 ενδυμασία. Θα ηδυνάμεθα επίσης να ελαμβάνομεν ως παράδειγμα 40 λίτρας καφφέ = 10 γραμ. χρυσού ή 10 λίτρας τεΐου = 16 στατήρ. σιδήρου κ.λ.π. Υπό τον τύπον τούτον διάφορα εμπορεύματα εκφράζουν την σχετικήν των αξίαν εις διάφορα άλλα εμπορεύματα· όπερ σημαίνει ότι τα εμπορεύματα ανταλλάσσονται απ' ευθείας μεταξύ των. Βεβαίως ο τύπος ούτος της ανταλλαγής παρουσιάζεται εν τη πράξει εις τας αρχεγόνους εποχάς, οπόταν τα προϊόντα της εργασίας δεν μεταβάλλονται εις εμπορεύματα παρά τυχαίως δι' ανταλλαγών τυχαίων και μεμονωμένων.
Αλλά τον αρχέγονον τούτον τρόπον της ανταλλαγής αντικατέστησεν άλλος τις: κατά τον τρόπον τούτον τα εμπορεύματα εκλέγουν διά να εκφράσουν την αξίαν των, άλλο ειδικόν εμπόρευμα, το οποίον δύναται να είναι αδιαφόρως, ζώα, δούλοι, γυναίκες, χρυσός, σίδηρος κλπ. Ο τρόπος ούτος παρουσιάζεται εις την πραγματικότητα, ευθύς ως προϊόν τι εργασίας, το κτήνος π. χ. ανταλλάσσεται αντί άλλων εμπορευμάτων, όχι πλέον τυχαίως, αλλά κατά συνήθειαν. Το κτήνος γίνεται τότε το κοινόν ισοδύναμον των άλλων εμπορευμάτων.
Ευθύς ως εμπόρευμά τι κατορθώσει να επιβληθή ως γενικόν ισοδύναμον, είναι δύσκολον να το μετατοπίση τις εκ του ρόλου τούτου και να εγκαταστήση εκ νέου την απ' ευθείας ανταλλαγήν των λοιπών εμπορευμάτων, όπως ενόμιζαν ότι θα κατώρθουν ο Proudhon και οι άλλοι ουτοπισταί της αυτής μικράς αξίας. Ο κόσμος των εμπορευμάτων δεν κατορθώνει να εγκαταστήση κοινόν τι ισοδύναμον, ειμή διότι όλα τα εμπορεύματα εξαιρέσει ενός αποκλείονται του τύπου, του ισοδυνάμου ή του τύπου υπό τον οποίον είναι απ' ευθείας και αμέσως ανταλλάξιμα.
Το εμπόρευμα, το οποίον παίζει τον ρόλον του γενικού ισοδυνάμου δεν δύναται να χρησιμεύση δι' εαυτό ως ισοδύναμον.
Ας υποθέσωμεν ότι το μέτρον υφάσματος είναι το κοινόν ισοδύναμον, θα είχομεν επί παραδ. 20 μ. υφάσματος = 20 μ. ύφασμ., ταυτολογία ουδέν εκφράζουσα, ούτε αξίαν, ούτε ποσότητα αξίας. Το εμπόρευμα τούτο δεν κέκτηται όθεν κοινόν ισοδύναμον, όπως τα άλλα εμπορεύματα, δέον δε να εκλέξη αυθαιρέτως έν εμπόρευμα διά να εκφράση την αξίαν του. Έν εμπόρευμα δεν αποβαίνει γενικόν ισοδύναμον, ει μη διότι πάντα τ' άλλα εμπορεύματα το διέκριναν και το ανύψωσαν εκ της θέσεώς του διά να παίζη τον ρόλον τούτον. Αφ' ης στιγμής ο αποκλειστικός ούτος χαρακτήρ έρχεται να προσκολληθή εις ειδικόν είδος εμπορεύματος η φυσική του μορφή εξομοιούται ολίγου κατ' ολίγον με την μορφήν του ισοδυνάμου, ήτις του απεδόθη, αποκτά κοινωνικήν αυθεντίαν, γίνεται εμπόρευμα — χρήμα ή λειτουργεί ως χρήμα. Η ιδιαιτέρα ειδική λειτουργία του και κατά συνέπειαν το κοινωνικόν μονοπώλιόν του, είναι να παίζη τον ρόλον του γενικού ισοδυνάμου μεταξύ των εμπορευμάτων.
Εάν, εν τη μορφή του κοινού ισοδυνάμου, αντικαταστήσωμεν το εμπόρευμα ύφασμα διά του εμπορεύματος χρυσού, επιτυγχάνομεν κατ' εξοχήν την μορφήν νόμισμα ή χρήμα.
20 μ. υφάσμ.
= ]
1 ενδυμασία
= ]
10 λίτραι τεΐου
= ]
40 λίτραι καφφέ
= ]
10 γραμ. χρυσού.
1 στατήρ σιδήρου
= ]
κλπ. κλπ.
= ]
Ο τύπος ουδόλως ήλλαξεν, ειμή μόνον αντί του υφάσματος ο χρυσός τώρα κέκτηται την μορφήν του γενικού ισοδυνάμου. Η πρόοδος έγκειται απλούστατα εις το ότι η μορφή της αμέσου και γενικής ανταλλακτικότητος η μορφή του γενικού ισοδυνάμου, ενεσωματώθη οριστικώς εν τη φυσική και ειδική μορφή του χρυσού.
Ο χρυσός παίζει τον ρόλον του νομίσματος, έναντι των λοιπών εμπορευμάτων, διότι έπαιζε προηγουμένως, απέναντι τούτων τον ρόλον του εμπορεύματος. Όπως όλα εκείνα, ελειτούργει επίσης ως ισοδύναμον, είτε τυχαίως εις τας μεμονωμένας ανταλλαγάς είτε εις ιδιαίτερον ισοδύναμον παρά τα άλλα ισοδύναμα. Ολίγον κατ' ολίγον ελειτούργησεν εις όρια κατά το μάλλον ή ήττον ευρέα ως γενικόν ισοδύναμον. Ευθύς ως κατέκτησε το μονοπώλιον του ρόλου τούτου εν τη εκφράσει της αξίας των εμπορευμάτων, απέβη εμπόρευμα — χρήμα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ II.
ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΑΝΤΑΛΛΑΓΩΝ

Όλα τα εμπορεύματα δεν είναι αξίαι χρήσεως διά τους κατέχοντας αυτά, και είναι αξίαι χρήσεως διά τους μη κατέχοντας αυτά. Ωσαύτως πρέπει να περάσουν από χειρός εις χείρα καθ' όλην την γραμμήν. Αλλ' η αλλαγή αύτη από χειρός εις χείρα αποτελεί την ανταλλαγήν των, και η ανταλλαγή των καθιδρύει τας σχέσεις των ως αξιών και τα μορφώνει εις αξίας. Πρέπει λοιπόν τα εμπορεύματα να παρουσιάζονται ως αξίαι πριν δυνηθούν να γίνουν αξίαι χρήσεως. Αλλ' αφ' ετέρου πρέπει η αξία των χρήσεως να έχη εξακριβωθή πριν ή εμφανισθούν ως καθ' εαυτό αξίαι, διότι η ανθρωπίνη εργασία η δαπανηθείσα εν τη παραγωγή των δεν υπολογίζεται ή εφ' όσον δαπανάται υπό χρήσιμον εις άλλους μορφήν. Μόνη όθεν η ανταλλαγή των δύναται ν' αποδείξη, εάν η εργασία αύτη είναι χρήσιμος εις άλλους, δηλ. εάν το προϊόν της δύναται να ικανοποιήση ανάγκας άλλων.
Δι' έκαστον κάτοχον εμπορευμάτων, παν ξένον εμπόρευμα είναι ιδιαίτερον ισοδύναμον του ιδικού του. Το εμπόρευμά του είναι, συνεπώς το γενικόν ισοδύναμον πάντων των άλλων. Αλλ' επειδή όλοι οι ανταλλάκται ευρίσκονται εις την αυτήν θέσιν ουδέν εμπόρευμα είναι γενικόν ισοδύναμον και η σχετική αξία των εμπορευμάτων, ουδεμίαν γενικήν μορφήν κέκτηται, υπό την οποίαν να δύνανται ταύτα να συγκρίνονται ως ποσότητες αξίας. Εν μια λέξει ταύτα δεν παίζουν, τα μεν έναντι των δε τον ρόλον των εμπορευμάτων, αλλά τον ρόλον απλών προϊόντων ή αξιών χρήσεως.
Οι ανταλλάκται δεν δύνανται να συγκρίνουν τα είδη των εις αξίας και συνεπώς ως εμπορεύματα ειμή συγκρίνοντες ταύτα προς άλλο οιοδήποτε εμπόρευμα τιθέμενον έναντι αυτών, ως γενικόν ισοδύναμον, ό,τι ακριβώς απεδείχθη ήδη διά της προηγουμένης αναλύσεως. Αλλά το γενικόν τούτο ισοδύναμον, δεν δύναται να είναι ή το αποτέλεσμα μιας κοινωνικής δράσεως. Έν ιδιαίτερον εμπόρευμα τίθεται λοιπόν διά κοινής πράξεως κατά μέρος των άλλων εμπορευμάτων και χρησιμεύει διά να εμφανίζη τας αμοιβαίας των αξίας. Η φυσική μορφή του εμπορεύματος τούτου αποβαίνει ούτω η ισοδύναμος μορφή, η κοινωνικώς ανεγνωρισμένη. Ο ρόλος του γενικού ισοδυνάμου είναι εις το εξής η ειδική κοινωνική λειτουργία του αποχωρισθέντος εμπορεύματος και καθίσταται χρήμα.
Κατ' αρχάς, όταν η ανταλλαγή των εμπορευμάτων ελάμβανε χώραν εκτός των κοινοτήτων, την ιδιότητα του γενικού ισοδυνάμου απέκτα, οτέ μεν εμπόρευμά τι οτέ δε άλλο τι κατά τας περιστάσεις. Αλλ' ευθύς ως εγκατέστη η ανταλλαγή εις το εσωτερικόν των κοινοτήτων, την ιδιότητα γενικού ισοδυνάμου προσέλαβεν αποκλειστικώς ιδιαίτερον είδος εμπορεύματος, το οποίον απεκρυσταλλώθη εις μορφήν χρήματος. Κατ' αρχάς η τύχη αποφασίζει ποίον είδος εμπορεύματος καθορίζεται προς τούτο.
Δυνάμεθα εν τούτοις να είπωμεν ότι τούτο εξαρτάται γενικώς εκ δύο καθοριστικών συνθηκών. Η μορφή χρήμα αποδίδεται ή εις είδη εισαγωγής τα πλέον σημαντικά, τα οποία πρώτα εμφανίζουν πραγματικώς την ανταλλακτικήν αξίαν των εντοπίων προϊόντων ή εις αντικείμενα ή μάλλον εις χρήσιμον αντικείμενον, το οποίον τοις αποτελεί το κύριον στοιχείον του απαλλοτριωτού εντοπίου πλούτου, ως τα κτήνη επί παραδείγματι.
Οι νομάδες λαοί πρώτοι αναπτύσσουν την μορφήν χρήμα, διότι όλη των η περιουσία και όλος των ο πλούτος ευρίσκεται υπό κινητήν μορφήν και κατά συνέπειαν αμέσως απολλοτριωτήν. Επί πλέον το είδος της ζωής τούς θέτει συνεχώς εις επαφήν μετά ξένων κοινωνιών και τους αναγκάζει εις ανταλλαγήν των προϊόντων των.
Οι άνθρωποι πολλάκις εχρησιμοποίησαν αυτόν τούτον τον άνθρωπον εν τω προσώπω του δούλου, ως την πρώτην ύλην του χρήματός των· ουδέποτε συνέβη τούτο διά το έδαφός των. Μία τοιαύτη έννοια δεν ηδύνατο να γεννηθή ή εντός κοινωνίας αστικής ανεπτυγμένης ήδη, χρονολογείται δε από το τελευταίον τρίτον του δεκάτου εβδόμου αιώνος και η πραγματοποίησίς της δεν επεχειρήθη εις μεγάλην κλίμακα, υπό ολοκλήρου έθνους παρά ένα αιώνα αργότερον εν Γαλλία κατά την επανάστασιν του 1789.
Κατόπιν η ανταλλαγή θραύει τα δεσμά της, τα καθαρώς τυπικά, και συνεπώς η αξία των εμπορευμάτων αντιπροσωπεύει επί πλέον και πλέον γενικώς την ανθρωπίνην εργασίαν, η μορφή χρήμα μεταπίπτει εις εμπορεύματα, τα οποία η φύσις καθιστή ικανά να εκπληρώσουν την κοινωνικήν λειτουργίαν του γενικού ισοδυνάμου, δηλ. εις τα πολύτιμα μέταλλα.
Αν και ο χρυσός και ο άργυρος δεν είναι εκ φύσεως νόμισμα, εν τούτοις το νόμισμα είναι εκ φύσεως άργυρος και χρυσός, ως το αποδεικνύει και η προσαρμογή των φυσικών ιδιοτήτων των μετάλλων τούτων προς τας λειτουργίας του νομίσματος. Αλλά μέχρι τούδε δεν γνωρίζομεν παρά μίαν λειτουργίαν του νομίσματος, την υπηρεσίαν του να χρησιμεύη ως τρόπος εκδηλώσεως των εμπορευμάτων, ή ως ύλη, εν τη οποία η ποσότης των αξιών των εμπορευμάτων εκφράζεται κοινωνικώς. Όθεν, μία μόνον ύλη υπάρχει, δυναμένη να είναι μορφή ικανή διά να εκδηλώση την αξίαν ή να χρησιμεύση ως συγκεκριμένη εικών της αφηρημένης ανθρωπίνης εργασίας και συνεπώς ίσης εκείνης, της οποίας όλα τα αντίτυπα κέκτηνται την αυτήν ομοιόμορφον ιδιότητα. Αφ' ετέρου, καθώς αι αξίαι δεν αλλάσσουν ή κατά ποσότητα, το εμπόρευμα — νόμισμα δέον να είναι επιδεκτικόν των καθαρώς ποσοτικών διαφορών.
Δέον να είναι διαιρετόν κατά βούλησιν και να δύναται να ανασυντίθεται εις το σύνολον όλων του των μερών. Έκαστος γνωρίζει ότι ο χρυσός και ο άργυρος κέκτηνται φυσικώς όλας τας ιδιότητας ταύτας. Η αξία χρήσεως του εμπορεύματος — χρήματος καθίσταται διπλασία. Εκτός της ιδιαιτέρας αξίας του χρήσεως, ως εμπορεύματος — χρήματος, ο χρυσός επί παραδείγματι χρησιμεύει ως πρώτη ύλη διά τα είδη πολυτελείας, διά να πληρώνη οδόντας κατεστραμμένους κλπ., κέκτηται τυπικήν αξίαν χρήσεως, η οποία αρχήν έχει την ειδικήν της κοινωνικήν λειτουργίαν.
Επειδή όλα τα εμπορεύματα δεν είναι παρά ισοδύναμα, ιδιαίτερα του χρήματος, όπερ πάλιν είναι το γενικόν ισοδύναμον, έπεται ότι το χρήμα παίζει απέναντι των εμπορευμάτων τον ρόλον του παγκοσμίου εμπορεύματος, ταύτα δε εμφανίζονται απέναντί του ως ιδιαίτερα εμπορεύματα.
Είδομεν ότι ο τύπος χρήμα ή νόμισμα δεν είναι παρά η αντανάκλασις των σχέσεων της αξίας παντός είδους εμπορευμάτων εις έν είδος εμπορεύματος. Το ότι αυτό το χρήμα είναι εμπόρευμα τούτο δεν δύναται να είναι ανακάλυψις παρά δι' εκείνον μόνον, ο οποίος λαμβάνει ως σημείον αναχωρήσεως την συμπληρωμένην μορφήν του, διά να φθάση κατόπιν εις την ανάλυσίν του.
Η κίνησις των ανταλλαγών δίδει εις το εμπόρευμα, το οποίον μετατρέπει εις χρήμα, όχι την αξίαν του, αλλά την ειδικήν μορφήν της αξίας του. Συγχέοντες δύο τόσον διάφορα πράγματα, έφθασαν να θεωρούν τον άργυρον και τον χρυσόν ως καθαρώς υποθετικάς αξίας. Το γεγονός, ότι το χρήμα είς τινας υπηρεσίας του, δύναται να αντικατασταθή δι' άλλων απλών εκφράσεών του, εδημιούργησε την πλάνην, ότι το χρήμα είναι απλή έκφρασις.
Εξ άλλου, είναι αληθές, η πλάνη αύτη έκαμεν αισθητόν εκ των προτέρων ότι υπό την εμφάνισιν εξωτερικού τινος αντικειμένου, το νόμισμα αποκρύπτει εν τη πραγματικότητι κοινωνικήν τινα σχέσιν. Υπό την έννοιαν ταύτην παν εμπόρευμα θα ήτο έκφρασις, διότι δεν είναι αξία ή ως υλικόν περίβλημα της δαπανηθείσης διά την παραγωγήν του ανθρωπίνης εργασίας.
Παρετηρήσαμεν ήδη ότι η ισοδύναμος μορφή εμπορεύματος δεν αφήνει τίποτε να γνωσθή επί του μεγέθους της ποσότητος της αξίας του. Εάν γνωρίζωμεν ότι ο χρυσός είναι νόμισμα, ήτοι ανταλλακτός με όλα τα εμπορεύματα, δεν γνωρίζομεν όμως πόσον στοιχίζουν επί παραδείγματι 10 γραμ. χρυσού. Ως κάθε εμπόρευμα το χρήμα δεν δύναται να εκφράση την ιδίαν του ποσότητα αξίας ειμή εν σχέσει με άλλα εμπορεύματα. Η κυρίως αξία του καθορίζεται υπό του αναγκαίου χρόνου εργασίας διά την παραγωγήν του και εκφράζεται εις το ποσοστόν (quantum) παντός άλλου εμπορεύματος, απαιτήσαντος εργασίαν της αυτής διαρκείας.
Ο καθορισμός ούτος της ποσότητος της σχετικής του αξίας λαμβάνει χώραν εις αυτήν ταύτην την πηγήν της παραγωγής του εν τη πρώτη του ανταλλαγή. Ευθύς ως εισέλθη εν τη κυκλοφορία ως νόμισμα η αξία του είναι καθορισμένη. Ήδη κατά τα τελευταία έτη του 17ου αιώνος παρετηρήθη ότι το νόμισμα είνε εμπόρευμα· η ανάλυσις δεν ευρίσκεται εν τούτοις ή εις τα πρώτα της βήματα. Η δυσκολία δεν συνίσταται εις το να εννοήσωμεν ότι το νόμισμα είναι εμπόρευμα, αλλά να γνωρίσωμεν πώς και διατί εμπόρευμά τι γίνεται νόμισμα.
Εμπόρευμά τι δεν φαίνεται ποτέ ότι γίνεται χρήμα, διότι τα άλλα εμπορεύματα εκφράζουν αμοιβαίως εν αυτώ τας αξίας των. Όλως τουναντίον αι τελευταίαι αύται φαίνονται να εκφράζουν δι' αυτού τας αξίας των διότι είναι χρήμα. Η κίνησις, η χρησιμεύσασα ως ενδιάμεσον, εξαφανίζεται εν τω ιδίω της αποτελέσματι χωρίς να αφήνη ουδέν ίχνος. Τα εμπορεύματα ευρίσκουν χωρίς να φαίνεται ότι συνέβαλον εις τίποτε, την ιδίαν των αξίαν αντιπροσωπευομένην και καθωρισμένην, εν τω σώματι εμπορεύματός τινος υφισταμένου παρά και εκτός τούτων. Τα απλά ταύτα πράγματα, άργυρος και χρυσός, ως ταύτα εξέρχονται των κόλπων της γης παρουσιάζονται αμέσως ως άμεσος ενσάρκωσις πάσης ανθρωπίνης εργασίας. Εκείθεν η μαγεία του χρήματος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ III.
ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΩΝ

I. Μέτρον των αξιών.
Η πρώτη υπηρεσία του χρυσού (42) είναι να χορηγή εις το σύνολον των εμπορευμάτων την ύλην, εν τη οποία ταύτα εκφράζουν τας αξίας των ως ποσά της αυτής ονομασίας, της αυτής ποιότητος, και δυνάμενα να συγκριθώσι από της απόψεως της ποσότητος. Λειτουργεί όθεν ως παγκόσμιον μέτρον των αξιών και χάρις εις την υπηρεσίαν ταύτην, ο χρυσός το ισοδύναμον — εμπόρευμα αποβαίνει νόμισμα. Δεν είναι το νόμισμα εκείνο, το οποίον καθιστά τα εμπορεύματα σύμμετρα: τουναντίον. Ακριβώς διότι τα εμπορεύματα ως αξίαι είναι υλοποιειθείσα εργασία και κατά συνέπειαν σύμμετρα μεταξύ των, δύνανται να μετρήσουν όλα συγχρόνως τας αξίας των διά τινος ειδικού εμπορεύματος και να μεταβάλουν αυτό εις νόμισμα, ήτοι να καταστήσουν τούτο κοινόν μέτρον. Αλλά το μέτρον των αξιών διά του νομίσματος είναι η μορφή, την οποίαν δέον κατ' ανάγκην ν' ενδυθή το εν αυταίς μέτρον δηλ. ο χρόνος της εργασίας.
Η έκφρασις της αξίας ενός εμπορεύματος εις χρόνον: Χ εμπόρευμα Α = Ψ εμπόρευμα — νόμισμα, είναι η εις νόμισμα μορφή του, δηλ. η τιμή του.
Η τιμή ή η μορφή — νόμισμα των εμπορευμάτων ως η μορφή αξία εν γένει διακεκριμένη των σωμάτων της ή του φυσικού των σχήματος είναι φανταστικαί. Η αξία του σιδήρου, του υφάσματος, του σίτου κ.λ.π. παραμένει εις αυτά ταύτα τα πράγματα αν και αοράτως. Αντιπροσωπεύονται διά της ισότητός των προς τον χρυσόν, διά σχέσεως προς το μέταλλον τούτο, όπερ ευρίσκεται επί κεφαλής ούτως ειπείν των εμπορευμάτων. Ο ανταλλάκτης υποχρεούται όθεν είτε να το ονομάζη με την γλώσσαν των αυτήν, είτε να τοις αναρτήση επιγραφάς διά ν' αναγγείλη την τιμήν των εις τον εξωτερικόν κόσμον.
Της εκφράσεως της αξίας των εμπορευμάτων εις χρυσόν ούσης απλούστατα ιδέας, δεν χρειάζεται διά την πράξιν ταύτην ή ιδέα υπάρχουσα μόνον εν τη φαντασία.
Δεν υπάρχει παντοπώλης αγνοών ότι πολύ απέχει από του να κερδίση χρυσόν διά των εμπορευμάτων του, όταν δίδη εις την αξίαν των την μορφήν τιμήν, ή εν φαντασία την μορφήν χρυσόν και ότι δεν έχει ανάγκην πραγματικού κόκκου χρυσού διά να εκτιμήση εις χρυσόν εκατομμύρια αξιών εμπορευμάτων. Εν τη λειτουργία του ως μέτρου αξιών το χρήμα χρησιμοποιείται ως ιδεώδες νόμισμα. Η περίπτωσις αύτη έδωσε λαβήν εις τας πλέον τρελλάς θεωρίας. Αλλ' αν και το χρήμα ως μέτρον αξίας δεν λειτουργεί ειμή ιδεολογικώς, και ο χρυσός ο προς τον σκοπόν τούτον χρησιμοποιούμενος, δεν είναι κατά συνέπειαν ή φαντασιώδης χρυσός, η τιμή των εμπορευμάτων όμως δεν εξαρτάται ολιγώτερον απολύτως από την ύλην του νομίσματος. Η αξία, ήτοι το ποσοστόν της ανθρωπίνης εργασίας, το περιεχόμενον π. χ. εις τόννον σιδήρου, εκφράζεται φαντασταστικώς υπό του ποσοστού του εμπορεύματος νομίσματος στοιχίζοντος ακριβώς ίσην εργασίαν.
Αφ' ης στιγμής τα εμπορεύματα διά να εκφράσουν την αξίαν των δέον ν' αναφερθούν εις ποσότητα χρυσού καθορισθείσαν ως μέτρον συγκρίσεως, εις μετρικήν μονάδα, η ποσότης αύτη του χρυσού, ίνα έχη κοινωνικήν αναγνώρισιν ρυθμίζεται υπό του νόμου. Η σταθερά αύτη ποσότης καθίσταται το υπόδειγμα των τιμών.
Αι τιμαί ή τα ποσοστά του χρυσού, εν αις μεταβάλλονται ιδεολογικώς τα εμπορεύματα, εκφράζονται νυν υπό των νομισματικών ονομάτων του μετάλλου: ούτω αντί να είπωμεν 1 σάκκος σίτου αξίζει 10 γραμ. χρυσού, λέγωμεν ότι αξίζει 20 φράγκα.
Η τιμή, το νομισματικόν όνομα της πραγματοποιηθείσης εν τω εμπορεύματι εργασίας, δεικνύει ότι είναι ανταλλακτή, διά του νομίσματος και ότι δέον ν' ανταλλαγή. Εξ άλλου ο χρυσός δεν λειτουργεί ως ιδεώδες μέτρον της αξίας παρά διότι ευρίσκεται ήδη εις την αγοράν ως εμπόρευμα νόμισμα.
II. Μέσον κυκλοφορίας.
α'. Η μεταμόρφωσις των εμπορευμάτων.
Η ανταλλαγή κάμνει τα εμπορεύματα να διέρχωνται από χειρών, εις τας οποίας είναι όχι — αξίαι χρήσεως εις χείρας, εις τας οποίας ταύτα χρησιμεύουν ως αξίαι χρήσεως. Το προϊόν μιας χρησίμου εργασίας αντικαθιστά το προϊόν μιας άλλης χρησίμου εργασίας. Τούτο είναι η κοινωνική κυκλοφορία των αγαθών. Αφού το εμπόρευμα φθάσει εις το σημείον, εις το οποίον χρησιμοποιείται, ως αξία χρήσεως, μεταπίπτει από της σφαίρας των ανταλλαγών εις την σφαίραν της καταναλώσεως. Αλλ' η υλική αύτη κυκλοφορία πραγματοποιείται διά σειράς μεταβολής της μορφής, διά μιας μεταμορφώσεως του εμπορεύματος, την οποίαν θα μελετήσωμεν αμέσως.
Ας μεταφερθώμεν προς στιγμήν επί του θεάτρου της δράσεως της αγοράς, ένθα ο χρυσός κατέχει τον ένα πόλον και όλα τα άλλα εμπορεύματα τον άλλον πόλον. Τι βλέπομεν;
Οιοσδήποτε ανταλλάκτης, ένας υφαντουργός π. χ., μετατρέπει το εμπόρευμά του, 20 μ. υφάσματος εις τιμήν ωρισμένην 40 φρ. λ. χ. Το ανταλλάσσει αντί 40 φρ., κατόπιν δε ανταλλάσσει τα δυο ταύτα λουδοβίκια αντί μιας ενδυμασίας, της οποίας έχει ανάγκην διά προσωπικήν του χρήσιν. Δεν πραγματοποιείται λοιπόν ανταλλαγή, εάν δεν λάβουν χώραν δύο αντίθετοι μεταμορφώσεις συμπληρούμεναι αμοιβαίως — μεταβολή του εμπορεύματος εις χρήμα και μεταβολή τούτου εκ νέου εις εμπόρευμα — . Αι δύο αύται μεταμορφώσεις του εμπορεύματος παρουσιάζουν ταυτοχρόνως από απόψεως του ιδιοκτήτου των δύο πράξεις — πώλησιν, ανταλλαγήν του εμπορεύματος με χρήμα — αγοράν, ανταλλαγήν του χρήματος με εμπόρευμα — και το σύνολον των δύο τούτων πράξεων είναι: Πωλείν διά το αγοράζειν.
Το συμπέρασμα διά τον υφαντουργόν εκ της υποθέσεως ταύτης είναι ότι ούτος έχει τώρα ένδυμα και όχι ύφασμα, αντί του εμπορεύματός του, άλλο ίσης αξίας, αλλά διαφόρου χρησιμότητος· η ανταλλαγή του εμπορεύματος επιβάλλει όθεν μεταλλαγάς του τύπου.
ΕΜΠΟΡΕΥΜΑ
ΧΡΗΜΑ
ΕΜΠΟΡΕΥΜΑ
Ε
Χ
Ε
Λαμβανομένης από της καθαράς υλιστικής απόψεώς της η κίνησις καταλήγει εις Ε — Ε, ανταλλαγή εμπορεύματος δι' εμπορεύματος, μετρατροπή των υλών της κοινωνικής εργασίας. Τοιούτον είναι το αποτέλεσμα, δι' ού εξαφανίζεται το φαινόμενον.
Έχομεν νυν να εξετάσωμεν ιδιαιτέρως εκάστην των διαδοχικών μεταμορφώσεων, από τας οποίας θα διέλθη το εμπόρευμα.
Ε — Χ πρώτη μεταμόρφωσις του εμπορεύματος ή πώλησις.
Η αξία του εμπορεύματος εξέρχεται εκ του ιδίου της σώματος διά να εισέλθη εις το σώμα του χρυσού. Τούτο είναι το επικίνδυνον πήδημά της. Εάν αποτύχη δεν θα πάθη τίποτε, ο κάτοχός της όμως θα στερηθή ταύτης. Πολλαπλασιάζουσα τας ανάγκας της η κοινωνική διαίρεσις της εργασίας περιώρισε διά μιας την παραγωγικήν της ικανότητα και τούτο ακριβώς, διότι το προϊόν της τής χρησιμεύει ως ανταλλακτική αξία ή ως γενικόν ισοδύναμον. Πάντως όμως τον τύπον τούτον αποκτά μετατρεπόμενον εις χρήμα, το δε χρήμα ευρίσκεται εις άλλου θυλάκιον. Διά να εξέλθη εκείθεν, πρέπει το εμπόρευμα προ παντός άλλου να είναι αξία χρήσεως διά τον αγοραστήν, η εν αυτώ δαπανηθείσα εργασία να είναι τοιαύτη υπό μορφήν κοινωνικώς χρήσιμον ή να αποτελή κλάδον της κοινωνικής διαιρέσεως της εργασίας. Η διαίρεσις όμως της εργασίας δημιουργεί οργανισμόν παραγωγής αυθόρμητον, του οποίου τα νήματα υφάνθησαν και υφαίνονται ακόμη εν αγνοία των παραγωγών ανταλλακτών.
Έν προϊόν ικανοποιεί σήμερον κοινωνικήν ανάγκην· αύριον θ' αντικατασταθή ίσως, μερικώς ή εξ ολοκλήρου, υπό αντιπάλου προϊόντος. Ακόμη και δι' εργασίαν, ως εκείνη του υφαντουργού μας, μέρος επίσημον της κοινωνικής διαιρέσεως της εργασίας, η αξία χρήσεως των 20 μέτρων του υφάσματος δεν είναι ακριβώς ηγγυημένη. Εάν η ανάγκη του υφάσματος εις την κοινωνίαν, η δε ανάγκη αύτη έχει το μέτρον της, ως παν άλλο πράγμα, έχει ήδη ικανοποιηθή υπό αντιπάλων υφαντουργών, το προϊόν του φίλου μας αποβαίνει πλεόνασμα και συνεπώς άχρηστον. Ας υποθέσωμεν εν τούτοις ότι η χρήσιμος αξία του προϊόντος του έχει εκτιμηθή και ότι το χρήμα έχει προσελκυσθή υπό του εμπορεύματος. Πόσον χρήμα; Ιδού πλέον το ζήτημα. Είναι αληθές ότι η απάντησις ευρίσκεται εκ των προτέρων εις την τιμήν του εμπορεύματος, εκθέτουσα ταύτην διά του μεγέθους της αξίας. Δεν λαμβάνομεν υπ' όψει την αδύνατον πλευράν του πωλητού, τα κατά το μάλλον ή ήττον σκόπιμα λάθη υπολογισμού, τα οποία άνευ οίκτου διορθούνται εις την αγοράν.
Ας υποθέσωμεν ότι εδαπανήθη διά το προϊόν του ο ωρισμένος κοινωνικός χρόνος. Η τιμή του εμπορεύματος δεν είναι λοιπόν παρά το νομισματικόν όνομα του ποσοστού της εργασίας, την οποίαν απαιτεί κατά μέσον όρον παν είδος της αυτής φύσεως. Αλλ' εν αγνοία και άνευ της αδείας του υφαντουργού μας, αι παλαιαί μέθοδοι της υφαντουργίας ανεστατώθησαν. Ο χθες αναγκαίος κοινωνικός χρόνος της εργασίας, διά την παραγωγήν ενός μέτρου υφάσματος δεν υφίσταται πλέον, όπως σπεύδει να του το αποδείξη ο πλούσιος διά του τιμολογίου των συναγωνιστών του. Κατά δυστυχίαν του, υπάρχουν πολλοί υφαντουργοί εις τον κόσμον.
Ας υποθέσωμεν τέλος ότι έκαστον τεμάχιον υφάσματος, ευρισκόμενον εις την αγοράν δεν εκόστισεν ή τον αναγκαίον χρόνον εργασίας· το ολικόν εν τούτοις ποσόν των τεμαχίων τούτων δύναται ν' αντιπροσωπεύη εργασίαν δαπανηθείσαν ασκόπως.
Εάν ο στόμαχος της αγοράς δεν δύναται ν' απορροφήση όλον το ύφασμα εις την κανονικήν τιμήν των 2 φρ. κατά μέτρον, τούτο αποδεικνύει ότι πολύ μεγάλη μερίς κοινωνικής εργασίας εδαπανήθη υπό την μορφήν της υφαντουργίας. Το αποτέλεσμα είναι το αυτό, ως εάν έκαστος υφαντουργός, ιδιαιτέρως εχρησιμοποίει διά το ατομικόν του αγαθόν πλέον της κοινωνικής αναγκαίας εργασίας. Ενταύθα δυνάμεθα να είπωμεν κατά την Γερμανικήν παροιμίαν «μαζύ πιασμένοι, μαζύ κρεμασμένοι». Όλον το ύφασμα εις την αγοράν αποτελεί έν εμπόρευμα, του οποίου έκαστον τεμάχιον δεν είναι ή μέρος ποσοστόν.
Ωσαύτως οι ανταλλάκται μας ανακαλύπτουν ότι η αυτή διαίρεσις της εργασίας, η οποία δημιουργεί τούτους ανεξαρτήτους ιδιωτικούς παραγωγούς, καθιστά την πορείαν της κοινωνικής παραγωγής και τας σχέσεις τας οποίας δημιουργεί, τελείως ανεξαρτήτους των θελήσεών των, εις τρόπον ώστε, η ανεξαρτησία των προσώπων των μεν και των δε, ευρίσκει το κατ' ανάγκην συμπλήρωμά του, έναντι εις σύστημα αμοιβαίας εξαρτήσεως, επιβληθείσας υπό των πραγμάτων.
Η διαίρεσις της εργασίας μεταβάλλει το προϊόν της εργασίας εις εμπόρευμα και ως εκ τούτου επιβάλλει την μετατροπήν του εις τμήμα. Καθιστά δε συγχρόνως την επιτυχίαν της τοιαύτης μετουσιώσεως (transsubstantiation) τυχαίαν. Δυνάμεθα εν τούτοις να παρατηρήσωμεν το φαινόμενον, εν τη ολότητί του, οφείλομεν δε τότε να υποθέσωμεν ότι η πορεία του είναι κανονική. Εξ άλλου εάν το εμπόρευμα δεν είναι απολύτως άχρηστον, η αλλαγή της μορφής του γίνεται πάντοτε, οιαδήποτε και αν είναι η τιμή της πωλήσεώς του. Ας επιστρέψωμεν όμως εις την ανταλλαγήν. — Εκείνο που είναι φανερόν είναι ότι εμπόρευμα και χρυσός, 20 μ. υφάσματος και 2 λουδοβίκια, αλλάσσουν χείρα ή θέσιν. Το εμπόρευμα πραγματοποιεί την τιμήν του, ήτοι αγοράζει χρυσόν διότι πώλησις είναι αγορά λέγει ο Quesnay ή πωλείν είναι αγοράζειν. Όθεν Ε — Χ είναι συγχρόνως Χ — Ε.
Έως εδώ δεν εγνωρίζομεν μεταξύ των ανθρώπων, άλλην οικονομικήν σχέσιν, ειμή την σχέσιν των ανταλλακτών, σχέσιν εν τη οποία, ούτοι οικειοποιούνται το προϊόν ξένης εργασίας χορηγούντες το ιδικόν των.
Εάν όθεν είς των ανταλλακτών παρουσιασθή εις τον άλλον ως κάτοχος χρήματος, τότε έν εκ των δύο συμβαίνει: ή το προϊόν της εργασίας του κέκτηται φυσικώς την μορφήν νόμισμα, δηλαδή το προϊόν του είναι χρυσός, άργυρος κλπ., εν μια λέξει, ύλη του νομίσματος, ή το εμπόρευμα ήλλαξεν ήδη μορφήν, επωλήθη και ως εκ τούτου απεγυμνώθη της πρώτης του μορφής. Διά να λειτουργήση ως νόμισμα ο χρυσός, οφείλει φυσικώς να παρουσιασθή εις την αγοράν εις οιονδήποτε σημείον. Εισέρχεται εν τη αγορά εις αυτήν την πηγήν της παραγωγής του, δηλ. εκεί ένθα ανταλλάσσεται ως προϊόν άμεσον της εργασίας έναντι άλλου προϊόντος της αυτής αξίας.
Αλλ' από της στιγμής εκείνης αντιπροσωπεύει πάντοτε μίαν πραγματοποιηθείσαν τιμήν εμπορεύματος: ανεξαρτήτως της ανταλλαγής του χρυσού έναντι εμπορεύματος εν τη πηγή του της παραγωγής, ο χρυσός ευρίσκει εις τας χείρας εκάστου ανταλλάκτου — παραγωγού, το προϊόν της πωλησεως ή της πρώτης μεταμορφώσεως του εμπορεύματός του, Ε — Χ. Ο χρυσός κατέστη χρήμα ιδεώδες ή μέτρον αξιών, διότι τα εμπορεύματα εξέφραζον τας αξίας των εν αυτώ και ούτω εδημιούργουν την φανταστικήν μορφήν των — αξίαν αντίθετον των φυσικών των μορφών των χρησίμων προϊόντων· η κίνησις αύτη μετατρέπει πάσας εις χρυσόν και μεταβάλλει ως εκ τούτου εις χρυσόν την μεταμορφωθείσαν μορφήν των, όχι πλέον φανταστικώς, αλλά πραγματικώς. Το τελευταίον ίχνος των συνήθων μορφών και των συγκεκριμένων εργασιών των, εξ ων έλκουν την καταγωγήν, εξαφανισθέν ούτως, δεν καταλείπει πλέον ή ακαθόριστον και ομοιόχρωμον δείγμα της αυτής κοινωνικής εργασίας. Βλέποντες έν νόμισμα δεν δυνάμεθα να είπωμεν τι είδος μετετράπη εν αυτώ. Το νόμισμα δύναται όθεν να είναι βόρβορος ενώ ο βόρβορος δεν είναι νόμισμα.
Ας υποθέσωμεν τώρα, ότι τα δύο χρυσά νομίσματα, διά των οποίων ο υφαντουργός μας εξεποίησε το εμπόρευμά του, προέρχονται εκ της μεταμορφώσεως ενός σάκκου σίτου.
Η πώλησις του υφάσματος Ε — Χ, είναι συγχρόνως η αγορά του, Χ — Ε. Ενώ το ύφασμα είναι πωλημένον, το εμπόρευμα τούτο αρχίζει κίνησιν περατουμένην διά του αντιθέτου του, της αγοράς της ενδυμασίας. Ενώ το ύφασμα είναι ηγορασμένον, περατώνει κίνησιν, αρχίσασαν διά του αντιθέτου του, της πωλήσεως του σίτου, Ε — Χ (ύφασμα — χρήμα). Η πρώτη αύτη φάσις Ε — Χ — Ε (ύφασμα — χρήμα — ένδυμα) είναι συγχρόνως Χ — Ε (χρήμα — ύφασμα), η τελευταία φάσις μιας άλλης κινήσεως Ε — Χ — Ε (σίτος — χρήμα — ύφασμα).
Η πρώτη μεταμόρφωσις ενός εμπορεύματος, η διάβασίς του από της μορφής εμπορεύματος εις την μορφήν χρήμα, είναι πάντοτε δευτέρα μεταμόρφωσις, όλως αντίθετος ενός άλλου εμπορεύματος, της επιστροφής του εκ της μορφής χρήματος εις την μορφήν εμπόρευμα.
Χ — Ε δευτέρα και τελική μεταμόρφωσις. Αγορά.
Το χρήμα είναι το εμπόρευμα, το οποίον έχει ως χαρακτηριστικόν την απόλυτον εκποίησιν, διότι είναι το προϊόν της παγκοσμίου εκποιήσεως όλων των άλλων εμπορευμάτων. Αναγιγνώσκει όλας τας τιμάς αντιστρόφως και καθρεπτίζεται ούτω, εις τα σώματα όλων των προϊόντων, ως εις την ύλην, η οποία του παραδίδεται, διά να αποβή το ίδιον αξία χρήσεως. Συγχρόνως αι τιμαί ομοιάζουν ούτως ειπείν, τα ερωτικά βλέμματα τα εκτοξευόμενα προς αυτάς υπό των εμπορευμάτων, ορίζουν το όριον της μετατρεπτικής των ιδιότητος, ήτοι την ιδίαν των ποσότητα. Του εμπορεύματος εξαφανιζομένου εις την πράξιν της εις χρήμα μετατροπής του, το χρήμα το οποίον διαθέτει ιδιώτης τις δεν επιτρέπει να εξακριβώσωμεν, ούτε πώς έπεσεν εις χείρας του, ούτε τι πράγμα μετεβλήθη εν αυτώ. Αδύνατον να εννοηθή (non olet) πόθεν έλκει την καταγωγήν του, ενώ αφ' ενός αντιπροσωπεύει πωληθέντα εμπορεύματα, αφ' ετέρου αντιπροσωπεύει εμπορεύματα προς αγοράν.
Χ — Ε, η αγορά, είναι ταυτοχρόνως πώλησις, Ε — Χ, η τελευταία μεταμόρφωσις ενός εμπορεύματος, η πρώτη ενός άλλου. Διά τον υφαντουργόν μας το στάδιον του εμπορεύματός του τελειώνει εις το ένδυμα, εν τω οποίω μετέβαλε τα δύο του λουδοβίκια. Αλλ' ο πωλητής της ενδυμασίας δαπανά το ποσόν τούτο εις οινόπνευμα Χ — Ε, η τελευταία φάσις του Ε — Χ — Ε (ύφασμα — χρήμα — ένδυμα) είναι συγχρόνως Ε — Χ η πρώτη φάσις του Ε — Χ — Ε (ένδυμα — χρήμα — οινόπνευμα).
Η κοινωνική διαίρεσις της εργασίας περιορίζει έκαστον ανταλλάκτην — παραγωγόν εις την κατασκευήν ενός ιδιαιτέρου είδους το οποίον συνήθως πωλεί χονδρικώς. Εξ άλλου αι διάφοροι ανάγκαι του, αι συνεχώς αναγεννώμεναι, τον υποχρεούν να χρησιμοποιήση το ούτω επιτευχθέν χρήμα εις αγοράς κατά το μάλλον ή ήττον πολυαρίθμους.
Μία πώλησις αποβαίνει το σημείον της αναχωρήσεως διά τας διαφόρους αγοράς. Η τελική μεταμόρφωσις εμπορεύματός τινος αποτελεί ούτω ποσόν πρώτων μεταμορφώσεων άλλων εμπορευμάτων.
Πώλησις και αγορά είναι πράξις ταυτόσημοι. ως αμοιβαία σχέσις δύο προσώπων αντιθέτων τάσεων, του κατόχου του εμπορεύματος και του κατόχου του χρήματος. Αποτελούν δύο πράξεις αντιθέτων τάσεων, ως πράξεις του αυτού προσώπου. Η ομοιότης της πωλήσεως και της αγοράς έχει ως συνέπειαν ότι το εμπόρευμα καθίσταται άχρηστον, εάν άπαξ ριφθέν εις την αλχημικήν χοάνην της κυκλοφορίας δεν εξέρχεται ως χρήμα. Εάν τις δεν αγοράση, ο άλλος δεν δύναται να πωλήση. Η ταυτότης αύτη προϋποθέτει επί πλέον, ότι η επιτυχία της συναλλαγής αποτελεί σταθμόν, ένα διάμεσον εν τη ζωή του εμπορεύματος, διάμεσον δυνάμενον να διαρκέση κατά το μάλλον ή ήττον επί μακρόν. Η πρώτη μεταμόρφωσις ενός εμπορεύματος, ούσα συγχρόνως πώλησις και αγορά, χωρίζεται ως εκ τούτου εκ της συμπληρωματικής μεταμορφώσεώς της. Ο αγοραστής έχει το εμπόρευμα, ο πωλητής το χρήμα, δηλαδή εμπόρευμα προικισμένον με μορφήν καθιστώσαν αυτό πάντοτε ευπρόσδεκτον εις την αγοράν, εις οιανδήποτε στιγμήν ήθελεν αναφανή εκεί. Ουδείς δύναται να πωλήση χωρίς άλλος να αγοράση, αλλ' ουδείς έχει ανάγκην ν' αγοράση αμέσως, διότι επώλησεν.
Η κυκλοφορία αποτινάσσει τους φραγμούς, διά των οποίων ο χρόνος, το διάστημα και αι σχέσεις ατόμου προς άτομον, περιορίζουν την ανταλλαγήν των προϊόντων. Αλλά πώς; Εις το διά της ανταλλαγής εμπόριον ουδείς δύναται να εκποιήση το προϊόν του, χωρίς άλλο πρόσωπον να εκποιή ταυτοχρόνως το ιδικόν του. Την άμεσον ταυτότητα των δύο τούτων πράξεων, η κυκλοφορία την διαιρεί εισάγουσα την αντίθεσιν της πωλήσεως και της αγοράς. Αφού επώλησα δεν είμαι υποχρεωμένος ν' αγοράσω ούτε εις το αυτό μέρος, ούτε τον αυτόν χρόνον, ούτε εις το αυτό πρόσωπον, εις το οποίον επώλησα. Είναι αληθές ότι η αγορά είναι το καταναγκαστικόν συμπλήρωμα της πωλήσεως, δεν είναι όμως ολιγώτερον αληθές, ότι η μονάς των είναι μονάς των αντιθέτων. Εάν ο χωρισμός των δύο τούτων συμπληρωματικών φάσεων της μεταμορφώσεως των εμπορευμάτων παρατείνεται, εάν ο χωρισμός μεταξύ της πωλήσεως και της αγοράς οξύνεται, ο στενός σύνδεσμός των εκδηλούται διά μιας κρίσεως.
β'. Κυκλοφορία του νομίσματος.
Ευθύς ως ο πωλητής συμπληρώση την πώλησιν διά της αγοράς, το χρήμα εκφεύγει επίσης των χειρών του.
Η αποτυπωθείσα εις το χρήμα κίνησις διά της κυκλοφορίας των εμπορευμάτων δεν είναι λοιπόν κυκλική. Το απομακρύνει των χειρών του κατόχου του, χωρίς ποτέ να του το επαναφέρη. Είναι αληθές ότι, εάν ο υφαντουργός αφού επώλησεν 20 μ. υφάσματος και ηγόρασε κατόπιν ένδυμα, πωλεί εκ νέου ύφασμα, το χρήμα θα του επανέλθη. Αλλά δεν θα προκύψη εκ της κυκλοφορίας των 20 μ. υφάσματος.
Η επιστροφή του απαιτεί την ανανέωσιν ή την επανάληψιν της αυτής κυκλοφοριακής κινήσεως, διά νέου εμπορεύματος και τελειώνει διά του αυτού ως και πρότερον αποτελέσματος. Η κίνησις, την οποίαν η κυκλοφορία των εμπορευμάτων αποτυπώνει εις το χρήμα, απομακρύνει όθεν τούτο συνεχώς από το σημείον της αναχωρήσεως διά να το κάνη ν' αλλάσση συνεχώς χείρας. Τούτο ακριβώς ωνόμασαν κυκλοφορίαν του νομίσματος (Currency).
Η κυκλοφορία του νομίσματος είναι η συνεχής και μονότονος επανάληψις της αυτής κινήσεως. Το εμπόρευμα ευρίσκεται πάντοτε εις τον πωλητήν, το χρήμα πάντοτε εις τον αγοραστήν ως μέσον αγοράς. Υπό τον τίτλον τούτον η υπηρεσία του είνε η πραγματοποίησις της τιμής των εμπορευμάτων. Πραγματοποιούν τας τιμάς των, αλλάσσει την θέσιν τούτων από του πωλητού εις τον αγοραστήν, ενώ και τούτο διέρχεται από του τελευταίου εις τον πρώτον διά να επαναλάβη την αυτήν κίνησιν με άλλο εμπόρευμα.
Το νόμισμα φαίνεται ότι θέτει εις κυκλοφορίαν εμπορεύματα αφ' εαυτών ακίνητα και μεταβιβάζει ταύτα από της χειρός εν τη οποία είναι όχι — αξίαι χρήσεως, εις την χείραν ένθα είναι αξίαι χρήσεως με διεύθυνσιν πάντοτε αντίθετον της ιδικής του. Απομακρύνει διαρκώς τα εμπορεύματα της σφαίρας της κυκλοφορίας εγκαθιδρυόμενον συνεχώς εις την θέσιν των και εγκαταλείπον την ιδικήν του. Καίτοι η κίνησις του νομίσματος δεν είναι ή η έκφρασις της κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, τουναντίον η κυκλοφορία των εμπορευμάτων είναι εκείνη, η οποία φαίνεται ότι δεν απορρέει παρά εκ της κινήσεως του νομίσματος.
Αφ' ετέρου το νόμισμα λειτουργεί ως μέσον κυκλοφορίας, διότι είναι πραγματοποιηθείσα μορφή αξίας των εμπορευμάτων. Η κίνησίς του πραγματικώς δεν είναι παρά η ιδία του αλλαγή της μορφής, ήτις κατά συνέπειαν πρέπει ν' αντανακλάται και ν' αποβαίνη ψηλαφητή εν τη κυκλοφορία του νομίσματος. Ό,τι άλλως τε και συμβαίνει. Το ύφασμα π. χ. αλλάσσει κατ' αρχάς την μορφήν του εμπόρευμα εις μορφήν χρήμα. Η τελευταία μορφή της πρώτης μεταμορφώσεώς του (Ε — Χ), η μορφή του χρήμα, είναι η πρώτη μορφή της τελευταίας μεταμορφώσεώς του, της μετατροπής του εκ νέου εις σύνηθες εμπόρευμα, εις ένδυμα (Χ — Ε). Αλλ' εκάστη των μεταβολών τούτων της μορφής πραγματοποιείται δι' ανταλλαγής μεταξύ εμπορεύματος και νομίσματος ή διά της αμοιβαίας μεταθέσεώς του. Τα αυτά νομίσματα αλλάσσουν εις την πρώτην πράξιν θέσιν με το ύφασμα, εις δε την δευτέραν με το ένδυμα. Μεταβάλλουν θέσιν δις. Η πρώτη μεταμόρφωσις του υφάσματος εισάγει ταύτα εις το θυλάκιον του υφαντουργού, η δε δευτέρα μεταμόρφωσις τα εξάγει, αι δύο αντίθετοι αλλαγαί μορφής, την οποίαν το αυτό εμπόρευμα υφίσταται, αντανακλώνται όθεν επί της διπλής αλλαγής της θέσεως εις αντίθετον διεύθυνσιν των ιδίων νομισμάτων. Εν τη συνεχεί επαναλήψει των ιδίων νομισμάτων δεν αντανακλάται πλέον μόνον η σειρά των μεταμορφώσεων, αλλ' επίσης και η συναρμογή παρομοίων μεταμορφώσεων των μεν εντός των δε.
Έκαστον εμπόρευμα εις την πρώτην του αλλαγήν μορφής, εις το πρώτον του βήμα εν τη κυκλοφορία, εξαφανίζεται διά να αντικαθίσταται συνεχώς παρ' άλλου. Το χρήμα τουναντίον, ως μέσον ανταλλαγής, κατοικεί πάντοτε την σφαίραν της κυκλοφορίας και περιπατεί εκεί αδιακόπως. Πρόκειται νυν να γνωρίσωμεν, ποία είναι η ποσότης του νομίσματος, την οποίαν η σφαίρα αύτη δύναται να απορροφήση.
Εις μίαν χώραν γίνονται ταυτοχρόνως και παρά των μεν και παρά των δε πωλήσεις κατά το μάλλον ή ήττον πολυάριθμοι ή μεταμορφώσεις τμηματικαί διαφόρων εμπορευμάτων. Η αξία των εμπορευμάτων τούτων εκφράζεται διά της τιμής των, δηλαδή εις ποσόν φανταστικόν χρυσού.
Η ποσότης νομίσματος, την οποίαν απαιτεί η κυκλοφορία όλων των παρόντων εμπορευμάτων εις την αγοράν, είναι λοιπόν καθωρισμένη υπό του ολικού ποσού των τιμών των. Το νόμισμα δεν κάμνει τίποτε άλλο παρά ν' αντιπροσωπεύη πραγματικώς το ποσόν εκείνο του χρυσού, του ιδεολογικώς ήδη εκφρασθέντος εις το ποσόν της τιμής των εμπορευμάτων. Η ισότης των δύο τούτων ισοτήτων εννοείται όθεν αφ' εαυτής. Γνωρίζομεν εν τούτοις ότι, εάν αι αξίαι των εμπορευμάτων παραμένουν σταθεροί, αι τιμαί των ποικίλλουν με την αξίαν του χρυσού (της ύλης — νομίσματος), ανερχόμενοι αναλογικώς εις την πτώσιν του και κατερχόμενοι αναλογικώς εις την ύψωσίν του. Τοιαύται μεταβολαί εις το ποσόν των πραγματοποιηθησομένων τιμών συνεπιφέρουν κατ' ανάγκην μεταβολάς αναλόγους εις την ποσότητα του τρέχοντος νομίσματος. Αι μεταβολαί αύται προέρχονται τελικώς εξ αυτού του νομίσματος, εννοείται όμως, όχι διότι λειτουργεί ως όργανον της κυκλοφορίας, αλλά διότι λειτουργεί ως μέτρον των αξιών. Εις παρομοίας περιστάσεις, υπάρχουν πρώτον μεταβολαί εις την αξίαν του νομίσματος, έπειτα η τιμή των εμπορευμάτων ποικίλλει κατ' αντίστροφον λόγον της αξίας του νομίσματος· και τέλος η μάζα του τρέχοντος νομίσματος ποικίλλει κατ' ευθύν λόγον με την τιμήν των εμπορευμάτων.
Ίδωμεν ότι η κυκλοφορία έχει θύραν, διά της οποίας ο χρυσός (ή κάθε άλλη ύλη — νόμισμα) εισέρχεται ως εμπόρευμα. Πριν λειτουργήση ως μέτρον αξιών, η κυρίως αξία του είναι καθωρισμένη. Μετεβλήθη νυν ή ηλαττώθη η τιμή του, θα παρατηρήσωμεν τούτο κατά πρώτον εις την πηγήν της παραγωγής του πολυτίμου μετάλλου, εκεί ένθα ανταλλάσσεται έναντι άλλων εμπορευμάτων. Αι τιμαί των θ' ανέρχονται, ενώ πολλά άλλα εμπορεύματα θα εξακολουθούν να εκτιμώνται εν τη παρελθούση και φανταστική πλέον αξία του μετάλλου — νομίσματος. Η κατάστασις αύτη των πραγμάτων δύναται να διαρκέση κατά το μάλλον ή ήττον επί μακρόν αναλόγως του βαθμού της αναπτύξεως της παγκοσμίου αγοράς. Εν τούτοις, ολίγον κατ' ολίγον, εμπόρευμά τι δέον να επηρεάζη άλλο τι εν τη προς αυτό σχέσει του, ως αξία.
Αι τιμαί χρυσαί ή αργυραί των εμπορευμάτων τίθενται βαθμιαίως εν ισορροπία μετά των συγκριτικών αξιών, μέχρις ότου αι αξίαι όλων των εμπορευμάτων εκτιμηθούν τέλος κατά την αξίαν του μετάλλου — νομίσματος.
Όλη αυτή η κίνησις συνοδεύεται με συνεχή αύξησιν του πολυτίμου μετάλλου, του αντικαταστήσαντος τα δι' αυτού ανταλλαχθέντα εμπορεύματα, εφ' όσον λοιπόν το διορθωθέν τιμολόγιον των εμπορευμάτων γενικοποιείται και κατά συνέπειαν υπάρχει γενική ύψωσις των τιμών, το πλεόνασμα του μετάλλου, το οποίον απαιτεί η πραγματοποίησίς των, ευρίσκεται ήδη διαθέσιμον εν τη αγορά. Ατελής παρατήρησις των γεγονότων, των επακολουθησάντων την ανακάλυψιν των νέων μεταλλείων χρυσού και αργύρου, ωδήγησε κατά τον 17ον και κυρίως κατά τον 18ον αιώνα εις το εσφαλμένον συμπέρασμα, ότι αι τιμαί των εμπορευμάτων ηυξήθησαν, επειδή μεγάλη ποσότης χρυσού και αργύρου ελειτούργει ως όργανον κυκλοφορίας. Εις τας ακολούθους παρατηρήσεις η αξία του χρυσού υποτίθεται ως δεδομένη, όπως πράγματι είναι, κατά την στιγμήν του καθορισμού των τιμών.
Τούτου δοθέντος, η μάζα του κυκλοφορούντος χρυσού θα καθορισθή, όθεν διά της ολικής τιμής των υπό πραγματοποίησιν εμπορευμάτων. Εάν η τιμή εκάστου είδους εμπορεύματος είναι γνωστή, το ολικόν ποσόν των τιμών θα εξαρτηθή προφανώς εκ της μάζης των εν κυκλοφορία εμπορευμάτων. Δύναταί τις να εννοήση άνευ μεγάλου κόπου, ότι εάν 1 σάκκος σίτου στοιχίζει 2 λουδοβίκια, 100 σάκκοι θα στοιχίσουν 200 λουδοβίκια κ.ο.κ. και ότι με την μάζαν του σίτου πρέπει ν' αυξηθή η ποσότης του χρυσού, ο οποίος με την πώλησιν αλλάσσει θέσιν μετ' αυτού.
Δοθείσης της μάζης των εμπορευμάτων, αι διακυμάνσεις των τιμών των δύνανται ν' αντιδράσουν επί της μάζης του κυκλοφορούντος νομίσματος. Η μάζα δύναται ν' ανέλθη ή να κατέλθη, εάν το ολικόν ποσόν των προς πραγματοποίησιν τιμών αυξάνει ή ελλαττούται. Προς τούτο δεν είναι ανάγκη, όπως αι τιμαί όλων των εμπορευμάτων ανέρχονται ή κατέρχονται ταυτοχρόνως. Η ύψωσις ή πτώσις αριθμού τινός κυρίων ειδών αρκεί διά να επιδράση επί του ολικού ποσού των προς πραγματοποίησιν τιμών. Διότι η μεταβολή της τιμής των εμπορευμάτων αντανακλά πραγματικάς μεταβολάς αξιών ή προέρχεται εξ απλών διακυμάνσεων της αγοράς, διά τούτο το αποτέλεσμα το παραχθέν επί της ποσότητος του κυκλοφορούντος νομίσματος παραμένει το αυτό.
Έστω αριθμός τις πωλήσεων ταυτοχρόνων, άνευ αμοιβαίου συνδέσμου και ως εκ τούτου εκπληρουμένων των μεν διά των δε ή εκ τμηματικών μεταμορφώσεων, π. χ. εξ ενός σάκκου σίτου 20 μ. υφάσματος, 1 ένδυμα, 4 βαρέλια οινοπνεύματος. Εάν κάθε είδος στοιχίζει 2 λουδοβίκια, το ποσόν των τιμών των είναι 8 λουδοβίκια και διά να τα πραγματοποιήσωμεν πρέπει να ρίψωμεν εις την κυκλοφορίαν 8 λουδοβίκια. Τουναντίον, εάν τα αυτά εμπορεύματα αποτελούν την σειράν των γνωστών μεταμορφώσεων, 1 σάκκος σίτου — 2 λουδοβίκια — 20 μ. υφάσματος — 2 λουδοβίκια — 1 ενδυμασία — 2 λουδοβίκια — 4 βαρέλια ρακής — 2 λουδοβίκια, τότε τα 2 λουδοβίκια κυκλοφορούν εν τη υποδειχθείση τάξει, τα διάφορα δε ταύτα εμπορεύματα, πραγματοποιούντα διαδοχικώς τας τιμάς των, σταματούν τέλος εις τας χείρας του κατασκευαστού της ρακής. Πραγματοποιούν ούτω 4 γύρους.
Η τετράκις επαναληφθείσα μετάθεσις των δύο λουδοβικίων, απορρέει εκ των πλήρων μεταμορφώσεων συνδεομένων μεταξύ των, του σίτου, του υφάσματος, του ενδύματος, περατουμένων δε διά της πρώτης μεταμορφώσεως της ρακής. Αι αντίθετοι και συμπληρωματικαί κινήσεις των μεν διά των δε, εκ των οποίων σχηματίζεται η σειρά αύτη, λαμβάνουν χώραν, διαδοχικώς και ουχί ταυτοχρόνως. Και διά να πραγματοποιηθούν χρειάζονται κατά το μάλλον ή ήττον χρόνον. Η ταχύτης της κυκλοφορίας του νομίσματος μετράται λοιπόν διά του αριθμού των γύρων των ιδίων νομισμάτων εν δεδομένω χρόνω. Ας υποθέσωμεν η κυκλοφορία των 4 εμπορευμάτων διαρκεί μίαν ημέραν. Το ποσόν των προς πραγματοποίησιν τιμών είναι 8 λουδοβίκια, ο αριθμός των γύρων εκάστου είδους κατά την ημέραν είναι 4, η μάζα του κυκλοφορούντος νομίσματος 2 λουδοβίκια θα έχομεν λοιπόν:
Ποσόν τιμών εμπορευμάτων διαιρούμενον διά του αριθμού των γύρων των ειδών της αυτής ονομασίας, εν δεδομένω χρόνω,=ποσόν νομίσματος λειτουργούντος ως όργανον κυκλοφορίας.
Ο νόμος αυτός είναι γενικός. Η κυκλοφορία των εμπορευμάτων εις μίαν χώραν εν δεδομένω χρόνω περιέχει πολλάς απομεμονωμένας πωλήσεις (ή αγοράς), δηλαδή τμηματικάς και ταυτοχρόνους μεταμορφώσεις, εν αις το νόμισμα αλλάσσει άπαξ θέσιν ή εκτελεί ένα μόνον γύρον, αφ' ετέρου υπάρχουν σειραί μεταμορφώσεων κατά το μάλλον ή ήττον διακλαδούμεναι, πραγματοποιούμεναι πλησίον αλλήλων ή συνδεόμεναι αι μεν διά των δε. Εκεί τα αυτά νομίσματα εκτελούν κατά το μάλλον ή ήττον γύρους πολυαρίθμους. Τα κατ' ιδίαν μέρη, εκ των οποίων σύγκειται το ολικόν ποσόν του εν κυκλοφορία νομίσματος, λειτουργούν όθεν εις βαθμούς ενεργείας διαφόρους, το ολικόν όμως των τεμαχίων εκάστης διαιρέσεως, πραγματοποιεί κατά την δοθείσαν περίοδον, ποσόν τι τιμών και αποκαθίσταται ούτω μέση ταχύτης της κυκλοφορίας του νομίσματος
Η μάζα του χρήματος, η οποία π. χ. ρίπτεται εν δεδομένη στιγμή εις την κυκλοφορίαν, είναι φυσικώς καθορισμένη υπό της ολικής τιμής των εμπορευμάτων των πωληθέντων πλησίον αλλήλων. Αλλ' εις το ρεύμα τούτο της κυκλοφορίας έκαστον νόμισμα καθίσταται, ούτως ειπείν, υπεύθυνον διά το πλησίον του. Εάν το ένα αυξάνει την ταχύτητα της πορείας του, τ' άλλο την ελαττώνει ή μάλλον απορρίπτεται τελείως της σφαίρας της κυκλοφορίας, γνωστού όντος ότι αύτη δεν δύναται ν' απορροφήση παρά μάζαν χρυσού, ήτις πολλαπλασιαζομένη επί τον μέσον αριθμόν των στροφών της, ισούται προς το ποσόν, των υπό πραγματοποίησιν τιμών. Εάν αι στροφαί του νομίσματος αυξάνουν, η μάζα του ελαττούται· εάν οι στροφαί του ελαττούνται η μάζα του αυξάνει. Γνωστής ούσης της μέσης ταχύτητος του νομίσματος, η μάζα, η οποία δύναται να χρησιμεύση ως όργανον της κυκλοφορίας, είναι επίσης καθωρισμένη. Όθεν αρκέση, επί παραδείγματι, να ριφθή εις την κυκλοφορίαν αριθμός τις τραπεζιτικών χαρτονομισμάτων ενός λουδοβικίου διά να εξαχθούν ίσα λουδοβίκια εις χρυσόν, ανταλλαγή γνωστοτάτη εις όλας τας τραπέζας.
Ούτω, καθώς η πορεία του νομίσματος εν γένει λαμβάνει την ώθησιν και διεύθυνσίν του εκ της κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, ούτω η ταχύτης της κινήσεώς του, δεν αντανακλά ή την ταχύτητα των μεταβολών των μορφής, την εξακολουθητικήν είσοδον σειρών μεταμορφώσεων, των μεν εντός των δε, την αιφνιδίαν εξαφάνισιν των εμπορευμάτων εκ της κυκλοφορίας και την ωσαύτως αιφνιδίαν αντικατάστασίν των υπό νέων εμπορευμάτων. Εν τη επιταχυντική πορεία του νομίσματος αναφαίνεται, ούτως, η ρευστή μονάς των αντιθέτων και συμπληρωματικών φάσεων, ως μετατροπή της μορφής χρήσεως των εμπορευμάτων, εν τη μορφή των αξία και εκ νέου μετατροπή από της μορφής αξίας εις την μορφήν των χρήσιν ή η μονάς της πωλήσεως και της αγοράς ως δύο πράξεις αλληλοδιαδόχως εκτελούμεναι υπό των ιδίων ανταλλακτών. Αντιθέτως, η επιβράδυνσις της πορείας του νομίσματος παρουσιάζει τον χωρισμόν των φαινομένων και την τάσιν των προς απομόνωσιν εις αντίθεσιν του ενός εκ τον άλλου, την διακοπήν των μεταλλαγών της μορφής και κατά συνέπειαν των μετατροπών των αντικειμένων. Η κυκλοφορία φυσικώς δεν μαρτυρεί πόθεν διέρχεται η διακοπή αύτη, δεικνύει μόνον το φαινόμενον.
Όσον αφορά τον κοινόν άνθρωπον, ο οποίος εφ' όσον η κυκλοφορία του νομίσματος επιβραδύνεται, βλέπει το χρήμα να αναφαίνεται και να εξαφανίζεται ολιγώτερον συχνά, εφ' όλων των σημείων της περιφερείας της κυκλοφορίας, παρασύρεται εις την αναζήτησιν της εξηγήσεως του φαινομένου εν τη ανεπαρκεί ποσότητι του κυκλοφορούντος μετάλλου.
Το ολικόν ποσοστόν του χρήματος του λειτουργούντος ως όργανον της κυκλοφορίας εν δοθείση περιόδω είναι όθεν καθωρισμένον, αφ' ενός υπό του ποσού των τιμών, όλων των κυκλοφορούντων εμπορευμάτων, αφ' ετέρου δε υπό της σχετικής ταχύτητος των μεταμορφώσεών των. Αλλ' η ολική τιμή των εμπορευμάτων, εξαρτάται εκ της μάζης και εκ των τιμών εκάστου είδους εμπορεύματος. Οι τρεις ούτοι παράγοντες: κίνησις των τιμών, μάζα κυκλοφορούντων εμπορευμάτων και τέλος ταχύτης της κυκλοφορίας του νομίσματος, δύνανται να εναλλαγώσιν εν διαφόρω αναλογία και κατά διάφορον κατεύθυνσιν. Το ποσόν των προς πραγματοποίησιν τιμών και κατά συνέπειαν η μάζα των απαιτουμένων μέσων κυκλοφορίας δύναται να υποστή ωσαύτως συνδυασμούς πολυαρίθμους εκ των οποίως δεν θ' αναφέρωμεν ενταύθα ή τους σημαντικωτέρους εν τη ιστορία των τιμών.
Των τιμών παραμενουσών των αυτών, η μάζα των μέσων της κυκλοφορίας δύναται να αυξήση, είτε διότι η μάζα των κυκλοφορούντων εμπορευμάτων αυξάνει, είτε διότι η ταχύτης της κυκλοφορίας του νομίσματος ελαττούται ή διότι αι δύο αύται αιτίαι ενεργούν ομού. Αντιθέτως, η μάζα των μέσων της κυκλοφορίας δύναται να ελαττωθή εάν η μάζα των εμπορευμάτων ελαττούται ή εάν το νόμισμα επιταχύνη την κυκλοφορίαν του.
Των τιμών των εμπορευμάτων υφισταμένων γενικήν ύψωσιν, η μάζα των μέσων της κυκλοφορίας δύναται να παραμένη η αυτή, εάν η μάζα των κυκλοφορούντων εμπορευμάτων ελαττούται εν τη αύτη αναλογία εν τη οποία η τιμή των ανέρχεται, ή εάν η ταχύτης της κυκλοφορίας του νομίσματος αυξάνει τόσον ταχέως όσον η ύψωσις των τιμών, ενώ η μάζα των εν κυκλοφορία εμπορευμάτων παραμένει η αυτή. Η μάζα των μέσων της κυκλοφορίας δύναται να κατέρχεται, είτε διότι η μάζα των εμπορευμάτων κατέρχεται, είτε διότι η ταχύτης της πορείας του χρήματος αυξάνει ταχύτερον των τιμών των.
Των τιμών των εμπορευμάτων υφισταμένων γενικήν πτώσιν, η μάζα των μέσων της κυκλοφορίας δύναται να μείνη η αυτή, εάν η μάζα των εμπορευμάτων αυξάνει εν τη αυτή αναλογία εν η αι τιμαί των πίπτουν, ή εάν η ταχύτης της πορείας του χρήματος ελαττούται εν τη αυτή αναλογία εν τη οποία και αι τιμαί των. Δύναται να αυξήση εάν η μάζα των εμπορευμάτων αυξάνει ταχύτερον, ή εάν η ταχύτης της κυκλοφορίας ελαττούται τόσον ταχύτερον, όσον αι τιμαί των πίπτουν.
Αι διακυμάνσεις των διαφόρων παραγόντων δύνανται αμοιβαίως να αντισταθμισθούν, κατά τοιούτον τρόπον, ώστε παρά τας αιωνίας διακυμάνσεις των, το ολικόν ποσόν των τιμών προς πραγματοποίησιν, να παραμένη σταθερόν και ωσαύτως κατά συνέπειαν η μάζα του τρέχοντος νομίσματος. Πράγματι εάν παρατηρήσωμεν τας περιόδους διαρκείας τινός ευρίσκομεν τας παρεκκλίσεις εκ της μέσης επιφανείας μικροτέρας από ότι τας ανεμένομεν εκ πρώτης όψεως, εκτός ισχυρών, εννοείται, περιοδικών διαταράξεων προερχομένων σχεδόν πάντοτε εκ βιομηχανικών και εμπορικών κρίσεων, εξαιρετικώς δε εκ διακυμάνσεως εν αυτή τη αξία των πολυτίμων μετάλλων.
Ο νόμος αυτός διά του οποίου η ποσότης των μέσων της κυκλοφορίας καθορίζεται διά του ποσού των τιμών των κυκλοφορούντων εμπορευμάτων και διά της μέσης ταχύτητος της πορείας του νομίσματος, καταλήγει εις το εξής: Δεδομένου του ποσού της αξίας των εμπορευμάτων και της μέσης ταχύτητος των μεταμορφώσεών των, η ποσότης του εν κυκλοφορία πολυτίμου μετάλλου εξαρτάται εκ της ιδίας του αξίας.
Η υπόθεσις κατά την οποίαν αι τιμαί των εμπορευμάτων είναι τουναντίον καθορισμέναι υπό της μάζης της μέσης κυκλοφορίας και η μάζα αύτη διά της αφθονίας των πολυτίμων μετάλλων εις μίαν χώραν, βασίζεται αρχικώς επί της αφελούς υποθέσεως ότι τα εμπορεύματα και το χρήμα εισέρχονται εν τη κυκλοφορία το μεν άνευ τιμής, το δε άνευ αξίας και ότι ποσοστόν μέρος της μάζης των εμπορευμάτος ανταλλάσσεται κατόπιν εκεί αντί της αυτής μερίδος εκ του σωρού του περιέχοντος το μέταλλον τούτο.
γ. Το νόμισμα ή τα είδη. — Το σημείον της αξίας.
Το νόμισμα έλκει την καταγωγήν του εκ της λειτουργίας, την οποίαν η νομισματική μονάς εκπληροί ως όργανον της κυκλοφορίας. Τα βάρη του χρυσού, επί παραδείγματι, εκφρασμένα κατά τον επίσημον τύπον εις τας τιμάς ή τα νομισματικά ονόματα των εμπορευμάτων, πρέπει να τα αντιμετωπίσουν εις την αγοράν ως είδη χρυσού της αυτής ονομασίας ή ως νόμισμα. Όπως η εγκατάστασις του τύπου των τιμών, ούτω και η νομισματοποίησις είναι έργον το οποίον ανήκει εις το κράτος. Αι διάφοροι εθνικαί ενδυμασίαι, τας οποίας ο χρυσός και ο άργυρος ενδύεται ως νόμισμα, των οποίων όμως απαλλάσσονται εις την παγκόσμιον αγοράν, σημειούν καλώς τον χωρισμόν μεταξύ των εθνικών ή εσωτερικών σφαιρών και της γενικής σφαίρας της κυκλοφορίας των εμπορευμάτων.
Ο εις νόμισμα χρυσός και ο εις ράβδους τοιούτος, δεν διαφέρουν ευθύς αμέσως ή εξ όψεως. Και ο χρυσός δύναται πάντοτε να περιέρχεται από της μιας εις την άλλην των μορφών τούτων.
Εν τούτοις εξερχομένη του νομίσματος η νομισματική μονάς ευρίσκεται ήδη εν τη οδώ της δοκιμασίας. Τα χρυσά ή αργυρά νομίσματα φθείρονται εις την πορείαν των, τα μεν περισσότερον, τα δε ολιγώτερον. Δι' έκαστον βήμα το οποίον, έν λουδοβίκιον επί παραδείγματι, επιχειρή εν τη πορεία του, χάνει κάτι εκ του βάρους του, διατηρούν συγχρόνως την ονομασίαν του. Ο τίτλος και η ύλη, η μεταλλική ουσία και το νομισματικόν όνομα αρχίζουν ούτω ν' αποχωρίζωνται. Είδη της αυτής ονομασίας καθίστανται αξίαι άνισοι, ως μη όντα του ιδίου βάρους. Το βάρος του χρυσού, του υποδεικνυομένου υπό του τύπου των τιμών δεν ευρίσκεται πλέον εν τω κυκλοφορούντι χρυσώ, όστις παύει ακριβώς διότι δεν είναι πραγματικώς ίσος με τα εμπορεύματα των οποίων δέον να πραγματοποιήση τας τιμάς.
Η ιστορία των νομισμάτων κατά τον μεσαίωνα και τους συγχρόνους καιρούς μέχρι του 18ου αιώνος, δεν είναι παρά η ιστορία της συγχύσεως ταύτης. Η φυσική τάσις της κυκλοφορίας να μετατρέπη τα χρυσά αντικείμενα εις ομοίωμα χρυσού, ή το νόμισμα εις σύμβολον του επισήμου μεταλλικού βάρους του, αναγνωρίζεται υπό των τελευταίων νόμων περί του βαθμού της απωλείας του μετάλλου, ήτις θέτει τα είδη εκτός της κυκλοφορίας, ή τα απονομισματίζει.
Η κυκλοφορία του νομίσματος, επιχειρούσα διάσπασιν μεταξύ του πραγματικού περιεχομένου και του νομισματικού περιεχομένου, μεταξύ της μεταλλικής υπάρξεως και της λειτουργικής των ειδών τοιαύτης, επιφέρει ήδη, υπό μορφήν βραδείαν, την πιθανότητα της αντικαταστάσεώς των εν τη υπηρεσία των ως νομίσματος διά χαλκών νομισμάτων κτλ. Αι τεχνικαί δυσκολίαι της νομισματοκοπίας μικροτάτων μερών του βάρους του χρυσού ή του αργύρου και το γεγονός, ότι μέταλλα κατώτερα χρησιμεύουν ως μέτρον αξίας και κυκλοφορούν ως νόμισμα μέχρις ου το πολύτιμον μέταλλον τα εκθρονίση, εξηγούν ιστορικώς τον ρόλον των, ως συμβολικού νομίσματος. Αντικαθιστούν τον νομισματοποιημένον χρυσόν εις τας σφαίρας της κυκλοφορίας, ένθα η κυκλοφορία του νομίσματος είναι τουλάχιστον ταχυτέρα, δηλαδή ένθα αι πωλήσεις και αγοραί ανανεούνται διαρκώς επί της μικροτέρας κλίμακος. Διά να εμποδίσωμεν τους δορυφόρους τούτους να εγκαθιδρυθούν εις την θέσιν του χρυσού, αι αναλογίαι εις τας οποίας δέον να ώσιν αποδεκτοί εν τη πληρωμή καθορίζονται παρά των νόμων. Οι διάφοροι κύκλοι τους οποίους διατρέχουν τα διάφορα είδη του νομίσματος φυσικώς διασταυρούνται. Το συμπληρωτικόν νόμισμα, επί παραδείγματι, εμφανίζεται διά να πληρώση κλάσματα των ειδών χρυσού. Ο χρυσός εισέρχεται συνεχώς εν τη κυκλοφορία, αλλά και συνεχώς εκδιώκεται υπό του συμπληρωτικού νομίσματος, ανταλλασσόμενον αντ' αυτού.
Η μεταλλική ουσία των κερμάτων αργύρου ή χαλκού καθορίζεται αυθαιρέτως παρά του νόμου: Εν τη κυκλοφορεία των φθείρονται ακόμη περισσότερον, των νομισμάτων χρυσού. Όθεν η λειτουργία των καθίσταται εκ των πραγμάτων τελείως ανεξάρτητος του βάρους των, δηλ. κάθε αξίας. Παρά ταύτα όμως, και είναι τούτο το κύριον σημείον, εξακολουθούν να λειτουργούν ως αντικαταστάται των ειδών χρυσού. Η νομισματική λειτουργία του χρυσού απεσπασμένη τελείως της μεταλλικής της αξίας είναι όθεν φαινόμενον παραχθέν υπό των προστριβών αυτής ταύτης της κυκλοφορίας της. Δύναται όθεν ν' αντικατασταθή εις την λειτουργίαν ταύτην υπό αντικειμένων σχετικώς άνευ ουδεμιάς αξίας, οία τα χαρτονομίσματα. Εάν εις τα μεταλλικά κέρματα ο καθαρώς συμβολικός χαρακτήρ συγκαλύπτεται μέχρι ενός σημείου, εκδηλούται άνευ αμφιβολίας εις το χαρτονόμισμα. Ως είδομεν μόνον το πρώτον βήμα είναι δύσκολον.
Πρόκειται ενταύθα περί χαρτονομίσματος του κράτους μετ' αναγκαστικής κυκλοφορίας. Τούτο γεννάται αυτομάτως εκ της μεταλλικής κυκλοφορίας. Το πιστωτικόν νόμισμα τουναντίον προϋποθέτει σύνολον συνθηκών, αίτινες από απόψεως απλής κυκλοφορίας των εμπορευμάτων μάς είναι ακόμη άγνωστοι. Ας παρατηρήσωμεν εν τω μεταξύ ότι εάν το κυρίως χαρτονόμισμα προέρχεται εκ της λειτουργίας του χρήματος ως μέσου κυκλοφορίας, το πιστωτικόν νόμισμα, έχει την φυσικήν του ρίζαν εις την λειτουργίαν του χρήματος ως μέσου πληρωμής.
Το κράτος ρίπτει εις κυκλοφορίαν χαρτονομίσματα, επί των οποίων αναγράφονται ονομασίαι του νομίσματος, ως π. χ. 1 λουδοβίκιον 5 λουδ. κ. λ. π.
Εφ' όσον τα γραμμάτια ταύτα κυκλοφορούσιν αντί βάρους χρυσού της αυτής ονομασίας, η κίνησίς των αντικατοπτρίζει μόνον τους νόμους της κυκλοφορίας του πραγματικού νομίσματος. Ειδικός νόμος της κυκλοφορίας του χαρτονομίσματος δύναται να προκύψη εκ του ρόλου του τούτου, ως αντιπροσώπου του χρυσού ή του αργύρου. Είναι δε ο νόμος ούτος απλούς και συνίσταταται, εις το ότι η έκδοσις του χαρτονομίσματος δέον να είναι ανάλογος με την ποσότητα του χρυσού (ή του αργύρου), του οποίου είναι το σύμβολον, και ο οποίος ώφειλε πραγματικώς να κυκλοφορή. Η ποσότης του χρυσού, την οποίαν δύναται ν' απορροφήση η κυκλοφορία κυμαίνεται συνηθέστερον άνωθεν ή κάτωθεν ενός μέσου όρου. Εν τούτοις ουδέποτε πίπτει κάτωθεν ενός μίνιμουμ το οποίον εις εκάστην χώραν η πείρα μάς καθιστά γνωστόν. Ότι όμως η μίνιμουμ αύτη μάζα ανανεώνει αδιακόπως τα ακέραια μέρη της, δηλαδή έχει ένα σύρε κ' έλα των κατ' ιδίαν ειδών, των εισερχομένων και εξερχομένων εις αυτήν, τούτο δεν αλλάσσει φυσικά τίποτε, ούτε τας αναλογίας της ούτε την συνεχή κίνησίν της εις την σφαίραν της κυκλοφορίας.
Ουδέν εμποδίζει όθεν την αντικατάστασίν της διά συμβόλων χαρτονομίσματος. Εάν τουναντίον αι διώρυγες της κυκλοφορίας πληρούνται χαρτονομίσματος μέχρι του ορίου της απορροφητικής ιδιότητός των διά το πολύτιμον μέταλλον, τότε η παραμικροτέρα διακύμανσις εις την τιμήν των εμπορευμάτων δυνατόν να τας κάμη να υπερεκχειλίσουν. Έκτοτε παν μέτρον μάταιον. Μη λαμβανομένης υπ' όψει μιας γενικής μειώσεως των πιστωτικών αξιών, ας υποθέσωμεν ότι το χαρτονόμισμα υπερβαίνει την κανονικήν του αναλογίαν. Κατόπιν ως και πρότερον δεν θα αντιπροσωπεύη εν τη κυκλοφορία των εμπορευμάτων ή το ποσοστόν του χρυσού του απαιτουμένου παρ' αυτού κατά τους υπάρχοντας νόμους του και το οποίον κατά συνέπειαν είναι το μόνον αντιπροσωπευτόν.
Εάν επί παραδείγματι, η ολική μάζα του χαρτονομίσματος είναι διπλασία απ' ότι έδει να ήτο, έν γραμμάτιον εκατόν φράγκων αντιπροσωπεύον 50 γραμ. χρυσού δεν θ' αντιπροσωπεύη πλέον παρά 25 μόνον. Το αποτέλεσμα είναι το αυτό, εάν ο χρυσός, εν τη λειτουργία του ως νομίσματος, ευρεθή αλλοιωμένος.
Το χαρτονόμισμα είναι μορφή χρυσού ή σημείον νομίσματος. Η υφισταμένη σχέσις μεταξύ τούτου και των εμπορευμάτων συνίσταται απλούστατα εις τούτο: ότι αι αυταί ποσότητες χρυσού, αι ιδιεολογικώς εκφραζόμενοι εν τη τιμή των αντιπροσωπεύονται παρ' αυτού συμβολικώς. Όθεν το χαρτονόμισμα δεν είναι σημείον αξίας ειμή, εφ' όσον αντιπροσωπεύει ποσότητας χρυσού αίτινες ως πάσαι αι άλλαι ποσότητες εμπορευμάτων, είναι ωσαύτως ποσότητες αξίας.
Ο αποκλειστικός χαρακτήρ της λειτουργίας ταύτης, δεν πραγματοποείται, είναι αληθές, διά τα χρυσά ή αργυρά νομίσματα κεχωρισμένως λαμβανόμενα αν και εκδηλούνται εις το γεγονός ότι εφθαρμένα κέρματα εξακολουθούν μόλα ταύτα να κυκλοφορούν. Έκαστον νόμισμα χρυσού δεν είναι απλώς όργανον κυκλοφορίας ειμή εφ' όσον κυκλοφορεί. Δεν συμβαίνει όμως το αυτό και διά την μίνιμουμ μάζαν χρυσού δυναμένην ν' αντικατασταθή παρά του χαρτονομίσματος. Η μάζα αύτη ανήκει πάντοτε εις την σφαίραν της κυκλοφορίας. Λειτουργεί αδιακόπως ως όργανόν της και υφίσταται αποκλειστικώς ως στήριγμα της λειτουργίας ταύτης. Η κυκλοφορία της αντιπροσωπεύει ούτω την συνεχή αλλοίωσιν των αντιθέτων κινήσεων της μεταμορφώσεως Ε — Χ — Ε, ένθα η όψις αξία των εμπορευμάτων, δεν τας αντιμετωπίζει ή διά να εξαφανισθή αμέσως, ένθα η αντικατάστασις ενός εμπορεύματος δι' άλλου κάμνει το χρήμα να ολισθαίνη αδιακόπως από χειρός εις χείρα. Η λειτουργική της ύπαρξις απορροφά, ούτως είπειν, την υλικήν της ύπαρξιν. Φευγαλέα αντανάκλασις των τιμών των εμπορευμάτων λειτουργεί ως σήμα εαυτής και δύναται κατά συνέπειαν ν' αντικατασταθή με άλλο σήμα. Πρέπει μόνον το σήμα του νομίσματος να είναι, όπως εκείνη κοινωνικώς ανεγνωρισμένον, καθίσταται δε τοιούτον διά της αναγκαστικής κυκλοφορίας. Η αναγκαστική αύτη δράσις του κράτους δεν δύναται να εξασκηθή ή εν τη εθνική περιοχή της κυκλοφορίας, εκεί δε μόνον δύναται ωσαύτως να περιορισθή η λειτουργία, την οποίαν το νόμισμα εκπληροί ως νομισματική μονάς.
III. Το νόμισμα ή το χρήμα.
Μέχρις εδώ εξητάσαμεν το πολύτιμον μέταλλον υπό την διπλήν του άποψιν, ως μέτρον αξιών και ως όργανον κυκλοφορίας. Ως νόμισμα ιδεατόν εκπληροί την πρώτην λειτουργίαν, εν δε τη δευτέρα δύναται ν' αντιπροσωπευθή υπό συμβόλων. Υπάρχουν όμως λειτουργίαι εις ας δέον να παρουσιάζηται εν τω μεταλλικώ του σώματι ως πραγματικόν ισοδύναμον των εμπορευμάτων ή ως εμπόρευμα — νόμισμα.
Υπάρχει άλλη τις λειτουργία εισέτι, την οποίαν δύναται να εκπληρώση είτε προσωπικώς είτε δι' αναπληρωτών, αλλ' εις την οποίαν παρουσιάζεται πάντοτε έναντι των εν χρήσει εμπορευμάτων ως η μόνη φυσική ενσάρκωσις της αξίας των. Εις όλας τας περιπτώσεις ταύτας λέγομεν ότι λειτουργεί ως κυρίως νόμισμα ή κυρίως χρήμα εν αντιθέσει προς τας λειτουργίας του, ως μέτρου αξιών και νομίσματος.
α') Θησαυρισμός.
Η κυκλοφοριακή κίνησις των δύο αντιθέτων μεταμορφώσεων των εμπορευμάτων ή συνεχής αλλοίωσις της πωλήσεως και της αγοράς εκδηλούται υπό της ακαταπονήτου κυκλοφορίας του νομίσματος ή εν τη λειτουργία του ως perpetum mobile, ως αιωνίου κινητήρος της κυκλοφορίας. Ακινητεί ή μεταβάλλεται, όπως λέγει ο Boisguillebert, από κινητόν εις ακίνητον, από νομισματική μονάς εις νόμισμα ή χρήμα, ευθύς ως η σειρά των μεταμορφώσεων διακόπτεται, ευθύς ως η πώλησις δεν ακολουθείται αμέσως υπό της αγοράς.
Ευθύς ως αναπτύσσεται η κυκλοφορία των εμπορευμάτων αναπτύσσεται η ανάγκη και η επιθυμία να στερεοποιηθή και διατηρηθή το προϊόν της πρώτης μεταμορφώσεως, το εμπόρευμα το μετατραπέν εις χρυσαλίδα χρυσού ή αργύρου. Έκτοτε πωλούν εμπορεύματα όχι μόνον διά ν' αγοράσουν άλλα, αλλά ωσαύτως διά ν' αντικαταστήσουν την μορφήν εμπορεύματα εις μορφήν χρήμα. Το νόμισμα σκοπίμως σταματηθέν εν τη κυκλοφορία του απολιθούται, ούτως ειπείν, αποβαίνων θησαυρός, ο δε πωλητής μεταβάλλεται εις θησαυριστήν.
Κυρίως εν τη νηπιότητι της κυκλοφορίας ανταλλάσουν μόνον το πλεόνασμα αξιών χρήσεως με εμπόρευμα νόμισμα. Ο χρυσός και ο άργυρος αποβαίνουν, ούτω αφ' εαυτών η κοινωνική έκφρασις του πλεονάσματος και του πλούτου. Η αφελής αύτη μορφή του θησαυρισμού διαιωνίζεται παρά τοις λαοίς, των οποίων ο εκ παραδόσεως τρόπος παραγωγής ικανοποιεί απ' ευθείας στενόν κύκλον στασίμων αναγκών.
Υπάρχει ολίγη κυκλοφορία και θησαυροί πολλοί, ό,τι ακριβώς συμβαίνει παρά τοις Ασιανοίς, ιδίως όμως παρά της Ινδοίς.
Ευθύς ως η εμπορική παραγωγή λάβει ανάπτυξίν τινα, έκαστος παραγωγός δέον να προμηθευθή χρήμα. Τούτο είναι «κοινωνική εγγύησις» το nervus rerum, το νεύρον των πραγμάτων. Πράγματι, αι ανάγκαι του παραγωγού ανανεούνται αδιακόπως, και αδιακόπως του επιβάλουν την αγοράν ξένων εμπορευμάτων, ενώ η παραγωγή και η πώλησις των ιδικών του, απαιτούν κατά το μάλλον ή ήττον χρόνον εξαρτάται δε εκ χιλίων συμπτώσεων. Διά να αγοράσωμεν χωρίς να πωλήσωμεν, πρέπει πρώτον ν' έχωμεν πωλήσει χωρίς να έχωμεν αγοράσει. Φαίνεται αντίφασις ότι η πράξις αύτη, δύναται γενικώς να πραγματοποιηθή. Εν τούτοις τα πολύτιμα μέταλλα ανταλλάσσονται εις την πηγήν των της παραγωγής αντί άλλων εμπορευμάτων. Ενταύθα, η πώλησις λαμβάνει χώραν (παρά του κατόχου των εμπορευμάτων) άνευ αγοράς (εκ μέρους του κατόχου του χρυσού και του αργύρου). Και μεταγενέστεραι πωλήσεις μη συμπληρωθείσαι παρ' αγορών επομένων, ουδέν άλλο πράττουν ή διανέμουν τα πολύτιμα μέταλλα μεταξύ όλων των ανταλλακτών. Σχηματίζεται ούτω εφ' όλων των σημείων των σχετιζομένων με εμπορικάς εργασίας, εφεδρείαι χρυσού και αργύρου εις τας πλέον διαφόρους αναλογίας. Η πιθανότης να κρατηθή και διατηρηθή το εμπόρευμα ως ανταλλακτική αξία ή ανταλλακτική αξία ως εμπόρευμα διεγείρει το πάθος του χρυσού. Εφ' όσον εκτείνεται η κυκλοφορία Κεφάλαιον και χρήμα των εμπορευμάτων, η δύναμις του νομίσματος αυξάνει ως απόλυτος και πάντοτε διαθέσιμος μορφή του κοινωνικού πλούτου.
«Ο χρυσός είναι πράγμα θαυμάσιον! ο κατέχων τούτον είναι κύριος πάσης επιθυμίας του. Διά του χρυσού δύναταί τις ακόμη ν' ανοίξη εις τας ψυχάς τας θύρας του παραδείσου» (Κολόμβος. Επιστολή εκ της Ζαμαϊκής 1503).
Της όψεως του νομίσματος ουδόλως προδιδούσης οποίον τι μετετράπη, το παν, εμπόρευμα ή άλλο τι, μεταβάλλεται εις νόμισμα. Η κυκλοφορία αποβαίνει ο μέγας κοινωνικός άμβυξ εις τον οποίον χύνεται το παν ίνα εξέλθη μεταμορφωμένον εις αποκρυσταλλωμένον νόμισμα. Τίποτε δεν ανθίσταται εις την αλχημείαν αυτήν, ούτε αυτά τα κόκκαλλα των αγίων, πολύ ολιγώτερον ακόμη τα πλέον λεπτά ημιάγια αντικείμενα, res sacro santae extra commercium hominum. Όπως πάσα ποσοτική των εμπορευμάτων διαφορά εξαφανίζεται εις το χρήμα, ούτω και αυτό ριζικός ισοπεδωτής, εξαφανίζει όλας τας διακρίσεις. Αλλά το χρήμα είναι και αυτό εμπόρευμα, αντικείμενον δυνάμενον να πέση εις οιουδήποτε χείρα, Η κοινωνική δύναμις αποβαίνει ούτω δύναμις ιδιωτική των ατόμων. Ούτω η αρχαία κοινωνία, το καταγγέλλει ως ανατρεπτικόν πράκτορα ως τον δραστικώτερον διαλυτήν της οικονομικής οργανώσεώς της και των λαϊκών ηθών.
Η σύγχρονος κοινωνία χαιρετά εις τον χρυσόν, τον άγιόν της graal, την έκλαμπρον ενσάρκωσιν αυτής της αρχής της ζωής της.
Το εμπόρευμα ως αξία χρήσεως ικανοποιεί ιδιαιτέραν ανάγκην και αποτελεί ιδιαίτερον στοιχείον του υλικού πλούτου. Αλλ' η αξία του εμπορεύματος μετρά τον βαθμόν της ελκτικής δυνάμεώς της, εφ' όλων των στοιχείων του πλούτου τούτου και κατά συνέπειαν τον κοινωνικόν πλούτον του κατέχοντος ταύτην. Ο ανταλλάκτης κατά το μάλλον ή ήττον βάρβαρος αυτός ακόμη, ο χωρικός της δυτικής Ευρώπης, ουδόλως γνωρίζει να χωρίζη την αξίαν της μορφής της. Δι' αυτόν αύξησις του αποθέματός του εις χρυσόν και εις άργυρον σημαίνει αύξησιν αξίας.
Ασφαλώς η αξία του πολυτίμου μετάλλου αλλάσσει, κατόπιν των επενεχθεισών μεταβολών, είτε εν τη ιδία του αξία, είτε εν τη αξία των εμπορευμάτων. Αλλά τούτο δεν εμποδίζει αφ' ενός μεν, όπως 200 γραμ. χρυσού περιέχουν κατόπιν ως και πρότερον περισσοτέραν αξίαν από 100 και 300 περισσοτέραν αξίαν από 200 κλπ., ούτε αφετέρου όπως η μεταλλική μορφή του νομίσματος παραμένει η γενική ισοδύναμος μορφή όλων των εμπορευμάτων, η κοινωνική ενσάρκωσις πάσης ανθρωπίνης εργασίας. Ο έχων κλίσιν προς το θησαυρίζειν, δεν έχει εκ φύσεως ούτε κανόνα ούτε μέτρον. Το χρήμα θεωρούμενον από απόψεως ποιότητος ή μορφής, η παγκόσμιος αντιπροσώπευσις του υλικού πλούτου, δεν έχει όρια, διότι είναι αμέσως μεταβλητόν εις παν είδος εμπορεύματος, αλλ' έκαστον ποσόν πραγματικού χρήματος έχει το ποσοτικόν του όριον και κατά συνέπειαν δεν έχει ειμή περιωρισμένην αγοραστικήν δύναμιν. Η αντίθεσις αύτη μεταξύ της πάντοτε καθωρισμένης ποσότητος και της απροσδιορίστου ποιότητος της δυνάμεως του χρήματος, οδηγεί αδιακόπως τον θησαυριστήν εις την εργασίαν του Σισύφου. Ομοιάζει ως προς κατακτητήν, του οποίου πάσα νέα κατάκτησις δεν οδηγεί ή εις νέα σύνορα.
Διά να κρατήσωμεν και διατηρήσωμεν το πολύτιμον μέταλλον ως νόμισμα και κατά συνέπειαν ως στοιχείον θησαυρισμού, πρέπει να το παρεμποδίσωμεν από του να κυκλοφορή ή ν' αποβαίνη από μέσον αγοράς μέσον απολαύσεως. Ο θησαυριστής θυσιάζει ούτω εις το είδωλον τούτο όλας τας επιθυμίας της σαρκός του, ουδείς περισσότερον αυτού λαμβάνει υπό σοβαράν έποψιν το ευαγγέλιον της εγκρατείας. Αφ' ετέρου δεν δύναται ν' αφαιρέση εις νόμισμα από την κυκλοφορίαν ή ό,τι του δίδουν εις εμπορεύματα.
Όσον περισσότερον παράγει τόσον περισσότερον δύναται να πωλή. Βιομηχανία, οικονομία, φιλαργυρία, αύται είναι αι κύριαί του αρεταί. Αγοράζειν πολλά, πωλείν ολίγα, τούτο είναι το άπαν της πολιτικής του οικονομίας.
Ο θησαυρός δεν έχει μόνον χονδροειδή μορφήν, έχει επίσης αισθητικήν μορφήν. Είναι η συσσώρευσις έργων χρυσοχοΐας αναπτυσσομένης με την αύξησιν του κοινωνικού πλούτου. «Ας ήμεθα πλούσιοι ή ας φαινόμεθα πλούσιοι» (Diderot ). Ούτω σχηματίζεται, αφ' ενός αγορά πλέον εκτεταμένη διά τα πολύτιμα μέταλλα, αφ' ετέρου βραδεία πηγή προμηθείας, εν τη οποία αντλούμεν κατά τας περιόδους της κοινωνικής κρίσεως.
Εις την οικονομίαν της μεταλλικής κυκλοφορίας, οι θησαυροί εκπληρούν διαφόρους υπηρεσίας. Η πρώτη έλκει την καταγωγήν της εκ των συνθηκών των προεξαρχουσών εις την πορείαν του νομίσματος. Είδομεν πώς το κυκλοφορούν ποσόν του νομίσματος αυξάνει ή ελαττούται με τας σταθεράς διακυμάνσεις, τας οποίας δοκιμάζει η κυκλοφορία των εμπορευμάτων από απόψεως εκτάσεως, τιμών και ταχύτητος. Όθεν το ποσόν τούτο δέον να είναι ικανής αυξήσεως και ελαττώσεως.
Μέρος του νομίσματος πότε δέον να εξέρχεται εκ της κυκλοφορίας, πότε να επιστρέφη. Ίνα η μάζα του τρέχοντος χρήματος αντιστοιχή εις τον βαθμόν, καθ' ον η σφαίρα της κυκλοφορίας ευρίσκεται πεπληρωμένη, δέον όπως η πραγματικώς κυκλοφορούσα ποσότης του χρυσού ή του αργύρου, αποτελεί μέρος του υπάρχοντος εις την χώραν πολυτίμου μετάλλου. Ο όρος ούτος εκπληρούται διά της μορφής θησαυρού του χρήματος. Αι αποθήκαι των θησαυρών χρησιμεύουν συγχρόνως και ως διώρυγες εκροής και αρδεύσεως, εις τρόπον ώστε αι διώρυγες κυκλοφορίας να μην εκχειλίζουν ποτέ.
β') Μέσον πληρωμής.
Εις την μέχρι τούδε εξετασθείσαν άμεσον μορφήν της κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, η αυτή αξία παρουσιάζεται πάντοτε διττή, εμπόρευμα εις τον ένα πόλον, νόμισμα εις τον άλλον. Οι παραγωγοί ανταλλάκται ευρίσκονται, ως αντιπρόσωποι αντιμετώπων ισοδυνάμων. Εφ' όσον εν τούτοις αναπτύσσεται η κυκλοφορία, αναπτύσσονται ωσαύτως περιπτώσεις τείνουσαι, εις τον χωρισμόν της εκποιήσεως του εμπορεύματος από της πραγματοποιήσεως της τιμής του δι' ενός χρονικού διαστήματος. Ούτω π. χ. Είδος τι εμπορεύματος απαιτεί περισσότερον χρόνον διά την παραγωγήν του, ενώ έτερον είδος απαιτεί ολιγώτερον χρόνον. Αι εποχαί της παραγωγής δεν είναι αι αυταί διά τα διάφορα εμπορεύματα. Εάν εμπόρευμα παράγηται εις αυτόν τον τόπον της αγοράς του, έν άλλο δέον να ταξειδεύση διά να μεταβή εις απομεμακρυσμένην αγοράν. Είναι όθεν δυνατόν ο είς των ανταλλακτών να είναι έτοιμος προς πώλησιν, ενώ ο άλλος δεν είναι έτοιμος προς αγοράν. Όταν αι αυταί συναλλαγαί ανανεούνται μεταξύ των αυτών προσώπων, οι όροι της αγοράς και της πωλήσεως των εμπορευμάτων, θα κανονίζονται ολίγον κατ' ολίγον, συμφώνως προς τους όρους της παραγωγής των. Αφ' ετέρου πάλιν η χρήσις ειδών τινών εμπορευμάτων, οικίας π. χ. εκποιείται υπό προθεσμίαν και μόνον μετά την πάροδον της προθεσμίας ταύτης ο αγοραστής επιτυγχάνει πραγματικώς την συμφωνηθείσαν αξίαν χρήσεως. Αγοράζει όθεν πριν πληρώση. Ο είς των ανταλλακτών πωλεί παρόν εμπόρευμα, ο άλλος αγοράζει ως αντιπρόσωπος του μέλλοντος ν' αφιχθή χρήματος. Ο πωλητής αποβαίνει πιστωτής, ο αγοραστής αποβαίνει οφειλέτης. Όπως η μεταμόρφωσις του εμπορεύματος λαμβάνει ενταύθα νέαν όψιν ούτω και το χρήμα αποκτά νέαν λειτουργίαν. Αποβαίνει μέσον πληρωμής· οι χαρακτήρες του πιστωτού και του οφειλέτου προέρχονται ενταύθα εκ της απλής κυκλοφορίας. Η αλλαγή της μορφής της εναποθέτει εις τε τον πωλητήν και αγοραστήν την νέαν των μορφήν. Κατ' αρχάς, οι νέοι ούτοι ρόλοι είναι διαβατικοί ως και οι παλαιοί, παιζόμενοι κατά σειράν υπό των ιδίων ηθοποιών, δεν έχουν όμως όψιν τόσον αγαθήν, η δε αντίθεσίς των αποβαίνει πλέον επιδεκτική αποκρυσταλλώσεως. Οι αυτοί χαρακτήρες δύνανται να παρουσιασθούν ανεξαρτήτως της κυκλοφορίας των εμπορευμάτων. Εις την αρχαιότητα, η κίνησις της πάλης των τάξεων, έχει κυρίως την μορφήν πάλης συνεχώς ανανεουμένης μεταξύ πιστωτών και οφειλετών, ήτις εν Ρώμη καταλήγει εις την ήτταν και καταστροφήν, του οφειλέτου πληβείου, αντικατασταθέντος υπό του δούλου. Εις τον Μεσαίωνα η πάλη καταλήγει εις την καταστροφήν του φεουδάρχου οφειλέτου. Εκείνος χάνει την πολιτικήν δύναμιν ευθύς ως καταρρέει η οικονομική βάσις, ήτις ήτο το στήριγμά της. Εν τούτοις η νομισματική αύτη σχέσις πιστωτού προς οφειλέτην και εις τας δύο αυτάς εποχάς κατοπτρίζει εαυτήν επί της επιφανείας βαθυτέρων ανταγωνισμών.
Ας επανέλθωμεν εις την κυκλοφορίαν των εμπορευμάτων. Η σύγχρονος εμφάνισις των ισοδυνάμων εμπορεύματος και χρήματος εις τους δύο πόλους της πωλήσεως έπαυσε. Τώρα το χρήμα λειτουργεί κατά πρώτον λόγον ως μέτρον αξίας εν τω καθορισμώ της τιμής του πωλουμένου εμπορεύματος. Η τιμή αύτη ορισθείσα διά συμφωνητικού εκδηλοί την υποχρέωσιν του αγοραστού ήτοι το ποσόν του χρήματος, διά το οποίον είναι υπόχρεος εις ωρισμένην προθεσμίαν.
Είτα λειτουργεί ως φανταστικόν μέσον αγοράς. Αν και υφίσταται μόνον εις την υπόσχεσιν του αγοραστού, όμως ενεργεί ούτω την μετατόπισιν του εμπορεύματος. Μόνον μετά την λήξιν της προθεσμίας εισέρχεται εις την κυκλοφορίαν ως μέσον πληρωμής, ήτοι μεταβαίνει από της χειρός του αγοραστού, εις την του πωλητού. Το μέσον της κυκλοφορίας μετετράπη εις θησαυρόν, διότι η κίνησις της κυκλοφορίας εσταμάτησεν εις το πρώτον ήμισυ. Το μέσον της πληρωμής εισέρχεται εις την κυκλοφορίαν, τότε μόνον, όταν έχει ήδη εξέλθει το εμπόρευμα. Ο πωλητής μετέβαλε το εμπόρευμα εις χρήμα διά να ικανοποιήση τας ανάγκας του, ο θησαυριστής, διά να το διατηρήση εις την μορφήν του γενικού ισοδυνάμου, — τέλος ο αγοραστής — οφειλέτης διά να δυνηθή να πληρώνη. Εάν δεν πληρώση λαμβάνει χώραν καταναγκαστική πώλησις. Η μετατροπή του εμπορεύματος εις την μορφήν — αξίαν, εις νόμισμα, αποβαίνει αύτη κοινωνική ανάγκη επιβαλλομένη εις τον παραγωγόν ανταλλάκτην ανεξαρτήτως των αναγκών του και των προσωπικών του ιδιοτροπιών.
Ας υποθέσωμεν ότι ο χωρικός αγοράζει από τον υφαντουργόν 20 μ. υφάσματος εις την τιμήν των 2 λουδοβικίων, τα οποία είναι επίσης η τιμή ενός τετάρτου στατήρος σίτου, και τα οποία πληρώνει μετά ένα μήνα. Ο χωρικός μεταβάλλει τον σίτον εις ύφασμα πριν τον μετατρέψει εις χρήμα. Πραγματοποιεί όθεν, την τελευταίαν μεταμόρφωσιν του εμπορεύματός του, προ της πρώτης. Είτα πωλεί σίτον 2 λουδ., τα οποία δίδει εις τον υφαντουργόν κατά την ορισθείσαν προθεσμίαν.
Το πραγματικόν νόμισμα δεν του χρησιμεύει πλέον ενταύθα ως μέσον υποκαταστάσεως του υφάσματος διά του σίτου. Δι' αυτόν το νόμισμα είναι τουναντίον η τελευταία λέξις της συναλλαγής, καθ' ό απόλυτος μορφή της αξίας, ην έχει να χορηγήση, καθ' ό παγκόσμιον νόμισμα. Όσον διά τον υφαντουργόν, το εμπόρευμά του εκυκλοφόρησε και επραγματοποίησε την τιμήν του, αλλά μόνον διά μέσου ενός τίτλου απορρέοντος εκ του πολιτικού δικαίου. Εισήλθεν εις την κατανάλωσιν άλλου εμπορεύματος πριν μετατραπή εις νόμισμα. Η πρώτη μεταμόρφωσις του υφάσματος παραμένει όθεν μετέωρος πραγματοποιουμένη εις την λήξιν της προθεσμίας του χρέους του χωρικού.
Αι λήξασαι υποχρεώσεις εις καθορισθείσαν περίοδον αντιπροσωπεύουν την ολικήν μορφήν των πωληθέντων εμπορευμάτων. Η ποσότης του απαιτηθέντος νομίσματος διά την πραγματοποίησιν του ποσού τούτου, εξαρτάται πρώτον εκ της ταχύτητος της πορείας των μέσων πληρωμής. Δύο περιστατικά την κανονίζουν: 1ον Η σύνδεσις των σχέσεων πιστωτού προς οφειλέτην, όπως όταν Α π. χ., ο οποίος λαμβάνει χρήμα από τον οφειλέτην του Β τον πιστωτήν του Γ κ. λ. κ. 2ον Το χρονικόν διάστημα, το οποίον χωρίζει τας διαφόρους προθεσμίας, κατά τας οποίας ενεργούνται αι πληρωμαί. Η σειρά των αλλεπαλλήλων πληρωμών ή των πρώτων συμπληρωματικών μεταμορφώσεων, διακρίνεται τελείως εκ της διασταυρώσεως των σειρών μεταμορφώσεων, τας οποίας ανελύσαμεν προηγουμένως.
Η σχέσις μεταξύ πωλητών και αγοραστών δεν εκδηλούται μόνον εις την κίνησιν των μέσων της κυκλοφορίας, αλλά γεννάται εν αυτή τη πορεία του νομίσματος. Η κίνησις του μέσου πληρωμής εκφράζει τουναντίον σύνολον, προϋπαρχουσών κοινωνικών σχέσεων.
Το ταυτόχρονον και συνεχές των πωλήσεων (ή αγορών), το οποίον κάμνει, ώστε η ποσότης των μέσων της κυκλοφορίας να μη δύναται πλέον να ικανοποιηθή υπό της ταχύτητος της πορείας του, αποτελεί νέον μοχλόν εν τη οικονομία μέσων πληρωμής. Με την συγκέντρωσιν των πληρωμών εις μίαν θέσιν αναπτύσσονται αυθορμήτως οργανώσεις και μέθοδοι, διά να αντισταθμίσουν έν τινι μέτρω αμοιβαίως. Ούτω π. χ. κατά τον Μεσαίωνα συνέβαινον εις Λυώνα, με τα virements. Αι πιστώσεις του Α εις τον Β, του Β εις τον Γ, του Γ εις τον Α και ούτω καθ' εξής δεν έχουν ανάγκην ή να συγκριθούν διά να ακυρωθούν αμοιβαίως, έν τινι μέτρω, αι θετικαί και αρνητικαί ποσότητες, και δεν απομένει πλέον ούτω, παρά να γίνη το ισοζύγιον του λογαριασμού. Όσον μεγαλυτέρα είναι η συγκέντρωσις των πληρωμών τόσον είναι σχετικώς μικρότερον το ισοζύγιόν των και ως εκ τούτου η μάζα των εν κυκλοφορία μέσων πληρωμής. Η λειτουργία του νομίσματος ως μέσου πληρωμής συνεπιφέρει αντίθεσιν άνευ μέσης προθεσμίας. Εφ' όσον αι πληρωμαί ισολογίζονται, το νόμισμα λειτουργεί μόνον ιδεολογικώς ως λογιστικόν νόμισμα και μέτρον αξιών ευθύς ως αι πληρωμαί πρόκειται να ενεργηθούν πραγματικώς, το νόμισμα παρουσιάζεται ως απλούν μέσον κυκλοφορίας, ως μεταβατική μορφή, χρησιμεύουσα ως μέσον εις την μετάθεσιν των προϊόντων χωρίς όμως να επεμβαίνη και ως ατομική ενσάρκωσις της κοινωνικής εργασίας, ως μόνη πραγματοποίησις της ανταλλακτικής αξίας, ως απόλυτον εμπόρευμα. Η αντίθεσις αύτη εκρήγνυται την στιγμήν των εμπορικών και βιομηχανικών κρίσεων, στιγμήν εις την οποίαν εδόθη η ονομασία της νομισματικής κρίσεως.
Αύτη δημιουργείται εκεί ένθα αναπτύσσονται η άλυσσος των πληρωμών και τεχνικόν σύστημα προωρισμένον εις την αμοιβαίαν ικανοποίησίν των. Ο μηχανισμός ούτος διαταράσσεται παρ' οιασδήποτε αιτίας, ευθύς ως το χρήμα δι' αποτόμου στροφής και αμεταβιβάστως παύει να λειτουργή πλέον υπό την καθαρώς ιδεώδη μορφήν του ως λογιστικού χρήματος. Το νόμισμα ζητείται τότε ως χρήμα, τοις μετρητοίς και δεν δύναται πλέον ν' αντικατασταθή υπό «βεβήλων» εμπορευμάτων. Η χρησιμοποίησις του εμπορεύματος δεν λαμβάνεται υπ' όψει και η αξία του εξαφανίζεται, ενώπιον εκείνου, το οποίον δεν είναι ή η μορφή του. Την προηγουμένην ακόμη ημέραν ο αστός διά της πολυτελούς επαρκείας, την οποίαν του χορηγεί η ευμάρια, εδήλου ότι το χρήμα είναι φενάκη ματαία, μόνον το εμπόρευμα είναι χρήμα, εκραύγαζε. Μόνον το χρήμα είναι εμπόρευμα! είναι σήμερον η φωνή, ήτις αντηχεί κατά την παγκόσμιον αγοράν. Όπως η διψασμένη έλαφος κραυγάζει προ της πηγής δροσερού ύδατος, ούτω η ψυχή του αποκαλεί μεγαλοφώνως το χρήμα, τον μοναδικόν πλούτον. Η αντίθεσις η υφισταμένη μεταξύ του εμπορεύματος και της μορφής του αξίας, ωθείται κατά την διάρκειαν της κρίσεως μέχρι του απροχωρήτου. Το ιδιαίτερον γένος του νομίσματος δεν χρησιμεύει εις τίποτε. Η νομισματική ένδεια παραμένει η αυτή, είτε πρόκειται περί πληρωμών εις χρυσόν ή εις πιστωτικόν νόμισμα ή εις τραπεζογραμμάτια, επί παραδείγματι.
Εάν εξετάσωμεν τώρα το ολικόν ποσόν του νομίσματος του κυκλοφορούντος εν δεδομένω χρονικώ διαστήματι, ευρίσκομεν ότι γνωστής ούσης της ταχύτητος των μέσων κυκλοφορίας και των μέσων πληρωμής, το νόμισμα ισούται προς το ποσόν των τιμών των υπό πραγματοποίησιν εμπορευμάτων επί πλέον του ποσού των πληρωμών, αίτινες έληξαν, μείον του ποσού των κυμαινομένων πληρωμών, τέλος μείον της διπλής ή συχνής χρήσεως των ιδίων νομισμάτων, διά την διπλήν λειτουργίαν ως μέσου κυκλοφορίας και μέσου πληρωμής. Επί παραδείγματι ο χωρικός επώλησε τον σίτον του αντί 2 λουδοβ. τα οποία ενεργούν ως μέσον κυκλοφορίας. Κατά την λήξιν της προθεσμίας τα δίδει εις τον υφαντουργόν. Τώρα λειτουργούν ως μέσον πληρωμής. Ο υφαντουργός αγοράζει δι' αυτών ένδυμα, εν τη αγορά δε ταύτη λειτουργούν εκ νέου, ως μέσον κυκλοφορίας κ. ο. κ.
Δοθείσης της ταχύτητος της πορείας του νομίσματος, της οικονομίας των πληρωμών και των τιμών των εμπορευμάτων, βλέπομεν ότι η μάζα των εν κυκλοφορία εμπορευμάτων δεν αντιστοιχεί πλέον προς την μάζαν του τρέχοντος νομίσματος εις περίοδόν τινα, μίαν ημέραν π. χ. Κυκλοφορεί νόμισμα αντιπροσωπεύον εμπορεύματα προ πολλού αποσυρθέντα εκ της κυκλοφορίας. Κυκλοφορούν εμπορεύματα, των οποίων το εις νόμισμα ισοδύναμον δεν θα παρουσιασθή ή πολύ αργότερον. Αφ' ετέρου, τα συναφθέντα δάνεια και τα λήξαντα τοιαύτα είναι καθ' εκάστην μεγέθη τελείως ασύμμετρα.
Το πιστωτικόν νόμισμα έχει την άμεσον πηγήν του εν τη λειτουργία του χρήματος, ως μέσου πληρωμής. Πιστοποιητικά βεβαιούντα δάνεια συναφθέντα διά πωληθέντα εμπορεύματα κυκλοφορούν, το ίδιον με την σειράν των, διά να μεταβιβάσωσιν εις άλλους τας πιστώσεις. Εφ' όσον εκτείνεται το σύστημα της πιστώσεως, επί τοσούτον αναπτύσσεται η λειτουργία, την οποίαν το νόμισμα πληροί ως μέσον πληρωμής. Ως τοιούτον, ενδύεται, ιδιαιτέρας μορφάς υπάρξεως, εν αις εισέρχεται εις την σφαίραν των μεγάλων εμπορικών συναλλαγών, ενώ τα χρυσά και αργυρά νομίσματα απωθούνται εις την σφαίραν του λιανικού Εμπορίου. Όσον αναπτύσσεται και εκτείνεται η εμπορική παραγωγή, τόσον περιορίζεται εις την σφαίραν της κυκλοφορίας των προϊόντων η λειτουργία του νομίσματος ως μέσου πληρωμής. Το νόμισμα καθίσται το γενικόν εμπόρευμα των συμφωνητικών.
Αι πρόσοδοι, οι φόροι κ. λ. π. πληρωνόμενοι έως τότε εις είδος, πληρώνονται σήμερον εις χρήμα. Γεγονός, το οποίον αποδεικνύει μεταξύ άλλων πόσον η αλλαγή αύτη εξαρτάται εκ των γενικών συνθηκών της παραγωγής είναι ότι η ρωμαϊκή αυτοκρατορία δις απέτυχεν αποπειραθείσα την άρσιν των χρηματικών φόρων. Η τεραστία δυστυχία των αγροτικών πληθυσμών εν Γαλλία επί Λουδοβίκου του 14ου περιγραφείσα με τόσον επιτυχίαν υπό του Boisguillebert και του στρατάρχου Vauban κτλ, δεν προήρχετο μόνον εκ της αυξήσεως των φόρων, αλλά και εκ της υποκαταστάσεως της φυσικής των μορφής διά της νομισματικής των τοιαύτης. Εις την Ασίαν η έγγειος πρόσοδος αποτελεί τα κύριον στοιχείον των φόρων και πληρώνεται εις είδος. Η μορφή αύτη της προσόδου η βασιζομένη επί στασίμων σχέσεων παραγωγής, διατηρεί τον παλαιόν τρόπον της παραγωγής. Τούτο είναι ένα από τα μυστικά της διατηρήσεως της Τουρκικής Αυτοκρατορίας. Όπως το ελεύθερον εμπόριον εισαχθέν εκ της Ευρώπης εις την Ιαπωνίαν φέρει εις την χώραν την μετατροπήν της προσόδου — είδος εις πρόσοδον — χρήμα, ούτω και η πρόγονος γεωργία της υπεβλήθη εις οικονομικάς συνθήκας λίαν στενάς διά να δυνηθή να ανθέξη εις μίαν τοιαύτην επανάστασιν. Εις εκάστην χώραν ορίζονται γενικαί τινές προθεσμίαι, κατά τας οποίας ενεργούνται εις μεγάλην κλίμακα αι πληρωμαί. Εάν τινές των προθεσμιών τούτων είναι καθαρώς συμβατικαί, βασίζονται γενικώς επί των περιοδικών και κυκλοφοριακών κινήσεων της παραγωγής συνδεομένων με τας περιοδικάς μεταβολάς των εποχών κ.λ.π. Αι γενικαί αύται προθεσμίαι κανονίζουν επίσης την εποχήν των πληρωμών, αι οποίαι δεν απορρέουν απ' ευθείας εκ της κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, όπως αι της προσόδου, της ενοικιάσεως, των φόρων κ.λ.π. Η ποσότης του νομίσματος, την οποίαν απαιτούν κατά τινας ημέρας του έτους, αι πληρωμαί αύται, αι διασκορπισμέναι εφ' όλης της περιφερείας χώρας τινός προξενεί περιοδικάς διαταράξεις, αλλά παντάπασιν ανωφελείς. Εκ του νόμου περί της ταχύτητος των μέσων πληρωμής, εξάγεται ότι, δι' όλας τας περιοδικάς πληρωμάς, οιαδήποτε και αν είναι η πηγή των, η αναγκαία μάζα των μέσων παραγωγής είναι κατ' αντίστροφον λόγον του μήκους των περιόδων.
Η λειτουργία την οποίαν το χρήμα εκπληροί, ως μέσον πληρωμής αναγκαιοί την συσσώρευσιν των απαιτουμένων ποσών διά τας ημέρας της λήξεως, υπό μορφήν πλουτισμού. Η πρόσοδος της αστικής κοινωνίας, αποβάλλουσα τον θησαυρισμόν, ως μορφήν πλουτισμού, αναπτύσσει τούτον υπό την μορφήν της εφεδρείας των μέσων πληρωμής.
γ) Το παγκόσμιον νόμισμα.
Κατά την έξοδόν του εκ της εσωτερικής σφαίρας της κυκλοφορίας το χρήμα αποβάλλει τας τοπικάς μορφάς, τας οποίας είχεν ενδυθή, νομισματική μορφή, συμπληρωματικόν νόμισμα, τόπος τιμών, σημείον αξίας, διά να επιστρέψη εις την αρχικήν του μορφήν, την μορφήν του εις ράβδους ή μάζαν. Εις το εμπόριον μεταξύ εθνών, πραγματοποιείται παγκοσμίως η αξία των εμπορευμάτων. Εκεί επίσης η μορφή των αξία παρουσιάζεται υπό την μορφήν παγκοσμίου νομίσματος — νόμισμα του κόσμου, όπως το ονομάζει ο James Stewart. Νόμισμα της μεγάλης εμπορικής δημοκρατίας, όπως έλεγε μετ' αυτόν ο Α. Smith. Εις την παγκόσμιον αγοράν και μόνον εκεί λειτουργεί το νόμισμα εν όλη τη ισχύι του όρου, ως το εμπόρευμα του οποίου η φυσική μορφή είναι συγχρόνως και γενικώς η κοινωνική ενσάρκωσις της ανθρωπίνης εργασίας.
Εν τη εθνική περιοχή της κυκλοφορίας, έν μόνον εμπόρευμα δύναται να χρησιμεύση ως μέτρον αξίας και κατά συνέπειαν ως μέτρον νομίσματος. Επί της παγκοσμίου αγοράς βασιλεύει διπλούν μέτρον αξίας, ο χρυσός και ο άργυρος.
Το παγκόσμιον νόμισμα εκπληροί τας τρεις λειτουργίας του μέσου πληρωμής, του μέσου αγοράς, και γενικώς της κοινωνικής ύλης του πλούτου. Όταν πρόκειται να κανονισθούν οι διεθνείς λογαριασμοί κυριαρχεί η πρώτη λειτουργία εξ ου και η ονομασία του (Mercantile) συστήματος. Ο χρυσός και ο άργυρος χρησιμοποιούνται κυρίως ως μέσον αγοράς οσάκις η συνήθης ισορροπία, εν τη ανταλλαγή των ειδών μεταξύ διαφόρων εθνών διαταράσσεται. Τέλος λειτουργούν ως απόλυτος μορφή του πλούτου, όταν δεν πρόκειται πλέον, ούτε περί αγοράς, ούτε περί πληρωμής, αλλά περί μεταφοράς πλούτου υπό μορφήν εμπορεύματος, από μιας εις άλλην χώραν, μεταφοράς εμποδιζομένης είτε συνεπεία ενδεχομένων της αγοράς, είτε λόγω του σκοπού, τον οποίον θέλουν να επιτύχουν.
Εκάστη χώρα έχει ανάγκην ενός αποθεματικού ποσού, τόσον διά το εξωτερικόν εμπόριόν της, όσον και διά την εσωτερικήν της κυκλοφορίαν. Αι λειτουργίαι των αποθεμάτων τούτων, συνδέονται όθεν, μερικώς μεν προς την λειτουργίαν του νομίσματος ως μέσου κυκλοφορίας και πληρωμής διά το εσωτερικόν, μερικώς δε προς την λειτουργίαν του ως παγκοσμίου νομίσματος. Εν τη τελευταία ταύτη λειτουργία, το υλικόν νόμισμα, ήτοι ο χρυσός και ο άργυρος είναι πάντοτε απαιτητόν. Διά τούτο ο James Stewart, διά να διακρίνη τον χρυσόν και τον άργυρον από τους καθαρώς τοπικούς αντικαταστάτας των, τους δίδει το όνομα money of the world.
Ο ποταμός με τα αργυρά και χρυσά κύματα, κέκτηται διπλούν ρεύμα· αφ' ενός εκτείνεται από της πηγής του, εφ' ολοκλήρου της παγκοσμίου αγοράς, ένθα αι διάφοροι εθνικαί περιοχαί τον μετατρέπουν εις αναλογίας διαφόρους, διά να εισέλθη εις τας διώρυγας της εσωτερικής κυκλοφορίας των, αντικαθιστά τα φθαρέντα νομίσματά των, χορηγή την ύλην των ειδών πολυτελείας, και τέλος στερεοποιείται υπό μορφήν θησαυρού. Η πρώτη αύτη διεύθυνσίς του εντυπούται αυτώ υπό της χώρας ένθα τα εμπορεύματα ανταλλάσσονται απ' ευθείας από τας πηγάς της παραγωγής των διά του χρυσού και αργύρου. Συγχρόνως τα πολύτιμα μέταλλα κυκλοφορούν πανταχού άνευ τέλους ή διακοπής, μεταξύ των σφαιρών κυκλοφορίας των διαφόρων χωρών, η δε κίνησις αύτη ακολουθεί τας ακαταπαύστους διακυμάνσεις του συναλλάγματος.
Αι χώραι, εις τας οποίας η παραγωγή ανήλθεν εις μέγαν βαθμόν αναπτύξεως περιορίζουν εις το μίνιμουμ τους συσσωρευθέντας θησαυρούς εις τα χρηματωκιβώτια των τραπεζών. Εκτός εξαιρέσεων τινών η υπερεκχείλισις των αποθεμάτων τούτων, πολύ άνωθεν της μέσης επιφανείας των, είναι σημείον στασιμότητος εν τη κυκλοφορία των εμπορευμάτων ή σημείον διακοπής εν τη πορεία των μεταμορφώσεών των.

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΝ
ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ ΤΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΣ ΕΙΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ IV.
Ο ΓΕΝΙΚΟΣ ΤΥΠΟΣ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ

Η κυκλοφορία των εμπορευμάτων είναι η αφετηρία του Κεφαλαίου. Αναφαίνεται εκεί, ένθα η εμπορική παραγωγή και το εμπόριον έφθασαν ήδη βαθμόν τινά αναπτύξεως. Η σύγχρονος ιστορία του κεφαλαίου χρονολογείται από της δημιουργίας του εμπορίου και της αγοράς των δύο κόσμων κατά τον δέκατον έκτον αιώνα.
Όταν μελετώμεν ιστορικώς το κεφάλαιον εν τη καταγωγή του, βλέπομεν τούτο πανταχού να ορθούται έναντι της ιδιοκτησίας της γης, υπό μορφήν χρήματος, είτε ως νομισματική περιουσία, είτε ως κεφάλαιον εμπορικόν, είτε ως τοκοφόρον τοιούτον. Σήμερον, όπως και άλλοτε, έκαστον νέον κεφάλαιον, ανέρχεται εις την σκηνήν, δηλαδή εις την αγοράν, αγοράν των προϊόντων, αγοράν της εργασίας, αγοράν του νομίσματος, υπό μορφήν χρήματος, χρήματος, όπερ διά των ιδιαιτέρων μεθόδων, δέον να τροποποιηθή εις κεφάλαιον.
Το χρήμα εν τη ιδιότητί του ως χρήμα, και το χρήμα εν τη ιδιότητί του ως κεφάλαιον, δεν διακρίνονται ευθύς αμέσως, ή εκ των διαφόρων μορφών της κυκλοφορίας.
Η άμεσος μορφή της κυκλοφορίας των εμπορευμάτων είναι Ε — Χ — Ε, μετατροπή του εμπορεύματος εις χρήμα και εκ νέου μετατροπή τούτου εις εμπόρευμα, πωλείν διά το αγοράζειν.
Αλλά παρά την μορφήν ταύτην ευρίσκομεν άλλην τινα, όλως διάφορον, την μορφήν
Χ — Ε — Χ
Χρήμα — Εμπόρευμα — Χρήμα,

μετατροπήν του χρήματος εις εμπόρευμα και εκ νέου μετατροπήν τούτο εις χρήμα, αγοράζειν διά το πωλείν. Παν χρήμα το οποίον εν τη κινήσει του διαγράφει τον τελευταίον τούτον κύκλον, μετατρέπεται εις κεφάλαιον, καθίσταται κεφάλαιον, και είναι ήδη ως εκ της κατευθύνσεώς του κεφάλαιον.
Ας παρατηρήσωμεν εγγύτερον την κυκλοφορίαν Χ — Ε — Χ, όπως η απλή κυκλοφορία ούτω και αύτη διατρέχει δύο αντιθέτους φάσεις. Εν τη πρώτη φάσει Χ — Ε, αγορά, το χρήμα μετατρέπεται εις εμπόρευμα. Εν τη δευτέρα Ε — Χ, πωλήσει το εμπόρευμα μετατρέπεται εις χρήμα. Το σύνολον των δύο τούτων φάσεων εκφράζεται διά της κινήσεως της ανταλλασσούσης το νόμισμα έναντι του νομίσματος, αγοράζει διά να πωλήση, ή μάλλον εάν αμελήσωμεν τας μορφικάς διαφοράς της αγοράς και της πωλήσεως, αγοράζει με το χρήμα το εμπόρευμα και με το εμπόρευμα το χρήμα. Η κίνησις αύτη καταλήγει εις την ανταλλαγήν του χρήματος έναντι του χρήματος, Χ — Χ. Εάν αγοράσω δι' 100 λουδοβικίων 2000 λίτρας βάμβακος και πωλήσω κατόπιν τας 2000 ταύτας λίτρας βάμβακος αντί 110 λουδοβικίων, αντήλλαξα πραγματικώς 100 λουδοβίκια αντί 110 λουδοβικίων, νόμισμα αντί νομίσματος.
Εννοείται ότι η κυκλοφορία Χ — Ε — Χ θα ήτο περίεργος μέθοδος, εάν ηθέλομεν διά παρομίας στροφής να ανταλλάξωμεν ποσά χρήματος ίσα, 100 λουδοβ. επί παραδείγματος έναντι 101 λουδοβ. Καλλίτερα τότε θα ήτο η μέθοδος του θησαυριστού, όστις φυλάττει ισχυρώς τα 100 λουδοβίκια του, αντί να τα εκθέση εις τους κινδύνους της κυκλοφορίας. Αφ' ετέρου όμως πάλιν, είτε ο έμπορος πωλήσει εκ νέου αντί 110 λουδοβικίων τον βάμβακά τον οποίον ηγόρασε με 100 λουδοβίκια, είτε υποχρεούται να τα παραδώση εις 100 και εις 50 ακόμη λουδοβίκια· εις όλας τας περιπτώσεις ταύτας, το χρήμα του διαγράφει πάντοτε ιδιαιτέραν και περίεργον κίνησιν, τελείως διάφορον εκείνης την οποίαν διαγράφει το χρήμα του γεωργού λ. χ. του πωλούντος τον σίτον και αντ' αυτού αγοράζοντος ένδυμα.
Ό,τι διακρίνει ευθύς αμέσως τας κινήσεις Χ — Ε και Χ — Ε — Χ, είναι η αντίστροφος τάξις των ιδίων αντιθέτων φάσεων. Η απλή κυκλοφορία άρχεται εκ της πωλήσεως και καταλήγει εις την αγοράν. Η κυκλοφορία του χρήματος, ως κεφαλαίου άρχεται εκ της αγοράς και καταλήγει εις την πώλησιν.
Εκεί, η αφετηρία και το τέρμα είναι το εμπόρευμα, ενταύθα είναι το χρήμα. Εις την πρώτην μορφήν, το χρήμα είναι εκείνο το οποίον χρησιμεύει ως ενδιάμεσον. Εις την δευτέραν είναι το εμπόρευμα.
Εν τη κυκλοφορία Ε — Χ — Ε, το χρήμα έχει τέλος μετατραπή εις εμπόρευμα χρησιμεύον ως αξία χρήσεως· εκεί όθεν οριστικώς — δαπανημένον.
Εν τη αντιστρόφω μορφή Χ — Ε — Χ, ο αγοραστής δίδει το χρήμα του διά να το λάβη εκ νέου ως πωλητής. Διά της αγοράς του εμπορεύματος, ρίπτει εν τη κυκλοφορία το χρήμα το οποίον αποσύρει εκ νέου κατόπιν, διά της πωλήσεως του αυτού εμπορεύματος. Εάν το αφήση να αναχωρήση το πράττει, διότι έχει την δολίαν υστεροβουλίαν να το συλλάβη εκ νέου. Το χρήμα τούτο είναι όθεν απλώς — προκαταβληθέν.
Η παλίρροια του χρήματος εις το σημείον της αναχωρήσεως δεν εξαρτάται εκ του ότι το εμπόρευμα έχει πωληθή ακριβώτερον από όσον ηγοράσθη. Η περίστασις αύτη δεν εξασκεί επιρροήν παρά επί του μεγέθους του επιστραφέντος ποσού. Το φαινόμενον της παλιρροίας λαμβάνει χώραν ευθύς ως το αγορασθέν εμπόρευμα πωληθή εκ νέου, δηλ ευθύς ως διαγραφή τελείως ο κύκλος Χ — Ε — Χ.
Είναι τούτο διαφορά ψηλαφητή μεταξύ της κυκλοφορίας του χρήματος, ως κεφαλαίου και της κυκλοφορίας του ως απλού νομίσματος.
Ο κύκλος Ε — Χ — Ε έχει τελείως διανυθή, ευθύς ως η πώλησις ενός εμπορεύματος αποδώση χρήμα προερχόμενον εκ της αγοράς ενός άλλου εμπορεύματος. Εάν εν τούτοις παλίρροια χρήματος λάβει κατόπιν χώραν, τούτο δεν συμβαίνει ίσως, ειμή διότι ολόκληρος η τροχιά του κύκλου έχει εκ νέου διανυθή. Εάν πωλήσω ένα σάκκον σίτου αντί 3 λουδοβ. και αγοράσω ενδύματα διά των χρημάτων τούτων, τα 3 λουδοβ. έχουν δι' εμέ δαπανηθή οριστικώς και δεν μ' ενδιαφέρουν πλέον. Ο έμπορος ενδυμάτων τα έχει εις το θυλάκιόν του. Εις μάτην θα πωλήση δεύτερον σάκκον σίτου, το χρήμα το οποίον λαμβάνει, δεν προέρχεται εκ της πρώτης συναλλαγής, αλλ' εκ της επαναλήψεώς της. Απομακρύνεται εκ νέου απ' εμού, εάν φέρω εις πέρας την δευτέραν συναλλαγήν και αγοράσω εκ νέου. Εις την κυκλοφορίαν Ε — Χ — Ε, η δαπάνη του χρήματος ουδέν το κοινόν έχει λοιπόν με την επιστροφήν του. Όλως το αντίστροφον συμβαίνει εν τη κυκλοφορία Χ — Ε — Χ. Εκεί, εάν το χρήμα δεν επιστρέψη, η πράξις εχάθη· η κίνησις διακόπτεται ή παραμένει ατελής, διότι η δευτέρα του φάσις, δηλαδή η πώλησις, η συμπληρούσα την αγοράν, ελλείπει.
Ο κύκλος Ε — Χ — Ε έχει αφετηρίαν εμπόρευμά τι και τέρμα άλλο εμπόρευμα, το οποίον δεν κυκλοφορεί πλέον και πίπτει εις την κατανάλωσιν. Η ικανοποίησις μιας ανάγκης, μιας αξίας χρήσεως, τοιούτος είναι όθεν ο τελικός του σκοπός. Τουναντίον ο κύκλος Χ — Ε — Χ έχει ως αρχικόν του σημείον το χρήμα και ως τελικόν τοιούτον πάλιν το χρήμα. Η αιτία του, ο καθωρισμένος σκοπός του είναι όθεν η ανταλλακτική αξία.
Εν τη απλή κυκλοφορία, οι δύο άκροι όροι έχουν την αυτήν οικονομικήν μορφήν. Και οι δύο είναι εμπόρευμα. Είναι ωσαύτως εμπορεύματα της αυτής αξίας. Συγχρόνως όμως είναι αξίαι χρήσεως, διαφόρου ποιότητος, ως π. χ. σίτος και ένδυμα. Η κίνησις καταλήγει εις την ανταλλαγήν των προϊόντων, εις την ανταλλαγήν διαφόρων υλών, εν αις εκδηλούται η κοινωνική εργασία.
Η κυκλοφορία Χ — Ε — Χ τουναντίον εμφανίζεται κενή εννοίας, ευθύς αμέσως διότι είναι ταυτόσημος. Τα δύο άκρα έχουν την αυτήν οικονομικήν μορφήν. Και τα δύο είναι χρήμα. Δεν διακρίνονται από απόψεως ποιοτικής, ως αξίαι χρήσεως, διότι το χρήμα είναι η μεταβεβλημένη άποψις των εμπορευμάτων, εν τη οποία αι ιδιαίτεραί των αξίαι χρήσεως έχουν αποσβεσθή. Το ανταλλάσσει εκατόν λουδοβίκια έναντι βάμβακος, και η εκ νέου ανταλλαγή του ιδίου βάμβακος, έναντι εκατόν λουδοβικίων, δηλαδή το ανταλλάσσειν διά μιας στροφής χρήμα έναντι χρήματος, όμοιον έναντι ομοίου, μία τοιαύτη πράξις φαίνεται τόσον ανόητος όσον και ανωφελής. Ποσόν τι χρήματος, εφ' όσον αντιπροσωπεύει αξίαν, δεν δύναται να διακριθή άλλου ποσού ειμή διά της ποσότητός του. Η κίνησις Χ — Ε — Χ δεν δικαιολογεί την ύπαρξίν της εξ ουδεμιάς ποιοτικής διαφοράς των άκρων της, διότι αμφότερα είναι χρήμα, αλλά μόνον εκ της ποσοτικής των διαφοράς.
Τελικώς εκ της κυκλοφορίας αφαιρείται περισσότερον χρήμα από το εν αυτώ ριφθέν. Ο αγορασθείς βάμβαξ αντί 100 λουδοβικίων επωλήθη εκ νέου αντί 100+10 ή 110 λουδοβίκια. Η πλήρης μορφή της κινήσεως ταύτης είναι λοιπόν Χ — Ε — Χ' εν τω οποίω Χ'=Χ+Χ, δηλαδή ίσον με το πρώτον κατατεθέν ποσόν συν ενί πλεονάσματι. Το πλεόνασμα τούτο το ονομάζω υπεραξίαν, (Plus — value). Η κατατεθείσα λοιπόν αξία, όχι μόνον διατηρείται εν τη κυκλοφορία αλλ' αλλάσσει το μέγεθός της, προσθέτει επ' αυτού έν επί πλέον, αξίζει περισσότερον. Η κίνησις αύτη είναι εκείνη, η οποία μετατρέπει την αξίαν εις κεφάλαιον.
Είναι δυνατόν τα άκρα Ε, Ε κυκλοφορίας Ε — Χ — Ε, σίτος — χρήμα — ένδυμα π. χ. να είναι ωσαύτως δυσαναλόγου αξίας. Ο αγρότης δύναται να πωλήση τον σίτον του περισσότερον της αξίας του ή ν' αγοράση ένδυμα ολιγωτέρας αξίας. Ούτος επίσης δυνατόν να απατηθή υπό του εμπόρου ενδυμάτων. Η δυσαναλογία όμως των ανταλλαχθεισών αξιών, δεν είναι ή συμβάν τυχαίον διά την μορφήν ταύτην της κυκλοφορίας. Ο κανονικός της χαρακτήρ είναι η ισότης των δύο της άκρων, ισότης, η οποία τουναντίον θ' αφήρει κάθε σημασίαν εις την κίνησιν Χ — Ε — Χ.
Η ανανέωσις ή η επαναλήψις της πωλήσεως των εμπορευμάτων, διά την αγοράν άλλων εμπορευμάτων, θέτει εκτός της κυκλοφορίας έν όριον εν τη καταναλώσει, εν τη ικανοποιήσει των καθορισμένων αναγκών. Τουναντίον εις την αγοράν διά την πώλησιν, η αρχή και το τέλος είναι έν και το αυτό πράγμα, χρήμα, ανταλλακτική αξία, αύτη δε η ταυτότης των δύο της άκρων όρων, εμποδίζει τον τερματισμόν της κινήσεως. Είναι αληθές ότι Χ κατέστη Χ+Χ, ότι έχομεν 100+10 λουδοβίκια αντί των 100. Από απόψεως όμως ποιότητος, 110 λουδ. είναι το αυτό με 100 λουδ., δηλαδή χρήμα, από ποσοτικής δε απόψεως, το πρώτον ποσόν, όπως και το δεύτερον είναι αξία ωρισμένη. Εάν τα 100 λουδ. εξοδευθώσιν ως χρήμα αλλάσσουν αμέσως ρόλον και παύουν να λειτουργούν ως κεφάλαιον. Εάν υπεξαιρεθώσιν εις την κυκλοφορίαν, στερεοποιούνται υπό μορφήν θησαυρού και δεν θ' αυξηθούν ούτε κατά έν νόμισμα και εάν παραμείνουν εκεί μέχρι της δευτέρας παρουσίας. Ευθύς ως η παρ' όλα ταύτα αύξησις της αξίας, απετέλει όθεν τον τελικόν σκοπόν της κινήσεως, τα 110 λουδ. αισθάνονται την αυτήν ανάγκην ν' αυξηθούν, οίαν και τα 100.
Η αρχικώς παραχωρηθείσα αξία, διακρίνεται είναι αληθές προς στιγμήν, εκ της προστιθεμένης εις αυτήν υπεραξίας εν τη κυκλοφορία. Η διάκρισις όμως αύτη εξαφανίζεται αμέσως. Εκείνο, το οποίον τελικώς εξέρχεται εκ της κυκλοφορίας δεν είναι αφ' ενός η πρώτη αξία των 100 λουδ. και αφ' ετέρου η υπεραξία των 10 λουδ. είναι η αξία των 110 λουδ., η οποία ευρίσκεται εις την αυτήν μορφήν και τας αυτάς συνθήκας, εις ας και 100 λουδ., ετοίμη να παραλάβη το αυτό παίγνιον. Ο τελευταίος όρος εκάστου κύκλου Χ — Ε — Χ, πωλείν διά το αγοράζειν, είναι ο πρώτος όρος μιας νέας κυκλοφορίας του αυτού είδους. Η απλή κυκλοφορία — πωλείν διά το αγοράζειν — χρησιμεύει ως μέσον διά να επιτευχθή σκοπός τις ευρισκόμενος εκτός αυτής, δηλαδή η οικειοποίησις των αξιών χρήσεως, των πραγμάτων, προς ικανοποίησιν καθωρισμένων αναγκών. Η κυκλοφορία του χρήματος ως κεφαλαίου έχει τουναντίον τον σκοπόν του, εντός αυτής, διότι διά της κινήσεως ταύτης πάντοτε ανανεουμένης εξακολουθεί η αξία ν' αξίζη. Η κίνησις του κεφαλαίου δεν έχει όθεν όριον.
Ως αντιπρόσωπος, ως συνειδητός υποστηρικτής της κινήσεως ταύτης, ο κάτοχος του χρήματος καθίσταται κεφαλαιούχος. Το πρόσωπον, ή μάλλον το θυλάκιόν του, είναι το σημείον της αναχωρήσεως ως και της επιστροφής του χρήματος. Το αντικειμενικόν περιεχόμενον της κυκλοφορίας Χ — Ε — Χ', δηλαδή η υπεραξία την οποίαν γεννά η αξία, αυτός είναι ο κρύφιος υποκειμενικός σκοπός του. Μόνον εφ' όσον η πάντοτε αύξουσα οικειοποίησις του αφηρημένου πλούτου είναι η μόνη καθωρισμένη αιτία των εργασιών του, μόνον τότε δρα ως κεφαλαιούχος ή εάν θέλωμεν, ως προσωποποιημένον κεφάλαιον, προικισμένον με συνείδησιν και θέλησιν.
Η αξία χρήσεως δεν δύναται όθεν ποτέ να θεωρήται ως ο άμεσος σκοπός του κεφαλαιούχου, ούτε περισσότερον το μεμονωμένον κέρδος, αλλά πάντοτε η ακατάπαυστος κίνησις του διαρκώς ανανεουμένου κέρδους. Η απόλυτος αύτη τάσις προς πλουτισμόν, η μανιώδης αύτη επιδίωξις της ανταλλακτικής αξίας, είναι κοιναί μετά των του θησαυριστού.
Αλλ' ενώ ο τελευταίος ούτος δεν είναι ή μανιακός κεφαλαιούχος, ο κεφαλαιούχος είναι λογικός θησαυριστής. Την αιώνιον ζωήν της αξίας, την οποίαν ο θησαυριστής ελπίζει να εξασφαλίση εις εαυτόν σώζων το χρήμα εκ των κινδύνων της κυκλοφορίας, επιδεξιώτερος ο κεφαλαιούχος την κερδίζει ρίπτων πάντοτε το χρήμα εις την κυκλοφορίαν.
Η αξία καθίσταται όθεν προοδευτική αξία, χρήμα πάντοτε βλαστάνον, φυόμενον και ως τοιούτον κεφάλαιον.
Εξέρχεται της κυκλοφορίας, επιστρέφει πάλιν, διατηρείται εκεί και πολλαπλασιάζεται εκεί, εξέρχεται εκ νέου ηυξημένον και επαναλαμβάνει αδιακόπως την αυτήν επιστροφήν. Χ — Χ', χρήμα το οποίον γεννά χρήμα, νόμισμα παράγον μικρά — money which begets money — τοιούτος είναι ωσαύτως ο ορισμός του κεφαλαίου εις το στόμα των πρώτων του διερμηνέων, των κερδοσκόπων. Αγοράζειν διά το πωλείν, ή μάλλον, αγοράζειν διά το πωλείν ακριβώτερον, Χ — Ε — Χ', ιδού μία μορφή ιδιάζουσα του εμπορικού κεφαλαίου. Αλλά το βιομηχανικόν κεφάλαιον είναι ωσαύτως χρήμα, μεταβαλλόμενον εις εμπόρευμα και διά της πωλήσεως του τελευταίου τούτου, μεταβάλλεται εκ νέου εις περισσότερον χρήμα.
Ό,τι συμβαίνει μεταξύ της αγοράς και της πωλήσεως εκτός της σφαίρας της κυκλοφορίας, ουδέν αλλάσσει εις την μορφήν ταύτην της κινήσεως. Τέλος εν σχέσει προς το τοκοφόρον κεφάλαιον, η μορφή Χ — Ε — Χ' περιορίζεται εις τα δύο της άκρα άνευ μέσου όρου. Συνοψίζεται εις ύφος επιγραμματικόν, εις Χ — Χ', χρήμα αξίζον περισσότερον χρήμα, αξία μεγαλυτέρα εαυτής, Χ — Ε — Χ' είναι όθεν πραγματικώς, ο γενικός τύπος του κεφαλαίου, όπως ούτος εμφανίζεται εν τη κυκλοφορία.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ V.
ΑΝΤΙΡΡΗΣΕΙΣ ΕΠΙ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΤΥΠΟΥ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ

Η μορφή της κυκλοφορίας, διά της οποίας το χρήμα μεταμορφούται εις Κεφάλαιον, διαφέρει από όλους τους μέχρι τούδε αναπτυχθέντας νόμους επί της φύσεως του εμπορεύματος, του χρήματος και αυτής της κυκλοφορίας. Εκείνο το οποίον διακρίνει την κυκλοφορίαν του κεφαλαίου εκ της απλής κυκλοφορίας, είναι η τάξις της αντιστρόφου διαδοχής των δύο ομοίων αντιθέτων φάσεων, πωλήσεως και αγοράς. Πώς η διαφορά αύτη, η καθαρώς μορφική, θα ηδύνατο να επιφέρη εις την φύσιν αυτήν των φαινομένων τούτων μίαν μαγικήν αλλαγήν;
Πώς θα ηδύνατο να επιτρέψη μίαν αύξησιν αξιών, δηλ τον σχηματισμόν της υπεραξίας;
Ας λάβωμεν το φαινόμενον της κυκλοφορίας, εις μορφήν υπό την οποίαν παρουσιάζεται, ως απλή ανταλλαγή εμπορευμάτων. Τούτο συμβαίνει, οσάκις οι δύο παραγωγοί ανταλλάκται αγοράζουν ο είς εκ του άλλου, και όταν αι αμοιβαίοι πιστώσεις των μηδενίζονται την ημέραν της λήξεως. Το χρήμα εκεί δρα φανταστικώς ως λογιστικόν νόμισμα διά να εκφράση τας αξίας των εμπορευμάτων διά των τιμών των. Ευθύς ως πρόκειται περί των αξιών χρήσεως, είναι φανερόν ότι οι ανταλλάκται μας δύνανται να κερδίσουν αμφότεροι. Αμφότεροι απαλλοτριούν προϊόντα άχρηστα δι' αυτούς με άλλα των οποίων έχουν ανάγκην. Επί πλέον, ο Α πωλών οίνον και αγοράζων σίτον, παράγει ίσως περισσότερον οίνον απ' ότι θα ηδύνατο να παραγάγη ο Β κατά τον αυτόν χρόνον εργασίας. Ο δε Β κατά τον αυτόν χρόνον εργασίας περισσότερον σίτον, από όσον θα ηδύνατο να παραγάγη ο Α. Ο πρώτος επιτυγχάνει ούτω, διά την αυτήν ανταλλακτικήν αξίαν περισσότερον σίτον, και ο δεύτερος περισσότερον οίνον, ως εάν έκαστος τούτων, άνευ ανταλλαγής, υπεχρεούτο να παραγάγη δι' εαυτόν τα δύο αντικείμενα της καταναλώσεως. Εάν πρόκειται περί της αξίας χρήσεως, τότε μετά βασιμότητος λέγομεν «ότι η ανταλλαγή είναι συναλλαγή, εν τη οποία κερδίζουν και οι δύο». Δεν συμβαίνει το αυτό διά την ανταλλακτικήν αξίαν. «Είς έχων πολύν οίνον και ολίγον σίτον εμπορεύεται με άλλον έχοντα πολύν σίτον και καθόλου οίνον. Μεταξύ των γίνεται ανταλλαγή μιας αξίας 50 εις σίτον έναντι 50 εις οίνον. Η ανταλλαγή αύτη δεν είναι δι' ουδένα εξ αυτών αύξησις πλούτου, διότι έκαστος τούτων προ της ανταλλαγής κατείχεν ίσην αξίαν, την οποίαν επρομηθεύθη διά του μέσου τούτου». Το ότι το χρήμα, ως όργανον κυκλοφορίας, χρησιμεύει ως ενδιάμεσον μεταξύ των εμπορευμάτων και ότι αι πράξεις μεταξύ της πωλήσεως και της αγοράς είναι ούτω κεχωρισμέναι, τούτο δεν μεταβάλλει το ζήτημα. Η αξία έχει εκφρασθή εις τας τιμάς των εμπορευμάτων πριν ή αύται εισέλθουν εις την κυκλοφορίαν, αντί να προκύψουν εκ ταύτης.
Εάν αφαιρέσωμεν τας τυχαίας περιπτώσεις, αίτινες δεν προέρχονται εκ των υπαρχόντων εις την κυκλοφορίαν νόμων, πλην του της αντικαταστάσεως χρησίμου προϊόντος, δεν συμβαίνει τίποτε άλλο ειμή μεταμόρφωσις ή απλή αλλαγή της μορφής του εμπορεύματος. Η αυτή αξία, δηλαδή το αυτό ποσόν της πραγματοποιηθείσης κοινωνικής εργασίας, παραμένει πάντοτε εις χείρας του αυτού ανταλλάκτου, αν και κρατή ταύτην κατά σειράν υπό την μορφήν του ιδίου του προϊόντος, του χρήματος και του προϊόντος άλλου τινος. Η αλλαγή αύτη της μορφής ουδεμίαν επιφέρει αλλαγήν της ποσότητος της αξίας. Η μόνη αλλαγή την οποίαν δοκιμάζει η αξία του εμπορεύματος, περιωρίζεται εις αλλαγήν της μορφής — χρήματος. Παρουσιάζεται κατ' αρχάς η τιμή του προσφερθέντος εις την πώλησιν εμπορεύματος, είτα εις το αυτό ποσόν του εκδηλωθέντος εν τη τιμή ταύτη χρήματος, τέλος ως τιμή ισοδυνάμου εμπορεύματος.
Η αλλαγή αύτη της μορφής δεν θίγει την ποσότητα της αξίας περισσότερον, απ' ότι θα έθιγεν αυτήν η αλλαγή ενός γραμματίου 100 φρ. έναντι 4 λουδοβικ., 3 πενταδράχμων και 5 φρ. Όπως λοιπόν η κυκλοφορία, εν σχέσει προς την αξίαν των εμπορευμάτων δεν επιφέρει ή αλλαγήν μορφής, ούτω και εκείθεν δεν προκύπτει ειμή ανταλλαγή ισοδυνάμων. Διά τούτο και αυτή η κοινή οικονομία, οσάκις θέλει να μελετήση το φαινόμενον εν τη ολότητί του, υποθέτει πάντοτε ότι η προσφορά και η ζήτησις ισορροπούν, ήτοι ότι το αποτέλεσμά των επί της αξίας είναι μηδέν. Εάν λοιπόν, εν σχέσει προς την αξίαν χρήσεως, οι δύο ανταλλάκται δύνανται να κερδίσουν, δεν δύνανται όμως να κερδίσουν αμφότεροι, εν σχέσει προς την ανταλλακτικήν αξίαν. Ενταύθα εφαρμόζεται το γνωμικόν: « Εκεί όπου υπάρχει ισότης δεν υπάρχει κέρδος». Εμπορεύματα δύνανται να πωληθούν εις τιμάς απομεμακρυσμένας των αξιών των. Αλλ' η απομάκρυνσις αύτη εμφανίζεται ως μία παράβασις του νόμου της ανταλλαγής. Εις την κανονικήν της μορφήν η ανταλλαγή των εμπορευμάτων είναι ανταλλαγή ισοδυνάμων και κατά συνέπειαν δεν δύναται να είναι μέσον κερδοσκοπίας. Εφ' όσον ανταλλάσσονται εμπορεύματα ή εμπορεύματα και χρήμα ίσης αξίας, δηλ. ισοδύναμα, είναι φανερόν ότι ουδείς αποσύρει της κυκλοφορίας περισσοτέραν αξίαν, αφ' όσην δίδει εις αυτήν, ουδείς σχηματισμός υπεραξίας δύναται να λάβη χώραν. Αλλ' αν και η κυκλοφορία, υπό την καθαράν μορφήν της, δεν αποδέχεται ανταλλαγήν ειμή μεταξύ ισοδυνάμων, γνωρίζομεν καλώς ότι εις την πραγματικότητα τα πράγματα δεν είναι τόσον καθαρά. Ας υποθέσωμεν λοιπόν ότι υπάρχει ανταλλαγή μεταξύ μη ισοδυνάμων.
Εις όλας τας περιπτώσεις εις την αγοράν δεν υπάρχει παρά ανταλλάκτης έναντι ανταλλάκτου και η δύναμις την οποίαν εξασκούν τα πρόσωπα ταύτα αμφοτέρωθεν είναι η δύναμις των εμπορευμάτων των. Η υλική διαφορά η υφισταμένη μεταξύ των τελευταίων τούτων, είναι η ολική αιτία της ανταλλαγής και θέτει τους ανταλλάκτας εις σχετικήν αμοιβαίαν εξάρτησιν, υπό την έννοιαν ότι ουδείς τούτων έχει εις τας χείρας του το αντικείμενον το οποίον του αναγκαιοί και ότι έκαστος τούτων κέκτηται το αντικείμενον των αναγκών του άλλου.
Εκτός της διαφοράς ταύτης μεταξύ των χρησιμοτήτων των, δεν υφίσταται πλέον μεταξύ των εμπορευμάτων παρά μία άλλη διαφορά, η διαφορά μεταξύ της φυσικής των μορφής και της μορφής των αξίας, του χρήματος. Ούτω οι ανταλλάκται μεταξύ των δεν διακρίνονται παρά μόνον εις το εξής σημείον: οι μεν είναι πωληταί κάτοχοι εμπορευμάτων οι άλλοι αγορασταί, κάτοχοι χρήματος.
Ας παραδεχθώμεν τώρα ότι δι' αγνώστου τινός μυστηριώδους προνομίου, δίδεται εις τον πωλητήν, η ευκαιρία να πωλήση το εμπόρευμά του περισσότερον της αξίας του, 110 π. χ, όταν αξίζη μόνον 100, δηλαδή με πλουτισμόν 10%. Ο πωλητής αποταμιεύει όθεν μίαν υπεραξίαν εκ 10. Αλλά μετά την κατάστασίν του ως πωλητού γίνεται αγοραστής. Τρίτος τις ανταλλάκτης εμφανίζεται προ αυτού ως πωλητής και απολαμβάνει με την σειράν του, το δικαίωμα να πωλήση το εμπόρευμα 10% ακριβώτερον. Ο άνθρωπός μας εκέρδισε λοιπόν, αφ' ενός 10 διά να χάση αφ' ετέρου 10. Το οριστικόν αποτέλεσμα είναι εις την πραγματικότητα, ότι οι ανταλλάκται πωλούν αμοιβαίως τα εμπορεύματά των 10% περισσότερον της αξίας των, πράγμα που είναι το ίδιον, εάν επώλουν ταύτα εις την πραγματικήν των αξίαν.
Μία παρομοία γενική ύψωσις των τιμών, παράγει το αυτό αποτέλεσμα, το οποίον και αι αξίαι των εμπορευμάτων εάν αντί να εκτιμώνται εις χρυσόν εξετιμώντο π. χ. εις άργυρον. Αι νομισματικαί των ονομασίαι, δηλαδή αι ονομαστικαί των τιμαί θα υψούντο, αλλ' αι σχέσεις των ως αξίαι θα παρέμενον αι αυταί.
Ας υποθέσωμεν τουναντίον ότι το προνόμιον του αγοραστού είναι εκείνο, το οποίον κάμνει τα εμπορεύματα να πληρώνωνται ολιγώτερον της αξίας των. Δεν είναι καν ανάγκη ενταύθα να υπενθυμίσωμεν ότι ο αγοραστής καθίσταται εκ νέου πωλητής. Ήτο πωλητής πριν γίνη αγοραστής. Έχασεν ήδη 10% εις την πώλησιν: Το ότι κερδίζει 10% εις την αγοράν του τούτο δεν σημαίνει τίποτε αφού το παν παραμένει εις την αυτήν κατάστασιν.
Ο σχηματισμός μιας υπεραξίας και κατά συνέπειαν η μετατροπή του χρήματος εις κεφάλαιον δεν προέρχονται όθεν, ούτε εκ του ότι οι πωληταί πωλούν τα εμπορεύματά των περισσότερον της αξίας των ούτε διότι οι αγορασταί τ' αγοράζουν ολιγώτερον.
Οι συνεπείς υπερασπισταί της αυταπάτης ταύτης, οι οποίοι λέγουν, ότι η υπεραξία προέρχεται εκ μιας ονομαστικής υπερυψώσεως των τιμών ή του προνομίου, το οποίον θα είχεν ο πωλητής διά να πωλήση ακριβότερον το εμπόρευμά του, υποχρεούνται όθεν να παραδεχθούν μίαν τάξιν, η οποία πάντοτε αγοράζει, και ουδέποτε πωλεί, ή η οποία καταναλίσκει χωρίς να παράγη. Το χρήμα με το οποίον μία τοιαύτη τάξις αγοράζει συνεχώς, δέον συνεχώς να επιστρέψη από το χρηματοκιβώτιον των παραγωγών εις το ιδικόν της, δωρεάν άνευ ανταλλαγής, εκουσίως ή δυνάμει κτηθέντος δικαιώματος. Το πωλείν εις την τάξιν ταύτην τα εμπορεύματα υπεράνω της αξίας των, είναι ως να ανευρίσκη τις εν μέρει το χρήμα, το οποίον είχε προ ολίγου πενθήσει.
Κατ' ανάγκην λοιπόν παραμένωμεν εις τα όρια της ανταλλαγής των εμπορευμάτων εις τα οποία οι πωληταί είναι αγορασταί και αγορασταί πωληταί. Η δυσκολία μας προέρχεται ίσως εκ του ότι μη λαμβάνοντες υπ' όψιν τους ατομικούς χαρακτήρας των πρακτόρων της κυκλοφορίας εδημιουργήσαμεν εκ τούτων προσωποποίησιν κατηγοριών. Ας υποθέσωμεν ότι ο ανταλλάκτης Α είναι πονηρός τις ρίπτων εις την παγίδα τους συντρόφους του Β και Γ, και ότι ούτοι παρ' όλην την καλήν των θέλησιν δύνανται να τον εκδικηθούν. Ο Α πωλεί εις τον Β οίνον, του οποίου η αξία είναι 10 λουδ. και λαμβάνει εις ανταλλαγήν σίτον αξίας 50 λουδ. Έκαμεν όθεν διά του χρήματος περισσότερον χρήμα και μετέτρεψε το εμπόρευμά του εις κεφάλαιον. Ας εξετάσωμεν το πράγμα πλησιέστερον. Προ της ανταλλαγής είχομεν 40 λουδ. οίνου εις τας χείρας του Β, ολικήν αξίαν 90 λουδ. Μετά την ανταλλαγήν έχομεν ακόμη την αυτήν ολικήν αξίαν. Η κυκλοφορούσα αξία δεν ηύξησεν ούτε κατά έν μόριον. Η μόνη αλλαγή είναι η διανομή της μεταξύ του Α και του Β. Η αυτή αλλαγή θα ελάμβανε χώραν, εάν ο Α έκλεπτεν απροκαλύπτως από τον Β 10 λουδοβ. Είναι φανερόν ότι ουδεμία αλλαγή εις την διανομήν των κυκλοφορουσών αξιών δύναται ν' αυξήση το ποσόν των, απαράλλακτα όπως ο Εβραίος δεν αυξάνει είς τινα χώραν την μάζαν των πολυτίμων μετάλλων, πωλών αντί μιας Γουινέας, ένα νόμισμα της βασιλίσσης Άννης. Ολόκληρος η τάξις των κεφαλαιούχων μιας χώρας δεν δύναται να κερδοσκοπήση επί του εαυτού της.
Ότι δήποτε και αν ειπούν, ότι δήποτε και αν κάμουν, τα πράγματα παραμένουν πάντοτε εις το αυτό σημείον. Ανταλλάσσουν ισοδύναμα; Δεν παράγεται υπεραξία. Επίσης δεν παράγεται υπεραξία και αν ανταλλάσουν μη ισοδύναμα. Η κυκλοφορία ή η ανταλλαγή εμπορευμάτων ουδεμίαν δημιουργεί αξίαν.
Ούτω το ποσόν των αξιών των ριφθεισών εν τη κυκλοφορία δεν δύναται να αυξήση, κατά συνέπειαν δέον εκτός αυτής να λάβη χώραν κάτι καθιστών δυνατόν τον σχηματισμόν μιας υπεραξίας. Αύτη όμως δύναται να παραχθή εκτός της κυκλοφορίας, η οποία ουδέν άλλο είναι ή το ολικόν ποσόν των αμοιβαίων σχέσεων των παραγωγών — ανταλλακτών.
Ο παραγωγός δύναται διά της εργασίας του να δημιουργήση αξίας, αλλ' ουχί αξίας αι οποίαι αυξάνουν μόναι των. Δύναται να υψώση την αξίαν ενός εμπορεύματος προσθέτου διά μιας νέας εργασίας, μίαν νέαν αξίαν εις μίαν παρούσαν αξίαν, με το δέρμα κατασκευάζει π. χ. υποδήματα. Η αυτή ύλη αξίζει τώρα περισσότερον, διότι απερρόφησε περισσοτέραν εργασίαν. Τα υποδήματα έχουν όθεν περισσοτέραν αξίαν από το δέρμα· αλλ' η αξία του δέρματος παραμένει οία ήτο, δεν προσέθεσεν υπεραξίαν κατά την κατασκευήν των υποδημάτων. Φαίνεται λοιπόν τελείως αδύνατον, ότι εκτός της κυκλοφορίας, χωρίς να έλθη εις επαφήν μετ' άλλων ανταλλακτών ο παραγωγός — ανταλλάκτης θα δυνηθή να προσδώση αξίαν εις την αξίαν ή να της μεταδώση την ιδιότητα να δημιουργή υπεραξίαν. Αλλ' άνευ τούτου δεν υπάρχει μετατροπή του χρήματός του ή του εμπορεύματός του εις κεφάλαιον.
Ούτω κατελήξαμεν εις διπλούν αποτέλεσμα. Η μετατροπή του χρήματος εις κεφάλαιον δύναται να εξηγηθή, εάν λάβωμεν ως βάσιν τους υπάρχοντας νόμους της κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, ώστε η ανταλλαγή των ισοδυνάμων να χρησιμεύση ως αφετηρία. Ο κάτοχος του χρήματός μας, ο οποίος δεν είναι ακόμη κεφαλαιούχος ή εν καταστάσει χρυσαλίδος, δέον κατ' αρχήν ν' αγοράση εμπορεύματα εις την ακριβή των αξίαν, κατόπιν να τα πωλήση όσον αξίζουν, και εν τούτοις εις το τέλος ν' αποσύρη περισσοτέραν αξίαν αφ' όσην εχορήγησεν. Η μεταμόρφωσις του ανθρώπου των σκούδων εις κεφαλαιούχον δέον να γίνεται εις την σφαίραν της κυκλοφορίας και συγχρόνως να μη γίνεται. Αυτοί είναι οι όροι του προβλήματος. Hic Rhodus hic salta.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ VI.
ΑΓΟΡΑ ΚΑΙ ΠΩΛΗΣΙΣ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΔΥΝΑΜΕΩΣ (FORCE DE TRAVAIL)

Η αύξησις της αξίας, καθ' ην το χρήμα μετατρέπεται εις κεφάλαιον, δεν δύναται να προέρχεται εκ του ιδίου τούτου χρήματος. Εάν έν μέσον πληρωμής, χρησιμεύη ως μέσον αγοράς πραγματοποιεί μόνον την τιμήν των εμπορευμάτων, τα οποία αγοράζει ή πληρώνει.
Εάν παραμένη όπως είναι, εάν διατηρήση την ιδίαν του μορφήν δεν είναι πλέον, ή ούτως ειπείν αξία στερεοποιημένη.
Πρέπει όθεν, η αλλαγή της εκφρασθείσης αξίας Χ — Ε — Χ', μετατροπή του χρήματος εις εμπόρευμα και τούτου πάλιν μετατροπή εις περισσότερον χρήμα, να προέρχηται εκ του εμπορεύματος. Δεν δύναται όμως να συμβή εν τη δευτέρα πράξει Ε — Χ', τη πωλήσει, ένθα το εμπόρευμα, αλλάσσει απλώς την φυσικήν του μορφήν με την μορφήν χρήμα. Εάν αντιμετωπίσωμεν τώρα την πρώτην πράξιν Χ — Ε την αγοράν, ευρίσκομεν ότι λαμβάνει χώραν ανταλλαγή μεταξύ ισοδυνάμων και ότι κατά συνέπειαν, το εμπόρευμα δεν έχει περισσοτέραν ανταλλακτικήν αξίαν από το μετατραπέν εις αυτήν χρήμα. Απομένει μία τελευταία υπόθεσις ήτοι ότι η αλλαγή προέρχεται εκ της αξίας χρήσεως του εμπορεύματος δηλαδή εκ της χρήσεώς του ή καταναλώσεώς του. Όθεν πρόκειται περί μιας αλλαγής εν τη ανταλλασσομένη αξία εκ της αυξήσεώς της. Διά να δυνηθώμεν να αρυσθώμεν ανταλλακτικήν αξίαν εκ της συνήθους αξίας ενός εμπορεύματος, θα έπρεπεν, ο άνθρωπος των σπουδών ν' ανακαλύψη εν τω μέσω της κυκλοφορίας, εις αυτήν ταύτην την αγοράν, εμπόρευμά τι, του οποίου η συνήθης αξία να κέκτηται το ιδιαίτερον προτέρημα, να είναι πηγή της ανταλλακτικής αξίας, εις τρόπον ώστε η κατανάλωσίς του θα εσήμαινε την πραγματοποίησιν της εργασίας και κατά συνέπειαν την δημιουργίαν της αξίας.
Και ο άνθρωπος ούτος ευρίσκει πράγματι εις την αγοράν εμπόρευμα προικισμένον διά του ιδικού τούτου προτερήματος και ονομαζόμενον δύναμις της εργασίας ή εργατική δύναμις (force de travail).
Υπό το όνομα τούτο, δέον να εννοώμεν το σύνολον των φυσικών και διανοητικών δυνάμεων, των υπαρχουσών εις το σώμα εκάστου ανθρώπου, εν τη ζώση προσωπικότητί του και το οποίον δέον να θέσωμεν εις κίνησιν διά να παραγάγωμεν ωφέλιμα πράγματα. Ίνα ο κάτοχος του χρήματος εύρη εις την αγοράν την εργατικήν δύναμιν ως εμπόρευμα, δέον να προϋπάρξουν διάφοροι συνθήκαι. Η ανταλλαγή των εμπορευμάτων καθ' εαυτήν, δεν συνεπιφέρει άλλας σχέσεις εξαρτήσεως ή εκείνας, αι οποίαι απορρέουν εκ της φύσεώς της.
Η εργατική όμως δύναμις δεν δύναται να παρουσιασθή εις την αγοράν ως εμπόρευμα, ειμή μόνον εάν προσφερθή ή πωληθή υπό του ιδίου της κατόχου. Ούτος δέον κατά συνέπειαν να δύναται να την διαθέτη, δηλαδή να είναι ελεύθερος ιδιοκτήτης της εργατικής του δυνάμεως, του ιδίου εαυτού του. Ούτος συναντάται μετά του κατόχου χρήματος εις την αγοράν και εκεί συνάπτουν σχέσεις ως όμοιοι ανταλλάκται. Διαφέρουν μόνον κατά τούτο: Ο είς αγοράζει και ο άλλος πωλεί, όμως αμφότεροι είναι πρόσωπα νομικώς ίσα.
Ίνα η σχέσις αύτη διατηρηθή πρέπει, όπως ο ιδιοκτήτης της εργατικής δυνάμεως μη πωλήση ταύτην ποτέ, ειμή δι' ωρισμένον χρονικόν διάστημα, διότι εάν την πωλήση ολικώς άπαξ διά παντός, πωλείται ο ίδιος και από ελεύθερος γίνεται δούλος, από έμπορος εμπόρευμα. Εάν θελήση να διατηρήση την προσωπικότητά του, δέον να μη διαθέση την εργατικήν του δύναμιν ειμή μόνον προσωρινώς, εις τρόπον ώστε απαλοτριών ταύτην να μη εγκαταλείπη ούτω την επ' αυτής ιδιοκτησίαν του.
Ο δεύτερος ουσιώδης όρος, όπως ο άνθρωπος των σκούδων εύρη ν' αγοράση την εργατικήν δύναμιν, είναι ο κάτοχος της τελευταίας ταύτης, αντί να δυνηθή να πωλήση εμπορεύματα, εις τα οποία επραγματοποιήθη η εργασία του να υποχρεούται να προσφέρη ή να θέση εις πώλησιν, ως εμπόρευμα, αυτήν την εργατικήν δύναμίν του ήτις ευρίσκεται εις τον οργανισμόν του.
Όστις θέλει να πωλήση εμπορεύματα διακεκριμένα της ιδίας εργατικής του δυνάμεως, δέον βεβαίως να κέκτηται μέσα παραγωγής, ως πρώτας ύλας, εργαλεία κ. λ. π. Του είναι αδύνατον π. χ. να κατασκευάση υποδήματα άνευ δέρματος, επί πλέον δε έχει ανάγκην και των μέσων της διατροφής. Ουδείς ουδ' αυτός ο μουσικός του μέλλοντος δεν δύναται να ζήση εκ των προϊόντων της μελλούσης εποχής, ούτε να επαρκέση μέσω αξιών χρήσεως ων η παραγωγή δεν έχει εισέτι περατωθή· σήμερον, όπως και κατά την πρώτην ημέραν της εμφανίσεώς του επί της κοσμικής σκηνής, ο άνθρωπος είναι υποχρεωμένος να καταναλίσκη πριν παραγάγη και κατά το στάδιον της παραγωγής. Εάν τα προϊόντα είναι εμπορεύματα πρέπει να πωληθούν διά να δυνηθούν να ικανοποιήσουν τας ανάγκας του παραγώγου. Εις τον αναγκαίον χρόνον της παραγωγής προστίθεται ο αναγκαίος χρόνος της πωλήσεως.
Η μετατροπή του χρήματος εις κεφάλαιον απαιτεί όθεν όπως ο κάτοχος του χρήματος ευρίσκει εις την αγοράν τον ελεύθερον εργάτην, και ελεύθερον από διπλής απόψεως. 1ον Ο εργάτης δέον να είναι πρόσωπον ελεύθερον, διαθέτον την δύναμιν της ελευθερίας του, ως ίδιον του εμπόρευμα. 2ον Δέον να μη έχη άλλο εμπόρευμα προς πώλησιν· να είναι ούτως ειπείν ελεύθερος τελείως, στερούμενος τελείως όλων των αναγκαίων διά την πραγματοποίησιν της εργατικής του δυνάμεως.
Εξ άλλου, η ανταλλαγή των προϊόντων πρέπει ήδη να έχη την μορφήν της κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, ίνα δυνηθή ν' ανέλθη επί σκηνής το νόμισμα. Αι διάφοροί του λειτουργίαι, ως απλούν ισοδύναμον, μέσον κυκλοφορίας, μέσον πληρωμής, θησαυρού, αποθέματος κ.λ.π. δεικνύουν διαδοχικώς, διά της συγκριτικής επικρατήσεως της μεν επί της δε, φάσεις λίαν διαφόρους της κοινωνικής παραγωγής. Εν τούτοις η πείρα μας διδάσκει, ότι μία εμπορική κυκλοφορία, σχετικώς ολίγον ανεπτυγμένη, αρκεί όπως εκδηλώση όλας τας μορφάς ταύτας. Δεν συμβαίνει όμως το αυτό και διά το κεφάλαιον. Αι ιστορικαί συνθήκαι της υπάρξεώς του δεν συμπίπτουν με την κυκλοφορίαν των εμπορευμάτων και του νομίσματος. Το κεφάλαιον παράγεται εκεί ένθα ο κάτοχος των μέσων της παραγωγής και διατροφής, συναντά εν τη αγορά τον ελεύθερον εργάτην, ερχόμενον να πωλήση εκεί την εργατικήν του δύναμιν και ο μοναδικός ούτος ιστορικός όρος, περικλείει ολόκληρον νέον κόσμον. Το κεφάλαιον αγγέλλεται ευθύς εξ αρχής ως εποχή κοινωνικής παραγωγής (43).
Μας μένει τώρα να εξετάσωμεν εγγύτερον την εργατικήν δύναμιν. Το εμπόρευμα τούτο, ως και παν άλλο κέκτηται αξίαν τινά. Πώς καθορίζεται αύτη; Διά του αναγκαιούντος προς παραγωγήν της χρόνου εργασίας.
Ως αξία, η εργατική δύναμις αντιπροσωπεύει το ποσοστόν της κοινωνικής εργασίας της εν αυτή πραγματοποιηθείσης. Πραγματικώς όμως δεν υφίσταται ή ως δύναμις ή ως ιδιότης του ζώντος ατόμου. Εάν λάβωμεν υπ' όψει το άτομον, τούτο παράγει την ζωτικήν δύναμιν του αναπαραγόμενον ή αυτοδιατηρούμενον. Διά την συντήρησιν ή διατήρησίν του έχει ανάγκην ποσού τινος μέσων διατροφής. Ο αναγκαίος χρόνος εργασίας διά την παραγωγήν της εργατικής δυνάμεως, αναλύεται όθεν εις τον αναγκαίον χρόνον της εργασίας διά την παραγωγήν των μέσων τούτων της διατροφής. Ή μάλλον η εργατική δύναμις έχει ακριβώς την αξίαν των μέσων της διατροφής, των αναγκαιούντων εις εκείνον, ο οποίος την διαθέτει.
Η εργατική δύναμις πραγματοποιείται διά της εξωτερικής εκδηλώσεώς της. Θεωρείται και βεβαιούται διά της εργασίας, ήτις και αυτή αναγκαιοί δαπάνην τινά μυώνων, νεύρων, ανθρωπίνου εγκεφάλου, δαπάνης χρηζούσης αντισταθμίσματος. Όσον περισσότερον η φθορά είναι μεγάλη τόσον περισσότερα είναι τα έξοδα της επιδιορθώσεως (44).
Εάν ο κάτοχος της εργατικής δυνάμεως, ειργάσθη σήμερον, πρέπει να επαναλάβη τούτο την επαύριον και υπό ομοίους όρους δραστηριότητος και υγείας. Πρέπει λοιπόν, το ποσόν των μέσων διατροφής να είναι αρκετόν διά την συντήρησιν της κανονικής του ζωής.
Αι φυσικαί ανάγκαι όπως η τροφή, τα ενδύματα, η θέρμανσις, η κατοικία κ.λ.π. διαφέρουν κατά το κλίμα και τας άλλας φυσικάς ιδιότητας χώρας τινός. Αφ' ετέρου ο αριθμός των λεγομένων φυσικών αναγκών, ως και ο τρόπος της ικανοποιήσεώς των, είναι ιστορικόν προϊόν και εξαρτάται ούτω κατά μέγα μέρος εκ του βαθμού του πολιτισμού.
Η καταγωγή της ημερομισθίου τάξεως εν εκάστη χώρα, το ιστορικόν περιβάλλον ένθα εσχηματίσθη αύτη εξακολουθούν επί μακρόν να εξασκούν την μεγαλειτέραν επιρροήν, επί των συνηθειών των απαιτήσεων και κατά συνέπειαν των αναγκών, τας οποίας επιφέρει αύτη εν τη ζωή. Η εργατική δύναμις περικλείει όθεν, από απόψεως αξίας, ιστορικόν τι και ηθικόν στοιχείον, όπερ την διακρίνει των άλλων εμπορευμάτων. Αλλά εν δεδομένη εποχή και χώρα η αναγκαία αναλογία των μέσων της διατροφής είναι ωσαύτως δεδομένη.
Οι ιδιοκτήται των εργατικών δυνάμεων είναι θνητοί. Διά να τους συναντήση τις εις την αγοράν, ως απαιτεί τούτο η συνεχής μετατροπή του χρήματος εις κεφάλαιον, δέον είναι αιώνιοι καθώς καθίσταται αιώνιον το άτομον διά του γένους. Αι εργατικαί δυνάμεις τας οποίας η φθορά και ο θάνατος αφαιρούν από την αγοράν δέον ν' αντικαθίστανται υπό αριθμού τουλάχιστον ίσου. Το ποσόν των μέσων των αναγκαιούντων διά την παραγωγήν της εργατικής δυνάμεως, περιλαμβάνει όθεν και τα μέσα διατροφής των αντικαταστατών, δηλαδή των τέκνων των εργατών, ίνα η περίεργος αύτη φυλή ανταλλακτών καταστή αιώνιος εις την αγοράν.
Αφ' ετέρου, διά να τροποποιηθή η ανθρωπίνη φύσις εις τρόπον, ώστε ν' αποκτήση ικανότητα ακρίβειαν και ταχύτητα εις ωρισμένον είδος εργασίας δηλαδή διά να καταστή εργατική δύναμις ανεπτυγμένη προς ειδικήν κατεύθυνσιν, χρειάζεται ποιά τις εκπαίδευσις, ήτις και αύτη στοιχίζει ποσόν κατά το μάλλον ή ήττον μέγα ισοδύναμον εις εμπορεύματα. Το ποσόν τούτο ποικίλλει αναλόγως του χαρακτήρος κατά το μάλλον ή ήττον περιπλόκου της εργατικής δυνάμεως.
Τα έξοδα της εκπαιδεύσεως ελάχιστα άλλως τε διά την απλήν δύναμιν εργασίας, εισέρχονται εις το ολικόν των αναγκαίων εμπορευμάτων διά την παραγωγήν της.
Επειδή η δύναμις της εργασίας είναι ισοδύναμος προς ωρισμένον ποσόν μέσων συντηρήσεως, η αξία της αλλάσσει με την αξίαν των, δηλαδή αναλόγως προς τον αναγκαίον διά την παραγωγήν χρόνον εργασίας. Έν μέρος των μέσων συντηρήσεως των αποτελούντων π. χ. την τροφήν, την θέρμανσιν κ.λ.π. καταστρέφονται καθ' εκάστην υπό της καταναλώσεως και δέον καθ' εκάστην ν' αντικαθίστανται. Άλλα, ως τα ενδύματα, τα έπιπλα, κ.λ.π. φθείρονται βραδύτερον και έχουν ανάγκην αντικαταστάσεως, εις μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα. Εμπορεύματα τινά δέον ν' αγοράζονται ή να πληρώνωνται καθημερινώς, άλλα εκάστην εβδομάδα, εκάστην εξαμηνίαν κ. λ. π. Αλλά καθ' οιονδήποτε τρόπον και αν διανέμωνται αι δαπάναι αύται εις το διάστημα του έτους, το ποσόν των πρέπει να είναι πάντοτε κεκαλυμμένον διά της μέσης ημερησίας εισπράξεως. Ας ονομάσωμεν την διά την παραγωγήν της εργατικής δυνάμεως απαιτουμένην καθ' εκάστην ποσότητα εμπορευμάτων Α, την απαιτουμένην δι' εκάστην εβδομάδα Β, την απαιτουμένην δι' εκάστην τριμηνίαν Γ κ. ο. κ. ο μέσος όρος των εμπορευμάτων τούτων θα είναι:
365 Α + 52 Β + 4 Γ
--------------------
κ. λ. π.
365
Η αξία του αναγκαίου τούτου ποσού εμπορευμάτων διά την μέσην ημέραν δεν αντιπροσωπεύει ή το ποσόν της δαπανηθείσης εργασίας εν τη παραγωγή των, έστω 6 ώρας. Χρειάζεται τότε ημίσεια ημέρα εργασίας, διά να παραχθή καθ' εκάστην η εργατική δύναμις. Το ποσοστόν τούτο της εργασίας, το οποίον απαιτεί διά την ημερησίαν παραγωγήν της, καθορίζει την ημερησίαν αξίαν της. Ας υποθέσωμεν ακόμη ότι το κατά μέσον όρον παραγόμενον ποσόν χρυσού επί ημίσειαν ημέραν 6 ωρών, ισούται με 5 φρ. ή έν σκούδον. Τότε η τιμή ενός σκούδου εκφράζει την ημερησίαν αξίαν της εργατικής δυνάμεως. Εάν ο ιδιοκτήτης της την πωλεί καθ' εκάστην αντί ενός σκούδου, την πωλεί τότε, εις την ακριβή της αξίαν και κατά την υπόθεσίν μας ο κάτοχος ούτος του χρήματος κατά την μετατροπήν των σκούδων εις κεφάλαιον καταδικάζεται και πληρώνει την αξίαν ταύτην.
Η τιμή της εργατικής δυνάμεως φθάνει το μίνιμουμ όταν περιορίζεται εις την αξίαν των φυσιολογικώς απαραιτήτων μέσων διατροφής, δηλαδή εις την αξίαν ενός ποσού εμπορευμάτων το οποίον δεν δύνανται να ολιγοστεύση χωρίς ν' εκθέση εις κίνδυνον αυτήν την ζωήν του εργάτου. Όταν πίπτει εις το μίνιμουμ τούτο η τιμή κατέρχεται κάτω της αξίας της εργατικής δυνάμεως, ήτις τότε φυτοζωεί. Όθεν η αξία παντός εμπορεύματος καθορίζεται υπό του αναγκαίου χρόνου εργασίας, διά να δυνηθή να παραδοθή εις κανονικήν ποιότητα.
Δεν δυνάμεθα να εννοήσωμεν όπως λέγει ο Rossi «την εργατικήν δύναμιν ανεξάρτητον των μέσων της διατροφής κατά την διάρκειαν του έργου της παραγωγής». Αλλ' ο λέγων εργατικήν δύναμιν δεν λέγει ακόμη εργασίαν, όπως η δύναμις της χωνεύσεως δεν σημαίνει χώνευσιν. Διά να φθάσωμεν εκεί χρειάζεται κάτι περισσότερον από καλόν στόμαχον. Εάν ο εργάτης δεν ευρίσκη να πωλήση την εργατικήν του δύναμιν, τότε μακράν του να χαρή, θα αισθανθή ως σκληράν φυσικήν ανάγκην, ότι η εργατική του δύναμις, ήτις ήδη απήτησε διά την παραγωγήν της ποσοστόν τι των μέσων συντηρήσεως απαιτεί και συνεχώς νέον ποσοστόν διά την αναπαραγωγήν της. Θα ανακαλύψη τότε μετά του Sismondi, ότι η δύναμις αύτη εάν δεν πωληθή δεν είναι τίποτε.
Το μεταξύ πωλητών και αγοραστού δυνάμεως της εργασίας συμφωνητικόν παρουσιάζει την εξής λεπτομέρειαν: ότι εις πάσας τας χώρας ένθα βασιλεύει το σύστημα της καπιταλιστικής παραγωγής, η εργατική δύναμις δεν πληρώνεται παρά μόνον μετά την εκτέλεσιν της λειτουργίας της, εις το τέλος του μηνός, του 15θημέρου, ή της εβδομάδος. Ο εργάτης προσφέρει λοιπόν πανταχού εις τον κεφαλαιούχον, την συνήθη αξίαν της δυνάμεώς του. Την αφήνει να καταλίσκεται υπό του αγοραστού, πριν επιτύχει την τιμήν της. Εν μια λέξει, του κάμνει πανταχού πίστωσιν, και εκείνο το οποίον αποδεικνύει ότι η πίστωσις αύτη δεν είναι ματαία χίμαιρα, δεν είναι μόνον η απώλεια του ημερομισθίου, όταν ο κεφαλαιούχος πτωχεύει, αλλ' ακόμη πλήθος άλλων συνεπειών ολιγώτερον τυχαίων.
Η αξία χρήσεως της εργατικής δυνάμεως φαίνεται εν χρήσει μόνον, εν τη καταναλώσει της. Πάντα τ' αναγκαία εις την εκπλήρωσιν του έργου τούτου, πρώται ύλαι, όργανα κ.τ.λ. αγοράζονται εις την αγοράν των προϊόντων υπό του ανθρώπου των σκούδων και πληρώνονται εις την ακριβή τιμήν των. Η κατανάλωσις της εργατικής δυνάμεως, είναι συγχρόνως, παραγωγή εμπορευμάτων και παραγωγή υπεραξίας. Η κατανάλωσις αύτη λαμβάνει χώραν, καθώς η κατανάλωσις παντός άλλου εμπορεύματος, εκτός της αγοράς ή της σφαίρας της κυκλοφορίας. Θα εγκαταλείψωμεν όθεν, ταυτοχρόνως μετά του κατόχου χρήματος και του κατόχου της εργατικής δυνάμεως, την θορυβώδη ταύτην σφαίραν ένθα το παν λαμβάνει χώραν εν τη επιφανεία και προ των ομμάτων όλων διά να τας ακολουθήσωμεν αμφοτέρας εις το μυστικόν εργαστήριον της παραγωγής, επί του κατωφλίου, του οποίου είναι γεγραμμένον: no admittance except on business. Εκεί θα είδωμεν όχι μόνον πώς παράγει το κεφάλαιον, αλλ' ακόμη πώς παράγεται το ίδιον. Η δημιουργία της υπεραξίας, το μέγα τούτο μυστικόν της συγχρόνου κοινωνίας πρόκειται τέλος να αποκαλυφθή.
Η σφαίρα της κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, ένθα εκπληρούται η πώλησις και η αγορά της εργατικής δυνάμεως, είναι πραγματικώς αληθής Εδέμ των φυσικών δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτου. Εκεί βασιλεύει μόνον η ελευθερία, η ισότης, η ιδιοκτησία και ο Beutham.
Ελευθερία! διότι ούτε ο αγοραστής, ούτε ο πωλητής ενός εμπορεύματος ενεργούν αναγκαστικώς. Τουναντίον, αποφασίζουν μόνον με την ελεύθεραν των βούλησιν, συνάπτουν συμφωνίας ως πρόσωπα ελεύθερα έχοντα τα αυτά δικαιώματα. Η συμφωνία των είναι το ελεύθερον προϊόν, εν τω οποίω αι θελήσεις των λαμβάνουν κοινήν νομικήν έκφρασιν.
Ισότης! διότι έρχονται αμφότεροι εις σχέσεις ως κάτοχοι του εμπορεύματος και ανταλλάσσουν ισοδύναμον αντί ισοδυνάμου.
Ιδιοκτησία! διότι έκαστος διαθέτει ότι πωλεί.
Beutham! διότι δι' έκαστον τούτων δεν πρόκειται ή περί του εαυτού του. Η μόνη δύναμις, ήτις θέτει αυτούς αντιμετώπους και φέρει αυτούς εις σχέσεις, είναι η δύναμις του εγωισμού των, του ιδιαιτέρου κέρδους των, των ιδιαιτέρων συμφερόντων των. Έκαστος σκέπτεται μόνον δι' εαυτόν, ουδείς ανησυχεί διά τον άλλον, και ακριβώς διά τούτο χάρις εις την προϋπάρχουσαν αρμονίαν των πραγμάτων ή υπό την αιγίδα της όλης ευφυούς ταύτης προνοίας, εργαζόμενος έκαστος δι' εαυτόν, έκαστος παρ' αυτώ, εργάζεται συγχρόνως διά την γενικήν χρησιμότητα, διά το κοινόν συμφέρον.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ VII.
ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΑΞΙΩΝ ΧΡΗΣΕΩΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΥΠΕΡΑΞΙΑΣ

I. Παραγωγή αξιών χρήσεως.
Η χρήσις ή η χρησιμοποίησις της εργατικής δυνάμεως, είναι η εργασία. Ο αγοραστής της δυνάμεως ταύτης την καταναλίσκει, υποχρεών εις εργασίαν τον πωλητήν. Ίνα ούτος παραγάγη εμπορεύματα, η εργασία του δέον να είναι χρήσιμος, ήτοι να πραγματοποιείται εις αξίας χρήσεως. Είναι όθεν μία ιδιαιτέρα αξία χρήσεως, ειδικόν είδος το οποίον ο κεφαλαιούχος παράγει διά του εργάτου. Ούτος δε δεν δύναται να παραγάγη ειμή εφ' όσον ο κεφαλαιούχος του χορηγήση πρώτην ύλην και τα εργαλεία της παραγωγής.
Εν τη εκτελέσει της εργασίας, η δραστηριότης του ανθρώπου επιφέρει τη βοήθεια των μέσων της εργασίας, μίαν εκουσίαν τροποποίησιν της πρώτης ύλης.
Η ενέργεια εξαφανίζεται εις το προϊόν, ήτοι εις αξίαν χρήσεως, φυσικήν τινα ύλην εφηρμοσμένην εις τας ανθρωπίνους ανάγκας διά μιας αλλαγής της μορφής. Η εργασία, συνενουμένη μετά του αντικειμένου της, υλοποιήθη, και η ύλη είναι κατειργασμένη. Ό,τι εις τον εργάτην ήτο κίνησις, εμφανίζεται τώρα εις το προϊόν ως ιδιότης εν ηρεμία. Ο εργάτης ύφανε και το προϊόν είναι ύφασμα.
Εάν εξετάσωμεν το σύνολον της κινήσεως ταύτης, από απόψεως του αποτελέσματός της, τότε αμφότερα, μέσον και αντικείμενον εργασίας, παρουσιάζονται ως μέσα παραγωγής, και αυτή η εργασία, ως παραγωγική εργασία.
Εάν η αξία της χρήσεως, είναι το προϊόν εργασίας, εισέρχονται εν αυτή άλλαι αξίαι χρήσεως, προϊόντα και ταύτα προηγουμένης εργασίας. Η αυτή αξία χρήσεως, προϊόν εργασίας τινός, καθίσταται το μέσον παραγωγής άλλου τινός. Τα προϊόντα δεν είναι λοιπόν μόνον αποτελέσματα, αλλ' ακόμη συνθήκαι της εκτελέσεως της εργασίας.
Το αντικείμενον της εργασίας χορηγείται υπό μόνης της φύσεως εν τη εξαγωγική βιομηχανία — εκμετάλλευσις μεταλλείων, κυνηγίου, αλιείας κτλ. — και αυτή τη γεωργία, εφ' όσον περιορίζεται να εκχερσοί γαίας, εισέτι παρθένους. Όλοι οι άλλοι κλάδοι της βιομηχανίας επεξεργάζονται πρώτας ύλας, ήτοι αντικείμενα, άτινα επέρασαν ήδη από εργασίαν, ως π. χ. η σπορά εις την γεωργίαν.
Τα ζώα και τα φυτά, τα οποία συνήθως διαιρούνται ως φυσικά προϊόντα, είναι εν τη βιομηχανική μορφή των, όχι μόνον ως προϊόντα της εργασίας του παρελθόντος έτους, αλλ' ακόμη μιας μεταβολής συνεχισθείσης επί αιώνας υπό την επίβλεψιν και την μεσολάβησιν της ανθρωπίνης εργασίας. Όσον διά τα κυρίως εργαλεία, τα πλείστα τούτων, εμφανίζουν και εις το πλέον επιπόλαιον βλέμμα ίχνη παρελθούσης εργασίας.
Η πρώτη ύλη δύναται να σχηματίση την κυρίαν ουσίαν του προϊόντος ή να εισέλθη εν αυτώ υπό μορφήν βοηθητικής ύλης. Αύτη τότε καταναλίσκεται υπό του μέσου της εργασίας, ως ο γαιάνθραξ υπό του ατμοπλοίου, το έλαιον υπό του τροχού και η βρώμη υπό του ίππου, ή μάλλον συνενούνται με την πρώτην ύλην διά να ενεργήση μεταβολήν τινα, ως το χλώριον επί του αβράστου υφάσματος, ο άνθραξ επί του σιδήρου, το χρώμα επί του μαλλίου, ή ακόμη, βοηθεί αυτήν ταύτην την εργασίαν να εκπληρωθή, ως π. χ. αι φθαρείσαι ύλαι εις τον φωτισμόν και την θέρμανσιν του εργαστηρίου. Η διαφορά μεταξύ κυρίων υλών και βοηθητικών τοιούτων, συγχέεται εν τη κυρίως χημική κατασκευή, ένθα ουδεμία των χρησιμοποιηθείσας υλών, δεν εμφανίζεται εκ νέου ως ουσία του προϊόντος.
Ως παν αντικείμενον κέκτηται διαφόρους ιδιότητας και είνε επιδεκτικόν, ως εκ τούτου, εις πλέον της μιας εφαρμογήν, το αυτό προϊόν είναι επιδεκτικόν σχηματισμού πρώτης ύλης εκ διαφόρων ενεργειών. Οι σπόροι χρησιμεύουν ούτω ως πρώτη ύλη εις τον μυλωθρόν και τον αμυλοποιόν, οινοπνευματοποιόν, εις τον κτηνοτρόφον κ.τ.λ. ως σπορά δε καθίστανται πρώτη ύλη της ιδίας των παραγωγής. Ούτω ο άνθραξ εξέρχεται ως προϊόν εκ της μεταλλουργικής βιομηχανίας, ενώ εισέρχεται εν αυτή ως μέσον παραγωγής.
Εν τη αυτή πράξει, το αυτό προϊόν, δύναται να χρησιμεύση και ως μέσον εργασίας, και ως πρώτη ύλη· εν τη κτηνοτροφία π. χ. το ζώον, η επεξειργασμένη ύλη, λειτουργεί ωσαύτως ως μέσον διά την παραγωγήν της κόπρου.
Προϊόν υφιστάμενον ήδη υπό μίαν μορφήν, καθιστώσαν τούτο κατάλληλον διά την κατανάλωσιν, δύναται εν τούτοις να καταστή κατόπιν πρώτη ύλη άλλου προϊόντος. Η σταφυλή είναι η πρώτη ύλη του οίνου. Υπάρχουν επίσης εργασίαι των οποίων τα προϊόντα είναι ακατάλληλα διά πάσαν άλλην υπηρεσίαν πλην της πρώτης ύλης. Εν τοιαύτη κατασταθεί το προϊόν δεν έλαβεν, ως λέγουν, ή ημιτελή εργασίαν (demi—facon), ενώ καλύτερον θα ήτο να ελέγομεν ότι ήτο προϊόν βαθμιαίον, ως π. χ. ο βάμβαξ, τα πλεκτά, το τσίτι κ.τ.λ. Η αρχική πρώτη ύλη, αν και παράγη η ιδία, δυνατόν να έχη να διατρέξη κλίμακας ολοκλήρους μεταβολών εν ταις οποίαις, υπό μορφήν μεταβεβλημένην, λειτουργεί πάντοτε ως πρώτη ύλη μέχρι της τελευταίας πράξεως, ήτις την καθορίζει ως αντικείμενον καταναλώσεως ή μέσον εργασίας.
Βλέπομεν ότι ο χαρακτήρ του προϊόντος πρώτης ύλης, η του μέσου εργασίας, δεν αποδίδεται εις αξίαν χρήσεως ειμή αναλόγως της καθορισμένης θέσεως την οποίαν κατέχει εν τη πορεία της εργασίας, η δε αλλαγή της θέσεώς της αλλάσσει τον προσδιορισμόν της.
Πάσα αξία χρήσεως, εισερχομένη εις νέας εργασίας ως μέσον παραγωγής, χάνει όθεν τον χαρακτήρα της ως προϊόντος και λειτουργεί εις το εξής ως παράγων ζώσης εργασίας. Ο κλώστης θεωρεί το κλωστήριον και το λίνον απλώς ως μέσον παραγωγής και αντικείμενον της εργασίας του. Είνε βέβαιον ότι δεν δυνάμεθα να πλέξωμεν άνευ εργαλείων και άνευ ύλης. Ούτω η ύπαρξις των προϊόντων τούτον υπονοείται ήδη πριν αρχίσωμεν το πλέξιμον. Αλλ' εν τη τελευταία ταύτη πράξει μας είνε τελείως αδιάφορον εάν το κλωστήριον και το λίνον είνε προϊόντα προγενεστέρας εργασίας, όπως είνε αδιάφορον εν τη ενεργεία της διατροφής, εάν ο άρτος είνε προϊόν προγενεστέρων εργασιών του καλλιεργητού, του μυλωθρού, του αρτοποιού κ.ο.κ. Όλως τουναντίον μόνον διά της ελλείψεώς των, τεθέντος πλέον εν κινήσει του έργου, τα μέσα της παραγωγής παρουσιάζουν την αξίαν του χαρακτήρος των ως προϊόντων. Μάχαιραι αίτινες δεν κόπτουν, κλωστή ήτις θραύεται ανά πάσαν στιγμήν, υπενθυμίζουν τους κατασκευαστάς των. Το καλόν προϊόν δεν κάμνει αισθητήν την εργασίαν, εξ ης έλκει τα ωφέλιμα προτερήματά του.
Μηχανή μη χρησιμεύουσα εις την εργασίαν είναι άχρηστος. Εξ άλλου καταστρέφεται υπό την καταστρεπτικήν επιρροήν των φυσικών πρακτόρων. Ο σίδηρος οξιδούται, το ξύλον σήπεται, το μη κατεργασθέν μαλλίον κατατρώγεται υπό των σκωλήκων. Η ζώσα εργασία δέον να παραλάβη τα αντικείμενα ταύτα να τα αναστήση εκ νεκρών και να τα μετατρέψη από πιθανάς χρησιμότητας, εις πραγματικάς, εις χρησιμότητας. Λειχόμενα υπό της φλογός της εργασίας, μετατρεπόμενα εις όργανά της, καλούμενα διά της πνοής της να εκπληρώσουν τας ειδικάς των λειτουργίας, καταναλίσκονται ωσαύτως διά καθορισμένον σκοπόν, ως στοιχεία, σχηματίζονται νέα προϊόντα.
Όθεν, τα προϊόντα είναι όχι μόνον το αποτέλεσμα, αλλ' ακόμη ο όρος της υπάρξεως της εργασίας, τότε μόνον όταν ταύτα ριφθούν ή τεθούν εις επαφήν με την ζώσαν εργασίαν, και όταν τα αποτελέσματα ταύτα της παρελθούσης εργασίας δυνηθούν να διατηρηθούν και χρησιμοποιηθούν.
Η εργασία φθείρει τα υλικά της στοιχεία, το αντικείμενον και τα μέσα της, και είναι κατά συνέπειαν πράξις καταναλώσεως. Η παραγωγική αύτη κατανάλωσις διακρίνεται της ατομικής καταναλώσεως εκ του ότι αύτη καταναλίσκει τα προϊόντα ως μέσα απολαύσεως του ατόμου, ενώ εκείνα τα καταναλίσκει ως μέσα εκπληρώσεως της εργασίας. Το προϊόν της ατομικής καταναλώσεως είναι κατά συνέπειαν, αυτός ο καταναλωτής· το αποτέλεσμα της παραγωγικής καταναλώσεως είναι προϊόν διακριτόν του καταναλωτού.
Εφ' όσον τα μέσα της και το αντικείμενόν της, είναι ήδη προϊόντα, η εργασία καταναλίσκει προϊόντα διά να παραγάγη προϊόντα, ή μάλλον χρησιμοποιεί προϊόντα ως μέσα παραγωγής νέων προϊόντων. Αλλ' η εργασία ήτις αρχικώς γίνεται μεταξύ του ανθρώπου και της γης, την οποίαν ευρίσκει, εκτός αυτού δεν παύει ποτέ χρησιμοποιούσα μέσα παραγωγής φυσικής προελεύσεως, μη αντιπροσωπεύοντα συνδυασμόν τινά μεταξύ των φυσικών στοιχείων και της ανθρωπίνης εργασίας.
Ας επιστρέψωμεν όμως εις τον κεφαλαιούχον μας. Τον εχάσαμεν καθ' ην στιγμήν ήρχετο να αγοράση εις την αγοράν όλους τους αναγκαίους παράγοντας διά την εκπλήρωσιν της εργασίας, τους αντικειμενικούς παράγοντας — μέσα παραγωγής — και τον υποκειμενικόν παράγοντα — εργατικήν δύναμιν. Τους εξέλεξε ως γνώστης, ως έμπειρος, όπως τους χρειάζεται διά το ιδιαίτερον είδος της εργασίας του, διά την νηματουργίαν, την υποδηματοποιίαν κτλ. άρχεται λοιπόν να καταναλίσκη το εμπόρευμα το οποίον ηγόρασε, την δύναμιν της εργασίας, πράγμα που σημαίνει ότι καταναλίσκει τα μέσα της παραγωγής διά της εργασίας. Γενικώς η φύσις της εργασίας ουδόλως μετεβλήθη, διότι ο εργάτης εκπληροί την εργασίαν του όχι δι' εαυτόν, αλλά διά τον κεφαλαιούχον.
Η εκτέλεσις της εργασίας, ως κατανάλωσις της εργατικής δυνάμεως υπό του κεφαλαίου, δεν δεικνύει ή δύο μόνον ιδιαίτερα φαινόμενα ο εργάτης εργάζεται υπό τον έλεγχον του κεφαλαιούχου, εις τον οποίον ανήκει η εργασία του· ο κεφαλαιούχος επαγρυπνεί όπως το έργον γίνη καλώς και τα μέσα της παραγωγής χρησιμοποιηθούν συμφώνως με τον επιζητούμενον σκοπόν, όπως μη σπαταληθή η πρώτη ύλη, και το εργαλείον της εργασίας μη υποστή παρά την απαραίτητον εκ της χρησιμοποιήσεώς του φθοράν.
Δεύτερον, το προϊόν είναι ιδιοκτησία του κεφαλαιούχου, και όχι του αμέσου παραγωγέως, του εργάτου. Ο κεφαλαιούχος πληρώνει π. χ. την ημερησίαν αξίαν της εργατικής δυνάμεως, ης η χρήσις συνεπώς του ανήκει διαρκούσης της ημέρας, ακριβώς παρομοίως με τον ίππον εκείνον τον οποίον ενοικιάζομεν με την ημέραν. Η χρήσις του εμπορεύματος ανήκει εις τον αγοραστήν, δίδων δε την εργασίαν του, ο κάτοχος της εργατικής δυνάμεως δίδει εις την πραγματικότητα την αξίαν χρήσεως, την οποίαν επώλησεν. Ευθύς άμα τη εισόδω του εις το εργαστήριον, η χρησιμότης της δυνάμεώς του, η εργασία, ανήκει εις τον κεφαλαιούχον. Αγοράζων την δύναμιν της εργασίας του, ο κεφαλαιούχος ενεσωμάτωσε την εργασίαν ως στοιχείον ζωής εις τα παθητικά στοιχεία προϊόντων, άτινα είχε προμηθευθή. Από της απόψεώς του, η εργασία δεν είναι άλλο τι ή η κατανάλωσις της εργατικής δυνάμεως του εμπορεύματος, το οποίον ηγόρασεν, αλλά το οποίον δεν θα κατηνάλισκεν, εάν δεν του προσέθετε μέσα παραγωγής. Η εργασία είναι ούτω πράξις επί πραγμάτων, τα οποία ηγόρασε· του ανήκουν. Όθεν το προϊόν της πράξεως ταύτης του ανήκει, κατά τον αυτόν λόγον καθ' ον και το προϊόν της ζυμώσεως εν τη οιναποθήκη του.
II. Παραγωγή της υπεραξίας.
Το προϊόν — ιδιοκτησία του κεφαλαιούχου — είνε αξία χρήσεως, ύφασμα, υποδήματα κτλ. Αλλ' αν και τα υποδήματα π. χ. βοηθούν τον κόσμον να βαδίζη, ο δε κεφαλαιούχος μας είνε πραγματικός άνθρωπος της προόδου, όμως δεν κατασκευάζει υποδήματα εξ αγάπης ιδιαιτέρας προς αυτά. Γενικώς, εν τη εμπορική παραγωγή, η αξία χρήσεως, δεν είναι πράγμα το οποίον αγαπούν, ως αξίαν χρήσεως, χρησιμεύει μόνον ως φορεύς της αξίας. Όθεν, διά τον κεφαλαιούχον μας, το πρώτιστον είναι να παράγη χρήσιμον αντικείμενον, έχον ανταλλακτικήν αξίαν, είδος κατάλληλον διά πώλησιν, εμπόρευμα. Επί πλέον θέλει όπως η αξία του εμπορεύματος τούτου, υπερβαίνει την αξίαν των αναγκαίων διά την παραγωγήν του εμπορευμάτων, δηλαδή το ποσόν των αξιών των μέσων παραγωγής και της εργατικής δυνάμεως, διά τα οποία εδαπάνησε το χρήμα του, θέλει να παράγη όχι μόνον χρήσιμον αντικείμενον, αλλά μίαν αξίαν, και όχι μόνον αξίαν, αλλ' ακόμη μίαν υπεραξίαν.
Καθώς το εμπόρευμα είναι συγχρόνως αξία χρήσεως και ανταλλακτική αξία, ούτω η παραγωγή του δέον να είναι σχηματισμός αξιών χρήσεως και σχηματισμού ανταλλακτικών αξιών.
Γνωρίζομεν ότι η αξία ενός εμπορεύματος καθορίζεται υπό του ποσοστού της υλοποιηθείσης εν αυτώ εργασίας, υπό του κοινωνικώς αναγκαίου χρόνου διά την παραγωγήν του. Δέον όθεν να υπολογίσωμεν την εργασίαν, την περιεχομένην τω προϊόντι, το οποίον ο κεφαλαιούχος μας κατεσκεύασε, ήτοι 10 λίτρας νήματος.
Διά να παραγάγη νήμα, είχεν ανάγκην πρώτης ύλης, ας υποθέσωμεν 10 λίτρας βάμβακος. Είναι ανωφελές να ζητήσωμεν τώρα, ποία είναι η αξία του βάμβακος τούτου, διότι ο κεφαλαιούχος τον ηγόρασεν εις την αγοράν, όσον ήξιζε, π. χ. 10 φράγκα. Εις την τιμήν ταύτην η απαιτηθείσα εργασία διά την παραγωγήν του βάμβακος τούτου αντιπροσωπεύεται ήδη ως μέση κοινωνική εργασία. Ας υποθέσωμεν ακόμη, ότι η φθορά των κλωστήρων — και ούτοι μας παρουσιάζουν όλα τα άλλα εν χρήσει μέσα εργασίας — ανέρχεται εις 2 φράγκα. Εάν μάζα χρυσού 12 φράγκων είναι το προϊόν είκοσι τεσσάρων ωρών εργασίας, έπεται εκ τούτου, ότι εις το νήμα επραγματοποιήθησαν 2 ημέραι εργασίας.
Η περίπτωσις αύτη, ότι ο βάμβαξ ήλλαξε μορφήν και ότι η φθορά εξηφάνισε μέρος κλωστήρων, δεν πρέπει να μας αποπλανά. Κατά τον γενικόν νόμον των ανταλλαγών, 10 λίτραι νήματος είναι το ισοδύναμον 10 λιτρών βάμβακος και ενός τετάρτου του κλωστήρος, εάν η αξία των 40 λιτρών νήματος ισούται με την αξίαν 40 λιτρών βάμβακος, συν ενί ολοκλήρω κλωστήρι, δηλαδή εάν ο αυτός χρόνος εργασίας, είναι αναγκαίος διά να παραγάγη τον ένα μετά του άλλου όρου της εξισώσεως ταύτης. Εν τοιαύτη περιπτώσει ο αυτός χρόνος εργασίας αντιπροσωπεύεται την μεν πρώτην φοράν εις νήμα, την δε δευτέραν εις βάμβακα και κλωστήρα. Το γεγονός ότι κλωστήρ και βάμβαξ αντί να παραμονεύουν εν ηρεμία ο είς παρά τον άλλον, ηνώθησαν κατά το πλέξιμον, το οποίον αλλάσσον τας συνήθεις μορφάς των τα μετέτρεψε εις νήμα, δεν αποδίδει περισσοτέραν εργασίαν απ' ότι απέδιδεν η απλή του ανταλλαγή έναντι ισοδυνάμου ποσού νήματος.
Ο χρόνος εργασίας, ο αναγκαιών διά την παραγωγήν του νήματος, περιλαμβάνει τον αναγκαίον χρόνον εργασίας διά την παραγωγήν της πρώτης ύλης, του βάμβακος. Το αυτό συμβαίνει με τον αναγκαίον χρόνον διά την αναπαραγωγήν των φθαρέντων κλωστήρων.
Πρέπει, εννοείται να εκπληρωθούν δύο όροι: πρώτον τα μέσα να εχρησίμευσαν πραγματικώς διά την παραγωγήν μιας αξίας χρήσεως, ως εν προκειμένω διά την παραγωγήν του νήματος. Ολίγον ενδιαφέρει την αξίαν το είδος της αξίας χρήσεως, το οποίον την υποβαστάζει: δέον όμως να υποστηρίζεται υπό μιας αξίας χρήσεως. Δεύτερον εννοείται ότι δεν χρησιμοποιείται ή ο αναγκαίος χρόνος εργασίας υπό τας κοινωνικάς συνθήκας της παραγωγής. Εάν μία λίτρα βάμβακος αρκεί κατά μέσον όρον, διά την κατασκευήν του νήματος, ώστε η αξία μιας λίτρας, βάμβακος θα καταλογισθή εις την αξίαν μιας λίτρας νήματος. Ο κεφαλαιούχος θα είχεν ίσως την ιδιοτροπίαν να χρησιμοποιήση χρυσούς κλωστήρας, εν τούτοις όμως εν τη αξία των εμπορευμάτων δεν θα υπελογίζετο ή ο αναγκαίος χρόνος εργασίας διά την παραγωγήν του σιδηρού εργαλείου.
Γνωρίζομεν τώρα την αξίαν την οποίαν ο βάμβαξ και η φθορά των κλωστήρων δίδουν εις το νήμα. Ισούται με 12 φράγκα — ενσωμάτωσιν 2 ημερών εργασίας. Απομένει τώρα να αναζητήσωμεν πόσην αξίαν η εργασία του κλώστου προσθέτει εις το προϊόν.
Η εργασία αύτη παρουσιάζεται ήδη υπό νέαν όψιν. Πρώτον επρόκειτο περί της ταχύτητος του κλώθειν. Όσον περισσότερον ήξιζεν η εργασία, τόσον περισσότερον ήξιζε το νήμα, πασών των άλλων περιπτώσεων μενουσών των αυτών. Η εργασία του κλώστου διεκρίνετο των άλλων παραγωγικών εργασιών εκ του σκοπού της, των τεχνικών της μεθόδων, των ιδιοτήτων του προϊόντος του και των ειδικών μέσων της παραγωγής του. Με τον βάμβακα και τους κλωστήρας τους οποίους χρησιμοποιεί ο κλώστης δεν θα ήτο δυνατόν να κατασκευασθούν ραβδωτά τηλεβόλα. Εξ άλλου, ως πηγή αξίας η εργασία του κλώστου ουδόλως διαφέρει της του χύτου των τηλεβόλων ή καλύτερα της του φυτευτού του βάμβακος ή του κατασκευαστού των κλωστήρων, δηλ. των πραγματοποιηθεισών εργασιών και τα μέσα της παραγωγής του νήματος. Εάν αι εργασίαι αύται, παρά την διαφοράν των χρησίμων μορφών των, δεν ανάγοντο εις φανταστικήν φύσιν, δεν θα ηδύναντο να διακριθούν, αδιαφόρως προς την ποσότητά των, της ολικής εν τω προϊόντι πραγματοποιηθείσης εργασίας.
Έκτοτε αι αξίαι βάμβαξ και κλωστήρες, δεν θα απετέλουν επίσης ακέραια μέρη της υλικής αξίας του νήματος. Πράγματι, εκείνο το οποίον ενδιαφέρει ενταύθα, δεν είναι πλέον η ποιότης, αλλ' η ποσότης της εργασίας· μόνη αυτή υπολογίζεται. Ας παραδεχθώμεν ότι το πλέξιμον είναι μέσος όρος απλής εργασίας. Βραδύτερον θα ίδωμεν ότι η αντίθετος υπόθεσις δεν θα μετέβαλλεν εις τίποτε το ζήτημα.
Κατά την εκτέλεσιν της παραγωγής, η εργασία μεταβαίνει αδιακόπως από της δυναμικής της μορφής εις την διαβατικήν της τοιαύτην. Μία ώρα εργασίας π. χ., ήτοι η δαπάνη ζώσης δυνάμεως του κλώστου επί μίαν ώραν, αντιπροσωπεύεται εις ωρισμένην ποσότητα νήματος.
Εκείνο, όπερ ενταύθα έχει μεγάλην σπουδαιότητα, είναι ότι κατά την διάρκειαν της μετατροπής του βάμβακος εις νήμα, δεν δαπανάται ή ο κοινωνικώς αναγκαίος χρόνος εργασίας. Εάν υπό τας κοινωνικάς συνθήκας, δηλαδή υπό τας συνθήκας των κοινωνικών όρων της παραγωγής, δέον όπως επί μίαν ώραν εργασίας Α λίτραι βάμβακος μετατραπούν εις Β λίτρας νήματος, δεν υπολογίζεται ως ημέρα εργασίας 12 ωρών ή η μετατρέπουσα 12 Χ Α λίτρας βάμβακος εις 12 Χ Β λίτρας νήματος. Ο κοινωνικώς αναγκαίος χρόνος εργασίας είνε πράγματι ο μόνος όστις υπολογίζεται εν τω σχηματισμώ της αξίας.
Θα παρατηρήση τις ότι όχι μόνον η εργασία, αλλ' ωσαύτως τα μέσα της παραγωγής και το προϊόν ήλλαξαν ήδη ρόλον. Η πρώτη ύλη ποτίζεται διά ποσότητός τινος εργασίας. Είναι αληθές ότι η απορρόφησις αύτη δεν μετατρέπεται εις νήμα, γνωστού όντος ότι η ζώσα δύναμις του εργάτου εδαπανήθη υπό μορφήν πλεξίματος, το προϊόν όμως εις νήμα δεν χρησιμεύει ή ως βαθμόμετρον δεικνύον την ποσότητα της υπό του βάμβακος απορροφηθείσης εργασίας: π. χ. 10 λίτραι νήματος θα δεικνύουν 6 ώρας εργασίας και 1 ώρα αναγκαιοί διά το πλέξιμον 1 λίτρας και 2/3 βάμβακος. Ποσότητές τινες προϊόντος καθωρισθείσαι συμφώνως προς τα δεδομένα της πείρας δεν αντιπροσωπεύουν ή τας μάζας της στερεοποιηθείσης εργασίας — την υλοποίησιν μιας ώρας, 2 ωρών, μιας ημέρας κοινωνικής εργασίας.
Το ότι η εργασία είναι κλώσις, η ύλη βάμβαξ και το κλωσθέν νήμα, τούτο είναι όλως αδιάφορον, ως είναι αδιάφορον εάν το αντικείμενον της εργασίας ήτο πρώτης ύλης προϊόν. Εάν ο εργάτης, αντί να απασχολήται εις την νηματουργίαν, χρησιμοποιηθή εις μεταλλείον γαιανθράκων, η φύσις θα του εχορήγει το αντικείμενον της εργασίας του. Εν τούτοις ποσοστόν τι ωρισμένου γαιάνθρακος εξαχθέν εκ του στρώματός του, είς στατήρ π. χ. θ' αντεπροσώπευε καθωρισμένον ποσοστόν απορροφηθείσης εργασίας.
Κατά την πώλησιν της εργατικής δυνάμεως υπεννοείτο ότι η ημερησία αξία του 3 φράγκα ποσόν χρυσού, εν ώ ενσωματούνται 6 ώραι εργασίας, — και ότι, κατά συνέπειαν πρέπει να καταβληθή εργασία 6 ωρών, διά να παραχθή το μέσον ποσόν των αναγκαίων διατροφών διά την ημερησίαν συντήρησιν του εργάτου. Όπως ο κλώστης μας μετατρέπει εντός 1 ώρας 1 λίτραν 2/3 βάμβακος εις 1 λ. 2/3 νήμα, ούτω 0ά μετατρέψη εντός 6 ωρών 10 λίτρ. βάμβακος εις 10 λίτρ. νήματος (45).
Κατά την διάρκειαν της κλώσεώς του, ο βάμβαξ απορροφά όθεν ο ώρας εργασίας· Ο αυτός χρόνος εργασίας καθορίζεται και ποσόν τι χρυσού 3 φράγκων ο κλώστης προσέθεσεν όθεν εις τον βάμβακα αξίαν 3 φράγκων.
Ας υπολογίσωμεν τώρα την ολικήν αξίαν του προϊόντος. Αι 10 λίτραι νήματος περιέχουν δύο ημέρας και ημίσειαν εργασίας· βάμβαξ και κλωστήρ περιέχουν δύο ημέρας· ημίσεια ημέρα απερροφήθη διά το κλώσιμον. Το αυτό ποσόν εργασίας καθορίζεται εις μάζαν χρυσού 15 φράγκων. Η τιμή των 15 φράγκων εκφράζει όθεν την ακριβή αξίαν των 10 λιτρών νήματος, η τιμή του 1 φρ. 50 την τιμήν μιας λίβρας.
Ο κεφαλαιούχος μας μένει τότε άναυδος. Η αξία του προϊόντος ισούται με την αξίαν του χορηγηθέντος κεφαλαίου. Η χορηγηθείσα αξία δεν εγέννησε υπεραξίαν και το χρήμα κατά συνέπειαν, δεν μετεμορφώθη εις κεφάλαιον.
Η τιμή των 10 λιτρών νήματος είναι 15 φράγκα και 15 φράγκα εδαπανήθησαν εις την αγοράν διά τα συστατικά στοιχεία του προϊόντος, ή, όπερ είναι το ίδιον, διά τους παράγοντας της εκτελέσεως της εργασίας, 10 φράγκα διά τον βάμβακα, 2 φράγκα διά την φθοράν των κλωστήρων και 3 φράγκα διά την εργατικήν δύναμιν. Εις ουδέν χρησιμεύει η εξόγκωσις της αξίας του νήματος, διότι αύτη δεν είναι ή το ποσόν των αξιών των πρότερον διενεμηθεισών επί των παραγόντων των, προσθέτοντες όθεν ταύτην, δεν την πολλαπλασιάζομεν (46).
Πάσαι αι αξίαι αύται έχουν ήδη συγκεντρωθή επί ενός αντικειμένου, ήσαν όμως το ποσόν των 15 φράγκων και πριν ή ο κεφαλαιούχος τας εξαγάγη εκ του θυλακίου του διά να τας υποδιαιρέση εις τρεις αγοράς.
Ουδέν το περίεργον εν τω αποτελέσματι τούτω. Η αξία μιας λίτρας νήματος αντιστοιχεί με 1 φρ. 50, εις δε την αγοράν ο κεφαλαιούχος μας θα αναγκασθή να πληρώση 15 φράγκα διά 10 λίτρας νήματος. Είτε αγοράζει ετοίμην την οικίαν του ή ο ίδιος αναλαμβάνει να την κτίση ιδίαις του δαπάναις, ουδεμία εκ των πράξεων τούτων δεν θ' αυξήση το χρησιμοποιηθέν διά την απόκτησιν της οικίας του ταύτης χρήμα.
Ο κεφαλαιούχος, έφιππος επί της κοινής πολιτικής του οικονομίας, θα κραυγάση ίσως ότι εχορήγησε το χρήμα του με την πρόθεσιν να το πολλαπλασιάση. Αλλ' η οδός της κολάσεως είναι εστρωμένη με ευσεβείς πόθους και ουδείς δύναται να τον εμποδίση να δημιουργήση χρήμα χωρίς να παραγάγη. Ορκίζεται ότι δεν θα αποπλανηθή πλέον εις το μέλλον θα αγοράση εις την αγοράν εμπορεύματα έτοιμα αντί να τα κατασκευάση ο ίδιος. Αλλ' εάν όλοι οι κεφαλαιούχοι, ενεργήσουν παρομοίως, τότε πώς θα ευρεθούν τα εμπορεύματα εις την αγοράν; Εν τούτοις δεν δύναται να φάγη το χρήμα του. Άρχεται τότε να μας κατηχή. Έπρεπε να ληφθή υπ' όψιν η αποχή του, ενώ κάλλιστα θα ηδύνατο να διασκεδάση με τα 15 του φράγκα· αντί τούτου τα κατηνάλωσε παραγωγικώς και παρήγαγε νήμα. Είναι αληθές, αλλ' είναι επίσης αληθές ότι έχει νήμα και ουχί τύψιν συνειδότος. Ας λάβη τα μέτρα του διά να μη υποστή την τύχην του θησαυριστού, ο οποίος μας απέδειξε πού οδηγεί ο ασκητισμός. Άλλως τε εκεί όπου δεν υπάρχει τίποτε, ο βασιλεύς χάνει τα δικαιώματά του. Όσον δήποτε αξιόλογος και εάν είναι η αποχή του, δεν ευρίσκει χρήμα διά να την πληρώση, αφ' ού η αξία του εμπορεύματος του εξερχομένου εκ της παραγωγής είναι ακριβώς ίση προς το ποσόν των εισελθουσών εις αυτό αξιών. Η παρηγορητική αύτη σκέψις ας είναι βάλσαμον δι' αυτόν: η αρετή πληρώνεται μόνον διά της αρετής. Αλλ' όχι! γίνεται ενοχλητική. Δεν ξεύρει τι να κάμη το νήμα του. Το παρήγαγε διά την πώλησιν. Ε! λοιπόν ας το πωλήση! ή, όπερ και απλούστερον, ας μη παραγάγη εις το μέλλον ειμή προϊόντα αναγκαία διά την ιδίαν του κατανάλωσιν: ο Mac Culloch, του υπέδειξεν ήδη την πανάκειαν ταύτην έναντι των επιδημικών υπερβολών της παραγωγής. Ιδού τον εκ νέου λακτίζη· ο εργάτης είχε ποτέ την σκέψιν να κινήση τον αέρα με τα δέκα του δάκτυλα, να παραγάγη εμπορεύματα χωρίς τίποτε; αυτός δεν τον εχορήγησε την πρώτην ύλην, εν τη οποία και διά της οποίας μόνης δύναται να δώση υπόστασιν εις την εργασίαν του; Και όπως το μεγαλύτερον μέρος της πολιτικής κοινωνίας αποτελείται από παρομοίους γυμνόποδας, δεν προσέφερε διά των μέσων της παραγωγής του βάμβακος και του ποσού υπηρεσίαν τεραστίαν εις την ως άνω κοινωνίαν, και κυρίως εις τον εργάτην εις τον οποίον εχορήγησε επί πλέον και την διατροφήν; Και να μη λάβη τίποτε έναντι της υπηρεσίας! Αλλά μήπως ο εργάτης δεν προσέφερεν υπηρεσίαν εις αντάλλαγμα, μετατροπή εις νήμα, τον βάμβακα και τους κλωστήρας του; Εξ άλλου δεν πρόκειται ενταύθα περί υπηρεσιών (47). Η υπηρεσία δεν είναι παρά το ωφέλιμον αποτέλεσμα μιας αξίας χρήσεως, είτε αύτη είνε εμπόρευμα, είτε εργασία. Πρόκειται μόνον περί της ανταλλακτικής αξίας. Επλήρωσε εις τον εργάτην αξίαν 3 φράγκων. Ούτος πάλιν του αποδίδει το ακριβές ισοδύναμον προσθέτων την αξίαν των 3 φράγκων εις τον βάμβακα, αξίαν αντί αξίας. Ο κεφαλαιούχος μας λαμβάνει τότε την μετριοπαθή στάσιν ενός εργάτου. Μήπως και αυτός δεν ειργάσθη επίσης; Η εργασία του της επιβλέψεως και επιτηρήσεως δεν αποτελεί ωσαύτως αξίαν και ο Διευθυντής του εργοστασίου του και ο επιστάτης του υψώνουν τους ώμους. Εν τω μεταξύ ο κεφαλαιούχος προσέλαβε μετά πονηρού μειδιάματος, την προτέραν του μορφήν. Μας ενέπαιζε με τα παράπονά του. Ούτε διώβολον δεν δίδει δι' όλα αυτά.
Αφίνει τας υπεκφυγάς ταύτας, τας κοινάς ταύτας διπλωματικότητας και τους καθηγητάς της πολιτικής οικονομίας, οι οποίοι πληρώνονται διά τούτο, είναι το επάγγελμά των. Αυτός είναι άνθρωπος πρακτικός και εάν δεν σκέπτεται εις ότι λέγει εκτός των υποθέσεών του, γνωρίζει πάντοτε τι πράττει εις τας υποθέσεις του.
Ας παρατηρήσωμεν όμως πλησιέστερον. Η ημερησία αξία της εργατικής δυνάμεως είναι 3 φρ., διότι χρειάζεται 1/2 ημέρα εργασίας διά την ημερησίαν παραγωγήν της δυνάμεως ταύτης, ήτοι ότι η αναγκαία διατροφή διά την ημερησίαν συντήρησιν του εργάτου στοιχίζει 1/2, ημέραν εργασίας. Αλλ' η παρελθούσα εργασία, την οποίαν η δύναμις της εργασίας εγκλείει, και η σημερινή εργασία, την οποίαν δύναται να εκτελέση, αι ημερήσιαι δαπάναι συντηρήσεώς του και η καθ' εκάστην δαπάνη, είναι δύο πράγματα τελείως διάφορα.
Τα έξοδα της δυνάμεως καθωρίζουν την ανταλλακτικήν αξίαν, η δαπάνη της δυνάμεως αποτελεί την αξίαν χρήσεως. Εάν 1/2 ημέρα εργασίας αρκεί διά να ζήση ο εργάτης επί 24 ώρας, δεν έπεται εκ τούτου ότι δεν δύναται να εργασθή μίαν ολόκληρον ημέραν. Η αξία την οποίαν κέκτηται η δύναμις της εργασίας και η αξία την οποίαν δημιουργεί διαφέρουν όθεν κατά το μέγεθος. Την διαφοράν ταύτην της αξίας ο κεφαλαιούχος είχεν υπ' όψει, όταν ηγόρασε την εργατικήν δύναμιν. Η ικανότης αυτής εις την κατασκευήν νήματος ή υποδημάτων, ήτο όρος sine qua non, διότι η εργασία δέον να δαπανάται υπό χρήσιμον μορφήν διά να παράγη αξίαν.
Αλλ' ότι τον έκαμε να αποφασίση ήτο η ειδική χρησιμότης του εμπορεύματος τούτου, να είναι δηλαδή πηγή αξίας και περισσοτέρας αξίας απ' ότι κέκτηται αύτη. Ταύτην την ειδικήν υπηρεσίαν ζητεί παρ' αυτής ο κεφαλαιούχος. Συμμορφούται εν τοιαύτη περιπτώσει με τους αιωνίους κανόνας της ανταλλαγής των εμπορευμάτων. Πράγματι ο πωλητής της εργατικής δυνάμεως, ως ο πωλητής παντός άλλου εμπορεύματος, πραγματοποιεί την ανταλλακτικήν αξίαν και μετατρέπει την συνήθη μορφήν.
Δεν θα επετύγχανε την πρώτην χωρίς να δώση την άλλην. Η αξία χρήσεως της εργατικής δυνάμεως δεν ανήκει εις τον πωλητήν, όπως δεν ανήκει εις τον παντοπώλην η αξία χρήσεως του πωληθέντος ελαίου. Ο άνθρωπος των σκούδων επλήρωσε την ημερησίαν αξίαν της εργατικής δυνάμεως· η χρήσις της κατά την διάρκειαν της ημέρας, η εργασία συνεπώς μιας ολοκλήρου ημέρας του ανήκει. Το ότι η ημερησία συντήρησις της δυνάμεως ταύτης στοιχίζει ημίσειαν ημέραν εργασίας, ενώ δύναται να λειτουργή και να εργάζεται ολόκληρον την ημέραν, δηλαδή το ότι η δημιουργηθείσα αξία διά της χρήσεώς της κατά την διάρκειαν μιας ημέρας, είναι το διπλάσιον ημερησίας ιδικής της αξίας, τούτο είναι ιδιαιτέρως ευτυχής σύμπτωσις διά τον αγοραστήν, ίσως όμως δεν βλάπτει και εις τίποτε το δικαίωμα του πωλητού.
Ο κεφαλαιούχος μας προείδε την περίπτωσιν, και τούτο είναι και η αιτία της ευθυμίας του. Ο εργάτης ευρίσκει όθεν εις το εργαστήριον τα αναγκαία μέσα της παραγωγής διά μίαν ημέραν εργασίας ουχί 6 αλλά 12 ωρών.
Αφ' ου 10 λίτραι βάμβακος απερρόφησαν 6 ώρας εργασίας και μετεβλήθησαν εις 10 λίτρας νήματος, 20 λίτραι βάμβακος θ' απορροφήσουν 12 ώρας εργασίας και θα μετατραπούν εις 20 λίτρ. νήματος. Ας εξετάσωμεν ήδη το προϊόν της παραταθείσης εργασίας. Αι 20 λίτρ. νήματος περιέχουν 5 ημέρας εργασίας εκ των οποίων τέσσαρες επραγματοποιήθησαν εις τον βάμβακα και τους καταναλωθέντας κλωστήρας. Όθεν η νομισματική έκφρασις των 5 ημερών εργασίας είναι 30 φράγκα. Αύτη είναι όθεν η τιμή των 20 λίτρ. νήματος. Μία λίτρα νήματος στοιχίζει νυν ως και πρότερον 1 φρ. 50. Αλλά το ποσόν της αξίας των χρησιμοποιηθέντων εμπορευμάτων εν τη πράξει δεν υπερβαίνει τα 27 φράγκα και η αξία του νήματος φθάνει τα 30 φράγκα. Η αξία του προϊόντος ηύξησε κατά 1/9 επί της χορηγηθείσης αξίας διά την παραγωγήν του. Τα χορηγηθέντα 27 φράγκα μετεβλήθησαν ήδη εις 30 φράγκα. Εγέννησαν μίαν υπεραξίαν 3 φράγκων· ο κύκλος έγινε. Το χρήμα μετεμορφώθη εις κεφάλαιον.
Το πρόβλημα ελύθη καθ' ολοκληρίαν ο νόμος των ανταλλαγών ετηρήθη αυστηρώς· ισοδύναμον προς ισοδύναμον. Εις την αγοράν, ο κεφαλαιούχος αγοράζει εις την ακριβή του αξίαν παν εμπόρευμα — βάμβακα, κλωστήρας, εργατικήν δύναμιν. Κατόπιν πράττει ό,τι πας αγοραστής, καταναλίσκει την αξίαν της χρήσεως. Η κατανάλωσις της εργατικής δυνάμεως, ούσα ταυτοχρόνως και παραγωγή εμπορευμάτων αποδίδει προϊόν 20 λιτρών νήματος εχουσών αξίαν 30 φράγκων. Τότε ο κεφαλαιούχος ο αφήσας την αγοράν ως αγοραστής επανέρχεται ως πωλητής. Πωλεί το νήμα προς 1.50 φρ. την λίτραν, ούτε οβολόν κάτω ή άνω της αξίας των, και εν τούτοις αποσύρει από την κυκλοφορίαν 3 φράγκα περισσότερα από όσα εχορήγησεν. Η μετατροπή αύτη του χρήματός του εις κεφάλαιον λαμβάνει χώραν εις την σφαίραν της κυκλοφορίας. Η κυκλοφορία χρησιμεύει ως ενδιάμεσον. Εκεί, εις την αγοράν, πωλείται η εργατική δύναμις, διά να καταστή εκμεταλλεύσιμος εις την σφαίραν της παραγωγής, ένθα καθίσταται πηγή υπεραξίας, και το παν βαίνει τότε θαυμασίως.
Η παραγωγή της υπεραξίας δεν είναι όθεν άλλο τι ή παραγωγή αξίας, παραταθείσα πέραν ωρισμένου σημείου. Εάν η εκτέλεσις της εργασίας διαρκέση μέχρι του σημείου εις το οποίον η αξία της εργατικής δυνάμεως πληρωθείσα υπό του κεφαλαίου, αντικατασταθή υπό νέου ισοδυνάμου, τότε απλώς μόνον παραγωγή αξίας υφίσταται. Όταν υπερβαίνει το όριον τούτο, υπάρχει παραγωγή υπεραξίας.
Εξετάζοντες την παραγωγήν της υπεραξίας, υπεθέσαμεν ότι η οικειοποιηθείσα εργασία υπό του κεφαλαίου, είναι μέση απλή εργασία. Η αντίθετος υπόθεσις δεν θα μετέβαλλε τίποτε. Ας υποθέσωμεν π. χ. ότι η εργασία του κλώστου συγκρινομένη προς την του κοσμηματοπώλου είναι εργασία εις ανωτέραν δύναμιν, ότι η μία είναι κοινή εργασία και η άλλη ειδική εργασία, ένθα εκδηλούται ως δύναμις δυσκολωτέρα εις τον σχηματισμόν, και ήτις όμως αποδίδει εις τον αυτόν χρόνον περισσοτέραν αξίαν. Οποιοσδήποτε όμως και εάν είναι ο βαθμός της διαφοράς μεταξύ των δύο τούτων εργασιών, η μερίς της εργασίας ένθα ο κοσμηματοπώλης παράγει υπεραξίαν διά τον κύριόν του, δεν διαφέρει εις τίποτε ποσοτικώς από την μερίδα της εργασίας ένθα αντικαθιστά με την αξίαν του ιδίου του ημερομισθίου. Νυν όπως και πρότερον, η υπεραξία δεν προέρχεται ως εκ της παραταθείσης διαρκείας της εργασίας, είτε του κλώστου είτε του κοσμηματοπώλου (48).
Αφ' ετέρου, όταν πρόκειται περί παραγωγής αξίας, η ανωτέρα εργασία δέον πάντοτε να περιορίζεται εις τον μέσον όρον της κοινωνικής εργασίας, π. χ. μία ημέρα ειδικής εργασίας και 2 ημέραι απλής εργασίας. Εάν οι έχοντες συναίσθησιν του προορισμού των οικονομολόγοι διεμαρτυρήθησαν εναντίον της αυθαιρέτου ταύτης βεβαιώσεως, δεν δυνάμεθα να απαντήσωμεν ή διά της γερμανικής παροιμίας ότι «τα δένδρα τους εμποδίζουν να ίδουν το δάσος!». Εκείνο το οποίον κατηγορούν ως τεχνητήν ανάλυσιν, είναι απλούστατα μέθοδος, ήτις εφαρμόζεται καθ' εκάστην εις πάσαν γωνίαν της γης. Πανταχού αι αξίαι των πλέον διαφόρων εμπορευμάτων αδιακρίτως εκφράζονται εις νόμισμα, δηλ. είς τινα μάζαν χρυσού ή αργύρου. Ως εκ τούτου αι διάφοροι ημέραι της εργασίας αντιπροσωπευύμεναι υπό των αξιών τούτων, περιωρίσθησαν υπό διαφόρους αναλογίας, εις ποσά καθορισθέντα υπό ενός μόνον και εις δύο είδη κοινής εργασίας, της εργασίας, ήτις παράγει τον χρυσόν ή τον άργυρον.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ VIII.
ΣΤΑΘΕΡΟΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΛΗΤΟΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ

Οι διάφοροι παράγοντες της εκτελέσεως της εργασίας λαμβάνουν διάφορον μέρος εις τον σχηματισμόν της αξίας των εμπορευμάτων.
Ο εργάτης μεταδίδει μίαν νέαν αξίαν εις το αντικείμενον της εργασίας διά της προσθήκης μιας νέας δόσεως εργασίας, οιοσδήποτε και εάν είναι ο ωφέλιμος χαρακτήρ. Εξ άλλου, επανευρίσκομεν τας αξίας των μέσων της παραγωγής των καταναλωθέντων ως στοιχείων εν τη αξία του νήματος.
Η μεταβίβασις αύτη λαμβάνει χώραν κατά το διάστημα της εργασίας, κατά την διάρκειαν της μετατροπής των μέσων της παραγωγής εις προϊόν. Η εργασία είναι όθεν το ενδιάμεσον. Αλλά κατά τίνα τρόπον;
Ο εργάτης δεν εργάζεται διπλασίως κατά το αυτό χρονικόν διάστημα, άπαξ διά να προσθέση μίαν νέαν αξίαν εις τον βάμβακα, και είτα διά να διατηρήση την παλαιάν, ή όπερ έν και το αυτό, διά να μεταβιβάση εις το προϊόν, εις το νήμα, την αξίαν των κλωστήρων τους οποίους φθείρει και την του βάμβακος τον οποίον μετατρέπει. Ούτω διά της απλής προσθήκης μιας νέας αξίας διατηρεί την παλαιάν. Αλλ' όπως η προσθήκη μιας νέας αξίας εις το αντικείμενον της εργασίας και η διατήρησις των παλαιών αξιών εις το προϊόν είναι δυο αποτελέσματα τελείως διάφορα, τα οποία ο εργάτης επιτυγχάνει εις το αυτό χρονικόν διάστημα, ούτω το διπλούν τούτο αποτέλεσμα δεν δύναται προφανώς να απορρέη ή εκ του διπλού χαρακτήρος της εργασίας του. Η εργασία αυτή, δέον κατά την αυτήν στιγμήν, δυνάμει ιδιότητος τινος να δημιουργήση, και δυνάμει μιας άλλης ιδιότητος, να διατηρήση ή να μεταβιβάση την αξίαν.
Πώς ο εργάτης προσθέτει εργασίαν και κατά συνέπειαν αξίαν; Υπό μορφήν χρησίμου εργασίας και μόνον υπό την μορφήν ταύτην, ο κλώστης προθέτει εργασίαν κλώθων, ο υφαντουργός, υφαίνων, ο σιδηρουργός, εργαζόμενος τον σίδηρον. Αλλ' ακριβώς η μορφή αύτη της νηματουργίας κτλ. εν μια λέξει η ειδική παραγωγική μορφή, εν τη οποία η εργατική δύναμις εδαπανήθη, αύτη μετατρέπει τα μέσα της παραγωγής, ως ο βάμβαξ και ο κλωστήρ, κλωστή και επάγγελμα υφαντού, σίδηρος και άκμων, εις μορφικά στοιχεία ενός προϊόντος, μιας νέας αξίας χρήσεως. Η παλαιά μορφή της αξίας των χρήσεων εξαφανίζεται μόνον διά να ενδυθή μίαν νέαν αξίαν. Όθεν, είδομεν ότι ο αναγκαίος χρόνος εργασίας διά την παραγωγήν είδους τινός, περιλαμβάνει ωσαύτως τον αναγκαίον χρόνον εργασίας διά την παραγωγήν των καταναλωθέντων ειδών εν τη ενεργεία της παραγωγής. Με άλλους λόγους, ο αναγκαίος χρόνος διά την δημιουργίαν των καταναλωθέντων μέσων της παραγωγής, υπολογίζεται εις το νέον προϊόν.
Ο εργάτης διατηρεί όθεν την αξίαν των καταναλωθέντων μέσων της παραγωγής, την μεταβιβάζει εις το προϊόν ως συστατικόν μέρος της αξίας του, όχι διότι προσθέτει γενικώς εργασίαν, αλλά διά τον χρήσιμον χαρακτήρα, διά την παραγωγικήν μορφήν της προστεθείσης ταύτης εργασίας. Εφ' όσον είναι χρήσιμος, εφ' όσον είναι παραγωγική δραστηριότης, η εργασία, διά της απλής επαφής της μετά των μέσων της παραγωγής, τα ανασταίνει εκ νεκρών, τα δημιουργεί παράγοντας της ιδίας της κινήσεως και ενούται μετ' αυτών διά ν' αποτελέση προϊόντα.
Εάν η ειδική παραγωγική εργασία του εργάτου δεν ήτο το κλώσιμον, δεν θα έκαμε νήμα και κατά συνέπειαν, δεν θα τοις μετεβίβαζε τας αξίας του βάμβακος και του κλωστήρος. Αλλά διά μίαν ημέραν εργασίας, ο αυτός εργάτης, εάν αλλάξη επάγγγελμα και γίνη π. χ. λεπτουργός, θα προσθέση ην ως και πρότερον αξίαν εις ύλας. Προσθέτει όθεν διά της εργασίας του θεωρουμένης ουχί ως εργασίας υφαντουργού ή λεπτουργού, αλλ' ανθρωπίνης εργασίας γενικώς, και προσθέτει μίαν ωρισμένην ποσότητα αξίας, ουχί διότι η εργασία του έχει ιδιαίτερον χρήσιμον χαρακτήρα αλλά διότι διαρκεί χρονικόν τι διάστημα.
Δυνάμει λοιπόν της γενικής αφηρημένης ιδιότητός της, ως δαπάνης ζωτικής ανθρωπίνης δυνάμεως, η εργασία του κλώστου προσθέτει μίαν νέαν αξίαν εις τας αξίας του βάμβακος και του κλωστήρος και δυνάμει της ιδιαιτέρας συγκεκριμένης ιδιότητός της, της χρησίμου ιδιότητος ως κλωσίματος, μεταβιβάζει την αξίαν των μέσων τούτων της παραγωγής εις το προϊόν και την διατηρεί ούτω εν αυτώ. Εκείθεν ο απλούς χαρακτήρ του αποτελέσματός του εν τω αυτώ χρονικώ διαστήματι.
Διά μιας απλής προσθήκης, διά μιας ποσότητος νέας εργασίας, μία νέα αξία προστίθεται. Διά της ποιότητος της προστεθείσης εργασίας, αι παλαιαί αξίαι των μέσων της παραγωγής διατηρούνται εις το προϊόν. Το διπλούν τούτο αποτέλεσμα της ιδίας εργασίας, κατόπιν του διπλού του χαρακτήρος, καθίσταται αντιληπτόν εις πληθώραν φαινομένων.
Υποθέσατε ότι μία οιαδήποτε εφεύρεσις επιτρέπει εις τον εργάτην να κλώθη εις 6 ώρας όσον βάμβακα θα έκλωθεν άλλοτε εις 36. Ως χρήσιμος δραστηριότης, παραγωγική, η δύναμις της εργασίας του εξαπλασιάσθη και το προϊόν του είναι 6άκις μεγαλύτερον, 36 λίτρ. νήματος αντί 6. Αλλ' αι 36 λίτραι βάμβακος δεν απορροφούν περισσοτέραν εργασίαν, απ' όσην απερρόφουν 6 εν τη πρώτη περιπτώσει. Τοις προσετέθη μόνον 1/6 εργασίας, την οποίαν θ' απήτει η παλαιά μέθοδος και κατά συνέπειαν 1/6 μόνον νέας αξίας. Εξ άλλου η εξαπλασία αξία του βάμβακος υφίσταται νυν εις το προϊόν, 36 λίτραι νήμα. Κατά τας 6 ώρας κλωστικής εργασίας, μία αξία εξάκις μεγαλυτέρα εις πρώτας ύλας, διετηρήθη και μετεβιβάσθη εις το προϊόν, αν και η νέα αξία προστεθείσα εις αυτήν ταύτην την αξίαν, είναι εξάκις μικροτέρα.
Τούτο αποδεικνύει πως η ιδιότης, δυνάμει της οποίας η εργασία διατηρεί αξίαν, είναι ουσιωδώς διάφορος της ιδιότητος, δυνάμει της οποίας δημιουργεί αύτη αξίαν. Όσον περισσοτέρα αναγκαία εργασία μεταβιβάζεται κατά το κλώσιμον εις την αυτήν ποσότητα του βάμβακος, τόσον μεγαλυτέρα είναι η νέα αξία η προστιθεμένη εις αυτό. Αλλ' όσον περισσότεραι λίτραι βάμβακος κλώθονται εις τον αυτόν χρόνον εργασίας, τόσον μεγαλυτέρα είναι η παλαιά αξία η διατηρουμένη εις το προϊόν.
Ας υποθέσωμεν τουναντίον, ότι η παραγωγικότης της εργασίας παραμένει σταθερά, ότι χρειάζεται κατά συνέπειαν εις τον κλώστην πάντοτε ο αυτός χρόνος διά να μετατρέψη μίαν λίτραν βάμβακος εις νήμα, αλλ' ότι η ανταλλακτική αξία του βάμβακος ποικίλλει και ότι μία λίτρα βάμβακος αξίζει 6άκις περισσότερον ή ολιγώτερον από άλλοτε. Εις τας περιπτώσεις ταύτας ο κλώστης εξακολουθεί να προσθέτη το αυτό ποσοστόν εργασίας εις την αυτήν ποσότητα εργασίας, ήτοι την αυτήν αξίαν, και εις τας δύο περιπτώσεις παραγάγει κατά τον αυτόν χρόνον την αυτήν ποσότητα νήματος. Εν τούτοις η αξία την οποίαν μεταβιβάζει εκ του βάμβακος εις το νήμα, ως προϊόν, είναι εις την μίαν περίπτωσιν 6άκις μικροτέρα και εις την άλλην 6άκις μεγαλυτέρα από άλλοτε. Το αυτό συμβαίνει όταν τα εργαλεία της εργασίας ακριβαίνουν ή ευθηναίνουν, αλλ' αποδίδουν πάντοτε την αυτήν υπηρεσίαν.
Εάν αι τεχνικαί συνθήκαι της κλωστικής παραμένουν αι αυταί, τα δε μέσα της παραγωγής ουδεμίαν υφίστανται αλλαγήν αξίας, ο κλώστης εξακολουθεί να καταναλίσκη, εις δεδομένους χρόνους, δεδομένας ποσότητας πρώτης ύλης και μηχανών των οποίων η αξία παραμένει κατά συνέπειαν πάντοτε η αυτή. Η αξία την οποίαν διατηρεί εις το προϊόν είναι τότε κατ' ευθύν λόγον της νέας αξίας την οποίαν προσθέτει. Εις δύο εβδομάδας, προσθέτει δις περισσοτέραν εργασίαν από όσην εντός μιας εβδομάδος, όθεν δις περισσοτέραν αξίαν, και συγχρόνως φθείρει δις περισσοτέρας μηχανάς. Διατηρεί ούτω εις το προϊόν των δύο εβδομάδων δις περισσοτέραν αξίαν ή εις το προϊόν μιας μόνον. Υπό συνθήκας αμεταβλήτους ο εργάτης διατηρεί τόσον περισσοτέραν αξίαν όσον περισσοτέραν προσθέτει. Εν τούτοις, δεν διατηρεί περισσοτέραν αξίαν διότι προσθέτει περισσοτέραν, αλλά διότι την προσθέτει εις αμεταβλήτους και ανεξαρτήτους περιστάσεις της εργασίας του.
Εν τούτοις, δυνάμεθα να είπωμεν, εις σχετικήν έννοιαν, ότι ο εργάτης διατηρεί πάντοτε παλαιάς αξίας, εφ' όσον προσθέτει μίαν νέαν αξίαν. Τώρα, εάν ο βάμβαξ υψωθή ή καταπέση κατά 1 φράγκον, η αξία του, η διατηρηθείσα εις το προϊόν μιας ώρας, ουδέποτε θα είναι η αξία η οποία ευρίσκεται εις το προϊόν των δύο ωρών. Ούτω, εάν η παραγωγικότης της εργασίας ποικίλλει, εάν αυξηθή ή ελαττωθή, θα κλώση εις μίαν ώραν π. χ. περισσότερον ή ολιγώτερον βάμβακα από πρότερον, και κατά συνέπειαν θα διατηρήση εις το προϊόν μιας ώρας την αξίαν του περισσοτέρου ή του ολιγωτέρου βάμβακος. Αλλ' εν οιαδήποτε περιπτώσει, θα διατηρήση πάντοτε εις δύο ώρας εργασίας δις περισσοτέραν αξίαν παρ' όσην εν μια μόνη.
Αφαιρουμένης της καθαράς συμβολικής παραστάσεώς της, η αξία δεν υφίσταται ή ως χρήσιμον πράγμα, ως αντικείμενον (αυτός ο άνθρωπος, ως απλή ύπαρξις δυνάμεως εργασίας, είναι φυσικόν αντικείμενον ζων και συνειδητόν, και η εργασία δεν είναι ειμή εξωτερική εκδήλωσις, υλική, της δυνάμεως ταύτης). Εάν όθεν η αξία χρήσεως απόλλυται, η ανταλλακτική αξία απόλλυται επίσης. Τα μέσα της παραγωγής τα οποία χάνουν την αξίαν της χρήσεως, δεν χάνουν συγχρόνως την αξίαν των, διότι η τέλεσις της εργασίας τους κάμνει να χάνουν την αρχικήν των μορφήν χρησιμότητος διά να τους δώση εις το προϊόν την μορφήν μιας νέας χρησιμότητος. Και πόσον σημαντική είναι διά την αξίαν η ύπαρξις της εντός οιουδήποτε χρησίμου αντικειμένου, η μεταμόρφωσις των εμπορευμάτων μας απέδειξε ότι ολίγον ενδιαφέρεται τι είδους είναι το αντικείμενον. Έπεται εκ τούτου ότι το προϊόν δεν απορροφά εις το διάστημα της εργασίας την αξίαν του μέσου της παραγωγής, ή εφ' όσον τούτο, χάνει την χρησιμότητά του, χάνει επίσης την αξίαν του. Δεν μεταβιβάζει εις το προϊόν ειμή την αξίαν την οποίαν χάνει ως μέσον παραγωγής. Αλλ' υπό την άποψιν ταύτην οι υλικοί παράγοντες της εργασίας συμπεριφέρονται διαφοροτρόπως.
Ο άνθραξ διά του οποίου θερμαίνει την μηχανήν εξαφανίζεται χωρίς να αφήση ίχνος, ομοίως το λίπος διά του οποίου λιπαίνουν τον άξονα του τροχού και ούτω καθεξής. Τα χρώματα και άλλαι βοηθητικαί ύλαι, εξαφανίζονται επίσης, αλλ' εμφανίζονται εις τας ιδιότητας του προϊόντος, του οποίου η πρώτη ύλη αποτελεί την ουσίαν, αλλ' αφού ήλλαξε μορφήν. Πρώται ύλαι και βοηθητικαί ύλαι χάνουν όθεν την όψιν την οποίαν είχον εισερχόμεναι ως αξίαι χρήσεως εν τη εκτελέσει της εργασίας. Άλλως όμως συμβαίνει διά τα κυρίως εργαλεία. Έν οιονδήποτε εργαλείον, μία μηχανή, έν εργοστάσιον, έν δοχείον, δεν χρησιμεύουν εις την εργασίαν ειμή κατά τον χρόνον τον οποίον διατηρούν την αρχικήν των μορφήν.
Όπως και κατά τον βίον των, δηλαδή κατά το διάστημα της εργασίας, διατηρούν την κυρίαν μορφήν των έναντι του προϊόντος, ούτω διατηρούν αυτήν και μετά τον θάνατόν των. Τα πτώματα των μηχανών, των εργαλείων, των εργαστηρίων κτλ. εξακολουθούν υφιστάμενα ανεξαρτήτως και κεχωρισμένως των προϊόντων τα οποία συνέβαλλον εις την κατασκευήν.
Εάν θεωρήσωμεν ολόκληρον την περίοδον κατά οποίαν εργαλείον τι εργασίας εκτελεί την υπηρεσίαν του, από της ημέρας της εισόδου του εις το εργαστήριον μέχρι της ημέρας καθ' ην τίθεται εν αχρηστία, βλέπομεν ότι η αξία του χρήσεως κατά την περίοδον ταύτην κατηναλώθη εξ ολοκλήρου υπό της εργασίας και κατά συνέπειαν, η αξία του μετεβιβάσθη εξ ολοκλήρου εις το προϊόν. Μία κλωστική μηχανή π. χ. διήρκεσε μίαν δεκαετίαν; Κατά την δεκαετή λειτουργίαν της η ολική της αξία ενεσωματώθη εις τα προϊόντα των δέκα ετών. Η περίοδος της ζωής ενός τοιούτου εργαλείου περιλαμβάνει ούτω ένα μεγαλύτερον ή μικρότερον αριθμόν ιδίων εργασιών αδιακόπως ανανεουμένων τη βοηθεία των.
Και το όργανον της εργασίας είναι όπως ο άνθρωπος. Έκαστος αποθνήσκει ανά πάσαν ημέραν 24 ωρών. Είναι όμως αδύνατον να γνωρίσωμεν εις την απλήν όψιν ενός ανθρώπου πόσον ημερών είναι νεκρός.
Τούτο εν τούτοις δεν εμποδίζει τας ασφαλιστικάς εταιρίας να εξάγουν εκ της μέσης ζωής του ανθρώπου συμπεράσματα ασφαλέστατα και όπερ περισσότερον τους ενδιαφέρει, συμπεράσματα επικερδή. Επίσης είναι εκ πείρας γνωστόν πόσον χρόνον, κατά μέσον όρον, διαρκεί έν όργανον εργασίας π. χ. μία μηχανή κλωστικής. Εάν υποθέσωμεν ότι η χρησιμότης διατηρείται 6 μόνον ημέρας εις την τεθείσαν εις ενέργειαν εργασίαν, χάνει καθ' εκάστην, κατά μέσον όρον, 1/6 της αξίας της χρήσεως και μεταβιβάζει κατά συνέπειαν 1/6 της ανταλλακτικής του αξίας εις το ημερήσιον προϊόν. Ούτω υπολογίζεται η ημερησία φθορά όλων των οργάνων της εργασίας και εκείνο το οποίον καθ' εκάστην μεταβιβάζουν εκ της ιδίας των αξίας εις την αξίαν του προϊόντος.
Βλέπομεν ενταύθα κατά τρόπον λίαν εμφαντικόν, ότι μέσον τι παραγωγής ουδέποτε μεταβιβάζει εις το προϊόν περισσοτέραν αξίαν απ' όσην χάνει το ίδιον διά της εξαφανίσεώς του κατά το διάστημα της εργασίας. Εάν δεν υπήρξε καμμία αξία διά να χαθή, ήτοι εάν το ίδιον δεν ήτο προϊόν της ανθρωπίνης εργασίας, δεν θα ηδύνατο να μεταδώση εις το προϊόν καμμίαν αξίαν. Θα εχρησίμευεν εις το να σχηματίση συνήθη αντικείμενα χωρίς να χρησιμεύση διά τον σχηματισμόν αξιών.
Η περίπτωσις αύτη παρουσιάζεται με όλα τα μέσα της παραγωγής, τα οποία παράγει η φύσις, χωρίς ο άνθρωπος να υπολογίζεται, με την γην, το ύδωρ, τον άνεμον, τον σίδηρον εν τη μεταλλική βλάβη, το ξύλον εις το πρωτόγονον δάσος κ. ο. κ.
Συναντώμεν ενταύθα έν άλλο σημαντικόν φαινόμενον. Ας υποθέσωμεν ότι μία μηχανή αξίζει π. χ. 1000 φράγκα και ότι φθείρεται εις 1000 ημέρας· εν τοιαύτη περιπτώσει μεταβιβάζεται καθ' εκάστην εις το ημερήσιον προϊόν της· αλλ' η μηχανή, αν και με πάντοτε ελαττουμένην ζωτικότητα, λειτουργεί πάντοτε ολόκληρος εν τη πορεία της εργασίας. Όθεν, αν είς παράγων εργασίας εισέρχεται ολόκληρος εις την παραγωγήν αξίας χρήσεως, τότε εισέρχεται μερικώς εις τον σχηματισμόν της αξίας. Η διαφορά μεταξύ των δύο τούτων έργων, αντανακλά ούτως εις τους υλικούς παράγοντας, αφού εις την αυτήν πράξιν έν και μόνον μέσον παραγωγής υπολογίζεται ακεραίως ως στοιχείον πρώτου έργου και κατά τμήματα μόνον ως στοιχείον του δευτέρου.
Αντιθέτως, έν μέσον παραγωγής δύναται να εισέλθη ολόκληρον εν τω σχηματισμώ της αξίας, αν και μερικώς μόνον εν τη παραγωγή των αξιών χρήσεως, επί 115 λίτρ. βάμβακος, 15 θα χαθούν, δηλαδή αίτινες απετέλουν αντί νήματος εκείνο το οποίον οι Άγγλοι ονομάζουν την σκόνιν του διαβόλου (devil's durt). Εάν εν τούτοις η απόρριψις του 1% είναι κοινωνική και αναπόφευκτος εν τη κατασκευή, η αξία των 15 τούτων λιτρών βάμβακος, αι οποίαι δεν αποτελούν ουδέν στοιχείον νήματος, εισέρχεται πάντως εν τη αξία του όπως αι 100 λίτρ. αι οποίαι αποτελούν την ουσίαν του. Δέον όπως 15 λίτραι βάμβακος εξακολουθούν διά να δυνηθούν να κατασκευάσουν 100 λίτρ. νήματος.
Και ακριβώς διότι η απώλεια αύτη είναι είς όρος της παραγωγής, διά τούτο ο απωλεσθείς βάμβαξ μεταβιβάζει εις το νήμα την αξίαν του. Και συμβαίνει το αυτό διά πάντα τα περιττώματα της εργασίας. Εφ' όσον εννοείται δεν χρησιμεύουν πλέον εις τον σχηματισμόν νέων μέσων παραγωγής και συνεπώς νέων αξιών χρήσεως. Ούτω, βλέπομεν, εις τα μεγάλα εργοστάσια του Manchester, όρη ολόκληρα περιττωμάτων σιδήρου, αφαιρεθέντα παρά τεραστίων μηχανών ως ροκανίδια υπό της ροκάνης, να μεταβαίνουν το εσπέρας από το εργοστάσιον εις το χυτήριον και να επανέρχονται την επαύριον εκ του χυτηρίου εις το εργοστάσιον εις μάζας όγκων σιδήρου.
Τα μέσα της παραγωγής δεν μεταβιβάζουν την αξίαν εις το νέον προϊόν ή εφ' όσον χάνουν από την παλαιάν μορφήν των χρησιμότητος.
Το μάξιμουμ της αξίας την οποίαν δύνανται να χάσουν κατά την διάρκειαν της εργασίας, έχει ως όριον το μέγεθος της αρχικής αξίας την οποίαν είχον εισερχόμενα εν τη πράξει, ή τον χρόνον τον οποίον απήτησεν η παραγωγή των. Τα μέσα της παραγωγής δεν δύνανται όθεν να προσθέσουν εις το προϊόν περισσοτέραν αξίαν εκείνης ην κατέχουν τα ίδια. Οιαδήποτε και εάν είναι η χρησιμότης μιας πρώτης ύλης, μιας μηχανής, ενός μέσου παραγωγής, εάν στοιχίζη 150 λουδοβίκια ήτοι πεντακοσίας ημέρας εργασίας, δεν προσθέτει εις το ολικόν προϊόν εις τον σχηματισμόν του οποίου συμβάλλει, ποτέ περισσότερα από 150 λουδοβίκια. Η αξία του καθορίζεται ουχί υπό της εργασίας, ένθα εισέρχεται ως μέσον παραγωγής, αλλά δι' εκείνης εξ ου εξέρχεται ως προϊόν. Εν τη πράξει εις την οποίαν το χρησιμοποιούν δεν χρησιμεύει ή ως αξία χρήσεως, ήτις κέκτηται χρησίμους ιδιότητας· εάν πριν εισέλθη εις την πράξιν ταύτην, ουδεμίαν κατείχεν αξίαν, ουδεμίαν αξίαν θα έδιδεν εις το προϊόν.
Ενώ η παραγωγική εργασία μεταβάλλει τα μέσα της παραγωγής εις μορφικά στοιχεία ενός νέου προϊόντος, η αξία των υπόκειται εις είδος τι μετεμψυχώσεως. Μεταβαίνει από του καταναλωθέντος σώματος εις το άρτι σχηματισθέν. Αλλ' η μεταβίβασις αύτη εκτελείται εν αγνοία της πραγματικής εργασίας, ο εργάτης δεν δύναται να προσθέση μίαν νέαν εργασίαν, να δημιουργήση κατά συνέπειαν μίαν νέαν αξίαν, χωρίς να διατηρήση παλαιάς αξίας, διότι δέον να προσθέση, την εργασίαν ταύτην υπό χρήσιμον μορφήν, και τούτο δεν δύναται να γίνη χωρίς να μετατρέψη τα προϊόντα εις μέσα παραγωγής ενός νέου προϊόντος εις το οποίον μεταβιβάζει ως εκ τούτου την αξίαν των. Η δύναμις της εργασίας εν δράσει, η ζώσα εργασία, έχει όθεν την ιδιότητα της διατηρήσεως της αξίας προσθέτουσα αξίαν. Τούτο είναι φυσικόν χάρισμα μη στοιχίζον τίποτε εις τον εργάτην, αλλ' αποφέρον πολλά εις τον κεφαλαιούχον. Του οφείλει την διατήρησιν της σημερινής αξίας του κεφαλαίου του.
Εφ' όσον αι επιχειρήσεις προοδεύουν, ο κεφαλαιούχος απορροφάται με την δημιουργίαν της υπεραξίας, ώστε δεν διακρίνει το δωρεάν τούτο χάρισμα της εργασίας. Βίαιαι διακοπαί, ως π. χ. αι κρίσεις, τον αναγκάζουν αποτόμως να το παρατηρήση (49). Εκείνο το οποίον καταναλίσκεται εις τα μέσα της παραγωγής, είναι η αξία της χρήσεως την οποίαν η κατανάλωσις διά της εργασίας σχηματίζει προϊόντα.
Ό,τι αφορά την αξίαν των, δεν είχεν εν τη πραγματικότητι καταναλωθή και δύναται κατά συνέπειαν να αναπαραχθή. Διατηρείται ουχί δυνάμει μιας πράξεως την οποίαν υφίσταται κατά το διάστημα της εργασίας, αλλά διότι το αντικείμενον εις ό υφίσταται από της πρώτης στιγμής, εξαφανίζεται προσλαμβάνον χρήσιμον μορφήν. Η αξία των μέσων της παραγωγής αναφαίνεται όθεν εν τη αξία του προϊόντος· δεν έχει όμως, κυρίως ειπείν, αναπαραχθή. Ό,τι παρήχθη, είναι η νέα αξία χρήσεως εν τη οποία η παλαιά αξία αναφαίνεται εκ νέου.
Άλλως συμβαίνει διά τον υποκειμενικόν παραγοντα της παραγωγής, δηλαδή την εν δράσει δύναμιν της εργασίας. Ενώ διά της μορφής την οποίαν ο σκοπός της της καθορίζει η εργασία διατηρεί και μεταβιβάζει την αξίαν των μέσων της παραγωγής εις το προϊόν, η κίνησις δημιουργεί ανά πάσαν στιγμήν μίαν προσθετήν αξίαν, μίαν νέαν αξίαν.
Ας υποθέσωμεν ότι η παραγωγή σταματά εις το σημείον, εις το οποίον ο εργάτης εχορήγησε το ισοδύναμον της ημερησίας αξίας της ιδίας του δυνάμεως, όταν π. χ. προσέθετε διά μιας εξαώρου εργασίας, αξίαν 3 φράγκων. Η αξία αύτη αποτελεί το πλεόνασμα της αξίας του προϊόντος επί του στοιχείου της αξίας ταύτης της προερχομένης εκ των μέσων της παραγωγής. Είναι η μόνη αρχική αξία η οποία παρήχθη, το μόνον μέρος της αξίας του προϊόντος, γεννηθέν εν τη πορεία του σχηματισμού της. Ικανοποιεί το υπό του κεφαλαιούχου κατατεθέν χρήμα διά την αγοράν της δυνάμεως της εργασίας, και την οποίαν ο εργάτης δαπανά κατόπιν προς διατροφήν. Εν σχέσει προς τα δαπανηθέντα 3 φράγκα, η νέα αξία των 3 φρ. εμφανίζεται ως απλή αναπαραγωγή. Αλλ' η αξία αύτη αναπαρήχθη πραγματικώς και ουχί φαινομενικώς ως η αξία των μέσων της παραγωγής. Εάν μία αξία αντικατεστάθη ενταύθα υπό μιας άλλης, τούτο συμβαίνει χάρις εις την νέαν δημιουργίαν.
Εν τούτοις γνωρίζομεν ότι η διάρκεια της εργασίας υπερβαίνει το σημείον εις ό απλούν ισοδύναμον της αξίας της δυνάμεως της εργασίας θα αναπαρήγετο και θα προσετίθετο εις το δουλευθέν αντικείμενον. Αντί 6 ωρών, αίτινες θα ήρκουν προς τούτο, η πράξις διαρκεί 12 ή περισσότερον. Όθεν, η εν ενεργεία δύναμις της εργασίας, δεν παράγει μόνον την ιδίαν της αξίαν, αλλ' ακόμη και επί πλέον αξίαν. Η υπεραξία αύτη αποτελεί το πλεόνασμα της αξίας του προϊόντος επί της αξίας των καταναλωθέντων παραγόντων, ήτοι των μέσων της παραγωγής και της διατηρήσεως της εργασίας.
Εκθέτοντες τους διαφόρους ρόλους τους οποίους παίζουν εν τω σχηματισμώ της αξίας του προϊόντος, οι διάφοροι παράγοντες της εργασίας, εχαρακτηρίσαμεν πράγματι τας λειτουργίας των διαφόρων στοιχείων του κεφαλαίου εν τω σχηματισμώ της υπεραξίας. Το πλεόνασμα της αξίας του προϊόντος επί της αξίας των συστατικών του στοιχείων, είναι το πλεόνασμα του κεφαλαίου αυξηθέντος εκ της υπεραξίας του επί του κατατεθέντος κεφαλαίου. Μέσα παραγωγής ως και δύναμις εργασίας, είναι αι διάφοροι μορφαί υπάρξεως ας ενεδύθη η αξία — κεφάλαιον όταν μετεβλήθη από χρήμα εις παράγοντα της εκτελέσεως της εργασίας.
Κατά το διάστημα της παραγωγής, το μέρος του κεφαλαίου, το μετατρεπόμενον εις μέσον παραγωγής, δηλ. εις πρώτας ύλας, ουδόλως μεταβάλλει το μέγεθος της αξίας του. Διά τούτο το ονομάζομεν σταθερόν μέρος του κεφαλαίου ή συντομώτερον σταθερόν κεφάλαιον.
Το μέρος του κεφαλαίου, το μετατραπέν εις εργατικήν δύναμιν, αλλάσσει τουναντίον αξίαν, κατά το διάστημα της παραγωγής. Αναπαράγει το ίδιον ισοδύναμόν του και επί πλέον πλεόνασμά τι, μίαν υπεραξίαν, ήτις και αύτη δύναται να ποικίλλη και είναι κατά το μάλλον ή ήττον μεγάλη. Το μέρος τούτο του κεφαλαίου μεταβάλλεται αδιακόπως από σταθερόν μέγεθος εις μεταβλητόν τοιούτον. Διά τούτο το ονομάζομεν μέρος μεταβλητόν του κεφαλαίου ή συντομώτερον μεταβλητόν κεφάλαιον. Τα αυτά στοιχεία του κεφαλαίου, τα οποία από απόψεως παραγωγής αξιών χρήσεως, διακρίνονται μεταξύ των ως υποκειμενικοί και αντικειμενικοί παράγοντες, ως μέσα παραγωγής και δύναμις εργασίας, διακρίνονται από της απόψεως του σχηματισμού της αξίας, εις σταθερόν ή μεταβλητόν κεφάλαιον.
Η γνώσις του σταθερού κεφαλαίου κατ' ουδένα λόγον αποκλείει αλλαγήν τινά της αξίας εις τα συστατικά της στοιχεία. Ας υποθέσωμεν ότι η λίτρα του βάμβακος στοιχίζει σήμερον 1/2 φράγκου και αύριον ανέρχεται εις 1 φράγκον. Ο παλαιός βάμβαξ, ο εξακολουθών να μετατρέπεται, ηγοράσθη εις την τιμήν του 1/2 φρ. αλλά νυν προσετέθη εις το προϊόν μία αξία 1 φράγκου. Και εκείνος ο οποίος έχει ήδη κλωσθή και ο οποίος κυκλοφορεί ίσως εις την αγοράν υπό μορφήν νήματος, προσθέτει επίσης εις το προϊόν το διπλάσιον της πρώτης του αξίας. Βλέπομεν εν τούτοις ότι αι αλλαγαί αύται είναι ανεξάρτητοι της αυξήσεως της αξίας την οποίαν επιτυγχάνει ο βάμβαξ διά του νήματος. Εάν ο παλαιός βάμβαξ δεν έχει ήδη αρχίση να κατεργάζεται, δύναται νυν να πωληθή εκ νέου 1 φράγκον αντί 1/2. Όπου υπέστη ολιγωτέρας τροποποιήσεις, τόσον βεβαιότερον είναι το αποτέλεσμα τούτο. Ωσαύτως, όταν επέρχωνται παρόμοιαι επαναστάσεις εν τη αξία, πρόκειται μάλλον περί κερδοσκοπείας επί της πρώτης ύλης, εν τη ολιγώτερον μεταβληθείση υπό της εργασίας μορφή. Και επί του νήματος περισσότερον ή επί της κλωστής, και επί του βάμβακος. Η αλλαγή της αξίας γεννάται εν τη εργασία, η οποία παράγει τον βάμβακα και ουχί εν εκείνη εν τη οποία, ο βάμβαξ λειτουργεί ως μέσον παραγωγής, και κατά συνέπειαν ως σταθερόν κεφάλαιον. Η αξία είνε αληθές, υπολογίζεται υπό του ποσοστού της πραγματοποιηθείσης εργασίας εις εμπόρευμά τι, αλλά το ποσοστόν τούτο είναι κοινωνικώς καθωρισμένον.
Εάν ο κοινωνικός χρόνος εργασίας τον οποίον απαιτεί η παραγωγή ενός είδους υφίσταται διακυμάνσεις, — και το αυτό ποσοστόν του βάμβακος π. χ. αντιπροσωπεύει σημαντικώτερον ποσοστόν εργασίας, όταν η εσοδεία είναι κοινή παρ' όταν είναι ικανοποιητική, — τότε το παλαιόν εμπόρευμα, το οποίον υπολογίζεται μόνον ως δείγμα του είδους του, αισθάνεται αμέσως τον αντίκτυπον, διότι η αξία του υπολογίζεται πάντοτε υπό της κοινωνικώς αναγκαίας εργασίας, όπερ σημαίνει της αναγκαίας εργασίας προς τας σημερινάς συνθήκας της κοινωνίας. Ως η αξία των υλών, η αξία των εργαλείων εργασίας των χρησιμοποιηθέντων ήδη εν τη παραγωγή, μηχαναί, κατασκευαί κτλ. δύναται ν' αλλάξη και ως εκ τούτου και η μερίς της αξίας την οποίαν μεταβιβάζουν εις το προϊόν. Εάν π. χ., κατόπιν μιας νέας εφευρέσεως, μία μηχανή δύναται να αναπαραχθή με ολιγωτέραν δαπάνην εργασίας, η του αυτού είδους παλαιά μηχανή, χάνει κατά το μάλλον ή ήττον εκ της αξίας της και αποδίδει κατά συνέπειαν αναλογικώς μικροτέραν αξίαν εις το προϊόν. Αλλ' εν τοιαύτη περιπτώσει, ως και εν τη προηγουμένη, η αλλαγή της αξίας γεννάται εκτός της ενεργείας της παραγωγής, ένθα η μηχανή λειτουργεί ως όργανον. Εν τη ενεργεία ταύτη ουδέποτε μεταβιβάζει περισσοτέραν αξίαν όσης κέκτηται η ιδία.
Όπως μία αλλαγή εν τη αξία των μέσων της παραγωγής παρά την επ' αυτών εξασκουμένην υπ' αυτών αντίδρασιν, ακόμη και μετά την είσοδόν των εν τη ενεργεία της εργασίας, εις τίποτε δεν μεταβάλλει τον χαρακτήρα των ως σταθερού κεφαλαίου, ούτω μία αλλαγή επενεχθείσα εν αναλογία, μεταξύ του σταθερού και μεταβλητού κεφαλαίου, εις τίποτε δεν μεταβάλλει την λειτουργικήν διαφοράν των. Ας υποθέσωμεν ότι αι τεχνικαί συνθήκαι της εργασίας μεταβάλλονται κατά τοιούτον τρόπον ώστε εκεί ένθα π. χ. 10 εργάται με 10 όργανα μικράς αξίας κατειργάζοντο μάζαν πρώτης ύλης αναλογικώς μικράν, είς εργάτης εργάζεται σήμερον με μίαν δαπανηράν μηχανήν, μάζαν εκατοντάκις μεγαλυτέραν. Εν τοιαύτη περιπτώσει, το σταθερόν κεφάλαιον, δηλαδή η αξία των χρησιμοποιηθέντων μέσων της παραγωγής, θα ηύξανε σημαντικώς, το δε μετατραπέν μέρος του κεφαλαίου εις δύναμιν εργασίας σημαντικώς θα ηλαττούτο. Η αλλαγή αύτη μεταβάλλει μόνον την σχέσιν μεγέθους μεταξύ σταθερού και μεταβλητού κεφαλαίου, ή αναλογίαν συμφώνως τη οποία το ολικόν κεφάλαιον αποσυντίθεται εις σταθερά και μεταβλητά στοιχεία, δεν μεταβάλλει όμως την λειτουργικήν διαφοράν των.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ IX.
ΤΟ ΠΟΣΟΣΤΟΝ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΞΙΑΣ

Το σταθερόν κεφάλαιον καταναλωθέν εν τη ενεργεία της παραγωγής υπό μορφήν φθοράς των μηχανών, των βοηθητικών υλών και των πρώτων υλών, αναφαινόμενον εις το προϊόν χωρίς να του προσθέτη νέαν αξίαν, δύναται να μην υπολογισθή διά να ευρεθή το ποσοστόν της υπεραξίας. Το μεταβλητόν κεφάλαιον θυσιασθέν διά την αγοράν της εργατικής δυνάμεως, ον τουναντίον ο δημιουργός της υπεραξίας, καθορίζει προφανώς το ποσοστόν της υπεραξίας ταύτης, είναι η σχέσις της υπεραξίας προς το μεταβλητόν κεφάλαιον: ή
υ
___
μ

υ αντιπροσωπεύη την υπεραξίαν και μ το μεταβλητόν κεφάλαιον.
Είδομεν ότι ο εργάτης, κατά το διάστημα μέρους του χρόνου το οποίον απαιτεί μία δοθείσα παραγωγική πράξις, δεν παράγει ή την αξίαν της εργατικής του δυνάμεως, δηλαδή, την αξίαν των αναγκαίων μέσων διατροφής διά την συντήρησίν του. Το περιβάλλον εν τω οποίω παράγει, οργανωμένον διά της αυτομάτου κατανομής της κοινοτικής εργασίας παράγει τα μέσα της συντηρήσεώς του, ουχί αμέσως, αλλ' υπό μορφήν ενός ιδιαιτέρου εμπορεύματος, υπό μορφήν νήματος π. χ. των οποίων η αξία ισούται με την αξίαν των μέσων της παραγωγής του ή του χρήματος διά του οποίου τα αγοράζει. Το μέρος της εργατικής του ημέρας το οποίον χρησιμοποιεί εις τούτο είναι κατά το μάλλον ή ήττον μέγα, αναλόγως της μέσης αξίας της ημερησίας διατροφής του ή του μέσου χρόνου εργασίας του καθ' εκάστην απαιτουμένου διά την παραγωγήν της. Και εάν ακόμη δεν θα ειργάζετο διά τον κεφαλαιούχον, αλλά μόνον δι' εαυτόν, έδει, των συνθηκών παραμενουσών των αυτών, να εργασθή κατά μέσον όρον, νυν ως και πρότερον, το αυτό ποσόν μέρος της ημέρας διά να κερδίση την ζωήν του. Αλλ' όπως και διά το μέρος της ημέρας κατά το οποίον παράγει την ημερησίαν αξίαν της δυνάμεως της εργασίας του, ήτοι 3 φράγκα, δεν παράγει ειμή το ισοδύναμον μιας αξίας ήδη πληρωθείσης υπό του κεφαλαίου, οπόταν ικανοποιεί μίαν αξίαν διά μιας άλλης, ούτω και η παραγωγή αύτη δεν είναι ειμή απλή τις αναπαραγωγή. Ονομάζω όθεν αναγκαίον χρόνον εργασίας, το μέρος της ημέρας, ένθα η αναπαραγωγή αυτών εκπληρούται, και αναγκαίαν εργασίαν την δαπανηθείσαν κατά τον χρόνον τούτον εργασίαν· αναγκαίαν διά τον εργάτην διότι αύτη είναι ανεξάρτητος κοινωνικής μορφής της εργασίας του· αναγκαίαν διά το κεφάλαιον και τον καπιταλιστικόν κόσμον, διότι ο κόσμος ούτος έχει ως βάσιν την ύπαρξιν του εργάτου.
Η περίοδος της δράσεως της υπερβαινούσης τα όρια της αναγκαίας εργασίας, στοιχίζει, είναι αληθές, εργασίαν εις τον εργάτην, δαπάνην δυνάμεως, αλλά ουδεμίαν δι' αυτόν σχηματίζει αξίαν. Σχηματίζει μίαν υπεραξίαν ήτις διά τον κεφαλαιούχον έχει όλα τα θέλγητρα μιας εκ του μηδενός δημιουργίας.
Ονομάζω το μέρος τούτο της ημέρας της εργασίας εξαιρετικόν χρόνον και την εν αυτώ δαπανηθείσαν εργασίαν, υπερεργασίαν. Εάν διά την κατανόησιν της αξίας εν γένει, είναι μεγάλης σπουδαιότητος, να βλέπωμεν εν αυτή απλήν πήξιν του χρόνου της εργασίας, ή της πραγματοποιηθείσης εργασίας, είναι παρομοίας σπουδαιότητος διά την κατανόησιν της υπεραξίας να την εννοήσωμεν ως απλήν πήξιν της εξαιρετικής, ή της πραγματοποιηθείσης υπερεργασίας. Αι διάφοραι οικονομικαί μορφαί τας οποίας ενεδύθη η κοινωνία, η δουλεία, π. χ. και το ημερομίσθιον δεν διακρίνονται ή εκ του τύπου διά του οποίου η υπερεργασία αύτη επεβλήθη και εξεβίασε τον άμεσον παραγωγόν, τον εργάτην.
Εκ του γεγονότος τούτου, ότι η αξία του μεταβλητού κεφαλαίου ισούται με την αξίαν της δυνάμεως της εργασίας, την οποίαν αγοράζει, ότι η αξία της δυνάμεως ταύτης της εργασίας καθορίζει το αναγκαίον μέρος της εργατικής ημέρας και ότι η υπεραξία και αύτη καθορίζεται υπό του εξαιρετικού μέρους της ιδίας ταύτης ημέρας, έπεται ότι: η υπεραξία είναι προς το μεταβλητόν κεφάλαιον ως η υπερεργασία προς την αναγκαίαν εργασίαν ή το ποσοστόν της υπεραξίας
υ
υπερεργασία
----
=
-----------------------
μ
αναγκαία εργασία
Αι δυο αναλογίαι παρουσιάζουν την αυτήν σχέσιν υπό διάφορον μορφήν. Μίαν φοράν υπό μορφήν πραγματοποιηθείσης εργασίας, μίαν άλλην υπό μορφήν εργασίας εν κινήσει.
Το ποσοστόν της υπεραξίας είναι όθεν η ακριβής έκφρασις του βαθμού της εκμεταλλεύσεως της δυνάμεως της εργασίας υπό του κεφαλαίου ή του εργάτου υπό του κεφαλαιούχου.
Αύτη είναι λοιπόν εν περιλήψει η χρησιμοποιουμένη μέθοδος διά τον υπολογισμόν του ποσοστού της υπεραξίας. Λαμβάνομεν ολόκληρον την αξίαν του προϊόντος και θέτομεν ίσην προς το μηδέν την αξίαν του σταθερού κεφαλαίου το οποίον δεν κάμνει άλλο τι ή να εμφανίζεται εκ νέου. Το ποσόν της υπολοίπου αξίας είναι η μόνη πραγματική αξία πραγματοποιηθείσα κατά την παραγωγήν του εμπορεύματος. Εάν η υπεραξία είναι γνωστή, δέον να την αφαιρέσωμεν του ποσού τούτου διά να εύρωμεν το μεταβλητόν κεφάλαιον. Το αντίθετον συμβαίνει εάν το τελευταίον τούτο είναι γνωστόν, οπόταν ζητείται η υπεραξία. Εάν αμφότερα είναι γνωστά δεν μένει πλέον η τελική πράξις, ο υπολογισμός του υ / μ της σχέσεως της υπεραξίας προς το μεταβλητόν κεφάλαιον
οσονδήποτε απλώς και εάν είναι η μέθοδος αύτη, καλόν είναι να εξασκηθή ο αναγνώστης διά τινων παραδειγμάτων τα οποία θα του διευκολύνουν την εφαρμογήν.
Ας εισέλθωμεν κατά πρώτον εις νηματουργείον. Τα ακόλουθα δεδομένα ανήκουν εις το έτος 1871 και μοι εδόθησαν υπό του ιδίου εργοστασιάρχου. Το εργοστάσιον θέτει εις κίνησιν 10.000 κλωστήρας κλώθον με αμερικανικόν βάμβακα νήμα αρ. 32 και παράγει εκάστην εβδομάδα μίαν λίτραν νήματος κατά κλωστήρα. Το απόρριμμα του βάμβακος ανέρχεται εις 6%· ούτω λοιπόν καθ' εβδομάδα 10,600 λίτρας βάμβακος μεταβάλλονται υπό της εργασίας εις 10.000 λίτρας νήματος και 600 λίτρας απορριμμάτων.
Τον Απρίλιον του 1871 ο βάμβαξ εστοίχιζε φρ. 806 κατά λίτραν και συνεπώς διά 10.600 λίτρας, το στρογγυλόν ποσόν των 8.550 φρ. Οι 10.000 κλωστήρες συμπεριλαμβανομένης της κλωστικής μηχανής και της ατμομηχανής, στοιχίζουν 25 φρ. εκάστη ήτοι 250.000 φρ. Η φθορά των ανέρχεται εις 10% = 25.000 φρ. ή εκάστην εβδομάδα 500 φρ. Το ενοίκιον των κτιρίων είναι 150 φρ. εβδομαδιαίως, ο άνθραξ (100 φρ. την ώραν και κατά δύναμιν ίππων, επί δυνάμεως 1000 ίππων διδομένη υπό του δείκτου και 60 ώρας καθ' εβδομάδα συμπεριλαμβανομένης και της θερμάνσεως του κτιρίου) ανέρχεται καθ' εβδομάδα τον αριθμόν των 11 τόννων και προς 10 φρ. 60 τον τόννον, στοιχίζει καθ' εβδομάδα 116 φρ. 60, η κατανάλωσις καθ' εβδομάδα διά το αεριόφως ισούται με 25 φρ., διά το έλαιον 112 φρ. 50, δι' όλας τας λοιπάς βοηθητικάς ύλας 250 φρ. Η μερίς της σταθεράς αξίας ανέρχεται κατά συνέπειαν εις 9450 φρ. αφού δεν παίζει ουδένα ρόλον εν τη παραγωγή της εβδομαδιαίας αξίας, την θέτομεν ίσην προς το μηδέν.
Το ημερομίσθιον των εργατών ανέρχεται εις 1.300 φρ. καθ' εβδομάδα, η τιμή του νήματος προς 1 φρ. 275 την λίτρ. είναι διά 10.000 λίτρ. 12.750 φρ. Όθεν η παραγομένη εβδομαδιαίως αξία είναι κατά συνέπειαν 12.750 — 9.450 f. = 3.300 φρ.
Εάν ήδη αφαιρέσωμεν εκ τούτων το μεταβλητό κεφάλαιον (ημερομίσθιον των εργατών) = 1.300 φρ. απομένει μία υπεραξία 2.000 φρ.
Ο τόκος της υπεραξίας είναι λοιπόν:
200
=
------
=
1,5384%
1300
Διά μίαν μέσην ημέραν 10 ωρών κατά συνέπειαν, η αναγκαία εργασία = 3 @ 3/33 και η υπερεργασία = 6 @ 2/33.
Ιδού άλλος υπολογισμός, λίαν ελαττωματικός, είναι αληθές, διότι ελλείπουν πλείστα δεδομένα, αλλ' αρκετός διά τον σκοπόν μας. Δανειζόμεθα τους αριθμούς από το βιβλίον του Jacob επί του νόμου των δημητριακών (1815). Η τιμή του σίτου είναι 80 σελίνια κατά 8 μεδίμνους και η μέση απόδοσις κατά πεντάπλεθρον (5 στρεμ.) είναι 22 μέδιμνοι, εις τρόπον ώστε το πεντάπλεθρον αποφέρει 275 φρ.
Παραγωγή ενός πενταπλέθρου.
ΣΤΑΘΕΡΟΝ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ
ΥΠΕΡΑΞΙΑ
Σπορά
36.25
Δεκάτη, φόρος
26.20
Λίπος
62.50
Έγγειος πρόσοδος
35.—
ΜΕΤΑΒΛΗΤΟΝ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ
Κέρδη του αγρονόμ.
Ημερομίσθια
27.55
και τόκοι κεφαλ.
27.55
88.75
186.25
Η υπεραξία, πάντοτε αφού η τιμή του προϊόντος ισούται προς την αξίαν του, ευρίσκεται ενταύθα διανεμημένη εις το κέρδος του τόκου, την δεκάτην κ.τ.λ. Αδιαφορούντες διά ταύτα, τα προσθέτομεν όλα ομού και επιτυγχάνομεν ούτω υπεραξίαν 88 φρ. 75. Όσον διά τα 98 φρ. 75 διά την σποράν και λίπος, τα θέτομεν ίσα προς το μηδέν ως μέρος σταθερόν του κεφαλαίου. Απομένει το μεταβλητόν κεφάλαιον των 87 φρ. 50 εις την θέσιν του οποίου μία νέα αξία 87φρ. 50 + 88φρ. 75 παρήχθη. Ο τόκος της υπεραξίας
υ
88.75
----
=
-----
= πλέον των 100 %.
μ
87.50
Ο γεωργός χρησιμοποιεί όθεν πλέον του ημίσεως της ημέρας του εργασίας διά την παραγωγήν μιας υπεραξίας την οποίαν πολλά πρόσωπα διανέμονται μεταξύ των υπό διάφορα προσχήματα.

ΤΕΛΟΣ

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
ΠΑΥΛΟΥ ΛΑΦΑΡΓΚ

I
Η Πολιτική οικονομία του XVIII αιώνος, δύο είχε γνώμας επί της πηγής της αξίας.
Οι φυσιοκράται έφθανον μέχρι της γης, και διά της γης δέον επίσης να εννοούμεν το ύδωρ, ως πηγήν αρχικήν και μόνον της αξίας: δεν απέδιδον την ονομασίαν της παραγωγικής βιομηχανίας, ειμή μόνον εις την βιομηχανίαν ήτις προμηθεύει νέας ύλας, εις την βιομηχανίαν του γεωργού, του μεταλλουργού και του αλιέως, Η εργασία του τεχνίτου δεν εδημιούργει ή ψευδή προϊόντα έλεγε ο Mercier de la Riviere, διότι η αξία την οποίαν προσέθετεν εις την πρώτην ύλην μετατρέπουσα ταύτην, αντεπροσωπεύετο ακριβώς υπό της αξίας των μέσων της παραγωγής του διαρκούσης της δημιουργίας της παραγωγής: αι ανάγκαι του κατέστρεφον αφ' ενός ό,τι η εργασία του παρήγαγε, και ουδεμία αύξησις πλούτου εγένετο διά την κοινωνίαν.
Ο A. Smith και αργότερον ο Ricardo, εθεώρουν την εργασίαν ως «την πηγήν και το μέτρον της αξίας» εννοείται, εργασία βοηθουμένη υπό της γης και των άλλων φυσικών δυνάμεων, άνευ της συνδρομής των οποίων ουδέν θα εδημιουργείτο.
«Η αξία ενός εμπορεύματος, λέγει ο Α. Smith, ισούται με την ποσότητα της εργασίας, ην το εμπόρευμα τούτο επιτρέπει εις τον κάτοχόν του να αγοράση ή παραγγείλη. Η εργασία είναι όθεν το πραγματικόν μέτρον της ανταλλακτικής αξίας παντός εμπορεύματος». (Πλούτος των Εθνών. Βιβλ I, κεφ. V. Μετάφρ G. Garnier 1882).
«Θεωρώ την εργασίαν, λέγει ο Ricardo, ως την πηγήν πάσης αξίας, και την σχετικήν της ποσότητα ως το μέτρον το κανονίζον σχεδόν απολύτως την σχετικήν αξίαν των εμπορεύματος». (Principes de l' Economie Politique et de l' impôt. Κεφ. I, τμ. II. — Μικρά οικονομ. βιβλιοθ.).
Πριν ή ακόμη δώση τον ακριβή ορισμόν της ο Ricardo απαντά εις εκείνους οι οποίοι θα του αντέτεινον ότι υπάρχουν αντικείμενα των οποίων η αξία εξαρτάται εκ της σπάνεως . . . Ως π. χ. πολύτιμοι πίνακες, αγάλματα, βιβλία και μετάλλια σπάνια, οίνοι εξαισίας ποιότητος, των οποίων η ποσότης είναι λίαν περιωρισμένη . . . Δεν αποτελούν εν τούτοις ή πολύ μικρόν μέρος των εμπορευμάτων τα οποία ανταλλάσσονται καθ' εκάστην εις την αγοράν. Κατά το πλείστον, ο μεγαλύτερος αριθμός των αντικειμένων τα οποία επιθυμεί τις να κατέχη είναι τα προϊόντα της βιομηχανίας, δυνάμεθα δε να τα πολλαπλασιάσωμεν όχι μόνον εις μίαν χώραν, αλλ' εις πλείστας, εις βαθμόν του οποίου είναι σχεδόν αδύνατον να καθορίσωμεν τα όρια, οσάκις θα ηθέλομεν να θυσιάσωμεν την αναγκαίαν βιομηχανίαν διά την δημιουργίαν των. (Ιδίου κεφ. I, τμήμα I.).
«Αφ' ού είναι βέβαιον λέγει ο Destutt de Tracy, ότι αι φυσικαί μας και ηθικαί δυνάμεις, είναι ο μόνος αρχικός μας πλούτος, και ότι η χρησιμοποίησις των δυνάμεών μας, οιαδήποτε εργασία, είναι ο μόνος αρχικός θησαυρός και ότι διά της χρησιμοποιήσεως τούτων γεννώνται πάντα τα οποία ονομάζομεν αγαθά . . . Είναι βέβαιον ότι πάντα τα αγαθά ταύτα δεν αντιπροσωπεύουν ει μη την εργασίαν, ήτις τα εγέννησε, και ότι εάν έχουν αξίαν τινα, ή ακόμη δύο κεχωρισμένας, δεν δύνανται να επιτύχουν τας αξίας των ει μη εκ της αξίας της εργασίας εξ ης προέρχονται». (Elements d' Ideologie. Παρισ. 1826 σ. 35 — 36).
«Όπως το εμπόριον γενικώς, λέγει ο Benjamin Fraklin, δεν είναι άλλο τι ή ανταλλαγή εργασίας, ούτω διά της εργασίας εκτιμάται ακριβέστερον η αξία παντός πράγματος». (The works of B. Frankin, edited by Sparks. Boston 1836. Τόμ. VI. σ. 267).
«Άνθρωπός τις ησχολήθη επί μίαν εβδομάδα διά να παραγάγη αντικείμενον τι αναγκαίον εις την ζωήν, και εκείνος ο οποίος του δίδει άλλο τι εις αντάλλαγμα, δεν δύναται καλλίτερα να εκτιμήση ότι είναι το ισοδύναμον εκείνου, ειμή υπολογίζων ότι του εστοίχισεν ακριβώς τον αυτόν χρόνον εργασίας. Πράγματι είναι ανταλλαγή της εργασίας ενός ανθρώπου επί αντικειμένου τινός, επί τι χρονικόν διάστημα, έναντι της εργασίας άλλου ανθρώπου επί άλλου αντικειμένου επί το αυτό χρονικόν διάστημα». (Anonym Some thoughts on the interest of money in general and particularly in the public funds, London 1739).
Ο J. B. Say δεν έχει γνώμην αλλά πλούτον γνωμών επί της αξίας:
Της καθώρισεν, ως ο Α. Smith, διά της αγοραστικής της δυνάμεως.
«Η αξία είναι η ποσότης κάθε αντικειμένου το οποίον δυνάμεθα να επιτύχωμεν εις αντάλλαγμα του αντικειμένου αφ' ου θέλομεν ν' απαλλαγώμεν». (Traite d' Econ. Pol. Ed. Rapilly 1826 τόμ. II. Βιβλ II, κεφ. IV. σ. 220).
«Αι δυο βάσεις της αξίας είναι: 1ον η χρησιμότης, ήτις καθορίζει την ζήτησίν της. 2ον Τα έξοδα της παραγωγής της, τα οποία περιορίζουν την ένστασιν της ζητήσεως ταύτης· διότι παύει τις να ζητεί ό,τι στοιχίζει πολλά έξοδα παραγωγής». (Ιδίου Τόμ. III. Epitome σ. 308).
«Δεν είναι μόνον τα έξοδα της παραγωγής, εκείνα άτινα κανονίζουν την ανταλλακτικήν αξίαν ενός εμπορεύματος . . . διότι η ανταλλακτική αξία δεν δύναται να ανέλθη όπως και τα έξοδα της παραγωγής, διότι τότε έδει η σχέσις της προσφοράς και της ζητήσεως να είναι η ιδία. Έδει και η ζήτησις να αυξηθή ωσαύτως», Oeuvres complets de D. Ricardo 1847. Σημειώσεις του Say 6, 8 και 9.
Ο Say λέγει ότι ο Smith διέπραξε διπλούν σφάλμα καθορίζων την εργασίαν ως το μέτρον της αξίας· διότι όλα τα αγαθά του κόσμου δεν ηγοράσθησαν υπό της εργασίας του ανθρώπου. Η φύσις έχει μέρος είς τινας παραγωγάς· και η εργασία του δίδει προσθετήν αξίαν εις την αξίαν του ανθρώπου. Τούτο είναι προφανές εν τη γεωργική βιομηχανία, της οποίας τα προϊόντα πληρώνομεν εκτός του ημερομισθίου της βιομηχανίας του ανθρώπου και των κερδών του κεφαλαίου (το οποίον δύναται τέλος να αντιπροσωπεύη συσσωρευμένην εργασίαν), μίαν έγγειον πρόσοδον».
(A. Smith Richesses des Nations Edit. Blanqui. Σημ. Τόμ. I. σ. 37). Ο Say τίθεται αντιμέτωπος της θεωρίας των φυσιοκρατών επί της αξίας και παραδέχεται την γην ως την πηγήν αξίας.
Δυνάμεθα να αρυσθώμεν εκ της Πολιτικής οικονομίας του Say μίαν άλλην γνώμην κατά την οποίαν η εργασία την οποίαν ονομάζει βιομηχανίαν του ανθρώπου, είναι η μόνη δημιουργός της αξίας.
Ο Say αντιλέγων εις τον Smith προσθέτει: «Η μερίς της χρησιμότητος την οποίαν η φύσις μετεβίβασεν εις την αξίαν άνευ της επεμβάσεως του ανθρώπου ή των εργαλείων του, δεν αποτελεί μέρος του προϊόντος. Είναι φυσικός πλούτος όστις δεν εστοίχισε έξοδα παραγωγής». (Ίδ. τόμ. III. Epitome σ. 111).
Ο Say διακρίνει τους φυσικούς αγωγούς «οικειοποιήσεως, ως αγρός, ρύαξ», και εκείνους οίτινες μη δυνάμενοι να αποκτηθούν παραμένουν κοιναί ιδιοκτησίαι, ως «η θάλασσα, οι ποταμοί, ο άνεμος, η φυσική ή χημική ενέργεια των υλών των μεν επί των δε κτλ» (Ίδ. τόμ. I κεφ. IV σ. 41 — 42).
«Η μηχανή υποχρεοί τας φυσικάς δυνάμεις, τας διαφόρους ιδιότητας των φυσικών αγωγών, να εργασθούν διά την χρησιμότητα του ανθρώπου: το κέρδος είναι προφανές. Πάντοτε υπάρχει αύξησις προϊόντος ή ελάττωσις εξόδων παραγωγής». (Ίδ. τόμ. I. βιβλ I. κεφ. VII. σ. 68 — 69).
«Δύναται τις, γενικεύων περισσότερον, να θεωρήση, εάν θέλη, την γην ως μεγάλην τινά μηχανήν διά μέσου της οποίας κατασκευάζομεν σίτον, μηχανήν την οποίαν θέτομεν εις κίνησιν, καλλιεργούντες αυτήν». (Ίδ. τόμ. I. βιβλ I. κεφ. VII σ. 65).
Εφ' όσον μία μηχανή, όπως η γη, παραμένει το μονοπώλιον ενός ατόμου, η παραχθείσα οικονομία αποβαίνει υπέρ του οικειοποιήσαντος ταύτην. «Πράγματι, όταν είς καταστηματάρχης, τη βοηθεία ιδικής του μεθόδου, κατορθώνει να κατασκευάζη προς 15 φράγκα το προϊόν το οποίον πρότερον του εστοίχιζεν 20, κερδίζει 5 φράγκα εφ' όσον η μέθοδός του παραμένει μυστική, αυτός δε μόνος επωφελείται της δωρεάν εργασίας της φύσεως. Όταν όμως η μέθοδος καταστή γνωστή και ο συναγωνισμός υποχρεώνει τον παραγωγόν να χαμηλώση την τιμήν του προϊόντος του από 20 εις 15 φράγκα, τότε οι κερδίζοντες τα 5 φράγκα είναι οι καταναλωταί». (Ίδ. τόμ. I. βιβλ I. κεφ. IV. σ. 36 — 37).
Κατά συνέπειαν, τα έξοδα της παραγωγής ενός εμπορεύματος, αντιπροσωπεύονται υπό της εργασίας του ανθρώπου, της φθοράς των μηχανών και των εργαλείων τα οποία προσθέτομεν εις τους βραχίονάς μας διά να αυξήσωμεν την δύναμίν των, διά να επιτύχωμεν την συνδρομήν των φυσικών παραγόντων». (Ίδε βιβλ. I, κεφ. VII. σ. 65).
Εάν λοιπόν η γη, η οποία είναι μηχανή κατασκευής σίτου, δεν ήτο οικειοποιημένη, δεν θα προσέθετεν εις το προϊόν την έγγειον πρόσοδον, αλλά την απλήν φθοράν της, δηλαδή την τιμήν των αναγκαίων λιπασμάτων και της εργασίας διά την αύξησιν της παραγωγικότητός της.
Οπωσδήποτε και εάν εξετασθή το ζήτημα, υποχρεούμεθα να επιστρέψωμεν εις την παρατήρησιν του A. Smith και του Ricardo ότι η εργασία είναι η «πηγή και το μέτρον πάσης αξίας».
II
Αν και ο Μαρξ πασιφανώς απέδειζεν ότι η υπερεργασία, η μη πληρωνομένη του διανοουμένου και χειρώνακτος παραγωγού, αποτελεί την υπεραξίαν ή τα κέρδη του κεφαλαίου, εν τούτοις οι οικονομολόγοι είχον ήδη αορίστως υποδείξει το γεγονός.
Ο Ricardo λέγει: «Ολόκληρος η αξία των ειδών του εργάτου και του εργοστασιάρχου χωρίζεται εις δύο μόνον μερίδας, εκ των οποίων η μεν αποτελεί τα κέρδη του κεφαλαίου, η δε αφιερούται εις το ημερομίσθιον των εργατών . . . Εάν εργοστασιάρχης τις έδιδε πάντοτε τα εμπορεύματά του αντί του ιδίου ποσού χρημάτων, διά 1000 αγγλικάς λίρας π. χ., τα κέρδη θα εξηρτώντο εκ της τιμής της αναγκαίας εργασίας διά την κατασκευήν των. Θα ήσαν μικρότερα με ημερομίσθια 800 λιρών ή με άλλα 600. Εφ' όσον λοιπόν τα ημερομίσθια θα ηύξανον, τα κέρδη θα ηλαττούντο». (Ricardo, Principe d' Ec. Politiq. Κ. VI. Μικρά Οικονομ. Berl. σ. 175 — 176).
Ο Smith λέγει: «Εις την πρωτόγονον ταύτην κατάστασιν, ήτις προηγείται της απαλλοτριώσεως των γαιών και της συσσωρεύσεως των κεφαλαίων, ολόκληρον το προϊόν της εργασίας ανήκει εις τον εργάτην. Δεν υπάρχει ούτε ιδιοκτήτης, ούτε κύριος με τον οποίον υποχρεούται να το μοιρασθή.
«Εάν η κατάστασις αύτη εξηκολούθει, το ημερομίσθιον ή η φυσική αμοιβή της εργασίας θα ηύξανεν, εφ' όσον αι παραγωγικαί του δυνάμεις θα απέκτων πάσας τας βελτιώσεις, ας επιτρέπει καταμερισμός των έργων». (Πλούτος των Εθνών μετάφρ. G. Garnier Β. I. Κεφ. VIII).
«Η αξία, την οποίαν οι εργάται προσθέτουν εις την ύλην χωρίζεται εις δύο μέρη, εξ ων το έν πληρώνει τα ημερομίσθια του εργάτου και το άλλο τα κέρδη τα οποία πραγματοποιεί ο εργολάβος επί του ποσού των χρημάτων τα οποία του εχρησίμευσαν διά να χορηγήση τα ημερομίσθια ταύτα και την προς κατεργασίαν ύλην». (Smith ίδ. β. I κεφ. VI).
«Ο κύριος λαμβάνει μέρος εις το προϊόν της εργασίας των εργατών ή εις την αξίαν εις την οποίαν η εργασία αύτη προσετέθη, εις ην προσηρμόσθη, και το μέρος τούτο είναι εκείνο το οποίον αποτελεί το κέρδος του». (Smith ίδ. κεφ. VIII).
Ο J. Β. Say καθορίζει τον εργάτην «ως εκείνον, όστις ενοικιάζει την βιομηχανικήν ικανότητά του, ή όστις πωλεί την εργασίαν του και όστις κατά συνέπειαν εγκαταλείπει τα βιομηχανικά του κέρδη δι' ημερομίσθιον τι». (Traite d' Ec. Pol. τόμ. III. Epitom. σ. 306).
«Οι οικονομολόγοι του XVIII αιώνος, λέγει ο Say, διετείνοντο ότι η εργασία δεν παράγει ουδεμίαν αξίαν χωρίς να καταναλώση ισοδύναμον τινα αξίαν και ότι κατά συνέπειαν, ουδένα αφίνει πλεόνασμα, ουδέν καθαρόν κέρδος και ότι μόνη η γη, χορηγούσα δωρεάν μίαν αξίαν, δύναται μόνη να δώση καθαρόν κέρδος . . . Όθεν τα γεγονότα αποδεικνύουν ότι αι παραχθείσαι αξίαι οφείλονται εις την δράσιν και την συνδρομήν της βιομηχανίας, των κεφαλαίων και των φυσικών αγωγών . . . και ότι ουδεμία άλλη των τριών τούτων πηγών παράγει αξίαν τινα, νέον πλούτον». (Ίδ. βιβλ I, κεφ. IV σ. 40 και 41).
Ας εξετάσωμεν κατά τον ίδιον Say το εκτελεστικόν μέρος εκάστης των τριών τούτων πηγών εν τη δημιουργία του καθαρού κέρδους ή της υπεραξίας.
1ον Φυσικοί παράγοντες: «Θα αντιτείνουν ίσως ότι οι μη οικειοποιημένοι φυσικοί παράγοντες, ως η πίεσις της ατμοσφαίρας εις τας ατμομηχανάς, δεν είναι παραγωγικαί αξιών. Της συνδρομής των ούσης δωρεάς, λέγουν, ουδεμία αύξησις γίνεται εν τη ανταλλακτική αξία των προϊόντων, του μόνου μέτρου πλούτου. Αλλά θα ίδουν ολίγον περαιτέρω ότι πάσα παραγομένη χρησιμότης ήτις δεν πληρώνεται εις τον καταναλωτήν, ισούται με δώρον γινόμενον προς αυτόν, με αύξησιν της προσόδου του». (Say ίδ. τ. I. β. I. Κεφ. IV. σ. 43).
2ον Κεφάλαια. Πάσα μηχανή εν η «εχρησιμοποίησαν μίαν κεφαλαιώδη αξίαν» δεν παράγει κέρδη διά τον ιδιοκτήτην της, ή εφ' όσον παραμένει μυστική· αλλά είνε αδύνατον το μυστικόν να διατηρηθή επί μακρόν. Το παν μανθάνεται, κυρίως δε ό,τι το προσωπικόν συμφέρει ευθύς ν' ανακαλυφθή . . . Έκτοτε, ο συναγωνισμός υποβιβάζει την αξίαν του προϊόντος όλης της οικονομίας της γενομένης επί των εξόδων της παραγωγής· τότε ακριβώς έρχεται το κέρδος του καταναλωτού», (Say ίδ. τ. Ι, β. I. κ. VII σ. 72). Ούτω η μηχανή αναπαραγάγη την κεφαλαιώδη αξίαν της» αλλά δεν δημιουργεί υπεραξίαν. Ώστε διά να παραγάγη τα ημερομίσθια και τα κέρδη του κεφαλαιούχου δεν απομένει παρά η βιομηχανία, η χαρακτηρισθείσα υπό του Say ως «αι φυσικαί και ηθικαί δυνάμεις του ανθρώπου αι προσαρμοσθείσαι εις την παραγωγήν».
III
Η αξία της δυνάμεως — εργασίας κατά τον Μαρξ καθορίζεται υπό της αξίας των αναγκαίων προϊόντων διά την ημερησίαν συντήρησίν της, την οικογενειακήν αναπαραγωγήν της και την τεχνικήν μόρφωσίν της: η αξία αύτη ποικίλλει αναλόγως των χωρών και των εποχών. Τούτο ακριβώς ονομάζει ιστορικόν και ηθικόν της αξίας στοιχείον· ο Μαρξ δεν δύναται λοιπόν να είναι υπεύθυνος, όπως γίνεται συνήθως, διά τον ορειχάλκινον νόμον των ημερομισθίων, τον οποίον ο Lassalle περισσότερον προπαγανδιστής και κυρίως περισσότερον νομικός ή οικονομολόγος, καθώρισε διά τας ανάγκας της προπαγάνδας του, και τον οποίον ο Ιούλιος Guesde έσχε το σφάλμα να εισαγάγη εν Γαλλία χωρίς να μελετήση την επιστημονικήν του αξίαν.
Ο Γενικός και άκαμπτος ορειχάλκινος νόμος δεν δύναται να συγκρίνη τας διακυμάνσεις των ημερομισθίων μιας βιομηχανίας, προς μίαν άλλην εν τη αυτή χώρα, ούτε διά τα ημερομίσθια μιας ιδίας βιομηχανίας της ιδίας χώρας και διαφόρων χωρών. Δεν δύναται να εξηγήση την σταθεράν ελλάττωσιν των ημερομισθίων εις την αυτήν βιομηχανίαν και την αυτήν χώραν, εφ' όσον οι εργάται πιεζόμενοι υπό του αμοιβαίου συναγωνισμού των συνειθίσουν εις το να ελαττώνουν τας ανάγκας των και να ικανοποιούνται με τας πλέον χονδροειδείς τροφάς.
Ο Smith λέγει ότι κατά την εποχήν του το ημερομίσθιον εν τη Μεγάλη Βρεττανία «ήτο προφανώς κατώτερον του επακριβώς αναγκαίου διά να δυνηθούν οι εργάται να αναπτύξουν την οικογένειάν των». Αφού αι γυναίκες και τα παιδία δεν προσελαμβάνοντο εις τα εργοστάσια, έπρεπε το ημερομίσθιον του ανδρός να αντιπροσωπεύη τα μέσα της υπάρξεώς των. Το ημερομίσθιον τούτο ήτο τόσον υψωμένον, ώστε και κατά την εποχήν ακόμη του Smith, ο νόμος καθώριζε το μάξιμουμ το οποίον δεν ηδύνατο να υπερπηδηθή. (Richesses des Nations β. I, κεφ. VIII).
Ο καθορισμός των ημερομισθίων υπήρξε γενικός εις όλας τας ευρωπαϊκάς χώρας. Οι εργάται εύρισκον πανταχού ότι ήσαν λίαν σημαντικά και ότι το κέρδος τριών ή τεσσάρων ημερών επέτρεπεν εις τον εργάτην να αναπαύεται πολλάς ημέρας καθ' εβδομάδα. Το γεγονός ότι εις ουδέν καπιταλιστικόν έθνος υπάρχη νόμος διά να καθορίζη το μάξιμουμ των ημερομισθίων, είναι η πλέον πειστική απόδειξις, ότι η εργατική τάξις, εν τη ολότητι, έμαθε να ελαττώνη τας ανάγκας της, τας διασκεδάσεις της υπάρξεώς της εις αναλογίας αι οποίαι ήσαν αδύνατοι κατά τον XVIII αιώνα.
Ο Lasalle με τον ορειχάλκινον νόμον του, επανέλαβεν εκ νέου μόνον τας γνώμας οικονομολόγων τινων, μεταξύ δε άλλων και του J. Β. Say. «Το ημερομίσθιον των απλών και χονδροειδών εργασιών λέγει ο Say δεν υπερβαίνει ποτέ δι' εκάστην χώραν το αυστηρώς αναγκαίον όριον προς το ζην. (Traite d' Ec. Pol. τ. II. β. II. κεφ. VIII. σ. 277). Το ημερομίσθιον τούτο υπελογίσθη με ορειχάλκινον ακρίβειαν διότι εν τη τάξει της οποίας η πρόσοδος (ανάγνωθι ημερομίσθιον) ευρίσκεται εις το αυτό επίπεδον με το αυστηρώς αναγκαίον, ελάττωσις προσόδου θα εσήμαινε καταδίκην εις θάνατον εάν όχι του εργάτου, τουλάχιστον μέρος της οικογενείας του. (Ίδ. σ. 283).
Είναι αληθές ότι ο Say αναφέρει τας συνηθείας, αίτινες έπηρεάζουσι την έκτασιν των αναγκών και αντιδρούν επί του τρόπου των ημερομισθίων. «Όσον περισσότερον η αξία της καταναλώσεως του εργάτου είναι μικρά, τόσον περισσότερον ο συνήθης τόκος του ημερομισθίου του δύναται να κατέλθη». Και σπεύδει να προσθέση «ότι δεν φοβείται μήπως αι καταναλώσεις της εργατικής τάξεως επεκταθούν περαιτέρω, χάρις εις το μειονέκτημα της θέσεώς των. Η ανθρωπότης, θα επεθύμει να τους έβλεπεν, αυτούς και την οικογένειάν των, ενδεδυμένους αναλόγως προς το κλίμα και την εποχήν θα ήθελεν εις την κατοικίαν των να ηδύναντο να εύρουν το διάστημα, τον αέρα και την θέρμανσιν, πάντα ταύτα αναγκαία εις την υγείαν των· η τροφή των να είναι υγειής και αρκετά άφθονος· και ακόμη να δύνανται να προβαίνουν εις αλλαγήν τινα και ποικιλίαν. Αλλ' είναι ολίγαι αι χώραι, ένθα αι ανάγκαι, αι τόσον μέτριαι, εκλαμβάνονται ως υπερβαίνουσαι τα όρια του αυστηρώς αναγκαίου και ένθα, κατά συνέπειαν, δύνανται να ικανοποιούνται με τα ημερομίσθια της τελευταίας τάξεως των εργατών». (Ίδ. σ. 287).
Ο Say είναι περισσότερον ακόμη απαισιόδοξος διά το ημερομίσθιον των γυναικών.
«Επί παραδείγματι, κλώστριαι εις χωρία τινά, ούτε το ήμισυ της δαπάνης των κερδίζουν, αν και η δαπάνη των είναι μετρία· πρέπει να τραφούν υπ' αυτού μητέρα, κόρη, αδελφή, θεία και πενθερά εργάτου, και όταν ακόμη δεν κερδίζει απολύτως τίποτε . . . Τούτο δύναται να εφαρμοσθή εις όλα τα γυναικεία έργα. Γενικώς ταύτα πληρώνονται πολύ ολίγον, διά τον λόγον ότι μέγας αριθμός εκ των γυναικών διατηρούνται άλλως πως ή εκ της εργασίας των και δύνανται να θέτουν εις κυκλοφορίαν το είδος της ασχολίας των κάτω της τιμής την οποίαν θα καθώριζεν η έκτασις των αναγκών των». (Ίδ. σ. 281).
Paul Lafargue
ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ "ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΔΑΚΗΣ„
ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ

ΓΕΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ — ΘΕΑΤΡΟΝ — ΚΑΛΑΙ ΤΕΧΝΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ — ΔΙΚΑΙΟΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΑΙ — ΦΥΣΙΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΑΙ — ΙΑΤΡΙΚΗ — ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΙΣ — ΙΣΤΟΡΙΑ — ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ — ΕΘΝΟΛΟΓΙΑ — ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ — ΤΑΞΙΔΙΑ — ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΚΑΙ ΝΑΥΤΙΚΗ ΤΕΧΝΗ — ΕΜΠΟΡΙΟΝ — ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ — ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ — ΟΙΚΙΑΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ — ΠΟΙΚΙΛΑ
Η «Γενική Βιβλιοθήκη» δημοσιεύει μηνιαίως 3 — 5 τόμους, θα περιλάβη δε όλους τους κλάδους των ανθρωπίνων γνώσεων, αποτελούσα ούτω πλήρη
ΕΛΛΗΝΙΚΗΝ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑΝ ΜΟΡΦΩΣΕΩΣ
συντασσομένην υπό των εξοχωτέρων Ελλήνων και ξένων συγγραφέων
ΚΑΤΑΛΟΓΟΙ ΔΩΡΕΑΝ

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1 ) Βλ. επί τούτου, περί αξίας, Maffeo Pantaleoni, Principii di Economia Pura. Firenze 1889.
2) Ο υπό του Warlas Elements d' Economie Politique Pure Lausanne 1889, σ. 177, διδόμενος ορισμός μάς φαίνεται ο καλύτερος από απόψεως ακριβείας.
3) Δεν αρκεί ο εργάτης να εκτελέση έργον τι, πρέπει ακόμη: 1) να διατηρήση το προϊόν του, αντί να το καταναλώση αμέσως, 2) να χρησιμοποιήση το προϊόν τούτο μετά περισκέψεως. Εάν το εμπιστευθή εις τον πρώτον τυχόντα εργοστοσιάρχην, ούτος δυνατόν να το σπαταλήση.
Ο Molinari, Notions fondamentales d' Economie polit., σ. 183, λέγει: «ο κεφαλαιούχος εκτελεί όθεν σημαντικάς λειτουργίας: η πρώτη συνίσταται εις τον σχηματισμόν του κεφαλαίου, η δευτέρα εις την διατήρησίν του». Βλέπομεν ότι ο συγγραφεύς ούτος, όπως πολλοί άλλοι οικονομολόγοι, δεν διαπράττουν την σύγχυσιν διά την οποίαν ο Μαρξ παραπονείται μεταξύ οργάνου εργασίας και του χαρακτήρος του, ως κεφαλαίου (οικειοποιουμένου).
Εδημοσιεύθη στατιστική των πτωχεύσεων, αίτινες έλαβον χώραν εν Αμερική κατά τα έτη 1890, 1891, 1892 με κατάταξιν αναλόγως των αιτίων των. Τω 1892 έλαβον χώραν 10 χιλ. πτωχεύσεις με 54,774,106 δολλ. ενεργητικόν και 108,549,248 δολλ. παθητικόν.
ΑΙΤΙΑΙ
ΑΡΙΘ.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΝ
ΠΑΘΗΤΙΚΟΝ
ΔΟΛΛΑΡΙΑ
ΔΟΛΛΑΡΙΑ
Ανεπιτηδειότης
1986
6,599,692
13,445,228
Έλλειψις πείρας
532
1,436,699
3,320,950
Ανεπάρκεια κεφαλαίου
3343
15,209,975
23,576,617
Αφροσύνη
148
819,942
1,707,050
Αμέλεια
311
812,761
1,750,000
Αι πτωχεύσεις, αίτινες έχουσι τας ανωτέρω αιτίας, παρουσιάζουσι σπατάλην απλού κεφαλαίου. Όταν το κεφάλαιον θα είναι κοινόν, τότε θα σπαταληθή περισσότερον, ή ολιγώτερον;
4) Τα πράγματα αληθώς φαίνεται να αποδεικνύουσιν ότι το αντίθετον συμβαίνει, δηλαδή πρέπει 1ον να έχωμεν τα μέσα παραγωγής διά να παραγάγωμεν και να καταναλώσωμεν περισσότερα. Είνε αληθές ότι το παν καταλήγει εις τον καταναλωτήν, αλλά το κεφάλαιον παράγομεν ουχί καταναλίσκοντες αλλ' απέχοντες από την κατανάλωσιν.
5) Victor Jacquemont, Lettres: «Αι Ινδίαι είναι η ουτοπία της κοινωνικής τάξεως καθώς παραδέχονται οι όπως πρέπει άνθρωποι. Εν Ευρώπη οι πτωχοί βαστάζουν τους πλουσίους επί των ώμων των, αλλά μεταφορικώς. Εν Ινδίαις τούτο συμβαίνει πραγματικώς. Αντί εργατών και εκμεταλλευτών κυβερνωμένων και κυβερνώντων, διακρίσεις λεπταί της ευρωπαϊκής πολιτικής, εν Ινδίαις η διάκρισις είναι σαφεστέρα, βασταζόντων και βασταζομένων. — Τοιαύτη κοινωνική κατάστασις αξίζει να μας δοθή ως παράδειγμα; Οι Άγγλοι εργάται δύναται να ζηλεύσουν τι των Ινδών;
6) Όσον δια τας κυβερνήσεις ο Μαρξ έχει εντελώς δίκαιον. Το ποσόν του πλούτου, τον οποίον καταστρέφουσιν ή και εμποδίζουσι να σχηματισθή είναι αφαντάστως μέγα. Εις το γεγονός τούτο μάλιστα ημείς αποδίδομεν την κυρίαν αιτίαν των αθλιοτήτων, τας οποίας άριστα περιέγραψεν ο Κ. Μαρξ και διά τας οποίας λυπούμεθα και ημείς όσον και αυτός.
Ήδη θα έπρεπε να καταδειχθή ότι κυβέρνησις κοινωνίας, εν η το κεφάλαιον είναι κοινόν θα ήτο ολιγώτερον δαπανηρά από την κυβέρνησιν της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας. Τούτο ουδαμώς είναι a priori φανερόν, μάλιστα το εναντίον φαίνεται πιθανόν.
Είναι βέβαιον ότι εάν οι κεφαλαιούχοι εξαφανισθούν ουδέν θα δύνανται πλέον να οικειοποιηθούν, θα καταστή αδύνατος πάσα πλέον κατάχρησις; Δεν είναι δυνατόν να παρεισφρύσουν καταχρήσεις και εις πολιτείαν, όπου η ατομική ιδιοκτησία δεν θα υπάρχει και όπου θα διανέμονται δελτία καταναλώσεως; Κατ' αυτάς αι εφημερίδες εδημοσίευσαν τας λεπτομερείας συμποσίων τινών των δημοτικών συμβούλων Παρισίων κατά περιοδείαν τινά ανά τα φρενοκομεία. Η κατ' άτομον δαπάνη κάθε γεύματος ανήλθεν εις φράγκα 35. Τι θα γίνωμεν φευ! εάν αι βιομηχανίαι επιθεωρώνται κατ' αυτόν τον τρόπον; Θα εξωδεύαμεν ολιγώτερα και θα είχομεν καλύτερα αποτελέσματα, παρά εάν αφίναμεν εις μόνους τους βιομηχάνους την φροντίδα της επιθεωρήσεώς των;
7)
ΕΤΗ
ΠΟΣΑ
ΜΕΣΟΣ ΟΡΟΣ
οφειλόμενα εις καταθέτας
την 31 Δεκεμβρίου (συμπε-
ριλαμβανομένων τόκων)
πιστώσεις λο-
γαριασμού εκά-
στου καταθέτου
1882
47.601.368 φρ.
224.97 φρ.
1885
154.155.572 »
222.59 »
1890
413.439.048 »
274.76 »
8) Πράγματι ο τόκος εν τη καταστάσει της ισορροπίας, αποβαίνει ο αυτός δι' όλας τας βιομηχανίας (λαμβανομένων υπ' όψει των αποσβέσεων ένεκα κινδύνων κλπ.). Η δι' εκάστην δε βιομηχανίαν ποσότης διά των μεταβολών της διατηρεί την ισορροπίαν αυτήν.
9) Stuart Mill Στοιχεία πολιτ. οικονομίας, Γαλ. μεταφράσεως, Παρίσιοι Guillaumin τόμ. 1 σ. 503.
10) Η χρησιμότης είναι ο αφηρημένος όρος, όστις δεικνύει το ευχάριστον αποτέλεσμα, ήτοι το ηδονιστικόν (εκ του Ελληνικού ηδονή, ευχαρίστησις, απόλαυσις) οφειλόμενον εις το σύνολον των συνθηκών, αίτινες καθιστούν πράγμα τι οικονομικόν αγαθόν Pantaleoni loc. cit., σελ. 87, όρα Walras, Menger, Jevons, Marshall, Edgeworth. κ.λ.π. Η λέξις αύτη χρησιμότης έχει κακώς εκλεχθή, διότι έχει ήδη εις την κοινήν γλώσσαν σημασίαν τελείως διάφορον της εν τη πολιτική οικονομία. Εν τη καθημερινή χρήσει ωφέλιμος, χρήσιμος, είναι το αντίθετον του βλαβερός, άχρηστος. Λέγομεν επί παραδείγματι ότι η Μορφίνη μακράν του να είναι ωφέλιμος εις τον μορφινομανή, είναι τουναντίον λίαν βλαβερά. «Η πολιτική οικονομία ουδεμίαν έχει σχέσιν με την εκτίμησιν, την οποίαν δύναται να κάμη των διαφόρων χρησιμοτήτων είς φιλόσοφος, είς ηθικολόγος».
11) Η έλλειψις χώρου δεν μας επιτρέπει ν' αναφέρωμεν ενταύθα ειμή λίαν περιληπτικώς τας σκέψεις ταύτας. Τας ανεπτύξαμεν όμως εν τω Giornale degli Economisti Roma Μάιος 1892 σ. 401 και επ.
12) Ο Κ. Μαρξ λέγει: «Ο σχηματισμός κεφαλαίου είναι δυνατός τότε μόνον, όταν η τιμή των εμπορευμάτων είναι ίση προς την αξίαν των. Ο σχηματισμός ούτος δεν εξηγείται διά μιας διαφοράς, μιας αποστάσεως των αξιών από των τιμών τούτων. Εάν αι τιμαί διαφέρουν των αξιών δέον να τας εξισώσωμεν, δηλαδή να θεωρήσωμεν την διαφοράν ταύτην ως κάτι καθαρώς τυχαίον . . . . γνωρίζομεν εξ άλλου ότι η εξίσωσις αύτη δεν είναι τρόπος ενεργείας καθαρός επιστημονικός.
Αι συνεχείς διακυμάνσεις των τιμών της αγοράς, η πτώσις και η ύψωσίς των αντισταθμίζονται και μηδενίζονται αμοιβαίως και ανάγονται μόναι των εις μέσην τιμήν κατά φυσικόν των κανόνα». Ο Κ. Μαρξ εξακολουθεί: «: . . . . . πώς είναι δυνατόν να παράγεται κεφάλαιον, όταν αι τιμαί κανονίζωνται επί τη βάσει της μέσης τιμής, οριστικώς δε επί τη βάσει της αξίας των εμπορευμάτων; Λέγω οριστικώς, διότι αι μέσαι τιμαί δεν συμπίπτουν απ' ευθείας με τας αξίας των εμπορευμάτων, όπως τα πιστεύουν ο Α. Smith, ο Rιcardi και άλλοι». Διατί να τίθενται ούτω αινίγματα και να μη καθορίζεται αμέσως τι είναι η αξία; Εις ολόκληρον τα βιβλίον του κεφαλαίου γίνεται λόγος περί της αξίας χωρίς να καθορίζεται η έννοια αυτής.
13) Διά να εκφρασθώμεν μετ' ακριβείας πρέπει να είπωμεν ότι η ανταλλακτική αξία, ήτις εξαρτάται εκ του τελικού βαθμού της χρησιμότητος, καθορίζει τας κατασκευαζομένας ποσότητας.
14) Ο αναγνώστης ο γνωρίζων τας θεωρίας της οικονομικής χρησιμότητος θα παρετήρησεν ήδη ότι τας εφηρμόσαμεν εις το παράδειγμα τούτο. Εις μάτην εζητήσαμεν άλλο μέσον διά να εξηγήσωμεν σαφώς το ζήτημα όπερ εξετάζομεν.
Δέον να νοηθή όχι δεν πρόκειται ενταύθα ειμή περί εμπορευμάτων δυναμένων ν' αναπαραχθούν, όπερ κυρίως λαμβάνει υπ' όψιν ο Μαρξ εν προκειμένω.
15) G. de Molinari «Notions fondamentales d' Economie politique» 1891 σ. 186.
Τα φαινόμενα της υπεραξίας ευρίσκονται εις αντίθεσιν με την θεωρίαν του Κ. Μαρξ, όστις καθορίζει την αξίαν μόνον εκ της εργασίας. Από μιας άλλης όμως απόψεως ευρίσκομεν εκεί οικειοποίησιν του τύπου της αξίας, την οποίαν ο Κ. Μαρξ καταδικάζει. Δεν είναι αποδεδειγμένον ότι η οικειοποίησις αύτη είναι χρήσιμος διά την επίτευξιν του μάξιμουμ του ηδονισμού του ατόμου και του είδους, είναι δε πρόβλημα δύσκολον η εξεύρεσις του μέσου όρου διά να αποφευχθή η οικειοποίησις αύτη. (Όρα Herbert Spencer Δικαιοσύνη κεφ. XI παράρτημα Β.).
16) Τα φαινόμενα ταύτα περιλαμβάνουν τα αποτελέσματα του γεγονότος ότι ο κόπος, τον οποίον προξενεί η παραγωγή πολλών εμπορευμάτων δεν είναι μόνιμος διά πάσαν μονάδα. Διά τινα εμπορεύματα, όταν η παραχθείσα ποσότης αυξάνει ο κόπος ούτος αυξάνει επίσης. Δι' άλλα εμπορεύματα ελαττούται.
17) Εξηγούμεθα περισσότερον χρησιμοπσιούντες τα αλγεβρικά σημεία. Όταν η ανταλλαγή παύη να λαμβάνη χώραν· έστω, διά τον υποδηματοποιόν: Α, ο κόπος, τον οποίον θα εδοκίμαζε διά την κατασκευήν ενός ζεύγους υποδημάτων· Β, ο πόνος, τον οποίον δοκιμάζει στερούμενος του ύδατος, το οποίον θα ελάμβανε εις αντάλλαγμα. Και διά τον κομιστήν του ύδατος: Γ, ο κόπος, τον οποίον θα εδοκίμαζε μεταφέρων την ποσότητα ταύτην του ύδατος· Δ, ο πόνος, τον οποίον δοκιμάζει στερούμενος των υποδημάτων, τα οποία θα ελάμβανεν εις αντάλλαγμα.
Το γεγονός ότι η ανταλλαγή γίνεται ακριβής εις το σημείον τούτο μας παρουσιάζει τας δύο ακολούθους εξισώσεις:
Α=Β, Γ=Δ.
Αι εξισώσεις δε αύται ουδόλως μας φέρουν εις την ισότητα του Α. και του Γ.
Αλλ' εάν υποθέσωμεν τον διά της απλής εργασίας μετρούμενον κόπον, και ότι: Ε είναι η απλή εργασία διά την κατασκευήν ενός ζεύγους υποδημάτων, ε δ' η απλή εργασία διά την μεταφοράν του ύδατος, το οποίον ανταλλάσσεται μετά του ζεύγους των υποδημάτων, θα έχωμεν:
Α=αΕ, Γ=βε
Εξ άλλου, εάν Β1 είναι ο κόπος, τον οποίον θα εδοκίμαζεν ο υποδηματοποιός μεταβαίνων απ' ευθείας εις αναζήτησιν ύδατος, Δ1 ο κόπος, τον οποίον θα εδοκίμαζον οι κομισταί του ύδατος κατασκευάζοντες τα ζεύγος των υποδημάτων θα έχομεν ακόμη:
Β1=αε, Δ1=βΕ
εξ ού το θεώρημα του Κ. Μαρξ, το οποίον λέγει:
ε=Ε
και εν τοιαύτη περιπτώσει διά των προηγουμένων εξισώσεων έχομεν το αποτέλεσμα:
Β=Β1 Δ=Δ1
αποτέλεσμα ανταποκρινόμενον με τας δευτέρας περιπτώσεις τας αναφερομένας εις το κείμενον.
18 (1) Διά να είμεθα εν τάξει με τας νέας θεωρίας πρέπει ενταύθα να είπωμεν: το κόστος της παραγωγής. Υπενθυμίζομεν διά μίαν φοράν ακόμη ότι το κόστος της παραγωγής ισούται με την ανταλλακτικήν αξίαν.
19) Αι λέξεις με κεφαλαία γράμματα είναι εκείναι, τας οποίας αλλάσσομεν εις το κείμενον του Κ. Μαρξ.
20) Ο Μαρξ είχε δίκαιον βλέπων μίαν αντίφασιν εις το γεγονός «να εξάγεται το ιδεώδες της δικαιοσύνης εκ νομικών σχέσεων πηγαζουσών εκ κοινωνίας βασιζομένης επί της εμπορικής παραγωγής» και να λαμβάνεται είτα το ιδεώδες τούτο ως στήριγμα διά την αναμόρφωσιν της κοινωνίας αυτής και του δικαίου της. Αλλά μήπως δεν ακολουθεί και αυτός κάπως τον δρόμον αυτόν ισχυριζόμενος ότι ολόκληρον το προϊόν της εργασίας δέον να ανήκη εις τον εργάτην;
21) Η λέξις αύτη προϋποθέτει ήδη την λύσιν του προβλήματος του Κ. Μαρξ, ενώ οι οικονομολόγοι διατίνονται ακριβώς ότι η υπεραξία δεν απεκτήθη δωρεάν.
22) Η ισότης αύτη αμφισβητείται. Ο Κ. Μαρξ, αναφέρων παράδειγμα χημικής ισομερείας, ηδύνατο να προΐδη το αντίθετον ότι δύο ποσά αριθμητικώς ίσα δύνανται να είναι οικονομικώς διάφορα. Εκείνο που ενταύθα τα διακρίνει είναι ο χρόνος.
23) Ή καλύτερον, εάν η υφισταμένη ποσότης ήτο μεγαλυτέρα ή ίση εκείνης, την οποίαν θα επεθυμούμεν.
24) Και άλλαι επίσης περιπτώσεις ως η πιθανότης της απολαύσεως μελλοντικού αγαθού κλπ., επί των οποίων δεν είναι ανάγκη να σταματήσωμεν τώρα.
25) Ο κ. Block δεν θα επρόσεξε επί της σημαντικής ταύτης περικοπής, διότι λέγει: «Η ωρισμένη Τιμή (tarif) είναι η ένδειξις διά κάθε επάγγελμα πόσαι ώραι ενός εργάτου ισούνται με μίαν ώραν της εργασίας του: π. χ. η ώρα του ράπτου δύο, η ώρα του κλειθροποιού τρεις . . . . . προκαλώ οιονδήποτε να ορίση τιμήν η οποία να ευχαριστή ένα επί τοις εκατόν. Ιδού διατί απέφυγεν ο Κ. Μαρξ τον καθορισμόν τούτον». (Βλ. Αι πρόοδοι της οικονομικής επιστήμης I σ. 507). Η κρίσις αύτη όμως δεν είναι ορθή, διότι ο Κ. Μαρξ δεν απέφυγε να το καθορίση, αφού υποδεικνύει τρόπον, όστις κατ' αυτόν έδει να χρησιμεύση ως καθορισμός της τιμής ταύτης.
26) Ιδού επί παραδείγματι τα warrants των χυτοσιδηρουργείων της Γλασκώβης εις σελήνια και πέννας κατά τόννον:
Έτη
1833
1834
1835
1836
1837
Υψηλοτέρα τιμή
81/1
92/0
83/6
81/0
82/6
Χαμηλοτέρα τιμή
49/0
64/0
54/0
68/0
48/6
Μέση τιμή
61/6
79/9
70/9
72/6
69/2
Έτη
1838
1839
1860
1861
1862
Υψηλοτέρα τιμή
60/0
58/6
61/6
52/6
57/6
Χαμηλοτέρα τιμή
52/0
47/0
49/6
47/0
48/6
Μέση τιμή
54/5
51/11
53/8
49/3
53/0
Έτη
1863
1864
1865
1866
1867
Υψηλοτέρα τιμή
67/3
66/0
65/0
82/0
55/6
Χαμηλοτέρα τιμή
50/6
49/6
65/3
51/0
51/6
Μέση τιμή
55/9
57/4
49/6
60/6
53/6
Έτη
1868
1869
1870
1871
1872
Υψηλοτέρα τιμή
54/6
58/6
60/0
72/9
137/6
Χαμηλοτέρα τιμή
51/9
50/6
50/5
51/0
73/0
Μέση τιμή
52/9
53/3
54/4
58/11
102/0
Έτη
1873
1874
1875
1876
1877
Υψηλοτέρα τιμή
145/7
108/9
75/0
66/6
57/9
Χαμηλοτέρα τιμή
101/0
72/6
57/6
56/0
51/6
Μέση τιμή
117/3
87/6
65/9
58/6
54/4
Έτη
1878
1879
1880
1881
1882
Υψηλοτέρα τιμή
52/4
68/6
73/3
53/6
53/1
Χαμηλοτέρα τιμή
42/3
40/0
44/6
45/0
46/8
Μέση τιμή
48/5
47/0
54/6
49/4
49/4
Αι τιμαί αύται δεν φαίνονται να σταματούν εις μόνιμον επίπεδον. Συνεχώς ποικίλλουν. Όθεν επί πραγματικών γεγονότων πρέπει να συζητώμεν και ουχί επί γεγονότων της φαντασίας μας.
27) J. Stuart Mill Λογική γαλλ. μετάφρ. τόμ. II, σ. 385.
28) Είναι η αρχή της ελαττώσεως του τελικού βαθμού της χρησιμότητος. Εν γενικαίς γραμμαίς την θεωρούμεν ορθήν, εκτός μερικών εξαιρέσεων. (Giornale degli Economisti, Roma Ιανουάριος 1893. Όρα Edgeworth, Mathematical psychics σ 34-35).
29) Είναι αληθές ότι εις την ελάττωσιν ταύτην των κινδύνων αντιστοιχεί ελάττωσις του τόκου, του κράτους δανειζομένου με μικρότερον τόκον του επιτυγχανομένου εις τας βιομηχανίας, αι οποίαι διατρέχουν κινδύνους. Αλλά τούτο είναι μία σχετική ελάττωσις ενός ολικού τεχνητώς υψωθέντος.
Ας υποθέσωμεν πράγματι ότι το ελεύθερον εμπόριον ορίζει εν δεδομένη στιγμή επιτόκιον Χ διά τον τόκον, και το επιτόκιον τούτο αντιστοιχεί προς το 5% το πληρωνόμενον υπό του κράτους, η διαφορά δε διά τους κινδύνους του κεφαλαίου είναι η πληρωτέα αμοιβή. Έστω 10 εκατομ. το χρησιμοποιούμενον κεφάλαιον με επιτόκιον Χ· δυνάμεθα να υπολογίσωμεν ως εάν τούτο εχρησιμοποιείτο προς 5% άνευ κινδύνου.
Αι βιομηχανίαι της χώρας θα ηδύναντο να χρησιμοποιήσουν ακόμη έν εκατομμύριον, αλλά μόνον εις επιτόκιον, αντιστοιχούν προς 4% των προσόδων του κράτους, επί του ολικού κεφαλαίου.
Εν τοιαύτη περιπτώσει ελαττούντες, διά της αφαιρέσεως όλων των πληρωτέων αμοιβών διά τους κινδύνους, πάντα τα επιτόκια από τα πληρωθέντα τοιαύτα υπό του κράτους, θα δυνηθώμεν να είπωμεν ότι, οι κεφαλαιούχοι δύνανται να χρησιμοποιήσουν 10 εκ. προς 5%, ή 11 εκατομ. προς 4%.
Αλλά το κράτος επεμβαίνει όταν ο τόκος ακόμη 5%. Ζητεί από την αγοράν έν επί πλέον εκατομμύριον, πράγμα, που αυξάνει το επιτόκιον και το υψώνει ας υποθέσωμεν 5,1%. Το εκατομμύριον τούτο χορηγείται εις τας βιομηχανίας, αι οποίαι δεν δύνανται να πληρώσουν ειμή 4%, και οι συμβάλλοντες επιβαρύνονται με την διαφοράν.
Κατά τον τρόπον τούτον οι κεφαλαιούχοι χρησιμοποιούν 11 εκατομ. προς 5,1% αντί των 4%.
Εξαιρέσει των αριθμών, οι οποίοι εδόθησαν ενταύθα ως παράδειγμα, η υποθετική αύτη περίπτωσις επραγματοποιήθη εις τα συναφθέντα υπό των κυβερνήσεων δάνεια διά την κατασκευήν των σιδηροδρόμων.
Ίνα εξετασθή κατά βάθος η άποψις αύτη και διά να μη παρασυρθώμεν εις ατελεύτητα συμπεράσματα, θα έπρεπε να χρησιμοποιήσωμεν την αριθμητικήν.
30) Η απάντησις αύτη εδόθη εις μερικάς μας αντιρρήσεις τας οποίας εξεφράσαμεν επί του έργου του μέλλοντος σοσιαλιστικού κράτους, υπό επισήμου Σοσιαλιστικής Επιθεωρήσεως La critica sociale του Μιλάνου.
31) Ιδού μικρός πίναξ αποδεικνύων, ως λέγει ο Schoenhofs, ότι η πρόοδος της μηχανικής παραγωγής έσχεν ως αποτέλεσμα την ελάττωσιν της τιμής του γαιάνθρακος και την ΑΥΞΗΣΙΝ των ημερομισθίων.
ΗΜΕΡΟΜΙΣΘΙΑ
Ετήσια
ΗΜΕΡΟΜΙΣΘΙΑ
κατά τόννον
ΤΙΜΗ ΓΑΙΑΝΘΡΑΚΟΣ
κατά τόννον
1880
1890
1880
1890
1880
1890
δολλάρια
σεντς
δολλάρια
Tennesee
332
392
68
82
1,27
1,21
Kentucky
261
334
73
70
1,20
0,99
West Virginia
295
391
72
60
1,10
0,82
Ohio
320
352
86
69
1,29
0,91
Illinois
382
357
99
69
1,44
0,97
Επ' αυτού δέον να προστρέξωμεν εις το έργον του κ. Paul Leroy — Beauler (Δοκίμιον διανομής του πλούτου και Ο κολλεκτιβισμός του αυτού συγγραφέως).
32) Ο Κ. Μαρξ εκτείνεται επί της νοθείας των εμπορευμάτων. Δεν δυνάμεθα να εννοήσωμεν, πώς η νοθεία αυτή δεν θα λαμβάνη χώραν, αν δεν υπάρχη οικειοποιημένον κεφάλαιον. Μήπως διότι το κράτος θα ασχοληθή διά την παραγωγήν των εμπορευμάτων; Εις την Γαλλίαν τα πυρεία του μονοπωλίου ουδέποτε ανάβουν και τούτο ουδέποτε είναι ευνοϊκόν διά τας βιομηχανίας τας οποίας θα αναλάβη το κράτος.
33) Τhe Populair Science Monthly. Ιανουάριος 1887. Ο Κ. Μαρξ ηπατήθη υποθέτων ότι η πτωχεία θα ηύξανεν εις την Αγγλίαν. Όρ. Giffen Essays in Finance Σ. Π. The progress of the working classes in the last half century. Further notes on the working classes.
Ιδού αριθμοί τινές: ημερομίσθια απλής εργασίας (unskilled labour) την εποχήν κατά την οποίαν έγραφεν ο κ. Giffen (1886) και πεντήκοντα έτη πρότερον (1836) σελ. 425.
1836
1886
σελ.
δην.
σελ.
δην.
Εργάτης Λονδίνου
15
25
Βοηθός κτίστης Manchestey
12
21
9
Κτίστης Manchestey (μάξιμουμ)
15
22
Βοηθός κτίστης Glasgow
9
18
Εργάτης Londo viderry
8
16
Αποτελέσματα του Income taxe σελ. 398.
Πρόσοδοι
Από
150 λίρες
μέχρι
200
29366
130101
200
300
28370
88455
300
400
13429
39896
400
500
6781
16501
500
600
4780
11317
600
700
2672
6894
700
800
1874
4054
800
900
1442
3555
900
1000
894
1396
1000
2000
4228
10352
2000
3000
1235
3131
3000
4000
526
1430
4000
5000
339
758
5000
10000
493
1439
10000
50000
200
785
50000
και άνω
8
68
Σύνολον
106637
320162
Ιδού δια την Ιταλίαν τα καλά αποτελέσματα του κ. Bodio, διευθυντού του τμήματος της στατιστικής.
Η σημαντική βελτίωσις των συνθηκών της εργατικής τάξεως εσταμάτησε τω 1887 ένεκα των τρελών δαπανών των εξοπλισμών, του (νομίμου) κιβδήλου νομίσματος εκδοθέντος υπό των τραπεζών τη συνενοχή της κυβερνήσεως και εν γένει της υπό των πολιτευομένων προξενηθείσης καταστροφής σημαντικής μερίδος του πλούτου της χώρας.
Το σύστημα των «αστών οικονομολόγων» Cobden, John Bright κλπ. είναι ωφέλιμον, διότι τούτο ακολουθήσα η Αγγλία απέφυγε τα κακά ταύτα.
Εδημοσιεύσαμεν εις την Εφημερίδα των Οικονομολόγων (Παρίσιοι, Δεκέμβριος), ότι το ποσόν, το οποίον οι πολίται δέον να πληρώσουν χάρις εις την προστασίαν της σιδηρουργικής βιομηχανίας εν Ιταλία είναι μεγαλύτερον του ποσού των ημερομισθίων, τα οποία λαμβάνουσιν οι εργάται της προστατευομένης βιομηχανίας.
Ιδού περίληψις αριθμών τινών.
Έτη
1886
1890
Μέσος όρος των δικαιωμάτων
επί 100 χιλιογράμ. Περα-
τωθέντων εμπορευμάτων
4 φρ. 476
7 φρ. 444
Το αυτό επί του χυτοσιδήρου
0 φρ.
1 φρ.
Σύνολον δικαιωμάτων εισπρα-
χθέντων παρά του τελω-
νείου χιλιάδες φράγκα
8718
8056
Ποσότης σιδήρου και χαλκού
καταναλωθέντος εν Ιτα-
λία χιλιάδες τόννοι
334
105
Τω 1890, η χώρα επλήρωσε χάρις εις την προστασίαν ποσόν περίπου 30,156,0011 φράγκων. Αφαιρούντες εκ του ποσού τούτου τα 8,056,000 φράγκα εισπραχθέντα υπό των τελωνείων, υπολείπεται, ποσόν 22,100,000 φράγκων.
Κατά το Δελτίον της στατιστικής, ο αριθμός των χρησιμοποιουμένων εις την βιομηχανίαν ταύτην εργατών ανέρχεται εις 14,518. Εάν διένεμον μεταξύ των το ποσόν των 30,156,000 φράγκων έκαστος θα είχεν ετησίως 2,077 φράγκων και εάν διένεμον το ποσόν 22,100,000 φρ. έκαστος εργάτης θα είχε 1522 φρ. Όθεν το Δελτίον της στατιστικής μας γνωρίζει ότι το μέσον ημερομίσθιον των εργατών ενός σιδηρουργείου της Άνω Ιταλίας δεν είναι παρά 918 φρ.
Η σιδηρουργική βιομηχανία πολύ απέχει από του να έχη προοδεύση. Εάν εις τα ποσά, τα οποία κερδίζει διά του προστατευτικού συστήματος, προσετίθεντο τα υπό των πολιτευομένων εισπραχθέντα ποσά διά την χορήγησιν της προστασίας, ίσως να μη επετυγχάνετο ούτε το δέκατον του ποσού του πλούτου του αμέσως καταστρεφομένου υπό του προστατευτικού τούτου συστήματος.
34) Η αύξησις της κινητοποιήσεως της εργασίας, είναι η πρόοδος, την οποίαν πρέπει να πραγματοποιήσωμεν διά να λύσωμεν τα εργατικόν ζήτημα. Η πρόοδος αύτη υπόκειται εις δύο όρους: ο πρώτος, είναι ο πολλαπλασιασμός και η ελάττωσις της τιμής των μέσων της μεταφοράς ή της κινητοποιήσεως της εργασίας και η απλοποίησις των φυσικών και τεχνικών εμποδίων, άτινα δυσχεραίνουν την κινητοποίησιν ταύτην· ο δεύτερος είναι η ανάπτυξις των διαμέσων της εμπορίας της εργασίας, ομοίων προς τα διάμεσα της εμπορίας των κινητών κεφαλαίων και των προϊόντων. (Notions find, d' Econ. polit. σ. 406. Βλ. Les bourses de travail υπό του αυτού συγγραφέως).
35) Τα γεγονότα είναι πολύ γνωστά και ευρίσκονται εις όλους τους συγγραφείς τους περιγράψαντας τα ήθη των αγρίων. Όρα μεταξύ άλλων τον Letourneau η Κοινωνιολογία. Παρίσιοι 1880 σ. 133: «Ο Sturt διηγείται ότι Αυστραλιανός τις του εσωτερικού εχρησιμοποίησε δι' εαυτόν το ασθενές του τέκνον θραύσας την κεφαλήν του και καταβροχθίσας αυτό αφού το έψησεν . . . Εις φυλάς τινας της μεσημβρινής Αφρικής οι ιθαγενείς διαθέτουν προς σύλληψιν των λεόντων, οι οποίοι τους ανησυχούν μεγάλας παγίδας πετρίνας, όπου σωρεύουν τα τέκνα των». σελ. 160: «Εις την Αυστραλίαν η γυνή είναι ζώον οικιακόν χρησιμεύον διά την γεννητικήν ηδονήν, διά την αναπαραγωγήν και εις περίπτωσιν πείνας και προς διατροφήν». Σελ· 163: «Παντού εν Αφρική ο άνθρωπος είναι κυνηγός ή πολεμιστής. Κατά τας πολυαρίθμους ώρας της αναπαύσεώς του κοιμάται υπό την σκιάν των δένδρων, καπνίζει ή συζητεί, καθ' ην στιγμήν η σύζυγός του σκάπτει ή εκτελεί τα δυσκολώτερα έργα».
36) Επί τη 50ετηρίδι της Εταιρίας της Πολιτικής Οικονομίας εις λόγον του ο Leon Say έλεγεν: «Η ελευθερία της εργασίας είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της Γαλλικής επαναστάσεως. Εάν αύτη εξαφανισθή ολόκληρον το κίνημα της επαναστάσεως καταρρέει. Αι αρχαί του 1789 δύνανται, μη το λησμονώμεν ποτέ, να χαθούν εις την πάλην, η οποία γίνεται μεταξύ των προσβαλόντων την ελευθερίαν της εργασίας και ενός παλαιού καθεστώτος. Νέον δε σύστημα δύναται ν' αναφανή από την πάλην την οποίαν έχομεν να υποστηρίξωμεν.
37) Η περικοπή αύτη του Α. Σμιθ, ευρισκομένη εν τω έργω του «Ο πλούτος των εθνών», αναφέρεται υπό του Ricardo εν τω κεφαλαίω του «της κανονικής ή φυσικής αξίας».
38) Ο Smith και ο Ricardo, οίτινες αμφότεροι θεωρούν την εργασίαν ως την «πηγήν και το μέτρον της αξίας», αναγνωρίζουν επίσης ότι αι εργασίαι παρά την διαφοράν των, «τον κόπον της εντατικότητος και της δραστηριότητος συνεκρίνοντο μεταξύ των μετ' αρκετής ακριβείας διά να ικανοποιηθούν όλαι αι πρακτικαί ανάγκαι». Αλλ' ούτε ο είς ούτε ο άλλος δεν εθεώρησαν όλας τας εργασίας ως πολλαπλάσια της απλής εργασίας, είναι δε αύτη ο μόνος υπολογισμός δι' ου δύναταί τις να κατανοήση τα φαινόμενα της ανταλλαγής.
39) Ο Trosne έλεγε: «πάσα παραγωγή του αυτού είδους αποτελεί ποσόν, ου η τιμή καθορίζεται γενικώς και ανεξαρτήτως ιδιαιτέρων περιστάσεων» (De l' interet Social. E. Daix 1893.) Ο J. B. Say προσέτρεξε εις μίαν ανάλογον αφαίρεσιν, ήτις αφαιρεί τας διαφόρους ποιότητας των εργασιών, αίτινες συνετέλεσαν εις την παραγωγήν των εμπορευμάτων και λέγει· «Η εκτίμησις της παραγομένης αξίας γίνεται διά της αναγωγής όλων των αξιών εις μίαν, ενός ωρισμένου είδους π. χ. όλαι αι παραγόμεναι εν Γαλλία αξίαι κατά το διάστημα ενός έτους είναι ίσον προς την αξίαν 500 εκατομ. εκτολίτρων σίτου (Traite d' Econ. Politiq. Ed. Rabilly 1826. II. III. ο. 289.) Η αναγωγή αύτη όλων των αξιών εις την αξίαν ενός εμπορεύματος, του σίτου π. χ., αναγωγήν, την οποίαν και ο Α. Smith εδέχθη, ισοδυναμεί τέλος προς την αναγωγήν όλων των εργασιών, αίτινες συντελούν εις την δημιουργίαν των εμπορευμάτων, εις την απλήν εργασίαν του γεωργού.
40) Της εκφράσεως αξία γίνεται χρήσις ενταύθα, όπως πολλάκις η ποσότης αξίας.
41) Ιλιάς VII 472-475.
42) Προς απλοποίησιν των πραγμάτων υποτίθεται ότι ο χρυσός είναι τα εμπόρευμα το οποίον εκπληροί τας υπηρεσίας του νομίσματος.
43) Ό,τι χαρακτηρίζει την κεφαλαιοκρατικήν εποχήν είναι ότι η εργατική δύναμις αποκτά διά τον ίδιον εργάτην την μορφήν του εμπορεύματος, το οποίον του ανήκει και κατά συνέπειαν η εργασία του την μορφήν της ημερομισθίου εργασίας. Αφ' ετέρου μόνον από της στιγμής ταύτης η των προϊόντων μορφή εμπορευμάτων καθίσταται κυριαρχούσα κοινωνική μορφή.
44) Εις την αρχαίαν Ρώμην ο villicus, ο επί κεφαλής των γεωργικών δούλων οικονόμος, ελάμβανε μικροτέραν μερίδα, διότι η εργασία του ήτο ολιγώτερον κοπιώδης Όρα Th. Mommsen 1856. Ρωμ. ιστορ. σ. 810.
45) Οι αριθμοί ούτοι είνε τελείως υποθετικοί.
46) Κυρίως επί της απόψεως ταύτης ο βιομήχανος εργάτης προσέθεσεν εις την πρώτην όλην την αξίαν της διατροφής του και όχι νέαν αξίαν, επί της οποίας οι φυσιοκράται βασίζουν το δόγμα των της μη παραγωγής πάσης μη γεωργικής εργασίας, δόγμα αλάνθαστον διά τους οικονομολόγους τους αντικρούοντας την θεωρίαν της υπεραξίας του Μαρξ. Και ο τρόπος ούτος του καταλογισμού εις έν αντικείμενον της αξίας πολλών άλλων (π. χ. και το λινόν, τα υπό του υφαντουργού καταναλώσιμα), της εφαρμογής ούτως ειπείν στρώματος επί στρώμα, πλείστων αξιών επί μιας μόνης, κάμνει ώστε και αύτη να αυξάνη επίσης . . . . ο όρος πρόσθεσις παριστά καλώς τον τρόπον διά του οποίου σχηματίζεται η τιμή των έργων της χειρός· η τιμή αύτη δεν είναι ή το υλικόν πλείστων αξιών καταναλωθεισών και προστεθεισών ομού· εξ ου το προσθέτειν δεν σημαίνει πολλαπλασιάζειν». (Mercier de la Riviere).
47) Η θεωρία των υπηρεσιών διά να εξηγήση τα κέρδη των κεφαλαιούχων, η υπερασπιζομένη υπό του J. R. Say, δεν στηρίζεται ούτε επί του πεδίου εις ό θέλει να σταθή. Πράγματι, εάν το απολαμβανόμενον κέρδος έδει να ήτο ανάλογον προς την προσφερομένην υπηρεσίαν, ο γεωργός σπείρων τον σίτον και οι εργάται οι μετατρέποντες αυτόν εις άλευρον και άρτον, θα έπρεπε να είναι οι καλλίτερον αποζημιούμενοι, ενώ είναι εκείνοι οι οποίοι λαμβάνουν το πλέον γλίσχρον ημερομίσθιον. — Εξ άλλου πάσαι αι υπηρεσίαι προσφέρονται υπό των εργατών, οι οποίοι, λέγει ο Α. Smith, «τρέφουν, ενδύουν και εξευρίσκουν τας κατοικίας ολοκλήρου του έθνους». Πλούτος των εθνών. Β. Ι. Κεφ VIII.
48) Η διαίρεσις μεταξύ της ειδικής εργασίας και της απλής τοιαύτης (Skilled and unskilled labour), βασίζεται συνήθως επί καθαρών φαντασιοπληξιών, ή τουλάχιστον επί διαφορών αίτινες από καιρού δεν κέκτηνται ουδεμίαν πραγματικότητα και δεν υφίσταται εισέτι ει μη εκ παραδόσεων.
Τούτο είναι συνήθως τρόπος του ομιλείν προτιθέμενος να χρωματίση το ξηρόν τούτο γεγονός, ότι ομάδες τινές της εργατικής τάξεως, π. χ. οι γεωργοί, ευρίσκονται εις χειροτέραν από άλλους θέσιν διά να αποσπάσουν την αξίαν της εργατικής δυνάμεως. Τυχαίαι περιπτώσεις παίζουν τόσον μέγαν ρόλον, ώστε δυνάμεθα να ίδωμεν εργασίας του αυτού είδους να αλλάσσουν θέσιν με την σειράν. Εκεί ένθα η φυσική συγκρότησις των εργατών είναι εξησθενημένη ή σχετικώς εξηντλημένη εκ του βιομηχανικού καθεστώτος, αι πραγματικώς κτηνώδεις εργασίαι, αίτινες απαιτούσι μεγάλην μυικήν δύναμιν, ανέρχονται την κλίμακα, ενώ εργασίαι πλέον λεπταί κατέρχονται εις το επίπεδον της απλής εργασίας. Η εργασία ενός κτίστου (bricklayer) κατέχει εν Αγγλία θέσιν υψηλοτέραν της θέσεως ενός δαμαστού, αφ' ετέρου, η εργασία ενός κόπτου ενδυμάτων (fustian cutter) θεωρείται ως απλή εργασία, αν και απαιτεί πολλάς σημαντικάς προσπαθείας, είναι δε και λίαν επιβλαβής εις την υγείαν. Άλλως τε δεν πρέπει να φαντάζεται τις ότι η θεωρουμένη ανωτέρα εργασία «skilled» κατέχει ευρείαν θέσιν εν τη εθνική εργασία. Κατά τον υπολογισμόν του Laing, υπήρχον το 1843 εν Αγγλία, συμπεριλαμβανομένης και της επαρχίας Ουαλλίας, 11 εκατομμύρια κατοίκων των οποίων η ύπαρξις εβασίζετο επί της απλής εργασίας. Αφαιρουμένων 1,000,000 αριστοκρατών και 1,000,000 πτωχών, ληστών, κακούργων, εταιρών κτλ. επί 17,000,000 αποτελούντων τον πληθυσμόν της χώρας κατά την εποχήν εκείνην, απομένουν 4,000,000 δια την μεσαίαν τάξιν, συμπεριλαμβανομένων των μικροαστών, υπαλλήλων, συγγραφέων, καλλιτεχνών, διδασκάλων κτλ. Διά να επιτύχη τα 4,000,000 ταύτα υπολογίζει εις την εργαζομένην μερίδα της μεσαίας τάξεως, εκτός των τραπεζιτών γαιοκτημόνων κτλ. και των εργατών εργοστασίων των καλλίτερον αποζημιουμένων! Αυτοί οι κτίσται, κατατάσσονται εις την δευτέραν δύναμιν! Του μένουν όθεν τα άνω 11,000,000 τα οποία ζουν διά της απλής εργασίας. Laing: (National distress etc. London 1844).
Η μεγάλη τάξις, ήτις διά την τροφήν της δεν δύναται να δώση η κοινή εργασία, αποτελεί την μεγάλην μάζαν του λαού (James Mill art. Colony. Supplement of the Encyclop. Brit. 1831.)
49) Ο «Χρόνος» της 20 Φ/βρίου 1862 γράφει: Εργοστασιάρχης τις απασχολών εν τω εργοστασίω του 800 εργάτας και καταναλίσκων εβδομαδιαίως 150 μπάλλες ινδικού βάμβακος κατά μέσον όρον, ή 130 μπάλλες αμερικανικού τοιούτου, κουράζει το κοινόν διά των ιερεμιάδων του επί των ετησίων εξόδων τα οποία του στοιχίζει η αδιάλλακτος στάσις των εργατών του εν τω εργοστασίω του. Τα έξοδα ταύτα τα αναβιβάζει εις 6000. Μεταξύ των εξόδων τούτων ευρίσκεται αριθμός ειδών περί ων δεν έχομεν να ασχοληθώμεν, ως π. χ. έγγειος πρόσοδος, φόροι, ασφάλιστρα, ημερομίσθια εργατών προσλαμβανομένων δι' έν έτος, επιστάτης, λογιστής, μηχανικός κ. ο. κ. Υπολογίζει κατόπιν 150 διά θέρμανσιν του εργοστασίου ενίοτε, και της κινήσεως της ατμομηχανής, και επί πλέον το ημερομίσθιον των εργατών ων εις ωρισμένας περιπτώσεις έχει ανάγκην.
Τέλος 1200 διά τας μηχανάς, γνωστού όντος, ότι η «θερμοκρασία και αι φυσικαί αρχαί της καταστροφής δεν διακόπτουν την δράσιν των, διότι δεν λειτουργούν αι μηχαναί». Παρατηρεί εμφαντικώς ότι εάν ο υπολογισμός του δεν υπερβαίνει κατά πολύ τα ποσόν των 1200 τούτο οφείλεται εις το ότι άπαν το υλικόν του είναι σχεδόν εκτός χρήσεως.6p
 
ΤΕΛΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου