tag:blogger.com,1999:blog-66168967980729710142024-03-12T16:43:12.625-07:00ΣΠΑΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑΣπάνια Ελληνικά Βιβλία που δημοσιεύει από το Αρχείο του ο Παναγιώτης ΒήχοςAnonymoushttp://www.blogger.com/profile/08051056850681230077noreply@blogger.comBlogger72125tag:blogger.com,1999:blog-6616896798072971014.post-90228061094929629692013-04-10T10:10:00.003-07:002013-04-10T10:10:06.236-07:00Βίος καὶ Πολιτεία τοῦ Ὁσίου Ἱλαρίωνος τοῦ Ἀθωνίτου<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<dl>
<dt><b><span style="color: #993300; font-size: 26pt;">Βίος καὶ Πολιτεία τοῦ Ὁσίου
Ἱλαρίωνος τοῦ Ἀθωνίτου</span></b>
</dt>
<dt><b><span style="color: magenta; font-size: 20pt;">Ἐκ τῆς ἐκδόσεως: Ὁ πύργος
τῆς ἀρετῆς, Ἱερὰ Καλύβη Ἁγίου Ἰωάννου Θεολόγου, Νέα Σκήτη Ἁγίου Ὄρους,
2005</span></b>
</dt>
<dt><b><span style="color: lime; font-family: Verdana; font-size: 16pt;">ΟΛΟΚΛΗΡΟ
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ </span></b><a href="http://fih.gr/view.php?filename=5014_1.jpg" target="_blank"><img align="right" alt="FREE photo hosting by Fih.gr" height="381" src="http://fih.gr/images/5014_1.jpg" width="269" /></a>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Ὁ Ἀθωνίτης Ὅσιος Ἱλαρίων ὁ
Γεωργιανός, γεννήθηκε τὸ 1776 ἀπὸ τὸν Χαχούλια καὶ τὴν Μαρία Κοντσαβέλι. Οἱ
γονεῖς του ἦταν ἰδιαίτερα εὐλαβεῖς λόγω τῆς παλαιᾶς καὶ ἀριστοκρατικῆς καταγωγῆς
τους, μὲ ἰδιαίτερη εὐλάβεια στὸν Μεγαλομάρτυρα Ἅγιο Γεώργιο. Ἡ ἐθνικότητά τους
ἦταν Ἰμερετιανοί, καὶ ζοῦσαν στὸ χωριὸ Λοσιάτ-Κχέβι, στὴν ἐπαρχία τῆς Κουταΐσης.
Στὸ νεογέννητο παιδί τους κατὰ τὸ Ἅγιο Βάπτισμα ἔδωσαν τὸ ὄνομα Ἰεσσαί. Ὅταν ὁ
Ἰεσσαί, ἔφθασε στὴν ἡλικία τῶν ἕξι χρονῶν, ὁ ἀδελφὸς τῆς μητέρας του Μαρίας,
Ἱεροδιάκονος Στέφανος, ἔφθασε στὸ χωριό τους. Ὁ π. Στέφανος, εἶχε τὴν φήμη τοῦ
μεγάλου ἀσκητῆ, ὁ ὁποῖος πρὶν εἰσαχθεῖ στὸν μοναχισμό, εἶχε ζήσει στὴν βασιλικὴ
αὐλή, κάτω ἀπὸ τὴν προστασία τοῦ πρίγκιπα Γεωργίου Τσερετέλι. Στὴν συνέχεια,
μετὰ ἀπὸ ἀρκετὲς προσπάθειες, πῆρε τὴν ἄδεια νὰ ἀφήσει τὸ παλάτι καὶ πῆγε στὴν
Ἱερὰ Μονὴ Ταμπακίνι. Μετὰ ἀπὸ τρία χρόνια, κάτω ἀπὸ τὴν καθοδήγηση τοῦ ἔμπειρου
γέροντα, Ἀρχιμανδίτη Γερμανοῦ, ἐκάρη μοναχός, καὶ χειροτονήθηκε διάκονος. Πέρασε
τὰ ἑπόμενα ἕξι χρόνια ζώντας στὸ μοναστῆρι, ἐνῷ ἐπιθυμοῦσε νὰ ἀκολουθήσει τὴν
ἀσκητικὴ ζωὴ τοῦ ἐγκλεισμοῦ. Ἀρχικά, τοῦ δόθηκε εὐλογία τότε νὰ ζήσει σὰν
ἔγκλειστος γιὰ λίγες μόνο μέρες καὶ μετὰ ἀπὸ διάστημα πέντε χρόνων ἄρχισε νὰ ζεῖ
βίο συνεχόμενου ἐγκλεισμοῦ. <b>(Ολόκληρο το βιβλίο σε απλό κείμενο). </b></span>
</dt>
<dt><b><span style="color: red; font-size: 14pt;">Ἀ</span><span style="color: red; font-family: Verdana; font-size: 14pt;">θωνίτης </span><span style="color: red; font-size: 14pt;">Ὅ</span><span style="color: red; font-family: Verdana; font-size: 14pt;">σιος </span><span style="color: red; font-size: 14pt;">Ἱ</span><span style="color: red; font-family: Verdana; font-size: 14pt;">λαρίων</span></b>
<br /><br />
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Κινούμενος ἀπὸ
θεῖο ζῆλο, ὁ π. Στέφανος θέλησε νὰ ἐκπαιδεύσει ἕναν ὑποτακτικὸ στὴν ἀσκητικὴ
ζωή. Φθάνοντας στὸ σπίτι τῆς ἀδελφῆς του, ἔπεισε αὐτὴ καὶ τὸν σύζυγό της, νὰ
ἀφιερώσουν τὸν πρωτότοκό τους γυιό, στὴν ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ. Παίρνοντας τὸν
Ἰεσσαί, στὸ ἐρημητήριό του στὸ δάσος, ὁ γέροντας τὸν μεγάλωσε τὰ ἑπόμενα δώδεκα
χρόνια διδάσκοντάς του τὴν σιωπή, τὴν ἁγνότητα, τὴν προσευχή, καὶ τὴν μελέτη τῶν
θείων Γραφῶν.</span></div>
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Μιᾶς καὶ ὁ Ἰεσσαί, ἦταν
ἀποκομμένος ἀπὸ τὸν κόσμο, τὰ χρόνια τῆς ἐφηβείας του ἦταν χρόνια μεγάλου
πνευματικοῦ πλούτου. Σπάνια ὁ π. Στέφανος ἐπέτρεπε στὸν Ἰεσσαί, νὰ ἐπισκεφθεῖ
τοὺς γονεῖς του καὶ τὴν Μονή, καὶ ἔτσι ὁ νέος ἔμαθε γρήγορα τὶς παγίδες τοῦ
διαβόλου. Μὲ διάφορα τεχνάσματα, οἱ δαίμονες προσπάθησαν νὰ τοῦ προκαλέσουν
πνευματικὴ σύγχυση ἢ καὶ τὸν ἴδιο τὸν θάνατο. Τὴν νύκτα, τοῦ ἔκαναν ἐπίθεση οἱ
δαίμονες μὲ μορφὴ ληστῶν ἢ καλῶντάς τον μὲ τὴν μορφὴ τῆς μητέρας του,
ὑπενθυμίζοντάς του τὸ πατρικό του σπίτι. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς μέρας τοῦ ἔκαναν
ἐπίθεση μὲ τὴν μορφὴ ἀρκούδων ἢ ἄλλων θηρίων μὲ σκοπὸ νὰ τὸν
τρομάξουν.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Ὅταν ὁ θάνατος τοῦ γέροντος
Στεφάνου πλησίαζε, συμβούλεψε τὸν Ἰεσσαί, νὰ ἐγκαταλείψει μετὰ τὸν θάνατό του τὸ
ἐρημητήριο, γιὰ νὰ μὴν ζήσει χωρὶς πνευματικὸ ὁδηγό, μήπως παγιδευτεῖ ἀπὸ τὸν
ἐχθρό.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Ὁ π. Στέφανος τότε πῆγε στὴν
Μονή, ζήτησε συγχώρεση καὶ ἀσπάστηκε γιὰ τελευταία φορά, τοὺς πατέρες. Ἐπέστρεψε
στὸ κελλί του καὶ μετὰ ἀπὸ μία ἀῤῥώστια μερικῶν ἡμερῶν ἔφυγε γιὰ τὴν εὐλογημένη
αἰωνιότητα.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Ὁ θάνατος τοῦ γέροντα, ὑπῆρξε
μεγάλη ἀπώλεια γιὰ τοὺς ἀδελφοὺς τῆς Μονῆς, ἀλλὰ καὶ γιὰ πολλοὺς λαϊκούς. Στὸ
πρόσωπό του, ἔχασαν ἕναν ἄνθρωπο προσευχῆς, ἕναν σύμβουλο καὶ ἕναν παρηγορητὴ
τῶν ψυχῶν τους. Ὁ Ἰεσσαί, ἀργότερα, ἐπιβεβαίωσε ὅτι ὁ π. Στέφανος ἦταν ἕνας
ἄνθρωπος αὐστηρῶν μοναστικῶν ἀρχῶν, ὁ ὁποῖος εἶχε σημειώσει μεγάλη πρόοδο στὶς
πνευματικὲς ἀρετές. Γιὰ ἑβδομάδες μποροῦσε νὰ φάει μόνο ἁλάτι καὶ νερό. Ἄλλες
φορές, ἔτρωγε μόνο λίγα λαχανικά. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς,
μποροῦσε νὰ κρατήσει τριήμερο μὲ πλήρη ἀποχὴ ἀπὸ φαγητό, καὶ νερό.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Πολλοί, ἐρχόντουσαν γιὰ νὰ τὸν
συμβουλευτοῦν. Σὲ ἕναν λαϊκό, ποὺ ἦρθε νὰ τὸν συμβουλευτεῖ γιὰ νὰ γίνει μοναχός,
εἶπε: Ἐὰν ἐπιθυμεῖς νὰ ἀρχίσεις τὴν μοναχικὴ ζωή, πρέπει πρῶτα νὰ καθαρισθεῖς
ἀπὸ τὰ μισά σου πάθη καὶ τὶς ἡδονές, πρὶν νὰ λάβεις τὸ μοναχικὸ σχῆμα, καὶ μετὰ
νὰ κοπιάσεις ἔτσι ὥστε νὰ ἀποβάλλεις κάθε ἴχνος κοσμικῆς ζωῆς μιὰ γιὰ
πάντα.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Μετὰ ἀπὸ τὸν θάνατο τοῦ γέροντα,
ὁ Ἰεσσαί, μετακόμισε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ταμπακίνι. Ἔζησε ἐκεῖ γιὰ λίγο καιρὸ μόνο,
ἀφοῦ εἶχε θερμὴ ἐπιθυμία νὰ συνεχίσει τὶς σπουδές του. Ἀκούγοντας ὅτι ἕνα
σχολεῖο εἶχε ἀνοίξει στὴν Τυφλίδα, ἔφυγε κρυφά, γιὰ τὴν ἀνατολικὴ Γεωργία. Καθ᾿
ὁδόν, ἔμεινε μὲ τὸν ἐπίσκοπο τῆς Νικοσίας Ἀθανάσιο. Αὐτὸς ὁ ἅγιος ἄνθρωπος, ἀφοῦ
ἄκουσε τὴν ζωὴ τοῦ Ἰεσσαί, καὶ ἀκούγοντάς τον νὰ διαβάζει ἀπὸ τὸ Γεωργιανὸ
προσευχητάρι, τὸν συμβούλευσε σχετικὰ μὲ τὸ μέλλον του: Παιδί μου, δὲν θὰ μάθεις
τίποτα στὸ σχολεῖο, μὲ ὅσα ἔχεις μάθει στὴν ἔρημο. Ἔτσι, ἐπέστρεψε στὸ σπίτι
σου, καὶ μὲ τὶς εὐχὲς τοῦ γέροντά σου, ὁ Κύριος καὶ Θεός μας, ὁ Ὁποῖος σὲ δίδαξε
αὐτὲς τὶς προσευχές, θὰ σὲ ὁδηγήσει σὲ τέτοιο ἐπίπεδο, ποὺ θὰ εἶσαι χρήσιμος γιὰ
τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καὶ γιὰ τὸν λαό του. Μὲ τὴν εὐλογία αὐτὴ τοῦ ἀνθρώπου
τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἰεσσαί, ἐπέστρεψε στὸ σπίτι τοῦ πατέρα του.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Ὁ Ἰεσσαί, παρέμεινε στὸ πατρικό
του σπίτι γιὰ λίγο χρονικὸ διάστημα, πρὶν ὁ πατέρας του τὸν στείλει στὸ παλάτι
στὸ Κουταΐση γιὰ νὰ ὑπηρετήσει τὸν βασιλιά. Ὁ τελευταῖος, τὸν ἐμπιστεύθηκε στὸν
πιὸ κοντινό του ἄνθρωπο, τὸν πρίγκηπα Γεώργιο Τσερετέλι, γιὰ νὰ τὸν καθοδηγεῖ.
Ἀργότερα, βλέποντας σὲ αὐτὸν μία σφοδρὴ ἐπιθυμία γιὰ πνευματικὴ ζωή, τὸν
ἐμπιστεύθηκε γιὰ περαιτέρω ἐπιστημονικὴ μόρφωση στὸν καλὰ καλλιεργημένο
ἀρχιμανδίτη Γερόντιο. Ὁ πατὴρ Γερόντιος τὸν παρότρυνε περισσότερο νὰ ἀγαπήσει
τὴν προσευχή, καὶ τὸν καθοδήγησε σὲ ἕν αὐστηρὸ μοναχικὸ πνεῦμα. Ὁ Ἰεσσαί,
ἀργότερα, ἔλεγε μὲ θαυμασμό, πὼς ὁ γέροντας ἔκανε ἀγρυπνία, στεκόμενος ὄρθιος
ἀπὸ τὸ ἀπόδειπνο ἕως τὴν ἀνατολὴ τοῦ ἡλίου. Φυσικά, τὸν ἔβαζε νὰ καθίσει στὴν
προσευχὴ μαζί του. Ἔτσι περνοῦσε ὅλη τὴν νύκτα μὲ ψαλμωδία καὶ ἀναγνώσεις
προσευχῶν. Ὁ Ἰεσσαί, ζοῦσε ἕναν ἀσκητικὸ βίο μὲ πλήρη ὑπακοὴ στὸν γέροντά
του.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Κάποτε, μέσα στὸν χειμῶνα, ὁ π.
Γερόντιος τοῦ ἐμπιστεύθηκε νὰ πάει ἕνα γράμμα σὲ ἕναν φίλο στὸ Κουταΐση,
στέλνοντάς τον χωρὶς ὑποδήματα μέσα στὰ χιόνια. Τὸ γράμμα ἔφθασε στὸν προορισμό
του καὶ ὁ ἄνθρωπος ξαφνιασμένος ἀπὸ τὴν ἐμφάνιση τοῦ Ἰεσσαί, τοῦ ἔδωσε χρήματα
γιὰ νὰ ἀγοράσει παπούτσια. Ἐπιστρέφοντας στὸν γέροντά του μὲ τὰ σανδάλια στὰ
πόδια του, δέχθηκε τὴν ἐπίπληξη τοῦ τελευταίου γιὰ τὴν ἔλλειψη τῆς πίστης του
καὶ τὴν ἀνυπομονησία του.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Ὁ γέροντας ἐπίσης, τοῦ δίδαξε
σταδιακὰ τὴν ἐγκράτεια, ὁδηγώντας τον σιγὰ-σιγά, σὲ μεγαλύτερη πνευματικότητα.
Ἀρχικά, τὸν συμβούλευσε νὰ ἀπέχει ἀπὸ τὸ φαγητό, ἀπὸ τὴν ἀνατολὴ τοῦ ἡλίου τὶς
Δευτέρες, Τετάρτες καὶ Παρασκευές. Ἀργότερα, δὲν ἔτρωγε τίποτα ὅλες αὐτὲς τὶς
ἡμέρες.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Τὴν ἴδια ἐποχή, ὁ πατὴρ Γερόντιος
τὸν μόρφωσε στὶς κοσμικὲς σπουδές: καλλιγραφία, γραμματική, ἀριθμητική, κ.λ.π.
Μὲ τέτοιους ἀγῶνες καὶ κόπους, ὁ Ἰεσσαί, πέρασε τριάμισι χρόνια μὲ τὸν
γέροντα.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Ὅταν ὁ π. Γερόντιος εἶδε ὅτι ὁ
νέος εἶχε προοδεύσει σὲ ὅλες τὶς σπουδές του, τὸν ἔστειλε πίσω στὸν πρίγκιπα
Τσερετέλι γιὰ ἄλλες γενικὲς σπουδές. Ὁ πρίγκιπας κράτησε τὸν Ἰεσσαί, δίπλα του
γιὰ πάντα, παίρνοντάς τον μαζί του ὅπου καὶ νὰ πήγαινε. Μετὰ ἀπὸ ἕναν χρόνο, ὁ
πρίγκιπας τὸν ἐμπιστεύθηκε νὰ διευθύνει τὰ ἔσοδα καὶ τὰ ἔξοδα τῆς συνοδείας του.
Παρομοίως, τοῦ ἐμπιστεύθηκε νὰ ὑπογράφει ἐντολὲς στὸ ὄνομά του, δίνοντας τὴν
προσωπική του σφραγῖδα γιὰ αὐτὸν τὸν σκοπό.</span><br />
<div align="center" class="MsoNormal" style="text-align: center;">
<span style="color: black; font-size: 16pt;">
<hr align="center" size="2" width="50%" />
</span></div>
<h2>
<span style="color: #c00000; font-family: Courier New; font-size: 10pt; font-weight: normal;">o<span style="font: 7pt 'Times New Roman';"> </span></span><span style="font-family: 'Times New Roman'; font-size: 16pt;">Β´. Στὴν ὑπηρεσία τοῦ
Βασιλιᾶ</span></h2>
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Ὁ Ἰεσσαί, πέρασε δύο ἀκόμη χρόνια
στὴν ὑπηρεσία τοῦ πρίγκιπα Τσερετέλι, πρὶν νὰ μεταφερθεῖ στὸ παλάτι στὸ
Κουταΐση. Ἐκεῖ ὁ βασιλιὰς Σολομώντας ὁ Β´, τὸν ἔβαλε ὑπεύθυνο στὸ γραφεῖο γιὰ τὰ
οἰκονομικά. Ὑπηρέτησε σὲ αὐτὴ τὴν θέση γιὰ δυόμιση χρόνια, μέχρι ποὺ ὁ βασιλιάς,
τὸν συμβούλευσε νὰ παντρευτεῖ καὶ νὰ γίνει ἱερέας.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Ἐκεῖνο τὸν καιρό, εἶχε κυριεύσει
ἀνησυχία τὴν βασιλικὴ αὐλή, σχετικὰ μὲ τὴν ἐπιθυμία τοῦ Ῥώσσου Αὐτοκράτορα νὰ
προσαρτήσει τὴν Ἰμερέτη. Ἦταν καιρὸς ταραγμένος καὶ οἱ γνῶμες διχάζονταν σχετικὰ
μὲ τὸ πιὸ ἦταν τὸ καλύτερο ἐγχείρημα. Ἔτσι ὁ βασιλιάς, πρότεινε στὸν Ἰεσσαί, νὰ
χειροτονηθεῖ βλέποντας τὴν ἀθωότητά του καὶ τὴν κατευθυνόμενη ἀπὸ τὸν Θεό,
καρδιά του. Ἀπὸ τοὺς αὐλικούς του, ὁ βασιλιάς, δὲν μποροῦσε νὰ στηριχθεῖ σὲ
κανέναν ἄλλον, παρὰ μόνο στὸν ἀρχιστράτηγό του, τὸν πρίγκιπα Καϊχόσρο Τσερετέλι,
καὶ κάποιους ἄλλους ἔμπιστους ὑπηρέτες. Ἔπειτα ὁ ἔμπιστος στὸν βασιλιά,
πρίγκιπας Γεώργιος Τσερετέλι εἶχε κοιμηθεῖ, γεγονὸς ποὺ προκάλεσε μεγάλη θλίψη
στὸν βασιλιά. Μετὰ τὸν θάνατό του, ὁ βασιλιάς, δὲν εἶχε κανέναν γιὰ νὰ μοιραστεῖ
τὶς σκέψεις του καὶ τὰ αἰσθήματά του. Γιὰ αὐτὸ ἀποφάσισε νὰ χειροτονηθεῖ ὁ
Ἰεσσαί, ἔτσι ὥστε νὰ ἔχει ἕναν πνευματικό, καὶ ἕναν σύμβουλο τόσο σὲ προσωπικό,
ὅσο καὶ σὲ ἐθνικὸ ἐπίπεδο.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Ὀ Ἰεσσαί, ὑπήκουσε στὴν ἐπιθυμία
τοῦ κυρίου του, παντρεύτηκε τὴν νεαρὴ Μαρία, ἡ ὁποία εἶχε βασιλικὴ καταγωγή.
Ἔχοντας ζήσει μόνο δύο ἑβδομάδες στὸ σπίτι τοῦ πεθεροῦ του, μετακόμισε στὸ
Κουταΐση, ὅπου γρήγορα χειροτονήθηκε διάκονος καὶ μετὰ ἱερεύς. Ἔπειτα
ἀναδείχθηκε πρωτοπρεσβύτερος τῆς ἐκκλησίας τοῦ παλατιοῦ.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Ὁ βασιλιὰς Σολομώντας, κράτησε
τὸν π. Ἰεσσαί, κοντά του καὶ τοῦ ἀνέθεσε νὰ λύνει τὶς κτηματικὲς διαφορὲς μεταξὺ
τῶν ἡγεμόνων. Ἀπὸ πλευρᾶς του ὁ π. Ἰεσσαί, ἔπρεπε σὰν εἰρηνοποιός, νὰ διαθέτει
μεγάλη σύνεση καὶ ὑπομονή. Αὐτό, τοῦ ἀποῤῥοφοῦσε τόσο πολὺ χρόνο, ὥστε ἔβλεπε
γιὰ πολὺ λίγο τὴν πρεσβυτέρα του. Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν αὐτὴ νὰ θλίβεται ὅλο καὶ
περισσότερο. Κάποια φορά, ποὺ αὐτὴ ἔμαθε ὅτι ὁ σύζυγός της, ἐπιστρέφοντας ἀπὸ
ἕνα συνηθισμένο ταξίδι ἀπὸ τὴν περιφέρεια τοῦ πρίγκιπα Ἀμπασίδη, συνέχισε τὸ
ταξίδι του κατευθείαν στὸ Κουταΐση χωρὶς νὰ σταματήσει νὰ τὴν δεῖ, ἡ πρεσβυτέρα
Μαρία λυπήθηκε τόσο πολύ, ποὺ ἔχασε τὴν ὑγεία της καὶ μετὰ ἀπὸ μία ἑξάμηνη
ἀσθένεια, κοιμήθηκε, ἔχοντας συμπληρώσει μόλις δύο χρόνια γάμου.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Περίπου αὐτὴν τὴν ἐποχή, οἱ
σχέσεις μεταξὺ τοῦ βασιλείου τῆς Ἰμερέτης καὶ τῆς Ῥωσσίας ἔφθασαν σὲ κρίσιμο
σημεῖο. Στὰ 1801, τὸ βασίλειο τοῦ Καρτκλί-Κακχετί (στὴν ἀνατολικὴ Γεωργία),
προσαρτήθηκε στὴν Ῥωσσικὴ Αὐτοκρατορία κατόπιν ἀπαιτήσεως τοῦ βασιλέως Γεωργίου
ΙΓ´ (ὁ ὁποῖος κοιμήθηκε τὸ 1800), προκειμένου νὰ προστατεύσει τὴν χώρα ἀπὸ τοὺς
ὀθωμανοὺς Τούρκους καὶ τὸν Πέρση Σάχη. Ἡ Ῥωσσικὴ κυβέρνηση τότε, ἄρχισε
ἀλληλογραφία μὲ τὸν βασιλιὰ τῆς Ἰμερέτης σχετικὰ μὲ τὴν προσάρτηση τοῦ ἔθνους
του στὴν Ῥωσσία. Ὁ βασιλιὰς Σολομώντας ὁ Β´, συμβουλεύθηκε τὴν βουλὴ τῶν εὐγενῶν
τοῦ βασιλείου του καὶ στὰ 1804, κατόπιν πιέσεως ἀπὸ τὴν Ῥωσσία, δὲν εἶχε ἄλλο
περιθώριο παρὰ νὰ ἀποφασίσει τὰ ἀκόλουθα: Ἐφόσον καὶ ὁ βασιλιὰς δὲν εἶχε διάδοχο
γιὰ τὸν θρόνο, ἡ Ἰμερέτη θὰ παρέμενε ἀνεξάρτητη μέχρι τὸν θάνατό του,
παραμένοντας σὲ ἀδελφικὲς σχέσεις μὲ τὴν Ῥωσσία, σὰν δύο κράτη ὁμόδοξα ποὺ ἦταν.
Ὁ ῥωσσικὸς στρατός, εἶχε ἐλεύθερη διάβαση μέσα ἀπὸ τὴν γῆ τῆς Ἰμερέτης στὰ
τουρκικὰ σύνορα, καὶ ὁ στρατὸς τῆς Ἰμερέτης θὰ τοὺς παρεῖχε βοήθεια. Οἱ σχέσεις
μεταξὺ τῶν δύο κρατῶν ἐπρόκειτο νὰ κρατηθοῦν μὲ αὐτοὺς τοὺς ἱεροὺς ὅρους, ὅπως
ἁρμόζει σὲ ἡγέτες ποὺ σέβονται τὸν Θεό, καὶ χριστιανοὺς ἑνωμένους μὲ τὴν ἀόρατη
ἕνωση τῆς ψυχῆς, αἰώνια καὶ ἄφθαρτα. Μετὰ ἀπὸ τὸν θάνατο τοῦ βασιλιά, θὰ
εἰσαγόταν ἡ συμφωνία αὐτή, στὴν νομοθεσία τῆς Ῥωσσικῆς Αὐτοκρατορίας. Ἡ ἀπόφαση
τότε, ἐστάλη στὸν Γενικὸ Κυβερνήτη τοῦ Καυκάσου στὴν Τυφλίδα, γιὰ νὰ τὴν
προωθήσει στὸν Τσάρο Ἀλέξανδρο τὸν Α´.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Παρ᾿ ὅλη τὴν γενικὴ ἀποδοχὴ τῆς
συνθήκης μὲ τὰ ἀναφερόμενα σὲ αὐτὴν βασιλικὰ θέματα, ἕνας ἡγεμόνας, ὁ πρίγκιπας
Ζουρὰμπ Τσερετέλι, φροντίζοντας γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἄρχισε νὰ μηχανεύεται πῶς θὰ
κατάφερνε νὰ ἀναῤῥιχηθεῖ στὸν θρόνο τῆς Ἰμερέτης. Ἀρχικά, ἄρχισε νὰ διαβάλλει
τὸν ἕναν μονάρχη στὸν ἄλλο. Μὴ μπορώντας νὰ σπείρει διχόνοια, ἄρχισε μία
ἐπικοινωνία μὲ τὸν Ῥῶσσο Γενικὸ Διοικητὴ τοῦ Καυκάσου, Ἀλέξανδρο Τορμαζόφ.
Παρουσιάζοντας μὲ μαῦρα χρώματα τὴν βασιλικὴ ἀκολουθία στὸν Γενικὸ Διοικητή,
μετὰ ἀπὸ ἐπανάληψη σκευωριῶν, τελικά, πέτυχε τὸν σκοπό του. Ἡ ἀναφορά του ἔφθασε
στὸν Τσάρο. Ὁ τελευταῖος πίστεψε τὸν συκοφάντη καὶ διέταξε τὸν Γενικὸ Διοικητή,
νὰ αἰχμαλωτίσει μὲ δόλιο τρόπο τὸν βασιλιὰ Σολομώντα τὸν Β´ στὴν Τυφλίδα καὶ νὰ
τὸν συνοδεύσει στὴν Ῥωσσία, ὅπου θὰ παρέμενε στὴν πραγματικότητα σὰν
φυλακισμένος.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Μὴ μπορώντας νὰ πιστέψει ὅτι
μποροῦν ἄλλοι νὰ ἐνεργήσουν κατὰ αὐτὸν τὸν τρόπο, δόλια καὶ ἀνέντιμα, ὁ
βασιλιάς, ἔπεσε στὴν παγίδα ποὺ ἔστησε ὁ Τορμαζόφ, καὶ ὁ πρίγκιπας Ζουράμπ. Ὁ π.
Ἰεσσαί, εἶχε ἀρχικὰ προειδοποιήσει τὸν βασιλιὰ γιὰ τὴν ἀναξιοπιστία τοῦ πρίγκιπα
Ζουράμπ. Πάντως, μαθαίνοντας ὅτι ἡ πρεσβυτέρα του κοιμήθηκε, ἐπέστρεψε στὸ
Κουταΐση καὶ δὲν μπόρεσε νὰ συμβουλέψει περαιτέρω τὸν βασιλιά.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Ὁ βασιλιὰς Σολομώντας ὁ Β´ καὶ ἡ
ἀκολουθία του τελικὰ παρασύρθηκαν καὶ πῆραν τὸν δρόμο γιὰ τὴν Τυφλίδα. Ἐκεῖ ὅμως
τοὺς συνέλαβαν καὶ τὸ σχέδιο ἦταν νὰ στείλουν τὸν βασιλιὰ νὰ περάσει τὸ ὑπόλοιπο
τῆς ζωῆς του σὲ ἕνα παλάτι στὴν Ἁγία Πετρούπολη. Προτιμώντας τὴν ἐξορία ἀπὸ τὴν
φυλακή, ὁ βασιλιὰς καὶ ἡ συνοδεία του συνέλαβαν ἕνα σχέδιο δραπετεύσεως καὶ
πέρασαν ἀπέναντι στὴν Τουρκία, διασχίζοντας τὰ σύνορα. Στὶς δύσκολες αὐτὲς
στιγμές, ὁ π. Ἰεσσαί, πῆγε στὸν ἐξόριστο βασιλιά, γιὰ νὰ τοῦ συμπαρασταθεῖ. Μετὰ
ἀπὸ μεγάλες ταλαιπωρίες καὶ ἀπρόσφορες ἐνέργειες γιὰ νὰ διεκδικήσει πίσω τὸ
βασίλειό του ἀπὸ τὴν Ῥωσσία, ὁ βασιλιὰς Σολομώντας ὁ Β´, ἀναπαύθηκε στὴν
Τραπεζοῦντα στὶς 19 Φεβρουαρίου τοῦ 1815, στὰ σαράντα ἕνα του χρόνια. Κηδεύτηκε
δέ, στὸν καθεδρικὸ Ναό, τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης.</span><br />
<div align="center" class="MsoNormal" style="text-align: center;">
<span style="color: black; font-size: 16pt;">
<hr align="center" size="2" width="50%" />
</span></div>
<h2>
<span style="color: #c00000; font-family: Courier New; font-size: 10pt; font-weight: normal;">o<span style="font: 7pt 'Times New Roman';"> </span></span><span style="font-family: 'Times New Roman'; font-size: 16pt;">Γ´. Ἐγκλεισμὸς στὸ
παλάτι</span></h2>
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ βασιλιά, ὁ π.
Ἰεσσαί, ἐπέστρεψε στὴν Ἰμερέτη, παρὰ τὶς συνθῆκες ποὺ ἐπικρατοῦσαν ἐκεῖ.
Ἐνημέρωσε καὶ τοὺς ὑπόλοιπους εὐγενεῖς ποὺ ἀριθμοῦσαν περὶ τοὺς ἑξακόσιους
ἄνδρες, προτρέποντάς τους νὰ ἀκολουθήσουν τὸ παράδειγμά του. Πολλοὶ ἀπὸ αὐτούς,
δέχθηκαν τὴν λύση μὲ χαρά, ἀλλὰ ὁ φόβος τοῦ Τσάρου τοὺς ἔκανε νὰ ἀμφιβάλλουν γιὰ
τὴν ἐπιτυχία τοῦ σχεδίου. Τότε ὁ π. Ἰεσσαί, τοὺς ὑποσχέθηκε νὰ τὸ διευθετήσει
αὐτός. Ἀμέσως ἔγραψε στὸν Τσάρο, σὲ ὅλους τοὺς εὐγενεῖς καὶ στοὺς πρίγκιπες καὶ
σὲ ὅλα τὰ μέλη τῆς ἀκολουθίας καὶ ἔστειλε τὸ γράμμα στὸν Αὐτοκράτορα, ὁ ὁποῖος
τὸ ἔλαβε μὲ ἱκανοποίηση, τοὺς ἀποκατέστησε στὴν θέση τους καὶ τοὺς ἐπέστρεψε τὴν
ἰδιοκτησία τους.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Τὸν Μάϊο τοῦ 1815, τρεῖς μῆνες
μετὰ τὸν θάνατο τοῦ βασιλιὰ Σολομώντα, ὁ π. Ἰεσσαί, ἐπέστρεψε μὲ τοὺς εὐγενεῖς
στὴν Ἰμερέτη. Ἐκεῖ ἐγκαταστάθηκε στὸ πατρικό του σπίτι. Τελικά, ἐλεύθερος ἀπὸ
τὴν ὑποχρέωση νὰ εἶναι ὁ πνευματικὸς τῶν ἀνακτόρων, ἄρχισε νὰ ψάχνει ἕνα μέρος
κατάλληλο γιὰ μία ἡσυχαστικὴ κατοικία. Σκέφθηκε νὰ κάνει τὸ ἐρημητήριό του κοντὰ
στὸ χωριὸ τῆς καταγωγῆς του, ἢ στὴν κοιλάδα κοντὰ στὴν Μονὴ Ταμπακίνι, ἐκεῖ ὅπου
εἶχε περάσει τὰ χρόνια τῆς νεότητάς του.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Ἀλλά, δὲν εἶχαν περάσει οὔτε ἑπτὰ
μῆνες ἀπὸ τὴν ἐπιστροφή του στὴν πατρίδα, ὅταν ἡ βασίλισσα τῆς Ἰμερέτης Μαρία,
τοῦ ζήτησε νὰ πάει στὴν Μόσχα, ὅπου καὶ κατοικοῦσε μετὰ τὴν φυγὴ τοῦ βασιλιὰ
Σολομώντα στὴν Τουρκία. Ἡ βασίλισσα αἰσθανόταν ὅτι ὁ π. Ἰεσσαί, θὰ μποροῦσε νὰ
τὴν ἐνημερώσει καλύτερα γιὰ τὶς τελευταῖες μέρες τοῦ συζύγου της, ἀφοῦ ἦταν
πνευματικὸς τῶν ἀνακτόρων. Πιστὸς στὸ καθήκον του ὁ π. Ἰεσσαί, κατέφθασε ἀμέσως
γιὰ νὰ ἐνημερώσει τὴν βασίλισσα γιὰ ὅλα ὅσα συνέβησαν. Τῆς παρέδωσε ἕνα μεγάλο
κομμάτι ἀπὸ τὸ Τίμιο Ξύλο ποὺ ἄνηκε στὸν βασιλιά, καὶ ἡ βασίλισσα τὸ τοποθέτησε
στὴν ἐκκλησία τῶν ἀνακτόρων. Ἐκείνη, τιμώντας τὴν ἀφοσίωση τοῦ π. Ἰεσσαί, στὸν
πρώην σύζυγό της, καὶ ἐπιπλέον ἐπειδὴ δὲν ἐπιθυμοῦσε νὰ ἔχει ἕναν ἀλλοδαπὸ
(Ῥῶσσο) ὡς πνευματικό της, τὸν κράτησε κοντά της στὸ παλάτι της στὴν
Μόσχα.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Μὲ τὴν ἄφιξη τοῦ π. Ἰεσσαί, στὴν
Μόσχα, ἕνας νέος πειρασμὸς τοῦ συνέβη. Ὁ Τσάρος ἐπεδίωξε νὰ τὸν τιμήσει μὲ τὸ
ἀξίωμα τοῦ ἀρχιερέως σὲ μία μεγάλη πόλη. Αὐτὸ ὀφειλόταν πιθανώς, εἴτε στὸν
μετασχηματισμὸ τῶν εὐγενῶν ἐπαναστατῶν τῆς Ἰμερέτης σὲ πιστοὺς ὑπηκόους του ἢ
λόγω τῆς μεσολάβησης τῆς βασίλισσας Μαρίας. Ἐν τούτοις, ἡ τιμὴ γιὰ τὸ ἀξίωμα δὲν
θὰ μποροῦσε νὰ προσελκύσει τὴν ψυχὴ τοῦ π. Ἰεσσαί, ἡ ὁποία μὲ φανερὸ ζήλο
ἀποζητοῦσε τὴν μόνωση.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Μένοντας στὸ παλάτι ὁ π. Ἰεσσαί,
ἀντιλήφθηκε σύντομα τὴν μεγάλη πνευματικὴ ὑποβάθμιση τῆς θρησκευτικῆς καὶ ἠθικῆς
ζωῆς τῶν αὐλικῶν, εἰδικὰ ὅταν τὴν σύγκρινε μὲ τὴν εὐσέβεια ποὺ οἱ προηγούμενοι
βασιλιάδες τῆς Ἰμερέτης καὶ οἱ πατριῶτές του ζοῦσαν. Παρατήρησε ὅτι ἡ βασίλισσα
καὶ ἡ αὐλή της εἶχαν ξεχάσει τὰ χριστιανικά τους καθήκοντα. Ἀντὶ αὐτῶν, πήγαιναν
στὶς κοσμικὲς διασκεδάσεις καὶ μὴ μπορώντας νὰ κρατήσουν τὶς νηστεῖες τὴν
Τετάρτη καὶ τὴν Παρασκευή, ἀπομακρύνονταν ἀπὸ τὶς πατροπαράδοτες συνήθειες. Ἡ
βασίλισσα ἡ ἴδια χρησίμευε ὡς ἕνα κακὸ παράδειγμα, ἡ δὲ αὐλή της τὸ ἔβλεπε μὲ
συμπάθεια. Ὅλα αὐτὰ φόρτωναν συναισθηματικὰ τὸν π. Ἰεσσαί, καθὼς κανεὶς δὲν
λάμβανε ὑπόψεις τὶς παραινέσεις καὶ ὁδηγίες του.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Παρὰ τὸ γεγονός, ὅτι
συμπεριφερόταν σωστά, καὶ μὲ ἀκρίβεια, ἀκόμα καὶ ὁ ἴδιος μολύνθηκε ἀπὸ τὸν τρόπο
ζωῆς τῆς αὐλῆς. Πρόθυμα ὴ ἀπρόθυμα εἶχε ἀποδεχτεῖ τοὺς ὅρους τῆς ἀρχαίας
ῥωσσικῆς πρωτεύουσας· τὸ τραπέζι του ἦταν σὰν ἕνας πίνακας στὸν ὁποῖον
ἀφθονοῦσαν διαφορετικὰ πιάτα φαγητῶν, ἔπινε πολὺ κρασί, καὶ κοιμόταν σὲ ἕνα
κρεββάτι σκεπαζόμενος μὲ πουπουλένια στρωσίδια. Τότε ἐμφανίστηκε ἕνας ἀκόμη πιὸ
μεγάλος κίνδυνος, ὁ κίνδυνος μίας βαθειᾶς καὶ σοβαρῆς πτώσης. Ὁ π. Ἰεσσαί,
διακρινόταν γιὰ τὴν ὀμορφιά του· ψηλὸς στὸ ἀνάστημα, μὲ φαρδὺς ὤμους,
ἐντυπωσιακός, ἕνα ὄμορφο ἄτομο. Ἡ ὡραία ψυχή του, ἀντανακλοῦσε τὸ εὐγενικό του
πρόσωπο, καὶ ἄθελά του τὰ μάτια πολλῶν ἀνθρώπων ἔπεφταν πάνω του. Στὶς εὐλαβεῖς
ψυχὲς ποὺ τὸν πλησίαζαν προκαλοῦσε σεβασμό, ἀλλὰ στοὺς ἐμπαθεῖς σφοδρὲς σαρκικὲς
ἐπιθυμίες. Ὁ π. Ἰεσσαί, ἔφθασε νὰ γευθεῖ ὅλες τὶς ἄγριες ἐπιθέσεις τοῦ ἀρχέγονου
ἐχθροῦ. Οἱ ἄσεμνες προκλήσεις του, κούρασαν τὴν ψυχή του, καὶ ἀπεφάσισε νὰ
ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὸ παλάτι. Δὲν μποροῦσε νὰ βρεῖ ἄλλο τρόπο νὰ ἀποφύγει τὶς
ἐπιθυμίες ἐκείνων τῶν γυναικῶν. Ἐπιπλέον, ἔφθασε στὸ σημεῖο νὰ καταλάβει γιὰ τὸν
ἑαυτό του, ὅτι δὲν μποροῦσε νὰ ἐνδώσει σὲ τέτοιου εἴδους ἐπιθυμίες.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Βαλλόμενος ἀπὸ ὅλες αὐτὲς τὶς
πλευρές, ὁ π. Ἰεσσαί, κατ᾿ ἐπανάληψη ἱκέτευσε τὴν βασίλισσα νὰ τὸν ἀπαλλάξει ἀπὸ
τὴν δύσκολη ζωὴ τῆς ἀρχαίας πρωτεύουσας, ἔτσι ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ ἐπιστρέψει στὴν
πατρίδα του. Ἡ βασίλισσα πάντως, δὲν ἤθελε νὰ ἀκούσει τίποτε ἀπάνω σὲ αὐτὸ τὸ
θέμα. Ἄλλοτε ἀπομακρυνόταν ἀπὸ τὸ ζητούμενο μὲ ἕνα ἀστεῖο καὶ ἄλλες φορὲς
ἀποφασιστικὰ ἀρνιόταν τὸ αἴτημά του. Ὁ π. Ἰεσσαί, μὲ τὴν σειρά του σταθερὰ
ἀπευθυνόταν σὲ αὐτήν, ἀποκαλύπτοντας ὅτι θὰ δραπέτευε ἂν δὲν τὸν ἄφηνε. Σὲ αὐτό,
ἡ βασίλισσα ἀπαντοῦσε χαμογελώντας πὼς ἐκεῖ δὲν ἦταν Ἰμερέτη, καὶ τέτοιες
ἀποδράσεις ἦταν ἀδύνατες, καθὼς στὴν πρώτη πόλη ποὺ θὰ ἔφθανε, ἡ ἀστυνομία θὰ
τὸν συλλάμβανε καὶ θὰ τὸν ὁδηγοῦσε πίσω στὸ παλάτι. Κατὰ αὐτὸν τὸν τρόπο
τριάμισι χρόνια πέρασαν, ποὺ λειτούργησαν σὰν μία δυνατὴ δοκιμὴ γιὰ τὴν εὐλαβὴ
ψυχὴ τοῦ π. Ἰεσσαί, μία δοκιμὴ ἀσύγκριτα μεγαλύτερη ἀπὸ τὰ ἑπτὰ χρόνια τῆς
περιπλάνησής του μὲ τὸν βασιλιὰ Σολομώντα σὲ ξένη γῆ.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Παραμένοντας σὲ μία τόσο
ἀπελπιστικὰ δύσκολη θέση, ὁ π. Ἰεσσαί, ἔβρισκε ἀνάπαυση στὴν ψυχή του μόνο ὅταν
προσευχόταν στὸν Κύριο καὶ στὴν ἁγνὴ καὶ πανάχραντη Μητέρα Του. Μέσα ἀπὸ τὴν
στενοχωρημένη του ψυχή, τοὺς ἐκλιπαροῦσε νὰ πραγματοποιήσουν τὴν ἀναμενόμενη γιὰ
καιρὸ ἐπιθυμία του, νὰ ζήσει σὰν ἔγκλειστος μέσα στὴν ἔρημο. Παρομοίως
προσευχόταν καὶ στὸν μεγαλομάρτυρα Γεώργιο, στὸν ὁποῖο εἶχε μεγάλη εὐλάβεια,
ἀκόμη ὅταν ἦταν στὸ πατρικό του σπίτι, καθότι ὁ μεγαλομάρτυς Ἅγιος τὸν εἶχε
βοηθήσει πολλὲς φορές.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Αὐτὴ τὴν ἐποχή, ὁ π. Ἰεσσαί,
ἐξοικειώθηκε μὲ ἕναν ἀρχιμανδίτη τῆς Μονῆς Ἰβήρων ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ποὺ τότε
διέμενε στὴν Μονὴ τοῦ Ἁγίου Νικολάου στὴν Μόσχα. Αὐτὸς ὁ ἀρχιμανδίτης ἦταν ποὺ
ἀποκάλυψε ἀργότερα στοὺς ἁγιορεῖτες μοναχούς, ποιὸς ἦταν ὁ π. Ἰεσσαί, μιᾶς καὶ
ὅταν πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος ἀπέκρυψε τὴν προέλευσή του κάτω ἀπὸ τὴν ἐνδυμασία ἑνὸς
ἁπλοῦ μοναχοῦ.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Καθημερινά, ἡ λύπη τοῦ π. Ἰεσσαὶ
μεγάλωνε. Κάποτε, σὲ μία εἰλικρινῆ συζήτηση μὲ τὸν προσωπικὸ ὑπηρέτη τῆς
βασίλισσας Μαρίας, ἕναν ἄνθρωπο ἀφιερωμένο σὲ αὐτόν, τοῦ ἀποκάλυψε τὴν ἐπιθυμία
τῆς καρδιᾶς του. Ὁ τελευταῖος, ἀντιλήφθηκε τὴν καλή του πρόθεση καὶ ὑποσχέθηκε
νὰ βοηθήσει. Συνέλαβε ἕνα σχέδιο γιὰ τὸ ὁποῖο ἐνημέρωσε τὸν π. Ἰεσσαί. Ἀφοῦ
προσευχήθηκαν θερμά, πῆγαν στὸν Μητροπολίτη Σεραφείμ. Ὁ Μητροπολίτης,
ἐπισκεπτόταν συχνὰ τὴν βασίλισσα καὶ ἦταν καλὰ ἐξοικειωμένος τόσο μὲ τὸν
προσωπικό της ὑπηρέτη, ὅσο καὶ μὲ τὸν π. Ἰεσσαί. Ἐρχόμενος στὸν Μητροπολίτη ὁ
ὑπηρέτης τοῦ εἶπε ὅτι τὸν ἔστειλε ἡ βασίλισσα νὰ ζητήσει τὴν ἔκδοση τοῦ
διαβατηρίου τοῦ π. Ἰεσσαί, καθὼς αὐτὸς ἤθελε νὰ ἐπισκεφθεῖ τὴν Ἰμερέτη γιὰ λίγο.
Ὁ Μητροπολίτης, χωρὶς νὰ ὑποψιαστεῖ τίποτα, ἔκανε ἀμέσως τὶς διατυπώσεις ποὺ
χρειάζονταν γιὰ νὰ ἐκδοθεῖ τὸ διαβατήριο.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Γεμάτος ἐλπίδα γιὰ τὴν
πραγματοποίηση τῆς ἐπιθυμίας του, ὁ π. Ἰεσσαί, παρουσιάστηκε μπροστὰ τὴν
βασίλισσα, καὶ ὅπως εἶχε κάνει πολλὲς φορὲς πρίν, ἄρχισε νὰ τῆς λέει ὅτι
ἐπρόκειτο νὰ φύγει. Ἡ βασίλισσα γέλασε μὲ τὰ λόγια του. Ὅταν τῆς εἶπε ὅτι εἶχε
πάρει ἤδη τὸ διαβατήριό του, αὐτὴ ἀπάντησε ὅτι δὲν τὸν πιστεύει, γιατὶ χωρὶς τὴν
δική της ἄδεια κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ τὸ ἐκδώσει. Μὲ τὶς λέξεις: Ἀντίο, φεύγω! ὁ
π. Ἰεσσαί, ἄφησε τὴν βασίλισσα καὶ ἀναχώρησε ἐκεῖνο τὸ ἴδιο βράδυ. Πάντως, δὲν
πῆγε στὴν Γεωργία, γνωρίζοντας πὼς ἡ βασίλισσα θὰ μποροῦσε εὔκολα νὰ τὸν βρεῖ
ἐκεῖ καὶ νὰ τὸν φέρει πίσω στὴν Μόσχα. Ἀντίθετα, ὁδηγήθηκε πρὸς τὴν Ὀδυσσό, καὶ
κατευθύνθηκε κατευθείαν στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἡ πρόθεσή του ἦταν νὰ ἐπισκεφθεῖ
τὴν Παλαιστίνη καὶ τὸ Σινᾶ, καὶ νὰ ἐγκατασταθεῖ κάπου σὲ αὐτὰ τὰ μέρη, ποὺ στὰ
πρῶτα χριστιανικὰ χρόνια οἱ Γεωργιανοί, εἶχαν ζήσει μὲ ἀσκητικὴ ζωή. Σχετικὰ μὲ
τὸ Ἅγιον Ὄρος, δὲν γνώριζε σχεδὸν τίποτα.</span><br />
<div align="center" class="MsoNormal" style="text-align: center;">
<span style="color: black; font-size: 16pt;">
<hr align="center" size="2" width="50%" />
</span></div>
<h2>
<span style="color: #c00000; font-family: Courier New; font-size: 10pt; font-weight: normal;">o<span style="font: 7pt 'Times New Roman';"> </span></span><span style="font-family: 'Times New Roman'; font-size: 16pt;">Δ´. Ἄφιξη στὸν Ἅγιον
Ὄρος</span></h2>
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Ἔφθασε στὴν Κωνσταντινούπολη κατὰ
τὴν διάρκεια τῆς Πεντηκοστῆς καὶ πῆγε στὸν ἀντιπρόσωπο τοῦ Πατριαρχείου
Ἱεροσολύμων νὰ ῥωτήσει σχετικὰ μὲ τὰ ταξίδια στὰ Ἱεροσόλυμα. Αὐτοί, τοῦ
ἐξήγησαν, ὅτι ἐὰν ἤθελε νὰ περιμένει τὸ Πάσχα στὴν Ἱερουσαλήμ, θὰ ἔπρεπε νὰ
περάσει σχεδὸν ἕναν ὁλόκληρο χρόνο ἐκεῖ καὶ αὐτὸ προφανῶς θὰ τὸν κούραζε. Γιὰ
αὐτό, θὰ ἦταν καλύτερο γιὰ ἐκεῖνον νὰ πάει στὸ Ἅγιον Ὄρος, νὰ περάσει τὸν
χειμῶνα ἐκεῖ, καὶ ἔπειτα νὰ ταξιδέψει στὴν Ἱερουσαλήμ, λίγο πρὶν τὴν Μεγάλη
Τεσσαρακοστή. Ὁ π. Ἰεσσαί, διαπίστωσε, ὅτι σχεδιάζοντας νὰ πάει στὸ Ἅγιον Ὄρος,
τὸ βασίλειο τῶν μοναχῶν, θὰ μποροῦσε μᾶλλον νὰ ἀρχίσει νὰ σκέφτεται τὴν
ἐγκατάστασή του ἐκεῖ. Αὐτὸ τὸ σκεφτόταν σοβαρά, καὶ ἦταν τόσο ἀπεγνώσμενος στὸ
νὰ βρεῖ μία λύση νὰ ὑπηρετήσει τὸν Θεὸ ὁλόψυχα ποὺ ἀμέσως ἄλλαξε τὰ μεταξωτά του
ἐνδύματα μὲ τὰ κουρέλια ἑνὸς ζητιάνου. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἤλπιζε ὅτι θὰ ἔκρυβε
τὴν προηγούμενη κοσμική του κατάσταση, καὶ θὰ ὑπηρετοῦσε τὸν Θεό, μὲ πλήρη
αὐταπάρνηση. Βρῆκε λοιπὸν ἕνα πλοῖο ποὺ κατευθυνόταν πρὸς τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ
μπῆκε μέσα.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Φτάνοντας στὸ Ἅγιον Ὄρος τὸ 1819,
ὁ π. Ἰεσσαί, ἐγκαταστάθηκε στὴν Μονὴ Ἰβήρων. Ἄν καὶ ἡ Μονὴ Ἰβήρων εἶχε ἱδρυθεῖ
ἀπὸ Γεωργιανούς, καὶ κάποτε εἶχε γεμίσει ἀπὸ συμπατριῶτές του, τώρα δὲν βρῆκε
κανέναν. Μὴ γνωρίζοντας τὰ ἑλληνικά, προσπάθησε νὰ ἐπικοινωνήσει μὲ διάφορους
ἀδελφοὺς στὴν τουρκικὴ διάλεκτο. Ἐπειδὴ ὅμως καὶ ἐκεῖνοι ποὺ γνώριζαν τουρκικὰ
ἦσαν λίγοι, ὁ π. Ἰεσσαί, πέρασε τὸ μεγαλύτερο διάστημα στὴν σιωπή. Ἐξήγησε ὅτι
ἦταν Γεωργιανὸς ἐκ γενετῆς, ἕνας φτωχὸς χωρικός, τὸ ὁποῖο ἐπιβεβαίωναν ἄλλωστε
τὰ παλιὰ καὶ λερωμένα ῥοῦχά του. Δήλωσε ὅτι εἶχε ἔρθει στὸ Ἅγιον Ὄρος γιὰ νὰ
προσκυνήσει τὰ ἅγια λείψανα καὶ νὰ δεῖ τὶς Ἱερὲς Μονές. Σύμφωνα μὲ τὴν
ἁγιορείτικη συνήθεια τὸν ὁδήγησαν στὸν ξενῶνα, ὅπου πέρασε μία βδομάδα
παρακολουθώντας ἀκολουθίες στὴν ἐκκλησία καὶ ἀκολουθώντας τὴν μοναστηριακὴ
ζωή.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Σιωπηλά, περπατώντας γύρω ἀπὸ τὸ
Μοναστῆρι, ὁ π. Ἰεσσαί, παρατηροῦσε προσεκτικὰ τὸν ἐσωτερικὸ τρόπο ζωῆς ἑνὸς
ἰδιόῤῥυθμου μοναστηριοῦ, ἀλλὰ ὁ ῥόλος τοῦ ἰδιόῤῥυθμου δὲν τοῦ ταίριαζε καὶ εἶπε
στὸν ἑαυτό του: Ἂν καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ μοναστῆρί μας, ἀκόμη καὶ τοῦτο δὲν εἶναι
γιὰ μένα. Ἕνα πρωϊνό, περπάτησε ἔξω ἀπὸ τὶς πύλες τῆς Μονῆς καὶ διαπίστωσε ὅτι
διάφοροι ἀδελφοί, φορτώνονταν τοὺς ἁγιορείτικους ντορβάδες τους καὶ ἔφευγαν γιὰ
κάπου. Ὁ π. Ἰεσσαί, ἔμαθε ἀπὸ αὐτούς, ὅτι πηγαίνουν στὴν Μονὴ τοῦ Διονυσίου γιὰ
τὸ ἐτήσιο πανηγύρι της, τὸ Γεννέσιον τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, τὸ ὁποῖο
ἦταν τὴν ἑπόμενη ἡμέρα. Ὅταν τοὺς ῥώτησε, ἂν μποροῦσαν νὰ τὸν πάρουν μαζί τους,
αὐτοὶ τοῦ ἀπάντησαν: Ἐὰν θέλεις, πᾶμε.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Κατὰ τὴν ἁγιορείτικη παράδοση,
ὅποιος μπαίνει σὲ ἕνα ἁγιορείτικο Μοναστῆρι γιὰ μία πανήγυρη, πηγαίνει πρῶτα στὸ
ἀρχονταρίκι. Ἐκεῖ, κάποιος ὁ ὁποῖος διακονεῖ, προσφέρει ῥακί, ἕνα φλιτζάνι
ἑλληνικὸ καφέ, καὶ κρύο νερό. Ἔπειτα, οἱ προσκυνητὲς κατευθύνονται πρὸς τὴν
Τράπεζα γιὰ ἕνα γεῦμα πρὶν τὴν ἀγρυπνία. Γιὰ τὸν π. Ἰεσσαί, πάντως, τὰ γεγονότα
ἐξελίχθηκαν διαφορετικά. Καθὼς εἰσῆλθε στὴν Μονή, ἔχασε τοὺς συνταξιδιῶτές του
μέσα στὸ πλῆθος. Ἐκεῖνοι ξέχασαν ὅτι αὐτὸς ἦταν ἀσυνήθιστος στὴν ἁγιορείτικη
παράδοση καὶ ξέχασαν νὰ τὸν ἀναζητήσουν. Δὲν εἶχε φάει τίποτα ὅλη τὴν ἡμέρα καὶ
πεινοῦσε ὑπερβολικά. Μὴ γνωρίζοντας ὅτι κάποιος θὰ τὸν προσκαλοῦσε στὴν Τράπεζα
τῆς Μονῆς καὶ ἀκούγοντας πὼς χτυποῦσαν ἤδη γιὰ τὴν ἀγρυπνία, πῆγε στὴν ἐκκλησία
ἀνάμεσα σὲ μία ὁμάδα προσκυνητῶν. Ὑπέθεσε, ὅτι πρὸς τιμὴν τοῦ μεγάλου Προφήτου
καὶ Βαπτιστοῦ Ἰωάννη τοῦ Προδρόμου, θὰ ἦταν αὐστηρὴ νηστεία στὸ Μοναστήρι καὶ οἱ
ἀδελφοὶ ἐπίσης δὲν θὰ ἔτρωγαν τίποτα.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Τὸ μῆκος τῆς ἀκολουθίας τὸν
ἐξέπληξε, γιατὶ τὸ βράδυ εἶχε περάσει καὶ ἡ ἀγρυπνία συνεχιζόταν. Τελείωσε μόλις
δύο ὧρες πρὶν τὴν ἀνατολή. Ὀ π. Ἰεσσαί, συλλογίστηκε: Θὰ προσφέρουν ἄραγε τίποτα
νὰ φᾶμε; Θὰ συνεχίσουν νὰ νηστεύουν πάλι τώρα; Ἀλλὰ τότε ἄρχισε ἡ Λειτουργία.
Μόλις μετά, ὅλοι πῆγαν στὴν Τράπεζα καὶ ὁ π. Ἰεσσαί, ἀκολούθησε τοὺς ὑπολοίπους.
Ἡ ἡμέρα τῆς πανηγύρεως τοῦ ἔμεινε χαραγμένη σὰν μία μεγάλη πνευματικὴ παρηγοριά.
Τοῦ ἄρεσε ἡ τάξη τῆς ἀκολουθίας, ὁ τρόπος ζωῆς τῶν μοναχῶν, καὶ ἡ αὐστηρότητα
καὶ ἡ ἁρμονία σὲ κάθε τι τόσο πολύ, ποὺ ἀποφάσισε νὰ παραμείνει στὸ
Μοναστῆρι.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Κατὰ τὴν τρίτη ἡμέρα τῆς
πανηγύρεως, ὁ ξενοδόχος ἀδελφός, τὸν ῥώτησε γιατὶ δὲν ἔφυγε μὲ τοὺς ἄλλους.
Αὐτὸς ἀπάντησε, ὅτι θὰ ἤθελε νὰ μείνει παραπάνω στὸ μοναστῆρι μελετώντας τὸν
τρόπο τῆς μοναχικῆς ζωῆς καὶ ὁ ξενοδόχος ἀδελφός, τοῦ ἀπάντησε ὅτι ἔπρεπε νὰ
πάρει εὐλογία ἀπὸ τὸν ἡγούμενο γιὰ κάτι τέτοιο. Ὁ π. Ἰεσσαί, πῆγε στὸν ἡγούμενο,
ὁ ὁποῖος μιλοῦσε τουρκικὰ καλά, καὶ ἐξήγησε σὲ αὐτόν, ὅτι τοῦ ἄρεσε ἡ αὐστηρὴ
γραμμὴ τῆς Μονῆς τους καὶ ζητοῦσε εὐλογία νὰ ζῆσει ἐκεῖ καὶ νὰ μελετήσει τὴν
μοναχική τους ζωή. Ὁ ἡγούμενος Στέφανος, βλέποντας τὴν μυϊκή του δύναμη,
συμφώνησε νὰ τὸν κρατήσει λέγοντάς του ὅτι χρειαζόταν ἐργατικὰ χέρια. Τοῦ ἔδωσε
τὸ διακόνημα νὰ ἐργάζεται στὴν κουζίνα.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Στὴν Διονυσίου ὁ π. Ἰεσσαί, βρῆκε
τὸν παλιό του φίλο, τὸν π. Βενέδικτο τὸν Γεωργιανό, ὁ ὁποῖος ζοῦσε δίπλα στὸ
Μοναστήρι, σὲ ἕνα ἐρημητήριο. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς τοῦ
1821 ἔλαβαν τὸ μεγάλο σχῆμα μαζί. Κατὰ τὴν κουρά, ὁ π. Ἰεσσαί, ἔλαβε τὸ ὄνομα
Ἱλαρίων. Ἂν καὶ ἔγινε μοναχὸς πιὸ πρὶν ὁ π. Ἰεσσαί, συμπεριφερόταν στὸν π.
Βενέδικτο σὰν ἀρχαιότερός του, εἰδικὰ ὅσον ἀφορᾷ τὶς πνευματικὲς ἀσκήσεις.
Καινούρια μοναστικὰ ἐνδύματα εἶχαν ἑτοιμαστεῖ γιὰ τὴν κουρά, ἀλλὰ ὁ π. Ἱλαρίων
ἀρνήθηκε νὰ τὰ φορέσει καὶ ζήτησε νὰ ντυθεῖ μὲ τὰ κουρελιασμένα του
ῥάσα.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Παρὰ τὴν διακονία στὴν κουζίνα
καὶ στὴν Τράπεζα, τοῦ π. Ἰεσσαί, τοῦ ζητοῦσαν νὰ βοηθάει στὶς πιὸ δύσκολες
διακονίες. Τὸν ἔστελναν νὰ καλλιεργήσει τὰ ἀμπέλια τῆς Μονῆς στὸ Μονοξυλίτη, ὁ
ὁποῖος βρίσκεται μακριὰ ἀπὸ τὴν Μονή, στὰ ὅρια τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Πάντα ἦταν παρὼν
στὰ πιὸ δύσκολα καὶ ἐπίμαχα διακονήματα. Στοὺς ἀμπελῶνες ἔπαιρνε τὸ πιὸ μεγάλο
φτυάρι, καὶ μὲ δύναμη τὸ βύθιζε στὸ ἔδαφος, καὶ ἔσκαβε μὲ τέτοιο τρόπο ποὺ
κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ τὸν μιμηθεῖ. Ἀφοῦ ἔφερνε ἀκούραστα τὴν ὑπακοή του εἰς
πέρας, ὁ π. Ἱλαρίων ἐνδυναμώθηκε ἀπὸ τὸν Κύριο μὲ φυσικὴ δύναμη καὶ ζῆλο μαζὶ
γιὰ ἀσκητικὰ ἀθλήματα.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Ἂν καὶ δὲν γνώριζε ἑλληνικά, οἱ
πατέρες ἀγάπησαν τὸν π. Ἱλαρίωνα γιὰ τὴν ὑποδειγματική του ἀγάπη γιὰ ἐργασία,
τὴν πραότητά του καὶ τὴν ἀσκητική του ζωή. Ζώντας στὴν Μονὴ Διονυσίου, κάτω ἀπὸ
φτωχικὰ ἐνδύματα ἑνὸς ἁπλοῦ Γεωργιανοῦ καὶ πραγματικὰ ἀκτήμονας, ὁ π. Ἱλαρίων
δὲν κλείδωσε τὸ κελλί του. Κάποτε, ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς, μπῆκε στὸ κελλί του
ἐνῷ αὐτὸς ἀπουσίαζε καὶ βλέποντας ἕνα κονσερβοκοῦτι ἀπὸ περιέργεια τὸ ἄνοιξε.
Πρὸς μεγάλη του ἔκπληξη βρῆκε ἕνα ῥωσσικὸ διαβατήριο καὶ ἕνα αὐτοκρατορικὸ
τούρκικο διάταγμα ποὺ ἀποκάλυπταν ὅτι ὁ φερόμενος ἦταν ἱερεύς. Ἀμέσως ἐνημέρωσε
τὸν ἡγούμενο, ὁ ὁποῖος κάλεσε τὸν π. Ἱλαρίωνα καὶ τὸν ῥώτησε τὶ φύλαγε μέσα στὸ
κονσερβοκοῦτι. Ὁ π. Ἱλαρίων ἀπάντησε ὅτι ἦταν τὸ διαβατήριό του. Ὁ ἡγούμενος τοῦ
ζήτησε νὰ προσκομίσει τὰ ἔγγραφα σὲ αὐτόν. Ὁ π. Ἱλαρίων, ἐλπίζοντας ὅτι κανένας
δὲν γνώριζε νὰ διαβάζει ῥωσσικὰ καὶ τουρκικά, τὰ ἔφερε στὸν ἡγούμενο. Πρὸς
μεγάλη του λύπη, ἕνας μοναχὸς γνώριζε τουρκικά, καὶ μποροῦσε νὰ διαβάσει τὸ
τουρκικὸ ἔγγραφο. Κατὰ αὐτὸν τὸν τρόπο ὅλοι ἔμαθαν ὅτι ἦταν ἱερέας. Ὁ π. Ἱλαρίων
ἔπεισε τοὺς ἀδελφούς, νὰ μὴν τὸ ποῦν σὲ κανέναν.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Ὁ π. Ἱλαρίων πέρασε δύο περίπου
χρόνια φέρνοντας σὲ πέρας δύσκολες ἐργασίες μὲ ἀγάπη καὶ αὐταπάρνηση. Πάντως τὸ
προβλημάτιζε ὅτι δὲν ἤξερε ἑλληνικά, καὶ κατ᾿ ἐπέκταση δὲν μποροῦσε νὰ μελετήσει
τὸ εὐαγγέλιο καὶ νὰ καταλάβει τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἐξαιτίας αὐτοῦ τοῦ γεγονότος ἡ
ψυχή του εἶχε ἀτονήσει. Ἔτσι ἀποκάλυψε τοὺς λογισμούς του στὸν ἡγούμενο καὶ
ζήτησε εὐλογία νὰ ἐπισκεφθεῖ τὴν Μονὴ Ἰβήρων, καθότι ἐκεῖ θὰ μποροῦσε νὰ ζητήσει
μερικὰ ἀπὸ τὰ πολλὰ βιβλία ποὺ ὑπῆρχαν στὴν Γεωργιανὴ γλώσσα. Ὁ ἡγούμενος τοῦ
ἔδωσε εὐλογία καὶ ὁ π. Ἱλαρίων ἔφυγε γιὰ τὴν Ἰβήρων μὲ τὴν συνήθη παλιὰ καὶ
λερωμένη περιβολή του.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Φθάνοντας στὴν Μονὴ Ἰβήρων,
σταμάτησε νὰ προσευχηθεῖ μπροστὰ στὴν θαυματουργὴ Εἰκόνα τῆς Θεοτόκου. Ἦταν
βράδυ τότε, καὶ οἱ μεγαλύτεροι πατέρες καθόταν στὴν εἴσοδο τῆς Μονῆς. Μεταξὺ
αὐτῶν ἦταν καὶ ἕνας ἀρχιμανδίτης, μὲ τὸν ὁποῖο ὁ π. Ἱλαρίων εἶχε ἐξοικειωθεῖ
ὅταν ἦταν ἀκόμα στὴν Μόσχα. Μόλις αὐτὸς εἶδε τὸν π. Ἱλαρίωνα ἀμέσως τὸν
ἀναγνώρισε. Πρὸς ἔκπληξη πάντων, πῆγε γρήγορα καταπάνω του καὶ ἄρχισε νὰ τοῦ
φιλᾶ τοὺς ὤμους καὶ τὰ χέρια του, φωνάζοντας ἐν τῷ μεταξύ: Ὤ! Ὤ! Παπα-Ἰεσσαί,
παπα-Ἰεσσαί! Ὁ Ἅγιος Πνευματικός. Ὁ Πνευματικὸς τῶν ἀνακτόρων! Συγχυσμένος ἀπὸ
ἕναν τέτοιο ἀσυνήθιστο χαιρετισμό, ὅλοι σηκώθηκαν καὶ πλησίασαν τὸν ἐπισκέπτη
μοναχό. Ὁ ἀρχιμανδίτης κρατώντας τὸν π. Ἱλαρίωνα ἀπὸ τὸ χέρι, τὸν συνέστησε
στοὺς πατέρες λέγοντας: Αὐτὸς εἶναι ὁ π. Ἰεσσαί, ὁ πνευματικὸς τῶν ἀνακτόρων,
τὸν ὁποῖο εἶχα τὴν τιμὴ νὰ συναντήσω στὴν Μόσχα στὸ Παλάτι τῆς Βασίλισσας τῆς
Ἰμερέτης. Οἱ ἔκπληκτοι μοναχοί, τὸν ὁδήγησαν μέσα στὴν Μονή, ὅπου ὅλοι ἔμειναν
κατάπληκτοι ἀπὸ μία τέτοια ἀποκάλυψη, εἰδικὰ ἐκεῖνοι οἱ ἀδελφοί, οἱ ὁποῖοι τὸν
εἶχαν δεῖ σὰν ἕναν φτωχὸ νεοφερμένο δύο χρόνια πιὸ πρίν. Ὁ ἀρχιμανδίτης ὁδήγησε
τὸν π. Ἱλαρίωνα στὸν τόπο διαμονῆς του καὶ γιὰ τρεῖς μέρες δὲν τὸν ἄφηνε νὰ
φύγει, ἱκετεύοντάς τον νὰ μείνει στὴν Μονή τους. Προσέφερε στὸν π. Ἱλαρίωνα τὰ
καλύτερα κελλιὰ τοῦ Μοναστηριοῦ, νὰ συντηρεῖται ἀπὸ τὴν Μονή, καὶ νὰ τὸν
διακονοῦν ἀδελφοί. Ἔχοντας πειστεῖ ὅτι ὁ π. Ἱλαρίων δὲν θὰ ἀναπαυόταν, τοῦ ἔδωσε
τὰ γεωργιανὰ βιβλία ποὺ ζήτησε καὶ λυπημένα τὸν ἄφησε νὰ ἀναχωρήσει.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Μὲ ἕναν ντορβὰ στοὺς ὤμους του, ὁ
π. Ἱλαρίων ἐπέστρεψε στὴν Διονυσίου, μὴ περιμένοντας ὅτι ἡ ἀληθινὴ ταυτότητά του
εἶχε ἤδη γίνει γνωστὴ ἐκεῖ. Ἡ φήμη ὅτι ὁ πνευματικὸς τῶν ἀνακτόρων κρυβόταν στὴν
Μονὴ Διονυσίου, κάτω ἀπὸ τὴν ἐνδυμασία ἑνὸς ἁπλοῦ μοναχοῦ, εἶχε ἤδη διαδοθεῖ σὲ
ὅλο τὸ Ἅγιον Ὄρος. Στὴν εἴσοδο τῆς Μονῆς ὁ πορτάρης τοῦ ἔβαλε μετάνοια μὲ
σεβασμό, τὸν χαιρέτησε σὰν Γέροντα καὶ εἰδοποίησε τὸν ἡγούμενο. Ὁ τελευταῖος τὸν
συνάντησε μὲ ἀνοιχτὲς ἀγκάλες, κατηγορώντας τον μὲ ἕναν ἀδελφικὸ τρόπο γιατὶ δὲν
τοὺς ἀποκάλυψε τὴν ἰδιότητά του νωρίτερα. Ὁ π. Ἱλαρίων ἐνοχλήθηκε ἀπὸ μία τέτοια
ὑποδοχή, καὶ εἶπε: Ἡ ἐπίσκεψή μου στὴν Μονὴ Ἰβήρων, δὲν ἦταν γιὰ ὄφελός μου. Θὰ
ἦταν καλύτερα ἂν δὲν εἶχα πάει ἐκεῖ, λόγω τοῦ ὅτι ἦρθα στὸ Ἅγιον Ὄρος γιὰ νὰ
κλάψω τὶς ἁμαρτίες μου, καὶ ἦταν πολὺ πιὸ καλὰ γιὰ μένα νὰ ζῶ στὴν ἀτίμωση, παρὰ
τώρα. Ὁ ἡγούμενος δὲν τὸν ἄφηνε τώρα νὰ κάνει τὶς προηγούμενες διακονίες, ἀλλὰ
τοῦ ζήτησε νὰ πάρει ἐξ ὁλοκλήρου πάνω του τὸ καθήκον τοῦ πνευματικοῦ. Ὁ π.
Ἱλαρίων πάντως, ἀποφασιστικὰ τοῦ ἀρνήθηκε κάτι τέτοιο, καὶ ἐπίμονα τοῦ ζήτησε νὰ
μὴ τοῦ στερήσει τὴν εὐκαιρία νὰ ὑπηρετήσει τοὺς ἀδελφούς. Κατευθύνθηκε πρὸς τὴν
κουζίνα ἀλλὰ γρήγορα ἔφυγε καθὼς ὁ σεβασμὸς ὅλων τὸν ἀκολουθοῦσε ὅπου καὶ νὰ
πήγαινε. Οἱ πατέρες δὲν τὸν ἄφηναν νὰ ἐκπληρώσει τὶς προηγούμενες διακονίες του,
ἀλλὰ προσπαθοῦσε νὰ κάνει κάτι τέτοιο σὲ κάθε περίσταση, σηκώνοντας φορτία,
μεταφέροντας νερὸ καὶ ξύλα γιὰ τὴν φωτιά, προλαμβάνοντας τὸν ἡγούμενο. Αὐτὸ
ἔλαβε τέλος ὅταν ἄφησε τὴν κουζίνα καὶ ἀνέλαβε ἕνα διακόνημα σὲ ἕνα ἀπομονωμένο
κελλί, κοντὰ στὴν Μονή.</span><br />
<div align="center" class="MsoNormal" style="text-align: center;">
<span style="color: black; font-size: 16pt;">
<hr align="center" size="2" width="50%" />
</span></div>
<h2>
<span style="color: #c00000; font-family: Courier New; font-size: 10pt; font-weight: normal;">o<span style="font: 7pt 'Times New Roman';"> </span></span><span style="font-family: 'Times New Roman'; font-size: 16pt;">Ε´. Ὁμολογητὴς τῆς
πίστεως</span></h2>
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Τὸ 1821, σὰν ἀποτέλεσμα τῆς
ἑλληνικῆς ἐξέργεσης, οἱ Τοῦρκοι ἄρχισαν μία σειρὰ ἀπὸ ἀντίποινα καὶ διώξεις. Τὸ
χριστιανικὸ αἷμα κυλοῦσε σὰν ποτάμι, καθότι οἱ Τοῦρκοι ἤθελαν νὰ καταστείλουν
τὴν ἐπανάσταση μὲ τὴν δύναμη τῶν ὅπλων. Μιᾶς καὶ τὸ Ἅγιον Ὄρος εἶχε ὑποστηρίξει
αὐτὴ τὴν ἐξέργεση, ὑποβλήθηκε ἐπίσης στὶς φοβερὲς συνέπειες τοῦ πολέμου. Τὸ
1822, ὁ κυβερνήτης τῆς Θεσσαλονίκης, Ἀμπντοὺλ Ῥομποὺτ Πασᾶς, κατευθύνθηκε πρὸς
τὸν Ἅγιον Ὄρος ἀπὸ τὴν Κασσάνδρα, μὲ ἕναν μεγάλο στρατό, καὶ στρατοπέδευσε στὴν
Κουμίτσα, στὸν ἰσθμὸ πλησίον τῶν συνόρων τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ὁ πασᾶς ἔστειλε ἔπειτα
μία διαταγή, ὅτι ὁ ἡγούμενος κάθε μοναστηριοῦ πρέπει νὰ ἐμφανιστεῖ ἐνώπιόν του
μὲ μεταμέλεια. Σὲ περίπτωση ποὺ θὰ ἀρνηθοῦν, ὁρκίστηκε νὰ καταλάβει τὸ Ἅγιον
Ὄρος καὶ νὰ καταστρέψει τὰ μοναστήρια. Οἱ ἡγούμενοι, γνωρίζοντας τὴν σκληρότητα
τῶν Τούρκων καὶ τὸν φανατισμὸ ποὺ ἔδειξαν κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ξεσηκωμοῦ,
ἀποφάσισαν νὰ μὴν ἔμφανιστοῦν ἐνώπιον τοῦ πασᾶ, καλὰ ἐνημερωμένοι ἀπὸ πρίν, ὅτι
δὲν θὰ παρέμεναν ζωντανοί.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Ὁ ἡγούμενος Στέφανος τῆς Μονῆς
Διονυσίου, δὲν ἤθελε νὰ ἐμφανιστεῖ αὐτοπροσώπως μπροστὰ στὸν πασά, καὶ ζήτησε
ἀπὸ τὸν π. Ἱλαρίωνα νὰ πάρει τὴν θέση του. Ὁ π. Ἱλαρίων μὲ χαρὰ δέχτηκε
λέγοντας: Δὲν φοβᾶμαι τοὺς Τούρκους. Ἀλλὰ αὐτὴ τὴν φορά, τὸν προειδοποίησε ὁ
ἡγούμενος δὲν εἶναι τὸ ἴδιο. Ὅταν οἱ ἀπεσταλμένοι θὰ ἀναχωροῦσαν γιὰ νὰ
συναντήσουν τὸν πασά, τότε ὅλοι οἱ ἀδελφοὶ θὰ ἔφευγαν ἀπὸ τὰ μοναστήρια,
παίρνοντας μαζί τους ὅλα τὰ πολύτιμα καὶ ἅγια κειμήλια, γιὰ τὰ ὁποῖα περίμεναν
οἱ βάρκες. Αὐτὸ δὲν θὰ περνοῦσε ἀπαρατήρητο ἀπὸ τοὺς Τούρκους, καὶ αὐτοὶ φυσικά,
ἀπὸ ἐκδίκηση, θὰ σκότωναν προφανῶς τοὺς ἀπεσταλμένους. Ὁ π. Ἱλαρίων ἐξέφρασε
πλήρη προθυμία γιὰ ὁ,τιδήποτε συνέβαινε, ἐφόσον εἶχε καὶ ἀπὸ καιρὸ σφοδρὴ
ἐπιθυμία νὰ ἀκολουθήσει τὸν δρόμο τοῦ μαρτυρίου γιὰ τὸν Χριστό. Ὁ ἡγούμενος
εἶπε: Τώρα εἶναι ἡ πιὸ κατάλληλη στιγμή, γιὰ αὐτό, ἀξιοποίησέ την γιὰ τὸ κοινὸ
καλό. Τὸν συνόδευαν μαζί, ἄλλοι δύο ἀδελφοί, ὁ ἱερομόναχος Παντελεήμων καὶ
κάποιος ἄλλος μοναχός.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Φθάνοντας στὴν Κουμίτσα, οἱ
ἀπεσταλμένοι παρουσιάστηκαν μπροστὰ στὸν πασά, μὲ ἕνα γράμμα ἀπὸ τὴν Ἱερὰ
Κοινότητα, στὸ ὁποῖο ἀναφέρονταν ποιοὶ εἶναι οἱ ἀντιπρόσωποι τῶν μοναστηριῶν. Ὁ
πασᾶς ἄρχισε νὰ διαβάζει καὶ ὅταν ἔφθασε στὸ ὄνομα τοῦ π. Ἱλαρίωνος σταμάτησε,
κοίταξε πρὸς τοὺς πατέρες, καὶ ῥώτησε ποίος ἦταν ὁ Γεωργιανός. Ὕστερα,
ἀπευθυνόμενος σὲ αὐτὸν στὰ Γεωργιανά, ὁ πασᾶς ἀνακάλυψε ὅτι ὁ π. Ἱλαρίων ζοῦσε
στὴν γειτονικὴ ἐπαρχία ἀπὸ τὸν τόπο καταγωγῆς του, τὴν Ἀπχαζία. Στὴν
πραγματικότητα ζοῦσαν σὲ γειτονικὲς πόλεις, καὶ ὁ π. Ἱλαρίων γνώριζε τὸ σπίτι
τοῦ πασᾶ ἀρκετὰ καλά. Ὁ πασᾶς κατὰ τὴν καταγωγή, ἦταν γιὸς ἑνὸς ὀρθόδοξου
ἱερέως. Κατὰ τὴν νεότητά του, πουλήθηκε στοὺς Τούρκους καὶ προσηλυτίστηκε ἀπὸ
αὐτοὺς στὸ Ἰσλάμ.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Δηλαδή, εἴμαστε πατριῶτες· εἶπε ὁ
πασᾶς. Πόσο καιρὸ ζεῖς ἐδῶ καὶ γιατί ἦρθες;</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Ὁ γέροντας ἀπάντησε: Ἦρθα γιὰ νὰ
προσεύχομαι στὸν Θεό, καὶ ζῶ ἐδῶ τρία χρόνια.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Ὁ πασᾶς τότε ἄρχισε νὰ μιλάει
στὸν π. Ἱλαρίωνα στὰ τούρκικα: Γιατί ἦρθες καὶ μπλέχτηκες μὲ αὐτοὺς τοὺς
κλέφτες; Γιατί, ἐσὺ ἕνας ἀξιότιμος καὶ εὐγενὴς ἄνθρωπος, ἀνακατεύτηκες μὲ αὐτοὺς
τοὺς ἀχρείους; Ἔβρισε ἀνελέητα τὸ Ἅγιον Ὄρος, τοὺς μοναχούς του καὶ
παρουσιάζοντας σὲ αὐτὸν διάφορα ἐπιχειρήματα προσπαθοῦσε νὰ τὸν πείσει νὰ
ἀπαρνηθεῖ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Μεταξὺ ἄλλων τοῦ ἀποκάλυψε ὅτι εἶχε ἔρθει μὲ τὴν
διάθεση νὰ σκοτώσει ὅλους τοὺς μοναχοὺς τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἀλλὰ λυπᾶται αὐτὸν μιᾶς
καὶ ἦταν συμπατριώτης του καὶ μάλιστα ἀριστοκράτης καὶ δὲν θέλει νὰ πάθει καὶ
αὐτὸς τὸ ἴδιο. Προσπαθώντας νὰ πείσει τὸν π. Ἱλαρίωνα νὰ ἐγκαταλείψει τὸν Ἄθωνα,
τοῦ προσέφερε σπίτι κοντὰ στὴν Θεσσαλονίκη, κάθε προστασία, βοήθεια καὶ χρήματα
ἀπὸ τὸν σουλτάνο γιὰ νὰ ἐγκατασταθεῖ ὅπου τοῦ ἄρεσε, ἀκόμη καὶ στὴν πατρίδα του.
Ὁ π. Ἱλαρίων ἀνταπάντησε, ὅτι εἶχε ἔρθει στὸ Ἅγιον Ὄρος γιὰ νὰ σώσει τὴν ψυχή
του καὶ δὲν χρειαζόταν τίποτα.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Ἔπειτα, ὁ πασᾶς ἄρχισε νὰ
βλασφημεῖ τὴν ὀρθόδοξη πίστη, λέγοντας: Εἶναι τρελλὸ γιὰ ἕναν χριστιανὸ νὰ
πιστεύει πὼς μία παρθένος γέννησε Θεό. Πῶς θὰ μποροῦσε μία ἀνθρώπινη κοιλιὰ νὰ
χωρέσει ἕναν Θεό, καὶ ἀφοῦ γεννήσει μετὰ νὰ παραμείνει παρθένος; Σὲ αὐτὸ ὁ π.
Ἱλαρίων ἀντέτεινε πώς: Δὲν μπορεῖς νὰ καταλάβεις τὸ μυστήριο τῆς ἐναθρωπήσεως
τοῦ Θεοῦ. Ἡ κατανόηση αὐτοῦ εἶναι δώρο ἀπὸ τὸν Θεό, καὶ ὅποιος τὸ κατέχει αὐτὸ
μπορεῖ νὰ ἀντιληφθεῖ πὼς μία παρθένος γέννησε τὸν Σωτῆρα τοῦ κόσμου! Ἀλλὰ θὰ στὸ
ἐξηγήσω. Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ τὰ λόγια ὁ πασᾶς πηγαινοερχόταν πέρα δῶθε γρήγορα μπροστὰ
ἀπὸ τὴν σκηνή του. Οἱ παραμένοντες ἀντιπρόσωποι τῶν μοναστηριῶν ἀντιλήφθηκαν ὅτι
ἡ συγκεκριμένη συζήτηση δὲν θὰ ὁδηγοῦσε πουθενά, διακριτικά, πῆγαν πίσω ἀπὸ τὸν
π. Ἱλαρίωνα καὶ τοῦ σιγοψιθύρισαν: Δὲν εἶναι ὥρα τώρα γιὰ τέτοιες διαφωνίες,
γιατὶ μπορεῖ νὰ ἐξοργίσεις τὸν πασά, καὶ νὰ χάσεις τὴν ζωή σου ἢ νὰ βασανιστεῖς
ὄχι μόνο ἐσύ, ἀλλὰ καὶ ὅλοι ὅσοι παρέμειναν στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἐὰν δὲν λυπᾶσαι τὸν
ἑαυτό σου, τουλάχιστον λυπήσου τοὺς ἁγίους πατέρας στὸ Ἅγιον Ὄρος ποὺ θὰ ἔχουν
νὰ ἀντιμετωπίσουν ἕνα τέτοιο εἴδους τέλος. Ἀφοῦ ἔπεισαν τὸν π. Ἱλαρίωνα, μίλησαν
μὲ τὸν πασᾶ καὶ τοῦ παρέδωσαν τὰ δῶρα ποὺ τοῦ ἔφεραν.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Ὁ πασᾶς ἄφησε ἐλεύθερο τὸν π.
Ἱλαρίωνα νὰ πάει ὅπου αὐτὸς ἤθελε, ἀλλὰ ἔκλεισε τοὺς ἄλλους ἀντιπροσώπους στὴν
φυλακή, στὴν Θεσσαλονίκη. Ἔστειλε τοὺς νέους ἀπὸ τὸν Ἄθωνα ἐπίσης στὴν
Θεσσαλονίκη γιὰ νὰ προετοιμαστοῦν νὰ ἀσπαστοῦν τὸ Ἰσλάμ, οἱ ὁποῖοι ἦσαν
περισσότεροι ἀπὸ τριακόσιοι τὸν ἀριθμό. Ὁ ἴδιος ὁ πασᾶς πῆγε στὴν Νάουσα, ἐκεῖ
ὅπου πρόσφατα εἶχε ἀρχίσει μία ἐξέγερση. Ἐκεῖ κατέσφαξε ἕνα πλῆθος ἀπὸ
χριστιανούς.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Μόλις ἐπέστρεψε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὁ
π. Ἱλαρίων θρηνοῦσε ποὺ δὲν εἶχε ἀντιμετωπίσει μὲ ἐπιτυχία τὶς βλασφημίες τοῦ
πασᾶ. Ὁ τελευταῖος ἔμεινε σὰν νὰ ἦταν ὁ νικητής. Λυπήθηκε πάρα πολύ, σὰν ἄκουσε
τὶς κτηνώδεις πράξεις τοῦ πασᾶ στὴν Νάουσα. Μία φλόγα θείου ζήλου τὸν κατέτρωγε,
ἔτσι θερμοπαρακάλεσε τὸν ἡγούμενο Στέφανο νὰ τοῦ ἐπιτρέψει νὰ πάει στὴν
Θεσσαλονίκη γιὰ νὰ συζητήσει μὲ τὸν πασά. Ὁ ἡγούμενος τὸν ῥώτησε ἂν εἶχε μέσα
του ἀρκετὸ κουράγιο καὶ δύναμη καὶ ἂν εἶχε τὴν ἱκανότητα νὰ ὑπομείνει τὰ
παρατεταμένα βασανιστήρια καὶ τὸν ἴδιο τὸν θάνατο. Ὁ π. Ἱλαρίων ἀπάντησε ὅτι
ἦταν ἕτοιμος γιὰ ὁ,τιδήποτε μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Ἀκόμη στὴν Κουμίτσα τὸ εἶχε
ἀποδείξει αὐτό, ποὺ εἶχε ἀρχίσει νὰ κατηγορεῖ τὸν πασά, ἀλλὰ οἱ ἀντιπρόσωποι δὲν
τὸν ἄφησαν νὰ τελειώσει. Ὁ ἡγούμενος Στέφανος χωρὶς κανέναν ἐνδοιασμὸ τὸν
εὐλόγησε, ἀπολύοντάς τον μὲ τὴν εὐχὴ τοῦ Κυρίου καὶ τῆς Θεοτόκου. Ἀφοῦ ζήτησε
τὶς προσευχὲς τῶν πατέρων ὁ π. Ἱλαρίων πῆγε στὴν Θεσσαλονίκη μὲ τὰ πόδια καὶ
ἔφθασε κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ τούρκικου ῥαμαζανιοῦ, σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖο οἱ
Τοῦρκοι νηστεύουν ὅλην τὴν ἡμέρα, ἀλλὰ ἀρχίζουν τὸ φαγοπότι μετὰ τὴν δύση τοῦ
ἡλίου.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Στὶς πύλες τῆς κατοικίας τοῦ
πασᾶ, ὁ γέροντας ζήτησε ἀπὸ τὸν φρουρό, νὰ ἐνημερώσει τὸν πασά, ὅτι ὁ π. Ἱλαρίων
ὁ Γεωργιανός, ἐπιθυμοῦσε νὰ μιλήσει μαζί του. Μέσα, οἱ προϊστάμενοι Τοῦρκοι
προύχοντες, καθὼς καὶ ἄλλοι ξένοι ἀξιωματοῦχοι· ὅπως Ἄγγλοι, Γάλλοι, Ἑβραῖοι καὶ
Ἀρμένιοι, εἶχαν συγκεντρωθεῖ. Τὸ βράδυ πλησίαζε καὶ γρήγορα θὰ ἄρχιζαν τὸ
συμπόσιό τους. Ὅταν ἐνημέρωσαν τὸν πασᾶ γιὰ τὴν ἄφιξη τοῦ π. Ἱλαρίωνος, εἶπε γιὰ
νὰ τὸν ἀκούσουν ὅλοι: Ὤ! Εἶναι ὁ παπάς, ποὺ τὸν ἔπεισα γιὰ τὴν κενότητα τοῦ
χριστιανικοῦ πιστεύω, καὶ ἦρθε ἐδῶ γιὰ νὰ λάβει τὴν πίστη τοῦ μεγάλου προφήτη.
Καλέστε τον!</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Μὲ τὴν κλήτευση, ὁ π. Ἱλαρίων
μπῆκε. Ἀντικρίζοντας τὸν πασᾶ νὰ κάθεται σὲ ἕνα ντιβάνι καὶ ὅλοι οἱ ἀξιωματοῦχοι
νὰ στέκονται μπρός του, τοῦ ἀπέδωσε τὸν ὀφειλόμενο σεβασμό. Ὁ πασάς, μὲ χαρὰ τοῦ
ἀπευθύνθηκε: Ὢ! Παπᾶ-Ἱλαρίων! Καλῶς ἦρθες! Προφανῶς ἔρχεσαι ἐξαιτίας τῆς
συζήτησής μας σχετικὰ μὲ τὴν πίστη; Ἀπάντησε ὁ π. Ἱλαρίων: Ναί. ἦταν κυρίως τὰ
λόγια σας ποὺ μὲ ἔκαμαν νὰ ἔρθω ἐδῶ κατευθείαν, μιᾶς καὶ στὴν Κουμίτσα δὲν μὲ
ἄφησαν νὰ τελειώσω τὴν συζήτησή μας. Γιὰ μένα εἶναι μεγάλη ἱκανοποίηση ποὺ
βρίσκω τοὺς προύχοντες τῆς Θεσσαλονίκης μαζί σας. Εἶπε ὁ πασᾶς: Εἶναι καὶ δική
μου χαρά, νὰ σὲ δῶ καὶ νὰ μιλήσουμε αὐτὴ τὴν μέρα τῆς γιορτῆς μας.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Ἔπειτα κάθισε ὁ π. Ἱλαρίων δίπλα
του στὸ ντιβάνι, ἐνῷ ὅλοι οἱ ἀξιωματοῦχοι συνέχισαν νὰ κάθονται ὄρθιοι μπροστά
τους. Ὁ π. Ἱλαρίων τότε συνέχισε τὴν συζήτησή τους ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ εἶχαν
σταματήσει: Ἐσύ, ἐξέφρασες ἀμφιβολίες πῶς μία παρθένος θὰ μποροῦσε νὰ γεννήσει
τὸν Θεό, καὶ ἀφοῦ γέννησε παραμένει ἀκόμα παρθένος; Λοιπόν, θὰ σοῦ ἐξηγήσω,
γιατὶ τόσο ἐσύ, ὅσο καὶ ὁ προφήτης σου ὁ Μωάμεθ λέτε ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός,
γεννήθηκε ἀπὸ παρθένο, γεννήθηκε μὲ ἄσπορη σύλληψη καὶ γιὰ αὐτὸ ἡ γέννησή Του ὡς
ἀληθινὸς Θεός εἶναι ἀσύλληπτη. Αὐτὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός, καὶ γιὰ τὴν σωτηρία
τοῦ κόσμου σαρκώθηκε σὰν ἄνθρωπος, ὥστε νὰ ἐξαγοράσει τὸ ἀνθρώπινο γένος ἀπὸ τὴν
πληγὴ τοῦ θανάτου.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Ὁ πασᾶς, διαπιστώνοντας ὅτι ὁ
γέροντας ἦταν σταθερὸς στὴν πίστη του, ἄρχισε νὰ διαφωνεῖ μαζί του καὶ πάνω στὴν
συζήτηση ὁ π. Ἱλαρίων ἀνέφερε τὴν θηριωδία τοῦ πασᾶ στὴν Νάουσα καὶ εἶπε: Δὲν
φοβᾶσαι τὸν Θεό, βασανίζεις ἀθώους χριστιανούς, ἀθώους ἀπὸ κάθε ἀδικία.
Γεννήθηκες ἀπὸ χριστιανοὺς γονεῖς, καὶ ἀκόμη ἐνεργεῖς τόσο βάναυσα σὰν νὰ θέλεις
νὰ καταπνίξεις τὸ βασανιστήριο τῆς συνείδησής σου, ἐξαιτίας τῆς ἀποστασίας σου
ἀπὸ τὸν Χριστό.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Ὁ πασᾶς, γελώντας τοῦ ἀπάντησε:
Ἀπεναντίας, ἤμουν τόσο χαρούμενος ποὺ γλίτωσα ἀπὸ τὴν γελοία χριστιανικὴ πίστη,
ποὺ ἀργότερα, ὅταν ἤμουν ἤδη πασᾶς, καὶ ὅταν ὁ ἄνθρωπος ποὺ μὲ εἶχε κλέψει ἀπὸ
τοὺς γονεῖς μου καὶ μὲ πούλησε στοὺς Τούρκους ἦρθε καὶ μὲ βρῆκε, τοῦ ἔδωσα ἕνα
γερὸ μπαξίσι. Τὸν εὐχαρίστησα γιατὶ μοῦ εἶχε κάνει μία μεγάλη χάρη. Ἐὰν ἡ πίστη
σας ἦταν ἀληθινή, καὶ εὐχαριστοῦσε τὸν Θεό, τότε ὁ Κύριος δὲν θὰ σᾶς εἶχε
παραδώσει στὰ χέρια τῶν ἐχθρῶν σας γιὰ νὰ σᾶς ταπεινώνουν πάντα. Ὁ π. Ἱλαρίων
ἀπάντησε σὲ αὐτὰ τὰ ὑπερήφανα λόγια: Ὅλα τὰ ἀντιλαμβάνεσαι λάθος πασά. Δὲν
παίρνει ὁ πατέρας ἕνα ῥαβδὶ γιὰ νὰ τιμωρήσει τὸ παιδί του ποὺ ἀγαπάει γιὰ τὴν
ἄσχημη συμπεριφορά του; Τὸ κάνει αὐτό, ὄχι γιατὶ ἔχει διώξει τὸ παιδί του ἀπὸ
τὴν καρδιά του, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸ διορθώσει. Ὅταν διαπιστώσει ὅτι τὸ παιδί του ἔχει
διορθωθεῖ, τότε σπάει τὸ ῥαβδί, καὶ τὸ πετάει στὴν φωτιά. Παρομοίως, ὁ Κύριος
χρησιμοποίησε ἐσᾶς γιὰ νὰ μᾶς μαστιγώσει γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας, ἐπιθυμώντας καὶ
περιμένοντας τὴν διόρθωσή μας. Εἴσαστε ἕνα σιδερένιο ῥαβδὶ στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ,
καὶ ὅταν ὁ Κύριος δεῖ τὴν διόρθωσή μας, Αὐτὸς θὰ λειώσει αὐτὸ τὸ ῥαβδί, καὶ θὰ
τὸ πετάξει σὲ μέρος γιὰ τὸ ὁποῖο εἶναι προορισμένο γιὰ αὐτό, σὰν νὰ εἶναι ἕνα
ἄχρηστο πρᾶγμα.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Ἔπειτα, ἐπέπληξε τὸν πασά, γιὰ τὸ
παιδομάζωμα ποὺ ἔκανε στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ὁ πασάς, συνέχισε νὰ ἀκούει τὶς ἐπιθέσεις
του χωρὶς ὀργή, ἀλλὰ ὅταν ἡ μέρα ἔφυγε καὶ ἦρθε ἡ νύχτα, ὁ γέροντας δὲν μποροῦσε
νὰ μιλήσει πλέον. Ὁ πασάς, τοῦ πρότεινε νὰ μείνει μαζί του ἐκεῖνο τὸ βράδυ, ἀλλὰ
ὁ π. Ἱλαρίων, ποὺ δὲν ἔψαχνε κατάλυμα ἀλλὰ μαρτύριο, ἀρνήθηκε τὴν προσφορὰ τοῦ
πασᾶ. Πέρασε ὅλη τὴν νύχτα στὴν αὐλή, ἐλπίζοντας νὰ πετύχει τὸν σκοπό του τὴν
ἑπόμενη μέρα.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Τρεῖς μέρες πέρασαν κατὰ αὐτὸν
τὸν τρόπο, μὲ τὸν γέροντα νὰ ἐπιπλήττει τὸν πασά, ἐλπίζοντας ὅτι ὁ τελευταῖος θὰ
ἐξαναγκαζόταν νὰ δώσει διαταγὴ γιὰ τὸ μαρτύριό του. Μέχρι τώρα ὁ πασάς, παρέμενε
ἀμετακίνητος. Ὁ π. Ἱλαρίων πέρασε τὸ δεύτερο βράδυ του στὸ σπίτι ἑνὸς πραγματικὰ
πιστοῦ χριστιανοῦ, ποὺ ὀνομαζόταν Σπανδώνης, ποὺ μαζὶ μὲ ὅλη του τὴν οἰκογένεια
ἔδειξε θερμὴ φιλοξενία στὸν γέροντα.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Ἕνα ἀπὸ αὐτὰ τὰ βράδια, ἐνῷ ὁ π.
Ἱλαρίων προσευχόταν, προετοιμάζοντας ἔτσι τὸν ἑαυτό του γιὰ μαρτύριο, ἕνας
ὁπλισμένος Τοῦρκος μπῆκε στὸ σπίτι. Ἐκείνη τὴν ἐποχή, ἂν ἤσουν Τοῦρκος
ἐπιτρεπόταν νὰ σκοτώσεις ὁποιονδήποτε χριστιανό. Ἔτσι ὁ Τοῦρκος ἔβγαλε τὸ σπαθί
του καὶ ἤθελε νὰ χτυπήσει τὸν προσευχόμενο γέροντα, λέγοντας: Θὰ σὲ κομματιάσω.
Πάντως, κουνώντας τὸ σπαθί του, δὲν μποροῦσε νὰ πραγματοποιήσει τὴν πρόθεσή του,
τὸ χέρι του ἦταν σὰν νὰ εἶχε πετρώσει καὶ κατὰ κάποιο τρόπο ἀντιστεκόταν.
Κρατώντας τὸ σπαθί του γιὰ πολλὴ ὥρα στὸν ἀέρα, ἔβαλε τὸ σπαθί του στὸ θηκάρι
χωρὶς νὰ βλάψει τὸν γέροντα.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Τὴν τέταρτη μέρα, ὁ π. Ἱλαρίων
προσπάθησε ἀκόμη περισσότερο νὰ θυμώσει τὸν πασά. Ἄρχισε νὰ μιλάει σχετικὰ μὲ
τὴν ἀναλήθεια τοῦ Ἰσλάμ, καὶ τὸν ἱδρυτή του Μωάμεθ. Ἀποκαλώντας τὸν τελευταῖο
ἀπατεῶνα, εἶπε ὅτι ὄχι μόνο ἐκεῖνος χάθηκε, ἀλλὰ καὶ ὁποιοσδήποτε ἄλλος πιστεύει
σὲ αὐτόν, θὰ χαθεῖ. Ποῦ νομίζεις ὅτι θὰ πᾶμε; ῥώτησε ὁ πασάς, γελώντας. Στὸ ἴδιο
μέρος ποὺ ὁ Μωάμεθ σας, θὰ πάει· ἀπάντησε ὁ γέροντας. Καὶ ποῦ εἶναι αὐτό; Στὴν
κόλαση, καὶ σὺ μαζὶ μὲ αὐτόν· ἀπάντησε ὀ π. Ἱλαρίων. Ποιός σύμφωνα μὲ ἐσένα θὰ
σωθεῖ, καὶ θὰ πάει στὸν Παράδεισο; Μόνο ἐκεῖνοι ποὺ πραγματικὰ πιστεύουν στὸν
Θεό, ποὺ βρίσκονται στὴν ἀγκαλιὰ τῆς ὀρθόδοξης πίστης τοῦ Χριστοῦ· ἐκτὸς αὐτῶν,
ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι, Ἑβραῖοι, Ἀρμένιοι, Καθολικοί, καὶ Προτεστάντες, θὰ
καταδικασθοῦν σὲ αἰώνια βασανιστήρια.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Τότε ὅλοι ὅσοι ἦσαν μέσα στὸ
δωμάτιο, κραύγασαν μὲ ὀργή: Θάνατος σὲ αὐτόν! Μετὰ ἀπὸ αὐτὲς τὶς κραυγές, ἦταν
ἀδύνατο στὸ πασᾶ νὰ παραμείνει ἀπαθὴς περισσότερο. Δὲν ἐπιθυμοῦσε τὸν θάνατο τοῦ
γέροντα, ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴν κατηγορηθεῖ σὰν ἀποστάτης ἀπὸ τὸν νόμο τοῦ Μωάμεθ,
διέταξε τὸν ἀποκεφαλισμό του. Κοίτα, μόνος σου τὸ προκάλεσες αὐτό. Δὲν ἔχω πιὰ
καμία ἐξουσία νὰ σὲ ὑπερασπιστῶ. Ἐξαιτίας τῶν τολμηρῶν λόγων ποὺ ξεστόμισες, τὸ
κεφάλι σου θὰ φύγει ἀπὸ τοὺς ὤμους σου.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Ὁ π. Ἱλαρίων, ἀποκάλυψε τὸ κεφάλι
του, ἔσκυψε καὶ εἶπε: Λοιπόν, κόφτο! Δὲν φοβᾶμαι νὰ πεθάνω γιὰ τὴν ἀλήθεια.
Κράτησε τὴν κεφαλή του γερμένη μέχρι ποὺ ὁ ἐκτελεστὴς ἦρθε γιὰ νὰ τὸν ὁδηγήσει
στὸν τόπο τῶν ἐκτελέσεων.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Ἐνῶ γινόνταν προετοιμασίες γιὰ
τὴν ἐκτέλεση, δύο Ἀπχαζιανοὶ φύλακες, τοὺς ὁποίους ὁ πασάς, ἀγαποῦσε γιὰ τὴν
ἀφοσίωσή τους καὶ τὴν πίστη τους, πῆγαν σὲ αὐτόν. Ὁ πασᾶς τοὺς εἶπε γιὰ τὸ
διάταγμά του νὰ ἐκτελέσει τὸν παπὰ ἀπὸ τὴν Γεωργία. Ἐμβρόντητοι, χτύπησαν τὰ
χέρια τους φωνάζοντας: Αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ γίνει, αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ
πραγματοποιηθεῖ! Αὐτὸ εἶναι ντροπὴ γιὰ τὸ πρόσωπό μας. Δὲν θὰ μποροῦμε ποτὲ νὰ
ἐμφανιστοῦμε σὲ αὐτὴν τὴν ἐπαρχία, θὰ λένε ὅτι ἐμεῖς τὸν ἐκτελέσαμε. Αὐτὸ θὰ
εἶναι ἡ αἰώνια ντροπή μας. Μὴ θέλοντας νὰ λυπήσει τοὺς δύο ἀγαπημένους φίλους
του, ὁ πασᾶ παρέδωσε τὸν π. Ἱλαρίωνα στὴν διάθεσή τους.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Πλῆθος ἀκολουθοῦσε τὸν π.
Ἱλαρίωνα καὶ τὸν ἐκτελεστή. Χριστιανοὶ καὶ Τοῦρκοι καὶ ἕνα πλῆθος ἀπὸ Ἑβραίους.
Περπατώντας μέσα ἀπὸ τοὺς δρόμους, τὸ πλῆθος συνέχιζε νὰ μεγαλώνει καὶ στὴν
κεντρικὴ πλατεῖα ἦταν ἕνα τόσο μεγάλο πλῆθος ποὺ ἦταν ἀδύνατο νὰ πλησιάσει
κανείς. Ὁ π. Ἱλαρίων βάδιζε σταθερά. Οὔτε στὸ πρόσωπό του οὔτε στὶς κινήσεις του
ἔβλεπε κανεὶς κάποιο ἴχνος φόβου. Προσευχόταν ψιθυριστά. Φαινόταν χαρούμενος,
σὰν νὰ πήγαινε σὲ γαμήλια τελετή. Οἱ φρουροί, ἀφοῦ πῆραν τὴν ἄδεια ἀπὸ τὸν πασᾶ,
κατευθύνθηκαν βιαστικὰ πρὸς τὴν πλατεῖα. Πιέζοντας τὸ πλῆθος στὸ δρόμο τους,
συνάντησαν τὸν π. Ἱλαρίωνα στὸν τόπο τῆς ἐκτελέσεως. Στὸ ὄνομα τοῦ πασᾶ τὸν
παρέλαβαν ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ ἐκτελεστῆ καὶ τὸν ὁδήγησαν μακριά, ἐνῶ τὸ πλῆθος τοὺς
ἀκολουθοῦσε.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Ὁ π. Ἱλαρίων νόμισε πρὸς στιγμή,
ὅτι ἔχουν ἀλλάξει τὸ μέρος καὶ τὸν τόπο τῆς ἐκτελέσεως καὶ ὅτι τὸν ὁδηγοῦσαν
στὶς ἀγχόνες, καὶ γιὰ αὐτὸ ὑπάκουα βάδιζε πίσω ἀπὸ τοὺς φρουρούς, συνεχίζοντας
νὰ προσεύχεται. Ἀλλά, ὅσο πιὸ πολὺ ἀπομακρυνόνταν τόσο πιὸ συγχυσμένος γινόταν.
Εἶχαν ἀπομακρυνθεῖ γιὰ τὰ καλά. Εἶχαν διασχίσει τοὺς δρόμους καὶ τὶς αὐλὲς τῆς
πόλης. Σὲ κάθε πλατεῖα ὑπέθετε πρὸς ἐκεῖ θὰ γινόταν ἡ ἐκτέλεσή του. Ἐν τῷ
μεταξύ, τὸν ὁδηγοῦσαν ὅλο καὶ πιὸ μακριά, κατευθυνόμενοι πρὸς τὸν δρόμο ποὺ εἶχε
πάρει ὅταν ἐρχόταν ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος γιὰ νὰ μπεῖ στὴν πόλη. Τὸ πλῆθος, ποὺ καθ᾿
ὅλη τὴν διάρκεια τὸν ἀκολουθοῦσε, τὸ σταμάτησε ὁ σκοπὸς στὶς πύλες τῆς πόλης. Οἱ
Ἀπχαζιανοὶ ἀξιωματοῦχοι ὁδήγησαν τὸν π. Ἱλαρίωνα ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, καὶ ὅταν
βρισκόντουσαν ἤδη μακριά, ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς τὸν χτύπησε στὸ πίσω μέρος τῆς κεφαλῆς
μὲ τέτοια δύναμη ποὺ ἔπεσε κάτω καὶ τὸ κεφάλι του σχεδὸν ἀκούμπησε στὸ ἔδαφος.
Πήγαινε στὸν Ἄθωνά σου παπᾶ, καὶ μὴν σὲ ξαναδοῦμε πάλι πίσω ἐδῶ.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Ἀφοῦ ὁ π. Ἱλαρίων σηκώθηκε ἀργά,
περπάτησε μία μικρὴ ἀπόσταση καὶ κοίταξε πίσω του. Οἱ δύο ἀξιωματοῦχοι στέκονταν
στὸ ἴδιο σημεῖο καὶ μὲ ἀπειλὲς τοῦ φώναζαν ὅτι θὰ πρέπει νὰ προχωράει χωρὶς νὰ
κοιτάζει πίσω του. Περπάτησε ἀρκετά, γύρισε, κοίταξε ἄλλη μία φορὰ πίσω, καὶ
τοὺς εἶδε νὰ κάθονται στὸ ἴδιο σημεῖο, νὰ τοῦ δείχνουν τὶς γροθιές τους μὲ
νόημα. Γρήγορα δὲν ἦσαν πιὰ ὁρατοί. Τότε, ὁ π. Ἱλαρίων, σταυροκοπήθηκε,
ἀναστέναξε καὶ εἶπε: Ἐγὼ ὁ δυστυχής, δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ μοῦ χαρίσει ὁ Κύριος τὴν
θυσία τοῦ μαρτυρίου. Ἥσυχα ξεκίνησε τὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος.
Φέρνοντας στὴν μνήμη του τὸν χριστιανὸ ἐκεῖνον ποὺ τοῦ εἶχε προσφέρει στέγη,
σκέφτηκε νὰ γυρίσει πίσω νὰ τὸν εὐχαριστήσει γιὰ τὸ καταφύγιο καὶ τὴν
γενναιοδωρία του. Ὁ Σπανδώνης, συναντώντας ξανὰ τὸν γέροντα δὲν τὸν ἄφησε νὰ
πάει μὲ τὰ πόδια στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἀλλὰ τοῦ ἔδωσε ἕνα ἄλογο καὶ ἕναν ὁδηγὸ γιὰ
συνοδό του.</span><br />
<div align="center" class="MsoNormal" style="text-align: center;">
<span style="color: black; font-size: 16pt;">
<hr align="center" size="2" width="50%" />
</span></div>
<h2>
<span style="color: #c00000; font-family: Courier New; font-size: 10pt; font-weight: normal;">o<span style="font: 7pt 'Times New Roman';"> </span></span><span style="font-family: 'Times New Roman'; font-size: 16pt;">ΣΤ´. Ὑπηρέτης τῶν
φυλακισμένων</span></h2>
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Ἐπιστρέφοντας γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος,
ὁ π. Ἱλαρίων πέρασε μέσα ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη. Ἔχοντας διασχίσει ὁλόκληρη τὴν
πόλη, εἶχαν φθάσει στὰ τελευταῖα δρομάκια, ὅταν ξαφνικά, ἄκουσαν μία φωνή:
Πάτερ, Πάτερ! Ὁ π. Ἱλαρίων κοίταξε γύρω του ἀλλὰ δὲν εἶδε κανέναν. Ἡ φωνή,
ξανακούστηκε πάλι. Τότε στὸν τοῖχο τοῦ διπλανοῦ κτιρίου εἶδε ἕνα μικρὸ παράθυρο
καὶ ἀπὸ ἐκεῖ κάποιος τοῦ ἔκανε σινιάλο καὶ τὸν καλοῦσε νὰ πάει. Σὲ αὐτὸ τὸ
κτίριο ἔμεναν κλεισμένοι μαζὶ μὲ ἄλλους κοινοὺς ἐγκληματίες, χριστιανοί, κυρίως
Ἁγιορεῖτες μοναχοί, ἐξαιτίας τῆς ἀνάμιξής τους μὲ τὴν ἑλληνικὴ
ἐπανάσταση.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Οἱ φυλακισμένοι εἶχαν ἀτονήσει
ἀπὸ τὴν πεῖνα καὶ τὴν δίψα. Ὅταν ὁ π. Ἱλαρίων πλησίασε τὸ παράθυρο, τὸ χέρι ποὺ
τοῦ εἶχε κάνει σινιάλο πιὸ πρίν, φανερώθηκε πάλι, κρατώντας ἕνα δοχεῖο. Ἡ φωνὴ
μέσα ἀπὸ τὴν φυλακή, τοῦ ζήτησε νὰ τοῦ φέρει νερό. Ὁ π. Ἱλαρίων ἐκπλήρωσε τὸ
αἴτημα τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ στὴν συνέχεια, ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο χέρια παρουσιάστηκαν
μὲ τὸ ἴδιο αἴτημα. Ὁ γέροντας ἐκπλήρωσε ὅλα τὰ αἰτήματα μὲ χαρά, καὶ ὅταν ἔμαθε
ποιοὶ ἦταν οἱ φυλακισμένοι ἐκεῖ μέσα, ἀποφάσισε νὰ μείνει μαζί τους νὰ τοὺς
ὑπηρετήσει.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Ἀπέλυσε τὸν συνοδό του,
στέλνοντάς τον πίσω μαζὶ μὲ τὸ ἄλογο. Δικαιολόγησε τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Κύριος δὲν
τοῦ ἐπέτρεψε νὰ μαρτυρήσει, ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἔπρεπε νὰ ὑπηρετήσει αὐτοὺς τοὺς
ἀτυχεῖς. Κάθε μέρα ὁ γέροντας ἐρχόταν στὴν φυλακή, καὶ ἔφερνε μαζί του ὅτι αὐτοὶ
τοῦ ζητοῦσαν· ψωμί, νερό, καὶ ἄλλα τρόφιμα.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Ἕνας ἀπὸ τοὺς Τούρκους φύλακες,
τὸ παρατήρησε αὐτό, τὸν κατέλαβε ὀργή, καὶ θέλησε νὰ τὸν σκοτώσει. Ὁ γέροντας
ὅμως, χωρὶς νὰ φοβηθεῖ καθόλου, ἦταν ἕτοιμος μὲ χαρά, νὰ συναντήσει τὸν θάνατο
ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ ἀγριεμένου Τούρκου. Ἀλλὰ τὴν ἴδια ὥρα, ὁ ἄλλος φρουρός, ξύπνησε
καὶ τὸν σταμάτησε μὲ αὐτὰ τὰ λόγια: Μὴν τὸν ἀκουμπήσεις, ἄστον νὰ φέρνει
τρόφιμα. Κοίτα, οὔτε ἐσύ, οὔτε κανένας ἀπὸ μᾶς τοὺς δίνει ψωμί. Δὲν μᾶς ἔδωσαν
ἐντολὴ νὰ τοὺς ἀφήσουμε νὰ πεθάνουν, ἀλλὰ μόνο νὰ τοὺς φυλάμε. Ἔτσι ἂν ἔχει
αὐτὸς τόσο μεγάλη προθυμία, ἄφησέ τον νὰ τοὺς φροντίζει καὶ μὴν τὸν ἐμποδίζεις.
Ὁ π. Ἱλαρίων πέρασε ἕξι μῆνες μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο βοηθώντας τοὺς
φυλακισμένους.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Σὲ ἕναν ξεχωριστὸ θάλαμο στὴν
συγκεκριμένη φυλακή, δύο φυλακισμένοι κρεμόντουσαν ἀπὸ σχοινιά. Ἕνας ἦταν
χριστιανός, καὶ ὁ ἄλλος ἦταν ἕνας πλούσιος Τοῦρκος τραπεζίτης, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ὁ
πασᾶς, μὲ δίκη καὶ βασανιστήρια, προσπαθοῦσε νὰ τοῦ ἀποσπάσει χρήματα. Αὐτοὶ οἱ
δύο φυλακισμένοι ἦταν κρεμασμένοι ἀπὸ τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια, ἔτσι ὥστε μὲ τὴν
παραμικρὴ κίνηση τὰ σχοινιὰ ταλαντεύονταν ἀπὸ τὴν μία ἄκρη στὴν ἄλλη. Εἰδικοὶ
φρουροὶ εἶχαν ὁριστεῖ γιὰ αὐτούς, οἱ ὁποῖοι κρατοῦσαν τὰ ὅπλα τους πάντα
φορτωμένα καὶ τὰ σπαθιά τους ἔξω ἀπὸ τὶς θῆκες, μὴν ἐπιτρέποντας κανέναν νὰ
πλησιάσει κοντὰ στοὺς δυστυχεῖς. Δὲν τοὺς ἔδιναν οὔτε νερό, οὔτε φαγητό, μιᾶς
καὶ εἶχαν καταδικαστεῖ νὰ πεθάνουν ἀπὸ λιμοκτονία μὲ αὐτὸν τὸν τρομερὸ
τρόπο.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Ἦταν μία ζεστὴ μέρα καὶ οἱ δύο
ἄντρες ἐκτεθειμένοι στὸν ἀέρα, βασανίζονταν ἀπὸ ἀφόρητη ζέστη. Τὰ χείλη τους
εἶχαν στεγνώσει καὶ σκάσει. Ὁ π. Ἱλαρίων, ὁ ὁποῖος συνέβαινε νὰ βρίσκεται στὴν
φυλακή, συγκέντρωσε ὅλη του τὴν προσοχή, πῶς θὰ μποροῦσε νὰ βοηθήσει αὐτοὺς τοὺς
ἀτυχεῖς ἄνδρες, ἀλλὰ κάθε προσπάθεια, μπορεῖ νὰ τοῦ στοίχιζε τὴν ζωή του. Ἀφοῦ
γέμισε μία φιάλη μὲ νερό, καὶ πῆρε καὶ δύο ἀχλάδια, περίμενε μία εὐκαιρία γιὰ νὰ
τοὺς πλησιάσει. Τότε παρατήρησε ὅτι καὶ οἱ δύο φρουροί, εἶχαν γύρει τὴν πλάτη
τους στὸν τοῖχο καὶ κοιμόντουσαν. Πρὸς ἔκπληξη ὅλων, ὁ γέροντας ἥσυχα πέρασε
ἀνάμεσα στοὺς φρουρούς, χωρὶς νὰ τοὺς ξυπνήσει παρὰ τὸ μικρὸ πέρασμα.
Πλησιάζοντας ἕναν ἀπὸ τοὺς κρεμασμένους ἄντρες, ἔχυσε λίγο νερὸ στὸ στόμα του,
μετὰ ἔδωσε λίγο στὸν ἄλλον, καὶ ἀφοῦ τὸ ἐπανέλαβε αὐτὸ τρεῖς φορές, ἔβαλε στὸ
στόμα τοῦ καθενός, ἀπὸ ἕνα ἀχλάδι. Ὁ Τοῦρκος τραπεζίτης βλέποντας τὴν
αὐταπάρνηση τοῦ γέροντα, εἶπε: Εἴθε ὁ Ἀλλάχ, νὰ βραβεύσει τὴν καλή σου πράξη,
ἀλλὰ φύγε ἀπὸ ἐδῶ γρήγορα, μὴν σὲ κόψουν οἱ φρουροὶ κομμάτια. Ὅλοι οἱ
φυλακισμένοι παρακολουθοῦσαν τὸν π. Ἱλαρίωνα μὲ τρόμο. Ἔχοντας ὁλοκληρώσει τὴν
διακονία του αὐτὴ ὁ γέροντας, ἐπιτάχυνε τὴν ἀπομάκρυνσή του. Γυρνώντας πίσω
στοὺς φύλακες, παρὰ τὴν προσοχή του, χωρὶς νὰ τὸ θέλει χτύπησε τὸν ἕναν καὶ
ξύπνησαν καὶ οἱ δύο. Ἀλλὰ ὁ Κύριος, ποὺ ἔφερε ὕπνο στὰ βλέφαρά τους,
θαυματουργικὰ προστάτεψε τὸν π. Ἱλαρίωνα· ἔχοντας ξυπνήσει καὶ ἀφοῦ εἶδαν τὶ
ἔκανε ὁ γέροντας, παρέμειναν ἀκίνητοι καὶ ἀποχαυνωμένοι, ὅπως ἦταν ἀπὸ τὸν ὕπνο.
Δὲν ἔκαναν οὔτε εἶπαν τίποτα στὸν γέροντα. Αὐτή του ἡ πράξη ἔσωσε τοὺς ἀτυχεῖς
ἄνδρες ἀπὸ βέβαιο θάνατο, δίνοντάς τους ζωτικὴ δύναμη. Μάλιστα, μετὰ τὴν
ἀναχώρηση τοῦ γέροντα γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος, ἕνας συγγενὴς τοῦ Τούρκου τραπεζίτη,
πῆγε ἐνώπιον τοῦ πασᾶ καὶ πέτυχε τὴν ἀπελευθέρωσή του. Ὁ τραπεζίτης ἔκανε γνωστὴ
σὲ ὅλους τὴν πράξη τοῦ γέροντα καὶ ἔλεγε: Δεῖξτέ μου τον, δῶστέ μου τον! Θὰ τὸν
χρυσώσω καὶ θὰ τὸν προσκυνῶ ὡς σωτῆρά μου!</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Λίγο μετὰ ἀπὸ αὐτὸ τὸ
περιστατικό, ὁ π. Ἱλαρίων ἦρθε στὴν φυλακή, καὶ ἀνακοίνωσε στοὺς φίλους του, ὅτι
εἶχε πληροφορία τὴν προηγούμενη νύκτα ἀπὸ τὸν Θεό, νὰ ἀφήσει τὴν ὑπηρεσία του
στοὺς φυλακισμένους καὶ νὰ ἐπιστρέψει στὸ Ἅγιον Ὄρος. Δὲν θὰ ἄφηνε ποτὲ τὴν
διακονία του, ἀλλὰ ὑπακούοντας στὴν θεϊκὴ προσταγή, ἔπρεπε νὰ φύγει. Βρῆκε
κάποιον νὰ τὸν ἀντικαταστήσει στὴν ὑπηρεσία τῶν φυλακισμένων, καὶ ὁ πιστὸς
δοῦλος τοῦ Θεοῦ Σπανδώνης συμφώνησε νὰ τὸν πληρώνει γιὰ αὐτὴ τὴν ἐργασία. Ὁ π.
Ἱλαρίων τοῦ ἐξήγησε τὴν ἐργασία ποὺ ἔπρεπε νὰ κάνει καὶ ἔφυγε γιὰ τὸν προορισμό
του. Τὴν ἑπομένη μέρα, μετὰ τὴν ἀναχώρηση τοῦ γέροντα, ὅλοι ἔμαθαν ὅτι ὁ πασᾶς
εἶχε διατάξει τὸν δήμιο νὰ τὸν ἀποκεφαλίσει. Ὅλοι τότε δόξασαν τὸν Θεό, ποὺ
προστατεύει τοὺς δούλους Του, ἐνῷ ἡ λύπη τους γιὰ τὴν ἀναχώρηση τοῦ γέροντα
μετατράπηκε σὲ χαρά.</span><br />
<div align="center" class="MsoNormal" style="text-align: center;">
<span style="color: black; font-size: 16pt;">
<hr align="center" size="2" width="50%" />
</span></div>
<h2>
<span style="color: #c00000; font-family: Courier New; font-size: 10pt; font-weight: normal;">o<span style="font: 7pt 'Times New Roman';"> </span></span><span style="font-family: 'Times New Roman'; font-size: 16pt;">Ζ´. Ἐπιστροφὴ στὸ Ἅγιον
Ὄρος, διαμονὴ στὴν ἔρημο</span></h2>
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Μεμφόμενος τὸν ἑαυτό του, καὶ
θεωρώντας τον ἀνάξιο τοῦ στεφάνου τοῦ μαρτυρίου, ὁ π. Ἱλαρίων ἐπέστρεψε μὲ τὰ
πόδια στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἐγκαταστάθηκε πάλι στὴν Μονὴ Διονυσίου. Ἐκεῖ ἀνέλαβε
πάλι τὰ ἴδια διακονήματα, ἐνῷ ὑπηρετοῦσε καὶ τοὺς Τούρκους ἐπίσης, ποὺ
κατέκλυσαν τὶς Μονὲς τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Γιατὶ σὲ ἀντίποινα τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων
ποὺ ὑποστήριξαν τὴν ἑλληνικὴ ἐπανάσταση, τουρκικὲς φρουρὲς ἐγκαταστάθηκαν στὸ
Ἅγιον Ὄρος μὲ ἔξοδα συντήρησης τῶν Μονῶν. Μόνο στὴν Μονὴ Διονυσίου ἦταν περίπου
πενήντα ἀπὸ αὐτούς.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Αὐτὲς οἱ συνθῆκες ἀνάγκασαν τὸν
π. Ἱλαρίωνα νὰ ἀποσυρθεῖ στὴν ἔρημο τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἐγκαταστάθηκε ὄχι πολὺ
μακριὰ ἀπὸ τὴν Μονή, σὲ μία σπηλιὰ κάτω ἀπὸ τὸ βουνό, ὅπου ἔζησε γιὰ δυόμιση
περίπου χρόνια. Ἐδῶ δὲν εἶχε τροφὴ γιὰ τὸν ἑαυτό του. Ἀρχικά, κάποιος τοῦ ἔδωσε
μία κολοκύθα καὶ κάθε μέρα ἔκοβε ἕνα μικρὸ κομμάτι καὶ ἔτρωγε καὶ ἔπινε λίγο
νερό. Σύντομα, τόσο τὸ φαγητό του, ὅσο καὶ τὸ νερό του ἐξαντλήθηκαν. Μετὰ ἀπὸ
τρεῖς μέρες, ἀποφάσισε νὰ πάει στὴν Μονή, γιὰ νὰ πάρει λίγο φαγητό. Πάντως, ἐνῶ
ἑτοιμαζόταν νὰ φύγει ἀπὸ τὴν σπηλιά, βρῆκε ἕνα σακκὶ μὲ ἀλεῦρι, ποὺ τὸ εἶχε
ἀφήσει κάποιος ἄγνωστος. Πῆγε στὸ Μοναστήρι νὰ ῥωτήσει ἂν ἐκεῖνοι εἶχαν πάει τὸ
ἀλεῦρι. Ἀλλὰ κανεὶς στὴν Μονὴ δὲν εἶχε σκεφθεῖ νὰ τοῦ πάει ἀλεῦρι, μιᾶς καὶ οἱ
ἴδιοι οἱ μοναχοὶ δὲν εἶχαν ἀρκετὸ γιὰ τοὺς ἴδιους. Ὁ π. Ἱλαρίων τότε ἔδωσε στὴν
Μονὴ τὸ μισό, καὶ πῆρε τὸ ὑπόλοιπο γιὰ τὸν ἑαυτό του. Ἀπὸ αὐτὸ ἔκανε ζυμάρι ποὺ
ἔτρωγε ἄλλοτε ψημένο καὶ ἄλλοτε ὠμό.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Ἔπειτα, ἐπειδὴ ὁ ἐχθρὸς ἄνοιξε
πόλεμο μαζί του καὶ ἄρχισε νὰ ἐπιτίθεται ἀνοιχτά, μεταφέρθηκε στὰ Κατουνάκια,
ὅπου ἐκεῖ ἔζησε σὲ διάφορα σπήλαια. Συνολικά, πέρασε τριάμισι χρόνια στὶς
σπηλιές, ἀντιμετωπίζοντας δύσκολους πειρασμούς. Σὲ αὐτὴ τὴν περίοδο δὲν ἔτρωγε
τίποτα ἄλλο, οὔτε ψωμί, οὔτε κάτι μαγειρεμένο, παρὰ μόνο χόρτα, ῥίζες καὶ
κάστανα. Δὲν ἀνάπαυε τὸ σῶμά του οὔτε τὴν μέρα οὔτε τὴν νύχτα. Αὐτοὶ ποὺ τὸν
γνώρισαν ἔλεγαν ὅτι ὅταν ζοῦσε στὰ Κατουνάκια δὲν εἶχε μείνει οὔτε μία σπιθαμὴ
γῆς, οὔτε ἕνας βράχος ποὺ νὰ μὴν τὸν ἔβρεξε μὲ τὰ δάκρυά του κατὰ τὴν διάρκεια
τῆς ὁλονύχτιας προσευχῆς του. Διατηρώντας αὐστηρὴ ἡσυχία, δὲν ἔβλεπε σχεδὸν
κανέναν, καὶ ἂν περιπτωσιακὰ συναντοῦσε κάποιον ἐρημίτη, θὰ τὸν ἀπέφευγε καὶ δὲν
θὰ χάλαγε τὴν ἡσυχία του.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Κατὰ τὴν διάρκεια τῶν πιὸ ἄγριων
ἐπιθέσεων τοῦ ἐχθροῦ, ὁ γέροντας πέρασε 40 μέρες σὲ θέση ἐσταυρωμένου. Οὔτε
ἔπινε οὔτε ἔτρωγε καὶ σχεδὸν δὲν ξεκουραζόταν, πολεμοῦσε τὸν ἐχθρό. Ὁ διάβολος
ὀργίστηκε σὲ τέτοιο βαθμό, ποὺ μαζὶ μὲ τὴν σαρκικὴ φωτιά, ἄναψε ἐπιπλέον
κανονικὴ φωτιὰ κάτω ἀπὸ τὸ σῶμά του γιὰ νὰ τὸν κάψει. Ἂν καὶ ὁ γέροντας
καψαλίστηκε, ὁ πονηρὸς δὲν μπόρεσε νὰ συντρίψει τὴν ἀνδρεία τοῦ ἀθλητή. Ἄλλες
φορές, ἔπεφτε πάνω του καὶ τὸν ἔβαζε σὲ πειρασμὸ μὲ διάφορους τρόπους,
παίρνοντας τὴν μορφὴ ἀράπηδων, στρατιωτῶν καὶ θηρίων, μὲ σκοπό, νὰ τὸν ἀποσπάσει
ἀπὸ τὴν προσευχή.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Ὑπῆρξαν ὅμως καὶ ἄλλες
δοκιμασίες. Λόγω τῆς μεγάλης ὑγρασίας στὴν σπηλιά, σχεδὸν ὅλα τὰ μαλλιά του
ἔπεσαν. Αὐτὴ ἡ σπηλιά, ἦταν ἀρκετὰ εὐρεῖα, ἀλλὰ δεδομένου ὅτι ἦταν ἀπροστάτευτη
ἀπὸ τὴν μία μεριά, ἡ βροχὴ ἔμπαινε μέσα. Στὴν ὑγρασία προστέθηκε ἡ πεῖνα καὶ ἡ
ἀσθένεια, ὁ γέροντας ὑπέφερε ἀπὸ τὸ ἰσχυρὸ κρύο καὶ τὰ πόδια του
πρήζονταν.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Κάποτε, ὅταν ἦταν ἀσθενής, τὸ
νερὸ τελείωσε. Μὴ ἔχοντας τὴν δύναμη νὰ πάει κάτω στὴν πηγή, ἄρχισε νὰ
προσεύχεται. Τότε ὁ Θεός, ἔστειλε ἕνα σύννεφο βροχῆς τὸ ὁποῖο σταμάτησε μπροστὰ
στὴν εἴσοδο τῆς σπηλιᾶς, ῥίχνοντας ἀρκετὸ νερό, γιὰ νὰ γεμίσει ὅλα τὰ δοχεῖά
του.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Κάποια φορά, ἕνας ἐρημίτης πῆγε
σὲ αὐτόν. Ἀφοῦ μίλησαν γιὰ πνευματικὰ θέματα, ἔφαγαν λίγο μαλακὸ ψωμί, ποὺ εἶχε
φέρει ὁ ἐρημίτης. Ὑποσχέθηκε νὰ ἐπιστρέψει σύντομα στὸν π. Ἱλαρίωνα, ἀλλὰ μόλις
ποὺ κατάφερε νὰ ἐπισκεφθεῖ τὸν γέροντα ἕναν μῆνα ἀργότερα. Γιὰ αὐτὸ ὅταν πῆγε
ζήτησε συγνώμη γιὰ τὴν ἀργοπορία. Ὁ π. Ἱλαρίων τοῦ ἀπάντησε: Γιὰ τί πρᾶγμα
μιλᾶς; Τί τέσσερις ἑβδομάδες; Ἤσουν ἐδῶ χθές, καὶ μιλήσαμε καὶ αὐτὸ καὶ γιὰ
κεῖνο τὸ θέμα. Ὁ γέροντας διαφωνοῦσε μαζί του γιὰ λίγα λεπτά, καὶ ὁ καθένας
ἰσχυριζόταν τὰ δικά του. Θυμήσου τὸ μαλακὸ ψωμί, ποὺ φάγαμε τὴν προηγούμενη
μέρα· εἶπε ὁ π. Ἱλαρίων. Πῆγε τότε ὁ γέροντας καὶ ἅρπαξε τὰ ἀπομεινάρια ἀπὸ τὸ
ψωμί, γιὰ νὰ τοῦ τὸ ἀποδείξει. Βρίσκοντας μόνο πολυκαιρισμένο ψωμί, πείστηκε ὅτι
ὁ ἐρημίτης εἶχε δίκιο. Αὐτὸ τὸν ἔκανε νὰ συλλογιστεῖ· εἶχε περάσει ὅλο τὸ μῆνα
σὲ πνευματικὴ ἔκσταση, ξεχνώντας ὁ,τιδήποτε γήϊνο.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Καθ᾿ ὅλη αὐτὴ τὴν διάρκεια ὁ Θεὸς
Κύριος ποὺ φροντίζει γιὰ τοὺς πιστούς του δούλους, ἔστελνε στὸν π. Ἱλαρίωνα ὅτι
χρειαζόταν. Κάποτε, ἀφοῦ εἶχε περάσει περισσότερες ἀπὸ δύο ἑβδομάδες χωρὶς
φαγητό, ὁ γέροντας ἦταν τόσο ἀδύναμος ἀπὸ τὴν νηστεία ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ
κινηθεῖ ἀπὸ τὴν θέση του, περίμενε πότε θὰ πεθάνει. Ἀπὸ θεϊκὴ φώτιση ἕνας
ἐρημίτης, ὁ ὁποῖος εἶχε ἀγοράσει κάπου ζάχαρη, περνοῦσε μὲ τὸν ντορβά του κοντὰ
ἀπὸ τὴν σπηλιὰ τοῦ γέροντα. Καθ᾿ ὁδόν, ἀπεγνωσμένα ἤθελε κάτι νὰ πιεῖ.
Πηγαίνοντας στὴν πηγὴ ποὺ ἦταν κάτω ἀπὸ τὴν σπηλιά, ἀποφάσισε νὰ φωνάξει τὸν π.
Ἱλαρίωνα. Μπαίνοντας στὴν σπηλιά, βρῆκε τὸν γέροντα σχεδὸν νεκρό.
Καταλαβαίνοντας ὅτι αὐτὸ τοῦ συνέβη ἀπὸ ὑπερβολικὴ ἐξάντληση, ἔχυσε λίγο νερὸ
στὸ στόμα του μὲ λίγη λειωμένη ζάχαρη, σώζοντας μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, τὴν ζωὴ τοῦ
ἀσκητῆ.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Σχεδὸν στὸ τέλος τοῦ τρίτου
χρόνου τοῦ ἐγκλεισμοῦ του στὴν σπηλιά, ἕνας μοναχός, ὁ ὁποῖος συνέλεγε
σαλιγκάρια, μπῆκε στὴν σπηλιὰ ἀπὸ λάθος. Ἐκεῖ βρῆκε τὸν γέροντα τελείως
ἐξαντλημένο. Μαθαίνοντας ὅτι εἶχε ἤδη 15 μέρες ἀπὸ τότε ποὺ εἶχε νὰ φάει, τοῦ
ἔδωσε νὰ φάει τὰ σαλιγκάρια. Ἔπειτα πῆγε καὶ εἶπε σὲ ὅλους τοὺς πατέρες στὴν
Σκήτη σχετικὰ μὲ αὐτόν. Σύντομα ὅλοι ἔμαθαν ποὺ ἔμενε ὁ γέροντας καὶ ἀπὸ παντοῦ
ἄρχισαν νὰ τοῦ φέρνουν φαγητό. Βλέποντας σὲ αὐτὸν ἕναν ἅγιο γέροντα, ἄρχισαν νὰ
πηγαίνουν νὰ τὸν συμβουλεύονται. Στὴν ἀρχὴ δὲν δεχόταν κανέναν. Ἀλλὰ ἔπειτα
ἀποφάσισε νὰ φύγει τελείως, νὰ μὴν βλέπει πρόσωπο ἀνθρώπου, ἀφοῦ ἀγαποῦσε
περισσότερο τὴν ἡσυχία καὶ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή.</span><br />
<div align="center" class="MsoNormal" style="text-align: center;">
<span style="color: black; font-size: 16pt;">
<hr align="center" size="2" width="50%" />
</span></div>
<h2>
<span style="color: #c00000; font-family: Courier New; font-size: 10pt; font-weight: normal;">o<span style="font: 7pt 'Times New Roman';"> </span></span><span style="font-family: 'Times New Roman'; font-size: 16pt;">Η´. Ὁ
ἐγκλεισμός</span></h2>
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Ἔχοντας ἀποφασίσει νὰ γίνει
ἔγκλειστος ὁ π. Ἱλαρίων πῆρε εὐλογία ἀπὸ τὴν Μονὴ τοῦ Ἁγίου Παύλου νὰ κλειστεῖ
στὸν Πύργο τῆς Νέας Σκήτης. Μέσα ἐκεῖ πέρασε περίπου τρία χρόνια ἀξιοθαύμαστης
ἄσκησης.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Γιὰ φαγητό, χρησιμοποιοῦσε ξερὸ
ψωμί, καὶ παξιμάδια. Ἔτρωγε μία φορὰ τὴν μέρα. Τὶς Παρασκευές, δὲν ἔτρωγε
τίποτα. Ὅταν πρωτοῆρθε στὸ Ἅγιον Ὄρος ἔτρωγε τόσο πολύ, ποὺ γιὰ αὐτόν, τρία κιλὰ
ψωμὶ καθημερινά, ἦταν μικρὴ ποσότητα. Πάντως, ὅταν ἔγινε ἔγκλειστος, θέλοντας νὰ
μιμηθεῖ τὸν Ἅγιο Μακάριο τὸν Μέγα, θρυμμάτιζε τὸ ξερὸ ψωμί, σὲ πολὺ μικρὰ
κομματάκια καὶ ἔτρωγε μόνο ὅσα μποροῦσε νὰ πιάσει στὸ ἕνα του χέρι. Αὐτὸ ἀρκοῦσε
γιὰ ὁλόκληρη τὴν ἡμέρα. Ὁ π. Γεράσιμος τῆς Νέας Σκήτης διορίστηκε νὰ βοηθάει τὸν
γέροντα. Ἐρχόταν κάθε 15 μέρες καὶ τοῦ ἔφερνε ξερὸ ψωμί.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Ἐπιπλέον, ὁ γέροντας, ἐπέτρεπε
στὸν ἑαυτό του ἕνα μικρὸ ποτήρι νερό, κάθε μέρα. Ὅταν ὁ π. Ἱλαρίων εἶχε ζήσει
στὸ παλάτι τῆς βασίλισσας στὴν Ῥωσσία, ἔπινε μία ὑπερβολικὴ ποσότητα κρασιοῦ.
Ἐξαιτίας αὐτοῦ, ἄφθονος ἱδρῶτας ἔσταζε ἀπὸ αὐτόν, τόσο ποὺ μόλις ἄλλαζε ἕνα
πουκάμισο, δὲν ἔμενε γιὰ πολὺ ὥρα στεγνό, καὶ ἤθελε πάλι ἄλλαγμα. Κατὰ τὴν
διάρκεια τοῦ ἐγκλεισμοῦ στὴν σπηλιά, ὁ πνευματικός του π. Νεόφυτος (Καραμανλῆς),
βλέποντας τὴν μεγάλη κατανάλωση σὲ νερό, τὸν περιόρισε καὶ σὲ λίγο καιρὸ μείωσε
αὐτὴ τὴν κατανάλωση σὲ ἕνα μικρὸ ποτήρι καθημερινά. Τοῦ εἶπε ὅτι τὸ νὰ κάνει
κανεὶς τὸ θέλημά του δὲν εἶναι πρὸς ὄφελός μας, καὶ αὐτὴ ἡ ὑπερβολικὴ κατανάλωση
νεροῦ ὁδηγεῖ χωρὶς ἐξαίρεση σὲ ἀσθένεια.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Ἔκανε μὲ ζῆλο μετάνοιες, τὶς
ὁποῖες ποτὲ δὲν ἔκανε ὅσο ζοῦσε στὸ παλάτι, καὶ κοιμόταν μόνο δύο ὧρες κάθε
βράδυ καὶ ἀργότερα μία.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Μὲ τέτοιου εἴδους ἐξωτερικὲς
συνθῆκες, ὁ π. Ἱλαρίων βυθίστηκε στὴν θάλασσα τῆς πνευματικότητας καὶ τῆς νοερᾶς
προσευχῆς. Συνεπῶς, ἡ δύσκολη πνευματικὴ μάχη ἄρχισε. Πολλὲς φορές, ὀρδὲς ἀπὸ
δαίμονες παρουσιάστηκαν μπροστά του σὰν συντάγματα μάχης. Πλησιάζοντας τὸν
Πύργο, φώναζαν σὰν νὰ ἔκαναν πολιορκία, ἐπιτιθέμενοι στὸν Πύργο, ἀλλὰ ἦταν
ἀδύνατο νὰ πετύχουν τὸν σκοπό τους. Μερικὲς φορές, ὁλόκληρο τὸ πλῆθος τῶν
δαιμόνων προσπαθοῦσε νὰ φοβίσει τὸν γέροντα, φωνάζοντας: Τρεῖς πλευρὲς ἔχουν ἤδη
παρθεῖ, παραμένει μόνο ἡ μία, ἀλλὰ θὰ τὴν καταλάβουμε καὶ αὐτήν. Ἄλλη πάλι φορά,
ἕνα σύνταγμα δαιμόνων τοῦ παρουσιάστηκε, ἀλλὰ ἀνήμποροι νὰ τὸν βλάψουν, φώναζαν:
Μὴν νομίσεις ὅτι θὰ μᾶς νικήσεις. Θὰ σὲ καταφέρουμε στὸ τέλος! Θὰ στρέψουμε
ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ἐναντίον σου! Θὰ σοῦ φέρουμε τοὺς Τούρκους ἐδῶ καὶ θὰ
γκρεμίσουμε ὅλο τὸν Πύργο, ὥστε οὔτε μία πέτρα δὲν θὰ μείνει πάνω στὴν ἄλλη!
Μετὰ θὰ σὲ πετάξουμε ἔξω ἀπὸ ἐδῶ καὶ ἔξω ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος βέβαια. Σὲ αὐτό, ὁ π.
Ἱλαρίων ἀπάντησε: Εὐλογητὸς ὁ Θεός! Ἐὰν εἶναι θέλημα τοῦ Θεοῦ, τότε μπορεῖτε νὰ
μὲ καταβροχθίσετε! Οἱ δαίμονες βλέποντας τὴν ψυχική του δύναμη, φώναζαν:
Γνωρίζεις ἐνάντια σὲ ποιὸν ἀντιμάχεσαι καὶ τί λές; Ἐκείνη τὴν στιγμή, ὁ θόλος
τοῦ Πύργου χωρίστηκε στὰ δύο καὶ ὁ διάβολος ἐμφανίστηκε μὲ τέτοιο γιγαντιαῖο
ἀνάστημα ποὺ τὸ κεφάλι του φαινόταν νὰ ἀκουμπᾷ τὸν ἔναστρο οὐρανό. Ἀμέσως τότε ὁ
π. Ἱλαρίων ῥίχτηκε στὴν προσευχή, καὶ ὁ διάβολος ἐξαφανίστηκε χτυπημένος ἀπὸ τὴν
δύναμη τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Λίγο μετὰ τὴν ἄφιξη τοῦ π.
Ἱλαρίωνος στὸν Πύργο, ὁ π. Γεράσιμος πῆγε σὲ αὐτόν, μεταφέροντας φαγητό. Καὶ οἱ
δύο ἀσκητές, ἄρχισαν νὰ συζητάνε θέματα περὶ σωτηρίας τῆς ψυχῆς. Ξαφνικά,
ἄκουσαν τὰ βαρειὰ βήματα ἑνὸς ἄνδρα ποὺ ἀνέβαινε τὴν σκάλα. Τὰ πατήματά του ἦσαν
τόσο δυνατά, ποὺ σὲ κάθε νῆμα οἱ τοῖχοι τοῦ Πύργου κουνιόντουσαν. Κρίνοντας ἀπὸ
τὸν θόρυβο, ἕνα τεράστιο σπαθὶ σερνόταν στὰ σκαλοπάτια πίσω ἀπὸ αὐτὸν ποὺ
ἀνέβαινε. Ἔμειναν ἄναυδοι πῶς αὐτὸς ὁ ἄνδρας εἶχε μπεῖ μέσα, ἀφοῦ γνώριζαν ὅτι
οἱ πόρτες τοῦ Πύργου ἦσαν κλειδωμένες ἀπὸ μέσα. Ξαφνικά, οἱ πόρτες ἄνοιξαν
διάπλατα, καὶ ἕνας ψηλὸς πολεμιστὴς μπῆκε, φορώντας πλήρη στρατιωτικὴ στολή, ἀπὸ
τὸ κεφάλι μέχρι τὰ νύχια τῶν ποδιῶν του. Ὁ τεράστιος στρατιώτης φοβέρισε τὸν π.
Ἱλαρίωνα μὲ τὸ ὅπλο του, φωνάζοντας: Τολμᾶς νὰ μὲ πολεμᾶς;</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Ὁ π. Ἱλαρίων, τρομαγμένος ἀπὸ τὴν
ξαφνικὴ καὶ τρομαχτικὴ ἐμφάνιση τοῦ φαντάσματος, ὀπισθοχώρησε ἐνάντια στὸν
τοῖχο. Συγκέντρωσε ὅλη του τὴν δύναμη στὴν προσευχή, σήκωσε τὰ χέρια του ψηλά,
ἐπικαλέστηκε τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου, καὶ ὁ δαίμονας ἀμέσως ἐξαφανίστηκε. Ὁ π.
Γεράσιμος, ποὺ βρέθηκε παρών, ἔμεινε ἀκίνητος ἀπὸ τὸν φόβο. Ὑπῆρχαν πάντως
φορές, ὅταν ὁ Κύριος ἐπέτρεπε τοὺς δαίμονες νὰ ἐπιτεθοῦν στὸν γέροντα, καὶ μὲ
τὴν κακόβουλη ὀργή τους νὰ τὸν χτυπήσουν καὶ νὰ τὸν πλησιάσουν κοντὰ στὸν
θάνατο.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Λίγο μετὰ τὸν ἐγκλεισμό του στὸν
πύργο, ὁ πνευματικός του π. Νεόφυτος, τὸ μοναδικὸ πρόσωπο ἐκτὸς ἀπὸ τὸν π.
Γεράσιμο ποὺ τοῦ ἐπιτρεπόταν ἡ εἴσοδος στὸν Πύργο, ἦρθε καὶ τὸν ῥώτησε: Γιατί
ἔχεις μετακομίσει ἐδῶ; Γιατί ἐγκατέλειψες τὴν σπηλιά; Ὁ π. Ἱλαρίων ἀπάντησε πὼς
ἡ πληθώρα τῶν προσκυνητῶν τὸν ἔφθασαν στὸ σημεῖο νὰ τὸ ἀποφασίσει. Ὁ
πνευματικός, τὸν ῥώτησε ἐπιπλέον: Πῶς τόλμησες νὰ κάνεις ἕνα τέτοιο πνευματικὸ
βῆμα, χωρὶς νὰ ἔχεις πάρει εὐλογία ἀπὸ πρίν; Ὁ π. Ἱλαρίων τοῦ εἶπε, πὼς μιὰ καὶ
ὁ πνευματικός του δὲν βρισκόταν ἐκεῖ τότε ποὺ ἤθελε νὰ φύγει ἀπὸ τὴν σπηλιά,
εἶχε πάει στὸν προηγούμενο πνευματικό του, τὸν ἡγούμενο Στέφανο τῆς Μονῆς
Διονυσίου καὶ πῆρε εὐλογία ἀπὸ ἐκεῖνον. Τελείωσε μὲ τὴν παρατήρηση πώς: Ὅλοι οἱ
πατέρες ἐκεῖ μὲ δόξαζαν καὶ ἦρθα ἐδῶ, δίνοντας ὑπόσχεση νὰ πεθάνω
ἐδῶ.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Κάποτε, ὁ π. Ἱλαρίων, ἤθελε νὰ
συνηθίσει στὸ νὰ μὴν κοιμᾶται. Πέρασε δώδεκα μέρες χωρὶς νὰ κοιμᾶται καὶ τόσο
πολὺ ἔβλαψε τὴν ὑγεία του, ποὺ ὁλόκληρο τὸ σῶμά του ἔτρεμε. Τὸ κεφάλι του ἦταν
ἀσταθές, ὥστε ὅλος ὁ κόσμος γύρω του περιστρεφόταν καὶ ὁ νοῦς του σκοτείνιασε.
Βλέποντας τὴν κατάσταση τοῦ γέροντα ὁ παμπόνηρος δαίμονας τὸν πλησίασε καὶ
προσπάθησε νὰ τοῦ βάλει τὸν λογισμὸ τῆς πλάνης: Κοίτα, ἤδη ἐξαπατήθηκες! Διέταξέ
τους νὰ σὲ δέσουν μὲ σχοινιὰ ἀπὸ τὸν λαιμό, καὶ νὰ σὲ καρφώσουν στὸν τοῖχο. Πὲς
στὸν μαθητή σου νὰ σὲ σκοτώσει, μιᾶς καὶ ἔχεις χάσει τὸ μυαλό σου καὶ εἶσαι
πλέον ἄχρηστος.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Ὀ π. Ἱλαρίων, ὅταν τὸν
ἐπισκέφθηκε ὁ π. Γεράσιμος, τοῦ εἶπε γιὰ τοὺς λογισμοὺς ποὺ τὸν βομβάρδιζε ὁ
πονηρός. Ὁ π. Γεράσιμος ἄπειρος ἀπὸ τοὺς πολέμους τῶν μεγάλων ἀσκητῶν, ἀπάντησε
ὅτι πιθανῶς νὰ συνέβη αὐτὸ λόγω τῆς ἀσθενείας. Ἐρευνῶντας μὲ λεπτομέρεια τὴν
κατάσταση τοῦ γέροντα, ἀνακάλυψε πὼς εἶχε νὰ κοιμηθεῖ δώδεκα ἡμέρες καὶ
προκειμένου νὰ πετύχει νὰ περιορίσει τὸν ὕπνο του δὲν μποροῦσε πλέον νὰ
κοιμηθεῖ. Ἔδωσε στὸν γέροντα λίγο νερὸ νὰ πιεῖ, προσπαθώντας νὰ τὸν πείσει νὰ
μείνει ἤρεμος. Ὁ τελευταῖος, ἔχοντας πιεῖ λίγο, μετακινήθηκε μὲ δυσκολία γιὰ
ἀρκετὰ δευτερόλεπτα. Ὁ π. Γεράσιμος τοῦ ἔδωσε λίγο ἀκόμα νερό, καὶ ἕνα μικρὸ
κομμάτι βρεγμένο ψωμί. Αὐτὸ ἀποδείχθηκε πολὺ ἀποτελεσματικό, καθότι μετὰ ὁ
γέροντας κοιμήθηκε γιὰ λίγα λεπτά. Ἔτσι, πίνοντας νερό, καὶ τρώγοντας μικρὴ
ποσότητα φαγητοῦ λίγο-λίγο ὁ γέροντας μποροῦσε πλέον νὰ κοιμηθεῖ μία ὁλόκληρη
ὥρα καὶ γρήγορα ἀνέκτησε τὶς δυνάμεις του.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Ὅταν μποροῦσε ὁ π. Γεράσιμος,
ἔφερνε φαγητὸ σὸν γέροντα κάθε δεκαπενθήμερο, τὸ ἄφηνε στὸν προθάλαμο τοῦ Πύργου
καὶ ὁ γέροντας ἀργότερα τὸ ἔπαιρνε μέσα. Κάποτε, ξέχασε νὰ τοῦ φέρει τὴν
ὁρισμένη ποσότητα. Ὁ π. Ἱλαρίων πῆγε νὰ πάρει τὰ παξιμάδια, ἀλλὰ μὴ βρίσκοντας
τίποτα, εἶπε στὸν ἑαυτό του: Φαίνεται πὼς αὐτὴ ἡ δοκιμασία ἔχει σταλεῖ ἀπὸ τὸν
Θεό. Βέβαια θὰ μποροῦσε νὰ εἶχε φωνάξει κάποιους ἀπὸ τοὺς περαστικούς ποὺ
περνοῦσαν ἀπὸ ἔξω, παρὰ νὰ βασίζεται στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Πέρασε ἐννέα μέρες
κατὰ αὐτὸν τὸν τρόπο χωρὶς νὰ μειώσει τὰ ἀσκητικά του γυμνάσματα. Ὅταν αὐτὲς οἱ
ἐννέα μέρες πέρασαν, ἔγινε ἀδύναμος καὶ δὲν μποροῦσε πλέον νὰ ἀκολουθήσει τὸν
ἀτομικό του κανόνα προσευχής.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Σταυρώνοντας τὰ χέρια του, κάθισε
στὴν ψάθα του καὶ παρέμεινε σὲ αὐτὴν τὴν θέση γιὰ ἕξι ἡμέρες. Μετὰ ἀπὸ 15 μέρες,
ὁ π. Γεράσιμος ἐπέστρεψε. Ῥώτησε τὸν γέροντα ἂν ἦταν καλά. Ὁ γέροντας
χαμογελώντας τοῦ ἀπάντησε ὅτι ἦταν ὑγιής, ἀλλὰ αἰσθανόταν πολὺ ἀδύναμος. Μόνο
τότε ὁ π. Γεράσιμος θυμήθηκε ὅτι δὲν τοῦ εἶχε φέρει οὔτε τροφή, οὔτε νερὸ τὴν
προηγούμενη φορά. Ἄρχισε νὰ ἐπιπλήττει τὸν ἑαυτό του ἄσχημα γιὰ αὐτήν του τὴν
ἀμέλεια. Αὐτός, ἤθελε ἀμέσως νὰ δώσει φαγητὸ στὸν γέροντα, ἀλλὰ ἦταν ἀδύνατο
κάτι τέτοιο, μιᾶς καὶ τὰ χείλη τοῦ τελευταίου ἦταν τελείως στεγνωμένα. Ἔτσι,
θέρμανε λίγο νερό, ἔβρεξε μερικὰ παξιμάδια καὶ τὰ ἔβαλε στὸ στόμα τοῦ γέροντα.
Σιγά-σιγά, ὁ γέροντας ἀνέκτησε τὶς δυνάμεις του. Συμφώνησαν, σὲ περίπτωση
ἀνάγκης ἢ ποὺ θὰ ξανασυμβεῖ κάτι τέτοιο, ὅπως ὁ π. Ἱλαρίων κρεμάσει μία πετσέτα
ἀπὸ τὸ παράθυρο τοῦ Πύργου.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Κάποτε, οἱ δαίμονες καυχιόντουσαν
ὅτι θὰ σκεπάσουν τὸν Πύργο μὲ χιόνι, καὶ κατὰ τὴν διάρκεια μιᾶς φοβερᾶς
χιονοθύελλας, ἔπεσε ἡ στέγη καὶ μαζί της τόσο χιόνι μέσα ὥστε σκέπασε ἐντελῶς
τὸν γέροντα. Πέρασε τρεῖς μέρες κάτω ἀπὸ τὸ χιόνι, ἕως ὅτου οἱ ἀδελφοὶ τῆς
Σκήτης τὸν ξέθαψαν. Μὲ δυσκολία κατάφεραν νὰ τὸν συνεφέρουν. Αὐτοί, τὸν πίεσαν
πολὺ νὰ ἐγκαταλείψει τὸν ἐγκλεισμό του, ἀλλὰ ὁ γέροντας δὲν συμφώνησε. Μετὰ ἀπὸ
αὐτὸ τὸ περιστατικό, ὑπέφερε ἀπὸ ῥευματισμοὺς γιὰ τὸ ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς του. Αὐτὸ
ἐπίσης τὸ ἔπαθε ὄχι μόνο ἀπὸ τὸ χιόνι, ἀλλὰ καὶ ἐξαιτίας τοῦ κρύου ὑγροῦ Πύργου,
ὁ ὁποῖος πάντα εἶχε πολὺ ὑγραμένους τοίχους. Ὀφειλόταν στὴν γερὴ σωματικὴ
κατασκευὴ τοῦ γέροντα, ποὺ ὁ ἐγκλεισμός του δὲν τὸν εἶχε ὁδηγήσει στὸν
θάνατο.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Κάποτε, τρεῖς προσκυνητὲς ἀπὸ τὴν
Μικρὰ Ἀσία, ταξιδεύοντας περνάγανε μὲ βάρκα δίπλα ἀπὸ τὴν Σκήτη. Τοὺς εἶχε βρεῖ
δυνατὴ καταιγίδα καὶ ἀπελπίστηκαν ὅτι θὰ πνιγοῦν. Γνωρίζοντας τὸν π. Ἱλαρίωνα,
ἔκαναν προσευχὴ στὸν Κύριο, ζητώντας νὰ τοὺς σώσει: διὰ πρεσβειῶν τοῦ ἁγίου
γέροντος. Ἀμέσως ἡ καταιγίδα μειώθηκε. Φθάνοντας στὴν ἀκτὴ οἱ προσκυνητές, πῆγαν
νὰ εὐχαριστήσουν τὸν εὐεργέτη τους, ἀλλὰ ἐρχόμενοι στὸν Πύργο τὸν βρῆκαν
κλειδωμένο. Ἄρχισαν νὰ ἱκετεύουν τὸν π. Γεράσιμο νὰ ἀνοίξει τὸν Πύργο, ἀλλὰ
αὐτὸς δὲν τοὺς ἔκανε τὸ χατίρι. Τότε, δύο ἀπὸ αὐτοὺς σκαρφάλωσαν στὸ παράθυρο
τοῦ Πύργου καὶ ἄνοιξαν τὴν πόρτα ἀπὸ μέσα. Μπῆκαν καὶ ἄρχισαν νὰ ἀνεβαίνουν πρὸς
τὰ πάνων. Ὁ π. Ἱλαρίων τοὺς νόμισε γιὰ δαίμονες καὶ ἂν καὶ συνήθως παρέμενε
ἄφοβος σὲ ὁ,τιδήποτε, τώρα ἦταν ἐντελῶς φοβισμένος. Κατὰ αὐτὸν τὸν τρόπο ὁ
Κύριος τὸν δίδαξε ὅτι χωρὶς Αὐτόν, δὲν μποροῦμε νὰ κάνουμε τίποτα.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Οἱ προσκυνητές, παρατήρησαν τὸν
τρόμο τοῦ γέροντα. Γιὰ νὰ τὸν πείσουν ὅτι ἦταν ἄνθρωποι, πῆγαν στὴν ἐκκλησία ποὺ
βρισκόταν δίπλα ἀπὸ τὸ δωμάτιο τοῦ γέροντα καὶ ἄρχισαν νὰ προσεύχονται καὶ νὰ
σταυροκοπιοῦνται. Μετὰ πῆγαν στὸν γέροντα, ἔβαλαν ἐδαφιαία μετάνοια καὶ φίλησαν
τὰ πόδια του, εὐχαριστώντας τον γιὰ τὴν σωτηρία τους ἀπὸ τὴν θαλασσοταραχή. Ἡ
ἐπίσκεψη τῶν προσκυνητῶν ἔφερε μεγάλη ταραχὴ στὸν γέροντα, καὶ ἀποφάσισε νὰ
ἐγκαταλείψει τὸν ἐγκλεισμό του. Οἱ δαίμονες δὲν τὸν ἄφηναν νὰ ἀναπαυθεῖ καθόλου,
ἀδιάκοπα τοῦ ὑπέβαλαν τὸν λογισμό· Κοίτα, εἶσαι ἅγιος, εἶσαι ἤδη ἕνας
θαυματουργός.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Προκειμένου νὰ ταπεινώσει τὶς
σκέψεις ποὺ τοῦ ἔφερνε ὁ ἐχθρός, ὁ π. Ἱλαρίων ζήτησε ἀπὸ τὸν π. Γεράσιμο νὰ
κάνει γνωστὸ σὲ ὅλους τοὺς πατέρες ὅτι εἶχε πέσει σὲ πλάνη, ζητώντας τους νὰ
κάνουν προσευχὴ μὲ κομποσχοίνι γιὰ αὐτόν. Παρόλο ποὺ ἔγινε αὐτό, ὁ πόλεμος τοῦ
πονηροῦ δὲν μειώθηκε. Ἔπειτα, ὁ π. Ἱλαρίων ζήτησε ἀπὸ τὸν π. Γεράσιμο νὰ τοῦ
δέσει τὰ χέρια καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσει μέσα στὶς καλύβες τῆς Σκήτης σὰν νὰ εἶναι
τρελός, ζητώντας τὶς προσευχὲς τῶν πατέρων.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Κάποτε, μία μεγάλη ὁμάδα
προσκυνητῶν πῆγε στὴν Σκήτη καὶ ἀκούγοντας σχετικὰ μὲ τὸν ἔγκλειστο, ἐπιθυμοῦσαν
νὰ τὸν δοῦν. Μιᾶς καὶ ὁ γέροντας δὲν ἐρχόταν σὲ ἐπαφὴ μὲ κανέναν, δὲν τοὺς
δέχτηκε. Οἱ προσκυνητές, ἀποφάσισαν νὰ κάνουν μία ἀνθρώπινη σκάλα, ἀνεβαίνοντας
ὁ ἕνας στοὺς ὤμους τοῦ ἄλλου, προκειμένου νὰ φθάσουν στὸ παράθυρο, μέσω τοῦ
ὁποίου θὰ μποροῦσαν νὰ δοῦν τὸν γέροντα καὶ νὰ πάρουν τὴν εὐχή του.
Διαπιστώνοντας τὶ ἐπρόκειτο νὰ πραγματοποιήσουν οἱ προσκυνητές, ὁ π. Ἱλαρίων
τρομοκρατήθηκε, γιατὶ τὸ παράθυρο ἦταν πολὺ ψηλὰ ἀπὸ τὸ ἔδαφος. Ἐὰν τὸ
ἐπιχειροῦσαν αὐτό, κάποιος ἀπὸ αὐτοὺς θὰ μποροῦσε νὰ ὑποστεῖ ἕναν φοβερὸ
θάνατο.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Ὁ γέροντας ἀντιμετώπισε μία
δυνατὴ ἐσωτερικὴ διαμάχη. Ἕνας λογισμός, τοῦ πρότεινε νὰ ἀνοίξει τὴν πόρτα τοῦ
Πύργου ὥστε νὰ μὴν γίνει ἡ αἰτία θανάτου αὐτῶν τῶν ἐνθουσιωδῶν προσκυνητῶν.
Ταυτόχρονα, μία ἄλλη σκέψη τοῦ ἀπαγόρευε νὰ σπάσει τὸν κανόνα ποὺ εἶχε κάποτε
καθιερώσει, δικαιώνοντας τὸν ἑαυτό του ὅτι δὲν ἦταν δικό του λάθος ποὺ αὐτοὶ
εἶχαν συλλάβει ἕνα τέτοιο σχέδιο. Γιὰ ἀρκετὰ λεπτά, ἡ ψυχὴ τοῦ γέροντα
διχάστηκε, μὴ γνωρίζοντας τὶ νὰ ἀποφασίσει. Τέλος νικήθηκε ἀπὸ τὴν ἀγάπη γιὰ τὸ
πλησίον, βιαστικὰ ξεκλείδωσε τὴν πόρτα, πῆγε ἔξω καὶ κρύφτηκε. Αὐτὴ ἡ διακοπὴ
τοῦ κανόνος του τὸν ἔβαλε σὲ σκέψεις, ἂν θὰ ἔπρεπε νὰ ξαναγυρίσει στὸν Πύργο.
Προκειμένου νὰ ἐπιλύσει τὴν ἀμφιβολία ποὺ εἶχε, πῆγε καὶ βρῆκε τὸν πνευματικὸ
τῆς Σκήτης, τὸν π. Λεόντιο, καὶ τοῦ ἀνέφερε τὶς σκέψεις του. Ὁ τελευταῖος τὸν
ἠρέμησε καὶ τὸν ἔπεισε νὰ γυρίσει πίσω στὸν Πύργο καὶ νὰ μὴν δεχθεῖ αὐτὴ τὴν
ἀναχώρηση ἀπὸ τὸν ἐγκλεισμό, σὰν μία σημαντικὴ παράβαση τοῦ ὅρκου ποὺ εἶχε
κάνει.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Οἱ δαίμονες, παίρνοντας σὰν
πλεονέκτημα αὐτὸ τὸ περιστατικό, ἔκαναν μία πολιορκία. Ἕνας μετὰ τὸν ἄλλον,
ἄρχισαν νὰ σκαρφαλώνουν στὸ παράθυρο τοῦ Πύργου μὲ τὴν μορφὴ προσκυνητῶν.
Ἀποκάλυψαν στὸν γέροντα ὅτι μπαίνουν κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο, ἐπειδὴ ἀπαγόρευε
στοὺς λαϊκούς, νὰ μποῦν μέσα. Τοῦ εἶπαν ὅτι ἤθελαν τόσο πολὺ νὰ τὸν δοῦν, μιᾶς
καὶ ἦταν συμπατριῶτές του καὶ εἶχαν ἔρθει ἀπὸ τόσο μακριά, προκειμένου νὰ τὸν
συμβουλευτοῦν γιὰ διάφορα θέματα.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Παίρνοντάς τους γιὰ κανονικοὺς
προσκυνητές, ἄρχισε συζήτηση μαζί τους· αὐτὸ ἀκριβῶς ποὺ ζητοῦσαν οἱ δαίμονες.
Τὸν ἔμπλεξαν σὲ μία μακριὰ συζήτηση σχετικὰ μὲ τὴν φτώχεια τοῦ λαοῦ καὶ τῆς
ἐκκλησίας τους. Τελείωσαν μὲ φυσικὰ χτυπήματα μὲ τέτοια βία ποὺ τὸν ἄφησαν ἄλαλο
γιὰ τρεῖς μῆνες.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Οἱ δαίμονες ἔπειτα προσπάθησαν νὰ
τὸν ἐξαπατήσουν, παρουσιάζοντάς του στὴν μνήμη του μία παραίσθηση ὅτι τόσο πολὺ
χιόνι εἶχε πέσει στὴν αὐλὴ τοῦ Πύργου, ποὺ οἱ ἐπισκέπτες μποροῦσαν νὰ
περπατήσουν ἐλεύθερα πρὸς τὸν Πύργο ἀπὸ τὸ πολὺ ὕψος τοῦ χιονιοῦ. Μόλις τὸ εἶδε
αὐτό, τοῦ μπῆκε λογισμός: Φῦγε ἀπὸ ἐδῶ, φύγε ὅσο πιὸ γρήγορα μπορεῖς ἀπὸ ἐδῶ.
Ἀλλὰ ὁ π. Ἱλαρίων ἀπάντησε στὸν λογισμὸ δυνατά: Θὰ πεθάνω, ἀλλὰ δὲν φεύγω. Καὶ
μὲ αὐτὰ τὰ λόγια οἱ δαίμονες ἐξαφανίστηκαν.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Αὐτὴ τὴν ἐποχή, ἕνας ἐπίσκοπος
ἤθελε νὰ μιλήσει στὸν γέροντα γιὰ πνευματική του ὠφέλεια. Μὴν ὑπολογίζοντας πόσο
τὸν παρακαλοῦσε νὰ ἀνοίξει τὴν πόρτα τοῦ Πύργου, ὁ γέροντας δὲν τὸν δέχθηκε.
Θίχθηκε ἀπὸ τὴν ἄρνηση ὁ ἐπίσκοπος καὶ εἶπε δυνατά: Πρόσεξε ἐσὺ στυλίτη, μὴν
πέσεις σὲ περηφάνια ἀπὸ τὸν ἐγκλεισμό σου! Περιφρόνησες ἕναν ἐπίσκοπο, ὁ ὁποῖος
ἦρθε σὲ σένα ὄχι ἀπὸ περιέργεια, ἀλλὰ γιὰ πνευματικὴ ὠφέλεια. Γιὰ αὐτὸ ὁ Θεός,
θὰ σὲ τιμωρήσει! Ἀμέσως μετὰ τὴν ἀποχώρηση τοῦ ἐπισκόπου, καθὼς ὁ π. Ἱλαρίων
ἔκανε τὸν προσωπικό του κανόνα, φωτιὰ ἀπὸ τὸν Οὐρανό, ἔπεσε πάνω του. Τὸν ἔκαψε
τόσο ποὺ ἔχασε τὶς αἰσθήσεις του. Τόσο δυνατὲς ἦταν οἱ κουβέντες τοῦ ἱεράρχη. Ὁ
Κύριος τὸ εἶχε ἐπιτρέψει αὐτό, τόσο γιὰ ὠφέλεια πνευματικὴ τοῦ γέροντα, ὅσο καὶ
γιὰ ὠφέλεια ὅλων ἐκείνων ποὺ διψοῦσαν νὰ γευτοῦν λόγια ἀπὸ τὴν ἐμπειρία
του.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Στὸ τέλος τοῦ ἐγκλεισμοῦ του, ὁ
π. Ἱλαρίων εἶδε νὰ παρελαύνουν ἀναρίθμητες στρατιὲς δαιμόνων. Περνοῦσαν ἀπὸ
μπροστά του σὲ πυκνὲς γραμμές, κάλυπταν ὅλο τὸν δρόμο ἀπὸ τὴν Μονὴ τοῦ Ἁγίου
Παύλου μέχρι τὸν Πύργο, μισὴ ὥρα μακριά. Ὁ Θεός, ἐπέτρεψε καὶ χτύπησαν τὸν
γέροντα, ὅπως ἔκαναν στοὺς Ἁγίους Ἀντώνιο τὸν Μέγα, Ἀβράμιο καὶ ἄλλους, τόσο
πολύ, ποὺ μετὰ βίας παρέμενε ζωντανός. Μέσα στὶς ἑπόμενες τρεῖς ἡμέρες ὁ π.
Γεράσιμος τὸν ἐπισκέφθηκε γιὰ νὰ τοῦ φέρει φαγητό, καὶ τὸν βρῆκε ἡμιθανή. Κάλεσε
τότε τοὺς ἄλλους μοναχούς, καὶ τὸν μετέφεραν στὸ πιὸ κοντινὸ κελλί. Μὲ τὴν
φροντίδα τους τὸν συνέφεραν πάλι.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Ὅταν ὁ π. Ἱλαρίων ξύπνησε,
περιέγραψε τὸν τελευταῖό του πειρασμό καὶ τοὺς παρεκάλεσε νὰ τὸν πάνε πίσω στὸν
Πύργο. Οἱ πατέρες τῆς Σκήτης πάντως, δὲν ἤθελαν νὰ πραγματοποιήσουν κάτι τέτοιο.
Κάλεσαν τὸν φίλο του π. Βενέδικτο καὶ τοῦ ζήτησαν νὰ μεσολαβήσει στὴν ὑπόθεση.
Μετὰ ἀπὸ πολὺ συζήτηση μὲ τὸν γέροντα, τὸν ἔκανε νὰ καταλάβει ὅτι δὲν μπορεῖ
πλέον νὰ ζεῖ σὲ ἐγκλεισμό. Ὅλοι συμφώνησαν μαζί του. Ἀποδεχόμενος τὴν κοινὴ φωνὴ
ὅλων τῶν γεροντάδων, ὁ π. Ἱλαρίων ὑπάκουσε στὴν κοινή τους ἀπόφαση. Τὸν
τακτοποίησαν στὸ κελλὶ τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους, ὅπου ὁ π. Βενέδικτος τὸν φρόντιζε.
Μετὰ ἀπὸ λίγο ὁ γέροντας ἄρχισε νὰ ἀναῤῥώνει. Ὁλόκληρη ἡ πλάτη του εἶχε
μαστιγωθεῖ ἀπὸ τοὺς δαίμονες τόσο πολύ, ποὺ κάθισε ξαπλωμένος σὲ κρεββάτι γιὰ
δύο μῆνες. Ἂν καὶ ὑπέφερε πολὺ στὸ σῶμα, ἦταν ἡ πνευματική του κατάσταση ποὺ
τέθηκε σὲ πολὺ μεγάλο κίνδυνο.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Ὁ π. Βενέδικτος, μὲ μεγάλη
ἐμπειρία στὴν ἀσκητικὴ ζωή, ἄρχισε νὰ κόβει τὸ θέλημα τοῦ π. Ἱλαρίωνος στὸ κάθε
τι. Ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ὅτι τὸν μετέφερε σὲ ἕνα κελλί, γιὰ τὴν ταπείνωση τοῦ γέροντα
τὸν ἔβαζε νὰ τρώει λαδερὰ φαγητά, ψάρια καὶ γαλακτερά. Ὁ π. Ἱλαρίων ἦταν τόσο
σοφός, καὶ πρᾶος, ποὺ ἔκανε πλήρη ὑπακοὴ στὸν φίλο του χωρὶς ἀντίῤῥηση,
ἐμπιστευόμενος τὴν διάκρισή του.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Ὅταν συνῆλθε τελείως ἀπὸ τὴν
ἀῤῥώστειά του, ὁ π. Ἱλαρίων μεταφέρθηκε στὸ διονυσιάτικο κελλὶ τοῦ Ἁγ. Ἀποστόλου
Ἰακώβου. Ἐκεῖ αἰσθάνθηκε πολὺ τοὺς ῥευματισμοὺς ποὺ εἶχε ἀποκτήσει στὸν Πύργο
καὶ τὸν ἔκαναν νὰ ὑποφέρει πάρα πολύ. Ἄλλη μία δυσκολία ἦρθε ἀνάμεσα στοὺς
ἀδελφούς, ποὺ χωρίστηκαν σὲ παρατάξεις σχετικὰ μὲ τὴν συχνότητα συμμετοχῆς στὴν
Θεία Κοινωνία. Μερικοί, ἐπέμεναν νὰ κοινωνοῦν οἱ ἀδελφοὶ μία φορὰ τὴν ἑβδομάδα,
ἄλλοι κάθε μῆνα καὶ ἄλλοι εἶχαν διαφορετικὲς ἀπόψεις. Ἐκεῖ ὑπῆρχαν διαφορές, καὶ
ὁ καθένας προσπάθησε νὰ παρασύρει τὸν π. Ἱλαρίωνα μὲ τὸ μέρος του. Αὐτό, τάραξε
πολὺ τὴν ψυχὴ τοῦ γέροντα ποὺ ἀγαποῦσε πολὺ τὴν εἰρήνη καὶ μέσα σὲ δύο μῆνες
μεταφέρθηκε στὴν Μονὴ Ἰβήρων.</span><br />
<div align="center" class="MsoNormal" style="text-align: center;">
<span style="color: black; font-size: 16pt;">
<hr align="center" size="2" width="50%" />
</span></div>
<h2>
<span style="color: #c00000; font-family: Courier New; font-size: 10pt; font-weight: normal;">o<span style="font: 7pt 'Times New Roman';"> </span></span><span style="font-family: 'Times New Roman'; font-size: 16pt;">Θ´. Διαμονὴ στὴν μονὴ
Ἰβήρων. Ἀποδοχὴ ὑποτακτικῶν</span></h2>
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Ὁ π. Ἱλαρίων πῆγε στὴν Μονὴ
Ἰβήρων ἀσθενής. Μόλις ἀνάκαμψε λίγο, τοῦ ἀνατέθηκε ἡ διακονία στὴν γεωργιανὴ
βιβλιοθήκη, συνέταξε ἕναν κατάλογο καὶ ἔγραψε ἀποσπάσματα ἀπὸ τὰ χειρόγραφα καὶ
τὰ βιβλία. Αὐτὴ ἡ δουλειά, ἀποτελεῖτο ἀπὸ δώδεκα τόμους καὶ τιτλοφορήθηκε· Ὁ
Φωτισμένος. Αὐτὴ ἡ ἀνθολογία, ποὺ ἀποτελεῖτο κυρίως ἀπὸ τοὺς βίους τῶν Ἁγίων,
ἐκδόθηκε τελικά, στὴν Γεωργιανὴ γλῶσσα.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Μετὰ ἀπὸ ἕξι μῆνες, ὁ γέροντας
ἐγκαταστάθηκε στὴν Σκήτη τοῦ Τιμίου Προδρόμου, ἐκεῖ ποὺ εἶχαν ζῆσει Γεωργιανοὶ
ἀπὸ τὸν 8ο αἰῶνα. Ὅταν ῥωτήθηκε γιατὶ μετακόμισε ἀπὸ τὸν Πύργο στὴν Σκήτη, ὁ
γέροντας ἀπάντησε: Ἐδῶ βρῆκα ἡσυχία ἀπὸ τὸν κόσμο. Ὅλοι αὐτοὶ ποὺ ἔρχονται σὲ
μένα, τοὺς κατευθύνω στὸν πνευματικὸ πατέρα τῆς Σκήτης, λέγοντάς τους πὼς δὲν
εἶμαι πνευματικός, ἀλλὰ ἦρθα ἐδῶ γιὰ νὰ κλάψω τὶς ἁμαρτίες μου. Ὅμως, λίγο
ἀργότερα ἐρχόντουσαν πολλοὶ ἄνθρωποι σὲ αὐτόν, καὶ ἔτσι μεταφέρθηκε στὸ κελλὶ
τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, τὸ ὁποῖο ἦταν κτισμένο καθεαυτοῦ ἀπὸ τὴν Μονὴ γιὰ
αὐτόν.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Τότε, δύο ἀδελφοί, τὸν πλησίασαν
καὶ ζήτησαν ἀπὸ τὸν γέροντα νὰ τοὺς δεχθεῖ. Μὲ τὸν ἐρχομό τους στὸ Ἅγιον Ὄρος
εἶχαν γίνει ὑποτακτικοὶ ἑνὸς γέροντα, ὁ ὁποῖος εἶχε πεθάνει μέσα σὲ τρία χρόνια
ἀπὸ τὴν ἄφιξή τους. Τοὺς εἶχε ἀφήσει ἕνα μεγάλο κελλί, μέσα σὲ ἕνα μεγάλο
οἰκόπεδο. Ἔχοντας ζήσει γιὰ λίγο χωρὶς γέροντα, διαπίστωσαν πὼς ἦταν ἀδύνατο νὰ
ζήσουν χωρὶς πνευματικὴ καθοδήγηση. Ὁ παλαιότερος ἀπὸ τοὺς δύο μπῆκε στὴν Μονὴ
Ἰβήρων, ἀπὸ τὴν ὁποία εἶχε προσκληθεῖ, μιᾶς καὶ ἦταν ταλαντοῦχος καλλιγράφος. Ὁ
νεώτερος, ὁ Σάββας (1821-1908), ἀκόμη παρέμενε μόνος στὸ κελλί, καὶ ἐπεδίωξε νὰ
βρεῖ ἕναν πεπειραμένο γέροντα. Μετὰ ἀπὸ τὶς πληροφορίες γιὰ τὶς ἀσκητικὲς
προσπάθειες τοῦ π. Ἱλαρίωνα, οἱ ὁποῖες εἶχαν διαδοθεῖ σὲ ὅλο τὸ Ἅγιον Ὄρος, ὁ
Σάββας ἀποφάσισε νὰ τὸν πλησιάσει. Μὲ τὴν ἄφιξή του ὁ Σάββας βρῆκε τὸν γέροντα
νὰ φοράει ἕνα κουρέλι, ἐπιδιορθωμένο πολλὲς φορές, καὶ λερωμένο. Τὸ σκουφί του
ἦταν στὴν ἴδια κατάσταση καὶ τὰ μαλλιά του καὶ τὰ γένια του ἦταν ἀτημέλητα. Ὅταν
ζήτησε ἀπὸ τὸν γέροντα νὰ τὸν δεχθεῖ ὡς ὑποτακτικό του, ὁ π. Ἱλαρίων ἀρνήθηκε
ἀποφασιστικά. Μετὰ ἀπὸ ἀσταμάτητες αἰτήσεις ἀπὸ τὸν Σάββα, ὁ γέροντας κάμφθηκε
λέγοντας: Ἐὰν ἐπιθυμεῖς νὰ μείνεις μαζί μου, πρέπει νὰ τηρεῖς τοὺς παρακάτω
κανόνες· δὲν πρέπει νὰ δέχεσαι τίποτα ἀπὸ κανέναν, οὔτε νὰ ἔχεις χρήματα, θὰ
πρέπει νὰ ζεῖς μία ζωὴ μὲ ἀποχὴ μέχρι τὸ τέλος σου, ἡ ὁποία θὰ περιέχει
ξηροφαγία καὶ οἱ μέρες καὶ τὰ βράδια θὰ ἀνήκουν στὴν προσευχή. Μὲ μεγάλη
προθυμία ὁ Σάββας δέχθηκε τὰ πάντα καὶ ἐγκαταστάθηκε μαζί του.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Μετὰ ἀπὸ ἕξι μῆνες ἦρθε καὶ ὁ
ἀδελφός του Μακάριος καὶ ἐγκαταστάθηκε μαζί τους. Αὐτὸς ὁ Μακάριος ἦταν πολὺ
σταθερὸς χαρακτήρας, καὶ μὲ εὐλογία τοῦ γέροντα, ἔφερνε σὲ πέρας μεγάλα ἀσκητικὰ
ἀνδραγαθήματα, δείχνοντας πολὺ μεγάλη ἀνιδιοτέλεια ποὺ μόνο λίγοι τὴν ἔχουν
πετύχει. Ἀφιέρωσε τὸν ἑαυτό του στὴν ὑπακοή, ἔκοψε τὸ θέλημά του ὁλοκληρωτικὰ σὲ
ὅ,τι τοῦ ζητοῦσε ὁ γέροντας.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Ὁ Σάββας ἀπεναντίας ἦταν
ἐπιπόλαιος. Ἂν καὶ ὑπάκουε τὸν γέροντα, ἔκανε πολλὰ σύμφωνα μὲ τὸ θέλημά του,
ἀκόμη καὶ διαπληκτιζόταν μαζί του. Ὁ π. Ἱλαρίων, ἐπειδὴ τὸν εἶχε δεχθεῖ γιὰ ὅλη
του τὴν ζωή, δὲν ἤθελε νὰ τὸν διώξει. Μὲ τὶς πατρικές του συμβουλές, καὶ τὴν
ὑπομονή, ἤλπιζε ὅτι θὰ κατάφερνε νὰ διορθώσει τὰ ἄπειρα νιάτα. Ὁ Σάββας
ἐπιθυμοῦσε κατόπιν πιέσεων τῆς νεότητας νὰ πάει στὸν γέροντα Χατζῆ-Γιώργη
(1809-1886) στὴν Κερασιά. Τελικά, ἔφυγε, ἀλλὰ ὁ Χατζῆ-Γιώργης γιὰ νὰ καταλάβει
τὴν πνευματική του πολιτεία καὶ τὴν φύση τοῦ πειρασμοῦ του, τὸν ῥώτησε: Θὰ
φέρεις σὲ πέρας ὅ,τι καὶ ἂν διαταχθεῖς; Αὐτὸς συμφώνησε ὅτι θὰ ἔκανε ὑπακοή, καὶ
ζήτησε ἀπὸ τὸν ἴδιο νὰ τὸν πάρει κάτω ἀπὸ τὴν καθοδήγησή του, ἐλπίζοντας ὅτι θὰ
ἀναπαυόταν ἀπὸ τὴν ἐπικοινωνία μὲ τὴν νέα ἀδελφότητα καὶ θὰ ζοῦσε περισσότερο μὲ
τὸ θέλημά του.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Ὁ Χατζῆ-Γιώργης ὅμως τὸν πῆγε πιὸ
μακριὰ ἀπὸ τὸ κελλί του καὶ τοῦ ὑπέδειξε ἕνα μέρος κάτω ἀπὸ ἕναν τεράστιο βράχο
γιὰ νὰ μείνει, τὸ ὁποῖο ἦταν μία σπηλιά, γιὰ τὴν ἀκρίβεια ἦταν ἕνα κοίλωμα ποὺ
σχηματιζόταν ἀπὸ τὸν βράχο καὶ τὸ ἔδαφος. Ὁ γέροντας ῥώτησε τὸν Σάββα ἄλλη μία
φορά, ἂν θὰ ἔκανε ὑπακοὴ σὲ ὅλα. Ὁ Σάββας ἀπάντησε πάλι καταφατικά. Ἔπειτα, τοῦ
ἔδωσε ὁδηγίες σχετικὰ μὲ ὅ,τι ἀφορᾷ τὸν κανόνα του καὶ τοῦ γνωστοποίησε ὅτι
αὐτὸς προσωπικά, θὰ τοῦ ἔφερνε φαγητό, τὸ ὁποῖο δὲν θὰ ἦταν ἄλλο, ἀπὸ αὐτὸ ποὺ
θὰ ἔτρωγε ὁ ἴδιος.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Ὁ Σάββας κράτησε τὸν λόγο του γιὰ
λίγο καιρό, καὶ ἔτρωγε τὸ φαγητὸ ποὺ ὁ γέροντας τοῦ ἔφερνε. Πάντως, δὲν μποροῦσε
νὰ ἀντέξει τέτοια στέρηση, γιατὶ ὁ γέροντας τοῦ ἔδινε μόνο χόρτα, τὰ ὁποῖα ἦταν
ἄγρια καὶ πικρά. Ὁ Σάββας, χωρὶς νὰ τὸ γνωρίζει ὁ γέροντας, πήγαινε κρυφὰ στὴν
Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννης καὶ ἔκλεβε ψωμὶ μὲ ζάχαρη. Κατὰ τὴν ἀπουσία τοῦ γέροντα, ὁ
Σάββας ἄφησε τελείως τὸν ἐγκλεισμό του. Συμπεριφερόταν σὰν φυλακισμένος ποὺ εἶχε
ἀποκτήσει τὴν ἐλευθερία του, ἀφοῦ ἔπαιζε παιδικὰ παιχνίδια μὲ νεώτερους
ἀδελφούς.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Ὅταν τὸ ἔμαθε αὐτὸ ὁ γέροντας,
τὸν ἐπέπληξε γιὰ τὴν ἀνυπακοή του καὶ τὴν ἀνοησία του. Πρόσθεσε ἐπίσης, ὅτι τὸ
φαγητὸ ποὺ φαινόταν σὲ αὐτὸν ἀφόρητο, ἦταν αὐτὸ ποὺ ὁ γέροντας ἔτρωγε κάθε μέρα.
Σὰν ἐπιτίμιο ποὺ ἔκανε τὸ θέλημά του καὶ δὲν ἔκανε ὑπακοή, τοῦ εἶπε ὅτι ἂν θέλει
νὰ συνεχίσει νὰ ζεῖ μαζί του, τότε θὰ τὸν ἔκλεινε σὲ ἕνα βαρέλι. Θὰ παρέμενε
ἐκεῖ μέσα ἕως ὅτου ὁ γέροντας πεισθεῖ τελείως ὅτι αὐτὸς παραμένει σὲ εἰλικρινῆ
ὑπακοή. Ἂν δὲν ἤθελε νὰ τὸ κάνει αὐτό, τότε ὁ γέροντας δὲν θὰ μποροῦσε νὰ τὸν
κρατήσει περισσότερο μαζί του.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Ὁ Σάββας συμφώνησε,
ἀναγνωρίζοντας τὴν ἐνοχή του ἀπέναντι στὸν γέροντα. Μπῆκε στὸ μεγάλο βαρέλι, στὸ
ὁποῖο ὁ γέροντας τὸν ἔκλεισε, χωρὶς νὰ τὸν ἀφήνει νὰ πάει πουθενά. Τὸ βαρέλι
ἦταν πολὺ μεγάλο, καὶ μποροῦσε νὰ κάνει τὸν προσωπικό του κανόνα, μετάνοιες καὶ
ἀκόμα νὰ κάνει μερικὰ βήματα μέσα σὲ αὐτό. Γιὰ τὴν ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὰ ἀναγκαῖα τῆς
φύσης, ἔγινε ἕνα μικρὸ ἄνοιγμα. Ὁ σκοπὸς τοῦ Χατζῆ-Γιώργη ἦταν νὰ διορθώσει τὸν
Σάββα. Ἂν ὁ Σάββας δὲν μποροῦσε νὰ ὑπομείνει ἕναν τέτοιο ἐγκλεισμό, θὰ ἔπρεπε νὰ
γυρίσει στὸν γέροντά του, τὸν π. Ἱλαρίωνα.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Εἶχε περάσει λίγος καιρός, ὅταν ὁ
γέροντας πῆγε στὸν Σάββα καὶ τοῦ εἶπε πὼς εἶχε μάθει πὼς ὁ π. Ἱλαρίων εἶχε
πεθάνει. Ὁ Σάββας ἔκλαψε καὶ ἄρχισε νὰ κατηγορεῖ τὸν ἑαυτό του καὶ νὰ χτυπᾶ τὸ
πρόσωπό του ἐπειδὴ τὸν εἶχε ἀφήσει, λέγοντας: Δὲν θὰ ἐγκαταλείψω ποτὲ τὸ βαρέλι,
θὰ πεθάνω ἐδῶ. Ζήτησε ἀπὸ τὸν γέροντα νὰ προσεύχεται στὸν Θεό, νὰ ἀναστηθεῖ ὁ π.
Ἱλαρίων.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Ὁ Χατζῆ-Γιώργης, βλέποντας ὅτι ὁ
Σάββας εἶχε ἔρθει σὲ μετάνοια, τὸν ῥώτησε ἂν θὰ ἦταν ὑπάκουος στὸν π. Ἱλαρίωνα,
ἂν ξαναρχόταν στὴν ζωή. Μὲ δάκρυα ὑποσχέθηκε νὰ εἶναι ὑπάκουος στὸν π. Ἱλαρίωνα
μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του ἐὰν ἐρχόταν στὴν ζωή. Ὁ Χατζῆ-Γιώργης ὑποσχέθηκε νὰ
προσευχηθεῖ ὥστε ὁ γέροντάς του νὰ ἀναστηθεῖ.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Μετὰ ἀπὸ λίγες μέρες, ὁ γέροντας
πῆγε τὸν Σάββα στὸν π. Ἱλαρίωνα. Ὁ Σάββας, γεμάτος ἀπὸ ἀνυπομονησία, ἤθελε νὰ
βεβαιωθεῖ ὅσο τὸ δυνατὸν πιὸ γρήγορα, ἐὰν ὁ γέροντας ἦταν ζωντανός, προπορευόταν
μπροστὰ ἀπὸ τὸν Χατζῆ-Γιώργη, ἀφήνοντάς τον πίσω. Ἄρχισε νὰ σκοτεινιάζει.
Βλέποντας ἀπὸ μακριὰ ἕνα φῶς στὸ κελλὶ τοῦ γέροντα, κατάλαβε ὅτι αὐτὸς ἦταν
ζωντανός. Πῆγε βιαστικὰ στὸ κελλί του καὶ ἄρχισε νὰ χτυπᾶ τὴν πόρτα. Ὅταν ὁ π.
Ἱλαρίων ῥώτησε ἀπὸ μέσα ποιὸς ἦταν, ὁ Σάββας ἀπάντησε: ἕνας σκύλος. Ὁ γέροντας
κατάλαβε ἀπὸ τὴν φωνή, ὅτι ἦταν ὁ ὑποτακτικός του καὶ ἀπάντησε: Φοβᾶμαι τὰ
σκυλιά, μπορεῖ νὰ μὲ δαγκώσουν. Εἶμαι ὁ ὑποτακτικός σου· εἶπε ὁ Σάββας
κλαψιάρικα. Δὲν ἔχω κανέναν σκύλο ὑποτακτικό· εἶπε ὁ π. Ἱλαρίων καὶ παρέμεινε
σιωπηλός. Ὁ Σάββας ἄρχισε νὰ τὸν ἱκετεύει νὰ ἀνοίξει τὰ πόρτα καὶ νὰ τὸν δεχθεῖ
πίσω ὅπως ὁ πατέρας δέχεται τὸν ἄσωτο υἱό, γιατὶ εἶχε μετανοήσει γιὰ ὅλα καὶ
εἶχε ἔρθει νὰ ζητήσει συγχώρεση. Ὁ γέροντας ἀπάντησε ὅτι δὲν θὰ τὸν ἄφηνε νὰ
μπεῖ μέσα, μέχρι νὰ ἔρθει ὁ Χατζῆ-Γιώργης.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Ὅταν ὁ Χατζῆ-Γιώργης ἦρθε, ὁ π.
Ἱλαρίων βγῆκε ἔξω, τοῦ ἔβαλε μετάνοια καὶ βγάζοντας τὸ ῥάσο του, τὸ ἔδωσε σὲ
αὐτόν, παίρνοντας τὸ ῥάσο τοῦ Χατζῆ-Γιώργη, τὸ ὁποῖο καὶ φόρεσε. Μετά, τὸν
ὁδήγησε μέσα στὸ κελλί. Ὁ Χατζῆ-Γιώργης ῥώτησε τὸν π. Ἱλαρίωνα γιὰ ποιὸν λόγο
ἔκανε αὐτὴ τὴν ἐναλλαγὴ τοῦ ῥάσου. Ὁ τελευταῖος ἀπάντησε πὼς τὸ ἔκανε αὐτὸ
ἐπειδὴ ὁ ἴδιος δὲν γνώριζε πὼς νὰ διορθώσει τὸν ὑποτακτικό του καὶ εἶχε ἀποτύχει
νὰ τὸν ἀπομακρύνει ἀπὸ τὴν αὐταπάτη, ἐνῶ αὐτὸς ἀπεναντίας εἶχε καταφέρει νὰ τὸν
διορθώσει: Σοῦ εἶμαι εὐγνώμων γιὰ πολλά, γιατὶ ὁ Σάββας δὲν μοῦ ἔκανε καθόλου
ὑπακοή, καὶ δὲν μποροῦσα νὰ τὸν ὁδηγήσω στὴν σωτηρία, ἀλλὰ τὸν ἄφησα νὰ πάει
ὅπου ἤθελε. Τὸν κέρδισες γιὰ χάριν τοῦ Κυρίου, τὸν ὁδήγησες σὲ συντριβή, καὶ
ἔτσι βλέπω ὅτι ἔχεις πολὺ μεγάλη χάρη! Κάθισαν κάτω. Ὁ Σάββας ἤθελε νὰ τοὺς
πλύνει τὰ πόδια σὰν ἕνα σημάδι τελείας μετανοίας καὶ ταπεινώσεως, ἀλλὰ ὁ
Χατζῆ-Γιώργης τοῦ τὸ ἀπαγόρευσε. Μετὰ ὁ π. Ἱλαρίων γύρισε στὸν Σάββα καὶ ῤώτησε:
Τί θέλεις ἀπὸ ἐμένα; Δὲν ἔχω πεθάνει ἀκόμα. Ὁ Σάββας ἀπάντησε: Ἕνα πρᾶγμα θέλω,
νὰ κάνω ὑπακοὴ σὲ σένα, σὲ ὅλα, γιὰ πάντα! Ὁ γέροντας κοίταξε πρὸς τὸν Σάββα καὶ
εἶπε: Θὰ κάνεις ὅτι σοῦ λέω; Ὁ τελευταῖος ἀπάντησε καταφατικά. Ὁ γέροντας
συνέχισε: Δὲν ἐμπιστεύομαι τὰ λόγια σου τώρα. Φέρε μαζί σου κάποιον ποὺ θὰ
μαρτυρήσει ὅτι θὰ μὲ ὑπακούσεις. Κοίτα, ὁ Χριστὸς εἶναι μάρτυράς μου· ἀπάντησε ὁ
Σάββας δείχνοντας τὴν εἰκόνα. Ἀφοῦ ἐπικαλεῖσαι τὸν Χριστὸν σὰν μάρτυρά σου,
πρέπει νὰ πᾶς πίσω στὸν πατέρα Γεώργιο καὶ νὰ ἀσκηθεῖς ἐκεῖ· ἐπεσήμανε ὁ
γέροντας.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Ὁ Σάββας ἄρχισε νὰ ἐκλιπαρεῖ τὸν
γέροντα νὰ μὴν τὸν στείλει πίσω, λέγοντας ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ ἀντέξει τὴν ζωὴ
αὐτή, ἀφοῦ ὁ Χατζῆ-Γιώργης προφανῶς θὰ τὸν ἔβαζε πάλι στὸ βαρέλι. Τί θὰ ἔκανε
τότε; Ἀλλὰ ὁ π. Ἱλαρίων ἦταν ἄκαμπτος καὶ γυρνώντας στὸν π. Γεώργιο, τοῦ ζήτησε
νὰ πάρει τὸν Σάββα πίσω. Ὁ τελευταῖος, ἀπὸ σεβασμὸ στὸν γέροντα, δέχθηκε, ἀλλὰ
μὲ τοὺς ὅρους ὅτι ὁ Σάββας θὰ ἔτρωγε ὅ,τι καὶ αὐτός, ὅτι δὲν θὰ ἔκλεβε παξιμάδια
καὶ ὅτι δὲν θὰ συμπεριφέρεται ἐλεύθερα μὲ τοὺς νέους μοναχοὺς κατὰ τὴν ἀπουσία
του.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Ὁ π. Ἱλαρίων ῥώτησε τὸν Σάββα: Τί
ἔκανες; Ὁ π. Γεώργιος ἐργάζεται συνεχῶς καὶ μάλιστα βαρειὲς δουλειές, ἀλλὰ τρώει
αὐτὸ τὸ φαγητό. Καὶ ἐσὺ δὲν κάνεις τίποτα καὶ θέλεις νὰ φᾶς κάτι ἄλλο; Καὶ ὅσον
ἀφορᾶ τὴν ἐλεύθερη συμπεριφορά σου δὲν γνωρίζεις ὅτι αὐτὴ γεννᾶ τὴν παῤῥησία καὶ
ἡ παῤῥησία μὲ τὴν σειρά της γίνεται ἡ μητέρα ὅλων τῶν κακῶν; Δίνοντάς του ἐντολὴ
νὰ ὑπακούει τὸν π. Γεώργιο, ἀπέλυσε καὶ τὸν Σάββα.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Κατὰ αὐτὴ τὴν περίοδο, ἐπισκέπτες
ἄρχισαν πάλι νὰ ἔρχονται στὸ κελλὶ τῶν Ἁγίων Ἀρχαγγέλων. Ὁ π. Ἱλαρίων δὲν
μποροῦσε ἄλλη μία φορὰ νὰ βρεῖ εἰρήνη. Ἔτσι, στὸ 1843, ξαναγύρισε στὸ κελλὶ τοῦ
Ἁγίου Ἀποστόλου Ἰακώβου στὴν Διονυσίου.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Ἐν τῷ μεταξύ, ὁ Χατζῆ-Γιώργης,
ἔβαλε τὸν Σάββα στὴν προηγούμενη σπηλιά, καὶ τοῦ ἔδωσε τὶς ἴδιες ὁδηγίες σχετικὰ
μὲ τὸν κανόνα προσευχῆς του. Τὸν προμήθευσε μὲ τὸ ἴδιο φαγητό, ὅπως πρίν. Ἀλλὰ
αὐτὴ τὴν φορά, ὁ Σάββας, δὲν ἔμεινε γιὰ πολὺ κοντὰ στὸν Χατζῆ-Γιώργη, καθότι ὁ
ἀδελφός του Μακάριος ἀῤῥώστησε ἀπὸ τὴν ὑπερβολικὴ ἄσκηση καὶ ὑπέφερε πολύ. Ὁ π.
Ἱλαρίων ἔγραψε στὸν Χατζῆ-Γιώργη νὰ στείλει κάποιον νὰ ὑπηρετήσει τὸν ἀσθενῆ
Μακάριο. Στὸ σημείωμά του δὲν ἐννοοῦσε τον Σάββα, ἀλλὰ ἦταν αὐτὸς τὸν ὁποῖον
ἔστειλε. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς τελευταίας διαμονῆς του μὲ τὸν Χατζῆ-Γιώργη, ὁ
Σάββας ὑπέμεινε τόσα πολλὰ πνευματικὰ γυμνάσματα ἀπὸ τὸν γέροντα, ποὺ θὰ
παραμείνουν στὴν μνήμη του γιὰ ὁλόκληρη τὴν ζωή του.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Ὁ π. Μακάριος κοιμήθηκε 10 μέρες
μετὰ τὴν ἄφιξη τοῦ Σάββα. Κατὰ τὴν ὥρα τοῦ θανάτου του τὸ πρόσωπό του ἔλλαμψε μὲ
ἕνα ὑπερκόσμιο φῶς, ποὺ σταδιακὰ μεγάλωνε. Τὸ φῶς ἔκανε νὰ λάμπει τόσο τὸ
δωμάτιο, ὅσο καὶ ὅλη ἡ περιοχή. Τὸ εἶδαν πολλοὶ ποὺ ἦρθαν στὸ κελλὶ τοῦ π.
Ἱλαρίωνα.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Ὁ ἑτοιμοθάνατος Μακάριος,
ἀκτινοβολοῦσε ἀπὸ χαρά, εἶπε ὅτι εἶχαν ἔρθει οἱ Ἄγγελοι, μετὰ ἦρθαν οἱ Ἀσκητὲς
Πατέρες, οἱ Μάρτυρες, οἱ Ὁμολογητές, οἱ Ἅγιοι Ἱεράρχες καὶ οἱ Προφῆτες. Ἐκεῖ
εἶναι ἡ Παντάνασσα Θεοτόκος ἡ ἴδια· εἶπε μία στιγμή. Ὅλοι στέκονταν μὲ τρόμο. Τὸ
φῶς ἔλαμπε τόσο πολύ, ποὺ τὰ μάτια τους δὲν μποροῦσαν νὰ ἀντέξουν τὴν λάμψη.
Ἔπειτα ὁ ἑτοιμοθάνατος εἶπε: Ἐδῶ εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός μας ὁ ἴδιος· καὶ ὅλοι
ἔπεσαν κάτω μὲ φόβο εὐλαβείας.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Ὁ Μακάριος εἶπε στὸν γέροντα:
Συγχώρεσέ με καὶ εὐλόγησέ με Πάτερ, ὅλοι μὲ παίρνουν ἀπὸ μακριὰ ἀπὸ ἐδῶ. Μὲ αὐτὰ
τὰ λόγια ἡ ψυχή του πέταξε μακριὰ στὸν οὐρανό, καὶ τὸ φῶς, τὸ ὁποῖο φώτισε ὅλο
τὸ ἐρημητήριο, βαθμιαία ἐξασθένησε. Ὅλοι θαύμασαν καὶ δόξασαν τὸν Θεό, ποὺ εἶχε
κρυμμένο ἕναν δοῦλό Του μὲ τόση μεγάλη χάρη. Μὲ τὴν σιωπηρὴ ὑπακοή, καὶ τὴν
ἀποκοπὴ τοῦ δικοῦ του θελήματος, ὁ Μακάριος εἶχε εὐχαριστήσει τὸν Θεό. Ἡ κοίμησή
του μετὰ ἀπὸ ὀκτὼ χρόνια ποὺ ἔζησε μὲ τὸν γέροντα, ἀπέδειξε τὴν βαθειὰ σοφία τοῦ
π. Ἱλαρίωνος, ὁ ὁποῖος τὸν εἶχε ὁδηγήσει σὲ τόσο μικρὸ χρονικὸ διάστημα σὲ
μεγάλο πνευματικὸ ἐπίπεδο.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Ἔχοντας θάψει τὸν π. Μακάριο, ὁ
π. Ἱλαρίων κάλεσε τὸν Σάββα καὶ τοῦ εἶπε ὅτι δὲν θὰ τὸν ἀφήσει νὰ παραμείνει
μαζί του καὶ ὅτι ἦταν ἐλεύθερος νὰ πάει ὅπου θέλει. Παρ᾿ ὅλες τὶς παρακλήσεις
τοῦ Σάββα, παρέμενε ἄκαμπτος. Ὁ Σάββας πῆγε πάλι στὸν Χατζῆ-Γιώργη, ἀλλὰ ὁ
τελευταῖος τοῦ εἶπε, ὅτι δὲν μποροῦσε νὰ τὰ βάλει μὲ τὴν ἀστάθεια καὶ τὴν
ἀμέλειά του, καὶ γιὰ αὐτὸ τοῦ παράγγειλε νὰ ἐπιστρέψει στὸν π. Ἱλαρίωνα. Μετὰ
ἀπὸ τὶς πολλὲς παρακλήσεις τοῦ Σάββα καὶ τὴν ἀποφασιστικὴ ἄρνηση τοῦ π.
Γεωργίου, ὁ Σάββας ἀποφάσισε νὰ πάει πίσω στὸν π. Ἱλαρίωνα. Πῆρε τὸ καπίστρι ἀπὸ
ἕνα μουλάρι καὶ τὸ φόρεσε στὸν ἑαυτό του. Μὲ τέτοια ἐνδυμασία πῆγε πίσω στὸν
γέροντα. Οἱ πρῶτές του λέξεις ἦταν: Ὅπως βλέπεις μοῦ ἐφαρμόζει ἀπόλυτα, ἀφήνομαι
στὴν διάθεσή σου σὰν μουλάρι! Μετὰ ἀπὸ αὐτό, ὁ γέροντας τὸν δέχθηκε.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Σύντομα ὁ π. Γεώργιος ἦρθε καὶ
εἶπε στὸν π. Ἱλαρίωνα, δείχνοντας τὸν Σάββα: Ὢ, τὶ κανόνας τοῦ χρειάζεται, τὶ
κανόνας! Ὁ π. Ἱλαρίων ὑπερασπιζόμενος τὸν Σάββα εἶπε: Ὄχι, τώρα φοράει χαλινάρι.
Μπορῶ νὰ τὸν διευθύνω καὶ θὰ μὲ ὑπακούει.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Ὁ π. Ἱλαρίων ἄρχισε τότε νὰ
ἐπαινεῖ τὸν Σάββα γιὰ τὴν ὑπομονή του καὶ εἶπε: Θὰ σὲ χειροτονήσουμε διάκο. Ὄχι,
ἀντέδρασε ὁ Χατζῆ-Γιώργης, εἶναι ἀκόμα νωρίς, εἶναι ἀκόμη ἕνας μεγάλος ἀνόητος,
ἕνας μεγάλος ἀνόητος! Μετά, ὁ π. Ἱλαρίων καὶ ὁ π. Γεώργιος μίλησαν ἀρκετὰ γιὰ
τὴν χειροτονία. Ὁ Σάββας τὴν τρίτη μέρα χειροτονήθηκε διάκος καὶ σύντομα
ἱερομόναχος. Ὁ γέροντας εἶχε ἐπιθυμία νὰ χειροτονήσει τὸν Μακάριο, ἀλλὰ ἐξαιτίας
τῆς κοίμησης τοῦ τελευταίου καὶ ἐπειδὴ εἶδε τὴν ἀληθινὴ μετάνοια τοῦ Σάββα,
συμφώνησε νὰ γίνει ὁ Σάββας διάκος. Σχετικὰ μὲ αὐτό, τὸν ὑποχρέωσε νὰ
ἀκολουθήσει τὸν παρακάτω κανόνα· νὰ λειτουργεῖ καθημερινὰ γιὰ ὅλη του τὴν ζωή,
καὶ νὰ προσεύχεται γιὰ ὅλο τὸν κόσμο.</span><br />
<div align="center" class="MsoNormal" style="text-align: center;">
<span style="color: black; font-size: 16pt;">
<hr align="center" size="2" width="50%" />
</span></div>
<h2>
<span style="color: #c00000; font-family: Courier New; font-size: 10pt; font-weight: normal;">o<span style="font: 7pt 'Times New Roman';"> </span></span><span style="font-family: 'Times New Roman'; font-size: 16pt;">Ι ´. Στὸ κελλὶ τοῦ Ἁγίου
Ἰακώβου. Πατρικὲς νουθεσίες. Θαυμαστὰ σημεῖα</span></h2>
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Τὸ κελλὶ τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου
Ἰακώβου, βρίσκεται σὲ μία πλαγιὰ τοῦ Ἄθωνος, περίπου μιάμιση ὥρα μακριὰ ἀπὸ τὴν
Μονὴ Διονυσίου. Ἐδῶ οἱ ἀσθένειες τοῦ γέροντα ἐπιδεινώθηκαν. Κατὰ καιρούς,
κλινόταν στὸ ἀπομονωμένο κελλὶ τοῦ Ἁγίου Ὀνουφρίου καὶ ἀπολάμβανε τὴν
ἡσυχία.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Ἐνῶ ζοῦσε στὸ κελλὶ τοῦ Ἁγίου
Ἰακώβου, ὁ γέροντας δὲν ἀναλάμβανε τὸ καθῆκον τοῦ πνευματικοῦ, παρ᾿ ὅλες τὶς
παρακλήσεις τοῦ κόσμου. Δεχόταν πάντως, αὐτοὺς ποὺ κατέφευγαν σὲ αὐτὸν γιὰ
νουθεσία. Ὅλοι ὅσοι πήγαιναν σὲ αὐτόν, ἐπέστρεφαν πάλι σὰν πνευματικὰ παιδιά,
ἀλλὰ δὲν τοὺς διάβαζε τὴν εὐχὴ τῶν ἀφέσεων τῶν ἁμαρτιῶν. Ὑπῆρξαν μόνο πέντε
διαφορετικὲς περιπτώσεις ποὺ ὁ π. Ἱλαρίων συγχώρεσε ἁμαρτίες, ὑποχρεωμένος νὰ τὸ
κάνει ἀπὸ τὴν σπουδαιότητα τῶν ὑποθέσεων.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Ἄνθρωποι ἔρχονταν ἀπὸ παντοῦ μὲ
πνευματικὲς ἀναζητήσεις. Τὸν ἀποκαλοῦσαν: ὁ πνευματικὸς τῶν πνευματικῶν. Οἱ
πατέρες τοῦ Ἁγίου Ὄρους τὸν τοποθέτησαν στὸ ψηλότερο πνευματικὸ ἐπίπεδο, τὸν
ἀποκαλοῦσαν: ἕνας ἀπὸ τοὺς παλιοὺς πατέρες. Γνώριζαν τὴν μεταμόρφωση τοῦ γέροντα
ἀπὸ μιὰ ζωὴ γεμάτη μὲ παγκόσμια δόξα σὲ ἕναν ἐρημίτη ἔγκλειστο, ὁμολογητή, καὶ
μεγάλο ἀσκητή. Ἐξαιτίας αὐτοῦ καὶ τῆς ἐκδηλώσεως τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ στὴν ζωή
του, τὸν ἀντιμετώπιζαν μὲ τὸν βαθύτερο σεβασμό. Ὁ λόγος του εἶχε κῦρος χωρὶς νὰ
ὑπολογίζει τὰ πρόσωπα ποὺ εἶχε ἀπέναντί του. Μερικὲς φορές, μίλαγε προφητικὰ γιὰ
τὸ τὶ πρόκειται νὰ ἀκολουθήσει καὶ πάντα αὐτὰ ποὺ ἔλεγε γινόταν πραγματικότητα.
Ὁ γνωστὸς ἀσκητὴς τοῦ Ἁγίου Ὄρους, π. Εὐστάθιος, ποὺ ἀργότερα ἔζησε στὴν Χάλκη,
ἔλεγε ὅτι ὁ π. Ἱλαρίων πέρασε καὶ τὰ δέκα σκαλοπάτια τῆς πνευματικῆς κλίμακας,
ὅπως περιγράφεται στὴν Φιλοκαλία ἀπὸ τὸν Θεοφάνη.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Τὸν Αὔγουστο τοῦ 1849, ὁ Ῥῶσσος
συγγραφέας καὶ προσκυνητής, Ἀνδρέας Μουραβιώφ, ἐπισκέφθηκε τὸν π. Ἱλαρίωνα. Ὁ
Μουραβιώφ, ἔγραψε σχετικὰ μὲ τὴν συνάντησή τους: Ὁ γέροντας ἦταν ἐλάχιστα
προσιτός. Πάντως, στὴν Μονὴ Ἰβήρων, ἐπισκέφθηκα κάποιον ἄλλον Γεωργιανὸ ἀσκητή,
ὀνόματι Βενέδικτο. Αὐτός, μὲ συμβούλευσε νὰ χτυπήσω τὴν πόρτα τοῦ ἔγκλειστου στὸ
ὄνομα τοῦ π. Βενεδίκτου, ὁ ὁποῖος ἦταν συγγενής, καὶ φίλος. Τὸ πρόσωπο τοῦ π.
Ἱλαρίωνος στὴν ἐμφάνισή του ἦταν ἰδιαίτερα κατακόκκινο. Φώτιζε τὰ μάγουλά του τὸ
κόκκινο χρῶμα, ἀλλὰ τὸ γκρίζο τῶν μαλλιῶν του καὶ τῆς γενειάδας του ἀποκάλυπταν
τὴν ἡλικία του. Εἶχε ἀνανεώσει τὴν νεότητά του ὅπως ὁ ἀετός. Ὁ γέροντας μὲ ἔβαλε
νὰ καθίσω δίπλα του καὶ μαθαίνοντας ἀπὸ ποὺ ἤμουν μὲ ῥώτησε γιὰ τὴν Ῥωσσία. Τί
ἦρθες νὰ δεῖς στὸ ἐρημητήριό μου; μὲ ῥώτησε μὲ ἀναστεναγμό. Τίς ἁμαρτίες μου; ἢ
ἐὰν εἶναι στὸν κόσμο ἔξω καὶ ἄλλα παράσιτα ὅπως ἐγώ; Ὅτι ἔχω δεῖ καὶ γνωρίζω
ἔχει ξεχαστεῖ πολὺ πιὸ πρίν. Θὰ ζήσω ἐδῶ σὲ αὐτὸν τὸν κόσμο τόσο, ὅσο μὲ
ἀνέχεται ὁ Θεός. Πάντως, γιὰ τὴν ταπείνωσή σου, εἶναι καρποφόρο νὰ ἐπισκέπτεσαι
τὶς Ἱερὲς Μονές, γιατὶ ἐκεῖ πάντα οἰκοδομεῖται κάποιος, ἀφοῦ ὁποιαδήποτε
διακονία γίνεται μὲ ἀγαθὸ σκοπό.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Ἤθελα νὰ πάρω ἀπὸ αὐτόν, κάποιο
ὁρατὸ σημάδι τῆς εὐλογίας του, σὰν ἐνθύμηση τῆς συνάντησής μας. Ὁ π. Ἱλαρίων
πῆγε στὸ παρεκκλήσι καὶ ἔφερε ἕνα κομποσχοίνι φτιαγμένο ἀπὸ μαῦρο κεχριμπάρι.
Ἐὰν ζητᾶς μία εὐλογία τῆς ἀναξιότητάς μου, τότε αὐτὸ ἂς σὲ συνοδεύει. Ἀφοῦ εἶπε
αὐτά, μὲ ἀπέλυσε μὲ εἰρήνη.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Κάποτε, ὁ π. Νικόδημος ὁ
Βούλγαρος ἀπὸ τὴν Μονὴ Κωνσταμονίτου, ἐπισκέφθηκε τὸ κελλὶ τοῦ π. Ἱλαρίωνος μαζὶ
μὲ κάποιον ἱερομόναχο. Συζήτησαν τόσο πολὺ διάφορα πνευματικὰ θέματα ποὺ χωρὶς
νὰ τὸ καταλάβουν ἡ συζήτηση παρατάθηκε μέχρι ἀργὰ τὸ βράδυ. Ὅταν ἡ συζήτηση
τελείωσε, ὁ γέροντας τοὺς εἶπε: Καλά, τώρα πηγαίνετε στὴν εὐχὴ τοῦ Θεοῦ. Αὐτοὶ
στεναχωρήθηκαν, ἀναρωτήθηκαν ποῦ νὰ πάνε τέτοιο βράδυ σκοτεινό, χωρὶς φεγγάρι.
Ἀλλά, ταπεινὰ κοίταξαν τὸν γέροντα, καὶ μὴ τολμώντας νὰ παρακούσουν, ἀναχώρησαν.
Εἶχαν μόλις βγεῖ ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα τοῦ κελλιοῦ, ὅταν ἕνα ξαφνικὸ φῶς ἔλλαμψε καὶ
ἄρχισε νὰ ἁπλώνεται στὸ ἀπότομο καὶ στριφογυριστὸ μονοπάτι καὶ σχεδὸν ὅλα ἔγιναν
φωτεινὰ σὰν μέρα καὶ εὔκολα πλέον κατάφεραν νὰ φθάσουν στὴν Μονὴ
Διονυσίου.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἐπιδημίας
χολέρας, ὅταν καθιερώθηκαν ἐπιφυλακὲς στὶς περιοχὲς γύρω ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος, μία
καταιγίδα ὁδήγησε ἕνα σκάφος μὲ λαϊκούς, στὴν ἀκτὴ τῆς Μονῆς Διονυσίου. Ἤθελαν
νὰ προσαράξουν, ἀνέλκυσαν τὸ σκάφος ἔξω ἀπὸ τὴν θάλασσα καὶ περίμεναν στὸν πύργο
τοῦ λιμανιοῦ μέχρι νὰ φτιάξει ὀ καιρός. Ἀλλὰ ἐξαιτίας τῆς ἐπιδημίας, ὁ
παρατηρητής, δὲν μποροῦσε νὰ τοὺς ἀφήσει στὴν στεριά, χωρὶς νὰ ζητήσει τὴν
εὐλογία τοῦ ἡγουμένου. Ὁ τελευταῖος δὲν εὐλόγησε τὴν προσάραξή τους, λέγοντάς
τους νὰ πᾶνε μὲ πανί, μέχρι τὴν ζώνη τῆς καραντίνας στὴν Δάφνη. Ἀπὸ τὸ σκάφος
τοὺς ἐξήγησαν, ὅτι ἐξαιτίας τῆς καταιγίδας καὶ τῆς νύχτας, ἦταν ἀδύνατο γιὰ
αὐτοὺς νὰ φθάσουν στὴν Δάφνη. Οἱ μοναχοί, κατηγορηματικά, ἀρνήθηκαν νὰ τοὺς
δεχτοῦν καὶ ἔσπρωξαν μὲ δύναμη τὸ σκάφος μέσα στὴν θάλασσα. Κάτω ἀπὸ αὐτὲς τὶς
συνθῆκες, κατέβαλαν μεγάλες προσπάθειες μέχρι νὰ φθάσουν στὴν τελευταία
Μονή.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Μερικοὶ ἀπὸ τοὺς πατέρες,
ἐξοργίστηκαν μὲ τὸν ἡγούμενο καὶ τὶς πράξεις του, καὶ πῆγαν στὸν π. Ἱλαρίωνα γιὰ
νὰ τοῦ ποῦν τὶ εἶχε γίνει. Ὁ γέροντας τοὺς ἠρέμησε, προσθέτοντας ὅτι ὁ Κύριος θὰ
τιμωροῦσε τὸν ἡγούμενο. Γιὰ τὸ δικό του ὄφελος, θὰ τὸν ἐπισκεπτόταν μία ἀῤῥώστια
ποὺ θὰ τὸν ἔκανε νὰ εἶναι κατάκοιτος τρεῖς μέρες, καὶ θὰ μούγκριζε σὰν νὰ ἦταν
ἀγελάδα. Καί, ἀφοῦ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς εἶχαν πάρει μέρος σὲ αὐτό, ἄλλη
κακοτυχία θὰ ἐμφανιζόταν σὲ αὐτούς, πρὸς ὄφελός τους.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Σὲ τρεῖς μέρες ὁ λαιμὸς τοῦ
ἡγουμένου ἔκλεισε ἔτσι ποὺ ὅταν πήγαινε νὰ μιλήσει, κραύγαζε σὰν ἀγελάδα καὶ
παρέμεινε κλινήρης γιὰ τρεῖς μέρες ἀκριβῶς. Μετὰ ἀπὸ τὴν ἀποκατάστασή του,
μερικοὶ ἀπὸ τοὺς πατέρες μπῆκαν σὲ ἕνα σκάφος καὶ πῆγαν νὰ πιάσουν ψάρια. Ἡ
ἡμέρα ἦταν ἤρεμη, ἀλλὰ ξαφνικά, ἕνας βίαιος ἀνεμοστρόβιλος φύσηξε καὶ μία μεγάλη
καταιγίδα ξέσπασε ποὺ ὅλοι ἔμειναν στὴν βάρκα σὰν παράλυτοι. Τὸ σκάφος ὅρμησε
στὴν ἀκτή, καὶ ἔσπασε σὲ κομμάτια, ἐνῶ οἱ πατέρες μόλις ποὺ σώθηκαν. Μία ἄλλη
βάρκα, ποὺ στάλθηκε νὰ τοὺς βοηθήσει, βυθίστηκε καὶ αὐτή.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Στὴν Μονὴ Διονυσίου, ὑπῆρχε ἕνας
μοναχός, κηπουρός, ὁ ὁποῖος ἐξαιτίας μερικῶν γεγονότων ποὺ εἶχαν συμβεῖ στὴν ζωή
του, ἔχασε τὴν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας καὶ ἐξαιτίας αὐτοῦ εἶχε περιπέσει σὲ
ἀπαγοήτευση. Κάποτε, ὁ π. Ἱλαρίων ἔστειλε τὸν π. Σάββα στὸ Μοναστήρι γιὰ κάποιον
συγκεκριμένο σκοπό. Καθ᾿ ὁδὸν συνάντησε τὸν κηπουρό, ὁ ὁποῖος ἦταν ἕτοιμος νὰ
ἐγκαταλείψει γιὰ πάντα τὸ Ἅγιον Ὄρος.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Ὁ π. Σάββας προσπάθησε νὰ τὸν
πείσει νὰ παραμείνει, τὸν καθησύχασε καὶ τοῦ εἶπε νὰ θέσει ὅλη του τὴν ἐλπίδα
στὸν Θεό, καὶ νὰ μὴν ἀπελπίζεται. Ὁ κηπουρός, δὲν ἤθελε νὰ ἀκούσει ἀρχικά, ἀλλὰ
ἄρχισε νὰ σκέπτεται μήπως ὁ π. Σάββας εἶχε δίκιο. Τελικά, συμφώνησε νὰ
παραμείνει στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἀλλὰ μὲ τὸν ὅρο ὅτι ὁ π. Σάββας θὰ ἔπαιρνε πάνω του
τὶς ἁμαρτίες του. Ὁ τελευταῖος δέχθηκε βάζοντας τὸ χέρι του πάνω του.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Μὲ τὴν ἐπιστροφή του, ὁ διάβολος
ἄρχισε νὰ βάζει λογισμοὺς στὸν π. Σάββα πὼς ἦταν πάνω ἀπὸ τὶς δυνάμεις του νὰ
ἀναλάβει τὶς ἁμαρτίες τοῦ ἀδελφοῦ. Ἡ σκέψη τὸν ἔφθασε νὰ πέσει σὲ ἀπελπισία.
Διαφωνοῦσε μὲ τὸν ἑαυτό του, δὲν ἤθελε νὰ πάει στὸν γέροντα, ἀλλὰ ὁπουδήποτε
ἀλλοῦ. Ἐκείνη τὴν στιγμή, ὁ π. Ἱλαρίων πληροφορήθηκε ἐκ πνεύματος ὅτι ὁ
ὑποτακτικός του ἦταν σὲ κίνδυνο καὶ ἄρχισε τὴν προσευχὴ γιὰ τὴν σωτηρία του.
Τότε ὁ π. Σάββας αἰσθάνθηκε μία ἀνακούφιση ἀπὸ τοὺς λογισμούς, καὶ ἀποφάσισε νὰ
γυρίσει στὸν γέροντα μὲ βαρειὰ καρδιά. Ὁ π. Ἱλαρίων τὸν συνάντησε καθ᾿ ὁδόν: Τί
σοῦ συνέβη; Ἔφυγες τόσο χαρούμενος ἀλλὰ ἐπιστρέφεις τόσο λυπημένος. Μὴν φοβᾶσαι!
Ὁ Κύριος ἔχει πάρει πάνω Του τὶς ἁμαρτίες ὅλου τοῦ κόσμου. Δὲν θέλει στὰ ἀλήθεια
τὴν σωτηρία ἑνὸς ἀνθρώπου; Καὶ ὁ π. Σάββας ἀμέσως γαλήνεψε.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Ἐπίσης, σὲ ἕνα ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ
ἡμερολόγιο τοῦ ἡγουμένου τῆς Μονῆς Ἁγίου Παντελεήμονος, ἀρχιμανδίτη Μακαρίου, ὁ
τελευταῖος γράφει:</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Στὶς 8 Ἰανουαρίου 1857, ὁ π.
Ἰωάσαφ, ἕνας Γεωργιανὸς μοναχὸς ποὺ ζεῖ μαζί μας, πῆγε στὴν Μονὴ Διονυσίου γιὰ
ἐξομολόγηση, στὸν ὀνομαστὸ στὶς μέρες μας, ἱερομόναχο Ἱλαρίωνα. Κατὰ τὴν
ἀναχώρηση τοῦ μοναχοῦ τοῦ ζήτησα νὰ ῥωτήσει τὸν γέροντα νὰ μοῦ δώσει ὁ Κύριος
ὑπομονή, καὶ ἂν ἡ ζωή μου εἶναι πρὸς δόξαν Θεοῦ νὰ μοῦ τὴν παρατείνει, ἀλλὰ ἐὰν
εἶναι ὅμως πρὸς ζημία, τότε νὰ μοῦ τὴν μικρύνει. Ὁ π. Ἱλαρίων: Ἡ ὑπομονὴ
ἀποκτᾶται μὲ τὸ νὰ ἐλπίζει κάποιος στὸν Θεό, καὶ μὲ τὸ νὰ σκέφτεται συνέχεια πὼς
εἶναι ὁ πιὸ ἀνάξιος ἀπὸ ὅλους. Ἄνθρωποι, ποὺ ὁ Θεὸς τοὺς καλεῖ νὰ τὸν
ὑπηρετήσουν, πέρα ἀπὸ ταπείνωση πρέπει νὰ θεωροῦν τοὺς ἑαυτούς τους πολὺ
ἀδύναμους, τόσο ἐσωτερικὰ ὅσο καὶ ἐξωτερικά. Τέτοιου εἴδους ἄνθρωποι δὲν
ἐνδιαφέρονται γιὰ τὴν δική τους δόξα, ἀλλὰ φροντίζουν νὰ δοξάζεται ὁ Θεός.
Σχετικὰ μὲ αὐτοὺς ποὺ ἀποζητοῦν νὰ δοξαστοῦν οἱ ἴδιοι, θυσιάζουν τὰ πάντα
προκειμένου νὰ πετύχουν τὸν στόχο τους. Καὶ αὐτός, ὑποσχέθηκε νὰ προσεύχεται γιὰ
μένα.</span><br />
<div align="center" class="MsoNormal" style="text-align: center;">
<span style="color: black; font-size: 16pt;">
<hr align="center" size="2" width="50%" />
</span></div>
<h2>
<span style="color: #c00000; font-family: Courier New; font-size: 10pt; font-weight: normal;">o<span style="font: 7pt 'Times New Roman';"> </span></span><span style="font-family: 'Times New Roman'; font-size: 16pt;">ΙΑ´. Στὴν Μικρὰ Ἁγία
Ἄννα</span></h2>
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Ὁ ζηλόφθονος τῆς σωτηρίας μας
διάβολος, δὲν ἄφησε τὸν γέροντα οὔτε στὴν Μονὴ Διονυσίου. Ξεσήκωσε ἄγριο πόλεμο
ἐναντίον τοῦ π. Ἱλαρίωνος μέσω τοῦ ἡγουμένου Εὐλογίου, ὁ ὁποῖος πίεσε νὰ ἀφήσει
τὴν Μονή, καὶ μεταφέρθηκε στὴν Μικρὴ Ἁγία Ἄννα.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Σύντομα, μετὰ τὴν ἐγκατάστασή του
στὴν Σκήτη, ὁ γέροντας Χατζῆ-Γιώργης πῆγε τὸν βρῆκε καὶ τοῦ εἶπε μὲ ἀγάπη
Χριστοῦ: Μοῦ δίδαξες ὑπομονή, ἀλλὰ ἐσὺ ὁ ἴδιος ἔφυγες! Ὄχι, ἀπάντησε ὁ γέροντας
ἤρεμα, ἐγὼ ὑπάκουσα στὸ Εὐαγγέλιο, τὸ ὁποῖο λέει: Ὅταν δὲ διώκουσιν ὑμᾶς ἐκ τῆς
πόλεως ταύτης, φεύγετε εἰς τὴν ἄλλην.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Ὅταν ὁ π. Ἱλαρίων παρέμενε στὴν
Μικρὴ Ἁγία Ἄννα, ἕνα ἀξιοσημείωτο γεγονός, συνέβη. Ἡ ἐκκλησία τοῦ κελλιοῦ του
ἐτιμᾶτο στὸν Ἅγιο Ὀνούφριο καὶ ἡ Ἁγία Τράπεζα χρειαζόταν ἐπισκευή, ἀλλὰ ὁ
γέροντας δὲν ἤθελε νὰ ζητήσει βοήθεια ἀπὸ τὴν Μονή, γιὰ νὰ μὴν ἐνοχλήσει. Κατὰ
τὴν διάρκεια τῆς ζωῆς μου δὲν θέλω νὰ ἐνοχλήσω κανέναν γιὰ μένα, ἀπὸ καμία
ἄποψη. Εἴμαστε ἀκόμα ὑποχρεωμένοι νὰ καλέσουμε ἕναν ἐπίσκοπο μὲ τοὺς βοηθούς του
καὶ τοὺς ψάλτες του γιὰ τὸν ἐπανακαθαγιασμὸ τῆς Ἁγίας Τραπέζης καὶ ὅλα αὐτὰ θὰ
συνεπάγονται ἔξοδα. Θὰ ἦταν καλύτερα γιὰ μᾶς νὰ ὑπομείνουμε, ἀφήνοντας ὅλη τὴν
ὑπόθεση στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Ἐκείνη τὴν ἐποχή, ἦταν στὴν
Βλαχία ἕνας μοναχὸς ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος γιὰ ἔρανο. Περπατώντας σὲ κάποια πόλη,
συνάντησε μία γυναῖκα, ἡ ὁποία τοῦ ἔδωσε εἴκοσι χρυσὰ νομίσματα. Τοῦ εἶπε νὰ τὰ
πάει στὸ Ἅγιον Ὄρος στὸν Γέροντα Ἱλαρίωνα τὸν Γεωργιανό, στὸ κελλὶ τοῦ Ἁγίου
Ὀνουφρίου, προσθέτοντας ὅτι ἔχει μεγάλη ἀνάγκη αὐτῶν τῶν νομισμάτων. Ἔπειτα αὐτὴ
ἡ γυναῖκα ἐξαφανίστηκε.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Ὅταν ὁ μοναχὸς τελείωσε τὸν
ἔρανο, ἐπέστρεψε στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ πῆγε ἀμέσως νὰ βρεῖ τὸν π. Ἱλαρίωνα.
Δίνοντάς του τὰ χρήματα, τοῦ ἐπεσήμανε ὅτι αὐτὴ ἡ γυναῖκα ἦταν γνωστή του. Ὁ π.
Ἱλαρίων τὸν κοίταξε μὲ δέος, εἶπε ὅτι δὲν εἶχε πάει ποτὲ στὴν Βλαχία καὶ δὲν
ἤξερε κανέναν ἐκεῖ. Γιὰ αὐτὸ τοῦ εἶπε ὅτι ἔκανε λάθος καὶ τὰ χρήματα προοριζόταν
γιὰ κάποιον ἄλλον ἀδελφό. Ὁ μοναχός, ἐξήγησε ὅτι αὐτὴ ἡ γυναῖκα ὄχι μόνο
χρησιμοποίησε τὸ ὄνομά του, ἀλλὰ γνώριζε καὶ τὸ ὄνομα τοῦ κελλιοῦ γιὰ τὸ ὁποῖο
προοριζόταν τὰ χρήματα. Ὁ γέροντας ἀρνήθηκε κατηγορηματικὰ νὰ πάρει τὰ χρήματα,
καὶ τοῦ εἶπε πὼς ἂν δὲν ἔβρισκε κάποιον μὲ τὸ ἴδιο ὄνομα, νὰ μοίραζε τὰ χρήματα
στοὺς φτωχούς.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Ὁ μοναχός, ἀνέφερε τὰ πάντα στὴν
Μονὴ τῆς Μεγίστης Λαύρας. Μιᾶς καὶ γνώριζαν ὅτι ἡ ἐκκλησία τοῦ γέροντα
χρειαζόταν ἐπισκευή, ἡ γεροντία τῆς Μονῆς ἀποφάσισε νὰ μισθώσει ἐργάτες καὶ νὰ
ῥυθμίσει ὅλα τὰ ἀναγκαῖα. Μετὰ τὴν ἀνακαίνιση θὰ καλοῦσε τὸν ἐπίσκοπο καὶ τοὺς
κληρικούς, καὶ θὰ ἔκανε γιορτή, μετὰ τὸν καθαγιασμὸ τῆς Ἁγίας Τραπέζης. Ὅλα αὐτὰ
πραγματοποιήθηκαν καὶ κατ᾿ ἐπιθυμία τοῦ π. Ἱλαρίωνος, ἀφιερώθηκε στὴν Ἀνάσταση
τοῦ Χριστοῦ.</span><br />
<div align="center" class="MsoNormal" style="text-align: center;">
<span style="color: black; font-size: 16pt;">
<hr align="center" size="2" width="50%" />
</span></div>
<h2>
<span style="color: #c00000; font-family: Courier New; font-size: 10pt; font-weight: normal;">o<span style="font: 7pt 'Times New Roman';"> </span></span><span style="font-family: 'Times New Roman'; font-size: 16pt;">ΙΒ´. Στὴν Μονὴ τοῦ Ἁγίου
Παντελεήμονος</span></h2>
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Τὸ 1862, ὁ π. Ἱλαρίων πῆγε στὴν
Μονὴ τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος καὶ ἀνακοίνωσε ὅτι ἤθελε νὰ μετακομίσει ἐκεῖ γιὰ
πάντα. Οἱ πατέρες τῆς Μονῆς δέχθηκαν τόσο αὐτὸν ὅσο καὶ τὸν ὑποτακτικό του μὲ
μεγάλη χαρά. Τοῦ ζήτησαν νὰ διαλέξει ἕνα ἐρημικὸ κελλὶ γιὰ νὰ κατοικήσει ἕως
ὅτου ἑτοιμαστεῖ τὸ κελλὶ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Ὁ γέροντας ἐγκαταστάθηκε στὸ κελλὶ
τῶν Ἁγίων πατέρων τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου, τὸν ὁποῖο εἶχε κτιστεῖ ἀπὸ τὸν
προηγούμενο τῆς Μονῆς, Ἀμβρόσιο.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Ὁ π. Ἱλαρίων, ὅπως εἰπώθηκε,
ἔδωσε σὰν πνευματικὴ παρακαταθήκη στὸν π. Σάββα ποτὲ νὰ μὴν καταλύει λάδι στὸ
φαγητό του ἢ νὰ πίνει κρασί, καὶ νὰ λειτουργεῖ κάθε μέρα καὶ νὰ προσεύχεται γιὰ
ὅλον τὸν κόσμο. Ὅταν ζοῦσαν μαζί, μὲ ἀκρίβεια τὸ τηροῦσε. Κάνανε ἐπίσης κάθε
βράδυ ἀγρυπνία. Ὅταν οἱ δύο ἀσκητὲς μετακόμισαν στὸ Ῥωσσικό, ἀκολούθησαν τὸ
παρακάτω τυπικό· τὴν νύκτα δὲν κοιμόντουσαν, μόλις ὅλα ἡσύχαζαν, ὁ γέροντας
ἄφηνε τὸ κελλί του, περνοῦσε δίπλα ἀπὸ αὐτὸ τοῦ ὑποτακτικοῦ, εἴτε βήχοντας, εἴτε
χτυπώντας τρεῖς φορές, εἴτε τὸν καλοῦσε γιὰ κάποια ὑπόθεση. Ὁ γέροντας τὰ ἔκανε
ὅλα αὐτά, γιὰ νὰ μὴν κοιμᾶται ὁ Σάββας κατὰ τὴν διάρκεια τῆς
ἀγρυπνίας.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Κατὰ τὰ μεσάνυχτα, ὁ γέροντας
ἄφηνε τὸ κελλί του καὶ ἄρχιζε νὰ περπατᾶ μὲ θόρυβο, ἔτσι ὥστε οἱ ἀδελφοὶ ποὺ
ζοῦσαν ἐκεῖ νὰ ἀκούσουν τὰ βήματα καὶ νὰ ξυπνήσουν γιὰ τὸν Ὄρθρο. Τελείωναν τὴν
προσευχή τους γύρω στὶς 8.00 π. μ. καὶ ἀκολουθοῦσε Λειτουργία. Ὁ γέροντας πλέον
δὲν λειτουργοῦσε, ἀλλὰ πάντα μεταλάμβανε τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ
Χριστοῦ.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Ὅπως εἶναι γνωστό, ὁ γέροντας
ἐκφραζόταν μὲ πτωχὰ ἑλληνικά. Ἔτσι, μιλοῦσε συνήθως τουρκικά, καὶ ὁ π. Σάββας
μετέφραζε. Ἂν καὶ μιλοῦσε παλιὰ ῥωσσικά, τὰ εἶχε ξεχάσει ἀφοῦ δὲν εἶχε
ἐπικοινωνία μὲ Ῥώσσους γιὰ περισσότερο ἀπὸ 40 χρόνια. Ὑπῆρχαν βέβαια περιπτώσεις
ποὺ μιλοῦσε ἑλληνικὰ καὶ ῥωσσικὰ πολὺ καλά. Αὐτὸ συνέβαινε λόγω τῆς ἄνωθεν
ἐπιφοίτησης, καθὼς αὐτὲς οἱ περιπτώσεις ἦταν ἰδιαιτέρας μεγάλης
ἀνάγκης.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Κάποτε, ἐνῶ ζοῦσε στὸ κελλὶ τῶν
Ἁγίων Πατέρων τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου, ζοῦσε μαζί τους ἕνας Ῥώσσος μοναχός, ὁ π.
Θωμᾶς, ἐπιπλοποιός, ὁ ὁποῖος διακονοῦσε ὡς ἐκκλησιαστικός. Ἔκανε τὴν ὑπακοή του
μὲ μεγάλο ζῆλο. Ἕνα βράδυ ἕνας δαίμονας πῆγε σὲ αὐτὸν μὲ τὴν μορφὴ ἀνθρώπου καὶ
τοῦ εἶπε: Γιατί ἔχεις κρασὶ στὸ κελλί σου; Αὐτὸς ἀπάντησε πὼς τὸ κρασί, ἦταν γιὰ
τὴν ἐκκλησία καὶ δὲν τὸ κρατοῦσε γιὰ δική του ἀνάγκη. Ὁ δαίμονας ἀπαίτησε λίγο
κρασί, καὶ ἦταν ἕτοιμος νὰ τὸ πάρει. Ὁ π. Θωμᾶς, ἅρπαξε τὴν φιάλη, ἄρχισε νὰ
διαφωνεῖ μαζί του, καὶ ἐξοργίστηκε τόσο ποὺ φώναζε πὼς δὲν θὰ τοῦ δώσει τὸ
κρασί. Αὐτὲς οἱ κραυγές, τοὺς ξύπνησαν ὅλους. Ὁ γέροντας χτύπησε τὴν πόρτα, ἀλλὰ
ὁ π. Θωμᾶς, μὴ καταλαβαίνοντας τίποτα, συνέχιζε νὰ φωνάζει. Ὅταν ἦρθε στὸν ἑαυτό
του, ἄνοιξε τὴν πόρτα.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Ὁ π. Ἱλαρίων τὸν πῆρε στὸ κελλί
του καὶ προσπάθησε νὰ τὸν ἠρεμήσει, ἐξηγώντας του τί εἶχε γίνει. Τοῦ εἶπε πὼς ὁ
ἐχθρὸς τὸ εἶχε κάνει αὐτὸ ἀπὸ ζήλια, ἀφοῦ ἡ μακροχρόνια διακονία του εἶχε γίνει
μισητὴ σὲ αὐτόν. Συζήτησε μαζί του γιὰ πολὺ ὥρα μέχρι ποὺ ὁ π. Θωμᾶς εἰρήνευσε
τελείως. Μόνο τὸ πρωί, ξαφνικά, θυμήθηκε ὅτι εἶχαν συζητήσει στὰ ῥωσσικά. Μετὰ
τὴν ἀκολουθία, ὁ π. Θωμᾶς πλησίασε τὸν γέροντα καὶ θέλησε νὰ τοῦ μιλήσει σχετικὰ
μὲ ὅ,τι συνέβαινε, ἀλλὰ ὁ π. Ἱλαρίων κατηγορηματικά, εἶπε ὅτι δὲν καταλάβαινε
τίποτα ἀπὸ ὅ,τι ἔλεγε ὁ π. Θωμᾶς.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Ὁ π. Θωμᾶς ἀντεῖπε: Πῶς συμβαίνει
αὐτό; Μιλήσαμε τόσο πολὺ τὴν προηγούμενη νύχτα.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Ὁ γέροντας ἀπάντησε μέσω τοῦ π.
Σάββα: Δὲν γνωρίζω πὼς μίλαγα, ἀλλὰ ὁ Κύριος βλέποντας τὴν ἀνάγκη σου, ἐπέτρεψε
νὰ καταλαβαίνεις τὴν ὁμιλία μου, σὰν νὰ εἶχα μιλήσει ῥωσσικά. Ἀλλὰ εἰλικρινά,
δὲν μιλῶ ῥωσσικά.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Κάτω ἀπὸ ἄλλες συνθῆκες μίλησε
ἐπίσης ἑλληνικά, μέσα ἀπὸ τὴν ἴδια κατάσταση χάρης, ὅταν τὸ ἀπαίτησε ἡ
περίσταση.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Τὸ 1863, ἕνα χρόνο πρὶν τὴν
κοίμησή του, ὁ γέροντας μετακόμισε στὸ κελλὶ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Τὸ κελλί,
βρίσκεται μέσα σὲ ἕναν ἐλαιῶνα καὶ ἀπέχει περίπου μία ὥρα ἀπὸ τὸ
μοναστήρι.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Αὐτὴ τὴν ἐποχή, ὁ γέροντας ἔπεσε
βαρειὰ ἄῤῥωστος. Στρίφτηκαν τὰ ἔντερά του καὶ δὲν μποροῦσε οὔτε νὰ πιεῖ, οὔτε νὰ
φάει. Ὁ γιατρός, εἶπε ὅτι ὁ γέροντας θὰ πέθαινε μιὰ συγκεκριμένη ὥρα τὴν ἑπόμενη
μέρα χωρὶς ἀμφιβολία. Ὁ π. Ἱλαρίων παρέμεινε ἀκίνητος καὶ ἀναστέναζε ἀπὸ τὸν
πόνο. Ὅλοι οἱ πατέρες καὶ ἀδελφοί, πῆγαν νὰ ζητήσουν συγχώρεση. Καὶ ὁ ἴδιος
πείστηκε πὼς αὐτὸ ἦταν τὸ τέλος του καὶ συγχωρέθηκε μὲ ὅλους.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Τὴν ἑπόμενη μέρα, τὴν ὥρα ποὺ ὁ
γιατρὸς εἶχε ὑποδείξει γιὰ τὸν θάνατό του, ὁ π. Ἱλαρίων πῆγε μὲ τὰ πόδια στὴν
Μονή, νὰ ἐπισκεφθεῖ τὸν ἄῤῥωστο π. Μακάριο. Ὅταν τὸν εἶδαν οἱ ἀδελφοὶ ἐκεῖ,
θαύμασαν. Ἡ θεραπεία τοῦ γέροντα πραγματοποιήθηκε ὡς ἑξῆς· Ὅταν ἦταν ἕτοιμος νὰ
ἐκδημήσει καὶ βρισκόταν στὸ κρεββάτι του προσευχόμενος, ἄκουσε μία φωνὴ ἀπὸ τὴν
εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ: Θέλεις νὰ παραμείνεις ζωντανός, καὶ νὰ γίνεις καλά; Ὁ
γέροντας, πάντα ὑπάκουος στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἀπάντησε ὅτι θὰ ἔκανε αὐτὸ ποὺ
ἤθελε ἡ Θεία Πρόνοια. Τοῦ εἶπε τότε ὁ Κύριος ὅτι τοῦ χάριζε τὴν ζωὴ καὶ τὴν
ὑγεία του. Ὁ π. Ἱλαρίων σηκώθηκε ἀπὸ τὸ κρεββάτι ἐντελῶς ὑγιής. Τὸ πρωί,
μαθαίνοντας γιὰ τὴν ἀσθένεια τοῦ π. Μακαρίου, ἔσπευσε νὰ τὸν
ἐπισκεφθεῖ.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Στὸ κελλὶ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου,
ὁρίστηκε ἕνας Ῥῶσσος γιὰ διακονητής. Αὐτὸς ἀκολουθοῦσε τὶς καθημερινές τους
ἐργασίες, τὶς ἀγρυπνίες καὶ τὴν αὐστηρὴ νηστεία. Πάντως, γιὰ νὰ κρύψουν τὸν
ἀσκητισμό τους, ὁ γέροντας καὶ ὁ ὑποτακτικός, τὸν ἔστελναν μακριά, στὸ κελλὶ τῶν
Πατέρων τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Μαγείρευαν φαγητὸ μόνο τὰ Σάββατα
καὶ τὶς Κυριακές, καὶ αὐτὸ περισσότερο γιὰ τὸν τύπο. Ὅταν ὅμως ὁ π. Ἱλαρίων εἶχε
φιλοξενούμενους, πέρα ἀπὸ τὴν μεγάλη διάκριση ποὺ εἶχε, ἔτρωγε ὅ,τι τοῦ
προσέφεραν. Ὁ ὑποτακτικός του πάντως, ποτὲ δὲν παραβίαζε τὴν νηστεία. Κατὰ τὴν
μέρα τοῦ Ἁγίου Πάσχα μόνο σὲ αὐτὸν δινόταν νηστήσιμο φαγητό, καὶ ὅταν ὁ γέροντας
ἐπέστρεφε στὸ κελλὶ ἀπὸ τὴν πασχαλινὴ ἀκολουθία καὶ τοὺς ἑορτασμούς, συνέχιζε
ἐπίσης τὴν νηστεία.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Ὁ γέροντας κοιμόταν μόνο δύο ὧρες
τὴν μέρα, μία ὥρα, ὄρθιος, στηριζόμενος σὲ ἕνα ῥαβδί, καὶ τὴν ἄλλη καθιστὸς στὸ
πάτωμα, ἔχοντας τὴν πλάτη του στὸν τοῖχο. Γιὰ νὰ πετύχει τὴν ἐξάσκηση στὴν νοερὰ
προσευχή, καθ᾿ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς νύχτας, εἶχε κατασκευάσει ἕνα εἰδικὸ
ἐργαλεῖο. Τέσσερις σιδερένιους κρίκους κρεμασμένους ἀπὸ τὸ ταβάνι καὶ μία
πετσέτα δεμένη σὲ κάθε πλευρὰ τοῦ γέροντα ἀνάμεσα στοὺς δύο κρίκους. Ὅταν δὲν
εἶχε πλέον δυνάμεις, στηριζόταν στὶς πετσέτες. Γιὰ νὰ μὴν καταλάβει κανεὶς τὴν
χρήση τῶν κρίκων, ὁ γέροντας, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς μέρας, κρέμαγε ἐκεῖ τὰ
πλυμμένα του ῥοῦχα γιὰ νὰ στεγνώσουν.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Κάποτε, ὁ π. Ἱλαρίων συσχέτισε
ἕνα γεγονός, τὸ ὁποῖο τοῦ συνέβη, σὰν νὰ μίλαγε γιὰ κάποιο ἄλλο
πρόσωπο·</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Κάποιος μοναχός, ζοῦσε
ἔγκλειστος. Βγαίνοντας ἔξω ἀπὸ τὸ καταφύγιό του, εἶδε ἕναν δαίμονα μὲ σχῆμα
μοναχοῦ ποὺ καθόταν καὶ ἔκλαιγε πάρα πολὺ πικρά. Ὁ ἔγκλειστος τὸν ἀντιλήφθηκε
γιὰ ἄνθρωπο καὶ τὸν ῥώτησε μὲ μεγάλη συμπάθεια γιὰ τὴν αἰτία τῆς θλίψης του. Ὁ
δαίμονας εἶπε πὼς ἐκλιπαροῦσε τὸν Κύριο γιὰ 30 χρόνια νὰ τοῦ συγχωρέσει τὶς
ἁμαρτίες, ἀλλὰ ὁ Κύριος δὲν τὸν συγχωροῦσε. Ἀφοῦ εἶπε αὐτὰ ὁ δαίμονας, ἄρχισε τὰ
βογγητά, καὶ τοὺς θρήνους. Ὁ ἔγκλειστος προσπάθησε νὰ τὸν παρηγορήσει. Μόλις
γύρισε στὸ κελλί του, ἕνας σατανικὸς λογισμὸς ἄρχισε νὰ τὸν ἐνοχλεῖ, τὸν ὁποῖο
βέβαια τὸν ἔστελνε ὁ ἴδιος ὁ δαίμονας: Ἐδῶ βρίσκεται ἕνας ἄνθρωπος ποὺ κλαίει
γιὰ μία ἁμαρτία καὶ δὲν τὸν συγχωρεῖ ὁ Θεός. Καὶ ἐσὺ ἔχεις ἁμαρτήσει ἀπὸ τὴν
νεότητά σου καὶ ἐξοργίζεις συνεχῶς τὸν Θεό. Τί περιμένεις, γιατί ζεῖς ἐδῶ,
χάνοντας τὸν καιρό σου μάταια. Ἀλλὰ ὁ Κύριος δὲν ἐπέτρεψε ὁ δοῦλός του νὰ πέσει
στὴν παγίδα τοῦ διαβόλου. Ἀμέσως ὁ ἔγκλειστος ἄκουσε μία φωνή: Μὴν πιστεύεις τὸν
δαίμονα ποὺ σὲ πειράζει. Πήγαινε ἔξω καὶ πές του ὅτι ὄχι μόνο δὲν χρειάζονται 30
χρόνια μετάνοιας γιὰ νὰ ἐξευμενιστεῖ ὁ Κύριος γιὰ μία ἁμαρτία· ἀλλά, ἀκόμη καὶ
ἐὰν ἕνας ἄνθρωπος εἶχε ὅλες τὶς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου καὶ ἄρχιζε νὰ μετανοεῖ μὲ
ὅλη του τὴν ψυχή, τότε ὁ Κύριος θὰ δεχόταν τρεῖς ὧρες μεταμέλειας μόνο καὶ θὰ
τὸν συγχωροῦσε. Ὁ Κύριος θὰ δεχόταν ἀκόμα καὶ σένα πειρασμέ, ἂν μόνο
μετανοοῦσες!</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Ὅταν ἦταν στὸ Ῥωσσικό, συνέβη καὶ
τὸ ἀκόλουθο περιστατικό, ποὺ διηγήθηκε ὁ π. Σάββας. Κάποτε, ἕνα κυνηγόσκυλο
μπῆκε στὸ Ἅγιον Ὄρος. Οἱ φρουροὶ τὸ ἀκολούθησαν ἀλλὰ δὲν μπόρεσαν νὰ τὸ πιάσουν.
Ἔκανε ἐπιθέσεις σὲ κτήνη καὶ ἀνθρώπους. Κάποτε ἔφτασε καὶ στὸ κελλὶ τοῦ π.
Ἱλαρίωνος. Τὸν εἶδε ὁ τελευταῖος ἀπὸ τὸ παράθυρο καὶ φώναξε τὸν π. Σάββα νὰ
φέρει ἕνα σχοινί. Ἐπειδὴ ὅμως ἡ λέξη σχοινί, ἀκούγεται τὸ ἴδιο ὅπως σκυλί, ὁ
ὑποτακτικὸς νόμιζε ὅτι ὁ γέροντας τοῦ εἶπε νὰ φέρει τὸ σκυλί. Ἀφοῦ δὲν ἦταν
μακριὰ ἡ ἀπόσταση, ἔτρεξε ἔξω, ἔπιασε τὸ σκυλὶ ἀπὸ τὰ αὐτιά, καὶ ἤθελε νὰ τὸ
φέρει στὸν γέροντα. Μόλις τὸ σκυλὶ τὸν εἶδε ἄρχιζε νὰ βγάζει ἀφροὺς ἀπὸ τὸ στόμα
καὶ νὰ λάμπουν τὰ μάτια του. Ὁ γέροντας, ὀπισθοχωρώντας παρήγγειλε νὰ τὸ ἀφήσει,
ἐπιπλήττοντας τὸν ὑποτακτικό. Τὸ σκυλί, ἔφυγε τρέχοντας χωρὶς νὰ πειράξει τὸν π.
Σάββα καὶ πιάστηκε σύντομα ἀπὸ τὴν ἀστυνομία.</span><br />
<div align="center" class="MsoNormal" style="text-align: center;">
<span style="color: black; font-size: 16pt;">
<hr align="center" size="2" width="50%" />
</span></div>
<h2>
<span style="color: #c00000; font-family: Courier New; font-size: 10pt; font-weight: normal;">o<span style="font: 7pt 'Times New Roman';"> </span></span><span style="font-family: 'Times New Roman'; font-size: 16pt;">ΙΓ´. Ἡ κοίμησις τοῦ
Γέροντος Ἱλαρίωνος</span></h2>
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία, ὁ π.
Ἱλαρίων διατηροῦσε ἰδιαίτερη ἀγάπη καὶ ἔνθερμη ἀφοσίωση στὸν Ἅγιο Μεγαλομάρτυρα
Γεώργιο. Ὁ π. Σάββας ἐπιβεβαίωσε ὅτι ὁ Ἅγιος εἶχε ἐμφανιστεῖ στὸν π. Ἱλαρίωνα
πολλὲς φορὲς σὲ ὁλόκληρη τὴν ζωή του, προστατεύοντάς τον. Ὁ γέροντας εἶχε
βαπτιστεῖ σὲ ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, καὶ εἶχε περάσει τὴν παιδικὴ καὶ
ἐφηβικὴ ἡλικία του σὲ Μοναστήρια ἀφιερωμένα στὸν Ἅγιο· στὶς Μονές, Ταμπακίνι καὶ
Ντρούτσι. Ἔτσι, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἦταν ἀλλιῶς παρὰ καὶ ἡ κοίμησή του νὰ γίνει
κάτω ἀπὸ τὴν προστασία τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, στὸ κελλὶ ἐπ᾿ ὀνόματί του.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Μία μέρα πρὶν ἀπὸ τὸν θάνατό του,
ὁ π. Ἱλαρίων ἐπέτρεψε στὸν π. Σάββα νὰ πάει καὶ νὰ λειτουργήσει στὸ κελλὶ τοῦ
Ἁγίου Δημητρίου. Ὁ γέροντας χειροτέρεψε ἀπὸ τότε καὶ προσευχόταν. Ταυτόχρονα, ὁ
π. Σάββας ἄκουσε τὴν φωνή του νὰ τὸν καλεῖ: Σάββα, Σάββα. Ὅταν ὁ Σάββας
ἐπέστρεψε βρῆκε τὸν γέροντα τελείως ἐξασθενημένο. Τὴν ἑπόμενη μέρα, στὶς 14
Φεβρουαρίου τοῦ 1864, ὁ γέροντας κοιμήθηκε, ἔχοντας συμπληρώσει τὰ 88 του
χρόνια.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Ὁ γέροντας, βλέποντας ἀπὸ πρίν,
ὅτι οἱ μοναχοὶ τοῦ ῥωσσικοῦ μοναστηριοῦ θὰ τὸν τιμοῦσαν σὰν Ἅγιο, εἶχε διατάξει
τὸν π. Σάββα νὰ μεταφέρει κρυφὰ τὸ σκήνωμά του καὶ νὰ τὸ ἐνταφιάσει σὲ ἕνα
ἄγνωστο μέρος. Ἔτσι, ἕνα βράδυ, ὁ π. Σάββας πῆρε τὰ λείψανά του καὶ τὰ ἐνταφίασε
ὅπως πιστεύεται, στὴν Σκήτη τοῦ Τιμίου Προδρόμου τῆς Μονῆς Ἰβήρων, ὅπου ὁ
γέροντας εἶχε ἀσκητέψει παλαιότερα. Ὀ π. Σάββας ἀποκάλυψε τὴν ἀκριβὴ τοποθεσία
τοῦ τάφου μόνο σὲ λίγους κοντινοὺς φίλους τοῦ γέροντα.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Ἕνας ἀπὸ αὐτούς, ὁ π. Βησσαρίωνας
ὁ Γεωργιανός, ὑποτακτικὸς τοῦ π. Βενεδίκτου, ἤθελε νὰ προσευχηθεῖ στὸν τάφο τοῦ
γέροντα. Ἕνα βράδυ πρὶν τὸ πραγματοποιήσει αὐτό, ὁ π. Βενέδικτος τοῦ
παρουσιάστηκε στὸν ὕπνο του καὶ τὸν ῥώτησε: Ποῦ πρόκειται νὰ πᾶς; Ὁ π. Ἱλαρίων
ζεῖ καὶ εἶναι τώρα μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Ἀθανάσιο τὸν Ἀθωνίτη. Μὲ αὐτὰ τὰ λόγια ὁ π.
Βησσαρίωνας ξύπνησε καὶ ἔνιωσε νὰ τὸν γεμίζει ἕνα κῦμα χαρᾶς.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Γιὰ περισσότερο ἀπὸ 15 χρόνια, ὁ
μεγαλόσχημος μοναχὸς Νικόδημος ὀ Βούλγαρος, πήγαινε πάντα στὸν π. Ἱλαρίωνα γιὰ
ἐξομολόγηση. Τὴν μέρα τῆς κοίμησης τοῦ γέροντα μπῆκε ἕνας λογισμὸς στὸν
Νικόδημο: Γιατί τόσα χρόνια ποὺ πάω στὸν γέροντα γιὰ ἐξομολόγηση δὲν τοῦ ζήτησα
ποτὲ νὰ μοῦ διαβάσει τὴν συγχωρητικὴ εὐχή. Θὰ πάω αὔριο. Τὴν ἑπόμενη ἔμαθε ὅτι ὁ
π. Ἱλαρίων εἶχε κοιμηθεῖ καὶ λυπήθηκε πολύ. Τρεῖς μέρες ἀργότερα, μετὰ ἀπὸ θερμὴ
προσευχὴ γιὰ τοὺς κεκοιμημένους, ὁ π. Νικόδημος κοιμήθηκε ἐλαφρά, μία ὥρα πρὶν
τὸν Ὄρθρο. Ὁ π. Ἱλαρίων τοῦ παρουσιάστηκε μὲ μεγαλοπρέπεια μέσα σὲ φῶς,
χαρούμενος καὶ τοῦ εἶπε: Μὴν στενοχωριέσαι ποὺ ποτὲ δὲν σοῦ διάβασα τὴν εὐχή.
Πήγαινε στὸν π. Σάββα καὶ θὰ στὴν διαβάσει αὐτὸς ἀντὶ γιὰ μένα. Ὀ π. Νικόδημος
ξύπνησε, ἅρπαξε τὸ ῥάσο του καὶ πῆρε τὸ μονοπάτι γιὰ τὸ κελλὶ τοῦ Ἁγίου
Γεωργίου. Φθάνοντας, βρῆκε τὸν π. Σάββα στὴν ἐκκλησία, φορώντας πετραχήλι καὶ
κρατώντας ἕνα χοντρὸ βιβλίο, νὰ τοῦ λέει: Σὲ περίμενα! Ὁ γέροντας μὲ διέταξε νὰ
σοῦ διαβάσω τὴν συγχωρητικὴ εὐχή. Καὶ ἔτσι ἔγινε.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Πρὶν ἀπὸ τὸν θάνατό του, ὁ π.
Ἱλαρίων ἐνημέρωσε τὸν Γέροντα τοῦ Ῥωσσικοῦ, ὅτι ὁ π. Σάββας θὰ πήγαινε μετὰ τὴν
κοίμησή του στὸ κελλὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, στὴν Μικρὰ Ἁγία Ἄννα, ὅπου καὶ
ἔζησε μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του τὸ 1908.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Τὸ 1867 εἶχαν ἐξαπλωθεῖ σὲ
ὁλόκληρο τὸ Ὄρος φῆμες σχετικὰ μὲ τὰ λείψανα τοῦ π. Ἱλαρίωνος. Ὁ π. Σάββας
ἐπιθυμώντας νὰ διαλύσει αὐτὲς τὶς ψεύτικες φῆμες, ἀποφάσισε νὰ ἀνοίξει τὸν τάφο
τοῦ π. Ἱλαρίωνος. Ἔστειλε τέσσερα ἄτομα νὰ ἀνοίξουν τὸν τάφο του καὶ νὰ φέρουν
τὰ λείψανα, ἀλλὰ ὁ ἴδιος παρέμεινε στὸ κελλί του γιὰ νὰ προσευχηθεῖ. Τὴν μέρα
τῆς Ἀναλήψεως στὶς 25 Μαΐου, οἱ μοναχοί, ξέθαψαν τὰ λείψανα τοῦ ὁσίου γέροντος.
Ὅταν ἔσκαβαν στὸν τάφο βγῆκε ἄῤῥητη εὐωδία, ἡ ὁποία συνεχίστηκε σὲ ὅλη τὴν
διάρκεια τῆς πορείας μέχρι τὴν Μικρὰ Ἁγία Ἄννα. Ἐκεῖ βγῆκε τέτοια ἀνυπέρβλητη
εὐωδία ποὺ ἅπαντας –γύρω στὰ 78 ἄτομα- ἔμεινα κατάπληκτοι.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Μετὰ τὴν μετακομιδὴ τῶν λειψάνων,
ἕνας ἐρημίτης εἶδε ἕνα ὅραμα· στὸ λαμπρὸ φῶς τῆς ἡμέρας, τὴν πέμπτη βυζαντινὴ
ὥρα, εἶδε μία σφαῖρα σὰν νὰ ἦταν ἥλιος, πάνω ἀπὸ τὸ κελλὶ τοῦ π. Σάββα. Ἡ σφαῖρα
ἔστελνε παντοῦ ἀκτῖνες φωτός, καὶ ἦταν σηκωμένη στὸν ἀέρα ἀκριβῶς πάνω ἀπὸ τὸ
κελλί. Αὐτὸ διήρκεσε περίπου μία ὥρα. Ὁ μοναχὸς ποὺ τὸ εἶδε αὐτό, ἤθελε νὰ τὸ
πεῖ καὶ σὲ ἄλλους, ἀλλὰ ὅταν τὸ σκέφθηκε αὐτό, ἡ σφαῖρα ἐξαφανίστηκε. Συμπέρανε
ὅτι πρέπει νὰ ἔγινε ἡ ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων τοῦ π. Ἱλαρίωνος. Κινούμενος ἀπὸ
ἀγάπη γιὰ τὸν κεκοιμημένο, πῆγε καὶ εἶπε στὸν π. Σάββα τὶ εἶχε δεῖ καὶ αὐτὸς τοῦ
ἔδειξε τὰ λείψανα τοῦ γέροντα.</span><br />
<br />
<div class="MsoNormal">
<b><span style="color: black; font-family: 'Palatino Linotype'; font-size: 14pt;">Πηγή: <a href="http://voutsinasilias.blogspot.gr/2013/03/14.html" style="color: blue; text-decoration: underline; text-underline: single;">http://voutsinasilias.blogspot.gr/2013/03/14.html</a>
</span></b></div>
</dt>
</dl>
</div>
Anonymoushttp://www.blogger.com/profile/08051056850681230077noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6616896798072971014.post-57926353566572105012013-04-08T08:18:00.002-07:002013-04-08T08:18:26.644-07:00Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΣΤΗΝ ΣΚΗΝΗ<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<dl>
<dt><b><span style="color: red; font-size: 26pt;">Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΣΤΗΝ
ΣΚΗΝΗ</span></b>
</dt>
<dt><b><span style="color: lime; font-family: Verdana; font-size: 16pt;">ΟΛΟΚΛΗΡΟ
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ </span></b><a href="http://fih.gr/view.php?filename=901234mpel.jpg" target="_blank"><img align="right" alt="FREE photo hosting by Fih.gr" height="224" src="http://fih.gr/images/901234mpel.jpg" width="439" /></a>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Κανένας, ίσως, φιλόσοφος στη
διαχρονία της ιστορίας δεν θαυμάστηκε τόσο πολύ - αλλά και δεν αμφισβητήθηκε σε
τέτοιο βαθμό - όσο ο Αριστοτέλης, που γεννήθηκε το 384 π.Χ. στα Στάγιρα της
Χαλκιδικής. Στον Μεσαίωνα, ορισμένως, τόσος ήταν ο σεβασμός για την πνευματική
του αξία ώστε, όταν μιλούσαν γι' αυτόν, δεν χρησιμοποιούσαν το όνομα του, αλλά
έλεγαν, απλώς, "ο φιλόσοφος". Αργότερα, όμως, στην εποχή της Αναγέννησης, η
αυθεντία του αμφισβητήθηκε τόσο, που ορισμένοι δεν δίστασαν να τον αποκαλέσουν
ως και τσαρλατάνο. Ανεξάρτητα, όμως, από τα σκαμπανεβάσματα της μοίρας, που
μπορεί τη μια να σε ανεβάζουν στα ύφη και την άλλη να σε πηγαίνουν στον πάτο, ο
Αριστοτέλης μαζί με τον Σωκράτη και τον Πλάτωνα είναι οι τρεις στοχαστές που με
τις ιδέες των έθεσαν τις βάσεις της φιλοσοφίας όπως εξελίχθηκε στη συνέχεια και,
γενικότερα, αυτού που ονομάζαμε "δυτικό πολιτισμό". Μάλιστα, θα μπορούσε να
ειπωθεί ότι κατά έναν έμμεσο τρόπο η συνεισφορά του Αριστοτέλη στην εξέλιξη του
δυτικού πολιτισμού υπήρξε συνεχής και, ως εκ τούτου, μεγαλύτερη1 από εκείνη των
ομοτέχνων του, αν υπολογιστεί ότι από τον Μεσαίωνα - ειδικότερα από τον 12ο
αιώνα - και μετά, η έγκυρη γνώση παράγεται, κυρίως, στα πανεπιστήμια, στην
ίδρυση των οποίων συνέβαλε με το συγγραφικό έργο του και ο Αριστοτέλης.<b>
(Ολόκληρο το βιβλίο σε απλό κείμενο). </b></span>
</dt>
<dt><b><span style="color: red; font-family: Verdana; font-size: 14pt;">ΘΕΟΔΟΣΗ
ΠΕΛΕΓΡΙΝΗ</span></b> <br /><br />
<div align="center" class="MsoNormal" style="text-align: center;">
<b><span style="color: #c00000; font-family: Palatino Linotype; font-size: 18pt;">Η
ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΣΤΗΝ ΣΚΗΝΗ</span></b><span style="color: black; font-family: Palatino Linotype; font-size: 16pt;">ΚΥΚΛΟΣ
ΔΡΑΜΑΤΟΠΟΙΗΜΕΝΩΝ ΔΙΑΛΕΞΕΩΝ<br />ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ<br /><b>MEGARON
PLUS</b></span><b><span style="color: black; font-family: Palatino Linotype; font-size: 10pt;"><br /></span><span style="color: #c00000; font-family: Palatino Linotype; font-size: 13.5pt;">ΘΕΟΔΟΣΗ
ΠΕΛΕΓΡΙΝΗ</span><span style="color: #c00000; font-family: Palatino Linotype; font-size: 36pt;">ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ</span></b><span style="color: black; font-family: Palatino Linotype; font-size: 16pt;">16
Οκτωβρίου 2007, 7.00 μ.μ. <br />ΑΙΘΟΥΣΑ Ν. ΣΚΑΛΚΩΤΑΣ<br /><br />Σκηνοθεσία:
<br />Γιώργος Μανιώτης<br /><br />Σύμπραξη: <br />Γιάννης Γούνας, Πελαγία Μουρούζη,
Θεοδόσης Πελεγρίνης<br /><br />Συνεργασία: <br />Βαγγέλης Πρωτοπαπαδάκης</span></div>
<div align="center" class="MsoNormal" style="text-align: center;">
<span style="color: black; font-family: Palatino Linotype; font-size: 16pt;">ΕΚΔΟΣΗ
ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Συγκεκριμένα, οι
Άραβες, όταν ήλθαν στην Ευρώπη τον 8ο και 9ο αιώνα, έφεραν, μεταξύ άλλων, μαζί
τους και τα κείμενα του Αριστοτέλη μεταφρασμένα στη δική τους γλώσσα, τα οποία
προηγουμένως είχαν αποδοθεί στα συριακά και τα περσικά. Επόμενο ήταν από τις
αλλεπάλληλες αυτές μεταφράσεις τα συγγράμματα του Αριστοτέλη να έχουν υποστεί
σοβαρές αλλοιώσεις. Έτσι, μαζί με τη μετάφραση τους στα λατινικά, που ήταν η
γλώσσα την οποία μιλούσε τότε ο πεπαιδευμένος κόσμος στην Ευρώπη, κρίθηκε
αναγκαία και η θεραπεία τους από παρανοήσεις, αυθαιρεσίες και παραλείψεις. Η
αποκατάσταση, όμως, ενός κειμένου στην ορθή του διατύπωση δεν θα μπορούσε να
αποτελέσει έργο ενός ανθρώπου, αλλά απαιτούσε τη συνεργασία περισσοτέρων
επιστημόνων για την επίτευξη του σκοπού αυτού θεωρήθηκε σκόπιμο να υπάρξει ο
κατάλληλος τόπος συνάντησης των, ώστε να έχουν τη δυνατότητα οι σχολιαστές και
οι μελετητές των συγγραμμάτων του Αριστοτέλη να φέρουν εις πέρας το θεραπευτικό
έργο τους. Η ανάγκη, λοιπόν, να υπάρξει ένας χώρος όπου οι επιστήμονες θα
μπορούσαν να συνεργαστούν, προκειμένου να καταλήξουν στο τί πραγματικά είπε ο
Αριστοτέλης, μαζί με άλλους επίσης λόγους, ήταν η αφορμή για τη δημιουργία των
πρώτων πανεπιστημίων. Αυτά, εκτός από ερευνητικά κέντρα, ήταν και εκπαιδευτικά
ιδρύματα, χώροι, δηλαδή, όπου καλλιεργούταν η γνώση από τους επιστήμονες,
προκειμένου αυτή - όπως επιβάλλει η ίδια η φύση της2 - να μεταφερθεί στους νέους
σπουδαστές, οι οποίοι, στη συνέχεια, με τη σειρά τους, αν εξελίσσονταν σε
δασκάλους, θα ήταν υποχρεωμένοι να την διδάξουν, μέσα στους κόλπους των
πανεπιστημίων, σε άλλους νέους σπουδαστές, και ούτω καθεξής, όπως λίγο-πολύ
συμβαίνει μέχρι σήμερα.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> </span></div>
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Την ιδέα ότι η γνώση αποτελεί
ελεύθερο αγαθό, το οποίο θα πρέπει να ταξιδεύει από τον έναν άνθρωπο στον άλλο
και από γενιά σε γενιά, φαίνεται ότι την είχε ενστερνιστεί ο Αριστοτέλης, ο
οποίος, μάλιστα, προσπάθησε να την προωθήσει μέσω της σχολής που ίδρυσε ύστερα
από αρκετές περιπέτειες στη ζωή του. Αφού, συγκεκριμένα, όντας γιος του
προσωπικού, όπως λέγανε, γιατρού του βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα, έτυχε στη
γενέτειρα του επιμελημένης μόρφωσης, κατέβηκε, ενώ ήταν ακόμη έφηβος, περίπου 17
ετών, στην Αθήνα, προκειμένου να σπουδάσει στην Ακαδημία του Πλάτωνα. Εκεί
έμεινε 20 χρόνια, ως το θάνατο του δασκάλου του, οπότε, όταν ανέλαβε κάποιος
άλλος από τους μαθητές του<sup><a href="http://users.uoa.gr/~nektar/history/1antiquity/pelegrinis_aristotle.htm#3#3" style="color: blue; text-decoration: underline; text-underline: single;">3</a></sup>
τη διεύθυνση της σχολής, εγκατέλειψε την Αθήνα για να πάει στην Άσσο της Μικράς
Ασίας, στην αυλή του ηγεμόνα Ερμεία. Από εκεί, ύστερα από την ανατροπή και τον
θάνατο του Ερμεία - και αφού έμεινε για λίγο στην Λέσβο-, πήγε στην Πέλλα ύστερα
από πρόσκληση του βασιλιά της Μακεδονίας Φιλίππου Β, προκειμένου να αναλάβει την
εκπαίδευση του γιου του Αλέξανδρου. Κατόπιν επανέκαμψε στην Αθήνα, όπου ίδρυσε
τη δική του σχολή, το Λύκειο<sup><a href="http://users.uoa.gr/~nektar/history/1antiquity/pelegrinis_aristotle.htm#4#4" style="color: blue; text-decoration: underline; text-underline: single;">4</a></sup>,
στο οποίο, εκτός από τη φιλοσοφία, καλλιεργούνταν οι επιστήμες της εποχής. Εκεί,
στο Λύκειο, παράλληλα προς την ερευνητική ενασχόληση του που κάλυπτε περίπου όλα
τα αντικείμενα της γνώσης της εποχής - τη λογική, τη γνωσιολογία, τη μεταφυσική,
την ηθική, την αισθητική, την πολιτική, τη φυσική, την ανατομία, την αστρονομία,
τη βοτανική, τη γεωγραφία, τη γεωλογία, τη μετεωρολογία, τη ζωολογία, την
οικονομία, την ψυχολογία, τη ρητορική, τη θεολογία -, ο Αριστοτέλης δίδαξε
περίπου επί 12 χρόνια, οπότε εγκατέλειψε και πάλι την Αθήνα -όχι με δική του
θέληση τη φορά αυτή. Μετά το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ορισμένως, του
οποίου υπήρξε δάσκαλος, και την επικράτηση στην Αθήνα της αντιμακεδονικής
παράταξης, κατηγορήθηκε για ασέβεια. Προκειμένου να αποφύγει τις συνέπειες της
κατηγορίας που του αποδόθηκε και για να μην επιτρέψει, όπως παραδίδεται, στους
Αθηναίους να αμαρτήσουν για δεύτερη - μετά τον Σωκράτη - φορά εναντίον της
φιλοσοφίας, κατέφυγε στη Χαλκίδα, την πόλη καταγωγής της μητέρας του, όπου,
ύστερα από έναν χρόνο, το 322 π.Χ., πέθανε. Το Λύκειο, όμως, δεν διέκοψε τη
λειτουργία του ούτε όταν αυτός έφυγε αρχικά από την Αθήνα και, στη συνέχεια, από
τη ζωή. Στη διεύθυνση της σχολής που ίδρυσε τον διαδέχθηκε ο μαθητής του - και
κληρονόμος του - Θεόφραστος. Ύστερα από αυτόν, κατά τους επόμενους αιώνες, την
ευθύνη της λειτουργίας της ανέλαβαν άλλοι τρόφιμοι της συνεχίζοντας, έτσι,
αδιάλειπτα - άλλοτε με μεγαλύτερη και άλλοτε με μικρότερη επιτυχία - το
ερευνητικό και εκπαιδευτικό έργο της. Προοδευτικά, ωστόσο, το Λύκειο έπαψε να
λειτουργεί ως σχολή εγκατεστημένη σε έναν συγκεκριμένο χώρο, χωρίς, όμως, παρά
τη ριζική αυτή αλλαγή, να πάψει στους αιώνες που ακολούθησαν να συμβάλει στην
εξέλιξη της γνώσης υπό μιαν άλλη ιδιότητα: ως σχολή, δηλαδή, με την έννοια της
υιοθέτησης του τρόπου σκέψης που είχε εισηγηθεί ο Αριστοτέλης. Επρόκειτο για ένα
πρωτότυπο φιλοσοφικό σύστημα και μια καινούρια μέθοδο προσέγγισης των
πραγμάτων.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Ειδικότερα, η αλήθεια για ένα
πράγμα, στη σύλληψη της οποίας αποσκοπεί η γνώση<sup><a href="http://users.uoa.gr/~nektar/history/1antiquity/pelegrinis_aristotle.htm#5#5" style="color: blue; text-decoration: underline; text-underline: single;">5</a></sup>,
κατά τον Αριστοτέλη αντιστοιχεί στην ουσία του πράγματος, η οποία
αντιδιαστέλλεται προς τις άλλες ιδιότητες του - όπως, για παράδειγμα, το χρώμα
του - κατά το ότι, αν αλλάξουν οι τελευταίες αυτές, το πράγμα θα εξακολουθεί να
υπάρχει, σε αντίθεση με την ουσία του που, αν αλλάξει, το πράγμα θα πάψει να
υπάρχει. Η ουσία του κάθε πράγματος είναι ο σκοπός για τον οποίο αυτό υπάρχει-ο
σκοπός είναι ενσωματωμένος μέσα στο ίδιο το πράγμα. Η ουσία του πνεύμονα μου, ας
πούμε, είναι ο σκοπός για τον οποίο υπάρχει, που δεν είναι άλλος από το ότι μου
επιτρέπει να αναπνέω. Το ίδιο μπορώ να πω και για τον πνεύμονα το δικό σου, ότι,
δηλαδή, η ουσία του είναι να σε κάνει να αναπνέεις, και για τον πνεύμονα κάποιου
άλλου προσώπου ότι, δηλαδή, η ουσία του είναι να το κάνει να αναπνέει, μέχρι να
καταλήξω στο συμπέρασμα ότι η ουσία του πνεύμονα γενικά είναι η λειτουργία της
αναπνοής. Έχοντας υπόψη μου το γενικό αυτό χαρακτηριστικό μπορώ να ξέρω αν ένα
όργανο είναι πνεύμονας ή όχι: αν μεν διαπιστώσω ότι έχει μέσα του ενσωματωμένη
τη λειτουργία της αναπνοής, είναι πνεύμονας- αν όχι, δεν είναι. Η λειτουργία της
αναπνοής που χαρακτηρίζει από κοινού όλους τους πνεύμονες, καθώς επίσης και κάθε
άλλο γενικό χαρακτηριστικό που μοιράζονται μεταξύ τους άλλες ομάδες πραγμάτων,
όπως, ας πούμε, η υπόδειξη της ώρας, που μοιράζονται όλα τα ρολόγια, ή η πτητική
ιδιότητα, που έχουν όλα τα αλκοολούχα υγρά, συνιστούν ό,τι ο Αριστοτέλης όρισε
ως "καθόλου". Προκειμένου, λοιπόν, να γνωρίσομε τα πράγματα και να συλλάβομε την
αλήθεια γι9 αυτά, οφείλομε, κατά τον Αριστοτέλη, να ακολουθήσομε μια σύνθετη
μέθοδο: να ερευνάμε, πρώτα, τα πράγματα, προκειμένου να αχθούμε στα καθόλου, στα
γενικά χαρακτηριστικά που τα προσδιορίζουν έτσι ώστε, κατόπιν, σε σχέση προς το
πράγμα που θέλομε να γνωρίσομε, έχοντας υπόψη μας το καθόλου, να μπορούμε,
εφόσον εντοπίσομε το τελευταίο αυτό στο εν λόγω πράγμα, να ξέρομε τί είναι το
πράγμα αυτό. Τα περί της ουσίας των πραγμάτων και του τρόπου που τα γνωρίζομε,
παρατήρησε ο Αριστοτέλης, ανάγονται στον τομέα της θεωρητικής γνώσης, τον έναν
από τους τρεις τομείς στους οποίους διέκρινε αυτός τη γνώση. Οι άλλοι δύο τομείς
της γνώσης, κατά τον Αριστοτέλη, είναι αυτός της πρακτικής και εκείνος της
ποιητικής γνώσης. Στον τομέα της πρακτικής γνώσης περιλαμβάνονται αφ1 ενός μεν η
πολιτική, αφ' ετέρου δε η ηθική. Σε ό,τι αφορά στην πρώτη, ο Αριστοτέλης
παρατήρησε ότι ο άνθρωπος είναι εκ φύσεως πολιτικό ζώο και ότι η πολιτεία
συνιστά οργανισμό που προηγήθηκε της οικογένειας, η οποία, με τη σειρά της,
είναι προγενέστερη του ανθρώπου ως ατομικής οντότητας. Ως προς την ηθική, ο
Αριστοτέλης ισχυρίστηκε ότι η ηθική συμπεριφορά μας εξαρτάται από την αρετή, η
οποία ορίζεται ως μεσότητα μεταξύ δυο ακροτητών. Αναφορικά προς την ποιητική
γνώση, εξάλλου, ο Αριστοτέλης, πέρα από την ανάλυση της δραματικής ποίησης και,
ειδικότερα, της τραγωδίας, μίλησε για τη διάκριση των τεχνών σε "βάναυσες» και
σε "καλές". Στόχος των βάναυσων τεχνών, της ξυλουργικής επί παραδείγματι, είναι
να συμπληρώνουν τη φύση με πράγματα, όπως τα τραπέζια ή οι καρέκλες, τα οποία
δεν υπάρχουν εκ φύσεως-αντιθέτως η λειτουργία των καλών τεχνών, για παράδειγμα
της ζωγραφικής, συνίσταται στη μίμηση πραγμάτων και καταστάσεων. Για να φτάσομε,
όμως, στην αλήθεια, που αποτελεί το ζητούμενο της γνώσης, είτε πρόκειται για τη
θεωρητική είτε για την πρακτική είτε για την ποιητική γνώση, αναγκαία προϋπόθεση
είναι να σκεφτόμαστε σωστά, να μην κάνει ο στοχασμός μας άλματα πηδώντας άτακτα
από δω κι από κει, αλλά να προχωρά στρωτά, με κανονικά βήματα, το ένα σε
συνέχεια του άλλου. Η επιστήμη που εξετάζει τους κανόνες προς τους οποίους
οφείλει να συμμορφώνεται ο στοχασμός μας, αν θέλομε να σκεφτόμαστε σωστά, είναι
η λογική. Αυτή, κατά τον Αριστοτέλη, δεν αποτελεί τομέα της γνώσης, αλλά συνιστά
το προκαταρκτικό στάδιο για τους τομείς της γνώσης -τον θεωρητικό, τον πρακτικό
και τον ποιητικό τομέα της γνώσης-, αφού στόχος της δεν είναι η σύλληψη της
αλήθειας, που είναι το ζητούμενο της γνώσης, αλλά η διασφάλιση της
εγκυρότητας<sup><a href="http://users.uoa.gr/~nektar/history/1antiquity/pelegrinis_aristotle.htm#6#6" style="color: blue; text-decoration: underline; text-underline: single;">6</a></sup>
του τρόπου που σκεπτόμαστε, η οποία αποτελεί την προϋπόθεση για να φτάσει η
γνώση στην αλήθεια. Λαμβάνοντας υπόψη του, λοιπόν, την ανάγκη δημιουργίας ενός
τομέα που θα αποτελεί την απαραίτητη προϋπόθεση για την απόκτηση της έγκυρης
γνώσης, ο Αριστοτέλης εισηγήθηκε ένα πλήρες σύστημα λογικής, μοναδικό ως τις
αρχές του 20ού αιώνα, οπότε διατυπώθηκαν άλλα συστήματα λογικής, χωρίς, παρόλα
αυτά, το λογικό σύστημα του Αριστοτέλη να χάσει ποτέ την ισχύ του<sup><a href="http://users.uoa.gr/~nektar/history/1antiquity/pelegrinis_aristotle.htm#7#7" style="color: blue; text-decoration: underline; text-underline: single;">7</a></sup>
-όπως, άλλωστε, συνέβη με πολλές ιδέες του Αριστοτέλη, που εξακολουθούν να
προκαλούν το ενδιαφέρον της κοινότητας του πνεύματος.</span><br />
<div align="right" style="text-align: right;">
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Θεοδόσης Πελεγρίνης</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;">
<hr align="left" size="2" width="50%" />
</span></div>
<a href="http://www.blogger.com/blogger.g?blogID=6616896798072971014" name="1"><span style="color: black; font-size: 16pt;">1</span></a><span style="color: black; font-size: 16pt;">. Το προβάδισμα του Αριστοτέλη έναντι του
Σωκράτη και του Πλάτωνα το υπαινίσσεται ο Δάντης στη Θεία Κωμωδία, όταν, στους
πρώτους κύκλους της κολάσεως, λέει: <br />Είδα εκεί τον Κύριο (δηλαδή τον
Αριστοτέλη) εκείνων που γνωρίζουν,<br />Ανάμεσα στη φιλοσοφική οικογένεια,<br />ο
οποίος θαυμάζεται από όλους και είναι σεβαστός από όλους.<br />Είδα εκεί, επίσης,
τον Πλάτωνα και τον Σωκράτη,<br />Που στέκονταν πίσω από εκείνον, και πιο κοντά
του από τους υπόλοιπους.</span><br />
<a href="http://www.blogger.com/blogger.g?blogID=6616896798072971014" name="2"><span style="color: black; font-size: 16pt;">2</span></a><span style="color: black; font-size: 16pt;">. Η γνώση αποτελεί ελεύθερο αγαθό και, ως
τέτοιο, δεν πρέπει να περιορίζεται σε όσους συμβαίνει να το κατέχουν, αλλά να
μεταφέρεται και σε άλλους.</span><br />
<a href="http://www.blogger.com/blogger.g?blogID=6616896798072971014" name="3"><span style="color: black; font-size: 16pt;">3</span></a><span style="color: black; font-size: 16pt;">. Ο Σπεύσιππος, ο ανεψιός του
Πλάτωνα.</span><br />
<a href="http://www.blogger.com/blogger.g?blogID=6616896798072971014" name="4"><span style="color: black; font-size: 16pt;">4</span></a><span style="color: black; font-size: 16pt;">. Το Λύκειο έλαβε την ονομασία του από το
ιερό του Λυκείου Απόλλωνα, το οποίο βρισκόταν κάπου μεταξύ Λυκαβηττού και
Ιλισσού, όπου ήταν εγκατεστημένη η σχολή. Στο Λύκειο ο Αριστοτέλης δίδαξε από το
335 π.Χ., όταν το ίδρυσε, έως το 323 π.Χ., οπότε αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την
Αθήνα για να γλιτώσει από τις συνέπειες της κατηγορίας που του απήγγειλαν οι
Αθηναίοι επί ασέβεια ύστερα από τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Το Λύκειο,
ωστόσο, όπως και οι άλλες σχολές της αρχαιότητας -η Ακαδημία του Πλάτωνα, η
Μεγαρική Σχολή, η Κυνική Σχολή, κ.ά.- δεν θα πρέπει να συγχέονται με το θεσμό
του πανεπιστημίου. Και τούτο, γιατί οι τρεις απαραίτητοι συντελεστές του
πανεπιστημίου - οι διδάσκοντες, οι οποίοι αμείβονται για το έργο τους, οι
σπουδαστές, οι οποίοι οφείλουν να παρακολουθούν τα μαθήματα τους και να
καταβάλουν δίδακτρα για την εκπαίδευσή τους, και το πρόγραμμα διδασκαλίας- δεν
πληρούνταν από τις σχολές της αρχαιότητας.</span><br />
<a href="http://www.blogger.com/blogger.g?blogID=6616896798072971014" name="5"><span style="color: black; font-size: 16pt;">5</span></a><span style="color: black; font-size: 16pt;">. Π.χ., γνωρίζω ότι το άθροισμα των γωνιών
ενός ορθογώνιου τριγώνου είναι ίσο με δυο ορθές, επειδή είναι αλήθεια πως το
άθροισμα των γωνιών ενός ορθογώνιου τριγώνου είναι ίσο με δυο ορθές. Δεν
δικαιούμαι, όμως, να πω ότι γνωρίζω πως το άθροισμα των γωνιών ενός ορθογώνιου
τριγώνου είναι ίσο με μια ορθή, επειδή δεν είναι αλήθεια ότι το άθροισμα των
γωνιών ενός ορθογώνιου τριγώνου είναι ίσο με μια ορθή.</span><br />
<a href="http://www.blogger.com/blogger.g?blogID=6616896798072971014" name="6"><span style="color: black; font-size: 16pt;">6</span></a><span style="color: black; font-size: 16pt;">. Άλλο η εγκυρότητα και άλλο η αλήθεια. Ο
συλλογισμός, για παράδειγμα, <br />Όλοι οι άνθρωποι είναι μια πιθαμή <br />ο Πέτρος
είναι άνθρωπος <br />Άρα, ο Πέτρος είναι μια πιθαμή <br />είναι έγκυρος, αφού το
συμπέρασμα συνάγεται κατ' ανάγκην από τις προκείμενες, αλλά, προφανώς, δεν είναι
αληθής.</span><br />
<a href="http://www.blogger.com/blogger.g?blogID=6616896798072971014" name="7"><span style="font-size: 16pt;">7</span></a><span style="font-size: 16pt;">. Το σύστημα της λογικής που εισηγήθηκε ο Αριστοτέλης
βασίζεται στην αρχή ότι μία πρόταση μπορεί να λάβει δύο τιμές αληθείας, την
αλήθεια ή το ψεύδος, να είναι, δηλαδή, είτε αληθής είτε ψευδής. Η πρόταση,
παραδείγματος χάριν, "έξω βρέχει" είναι είτε αληθής είτε ψευδής, είτε έξω βρέχει
είτε δεν βρέχει έξω, δεν μπορεί να μην είναι αληθής ούτε ψευδής, ούτε να μην
βρέχει έξω ούτε να βρέχει έξω, ούτε μπορεί να είναι και αληθής και ψευδής, και
να βρέχει έξω και να μην βρέχει έξω. Από τις αρχές του 20ού αιώνα, ωστόσο,
φιλόσοφοι διατύπωσαν άλλα συστήματα λογικής στηρίζοντας τα σε τρεις, τέσσαρις
κ.ο.κ. τιμές αληθείας, τα οποία συγκροτούν την καλούμενη "πολύτιμη
λογική".</span><br />
<h2>
<span style="color: red; font-family: Courier New; font-size: 10pt; font-weight: normal;">o<span style="font: 7pt 'Times New Roman';"> </span></span><span style="color: red; font-size: 22pt;">ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ</span></h2>
<h3>
<span style="color: red; font-size: 22pt;">ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΠΕΛΕΓΡΙΝΗΣ</span></h3>
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Καθηγητής Φιλοσοφίας και Κοσμήτωρ
της Φιλοσοφικής Σχολής των Αθηνών.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Φοίτησε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
και συνέχισε τις μεταπτυχιακές σπουδές του στο Πανεπιστήμιο Έξετερ της Αγγλίας,
όπου αναγορεύτηκε διδάκτωρ της Φιλοσοφίας.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Εκτός από το συγγραφικό έργο του
-που, πέρα από τα άρθρα του, ανέρχεται σε 27 βιβλία -συνεργάστηκε με τη δημόσια
τηλεόραση και το Τρίτο Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας, όπου, στο πλαίσιο
σειράς εκπομπών, παρουσίασε ιδέες και πρόσωπα από τον κόσμο της
διανόησης.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Από το 1993 έως το 2000 οργάνωσε
στο Παλιό Πανεπιστήμιο, στην Πλάκα, 7 συνέδρια, στο πλαίσιο των οποίων
πραγματοποιήθηκαν επαγγελματικού χαρακτήρα θεατρικές παραστάσεις κλασικών έργων,
όπως Οθέλος του Σαίξπηρ σε σκηνοθεσία Ν. Κοντούρη, Δον Ζουάν του Μολιέρου σε
σκηνοθεσία Β. Νικολαΐδη, Φάουστ του Γκαίτε σε σκηνοθεσία Γ. Καλαντζόπουλου,
Ελένη του Ρίτσου σε σκηνοθεσία Β. Παπαβασιλείου, Λοκαντιέρα του Γκολντόνι, σε
σκηνοθεσία Σ. Ράλλη, Τα λάθη μιας νύχτας του Γκόλντσμιθ σε σκηνοθεσία Αλ.
Μυλωνά.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Τον καιρό αυτό, στους κόλπους του
προγράμματος Megaron Plus, παρουσιάζει στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών την «Φιλοσοφία
στην Σκηνή». Πρόκειται για σειρά 7 δραματοποιημένων διαλέξεων για τη ζωή και την
πνευματική δράση κορυφαίων φιλοσόφων, με τη σύμπραξη επαγγελματιών ηθοποιών. Ήδη
έχουν παρουσιαστεί ο Θαλής, ο Ηράκλειτος, ο Πυθαγόρας, ο Σωκράτης, ο Πλάτων και
ο Αριστοτέλης, ενώ στη συνέχεια πρόκειται να παρουσιαστεί ο Μάρκος
Αυρήλιος.</span><br />
<h3>
<span style="font-family: 'Times New Roman'; font-size: 16pt;">ΓΙΩΡΓΟΣ Ν.
ΜΑΝΙΩΤΗΣ</span></h3>
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε
νομικά στη Θεσσαλονίκη. Έχει γράψει θεατρικά έργα (Το ματς, Παθήματα, Ο λάκκος
της αμαρτίας, Τάξις και αταξία, Οι σύζυγοι, Χορεύει η Κρυστάλλω μάμπο, Διακοπές
στην Ουρανούπολη, Ο πιο ευαίσθητος κρίκος, Άσπρη μέρα κ.ά.), Ποίηση (Νέρων,
Σιγησμοί), Μυθιστορήματα (Η φοβερά προστασία, Το πονηρό μονοπάτι, Ο άγνωστος
στρατιώτης, Το άχρηστο Βιβλίο, Το γκαζόν του μπαμπά, Αγελάδα με φτερά, Σαράντα
κύματα, Η αδρεναλίνη πάντοτε ψηλά, Αλληλούϊα κ.ά.), Διηγήματα (Τα μαύρα
παραμύθια - Κρατικό βραβείο διηγήματος -, Ορίστε τα ρόδα, μαμά! Τα Σαντέ της
Σαπφώς). Πολλά από τα θεατρικά του έργα έχουν παιχτεί με επιτυχία σε θεατρικές
σκηνές, στο ραδιόφωνο και την τηλεόραση. Επίσης, πολλά από τα μυθιστορήματα και
τα διηγήματα του έχουν κάνει αρκετές εκδόσεις. Υπό έκδοση είναι από τις εκδόσεις
"Ελληνικά Γράμματα" το καινούργιο του μυθιστόρημα "Η γνώση των
νεκρών".</span><br />
<h3>
<span style="font-family: 'Times New Roman'; font-size: 16pt;">ΓΙΑΝΝΗΣ
ΓΟΥΝΑΣ</span></h3>
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Σπούδασε Υποκριτική στην Ανωτέρα
Σχολή Δραματικής Τέχνης του θεάτρου «Τζένη Καρέζη» του Κώστα Κοζάκου και έχει
παρακολουθήσει μαθήματα σκηνικού λόγου και κίνησης οπό την Ιρίνα Πρόμτοβα,
καθηγήτρια του Θεάτρου "Gitis" της Μόσχας.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Έχει συμμετάσχει στις
παραστάσεις:</span><br />
<ul style="margin-bottom: 0cm;" type="disc">
<li class="MsoNormal" style="color: black;"><span style="font-size: 16pt;">"Δωδέκατη
Νύχτα" του Γουίλλιαμ Σαίξπηρ (Σεμπάσπαν) σε σκηνοθεσία του Στάθη Λιβαθηνού.
</span>
</li>
<li class="MsoNormal" style="color: black;"><span style="font-size: 16pt;">"Φάλσταφ"
του Γουίλλιαμ Σαίξπηρ (Ξωτικό) σε σκηνοθεσία του Λεωνίδα Τριβιζά. </span>
</li>
<li class="MsoNormal" style="color: black;"><span style="font-size: 16pt;">"Η μικρή
μας πόλη" του Θόρντον Γουάιλντερ (Τζο Κρόουελ) σε σκηνοθεσία του Σταμάτη
Φασουλή. </span>
</li>
<li class="MsoNormal" style="color: black;"><span style="font-size: 16pt;">"Το ματς"
του Γιώργου Μανιώτη (Στάθης) σε σκηνοθεσία του Γιώργου Μανιώτη. </span>
</li>
<li class="MsoNormal" style="color: black;"><span style="font-size: 16pt;">"Ο πιο
ευαίσθητος κρίκος" του Γιώργου Μανιώτη (Νέος) σε σκηνοθεσία του Γιώργου Μανιώτη.
</span>
</li>
<li class="MsoNormal" style="color: black;"><span style="font-size: 16pt;">"Μία
κωμωδία" του Ιάκωβου Καμπανέλλη (Πάρης) σε σκηνοθεσία του Γιώργου Μιχαηλίδη.
</span>
</li>
<li class="MsoNormal" style="color: black;"><span style="font-size: 16pt;">"Ο κύκλος
με την κιμωλία" του Μπέρτολτ Μπρεχτ σε σκηνοθεσία του Γιάννη Καλατζόπουλου.
</span>
</li>
<li class="MsoNormal" style="color: black;"><span style="font-size: 16pt;">Υπηρέτης
δυο αφεντάδων" του Κάρλο Γκολντόνι (Σίλβιο) σε σκηνοθεσία του Κώστα Κοζάκου.
</span>
</li>
<li class="MsoNormal" style="color: black;"><span style="font-size: 16pt;">"Πλούτος"
του Αριστοφάνη σε σκηνοθεσία του Νίκου Μαστοράκη και μουσική του Σταμάτη
Κραουνάκη στην Επίδαυρο. </span>
</li>
<li class="MsoNormal" style="color: black;"><span style="font-size: 16pt;">"Λυσιστράτη" του Αριστοφάνη (Μωρό) σε σκηνοθεσία του
Γιώργου Μιχαηλίδη και μουσική του Μίκη Θεοδωράκη στην Επίδαυρο. </span>
</li>
<li class="MsoNormal" style="color: black;"><span style="font-size: 16pt;">"Ο Νέος
με το μπουφάν" του Γιώργου Μανιώτη (μονόλογος) σε σκηνοθεσία της Ραϊας
Μουζενίδου στο θέατρο Δίπυλον. </span>
</li>
<li class="MsoNormal" style="color: black;"><span style="font-size: 16pt;">"Τρωίλος
και Χρυσηίδα" του Γουίλλιαμ Σαίξπηρ (Πάνδαρος) σε σκηνοθεσία της Ραϊας
Μουζενίδου σιο θέατρο Δίπυλον. </span>
</li>
<li class="MsoNormal" style="color: black;"><span style="font-size: 16pt;">"Γκρόπλαν" του Γιώργου Μανιώτη, (Μονόλογος) σε
σκηνοθεσία του Γιώργου Μανιώτη στο θέατρο Φούρνος. </span>
</li>
<li class="MsoNormal" style="color: black;"><span style="font-size: 16pt;">Έχει
γράψει το θεατρικό έργο "Πίσω από το Ηρώον", το οποίο παραστάθηκε σε σκηνοθεσία
της Γιολάντας Μαρκοπούλου στο θέατρο Άλεκτον. </span>
</li>
<li class="MsoNormal" style="color: black;"><span style="font-size: 16pt;">Έχει
γράψει στίχους σε μουσική του Στέφανου Κορκολή για τη δισκογραφική δουλειά της
Μελίνας Ασλανίδου με τίτλο "Παιχνίδι είναι..." </span>
</li>
<li class="MsoNormal" style="color: black;"><span style="font-size: 16pt;">Έχει
συμμετάσχει στην τηλεοπτική σειρά "Γεώργιος Βιζυηνός", σε σκηνοθεσία του
Χριστόφορου Χριστοφή στην ΕΡΤ, καθώς και στο θεατρικό μονόπρακτο "Ο Αιχμάλωτος"
του Γιώργου Μανιώτη στην ΕΡΤ. </span></li>
</ul>
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Υπό έκδοση βρίσκεται συλλογή
διηγημάτων παιδικής λογοτεχνίας.</span><br />
<h3>
<span style="font-family: 'Times New Roman'; font-size: 16pt;">ΠΕΛΑΓΙΑ
ΜΟΥΡΟΥΖΗ</span></h3>
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Φοίτησε στη Δραματική Σχολή
"Θεμέλιο", καθώς και στο Εργαστήριο Φωνητικής Τέχνης με δάσκαλο τον Σ. Σακκά.
Είναι μέλος της Ομάδας Μουσικού Θεάτρου "Σπείρα-Σπείρα" του Στ. Κραουνάκη. Ως
μέλος της ομάδας αυτής συμμετείχε στις παραστάσεις:</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">"Αιωνία Θητεία στο κάλλος",
μουσική παράσταση χορικών αρχαίου δράματος (μτφ. Κ.Χ. Μύρης), στη Μικρή
Επίδαυρο, στους Δελφούς και στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">"Sold Out", μουσική σκηνή
"Αθηναΐς". "Κλασσική Συνταγή", μουσική σκηνή "Αθηναΐς".</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">"Όλα μαύρα κι ένα πιάνο",
Δημοτικό θέατρο Πειραιά. Έχει συμμετάσχει στις συναυλίες που διοργάνωσε ο Στ.
Κραουνάκης με την ομάδα Σπείρα Σπείρα.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Έχει λάβει μέρος, επίσης, στις
παραστάσεις: "Γκρο Πλαν" του Γ. Μανιώτη (σε σκηνοθεσία του ιδίου), θέατρο
Φούρνος.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">"Πίσω απ' το Ηρώον" του Γιάννη
Γούνα, σε σκηνοθεσία Γιολάντας Μαρκοπούλου, θέατρο Άλεκτον.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">"Blood Brothers" του Γουίλι
Ράσελ, σε σκηνοθεσία Β. Νικολαΐδη, θέατρο Broadway.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">"Φτου ξελευτερία" του Γ.
Μπαγουρδή (ομάδα χορού "Αίρεσις"), θέατρο Εργοστάσιο.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">"Ιφιγένεια εν Αυλίδι" του
Ευριπίδη, σε σκηνοθεσία Ν. Βασταρδή (κορυφαία του χορού), Θέατρο
Θεμέλιο.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">"Μήδεια" του Ευριπίδη
(χοροθεατρική απόδοση χορικών), χορογραφία Γ. Μπαγουρδή, Μουσείο
Βορρέ.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Έχει συμμετάσχει στην τηλεοπτική
σειρά της ΝΕΤ "Ο Θησαυρός της Αγγελίνας", στην οποία τραγούδησε συνθέσεις του Γ.
Σπυρόπουλου - Μπαχ. Συνεργάστηκε, επίσης, με το Μέγαρο Μουσικής (MegaronPlus)
στα εκπαιδευτικά Προγράμματα του κέντρου G. Pompidou, με θέμα Matisse-Picasso.
Έχει τραγουδήσει σε συναυλίες του Ν. Μαυρουδή.</span><br />
<h3>
<span style="font-family: 'Times New Roman'; font-size: 16pt;">ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ
ΠΡΩΤΟΠΑΠΑΔΑΚΗΣ</span></h3>
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1972.
Σπούδασε Φιλοσοφία στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών. Το 2002 αναγορεύτηκε Διδάκτωρ
Φιλοσοφίας της ίδιας σχολής. Δίδαξε Εφαρμοσμένη Ηθική στο Ελληνοαμερικανικό
Κολέγιο Ψυχικού, ενώ από το 2004 διδάσκει στο Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Φιλοσοφίας
(κατεύθυνση Ηθική) της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών. Έχει εκδώσει τρία επιστημονικά
συγγράμματα, ενώ έχει δημοσιεύσει περισσότερα από δέκα άρθρα σχετικά με την
Ηθική Φιλοσοφία. Υπό έκδοση βρίσκεται ένα έργο του σχετικό με την Περιβαλλοντική
Ηθική, καθώς και μια ποιητική του συλλογή.</span><br />
<div align="center" class="MsoNormal" style="text-align: center;">
<span style="color: black; font-size: 16pt;">
<hr align="center" size="2" width="100%" />
</span></div>
<h1>
<span style="font-family: 'Times New Roman';">ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ</span></h1>
<div align="center" style="text-align: center;">
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Πρόσωπα: Σκηνοθέτης, Α και Β
(ηθοποιοί)<br />(Κατά τη διάρκεια της πρόβας)</span></div>
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Α: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">... εγώ δεν έχω κανένα απολύτως πρόβλημα,
σας είπα να το κάνω όπως το λέτε. Εσείς είστε ο σκηνοθέτης, εσείς αποφασίζετε.
Επιμένω, όμως, ότι αυτό που θέλει να πει ο συγγραφέας ...</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Σκηνοθέτης: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Σκοτίστηκα τί θέλει να πει ο
συγγραφέας...</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Β: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Μα, αυτός δεν έγραψε το έργο;</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Σκηνοθέτης:</span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;"> Και λοιπόν;</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Α: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Αν δεν ξέρει αυτός...</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Σκηνοθέτης: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Πάντα το έλεγα ότι θα πρέπει να αλλάξει η
εκπαίδευση των ηθοποιών. Δεν αρκεί οι δραματικές σχολές να φροντίζουν να βγάζουν
καλούς ηθοποιούς. Χρειάζεται ακόμη να προσφέρουν στους σπουδαστές των πλατύτερη
μόρφωση, αφού η αποστολή αυτών μετά θα είναι να διδάσκουν, να εκπαιδεύουν άλλους
ανθρώπους, να διαμορφώνουν χαρακτήρες, να ποιούν ήθος, όπως λένε. Και για να το
κάνουν αυτό, προφανώς απαιτείται να έχουν καλές Βάσεις, να διαθέτουν έγκυρες
γνώσεις ...</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Β: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Να γίνομε, δηλαδή, επιστήμονες;</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Σκηνοθέτης: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Αυτό κατάλαβες εσύ; Εγώ απλώς είπα ότι,
πέρα από την ίδια την τέχνη της υποκριτικής και όσα την υποστηρίζουν -όπως η
ορθοφωνία, η γνώση της ανατομίας του σώματος και ο έλεγχος της λειτουργίας του,
η κίνηση ο χορός, το τραγούδι...-, ο ηθοποιός καλό είναι να έχει υπόψη του και
κάποια άλλα ακόμη πράγματα που θα μπορούσαν να του ανοίξουν τον ορίζοντα του
μυαλού του.</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Β: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Μα, εμείς στη σχολή κάναμε και ιστορία του
θεάτρου και ποίηση ...</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Σκηνοθέτης: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Καλά τώρα ... Και σε άλλες σχολές, μπορώ
να σου πω, δεν κάνουν ούτε αυτά. Εγώ, όμως, εννοώ η μόρφωση που οι σχολές θα
προσφέρουν στους σπουδαστές των να μην είναι ένα απλό πασάλειμμα γύρω από την
ιστορία του θεάτρου και την ποίηση, που λες ότι κάνατε, αλλά να είναι
συστηματική, και η συμβολή της στην απόκτηση του διπλώματος της υποκριτικής να
είναι ουσιαστική -όχι, όπως συμβαίνει τώρα, διακοσμητική. Κάποιος, ας πούμε, που
θα μπορούσε να φανεί εξαιρετικά χρήσιμος σε έναν ηθοποιό, που θα τον βοηθούσε να
προσεγγίσει καλύτερα ένα θεατρικό έργο και να χειριστεί, έτσι, με μεγαλύτερη
επιτυχία το ρόλο του είναι ο Αριστοτέλης.</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Α: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Ο Αριστοτέλης; Μα αυτός ήταν
σκοταδιστής.</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Σκηνοθέτης: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Τί έκανε, λέει;</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Α: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Αυτός δεν ήταν που στον Μεσαίωνα με τις
απαρχαιωμένες θεωρίες του κράτησε δέσμια τη γνώση και δεν την άφησε να
αναπτυχθεί;</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Σκηνοθέτης: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Το ότι στον Μεσαίωνα ο Αριστοτέλης
θεωρήθηκε αυθεντία και οι επιστήμονες και οι διανοούμενοι της εποχής εκείνης
κρεμάστηκαν κυριολεκτικά από τις απόψεις του, είναι γεγονός. Αλλά έφταιγε γι'
αυτό ο Αριστοτέλης ή μήπως η αφέλεια των επιστημόνων και των διανοουμένων να
χάβουν ό,τι είχε πει ο Αριστοτέλης, χωρίς να εξετάζουν αν αυτό ήταν αλήθεια; Θα
σου πω κάτι να γελάσεις.</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Β: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Τί, ανέκδοτο;</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Σκηνοθέτης: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Όχι, πρόκειται για πραγματικό περιστατικό.
Κάποτε ο πολύς Γαλιλαίος, άνθρωπος ευφυής, που δεν δεχόταν τίποτε χωρίς να το
διερευνήσει προηγουμένως, διαπίστωσε ότι δεν ήταν σωστή η θεωρία του Αριστοτέλη,
σύμφωνα με την οποία η επιτάχυνση των σωμάτων δεν εξαρτάται από το βάρος τους.
Όταν το ανακοίνωσε στους συναδέλφους του, τους καθηγητές στο πανεπιστήμιο της
Πίζας, μόνο που δεν τον πήραν με τις λεμονόκουπες. Επειδή, όμως, ο Γαλιλαίος
ήταν διαβολάκος, μια μέρα ανέβηκε στον πύργο της Πίζας και, την ώρα που
περνούσαν από κάτω οι μεγαλοσχήμονες συνάδελφοι του, άφησε να πέσουν μπροστά
τους δύο μεταλλικές σφαίρες διαφορετικού βάρους η καθεμία τους. Πρώτα έπεσε η
πιο Βαριά και, ελάχιστα δευτερόλεπτα μετά, ακολούθησε η άλλη. Οι καθηγητές ήταν
φυσικό να τρομάξουν. Θα μπορούσαν οι μεταλλικές σφαίρες, αν τους είχαν βρει, να
τους έχουν σκοτώσει. Ο Γαλιλαίος, ξεκαρδισμένος στα γέλια, τους φώναξε από εκεί
πάνω που ήταν: "είδατε, κύριοι συνάδελφοι, οι σφαίρες δεν έπεσαν ταυτόχρονα,
επειδή είχαν διαφορετικό βάρος. Ο Αριστοτέλης σας έκανε λάθος". Οι καθηγητές,
αφού περίμεναν λίγο να συνέλθουν από την τρομάρα τους, τί νομίζεις ότι του
απάντησαν; "Δεν μπορεί ο Αριστοτέλης να έκανε λάθος. Κάποιο πρόβλημα υπάρχει με
τα μάτια μας". Ο Αριστοτέλης έφταιγε, λοιπόν, για τη στραβομάρα των ανθρώπων
στον Μεσαίωνα ή η βλακεία τους; Κοιτάξτε, ασφαλώς όσα είπε ο Αριστοτέλης δεν
είναι όλα τους σωστά. Αλίμονο! Και η περίφημη θεωρία της σχετικότητας του
Αϊνστάιν κάποτε θα ξεπεραστεί. Είναι η μοίρα κάθε θεωρίας μέσα στην εξέλιξη της
επιστήμης να διαψεύδεται και να αντικαθίσταται από κάποια άλλη πιο σωστή. Αυτό,
όμως, δεν σημαίνει ότι ο Αριστοτέλης ως τώρα δεν είπε και πολύ σημαντικά
πράγματα που σε έναν ηθοποιό, (στον Α) όπως εσύ, θα μπορούσαν να φανούν
χρήσιμα.</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Α: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Μα, ο Αριστοτέλης νομίζω πως ήταν
επιστήμονας ..., φιλόσοφος ... Έτσι δεν είναι; Τί σχέση έχει με το
θέατρο;</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Β: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Έλα ρε, που δεν έχει ... Δεν θυμάσαι στο
Λύκειο που μαθαίναμε ... "εστίν ουν τραγωδία μίμησις πράξεως σπουδαίας και
τελείας ..."; Ο ορισμός του Αριστοτέλη για την τραγωδία!</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Α: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Ε, καλά, τώρα... Από το να πετάξει κανείς
έναν ορισμό για την τραγωδία μέχρι να τον κάνομε και σημείο αναφοράς στο θέατρο
υπάρχει τεράστια διαφορά, (στον σκηνοθέτη) Έτσι δεν είναι;</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Σκηνοθέτης: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Άκου. Ο Αριστοτέλης ήταν ένας διανοούμενος
με πολλά-πολλά ενδιαφέροντα. Οι έρευνες του ξεκινούσαν από τα ορυκτά, τα φυτά
και τα ζώα κι έφταναν ως την ψυχή μας, τα άστρα και τον Θεό. Δεν ξέρω αν υπήρξε
στην εποχή του τομέας της γνώσης και, γενικότερα, της ανθρώπινης δραστηριότητας
που να μην ασχολήθηκε. Μέσα, λοιπόν, σε όλα αυτά που του κίνησαν το ενδιαφέρον
ήταν ασφαλώς και το θέατρο. Μάλιστα, είχε ...</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Α: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Μισό ... γιατί από αλλού ξεκινήσαμε και
φτάσαμε στον Αριστοτέλη και τις πολυσχιδείς έρευνες του, με αποτέλεσμα να
κινδυνεύομε να χάσομε τον αρχικό στόχο μας. Το ερώτημα ήταν αν θα πρέπει να
ακούσομε τον συγγραφέα που έγραψε το έργο. Εγώ λέω: ναι, και εσείς: όχι. Ο
Αριστοτέλης;</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Σκηνοθέτης: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Ο Αριστοτέλης, να το ξεκαθαρίσομε, δεν
έβαλε κανένα τέτοιο ερώτημα, για να προσπαθήσει να το αντιμετωπίσει κιόλας.
Παρόλα αυτά οι απόψεις του για την τέχνη γενικά και, ακόμη, πιο γενικά, για τον
τρόπο που σκέφτεται και ενεργεί ο άνθρωπος, μπορούν να μας βοηθήσουν να
διαμορφώσαμε μια καλύτερη αντίληψη σχετικά με το ρόλο του συγγραφέα.</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Β: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Εγώ, δεν ξέρω ..., αλλά... όλη αυτή τη
συζήτηση τη Βρίσκω περιττή - μην πω, μάλιστα, έως και βλαπτική. Ο ηθοποιός,
πιστεύω, πρέπει να είναι πηγαίος. Όσο φορτώνεται με γνώσεις και "οδηγίες προς
ναυτιλλομένους", τόσο ατονεί το ταλέντο του, χάνει την αυθεντικότητα του, τη
δυνατότητα του αυτοσχεδιασμού. Εμένα ξέρετε τί θα με καταξίωνε πραγματικά ως
ηθοποιό; Να έβγαινα στη σκηνή και, εκεί που θα περίμεναν οι θεατές να τους
παρουσιάσω το ρόλο που είχα ετοιμάσει, να τους αιφνιδίαζα προτείνοντας τους να
μου πουν εκείνοι τί θα ήθελαν να υποδυθώ, να μου έλεγαν, δηλαδή, με λίγα λόγια
μια υπόθεση, και εγώ, αυτοσχεδιάζοντας ατάκα και επιτόπου, να την αναπαριστούσα
στη σκηνή.</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Σκηνοθέτης: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Πόσο, μα πόσο αθώος είσαι. Ειλικρινά, αν
νομίζεις ότι ο αυτοσχεδιασμός έρχεται από το πουθενά, είσαι βαθιά νυχτωμένος. Ο
άνθρωπος που εφηύρε τον αυτοσχεδιασμό, ο Γοργίας, ο αρχαίος σοφιστής, στις
πόλεις που επισκεπτόταν για να διδάξει την τέχνη της ρητορικής και να βγάλει,
έτσι, το ψωμί του, συνήθιζε όποτε πήγαινε στο στάδιο να προκαλεί τους θεατές που
είχαν έλθει να θαυμάσουν τη ρητορική ικανότητα του λέγοντας τους: "προβάλετε" -
πέστε μου, δηλαδή, για ποιο πράγμα θέλετε να σας μιλήσω, και είμαι έτοιμος να
ανταποκριθώ. Καταλαβαίνεις, όμως, τί δουλειά θα πρέπει να είχε πατήσει αυτός
προηγουμένως, για να φτάσει στο σημείο να αυτοσχεδιάζει με τόση ευκολία, πόσο
Βαθιά θα πρέπει να είχε μελετήσει και στην παραμικρή λεπτομέρεια τους πιθανούς
τρόπους αντίδρασης που θα έπρεπε να μετέλθει στις ενδεχόμενες προκλήσεις που θα
μπορούσε να του θέσει κανείς; Τίποτα, αγαπητέ μου, δεν γίνεται εκ του μηδενός.
Κατά συνέπεια, μη φοβάσαι ότι η μελέτη και η απόκτηση γνώσεων θα καταστρέψει το
πηγαίο ταλέντο σου. (στον Α) Μπορείς, λοιπόν, άφοβα, στο ζήτημα της σχέσης του
συγγραφέα με το έργο του, που σε απασχολεί, να συμβουλευτείς τον
Αριστοτέλη.</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Α: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Να τον συμβουλευτώ ..., πώς; Αυτό
προϋποθέτει ότι έχω υπόψη μου τί έχει πει ο άνθρωπος. Κι εγώ, δυστυχώς, από
Αριστοτέλη έχω μαύρα μεσάνυχτα. Εκτός πια κι αν ...</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Σκηνοθέτης: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Ωραία, λοιπόν, ας υποθέσομε ότι, ενώ
βρίσκεσαι μέσα σε έναν χώρο με πολύ κόσμο, σε ένα λεωφορείο, ας πούμε, Βλέπεις
κάποιον να κλέβει το πορτοφόλι από το διπλανό του.</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Β: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Καλά, τί σχέση έχει τώρα αυτό με το θέμα
που συζητάμε;</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Σκηνοθέτης: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">(στον Α) Τί θα έκανες;</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Α: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Επειδή το έχω πάθει και ξέρω τί είναι να
έρχεται ο άλλος με το έτσι θέλω να σου αποσπά κάτι που σου ανήκει χωρίς να
υπολογίζει αν το έχεις ανάγκη, αν καίγεσαι που το χάνεις, ειλικρινά, θα του
έσπαγα τα μούτρα ή, έστω, θα φώναζα να τον βουτήξουν και να τον πάνε
"μέσα".</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Σκηνοθέτης: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">(στον Β) Και συ;</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Β: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Εγώ, τί;</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Σκηνοθέτης: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Θα αντιδρούσες με τον ίδιο
τρόπο;</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Β: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Εξαρτάται. Αν ήξερα ότι έκλεψε το
πορτοφόλι γιατί ήθελε να πάει να πιει το φραπεδάκι του με τους φίλους του ... ε,
ναι, θα του φερόμουν με τον ίδιο και χειρότερο τρόπο. Αν, όμως, ο άνθρωπος αυτός
είχε ζητήσει παντού δουλειά και του είχαν κλείσει τις πόρτες και χρειαζόταν
επειγόντως χρήματα για να πάρει, ας πούμε, φάρμακα, τότε το πράγμα αλλάζει. Η
στάση μου απέναντι σε αυτόν τον κλέφτη δεν μπορεί να είναι η ίδια με τη
συμπεριφορά μου προς τον κλέφτη που Βάζει χέρι στα ξένα λεφτά για να πιει το
φραπεδάκι του. Έτσι δεν είναι;</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Σκηνοθέτης: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Ναι, Βέβαια. Ο Αριστοτέλης είχε επισημάνει
το γεγονός ότι στην πράξη ο δράστης είναι μονίμως παρών, πράγμα που σημαίνει
ότι, όταν και όποτε κρίνομε μια πράξη, είμαστε υποχρεωμένοι να παίρνομε υπόψη
μας τα κίνητρα, τις προθέσεις και τις συνθήκες βάσει των οποίων ενήργησε ο
δράστης, ο άνθρωπος που την τέλεσε. Δεν είναι σωστό, όπως είπες, να βάζομε στο
ίδιο τσουβάλι την πράξη της κλοπής την οποία κάνει κάποιος για να πάει να πιει
το φραπεδάκι του, και την πράξη της κλοπής την οποία κάνει κανείς στην απελπισία
του να βρει χρήματα για να αγοράσει φάρμακα. Η πράξη, λέει ο Αριστοτέλης, δεν
είναι σαν την ποίηση, όπου ποσώς μάς ενδιαφέρει ο δημιουργός.</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Α: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Γιατί ειδικά από όλη τη λογοτεχνία η
αναφορά στην ποίηση και όχι σε άλλα είδη της -το μυθιστόρημα, το διήγημα ή τη
νουβέλα, ας πούμε;</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Σκηνοθέτης: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Όχι, όχι, πρόσεξε ... Στην αρχαιότητα η
ποίηση δεν ταυτιζόταν με το είδος της λογοτεχνίας με το οποίο τη Ι συνδέομε
εμείς σήμερα. Περιλαμβανόταν σε αυτήν, βέβαια, II και το λογοτεχνικό είδος που
εννοούμε εμείς σήμερα, ο έμμετρος λόγος δηλαδή, - αλλά όχι μόνο αυτό. Στην
ποίηση υπαγόταν ο,τιδήποτε μπορεί να κατασκευάσει ο άνθρωπος - από μια
πολυθρόνα, μια ασπίδα ή μια χύτρα έως ένα άγαλμα, ένα θεατρικό έργο, ή μια
θεωρία.</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Β: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Ωραία, λοιπόν. Αν η ποίηση είναι όλα όσα
μπορεί να κατασκευάσει ο άνθρωπος, πώς μπορούμε, κατά τον Αριστοτέλη, όπως
είπατε, να αγνοήσομε τον δημιουργό τους; Η πολυθρόνα που καθόσαστε είναι
δημιούργημα ενός τεχνίτη, δεν έγινε μόνη της. Έτσι δεν είναι;</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Σκηνοθέτης: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Σαφώς.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Β: Τότε τί μας λέει ο
Αριστοτέλης, να διαγράψομε τον κατασκευαστή της;</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Σκηνοθέτης: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Κοιτάξτε, η πολυθρόνα αυτή που κάθομαι
είναι, σας διαβεβαιώ, εξαιρετική. Την αγόρασα πριν από 20 περίπου χρόνια έξω από
τα Γιάννενα, σε ένα παζάρι. Μου άρεσε το σχήμα της και το χρώμα της. Τελικά,
αποδείχθηκε και πολύ βολική - ειδικά, μάλιστα για τη μέση μου, η οποία χρόνια
τώρα με ταλαιπωρεί. Με ξεκουράζει, δεν φαντάζεστε πόσο, όταν κάθομαι πάνω της.
Αυτός είναι και ο λόγος που την τραβάω μαζί μου και στη δουλειά, όποτε
σκηνοθετώ. Τώρα, το ποιος την έφτιαξε, το αγνοώ παντελώς. Και δεν με ενδιαφέρει,
άλλωστε. Ειλικρινά, πες τε μου: θα άλλαζε τίποτε, αν ήξερα ποιος και κάτω από
ποιες συνθήκες την κατασκεύασε; Θα γινόταν, τότε, καλύτερη; Είναι αυτό, ακριβώς,
που, σε αντίθεση προς την πράξη, επεσήμανε ο Αριστοτέλης σχετικά με την ποίηση.
Ότι, δηλαδή, κάθε προϊόν της ποίησης, κάθε κατασκεύασμα, από τη στιγμή που θα
φύγει από τα χέρια του δημιουργού του αυτονομείται και κρίνεται πλέον από μόνο
του, χωρίς να χρειάζεται καμιά αναφορά στον άνθρωπο που το παρήγαγε και καμιά
νύξη στις συνθήκες κάτω από τις οποίες το δημιούργησε. Κι αυτό ισχύει όχι μόνο
με τις καρέκλες, τις πολυθρόνες, τα τραπέζια, τις χύτρες, τις ασπίδες και τα
άλλα υλικά κατασκευάσματα, αλλά συμβαίνει επίσης με τα πνευματικά δημιουργήματα
- όπως τα έργα τέχνης, ας πούμε. Πόσα έργα τέχνης, αλήθεια, που συμβαίνει να
αγνοούμε τους δημιουργούς των, δεν τα θαυμάζομε! Ή, για να σας το πω αλλιώς: η
Αντιγόνη του Σοφοκλή δεν θα είχε την ίδια αξία και στην περίπτωση που θα είχε
φτάσει σε μας σαν ένα έργο αγνώστου συγγραφέα; Δεν θα εξακολουθούσε το έργο να
εκπέμπει τα ίδια μηνύματα, να δημιουργεί τα ίδια διλήμματα, να προσφέρει τις
ίδιες αναγνώσεις, να προκαλεί τα ίδια συναισθήματα, να μας παρέχει την ίδια
απόλαυση; (στον Α) Είναι με αυτήν την έννοια, που σου έλεγα προηγουμένως, ότι
στο έργο που ανεβάζομε δεν με ενδιαφέρει τί μπορεί να λέει ο συγγραφέας, όπως
μου είναι παντελώς αδιάφορο ποιος έφτιαξε την υπέροχη αυτή πολυθρόνα μου. Τα
πάντα βρίσκονται μέσα στο ίδιο το δημιούργημα -είτε πρόκειται για ένα έργο
τέχνης, όπως το έργο που ανεβάζομε, είτε για χρηστικό αντικείμενο, όπως η
πολυθρόνα μου.</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Α: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Έτσι, όμως, ο Αριστοτέλης, αν αυτά που
λέτε αναφέρονται σε αυτόν, φαίνεται να εξισώνει τα έργα της τέχνης με τις
πολυθρόνες, τις κατσαρόλες και τα χιλιάδες άλλα πράγματα που μεταχειριζόμαστε
στη ζωή μας για να καλύπτομε τις ανάγκες μας. Για μένα, αυτό, αν συμβαίνει
πράγματι έτσι, είναι απελπιστικό. Ουσιαστικά, με τον τρόπο αυτόν καταργείται η
διάσταση και η απόλαυση που, πέρα από την πεζή και μονότονα επαναλαμβανόμενη
ζωή, μπορεί να μας προσφέρει η τέχνη.</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Β: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Πραγματικά, θα ήταν τραγικό να εξισώναμε
την τέχνη με ό,τι συναντάμε στη ζωή μας. Το ένιωσα αυτό, ξέρετε, κάποτε, όταν
πριν από μερικά χρόνια ξέσπασε μια διαμάχη στο χωριό μου για ένα δέντρο. Εκεί,
λοιπόν, μπροστά στο σπίτι ενός γεράκου, που ζούσε μόνος του, υπήρχε μια οξιά
κακομοιριασμένη και στραβή από τα πολλά χρόνια που βάραιναν επάνω της, η οποία
με τις ρίζες της κάθε λίγο και λιγάκι έσπαγε τις πλάκες του πεζοδρομίου του και
με τα κλαδιά της του είχε φράξει ολόκληρο το ένα παράθυρο και πήγαινε να
σκεπάσει και το άλλο. Ποτέ ο γεράκος δεν είχε δημιουργήσει πρόβλημα σε κανέναν.
Όταν, όμως, αποφάσισε να ξεριζώσει την οξιά, που είχε γίνει Βάσανο στη ζωή του,
ξεσηκώθηκαν όλοι εναντίον του, γιατί, έτσι, λέγανε, το χωριό θα έχανε κάτι από
τη φυσιογνωμία και την ομορφιά του. Μάταια προσπαθούσε ο γεράκος, μόνος εναντίον
όλων, να τους πείσει για το δράμα που περνούσε εξαιτίας της οξιάς. Μέχρι που στο
τέλος, αποκαμωμένος και εξαντλημένος, είπε κάτι στην απελπισία του, που δεν ξέρω
αν έφτασε στα αυτιά κανενός από τους έξαλλους συγχωριανούς μου, αλλά εμένα μου
εντυπώθηκε αθόρυβα και ανεξίτηλα στη μνήμη. Αν μου λέγατε, ψέλλισε, να ζωγραφίσω
το σπίτι μου, να είστε βέβαιοι ότι δεν θα παρέλειπα να φυτέψω μπροστά του και
την οξιά -αυτή τη γερασμένη, τη στραβή, την κακομοιριασμένη οξιά. Άλλο, όμως, η
τέχνη που χάρη στη μαγεία της μπορεί και το πιο αποκρουστικό πράγμα να μας κάνει
όχι απλώς να το ανεχτούμε αλλά και να το απολαύσομε, κι άλλο η ζωή που μας
πνίγει μέσα στη μιζέρια της και τις δυσκολίες της. Κι εδώ για εμένα, κατέληξε με
παράπονο ο γεράκος, το πρόβλημα με την οξιά έχει να κάνει με τη ζωή μου. Απορώ,
λοιπόν, πώς αυτό που ο απλοϊκός γέρος από το χωριό μου είχε κατανοήσει, ότι,
δηλαδή, η τέχνη και η ζωή δεν εξισώνονται, δεν μπόρεσε να το καταλάβει ο
πάνσοφος Αριστοτέλης.</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Σκηνοθέτης: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Και ποιος σου είπε ότι ο Αριστοτέλης
ταύτιζε την τέχνη με τη ζωή;</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Α: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Εσείς δεν μας είπατε μόλις λίγο πριν ότι
κάθε δημιούργημα του ανθρώπου, κάθε αντικείμενο της ποίησης, για να μεταχειριστώ
το αρχαιοελληνικό λεκτικό ιδίωμα, είτε είναι έργο τέχνης είτε χρηστικό
αντικείμενο της καθημερινής ζωής μας, είναι εξίσου αυτόνομο και ανεξάρτητο από
τον δημιουργό του; Αυτό δεν είναι ένας λόγος για να υποθέσομε ότι η τέχνη και η
ζωή ταυτίζονται; Εκτός πια κι αν πρόκειται για δική σας άποψη, κι εμείς κακώς
καταλάβαμε ότι την αποδίδετε στον Αριστοτέλη. Τότε πάω πάσο.</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Σκηνοθέτης: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Ηρέμησε. Πολλές φορές, ξέρεις, τα
πράγματα, όσο διαφορετικά κι αν μας παρουσιάζονται στο τέλος, δεν αποκλείεται
προηγουμένως μέχρις ενός σημείου να πηγαίνουν χέρι-χέρι, να μοιάζουν μεταξύ
τους. Κανένας, ασφαλώς, δεν μπορεί να πει ότι το λιοντάρι και ο λαγός είναι το
ίδιο. Ωστόσο και τα δυο αυτά πλάσματα της φύσης είναι ζώα θηλαστικά, τετράποδα,
έχουν ουρά, τρίχωμα και ένα σωρό άλλα κοινά χαρακτηριστικά, που μας υποχρεώνουν
να τα εξομοιώνομε. Μέχρις ενός σημείου, όμως. Γιατί από κει και μετά ξεχωρίζουν
και γίνονται εντελώς αλλιώτικα το ένα από το άλλο. Έτσι, στο τέλος το λιοντάρι
μας παρουσιάζεται σαν ένα αρπακτικό θηρίο, έτοιμο ανά πάσα στιγμή να επιτεθεί
στο θύμα του και να το κατασπαράξει, σε αντίθεση με το λαγό που εμφανίζεται σαν
ένα δειλό ζωάκι που σε πρώτη ευκαιρία κοιτάει να πάει να χωθεί στην τρύπα του
για να γλιτώσει. Κάπως έτσι πρέπει να αντιμετωπίζομε και τα προϊόντα της
ποίησης, τα αντικείμενα της κατασκευαστικής ικανότητας του ανθρώπου. Όλα τους,
είτε πρόκειται για έργα τέχνης είτε για χρηστικά αντικείμενα της ζωής μας, ως
ένα σημείο, καθόσον είναι δημιουργήματα του ανθρώπου, γίνονται - τη στιγμή που
φεύγουν από τα χέρια του δημιουργού τους - αυτόνομα, και από την άποψη αυτή
εξομοιώνονται. Από κει και πέρα, όμως, μετά την αυτονόμηση τους, επισημαίνει ο
Αριστοτέλης, τα έργα της τέχνης απομακρύνονται από τα χρηστικά αντικείμενα της
ζωής μας, παίρνουν άλλη κατεύθυνση, έχουν διαφορετική αποστολή, επιτελούν
ξεχωριστές λειτουργίες.</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Α: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Πώς, δηλαδή, γίνεται αυτό; Έτσι ξαφνικά τα
πράγματα μόνα τους αποφασίζουν να αποχωριστούν τα μεν από τα δε; Αυτό μου
θυμίζει τους παμψυχιστές, που λένε πως τα πράγματα έχουν μέσα τους ψυχή, η οποία
τα κάνει να σκέπτονται και να συμπεριφέρονται σαν εμάς τους ανθρώπους. Ήταν
παμψυχιστής, λοιπόν, ο Αριστοτέλης;</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Σκηνοθέτης: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Σε πληροφορώ ότι ήταν ένας πολύ
προσγειωμένος στην πραγματικότητα άνθρωπος, ο οποίος στηριζόταν στην εμπειρία
και τις δυνάμεις του νου. Ένας σκληρός ορθολογιστής, θα έλεγα. Δεν αρκεί παρά να
δει κανείς τα συγγράμματα του ... Χωρισμένα σε ενότητες, σε κεφάλαια, σε
υποκεφάλαια, σε παραγράφους και γραμμένα με συστηματικό, αυστηρό, ξηρό, λιτό
τρόπο, όπως ταιριάζει σε έναν επιστήμονα. Ακόμα κι όταν μιλάει για μεταφυσικά
ζητήματα ή τον Θεό, μιλάει με βάση την εμπειρία και τη λογική.</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Β: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Τέλος πάντων, το ερώτημα μας είναι με ποιο
κριτήριο ή με ποια κριτήρια, κατά τον Αριστοτέλη, ξεχωρίζομε τα έργα τέχνης από
τα άλλα αντικείμενα που κατασκευάζει ο άνθρωπος.</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Α: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Εγώ καταλαβαίνω το ρόλο της πολυθρόνας,
ότι δηλαδή αυτή υπάρχει για να καθόμαστε επάνω της και να ξεκουραζόμαστε. Κι
αυτό, υποθέτω, ισχύει και με όλα τα άλλα χρηστικά αντικείμενα που φτιάχνει ο
άνθρωπος, με τα μολύβια που τα έχομε για να γράφομε, με τα ψυγεία που υπάρχουν
για να διατηρούμε τα τρόφιμα μας, με τη σκάλα που τη χρησιμοποιούμε για να
φτάνομε παραπάνω από εκεί που μας επιτρέπει το φυσικό ύφος μας, κ.λπ., κλ.π. Όλα
αυτά τα κατασκευάζει ο άνθρωπος για να ικανοποιεί διάφορες ανάγκες ή επιθυμίες
του. Κι αυτό, νομίζω, είναι το κριτήριο για να ξεχωρίζομε τα χρηστικά
αντικείμενα από τα έργα τέχνης.</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Σκηνοθέτης: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Μα το ίδιο μπορούμε να πούμε και για τα
έργα τέχνης. Όταν πηγαίνω στο θέατρο ή σε μια έκθεση ζωγραφικής ή όταν πιάνω να
διαβάσω ένα λογοτεχνικό βιβλίο, ικανοποιώ κάποια ανάγκη ή επιθυμία μου. Έτσι δεν
είναι; Διαφορετικά δεν θα είχα κανέναν λόγο να επιδιώξω να έλθω σε επαφή με ένα
έργο τέχνης, όπως να πάω να παρακολουθήσω μια θεατρική παράσταση ή να καθίσω να
διαβάσω ένα μυθιστόρημα. Άρα κάτι άλλο, και όχι κάποια ανάγκη ή επιθυμία μας,
πρέπει να είναι το κριτήριο για να ξεχωρίσομε τα έργα τέχνης από τα υπόλοιπα
κατασκευάσματα του ανθρώπου. Δε νομίζετε;</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Α: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Δεν ξέρω ... Εγώ τη γνώμη μου είπα ... Από
κει και πέρα, τώρα ...</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Β: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Τέλος πάντων, μπορείτε να μας πείτε τί
είναι εκείνο που, κατά τον Αριστοτέλη, μας υποχρεώνει να ξεχωρίζομε τα έργα της
τέχνης από άλλα πράγματα που κατασκευάζει ο άνθρωπος;</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Σκηνοθέτης: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Προσέξτε. Ο Αριστοτέλης επεσήμανε ότι
πράγματα όπως οι καρέκλες, οι χύτρες, οι πολυθρόνες, τα μολύβια, τα σπίτια, δεν
υπάρχουν εκ φύσεως, αλλά έρχονται μετά, χάρη στην ποιητική δραστηριότητα, τη
δημιουργική, δηλαδή, ικανότητα των κατασκευαστών τους, να προστεθούν στα
πράγματα που υπάρχουν στη φύση, να συμπληρώσουν, με άλλα λόγια, τη φύση.
Αντίθετα, τα έργα τέχνης δεν προσθέτουν τίποτε στη φύση. Ένας ζωγραφικός
πίνακας, για παράδειγμα, που παριστάνει μια πολυθρόνα - την πολυθρόνα μου αυτή,
ας υποθέσομε, για να είμαι πιο συγκεκριμένος - δεν προσθέτει τίποτε στη φύση. Η
πολυθρόνα μου υπήρχε πριν αποτυπωθεί στον πίνακα. Ο ζωγράφος απλώς μιμείται κάτι
που ήδη υπάρχει, σε αντίθεση με το μαραγκό που, όταν κατασκευάζει μια πολυθρόνα,
φτιάχνει κάτι που δεν υπήρχε πριν. Έτσι, τα πράγματα που μπορεί να δημιουργήσει
ο άνθρωπος, ο Αριστοτέλης τα χωρίζει σε δυο κατηγορίες: σε εκείνα που αποτελούν
προσθήκες στη φύση και σε εκείνα που συνιστούν απλώς αναπαραστάσεις, μιμήσεις
πραγμάτων που ήδη υπάρχουν γύρω μας. Και εκείνα μεν, τα οποία αποτελούν
προσθήκες, τα υπάγει σε ό,τι ονομάζει βάναυσες τέχνες, όπως είναι η ξυλουργική ή
η μεταλλουργική κ.λπ., ενώ εκείνα που συνιστούν απλώς μιμήσεις πραγμάτων που ήδη
υπάρχουν, τα τοποθετεί σε ό,τι αποκαλεί καλές τέχνες, όπως η ζωγραφική, η
γλυπτική, η μουσική ...</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Β: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Προφανώς και το θέατρο. Έτσι;</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Σκηνοθέτης: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Ασφαλώς και το θέατρο. Μα για την
τραγωδία, που αποτελούσε την κορυφαία μορφή θεάτρου στην ελληνική αρχαιότητα,
δεν ήταν που είπε ο Αριστοτέλης ότι είναι μίμησις πράξεως; Το ανέφερες ο ίδιος
προηγουμένως.</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Α: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Δεν ξέρω, τί να πω, νιώθω απογοήτευση με
όσα περί θεάτρου λέει ο Αριστοτέλης. Για μένα, το θέατρο είναι ένα παράθυρο που,
ανοίγοντας το, σου αποκαλύπτει έναν εντελώς άλλο κόσμο από αυτόν μέσα στον οποίο
ζούμε. Το να λέει, λοιπόν, κανείς ότι το θέατρο μιμείται απλώς καταστάσεις και
γεγονότα από τη ζωή, μου ακούγεται πολύ φτηνό.</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Β: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Εγώ θα έλεγα κάτι ακόμη πιο βαρύ: ότι,
έτσι, ουσιαστικά το θέατρο καταντάει ... εντελώς περιττό.</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Σκηνοθέτης: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Γιατί το λες αυτό;</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Β: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Μα αν το θέατρο μιμείται απλώς τη ζωή,
γιατί να μην περιοριστούμε στην ίδια τη ζωή, που είναι και αυθεντική;</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Α: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Εγώ θα έλεγα ότι η μίμηση όχι μόνο δεν
μπορεί να παράγει τέχνη και να αποτελέσει, έτσι, τη δημιουργική δύναμη του
θεάτρου, αλλά είναι ενδεχόμενο να οδηγήσει και σε ακραία, τραγικά αποτελέσματα.
Με το να μιμηθεί κανείς γεγονότα και καταστάσεις της ζωής, όχι μόνο δεν
πετυχαίνει να ξεφεύγει έστω κι έναν πόντο από αυτήν, αλλά, απεναντίας, είναι
ενδεχόμενο να πέσει θύμα των σκοτεινών και κακών δυνάμεων της. Τις προάλλες θα
διαβάσατε στις εφημερίδες ή θα το είδατε στις ειδήσεις στην τηλεόραση που ένα
παιδί κρεμάστηκε στην προσπάθεια του να μιμηθεί την εκτέλεση δι' απαγχονισμού
ενός πολιτικού κρατούμενου σε κάποια φυλακή χώρας του τρίτου κόσμου.</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Σκηνοθέτης: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Σιγά, γιατί νομίζω πως το παρατραβήξατε. Η
μίμηση για την τέχνη και, ειδικότερα, για το θέατρο που ενδιαφέρει εμάς
περισσότερο, μπορεί ασφαλώς να αποτελέσει δημιουργική δύναμη ... Πότε, όμως;
Κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις. Η ζωή είναι τυφλή, με την έννοια ότι πρόκειται
για ένα συνονθύλευμα γεγονότων ασύνδετων μεταξύ τους, που το ένα δεν παραπέμπει
στο άλλο, σε αντίθεση με το θέατρο, που αποτελεί ένα οργανωμένο σύνολο
επεισοδίων που το ένα, φανερά ή άδηλα, σχετίζεται με το άλλο προς χάριν ενός
τελικού σκοπού. Έτσι το ίδιο γεγονός, που στη ζωή μάς εμφανίζεται, ας πούμε,
αποκρουστικό, στο θέατρο, καθώς δηλαδή το παρακολουθούμε επί σκηνής στην
αλληλουχία των επεισοδίων που συνθέτουν την υπόθεση του έργου, μπορεί να
παρουσιαστεί στα μάτια μας τελείως αλλιώτικα, σαν κάτι που μπορεί να μας
διεγείρει τελείως διαφορετικά συναισθήματα. Όταν, για παράδειγμα, στη ζωή
αυτοκτονεί ένα αγαπημένο μας πρόσωπο, είναι για μας ένα θλιβερό γεγονός, κάτι
που μας αναστατώνει και μας προξενεί αποστροφή, ένα συμβάν που θέλομε να
απωθήσομε, να αποβάλλομε από τη σκέψη μας. Το ίδιο γεγονός στο θέατρο, όμως, η
αυτοκτονία, συγκεκριμένα, του Αίμονα και της Ευρυδίκης στην τραγωδία του Σοφοκλή
"Αντιγόνη", μάς παρουσιάζεται σαν ένα γεγονός που έπρεπε να γίνει γιατί,
διαφορετικά, δεν θα είχε ακυρωθεί η επικράτηση του ανθρώπινου νόμου πάνω στο
θείο νόμο, την οποία ήθελε να επιβάλει ο Κρέων -ο ανυποχώρητος Κρέων ως την ώρα
που αυτοκτονούν ο γιος του και η γυναίκα του.</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Α: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Γιατί, όμως; Πού οφείλεται η μεταστροφή
από κάτι που είναι αποκρουστικό στη ζωή σε κάτι που στο θέατρο αποκτά θετική
σημασία;</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Σκηνοθέτης: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Γιατί πίσω από ένα θεατρικό έργο υπάρχει ο
συγγραφέας, ο οποίος τοποθετεί τα γεγονότα -δυσάρεστα και ευχάριστα, οδυνηρά και
ανώδυνα- το ένα δίπλα στο άλλο με τέτοιο τρόπο, ώστε να επιτευχθεί τελικά
κάποιος στόχος.</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Β: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Που είναι, ποιος;</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Α: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">(στον Β) Με συγχωρείς ..., έχεις δίκιο που
Βάζεις το ερώτημα αυτό και είναι πολύ σημαντικό, αλλά προηγουμένως υπάρχει κάτι
άλλο που νομίζω ότι θα πρέπει να ξεκαθαρίσομε, γιατί, αλλιώς, πολύ φοβάμαι ότι
θα τα παίξω, (στον σκηνοθέτη). Εσείς προηγουμένως δεν λέγατε ότι, όταν κρίνομε
ένα θεατρικό έργο, δεν έχομε κανέναν λόγο να ρωτάμε για τις προθέσεις και τις
σκέψεις του συγγραφέα; Τώρα, όμως, λέτε ότι, για την αλληλουχία των γεγονότων
που συνθέτουν το έργο και την απόληξη της σε έναν τελικό στόχο, αποκλειστικός
και απόλυτος ρυθμιστής είναι ο συγγραφέας. Τί από τα δυο θα πρέπει να πιστέψομε,
τελικά;</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Σκηνοθέτης: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Δεν καταλαβαίνω πού βρίσκεται η δυσκολία
σου. Κανένας - και, φυσικά, ούτε ο Αριστοτέλης - δεν αμφισβητεί το γεγονός ότι
δημιουργός του έργου είναι ο συγγραφέας και κανένας άλλος, ότι αυτός είναι που
αποφασίζει πώς στην πορεία του έργου θα εξελιχθούν τα γεγονότα και οι
καταστάσεις, για να επιτευχθεί ο τελικός στόχος του. Η απόλυτη κυριαρχία του
συγγραφέα, όμως, ισχύει όσο βρίσκεται στη διαδικασία της δημιουργίας του. Αυτός,
δηλαδή, στο διάστημα που συνθέτει το έργο του, είναι που αποφασίζει μόνος του
για το πώς και το γιατί. Από τη στιγμή, όμως, λέει ο Αριστοτέλης, που ο
συγγραφέας θα ολοκληρώσει το έργο του, αυτό αυτονομείται. Παραδίδοντας μας το
είναι σας να μας λέει: "Κυρίες και κύριοι, ιδού ένα έργο όπως το σκέφτηκα και το
έγραψα εγώ, πλην όμως ανήκει στη δικαιοδοσία του καθενός και της καθεμιάς από
σας να το προσεγγίσει και να το εκτιμήσει διαφορετικά - όπως κρίνει καλύτερα".
Είναι, θα έλεγα, σαν ένας επιπλοποιός να έχει φτιάξει ένα πολύ ωραίο γραφείο,
αλλά εγώ, φέρνοντας το στο σπίτι μου, να κρίνω ότι είναι καλύτερα, αντί για
γραφείο, να το χρησιμοποιήσω σαν βοηθητικό τραπέζι στην τραπεζαρία μου. Η χρήση
αυτή του επίπλου από μένα δεν αναιρεί την πρόθεση του κατασκευαστή του, αφού
είναι δυνατόν πάντοτε, είτε εγώ σε μια άλλη φάση της ζωής μου, είτε κάποιος
άλλος στην κυριότητα του οποίου θα μπορούσε να περιέλθει το έπιπλο αυτό, να το
χρησιμοποιήσομε πάλι σαν γραφείο. Απλώς, η πρόθεση του επιπλοποιού να
κατασκευάσει ένα γραφείο δεν είναι δεσμευτική για μας, αφού μπορούμε πάντοτε να
αποφασίσομε να το αξιοποιήσομε αλλιώς. Αλλά, θα σε παρακαλούσα, να μην
επιμείνομε άλλο στο ζήτημα αυτό, γιατί όσο ψειρίζομε τη μαϊμού στο τέλος θα μας
φάνε οι ψείρες.</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Β: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Συμφωνώ. Θα έλεγα, λοιπόν, να επανέλθομε
στο ερώτημα που έβαλα προηγουμένως: τί επιδιώκει, τελικά, να πετύχει με το έργο
του στο θέατρο ο συγγραφέας;</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Σκηνοθέτης: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Την κάθαρση! Το λέει καθαρά ο Αριστοτέλης.
Να φύγομε, δηλαδή, μετά το τέλος της παράστασης, έχοντας μέσα στη ψυχή μας
λιγότερες κακίες και λιγότερα ελαττώματα από τις κακίες και τα ελαττώματα που
νιώθομε να μας πνίγουν στην καθημερινή ζωή μας, να γίνομε πιο καθαροί μέσα μας,
καλύτεροι από εκείνο που ήμασταν στην αρχή, πριν ξεκινήσει η παράσταση του έργου
που ήρθαμε να δούμε.</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Α: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Α, αυτή, λοιπόν, είναι η περίφημη κάθαρση!
Την ακούω να την αναφέρουν από δω κι από εκεί, χωρίς να μπορώ να σχηματίσω μια
σαφή εικόνα του τί εννοεί ο Αριστοτέλης.</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Σκηνοθέτης: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Η αλήθεια, Βέβαια, είναι ότι ο ίδιος ο
Αριστοτέλης δεν μας εξηγεί τί ακριβώς εννοεί με τον όρο "κάθαρση". Ενώ, δηλαδή,
μετά τη διατύπωση του ορισμού του για την τραγωδία αναλύει τα χαρακτηριστικά της
- την υπόθεση του έργου, τη μίμηση κ.ο.κ.-, δεν λέει τίποτε για την κάθαρση,
στην οποία οφείλει να στοχεύει τελικά ο συγγραφέας. Θέλεις γιατί χάθηκε το
σχετικό απόσπασμα, θέλεις γιατί το θεώρησε περιττό να την αναλύσει ... Ποιος
ξέρει. Οι μελετητές του, πάντως, μέσα από τη ζωή του και τη φιλοσοφική
διδασκαλία του προσπάθησαν να καταλάβουν πώς εννοούσε την κάθαρση. Βέβαια, από
τη στιγμή που δεν έχομε την ίδια την άποψη του Αριστοτέλη για την κάθαρση
...</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Β:... δικαιούται να έχει κανείς
επιφυλάξεις για κάθε ερμηνεία που της αποδίδουν. Απολύτως κατανοητό αυτό. Ας μην
κολλήσομε, όμως, σε ένα καθαρά θεωρητικό ζήτημα - το οποίο, άλλωστε,
(απευθυνόμενος στον Α) εμάς τουλάχιστον δεν μας αφορά - κι ας πάμε στην ουσία
...</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Α: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Εμένα, δεν ξέρω, αλλά η λέξη "κάθαρση" μου
θυμίζει το καθάρσιο, τις ταμπλέτες που η γιαγιά μου, όταν έχει δυσκοιλιότητα,
τις παίρνει για να ενεργείται.</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Σκηνοθέτης: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Μην το κοροϊδεύεις ...</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Α: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Συγγνώμη, δεν ήθελα να υποβαθμίσω τη
συζήτηση ...</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Σκηνοθέτης: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Ίσα-ίσα που εννοούσα το αντίθετο.
Συνδέοντας την κάθαρση με ένα φάρμακο, όπως το καθάρσιο, το οποίο μπορεί να
αποκαταστήσει την ισορροπία του οργανισμού μας και να μας κάνει να νιώθομε
υγιείς, έπεσες κοντά στην έννοια που υποτίθεται ότι απέδιδε στην κάθαρση ο
Αριστοτέλης, στην οποία, κατά τη γνώμη του, πρέπει να στοχεύει τελικά η
τραγωδία. Πρόκειται, πράγματι, για έναν όρο που θα πρέπει να τον παρέλαβε από
την ιατρική. Κι αυτό, ίσως, δικαιολογείται από το γεγονός ότι ο πατέρας του ήταν
γιατρός και, μάλιστα, όχι τυχαίος... Ήταν γιατρός του βασιλιά της Μακεδονίας
Αμύντα του 'Β, του παππού του Μεγάλου Αλεξάνδρου, και είχε αξιόλογη συγγραφική
δράση. Υπερηφανευόταν, δε, να λέει πως είχε προγονό του το μυθικό γιατρό
Μαχάονα, το γιο του Ασκληπιάδη. Αλλά και για τη μητέρα του Αριστοτέλη λέγανε ότι
ανήκε στο γένος των Ασκληπιάδων. Ζώντας, λοιπόν, ο Αριστοτέλης σε ένα
οικογενειακό περιβάλλον με τόση μακρά παράδοση στην ιατρική, ήταν επόμενο, όπως
καταλαβαίνετε, να επηρεαστεί η σκέψη του από έννοιες και σημασίες της επιστήμης
της ιατρικής. Δυστυχώς, ο Αριστοτέλης είχε την ατυχία να χάσει νωρίς και τους
δύο γονείς του. Επειδή, όμως, και στα πιο δυσάρεστα πράγματα που μπορεί να μας
συμβούν είναι δυνατόν να υπάρχει και η θετική πλευρά, ο Αριστοτέλης, μπορούμε να
πούμε ότι, μέσα στη δυστυχία του, στάθηκε τυχερός. Κι αυτό γιατί, όταν έμεινε
ορφανός, ο άνθρωπος που ανέλαβε την ανατροφή του, ένας φίλος του πατέρα του,
σκέφτηκε να τον στείλει νεαρό, 17 χρόνων, να σπουδάσει στην Ακαδημία του
Πλάτωνα, στην οποία έμεινε μέχρι που πέθανε ο Πλάτων - 20 ολόκληρα χρόνια. Πα
σκεφτείτε, να μην τα είχε φέρει η μοίρα να πάει ο Αριστοτέλης στην Ακαδημία να
θητεύσει τόσο καιρό ανάμεσα σε ξεχωριστούς φιλοσόφους ... Θα είχε άραγε, αν τα
πράγματα δεν είχαν εξελιχθεί έτσι, ασχοληθεί με τόση επιμέλεια με τη φιλοσοφία,
για να γίνει αυτός που έγινε, ώστε να μιλάμε εμείς απόψε γι' αυτόν;</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Β: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">... Και για την κάθαρση.</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Σκηνοθέτης: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Και για την κάθαρση, ασφαλώς. Την οποία,
όμως, θα πρέπει να τοποθετήσομε στο γενικότερο πλαίσιο της φιλοσοφικής
διδασκαλίας του. Να μην περιοριστούμε, δηλαδή, στον παραλληλισμό ανάμεσα στην
κάθαρση της ψυχής μας από κακίες και ελαττώματα και αδυναμίες, την οποία μπορεί
να επιφέρει η τραγωδία, και στην κάθαρση ...</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Α: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Νομίζω ότι την κάθαρση αυτή της ψυχής μας
θα μπορούσε να την προσφέρει όχι μόνο η τραγωδία, αλλά και κάθε άλλο είδος
θεατρικής γραφής. Ίσως, θα έλεγα, και κάθε έργο τέχνης. Θυμάμαι, όταν πριν από
3-4 χρόνια, που είχα πάει στην Καπέλα Σιστίνα, στο Βατικανό, και αντίκρισα την
οροφή με τις ζωγραφικές δημιουργίες του Μιχαήλ Αγγέλου ... τί ανάταση ένιωσα
στην ψυχή μου ... Σαν να καθαρίστηκα μέσα μου από κάθε μικρότητα ...</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Σκηνοθέτης: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Η τέχνη, γενικά, θα συμφωνούσα μαζί σου,
έχει αυτή την καθαρτική δύναμη, την οποία ο Αριστοτέλης επισήμανε σε σχέση με
την τραγωδία. Θα ήθελα, όμως, να επιμείνω σε αυτό που έλεγα πριν: ότι, δηλαδή,
τον παραλληλισμό ανάμεσα στην κάθαρση της ψυχής μας από τις κακίες και τα
ελαττώματα - την οποία μπορεί να μας προσφέρει η τραγωδία - και στην κάθαρση του
οργανισμού μας από τις βλαβερές και νοσογόνες ουσίες - την οποία μπορούν να μας
εξασφαλίσουν τα φάρμακα και η αγωγή που μας προτείνει ο γιατρός -, τον
παραλληλισμό αυτόν, λοιπόν, καλό είναι να τον δούμε γενικότερα στον ορίζοντα των
φιλοσοφικών αντιλήψεων του Αριστοτέλη.</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Β: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Δηλαδή;</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Σκηνοθέτης: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Κοίτα, βασική πεποίθηση του Αριστοτέλη
ήταν ότι το καθετί στον κόσμο υπηρετεί κάποιο σκοπό, υπάρχει για κάποιο λόγο.
Έτσι, ο,τιδήποτε αποφασίσομε να κάνομε, το κάνομε για κάποιο σκοπό, γιατί
στοχεύομε σε κάτι άλλο πέρα από αυτό που κάνομε.</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Α: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Μήπως θα μπορούσατε να γίνετε πιο σαφής;
Στην πρόβα μας συνηθίζετε να χρησιμοποιείτε παραδείγματα. Κι αυτό, σας
διαβεβαιώ, μας βοηθάει πολύ να καταλάβομε τί θέλετε να μας πείτε. Ίσως, αν
κάνατε το ίδιο τώρα ...</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Σκηνοθέτης: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Πολύ ωραία. Ας πάρομε, λοιπόν, σαν
παράδειγμα την καρέκλα αυτή. Ξεκινώντας ο τεχνίτης να τη φτιάξει μπορούμε να
φανταστούμε ότι είχε μπροστά του έναν κορμό ακατέργαστου ξύλου. Στη φάση αυτή
της δημιουργίας όλα είναι ανοιχτά ως προς το τί πρόκειται να ακολουθήσει. Από
τον κορμό του ακατέργαστου ξύλου θα μπορούσε να γίνει μια ξύλινη πόρτα, ένα
ξύλινο τραπέζι, μια ξύλινη σκάλα, μια ξύλινη εταζέρα, μια ξύλινη Βάρκα και άλλα
πολλά-πολλά ξύλινα πράγματα. Θέλοντας ακριβώς να δείξει αυτό το πέλαγος των
δυνατοτήτων που συνεπάγεται το ακατέργαστο ξύλο, αλλά και κάθε άλλο είδος
ακατέργαστης ύλης - όπως ένας αδιαμόρφωτος όγκος μετάλλου από όπου μπορούν να
κατασκευαστούν ένα σωρό μεταλλικά πράγματα, από μια μεταλλική κατσαρόλα, ας
πούμε, έως μια μεταλλική ασπίδα, ή ένα ασχημάτιστο κομμάτι μαρμάρου, από το
οποίο είναι δυνατόν να δημιουργηθούν ένα μαρμάρινο άγαλμα, ένας μαρμάρινος
κίονας και πλήθος άλλων πραγμάτων από μάρμαρο - ο Αριστοτέλης την ακατέργαστη
ύλη, που αποτελεί τη βάση, την πρώτη αιτία για να δημιουργηθεί τελικά ένα
πράγμα, τη χαρακτηρίζει "δυνάμει ον", κάτι, δηλαδή, που είναι δυνατόν να γίνει
χιλιάδες πράγματα, χωρίς στην πραγματικότητα ακόμη, όμως, να είναι τίποτε από
αυτά. Για να γίνει κάτι η ακατέργαστη ύλη - είτε πρόκειται για έναν κορμό
ακατέργαστου ξύλου είτε για έναν αδιαμόρφωτο όγκο μετάλλου είτε για ένα
ασχημάτιστο κομμάτι μαρμάρου -, θα πρέπει αυτή να πάρει μια συγκεκριμένη μορφή.
Από τη στιγμή, δηλαδή, που ο κορμός του ακατέργαστου ξύλου πάρει τη μορφή της
καρέκλας αυτής, γίνεται στην πραγματικότητα μια καρέκλα, παύοντας συγχρόνως να
έχει τη δυνατότητα να είναι οποιοδήποτε άλλο ξύλινο πράγμα. Η μορφή, χάρη στην
οποία η ακατέργαστη ύλη από μια απεριόριστη δυνατότητα πραγμάτων μετατρέπεται σε
μια συγκεκριμένη πραγματικότητα, που - για να χρησιμοποιήσω τα λόγια του
Αριστοτέλη - από ένα δυνάμει ον μεταβάλλεται σε ένα ενεργεία ον, αποτελεί, κατά
τον Αριστοτέλη, τη δεύτερη αιτία για να δημιουργηθεί κάτι. Είναι προφανές,
ωστόσο, ότι η μορφή που δίνεται στην ακατέργαστη ύλη, ώστε να μετατραπεί αυτή
από δυνάμει ον σε ενεργεία ον, από μια απεριόριστη και απροσδιόριστη δυνατότητα
σε ένα συγκεκριμένο πράγμα, δεν είναι κάτι που γίνεται αυτομάτως και ως δια
μαγείας. Απεναντίας, χρειάζεται γι' αυτό να δουλέψει κάποιος, να καταβάλει
κάποια ενέργεια, η οποία αποτελεί την τρίτη αιτία για τη δημιουργία ενός
πράγματος. Βέβαια, η ενέργεια που θα καταβάλει κάποιος - ο τεχνίτης,
συγκεκριμένα - προκειμένου να δώσει στο ακατέργαστο ξύλο τη μορφή που χρειάζεται
για να φτιαχτεί η καρέκλα, δεν είναι αδέσποτη, τυχαία και απρογραμμάτιστη, αλλά
καταβάλλεται βάσει ενός σχεδίου, εν ονόματι κάποιου σκοπού. Ο τεχνίτης, δηλαδή,
παίρνοντας στα χέρια του το ακατέργαστο ξύλο για να δουλέψει πάνω του, έχει ήδη
βάλει στο μυαλό του σαν στόχο να φτιάξει μια καρέκλα, και εν ονόματι του σκοπού
αυτού εργάζεται για να δώσει τη μορφή εκείνη που θα μετατρέψει το ακατέργαστο
ξύλο σε καρέκλα. Αν ο στόχος του δεν ήταν να φτιάξει μια καρέκλα αλλά ένα
τραπέζι, η μορφή που θα έδινε στο ακατέργαστο ξύλο θα ήταν η μορφή του τραπεζιού
και όχι της καρέκλας. Ο σκοπός, λοιπόν, που κατευθύνει την ενέργεια του
δημιουργού για να πάρει η ακατέργαστη ύλη μιαν ορισμένη μορφή, αποτελεί την
τέταρτη αιτία για τη δημιουργία ενός πράγματος.</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Α: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Να υποθέσω, σωστά, ότι οι τέσσαρις αιτίες
-η ακατέργαστη ύλη, η μορφή, η ενέργεια και ο σκοπός-, που μας είπατε ότι, κατά
τον Αριστοτέλη, χρειάζονται για να δημιουργηθεί κάτι, δεν αφορούν μόνο τα
χρηστικά αντικείμενα, όπως οι καρέκλες ή τα τραπέζια, αλλά και τα έργα
τέχνης;</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Σκηνοθέτης: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Βεβαίως. Ο γλύπτης, για παράδειγμα,
έχοντας σαν σκοπό να δημιουργήσει ένα άγαλμα, διοχετεύει την ενέργεια του στο
ακατέργαστο μάρμαρο, προκειμένου να δώσει σε αυτό τη μορφή του
αγάλματος.</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Β: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Άρα, την ίδια διαδικασία θα πρέπει τότε να
ακολουθεί, κατά τον Αριστοτέλη, και ο συγγραφέας ...</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Σκηνοθέτης: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Προφανώς. Απλώς αυτός χρησιμοποιεί
διαφορετική ύλη από εκείνη που μεταχειρίζεται ο γλύπτης. Αντί, ας πούμε, για
μάρμαρο, που μεταχειρίζεται ο γλύπτης, ο συγγραφέας χρησιμοποιεί τις
λέξεις.</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Β: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Οι λέξεις, ωστόσο, έχουν νόημα. Και από τη
στιγμή που έχουν νόημα, δε νομίζω ότι συνιστούν ακατέργαστη ύλη. Για τις
άναρθρες κραυγές ... ναι, το καταλαβαίνω να πούμε ότι είναι ακατέργαστο υλικό,
αλλά οι λέξεις; Πολύ φοβάμαι ότι ...</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Σκηνοθέτης: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Πρόσεξε, πρόσεξε ... Το νόημα της κάθε
λέξης, θα πρέπει να ξέρεις, δεν είναι απόλυτο, δεν είναι το ίδιο παντού και
πάντοτε, αλλά εξαρτάται από το περιβάλλον όπου χρησιμοποιείται και τους κανόνες
και τις συνθήκες που ισχύουν σε αυτό. Άλλο πράγμα σημαίνει η λέξη "πατέρας" όταν
τη μεταχειριζόμαστε στην καθημερινή επικοινωνία μας, κι άλλο πράγμα πάει να πει
η ίδια λέξη όταν τη συναντάμε στην Αγία Γραφή, όπου δηλώνει τον Θεό. Στην
καθημερινή επικοινωνία τη χρησιμοποιώ για να αναφερθώ στον άνθρωπο που με
γέννησε, ο οποίος έχει ένα ορισμένο ύφος, ορισμένο χρώμα δέρματος, ματιών και
μαλλιών κι άλλα τέτοια χαρακτηριστικά που αναφέρονται στο σώμα του και
προσδιορίζουν τη φυσική παρουσία του. Στην Αγία Γραφή, όμως, η λέξη "πατέρας",
όπως χρησιμοποιείται σε σχέση με τον Θεό, παραπέμπει σε ένα άυλο ον, σε κάποιον,
δηλαδή, που δεν έχει σώμα και, ως εκ τούτου, δεν μπορούμε να μιλάμε ούτε για το
ύψος του, ούτε για το χρώμα των ματιών του, ούτε για κανένα άλλο τέτοιο
χαρακτηριστικό που αναφέρεται στο σώμα. Για να έρθω, τώρα, αν θέλετε, στα δικά
μας τα χωράφια, το θέατρο, στην τραγωδία του Σοφοκλή "Οιδίπους Τύραννος" ο
Οιδίπους, όταν ανακαλύπτει πως είναι ο φονιάς του πατέρα του και ο σύζυγος της
μάνας του, αποφασίζει να εκδικηθεί τη γνώση. Κι αυτό, γιατί η γνώση είναι η
αιτία της δυστυχίας του, αφού, όσο αγνοούσε πως ήταν εκείνος που σκότωσε τον
πατέρα του και παντρεύτηκε τη μάνα του, μπορούσε να μην νιώθει καμιά ενοχή για
τον εαυτό του. Για να εκδικηθεί, λοιπόν, τη γνώση, τί κάνει; Βγάζει τα μάτια
του. Γιατί, όμως, τα μάτια του, θα πείτε; Διότι, από τα μέρη του οργανισμού μας,
τα μάτια συγγενεύουν πιο πολύ με τη γνώση, όπως μπορεί να το διαπιστώσει κανείς,
αν εξετάσει τη σημασία των λέξεων που μεταχειριζόμαστε για να δηλώσομε τις
λειτουργίες της γνώσης και της όρασης. Η ρίζα του ρήματος "οίδα", που σημαίνει
γνωρίζω, και η ρίζα του ρήματος "ορώ", που δηλώνει τί κάνομε με τα μάπα, είναι η
ίδια: το θέμα "ιδ". Είναι προφανές ότι το νόημα που παίρνουν τα μάτια στην
τραγωδία του Σοφοκλή για τον Οιδίποδα είναι διαφορετικό από το νόημα που έχουν,
ας πούμε, τα μάτια για τον οφθαλμίατρο, διαφορετικό από το νόημα που έχουν τα
μάτια για μας όταν αναφερόμαστε σε αυτά σαν τα όργανα μιας από τις πέντε
αισθήσεις μας, διαφορετικό από το νόημα που έχουν για κάποιον τα μάτια της
αγαπημένης του κ.λπ., κ.λπ. Οι λέξεις, λοιπόν, σε κάθε έργο παίρνουν το
ιδιαίτερο νόημα τους αφού ο συγγραφέας τις επεξεργαστεί, προκειμένου να
ικανοποιήσει το σκοπό για τον οποίο αποφάσισε να γράψει το έργο του.</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Α: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Άρα, αν κατάλαβα καλά, από τις τέσσαρις
αιτίες - την ακατέργαστη ύλη, τη μορφή, την ενέργεια και το σκοπό -, που
υποστήριξε ο Αριστοτέλης ότι χρειάζονται για να δημιουργηθεί ένα έργο τέχνης ή
ένα αντικείμενο πρακτικής χρήσης, η πιο σημαντική θα πρέπει να είναι ο σκοπός. Ή
δεν είναι έτσι;</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Σκηνοθέτης: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Όχι, έτσι είναι. Ουσιαστικά το κάθε
δημιούργημα, είτε πρόκειται για χρηστικό αντικείμενο είτε για έργο τέχνης, δεν
είναι τίποτε άλλο παρά η πραγματοποίηση του σκοπού του δημιουργού του.
Φανταστείτε κάποιον που σκοπεύει να κατασκευάσει ένα τραπέζι. Πριν αρχίσει να
δουλεύει πάνω στο ακατέργαστο ξύλο προκειμένου να του δώσει τη μορφή που
χρειάζεται για να πραγματοποιηθεί ο σκοπός του, δεν υπάρχει τίποτε άλλο παρά
μόνο ο σκοπός που έχει στο μυαλό του ο τεχνίτης. Όσο, όμως, ο τεχνίτης δουλεύει
πάνω στο ξύλο δίνοντας του προοδευτικά τη μορφή του τραπεζιού, ο σκοπός από το
μυαλό του τεχνίτη γλιστράει σιγά-σιγά κι αθόρυβα πάνω στο ξύλο. Έτσι, όταν ο
τεχνίτης θα δώσει την τελική μορφή στο ξύλο και θα γίνει πλέον το τραπέζι που
είχε σχεδιάσει στο μυαλό του, ο σκοπός θα έχει μεταφερθεί ολοκληρωτικά από το
μυαλό του στην ύλη, στο ξύλο που επεξεργάστηκε. Τότε το τραπέζι που είχε σκοπό
να κατασκευάσει ο τεχνίτης μπορούμε να πούμε, όπως επισημαίνει ο Αριστοτέλης,
ότι "έσχε το τέλος" του, ότι πέτυχε τον σκοπό του, απέκτησε, δηλαδή,
"εντελέχεια", ενέταξε, με άλλα λόγια, μέσα του τον σκοπό για τον οποίο πρέπει να
υπάρχει. Για το πράγμα η εντελέχεια, η ενσωμάτωση μέσα σε αυτό του σκοπού της
ύπαρξης του, συνιστά την ουσία του, η οποία αντιδιαστέλλεται προς τα άλλα
χαρακτηριστικά, τα "κατά συμβεβηκός" γνωρίσματα του, όπως τα αποκαλεί ο
Αριστοτέλης.</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Β: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Σιγά-σιγά, γιατί μάς πήγατε πολύ βαθιά στα
νερά της φιλοσοφίας και κινδυνεύομε να πνιγούμε. Έχουν δίκιο, τελικά, που λένε
ότι η φιλοσοφία είναι στρυφνή.</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Σκηνοθέτης: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Έλα τώρα, μην είσαι υπερβολικός. Λίγη καλή
θέληση και υπομονή χρειάζεται ...</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Β: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Μα τί λέτε ... Εδώ ακούω για ουσίες, για
... πώς τα είπατε ... κατά συμβεβηκός γνωρίσματα, για εντελέχεια ... Όλα αυτά,
(στον Α) δεν ξέρω για σένα (στον σκηνοθέτη), αλλά εμένα τουλάχιστον μου
φαίνονται κινέζικα.</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Σκηνοθέτης: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Ήρεμα, ήρεμα. Πρόσεξε. Τα πράγματα που
παρατηρούμε γύρω μας έχουν το καθένα τους ορισμένα χαρακτηριστικά, χάρη στα
οποία μπορούμε να ξεχωρίζομε το ένα πράγμα από το άλλο. Ο Αριστοτέλης χωρίζει τα
χαρακτηριστικά των πραγμάτων σε δύο κατηγορίες. Σε εκείνα που είναι αναγκαία για
τα πράγματα, με την έννοια ότι, αν εξαφανιστούν, παύουν να υπάρχουν και τα
πράγματα, και σε εκείνα που βρίσκονται τυχαία ή συμπτωματικά στα πράγματα έτσι
που, αν εξαφανιστούν ή αντικατασταθούν από άλλα χαρακτηριστικά, τα πράγματα θα
εξακολουθούν να υπάρχουν. Τα αναγκαία χαρακτηριστικά των πραγμάτων, εκείνα
δηλαδή χωρίς τα οποία δεν μπορούν να υπάρχουν τα πράγματα, συνιστούν, λέει ο
Αριστοτέλης, τις ουσίες των πραγμάτων, ενώ τα άλλα χαρακτηριστικά, τα οποία δεν
είναι απαραίτητα για την ύπαρξη των πραγμάτων, θεωρεί ότι υπάρχουν στα πράγματα
κατά συμβεβηκός, κατά σύμπτωση, κατά τύχη. Να, αυτό το τραπέζι, ας πούμε. Αν του
αλλάξομε το χρώμα, θα πάψει να είναι τραπέζι; Πες μου.</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Β: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Όχι, βέβαια.</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Σκηνοθέτης: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Κι αν του αλλάξομε το σχήμα και αντί για
τετράγωνο το κάνομε παραλληλόγραμμο, ή αν του αλλάξομε τα πόδια και από τέσσαρα
τα κάνομε δύο ή πέντε, θα πάψει να είναι τραπέζι;</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Β: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Ασφαλώς όχι.</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Σκηνοθέτης: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Ε λοιπόν, όλα αυτά τα γνωρίσματα από τα
οποία δεν επηρεάζεται η ύπαρξη των πραγμάτων, με άλλα λόγια όλα τα κατά
συμβεβηκός χαρακτηριστικά είναι, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, δευτερεύουσας
σημασίας. Αντίθετα, αν το τραπέζι αυτό το διαλύσω και το κάνω μια στοίβα από
σανίδες, θα εξακολουθεί να υπάρχει σαν τραπέζι;</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Β. Μα ρωτάτε κιόλας; Ένα τραπέζι,
αν το έχομε πάρει για την τραπεζαρία μας, το έχομε για να τρώμε επάνω του, αν το
αγοράσαμε για γραφείο, το πήραμε για να γράφομε επάνω του ... Με μια στοίβα,
όμως, από σανίδες δεν μπορούμε να κάνομε τίποτε από αυτά που κάνομε με ένα
τραπέζι, είτε αυτό είναι γραφείο είτε τραπέζι τραπεζαρίας είτε δεν ξέρω τι
άλλο</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Σκηνοθέτης: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Το είπες πολύ ωραία, λοιπόν. Το τραπέζι,
από τη στιγμή που διαλυθεί και μετατραπεί σε μια στοίβα από σανίδες, χάνει το
σκοπό για τον οποίο υπήρχε, το σκοπό που είχε φροντίσει να ενσωματωθεί μέσα σε
αυτό ο κατασκευαστής του, την εντελέχεια, που, σε τελευταία ανάλυση, αποτελεί
και την ουσία του, το χαρακτηριστικό εκείνο που, αν χαθεί, παύει να υπάρχει και
το τραπέζι. Κι αυτό, κατά τον Αριστοτέλη, ισχύει με κάθε άλλο πράγμα: ουσία του
είναι η εντελέχεια του. (στον Β) Πού είναι, λοιπόν, η δυσκολία με τη φιλοσοφία
που παραπονιέσαι; Ε;</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Α: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Εκείνο, πάντως, που Βλέπω εγώ είναι ότι
καταλήγομε πάντοτε στο σκοπό - με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, είτε, όπως μας
περιγράψατε πριν, σαν μια από τις αιτίες της δημιουργίας είτε, όπως μας είπατε
τώρα μόλις, σαν εντελέχεια. Δεν ξέρω ..., αλλά ο Αριστοτέλης μου δίνει την
εντύπωση ότι ήταν κολλημένος με το σκοπό, σαν να θέλει να μας πει ότι δεν μπορεί
να γίνει τίποτε, ούτε, κατά συνέπεια, να σκεφτούμε κάτι χωρίς να υπάρχει από
πίσω κάποιος σκοπός.</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Σκηνοθέτης: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Πολύ σωστή επισήμανση. Ο σκοπός, κατά τον
Αριστοτέλη, πράγματι διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στη ζωή μας, είναι ο
ρυθμιστικός παράγοντας για ο,τιδήποτε κάνομε ή για ό,τι μας συμβεί. Αυτό,
Βέβαια, είναι κάτι που φαίνεται να το αγνοούμε παντελώς και να ψάχνομε να βρούμε
για τα γεγονότα άλλες αιτίες που, στην πραγματικότητα, δεν έχουν καμιά σχέση με
αυτά.</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Β: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Δεν καταλαβαίνω ... Τί ακριβώς
εννοείτε;</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Σκηνοθέτης: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Ας υποθέσομε ότι κάποιος θέλει να αγοράσει
εφημερίδα από το περίπτερο που βρίσκεται στη στροφή, στο απέναντι πεζοδρόμιο.
Καθώς, λοιπόν, διασχίζει το δρόμο, προκειμένου να εκτελέσει το σκοπό του,
έρχεται ένα αυτοκίνητο με ιλιγγιώδη ταχύτητα και τον χτυπάει. Το ερώτημα είναι:
ποια είναι η αιτία του ατυχήματος;</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Β: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Προφανώς η ιλιγγιώδης ταχύτητα με την
οποία έτρεχε ο οδηγός.</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Α: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Ή μπορεί, επειδή είπατε ότι το περίπτερο
ήταν σε στροφή, να μην είχε καλή ορατότητα ο οδηγός και να ήταν αυτή η αιτία για
το ατύχημα ...</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Σκηνοθέτης: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Κι εγώ μπορώ να πω ότι υπήρχε κάποια
λακκούβα στο δρόμο και ότι, στην προσπάθεια του ο οδηγός να την αποφύγει, έχασε
τον έλεγχο του αυτοκινήτου, με αποτέλεσμα να παρασύρει τον ανυποψίαστο πεζό
...</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Α: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Ή μπορεί ακόμη να φταίει η αφηρημάδα του
θύματος ότι, αν πρόσεχε περισσότερο καθώς διέσχιζε το δρόμο, ενδεχομένως να είχε
αποφύγει το αυτοκίνητο ...</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Σκηνοθέτης: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Όλα αυτά που λέμε εδώ μπορεί να είναι
σωστά, και ίσως, ψάχνοντας περισσότερο, να βρίσκαμε κι άλλες αιτίες για το
ατύχημα. Τίποτε από αυτά, όμως, κατά τον Αριστοτέλη, δεν θα είχε σχέση με το
ατύχημα του συγκεκριμένου πεζού, αν αυτός δεν είχε αποφασίσει, δεν είχε βάλει
σαν σκοπό να πάει να αγοράσει εφημερίδα από το περίπτερο απέναντι. Δεν πάει ο
οδηγός να έτρεχε με ιλιγγιώδη ταχύτητα, δεν πάει ο οδηγός να είδε τη λακκούβα
στον δρόμο και να προσπάθησε να την αποφύγει, δεν πάει να μην είχε καλή
ορατότητα ο οδηγός, δεν πάει ο πεζός την συγκεκριμένη εκείνη στιγμή να ήταν
αφηρημένος, δεν πάει να είχε συμβεί ο,τιδήποτε ..., ο συγκεκριμένος άνθρωπος δεν
θα είχε παρασυρθεί από το συγκεκριμένο αυτοκίνητο, αν αυτός δεν είχε βάλει σαν
σκοπό να πάει να αγοράσει εφημερίδα από το περίπτερο στην απέναντι πλευρά του
δρόμου. Το καθετί, κατά τον Αριστοτέλη, εξαρτάται από κάποιον σκοπό. Οι άνθρωποι
κατασκευάζουν σπίτια για να γλιτώσουν από τις ταλαιπωρίες και τους κινδύνους που
θα αντιμετώπιζαν αν ζούσαν έξω στη φύση, κάνουν οικοδομικά υλικά για να χτίζουν
σπίτια, φτιάχνουν εργαλεία για να παράγουν, μεταξύ άλλων, οικοδομικά υλικά, και
ούτω καθεξής. Με άλλα λόγια, υπάρχει μια αλυσίδα σκοπών, όπου ο ένας σκοπός
παραπέμπει στον άλλο. Η αλυσίδα αυτή, όμως, λέει ο Αριστοτέλης, δεν μπορεί να
είναι ατέλειωτη, κάπου θα πρέπει να καταλήγει. Έσχατη απόληξη στην αλυσίδα των
σκοπών ο Αριστοτέλης θεωρεί την ευδαιμονία. Ο,τιδήποτε θέλομε να πετύχομε στη
ζωή μας -όπως υγεία, λεφτά, δουλειά, κοινωνική καταξίωση - το επιδιώκομε γιατί,
εξασφαλίζοντας το, περιμένομε ότι θα γίνομε ευτυχισμένοι.</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Α: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Δεν θα διαφωνούσα με τον Αριστοτέλη ότι ο
τελικός στόχος στη ζωή του ανθρώπου είναι η ευδαιμονία. Τί είναι, όμως, η
ευδαιμονία; Μπορείτε να μου πείτε; Είναι τόσο ασαφές το περιεχόμενο της και
περιλαμβάνει τόσο αντιφατικά πράγματα στους κόλπους της που, ειλικρινά,
αναρωτιέμαι αν έχει νόημα να μιλάμε καθόλου για την ευδαιμονία. Ακόμα και αυτό
που είναι αυτονόητο για να πεις ότι κάποιος είναι ευτυχισμένος, μπορεί να στο
αντικρούσει κανείς. Το να περνάς καλά στη ζωή σου, αίφνης, θα μπορούσαμε να
συμφωνήσομε ότι είναι ένας καλός ορισμός τής ευδαιμονίας.</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Β: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Και τί θα πει να περνάς καλά στη ζωή σου.
Ποιος το ορίζει αυτό; Εσύ ο ίδιος; Ο άλλος; Ο παράλλος; ... Ποιος;</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Α: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Αυτό ακριβώς θέλω να πω: ότι ακόμη κι
εκείνο που φαίνεται αυτονόητο είναι αμφισβητήσιμο. Κι αυτό δεν το λέω έτσι
θεωρητικά, αλλά είναι κάτι που το διαπίστωσα από προσωπική εμπειρία. Στην
οικογένεια μου, συγκεκριμένα, τα πράγματα λίγο πολύ ήταν πάντοτε ομαλά. Μοναδική
μέριμνα στο σπίτι μας, θυμάμαι, ήταν ένας θείος μου, αδελφός του πατέρα μου, που
αποφάσισε κάποια στιγμή μετά τις σπουδές του να γίνει μοναχός. Η οικογένεια μου,
χωρίς να είναι εναντίον της Εκκλησίας, δεν είχε ιδιαίτερη σχέση μαζί της. Ο
πατέρας μου πάντα έλεγε πως ο θείος μου, που ειδικά αυτός δεν είχε δείξει ποτέ
του πριν κάποιο ξεχωριστό ενδιαφέρον για την Εκκλησία, θα πρέπει να παρασύρθηκε
από κάποια χριστιανική οργάνωση στον Καναδά, όπου είχε πάει για να συνεχίσει τις
σπουδές του. Εν πάση περιπτώσει, οι δικοί μου, από τη στιγμή που κατάλαβαν ότι η
απόφαση του θείου να αφοσιωθεί στην Εκκλησία ήταν αμετάκλητη, θέλησαν να του
συμπαρασταθούν με κάθε τρόπο - να φροντίσουν να τοποθετεί σε κάποιο μοναστήρι
όσο γίνεται πιο κοντά μας, να του έχουν ξεχωριστό δωμάτιο για να κοιμάται όποτε
ερχόταν για δουλειές του στην Αθήνα, να τον ενισχύουν οικονομικά όποτε
χρειαζόταν να αγοράσει κάτι ... Μέχρι που ο θείος αποφάσισε να πάει κάπου στο
Σινά, για να έλθει πιο κοντά στον Θεό. Στα γράμματα που - αραιά και που - μας
έστελνε από το μοναστήρι, δεν παρέλειπε να μας λέει ότι περνούσε καλά και να μην
ανησυχούμε γι' αυτόν. Η κατάσταση, όμως, ήταν τελείως διαφορετική από αυτήν που
ήθελε να μας παρουσιάσει. Το διαπίστωσε ο πατέρας μου, όταν κάποτε πήγε να τον
επισκεφτεί. Τον είδε να κουβαλάει μέσα στο λιοπύρι τεράστιες πέτρες για να
χτίσουν τοίχους στο μοναστήρι, βρώμικο και ταλαιπωρημένο από την κακουχία,
ισχνό, να τρέφεται με χόρτα που μάζευε από δω κι από κει. Ο θείος μου συνεχίζει
από το Σινά, όπου εξακολουθεί να βρίσκεται, να μας στέλνει αραιά και πού
γράμματα, διαβεβαιώνοντας μας πάντοτε πόσο καλά περνάει και να μην ανησυχούμε
γι' αυτόν και ο πατέρας μου, τον θυμάμαι, κάθε φορά που διαβάζει τα γράμματα του
θείου, κουνάει το κεφάλι του με λύπη και δυσπιστία. Περνάει καλά ο θείος ή όχι;
Ποιος θα μας το πει αυτό;</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Β: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Γι’ αυτό, επιμένω, η ευδαιμονία είναι μια
αυταπάτη και τίποτε άλλο. Μιλάμε γι' αυτήν ξέροντας ότι δεν υπάρχει. Είμαι
περίεργος, πώς δικαιολογεί ο Αριστοτέλης την ύπαρξη της;</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Σκηνοθέτης: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Πρώτα από όλα, η ευδαιμονία, για τον
Αριστοτέλη, δεν είναι ένα ορόσημο στη ζωή μας. Ξέρετε, πολλοί νομίζουν ότι η
ευδαιμονία μας περιμένει κάπου εις τας δυσμάς του βίου μας έτοιμη να μας
υποδεχθεί ή να μας κλείσει την πόρτα, ανάλογα με τη διαχείριση που θα έχομε
κάνει στη ζωή μας. Η ευδαιμονία, όμως, κατά τον Αριστοτέλη, είναι μια κατάσταση
που θα πρέπει να φροντίζει κανείς να την κατακτά σε κάθε στιγμή της ζωής του.
Και για να το πετύχει αυτό, χρειάζεται να συμπεριφέρεται με έναν ορισμένο τρόπο.
Το ερώτημα, για τον Αριστοτέλη, δεν είναι τί πρέπει να κάνει κανείς για να γίνει
ευτυχισμένος, να τρώει, ας πούμε, μόνο χόρτα και φυτικές τροφές, αλλά πώς πρέπει
να ενεργεί για να γίνει ευτυχισμένος. Ένας χορτοφάγος κι ένας κρεατοφάγος
μπορούν εξίσου να είναι ευτυχισμένοι, αρκεί να ακολουθούν τη σωστή
μέθοδο.</span><br />
<span style="color: black; font-size: 16pt;">Α. Και ποια είναι αυτή η
μέθοδος;</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Σκηνοθέτης: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Η μεσότητα, η μέση οδός! Ανεξάρτητα από το
ποια είναι η δίαιτα που ακολουθεί κανείς, ανεξάρτητα, ας πούμε, από το αν είναι
χορτοφάγος ή κρεατοφάγος, δεν μπορεί να είναι ευτυχισμένος αν τρώει υπερβολικά
πολύ ή υπερβολικά λίγο. Στην μια περίπτωση υπάρχει κίνδυνος να Βαρυστομαχιάσει
και να νιώσει δυσφορία, ενώ στην άλλη θα εξακολουθεί να πεινάει. Θα πρέπει, αν
θέλει να απολαμβάνει την τροφή του και να αισθάνεται ευτυχισμένος, να τρώει
τόσο, ώστε αυτό που τρώει να μην είναι ούτε πάρα πολύ ούτε πολύ λίγο, αλλά να
είναι κάπου στη μέση μεταξύ των δύο αυτών άκρων.</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Β: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Ναι, αλλά για να φάει κανείς μετρημένα,
ούτε πάρα πολύ ούτε πολύ λίγο, θα πρέπει προηγουμένως να έχει να φάει. Θέλω να
πω, δηλαδή, ότι για την ευδαιμονία δεν αρκεί η μεσότητα που λέει ο Αριστοτέλης,
αλλά χρειάζονται κι άλλα πράγματα, όπως η οικονομική επάρκεια, η χαρά, η
αναγνώριση από τον άλλο.</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Σκηνοθέτης: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Μα σε αυτό δεν διαφωνεί ο Αριστοτέλης.
Ένας άνθρωπος, λέει, που ζει στην απόλυτη φτώχεια, κάποιος που ταλαιπωρείται
στον τροχό του βασανισμού ή τον έχουν βρει αβάσταχτες συμφορές δεν μπορεί, όσο
μετρημένα κι αν χειρίζεται τις υποθέσεις του, να είναι ευτυχισμένος.</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Β: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Το είπα αυτό, γιατί...</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Σκηνοθέτης: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Μισό Λεπτό, σε παρακαλώ ... Γιατί, πέρα
από τη μεσότητα και τα υλικά αγαθά, όπως η οικονομική επάρκεια, η χαρά ή η
κοινωνική αναγνώριση, υπάρχει κάτι ακόμη, κατά τον Αριστοτέλη, σχετικά με την
ευδαιμονία, μια αναγκαία παράμετρος της. Πρόκειται, συγκεκριμένα, για την ηθική
συμπεριφορά μας. Είναι γεγονός ότι, στη συνείδηση των πιο πολλών από μας, για να
μην πω όλων μας, η ηθική με τις υποχρεώσεις που μας υπαγορεύει είναι ενοχλητική.
Δεν μας αρέσει να μας λένε τί πρέπει να κάνομε, οπότε, κάνοντας πράγματα που μας
επιβάλλονται, αισθανόμαστε δυσφορία. Μπορούμε, βέβαια, να αγνοήσομε να κάνομε
ό,τι μάς λένε πως οφείλομε να κάνομε. Αλλά, τότε, νιώθομε εκτεθειμένοι απέναντι
στους άλλους υποφέροντας, έτσι, από το Βάρος της ενοχής. Ο Αριστοτέλης, όμως,
αντίθετα προς την αρνητική αυτή εικόνα της ηθικής, θεωρεί την ηθική αναγκαίο όρο
για την ευδαιμονία, απαραίτητη προϋπόθεση για να γίνομε ευτυχισμένοι. Πώς
μπορεί, αλήθεια, αναρωτιέται, ένας ηθικά επιλήψιμος άνθρωπος, ένας δειλός,
παραδείγματος χάριν, να είναι ευτυχισμένος; Κι όλα τα καλά τού κόσμου να έχει
αυτός, δεν μπορεί να νιώθει ευτυχισμένος, όταν σε κάθε βήμα του τρέμει τον ίσκιο
του, όταν δεν ησυχάζει ποτέ του, όταν βρίσκεται κάτω από τη διαρκή απειλή του
φόβου. Μόνο ο ενάρετος άνθρωπος, λοιπόν - ο ανδρείος, ο τίμιος, ο πράος, γενικά
ο κάτοχος των αρετών -, μπορεί να είναι ευτυχισμένος. Μεταξύ των αρετών και της
ευδαιμονίας υπάρχει, κατά τον Αριστοτέλη, συγγένεια που τις φέρνει κοντά, πολύ
κοντά, τόσο κοντά, ώστε να είναι αναπόσπαστες.</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Α: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Μπα, και ποιο είναι αυτό το κοινό
στοιχείο;</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Σκηνοθέτης: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Όπως η ευδαιμονία, η κάθε αρετή είναι
μεσότητα μεταξύ δυο ακροτήτων, μεταξύ μιας έλλειψης και μιας υπερβολής. Η
ανδρεία, για παράδειγμα, λέει ο Αριστοτέλης, είναι μεσότητα μεταξύ της δειλίας,
που είναι έλλειψη, και του θράσους, που είναι υπερβολή, η πραότητα βρίσκεται
ανάμεσα στην αδιαφορία και την αγριότητα, η σωφροσύνη είναι μεσότητα μεταξύ της
αναισθησίας και της ακολασίας, και ούτω καθεξής με τις υπόλοιπες
αρετές.</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Β: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Δεν ξέρω ... αλλά όλα αυτά μου φαίνονται
τόσο τεχνικά, τόσο φτιαχτά ... Όταν αντιμετωπίζω κάποιο ηθικό πρόβλημα, εγώ ξέρω
πόσο βασανίζομαι για να δω τί πρέπει να κάνω. Κι έρχεται ο Αριστοτέλης - με μια
ψυχραιμία που σκοτώνει - να μας πει: "μην ταράζεστε. Ακολουθήστε την μεσότητα,
και είσαστε μέσα". Μα, αν ήταν τα πράγματα τόσο απλά, τότε όλοι θα ήμασταν
ανδρείοι, τίμιοι, φιλεύσπλαχνοι ... Δεν θα υπήρχαν κακοί άνθρωποι.</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Σκηνοθέτης: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Μα, ποιος είπε ότι το να γίνει κανείς
ενάρετος είναι, κατά τον Αριστοτέλη, εύκολη υπόθεση; Κοίτα, όμως, θα πρέπει να
ξεχωρίσομε δυο πράγματα. Άλλο είναι να περιγράψεις κάτι που κάνει κάποιος, κι
άλλο πράγμα να το κάνει κανείς. Ας σκεφτούμε την περίπτωση που ένας κασκαντέρ
πραγματοποιεί με τη μοτοσικλέτα του ένα τεράστιο άλμα στον αέρα, που μας αφήνει
άναυδους. Ένας επιστήμονας μπορεί, Βάσει των νόμων της φύσης, να μας περιγράψει
πώς πραγματοποίησε το άλμα του ο κασκαντέρ χωρίς να πάθει τίποτε, να μας
εξηγήσει, ας πούμε, το ρόλο που έπαιξαν η αντίσταση του αέρα, η κλίση του
σώματος του κατά τις διάφορες φάσεις του άλματος, η θέση της μηχανής και ο
τρόπος που τη χειρίστηκε κ.λπ., κ.λπ. Ακούγοντας την περιγραφή του επιστήμονα
καταλαβαίνομε ότι ο κασκαντέρ, ενεργώντας βάσει των νόμων της φύσης, έκανε κάτι
πολύ φυσικό και απλό. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι μπορεί ο καθένας μας να πάρει
μια μοτοσικλέτα και να κάνει το ίδιο άλμα. Ο κασκαντέρ, για να φτάσει στο σημείο
να το πραγματοποιήσει με επιτυχία, χρειάστηκε προηγουμένως να ασκηθεί, και, στη
διάρκεια της εξάσκησης του, να αποτύχει πολλές-πολλές φορές, και, ενδεχομένως,
να σπάσει και πόδια και χέρια και πλευρά. Το ίδιο συμβαίνει, κατά τον
Αριστοτέλη, και με τις αρετές. Περιγράφοντας τες ορίζει μεν την καθεμιά τους σαν
μεσότητα μεταξύ δυο ακροτητών, σαν κάτι που Βρίσκεται μεταξύ μιας υπερβολής και
μιας έλλειψης, αλλά, για να πετύχει τη μεσότητα αυτή κάποιος, χρειάζεται να
ασκηθεί. Το να δείξει κανείς ανδρεία τυχαία μια φορά μόνο, επειδή οι συνθήκες
και οι καταστάσεις συνηγόρησαν σε αυτό, δε σημαίνει ότι είναι και ανδρείος.
Οφείλει, για να μπορεί να θεωρηθεί ανδρείος, να αποδεικνύει την ανδρεία του κάθε
φορά που προκαλείται να τη δείξει. Όλοι μπορεί να συμφωνήσομε ότι η ανδρεία
είναι μεσότητα μεταξύ της δειλίας και του θράσους, αλλά λίγοι, ελάχιστοι μπορούν
να πράττουν σύμφωνα με τη μεσότητα αυτή και να είναι ανδρείοι. Και αυτοί οι
λίγοι είναι εκείνοι που έχουν υποστεί τη σχετική άσκηση, αυτό που ο Αριστοτέλης
ονομάζει "έξη", η οποία τους επιτρέπει να είναι έτοιμοι να συμπεριφερθούν ως
ανδρείοι, όποτε η περίσταση το απαιτεί. Το ίδιο ισχύει και με τις άλλες αρετές
που καθορίζουν την ηθική συμπεριφορά μας. Από την άποψη αυτή, λοιπόν, κατά τον
Αριστοτέλη, η ηθική, καθόσον απαιτεί τη δική μας άσκηση χωριστά, αποτελεί
αγώνισμα προσωπικό του καθενός μας. Για τον Αριστοτέλη, τίποτε σχετικά με τις
ηθικές αρετές δεν είναι δεδομένο, ολόκληρη η ηθική σαν ένα κομμάτι της
κοινωνικής ζωής μας δεν είναι δεδομένη, αλλά εξαρτάται από τη δράση του καθενός
μας χωριστά.</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Α: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Δηλαδή ... συγγνώμη τώρα που το λέω ...
μπορεί να είναι βλακεία αυτό ... αλλά έτσι μου ήρθε τώρα στο κεφάλι ... Αν,
δηλαδή, πες ότι γινόταν μια γενική συμφωνία και αποφάσιζαν όλοι οι άνθρωποι να
πάψουν να εξασκούνται στις ηθικές αρετές τη στιγμή, μάλιστα, που, όπως είπατε
προηγουμένως, η ηθική, όπως και να το κάνομε, είναι ενοχλητική, η ηθική τότε θα
εξαφανιζόταν;</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Β: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Μα θα μπορούσε να υπάρξει κοινωνία χωρίς
τιμιότητα, χωρίς ειλικρίνεια, χωρίς μεγαλοθυμία, χωρίς καλοσύνη ...; Τότε θα
καταντούσαμε μια ζούγκλα, όπου ο ένας θα προσπαθούσε να κατασπαράξει τον
άλλο.</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Σκηνοθέτης: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Συμφωνώ ότι χωρίς την ηθική η ζωή μας θα
γινόταν κόλαση. Η ηθική, ασφαλώς, κατά τον Αριστοτέλη, μας είναι απαραίτητη
γιατί μας προστατεύει από τις αυθαιρεσίες που θα μετέτρεπαν την κοινωνία μας σε
ζούγκλα. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι η ηθική υπάρχει μέσα στο DNA μας. Η ηθική,
λέει ο Αριστοτέλης, αρχίζει από εκεί που παύει να υπάρχει η φιλία. Μεταξύ των
φίλων δεν χωράει το ηθικό πρέπει.</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Α: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Μα τί λέτε, τώρα ...</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Σκηνοθέτης: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Πρόσεξε, κάποτε στην αρχαία Ρώμη, όταν
καταδικάστηκε ο Τιβέριος Γράκχος, οι αντίπαλοι του, μεταξύ των ανθρώπων της
εμπιστοσύνης του που κυνηγούσαν, συνέλαβαν και τον καλύτερο φίλο του, τον Γάιο
Βλόσιο. Καθώς τον ανέκριναν, τον ρώτησαν τί θα μπορούσε να κάνει για χάρη του
φίλου του. Ο Βλόσιος απάντησε: "Τα πάντα". "Πώς τα πάντα;" απόρησαν οι ανακριτές
του. "Δηλαδή, αν σου έλεγε να κάψεις τους ναούς μας, θα το έκανες;" "Μα ποτέ δεν
θα μου έλεγε να διαπράξω τέτοια ασέβεια", αποκρίθηκε ο Βλόσιος. "Κι αν σου έλεγε
να το κάνεις;", επέμειναν οι ανακριτές του. "Θα το έκανα", απάντησε ψύχραιμα ο
Βλόσιος. Σας ανέφερα την ιστορία αυτή για να σας δείξω ότι μεταξύ των φίλων δεν
μπαίνει το ζήτημα αν πρέπει ή δεν πρέπει να κάνει κάτι ο ένας από τους δύο·
αυθόρμητα και χωρίς κανένα ενδοιασμό ο φίλος σε κάθε περίπτωση πράττει εκείνο
που του υπαγορεύει η σχέση της φιλίας του με κάποιον συνάνθρωπο του, έστω και αν
η πράξη του αυτή ξέρει ότι παραβιάζει κάποια ηθική αρετή. Η αμφιβολία ως προς το
αν πρέπει να συμπεριφερθεί κανείς έτσι ή αλλιώς προκύπτει όταν αυτός βρεθεί έξω
από τη σχέση της φιλίας. Κατά τον Αριστοτέλη, μετά το τέλος, πέρα από τα όρια
της φιλίας, αρχίζει πλέον να προβληματίζεται κανείς ως προς το τί πρέπει να
κάνει και να μάχεται ώστε να ανταποκριθεί στις ηθικές υποχρεώσεις του,
προκειμένου, έτσι, να κερδίσει την ευδαιμονία, που αποτελεί τον τελικό στόχο στη
ζωή μας.</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Β: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Αλήθεια, επειδή βλέπω ότι ο Αριστοτέλης
μίλησε με τόση εμμονή για την ευδαιμονία, ο ίδιος υπήρξε
ευτυχισμένος;</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Σκηνοθέτης: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Τί μπορείς να πεις για έναν άνθρωπο που
δεν μπόρεσε να βρει στη ζωή του έναν μόνιμο τόπο εγκατάστασης; Κατέβηκε
νεαρούλης, όπως σας είπα, από την πατρίδα του, τα Στάγιρα της Χαλκιδικής, στην
Αθήνα, από όπου ύστερα από 20 χρόνια, όταν, μετά τον θάνατο του δασκάλου του,
του Πλάτωνα, του ιδρυτή της Ακαδημίας, απέτυχε να αναλάβει τη διεύθυνση της,
αναγκάστηκε πάλι να φύγει και να πάει στα παράλια της Μικρός Ασίας για να
διδάξει στην Άσσο, από όπου πάλι ύστερα από 3 χρόνια έφυγε και πήγε απέναντι στη
Μυτιλήνη, όπου δίδαξε επί 3 χρόνια, για να φύγει και πάλι από εκεί και, ύστερα
από πρόσκληση του βασιλιά της Μακεδονίας Φιλίππου να διδάξει το γιο του
Αλέξανδρο, να πάει στην αυλή του, για να φύγει και πάλι από εκεί ύστερα από 6
χρόνια και να κατέβει στην Αθήνα, όπου με χρήματα που του πρόσφερε ο Αλέξανδρος
ίδρυσε τη δική του φιλοσοφική σχολή, το Λύκειο, το οποίο, ύστερα από 13 χρόνια
διδασκαλίας και έρευνας, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει, προκειμένου να αποφύγει τη
δίκη που τον έσυραν οι Αθηναίοι για να εκδικηθούν στο πρόσωπο του τους Μακεδόνες
μετά τον θάνατο του ηγέτη τους, του Μεγάλου Αλεξάνδρου, και να πάει στην
Χαλκίδα, όπου πέθανε ύστερα από στομαχικό νόσημα.</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Β: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Παρόλα αυτά, δεν μπορείς να ξέρεις αν οι
ταλαιπωρίες που ζει κανείς είναι πραγματικά σημάδι της δυστυχίας του. Δεν
μπορείς να ξέρεις πώς περνάνε μέσα του ... Αν γλιστρώντας στη ψυχή του τον
συμπαρασύρουν στη μιζέρια τους ή αν, αντίθετα, διεισδύοντας μέσα του γίνονται η
αφορμή για να αντιδράσει, να θέλει να τις ξεπεράσει και έτσι, στην προσπάθεια
του να τις αντιμετωπίσει, η ζωή του να αποκτήσει χαρίσματα που του δίνουν το
δικαίωμα να πει: "ναι, είμαι ευτυχισμένος". Το λέω αυτό γιατί το έχω ζήσει ο
ίδιος ορισμένες φορές στη ζωή μου.</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Σκηνοθέτης: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Δεν θα διαφωνήσω μαζί σου. Όχι, δεν θα
μπορούσα να πω με βεβαιότητα ότι ο Αριστοτέλης, αναγκασμένος από τις συνθήκες -
ή διωγμένος από τους συνανθρώπους του - να ζει περιπλανώμενος, ήταν τελικά
δυστυχισμένος. Εκείνο όμως, που μπορεί να υποστηριχθεί είναι πως, όσο κι αν τα
πράγματα στη ζωή του τού πήγαν στραβά, δεν έχασε την ηθική ευαισθησία του, η
οποία, όπως είπαμε πριν, αποτελεί την αναγκαία προϋπόθεση της ευτυχίας
μας.</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Α: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Και με ποιο τρόπο έδειξε την ηθική
ευαισθησία του;</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Σκηνοθέτης: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Τη βλέπομε διάχυτη μέσα στη διαθήκη του.
Την ώρα που γράφει κανείς τη διαθήκη του, μένοντας μόνος με τον εαυτό του, κάνει
το ταμείο της ζωής του και εκφράζει τις πιο εσωτερικές πλευρές του εαυτού του.
Εκεί, λοιπόν, στη διαθήκη του ο Αριστοτέλης, μιλώντας για τους γονείς του, τον
αδελφό του, τα παιδιά του, τη γυναίκα του, τον άνθρωπο που τον ανέλαβε μετά την
ορφάνια του, δείχνει πόσο τρυφερός ήταν. Κι αυτό, θα πεις, είναι φυσικό. Καθένας
μπορεί να τρέφει ιδιαίτερη αγάπη για τους οικείους του. Εκείνο, όμως, που είναι
σπάνιο, είναι η τελευταία επιθυμία του Αριστοτέλη για τους δούλους του, όπως την
αποτυπώνει στη διαθήκη του. Οι δούλοι, ξέρετε, τότε ήταν σαν τα χρηστικά
αντικείμενα, ή μάλλον η μόνη διαφορά τους ήταν ότι αυτοί είχαν ανθρώπινη μορφή
και μιλούσαν ... Η εντολή, λοιπόν, που αφήνει για τους δούλους του ο
Αριστοτέλης, είναι να μην πουληθούν αλλά, μόλις ενηλικιωθούν, να ελευθερωθούν.
Πολύ φλυαρήσαμε, όμως, για τον Αριστοτέλη, και καλό θα ήταν να κάναμε και λίγη
πρόβα. Ε; Τί λέτε; Έτοιμοι; Πάμε!</span><br />
<div align="center" style="text-align: center;">
<span style="color: black; font-size: 16pt;">(Παύση. Οι ηθοποιοί παίρνουν τις θέσεις
τους στη σκηνή.)</span></div>
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Α: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Αουρέλιο! Πλήττω! Έλα να με
διασκεδάσεις.</span><br />
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Β: </span></b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Στας διαταγάς σας, κυρία, στας διαταγάς
σας...</span><br />
<div align="center" style="text-align: center;">
<b><span style="color: red; font-size: 16pt;">ΤΕΛΟΣ</span></b></div>
<div class="MsoNormal">
<b><span style="color: lime; font-size: 20pt;">«Η φιλοσοφία
στη σκηνή»</span></b></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span></div>
<div class="MsoNormal">
<b><span style="color: black; font-size: 16pt;">Μια
διάλεξη-παράσταση από το Θεοδόση Πελεγρίνη</span></b></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span></div>
<span style="font-size: 16pt;">Η θεατροποιημένη φιλοσοφία αποτελεί το
αντικείμενο των παρουσιάσεων του <strong>Θεοδόση Πελεγρίνη </strong>στο <b><a href="http://www.elculture.gr/global/events/venue/%C3%8E%C2%9C%C3%8E%C2%B5%C3%8E%C2%B3%C3%8E%C2%B1%C3%8F%C2%81%C3%8E%C2%BF%20%C3%8E%C2%9C%C3%8E%C2%BF%C3%8F?%C3%8F?%C3%8E%C2%B9%C3%8E%C2%BA%C3%8E%C2%B7%C3%8F?%20%C3%8E?%C3%8E%C2%B8%C3%8E%C2%B7%C3%8E%C2%BD%C3%8F?%C3%8E%C2%BD~34493" style="color: blue; text-decoration: underline; text-underline: single;" target="_blank">Μεγάρο Μουσικής Αθηνών</a>.</b> Οι δραματοποιημένες διαλέξεις του
Πρύτανη του Πανεπιστημίου Αθηνών και Καθηγητή Φιλοσοφίας έχουν<strong>
θέμα</strong> τη ζωή, τη δράση και τις ιδέες γνωστών φιλοσόφων και
διοργανώνονται στο πλαίσιο των εκδηλώσεων του Μegaron Plus.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Η διάλεξη-παράσταση της <strong>Πέμπτης 3 Μαΐου
</strong>και ώρα <strong>19.00</strong> στην Α<strong>ίθουσα Νίκος
Σκαλκώτας</strong> είναι αφιερωμένη στον <strong>Αυστριακό Λούντβιχ
Βίτγκενσταϊν</strong> (1889-1951), ο οποίος υπήρξε ο θεμελιωτής της αναλυτικής
φιλοσοφίας και έπαιξε σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της σκέψης του 20ού
αιώνα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Τα κείμενα υπογράφει ο Θεοδόσης Πελεγρίνης. Η
σκηνοθεσία είναι της Πέμης Ζούνη και η επιμέλεια του σκηνικού του Βασίλη
Μπάλτσα. Βοηθός σκηνοθέτη ο Βαγγέλης Πρωτοπαπαδάκης. Στη σκηνική διεύθυνση ο
Φώτης Χαλκίδης. Με τον Θεοδόση Πελεγρίνη, εμφανίζονται οι ηθοποιοί: Ηλίας
Πετροπουλέας, Γιώργος Σουξές, Ιουλία Καλογρίδη, Άρτεμις Κολλινιάτη και Γιάννης
Μανδενάκης.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ο <strong>Θεοδόσης Πελεγρίνη</strong>ς έχει
ασχοληθεί επανειλημμένως με την θεατροποιημένη παρουσίαση μεγάλων προσωπικοτήτων
της φιλοσοφίας. Βασική αρχή αυτών των διαλέξεων είναι η επαναφορά του
συγκεκριμένου γνωστικού αντικειμένου στην ορθή του θέση, δηλαδή στο επίκεντρο
του κοινωνικού γίγνεσθαι και η ανάδειξη της φιλοσοφικής και θεατρικής αλήθειας
μέσα από το διάλογο και την επικοινωνία. Όπως ακριβώς ο φιλόσοφος διαλέγεται με
την εποχή του και την κοινωνία, έτσι και ο θεατρικός συγγραφέας –και ο ηθοποιός–
διαλέγεται με το κοινό, υποστηρίζει ο διακεκριμένος ακαδημαϊκός
διδάσκαλος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Στο σημείωμά του για τη δραματοποιημένη διάλεξη
της 3ης Μαΐου ο Θεοδόσης Πελεγρίνης αναφέρει: «ο Βίτγκενσταϊν υπήρξε ο
θεμελιωτής της αναλυτικής φιλοσοφίας. Ήταν εκείνος που διέκρινε μεταξύ αυτού που
μπορεί να εκφρασθεί και του αρρήτου (mystical), λαμβάνοντας ως κριτήριο για την
διάκριση αυτήν την πραγματικότητα, αφού τα όρια της γλώσσας, όπως πίστευε, είναι
τα όρια του κόσμου. Πέρα από τον κόσμο εκτείνεται η περιοχή του αρρήτου το
οποίο, ωστόσο, δεν μπορεί να εκφρασθεί παρά μόνον να βιωθεί. Για το άρρητο,
υποστήριξε, μπορούμε μόνον να σιωπούμε».</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Το <a href="http://www.elculture.gr/global/events/venue/%C3%8E%C2%9C%C3%8E%C2%B5%C3%8E%C2%B3%C3%8E%C2%B1%C3%8F%C2%81%C3%8E%C2%BF%20%C3%8E%C2%9C%C3%8E%C2%BF%C3%8F?%C3%8F?%C3%8E%C2%B9%C3%8E%C2%BA%C3%8E%C2%B7%C3%8F?%20%C3%8E?%C3%8E%C2%B8%C3%8E%C2%B7%C3%8E%C2%BD%C3%8F?%C3%8E%C2%BD~34493" style="color: blue; text-decoration: underline; text-underline: single;" target="_blank">Μέγαρο Μουσικής</a> έχει προβλέψει τη ζωντανή διαδικτυακή μετάδοση
της διάλεξης-παράστασης του Θεοδόση Πελεγρίνη, ειδικά για τα μέλη της
ερευνητικής και ακαδημαϊκής κοινότητας, υλοποιώντας το Πρωτόκολλο Συνεργασίας
που έχει συνάψει με το Εθνικό Δίκτυο Έρευνας και Τεχνολογίας (ΕΔΕΤ).</span><br />
<strong><span style="font-size: 16pt;">Πληροφορίες
εκδήλωσης</span></strong><span style="font-size: 16pt;"><br />Πέμπτη 3 Μαΐου
2012<br />Ώρα έναρξης: 7 μμ.<br />Είσοδος ελεύθερη με δελτία προτεραιότητας<br />Η
διανομή των δελτίων αρχίζει στις 5.30</span><br />
<strong><span style="font-size: 16pt;">Περισσότερες
πληροφορίες</span></strong><span style="font-size: 16pt;"><br />τηλ 210
72.82.333<br />Ράνια Βουγιουκαλάκη:+30 2107282717, <a href="mailto:rvou@megaron.gr" style="color: blue; text-decoration: underline; text-underline: single;" target="_blank">rvou@megaron.gr</a><br />Αντώνης
Στεφάνου:+30 2107282725, <a href="http://mce_host/aste@megaron.gr%20aste@megaron.gr" style="color: blue; text-decoration: underline; text-underline: single;">aste@megaron.gr </a><br /><a href="http://www.elculture.gr/global/events/venue/%C3%8E%C2%9C%C3%8E%C2%B5%C3%8E%C2%B3%C3%8E%C2%B1%C3%8F%C2%81%C3%8E%C2%BF%20%C3%8E%C2%9C%C3%8E%C2%BF%C3%8F?%C3%8F?%C3%8E%C2%B9%C3%8E%C2%BA%C3%8E%C2%B7%C3%8F?%20%C3%8E?%C3%8E%C2%B8%C3%8E%C2%B7%C3%8E%C2%BD%C3%8F?%C3%8E%C2%BD~34493" style="color: blue; text-decoration: underline; text-underline: single;" target="_blank"><br /><b>Μέγαρο Μουσικής Αθηνών</b></a><br />Βασ.Σοφίας & Κόκκαλη
1, 11521 Αθήνα<br /><a href="http://www.megaron.gr/" style="color: blue; text-decoration: underline; text-underline: single;">www.megaron.gr</a></span></dt>
</dl>
</div>
Anonymoushttp://www.blogger.com/profile/08051056850681230077noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6616896798072971014.post-62677260386003666122013-01-31T11:48:00.002-08:002013-01-31T11:48:14.255-08:00Κράτος και παιδεία κατά τον Πλάτωνα<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br />
<td valign="top" width="100%">
<center>
<table border="0" cellpadding="0" cellspacing="0" style="width: 100%px;">
<tbody>
<tr>
<td class="content">
<dl>
<dt><b><span style="color: red; font-size: 26pt;">Κράτος και παιδεία κατά τον
Πλάτωνα </span></b>
</dt>
<dt><b><span style="color: lime; font-family: Verdana; font-size: 16pt;">ΟΛΟΚΛΗΡΟ
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ </span></b>
</dt>
<dt><a href="http://fih.gr/view.php?filename=531_6c7adf1042.jpg" target="_blank"><img align="left" alt="FREE photo hosting by Fih.gr" height="440" src="http://fih.gr/images/531_6c7adf1042.jpg" width="269" /></a><span style="color: black; font-size: 14pt;">Τό ζήτημα τών σχέσεων μεταξύ κράτους και
παιδείας απασχόλησε και απασχολεί ού μόνον εκπαιδευτικούς και παιδαγωγικούς,
αλλά και πολιτικούς φιλοσόφους και πολιτειολόγους και πολιτικούς άνδρας πασών
τών χωρών και τών εποχών. Η πολυμορφία, υφ' ήν τούτο εμφανίζεται, οφείλεται
κυρίως είς την εξάρτησίν του άπό της περί κόσμου και βίου θεωρίας τών
εξεταζόντων αυτό. Έν τη παρούση εργασία, ης ύποκείμενον είναι αι περί της
σχέσεως του κράτους προς τήν παιδείαν γνώμαι του Πλάτωνος, δέν σκοπούμεν νά
άναδράμωμεν είς τήν όλην ιστορίαν του ζητήματος, αποτελούσαν ίδιον θέμα,
περιοριζόμεθα εις εισαγωγικές τινας μόνον συναφείς νύξεις, άναφερομένας εις τήν
σύγχρονον μορφήν αύτού.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Δύο είναι κυρίως αι περί του
ζητήματος τούτοι, άκρως αντίθετοι, γνώμαι. Κατά τήν πρώτην, τήν έχουσαν τάς
ρίζας αυτής έν τη αρχαία Ελλάδι, παιδεία ανεξάρτητος άπό του κράτους δέν δύναται
νά νοηθή, διότι αύτη είναι τό μόνον μέσον προς διατήρησιν, συνέχισιν και
προαγωγήν του έθνικού και κρατικού βίου. Παιδείαν, ιδίους σκοπούς θηρεύουσαν,
αντιτιθεμένους πολλάκις προς τους του κράτους, ανέχονται μόνον κράτη, άτινα
διανύουσι τήν έσχατην φάσιν του βίου αυτών. Όλως παράλογον δέ θά ήτο τό νά
αποβάλλωνται πάντα σχεδόν τα νεώτερα κράτη εις τεραστίας δαπάνας προς ίδρυσιν
και συντήρησιν δημοσίων σχολείων, υπηρετούντων σκοπούς ασχέτους προς τους της
πολιτείας ή και άντικρατικούς. Έκδοση 1939</span>
</dt>
<dt><b><span style="color: red; font-family: Verdana; font-size: 14pt;">Κωνσταντίνος
Βουρβέρης</span></b>
</dt>
<dt><span class="postbody1"><b><span style="font-family: Verdana; font-size: 14pt;"><a href="http://www.scribd.com/embeds/49281960/content?start_page=1&view_mode=scroll&access_key=key-j0ghocm0mdjsm7zt0qj%22" style="color: blue; text-decoration: underline; text-underline: single;" target="_blank">Κράτος και παιδεία κατά τον Πλάτωνα – Διαβάστε το
</a></span></b></span><br /><br /><br />
<div style="-x-system-font: none; display: block; font-size-adjust: none; font-stretch: normal; font: 14px Helvetica,Arial,Sans-serif; margin: 12px auto 6px;">
<a href="http://www.scribd.com/doc/49281960/%CE%9A%CF%81%CE%AC%CF%84%CE%BF%CF%82-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CF%80%CE%B1%CE%B9%CE%B4%CE%B5%CE%AF%CE%B1-%CE%BA%CE%B1%CF%84%CE%AC-%CF%84%CE%BF%CE%BD-%CE%A0%CE%BB%CE%AC%CF%84%CF%89%CE%BD%CE%B1-%CE%9A%CF%89%CE%BD%CF%83%CF%84%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%AF%CE%BD%CE%BF%CF%82-%CE%92%CE%BF%CF%85%CF%81%CE%B2%CE%AD%CF%81%CE%B7%CF%82" style="text-decoration: underline;" title="View Κράτος και παιδεία κατά τον Πλάτωνα - Κωνσταντίνος Βουρβέρης on Scribd">Κράτος
και παιδεία κατά τον Πλάτωνα - Κωνσταντίνος Βουρβέρης</a> by <a href="http://www.scribd.com/puma1984ata" style="text-decoration: underline;" title="View puma1984ata's profile on Scribd">puma1984ata</a> </div>
<iframe class="scribd_iframe_embed" data-aspect-ratio="0.611388611388611" data-auto-height="false" frameborder="0" height="600" id="doc_78683" scrolling="no" src="http://www.scribd.com/embeds/49281960/content?start_page=1&view_mode=scroll&access_key=key-j0ghocm0mdjsm7zt0qj" width="100%"></iframe><br /></dt>
</dl>
</td>
<td background="http://www.politikokafeneio.com/neo/themes/VGrey/images/midrighti.gif"><img border="0" height="30" src="http://www.politikokafeneio.com/neo/themes/VGrey/images/midrighti.gif" width="4" /></td></tr>
<tr>
<td width="4"><img border="0" height="4" src="http://www.politikokafeneio.com/neo/themes/VGrey/images/botlefti.gif" width="4" /></td>
<td background="http://www.politikokafeneio.com/neo/themes/VGrey/images/boti.gif"><img border="0" height="4" src="http://www.politikokafeneio.com/neo/themes/VGrey/images/boti.gif" width="152" /></td>
<td width="4"><img border="0" height="4" src="http://www.politikokafeneio.com/neo/themes/VGrey/images/botrighti.gif" width="4" /></td></tr>
<tr>
<td colspan="3"><img border="0" height="2" src="http://www.politikokafeneio.com/neo/themes/VGrey/images/space.gif" width="2" /></td></tr>
</tbody></table>
</center>
<br /></td>
<td></td></div>
Anonymoushttp://www.blogger.com/profile/08051056850681230077noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6616896798072971014.post-20991349902287069622012-10-24T08:00:00.001-07:002012-10-24T08:00:12.276-07:00Κ. ΦΑΛΤΑΪΤΣ: ΑΡΓΙΑ, ΔΙΗΓΗΜΑ<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<dl>
<dt><b><span style="color: red; font-size: 26pt;">Κ. ΦΑΛΤΑΪΤΣ: ΑΡΓΙΑ,
ΔΙΗΓΗΜΑ</span></b><a href="http://fih.gr/view.php?filename=7915_konst_faltaits2.jpg" target="_blank"><img align="right" alt="FREE photo hosting by Fih.gr" height="358" src="http://fih.gr/images/7915_konst_faltaits2.jpg" width="317" /></a>
</dt>
<dt><b><span style="color: lime; font-family: Verdana; font-size: 16pt;">ΟΛΟΚΛΗΡΟ
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ </span></b>
</dt>
<dt><span style="font-size: 14pt;">Μια από αυτές τις προσωπικότητες υπήρξε και ο
Κωνσταντίνος Φαλτάιτς, κορυφαίος δημοσιογράφος, λογοτέχνης και πρωτοπόρος
ερευνητής της περιόδου 1913-1944. Γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1891 και μεγάλωσε στην
Σκύρο. Τελείωσε την Βαρβάκειο Σχολή στην Αθήνα και στη συνέχεια σπούδασε Νομική
και Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Αναγορεύτηκε διδάκτορας της Νομικής,
χωρίς ποτέ να ασκήσει το επάγγελμα του δικηγόρου, αφού η δημοσιογραφία ήταν αυτή
που τον «τράβηξε» και μάλιστα από πολύ μικρή ηλικία. Με την δημοσιογραφία
αρχίζει να ασχολείται ενεργά το 1910, σε ηλικία 19 ετών, και μέχρι το τέλος της
ζωής του, το 1944.Εργάστηκε σε πλήθος εφημερίδων και περιοδικών, όπως στην
«Ακρόπολη», το «Εμπρός», τον «Ελεύθερο Λόγο», την «Αθηναϊκή», τον «Παρνασσό»,
τον «Ελεύθερο Άνθρωπο», το «Μπουκέτο», τη «Ναυτική Ελλάδα», κ.α., δημοσιεύοντας
άρθρα, λαογραφικές, ιστορικές και εθνολογικές μελέτες, μυθιστορήματα, διηγήματα,
ποιήματα, μεταφράσεις κλπ Υπέγραφε τα κείμενά του ως Φ., Κ.Φ., Κώστας Φαλτάϊτς,
Δαναός, Κώστας Μάρκελλος, Ένας Έλλην.</span>
</dt>
<dt><b><span style="color: red; font-family: Verdana; font-size: 14pt;">Κώστας
Φαλτάϊτς</span></b> <br /><br />
<dl>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Κ. ΦΑΛΤΑΪΤΣ</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">ΑΡΓΙΑ ΔΙΗΓΗΜΑ</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">ΑΘΗΝΑ 1920 ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ Γ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> Στην Α. Ε τον κ. Κ. Σπυρίδη</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Ένα τορπιλλοβόλο μαύρο και χαμηλό ήταν
αραγμένο καμιά πεντακοσαριά μέτρα μακριά από το μεγάλο θωρηκτό. Στο Ρένα το
ναύτη φάνηκε καθώς το κύτταζεν έτσι σιωπηλό, τόσο έρημο και ξεχασμένο από τον
κόσμο, ώστε όλη η λογική του δεν έφθασε να τον κάνει να πιστέψει στην
πραγματικότητα του· και σκέφτηκε:</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Τάχα να βρίσκονται άνθρωποι ίδιοι με μας
κει μέσα;</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Πιο μακριά στο βάθος, η μεγάλη στεριά. Τα
πεύκα την πρασινίζανε και την κάναν επιθυμητή, μα ο Ρένας φοβότανε πάντα το
μυστήριό της. Τώρα ήτανε χαμηλή και μακρυνή. Το βράδυ όμως ψήλωνε σα ράχη
κάποιου γίγαντα και στερεωνότανε στη μέση τ' ουρανού και της θάλασσας. Τις ώρες
της αυγής αργοξυπνούσεν η στεριά, κι' ενώ τα χρώματα στον ορίζοντα τινάζονταν
μαντεύοντας το φως που ερχόταν, αυτή επίμενε στον ύπνο της και διατηρούσε το
σκοτάδι της σαν κακόν εφιάλτη πολύ πιο ύστερα από το γενικό ξύπνημα.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Ο Ρένας ο ναύτης κύτταζεν ολοένα σκαρφαλωμένος
στο π η γ α ί ο του μεγάλου ταχυβόλου. Κι' ούτε το μαύρο τορπιλλοβόλο, ούτ' η
στεριά φαινόντανε μόνα αυτά από τη θέση κείνη σαν ψεύτικα και σαν ξένα.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Ήταν το τρεχαντήρι που πέρασε κάπως μακριά με
τα πανιά σα σπαθιά· κι' ήταν το λιμανάκι πέρα που μόνον οι βάρκες ορίζανε την
ύπαρξή του· κι' ήταν ο νέος σημαιοφόρος που πέρασεν από πίσω του με τα παπούτσια
του που τρίζανε σα να περπατούσε πάνω σε κόκκαλα· κι' ήταν μια φυσαρμόνικα κάτω
στο υπόφραγμα που δεν ταραζότανε τώρα από τα τραγούδια παρατημένη μισάνοιχτη
στην άκρη ενός πάγκου.,, Και ήταν ότι νάβλεπεν από κει σαν ψεύτικο, σα να
τόβλεπε μέσ' από τζάμι ή μέσα στην αντανάκλαση του νερού.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Ακόμα του φαινόταν πολύ παράξενο κι'
ακατανόητο πως στα μακρυνά πέρα χωριά, τα τόσον ακίνητα και σιγαληνά, υπάρχανε
και κάθονταν άνθρωποι, και πως οι άνθρωποι κείνοι ζούσαν και κινιόνταν όπως
αυτός, όπως οι άλλοι ναύτες, όπως ο άλλος κόσμος,. Και μόνο στα μάτια του Ρένα
αληθινός και ζωντανός καμπυλωνόταν ο ουρανός και το γαλάζο του ανοιχτό δεν είχε
να του κρύψει κανένα μυστικό,.,</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Κατέβηκεν από το κανόνι και τράβηξε στο
μεσόστεγο. Καθώς περνούσεν από τ' Οπλονομείον είδεν αραδιασμένους ακόμα καμία
δεκαριά ναύτες που περιμένανε τη σειρά τους να τους φωνάξει ο ύπαρχος. Λίγοι
ήταν πραγματικά ένοχοι, μα οι πιο πολλοί τιμωριότανε για τιποτένιες αφορμές.
Αθώοι και φταίστες παίρνανε το ίδιο σχεδόν μερίδιο τιμωρία.. Τους κύτταξε τώρα
με λιγότερη συμπάθεια, απ' ότι τους είχε κυττάξει πριν μισή ώρα αραδιασμένος κι'
αυτός στη γραμμή και περιμένοντας την τιμωρία του.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Ένας από τη γραμμή τον ρώτησε:</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Πόσο στο βαφτίσανε το νήπιο;</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Ενός μηνός.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Κράτηση ή φυλάκιση;</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Φυλάκιση κουμπάρε μου.. Μούπε μάλιστα να
του το χρεωστώ και χάρη που δεν την έβαλεν α υ σ τ η ρ ά. Θάχω όλη την ελευθερία
να γυρίζω στο καράβι, κι' από δουλειά τίποτα.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Καλός είσαι και συ!</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Του τώπε με κάποια κακία, μα ο Ρένας δε
στενοχωρήθηκε γιατί ήξερεν όλους τους ναύτες κακούς από τη δυστυχία τους και τον
ένα χειρότερο από τον άλλο,. Τριγύρω του τα πράγματα και τα πρόσωπα είχαν χάσει
το πρώτο τους σοβαρό κι' αλλοιώτικο ύφος. Είδεν ότι καμιά πια εντύπωση δεν
τούκανεν ο ναυτόπαιδας υπηρέτης του ύπαρχου, ούτε οι γκέτες του αγγελιοφόρου,
ούτε ο κονδυλοφόρος του γραφέα που σημείωνε τις τιμωρίες, ούτε οι ζάρες στο
μέτωπο του ύπαρχου που θυμωμένος ξέταζε κάποιο ναύτη. Ακόμα δεν ήταν καθόλου
παράξενες τώρα οι βίδες της οροφής· το φως της καντήλας στην εικόνα τ' Άη-Νικόλα
δε γιάλιζε πια σα βλοσυρό μάτι, και κάτω από τα πόδια του ο ήχος της
ηλεκτρομηχανής ακούονταν κανονικός, χωρίς να γαυγίζει όπως πρώτα.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">II</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Πόσο άφθονο και πόσο γαλάζο ήταν πάλι το νερό
κάτω από τα μάτια του! Έπρεπε να χαλάσει ο ουρανός για να βρεθεί άσχημο και
κουραστικό το χρώμα κείνο. Τώρα όμως φαίνονταν όλα φωτεινά, και τα χρώματα στη
θάλασσα στρωτά και καλοβαλμένα. Σε κάθε κομμάτι του νερού ένα δαχτυλίδι από
ήλιο· σ' αρκετό πλάτος πολλά θρύψαλα ήλιος· σε κάθε βάρκα πάλιν ο ήλιος για να
λαμποκοπά στα φτερά των κουπιών, και να περνά με ασημένιες λάμες την ίδια στιγμή
τη θάλασσα.. Μπροστά στην πλώρη πολλοί ναύτες παίζανε. Χτυπούσαν έναν ακάθαρτο
γίγαντα συνάδελφό του που είχε την παλάμη μπροστά στα μάτια, κι' ύστερα σήκωναν
το δάχτυλο λέγοντας:</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Είμαι γω;</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Δάσκαλε!</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Ο γίγαντας με τ' ασπράδια των ματιών του
κόκκινα, ανόητα και βλοσυρά, σα μάτια σκύλου θυμωμένου, προσπαθούσε να μαντέψει
ποιος τον χτύπησε. Δεν πετύχαινεν όμως ποτέ, γιατί οι άλλοι του λέγαν όλο
ψέματα. Ύστερα φωνάζανε πάλι:</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Βαράτε το φούρναρη.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Ο Ρένας στάθηκε κι' εξέταζε.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Ήταν όλοι ναύτες με πολύ παιδικά τα πρόσωπα
και τις κίνησες. Παιδιά σχεδόν ακόμα, τριών μηνών κληρωτοί. Δεν είχαν μάθει
νάχουν τον εγωισμό στο πλύσιμο και στο συγύρισμα του εαυτού τους. Δεν πρόσεχαν
και λερώνονταν πολύ εύκολα. Ύστερα, δεν τους ένοιαζε καθόλου να καθαριστούν.
Είχαν όμως μεγάλη πονηρία στο παίξιμο, και χτυπούσαν με μεγάλην επιτηδειότητα
και τέχνη. Καθένας κρατούσε μια ορισμένη έκφραση στο πρόσωπό του κι' ο
χτυπιόμενος δε μπορούσε να καταλάβει ποιος τον χτύπησε.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Στ' ώμορφο αυτό παιχνίδι ο Ρένας προσπάθησε να
διακρίνει από το πρόσωπο και το σώμα αυτών που παίζανε τον τόπο της καταγωγής
τους και το πρώτο τους επάγγελμα.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Δυο στρογγυλοπρόσωποι μ' απελέκητο δέρμα κι'
απελέκητα χαρακτηριστικά του φανήκανε σαν γεωργοί. Ένας μικροπρόσωπος με
κοκκινισμένα μάτια και στεγνά φρύδια θάτανε θαλασσινός και μάλιστα ψαρράς. Το
δείχνανε και τα ξυπόλυτα πόδια του. Τα πέλματα πολύ πλατισμένα, αδύνατο νάχανε
γνωρίσει το παπούτσι. Ο άλλος με το φρέσκο πρόσωπο και την πρόστυχην όψη μπορεί
νάταν υπηρέτης· και ο μουτζουρωμένος κείνος κατεργάρης με το ζαρωμένο στόμα και
το γωνιαίο κεφάλι θα εξασκούσε το ελεύθερο επάγγελμα του κάλφα σε τσαγκάρικο ή
του βοηθού σε κάποιο μαραγκό.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Έμεινεν ευχαριστημένος από τις παρατήρησές
του, κι' εξακολούθησε να κυττάζει με μεγαλείτερην ακόμη προσοχή. Ένας ναύτης
γραφέας συνάδελφός του στο ίδιο γραφείο, τον έπιασε ψηλά από το μπράτσο και
τούπε:</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Η σάλπιγγα χτύπησε πληρωμή των ανθρώπων που
ανθράκεψαν. Έλα</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> να μας βοηθήσεις στη δουλειά.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Αυτό είνε δικός σας λογαριασμός, απάντησεν
ο Ρένας. Οι</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> τιμωρημένοι με φυλάκιση δε δουλεύουνε.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Η σάλπιγγα περιγύριζεν ακόμα το καράβι και
φώναζε. Από τ' άλλα πλοία σιγανότερες και μακρυνότερες φωνές σάλπιγγας φτάνανε
κ' αυτές ως κει.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Κάθε σάλπισμα, είπεν ο Ρένας στο σύντροφό
του γραφέα, προορίζεται για ορισμένη τάξη ναυτών. Στο καράβι μας χτυπάνε πληρωμή
θερμαστών, στο διπλανό τους φωνάζει η σάλπιγγα για αγγαρία.. Η ψυχολογία κάθε
σαλπίσματος είναι σύμφωνη με την έννοιά του. Οι ήχοι του είναι χαρούμενοι ή
λυπητεροί, αργοί ή πεταχτοί, απλοί ή ανακατεμένοι μόνο για κείνους που φωνάζει.
Για τους άλλους είναι ένα τίποτα, ή κάτι τέτοιο.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Δεν το πιστεύω και τόσο, απάντησεν ο άλλος·
και στο τέλος τι με νοιάζει μένα για όλα αυτά! Δόξασοι ο Θεός, εγώ περνώ ζάχαρη
με τον αξιωματικό μου. Στον εαυτό σου να τα λες αυτά.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Κι' έφυγε ευχαριστημένος και κουνόντας το
κεφάλι με οίκτο και ειρωνεία για το Ρένα. Ίσως να νόμισε πως του είχε δόσει μια
πολύ σπουδαία κι' έξυπνη απάντηση.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Οι ναύτες εξακολονθούσανε να παίζουνε και να
δέρνουν αλύπητα το γίγαντα.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Το χαμηλό του μυαλό δε μπορούσε να καταλάβει
την κατεργαριά που του κάνανε, και τα κόκκινα μάτια του αδικημένου σκύλου
φούσκωναν από κρυμένο παράπονο. Ξαφνικά σε μια δυνατή γροθιά που του ζάλισε το
κεφάλι τόβαλε στα πόδια, και γλύτωσε μέσα από τη θωρακισμένη πόρτα του
πρόστεγου.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Δυο-τρεις τον πήρανε κατά πίσω κι' όλοι
αρχίσανε τις φωνές:</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Ώωω! Ώωω! Ώωωω!</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Του Ρένα τα μάτια από λίγο να δακρύσουν. Ένας
όγκος διαμαρτυρίας και αγανάκτησης τον σκέπασε κι' έβρισε τη θηριωδία και την
αναισθησία του ανθρωπίνου ζώου.. Έριξε τα μάτια του στη μακρυνή στο βάθος του
κόλπου πολιτεία. Η λύπη άρχισε ν' ανεβαίνει από το στήθος του και να τον τραβά
πάνω από τους καπνοδόχους της πολιτείας, και πάνω από τα τετράγωνα χωρίσματα των
σπιτιών. Ασυναίσθητα άρχισε να μονολογά…</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Κάποια βήματα δίπλα του τον σταματήσανε πάνω
στο παραλήρημά του.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Δε μουρμουρίζει έτσι ο κόσμος, τούπε η φωνή
του συντρόφου του ναύτη γραφέα. Δω πέρα όλοι, κι' εγώ ακόμα, είμαστε υποκείμενοι
να τιμωρηθούμε. Στρατιώτες είμαστε.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Δε σκεφτόμουνα την τιμωρία.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Άστα, άστα… Ξέρω γω τι σου λέω.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Ο Ρένας τον κύτταξε για να δει αν θα μπορούσε
να τον καταλάβει και στα πιο απλά πράματα, και τον ρώτησε:</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Θέλεις τίποτα;</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Ναι. Πάμε κατά την κουζίνα. Την πληρωμή την
τελειώσαμε χέρι- χέρι… Αμ τι νόμιζες!. Τώρα θα βαρέσει και το συσσίτιο.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Τραβήξανε κατά την κουζίνα των ναυτών. Παχειά
μυρουδιά από κουνουπίδι γέμιζε τον γύρω αέρα, χωνότανε στη μύτη και στο στόμα,
και μούσκευεν ακόμα το πρόσωπο και τα ρούχα.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Δε σου φαίνεται…; είπεν ο Ρένας.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Δε μου φαίνεται, διάκοψε κείνος, νομίζοντας
ότι κι' αυτό αποτελούσε κάποιαν εξυπνάδα.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Άκουσε λοιπόν, κακομοίρη. Δε σου φαίνεται
ότι η αριστοκρατία των αξιωμάτων αρχίζει από την κουζίνα του καραβιού;… Αυτό το
στρογγυλό καζάνι με τη μεγάλη κόκκινη κοιλιά, με την καλόκαρδη κουτή όψη,
αποτελεί το άπαντο του στομαχιού σε μας τους ναύτες… Πάμε τώρα και στην κουζίνα
των αξιωματικών να δεις.. Ορίστε: Αυτή η μικρή χύτρα γανωμένη και γιαλισμένη της
ώρας, με το σχήμα σαν αυγό, με τα δυο της χερούλια, με τη φωτιά σιγανή και
μέτριη από κάτω, αντιπροσωπεύει το στομάχι των αξιωματικών μας. Μέσα δω η
μυρουδιά είναι λεπτή και γαργαλιστική. Πολύ κοκέτα μυρουδιά.. Θέλεις να στη
ζωγραφίσω;</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Τώρα-τώρα θα πεις πως είσαι και
ζωγράφος!</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Αυτή την ώραν έχω γίνει ότι και να πεις..
Είναι μια κοκότα με λεπτές κάλτσες από μουσελίνα, σηκωμένη λίγο μυτίτσα και σικ
καπελίνο. Κάνει μεγάλη εντύπωση κι' όλοι την πλησιάζουνε με θαυμασμό.. Η άχνα
που σκορπίζεται άφθονη από την κουζίνα του πληρώματος, λέγεται, φιλαράκο μου,
βρώμα. Είναι λαϊκιά, γυναίκα των πέντε δεκαρών. Να πως είναι: Χοντρές παντόφλες,
σάρκες μπόσικες σα σακκούλες γιαούρτι· ένα φακιόλι κι' ένα αλατζαδένιο
μεσοφούστανο. Αποτελείται από αναθυμίαση μιας κόφας κουνουπιδιών, κι' από τον
ίδρωτα του Μπάρμπα Μάρκου του μάγειρα. Αύτη η λαϊκιά με το φακιόλι μας κυνηγά
παντού και αισθανόμαστε τον εαυτό μας βρεμένο κι' ακάθαρτο.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Εγώ δεν αισθάνομαι τον εαυτό μου ούτε
βρεμένο ούτε ακάθαρτο.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Το ίδιο κάνει για σένα.. Μέσα της υπάρχει
δέρμα αρβύλας, τα ασκούπιστα μουστάκια του Μπάρμπα Μάρκου, νύχια με πένθιμο
γιακά, και ροζασμένα δάχτυλα. Ακατανίκητα άφθονη, ρούφηξε το ιώδιο της θάλασσας
σε απόσταση πολλά μέτρα… Ύστερα με τι σου φαίνεται να μοιάζει η κουζίνα του
πληρώματος; Θέλω ν' ακούσω.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Με κουζίνα που μαγειρεύουνε φαγιά.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Όχι· μοιάζει με ναό βάρβαρο, Αιγυπτιακό
ίσως. Ορίστε οι οχτώ ή δέκα σωλήνες των μαύρων καπνοδόχων που ανεβαίνουνε στην
κορφή. Είναι το περιστύλιο του ναού. Τα δοχεία, κατσαρόλες, ταψιά, κουβάδες,
μηχανή για το καθάρισμα της πατάτας, αποτελούνε τα τείχη του ναού. Και οι
χοντρές καραβάνες είναι οι προσκυνητές. Σ' ευσεβική γραμμή και μ' αριθμούς από
κιμωλία στη ράχη 1, 2, 3, 4…. πάνω από τα 80. Οι σκιές όλων αυτών των όγκων
απλώνονται θαμπές στο πάτωμα, στην καπνιά, στις λάσπες, κάτω στ' άπλυτα χρώματα.
Είνε σκιές κακοφτιασμένες, βάναυσες, άτεχνες.. Στην άλλην όμως κουζίνα την
ευγενικιά, οι κομψές χύτρες και τα λεπτοτεχνημένα μπρίκια, κι' οι αστραφτερές
κουτάλες κρεμασμένες με τάξη, κι' οι πλεχτές από καλό μέταλλο σκάρες,
σχεδιάζουνε μια συμφωνία σκιών, πολύτεχνη, επιμελημένη, κεντητή. Την χαϊδεύει σα
χνούδι η άχνα του τσαγιού κι' η κνίσσα της ροδαλής μπριζόλας.. Θέλεις και τη
μαγειρική τώρα;</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Στην κουζίνα μας, ένας σωλήνας ατμός, ένας
σωλήνας νερό, μια ξύλινη μεγάλη κουτάλα, κόχλασμα παχύ, και το συσσίτιο έβρασε.
Η διανομή είναι πιο απλή ακόμα: Μια κουταλιά τρεις μερίδες. Δυο κουταλιές εφτά
μερίδες. Τρεις κουταλιές δώδεκα μερίδες.. Στην κουζίνα των αξιωματικών ο
μάγειρας, κομψότατος για μάγειρας, περιποιείται το επάγγελμά του. Πιάνει το
λάχανο βρασμένο, λευκό σαν χιόνι, ξυλώνει τα φύλλα, κόβει τα χοντρά νεύρα και
γεμίζει κάθε φύλλο προσεχτικά με κρέας λεπτοκομένο. Το διπλώνει ύστερα με τέχνη,
το σφίγγει, το κάνει οχτάγωνο και το βάζει στην κατσαρόλα με γεωμετρική
ευγραμμία. Το θέαμα αυτής της μαγειρικής ικανοποιεί το στομάχι, το μαθαίνει
τεχνοκριτική, και γεννά την εντύπωση ότι το στομάχι των αξιωματικών πρέπει νάναι
στομάχι τουλάχιστο ζωγράφων ή αγαλματοποιών.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Από τα χέρια κ' από το εργαστήρι του
ασπροντυμένου μάγειρα παρουσιαζόντανε τα φαγιά τεχνικά, ωραία, λεπτά,
ικανοποιητικά για τα μάτια.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Τα στομάχια που θα τα φάνε! στέναξεν ο
άλλος, κι' έκανε κίνημα να φύγουνε.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Μια στιγμή ακόμα, είπεν ο Ρένας. Δεν είναι
λίγη κι' η απόλαψη αυτή. Χορταίνομε βλέποντας την ιδεολογία του στομαχιού μας,
αφού δε μπορούμε να χορτάσομε την πρακτική του.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">ΙΙΙ</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Μέσα στο καράβι και στην ολόγυρα έκταση όλα
αλλάζανε και γινόντανε πολύσχημα, αλλότροπα, παράξενα, χυμένα στη μυστικοπάθεια.
Ο πανθεϊσμός έβαζε και στο παραμικρό τη σφραγίδα του. Ύστερα ο Ρένας άρχισε να
μη γνωρίζει τον πρώτο του εαυτό.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Βέβαια, σκέφθηκε κάποτε, γυρεύοντας μιαν
όποια δήποτε λύση, πρέπει νάμαι το αποτέλεσμα κάποιας περασμένης εποχής, και γι'
αυτό η ίδια θάλασσα, τα ίδια καράβια, τα ίδια βουνά, δε μοιάζουνε διόλου με τον
εαυτό τους.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Κι' ύστερα από τη λύση αυτή, έβγαλε κάποιο
συμπέρασμα που δεν του φάνηκε να είναι έξω από τη λογική.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Είναι ευτύχημα που ήρθαν έτσι τα πράματα,
γιατί τώρα μπορώ να</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> νομίζω πως γίνομαι κάμποσα χρόνια
μικρότερος.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">…Το Σάββατο αμέσως από το μεσημερινό φαΐ ήρθεν
ο κουτός γραφέας για να τον πειράξει.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Ακόμα να ετοιμαστείς για να βγεις έξω! του
φώναξε.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Και καθώς ο Ρένας τον κύτταζε χωρίς να
μιλήσει, πρόσθεσε με γλήγορη χειρονομία:</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Ίσα, ίσα και χτύπησεν η σάλπιγγα.. Θα
μείνετε έξω, κύριε Ρένα.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Τον έστειλε στο διάβολο.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Οι ναύτες είχανε μπει σε δυο γραμμές. Ήτανε
γελαστοί, καθαροί και ώμορφοι. Στο Ρένα φάνηκε πως όλο το καράβι θάβγαινεν έξω.
Αλλά τότε ποιοι θα μένανε μέσα; Πραγματικά δεν μείναν άλλοι από τους
τιμωρημένους…</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Ο Θεός είχεν απλώσει πάλι στη θάλασσα το
καλοκαίρι. Στο βάθος τα χιόνια ασημώνανε τα βουνά, μα η θάλασσα λικνιζότανε στην
πιο ατάραχη και ήμερην άνοιξη. Ήτανε μια θάλασσα αγαπητή, ώμορφη, χρυσοντυμένη,
ευγενική, ατέλειωτη στην καλοσύνη της. Κι' ακόμα είχε πήξει από της βάρκες που
περιμένανε ν' αδειάσουνε τη χαρούμενη ζωή των ναυτών στην εύθυμη στεριά….</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Το δειλινό ειρήνεψε πιο πολύ η λεκάνη του
κόλπου. Η καλοσύνη της θάλασσας δεν εύρισκε πια ήχους άλλους να φανερωθεί και
καινούργια χρώματα να σχηματίσει την ευχαρίστησή της. Μια αναμένη λαμπάδα με φως
που δεν καίει αλλά μόνο χαϊδεύει η αντανάκλαση του ήλιου, φώτιζε τον κόλπο.
Κάποιο πανηγύρι πάνω ψηλά πρέπει να γινότανε.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Κάτι μαλακό και χλιαρό καμινεύοταν μέσα στο
Ρένα.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Αν ήταν έτσι όλα τα δειλινά κι' όλη η
θάλασσα, δε θ' αναλούσα</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> λοιπόν; Σκέφθηκε.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Άνθρωπος στη θάλασσα! Ακούστηκεν έξαφνα μια
φωνή βγαλμένη απ'</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">όλο τον τρόμο και τη φρίκη του ανθρώπινου
στήθους.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Την ίδια στιγμή μέσα στο νου του Ρένα
ζωντανέψανε σ' ένα σωρό, όλα τα επεισόδια σελίδων και μυθιστορημάτων που είχε
διαβάσει. Κι' ακόμα θυμήθηκε ότι λίγο πιο πριν άλλες φωνές πολλές και δυνατές
είχαν ακουστεί:</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Η κανονιοφόρα! Η κανονιοφόρα!</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Ήταν ακριβώς το ίδιο με τα μυθιστορήματα. Μια
σύγκρουση, ένα τράνταγμα, κι' ένα σώμα που το είδανε πολλοί να πέφτει με το
κεφάλι στη θάλασσα.. Πάνω στο επίστεγο του θωρηκτού αληθινός χαμός. Ο Ρένας
τινάχτηκε για να κατέβει στην πρύμη, μ' απόρησε πως δεν μπορούσε να βρει την
κάθοδο. Τις στιγμές εκείνες του ήταν αδύνατο ν' ανακαλύψει το πιο εύκολο και
συνηθισμένο μέρος, απ' όλα τα μέρη του καραβιού. Η κανονιοφόρα φαινόταν ακόμα με
την πλώρη της κολλημένη στα πλευρά της βενζινακάτου.. Σε λίγο φάνηκε στην
επιφάνεια του νερού ο άνθρωπος.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Κολυμπούσε δυνατά μ' απλωμένες χεριές κι'
έφτασε στη βενζινάκατο. Κανένας δεν τον βοήθησε ν' ανέβει απάνω, γιατί από την
κανονιοφόρα τάχανε σαστίσει κι' άλλοι πηγαίνανε βιαστικά κατά την πρύμη, κι'
άλλοι κατά την πλώρη. Μερικοί κρατούσανε στα χέρια τους σχοινιά, γάντζους, ότι
τύχει. Όταν ξεκόλλησεν η κανονιοφόρα φάνηκεν η βενζινάκατος σχισμένη στη
μέση.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Από το θωρηκτό, φωνάζανε:</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Να, να! αρχίζει να βουλιάζει.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Δε θα την προκάνουνε.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Πραγματικά τ' ωραίο γαλάζο σκάφος χαμήλωνε
σιγά - σιγά, βούλιαζε ως την κουπαστή, κ' ύστερα άρχισε να χάνεται με γυρμένη
πρύμη μέσα στο χάος του νερού. Η κανονιοφόρα δεν είχε πάθει τίποτα κι'
εξακολούθησε σφυρίζοντας το δρόμο της.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Ανεβάσανε τους ναυαγούς πάνω στο θωρηκτό. Ήταν
δύο. Ο μηχανικός, κι' ο τιμονιέρης που είχε πέσει στη θάλασσα.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Μπρε το Θεό του! είπεν ο μηχανικός, πάει το
σκαφίδι, πάνε και τα ρούχα μου, τα ξουράφια μου, όλο μου το παν.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Ο τιμονιέρης στάζοντας από τα νερά του
είπε:</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Και τώρα!!</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Και τώρα!! Έκανε στον ίδιο τόνο κι' ο
άλλος.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Και τώρα να πάτε γλήγορα στ' Οπλονομείο,
είπεν ο αξιωματικός της υπηρεσίας, για την ανάκριση.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Αυτό ήτανε όλο. Οι ναυαγοί που περιμένανε
τουλάχιστο συγχαρητήρια για το σωσμό τους, ζαρώσανε στη θέση τους.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Καλά που γίνηκε κ' αυτή η ιστορία με τη
σύγκρουση και τον άνθρωπο στη θάλασσα, γιατί θα πνιγόμουνα από τη μονοτονία,
σκέφτηκεν ο Ρένας.,, Όμως τώρα πώς μπορεί να περάσει κανένας την άλλη του ώρα ως
το βράδυ;</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Άφισε τη θάλασσα και κύτταξε το απέναντι
γνώριμό του βουνό με τα δένδρα.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Ένα άσπρο πουλί πέρασεν από πάνω ψηλά.
Λογάριασεν ότι ήτανε πιο κοντά του παρά στο βουνό.,,</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Στο βουνό φωτισμένο κόκκινο από τον ήλιον
υπήρχε δυνατή η έννοια της χαράς. Ήτανε δύσκολο όταν το κύτταζε κανένας κάναι
λυπημένος.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Ο ήλιος Θεός του φωτός είναι ο μόνος
αληθινός Θεός της χαράς, συμπέρανεν ο Ρένας. Το γέλιο είναι το μάζεμα του φωτός
στα χείλια. Και η νύχτα δε γελά γιατί δεν έχει φως.,,</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Στο βουνό φαινόντανε γραμμές-γραμμές οι
σκιές.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Είναι οι ρυτίδες αυτές της χαράς, είπε,
Όταν το φως γερνά έχει για ρυτίδες τις σκιές.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Έξαφνα έβγαλεν ένα αναφωνητό.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Κύτταξε, κύτταξε! έκανε. Το δάσος πολιορκεί
το βουνό.,, Τα πεύκα ξεκινήσανε από την παραλία σε πυκνές φάλαγγες και κυριέψανε
ως την ώρα το μισό βουνό. Προχωρούνε με θαυμαστή στρατηγική, αλλού μαζεμένα και
πυκνά, αλλού αραιότερα, αλλού λιγοστά και μοναχικά.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Το θέαμα του βουνού και του δάσους ζωντάνευε
διαρκώς μπροστά στα μάτια του, του παρουσιαζότανε νάχει ορισμένη επίγνωση στην
ύπαρξή του, ορισμένο σχέδιο στη γέννησή του, ορισμένο σκοπό στον πρωρισμό
του.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Η έννοια του δυνατού, σκέφτηκε, υπάρχει στο
βαθύ πράσινο του δάσους και σημαίνει πεποίθηση στη νίκη. Στο χαμήλωμα του
βουνού, πάνω στη ράχη, τα δένδρα φαίνονται σαν κοπάδι κατσίκια. Αν όμως δεν
είναι δένδρα, αλλά μόνο θάμνοι!.,,</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Τρόμαξε με την ιδέαν αυτή. Τόσο καιρό τα
νόμιζε για δένδρα. Βέβαια όμως δεν μπορούσε νάτανε άλλο από δένδρα.,,
Ησύχασε.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Στην άκρη του ακρωτηρίου πυκνότερο και
σκυθρωπότερο το πράσινο σημείωνε την παρουσία του Στρατηγείου. Στις πλαγιές
προφυλαγμένο από τους βράχους βρισκότανε το βαρύ πυροβολικό. Οι πέτρες
σκεπάζονταν από τους χλοερούς πυροβολητές, κι' οι χαμηλές ποδιές της γης διαρκώς
στέλνανε την πράσινη τρικυμία τους προς τα ύψη. Ψηλά πυρωμένος ο ήλιος φώτιζε
την πολιορκία του βουνού, κι' ετοίμαζε τις αγκαθωτές ακτίνες του για να
στεφανώσει το νικητή.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Πότε όμως θα τελείωνεν αυτό;… Άρχισε να
λογαριάζει:</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Τώρα έχουνε κυριευθεί τα χαμηλώματα και οι
κατότερες καναλιές. Οι ράχες αντιστέκονται κι' αντιστέκονται ακόμα. Λευκές οι
πέτρες και φαλακροί μ' αδάμαστοι οι βράχοι αγωνίζονται με πείσμα κι' επιμονή,
Κι' ακόμα η κορυφή του βουνού υπερήφανη και αγονάτιστη δείχνει όλη την παγερή
της περιφρόνηση, στον επιδρομέα.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Κι' ικανοποιημένος έβγαλεν ένα συμπέρασμα που
τον ευχαρίστησε πολύ, γιατί χαμογέλασεν αμέσως.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Η στρατηγική του δάσους που προσπαθεί
χρόνια και χρόνια να κυριέψει το βουνό, μοιάζει με τη στρατηγική των ανθρώπων
που αγωνίζονται να κυριέψουνε τη ζωή. Αν φτάσουνε στην κορυφή, η ζωή τους
γίνεται πράσινη, γεμάτη ελπίδα δηλαδή.,,</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">IV</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Ο κουτός γραφέας ήρθε τη Δευτέρα το πρωί στο
καράβι από τη στεριά, καταχαρούμενος και ευτυχισμένος. Ο Ρένας τον άρπαξεν από
τον ώμο όπως αρπάζουνε τον ένοχο πάνω στη σκηνή.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Στέκεται στα πόδια του ο κόσμος;</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Ου! Καλά.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Οι άνθρωποι; Οι γυναίκες; Οι γυναίκες προ
πάντων!</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Ναι και οι γυναίκες.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Και είναι ώμορφες ε; Πολύ ώμορφες;</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Ώμορφες, λέει; Γιατί, δεν τις
ξέρεις;</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Τώρα πεια! Κάποτε και γω.,, Μια φορά.,, Και
τα αυτοκίνητα; τι κάνουνε τ' αυτοκίνητα, γεμίζουνε ακόμα τους δρόμους με
βενζίνα; Δεν το ξεχάσανε το καθημερινό τους μάθημα;</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Ποιο μάθημα;</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Καλά, καλά.,, Μήπως έχεις κανένα δείγμα από
τη στεριά;</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Ο γραφέας σήκωσε το πόδι του.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Να το παπούτσι μου. Είναι ακόμη μπόλικη
σκόνη.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Δεν την περίμενα την εξυπνάδα αυτήν από
σένα.,, Τώρα έφερες απόξω καμιάν εφημερίδα;</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Έβγαλεν από την τσέπη του δύο τρεις, και του
τις έδοσε.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Να λοιπόν που υπάρχει ο κόσμος έξω,
συλλογίστηκε ρίχνοντας γλήγορες ματιές δω και κει στις εφημερίδες.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Διάβασε στα θεάματα:</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Θ έ α τ ρ ο ν Ο λ ύ μ π ι α· Φάουστ.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Κ ι ν η μ α τ ο γ ρ ά φ ο ς Π α τ έ· Το
έγκλημα του καλλιτέχνου. Μεγάλη κοσμική συγκέντρωσις.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Το κομμάτι αυτό της εφημερίδας του φαινότανε
περίεργο, ακατανόητο, ασύλληπτο σχεδόν.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Μα πώς λοιπόν! Το θέατρο και ο κινηματόγραφος
πρέπει νάτανε πολύ περίεργα θεάματα.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Ύστερα ερχόντανε άλλες είδησες κι' άλλα
περιεχόμενα. Τη μπερδεμένη πολιτικολογία και την πολιτική αρθρογραφία κάπως την
καταλάβαινε, και την έβρισκεν όμοιη με την τωρινή του κατάσταση. Αλλά μια είδηση
του φάνηκεν εντελώς ακατανόητη:</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">ΣΙΓΑΡΟΠΟΙΗΤΙΚΗ ΜΗΧΑΝΗ ΥΠΟ ΣΥΝΟΔΕΙΑΝ</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">«Χθες το απόγευμα ο μεγαλοβιομήχανος
σιγαροποιίας κ. Λ. Μαθουρίκος εξετελώνισεν εκ του Τελωνείου μίαν σιγαροποιητικήν
μηχανήν. Φοβούμενος δε να μεταφέρη ταύτην μήπως υποστή η μηχανή επίθεσιν εκ
μέρους των σιγαροποιών, εζήτησε την συνδρομήν της Αστυνομίας, ήτις και του
παρέσχε τεσσάρας χωροφύλακας υπό τον δραστήριον υπενωμοτάρχην κ. Περδικάκην,
οίτινες συνώδευσαν την μηχανήν μέχρι του εργοστασίου άνευ τινός
απευκτέου».</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Διάβασε και πάλι την ίδιαν είδηση, και είδεν
ότι η δεύτερη ανάγνωση τον έριξε σε βαθύτερο σκοτάδι από την πρώτη.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Κάποια άλλη είδηση δεν του φάνηκεν ακατανόητη
σαν την πρώτη, αλλά τον βασάνισε η εξέταση των λεπτομερειών της που δεν ήτανε
γραμένες στην εφημερίδα.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">ΚΑΡΡΟΔΡΟΜΙΚΟΝ.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">«Σούστα από ρυτήρος ελαύνουσα παρέσυρε χθες π.
μ. εις την οδόν Αρχαγγέλου και απέκοψε τον πόδα της εβδομηκοντούτιδος γραίας
χήρας Γιαννούλας Μαστραπά. Ο δράστης καρραγωγεύς εξηκολούθησε τον δρόμον
του».</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Η είδηση αυτή, τόσο φτωχή σε λεπτομέρειες τον
έβαλε σε αναζήτηση.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Πώς νάγινε το δυστύχημα: Μήπως η γριά ήτανε
κουφή;.,, Καθόλου περίεργο πράμα για μια γριά εβδομήντα χρόνων.,, Ύστερα γιατί η
εφημερίδα να γράφει «απέκοψε τον πόδα» και όχι «έθραυσε τον πόδα»! Πρώτα-πρώτα η
σούσα μόνο να σπάσει μπορεί ένα πόδι και όχι να κόψει., Αλλά ακόμα πολύ
περισσότερο στην περίσταση μιας γριάς που έχει το όνομα του μαστραπά, μόνο το
σπάσιμο μπορεί να εννοηθεί.,, Τέλος πόσην ώρα μετά το δυστύχημα έτρεχεν ο
δράστης καρροτσέρης.,,</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Η είδηση τίποτα δεν έγραφε κι' ο Ρένας
σκέφτηκεν ότι οι εφημερίδες του μέλλοντος δε θα έχουνε τις ατέλειες των
τωρινών.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">V</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Οι ώρες περνούσαν άεργες και παράξενες μέσα
στο καράβι. Από δω κι' από κει χτυπούσαν οι σφύρες στ' αμόνι του μηχανουργείου
του θωρηκτού, ή άλλες σφύρες που καθαρίζανε τις σκουριές από τη χοντρή αλυσίδα
της άγκυρας.. Σιγά-σιγά και ασυναίσθητα ο Ρένας από τη γενική βοή άρχισε να
ξεχωρίζει τις ιδιαίτερες νότες. Ολόκληρη ορχήστρα φυσικές και τεχνητές δύναμες
που φανερώνανε την ύπαρξη της ενέργειας τους μ' αλλοιώτικο η κάθε μία ήχο. Πολλά
χτυπήματα μ' αντήχηση καμπάνας μαντεύανε το ατσάλι του αμονιού. Μακρύτερα, ένας
σωρός χτύποι μαζεμένοι, ήχοι σαν πέτρα και σίδερο μαζί, δείχνανε τα ματσακόνια
που χτυπούσανε το μίνιο του καραβιού. Μια άλλη σφύρα χτυπούσε χωρίς αντήχηση
πάνω σε χοντρό σκουριασμένο σίδερο., Να κι' η ξύλινη βαριά. Είχε τη φωνή βραχνή
και συμμαζεμένη. Υπήρχε πολλή υπακοή στον ήχο αυτό, κι' η σχέση ξύλινου ήχου με
το σιδερένιο, ήτανε σχέση του ναύτη με τον αξιωματικό. Μέσα από το βάθος του
καραβιού κόχλαζαν η ηλεκτρομηχανή, και γινότανε κάτι παρόμοιο με τον ήχο χύτρας
που βράζει πλούσια η φασουλάδα. Ολόγυρα, στα σφυρίγματα των καραβιών υπήρχε
πολύς αυταρχισμός κι' αδικαιολόγητη βραχνάδα, κι' ο Ρένας σκέφτηκεν ότι θα
μπορούσανε να είχανε την ειρηνική φωνή της καμπάνας, τις νότες φυσαρμόνικας, ή
πιο όμορφα, το βέλασμα μικρών προβάτων., Στο μεγάλο λίκνισμα του κύματος τα
κουπιά χτυπούσανε σαν κακομαθημένα χείλια, κι' από τη θάλασσα που σχιζόταν από
τις επιτήδειες πλώρες έβγαιναν ο βόγκος της αγωνίας και της αντίστασης. Ένας
μικρός Μάκαρας σχημάτιζε τη φωνή γρύλλου καθώς έσερναν από κει τα σχοινιά των
σημάτων, κι' όταν είχανε κατέβει τα σήματα ο Μάκαρας άφησε πάλι την ίδια φωνή
του γρύλλου. Ακόμα ήταν οι φωνές της σάλπιγγας που κάθε μια ήξερε μόνη της να
πει εκατό παραγγέλματα· και ήταν οι κρωγμοί των γλάρων που φαίνονταν
εφοδιασμένοι με τη φωνή των κοράκων· κι' ήτανε τα ίδια πάντοτε στον ήχο βήματα
του σκοπού ναύτη με το χτύπο του σπαθιού στο παντελόνι· και ήταν το αγκομαχητό
του μπαλτά του μάγειρα που χώριζε τη μεγάλη πλάτη από το βωδινό κρέας· και ήτανε
τα λόγια του αγγελιοφόρου τυλιγμένα σε ευγενικότητα όχι τόσο ναυτική: «Ο κύριος
Κυβερνήτης επιθυμεί να ίδη τον κύριον ύπαρχον.» Ή: «Να ετοιμασθή η ατμάκατος διά
τον υπασπιστήν του Κυρίου Ναυάρχου. »</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Και ήταν οι φωνές και οι ήχοι αυτοί
ανακατεμένοι όλοι μαζί σ' ένα σύνολο κουβαριού, που το ξετύλιγε τώρα χωρίς πολλή
δυσκολία ο Ρένας. Και πάλι, δεν ήταν αυτοί μόνοι.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Μέσα στον όλο θόρυβο η αίσθηση της ατμόσφαιρας
τον σκέπαζεν όμοιη με ήχο άσθματος παιδιού, και η φωνή της θάλασσας του γέννησε
την εντύπωση ότι τηγανίζανε ψάρια. Κι' επειδή ήταν ένα ατέλειωτο φρρσς-φρρσς,
μονολόγησε μ' έκπληξη:</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Φ ρ ί σ σ ες τηγανίζει η θάλασσα!</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Ο σύντροφος του γραφέας ήρθε και πάλι κοντά
του και του είπε:</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Τεμπελιά λοιπόν και άγιος ο Θεός. Έτσι
περνάμε μεις οι φυλακισμένοι.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Ο Ρένας χωρίς να θυμώσει του απάντησε:</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Ποτέ, κακομοίρη μου, δεν ήσουνε πιο κουτός
από σήμερα. Κι' ήθελα κάποιο να με καταλάβει, ίσα-ίσα την ώραν αυτή που έκανα
ένα περίεργο συλλογισμό.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Όλο ιδέες κατεβάζεις σήμερα!</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Το καράβι μας είναι φτιασμένο από σίδερο,
ξύλα, σχοινιά, χρώματα. Όλα αυτά ενωθήκανε σ' ένα σχήμα. Στη θάλασσα όλα τα
καράβια γίνηκαν από τα ίδια υλικά κι' έχουνε το ίδιο σχήμα. Βλέπεις συ κανένα
καράβι από πετσί, ή κανένα σχέδιο καραβιού να μοιάζει μ' ανάποδη ομπρέλλα ή με
το αψηλό παπούτσι της ερωμένης σου;</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Την ερωμένη μου να την αφίσεις κατά
μέρος.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Καλά· δε μίλησα για την ερωμένη σου.,,
Άκουσε τώρα και κάτι άλλο. Μια οικονομική τρέλλα. Πολεμικό καράβι που
ταξειδεύει. Καίει είκοσι τόννους κάρβουνο την ημέρα. Σηκώνει την άγκυρα από δω
κι' ύστερα από δέκα μέρες γυρίζει πάλι και ρίχνει την άγκυρά του στο ίδιο μέρος.
Έκανε διακόσιους τόννους κάρβουνο στάχτη, και σαράντα χιλιάδες δραχμές καπνό.
Κατάλαβες;</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Ο γραφέας έφυγε χωρίς να δόσει
απάντηση.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Άρχισε να γυρίζει απάνω, κάτω, πρύμη, πλώρη,
όλο το καράβι. Δεν εύρισκε κανένα να μπορεί να μιλήσει. Κάποια κούραση
κατέβαινεν ως τα βλέφαρά του και του τα χαμήλωνε σε κλείσιμο. Αισθανότανε το
άτομό του βυθισμένο στη λύπη, και τον εαυτό του χαμηλωμένο από την ταπείνωση.
Έλεγεν ότι ήταν ο πιο μικρός, ο ελάχιστος από τους ναύτες κι' από όλους τους
ανθρώπους.,, Αν έκανεν έξαφνα ένα λουτρό; Είχε προσέξει πάντοτε στη ψυχική
αλλαγή και στην καλή διάθεση που φέρνει το λουτρό., Μέσα στο διαμέρισμα των
λουτρών άρχισε να ξεχνά την ανία του και την ηθική του κατάπτωση. Τρεις-
τέσσερις ναύτες ολόγυμνοι, μαρμάρινοι στα σώματα, χαιρότανε τα χάδια του νερού.
Τα μικρά χωρίσματα των λουτρών, τα χωρίς πόρτες μπρος, δείχνανε τα πλακάκια του
δαπέδου γεμάτα σαπουνάδες. Ο Ρένας, άρχισε να βγάζει γλήγορα-γλήγορα τα ρούχα
του. Η άχνα του νερού τον μεθούσε. Χλιαρό, χαδιάρικο, αισθαντικό το νερό, του
ξανάφερνε στο νου τη ζωή των ανθρώπων και της πολιτείας. Στην επαφή του ζεστού
νερού γινότανε πάλι ο πολιτισμένος και όπως πρέπει άνθρωπος. Το φιλόξενο και
ευγενικό νερό!! Πόσο τον έκανε ανάλαφρο και πρόθυμο για δουλειά! Πόσο τον
νανούριζεν έξω στο σώμα και μέσα στην ψυχή! Πάντοτε είχε λογαριάσει ένα μπάνιο
περισσότερο, για εξυγιαντικό της ψυχής παρά του ίδιου του σώματος. Τις στιγμές
κείνες μάλιστα, έβγαλε και αυτή τη σκέψη:</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Ανοίξετε χιλιάδες, άπειρα λουτρά στον
κόσμο, και κλείσετε τα δικαστήρια και τις φυλακές.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Η χλιάδα του ατμού και η μυρουδιά του
σαπουνιού και του σώματος του γεμίζανε το λουτήρα. Σα σε όνειρο περνούσανε
μπροστά του τα περασμένα., Η αρχαία θρησκεία των Ελλήνων και των Ρωμαίων
ξαναζούσε μέσα του και έστηνε βωμούς. Η ωραία αυτή ειδωλολατρεία, έλεγε, βγήκεν
ασφαλώς από το νερό, και μάλιστα από τους μαρμάρινους λουτήρες των Ομηρικών
ηρώων. Από το νερό δεν γεννήθηκε μόνον η Αφροδίτη, αλλά και όλος ο άφθαστος
κόσμος των Θεών και των ανθρώπων του ελληνικού πολιτισμού.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Η ευγένεια και η αλήθεια του γυμνού σώματος
ήταν αυτό που λέμε μεις τώρα λ α τ ρ ε ί α Ήταν η ίδια η θεότητα.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Κι' ο Ρένας μονολόγησε:</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Κανένας δε μπορεί τώρα να με γονατίσει.,,,
Αχ και αν γέμιζεν η πλάση από καθαρά σώματα έφηβων και παρθένων που γυμνοί θα
χορεύουνε την αιώνια νεότητα!</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Η άχνα του νερού σχημάτιζε στους τοίχους
ζωγραφιές και κατακαθότανε στους φεγγίτες σε σταγόνες και κρύσταλλα. Μένανε κει
για κάμποσο τυπωμένες. Τα δάχτυλα του Ρένα αγγίζανε τις ζωγραφιές.,,,,,</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Τώρα τα ρούχα του τού φαινόντανε συχαμένα και
βαριά. Εφεύρεση βαρβαρικών εθίμων, βάρβαρης έποψης. Η ακαλαισθησία τους
κακομοίριαζε το υπερήφανο σώμα, και ταπείνωνε το δέρμα. Εσώρουχα κι' εξώρουχα
των νεότερων σχημάτων δεν ήτανε βέβαια κείνα που θ' αναδείχνανε μίαν Αφριδίτη ή
ένα Νάρκισσο.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Στρώσετε την ύπαρξη του αρχαίου Κόσμου
μπροστά μου, μουρμούρισεν ο Ρένας, και αφίσετε με να περάσω ντυμένος το χιτώνα
και τα πέδιλα.,,, Η σκλαβιά του τωρινού ρούχου! Ποια επανάσταση μεγάλη θα την
αλλάξει σε στάχτη.,, Στεφάνια και αλυσίδες από λευκά χέρια με περιβάλλετε.,,, Μα
να έχω βάλει και το σκούφο μου.,,, Πάει στο διάβολο.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Ο νους και η φαντασία του Ρένα είχανε
σκεπαστεί κάτω από την τελευταία κείνη βαρβαρότητα που του σκέπασε το
κεφάλι.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">VI</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Μετά το μεσημερινό φαγητό ο Ρένας έκανε μια
πολύ σπουδαία ανακάλυψη, και γύριζε δω και κει στα υποφράγματα και στο
κατάστρωμα για νάβρει κάποιο να την ανακοινώσει.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Ο κοντόχοντρος βοηθός του Μπάρμπα Μάρκου του
μάγειρα που στις έξη μήνες μόλις μια φορά άφινε το καράβι, και γι' αυτό ο Ρένας
το νόμιζε ανέκαθε πολύ φτωχό και φορτωμένο με οικογενειακά βάρη, του αποκάλυψε
σε μια ομιλία, τραβηγμένη μ' έξυπνο τρόπο, ότι ήτανε πλούσιος. Είχε κάπου είκοσι
χιλιάδες δραχμές· όλες καμωμένες από το ναυτικό.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Τον ρώτησε:</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Πόσο χρόνων είσαι;</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Σαράντα πέντε.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Σαρανταπέντε!! Συ φαίνεσαι πολύ πιο μικρός.
Μα είσαι σε αλήθεια σαρανταπέντε;</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Είναι από την καλοπέραση. Μάγειρας
βλέπεις.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Το έλεγε με τον ίδιο τόνο που θα έλεγε άλλος
ότι είναι τραπεζίτης.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Ύστερα χτύπησε την κοιλιά του. Έμοιαζε με
τουλούμι γεμάτο κρασί. Μεγάλο τουλούμι μάλιστα. Όταν τη ξαναχτύπησε, ο Ρένας
άκουσεν ένα.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Γκλουκ. Γκλουκ.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Πατριαρχική κοιλιά έχεις.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Α δεν έχω γω, ποιος θάχει!!</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Στο τράβηγμα της ομιλίας, ο μάγειρας άρχισε να
συμβουλεύεται το Ρένα πώς θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει καλλίτερα τα χρήματά του
έξω, γιατί σε λίγους μήνες θάπαιρνε τη σύνταξή του.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Δε ξέρω, είπεν, αν με συμφέρει καλλίτερα ν'
ανοίξω στον Περαία καμιά ταβέρνα, ή στην Αθήνα κανένα ζαχαροπλαστείο.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Γιατί ζαχαροπλαστείο;</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Ξέρω όλους τους αξιωματικούς του Ναυτικού
τόσα χρόνια που</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> λες, και θάρχονται σε μένα.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Στην ταβέρνα όμως θάρχονται όλοι οι ναύτες
που είναι και</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> περισσότεροι.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Γεια σου. Καλλίτερα για την ταβέρνα. Αυτό
λέω και γω· μα</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> σούπα για το ζαχαροπλαστείο, έτσι για να πάρω
τη γνώμη σου.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Η ανακάλυψη του κοντόχοντρου βοηθού του
Μπάρμπα Μάρκου, πλούσιου και σαρανταπεντάρη, του είχε γεμίσει τόσο τη σκέψη του
και το αίσθημα ώστε έπρεπε σε κάποιο να τη μεταδόσει. Νόμιζε πως θάσκαζεν
αλλοιώτικα, πως θ' άνοιγε το κεφάλι του.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Το παραμύθι του κουρέα που πήγε και φώναξε στα
πηγάδια την ανακάλυψη των γαϊδουρινών αυτιών στο βασιλικό κεφάλι του Μήδα,
ζωντάνευε δυνατό, χτυπητό, γεμάτο παράσταση μπροστά του.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Κανένα παραμύθι δε μπορεί νάναι ψεύτικο,
συμπέρανε. Απολύτως κανένα παραμύθι.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Ανέβηκε στο κατάστρωμα με τη λύπη και την
απογοήτεψη ζωντανά σφραγισμένη στο πρόσωπό του., Από πάνω από το επίστεγο άκουσε
να κατεβαίνει ο ήχος και τα λόγια τραγουδιού.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Έμαθ' ο λαγός να μπαίνει έμαθ' ο λαγός να
μπαίνει έμαθ' ο λαγός να μπαίνει μέσ' στης παπαδιάς τ' αμπέλι.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Μαζί με τον ήχο συλλογίστηκε με ευχαρίστηση
ότι θα μπορούσε κι' αυτός ν' αλλάξει την εκμυστήρεψή του σε τραγούδι. Σιγά-σιγά
ηύρε τα λόγια του τραγουδιού σύμφωνα με τον ήχο που ακουόταν ακόμα να κατεβαίνει
από το επίστεγο:</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Σαρανταπέντ' ο μάγειρας σαρανταπέντ' ο
μάγειρας σαρανταπέντ' ο μάγειρας είναι σαρανταπέντε. Κι' έχει χιλιάδες είκοσι
και είκοσι χιλιάδες.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Το τραγούδησε όχι πολύ δυνατά, και με κάπως
μπερδεμένα λόγια για να μη καταλαβαίνονται. Επανάλαβε το τραγούδι τέσσερις πέντε
φορές, και νόμισε πως το κεφάλι του άδειασε λίγο πολύ λίγο, όμως, γιατί οι
είκοσι χιλιάδες του μάγειρα και τα σαρανταπέντε του χρόνια τον σφίγκανε και τον
πιέζανε τόσο ακόμα.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">VII</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Πάνω στο κατάστρωμα της πλώρης οι κληρωτοί
πλαίνανε τα ρούχα τους, και πίσω από τις βουνοκορυφές βασίλευεν ο ήλιος και
χρύσωνε τα βουνά.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Οι κληρωτοί πέρνανε από ένα κουβά και τον
γεμίζανε νερό από την τρούμπα. Απιθώνανε τα ρούχα ένα σωρό στο σανιδένιο
κατάστρωμα, και το πλύσιμο άρχιζε. Βουτούσανε το ρούχο στον κουβά, το απλώνανε
στα σανίδια και τρίβανε το σαπούνι απάνω του.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Ένας από το σωρό των κληρωτών, είχε τα ρούχα
του τυλιγμένα σε μια πετσέτα κάτω από τη μασχάλη του και κύτταζε τους άλλους με
φανερή στεναχώρια.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Τι κάθεσαι έτσι μαζεμένος και περιμένεις;
Τον ρώτησεν ο Ρένας.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Δε βρίσκω κουβά να πάρω νερό.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Ολόγυρα οι ναύτες φωνάζανε, σπρωχνόντανε,
τραβούσανε τους κουβάδες, μαζευόντανε γύρω στην τρούμπα.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Και βέβαια, πού να βρεις! έκανε με
συμπάθειαν ο Ρένας. Πού αφίνουν τόσοι λύκοι δω πέρα.,, Έλα μαζί μου.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Κατάφερε και οικονόμησε δυο κουβάδες, τους
γέμισε νερό, και ύστερα διάλεξεν ένα κατάλληλο μέρος κοντά στον εργάτη. Ο
κληρωτός ακολουθούσε.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Δε μου λες, ξεύρεις να πλαίνεις; Ρώτησεν ο
Ρένας., Αμ πού να μάθεις! Μήπως έπλαινες συ τα ρούχα σου σπίτι σου.,, Λοιπόν δω
στο Ναυτικό πρέπει να φωνάζεις, να σπρώχνεις, να κάνεις τον άγριο· όχι να
στέκεσαι με δεμένα τα χέρια. Πρέπει να χαλάς τον κόσμον εδώ για να σε
φοβούνται.,, Θα συνηθίσεις όμως.,, Και τώρα τι κάθεσαι; Πιάσε μια φανέλλα και
άρχισε να πλαίνεις.,, Όχι έτσι κουβαριασμένη. Άπλωσέ την του μάκρους.,, Βάλε κι'
άλλο σαπούνι νάναι μπόλικο. Μην το λυπάσαι το σαπούνι. Εδώ στο καράβι τα ρούχα
λερώνουνε πολύ από τα λάδια, τις καπνιές, τα σίδερα και τα χρώματα, και θένε
σαπούνι και σαπούνι.,, Ρίξε κι' άλλο νερό απάνω για να πιάσει το σαπούνι και να
γλυστρά το ρούχο.,, Να κύτταξέ με μένα.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Κάτω από τα χέρια του Ρένα το ρούχο πιεζόταν,
στέναζε, έπερνε χίλιες μορφές και χίλια σχήματα, άλλαζε χρώμα και κατάσταση.,
Μαζί με το πλύσημο η γλώσσα του δε σταματούσε κι' έλεγε στον κληρωτό:</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Όταν το ρούχο δεν είναι πολύ βρεμένο σου
σακατεύει τα χέρια σου, δε μπορείς να το τρίψεις, αγωνίζεσαι άδικα, φωνάζεις κι'
αγκομαχάς.. Τώρα πιάσε και συ να δούμε.,,, Έτσι γεια σου. Δεν τα καταφέρνεις και
τόσο κακά.,, Τώρα και τα μανίκια. Άπλωσε τα στρωτά.,, Μπράβο. Κάτω τα χείλια του
μανικιού χρειάζονται δυνατό τρίψιμο και μπόλικο σαπούνι.,, Μην τα πλαίνεις και
τα δυο μαζί. Πρώτα το ένα κι' ύστερα το άλλο., Κουράστηκες;</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Όχι.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Τόσο το καλλίτερο. Τώρα πιάσε το λαιμό.,,
Βάλε πιο πολύ δύναμη. Βλέπεις ο λαιμός δεν χορατεύει. Όλη η λέρα και ο ίδρωτας
απάνω του μαζεύονται. Χρειάζεται σαπούνι και τρίψιμο.,, Τώρα κι' από μέσα στην
τραχηλιά και στη ράχη., Είδες! Τέλειωσε ως που να πεις έλα Χριστέ.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Από δω κι' από κει οι άλλοι κληρωτοί πλαίνανε
με προθυμία και πείσμα. Άλλοι τα καταφέρνανε, κι' άλλοι κυττάζανε να τελειώσουν
όπως-όπως. Ο Ρένας πήρε τους δυο κουβάδες και τους ξαναγέμισε με καθαρό νερό από
την τρούμπα. Όταν τους έφερε στον κληρωτό αυτός αγωνιζότανε να πλύνει μια
μάλλινη φανέλλα. Από το αγκομάχημά του φαινότανε πως η δουλειά τον στενοχωρούσε
και τον κοπίαζε. Το μαλλί, πεισματάρικο, δύστρωπο, δεν ήθελε να υπακούσει στον
αδέξιο κύριό του κι' έμενε λερωμένο μ' όλη την προσπάθεια και τ' αγκομαχητά του
κληρωτού.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Ο Ρένας δε μπόρεσε να κρατήσει το γέλιο του,
και παραμερίζοντας τον κληρωτό έπιασε τη φανέλλα και το σαπούνι.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Το μαλλί είναι ίδιο, άρχισε να εξηγεί στον
κληρωτό, με το γάιδαρο που καταλαβαίνει τον αγωγιάτη του για ατζαμή και
πρωτόπειρο, και σταματά σε κάθε βήμα, σκύβει το κεφάλι του δεξιά κι' αριστερά
στο δρόμο, αρπάζει το χορτάρι και το μασσά με την ησυχία του. Φωνές, βρυσές,
ξύλο δεν του κάνουνε τίποτα., Έτσι και το μαλλί. Όσο εύκολα πλαίνεται για έναν
που τόχει μάθει, τόσο δύσκολα για κάθε άλλο. Χρειάζεται τέχνη και δύναμη.,, Και
να σου πω, ευκολότερο είναι να το πλαίνεις με ζεστό νερό., Μα με το κρύο έχεις
πάλι ένα συμφέρο.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Τι συμφέρο! έκανε με περιέργειαν ο
κληρωτός.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Ότι με το κρύο δε μπάζει το ρούχο σου.,,
Έπλυνες τη μάλλινη φανέλλα με ζεστό νερό δυο-τρεις φορές θα τη δεις να μπάσει
και να σου ανεβαίνει ως τα βυζιά. Πάει τότε πέταξ' την. Γι' αυτό να μη λυπάσαι
ποτέ τον κόπο και να την πλαίνεις με το κρύο.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Μα δεν μπορεί να καθαρίσει είπεν ο
κληρωτός.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Σιγά-σιγά και θα μάθεις.,, Ορίστε κύτταξέ
με μένα.,, Βούτηξε ολόκληρη τη φανέλλα μέσα στον κουβά και την έβγαλε σε λίγο
φουσκωμένη και να στάζει. Την έτριψε καλά με σαπούνι από το ένα μέρος, την
βούτηξε πάλι στο νερό, και την έτριψε και πάλι με σαπούνι από το άλλο μέρος.
Ύστερα άρχισε να την πιέζει, να τη μαζεύει, να τη ζουπίζει. Η σαπουνάδα έτρεχε
από παντού, αφράτη, άσπρη, λιμπιστή, πυχτή, σαν σιμιγδαλένιο καλοζύμωτο
ζυμάρι.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Ο κληρωτός όλο κι' απορούσε.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Μα καλά, γιατί και σε μένα δε γίνεται
καθόλου σαπουνάδα! Όσο σαπούνι και τρίψιμο και να βάλω, το σαπούνι δεν πιάνει. Η
σαπουνάδα είναι αραιή σα νερόπλυμα και η φανέλλα γίνεται βούλες- βούλες πλυμένη
κι' άπλυτη.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Έτσι κι' εγώ στις αρχές, είπεν ο Ρένας.
Έλεγα πως έφταιε το σαπούνι, και δεν έκανε καθόλου αφρό. Νόμισα πως με είχανε
γελάσει και μου δόσανε θάλασσα. Έχυσα το πρώτο νερό και πήρα άλλο. Το δοκίμασα
και ήταν γλυκό. Μα τα ίδια πάλι. Τώρα το θυμούμαι και με πιάνουν τα
γέλια.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Άρχισε να γελά μ' ολάνοιχτη την καρδιά. Ο
κληρωτός έκανε το ίδιο.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Ύστερα από λίγο η φανέλλα ήταν ολοκάθαρη. Το
έδειχνε κάτασπρη η σαπουνάδα που έβγαιναν από παντού. Την έστιψε και είπε στον
κληρωτό.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Κύτταξε την, ολοκάθαρη και μαλακιά σαν
κουκκούλι.,,, Τώρα πρέπει να ξεπλύνομε τα ρούχα και να τ' απλώσομε. Γέμισε τους
κουβάδες καθαρό νερό, και γλήγορα να μην απομείνομε τελευταίοι, γιατί σε λίγο θα
χτυπήσει παύση πλυσήματος.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Ενώ ξέπλαιναν τα ρούχα, ο Ρένας έλεγε:</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Να τα ξεπλαίνεις πάντα καλά, με δύο και
τρία νερά. Εκτός που καθαρίζουν περισσότερο, δε μένει και σαπουνάδα απάνω για να
γιαλίζει όταν στεγνώσουν.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Έστιψαν ύστερα σφιχτά-σφιχτά τα ξεπλυμένα
ρούχα, και τα πήρανε να τ' απλώσουνε στους ε π ά ρ τ ε ς. Καθώς είχε βραδυάσει,
κρεμάσανε στην πλώρην ένα μεγάλο πολύφωτο από ηλεκτρικά, και η δουλειά στο
πλύσημο και στο άπλωμα γινότανε κάτω από μιαν ώμορφη φωτοπλημμύρα. Ένας δίοπος,
βαλμένος κει, πρόσεχεν ώστε το άπλωμα να γίνεται κανονικό.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Όταν τελείωσαν όλοι το πλύσημο και το άπλωμα,
ο δίοπος σφύριξε με τη σφυρίχτρα, και οι σχοινένιοι ε π ά ρ τ ε ς αρχίσανε ν'
ανεβαίνουνε με αργή μεγαλοπρέπεια στο ύψος του πλωριού καταρτιού, στάζοντας από
τα βρεμένα ρούχα.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Από κάτω ο Ρένας, είχε σηκώσει το κεφάλι του,
και ξέσπαζε με τους άλλους ναύτες, σε ιαχές.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">VIII</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Να τώρα! Ο περιορισμένος τόπος του καραβιού, ο
τόσο στενόχωρος και μαζεμένος, διαρκώς μεγάλωνεν, ενώ οι λεπτομέρειες του
φθάνανε στο άπειρο., Και όμως τίποτα δεν τον χωρούσε το Ρένα. Μέσα στο καράβι,
στον εαυτό του, στη γύρω ακόμη φύση όλα είχανε αλλάξει. Γύρευε πέννα με χρώματα,
χρωστήρα με μελάνι, χαρτί από μουσαμά ζωγραφικής. Οι άκατοι που ταξείδευαν ήτανε
ψάρια κι' είχανε διαρκώς στην πλάτη τους φτερά, και τα πολεμικά καράβια-
νεκρώσιμο θέαμα — είχανε διαρκώς στην όψη τους μνημόσυνο. Ποτέ γκρίζο χρώμα δεν
του φάνηκε τόσο κακορίζικο από το χρώμα αυτό των πολεμικών καραβιών. Η θάλασσα,
ατέλειωτο κοπάδι από γαλάζια σκυλιά διαρκώς ανεβοκατέβαινε, τα χαμηλά όμως
κύματα δε μιλούσανε και γι' αυτό ήτανε τόσο, μα τόσο ύπουλα.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Από την κώχη του πρυμναίου κανονιού είδε τη
μύτη μιας άγκυρας, ύστερα το κόψιμο μιας πλώρης, ύστερα το κοράκι της πλώρης,
ύστερα την κεραία της τέντας, τους φεγγίτες με τα γιαλιά, σχοινιά, το κατάρτι,
τον καπνοδόχο, άνθρωπους, ολόκληρο ένα ρυμουλκό.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Άλλοι ναύτες μπαίνανε στο ρυμουλκό κι' άλλοι
κατεβαίνανε στις βάρκες.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Θόρυβος και φωνές ακουόντανε.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Τι νέα από τη στεριά;</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Καλά, καλά.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Τώρα που θα μπείτε στο καράβι θα τα βρείτε
καλλίτερα. Πάνω στο κατάστρωμα του καραβιού του οι δίοποι κι' οι υπαξιωματικοί
αεικίνητοι, βάρβαροι στις φωνές και στις κίνησες, περνούσαν απ' όλα τα μέρη του
καραβιού διατάζοντας, φωνάζοντας, χειρονομόντας. Κάποιος αμούστακος ακόμη
αξιωματικός μιλούσε με αυστηρότατο τόνο σ' ένα γέρο αρχικελευστή.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Ο Ρένας σκέφτηκε:</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Αν γινόμουνα έξαφνα ένας γλάρος!</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Τους κύτταζε και ποτέ δεν τον χόρταινεν η θέα
τους. Πάντοτε κάτι νέο είχανε να του πούνε. Τώρα παρατηρούσε ότι αισθάνονταν την
ευτυχία του νερού περισσότερο από τα καράβια, και στο πλέψιμό τους υπήρχε
περισσότερη φυσικότητα από κείνα. Ακόμα έβλεπε τον ηδονισμό τους. Ερωμένη τους η
θάλασσα που την απολαβαίνανε λίγη- λίγη, όπως γεύεται κανένας ρουφηξές-ρουφηξές
το καλό κρασί. Σέρνονταν από πάνω της τόσο, που η σκιά τους μόνο να ραΐζει το
κρούσταλλό της, σταματούσαν και την κυττάζανε, κινούσανε το ένα φτερό προς
αυτήν, ύστερα το άλλο. Χαμηλώνανε στο τέλος κι' αγγίζανε την άκρη της πέννας
τους σα να παίρνανε αγιασμό. Ύστερα εκστατικοί από την ευτυχία τους πετούσανε
φοβισμένοι, με φωνές., .</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Ο Ρένας αισθανότανε τη μυρουδιά του καπνού,
κι' έβλεπε το χέρι του να το μαυρίζει η σκιά του. Ο καπνός έβγαινεν από τους
καπνοδόχους σα να τον σπρώχνανε με δύναμη, σα να τον φυσούσανε από το άνοιγμα
του καπνοδόχου. Κουβάρια, και τόπια, και τούφες, και κύματα, και χεριές, ο
καπνός, τραβούσεν ίσα κατά την πρύμη του καραβιού, περνούσε το πρυμιό άλμπουρο
και χανότανε. Αυτός ήταν ο καπνός.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Ύστερα μετρούσε τα πιο ασήμαντα μικροπράγματα
του καραβιού. Ορίστε η μεγάλη καμπυλωτή μπίγα, είχε τριανταπέντε σκαλάκια. Η
άκατος είχεν εικοσιεννιά στραβόξυλα από το κοράκι της πλώρης ίσαμε το ποδόσταμο
της πρύμης. Οι πάγκοι της ήταν έξη, οι σκαρμοί της μόνον εννιά, γιατί ο δέκατος
είχε φύγει. Τα κουπιά της τρία, και τ' άλλα τυλιγμένα μέσα στο πανί., Παρακάτω
στο μεσόστεγο του θωρηκτού στεκόντανε δώδεκα χονδρά μπουντέλια, και στο κουρζέτο
μετρούσε δώδεκα χαλκάδες που δεν μπορούσε να καταλάβει τη χρήση τους.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Οι σκιές των πραγμάτων απλωνόντανε παντού και
προσπαθούσεν απ' αυτές να μαντέψει τα ίδια τα πράγματα. Έτσι έλεγε:</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Εδώ είναι ένα σχοινί, εκεί ένας Μάκαρας,
εκεί ένας κόμπος, εκεί ένας χαλκάς, εκεί.,, Δε μπορούσε να καταλάβει, και
κύτταξε το ίδιο το πράγμα. Ήταν ο σκούφος ενός θερμαστή που κοιμότανε πάρα
πέρα.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Άκουε τις ομιλίες των ναυτών.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Κι' άλλη τρίλλια.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Μια παρέα έπαιζεν από κάτω. Ύστερα:</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Θα κινήσω πάντα λίθον.,,</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Δυο υπαξιωματικοί μιλούσανε για τους
προβιβασμούς τους. Άλλος δίοπος έλεγε σε δυο ναύτες που δεν ακούανε τη διαταγή
του:</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Τι τάχω, μωρέ Θεούλη μου αυτά; Και τραβούσε
τα δυο του κόκκινα γαλόνια.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Άλλες ομιλίες ακούονταν από δω κι' από
κει.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Σαν καλός είναι σήμερα.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Πέφτει τσεκούρι και τσεκούρι.,,,</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Αυτό το ψοφήμι θα κάνεις τώρα
άνθρωπο!</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Πηγαίνανε μαζεμένοι όλοι σαν
τραγιά…..</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Το πίστεψες συ πάλι! Λάφρωσέ τα λιγάκι ό,τι
να το γλυτώσομε.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Προσπαθούσε να καταλάβει την αρχή και την
αιτία κάθε ομιλίας, και δειχνότανε τόσο ευχαριστημένος σαν — σύμφωνα με την ιδέα
του — το κατάφερνε.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Έγινα λοιπόν φιλόσοφος; Ρωτήθηκεν ο Ρένας
κατεβαίνοντας στο υπόφραγμα. Φιλόσοφος ή ποιητής;</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Κάποιος ναύτης σκύβοντας από το βάρος ενός
σχοινιού τον έσπρωξε λίγο με το φορτίο του, κι' ύστερα τον ρώτησε:</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Μα δεν κάνεις καμιά δουλειά συ όλη την
ημέρα;</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Καμιά.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Σωστά. Η τεμπελιά κατεβάζει σοφία.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Ναι όλοι οι αρχαίοι φιλόσοφοι ήτανε
κλασσικοί τεμπέληδες.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Ο φορτωμένος με το βάρος του σχοινιού ναύτης
έφυγε φωνάζοντας: «Ε, ίσαααα! μπρόοοος!» κι' ο Ρένας στο μισοσκόταδο του
υποφράγματος αισθάνθηκε κάτι σαν υγρασία.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Τινάχθηκε λίγο λέγοντας:</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Μπα! Είναι η δυσαρέσκεια που φέρνει το
σίδερο και το σκοτάδι του υποφράγματος. Η κατάσταση δεν είναι δω καθόλου φυσική
περπατάς πάντοτε με σκυμένη τη ψυχή στα χαμηλά αυτά διαμερίσματα.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Μέσα στο υπόφραγμα υπήρχε πολυμορφία σε
κίνηση.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Οι ναύτες παραμερίζανε πολλές φορές και
σιάχνανε την στάση του σώματός τους για να περάσει ο ανώτερος. Τους κατώτερους
τους έσπρωχναν. Από τους ίσους ζητούσαν κάποτε συγγνώμη. Μπροστά στους φίλους
μεταμορφώνανε το πρόσωπό τους σε χαμόγελο. Ονόματα, ονόματα κατρακυλούσανε
μέσα.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Μαλάααμος!</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Σαροδήηημος!</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Βαρδαλάαας!</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Η υπηρεσία, στο σχήμα του σκοπού, σέρνοντας το
σπαθί στο πλευρό και κινουμένη με άκαμπτο βήμα καλούσε τους ναύτες.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Αν όμως η φωνή ήτανε φιλική, είχεν άλλο τόνο.
Την καταλάβαινε χωρίς καμιά δυσκολία. Της έλειπεν η έμφαση· τονιζότανε
μαλακώτερα και τις περισσότερες φορές ακουότανε στην κλητική:</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Μασούρα!</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Καραδημάκη!</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Ο Ρένας είδεν ότι μπορούσε να γνωρίζει τη
διαταγή από την πτώση. Η επίσημη ονομαστική του έφερνε την απέχθεια. Η κλητική,
ήτανε φιλική και δεν τάραζε το αυτί του.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Και όχι μόνο η φωνή, αλλά και το περπάτημα
έδειχνε τον άνθρωπο. Ο νεοπροβιβασμένος εκείνος υπαξιωματικός πήγαινε και δεν
κύτταζε στα πλάγια του. Ο ναύτης που τον φωνάξανε για αγγαρίαν έσκυβε
προκαταβολικά τους ώμους και σκάλιζε τη μύτη. Ο καμαρώτος είχε μικρότερα και
ταχύτερα βήματα, σα να βάδιζε σε σάλα. Οι χωρίς δουλειά ναύτες κινούσαν τα χέρια
τους και είχανε την αστάθεια της παλάντζας στο περπάτημά τους. Όσοι τελειώσανε
την δουλειά τους στηλώνανε την μέση και πηγαίνανε με τα χέρια στις τσέπες. Όσοι
φέρνανε την καραβάνα του φαγιού σιγολέγανε κάποιο τραγούδι.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Μηρμυκοφωλιά το υπόφραγμα απαράλλακτη.
Περνούσεν ο ένας ναύτης μπροστά από τον άλλο, σταματούσε, κάτι τούλεγε,
σταματούσε για να τον κυττάξει, και ύστερα ο καθένας προχωρούσε στη διεύθυνσή
του.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Οι φωνές και οι βρυσιές στο υπόφραγμα
μπόλικες.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Είναι το θαμπό φως που κάνει τους ναύτες
έτσι ευκολοερέθιστους, είπεν ο Ρένας, και σε κανένα δεν κάνει εντύπωση.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Διαρκώς ακούονταν.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Μίλα καλά, λέω γω.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Αυτό που σου είπα. Γκαπ-γκουπ.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Τσακώνονταν και αρπάζονταν από τα
ρούχα.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Έβγαλα το Σχολαρχείο, έλεγεν ένας μικρός
στρογγυλοπρόσωπος οιακιστής, αφού τον χώρισαν από τον καυγά. Έβγαλα το
Σχολαρχείο μα τι βγήκε! Νάαα! Ήρθα να καταταχτώ ναυτόπαιδας.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Κι' έδοσε μια πλατειά μούτζα στο πρόσωπό
του.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Ο εγγράματος! τον έκοψεν άλλος που δεν
πίστεψε. Ξέρεις μωρέ να μας πεις με τι γράφονται τα γράμματα;</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Η συζήτηση για τη μόρφωση του κύκλου έπερνε
δρόμο.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Ο ναύαρχος έδοσεν ένα σήμα ότι φτάνει, και
το «έρχομαι εσπευσμένως» το «ως» τόγραψες με όμικρον.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Από τη βίαση μου μωρέ λάπαθο.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Βέβαια, ήσουνε και συ ε σ π ε υ σ μ έ ν ο
ς. Φύυυσα!!</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Ο άλλος απάντησε κατακόκκινος στον
πρώτο:</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Το νου σου και θα σε κουτουλήσουνε,
βρε!</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Τι;</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Οι οξείες, οι βαρείες και οι
περισπωμένες.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">.,,, Στο πρωραίο διαμέρισμα του υποφράγματος
όπου ήτανε το κουρείο μαζεύονταν όλοι οι χασομέρηδες.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Ξαναδιάβασε την κολλημένη στον τοίχο
διαταγή:</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">«Οι άνδρες πρέπει να διατελούν καλώς
εξυρισμένοι, απαγορεύεται δε το τρέφειν υπογένειον (μούσι). Εκ του Γραφείου της
επιστασίας.»</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Μέσα κι' έξω από το διάφραγμα του κουρείου
ήτανε μαζεμένοι, και μαζευόντανε τακτικά, ένας Κερκυραίος δίοπος γραφέας, ένας
κληρωτός φοιτητής της φιλολογίας, ο δίοπος ξυλουργός, ο βοηθός ναύτης του
πολιτικού ράφτη, ο αποθηκάριος του οπλονόμου, και μερικοί άλλοι.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Προσπαθούσαν όλοι να κάνουν το μόρτη, τον
ξεδομένο στον κόσμο, και κανόνιζαν ανάλογα την ομιλία τους, και τις κίνησές
τους.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Έχω νταλκά, λέγανε ταχτικά.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Είναι στο νταλκαδάκι του πάλι.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Του ξηγήθηκα λίγο αρμυρά σήμερα.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Όταν έμπαινες συ στη μαγκιά, εγώ έβγαινα
απ' το κουρμπέτι., .</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Όσοι ναύτες ερχόντανε να σιάξουνε τα μαλλιά ή
να ξουριστούνε τραβούσανε το διάβολό τους.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Πι και Φι θα μας γίνεις πάλι, φώναζεν ο
φοιτητής της</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> φιλολογίας.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Τράβα του ένα μπερντάκι, έτσι σώγαμπρο,
κορόιδευεν ο</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> αποθηκάριος.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Θα σου τον φτιάσω ως είδος πλουσιόπαιδο,
απαντούσεν ο ναύτης</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> κουρέας.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Έφτανε στο μεταξύ και ο υπηρέτης των
μηχανικών· και καλούσε το φοιτητή της φιλολογίας.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Κύριε Παρασκευόοοπουλε!</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Παρών, εδώ.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Νάαα! Βρε!</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Το κοπλιμέντο των πέντε δακτύλων δεν
παρεξένευεν ούτε θύμωνε κανένα.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">IX</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Μωρέ, δυο γυναίκες!</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Άκουσεν έξαφνα μια φωνή δίπλα του βαθειά από
την έκπληξη κι' από το θαυμασμό. Μαζί με τη φωνή γύρισε τα μάτια του. Είδε
κάποιο ναύτη να δείχνει στη διεύθυνση της πλώρης. Ήτανε πραγματικά δυο γυναίκες
κοντά σ' έναν υπαξιωματικό που τους μιλούσε και κινούσε τα χέρια του.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Του φανήκανε εξαιρετικά όμορφα τα δυο κείνα
πλάσματα, αλλά δε κατόρθωσε να προσδιορίσει τα χρόνια τους. Παρατήρησε ότι από
τότε που κλεισμένος στο καράβι δεν έβλεπε γυναίκες είχε χάσει το απλούστατο
πράμα γι' αυτόν. Είχε χάσει τη δύναμη να κρίνει τις γυναίκες. Ανυπομονούσε ν'
ακούσει τη φωνή τους, πώς θάταν. Δε μιλούσαν όμως.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Τι νάτανε τάχα του υπαξιωματικού οι δυο αυτές
γυναίκες; Αδελφές, εξαδέλφες, γνώριμες, δε μπορούσε να καταλάβει. Τα πρόσωπά
τους δεν είχανε καμιάν ομοιότητα με το τραχύ πρόσωπο του υπαξιωματικού, ενώ
μοιάζανε με τα στρογγυλά πρόσωπα των ναυτόπαιδων, τα φρέσκα και χωρίς
γένεια.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Ύστερα άκουσε και τις γυναίκες να μιλούν. Η
φωνή τους ήτανε γλήγορη, μαλακότερη από του άντρα, και διακρινόταν ότι έβγαιναν
από λεπτότερα όργανα. Δεν είχε πολύ σταθερότητα και ήτανε σα να στρίγλιζε
κάπως.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Παρατηρούσε τα μικρά τους στοματάκια.
Διακρίνοντανε άσπρα δόντια και μια κόκκινη γλωσσίτσα που φαινότανε και χανόταν.
Το εσωτερικό του χειλιού είχε το κόκκινο βαθύτερο και βρεμένο, και το απάνω
χείλι λευκό και γαργαλιστικό σκιαζόταν από αλαφρό χρυσωπό χνούδι.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Τα δύο κορίτσια ή γυναίκες — δεν ήξερε καλά —
μιλούσανε γλήγορα κι' από τη μιαν ομιλία γλυστρούσανε στην άλλη. Κάποτε που
γελούσανε φωτιζόταν οι καμπύλες στο μάγουλό τους. Τα πρόσωπά τους ήτανε
μικρότερα από των τριγύρω αντρών, πιο στρογγυλά και πιο πονηρά. Ο λαιμός
κατέβαινε με κανονική καμπυλότητα και χανότανε μέσα στο λεπτό πουκαμισάκι. Το
μέτωπο δεν είχε καθόλου συννέφωμα και τα μαλλιά της κόμης ερχόντανε και
μικραίνανε ως που σβύνανε σε ευγενικό χνούδι λίγο παρακάτω από τ' αυτί. Ύστερα
τα χέρια λεπτά και άσπρα τελειώνανε σε περιποιημένα δάχτυλα, με κανονικά κομένα
τα νύχια.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Αληθινό καλλιτέχνημα φαινόντανε στο Ρένα οι
δυο γυναίκες, καλλιτέχνημα βγαλμένο από μεγάλη φροντίδα, εξαιρετική περιποίηση,
θαυμαστή επιμέλεια. Τώρα έκανε τη σκέψη ότι όλες οι γυναίκες έτσι πρέπει νάναι,
και τώρα συμπέραινε ότι τα δυο αυτά κομψοτεχνήματα που φαντάζανε μπροστά του, δε
θάτανε κι' από το καλλίτερο δείγμα της γυναίκας, αφού δε φορούσανε ούτε
καπέλλο.,,</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Πόση όμως φροντίδα στη στάση τους και στο
φέρσιμό τους! Προσέχανε πολύ βέβαια πώς να βρεθούνε πιο ώμορφες, και τραβούσανε
μέσα στο καράβι όλων τις ματιές. Θα το καταλαβαίνανε, γιατί αν και δείχνανε ότι
δεν προσέχανε, κάποτε-κάποτε κρυφομιλούσανε και κρυφοκυττάζανε.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Ο Ρένας παρατηρούσε κ' έλεγε:</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Όλα τα ρούχα της γυναίκας είναι λεπτότερα
από των ανδρών. Σχεδόν μπορείς να πεις ότι είναι γυμνή. Τόσο φέγγουνε και τόσο
είνε διάφανα. Μέσα από τα μανίκια τους χύνεται λαξευτό το ροδαλό χέρι. Το ίδιο
σα να βγήκε τώρα από τον τόρνο. Φαίνεται όμως τόσο ζωντανό και μαλακό! Κάποτε
αλλάζει θέση, ταράζεται, χαλά τις πτυχές της μουσελίνας και γίνεται άλλο χέρι,
πιο καινούργιο ακόμα και πιο νέο. Στη δέση του ώμου, σκιασμένο λίγο, κλείνει το
χέρι το μυστήριο της μασχάλης. Από αυτήν διακρίνεται μια γωνία, ένα Λ πιο μικρό
ή πιο μεγάλο, ποτέ όμως τόσο μεγάλο ώστε το μάτι να σταματά και να βρίσκει το
τέρμα της ικανοποίησής του.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Από τα λόγια των δύο γυναικών, ξεχώριζε τα
κομμάτια αυτά τακτικά, και στον ίδιο συρμένο και γλήγορο ήχο:</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Καϋμένη!</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Έλα δα λοιπόν.,,</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Ναι στη ζωή μου.,, Κύττα κει!</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Αχ!.,, Μα τι περίεργο.,,</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Όταν χαθήκανε οι γυναίκες κατεβαίνοντας με τον
υπαξιωματικό το κάτω υπόφραγμα, ο Ρένας αισθάνθηκεν ένα πολύ δυνατό κλονισμό.
Πηδήσανε το πρώτο σκαλοπάτι, ανάλαφρες σαν πουλιά, και σηκώθηκε λίγο η φούστα
τους. Της μιας ο αστράγαλος ψήλωσε σ' ένα κομμάτι κνήμης αισθαντικής και
ευτυχισμένης. Παρακολούθησε τα τακουνάκια τους να χτυπούνε τακ-τακ σαν ξύλινο
ταμπούρλο, και όταν χαθήκανε και τα κεφάλια τους ο ήχος των ψηλών τους τακουνιών
εξακολουθούσε το τακ-τακ στ' αυτιά του.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Τι παράξενον ήχο, είπε, έχουνε τα γυναικεία
τακουνάκια την ώρα που κατεβαίνουνε τις σκάλες.,,</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Ύστερα ο κλονισμός που είχε νοιώσει στη θέα
της λουρίδας της γυναικείας κνήμης άρχισε να πλημμυρίζει την ύπαρξή του, και να
τον σέρνει σε μια ακατανίκητη ανάγκη να μιλήσει και να νοιώσει κοντά του, δική
του τη γυναίκα.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Έτρεξε στο ντουλαπάκι του, πήρε τ' απαιτούμενα
και κάθισε σ' ένα πάγκο μπροστά στο τραπέζι του συσσιτίου, για να γράψει. Έπρεπε
να εξατμίσει, ν' αδειάσει, αδιάφορο πως, όλο το αίσθημα της γυναίκας. Η πλημμύρα
του θα τον έπνιγε.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Δεν έχω καμιά φιληνάδα ή ερωμένη έξω, είπε,
μα δεν με νοιάζει. Θα γράψω ένα γράμμα στη γυναίκα και θα της πω ό,τι αισθάνομαι
γι' αυτήν ή από την έλλειψη της. Πιστεύω ότι μπορώ έτσι να νομίζω ότι μιλώ με
κάποια, και ότι την έχω κοντά μου και μ' ακούει.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Άρχισε να γράφει γλήγορα-γλήγορα, χωρίς να
σταματά για να σκεφτεί.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">«Αγαπημένη μου. Βέβαια δε θα λάβεις το γράμμα
μου, όμως σε μένα έρχεται καλλίτερα την ώρα που μιλώ με τον εαυτό μου, να νομίζω
ότι μιλούμε μαζί.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Πόσος καιρός είναι από τότε που δε σε βλέπω!
Δε θυμούμε τώρα ούτε μπορώ να λογαριάσω. Ο ήλιος εδώ είναι άφθονος και με
γεμίζει από την επιθυμία για σένα. Σε αγαπώ σήμερα περισσότερο από χθες, και
αύριο περισσότερο από σήμερα. Και είμαι όλος δικός σου, ξέρετο αυτό.,, Μα πόσα
λίγα μαθαίνω για σένα! Καμιά φωνή δω και κει, κανένα γέλιο. Αλλά είναι τόσο
μικρά αυτά, και απέχουνε τόσο καιρό από τότε! Είμαι μόνος και φοβούμαι τώρα τη
μοναξά που άλλοτε τη γήρευα τόσο. Και πώς περνώ τη μοναξά μου; Μπροστά στα μάτια
σου, που δεν είναι τίποτ' άλλο από μια ζωγραφιά και μια ανάμνηση.,, Αχ ας
μπορούσα να σέχω τώρα εδώ κοντά μου, κοντά στο άπειρο της γαλήνης τ' ουρανού και
της θάλασσας! Και νάξερες πόσο το ωραίο αυτό κάντρο της φύσης μ' έχει πια
κουράσει! Πώς περνούνε έτσι οι μέρες μου και πώς θα περάσουν ακόμα! Είναι η
ανάγκη για σένα, που με σφίγκει και με πνίγει, έτσι να.,, Και όμως ζω σα σε
όνειρο. Τα τριγύρω οράματα του ουρανού, της θάλασσας και της γης αλάζουνε κάθε
μέρα. Μόνο το καράβι μας μένει το ίδιο, και δεν μπορεί κανείς να μου βγάλει την
ιδέαν ότι αποτελεί το κέντρο του κόσμου. Να μπορούσα λοιπόν και γω να γίνω ένα
κομάτι κουπί που φέρνει τόσους ναύτες στην ευτυχία και στη ζέστη της αγκαλιάς
σου, ή ένα πανί για να οδηγώ στο λιμάνι, ή ένα σύννεφο ομίχλη που κατακάθισε
στην πολιτεία και πέρασεν από το ανοιχτό παράθυρο της κάμαράς σου!</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Μα η ψυχή μου έχει γεράσει, και τα βουνά
αρχίσανε να γερνούνε μαζί μου. Είναι η μοναξά που τα γέρασεν όλα.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Μ' αν ερχόσουνε μια στιγμή! Θα ταξειδεύαμε
μόνοι μας με τη βαρκούλα μου, και γω με ευχαρίστηση θα σου έδειχνα τα πολεμικά
καράβια. Τους πύργους τους, τα κανόνια τους, τις καπνοδόχες, τις μεγάλες βάρκες,
τους χρυσωμένους από τον ήλιο φεγγίτες! Και θα σούλεγα:</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Να αγαπημένη ο δικός μας κόσμος. Είναι
μελαγχολικός και λυπημένος, μα δε μας κάνει κακούς. Μας γεμίζει καλοσύνη και μας
μαθαίνει ν' αγαπούμε. Και τι θα μούλεγες συ; Θα κύτταζες τα χέρια μου βαμένα από
τη σκουριά, γεμάτα ρόζους, μα δυνατά κι' επιστημονικά στο κουπί. Θάβλεπες το
πρόσωπό μου μαυρισμένο από τα κάρβουνα, μα φωτισμένο και θαυμαστό γιατί θα το
εξιδανίκευεν η αγάπη μου.,, »</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Το ξύλινο ταμπούρλο των τακουνιών ξαναχτύπησε
πάλιν ξαφνικά στ' αυτιά του και τα δυο ζευγάρια των γυναικείων κνημών αστράψανε
στα μάτια του ν' ανεβαίνουνε τα σκαλοπάτια δυνατά, αισθαντικά, ευτυχισμένα. Ήταν
ένα δράμα πιο πραγματικό από την αλήθεια, κι' ήτανε μια πραγματικότητα πιο
δυνατή από ένα δράμα.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Ο Ρένας έχασεν από μπροστά του το χαρτί και
σταμάτησε τα μάτια του στα σκαλοπάτια, που είχανε περάσει και είχανε χαθεί οι
κνήμες, αμίλητος παραλογισμένος.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Χ</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Κάποιο απόγευμα η μεγάλη μπάντα του καραβιού
άρχισε να παίζει πίσω στην πρύμη. Ο κυβερνήτης έδινε τσάι στους αξιωματικούς
ενός ξένου θωρηκτού, που βρισκόταν αραγμένο εκεί. Πάνω στο επίστεγο μαζεύτηκαν
πολλοί θερμαστές και ναύτες, κοκκινόμαυροι από το κάρβουνο και τη σκουριά,
σκοτεινοί, και με μόνο τα μάτια τους υγρά και καθαρά.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Διαρκώς πάνω στην πρύμη έφταναν οι ξένοι
αξιωματικοί, κομψοί, ωραίοι, ντυμένοι σ' επίσημη στολή, σε ρεδιγκότες
καταστόλιστες από τα γαλόνια. Και οι αξιωματικοί του θωρηκτού τους υπεδέχονταν
επίσημοι κι' αυτοί στη στολή, λάμποντας, χαρούμενοι.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Θ' απολάψομε κάποιαν ευγενικιάν ευτυχία
τουλάχιστο, ακούοντας εκλεκτή μουσική, σκέφτηκεν ο Ρένας ανεβαίνοντας στο
επίστεγο της πρύμης. Θ' ακούμε και θα βλέπομε από δω σα σε θεωρείο.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Ο σκοπός όμως ναύτης έδιωχνε τους μαζεμένους
εκεί ναύτες και δεν τους άφινε να περάσουνε πέρα από την καπνοδόχο.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Κάποιος ναύτης πλησίασε περισσότερο στην
καπνοδόχο, κι' ο σκοπός τον έδιωξε.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Γιατί, είπεν ο ναύτης μ' αποφασιστική
ειρωνεία, θα τους λερώσομε την καπνοδόχο;</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Κι' οι άλλοι γέλασαν.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Άλλος ναύτης, μιλούσε για την πρώτη εντύπωση
που τούκανεν η μπασσαβιόλα:</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">- Σαν την πρωτόειδα έκανε βρρ-βρρ-βρρ· Την
έπαιζεν ένας χοντρός Κερκυραίος κι' ήτανε πιο αψηλή από δαύτον. Και όλο βρρ-
βρρ-βρρ. Τάλλα όργανα γριτσανίζανε σαν ποντικάκια μπροστά της. Κι' αυτός διάβαζε
μέσα σε κάτι χοντρές μαύρες μαγκούρες, τόσες μεγάλες. Ήτανε μια αηδία να τον
ακούς.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Η μουσική έπαιζε κατά σειρά, Μανόν, Κάρμεν,
Ζουρ ε Νουί κάποιο γαλλικό βαλς. Κάτω από τις γλυκές νότες η θάλασσα μαλάκωνε
τους κυματισμούς της, τους έστρωνε σ' ένα θαυμαστό μουρμούρισμα, και μαζευόταν,
λες, όλη πίσω στην πρύμη.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Την ωραία μουσική! σκέφτηκεν ο Ρένας. Πόσο
ασύμφωνη όμως με τα μαυρισμένα μας ρούχα, με τα μουτζουρωμένα πρόσωπα και χέρια,
και με τα παλιόσχοινα και τις αλυσίδες οπού καθόμαστε για να την ακούμε. Βέβαια
αυτοί που κάνανε και μίλησαν οι ήχοι με τόσην ευγένεια, με τόση γλύκα, με τόσην
απαλότητα, έπρεπε να είναι καθαροί, να κάθονται σε κομψά δωμάτια, και ν' ακούνε
τριγύρω τους ευγενικά λόγια.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Μέσ' από την εκτέλεση της μουσικής ξεχώριζε τ'
αόρατα όργανα. Τα σεβότανε τώρα εξαιρετικά και τα φανταζότανε να γιαλίζουν όπως
και τα χρυσά γαλόνια των ξένων αξιωματικών., Ορίστε η μαλακιά φωνή της
κλαπαδόρας, και ο λυγερός τόνος της κορνέττας, και τα καναρίνια που λέγονται
κλαρίνα, και η πλατειά φωνή των μπάσσων, κι' αυτά που σχίζαν την ηχώ σα μαχαίρια
πλατολέπιδα τρομπόνια, και οι βραχύφωνες τρόμπες, και το ευφώνιο με τον επίσημο
τόνο, και το πίφυρο κελαϊδιστό, και η γραν-κάσσα βάρβαρη μα απαραίτητη, και το
ταμπούρρο άτακτο παιδί γεμάτο θόρυβο. Ύστερα τα πιατίνα που θέλανε να σκεπάσουν
όλη τη μουσική σαν καπάκι, και το τρίγωνο οξύ που έχωνε τη μύτη του απροσκάλεστο
σε πείσμα όλης της συμφωνίας.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Κι' ενώ οι νότες καλλιτεχνούσανε τον αέρα και
τον αρωματίζανε με τη δική τους πνοή, ο Ρένας έβλεπε τα μαυρισμένα από το
κάρβουνο πρόσωπα των ναυτών να κάνουνε ντροπή στον ήλιο, και τα ρούχα τους να
δίνουνε περισσότερη ανυπόληψη στον εαυτό τους.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Έχω ακούσει εγώωωω! Είπεν ένας μπαλωμένος
θερμαστής, ενώ οι άλλοι τον κοροϊδεύανε.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Μουσικές αναμνήσεις από την Ιταλία,
σεγοντάρησεν άλλος. Στην πλώρη ετοιμάζανε τις μπίγες, τα ζεμπίλια, τα φτιάρια,
τα παλάγκα, τα καραβόπανα, για τη συνέχιση της πρωινής ανθράκεψης. Εδώ η μουσική
ήτανε χοντρή, βαρειά, σκοτεινή, στάζοντας ίδρωτα και βαρυγκομιά. Μουσική
τονισμένη αποκλειστικά για τους ναύτες.,,</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Ήρθε το ηλιοβασίλεμα και η γαλαζορόδινη
θάλασσα, ζωντανή, αισθαντική, χαδιάρα, κούραζε πιο πολύ ακόμη το Ρένα.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Νάμαι ξαπλωμένος στη στεριά!
στέναξε.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Κι' ούτε να τη βλέπω στα μάτια μου τη
θάλασσα, έκανε σαν απήχηση η φωνή κάποιου ναύτη δίπλα του.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Ώμορφες οι σημαίες των ολόγυρα καραβιών
ανακατεύανε το χρώμα τους με το χρώμα τ' ουρανού και της θάλασσας. Υπήρχε πολλή
χάρη, πολλή κομψότητα στο κυμάτισμά τους αυτό. Γυναίκες οι σημαίες, ή από
γυναικείο χέρι φτιασμένες, ή σε γυναικεία χάδια παραδομένες.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Ο Ρένας έβλεπε:</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Τι ήτανε λοιπόν το ηλιοβασίλεμα αυτό! Ήτανε
θεότητα καμιά, ή άψυχο και άσκοπο ανακάτεμα χρωμάτων;</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Ποια λύπη στην ύπαρξη της σκάφης που ξεκίνησε
μεγάλη από την πρύμη του θωρηκτού, κι' έμεινε τώρα ένα μαύρο σημάδι στη μέση του
κόλπου! Δεν φαίνονταν ούτε τα κουπιά της να κινούνται, και τραβούσεν ακόμη
μακρυά προς το σύθαμπο.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Αν όλη αυτή η θέα μαρμάρωνε, έξαφνα, κι'
έμενεν έτσι για πάντα με τα ίδια χρώματα, το αυτό μυστήριο, την αυτήν έκφραση,
την ίδια συναίσθηση ενός τέλους!</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Κι' ακόμη ποια έκπληξι στην κόκκινην ορθή
γραμμή της δύσης! Αυτό το χρώμα ήταν έν θαυμαστικό. Θαυμαστικό του εαυτού
του.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Σκέφτηκε:</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Αν δεν προχωρήσει το απόβραδο, περισσότερο
από το σημάδι αυτό, κι' αν μείνει η πλάση όλη ένα απόβραδο. τι θα γίνει ο
κόσμος!</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">XI</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Μετά το βραδυνό συσσίτιο ήρθεν ένας
υποχρεωτικός δίοπος να τον πάρει στο διαμέρισμά του.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Έχομε διασκέδαση στο υπόφραγμα, δεν το
ξέχασες, του είπε.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Και πήγανε μαζί χεροπιασμένοι στο πρυμναίο
υπόφραγμα απ' όπου έρχονταν οι ήχοι μιας φυσαρμόνικας και εύθυμες φωνές. Είδε το
υπόφραγμα να είχε μαλακώσει, να θερμάνθηκε και να γέμισεν από καλοσύνη. Από τη
στιγμή που οι πρώτες νότες, μελένιες, κατευναστικές, απαλές, ξέφυγαν από τ'
όργανο, οι δυνατές φωνές, οι διαπληκτισμοί και οι βρυσιές, είχανε σβύσει. Η
φυσαρμόνικα έλεγε κάποιο ανατολίτικο τραγούδι, με χαλαρό ρυθμό, γεμάτο λύπη,
μελαγχολία και διάθεση σε κλάμα. Αλλά το πρόσωπο του ναύτη που έπαιζεν έλαμπεν
όλο από αναγάλια. Είχε σκυμένο το κεφάλι στη φυσαρμόνικα και φαινότανε σα νάθελε
να προστατευτεί από αυτήν. Τα μάτια του είχανε μεγαλώσει, ο λαιμός του απλωνόταν
χυτός σαν κοριτσιού, και κάτω από το μάγουλο προς το σαγόνι χαράζονταν δυο
λακκάκια ευτυχίας. Ακόμη τα δόντια, ολόασπρα, λάμπανε από παιδιάτικο γέλιο.
Ύστερα ήτανε τα ρούχα, φωτεινά, σαν μεταξωτά, και δεν φαινόντανε τώρα διόλου
κουρελλιασμένα, χοντρά και μαυροκόκκινα από τη λέρα.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Ο Ρένας ξανάβρισκε στο τραγούδι ήχους παλιούς,
λησμονημένους. Ένας περασμένος κόσμος ξυπνούσε μέσα του, και είδε τον εαυτό του
κάμποσα χρόνια μικρότερο, να χορεύει στ' αλώνι του χωριού του.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Τι έλεγε το όργανο; Ήχους γνωστούς, ήχους
σκόρπιους στη συνείδησή του, τώρα πάλι μαζεμένους. Τα μάτια του ήτανε καρφωμένα
στη φυσαρμόνικα και στον παίχτη. Ταξείδευε μαζί του σ' άλλους κόσμους.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Και το υπόφραγμα γέμιζεν από ναύτες,
καθισμένους στους πάγκους ή απλωμένους κάτω στη λαμαρίνα. Σ' όλων τα πρόσωπα η
καλοσύνη τράβηξε μια πινελιά κι' η ωμορφάδα άλλη μία.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Το ένα τραγούδι, κ' ύστερα τ' άλλο, και το
άλλο. Στο υπόφραγμα βασίλευε το φως και η χαρά. Το έργο της μουσικής
δημιουργούσε, δούλευε το σκληρό πυλό της ψυχής, μαλάκωνεν αισθήματα, έχτιζε
παλάτια, έδειχνε γαλάζα χρώματα άλλων ουρανών.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Το ίδιο όπως στα πρώτα χρόνια, σκέφτονταν ο
Ρένας, με τη διαφορά πως τότε είχαμε ένα χάλκινο σουράβλι, αντί για την τωρινή
φυσαρμόνικα.,,</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Σαν χτύπησεν η σάλπιγκα κατάκλιση, αυτός άφησε
το υπόφραγμα κι' ανέβηκε στο κατάστρωμα. Ήτανε γεμάτος από τους παλιούς κόσμους
του χωριού και της πολιτείας κι' ήθελε να ξεχάσει, να εξατμισθεί στον ανοιχτόν
αέρα.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Η θάλασσα σιγομιλούσε μ' ένα πλιφ-πλαφ στα
πλευρά του καραβιού, δε μπορούσεν όμως να καταλάβει τι έλεγε. Εδώ κι' εκεί
στιγματιζόταν από φωτεινά ξεφλύδια και της γνώριζε τ' ασημένια ψήγματα του
χαμογέλιου της. Ο σεβασμός του Ρένα για τη γαλήνη του σκοτεινού αυτού και
μαλακού υγρού σηκώθηκεν άπειρος.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Κι' ολόγυρα το σκοτάδι σημειωνότανε
περισσότερο μελαγχολικό δείχνοντας τη ζωή που κοιμάται.,</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Στο βάθος μια ξεφτισμένη κορδέλλα από φώτα
όριζε, τη μακρυνή πολιτεία. Ο Ρένας τώρα για πρώτη φορά πρόσεξε. Σ' όλο το
διάστημα νόμιζε πως βρισκότανε στο άπειρο, μακριά από τον κόσμο, κι' είχε φθάσει
να πιστέψει για μόνο κόσμο, τον κόσμο του καραβιού του. Τα φώτα της πολιτείας
όμως τον θαμπώνανε και τον τυφλώνανε τώρα. Ήτανε κει η ζωή, και ξαναγύριζε με
δυνατό φτερούγιασμα η ψυχή του στους φωτισμένους δρόμους και στα χαρούμενα
κέντρα, που τον γνώριζαν και τάχε γνωρίσει τόσο.,</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Δίπλα του άκουσε σαν ανασασμό. Είδε τον
υπαξιωματικό της φυλακής, ζαρωμένο στον ανεμοδόχο, διπλωμένο στους ανέκφραστους
συλλογισμούς του. Από τα παλιά χρόνια δεν είχε πάρει άλλο γαλόνι. Έμεινεν
υποκελευστής κι' έριξε κει την άγκουρά του. Από την εποχήν εκείνη το μοναδικό
ιδανικό και όνειρο της ζωής του δεν κατόρθωσε να πραγματοποιηθεί και να
ζευγαρώσει στα δυο γαλόνια του κελευστή. Πάντα αμίλητος δεν προόδεψεν ούτε μια
γραμμή σ' εξυπνάδα και κρίση. Κι' όλο έδειχνε να σκέπτεται και νάχει ομιλία μόνο
με τον εαυτό του. Καμιά κίνηση στο σώμα και στο κεφάλι αυτό το άδειο από πνεύμα.
Η φωτιά έσβυσεν από κει χωρίς ν' ανάψει.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Ο Ρένας ξαναγύρισε πάλι στην πολιτεία και στο
φως, γιατί του έκανε πολύ κακό το θέαμα του σκοτεινού κι' ακίνητου αυτού
υπαξιωματικού.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Στο βάθος μακρυά, η ξεφτισμένη κόκκινη ταινία
όλο και ταραζότανε.. Άρχισε να μονολογεί:</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Ρεύματα ανθρώπων και χείμαρροι και λίμνες
και θάλασσες ανθρώπων ανακατεύονται και σπρώχνονται και συναντούνται και
ανεβαίνουν στο Καπιτώλιο και χαμηλώνουν στα Τάρταρα.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Τύμπανα και σάλπιγγες χτυπούν. Οδηγήσατε την
χαράν εις τα στόματα των σαλπίγγων και προσαρμόσατε το μεθύσι στην μεμβράνα των
τυμπάνων σας. Η πολιτεία είναι εκεί. Σαν από μεγάλη σφαίρα γυρίζει ο κόσμος με
τριγμούς.,, Κόψατε κλάδους μυρσίνης και στρώσατε να περάσει ο θόρυβος. Ντύσατε
τας χείρας σας στην πορφύρα των φώτων, μαλάξατε το κρύσταλλο και κάνετε το
ρευστό σαν νερό…</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Προχώρησεν ακόμη προς την πλώρη
παρακολουθόντας τη φωτεινή ξεφτισμένη κορδέλλα. Κάτι του φαινότανε πως
ξεκολλούσεν από κει, προχωρούσε μέσα στο πέλαγος, έφτανε στο καράβι, και χαλούσε
την ησυχία της νύχτας.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Ήτανε το τελευταίο συνάντημα με τη μικρή Καίτη
του καφεσαντάν. Τα όμορφα λόγια και τα γλυκά φιλήματα είχανε σχηματισθεί τώρα σε
κάτι μαλακό και θερμό και μεθούσανε την ύπαρξή του. Αισθανότανε τη μικρή Καίτη
να κελαϊδεί με κρινένια λογάκια, να φιλά με τριαντάφυλλα χειλιών, να περπατά
κοντά του και να τον καλά με σχήματα. Τα άστρα των ματιών της τον χαϊδεύανε και
τα μάγουλά της γελούσανε πυρωμένα.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Πρέπει λοιπόν να σ' αφίσω, αγαπημένο παιδί!
Έκανεν ο Ρένας νομίζοντας στ' αλήθεια ότι μιλούσε με κείνη. Βιάζεσαι να φύγεις
για την πολιτεία, τα χέρια σου τώρα μου στέλνουνε τα φιλήματα του αποχαιρετισμού
και χάνεσαι στο υγρό σκοτάδι.,, Στάσου όμως. Αν πνιγείς αυτή τη βραδειά μπορεί
να μη σε ξαναβρώ πια στην πολιτεία…</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Διευθύνθηκε προφυλακτικά προς την πλευρά του
λεμβούχου, κατέβηκε την κρεμασμένη σχοινένια σκάλα, πήδησε χωρίς θόρυβο στην
κουπαστή της μικρής φαλαινίδας και τράβηξε με τα κουπιά στη διεύθυνση της
μακρυνής ξεφτισμένης φωτεινής κορδέλλας. Την άλλη μέρα το πρωί θα τον κηρύττανε
δραπέτη,</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Αθήναι. Δεκέμβριος 1919.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><b><span style="color: red; font-size: 16pt;">ΤΕΛΟΣ </span></b></dt>
</dl>
</dt>
</dl>
</div>
Anonymoushttp://www.blogger.com/profile/08051056850681230077noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6616896798072971014.post-56131621883234766142012-10-24T07:58:00.001-07:002012-10-24T07:58:32.566-07:00Φελίτσε Μαστρογιάννι: Το παραμύθι του Ευτύχιου<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<dl>
<dt><b><span style="color: red; font-size: 26pt;">Φελίτσε Μαστρογιάννι: Το
παραμύθι του Ευτύχιου</span></b>
</dt>
<dt><b><span style="color: lime; font-family: Verdana; font-size: 16pt;">ΟΛΟΚΛΗΡΟ
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ</span></b>
</dt>
<dt><span style="color: cyan;"><b><span style="font-family: Verdana; font-size: 16pt;">ΣΠΑΝΙΟ
ΒΙΒΛΙΟ </span></b></span>
</dt>
<dt><a href="http://fih.gr/view.php?filename=64scansione00132_150x150.jpg" target="_blank"><img align="left" alt="FREE photo hosting by Fih.gr" height="229" src="http://fih.gr/images/64scansione00132_150x150.jpg" width="229" /></a><b><span lang="EN-US" style="font-size: 14pt;"><a href="http://www.24grammata.com/?p=18608" style="color: blue; text-decoration: underline; text-underline: single;"><span lang="EL">Ο Φελίτσε
Μαστρογιάννι</span></a></span></b><span style="font-size: 14pt;"> ήταν ένας
Ιταλός ποιητής με ελληνική παιδεία. Έγραφε τα ποιήματα του απ ευθείας στην
Ελληνική γλώσσα και ο ίδιος τα μετέφερε στην Ιταλική. Θεωρούμε ότι ο Φελίτσε
Μαστρογιάννι είναι ένας από τους σημαντικότερους ευρωπαίους κλασικούς ποιητές,
παρόλο που στη χώρα μας παραμένει, ακόμα, άγνωστος. Το παρόν ηλεκτρονικό βιβλίο
είναι το πρώτο μέρος από την <strong>“ελληνική τριλογία”</strong> που
κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις “Δελφικά τετράδια”. Τα άλλα δύο μέρη της τριλογίας
είναι ” </span><b><span lang="EN-US" style="font-size: 14pt;"><a href="http://www.24grammata.com/?p=18570%20" style="color: blue; text-decoration: underline; text-underline: single;" target="_blank"><span lang="EL">Άνοιξη</span></a></span></b><span style="font-size: 14pt;">” και
</span><span lang="EN-US" style="font-size: 14pt;"><a href="http://www.24grammata.com/?p=18572" style="color: blue; text-decoration: underline; text-underline: single;"><b><span lang="EL">“το παραμύθι του
Ευτυχίου</span></b><span lang="EL">”.</span></a></span><span style="font-size: 14pt;"> Τα 24</span><span lang="EN-US" style="font-size: 14pt;">grammata</span><span style="font-size: 14pt;"> αποφάσισαν να τα
παρουσιάσουν σε τρία διαφορετικά </span><span lang="EN-US" style="font-size: 14pt;">e</span><span style="font-size: 14pt;">-</span><span lang="EN-US" style="font-size: 14pt;">book</span><span style="font-size: 14pt;">,
για να είναι πιο εύκολη η μεταφόρτωση τους. Το σπάνιο τούτο βιβλίο ανήκει στην
προσωπική συλλογή του ποιητή </span><span lang="EN-US" style="font-size: 14pt;"><a href="http://www.24grammata.com/?p=9022" style="color: blue; text-decoration: underline; text-underline: single;" target="_self"><strong><span lang="EL">Γιώργου Πρίμπα</span></strong></a></span><span style="font-size: 14pt;">,
ο οποίος το είχε μαζέψει από παλαιοβιβλιοπωλείο στο Μοναστηράκι και με προθυμία
μας το παρέδωσε, και τον ευχαριστούμε, με την ελπίδα να ξαναμπεί ο Φελίτσε
Μαστρογιάννι στη ζωή των Ελλήνων.</span>
</dt>
<dt><strong><span style="font-size: 14pt;">Σχετικά άρθρα για τον Φελίτσε
Μαστρογιάννι από τον </span><span lang="EN-US" style="font-size: 14pt;"><a href="http://www.24grammata.com/?p=18608" style="color: blue; text-decoration: underline; text-underline: single;" target="_blank"><span lang="EL">Γ.
Πρίμπα</span></a></span><span style="font-size: 14pt;">, </span><span lang="EN-US" style="font-size: 14pt;"><a href="http://www.24grammata.com/?p=18589" style="color: blue; text-decoration: underline; text-underline: single;" target="_blank"><span lang="EL">Α.
Θηβαίο</span></a></span><span style="font-size: 14pt;"> και </span><span lang="EN-US" style="font-size: 14pt;"><a href="http://www.24grammata.com/?p=18599" style="color: blue; text-decoration: underline; text-underline: single;"><span lang="EL">Γ.
Δαμιανό</span></a></span><span style="font-size: 14pt;">. </span></strong>
</dt>
<dt><strong><span style="color: red; font-family: Verdana; font-size: 14pt;">Φελίτσε – Ευτύχιος -
Μαστρογιάννι, </span><span lang="EN-US" style="color: red; font-family: Verdana; font-size: 14pt;">Felice</span><span lang="EN-US" style="color: red; font-family: Verdana; font-size: 14pt;">
</span><span lang="EN-US" style="color: red; font-family: Verdana; font-size: 14pt;">Mastroianni</span><span lang="EN-US" style="color: red; font-family: Verdana; font-size: 14pt;">
</span></strong>
</dt>
<dt><b><span style="color: black; font-family: Verdana; font-size: 14pt;"><a href="http://www.24grammata.com/wp-content/uploads/2011/10/F.-Mastroianni-To-paramuthi-tou-Eutuxiou.pdf" style="color: blue; text-decoration: underline; text-underline: single;">Φελίτσε
Μαστρογιάννι: Το παραμύθι του Ευτύχιου – Διαβάστε το.pdf</a> </span></b></dt>
</dl>
</div>
Anonymoushttp://www.blogger.com/profile/08051056850681230077noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6616896798072971014.post-30667362995394942972012-10-24T07:57:00.001-07:002012-10-24T07:57:27.931-07:00Τα φαρμακευτικά φυτά της Ελλάδος<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<dl>
<dt><b><span style="color: red; font-size: 26pt;">Τα φαρμακευτικά φυτά της
Ελλάδος</span></b>
</dt>
<dt><b><span style="color: lime; font-family: Verdana; font-size: 16pt;">ΟΛΟΚΛΗΡΟ
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ</span></b>
</dt>
<dt><span style="background-color: cyan;"><b><span style="color: yellow; font-family: Verdana; font-size: 16pt;">ΣΠΑΝΙΟ
ΒΙΒΛΙΟ </span></b></span><a href="http://fih.gr/view.php?filename=45plants_150x150.jpg" target="_blank"><img align="right" alt="FREE photo hosting by Fih.gr" height="269" src="http://fih.gr/images/45plants_150x150.jpg" width="269" /></a>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Η Ελλάδα, μπορεί να θεωρηθεί ως
μία χώρα αντιθέσεων και μεγάλης ποικιλίας σε όλα τα πράγματα που την περιβάλουν.
Οι αντιθέσεις αυτές, στο κλίμα και το έδαφος, έχουν την επίδραση τους σ’ όλα τα
ζωντανά πλάσματα πού την κατοικούνε, με αποτέλεσμα την ύπαρξη μιας αφάνταστης
ποικιλίας τοπικών παραλλαγών, ανθρώπων, ζώων, πουλιών και φυτών. Έτσι εξηγείται
πώς, πάνω σε μια τόσο μικρή χώρα, ζουν πάνω από 6.000 είδη φυτών κι’ απ’ αυτά το
ένα δέκατο περίπου, είναι αποκλειστικά ελληνικά και μοναδικά στων κόσμο. Πολλά
απ’ αυτά κάνουν πανέμορφα λουλούδια και όταν ανθίζουν ομορφαίνουν το περιβάλλον
που μεγαλώνουν με έναν τρόπο μαγικό, ακόμα και αν αυτά βρίσκονται πάνω σε
κάποιον βράχο ή μέσα σε ένα καταπράσινο λιβάδι. Ανάμεσα σ’ αυτά τα ασήμαντα
πλάσματα, πού τα προσπερνούμ με αδιαφορία ή τα πατάμε με τα πόδια μας,
βρίσκονται τα πιο πολύτιμα γιατρικά που για χιλιάδες χρόνια θεράπευαν το λαό
μας. Δεν είναι περίεργο πώς όλα σχεδόν τα φαρμακευτικά φυτά ή βότανα όπως τα
λέει ο πολύς κόσμος, είναι είδη κοινά και με μεγάλη περιοχή εξάπλωσης. Μόνο πάνω
σε τέτοια είδη μπορούσαν να πειραματισθούν οι άνθρωποι, να συγκρίνουν εμπειρίες
προερχόμενες από διαφορετικές περιοχές και εποχές και να καταλήξουν στην κοινή
αποδοχή κάποιας ιδιότητας τους. Από τα πανάρχαια χρόνια, όλοι οι λαοί του κόσμου
χρησιμοποιούσαν βότανα για να θεραπεύσουν τις αρρώστιες. Οι κλασσικοί έλληνες
συγγραφείς και γιατροί της αρχαιότητας, όπως ο Ιπποκράτης, ο Αριστοτέλης, ο
Διοσκουρίδης και ο Γαληνός έγραψαν διάφορα συγγράμματα για τις θεραπευτικές
ιδιότητες και τον τρόπο χρήσης των φυτών, βασισμένοι στις λαϊκές παραδόσεις του
καιρού τους. Στα χρόνια του Μεσαίωνα και της Τουρκοκρατίας ή χρήση των βοτάνων
ήταν πολύ διαδεδομένη στη χώρα μας, όπως και στην υπόλοιπη Ευρώπη.</span>
</dt>
<dt><b><span style="color: red; font-family: Verdana; font-size: 14pt;">Δ.
Ζαραγιάννης</span></b>
</dt>
<dt><b><span style="color: black; font-family: Verdana; font-size: 14pt;"><a href="http://www.24grammata.com/wp-content/uploads/2011/01/Ta-Farmakeutika-Futa-Tis-Ellados.pdf" style="color: blue; text-decoration: underline; text-underline: single;">Τα
φαρμακευτικά φυτά της Ελλάδος – Διαβάστε το.<span lang="EN-GB">pdf</span></a>
</span></b></dt>
</dl>
</div>
Anonymoushttp://www.blogger.com/profile/08051056850681230077noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6616896798072971014.post-87112206602007193052012-10-24T07:56:00.001-07:002012-10-24T07:56:15.673-07:00ΛΕΟΝΤΙΟΣ ΚΑΙ ΛΕΝΑ<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<dl>
<dt><b><span style="color: magenta; font-size: 26pt;">ΛΕΟΝΤΙΟΣ ΚΑΙ
ΛΕΝΑ</span></b>
</dt>
<dt><b><span style="color: lime; font-family: Verdana; font-size: 16pt;">ΟΛΟΚΛΗΡΟ
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ</span></b>
</dt>
<dt><span style="color: cyan;"><b><span style="font-family: Verdana; font-size: 16pt;">ΣΠΑΝΙΟ
ΒΙΒΛΙΟ </span></b></span>
</dt>
<dt><a href="http://fih.gr/view.php?filename=96untitled.png" target="_blank"><img align="left" alt="FREE photo hosting by Fih.gr" height="267" src="http://fih.gr/images/96untitled.png" width="267" /></a><span style="color: black; font-size: 14pt;">Ο Γκέοργκ Μπίχνερ είναι ένα από τα
αινίγματα του ευρωπαϊκού -συγκεκριμένα του γερμανικού- Ρομαντισμού. Γεννημένος
το 1813 κοντά στο Ντάρμσταντ, προοριζόταν για γιατρός, είχε κλίση επαναστάτη και
απόμεινε στην ιστορία σαν θεατρικός συγγραφέας και λογοτέχνης. Σπουδαίο μυαλό με
τεράστια όρεξη για μάθηση, λίγη λογοτεχνία έγραψε, αλλά τα τρία θεατρικά έργα
του, εντυπώθηκαν στη γερμανική -και την ευρύτερη ευρωπαϊκή- πνευματική παράδοση.
Από αυτά μόνο το «Λεόντιος και Λένα» (1836) παρουσιάστηκε πριν από τον 20ό αιώνα
το 1895. Τα άλλα δύο, «Ο θάνατος του Νταντόν» (1835) και ο ημιτελής «Βούτσεκ»
(1836), πρωτοπαίχθηκαν σε μια Γερμανία των αρχών του 20ού αιώνα που έβγαινε από
τη μεγαλοσχημοσύνη του 19ου και έμπαινε σε ένα νέο ρεαλισμό, αυτού του
εξπρεσιονισμού. Εκεί ο Μπίχνερ σαν μπροστά από τον καιρό του, ταίριαξε απόλυτα.
Πέθανε στα 23 του χρόνια και το μόνο έργο του που είχε δημοσιευθεί όσο ζούσε
πέρα από το «Θάνατο του Νταντόν», το οποίο οι σύγχρονοί του βρήκαν άξεστο και
ανατρεπτικό, ήταν μια επιστημονική εργασία για το νευρικό σύστημα ενός ψαριού
του Ρήνου. Είχε σπουδάσει συγκριτική ανατομία, το 1836 κατέλαβε μια έδρα στο
Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης, και οι ακροατές του τον θυμούνταν δεκαετίες αργότερα
για την ευρυμάθεια και την ενάργεια των διαλέξεών του στην ανατομία και τη
φιλοσοφία (τότε οι φυσικές και οι θεωρητικές επιστήμες δεν ήταν τόσο αυστηρά
οριοθετημένες όπως σήμερα). Πέθανε σε επιδημία τύφου το 1837 και ο θάνατός του
ήταν απώλεια για τις γερμανικές επιστήμες και τα γράμματα.</span>
</dt>
<dt><b><span style="color: red; font-family: Verdana; font-size: 14pt;">ΓΚΕΟΡΓΚ
ΜΠΥΧΝΕΡ (Georg Büchner, Ντάρμστατ 1813-Ζυρίχη 1837) Μετάφραση Αγγελικής
Κουνενιδάκη</span></b>
</dt>
<dt><b><span style="color: black; font-family: Verdana; font-size: 14pt;"><a href="http://www.24grammata.com/wp-content/uploads/2012/02/Buchner-leontios_kai_lena-24grammata.com_.pdf" style="color: blue; text-decoration: underline; text-underline: single;">Λεόντιος
και Λένα – Διαβάστε το.pdf</a> </span></b></dt>
</dl>
</div>
Anonymoushttp://www.blogger.com/profile/08051056850681230077noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6616896798072971014.post-59882927117505892222012-10-24T07:55:00.001-07:002012-10-24T07:55:03.899-07:00O Παππα Νάρκισσος, Διήγημα<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<dl>
<dt><b><span style="color: red; font-size: 26pt;">O Παππα Νάρκισσος,
Διήγημα</span></b>
</dt>
<dt><b><span style="color: lime; font-family: Verdana; font-size: 16pt;">ΟΛΟΚΛΗΡΟ
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ</span></b>
</dt>
<dt><span style="color: cyan;"><b><span style="font-family: Verdana; font-size: 16pt;">ΣΠΑΝΙΟ
ΒΙΒΛΙΟ </span></b></span><a href="http://fih.gr/view.php?filename=49VIKELAS_DIMITRIOS_210x.jpg" target="_blank"><img align="right" alt="FREE photo hosting by Fih.gr" height="267" src="http://fih.gr/images/49VIKELAS_DIMITRIOS_210x.jpg" width="267" /></a>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Πεζογράφος, ποιητής,
μεταφραστής, συγγραφέας φιλολογικῶν καὶ ἱστορικῶν μελετῶν, πρῶτος πρόεδρος τῆς
Διεθνοῦς Ἐπιτροπῆς Ὀλυμπιακῶν Ἀγώνων, ἱδρυτὴς τοῦ Συλλόγου πρὸς διάδοσιν
Ὠφελίμων Βιβλίων. Ὁ Δημήτριος Βικέλας γεννήθηκε στὴν Ἑρμούπολη τῆς Σύρου στὶς 15
Φεβρ. 1833 καὶ ἀπέθανε στὴν Ἀθήνα στὶς 8 Ἰουλ. 1908. Ἦταν γιὸς τοῦ Μανουὴλ
Μπικέλα, ἐμπόρου ἀπὸ τὴν Βέρροια, καὶ τῆς Σμαράγδας, κόρης τοῦ ἐμπόρου Γεωργίου
Μελᾶ ἀπὸ τὰ Γιάννενα. Στὰ πρῶτα χρόνια τῆς ζωῆς του ὁ Βικέλας ἀκολούθησε τὴν
διαδρομὴ τῆς οἰκογένειάς του: Κωνσταντινούπολη, Ἀθήνα, Ὀδησσός, Σῦρος. Τὸ 1849
εἶχε μιὰ σύντομη θητεία στὸ γραφεῖο τοῦ πατέρα του στὴν Ὀδησσό, ἀπὸ τὸ 1852 δὲ
καὶ ἐπὶ 24 χρόνια ἐργάσθηκε στὸ Λονδῖνο, στὴν ἀρχὴ ὡς ὑπάλληλος καὶ ἀπὸ τὸ 1871
ὡς μέτοχος στὴν ἐμπορικὴ ἐπιχείρηση τῶν θείων του Λέοντος καὶ Βασιλείου Μελᾶ. Ὁ
Βικέλας διαμορφώθηκε πνευματικὰ ἔξω ἀπὸ τὰ ἑλληνικὰ σύνορα. Ἀπὸ τὸ στενὸ
συγγενικό του κύκλο ἐπηρεάσθηκε ἀπὸ τὸν θεῖο του Λέοντα Μελᾶ, τὸν συγγραφέα τοῦ
Γεροστάθη. Στὸ Λονδῖνο συνδέθηκε μὲ τὴν ἑλληνικὴ ὁμογένεια καὶ ἀπασχολήθηκε
σοβαρὰ μὲ τὴν διάσωση τοῦ ἑλληνικοῦ χαρακτῆρα της. Στὶς σχετικές του
δραστηριότητες ἐντάσσονται, μεταξὺ ἄλλων, ἡ ἵδρυση, τὸ 1870, ἑλληνικοῦ σχολείου
στὸ Λονδῖνο καὶ ἡ ὀργάνωση πολιτιστικῶν ἐκδηλώσεων. Ἡ ἐπαγγελματική του
ἐνασχόληση ἔδωσε στὸν Βικέλα τὴν εὐκαιρία νὰ πραγματοποιήσει πολλὰ ταξίδια στὸν
εὐρωπαϊκὸ χῶρο. Στὸ Παρίσι μάλιστα συνδέθηκε στενὰ μὲ τοὺς ἐκεῖ φιλολογικοὺς
κύκλους καὶ δέχθηκε ἐπιδράσεις ὅσον ἀφορᾶ στὶς ἐπιστημονικὲς ἐπιλογές
του.</span>
</dt>
<dt><b><span style="color: red; font-family: Verdana; font-size: 14pt;">Δημήτριος
Βικέλας (Σ</span><span style="color: red; font-size: 14pt;">ῦ</span><span style="color: red; font-family: Verdana; font-size: 14pt;">ρος 1833-</span><span style="color: red; font-size: 14pt;">Ἀ</span><span style="color: red; font-family: Verdana; font-size: 14pt;">θήνα 1908)</span></b>
</dt>
<dt><b><span style="color: black; font-family: Verdana; font-size: 14pt;"><a href="http://www.24grammata.com/wp-content/uploads/2012/02/Vikela-24grammata.com_.pdf" style="color: blue; text-decoration: underline; text-underline: single;">Ο
Παππα Νάρκισσος – Διαβάστε το.pdf</a> </span></b></dt>
</dl>
</div>
Anonymoushttp://www.blogger.com/profile/08051056850681230077noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6616896798072971014.post-75965145069451124042012-10-24T07:53:00.003-07:002012-10-24T07:53:38.371-07:00Φαρδύς Νικόλαος. “Ιστορία της εν Κορσική Ελληνικής αποικίας <div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<dl>
<dt><b><span style="color: red; font-size: 28pt;">Φαρδύς Νικόλαος</span></b>
</dt>
<dt><b><i><span style="color: #993300; font-size: 20pt;">“Ιστορία της εν Κορσική
Ελληνικής αποικίας </span></i></b>
</dt>
<dt><b><span style="color: lime; font-family: Verdana; font-size: 16pt;">ΟΛΟΚΛΗΡΟ
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ</span></b>
</dt>
<dt><span style="color: cyan;"><b><span style="font-family: Verdana; font-size: 16pt;">ΣΠΑΝΙΟ
ΒΙΒΛΙΟ </span></b></span>
</dt>
<dt><b><a href="http://fih.gr/view.php?filename=83fardis_nikolaos_150x15.jpg" target="_blank"><img align="left" alt="FREE photo hosting by Fih.gr" height="247" src="http://fih.gr/images/83fardis_nikolaos_150x15.jpg" width="247" /></a></b><span style="color: black; font-size: 14pt;">Κείμενο στα
Ελληνικά και Αγγλικά. Διαβάστε και το ηλεκτρονικό βιβλίο του <b>Νικ. Φαρδύ</b>
<b><i>“Ιστορία της εν Κορσική Ελληνικής αποικίας”.</i></b> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Ο πατέρας του έζησε την άγρια
σφαγή των Σαμοθρακιτών το 1821. Τα πρώτα του γράμματα τα έμαθε στο νησί. Στην
τρυφερή ηλικία των 12 ετών ξενιτεύτηκε στο Σβεντικοϊ όπου εργάστηκε ως
γραμματοδιδάσκαλος σε πόλη της Θράκης. Το 1874 άρχισε να παρακολουθεί την
Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης. Στο μεταξύ παντρεύτηκε την συμπατριώτισσα του
Ασανιώ Φραγκομιχάλη. Αφού αμφιταλαντεύτηκε για το αν θα σπούδαζε φιλολογία ή
ιατρική έφυγε και γράφτηκε στην σχολή της Μασσαλίας. Γρήγορα η ελληνική
παροικία τον συμπάθησε και έκανε μαθήματα σε παιδιά για να καλύπτει τα έξοδα
του. Αρθρογραφούσε στα περιοδικά «Ανατολή» και «Σιών», της Αθήνας όπου έγραφε
για το γλωσσικό ιδίωμα και τα τραγούδια της Σαμοθράκης. Όταν τελείωσε τις
πανεπιστημιακές του σπουδές διορίστηκε σαν δάσκαλος στο Καργκέζε της Κορσικής.
Εκεί μελέτησε τις συνήθειες της παροικίας και έγραψε μια μελέτη. Για το εθνικό
του έργο η κυβέρνηση του απένειμε τον Αργυρό Σταυρό του Τάγματος του Σωτήρος.
Το 1887 αρρώστησε , γύρισε πίσω στο νησί του όπου έγινε πολλές φορές δήμαρχος.
Βραβεύτηκε στο Ζωγράφειο Διαγωνισμό για τις συλλογές του με λαογραφικό υλικό και
μουσικά παραδείγματα από διάφορα μέρη της Ελλάδος. Δημοσίευσε πλήρη σειρά των
νομισμάτων της Σαμοθράκης . Δεν μπόρεσε να εκδώσει όμως το «Επιθετολόγιο» του
λόγω έλλειψης πόρων.</span>
</dt>
<dt><b><span style="color: red; font-family: Verdana; font-size: 14pt;">Φαρδύς
Νικόλαος</span></b>
</dt>
<dt><b><span style="color: black; font-family: Verdana; font-size: 14pt;"><a href="http://www.24grammata.com/wp-content/uploads/2012/01/Fardis-24grammata.com_.pdf" style="color: blue; text-decoration: underline; text-underline: single;">Φαρδύς:
Ιστορία της εν Κορσική Ελληνικής αποικίας – Διαβάστε.pdf</a> </span></b></dt>
</dl>
</div>
Anonymoushttp://www.blogger.com/profile/08051056850681230077noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6616896798072971014.post-86781354340744631242012-10-24T07:52:00.002-07:002012-10-24T07:52:37.183-07:00ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΝΕΑΝΙΚΟΣ ΤΥΠΟΣ (1830 -1914), Καταγραφή<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<dl>
<dt><b><span style="color: red; font-size: 26pt;">ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΝΕΑΝΙΚΟΣ ΤΥΠΟΣ (1830
-1914), Καταγραφή</span></b>
</dt>
<dt><b><span style="color: lime; font-family: Verdana; font-size: 16pt;">ΟΛΟΚΛΗΡΟ
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ</span></b>
</dt>
<dt><span style="color: cyan;"><b><span style="font-family: Verdana; font-size: 16pt;">ΣΠΑΝΙΟ
ΒΙΒΛΙΟ </span></b></span>
</dt>
<dt><a href="http://fih.gr/view.php?filename=671_d0a1448a0c.jpg" target="_blank"><img align="left" alt="FREE photo hosting by Fih.gr" height="307" src="http://fih.gr/images/671_d0a1448a0c.jpg" width="207" /></a><span style="color: black; font-size: 14pt;">Η παρούσα καταγραφή έχει αντικείμενο τα
περιοδικά, τις εφημερίδες και τα λευκώματα της ελληνικής νεολαίας στην περίοδο
1830 – 1914. Τα ειδολογικά, χρονολογικά και γεωγραφικά κριτήρια που ακολουθήσαμε
για τον καθορισμό και την οριοθέτηση του αντικειμένου ήταν τα ακόλουθα: 1.
Ειδολογικό κριτήριο Κύριο και αυστηρό κριτήριο για την ένταξη ενός εντύπου στην
κατηγορία του παιδικού και νεανικού τύπου ήταν η έκδοση η/και η πρόσληψή του από
παιδιά, εφήβους η νέους. Συνακόλουθα αποκλεί- στηκε ένας σημαντικός αριθμός
εντύπων που μόνο φαινομενικά και αβασάνιστα —με βάση π.χ. τον τίτλο, τον
υπότιτλο, τον εκδοτικό φορέα η κάποια δήλωση των εκδοτών— θα μπορούσαν να
ενταχθούν στην παραπάνω κατηγορία, αλλά που ουσιαστικά ανήκουν σε άλλες
κατηγορίες. Έτσι η δική μας καταγραφή περιορίστηκε στα έντυπα για τα οποία
διαθέτουμε σαφή και τεκμηριωμένα στοιχεία για το νεαρό της ηλικίας είτε των
εκδοτών/διευθυντών και συνεργατών είτε των αναγνωστών. Μας ενδιαφέρουν δηλ. i.
Τα έντυπα που γράφονταν και εκδίδονταν από παιδιά και νέους προς χρήσιν κυρίως
των ομηλίκων τους. ii. Τα έντυπα που παράγονταν από ενήλικες προς χρήσιν παιδιών
και νέων. Κοινός παρονομαστής των δύο ομάδων είναι το αναγνωστικό κοινό και
βέβαια η κατάλληλη και ειδική ύλη που θα ταίριαζε με το </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">συγκεκριμένο αυτό κοινό.</span>
</dt>
<dt><b><span style="color: red; font-family: Verdana; font-size: 14pt;">ΜΑΡΘΑ
KAPΠΟΖΗΛΟΥ</span></b>
</dt>
<dt><b><span style="color: black; font-family: Verdana; font-size: 14pt;"><a href="http://www.24grammata.com/wp-content/uploads/2012/01/Karpozilou-24grammata.com_.pdf" style="color: blue; text-decoration: underline; text-underline: single;">Ελληνικός
Νεανικός Τύπος (1830-1914) – Διαβάστε το.pdf</a> </span><span style="color: red; font-family: Verdana; font-size: 14pt;"><a href="http://www.scribd.com/fullscreen/82442806?access_key=key-2mpq4ag4466gxcbjcyze" style="color: blue; text-decoration: underline; text-underline: single;"><span style="color: red;">Κι ΕΔΩ</span></a></span><span style="color: black; font-family: Verdana; font-size: 14pt;"> </span></b></dt>
</dl>
</div>
Anonymoushttp://www.blogger.com/profile/08051056850681230077noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6616896798072971014.post-12621219082052405302012-10-24T07:51:00.002-07:002012-10-24T07:51:53.170-07:00Η Οδύσσεια ενός Υπερανθρώπου<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<dl>
<dt><b><span style="color: red; font-size: 26pt;">Η Οδύσσεια ενός
Υπερανθρώπου</span></b>
</dt>
<dt><b><span style="color: lime; font-family: Verdana; font-size: 16pt;">ΟΛΟΚΛΗΡΟ
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ</span></b>
</dt>
<dt><span style="color: cyan;"><b><span style="font-family: Verdana; font-size: 16pt;">ΣΠΑΝΙΟ
ΒΙΒΛΙΟ </span></b></span>
</dt>
<dt><a href="http://fih.gr/view.php?filename=731_0895e8096a.jpg" target="_blank"><img align="left" alt="FREE photo hosting by Fih.gr" height="252" src="http://fih.gr/images/731_0895e8096a.jpg" width="187" /></a><span style="color: black; font-size: 14pt;">Το “Η Οδύσσεια ενός Υπερανθρώπου” είναι
ένα μυθιστόρημα φαντασίας με φιλοσοφικό-πολιτικές ανησυχίες. Θα μπορούσε άνετα
να χαρακτηριστεί και σαν πολιτικό θρίλερ, με γενναίες βέβαια δόσεις φαντασίας.
Κι εξηγούμαι: Το μυθιστόρημα αναφέρεται στην οδύσσεια ενός ιδιαίτερου νέου. Ενός
νέου που θα αποτελέσει ένα κομβικό σημείο στην αέναη εξέλιξη της ύλης, από την
Μεγάλη Έκρηξη μέχρι την δημιουργία της έμβιας ζωής και εν τέλει μέχρι σήμερα. Το
μυθιστόρημα ξεκινάει με μια αναδρομή από την γέννηση του σύμπαντος μέχρι σήμερα
και μας παρουσιάζει στο τέλος τον κεντρικό ήρωα, ο οποίος ανακαλύπτει ότι
διαθέτει, μόνο αυτός από το γένος των ανθρώπων, κάποιες μυστήριες, υπερφυσικές
δυνάμεις και μετά από ένα όραμα στην δυστυχία του ανθρώπινου είδους αποφασίζει
να ξεκινήσει το κυνήγι του ονείρου του. Θέλει να αλλάξει συθέμελα αυτό τον
κόσμο, όπου βασιλεύει το κέρδος, η φτώχια και τελικά η δυστυχία των ανθρώπων!
Στο ταξίδι του αυτό θα συναντήσει ένα κορίτσι, το οποίο θα ερωτευτεί, θα
αποκτήσει έναν διώκτη και στην συνέχεια θα έρθει σε επαφή με την πολιτική
εξουσία τόσο της χώρας του, όσο και με τις άρχουσες δυνάμεις του πλανήτη. Κι αν
οι άρχουσες δυνάμεις αντικρύσουν τον μέγιστο τρόμο προσωποποιημένο στον ευγενικό
αυτό νέο στέλνοντας έναν αδίστακτο πράκτορα εναντίον του και προετοιμάζοντας τις
συνθήκες για έναν πόλεμο εναντίον του, κάποιοι άλλοι, όπως ο πρωθυπουργός της
χώρας, θα διακρίνουν μια κρυφή ελπίδα. Οι αλλαγές στην χώρα του είναι ριζικές
μέσα στην εποχή της παγκόσμιας κρίσης και το όραμα που ευαγγελίζονται ο νέος με
τον πρωθυπουργό της χώρας του βαφτίζεται επικίνδυνο από τις δυνάμεις(Αγορές) που
καταδυναστεύουν αυτόν τον πλανήτη! <b>421 σελίδες.</b> </span>
</dt>
<dt><b><span style="color: red; font-family: Verdana; font-size: 14pt;">Ηλίας
Μάκης</span></b>
</dt>
<dt><b><span style="color: black; font-family: Verdana; font-size: 14pt;"><a href="http://www.24grammata.com/wp-content/uploads/2012/01/Ilias-Makis-24grammata.com_.pdf" style="color: blue; text-decoration: underline; text-underline: single;">Η
Οδύσσεια ενός Υπερανθρώπου – Διαβάστε το.pdf</a> </span></b>
</dt>
<dt><b><span style="color: red; font-family: Verdana; font-size: 14pt;"><a href="http://www.scribd.com/fullscreen/82556109?access_key=key-2l27tfzp8yv3pbdja0fy" style="color: blue; text-decoration: underline; text-underline: single;"><span style="color: red;">Κι ΕΔΩ</span></a> </span></b></dt>
</dl>
</div>
Anonymoushttp://www.blogger.com/profile/08051056850681230077noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6616896798072971014.post-47353732709140791282012-10-24T07:50:00.003-07:002012-10-24T07:50:58.107-07:00Ποιος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<dl>
<dt><b><span style="color: red; font-size: 26pt;">Ποιος ήτον ο φονεύς του αδελφού
μου</span></b>
</dt>
<dt><b><span style="color: lime; font-family: Verdana; font-size: 16pt;">ΟΛΟΚΛΗΡΟ
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ</span></b>
</dt>
<dt><span style="color: cyan;"><b><span style="font-family: Verdana; font-size: 16pt;">ΣΠΑΝΙΟ
ΒΙΒΛΙΟ </span></b></span><a href="http://fih.gr/view.php?filename=18cover.jpg" target="_blank"></a>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Το τρίτο διήγημα του Βιζυηνού
“Ποιος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου” δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στο περιοδικό
Εστία σε τρεις συνέχειες από τις 23 Οκτωβρίου 1883. Σ’ αυτό το διήγημα που
χαρακτηρίστηκε από τον Παλαμά ως «το διηγηματογραφικό αριστούργημα του Βιζυηνού»
ο συγγραφέας μας περιγράφει ένα δραματικό περιστατικό της ζωής του: το θάνατο
του αδελφού του, Χρήστου και τις αγωνιώδεις προσπάθειες της μητέρας του να βρει
το δολοφόνο του παιδιού της. Η ιστορία ξεκινά στην Κωνσταντινούπολη όπου ο
Γεώργιος συναντά μετά από αρκετά χρόνια τη μητέρα του και τον αδερφό του
Μιχαήλο. Εκεί τους φιλοξενούν στο σπίτι τους μια οικογένεια Τούρκων, οι οποίοι
θέλουν με αυτόν τον τρόπο να ευχαριστήσουν τη μητέρα του συγγραφέα, επειδή είχε
περιθάλψει για επτά μήνες τον γιο της Κιαμήλ, που τον είχε βρει αιμόφυρτο στο
δρόμο. Αφού μαθαίνουμε από το στόμα του Κιαμήλ το πως βρέθηκε τραυματισμένος στα
χέρια της μητέρας του αφηγητή, μαθαίνουμε την τραγική αλήθεια: Ο Κιαμήλ,
προσπαθώντας να εκδικηθεί το θάνατο του αδελφοποιτού του που πέθανε στην ίδια
ενέδρα, σκότωσε άθελά του τον Χρήστο, τον αδελφό του συγγραφέα! Ο Κιαμήλ
συλλαμβάνεται και ο συγγραφέας στέλνει τη μητέρα του πίσω στο χωριό, χωρίς να
της αποκαλύψει την αλήθεια. <b>(Και σε απλό κείμενο)</b> </span>
</dt>
<dt><b><span style="color: red; font-family: Verdana; font-size: 14pt;">Γεώργιος
Βιζυηνός</span></b>
</dt>
<dt><b><span style="color: black; font-family: Verdana; font-size: 14pt;"><a href="http://www.24grammata.com/wp-content/uploads/2012/01/Vizyinos-foneus-24grammata.com_.pdf" style="color: blue; text-decoration: underline; text-underline: single;">Ποιος
ήτον ο φονεύς του αδελφού μου – Διαβάστε το.pdf</a> </span></b><br /><br />
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;">– Σήμερα πια θα
φάγω μια βούκα ψωμί να πάγη στην καρδιά μου! – Είπεν η μήτηρ μου καθεζομένη
μεταξύ εμού και του αδελφού μου παρά την λιτήν τράπεζαν, ην ο υπηρέτης είχε
παραθέσει εις το δωμάτιόν μας.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Πρώτα κάμε
το, και ύστερα πε το, μητέρα. – Απήντησε πειρακτικώς ο αδελφός μου, διότι από
τινος πολλάκις μεν ήκουε την καλήν ταύτην πρόθεσιν, ποτέ όμως δεν την έβλεπε
πραγματουμένην.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Η μήτηρ,
συνειθισμένη εις παρομοίας του νεωτέρου της υιού παρατηρήσεις, ουδ’ επρόσεξε καν
εις τους λόγους του. Αλλ’ επιστραφείσα προς την όπισθεν αυτής θύραν, ίνα
βεβαιωθή ότι είναι κεκλεισμένη,</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Και μη μου
αφήσετε, είπεν, αυτή την σεισουράδα να ξαναμβή δω μέσα. Ω, χαρά στο μας αλήθεια,
σταις τούμπαις και τους σάλτους!</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Σεισουράδα
ήτον ο Γάλλος υπηρέτης του επί τον Βόσπορον ξενοδοχείου, εν ω η μήτηρ μου ήλθε
να με συναντήση, μόλις αφικόμενον εκ της Εσπερίας. Το πρωτοφανές διά την
επαρχιώτιδα σχήμα του φράκου, αι συνεχείς του καταξυρίστου Γάλλου υποκλίσεις,
ενέπνευσαν εις αυτήν ευθύς εξ αρχής ακατάληπτον αντιπάθειαν. Και το χειρότερον
ήτο, ότι ο δυστυχής υπηρέτης προσπαθών και καλά να κατακτήση την εύνοιάν της
επολλαπλασίαζε τους σάλτους και ταις τούμπαις αυτού, υποκλινόμενος ούτω
πιθηκιστικώς, ώστε εκορύφωσε, κατ’ αυτάς έτι τας πρώτας ημέρας, την εναντίον
αυτού αγανάκτησιν της μητρός μου, ήτις και τον εβάπτισε με το όνομα της
σεισοπυγίδος, διότι, έλεγεν, είχε θηλυκό, τουτέστι καταξύριστον πρόσωπον και δεν
ημπορούσε να σταθή στα ξερά του, χωρίς να σκύψη το κεφάλι και να σείση την ουρά
του.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Μετά τινας
ούτω πως εμπαικτικάς παρατηρήσεις και επί του όλου παραστήματος και της
ενδυμασίας του ατυχούς Λουή, η μήτηρ μου διέκοψεν ανεπαισθήτως το γεύμα της και,
προσηλώσασα τους οφθαλμούς εις το παράθυρον, εβυθίσθη ολίγον κατ’ ολίγον εις
σκέψεις, κατά την συνήθειάν της.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Ο Βόσπορος
εκυλίετο χαριέντως υπό τα βλέμματά μας· πολυάριθμα ισχνοτενή ακάτια διέσχιζον τα
κυανά του νερά κατ’ αντιθέτους διευθύνσεις, ως χελιδόνες πετώσαι μετ’
απαραμίλλου ταχύτητος. Η μήτηρ μου τα παρετήρει δι’ απλανών ομμάτων· και μετά
μακράν σιωπήν αναστεξάσασα βαθέως,</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Διες εσύ!
είπε, πως περνούν τα χρόνια, και γυρνούν τα πράγματα! Δεν θα γυρίση το παιδί
μου, έλεγα, δεν θα προφθάση να έλθη πίσω, και θ’ αποθάνω, και θα μείνουν τα
μάτια μου ανοιχτά, από την λαχτάρα που έχουν να το διούνε! Όλ’ ημερίτσα
παραφύλαγα τους δρόμους και ρωτούσα τους διαβάτας. Και όταν εβράδυαζεν, άφην’
ανοιχτή την θύρα έως στα μεσάνυχτα. Μη σφαλείς, Μηχαήλε, μπορεί να έλθ’ ακόμη.
Και δεν θέλω να έλθη το παιδί μου και να ’βρη κλειστή την θύρα μου. Φθάνει που
είναι τόσα χρόνια έρημο και ξένο, ας μην έρθη και στο χωριό του να του φανή πως
δεν έχει κανέναν εις τον κόσμο, που να φυλάγη τον ερχομό του. Σαν επλάγιαζα, σ’
έβλεπα στον ύπνο μου, και μ’ εφαίνετο πως άκουα την φωνή σου, κ’ εσηκονόμουν και
άνοιγα την θύρα: ήλθες, παιδί μου; – Ήταν ο αγέρας, που σβυντζίνιζε στον
δρόμο.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Και έτσι
ξημέρονε, και έτσι βράδυαζε. Οχτώ χρονάκια πέρασαν, ψωμί δεν επήγε στην καρδιά
μου. Γιατί, δεν θα προφθάση να έλθη το παιδί μου, έλεγα, και θα πεθάνω και θα
μείνουν τα μάτια μ’ ανοιχτά! Και διες εσύ! Τώρα που σ’ έχω κοντά μου, τώρα που
σε θωρώ, μου φαίνεται σαν να ήταν χθες που διάβηκες και σήμερα που ήλθες. Και οι
πίκραις που ήπια, παιδί μου, και οι τρομάραις που ετράβηξα είναι σαν να μην
ήτανε ποτέ!</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Εδώ έκοψε
μηχανικώς ολίγον άρτον, ως εάν ήθελε να εξακολουθήση το φαγητόν της· αλλά πριν
τον θέση εις το στόμα, ητένισε πάλιν διά του παραθύρου, είδε τον αείρροον
Βόσπορον, είδε τα παλινοστούντα σκάφη, και στενάξασα εκ μέσης καρδίας επανέλαβεν
αργά και θλιβερά·</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Έτσι
περνούν τα χρόνια, και γυρνούν τα πράγματα! Απ’ εκεί που εφοβούμουν δεν έπαθα
τίποτε· και απ’ εκεί που ήμουν ήσυχη ήλθε το κακό! Επήγες εις την άκρη του
κόσμου, παιδί μου, και δεν εχάθηκες, κ’ εγύρισες. Και ο Χρηστάκης μας – πέντε
ώραις δρόμον επήγε, κ’ έμεινεν εκεί!... Ε... μόνον οι νεκροί δεν γυρίζουν
πίσου!...</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Ήτανε
παραμονή των Φωτών – ξεύρεις πως είναι η καρδιά μου σε τέτοιαις επίσημαις
ημέραις. Ενθυμήθηκα τον μακαρίτη τον πατέρα σου, κ’ ενθυμήθηκα, πως μια τέτοια
παραμονή, σαν είδες του κόσμου τα παιδιά που κρατούσαν ταις σουρβιαίς και
σούρβιζαν τους ανθρώπους μέσ’ στον δρόμο, πήρες και συ μια σκούπα και άρχησες να
χτυπάς τον πατέρα σου πα’ στην ράχη και να τον σουρβίζης: “Σούρβα, σούρβα! γερό
κορμί, γερό σταυρί, όλο γειά και δύναμι, και του χρόν’ γεροί!” Έτσι μικρό που
ήσουνε, ήξευρες τα λόγια. Και το χάρηκεν ο μακαρίτης, και σε πήρε στην αγκαλιά
του και σε φίλησε: – Έχε την ευχή μου, και να μου τρανέψης! – Και σ’ έδωκε μια
πεντάρα, και μ’ εκούνησε με το δάχτυλο και με είπε. – Αυτό το παιδί, γυναίκα, θα
γένη! – Πού το ήξευρε, πως ύστερ’ από τρεις μήνες θε να σ’ άφην’ ορφανό! Και που
το ήξευρε, πως οι παραμοναίς των Φωτών θε νάρχουνταν και θα περνούσαν και συ θα
κακοπάθιαζες στην ξενητειά κι εγώ θε νάκλαιγα μονάχη!</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Έτσι κ’
εκείνη την παραμονή. Ο Mιχαήλος που με ήξευρεν, επήγεν από νωρίς εις το βουνό
και έφερε μια σουρβιά: Ένα μεγάλο κλωνί γεμάτο σφιχτά και πράσινα μάτια – Μ’
αυτά τα σούρβα, μάνα, θα διούμεν απόψε την τύχη μας. – Σαν ήρθεν ο Χρηστάκης στο
σπίτι, εκαθήσαμε στο παραγώνι κ’ εχωρίσαμε την φωτιά σε δυο μεριαίς, και άρχησεν
ο Μιχαήλος να βάζη τα σούρβα στην μέση πα’ στην καυτερή την πλάκα, για να διούμε
την τύχη μας. Πρώτα πρώτα σ’ ωνομάτισεν εσένα, κ’ έκοψε σούρβο και το έβαλε. Και
μόλις τώβαλεν, εβρόντηξε και πήδηξε κι’ εβγήκεν απ’ την στιά. Έχε την ευχή μου,
Μιχαήλο! του είπα. Απόψε εύφρανες την καρδιά μου. Σαν είν’ ο Γιωργής μας γερός,
είμασθ’ όλοι καλά! Ύστερα μ’ ωνομάτισεν εμένα. Ε! κ’ εγώ, πες, καλά πήγα. Ύστερα
ωνομάτισε τον Χρηστάκη – και διες εσύ! Το μάτι της σουρβιάς έμεινε πα’ στην
πλάκα που τώβαλε, σιγανό και ακίνητο, ώστε που εμαύρισε κ’ εκάπνισε κ’ έγειρεν
ολίγο και εκάηκε! – Χριστός και Παναγιά, παιδάκι μου! του είπα. Δεν έβαλες καλό
σούρβο! Κ’ επήρα την σουρβιάν από το χέρι του κ’ εδιάλεξα το πιο καλό το μάτι
και άνοιξα καινούριο τόπο στην φωτιά και το έβαλα... Εκάπνισεν ολίγο, εμαύρισεν,
ετανίσθη κ’ έμεινε στον τόπο! Τότ’ εγέλασεν ο Χρηστάκης δυνατά κ’ επήρεν ένα
δαυλί και ανεκάτωσε τα κάρβουνα και είπε:</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Εγώ,
μητέρα, είμαι βασταγερός άνθρωπος, το ξέρεις. Έτσι εύκολα εύκολα δεν πηδώ να
φύγω μέσ’ από λίγη ζέστη σαν και λόγου σας. Αν θέλης να ιδής την τύχη μου, φέρ’
εδώ! –</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Και πήρε το
κλωνί από το χέρι μου και το έβαλε μέσ’ στην φωτιά. Κ’ επυρώθηκαν τα σούρβα και
ήρχησαν να βροντούν και να πηδούνε...</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Τώρα, λέγε
μου εσύ ό,τι θέλεις. Σούρβα είναι σούρβα, το ξέρω. Και την τύχη την βλέπουν για
την συνήθεια, όχι για την αλήθεια, κι’ αυτό σωστό. Μα όταν θυμηθώ τους κούφιους
εκείνους κρότους και ταις μακρυναίς τουφεκιαίς που ύστερ’ από λίγαις ημέραις
άρχησαν ν’ ακούγωνται τριγύρω στα χωριά, μου ξεσηκόνετ’ η καρδιά μου, και δεν
μπορώ να ησυχάσω. Το πράγμα ήταν καθαρό και ξάστερο, μα μεις δεν το ψηφήσαμε,
μόνο το πήραμ’ ελαφρυά κ’ εγελάσαμεν.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Εκεί πάνου
στα γέλοια άνοιξεν η θύρα κ’ εμβήκεν ο Χαραλαμπής του Μητάκου. Τον ξεύρεις. Ήταν
συνομήλικος του Χρηστάκη και τον έμοιαζε πολύ στο ανάστημα και ταις πλάταις.
Όσον ήτο μικρός ήρχετο συχνά στο σπίτι μας· μα σαν εμεγάλωσε κ’ επήρεν άσχημο
δρόμο, δεν ημπορούσα να τον βλέπω μπροστά μου. Γιατί πολλαίς φοραίς έκαμνε το
κακό, και τον έπαιρναν για τον Χρηστάκη. Τόσο πολύ τον έμοιαζε· και σαν
συντεχνίταις όπου ήτανε φορούσαν και τα ίδια τα ρούχα. Γι’ αυτό τον έβαλα μιαν
ημέρα μπροστά. Από τότε δεν εξαναπάτησε στο κατώφλοιό μας· κ’ εκείνη την βραδειά
ήλθε.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Καλησπέρα,
κυρά! Καλό στα κάμνετε!</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Καλό στον
Λαμπή. Αν με φέρνης κάνα γράμμα, κάτσε να σε κεράσω.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Όχι, κυρά,
εγώ την παραίτησα πια την πόστα. Και ήρθα ίσα ίσα να ξαναπώ του Χρηστάκη να μην
αφήση να την πάρη κανένας άλλος.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Εκεί, σαν να
μ’ εταράχθηκεν η καρδιά μου!</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Και γιατί,
Λαμπή;</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Γιατ’
είναι καλή δουλειά η πόστα, κυρά, καλή δουλειά!</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Και σαν
είναι καλή δουλειά η πόστα, γιατί δεν την κρατείς του λόγου σου, που την είχες
ως στα τώρα;</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Θαρρείς του
έδωκε κανείς μια μαχαιριά, και άλλαξεν η θωριά του και άρχησε να μασσά τα λόγια
του.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Εγώ, κυρά,
δυο χρόνια πήγα κ’ έφερα την πόστ’ από το σιδερόδρομο, έκαμ’ αρκετούς παράδες.
Τώρα πια ας κάμουν και οι φίλοι.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Άκουσε να
σε πω, του είπα τότε, Λαμπή! Εσύ αν έκαμες παράδες, καθώς το λένε – Θεός κ’ η
ψυχή σου! Εμείς τέτοιους παράδες δεν τους χρειαζόμασθε. Έπειτα, ξεύρεις· οι
καϋμέδες δεν έχουν πλέον πέραση. Και αυτός που κουβαλεί την πόστα δεν μπορεί
πλέον ν’ αρχοντήνη με τα υστερήματα, που στέλνει κανένα ορφανό, ξενητεμμένο,
μέσ’ στο γράμμα, να μνημονέψουν τον πατέρα του. Όσο για την άλλη τέχνη που σ’
αρχόντηνε, Λαμπή, να ο Θεός και ας σε κρίνη. Εμένα το παιδί μου είναι χριστιανός
και τίμιος άνθρωπος, και ξεύρει να βγάλη το ψωμί του με τον ίδρω του προσώπου
του.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Έτσι του
είπα, γιατί το ήξευρα πως ήταν κλέφτης. Και κει που του τάλεγα, παιδί μου, τον
έπιασε μια τρεμούλα και άσπρισαν τα χείλια του, και αγρίεψεν η ματιά του, σαν
σεληνιασμένος. – Ω, Παναγία μου! τρεις φοραίς άνοιξε το στόμα του να συντύχη,
και τρεις φοραίς άκουσα τα δόντια του να κροτιούνται, παιδί μου, μα την φωνήν
του δεν την άκουσα! Έτσι εστριφογύριζε το νεκρόχλωμό του πρόσωπο! Και είδα την
άπειρή του φρίκη και την ματιά του την τρομαγμένη, που ξέταζε κλεφτάτα κλεφτάτα
τα ρούχα, και το δεξί του χέρι, ως ανάμεσα στα δάχτυλα! Ωσάν να ήτανε χρισμένος
κάτι τι κι’ εφοβούνταν μην το διούμε. Και ύστερ’ από τον φρικτόν αγώνα – Ω,
Παναγία μου! σαν κανείς που ψυχομαχά λαιμοπνιγμένος, παιδί μου,</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Μην ακούς
τον κόσμο, κυρά! Εγώ είμαι καλός άνθρωπος! είπε, κ’ έκρυψε το πρόσωπο με τα
χέρια του, κ’ εβγήκε, και δεν εκαλονύχτισε!...</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Θωρείς,
μητέρα; Είπε τότε ο Χρηστάκης. Σε τώλεγα και δεν το πίστευες. Εσκότωσεν άνθρωπο,
και τον πιάνει το αίμα. Όλος ο κόσμος το λέγει και συ δεν το πιστεύεις. Άμα πης
πως ξεύρεις κάτι τι που έκαμεν –ας είναι και για δοκιμή μονάχα– θαρρεί πως του
λες για το φονικό. Θαρρεί πως εφάνηκε το αίμα στα χέρια του, για να τον
προδώση.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Αφού δεν
το είδες με τα μάτια σου, του είπα, τι σε μέλει και τον κακολογάς. Κάθε αρνί
κρεμιέται από το ίδιο του ποδάρι. Και αν είναι αλήθεια, έχει Θεό που θα τον
κρίνη και ας όψεται. Κάμε μου μόνο την χάρι, και μη ανακατόνεσαι στην υπόθεσι
της πόστας: Αυτός χωρίς αιτία βέβαια δεν την παραιτά.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Δεν ακούς
που σου το λέγω, μητέρα; Είπε πάλ’ εκείνος. Είναι το αίμα που τον πιάνει! Το
αίμα, που έχυσε στον δρόμο του, εστοιχειώθηκε τώρα, και δεν τον αφήνει να
περάση. Προχθές αναγκάσθηκε να γυρίσ’ από τα μισόδρομα και ν’ αφήση την πόστα.
Ακούεις, είδε κάποιον που τον παραμόνευε: Χωρίς άλλο ήταν το αίμα. Γιατί λέγουν,
πως όποιος σκοτώση άνθρωπο και δεν σκεφθή να γλύψη από το μαχαίρι του το αίμα, ή
θα στοιχειωθή να τον πνίξη καμμιά μέρα, ή θα τον μαρτυρεύη, ως που να τ’
ομολογήση και να τον κρεμάσουν.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Νάχης την
ευχή μου, παιδάκι μου, μη μου ξεσηκόνεις την καρδιά μου περισσότερο. Και, νάχης
την ευχή της Παναγίας, μην ανακατόνεις αυτά τα πράγματα! Γιατί σ’ ακούει κανείς
από την εξουσία κ’ ευρίσκεις τον μπελά σου! Άφησε και την πόστα και τον ποστιέρη
να κουρεύωνται, και βλέπε την δουλειά σου, σαν νοικοκυροπαίδι.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Μα κείνος ο
μακαρίτης –τον ήξευρες πώς ήτανε– δεν τον εχωρούσεν ο τόπος να καθήση. Τον έμαθα
τέχνη και τον άνοιξ’ αργαστήρι, για να πιάση τον τόπο του πατέρα του. Μα, έλα
που αγαπούσε να γυρνά μέσα στους δρόμους!</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Απ’ εδώ ως
στο Λουλεβουργάζι, είπεν, είναι πέντε ώραις δρόμος. Μια φορά κάθε δεκαπέντε θα
πάγω και θα έλθω, γιατί ν’ αφήσω να ωφεληθή άλλος;</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Όχι, νάχης
την ευχή μου! Δεν σ’ αφήνω να πάρης την πόστα! Υποσχέσου μου πως δεν την
παίρνεις, γιατί θα με κάμης να χάσω την ησυχία μου!</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Ε! καλά,
είπε τότε. Δεν την παίρνω. Άφησε να μείνης καναδυό μήνες χωρίς γράμμα, και να
διής εσύ πως θα το μετανοιώσης.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Αυτό μ’
έγγιξεν εκεί που με πονούσε. Τα γράμματά σου δεν ήρχοντο τακτικά, γιατί τα
άνοιγαν στον δρόμο. Και δεν φθάνει, που δεν άφηναν μέσα τίποτε, μόνον ύστερα
εντρέπονταν να τα φέρουν ανοιγμένα, και έτσι έμενα εγώ χωρίς ειδήσεις σου, κ’
εκαθόμουν κ’ έκλαια. Μολαταύτα δεν του είπα τίποτε. Τόσον καιρό υπόφερα, ας
υποφέρ’ ακόμα.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Όταν ήλθεν η
ημέρα της πόστας, τον βλέπω κ’ εμβαίνει με τον σάκκο του κονακιού στην αμασχάλη,
και με το τουφέκι στον ώμο του.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Τώρα πια,
μητέρα, είπε, το κεραστικό δεν θα πηγαίνη σε ξένα χέρια. Αύριο που θα σε φέρω το
γράμμα του Γεωργή, θα μου το δώσης εμένα. Ορίστε; –</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Είχαν
περάσει κοντά δώδεκα ημέραις από εκείνη την βραδειά, που του το είχα εμποδίσει.
Όπως πάντοτε, έτσι και τότε είχαν ξεχασθή πλέον οι προφητείαις της παραμονής των
Φωτών. Μα τον γυιόν του Μητάκου δεν τον ελησμόνησα. Γι’ αυτό άρχησα να τον
νειδίζω, πως έκαμε δουλειά του κεφαλιού του. Μα κείνος πού ν’ ακούση! Επήρε την
υποχρέωση πάνου του! Υπεσχέθηκε στους προεστούς και στον Καϋμακάμη!</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Σαν είδα που
παν τα λόγια μου χαμένα, τον έδωσα κ’ εγώ το γράμμα σου, και, έχε τον νου σου
δα, παιδί μου, του είπα, να μη χάσης το γράμμα του Γεωργή μας! – Θαρρώ πως τόνε
βλέπω ακόμα! Έβγαλε το φέσι του, εφίλησε το χέρι μου, κ’ επήγε... Ποιος το
ήξευρε να μη τον αφήση!...</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Την άλλη την
ημέρα ήτανε νάρθη ο καινούριος ο Δεσπότης. Οι επίτροποι και οι προεστοί επήγαν
από νωρίς εις τον σιδηρόδρομο· οι δάσκαλοι με τα παιδιά του σχολειού
αραδιασμένα· οι παπάδες και οι άλλοι χωριανοί εβγήκαν καμμιάν ώρα δρόμο, για να
τον προσωπαντήσουν. Ο Μιχαήλος επήγε κ’ εκείνος μαζί τους. Έμεινεν άδειο θαρρείς
το χωριό. Η ώρα της πόστας ήλθε, μα δεν ανησύχησα για τον Χρηστάκη: Χωρίς άλλο
θα έλθη με τη συνοδεία του Δεσπότη. Ο καιρός ήταν καλός κ’ εγώ εφύλαγα στο
παραθύρι. Σαν είδα τον κόσμον από μακρά που επέστρεφε, έσιαξα το φακιόλι μου κ’
εβγήκα ως έξω από το χωριό να φιλήσω κ’ εγώ του Δεσπότη το χέρι. Τα εξαπτέρυγα
και οι σημαίαις της εκκλησίας έλαμπαν από μακρυά εις τον ήλιο, και κατόπιν
εγυάλιζαν οι σταυροί και τα φελώνια των παππάδων. Πίσω, στο ένα πλάγι, διέκρινα
χρυσοσέλωτο το άσπρο άτι, που επήγαν για τον Δεσπότη· μα όσο και αν εκόντευε,
Δεσπότης δεν εφαίνετο επάνω του. Βγα! είπα με τον νου μου, και άρχησα να
πλησιάζω ανήσυχη και βιαστική.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Φεύγα,
κυρά! εφώναξε τότε έν’ από τα παιδιά, που έτρεχαν εμπρός εμπρός με τα γιορτερά
τους. Φεύγα πίσω, γιατ’ έρχεται τ’ ασκέρι! Ακούς εκόψαν τον σιδερόδρομο και μας
επήραν τον Δεσπότη!</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Εκεί
ετινάχθηκεν η καρδιά μου! Ο πόλεμος ακούετο, μα οι Ρούσσοι ήτανε μακρυά, ξεύρω
κ’ εγώ; στα Μπαλκάνια, μας έλεγαν, κι ακόμη παρά πέρα. Και τώρα να κόψουν έξαφνα
τον σιδερόδρομο. – Είδες, είπα, και θα πάθη τίποτε το παιδί! και εκόπηκαν τα
γόνατά μου κ’ έμεινα στον τόπο. Εκεί επρόφθαξε το πλήθος βιαστικό και
τρομαγμένο. Κ’ επρόβαλ’ ο Σταυρός με τα ξαπτέρυγα κ’ επρόβαλ’ ο παππάς με το
θυμιατήρι, και πρόβαλαν τέσσαρες νομάτοι μ’ ένα λείψανο στον ώμο, και στο πλάγ’
ο Μιχαήλος ανεμαλιάρης και λουσμένος εις τα δάκρυα... Αχ! παιδί μου! παιδάκι
μου!... Ποιος το ήξευρε να τον εμποδίση!–</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Εδώ η
τρέμουσα φωνή της συνεπνίγη υπό των λυγμών και των κλαυθμών της.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Ήτον η πρώτη
φορά εκείνην την ημέραν. Και επειδή εγνώριζον την φύσιν της δυστυχούς μητρός
μου, ούτε εγώ την διέκοψα, ούτε τον αδελφόν μου αφήκα. Η θλίψις υπερεπλημμύρει
την φιλόστοργον αυτής καρδίαν, και αν δεν την άφηνεν να εκχειλίση άπαξ και δις
και τρις της ημέρας, δεν ηδύνατο να εύρη ανακούφισιν. Το φοβερόν τραύμα είχε
πλήξει τον πολυπαθή μας οίκον προ τριών και επέκεινα ετών. Αλλ’ η πρόσφατος
έλευσις εμού, όστις δεν είχον ιδή το φρικτόν εκείνο δράμα εκ του πλησίον,
ανέξανε τας μόλις ουλωθείσας πληγάς της ταλαίνης. Η εμή παρουσία καθίστα την
απώλειαν του μακαρίτου πολύ μάλλον επαισθητοτέραν, διότι, καθώς έλεγεν η μήτηρ
μου δικαίως, εφαίνετο πλέον πως η χαρά μας δεν ειμπορούσε να είναι σωστή. Τόσον
ολίγους που τους αφήκα τους εδικούς μου, τους εύρισκον ολιγωτέρους. Και ούτε εγώ
να τον φιλήσω, ούτε ο πτωχός αδελφός μου ηδύνατο πλέον να ευφρανθή επί τη
επανόδω τού τόσον καιρόν προσδοκηθέντος αδελφού του! Και έκλαιε λοιπόν η
δύστηνος και διηγείτο την θλιβεράν εκείνην ιστορίαν, ως εάν είχε συμβή αυτήν την
προτεραίαν.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Και όταν αι
πλήμμυραι των δακρύων ανεκούφιζον ολίγον την βαρυπενθή αυτής καρδίαν, νομίζετ’
ελησμόνει την δυστυχίαν της; Πολλού γε και δει. Την θλίψιν διά τον φόνον του
αγαπητού μας αδελφού διεδέχετο η αμείλικτος οργή κατά του φονέως.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Καμμιά
φορά, μοι έλεγε κατ’ ιδίαν ο αδελφός μου, ενόμιζον πως άρχιζε να ξεχνά τον
Χρηστάκη, μα ποτέ δεν την είδα να ξεχάση τον φονιά του.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Καθ’ όλον το
μεταξύ διάστημα ούτε Δεσπότη, ούτε Καϋμακάμη αφήκεν ήσυχον διά να τη εύρουν τον
φονέα του τέκνου της. Κατ’ αρχάς ενομίσθη, ότι εφονεύθη, συντυχών εις την
συμπλοκήν κατά την επί του σταθμού του Λουλεβουργάζ έφοδον. Αλλά μετ’ ολίγον
επιστώθη, ότι τούτο δεν ήτο δυνατόν. Οι επελθόντες προς παραλαβήν του αρχιερέως
εύρον τον σταθμόν τούτον ερημωμένον υπό των επιτοπίων αρχών προ δύο ήδη ημερών,
εξ ου χρόνου πάσα συγκοινωνία μετά της πρωτευούσης ήτο διακεκομμένη, τους δε
Ρώσσους αμαχητί καταλαβόντας το χωρίον, αλλά μόλις περί τα μέσα της προηγηθείσης
εκείνης νυκτός. Τον πτωχόν αδελφόν μου όμως ανεκάλυψαν εν τη ατάκτω αυτών
επιστροφή παρά την γέφυραν της λεωφόρου, πολύ μακράν του χωρίου, και νεκρόν πολύ
προ της αφίξεως των Ρώσσων. Δεν εφονεύθη λοιπόν τυχαίως, ουδ’ εν συμπλοκή. Αλλ’
ούτ’ επίτηδες ήτο δυνατόν να εφονεύθη υπό στρατιωτών ή ληστών. Διότι ούτε οι μεν
θα άφηναν τον νεκρόν ασύλητον, ούτε οι δε ανέπαφον τον ταχυδρομικόν σάκκον. Πάσα
δε επίσημος έρευνα κατέληγεν εις το ψηλαφητόν συμπέρασμα ότι ο φόνος εγένετο εξ
ενέδρας και ουχί προς σκοπόν ληστεύσεως. Διά τούτο η μήτηρ μου επέμενεν εις την
εύρεσιν και τιμωρίαν του φονέως. Ο τρόπος δι’ ου ο πρώην κακής φήμης ταχυδρόμος
παρέπεισε τον ανύποπτον νεανίαν να διαδεχθή το επικίνδυνον αυτού έργον, παρείχεν
εις τας ερεύνας αυτής τον οδηγητικόν μίτον.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Δεν μπορεί
να είναι αλλοιώς, έλεγεν. Ο φονιάς πρέπει να ήταν μανιασμένος μαζί του, και
πρέπει να το ήξευρε. Αλλέως δεν μπορούσε να τον παραμονεύση αυτή την πρώτη την
ημέρα, που πήρε την πόστα πάνου του. Είναι λοιπόν χωρίς άλλο χωριανός μας, ή
κανείς από τα περίχωρα. Όταν επήραν αυτόν, που είχε πρώτα την πόστα, στην
φυλακή, είπα πως έκαμεν ο Θεός κρίσι. Μα ύστερ’ από δύο ημέραις τον έβγαλαν,
γιατί ευρέθη, πως, όταν έγεινε το φονικό, εκείνος ήταν στο χωριό μας. Ποιος το
ξεύρει; Ίσως κ’ εψευτομαρτύρησαν... Μα τώρα, που ήρθες πια και συ, παιδί μου,
μην αφήστε τον αδερφό σας ανεκδίκητο. Μη με βλέπεις έτσι και σιωπάς! Αν δεν είχα
παιδιά στον κόσμο, θενάκοφτα τα μαλλιά μου, θενάβαζα ανδρίκια ρούχα, και με το
τουφέκι στον ώμο θενά κυνηγούσα τα ιχνάρια του φονιά, ως που να κδικήσω τον
νεκρό μου. Γιατί διές, παιδί μου, ο φτωχός μας ο Χρηστάκης δεν ευρίσκει ησυχία,
μόνο παλεύει μέσ’ στο μνήμα του όσαις φοραίς νοιώθει το φονιά του να πατή τα
χώματα. Και τον νοιώθει, παιδί μου! στην άκρη του κόσμου να ευρίσκεται, εκείνος
τον νοιώθει, σαν να του πατούσε την καρδιά του! Γι’ αυτό εκδίκησι! πρέπει να
γενή εκδίκησι!</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Ο μη
γνωρίσας την αγαθοτάτην ταύτην μητέρα προ του θανάτου του υιού της, θα την
εκλάβη ίσως ως γυναίκα τραχέος και σκληρού χαρακτήρος, αφού εγώ αυτός
εδυσκολευόμην πλέον να ανεύρω εν αυτή την άπειρον εκείνην φιλανθρωπίαν, ήτις την
έκαμνε να φείδηται και να συμπονή και αυτήν την άψυχον φύσιν, και ως εκ της
οποίας δεν υπέφερε να ίδη ουδέ μίαν όρνιθα σφαζομένην. Διότι, ναι μεν, εκδίκησιν
λέγουσα, ηννόει κυρίως δικαιοσύνην. Αλλά την δικαιοσύνην ταύτην δεν ηννόει άνευ
προσωπικής αυτής ικανοποιήσεως προσμετρουμένην μόνον υπό της απαθούς χειρός του
νόμου.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Να τον ιδώ
κρεμασμένον, έλεγε, να τραβήξω το σχοινί του και ύστερα ας αποθάνω!</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Τόσον
φρικαλέως επιθυμητή εφαίνετο η εκδίκησις εις την φιλοστοργίαν της φυσικής και
αμορφώτου γυναικός!</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Τα ψυχρά της
επιστήμης σκέμματα, δι’ ων εδοκίμαζον ενίοτε να καταπραΰνω τας ορμάς της θερμής
αυτής καρδίας, εξητμίζοντο πριν φθάσωσι τον σκοπόν αυτών, ως μικραί σταγόνες
ύδατος, όταν πίπτωσιν επί σφοδρώς φλεγομένης καμίνου. Ούτω και κατ’ εκείνην την
ημέραν. Όταν μετά μακράν διδαχήν περί της θέσεως των ατόμων απέναντι της
δημοσίου δικαιοσύνης, τη υπεσχέθην ότι θα κινήσω πάντα λίθον προς εύρεσιν και
τιμωρίαν του κακούργου,</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Ναι! είπε,
μετά τινος αγρίας εντρυφήσεως. Να τον ιδώ κρεμασμένο, να τραβήξω το σχοινί του,
και ύστερ’ ας πεθάνω!</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Αλλ’ αίφνης
εκρούσθη η θύρα, και, μετά προφανούς δυσαρεσκείας είδε την καταξύριστον μορφήν
του υπηρέτου ευσεβάστως παρακύπτουσαν όπισθεν του θυροφύλλου.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Τι τρέχει,
Λουή; τον ηρώτησα εισερχόμενον.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Μία
Τούρκισσα, απήντησεν υποκλινόμενος προ της συνωφρυωμένης μητρός μου, μία
Τούρκισσα προς επίσκεψιν.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Προς
επίσκεψιν ημών; Δεν είναι δυνατόν! Θα έχης λάθος, Λουή, πήγαινε! Δεν γνωρίζομεν
καμμίαν Τούρκισσαν. Αλλ’ ενώ τον απέπεμπον ούτω, χάριν της μητρός μου, ηκούσθη
ταραχή εν τω διαδρόμω και φωναί ως εριζόντων. Ο Λουής υπεκλήθη εκ νέου όσον οίον
τε βαθέως, όπως με πείση, ότι ημείς ήμεθα οι ζητούμενοι. Αλλ’ αίφνης η θύρα
ανοίγει μετά φοβερού πατάγου, ωθήσασ’ αυτόν να πέση κατακέφαλα, ενώ μία γραία,
σχεδόν απερικάλυπτος Οθωμανίς ερρίπτετο εις τους πόδας της μητρός μου, μετά
λυγμών και δακρύων. Φαίνεται ότι οι έξω υπηρέται τη εκώλυον την είσοδον και εκ
της απελπισίας αυτής εβίασε την θύραν. Ο εμβρόντητος Λουής επρόφθασε να συνέλθη
και εκδιώξη διά λακτισμών τον δειλώς ακολουθούντα αυτήν υψηλότατον λευκοσάρικον
σοφτάν, αλλ’ ο αδελφός μου, παρεμβάς, ως τον είδεν, επέπληξε τον υπηρέτην και
εισήγαγε μετά μεγάλης χαράς τον ισχνόν και λευκόχλωμον εκείνον Τούρκον, ως εάν
ήτο ο οικειότατος αυτώ φίλος.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Είναι ο
Κιαμήλης μας, είπεν, επιδεικτικώς προς εμέ, και αυτή θα είναι η μητέρα
του!</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Η μήτηρ μου
μόλις και μετά βίας απαλλαγείσα των περιπτυγμών της Οθωμανίδος, ητένισεν υψηλά
προς την συμπαθητικήν του σοφτά μορφήν μετά παραδόξου στοργής, και </span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Εσύ είσαι
Κιαμήλη, παιδί μου; τον ηρώτησε. Και πώς είσαι; Καλά; Δεν σ’ εγνώρισα με αυτή
την φορεσιά σου!</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Ο Τούρκος
έκυψε μετά δακρύων εις τους οφθαλμούς και λαβών εφίλησε την άκραν του φορέματός
της.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Ο Θεός
πολλά καλά να σε δίνη, Βαλινδέ! είπε. Μέρα νύχτα παρακαλώ να κόβη από τα χρόνια
μου να βάζη στα δικά σου. –</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Η μήτηρ μου
εφαίνετο υπερβολικά ευχαριστημένη· ο Μιχαήλος επήγε να τα χάση από την χαράν
του, απευθύνων μυρίας ερωτήσεις και περιποιήσεις πότε εις τον ισχνοτενή εκείνον
πρασινορασοφόρον και πότε εις την μητέρα του. Μόνον εγώ και ο Λουής ιστάμεθα
άφωνοι και ενεοί. Επί τέλους λαβών τον αδελφόν μου κατά μέρος,</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Έλα, άφησε
τα γέλοια σου, λέγω, και ειπέ μου τι συμβαίνει εδώ πέρα; Τι σας είναι
αυτοί;</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Τώρα θα σε
το πω, είπεν ο αδελφός μου γελών έτι περισσότερον. Τώρα θα σε το πω. Πήγαινε,
Λουή! δυο καφέδες γρήγορα! Μα κύτταξε, να μην τους κάμης πάλε σαν τα φράγκικά
σου τ’ αποπλύματα! Α-λά-τούρκα, και χωρίς ζάχαρι! Ακούς;</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Και ταύτα
λέγων εισήλθε μετ’ εμού εις το προσεχές δωμάτιον.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Αυτός
είναι ένας Τούρκος, που τον εγιάτρευεν η μητέρα εφτά μήνες εις το σπίτι μας, και
αυτή είναι η μάνα του, που ήλθε τώρα να της πη το Σπολλάτη!</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Είπεν ο
αδελφός μου, γελάσας προς μεγάλην μου έκπληξιν.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Ένας
Τούρκος, που τον εγιάτρευεν η μητέρα εφτά μήνας! Και από τότε έγεινεν η μητέρα
νοσοκόμος των Τούρκων; Ηρώτησα εγώ συνωφρυωμένος εξ αγανακτήσεως.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Πρέπει να
σημειώσω, ότι ο Μιχαήλος εσυνείθιζε ν’ αστεΐζηται επί των αδυναμιών της μητρός
ημών, τόσω μάλλον ασμένως, όσω μάλλον αγγογύστως και προθύμως τας επλήρονεν εκ
του ιδίου του βαλαντίου. Τίποτε δεν τον ηυχαρίστει τόσον, όσον να μιμήται την
μητέρα μας, δρώσαν υπό την επήρειαν αδυναμίας τινός, της οποίας τα στοιχεία
παρεμόρφου επί το κωμικώτερον κατά τρόπον όλως ίδιον αυτώ. Η ανοχή της καλής
μητρός, ήτις εγέλα και αυτή, οσάκις τον ήκουεν, ερρίζωσεν εν αυτώ έτι μάλλον την
κακήν ταύτην συνήθειαν. Διά τούτο, όταν με είδεν αγανακτούντα επί τω
ακούσματι,</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Άκουσε να
σε πω, μοι είπεν. Αν εννοής να τα έχης έτσι καταιβασμένα, δεν σε λέγω τίποτε. Θα
μου χαλάσης την ιστορία. Κάλλιο να την αφήσουμε μίαν άλλην ημέρα, για να γελάσης
και συ με την καρδιά σου, να γελάση κ’ η μητέρα κομμάτι, που τόσαις ημέραις δεν
εγέλασεν ακόμη με τα σωστά της, η καϋμένη.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Έλα! τω
είπον τότε. Η μητέρα φαίνεται πολύ ευχαριστημένη από την επίσκεψιν, και είναι
όλως διόλου ενασχολημένη με τους Τούρκους της, που δεν ειμπορώ να χωνέψω. Ως που
να πιουν τον καφέ τους και να μας ξεφορτωθούν, ειπέ μου την ιστορία.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Άκουσε
λοιπόν, μοι είπεν. Ειξεύρεις πόσον η μητέρ’ ανησυχούσεν όταν έλειπες. Και δεν
φθάνει που ανησυχούσεν εκείνη, μόνον δεν άφηνε και τον κόσμο στην ησυχία του.
Ποιος περνά να τον σταματήση μέσ’ στον δρόμο· ποιος έφθανεν από πουθενά, να πα
να τον ρωτήση: μη σε είδαν, μη σε άκουσαν. Την ξεύρεις. Ένα πρωί πρωί
ετρυγούσαμε τα πεπόνια στο χωράφι. Έξαφνα βλέπ’ ένα διαβάτη που περνούσε. Δεν
τον αφήνει να πάγη στην δουλειά του, μόνο τρέχει στην φράκτη.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Ώρα καλή,
θειέ!</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Πολλά τα
έτη, κυρά!</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Από την
Ευρώπη έρχεσαι;</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Όχι, κυρά,
από το χωριό μου. Και πού είν’ αυτή η Ευρώπη; </span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Να, ξεύρω
κι’ εγώ; αυτού που είναι το παιδί μου. Δεν άκουσες να λένε τίποτε για το παιδί
μου;</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Όχι, κυρά.
Και πώς το λένε το παιδί σου;</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Αμ’ ξέρω
και ’γω μαθές; Ο νουνός του το βάφτισε Γιωργί, και πατέρας του ήτανε ο Μιχαλιός
ο πραμματευτής, ο άνδρας μου. Μα κείνο, ακούς, επρόκοψε και πήρεν ένα όνομα από
τα περιγραμμάτου· και τώρα, σαν το γράφουνε μέσ’ σταις εφημερίδες, δεν ηξεύρω κι
εγώ η ίδια, το παιδί μου είναι μαθές που λένε, ή κανένας φράγκος!</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Την
ιστορία, Μιχαήλε! την ιστορία του Τούρκου! διέκοψα εγώ ανυπομόνως.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Στάσου δα!
είπεν εκείνος. Η ιστορία ήλθεν ύστερ’ από την κουβέντα. Ύστερ’ από την κουβέντα,
βλέπεις την μητέρα και κόφτει το πιο καλό, το πιο μεγάλο πεπόνι.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Αμ’ δεν
παίρνεις κάνα πωρικό από τον κήπο μας, θειε;</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Ευχαριστώ,
κυρά, δεν έχω τόπο να το βάλω.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Δεν
πειράζει, θειε, το καθαρίζω και το τρώγεις.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Ευχαριστώ,
κυρά, με κρατεί κοιλόπονος.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Έλα να
χαρής, κάμε μου την χάρι. Γιατί, διές, έχω παιδί στην ξενητιά, κ’ έχω καρδιά
καμμένη. Κι’ αφού δεν μπορώ να το στείλω στο παιδί μου, φα’ το καν του λόγου σου
που είσαι ξένος. Ίσως τωύρη κι’ εκείνο από κανέναν άλλονε.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Ο άνθρωπος
έχασε την υπομονή του.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Ντζάνουν
καλά, χριστιανή για! μα σαν έχης παιδί στην ξενιτιά, τι σε φταίγω εγώ να βάλω,
έτσι θεονήστικος, όλην αυτή την χολέρα μέσ’ στο στομάχι μου! Μη θαρρής πως
εβαρέθηκα την ζωή μου; Εγώ έχω γυναίκα που με καρτερά, κ’ έχω παιδιά να θρέψω.
Μα σαν θέλης και καλά να χρησιμοποιήσης το πεπόνι σου, στείλε το στου
Γερο-Μούρτου το χάνι. Εκεί κοντά ένας ξένος παλεύει με τον θάνατο, θερμασμένος
εδώ και τρεις εβδομάδες. Άμα γευθή αυτήν την χολέρα, πίστεψέ με, θα γλυτώση και
αυτός από την θέρμη και η θέρμη απ’ αυτόνε.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Τέλος
πάντων! του είπα, ετελείωσαν τα επεισόδια; Άρχησε πλέον την ιστορία!</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Στάσου δα!
απήντησεν εκείνος πειρακτικώς. Μήπως είμεθα εις την Ευρώπην που πουλούν το κρέας
δίχως κόκκαλα; Σε λέγω την ιστορία καθώς εγένηκεν. Αν δεν σ’ αρέση, άφησέ την
κατά μέρος. Πάμε να διούμε την χανούμισσα!</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Σε ήθελα
να είσαι από πουθενά, εξηκολούθησεν έπειτα, να ιδής την μητέρα, όταν το άκουσε.
– Χριστός και Παναγιά, παιδάκι μου! – Και έπεσε το πεπόνι από τα χέρια της, κι’
έγεινε σαν πήττα! Κ’ έσιαξε το φακιόλι στο κεφάλι της, κ’ επήρε τον δρόμο.
Δηλαδή τα σπαρμένα και τ’ άσπαρτα χωράφια κατ’ ευθείαν για να φθάση όσον το
δυνατόν γρηγορώτερα. Εγώ που την ήξευρα, την αφήκα να πάγη. Μα σαν επροχώρησε
καμπόσο και είδε που δεν το εκούνησα, εγύρισε πίσω θυμωμένη, και,</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Τι χάσκεις
απ’ αυτού, μωρέ πολλακαμμένε; – εφώναξε. – Ε; φυλάγεις να το πω για να
σαλέψης;</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Αν σε βαστά
μην την ακολουθείς; Θα ήταν καλή να με φακιολίση με καμμιά βωλάκα. Αφήκα λοιπόν
την δουλειά μου, κ’ έπεσα καταπόδι της. Πού να την φθάσης! Βρε αγκάθια, βρε
χανδάκια, βρε φράχταις – δεν έβλεπε τίποτε. Τίποτε άλλο, παρά του Γερο-Μούρτου
τον σκεπό που εκοκκίνιζε μακρυά μέσ’ στα σπαρμένα.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Σαν έφθασε
κοντά, άρχησαν τα γόνατά της να τρέμουν κ’ εκάθησε σε μια πέτρα.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Χριστός
και Παναγιά, παιδάκι μου! Και πως δεν μου το είπες πως ήταν ένας άρρωστος
δωπέρα;</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Αμ’ τι να
σε το πω! Μήπως είσαι γιατρός για να τον γειάνης; Εκείνο, ως και ο Παππά-Δήμος,
που τ’ άκουσε, δεν επήγε να τον διή. Γιατ’ είναι, λέγει, Τούρκος, κ’ οι Τούρκοι
δεν πληρόνουν, για ευχέλαιο.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Τούρκος
είπες; εφώναξε τότε, και ήλθεν ολίγο σην θωριά της. – Σαν είναι Τούρκος – Δόξα
σοι ο Θεός! Είχα μια φοβέρα μήπως ήταν το Γιωργί μας!</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Κρίμα που
δεν σου το είπα πρωτήτερα, μητέρα, να μη χαλάσης του κόσμου τα χωράφια και να
κάμης τα πόδια μου κόσκινο μέσ’ στ’ αγκάθια. Από τη βία σου, μ’ έκαμες να πάρω
τον δρόμο αξυπόλυτος. – Μα κείνη, στο μεταξύ, ξανακίνησε προς του Μούρτου το
χάνι.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Εκεί που
έπεσα πάλε καταπόδι της, κ’ επήγα να πηδήξω ένα χανδάκι, ακούω κάποιον και
βογκά. Στρέφω και θωρώ, ένας Τούρκαρος χαμαί, με κίτρινο πρόσωπο, με κόκκινα
μάτια! Έτσι εύκολα που γελώ στη ζωή μου, ποτέ δεν εγέλασα για άρρωστον
άνθρωπο.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Κ’ εκείνη
την ημέρα δεν ημπόρεσα να βασταχθώ, γιατί, δεν ηξεύρεις. Εδώ ήταν μια βάτος, κι’
εδώ μι’ αγριαγγινάρα. Κι’ ο Τούρκος, που παράδερνε παραλαλώντας εις την μέση,
εγύριζε στη βάτο, και της έκαμνε τεμενάδες, και την γλυκομιλούσε, και της
έκαμνεν εργολαβία. Εγύριζε στην αγριαγγινάρα κ’ έτριζε τα δόντια, κι αγρίευε τα
μάτια, κ’ εσήκωνε με βρυσιαίς το χέρι του, να της κόψη το κεφάλι! Τα μεγάλα του
λόγια από την μια και η αδυναμία του από την άλλη ήτανε να σκάσης από τα γέλοια.
Μα σαν ήλθεν η μητέρα και με είδε, σου έκαμεν ένα θυμό! ένα θυμό! Θεός να σε
φυλάγη!</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Τι στέκεις
και γελάς αυτού, βρε χάχα; Ε; τι στέκεις και γελάς! Ο άνθρωπος ψυχομαχά, και συ
το χαίρεσαι; Πιάσ’ από κεινά! Φορτώσου τον στην ράχη σου!</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Καλέ,
χριστιανή, αυτός είναι μιάμισυ φορά μακρύτερος από μένα, πώς θέλεις να τον
φορτωθώ στην ράχη μου!</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Πιάσ’ απ’
εκεινά, σε λέγω, γιατί ξέρεις;</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Αν σε βαστά
μην το κάμης! Έπιασα λοιπόν και με φόρτωσε τον Τουρκαλά στην ράχη μου κ’ επήραμε
τον δρόμο.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Ο
Γερο-Μούρτος έλιαζε την κοιλιά μου έξω από την θύρα του χανιού. Σαν μας είδε,
εγέλασε βαθειά μέσ’ στον λαιμό του κ’ εφώναξεν. – Ωρέ, δεν μου φορτώνεσαι κάλλιο
κειό τον ψόφιο γάδαρο, για να κερδαίσης καν τα πέταλά του, μόνο σκομαχάς έτσι
στα χαμένα για να πας την λοιμική στο σπίτι σου;</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Εγώ δεν
απηλογήθηκα γιατί, καταλαμβάνεις, αναπνοή για χορατά δεν μ’ επερίσσευε. Μα η
μητέρα, την ξεύρεις την μητέρα. Του εδιάβασε τον εξάψαλμο για την απονιά
του!</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Σαν τον
εφέραμε στο σπίτι, εστρώσαμε το στρώμα του Χρηστάκη και τον επλαγιάσαμε. Ο
Χρηστάκης ο μακαρίτης εγύριζε τότε στα χωριά της επαρχίας, με ταις πραμματειαίς
επάνω στ’ άλογο. Ήτανε πριν ανοίξη το μαγαζί του. Και σαν έμαθε πως έχουμε τον
άρρωστο εις το σπίτι, επήγε κ’ έρριψε την κάππα του εις της θειάς μας το σπίτι,
στο Κρυονερό. Η μητέρα τον εμάλονε πάντοτε για ταις ακαταστασίαις του, κ’
εκείνος ο μακαρίτης αφορμήν εγύρευε για να ξωμένη, να ζη του κεφαλιού του. Εφτά
μήνες είχαμε τον άρρωστο στο σπίτι, εφτά μήνες δεν επάτησε το κατώφλοιό μας. Ως
που αναγκάσθηκεν η μητέρα να τον στείλη μαζί μου στην Πόλι, πριν γιατρευθή όλως
διόλου.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Και πώς
είχε ξεπέσει στο χωριό μας; ηρώτησα εγώ. Και πώς συνέβη ν’ αρρωστήση;</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Χουμ!
είπεν ο αδελφός μου ξύων την κεφαλήν του. Αυτό κ’ εγώ μόνον άκραις μέσαις το
γνωρίζω. Μήπως μάφηκε μαθές η μητέρα να τον ερωτήσω, καθώς ήθελα;</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> –Άνθρωποι
είμεθα, έλεγε, και οι αρρώσταις είναι για τους ανθρώπους. Αλλοίμονο σ’ όποιον
δεν έχει ποιος να τον κυττάξη! Και ποιος ηξεύρει, αν αυτήν την ώρα και το Γιωργί
μας δεν είν’ άρρωστο στη ξενιτιά, χωρίς κανένα εδικό στο πλάγι του! Μην κάθεσαι
λοιπόν και μου ψιλορωτάς τον άνθρωπο, μόνο γειάνε τον πρώτα!</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Ο Κιαμήλης
είναι καλός, πολύ καλός ο καϋμένος, εξηκολούθησεν ο αδελφός μου, και πολλαίς
φοραίς άνοιξε μονάχος του να με πη το πώς αρρώστησε. Μα όσαις φοραίς το δοκίμαζε
τόνε ξανάπιανεν η θέρμη.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Εδώ μας
διέκοψεν εισελθούσα η μήτηρ μου μετά των ξένων της. Η κοντή και πως εύσωμος
Οθωμανίς είχε τακτοποιημένον το λευκότατον αυτής γιασμάκιον και συνεκράτει επί
το κοσμιώτερον τον μαύρον και μακρόν αυτής φερετζέν, υπό τον ποδόγυρον του
οποίου μόλις έβλεπες τα μυτωτά και κίτρινα παπούτσια της. Αλλά βαθείαν εντύπωσιν
μοι ενεποίησε τώρα η ωχρά και μελαγχολική του Κιαμήλ όψις, τα χαρακτηριστικά της
οποίας μοι εφάνησαν τόσον ήμερα, τόσον ηδέα, ώστ’ εκέρδησεν ούτως ειπείν εξ
εφόδου την συμπάθειάν μου. Τούτο δεν διέφυγε την προσοχήν της μητρός, ήτις
εγνώριζε την προς τους Τούρκους αντιπάθειάν μου. Δι’ αυτό ατενίσασα φιλοστόργως
προς αυτόν ενώ μοι τον παρουσίαζεν,</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Ο αρίσκος*
ο Κιαμήλης!, είπεν, είναι πολύ, πολύ καλό παιδί. Τρώγει και κόλλυβα· πίνει και
αγίασμα· φιλά και του παππά το χέρι· τι να κάμη! Όλα για να γειάνη.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Οι οφθαλμοί
της μητρός του επληρώθησαν δακρύων. Μόλις δε τοις απέτεινα δύο τρεις λέξεις εις
την γλώσσαν των, και ήρχησαν να με πληρώσιν ευχών κ’ ευλογιών, επαίνων κ’
εγκωμίων με τας γνωστάς εκείνας υπερβολάς της τουρκικής εθιμοτυπίας. Αλλ’ η
μήτηρ μου διακόψασα τον χείμαρρον της ρητορικής αυτών αποτόμως,</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Τώρα
καθήστε, είπε, να διούμε τι θα κάνουμε. Η χανούμισσα, παιδί μου, έχει ένα γυιο
στον Ζαπτιέ, που είναι από τους πρώτους ανακριτάδες. Της είπα την συμφορά που
μας εγείνηκε· θα τον βάλη να μας εύρη τον φονιά! Η καϋμένη! δεν ηξεύρεις τι καλή
που είναι! Τι κρίμα, που δεν το ήξευρα να έρθω προτήτερα στην Πόλι! Ως τα τώρα
θα τον είχα τρεις φοραίς κρεμασμένο, και θα ήμουν απ’ αυτή την μεριά τουλάχιστον
ήσυχη!</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Η Τούρκισσα
ηννόησεν ολίγον περί τίνος επρόκειτο.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Ναι, είπε,
ο υιός μου ο Eφέντης, και ο δούλος σας ο Κιαμήλης και εγώ η σκλάβα σας, ως του
Σουλτάνου το κατώφλοιο θενά πάμε, μα την υπόθεσί σας χαμαί δεν θα την αφήσουμε.
Χωρίς άλλο την είχαν ως τα τώρα μηντέρ αλτί (υπό τον τάπητα) και δι’ αυτό δεν
επιάσθηκ’ ο φονιάς. Ο γυιος μου, ο Εφέντης είναι ανακριτής εις τον Ζαπτιέ, την
γη να σχίση να έμβη ο κακούργος, πάλι θα τον εύρη.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Και,
τίποτε· εξηκολούθησεν ο Κιαμήλης, με την συμπαθητικήν φωνήν του. Ούτε λεπτό
έξοδα! Ο Eφέντης ο αδελφός μου με μια κονδυλιά τα διορθώνει. Και αν θέλη ο Θεός,
πάγω κ’ εγώ στην επαρχία για την ανάκριση. Όταν σκοτώθηκε το παιδί της Βαλιδές
μου, είναι σαν να σκοτώθηκεν ο Eφέντης ο αδελφός μου. Πρέπει να γενή
εκδίκησι!</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Απερίγραπτον
ευχαρίστησιν ενεποίει ο ζήλος αμφοτέρων όχι μόνον εις την μητέρα, αλλά και εις
τον αδελφόν μου και εις εμέ αυτόν, όστις εσκεπτόμην τώρα, ότι και η προς
αλλοθρήσκους γενομένη ευεργεσία δεν απωλέσθη επί ματαίω. Εφ’ ικανήν ώραν
συνδιελέχθημεν επί του θέματος, κ’ εγώ, όστις ήμην τελείως απηλπισμένος περί
ανακαλύψεως του φονέως, διά τε τον παρεμπεσόντα χρόνον και διά τας ευθύς μετά
τον φόνον επισυμβάσας ως εκ του πολέμου καταστροφάς εν τη επαρχία ημών, δεν
ήργησα να πεισθώ ότι είναι πιθανόν ακόμη να δοθή δικαιοσύνη εις τον ατυχή νεκρόν
μας. Ήτο λοιπόν πολύ φυσικόν, αν τώρα ήρχησα να περιποιώμαι τους μόνους δυνατούς
να μας παρασταθώσι προς εκπλήρωσιν του καθήκοντος ημών τούτου. Άμα ως η γραία
Οθωμανίς παρετήρησε την διάθεσίν μου ταύτην,</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Και τώρα
είπε, Σουλτάνε μου, δος τα κλειδιά στον ξενοδόχο· από σήμερα και να πάγη είσθε
μουσαφήριδές μου.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Tούτο ήτον
όλως διόλου απροσδόκητον. Oι Tούρκοι, ιδίως εν μεγαλοπόλεσιν, όχι μόνον δεν
κατοικούν υπό μίαν με χριστιανούς στέγην, αλλ’ ουδ’ εις την αυτήν συνοικίαν τούς
ανέχονται. Τι ήτο λοιπόν τούτο; Μι’ από τας πολλάς δουλοπρεπείς φιλοφρονήσεις;
Αλλ’ όχι, η γραία δεν ωμίλει διά τον τύπον.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Εσύ είσαι
διαβασμένος άνθρωπος, μοι έλεγε, και γνωρίζεις του Θεού τον νόμον. Κ’ εάν είχα
μόνο μία πεθαμή τόπο στην οικουμένη, και ήξευρα πως η ευλογημένη γυναίκα που
εκοίταξε τ’ ορφανό μου εφτά μήνες εις το στρώμα του παιδιού της ευρίσκετ’ εδώ
πέρα ξένη, και δεν της έδιδα το αναπαυτήριο της κεφαλής μου να πατήση το ποδάρι
της – δεν θα έκλειεν ο Θεός την θύραν του ελέους του εις την προσευχήν μου; Δεν
θα εσήκωνε την ευλογίαν από τα έργα των χειρών μου; Δεν θ’ απέστρεφε το πρόσωπόν
του από το κουρμπάνι μου; Έλα, ζαχαρένιε μου! Μην το κάμης και
κριματισθώ!</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Και παρεμβάς
ο Κιαμήλης και φιλήσας την άκραν του φορέματός μου,</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Μη σας
κακοφανή, είπε, γιατί δεν ήλθαμε να σας πάρουμε πρωτήτερα. Το μάθαμε πως είσθ’
εδώ, και δύο μέραις τώρα γυρνούμε να σας εύρουμε. Όλα τα χάνια κατά σειράν
επήραμεν. Όλη την πόλιν εκοσκινίσαμε. Μα εμείς, απλοί άνθρωποι, είμασθε σαν τα
βώδια. Κοντά στον νουν ήτανε, πως αφέντης σαν του λόγου σου πορεύεται αλά
φράγκα, και κάθεται στο ξενοδοχείο. Τώρα που σας ηύραμε, δεν μπορεί να γείνη
αλλοιώς. Και αποταθείς προς την μητέρα μου· Δεν είν’ έτσι, σουλτάνα μου; είπε.
Εμείς τα εσυμφωνήσαμε πλέον. Αυτός ο κιαφίρης ο Σεισουράδας δεν θα σε χαλάση πια
το κέφι σου. Μια κλωτσιά που μ’ έδωκε του την σχωρνώ για το χατήρι σου, μα
δωπέρα δεν μένουμε πλέον. Δεν είν’ έτσι;</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Ναι, είπεν
η μητέρα μου, δεν μένουμε, σαν το θέλη και ο Γεωργής! Ακούς εκεί, τη Σεισουράδα
να χτυπήση το παιδί μου, τον Κιαμήλη!</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Τότε
παρετήρησα ότι καθ’ ην ώραν εγώ ήκουον την ιστορίαν του Κιαμήλ παρά του αδελφού
μου, οι τρεις εναπομείναντες είχον συνομώσει κατά του ξενοδόχου και του ατυχούς
Λουή. Έπειτα η γραία Οθωμανίς ανέκρουσε μίαν ανατολικωτάτην δέησιν. – «Επτά
ημέρας θα καθήσω έξω από το ενδιαίτημά σου· επτά φοράς την ημέραν θα φιλώ το
κατώφλοιον της θύρας σου· επτά φοράς την ώρα» κτλ. – κ’ εγώ έχασα επτά φοράς την
υπομονήν μου. Άλλως τε, η πρόσκλησις αύτη μοι εφαίνετο ευνοϊκή διά την υπόθεσίν
μας. Διά τούτο αφήκα την μητέρα μου να πράξη όπως θα τη ήρεσκεν.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Μόλις
παρήλθεν ημίσεια ώρα και η Οθωμανίς μετά του υιού της απήρχετο εν αληθεί
θριάμβω, άγοντες μεθ’ εαυτών την μητέρα και τον αδελφόν μου, ως εάν ήσαν τα
μάλλον περιζήτητα λάφυρα. Εις εμέ ούτε αι υποθέσεις, ούτε αι διαθέσεις μου
επέτρεπον ν’ αλλάξω κατοικίαν. Απεποιήθην λοιπόν να δεχθώ την ξενίαν των όπως
την προσέφερον. Υπεσχέθην όμως ότι ευθύς ως τελειώσω τας εισαγωγικάς ενεργείας
παρά ταις αρμοδίαις αρχαίς προς αναζήτησιν του φονεύσαντος τον αδελφόν μας, θα
τους επισκέπτωμ’ επί μακρόν και καθ’ εκάστην εν τω οίκω των.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Η εργασία
αύτη δεν εχρειάσθη πολύν χρόνον. Διότι, όπου ο νόμος δεν υπάρχει παρά εν τη καλή
θελήσει των καθ’ έκαστα αρχών, ή χρονίζει και η απλουστέρα υπόθεσις επ’ άπειρον,
ή τελειούται εν μια στιγμή και η μάλλον περίπλοκος. Και ναι μεν η εδική μας δεν
ήτο δυνατόν να τελειώση ούτως αστραπηδόν, αλλ’ ήδη κατ’ αυτάς τας πρώτας ημέρας
των μετά του υπουργείου της αστυνομίας συνεννοήσεών μου, διετάχθησαν εν τη
επαρχία ημών πολλαί συλλήψεις, ο δε υιός της φίλης ημών Οθωμανίδος, ο ανακριτής,
όλως ζήλος και αφοσίωσις, εξεκίνησεν εκ της πρωτευούσης, συνοδευόμενος υπό του
αδελφού μου, κ’ εφωδιασμένος με πάσαν πληρεξουσιότητα προς ανάκρισιν των
συλληφθέντων και προς καταδίωξιν άλλων υπόπτων. Εις τον ανυπόμονον Κιαμήλ δεν
επετρέψαμεν να συναπέλθη, τούτο μεν χάριν της επισφαλεστάτης υγιείας του, τούτο
δε όπως μη μείνωσιν αι δύο γραίαι όλως διόλου μόναι.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Και τώρα
πια που εβάλαμε το νερό στ’ αυλάκι, μας έλεγε μετά τινας ημέρας η μήτηρ μου,
έρχου δα, παιδί μου, να περνάς την ημέρα μαζί μας. Εμείς είμεθα όλη μέρα στο
σπίτι, γιατί ετελειώσαμε τους γύρους μας. Και πού δεν μ’ επήγε το παιδί μου ο
Κιαμήλης! και πού δεν μ’ επήγεν η χανούμισσα! Πρώτα πρώτα επήγαμεν εδώ κοντά
στην Αγιά-Σοφιά. Ύστερα μ’ επήγαν κ’ επροσκύνησα στον τάφο του Κωνσταντίνου, στο
Μεφά-μεϊδάνι. Να πας και συ δα, παιδί μου! Εδώ μεριά έχουν τον Αράπη, που τον
εσκότωσε, σκεπασμένο όλο λαχούρια και χαλιά. Κ’ εκεί μεριά τον φτωχό τον βασιλέ,
με μόνο μια μικρή κανδύλα πα’ στο μνήμα του! Κ’ επήγαμε και σ’ ένα τζαμί και
είδαμεν επάνω σ’ ένα παλαιό δένδρο την αλυσίδα, που ήταν κρεμασμένη η χείρα της
Δικαιοσύνης. Κ’ επήγαμε και στο Μβαλουκλί, και είδαμε τα ψάρια, που ζωντάνεψαν
μέσ’ στο τηγάνι, όταν επάρθηκεν η Πόλι. Και επάνω στην Πόρτα που επάρθηκεν,
είδαμε τα γράμματα, που έγραψεν ο άγγελος εκείνη την ημέρα, τάχα για την Πόλι.
«Το χειρ’ χειρ’ χειρότερο»! Τα είδαμε, μα, σαν αγράμματη που είμαι, δεν τα
διάβασα. Και τι να τα διαβάσω, παιδί μου! Μήπως δεν το βλέπουμε κάθε μέρα πως
πηγαίν’ η Πόλι; Και πού αλλού δεν πήγαμε! Και τι δεν είδαμε! Μα τώρα που
τελείωσαν, άρχησα πάλε να στενοχωρούμαι. Γι’ αυτό έρχου κάθε μέρα να σε βλέπω,
νάχης την ευχή μου, και να με λέγης δα κι όλα, πώς πηγαίν’ η κρίσι
μας.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Η οικία της
χήρας Οθωμανίδος κείται επί της ευρείας μεν τώρα, αλλ’ όχι πλέον ως πριν
γραφικωτάτης οδού, της Νδιβάν-γιολού, ου μακράν της πλατείας του βυζαντινού
ιπποδρομίου. Προφανώς είναι παλαιόν κτήμα, ευπόρου άλλοτε οικογενείας. Διότι ενώ
αι παρακείμεναι οικίαι φαίνονται αλυπήτως κολοβωμέναι υπό της ευρύνσεως του
δρόμου, η της Οθωμανίδος διακρίνεται δι’ ενός προαυλίου, στενοτάτου μεν νυν, και
επιτρέποντος τοις εν τω εξώστη καθημένοις να βλέπωσιν υπέρ τον χαμηλόν αυτού
τοίχον πάντα τα εν τη οδώ, όπως δήποτε όμως λειψάνου της προτέρας ευρυχωρίας.
Όπισθεν αυτής έχει ωραίον κηπίσκον με υψηλοτάτους κισσοσκεπείς τοίχους και με
μικρόν περίπτερον εις την μίαν πλευράν. Εις τους τοίχους τούτους οφείλει κυρίως
την ως εκ θαύματος διάσωσιν του μεγίστου αυτής μέρους από της μεγάλης πυρκαϊάς,
ήτις είχεν αποτεφρωμένην ολόκληρον την όπισθεν της οδού εκείνης συνοικίαν. Μέρος
της απέναντι του περιπτέρου πλευράς του τοίχου, καταρρεύσαν, φαίνεται, κατά την
πυρκαϊάν, ανοικοδομήθη εκ του προχείρου, επιτρέψαν την εις αυτήν προσαρμογήν
μικράς θύρας, δι’ ης ο οίκος απέκτησε νέαν συγκοινωνίαν με τα εκτός, πολύ
συντομωτέραν εις τον από του υπουργείου της Αστυνομίας διά των αχανών ερειπίων
προσερχόμενον. Εν τούτοις η κατά βάθος αύτη ευρυχωρία εμηδενίζετο υπό της
απωλείας, ην το πλάτος της οικίας υπέστη κατά την πυρκαϊάν. Διότι οικονομικαί
δυσχέρειαι δεν επέτρεπον την επιδόρθωσιν της βλαβείσης πλευράς· αι δ’ εκ του
προχείρου προσκαρφωθείσαι ημίκαυστοι σανίδες άφινον τα κατ’ αυτήν δωμάτια παντί
ανέμω αναπεπταμένα, και εντελώς ακατοίκητα.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Και όμως εν
τη οικία ταύτη εχώρει όχι μόνον η γραία Οθωμανίς μετά του Κιαμήλη, όχι μόνον ο
Eφέντης μετά της πολυπληθεστάτης αυτού οικογενείας, αλλά και η μήτηρ μου και ο
αδελφός μου, και δη πάντες οι εγγύς και μακράν συγγενείς ημών, όσοι ήρχοντο προς
επίσκεψίν μου. Διότι ο πιστός Κιαμήλης ευθύς ως εμυρίζετό τινα, τον ιχνηλάτει
μέχρις ότου, ανευρών την κατοικίαν, μετέφερε τα πράγματά του εις τον οίκον της
μητρός αυτού, έστω και διά της βίας. Η δε καλή Οθωμανίς έχαιρεν επί τούτω·
διότι, έλεγε, δύο κακούς ανθρώπους δεν τους χωρεί ούτε όλη η οικουμένη· ενώ
χίλιοι καλοί άνθρωποι κάμνουν μουχαμπέτι και μέσα εις ένα
καρυδότσουφλο!</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Τοιαύτη ήτον
η οικία εν η επί τέσσαρας σχεδόν εβδομάδας διέτριβον τον πλείω της ημέρας
χρόνον, μεταβαίνων τακτικά καθ’ εκάστην. Τας δεξιώσεις της γραίας Οθωμανίδος τας
ήκουον από των δικτυωτών παραθύρων αυτής, πριν έτι κρούσω την επί του
Νδιβάν-γιολού θύραν. Η έλευσίς μου επεριμένετο εκ του εξώστου. Η δ’ εμφάνισίς
μου επροξένει εν τω οίκω ταραχήν ομοίαν με τον θόρυβον πολλών πτηνών επτοημένων
εκ της εμφανίσεως αιλούρου τινός προ του μεγάλου κλωβού των. Ήσαν αι φωναί των
γυναικών, των παίδων και των παιδισκών του Eφέντου, αίτινες εσκίρτων φεύγουσ’ εν
ατάκτω σπουδή εις το χαρέμιόν των, εκ φόβου μήπως τας ιδώ άνευ γιασμακίου. Ο
Κιαμήλης με το μικρόν και χιονόλευκον σαρίκιόν του, τον μακρόν και πράσινον
τσουμπέν του, με την ωχράν και συμπαθητικήν αυτού μορφήν, υψηλός όσον σχεδόν και
ο τοίχος του προαυλίου, μοι ήνοιγε τακτικά την θύραν με το γλυκύ και
μελαγχολικόν αυτού μειδίαμα επί των χειλέων, μέχρις εδάφους υποκλινόμενος διά
τον εγκάρδιον τεμενάν της υποδοχής. Αι δύο γραίαι είχον πάντοτε έτοιμον κανέν
γλύκισμα ευχάριστον εις εμέ, ή κανέν παραμύθιον έτι πολύ ευχαριστότερον. Προ
πάντων η Οθωμανίς ήτο κατενθουσιασμένη δι’ εμέ, όστις, έλεγε, τόσο σοφός και
σπουδασμένος που ήμουνε, δεν έγεινα ειδωλολάτρης άπιστος, μόνον επίστευα με όλη
την καρδιά μου – εις τα παραμύθια! Μόνον διά δύο τινά εμεμψιμοίρει τρομερά
εναντίον μου. Πρώτον διότι κατ’ ουδένα τρόπον υπέφερον ν’ ακούσω τι περί των
θαυμάτων της μαγείας, δεύτερον όμως διότι δεν κατεδέχθην ακόμη να ξενισθώ μίαν
νύκτα υπό την στέγην του πτωχικού της. Και δεν εστάθη μεν δυνατόν να
συμφωνήσωμεν ποτέ επί του πρώτου, συνεβιβάσθημεν όμως επί τέλους ως προς το
δεύτερον.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Από ημέρας
εις ημέραν επεριμένομεν τον υιόν της τον ανακριτήν να επιστρέψη. Είχεν ήδη
στείλει περί τους είκοσιν υπόπτους εις τας φυλακάς της Κωνσταντινουπόλεως, όπου
μετήνεγκε την κρίσιν ημών, όπως απαλλαγή της επηρείας των επαρχιακών αρχών. Όταν
φθάση ο Εφέντης, είπον εις την γραίαν, την νύκτα εκείνην θα κοιμηθώ εις τον
οίκον σου. Θα έχω πολλά να πληροφορηθώ. Τρεις ημέρας μετά τούτο, εάν δεν
απατώμαι, επέστρεψεν ο ανακριτής. Ο αδελφός μου, όστις έφθασε την προτεραίαν,
μοι διηγήθη πολλά περί της σκληράς αυτού δραστηριότητος.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Αύριον
λοιπόν θα έλθω μετά το δειλινόν, τοις είπον, όταν θα ήναι εδώ και ο Εφέντης. Μη
με προσμένετ’ ενωρίτερον.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Την επιούσαν
αναβάς εν εκ των παρά την Παλαιάν Γέφυραν μισθουμένων δημοσίων ιππαρίων, και μη
φεισθείς του ηλιοκαούς και γυμνού τας κνήμας ιππηλάτου, όστις, ιδρώτι
περιρρεόμενος, έτρεχε καθ’ όλην την οδόν παρά την ουράν του γοργού και πειθηνίου
αλόγου, έφθασα προ της οικίας πολύ ενωρίτερον ή ό,τι υπεσχέθην. Διά τούτο δεν
παρεξενεύθην, μη ακούσας ταύτην την φοράν τας δεξιώσεις της Οθωμανίδος, όπισθεν
του δικτυωτού παραθύρου της. Αλλ’ όταν, ανοιγείσης της θύρας, είδον ενώπιόν μου
μικρόν, βλακωδώς προσατενίζον με τουρκόπαιδον, και ουχί την ωχράν του Κιαμήλ
όψιν, ποιούντος τον μεγάλον αυτού τεμενάν με το αιωνίως μελαγχολικόν εκείνο
μειδίαμα, δεν ηξεύρω πώς διετέθην ξένως και παραδόξως. Εκτός του παιδός, ουδείς
εφαίνετο εν τη αυλή. Εισήλθον εις το πλακόστρωτον και πως δροσερόν κατώγειον –
κ’ εδώ ούτε ψυχή. Εκάλεσα μετά τινος ανυπομονησίας την μητέρα μου, τον αδελφόν
μου, ουδείς απεκρίθη. Η μικρά προς τον κήπον θύρα εις το βάθος του κατωγείου
ήτο, παρά το σύνηθες, ολίγον ανοικτή. Και αφού δεν ηδυνάμην ν’ ανέλθω την
κλίμακα πριν ή βεβαιωθώ ότι το χαρέμιον απεσύρθη εκ της σάλλας, εχώρησα διστάζων
προς αυτήν, και παρακύψας είδον εις τον κήπον.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Πλησίον του
υψηλού κισσοσκεπούς τοίχου, κατά το ήμισυ εις την σκιάν, εκάθηντο η μήτηρ μου, η
Οθωμανίς και άλλη τις ρακένδυτος και ασκεπής την κεφαλήν γραία, κατά το
φαινόμενον πιναρά ρωμηοκατσιβέλα, ήτοι Αθιγγανίς ελληνόφωνος. Υψηλότερον των
λοιπών καθημένη, εκράτει επί των γονάτων αυτής ύπτιον κόσκινον, εφ’ ου κύπτουσαι
η Οθωμανίς και η μήτηρ μου, εφαίνοντο προσπαθούσαι να εννοήσωσι κάτι τι, μετά
προφανούς εκπλήξεως και απορίας. Μετά μακράν σιωπήν·</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Καθώς σε
λέγω, είπεν η Αθιγγανίς μετά δογματικής εμφάσεως. Ο φονιάς είναι κοντά σας·
γυρίζει τριγύρω σας· μην τον ζητάτε μακρυά.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Χα! είπεν
η μήτηρ μου, μετά θριαμβευτικής χαράς. Λοιπόν επιάσθηκε! Θα είναι από αυτούς που
έστειλεν ο Εφέντης δεμένους. Ελησμόνησα να σε πω πως οι ύποπτοι ευρίσκονται στην
Πόλι.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Σε είπα να
μη μου λέγης τίποτε, χωρίς να σ’ ερωτώ, αλλοιώς θα με χαλάσης τα μάγια! είπε
δυσανασχετούσα η Πυθία των τριόδων, και έσεισε το κόσκινον ισχυρώς και ηκούσθη
εν αυτώ κρότος, ως συγκρουομένων οσπρίων.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Έλα, μην
κακιόνεις! είπεν η Οθωμανίς, ας τα ρίξωμεν ακόμη μια. Μέτρησέ τα
πάλι.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Χουμ!
είπεν η μάντισσα, τρεις και η αλήθεια! Καλά! Μα καθώς σας είπα, μη με λέτε
τίποτε. Εκείνο ό,τι και αν είναι, θα το πούνε τα κουκκιά. Κύτταξ’ εδώ, κοκκώνα,
τον φονιά, τον βγάλλω πάλιν έξω. – Και λαβούσα από του κοσκίνου ένα μελαψόν
κύαμον έρριψεν αυτόν υπέρ την κεφαλήν και όπισθεν αυτής εκστομίσασα μίαν
κατάραν. – Τώρα, είπεν έπειτα, σεις μετρήσετέ τα κι εγώ να τα ρωτήσω.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Η μήτηρ μου
έλαβε το κόσκινον, έχυσε τους κυάμους εις την ποδιάν της, και θέσασα αυτό πάλιν
επί των γονάτων της Αθιγγανίδος ήρχισε να ενθέτη μετρούσα τους κυάμους ανά ένα
μετά τοσούτης προσοχής και ακριβείας, μεθ’ όσης ίσως ουδέποτε φιλάργυρος
εμέτρησε πολυτίμους μαργαρίτας, μέλλων να τους εμπιστευθή εις ξένας
χείρας.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Σωστά
είναι; ηρώτησεν η Αθιγγανίς, ρίψασα τους ψαρούς αυτής πλοκάμους επί των
ωμοπλατών της.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Ναι!
απεκρίθη η μήτηρ μου, σωστά σαράντα.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Η Αθιγγανίς
έλαβε τότε το κόσκινον και περιαγαγούσα επί των εν αυτώ κυάμων οικειότητος
εκφραστικόν βλέμμα και συνταράξασ’ αυτούς δις και τρις, ως εάν ήθελε ν’ αφυπνίση
το βαθέως εν αυτοίς κοιμώμενον μαντικόν πνεύμα, ανεφώνησεν επί το
επιτακτικώτερον!</span></div>
<div class="MsoNormal">
</div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Άνθρωπος
σκοτώθηκε, ποιος να τον εσκότωσε; – Τρεις τους λύκους, τρεις τους κλέφταις,
τρεις τ’ ασκέρια τα σκασμένα· τρεις για τους κρυφούς εχθρούς του, και κουκκιά
σαρανταένα. – Και ταύτα επάδουσα εχώριζε τους κυάμους εις διαφόρους τριάδας,
κατά το φαινόμενον, αποδιδούσα εις εκάστην διάφορον θέσιν και ιδιότητα. – Τρεις
τους κλέφταις, τρεις τους λύκους, τρεις τ’ ασκέρια τα σκασμένα, τρεις για τους
κρυφούς εχθρούς του και κουκκιά – σαρανταένα!</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Πόσα
κουκκιά εμέτρησες, κοκκώνα;</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Σαράντα,
είπεν η μήτηρ μου.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Και
σαράντα ήτανε, είπεν η Αθιγγανίς. Μα, μβήκε μέσα κι’ ο φονιάς κ’ έγειναν σαράντα
ένα. Θωρείς τον έχω μαγεμμένο, κ’ είμ’ άξια να τον φέρω μέσ’ στο κόσκινό μου κι
από την άκρηα του κόσμου.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Αφού αι δύο
γυναίκες εβεβαιώθησαν περί του εκ θαύματος αυξηθέντος αριθμού των κυάμων, η
μάντισσα ετάραξε το κόσκινον επανειλημμένως, και μετά ταχυδακτυλουργικής
δεξιότητος ετίναξε τρεις φοράς τα όσπρια υψηλά εις τον αέρα, και τρεις φοράς τα
υπεδέχθη εν τω κοσκίνω πάλιν, χωρίς ουδέ εν να εκπέση. Μεθ’ ο, θείσα το κόσκινον
επί των γονάτων και κύψασα επ’ αυτού, σοβαρώς ήρξατο να μελετά, ως μοι εφαίνετο,
τας συμπτώσεις των κυάμων. Η μήτηρ μου και η Οθωμανίς εσπούδαζον και αυταί μετά
πολλής ευλαβείας.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Κύτταξε!
είπεν η Αθιγγανίς μετά μακράν θρησκευτικήν σιωπήν. – Εδώ είναι ο φονιάς και εδώ
είσαι συ. Κανένας δεν είναι τόσο κοντά σου, όσον αυτός και τα παιδιά σου. Γι’
αυτό, σε λέγω, μην τον ζητάς μέσα στην Πόλι, μην τον ζητάς στα μακρυά. Θενάναι
κανένας χωριανός, κανένας εδικός σου.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Η μεγάλη
περιέργεια μεθ’ ης προσείχον εις τα γινόμενα μ’ έκαμε φαίνεται να λησμονήσω, ότι
ήμην κατάσκοπος μέχρι τούδε και να ερεισθώ βαρύτερόν πως επί της θύρας του
κηπαρίου. Πριν ή το εννοήσω, η θύρα ηνοίγη μετά τρυγμού, κ’ εγώ εφωράθην
ιστάμενος όπισθεν αυτής.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Βγα!
επεφώνησεν η μήτηρ έκπληκτος, διά την απρόοπτον παρουσίαν μου. – Εδώ είσαι,
παιδί μου; Και πώς δεν ήλθεν ο Μιχαήλος να με το πη; Χαρά στον, τον
πολλακαμμένο!</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Η τε μήτηρ
μου και η Οθωμανίς εφαίνοντο δυσαρέστως πως εξαφανισθείσαι υπό του τρόπου, καθ’
ον εφωράθησαν εν τη ενασχολήσει των, και αμφότεραι δεν ήξευρον πώς να μοι
αποκρύψωσι πλέον τα γεγονότα. Εγνώριζον, ως είπον, τον κατά δεισιδαιμονιών και
μαγισσών ιδία πόλεμόν μου. Προ τινών ημερών έτι είχον εκδιώξει κακήν κακώς μίαν,
ήτις επέμενε και καλά να ιδή την μοίραν μου. Και προφανώς εξέλεξαν την
απόκεντρον εκείνην γωνίαν διά τας μαντείας αυτών, χάριν ασφαλείας. Αι
μεμψιμοιρίαι των κατά του αδελφού μου εδήλουν, ότι τον είχον τάξει επί της θύρας
να προφυλάττη την έλευσίν μου, και ότι προέδωκε το καθήκον του, αφήσας με να
εισχωρήσω μέχρις αυτών απροάγγγελτος. Η πονηρά Πυθία εμάντευσε την θέσιν των
πραγμάτων, ευθύς ως είδε το σκυθρωπόν πρόσωπόν μου· και περισυναγαγούσα τους
κυάμους και τα κόσκινά της εν σπουδή παρυπεξήλθε διά της ετέρας του κήπου θύρας,
ως βρεμμένη γάτα. Αναμφιβόλως έσχε την προβλεπτικότητα να προπληρωθή. Η αμηχανία
των δύο ευπίστων γναικών, η αδεξιότης αυτών προς εύρεσιν προχείρου τινός αφορμής
προς δικαιολογίαν των, μ’ έκαμε να μετανοήσω διά την αδιακρισίαν μου. Διά τούτο
προσποιηθείς τελείαν άγνοιαν των γεγονότων,</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Βελόναις
αγοράζετε, μητέρα; ηρώτησα μετ’ αδιαφορίας.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Ναι, παιδί
μου! είπεν η μήτηρ μου μετά τινος δισταγμού, πες πως αγοράζουμε βελόναις, για να
’μβαλλώσουμε τα ψέμματα. Και πότε ήλθες;</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Τώρα δα,
μητέρα, μόλις έφθασα.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Και πούν’
αυτό το κακόπαιδο, ο Μιχαήλος. Πώς δεν ήρθε να με το μηνύση;</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Δεν
ηξεύρω, μητέρα, δεν είναι κανένας στην αυλή, άλλο από το παιδί, που μου άνοιξε
την θύρα.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Αμ’ ποιος
ηξεύρει πού θα πήγε πάλι. Δεν τον χωρεί ο τόπος να καθήση.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Η Οθωμανίς
εξηκολούθει να με βλέπη πλαγίως και πονηρώς με το μειδίαμα της δυσπιστίας επί
των χειλέων, περιμένουσα την έκρηξιν της αγανακτήσεώς μου δι’ όσα είδον. Αλλ’
εγώ αντί πάσης επιτιμήσεως, περιττής πλέον τώρα, προσεποιήθην με όλα τα δυνατά
μου, ότι δεν είδον τίποτε.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Πάμε
λοιπόν μέσα, είπε, τώρα θα έλθη και ο Εφέντης.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Τότε ηκούσθη
πάλιν άνωθεν των κεφαλών ημών ο συνήθης του υποχωρούντος χαρεμίου θόρυβος.
Προφανώς οι κάτοικοί του ήσαν μέχρι τούδε προσηλωμένοι εις τα επί του κηπαρίου
παράθυρα, παρακολουθούντες μετ’ ευλαβούς σιγής τας κοσκινομαντείας της
Αθιγγανίδος.</span></div>
<div class="MsoNormal">
</div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Μόλις
είχομεν επαναλάβει τας συνήθεις προσαγορεύσεις και φιλοφρονητικάς χειρονομίας,
και ανηγγέλθη έξωθεν η είσοδος του Εφέντη. Μετά πολλής δυσκολίας ανεγνώρισα τον
σκιατραφή και φραγκοφορεμένον τούτον Τούρκον, διότι ο ήλιος της επαρχίας ενώ
απεχρωμάτισεν επιλευκάνας τας κυριωτέρας επιφανείας της ενδυμασίας του, είχε
μαυρίσει την λευκήν αυτού μορφήν, ούτως, ώστε δεν έβλεπες πού ετελείωνον αι
παρειαί και πού ήρχιζε το βαθύχρουν κ’ επιμελώς περικεκαρμένον αυτού γένειον.
Όσον λακωνικαί ήσαν αι άλλοτε εν τω γραφείω του Ζαπτιέ δεξιώσεις ημών, τόσον
εύρρους ήτο σήμερον η ρητορική του υπαλλήλου, τόσον εξεζητημένη, ώστε να με
ανησυχή, ως προς την αποτελεσματικότητα της αποστολής του.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Αφήσατέ
μας μόνους, είπον προς τας γυναίκας. Ο Εφέντης θα έχη να μοι διηγηθή λυπηράς
λεπτομερείας, ακαταλλήλους διά τα νεύρα σας.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Αι γυναίκες
εξήλθον. Ο Εφέντης εσκυθρώπιασε.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> –
Λεπτομερείας, είπε, θα είχον πραγματικώς να σας αφηγηθώ φρικαλέας. Δεν το κάμνω,
διά να μη λυπηθήτε εκ περισσού, μανθάνοντες πόσα κρίματα επήρα στον λαιμό μου!
Το αποτέλεσμα της αποστολής είναι έτσι κ’ έτσι πολύ λυπηρόν, και πρέπει να το
μάθετε. – Είναι μηδέν. Είναι αποτυχία! Αποτυχία, ως προς την εδικήν μας
υπόθεσιν. Διότι αι ανακρίσεις μου έφεραν πολλά κακουργήματα εις φως και πολλοί
ένοχοι θα λάβωσι τα επίχειρα της κακίας των, αλλ’ ο φονεύς του αδελφού μας δεν
ευρέθη. Ή πρέπει να εφονεύθη κατά τας επισυμβάσας καταστροφάς εν τη επαρχία, ή
πρέπει να είναι ο ταχυδρόμος, ον ο μακαρίτης διεδέχθη. Αυτός ο ταχυδρόμος θα με
κάμη να χάσω τον νουν μου! Τον ευρίσκω αποδεδειγμένον αυτουργόν πολλών
κακουργημάτων, τον ευρίσκω πιθανώτατον ένοχον εις τον φόνον του πτωχού αδελφού
μας, αλλ’ αδυνατώ να τον εύρω αυτόν τον ίδιον! Αδυνατώ να τον συλλάβω! Μόλις
έφθασα ταύτην την πρωίαν, έδωκα τας αυστηροτάτας διαταγάς. Είμαι σχεδόν βέβαιος
ότι κρύπτεται εν τη πρωτευούση. Ξεύρεις. Η γρηά ζητά τον ψύλλο μέσ’ στο πάπλωμα
κ’ εκείνος κάθεται πά’ στα ματογυάλια της. Όμως μην ειπής ακόμη τίποτε εις την
Βαλινδέ, την κοκκώνα. Είπα και εις τον Μιχαήλο το ίδιο. Όταν μ’ ερώτησε σήμερον
πρωί, της είπα, πως η θέσις μου μ’ απαγορεύει να ειπώ τίποτε πριν αποφανθή το
δικαστήριον. Η καϋμένη η κοκκώνα! Δεν είπε τίποτε, αλλά φοβούμαι πως εννόησε την
αποτυχίαν μου.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Είπον ήδη
πόσον κατ’ αρχάς εδυσπίστουν και εις αυτάς τας δραστηριωτέρας ενεργείας της
δικαιοσύνης εν τη υποθέσει ταύτη, το μεν ως εκ του παρεμπεσόντος μακρού χρόνου,
το δε ως εκ της επισυμβάσης εν τη επαρχία λεηλασίας και σφαγής. Τις οίδεν εάν οι
φονείς δεν εύρον τα επίχειρα της κακίας αυτών θεόθεν, απολεσθέντες εν τη γενική
εκείνη καταστροφή, μόνοι αυτοί δικαίως, μεταξύ τόσων αθώων; Αλλ’ όταν μετ’
ολίγον εγνώρισα τον Εφέντην μετέβαλον γνώμην, και ήλπισα κ’ εγώ μετά των λοιπών,
ότι ο ζήλος αυτού θα ικανοποιήση τον νόμον και θα μας βοηθήση προς εκπλήρωσιν
του θλιβερού προς τον προσφιλή ημών νεκρόν καθήκοντος. Αι ειδήσεις του ανακριτού
αυτού, μη αποκρύπτουσαι μείζονα ή ότι ωμολόγουν αποτυχίαν, εξηφάνισαν τας
ελπίδας εκείνας διά παντός. Ουδέν υπελείπετο πλέον τώρα ειμή να μετριάσω την επί
της μητρός ημών εντύπωσιν της ειδήσεως, αναβάλλων αυτήν όσον το δυνατόν
περισσότερον. Ο ατυχής Εφέντης, τεθλιμμένος εν πάση ειλικρινεία, συνεφώνει μετ’
εμού περί εγκαταλείψεως πάσης περαιτέρω καταδιώξεως, προ πάντων ότε τον
εβεβαίωσα πόσον σπαράσσεται η καρδία μου, διά τους αθώους, όσοι εδεινοπάθησαν,
καθειρχθέντες ως ύποπτοι κατά τας αυστηράς αυτού ανακρίσεις. Ως προς τον πρώην
ταχυδρόμον η εδική μας υπόθεσις δεν εκέρδιζε διά της συλλήψεώς του. Αφού
επανειλημμένως ήδη απεδείχθη εν δικαστηρίω το alibi αυτού.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Ενόμιζον ότι
η μήτηρ μου προσεδόκα έξωθεν του δωματίου ανυπόμονος να μάθη τας ειδήσεις του
Εφέντη. Αλλ’ όταν εγερθείς παρέκυψα διά της θύρας να ίδω, την διέκρινα εις τους
πρόποδας της κλίμακος, ελέγχουσαν χαμηλή τη φωνή, αλλά λίαν σφοδρώς τον αδελφόν
μου Μιχαήλον, όστις μετά μίαν στιγμήν, πλήρης ταραχής καθώς ήτο, εξέδραμε της
οικίας.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Να μη σε
ιδώ να έλθης πίσω χωρίς να φέρης τον Κιαμήλη! εφώνησεν η μήτηρ μου κατόπιν
του.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Τι τρέχει,
μητέρα; ηρώτησα εγώ, όταν είδον την μεγάλην ανησυχίαν επί της μορφής
της.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Τίποτε,
παιδί μου, τίποτε.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Και εισήλθον
εις το μαγειρείον, μηδέν περί της υποθέσεως ημών ερωτήσασα. Τόσον πολύ την
απησχόλει, φαίνεται, η έλλειψις του Κιαμήλη!</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Ήτον η πρώτη
φορά καθ’ ην έβλεπον τον Εφέντην εις τον οίκον του. Ύστερον από τόσους αγώνας
υπέρ ημών, δίκαιον ήτο να δειχθώ προς αυτόν όσον οίον τε φιλοφρονητικός και
ευγνώμων, προ πάντων, αφού έβλεπον πόσον ηθύμει διά την ακαρπίαν των αγώνων
εκείνων. Εκάθησα λοιπόν παρ’ αυτώ, και ηρξάμεθα οικείως συνδιαλεγόμενοι επί
διαφόρων θεμάτων, κυρίως πολιτικών. Όταν εν τη ρύμη του λόγου τον ηρώτησα τι
φρονεί περί του κόμματος των λεγομένων Nεοτούρκων εν Κωνσταντινουπόλει, εγερθείς
έκλεισε την θύραν του δωματίου.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Εγώ, είπε,
φίλε μου, ανήκω εις το προοδευτικόν τούτο κόμμα. – Είτα, εξαγαγών του θυλακίου
του εν κλειδίον, ήνοιξε το όπισθεν της θύρας, εντός του τοίχου εκτισμένον
ερμάριον, και εξακολουθών να ομιλή,</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Η ταπεινή
μου γνώμη είναι, είπεν, ότι οι συντηρητικοί είναι στάσιμοι, η δε στασιμότης δεν
είναι πρόοδος.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Και ταύτα
λέγων, εξήγαγεν εκ του ταμείου και έφερε να παραθέση ενώπιόν μου επί του σοφά
ένα δίσκον. Μία χιλιάρικη, δύο ποτήρια, και μερικά πιατάκια πλήρη πιστακίων,
σταφίδων και ζαχαρωτών ευρίσκοντο επί του δίσκου.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Εννοώ
λοιπόν, εξηκολούθησεν ο Εφέντης, καθεζόμενος απέναντί μου, εννοώ ν’ αφήσωμεν τα
παλαιά και σκουριασμένα και να εμφορηθώμεν νέου πνεύματος, νέων
ιδεών.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Και ταύτα
λέγων επλήρωσε τα προ ημών ποτήρια μετά μεγάλης δεξιότητος. Τότε παρετήρησα, ότι
το νέον πνεύμα δι’ ου οι Nεότουρκοι εμφορούνται, ήτο – οινόπνευμα!</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Εγνώριζον,
ότι πολλοί των Εφέντηδων το τσούζουσιν ιεροκρυφίως. Αλλά ποτέ δεν ηδυνάμην να
φαντασθώ, ότι άνθρωπος εν σχετικώς βραχεί διαστήματι ηδύνατο να πίη περί την
μίαν οκάν μαστίχας, και τούτο άνευ ύδατος!</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Όταν ήλθον
να μας προσκαλέσωσιν εις το δείπνον και είδον τον καλόν εκείνον άνθρωπον
παραπαίοντα από τοίχου εις τοίχον, τότε εννόησα διατί το εις ο ανήκε κόμμα
καρκινοβατεί μόνον επί της οδού της προόδου, και μοι ήλθεν όρεξις να γελάσω.
Αλλ’ όταν είδον την στυγνήν της Οθωμανίδος μορφήν, την τεταραγμένην της μητρός
μου όψιν, όταν είδον ότι κεκρυμμένον τι δυστύχημα τους έκαμνε να μη προσέχωσι
καν εις τους τραυλισμούς του Εφέντου, δεν ηξεύρω ποία μυστηριώδης δύναμις
συνετάραξε την καρδίαν μου! Προφανώς συνέβαινε κάτι τι πολύ θλιβερώτερον της
μέθης του Εφέντου. Η ώρα παρήρχετο, αλλ’ ούτε ο αδελφός μου, ούτε ο Κιαμήλ
ήρχετο να δειπνήση μεθ’ ημών. Η πληκτική σιγή, ην έκαστος ημών ετήρει,
εκορύφωνεν ολονέν την ανησυχίαν μου, και αφού η μήτηρ ηρνείτο ν’ αποκριθή εις
τας ερωτήσεις των οφθαλμών μου,</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Πού είναι
ο Μιχαήλος, μητέρα; την ηρώτησα, διακόψας το φαγητόν.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Τώρα θα
έλθη, παιδί μου, είπεν εκείνη μετά θλιβερού τόνου.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Και ο
Κιαμήλης; ηρώτησα εκ νέου.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Η μήτηρ μου
έθηκε τον δάκτυλον επί των χειλέων, και μοι ένευσεν εν ονόματι του Θεού να
σιωπήσω! Η γραία Οθωμανίς, ήτις έκυπτε την καταβεβλημένην αυτής κεφαλήν μετ’
απεριγράπτου θλίψεως, δεν εσήκωσε τους οφθαλμούς αυτής, αλλ’ εταράχθη
σπασμωδικώς εις το όνομα του τέκνου της. Έπειτα συνελθούσα, </span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Μη χαλάς
την όρεξί σου, Σουλτάνε μου, είπε, προσπαθούσα επί ματαίω να μειδιάση. – Δεν
είναι τίποτε. Ο Κιαμήλης εβγήκε, και άργησε να έλθη, μα δεν είναι
τίποτε.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Δόξα σοι ο
Θεός! είπον τότε εγώ, αναπνεύσας. Εφοβήθην μην ησθένησεν. Αφού είναι καλά, θα
έλθη όπου και αν είναι.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Δόξα σοι ο
Θεός! επανέλαβεν η γραία στενάζουσα βαθέως. Και ως εάν ήτο υπερβολική ζέστη,
ήνοιξε το γιασμάκιόν της πλέον ή ότι το έκαμε μέχρι τούδε ενώπιόν μου, και
ήρχισε να αερίζηται διά της μιας αυτού άκρας. Τα δάκρυα εστενοχώρουν τους
μεγάλους αλλά βαθουλούς πως οφθαλμούς της γραίας, η ανατολική της οποίας καλλονή
μόλις διεφαίνετο πλέον επί του μαραμένου προσώπου της.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Και τόσο
γερό που είναι το παιδί μου, επρόσθεσεν έπειτα, πάλε δόξα σοι ο Θεός!</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Μόνον
ολίγον χλωμός που είναι, τη είπον εγώ προς παρηγορίαν. Αλλοιώς είναι γερό
παιδί.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Γερό,
ανεστέναξεν εκείνη. Γερό, αλλά τι το θέλω! Από μέσα έχει το σκουλήκι, που του
αλέθει την καρδιά! Και σαν του αναβή καμμιά φορά στο κεφάλι – Θεός να φυλάγη τα
παιδιά του κόσμου και ύστερα το δικό μου! Θεός να σε φυλάγη, Σουλτάνε μου και
σένα! Καρά σεβδά τον είπανε, εξηκολούθησε θρηνητικώς η γραία, και καρά σεβδάς
είναι. Γιατί πολλών μητέρων καρδιαίς εμαύρισε, πολλά παλληκάρια έβαλε μέσα στη
γη τη μαύρη! Η κοκκώνα με διηγήθη την ιστορία του χωριανού σας που πήρε το
φαρμάκι στα Ψωμαθιά για την κόρη του Ξανθούλη, και του έβγαλαν τραγούδι και το
λαλούσαν μέσ’ στον δρόμο... Θεός να φυλάγη το παιδί μου!–</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Εγνώριζον
την ιστορίαν του χωριανού μας. Εκ του υπαινιγμού αυτής συνεπέρανα το πάθος του
δυστυχούς Κιαμήλη. Η ωχρά μορφή, οι ρεμβώδεις οφθαλμοί, το μελαγχολικόν εκείνο
στοιχείον εν όλη αυτού τη υπάρξει, οι διαλείποντες πυρετοί, η αδιαλείπτως
φθίνουσα υγεία του ώφειλον να με κάμουν να το μαντεύσω. </span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Λοιπόν ο
Κιαμήλης αγαπά χωρίς ν’ ανταγαπάται;</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Και χωρίς
ελπίδα ν’ αγαπηθή ποτέ! εστέναξεν η μήτηρ αυτού. Διότι η σκύλα είναι πανδρεμμένη
πλέον.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Α! είπον,
αυτό δεν μ’ αρέσκει. Πρέπει να βοηθήσουμε τον Κιαμήλη να την
λησμονήση.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Η δυστυχής
εξερράγη εις παρακλήσεις, εις ευχάς και ευλογίας, εις επαίνους και εγκώμια,
πάντα υπερβολικά κατά την ανατολικήν συνήθειαν, αλλ’ αληθώς εκ του βάθους της
καρδίας αυτής εξερχόμενα.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Εάν μου
κάμης αυτό το καλό, είπεν επί τέλους, θα γενώ σκλάβα σου, να σκουπίζω το
κατώφλοιον του σπιτιού σου με τας βλεφαρίδας των οφθαλμών μου! – Είτα ήρχησε να
διηγήται.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Ήταν πριν
γενή το Mονοπωλείον του καπνού στην Πόλι. Ο Κιαμήλης μου δεν ήτον παιδί για να
γένη σοφτάς και να κάθεται με τα χέρια σταυρωμένα, καθώς τον βλέπεις τώρα. Είχεν
ένα συντροφικό καπνοπωλείο, που σαν αυτό δεν ήταν άλλο. Ο σύντροφός του επωλούσε
λιανικώς στην Πόλι, και το παιδί μου εγύριζε σταις επαρχίαις και ’γόραζε
χονδρικώς από τους καπνογεωργούς. Εκεί στην επαρχία, εσχετίσθη με τον υιόν ενός
κτηματίου. Έτσι γλυκό παιδί που ήτανε ο Κιαμήλης μου, όλος ο κόσμος το αγαπούσε.
Μα ο υιός του κτηματίου τον αγάπησε πάρα πολύ. – Κάλλιο να μην είχε σώσει! –
Γιατί τον αγάπησε κι ο Κιαμήλης μου πολύ, και τον έφερε στην Πόλι, και πήγαν
στον ιμάμη, και άνοιξε του καθενός την φλέβα, και ήπιεν ο ένας από το αίμα του
άλλου κ’ έγειναν κανκαρδάσηδες (αιματαδελφοί). Σαν αγαπήθηκαν τόσο πολύ, – Έλα
να σε κάμω γαμβρό μου! του είπε. Έχω μιαν αδελφή στο κτήμα μας – η ωραία των
ωραίων. Μια φορά να την διής, θα χάσης τον νου σου. – Ε! και ο Κιαμήλης μου νέος
ήτανε, και καλός ήτανε, και άξιος ήτανε. Μα ο πατέρας της κόρης – τον αγαπούσε,
δεν λέγω πως δεν τον αγαπούσε – μα γαμβρόν του δεν τον ήθελε. Γιατί ήτανε,
λέγει, Σουλτάνης από αυτούς που γεννιούνται από ταις σκλάβαις του σουλτάνου, και
ήθελε να πάρη κανένα Μπέη, κανένα Πασσά. Μα οι νέοι τα εσιάξανε μεταξύ τους, και
η κόρη –π’ ανάθεμά της!– αγάπησε τον Κιαμήλη τόσο πολύ, που ο γέρος αναγκάσθηκε
να δαγκάση τα χείλη του και να σιωπήση, έτσι αψύς και υπερήφανος που ήταν. Γιατί
άλλο παιδί από τη Ναζιλέ δεν είχε και δεν ήθελε να την λυπήση. Έτσι εδώσανε
σημάδι και αρραβωνιασθήκανε. Ποιος το ήξευρε να τους πανδρεύση τότε, και να τους
φέρη στην Πόλι. Μα βλέπεις στο μεταξύ έγεινε το Μονοπωλείο, και έκλεισαν όλα τα
καπνάδικα του κόσμου, και άφηκαν τόσους ανθρώπους χωρίς δουλειά. Και ο Κιαμήλης
μου, άφησε που εζήμιωσε τόσο, μόνον έμεινε και αργός. Έτσι επήγε στου πεθερού
του να έχη και αυτός ενασχόλησι στο κτήμα, πότε με το ένα, πότε με το άλλο, μαζί
με τον γυναικάδελφόν του, και απεφάσισε και αυτός να ζήση στην επαρχία για το
χατήρι της αρραβωνιαστικής, που δεν ήθελε τώρα να χωρισθή από τον πατέρα
της.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Παιδί μου,
Κιαμήλη, του έλεγα, καρπός που κρατεί σφιχτά στο δένδρο του είναι άγουρος ακόμη.
Και κορίτσι που δεν μπορεί ν’ αφήση το σπίτι του γονιού του δεν είναι ακόμη για
γυναίκα.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Μα ο
Κιαμήλης, που την αγαπούσεν, έκαμνεν ό,τι του γύρευεν εκείνη. Σαν εζύγωσεν ο
καιρός του γάμου, ο Κιαμήλης και ο αδελφοποιτός του ανέβησαν εις τ’ άλογο για
νάλθουνε στην Πόλι να ψουνίσουνε. Ο σιδερόδρομος ήταν κοντά, μα οι νέοι
αγαπούσαν τ’ άλογα, κ’ ήθελαν και καλά να μβούνε καβαλάρηδες στην Πόλι, με τα
χρυσά κομβία στα γελέκια τους, με τα κουμπούρια στη μέση και ταις καραβίναις
στην πλάτη τους. Έτσι εξεκίνησαν με τα φλουριά στα κεμέρια τους. Έτσι έφθασαν ως
στο γεφύρι του Λουλεβουργάζ, το ίδιο το γεφύρι που σκοτώθηκεν ύστερα και ο
φτωχός ο αδελφός σου. Το γεφύρι, καθώς με είπεν ο Εφέντης που το είδε, είναι
στενό και αψηλό· ο ποταμός είναι βαθύς και γρήγορος· την μιαν όχθη γυμνός και
την άλλη σκεπασμένος με πολλαίς και άγριαις ιτιαίς και άλλα δένδρα που σμίγονται
με το δάσος που αρχίζει παρά πέρα.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Ο μεθυσμένος
Εφέντης δεν ήτο εις θέσιν να εξελέγξη την ορθότητα της περιγραφής, διότι προ
πολλού ήδη ερρογχάλιζεν εξαπλωμένος παρά την τράπεζαν.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Μόλις
είχαν φθάσει ως την μέση του γεφυριού, εξηκολούθησεν η γραία, και ο Κιαμήλης, το
παιδί μου, είδε μέσ’ από ταις ιτιαίς μια φλόγα, κι άκουσε μια τουφεκιά! Και πριν
προφθάση να τα νοιώση, παιδί μου, έπεσεν ο σύντροφός του πληγωμένος! Κ’
εξιππάσθηκε το άλογο του Κιαμήλη, κ’ έγειρε σε μια μεριά κ’ έσπασε το κάγκελο
του γεφυριού κ’ έπεσε στον ποταμό μαζί με το παιδί μου! Θεός να φυλάγη τον κόσμο
από την κακή την ώρα! Ποιος ηξεύρει πόσαις ώραις επάλαιψε με το θάνατο! Μα
βλέπεις δεν ήτανε γραφτό του. Το άλογο ευρέθηκε σκοτωμένο, κ’ εκείνος εγλύτωσε.
Ευχαριστώ σε, Κύριε! Κ’ έτσι που εγλύτωσε, πάλε δόξα σοι ο Θεός! Τρεις ημέραις
δεν ήξευρε πού ήτανε. Σαν ήλθε κομμάτι στον εαυτό του, εκατάλαβε πως ευρίσκεται
μέσα σ’ ένα μύλο. Τόσο μακρυά τον παρέσυρε το ρεύμα μπερδευμένον στα λουριά του
αλόγου! Κι’ αν δεν επρόσθανε να τον γλυτώσ’ ο μυλωνάς στην ύστερη στιγμή του –
Ας είναι δα! Πολύς καλός άνθρωπος δεν ήτο κι ο μυλωνάς, μα, ας είναι. Γιατί, σαν
ήλθε το παιδί μου στον εαυτό του, εκατάλαβε πως του επήρε το κεμέρι από τη μέση
του. Μα δεν είπε τίποτε. Έτσι κ’ έτσι θα του το έδιδε με το χέρι του. Τον
ευχαρίστησε λοιπόν όπως ημπορούσε, κ’ επήρε τον δρόμο, να πα’ στου πεθερού του
το κτήμα, να ιδή μην έπαθεν ο αδελφοποιτός του τίποτε, να φέρη την είδησι. Μα
σαν έφθασε μισοπεθαμένος ως την θύρα του, δεν τον έβαλε μέσα. Μόνον εγύρισε το
πρόσωπό του από την άλλη μεριά για να μην τον βλέπη, και,</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Αφήκες να
σκοτώσουν τον αδελφοποιτό σου, του είπε, χωρίς ν’ αδειάσης το τουφέκι σου· κ’
έρχεσαι στο σπίτι μου, χωρίς το κεφάλι του φονιά στο χέρι σου; Είσαι άνανδρος!
Είσαι προδότης! </span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Και τον
εσκούντησεν έξω, κ’ έκλεισε την θύρα! Χωρίς ζωή στο κορμί του, χωρίς παρά στην
τσέπη του! Ποιος ηξεύρει σε ποιο κάμπο θα ήσαν τώρα σκόρπια τα κόκκαλά του, αν
δεν είχε την τύχη να ξεπέση στο χωριό σας, αν δεν ευρίσκετο η αγία αυτή γυναίκα,
η βαλιδέ η μητέρα σου, να τον πρεμαζεύση στο σπίτι της και να τον κυττάξη. Εμείς
οι Τούρκοι λέμε, πως όλ’ οι Χριστιανοί θα πάνε στην κόλασι· μα σαν συλλογιούμαι
το καλό που έκαμεν η μητέρα σου, λέγω με τον νουν μου: Σαν δεν πάγ’ αυτή η
Χριστιανή στον παράδεισο, δεν ηξεύρω ποιος Τούρκος θενά πάγη! Ας είναι δα! Ταις
βουλαίς του Θεού κανείς δεν ταις ηξεύρει!</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Όλον εκείνο
τον καιρό το είχα χαμένο το παιδί μου. Το φονικό που έγεινε το μάθαμε, μα ο
Εφέντης δεν ήτο τότε ακόμη στον Ζαπτιέ, και ο Σουλτάνης ο πεθεροκαμένος του
Κιαμήλη απεκρίθη πως δεν τον ξαναείδεν. Έτσι τον εγράψαμε στα πεθαμμένα. Όταν
ήλθεν ο αδελφός σου και μου τον έφερε λιγνό λιγνό και νεκροχλωμιασμένο, μ’ εφάνη
πως εβγήκεν από το μνήμα του. Και τόση χαρά να δίδη ο Θεός στη ζωή σας, παιδί
μου, όση χαρά αισθάνθηκα εγώ εκείνη την ημέρα! Αλήθεια επέρασε πολύς καιρός, μα
στα υστερνά έγεινε καλά το παιδί μου. Σαν έγεινε καλά, εσηκώθη να
φύγη.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Πού θα
πας, παιδί μου;</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Στην
αρραβωνιαστική μου, μητέρα, στον πεθερό μου.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Και τι θα
πας σε τέτοιο πεθερό, παιδί μου; Άφησέ τον να κουρεύεται!</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Όχι,
μητέρα, δεν γίνεται. Πρέπει να μάθη, πως δεν είμαι ούτε προδότης, ούτε άνανδρος
άνθρωπος. Πρέπει να μιλήσω μαζί του.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Έτσι
εσηκώθηκε κ’ επήγε.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Ύστερ’ από
δυο τρεις εβδομάδες εγύρισεν οπίσω χωρίς να τον περιμένω. Μα άλλος επήγε, και
άλλος εγύρισε! Πού επήγε, τι έκαμε, λόγο δεν μας είπε. Μόνον, άμα ήλθεν, έπεσε
στο στρώμα με την θέρμη. Ήτανε Γενάρης.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Δεν σου το
είπα, παιδί μου, να μη ταξειδεύσης μέσ’ στον χειμώνα; Να που αρρώστησες
πάλι!</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Κάλλιο να
απέθνησκ’ από τον χειμώνα, μητέρα, παρά να πάθω ό,τι έπαθα!</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Αυτό ήταν
όλο που μου είπε, και μου έδωκε τα σημάδια, που εστείλαμε στην κόρη του
Σουλτάνη, όταν την αρραβωνιάσθηκε. Τότε εκατάλαβα την αρρώστια του! Η σκύλα
επανδρεύθηκε κ’ επήρεν έναν άλλον! Από τον Θεόν να τωύρη! Επήρε το κρίμα του
παιδιού μου στον λαιμό της. Τον βλέπεις πώς έγεινεν! Από τον καϋμό του εγράφθηκε
δόκιμος εις τον Τεκέ εδώ κοντά μας, και πάγει κάθε Παρασκευή και τρώγει μαζί με
τους νδερβησάδες το αφιόνι, και γονατίζει μ’ αυτούς και αναστενάζει, ως που
αιματώνουν τα σπλάγχνα του, και χτυπά τα στήθια του, ως που τον βγάλλουν
λιποθυμημένον από την μέση τους. Και αν ήτον μόνον τούτο δεν πειράζει. Γιατί ο
Σεΐχης, ο πρώτος των νδερβησάδων, τον αγαπά πολύ γι’ αυτό, και με είπε, πως μίαν
ημέρα το παιδί μου θενά γείνη άγιος. Μα ένα κακό που του έρχεται καμμιά φορά,
αυτό θα με κάμη να χάσω τον νουν μου! Τον είδες πως είναι ήσυχος και γλυκός και
σιωπηλός. Το έγεινεν αφ’ ότου έμαθεν πως επανδρεύθηκεν η αγαπητικιά του, πολύ
περισσότερον παρ’ ότι ήτανε προτού. Μα καιρούς καιρούς τον βλέπεις και αγριεύει,
και τον πιάνει μια ανησυχία και δεν χωρεί μέσα στα ρούχα του, και δεν ηξεύρει τι
κάμνει! Έτσι και σήμερα. Την ώρα που εμείς ήμεθα πίσω στον κήπο με την
Ατσιγγάνα, εμβήκεν έξαφνα σαν τον τρελλό στο σπίτι, άρπαξε κάτι τι από τ’ αρμάρι
κ’ εβγήκε κ’ έφυγε. Εμείς δεν τον είδαμε. Μα ο Μιχαήλος που εβάλαμε να φυλάγη
μήπως έλθης, τον είδε και άνοιξε την αγκάλη του να τον εμποδίση. Μα εκείνος, σαν
να έβλεπε τον όξω απ’ εδώ μπροστά του, έβγαλε, λέγει, μια βλαστημιά κ’ εσκόντησε
τον Μιχαήλο κατά γης κ’ εβγήκε κ’ έφυγε! Γι’ αυτό δεν σε άνοιξε την θύρα σήμερα
το παιδί μου, και γι’ αυτό δεν ηύρες κανένα να σε υποδεχθή. Γιατί ο Μιχαήλος,
σαν ήλθε στον εαυτό του, έπεσε κατόπι στον Κιαμήλη, μήπως και τον φθάση, μα δεν
ειμπόρεσε. Και ήλθε πίσου να μας ειπή τι συνέβη, κ’ εβγήκε πάλε, μήπως και τον
εύρη πουθενά κοντά στην θάλασσα... Θεός να φυλάγη το παιδί μου από την
θάλασσα!</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Και
αναστέναξεν η γραία και έδωκεν ελευθερίαν εις τους χειμάρρους των δακρύων
της!</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Άλλως
εφανταζόμην το δείπνον της εσπέρας ταύτης, και άλλως ετελείωσεν. Εδώ
ερρογχάλιζε, κτηνωδώς μεθυσμένος, ο πλήρης ζήλου, ο δραστήριος εκείνος
ανακριτής, ον μέχρι τούδε ενόμιζον πρότυπον εγκρατούς, αφωσιωμένου υπαλλήλου.
Εκεί εθρηνώδει, βεβυθισμένη εις την εσχάτην δυστυχίαν, η γραία Οθωμανίς, ήτις
προ τόσων ημερών ητοιμάζετο να εορτάση διά παντοίων τουρκικών διασκεδάσεων την
εσπέραν της παρ’ αυτή διαμονής μου, και ήτις δεν εύρισκεν απόψε παραμυθίαν ουδ’
εις αυτάς τας τρυφερωτάτας φροντίδας της μητρός μου. Και ο Κιαμήλ ο νηφάλιος, ο
σώφρων Κιαμήλ, όστις και αγίασμα έπινε και του παπά το χέρι φιλούσε, και χάριν
του οποίου κυρίως ελησμόνουν την προς τους ομοθρήσκους του αντιπάθειάν μου, μοι
παρουσιάζετο αίφνης ως ανήκων εις την μάλλον φανατικήν τάξιν δερβισών
οιμωζόντων, ως άνθρωπος δυστυχής, του οποίου αι φρένες, ίσως εκ του ατυχούς
έρωτος, ίσως εκ της μεγάλης χρήσεως του οπίου, ήσαν παρασεσαλευμέναι, έπασχον
τούτ’ αυτό περιοδικάς εκλείψεις! Και όμως, μίαν στιγμήν, εσκέφθην να εξέλθω κ’
εγώ προς αναζήτησίν του. Αλλ’ εκτός ότι δεν θα ήξευρον πού να υπάγω,
εσυλλογίσθην αργότερον τον αιδήμονα, τον ευλαβή χαρακτήρα του, και εφαντάσθην
πόσον επιβλαβώς ηδύνατο να επηρεάση την ασθενή αυτού φύσιν η ιδέα, ότι έσχε
μάρτυρα της δυστυχίας αυτού και εμέ, ον τόσον εξαιρετικώς ετίμα και εσέβετο.
Επειδή δε η ώρα παρήρχετο, και ούτε ο αδελφός μου, ούτε ο Κιαμήλ
επέστρεφε,</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Μου
έρχεται μία ιδέα, είπον, προς τας γυναίκας. O Μιχαήλος βεβαίως θα εύρε τον
Κιαμήλ· αλλ’ ο Κιαμήλ, ύστερον από ό,τι συνέβη, εντροπιάρης καθώς είναι, θ’
αποποιήται να έλθη εις το σπίτι, ως εκ της παρουσίας μου.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Καλά το
ηύρες! είπεν η μήτηρ μου. Ίσως περιπατούν έξω εις τον δρόμον και περιμένουν να
σβύση το φως από την σάλλα, και ύστερα να μβούνε. Άιντε, παιδί μου, για να μην
ανησυχή περισσότερο η χανούμισσα, έλα να σε δείξω που θενά πλαγιάσης.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Μετά τινας
ματαίας παρηγορίας προς την ταλαίπωρον Οθωμανίδα, η μήτηρ μου προηγήθη, μικρόν
ελαιόλυχνον κρατούσα, και εγώ την ηκολούθησα.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Σου
εστρώσαμεν εις το κιόσκι, μοι είπεν ενώ κατηρχόμεθα την κλίμακα. Εσύ κοιμάσαι
πολύ ελαφρυά, και τα παιδιά ξυνούν πρωί και κάμνουν πολύ θόρυβο. Γι’ αυτό σ’
εστρώσαμε στο κιόσκι.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Όταν η μήτηρ
μου ήνοιξε την θύραν του περιπτέρου, ευώδης οσμή καιομένου αρωματικού ξύλου
προσέβαλε την όσφρησίν μου. Τα πάντα εν τω οικίσκω εφαίνοντο εκτάκτως
ηυτρεπισμένα. Αλλ’ η αθυμία, ην είχον εισερχόμενος εις αυτόν, δεν μοι επέτρεψε
να περιεργασθώ τίποτε. Μία αόριστος ανησυχία, εν κρυφόν προαίσθημα αγνώστου
τινός δυστυχήματος εκυρίευε την καρδίαν μου. Διά τούτο, όταν η μήτηρ μου ήρχησε
να μ’ ερωτά περί των ως προς τον φονέα του αδελφού μου ανακοινώσεων του Εφέντου,
υπήρξα, το ενθυμούμαι ακόμη, λίαν αινιγματικός και βραχυλόγος, καταλυπήσας
αυτήν, χωρίς να το σκεφθώ.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Πολλήν ήδη
ώραν μετά την αποχώρησιν της μητρός μου, εκαθήμην έτι οκλάδην επί του ερυθρού
χραμίου του χαμηλού σοφά, κύπτων προς το αμυδρόν φως ελεεινού λυχναρίου, και
προσπαθών να διασκεδάσω τας σκέψεις και τας ζωηράς της φαντασίας μου εικόνας διά
της αναγνώσεως, δεν ενθυμούμαι πλέον τώρα τίνος βιβλίου. Αλλά τ’ αντικείμενα της
νοεράς οράσεως παρεμπρόσθουν μεταξύ εμού και του βιβλίου, πολύ φωτεινότερα των
φύλλων αυτού, και η ανάγνωσίς μου καθ’ όλον το διάστημα δεν ήτο παρά μηχανικός
των οφθαλμών περίπατος επί των γραμμών εκάστης σελίδος. Δις ή τρις εξηπλώθην
χαμαί επί του μοσχοβολούντος στρώματός μου με όμματα διά της βίας κεκλεισμένα,
αλλ’ εις μάτην. Η οσμή του μόσχου, ην απέπνεον τα χειροκέντητα προσκεφάλαιά μου,
τόσον μεθυστική, τόσον ναρκωτική, δεν ίσχυε να αποκοιμίση την συγκίνησίν μου. Η
ιστορία του δυστυχούς Κιαμήλ εξελίσσετο εν ζωνταναίς εικόσιν ενώπιον των
κλειστών οφθαλμών μου. Πόσον κοινωνικός, πόσον ευομίλητος θα ήτο άλλοτε ο
φιλέρημος, ο σιωπηλός, και διά τούτο ανιαρός τώρα, σοφτάς, όστις κατέκτησεν
ούτως ασυνήθως την φιλίαν ενός εκ των Σουλτάνιδων, οίτινες εν τη οθωμανική
αριστοκρατία κατέχουσι την εγωιστικωτέραν θέσιν, μ’ όλην την προοδεύουσαν
πτωχείαν των! Και τι φιλία θα ήτο εκείνη; τι αδελφοποίησις! Αναμφιβόλως ο νέος
Σουλτάνης εύρεν εν αυτή ευδαιμονίαν πολύ πλείω της συνήθους, και φιλάδελφος ων,
έσπευσε να ποιήση μέτοχον αυτής και την ωραίαν αδελφήν του. Τώρα εφανταζόμην τον
Κιαμήλ, εν κρυφή ειδυλλιακή αγάπη μετά της μελλούσης μνηστής του, μέτοχον
συγκινήσεων κ’ αισθημάτων τόσον αγνώστων τοις ομοφύλοις αυτού, και όμως τόσον
φυσικών εις την ευαίσθητον αυτού καρδίαν. Τώρα πάλιν δαμαστήν θυμοειδούς ίππου,
καλπάζοντα παρά το πλευρόν του αδελφοποιτού του, με την γραφικήν στολήν της
επαρχιακής νεολαίας, με τα ζωηρά χρώματα και τον οπλισμόν αυτού αστράπτοντα, και
μετ’ ολίγον τον εφανταζόμην εν φοβερά συγχύσει κρημνιζόμενον μετά του
αφηνιασμένου ίππου του από του μεγάλου εκείνου ύψους της γεφύρας και
απελπιστικώς παλαίοντα προς την μανίαν του ζώου, προς την λύσσαν των σφοδρών
ρευμάτων, προς τον θάνατον, ως έλεγεν η μήτηρ του, έως ου, εξαντληθείς και
αποκαμών, αφίνετο να σύρεται περιπεπλεγμένος πιθανώς εις τα λωρία του αναβολέως,
παίγνιον των ορμητικών υδάτων και αυτός και το εκπνέον ήδη άλογον. Και έπειτα ο
στυγνός εκείνος εγωιστής, ο απάνθρωπος Σουλτάνης, όστις έκλειε τόσον ανιλεώς την
θύραν αυτού εις τον ημιθανή μνηστήρα της ιδίας αυτού θυγατρός! Και έπειτα πάλιν
ο δυστυχής Κιαμήλ ασπλάγχνως ερριμένος παρά το Χάνιον του Γέρο-Μούρτου,
κατατρυχόμενος υπό του πυρετού και όμως εκτεθειμένος εις τα ψύχη της νυκτός και
τους καύσωνας της ημέρας, διά την ανέχειάν του, εξαιτούμενος εν τη παραφροσύνη
του έλεος παρά μιας βάτου, ίσως της μνηστής του, και απειλών να σφάξη μίαν
αγριαγγινάραν, ίσως τον φονέα του αδελφοποιτού του! – Και πώς να εύρη ο ατυχής
νέος τον φονέα; Και πώς να εκδικήση τον αδελφοποιτόν του; Και τον εύρεν άρα γε;
Kαι τον εξεδίκησε; Και εάν εξεδίκησε τον αδελφόν της μνηστής του, διατί τότε τον
εγκατέλειπεν εκείνη, ενώ ώφειλε να τον αγαπά διπλασίως τώρα; Βεβαίως ο ήμερος
του Κιαμήλ χαρακτήρ δεν ίσχυσε να εκπληρώση το άγριον καθήκον της σκληράς, της
αιμοχαρούς αυτοδικίας. Και πριν ή κακουργήση προς ικανοποίησιν της θυριώδους του
πενθερού του καρδίας, προετίμησε να φονεύση την ιδίαν αυτού καρδίαν διά παντός,
καταστρέφων όλην αυτής την ευδαιμονίαν. Ίσως θα ήτο καλλίτερον εάν δεν έκαμνεν
αυτός εξαίρεσιν· εάν εφέρετο ως αληθής Οθωμανός, εκδικών τον αδελφοποιτόν αυτού
κατά τον βάρβαρον εκείνον τρόπον, ον παρά μεν τοις ομοφύλοις του υπερορά ο
νόμος, παρά δε τοις Χριστιανοίς ουδ’ αυτή η φιλανθρωποτάτη της γης θρησκεία
ηδυνήθη ακόμη να καταργήση.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Τοιαύται
εικόνες και τοιαύται σκέψεις απησχόλουν την διάνοιάν μου, ότε κρότος βημάτων εν
τη εισόδω του περιπτέρου μ’ έκαμε να τιναχθώ αίφνης εκ της θέσεώς μου.
Εισερχόμενος είχον ιδεί εκεί χαμαί στρώματά τινα. Προφανώς ο δι’ ον ήσαν
προωρισμένα ήρχετο να κοιμηθή. Ίσως είναι ο αδελφός μου, είπον και ήνοιξα την
θύραν. Εν τω αραιώ του προθαλάμου σκότει διεγράφετο αμυδρώς το ισχνόν και υψηλόν
του Κιαμήλ ανάστημα με το φωσφοροειδώς λευκάζον σαρίκιόν του, το οποίον ήγγιζε
σχεδόν την οροφήν του δωματίου.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Το ξεύρουν
μέσα πως ήλθες, Κιαμήλη; Η μητέρα σου ήτο πολύ ανήσυχος, είπον, προσπαθήσας να
κρύψω την εμήν ανησυχίαν.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Τώρα
πάγει πια! είπεν ο Κιαμήλ ακίνητος αυτού, μετά φωνής ανεξηγήτως παραδόξου.– Τώρα
ετελείωσε το κακό. Θα ησυχάση κ’ εκείνη, θα ησυχάσω κ’ εγώ!</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Εύγε,
Κιαμήλη! είπον εγώ, ενθαρρύνων αυτόν να με ακολουθήση εις το δωμάτιόν μου. Εγώ
το ξεύρω πως είσαι γνωστικό παιδί. Το ξεύρω πως αυτό θα είναι πλέον η τελευταία
φορά.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Ναι, είπεν
ο Κιαμήλ μετά πεποιθήσεως. – Η τελευταία!</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Αλλ’ οποία
υπήρξεν η έκπληξίς μου, όταν τον είδον εισελθόντα εις το δωμάτιόν μου! Η ωχρά
μορφή του, εφ’ ης αφ’ ενός μεν αντηνακλάτο το λευκόν του σαρικίου του χρώμα, αφ’
ετέρου δε το πράσινον του ράσου του, εφαίνετο ως μορφή νεκρού προ πολλού
εκπνεύσαντος! Τα χείλη του ήσαν πελιδνά, οι οφθαλμοί του σβεσμένοι, αι κινήσεις
αυτού ως κινήσεις πτώματος υπό την επήρειαν μυστικού τινος γαλβανισμού
διατελούντος. Οι δε συνεχείς παλμοί της αμυδράς του λυχναρίου μου λάμψεως
ανησύχως κυμαινόμενοι επ’ αυτού, καθίστων την εμφάνισίν του ριγηλώς φρικαλέαν,
ως εμφάνισιν νεκρικού τινος φάσματος! Δεν ηξεύρω πως ηδυνήθην να τηρήσω την
παρουσίαν του πνεύματός μου. Αλλ’ ενθυμούμαι ακόμη μετά φρίκης, ότι τον
ενηγκαλίσθην και τον εφίλησα προς ενθάρρυνσιν. Τόσον πολύς ήτον ο προς τον
δυστυχή οίκτος μου! Όταν ησύχασεν ολίγον, ανέπνευσεν εκ βάθους και</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Τώρα πια
ετελείωσεν! είπε. Τώρα θα ησυχάσω! – Και εξεστόμισεν άσεμνον βλασφημίαν κατά
τινος τρίτου, μόνον δι’ υβριστικού επιθέτου ονομάσας αυτόν.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Δεν φθάνει
που εσκότωσε τον αδελφοποιτόν μου, είπεν έπειτα, δεν φθάνει που κατέστρεψε την
ευτυχία και την υγεία μου, μόνο ήρχετο κάθε λίγο να μου φαρμακώνη και την αθλία
ζωή, που μ’ επερίσσευε!</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Και όταν
είδεν ότι εγώ δεν εύρισκον τι πρόχειρον να του ειπώ, </span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Ξεύρω,
είπε. Εσύ είσαι διαβασμένος άνθρωπος και θα γελάσης. Γι’ αυτό δεν σε είπα
τίποτε, ως τώρα. Μα ο Σεΐχης του Τεκέ μας είναι πιο διαβασμένος από σένα, είναι
άγιος. Και όποιος κάμνει τον λόγο του, κάμνει την βουλή του Θεού. Τρία χρόνια
τώρα με καταδιώκει ο βρυκόλακας, κανείς δεν μ’ εγλύτωσε. Στο πανηγύρι επήγαινα,
μπροστά μου τον εύρισκα· στο παζάρι επήγαινα μπροστά μου τον εύρισκα, ως που με
απέλπισε, και παράτησα την δουλειά μου και πήγα κ’ έγεινα σοφτάς. Καλά που
έκαμα! Γιατί ο Σεΐχης μας που σε είπα, αυτός μ’ εγλύτωσε. Ας έχουμε την ευλογία
του! «Μη τον βλέπεις που μοιάζει τον σκοτωμένο», με είπεν. «Ο βρυκόλακας είναι
μόνον ένα τουλούμι γεμάτο αίμα. Φέρε με ένα μαυρομάνικο μαχαίρι να σε το
διαβάσω· και άμα τον ξαναϊδής, τρύπα τον, να χυθή το αίμα! Άλλη μια φορά δεν θα
ξαναβγή μπροστά σου.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Τότε
διέκρινα μετά φρίκης, ότι αι χείρες του ήσαν καθημαγμέναι και κηλιδωμένον το
ένδυμά του. Κρύος ιδρώς με περιέλουσεν! </span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Ω! Κιαμήλ,
έχυσες αίμα!</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Όχι! είναι
μόνον το αίμα του βρυκόλακα, του σκοτωμένου.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Και τίνος
σκοτωμένου ήτον ο βρυσκόλακας; ηρώτησα εγώ τρέμων καθ’ όλα μου τα
μέλη.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Αυτού που
σκότωσε τον αδελφοποιτόν μου, απεκρίθη εκείνος.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Και ποιος
λοιπόν εσκότωσε τον φονέα του αδελφοποιτού σου;</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Ποιος
άλλος είχε το καθήκον παρά εγώ, είπεν ο Τούρκος μετά τοιαύτης υπερηφανείας, ώστε
να τον βδελυχθώ.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Και πώς;
Τέτοιο κακό! εψέλλισα έπειτα μηχανικώς μάλλον και αβουλήτως.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Χμ! είπεν
ο Τούρκος. Δεν είναι γραμμένο στο χαρτί σας; Μάχαιραν δώσεις, μάχαιραν λάβης! Ο
διάβολος που χύνει την σφαίρα για τον φονιά, χύνει και μια για τον εκδικητή του.
Άκουσε λοιπόν. Ίσως δεν ηξεύρεις ότι ο φονιάς του αδελφοποιτού μου μ’ έκαμε να
κινδυνέψω, να ληστευθώ από ένα μυλωνά, να διωχθώ από τον πεθερό μου, και να
ξεπέσω άρρωστος στο χωριό σας. Μάθε το λοιπόν, να που σου το λέγω. Άμα ήλθ’ από
το σπίτι σας στην Πόλι κ’ ένοιωσα τον εαυτό μου καλά, επήρα το τουφέκι κ’ επήγα
πίσω στον μυλωνά, που μ’ έβγαλ’ από τον ποταμό μισαποθαμμένο.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Μου
έκλεψες ένα κεμέρι, του είπα, με πεντακόσια φλουριά· μου έσωσες μια ζωή, πέντε
παράδες δεν αξίζει. Εσύ που λογυρίζεις τόσο συχνά στην άκρη του ποταμού, χωρίς
άλλο θα γνωρίζης ποιος εσκότωσε τον αδελφοποιτό μου, την ημέρα που μ’ έσυρες
έξω. Κύτταξε τον λύκο του τουφεκιού μου σηκωμένο! Αν με το πης, σε χαρίζω, ό,τι
μου έκλεψες. Αν το κρύψης, χάνεις την ζωή σου! – Έτσι του είπα, και καλά έκαμα.
Γιατί ο μυλωνάς ήταν δειλός κλεφταποδόχος, και σαν είδε τα στενά,</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> –Υποσχέσου,
μοι είπε, πως δεν θα κάμης το φονικό μέσ’ στον μύλο μου και σου δείχνω τον
άνθρωπό σου.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;">
Yποσχέθηκα.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Κρύψου,
λοιπόν, μοι είπεν, εδώ από πίσου. Όπου και να είναι, θα φθάση ένας με τον
ταχυδρομικό του σάκκο στην αμασχάλη, με το τουφέκι στον ώμο του. Αυτός είναι ο
φονιάς του σουλτανέλη. Ονομάζεται Χαραλαμπής, υιός του Μητάκου. Κάθε δεκαπέντε
περνά το ίδιο το γεφύρι, που έπεσες με τ’ άλογο.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Τα ώτα μου
εβόιζον ισχυρώς, μόλις τον ήκουον.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Ο Τούρκος
εξηκολούθησεν.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Μα πριν
προφθάσω ακόμα να κρυφθώ, να κ’ εμβήκε το σκυλί μέσα καθώς μου το περιέγραψε.
Τον λύκο τον είχα σηκωμένο, μα έλα που έδωκα τον λόγο μου; Εφοβήθηκα μην εννοήση
τίποτε, και με κάμη να τον παραβώ. Έτσι εβγήκα, κ’ ετράβηξα προς το γεφύρι. Απ’
εδώ θα περάση, είπεν ο μυλωνάς. Εδώ τον εκαρτέρησα, στον ίδιο τον τόπο που
έστεκεν, όταν εσκότωσε τον αδελφοποιτό μου. Εκεί τον είδα κ’ επλησίαζεν εις το
γεφύρι. Μα καθώς ήτανε χειμώνας, και τα κλαδιά χωρίς φύλλα, και καθώς είχε την
υποψία μέσα του, μ’ εσκιάχθηκε πριν ζυγώση αψηλά, στην μέση του γεφυριού, κ’
εστράφη πίσου κι’ άρχησε να τρέχη. Έπεσα κατόπι του μ’ όλη μου τη δύναμι, μα
ήτανε γρηγορώτερος. Δύο φοραίς ετράβηξα πάνω του, δυο φοραίς απάντησε το σκυλί
φεύγοντας. Καλά!, είπα, όπου και να πας θα ξαναπεράσης!</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Α! αυτό
λοιπόν ήτο το στοιχειωμένον αίμα, περί ου έλεγεν ο ατυχής αδελφός προς την
μητέρα, ότι εσταύρωσε τον φονέα καθ’ οδόν και τον έκαμε να επιστρέψη και να
παραιτηθή της μετακομίσεως του ταχυδρομείου! Αι τρίχες μου ηνωρθώθησαν· τα μέλη
μου έτρεμον, ως φύλλα φθινοπώρου· δεν ήμην σχεδόν κύριος των αισθήσεών
μου.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Ο Τούρκος
εξηκολούθησε·</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Δεκαπέντε
μέραις επέρασαν, δεκαπέντε μέραις τον εφύλαγα καρτέρι. Ήτανε στον καιρό του
πολέμου. Ο Καϋμακάμης του τόπου έκοψε το σιδηρόδρομο του Λουλεβουργάζ, και έδωσε
διαταγή να φύγουν προς την Πόλι· εγώ δεν εσάλεψα. Μια νύχτ’ ακόμη αν περνούσε θα
μ’ εσκότωσαν οι Ρούσσοι. Μα ο Θεός μ’ εφύλαξε και μ’ έστειλε τον άνθρωπό
μου.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Ο ψυχρός
ιδρώς έρρεε ποταμηδόν από του μετώπου μου. Ενθυμούμαι ότι δις εχύθην να σφίγξω
τον λαιμόν του, να πνίξω την ομολογίαν εις τον λάρυγγά του. Αλλ’ η φρίκη με είχε
κατακεραυνώσει. Κ’ ενώ εσωτερικώς ενόμιζον ότι κινούμαι, εξωτερικώς έμενον
αδρανής, ως άνθρωπος αποπεπληγμένος.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Ο Τούρκος
εξηκολούθησεν·</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Αυτήν την
φορά ήμην καλά κρυμμένος· και για να του πάρω κάθε υποψία τον αφήκα να περάση το
γεφύρι. Και σαν είδα πως καταίβηκε στην όχθη κ’ έσκυψε να πιή νερό, επερίμεν’
ακόμη μια στιγμή, για να μη πάρω το κρίμα στο λαιμό μου... Κ’ ύστερα
ετράβηξα...</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Ω! Άθλιε!
Εφόνευσες τον αδελφόν μου!</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Τότε ηκούσθη
εν τω κήπω συγκεχυμένος θόρυβος, εν ω διέκρινον την φωνήν του μικροτέρου μου
αδελφού κράζοντος:</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Εδώ! εδώ
μέσα κοιμάται!</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Φλόγες
πυρσών και λαμπάδων εφώτισαν αιματηρώς τους επί των τοίχων κισσούς, και λάμψις
ξιφών και τουφεκίων εχώρησε διά της μικράς θύρας προς το περίπτερον. Ήτον η
αστυνομία! Η θύρα μου ηνεώγη μετά πατάγου και πρώτος εισήλθεν ο αδελφός
μου.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> –Άφησ’ τον
να τον πάρουν! ανέκραξεν. Είναι φονιάς! Εσκότωσε τον Χαραλαμπή του Μητάκου!
Εσκότωσε τον χωριανό μας εμπρός στα μάτια μου!</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Το δωμάτιον
επλήσθη νυκτοφυλάκων, πυροσβεστών και αστυνομικών κλητήρων. Ο Κιαμήλ καρφωμένος
εις την θέσιν του, αφήκε να τον δέσουν χωρίς τινος αντιστάσεως, χωρίς
συγκινήσεως. Εκεί προήλθεν εκ του πλήθους ο οδηγών αυτούς αξιωματικός, και
χαιρετήσας ευγενώς – Τι σύμπτωσις, μοι είπε, κύριε! Τι παράξενος σύμπτωσις σας
φέρει εις τον οίκον του φονέως;</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Τότε τον
ανεγνώρισα μόλις. Τον είχον σχετισθή κατά τους πηγαινοερχομούς μου εις το
υπουργείον της αστυνομίας. Εγνώριζε την υπόθεσίν μας. Και είχεν αμειφθή διά
πάσαν προς ευόδωσιν αυτής προσπάθειάν του. Τον έλαβον λοιπόν κατά μέρος, και τω
εξήγησα, πως ο ψυχρώς και απαθώς θεωρών ημάς Κιαμήλ, εφόνευσε μεν άλλοτε τον
αδελφόν μου, νομίζων ότι εκδικείται τον φονέα του αδελφοποιτού του, εφόνευσε δε
απόψε τον υπό της αστυνομίας ζητούμενον ένοχον ταχυδρόμον, ου την πραγματικήν
παρουσίαν εξελάμβανεν, εν τη πλάνη του, ως δαιμονικήν εμφάνισιν προς καταδίωξίν
του ερχομένην.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Ο
αξιωματικός έσφιξε συμπαθητικώς την χείρα μου, και απήγαγε τον
δεσμώτην.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Τη επαύριον
λίαν πρωί κατ’ επίμονον απαίτησίν μου εγκατέλειπεν η μήτηρ μου την βδελυράν
εκείνην οικίαν απερχομένη κατ’ ευθείαν εις το χωρίον μας. Δεν συνέφερε κατ’
ουδένα τρόπον να μάθη την αλήθειαν...</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> </span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Είχον
παρέλθει τρία περίπου έτη από της νυκτός εκείνης, ότε εισηρχόμην εις το χωρίον
μας, πρώτην φοράν αφ’ ότου το εγκατέλιπον παις έτι ων. Πολλά μεταξύ επισυμβάντα
νεώτερα δυστυχήματα είχον επισκιάσει τρόπον τινά το παλαιόν εκείνο. Αλλ’ όσω
μάλλον επλησίαζον εις τον οίκον μας, τόσο μάλλον προέκυπτεν εκ του βάθους των
χρόνων η θλιβερά αυτού ιστορία, τόσω μάλλον ανενεούτο. Η οδοιπορική μου άμαξα
παρήλαυνεν ήδη προ μιας ετοιμορρόπου, εγκαταλελειμμένης οικίας. Πας άλλος ήθελεν
αισθανθή βαθέως ελεγειακήν θλίψιν, εάν, μετά μακράν επανερχόμενος απουσίαν,
εύρισκε νεκρικήν σιγήν εκεί όπου αφήκεν εύθυμον ηχηρόν βίον, καταστροφήν και
ερημίαν, εκεί όπου απέλιπε την ευεστώ και την άνεσιν. Εις εμέ τα κλειστά
παράθυρα, οι χαίνοντες τοίχοι, η χορτοφυούσα αυλή, ο απερίφρακτος και παντί
λυμεώνι αναπεπταμένος κήπος, δεν ηξεύρω πώς ενεποίει παραδόξως ικανοποιητικήν
εντύπωσιν. Μοι εφαίνετο ότι θα ελυπούμην, εάν εξηκολούθει ο οίκος εκείνος ν’
ακμάζη. Διότι ήτον ο οίκος του Μητάκου, ο οίκος του Λαμπή, του πρώην ταχυδρόμου.
Και τον ταχυδρόμον τούτον δεν ηδυνάμην να μη θεωρώ αίτιον του φόνου του
δυστυχούς αδελφού μου. Ο καθ’ αυτό φονεύς είχε παραφρονήσει ενώπιόν μου, κατ’
αυτήν την πρώτην δικαστικήν ανάκρισιν, ευθύς ως εβεβαιώθη τίνος καρδίαν
διεπέρασεν η σφαίρα, ην διηύθυνε κατά του φονέως του αδελφοποιτού του. Αλλ’ ως
σκοπόν της υπό της τυφλής εκδικήσεως ριφθείσης εκείνης βολής ο ένοχος υιός του
Μητάκου υπεκατέστησε μετ’ αθεοφόβου πανουργίας τα στήθη του πτωχού αδελφού μου,
όστις είχε την ατυχίαν να τον ομοιάζη όχι μόνον κατά το ανάστημα και την στάσιν,
αλλά και κατ’ αυτά τα ενδύματα. Ήτο πλέον αποδεδειγμένον, ότι μόνον διά τούτο
παρέπεισε τον εύπιστον νεανίαν να τον διαδεχθή εν τη υπηρεσία του, και εγνώσθη,
ότι ήτο τόσον βέβαιος περί του αποτελέσματος της βδελυράς πανουργίας του, ώστε
προείπε χαιρεκάκως και αυτήν την ώρα του ολέθρου του αδελφού μου!</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Όταν
εφθάσαμεν προ της οικίας ημών, εξεπλάγην ιδών ένα πιναρόν, ρακένδυτον, γυμνόποδα
Δερβίσην, εξερχόμενον της αυλής και τρέχοντα ν’ ανοίξη την θύραν της
αμάξης.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Αμάν,
σουλτανήμ! Κοκκώνα μπήλμεσιν!</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Το σώμα μου
ανετριχίασεν εκ φρίκης! Αυταί ήσαν αι μόναι λέξεις, ας εξεφώνησεν ο Κιαμήλ, ότε
εν πλήρει δικαστηρίω παραφρονήσας έπιπτε λιπόθυμος προ των ποδών μου!</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Διά τον
Θεόν, Σουλτάνε μου, να μην το μάθη η κοκκώνα! </span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Και ο
απαίσιος ήχος της φωνής αυτού, ήχος, ον θα ενόμιζε τις εξελθόντα εκ βαθέος τινός
τάφου μάλλον παρά εκ στόματος ανθρώπου, ετάραξε τόσον τα νεύρα μου, ώστε όταν
ερρίφθην εις τας αγκάλας της προσδραμούσης μητρός μου, δεν ηξεύρω οποίον
παράξενον κράμα βδελυγμίας και οίκτου επλήρου την καρδίαν μου.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Ούτως
εισεχώρησα εις την αυλήν στρέφων τα νώτα προς το μέρος, όθεν υπέθετον το
βδέλυγμα εκείνο παρακολουθούν με.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Παρά την
ετέραν του οίκου μας πλευράν ήτον ανοικτή η θύρα του κήπου. Εν τω κήπω τούτω
ακμάζει ακόμη μία μηλέα, υπό την σκιάν της οποίας τόσον ευτυχείς συνεπαίζομεν
άλλοτε, εγώ και οι αδελφοί μου. Αλλ’ αι ηχηραί εκείναι φωναί, οι παιδικοί μας
γέλωτες δεν ακούονται πλέον εκεί. Αιωνία σιγή βασιλεύει υπ’ αυτήν, και λευκός
λίθινος σταυρός, προ του οποίου καίει ακοίμητος λύχνος, μαρτυρεί την ιερότητα
του τόπου. Εκεί κείται τεθαμμένος ο πολύκλαυστος αδελφός μου. Εκεί διηύθυνα
δακρυρροών τα βήματά μου. Τα λαμπρότερα ρόδα, τα εκλεκτότερα άνθη κοσμούσι το
αναπαυτήριον αυτού. Ο κήπος ημών ήτο πολύ ατημέλητος άλλοτε. Τώρα είναι πλήρης
ανθέων, τα οποία φαίνονται ως εάν ανέβλυσαν πολυπληθή εκ του τάφου εκείνου και
διεχύθησαν ολίγον κατ’ ολίγον μέχρι των απωτάτων γωνιών του κήπου.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Όλα τα
καλλιεργεί ο φτωχός ο Κιαμήλης! εψιθύρισεν η μήτηρ μου θλιβερώς.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Αι τρίχες
μου ηνωρθώθησαν εκ νέου. Και στραφείς, μετά σπασμωδικώς κινουμένων χειλέων, προς
τον περί ου ελάλει, – Σε προστάζω, τον είπον, να μη ξαναπατήσης εις το σπίτι
μας!</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Ω, ο
αρίσκος! ανέκραξεν η μήτηρ μου, μετ’ απεριγράπτου πόνου. Τίνος το λέγεις, παιδί
μου; Αμ’ ο φτωχός ούτε ακούει, ούτε μιλεί πλέον! Είναι τρελλός ο
καϋμένος!</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Ο Κιαμήλ
προσήλου τους αλαμπείς αυτού οφθαλμούς εις το βάθος του ορίζοντος, ως άνθρωπος
ουδόλως εννοών τα περί αυτόν συμβαίνοντα. Επί της κεφαλής εφόρει τώρα
πρασινόζωστον κιουλάφιον Δερβίσου, το οποίον τον καθίστα μέχρι γελοίου βαθμού
υψηλότατον. Περί το κατεσκληκός αυτού σώμα εκρέματο ερρακωμένον το καφτάνιον της
εις ην ανήκε μοναχικής τάξεως. Οι αγκώνες αυτού διεφαίνοντο διά των ρηγμάτων των
ιματίων του, αλλά ήτον εζωσμένος λαμπράν δερματίνην ζώνην φέρουσαν επί του
θηλυκωτήρος μέγαν εκλεκτόν λίθον, όνυχα της Μέκκας. Η δε μορφή αυτού, είτε ως εκ
της απαθείας εν η διετέλει τώρα, είτε ως εκ της επιδράσεως του ηλίου, εφαίνετο
υγιεστέρα παρά πρότερον.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Να
κουρεύωνται! Είπεν η μήτηρ μου, βλέπουσα προς αυτόν μετ’ οίκτου. – Τον έκαμαν
άγιον! Αφ’ ότου ετρελλάθηκε τον έκαμαν άγιον. Και του φιλούν το χέρι, και του
φέρνουν φαγητά, και του φέρνουν ρούχα, και θέλουν να τον πάρουν εις του
καϋμακάμη το σπίτι. Μα εκείνος δεν τρώγει παρά ξερό ψωμί, δεν φορεί παρά αυτά
που βλέπεις, και κοιμάται κατά γης μέσ’ στην αχυρώνα. Και δεν θέλει να φύγη από
κοντά μου ό,τι κι αν του κάμουν. Μόνον σαν τον στενοχωρήσουν παρά πολύ, μόνο σαν
ταραχθή, βγάζει μία παράξενη φωνή – Για τον Θεό, Σουλτάνε μου, να μην το μάθη η
κοκκώνα! – Άλλο απ’ αυτό δεν ηξεύρει τίποτε! Ο αρίσκος ο Κιαμήλης!</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Και ενώ
εκείνη έλεγε ταύτα, εγώ εσυλλογιζόμην την ανήμερον άλλοτε οργήν της κατά του
φονέως, το παράπονόν της, ότι ο πτωχός ημών αδελφός εταράσσετο εν τω τάφω του,
οσάκις ο φονεύς αυτού επάτει το χώμα, έστω και εις την άκραν του κόσμου, και
ανετριχίαζε το σώμα μου εκ της ιδέας, ότι ο φονεύς εκείνος περιπατεί καθ’
εκάστην επί αυτού του τάφου του θύματός του, και έτρεμον μη το πληροφορηθή η
ταλαίπωρος. Αυτό θα την εφόνευεν!</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Μολαταύτα,
τη είπον, εάν τον διώξης εσύ, είμαι βέβαιος, ότι θα φύγη να πάγη με τους εδικούς
του. Κάμε μου την χάριν και διώξε τον από το σπίτι μας.</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Αμ’ τι
λογής δα! ανεφώνησεν εκείνη σχεδόν δακρύουσα. – Εγώ θυμούμαι καμμιά φορά εκείνη
την σεισουράδα, που του έδωσε μια κλωτσιά και τον έδιωξεν από το δωμάτιό μας,
και λέγω να είχα ένα χέρι απ’ εδώ ως στην Πόλι, να του δώσω μια στο θηλυκό του
πρόσωπο. Και συ με λες να τον διώξω εγώ με τα χέρια μου; Κείνος, βλέπεις, άφησε
την μητέρα του και ήρθεν εις εμένα. Κουβαλεί νερό, πάγει στον μύλο, πάγει τα
ψωμιά στον φούρνο, σκάφτει τ’ αμπέλια, σκουπίζει την αυλή, καλλιεργεί τα
λουλούδια πάνω στον τάφο του Χρηστάκη μας· ως και το κανδήλι θέλει να τ’ ανάφτη
με το χέρι του! Κ’ εγώ δα μαθές πώς να τον διώξω ύστερα, αφού τον εκύτταξα εφτά
μήνες μέσ’ στο στρώμα, σαν το παιδί μου! Ας τώβρη από τον Θεό όποιος τον
εκατάντησε σε τέτοια δυστυχία! Έλα, νάχης την ευχή μου, γυιόκα μου, άφες τον
ταλαίπωρο με την συμφορά του, και πες μου δα μαθές, ευρέθηκεν ο φονιάς; Ως τόσο
δεν ειμπόρεσε να βρεθή ποιος ήτανε!</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> – Όχι!
απεκρίθην εγώ, όστις τον έβλεπον ενώπιόν μου. </span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> Διότι
ανελογίσθην όσα μοι έλεγε περί αυτού· παρέβαλον την αγαθότητα του παράφρονος με
την βδελυράν πανουργίαν του πρώην ταχυδρόμου, και δεν ήξευρον να εύρω, ποίος εκ
των δύο ήτον ο φονεύς του αδελφού μου!</span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> </span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;">* Χαϊδευτικόν = ο
καϋμένος. </span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;"> </span></div>
<div class="MsoNormal">
<span style="color: black; font-size: 16pt;">(από το Ποίος
ήτον ο φονεύς του αδελφού μου και άλλα διηγήματα, Eλληνικά Γράμματα/Tα Nέα 2006)
</span></div>
</dt>
</dl>
</div>
Anonymoushttp://www.blogger.com/profile/08051056850681230077noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6616896798072971014.post-46498578223933491062012-10-24T07:48:00.002-07:002012-10-24T07:48:05.627-07:00ΤΟ ΠΑΝΔΟΧΕΙΟ ΤΟΥ ΓΚΙ<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<dl>
<dt><b><span style="color: red; font-size: 26pt;">ΤΟ ΠΑΝΔΟΧΕΙΟ ΤΟΥ ΓΚΙ</span></b>
</dt>
<dt><b><span style="color: lime; font-family: Verdana; font-size: 16pt;">ΟΛΟΚΛΗΡΟ
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ</span></b>
</dt>
<dt><span style="color: cyan;"><b><span style="font-family: Verdana; font-size: 16pt;">ΣΠΑΝΙΟ
ΒΙΒΛΙΟ </span></b></span><a href="http://fih.gr/view.php?filename=741_bdd7dc102c.jpg" target="_blank"><img align="right" alt="FREE photo hosting by Fih.gr" height="232" src="http://fih.gr/images/741_bdd7dc102c.jpg" width="179" /></a>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Πρόλογος (από την Ειρήνη
Βούλγαρη). «Το Πανδοχείο του Γκι» (1855) είναι ένα μικρό έργο της ώριμης
συγγραφικής περιόδου του Ντίκενς το οποίο ανήκει στον πρώτο κύκλο των
Χριστουγεννιάτικων διηγημάτων του, που έγραψε μεταξύ του 1852 και του 1858. O
Nτίκενς εξέδιδε το εβδομαδιαίο περιοδικό “Ηοusehold Words” στο οποίο δημοσίευε
σε συνέχειες ορισμένα έργα του αλλά και συνεργασίες συγχρόνων του πεζογράφων. Το
διέθετε δε σε ευτελή τιμή γιατί ήθελε να είναι προσιτό κι από τα φτωχότερα
κοινωνικά στρώματα ώστε να ασκεί ευρύτερα τον ηθικοπλαστικό του ρόλο. Σε αυτό
πρωτοεμφανίστηκε και το “Πανδοχείο του Γκι”. Ο Ντίκενς έγραψε την ιστορία αυτή
πιθανόν κατά το διάστημα που βρισκόταν στο Παρίσι κι ίσως μετά από μια πολύ
πετυχημένη εκδήλωση του κόσμου των γραμμάτων και των τεχνών προς τιμήν του κατά
τη διάρκεια της οποίας διάβασε ο ίδιος το πασίγνωστο έργο του “Τα
Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα” πλημμυρίζοντας το πολυπληθές ακροατήριό του με
πρωτόγνωρη συγκίνηση. Φαίνεται ότι τη δημοσίευσε στο χριστουγεννιάτικο τεύχος
του “Ηοusehold Words” που κυκλοφόρησε με ημερομηνία 15 Δεκέμβρη 1855 με τίτλο
“The Holly Tree Inn” στο οποίο ο Dickens δημοσίευσε την ιστορία που μετέφρασα
και τα υπόλοιπα διηγήματα ο Collins. Σε εκείνη τη πρώτη δημοσίευση το
μυθιστόρημα αυτό ήταν χωρισμένο σε τρεις ενότητες: “The Guest”, “The Boots”, και
“Τhe Bill”. Σε μεταγενέστερη έκδοση ο συγγραφέας άλλαξε τους τίτλους σε: “First
Branch:Myself”, “Second Branch:The Boots” και “Third Branch:The Bill”.
<b>Μετάφραση και ηλεκτρονική έκδοση Ειρήνης Βούλγαρη</b></span>
</dt>
<dt><b><span style="color: red; font-family: Verdana; font-size: 14pt;">Κάρολος
Ντίκενς </span></b>
</dt>
<dt><b><span style="color: black; font-family: Verdana; font-size: 14pt;"><a href="http://www.24grammata.com/wp-content/uploads/2011/12/Dickens-Voulgari-24grammata.com-.pdf" style="color: blue; text-decoration: underline; text-underline: single;">Ντίκενς:
Το Πανδοχείο του Γκι – Διαβάστε το.pdf</a> </span></b>
</dt>
<dt><b><span style="color: red; font-family: Verdana; font-size: 14pt;"><a href="http://www.scribd.com/fullscreen/82565691?access_key=key-4g4oaj2ujom5ru0t4mk" style="color: blue; text-decoration: underline; text-underline: single;"><span style="color: red;">Κι ΕΔΩ</span></a> </span></b><br /></dt>
</dl>
</div>
Anonymoushttp://www.blogger.com/profile/08051056850681230077noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6616896798072971014.post-9139759778879896672012-10-24T07:47:00.003-07:002012-10-24T07:47:13.426-07:00ΘΕΡΜΟΠΥΛΑΙ<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<dl>
<dt><b><span style="color: blue; font-size: 26pt;">ΘΕΡΜΟΠΥΛΑΙ</span></b>
</dt>
<dt><a href="http://fih.gr/view.php?filename=47untitled.png" target="_blank"><img align="left" alt="FREE photo hosting by Fih.gr" height="354" src="http://fih.gr/images/47untitled.png" width="219" /></a><span style="color: red;"><b><span style="font-family: Verdana; font-size: 16pt;">Υπό το φως
ιστορικής ερεύνης</span></b></span>
</dt>
<dt><b><span style="color: lime; font-family: Verdana; font-size: 16pt;">ΟΛΟΚΛΗΡΟ
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ</span></b>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Το <b>δυσεύρετο</b> βιβλίο
<b>«Θερμοπύλαι</b>. Yπό το φως ιστορικής ερεύνης» τού Ευάγγελου Ζαμάνου (Αθήνα,
1976) ρίχνει φως στο μυστήριο τόσο τής περίφημης μάχης τού 480 π.Χ., όσο και στο
ευρύτερο πολιτικό και στρατιωτικό σκηνικό, στο οποίο αυτή εντάσσεται. Το βιβλίο
παρουσιάζει επίσης αναλυτικά τις εξ ίσου κρίσιμες ναυμαχίες, που έγιναν τις
ίδιες ημέρες στο θαλάσσιο πέρασμα μεταξύ Θερμοπυλών και Εύβοιας. Γραμμένο σε
αυστηρά επιστημονικό ύφος αποτελεί μια τεκμηριωμένη συνδυαστική μελέτη όλων των
διαθεσίμων αρχαίων πηγών, των τοπογραφικών δεδομένων, αλλά και των πορισμάτων
της σύγχρονης στρατιωτικής επιστήμης. Δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε, ότι
πρόκειται για την απόλυτη μελέτη επί τού θέματος, απαραίτητη σε κάθε έναν, που
δεν θέλει να αρκεστεί στους διαδεδομένους και αντιφατικούς ηροδότειους
μύθους.</span>
</dt>
<dt><b><span style="color: red; font-family: Verdana; font-size: 14pt;">Ευάγγελος
Ζαμάνος</span></b>
</dt>
<dt><b><span style="color: black; font-family: Verdana; font-size: 14pt;"><a href="http://www.freeinquiry.gr/upload/files/Thermopylae.pdf" style="color: blue; text-decoration: underline; text-underline: single;">Θερμοπύλαι –
Διαβάστε το.pdf</a> </span></b></dt>
</dl>
<br /></div>
Anonymoushttp://www.blogger.com/profile/08051056850681230077noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6616896798072971014.post-30943659704739147482012-10-24T07:46:00.001-07:002012-10-24T07:46:17.203-07:00Η ΝΥΧΤΑ ΤΗΣ ΓΕΘΣΗΜΑΝΗΣ <div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<dl>
<dt><b><span style="color: red; font-size: 26pt;">Η ΝΥΧΤΑ ΤΗΣ ΓΕΘΣΗΜΑΝΗΣ
</span></b>
</dt>
<dt><b><span style="color: blue; font-family: Verdana; font-size: 16pt;">Δοκίμιο
για τη φιλοσοφία του Πασκάλ</span></b>
</dt>
<dt><b><span style="color: lime; font-family: Verdana; font-size: 16pt;">ΟΛΟΚΛΗΡΟ
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ </span></b>
</dt>
<dt><a href="http://fih.gr/view.php?filename=869789602481301.jpg" target="_blank"><img align="left" alt="FREE photo hosting by Fih.gr" height="257" src="http://fih.gr/images/869789602481301.jpg" width="169" /></a><b><i><span style="font-size: 14pt;">«Άνθρωπός τις ην εν τη γη της
Αυσίτιδος, ονομαζόμενος Ιώβ, και ο άνθρωπος ούτος ήν άμεμπτος και ευθύς, και
φοβούμενος τον Θεόν, και απεχόμενος από κακού. Και ήν τα κτήνη αυτού
επτακισχίλια πρόβατα, και κάμηλοι τρισχίλιαι, και ζεύγη βοών πεντακόσια, και
όνοι πεντακόσιαι, και πλήθος πολύ υπηρετών, και ήν ο άνθρωπος εκείνος ο
ευγενέστατος των αφ’ ηλίου ανατολών». </span></i></b>
</dt>
<dt><span style="font-size: 14pt;">Έτσι αρχίζει μια από τις ωραιότερες
περιπέτειες που έζησεν ο φυλακισμένος, μέσα στο ανθρώπινο κρανίο. Θεός, για να
θυμίζει στους εκάστοτε περαστικούς, από τη γη αυτή της ασώτευσης του ανθρώπου
και του Θεού, της κάθε απώλειας, - όλο το μάταιο τούτο του ανθρώπινου πάθους,
της ανθρώπινης αγωνίας, και των σχέσεων όχι μόνο ανθρώπου προς άνθρωπον,
ανθρώπου προς εαυτόν, αλλά τα’ οριστικό: Θεού και ανθρώπου. </span>
</dt>
<dt><b><span style="font-size: 14pt;">(Το σκανάρισμα έκανε ο Παναγιώτης Βήχος)
</span></b>
</dt>
<dt><b><span style="color: red; font-family: Verdana; font-size: 14pt;">Λεόν
Σεστώβ</span></b>
<dl>
<dt><b><span style="color: black; font-family: Verdana; font-size: 14pt;"><a href="http://www.scribd.com/doc/95601211/%C3%8E?-%C3%8E%C2%9D%C3%8F%C2%8D%C3%8F?%C3%8F?%C3%8E%C2%B1-%C3%8F?%C3%8E%C2%B7%C3%8F?-%C3%8E?%C3%8E%C2%B5%C3%8E%C2%B8%C3%8F?%C3%8E%C2%B7%C3%8E%C2%BC%C3%8E%C2%B1%C3%8E%C2%BD%C3%8E%C2%AE%C3%8F?-%C3%8E%20%C3%8E%C2%BF%C3%8E%C2%BB%C3%8E%C2%B9%C3%8F?%C3%8E%C2%B9%C3%8E%C2%BA%C3%8F%C2%8C-%C3%8E%C2%9A%C3%8E%C2%B1%C3%8F?%C3%8E%C2%B5%C3%8E%C2%BD%C3%8E%C2%B5%C3%8E%C2%AF%C3%8E%C2%BF" style="color: blue; text-decoration: underline; text-underline: single;"> Η
νύχτα της Γεθσημανής – Διαβάστε το</a> </span></b><br /><br /><a href="http://fih.gr/view.php?filename=46aaa_ejofylo_.jpg" target="_blank"><img alt="FREE photo hosting by Fih.gr" src="http://fih.gr/images/46aaa_ejofylo_.jpg" /></a> <a href="http://fih.gr/view.php?filename=21aaa_1_.jpg" target="_blank"><img alt="FREE photo hosting by Fih.gr" src="http://fih.gr/images/21aaa_1_.jpg" /></a>
<a href="http://fih.gr/view.php?filename=67aaa_2_.jpg" target="_blank"><img alt="FREE photo hosting by Fih.gr" src="http://fih.gr/images/67aaa_2_.jpg" /></a>
<a href="http://fih.gr/view.php?filename=19aaa_3_.jpg" target="_blank"><img alt="FREE photo hosting by Fih.gr" src="http://fih.gr/images/19aaa_3_.jpg" /></a>
<a href="http://fih.gr/view.php?filename=51aaa_4_.jpg" target="_blank"><img alt="FREE photo hosting by Fih.gr" src="http://fih.gr/images/51aaa_4_.jpg" /></a>
<a href="http://fih.gr/view.php?filename=63aaa_5_.jpg" target="_blank"><img alt="FREE photo hosting by Fih.gr" src="http://fih.gr/images/63aaa_5_.jpg" /></a>
<a href="http://fih.gr/view.php?filename=56aaa_6_.jpg" target="_blank"><img alt="FREE photo hosting by Fih.gr" src="http://fih.gr/images/56aaa_6_.jpg" /></a>
<a href="http://fih.gr/view.php?filename=52aaa_7_.jpg" target="_blank"><img alt="FREE photo hosting by Fih.gr" src="http://fih.gr/images/52aaa_7_.jpg" /></a>
<a href="http://fih.gr/view.php?filename=81aaa_8_.jpg" target="_blank"><img alt="FREE photo hosting by Fih.gr" src="http://fih.gr/images/81aaa_8_.jpg" /></a>
<a href="http://fih.gr/view.php?filename=68aaa_9_.jpg" target="_blank"><img alt="FREE photo hosting by Fih.gr" src="http://fih.gr/images/68aaa_9_.jpg" /></a>
<a href="http://fih.gr/view.php?filename=90aaa_10_.jpg" target="_blank"><img alt="FREE photo hosting by Fih.gr" src="http://fih.gr/images/90aaa_10_.jpg" /></a>
<a href="http://fih.gr/view.php?filename=85aaa_11_.jpg" target="_blank"><img alt="FREE photo hosting by Fih.gr" src="http://fih.gr/images/85aaa_11_.jpg" /></a>
<a href="http://fih.gr/view.php?filename=27aaa_12_.jpg" target="_blank"><img alt="FREE photo hosting by Fih.gr" src="http://fih.gr/images/27aaa_12_.jpg" /></a>
<a href="http://fih.gr/view.php?filename=42aaa_13_.jpg" target="_blank"><img alt="FREE photo hosting by Fih.gr" src="http://fih.gr/images/42aaa_13_.jpg" /></a>
<a href="http://fih.gr/view.php?filename=83aaa_14_.jpg" target="_blank"><img alt="FREE photo hosting by Fih.gr" src="http://fih.gr/images/83aaa_14_.jpg" /></a>
<a href="http://fih.gr/view.php?filename=79aaa_15_.jpg" target="_blank"><img alt="FREE photo hosting by Fih.gr" src="http://fih.gr/images/79aaa_15_.jpg" /></a>
<a href="http://fih.gr/view.php?filename=87aaa_16_.jpg" target="_blank"><img alt="FREE photo hosting by Fih.gr" src="http://fih.gr/images/87aaa_16_.jpg" /></a>
<a href="http://fih.gr/view.php?filename=98aaa_17_.jpg" target="_blank"><img alt="FREE photo hosting by Fih.gr" src="http://fih.gr/images/98aaa_17_.jpg" /></a>
<a href="http://fih.gr/view.php?filename=76aaa_18_.jpg" target="_blank"><img alt="FREE photo hosting by Fih.gr" src="http://fih.gr/images/76aaa_18_.jpg" /></a>
<a href="http://fih.gr/view.php?filename=51aaa_19_.jpg" target="_blank"><img alt="FREE photo hosting by Fih.gr" src="http://fih.gr/images/51aaa_19_.jpg" /></a>
<a href="http://fih.gr/view.php?filename=46aaa_20_.jpg" target="_blank"><img alt="FREE photo hosting by Fih.gr" src="http://fih.gr/images/46aaa_20_.jpg" /></a>
<a href="http://fih.gr/view.php?filename=41aaa_21_.jpg" target="_blank"><img alt="FREE photo hosting by Fih.gr" src="http://fih.gr/images/41aaa_21_.jpg" /></a>
<a href="http://fih.gr/view.php?filename=66aaa_22_.jpg" target="_blank"><img alt="FREE photo hosting by Fih.gr" src="http://fih.gr/images/66aaa_22_.jpg" /></a>
<a href="http://fih.gr/view.php?filename=22aaa_23_.jpg" target="_blank"><img alt="FREE photo hosting by Fih.gr" src="http://fih.gr/images/22aaa_23_.jpg" /></a>
<a href="http://fih.gr/view.php?filename=71aaa_24_.jpg" target="_blank"><img alt="FREE photo hosting by Fih.gr" src="http://fih.gr/images/71aaa_24_.jpg" /></a>
<a href="http://fih.gr/view.php?filename=64aaa_25_.jpg" target="_blank"><img alt="FREE photo hosting by Fih.gr" src="http://fih.gr/images/64aaa_25_.jpg" /></a>
<a href="http://fih.gr/view.php?filename=56aaa_26_.jpg" target="_blank"><img alt="FREE photo hosting by Fih.gr" src="http://fih.gr/images/56aaa_26_.jpg" /></a>
<a href="http://fih.gr/view.php?filename=42aaa_27_.jpg" target="_blank"><img alt="FREE photo hosting by Fih.gr" src="http://fih.gr/images/42aaa_27_.jpg" /></a>
<a href="http://fih.gr/view.php?filename=49aaa_28_.jpg" target="_blank"><img alt="FREE photo hosting by Fih.gr" src="http://fih.gr/images/49aaa_28_.jpg" /></a>
<a href="http://fih.gr/view.php?filename=97aaa_29_.jpg" target="_blank"><img alt="FREE photo hosting by Fih.gr" src="http://fih.gr/images/97aaa_29_.jpg" /></a>
<a href="http://fih.gr/view.php?filename=41aaa_30_.jpg" target="_blank"><img alt="FREE photo hosting by Fih.gr" src="http://fih.gr/images/41aaa_30_.jpg" /></a>
<a href="http://fih.gr/view.php?filename=77aaa_31_.jpg" target="_blank"><img alt="FREE photo hosting by Fih.gr" src="http://fih.gr/images/77aaa_31_.jpg" /></a>
<a href="http://fih.gr/view.php?filename=72aaa_32_.jpg" target="_blank"><img alt="FREE photo hosting by Fih.gr" src="http://fih.gr/images/72aaa_32_.jpg" /></a>
<a href="http://fih.gr/view.php?filename=73aaa_33_.jpg" target="_blank"><img alt="FREE photo hosting by Fih.gr" src="http://fih.gr/images/73aaa_33_.jpg" /></a>
<a href="http://fih.gr/view.php?filename=51aaa_34_.jpg" target="_blank"><img alt="FREE photo hosting by Fih.gr" src="http://fih.gr/images/51aaa_34_.jpg" /></a>
<a href="http://fih.gr/view.php?filename=61aaa_35_.jpg" target="_blank"><img alt="FREE photo hosting by Fih.gr" src="http://fih.gr/images/61aaa_35_.jpg" /></a>
<a href="http://fih.gr/view.php?filename=21aaa_36_.jpg" target="_blank"><img alt="FREE photo hosting by Fih.gr" src="http://fih.gr/images/21aaa_36_.jpg" /></a>
<a href="http://fih.gr/view.php?filename=78aaa_37_.jpg" target="_blank"><img alt="FREE photo hosting by Fih.gr" src="http://fih.gr/images/78aaa_37_.jpg" /></a>
<a href="http://fih.gr/view.php?filename=41aaa_38_.jpg" target="_blank"><img alt="FREE photo hosting by Fih.gr" src="http://fih.gr/images/41aaa_38_.jpg" /></a>
<a href="http://fih.gr/view.php?filename=17aaa_39_.jpg" target="_blank"><img alt="FREE photo hosting by Fih.gr" src="http://fih.gr/images/17aaa_39_.jpg" /></a>
<a href="http://fih.gr/view.php?filename=22aaa_40_.jpg" target="_blank"><img alt="FREE photo hosting by Fih.gr" src="http://fih.gr/images/22aaa_40_.jpg" /></a>
<a href="http://fih.gr/view.php?filename=55aaa_41_.jpg" target="_blank"><img alt="FREE photo hosting by Fih.gr" src="http://fih.gr/images/55aaa_41_.jpg" /></a>
<a href="http://fih.gr/view.php?filename=16aaa_42_.jpg" target="_blank"><img alt="FREE photo hosting by Fih.gr" src="http://fih.gr/images/16aaa_42_.jpg" /></a>
<a href="http://fih.gr/view.php?filename=18aaa_43_.jpg" target="_blank"><img alt="FREE photo hosting by Fih.gr" src="http://fih.gr/images/18aaa_43_.jpg" /></a>
<a href="http://fih.gr/view.php?filename=30aaa_44_.jpg" target="_blank"><img alt="FREE photo hosting by Fih.gr" src="http://fih.gr/images/30aaa_44_.jpg" /></a>
<a href="http://fih.gr/view.php?filename=35aaa_45_.jpg" target="_blank"><img alt="FREE photo hosting by Fih.gr" src="http://fih.gr/images/35aaa_45_.jpg" /></a>
<a href="http://fih.gr/view.php?filename=87aaa_46_.jpg" target="_blank"><img alt="FREE photo hosting by Fih.gr" src="http://fih.gr/images/87aaa_46_.jpg" /></a>
<a href="http://fih.gr/view.php?filename=51aaa_47_.jpg" target="_blank"><img alt="FREE photo hosting by Fih.gr" src="http://fih.gr/images/51aaa_47_.jpg" /></a>
<a href="http://fih.gr/view.php?filename=46aaa_48_.jpg" target="_blank"><img alt="FREE photo hosting by Fih.gr" src="http://fih.gr/images/46aaa_48_.jpg" /></a>
<a href="http://fih.gr/view.php?filename=59aaa_49_.jpg" target="_blank"><img alt="FREE photo hosting by Fih.gr" src="http://fih.gr/images/59aaa_49_.jpg" /></a>
<a href="http://fih.gr/view.php?filename=19aaa_50_.jpg" target="_blank"><img alt="FREE photo hosting by Fih.gr" src="http://fih.gr/images/19aaa_50_.jpg" /></a>
<a href="http://fih.gr/view.php?filename=32aaa_51_.jpg" target="_blank"><img alt="FREE photo hosting by Fih.gr" src="http://fih.gr/images/32aaa_51_.jpg" /></a>
<a href="http://fih.gr/view.php?filename=23aaa_52_.jpg" target="_blank"><img alt="FREE photo hosting by Fih.gr" src="http://fih.gr/images/23aaa_52_.jpg" /></a>
<a href="http://fih.gr/view.php?filename=91aaa_53_.jpg" target="_blank"><img alt="FREE photo hosting by Fih.gr" src="http://fih.gr/images/91aaa_53_.jpg" /></a>
<a href="http://fih.gr/view.php?filename=48aaa_54_.jpg" target="_blank"><img alt="FREE photo hosting by Fih.gr" src="http://fih.gr/images/48aaa_54_.jpg" /></a>
<a href="http://fih.gr/view.php?filename=76aaa_55_.jpg" target="_blank"><img alt="FREE photo hosting by Fih.gr" src="http://fih.gr/images/76aaa_55_.jpg" /></a>
<a href="http://fih.gr/view.php?filename=76aaa_56_.jpg" target="_blank"><img alt="FREE photo hosting by Fih.gr" src="http://fih.gr/images/76aaa_56_.jpg" /></a>
<a href="http://fih.gr/view.php?filename=81aaa_57_.jpg" target="_blank"><img alt="FREE photo hosting by Fih.gr" src="http://fih.gr/images/81aaa_57_.jpg" /></a>
<a href="http://fih.gr/view.php?filename=81aaa_58_.jpg" target="_blank"><img alt="FREE photo hosting by Fih.gr" src="http://fih.gr/images/81aaa_58_.jpg" /></a>
<a href="http://fih.gr/view.php?filename=25aaa_59_.jpg" target="_blank"><img alt="FREE photo hosting by Fih.gr" src="http://fih.gr/images/25aaa_59_.jpg" /></a>
<a href="http://fih.gr/view.php?filename=96aaa_60_.jpg" target="_blank"><img alt="FREE photo hosting by Fih.gr" src="http://fih.gr/images/96aaa_60_.jpg" /></a>
<a href="http://fih.gr/view.php?filename=54aaa_61_.jpg" target="_blank"><img alt="FREE photo hosting by Fih.gr" src="http://fih.gr/images/54aaa_61_.jpg" /></a>
<a href="http://fih.gr/view.php?filename=35aaa_62_.jpg" target="_blank"><img alt="FREE photo hosting by Fih.gr" src="http://fih.gr/images/35aaa_62_.jpg" /></a>
<a href="http://fih.gr/view.php?filename=94aaa_63_.jpg" target="_blank"><img alt="FREE photo hosting by Fih.gr" src="http://fih.gr/images/94aaa_63_.jpg" /></a>
<a href="http://fih.gr/view.php?filename=14aaa_64_.jpg" target="_blank"><img alt="FREE photo hosting by Fih.gr" src="http://fih.gr/images/14aaa_64_.jpg" /></a>
<a href="http://fih.gr/view.php?filename=96aaa_65_.jpg" target="_blank"><img alt="FREE photo hosting by Fih.gr" src="http://fih.gr/images/96aaa_65_.jpg" /></a>
<a href="http://fih.gr/view.php?filename=90aaa_66_.jpg" target="_blank"><img alt="FREE photo hosting by Fih.gr" src="http://fih.gr/images/90aaa_66_.jpg" /></a>
<a href="http://fih.gr/view.php?filename=16aaa_67_.jpg" target="_blank"><img alt="FREE photo hosting by Fih.gr" src="http://fih.gr/images/16aaa_67_.jpg" /></a>
<a href="http://fih.gr/view.php?filename=32aaa_68_.jpg" target="_blank"><img alt="FREE photo hosting by Fih.gr" src="http://fih.gr/images/32aaa_68_.jpg" /></a>
<a href="http://fih.gr/view.php?filename=35aaa_69_.jpg" target="_blank"><img alt="FREE photo hosting by Fih.gr" src="http://fih.gr/images/35aaa_69_.jpg" /></a>
<a href="http://fih.gr/view.php?filename=69aaa_70_.jpg" target="_blank"><img alt="FREE photo hosting by Fih.gr" src="http://fih.gr/images/69aaa_70_.jpg" /></a>
<a href="http://fih.gr/view.php?filename=59aaa_71_.jpg" target="_blank"><img alt="FREE photo hosting by Fih.gr" src="http://fih.gr/images/59aaa_71_.jpg" /></a>
<a href="http://fih.gr/view.php?filename=19aaa_72_.jpg" target="_blank"><img alt="FREE photo hosting by Fih.gr" src="http://fih.gr/images/19aaa_72_.jpg" /></a>
<a href="http://fih.gr/view.php?filename=36aaa_73_.jpg" target="_blank"><img alt="FREE photo hosting by Fih.gr" src="http://fih.gr/images/36aaa_73_.jpg" /></a>
<a href="http://fih.gr/view.php?filename=31aaa_74_.jpg" target="_blank"><img alt="FREE photo hosting by Fih.gr" src="http://fih.gr/images/31aaa_74_.jpg" /></a>
<a href="http://fih.gr/view.php?filename=53aaa_75_.jpg" target="_blank"><img alt="FREE photo hosting by Fih.gr" src="http://fih.gr/images/53aaa_75_.jpg" /></a>
<a href="http://fih.gr/view.php?filename=70aaa_76_.jpg" target="_blank"><img alt="FREE photo hosting by Fih.gr" src="http://fih.gr/images/70aaa_76_.jpg" /></a>
<a href="http://fih.gr/view.php?filename=34aaa_77_.jpg" target="_blank"><img alt="FREE photo hosting by Fih.gr" src="http://fih.gr/images/34aaa_77_.jpg" /></a>
<a href="http://fih.gr/view.php?filename=71aaa_78_.jpg" target="_blank"><img alt="FREE photo hosting by Fih.gr" src="http://fih.gr/images/71aaa_78_.jpg" /></a>
<br /><br /><br /><a href="http://www.scribd.com/doc/95601211/%CE%97-%CE%9D%CF%8D%CF%87%CF%84%CE%B1-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%93%CE%B5%CE%B8%CF%83%CE%B7%CE%BC%CE%B1%CE%BD%CE%AE%CF%82-%CE%A0%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CF%84%CE%B9%CE%BA%CF%8C-%CE%9A%CE%B1%CF%86%CE%B5%CE%BD%CE%B5%CE%AF%CE%BF" style="-x-system-font: none; display: block; font-size-adjust: none; font-stretch: normal; font: 14px Helvetica,Arial,Sans-serif; margin: 12px auto 6px; text-decoration: underline;" title="View Η Νύχτα της Γεθσημανής (Πολιτικό Καφενείο) on Scribd">Η
Νύχτα της Γεθσημανής (Πολιτικό Καφενείο)</a></dt>
</dl>
</dt>
</dl>
</div>
Anonymoushttp://www.blogger.com/profile/08051056850681230077noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6616896798072971014.post-5183883831237554162012-10-24T07:44:00.001-07:002012-10-24T07:44:12.658-07:00Αθανασίου Ευταξίου: Η θρησκεία των πάλαι Αιγυπτίων<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<dl>
<dt><b><span style="color: red; font-size: 26pt;">Αθανασίου Ευταξίου: Η θρησκεία
των πάλαι Αιγυπτίων</span></b>
</dt>
<dt><a href="http://fih.gr/view.php?filename=552_e35f877f60.jpg" target="_blank"><img align="left" alt="FREE photo hosting by Fih.gr" height="343" src="http://fih.gr/images/552_e35f877f60.jpg" width="229" /></a><b><span style="color: lime; font-family: Verdana; font-size: 16pt;">ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
</span></b>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Η θρησκεία εθεωρήθει ανέκαθες ως
εις των πρώτων και κυρίων παραγόντων της εξημερώσεως και του πολιτισμού. Ως
τοιαύτη κέκτηται αυτήν μεγάλη σπουδαιότητα δια πάντας τους λαούς, τους
διακριθέντες οπωσδήποτε εν τη ιστορία του ανθρωπίνου γένους. Μεταξύ αυτών
καταλέγονται και οι πάλαι Αιγύπτιοι. Η θρησκεία τούτων έχει εξεγείρει ήδη ζωηρόν
τον ενδιαφέρον παρά τοις αρχαίοις Έλλησιν, εις τα όμματα των οποίων παρίστατο
αυτή ως το άκρον άωτον της περινοίας και σοφίας. Το αυτό ενδιαφέρον θα
προκαλέσει αυτή και παρά τοις νεοτέροις Έλλησιν, αφού και ούτοι συνδέονται, ως
εκείνοι, δια πολλαπλών συμφερόντων προς την Αίγυπτον, και παρ’ αυτοίς κινεί τον
θαυμασμόν διά τε την αρχαιότητα και το ιδιόρρυθμόν του ο πολιτισμός των πάλαι
Αιγυπτίων, ού τίνος κυριωτάτη έκφανσις υπήρξεν η θρησκεία αυτών. </span>
</dt>
<dt><b><span style="color: red; font-family: Verdana; font-size: 14pt;">Αθανασίου
Ευταξίου</span></b>
</dt>
<dt><span class="postbody1"><b><span style="font-family: Verdana; font-size: 14pt;"><a href="http://www.scribd.com/embeds/48413785/content?start_page=1&view_mode=list&access_key=key-tp3deix32egu8p1owm6%22" style="color: blue; text-decoration: underline; text-underline: single;" target="_blank">Η θρησκεία των πάλαι </a></span></b></span></dt>
</dl>
</div>
Anonymoushttp://www.blogger.com/profile/08051056850681230077noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6616896798072971014.post-4055727097361111572012-10-24T07:43:00.001-07:002012-10-24T07:43:33.410-07:00Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΩΝ ΕΠΙΣΚΟΠΩΝ ΣΤΗΝ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<dl>
<dt><b><span style="color: maroon; font-size: 26pt;">Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΩΝ ΕΠΙΣΚΟΠΩΝ
ΣΤΗΝ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ</span></b>
</dt>
<dt><b><span style="color: red; font-size: 20pt;">ΙΣΤΟΡΙΚΟΚΑΝΟΝΙΚΗ
ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ</span></b>
</dt>
<dt><a href="http://fih.gr/view.php?filename=90politiki_episkopon_166.jpg" target="_blank"><img align="left" alt="FREE photo hosting by Fih.gr" height="385" src="http://fih.gr/images/90politiki_episkopon_166.jpg" width="299" /></a><b><span style="color: lime; font-family: Verdana; font-size: 16pt;">ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ
ΒΙΒΛΙΟ</span></b>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Η εργασία αυτή αποτελεί
προσέγγιση σε ένα θέμα, που μπορεί εύκολα να χαρακτηρισθεί ιδιόμορφο. Το
κίνητρο, για να ασχοληθεί ο συγγραφέας με το θέμα, όπως αναφέρει στην Εισαγωγή
τού βιβλίου, ήταν η κατά τη γνώμη του άρτια οργάνωση τής Οθωμανικής διοίκησης
κατά τη διάρκεια τής Τουρκοκρατίας· η ικανότητα να διατηρεί την ίδια οικογένεια
στο θρόνο για 644 χρόνια. Έβλεπε ένα σύστημα και μια αντίληψη διοίκησης, η οποία
μπορούσε να επιβάλλεται σε μια πανσπερμία εθνών. Πριν ακόμα την εμφάνιση τού
καπιταλισμού υπήρχε δομημένη μια οργάνωση, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί
γραφειοκρατική, με ειδική και εξειδικευμένη υπαλληλική σχέση προς την κεντρική
εξουσία. Μέσα σ΄ αυτό το σύστημα είναι ενταγμένο και το πατριαρχείο, που η
οικονομική σχέση του με τον κατακτητή ήταν αδιαμφισβήτητη. Η πολιτική του δύναμη
φαινόταν να επεκτείνεται σε όλες τις μορφές στρωμάτωσης τής Ρωμιοσύνης.
Ταυτόχρονα, ο τρόπος ανάπτυξής του, ο τρόπος διοίκησης τού πατριαρχείου έδινε τη
δυνατότητα δημιουργίας τάξεων μέσα σ΄ αυτή την επιχείρηση, που ονομαζόταν
οθωμανική αυτοκρατορία.</span>
</dt>
<dt><b><span style="color: red; font-family: Verdana; font-size: 14pt;">Δημήτρης
Κ. Παπαϊωάννου</span></b>
</dt>
<dt><b><span style="color: black; font-family: Verdana; font-size: 14pt;"><a href="http://www.freeinquiry.gr/upload/files/Politiki-Episkopon-Tourkokratia.pdf" style="color: blue; text-decoration: underline; text-underline: single;">Η
Πολιτική των Επισκόπων στην Τουρκοκρατία.pdf</a> </span></b><br /><br />
<dl>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;">Για να μπορέσει να υπάρξει το
οθωμανικό κράτος μετά την κατάκτηση τής Κωνσταντινούπολης από τους τούρκους,
ήταν αναγκαίο να γίνει δυνατή η συνέχιση τής παραγωγικής διαδικασίας. Η κανονική
και αναγκαία διαδοχή τής κατάκτησης επιτεύχθηκε μέσω τού πατριαρχείου, το οποίο
έδωσε τη δυνατότητα στο σουλτάνο να εκμεταλλεύεται τη Ρωμιοσύνη ως σύνολο. Το
οθωμανικό κράτος χρησιμοποίησε τον τρόπο τής κοινωνικής στρωμάτωσης τού
χριστιανικού πληθυσμού, προσαρμόζοντας τον, όπου ήταν αναγκαίο, στη δική του
αντίληψη κρατικής διεύθυνσης. Τα προνόμια επέτρεψαν την οργάνωση τού
χριστιανικού πληθυσμού, αλλά, ταυτόχρονα, επέτρεπαν τη μεγαλύτερη δυνατή
οικονομική εκμετάλλευση τής κατάκτησης.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;">Ο πατριάρχης επιβλήθηκε ως
«αφέντης» και «βασιλεύς» και από «αρχηγός θρησκευτικής μειονότητας», «εθνάρχης».
Κατά την οθωμανική αντίληψη διοίκησης, ήταν «προϊστάμενος» τού έθνους του,
«διορισμένος» από το σουλτάνο «αξιωματούχος».</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;">Στην πραγματικότητα, τα προνόμια
δημιουργούν ένα status αλήθειας, άμεσα συνδεδεμένο με τον κοινωνικό και πολιτικό
ρόλο που παίζουν. Ο κατακτητής είχε στα χέρια του μια έτοιμη θεοκρατική οργάνωση
με δυνατότητες προσαρμογής στο νέο καθεστώς. Το μόνο, που έπρεπε να κάνει και
έκανε, ήταν να περιβάλει αυτή την εξουσία με αρμοδιότητες, που προσιδίαζαν στη
δική του αντίληψη και οργάνωση τού κράτους. Και αυτό έκανε με τα προνόμια. Κατά
τον κατακτητή, η μή παραχώρηση των προνομίων θα ήταν επιζήμια για τα «βασιλικά
εισοδήματα».</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;">122 σελίδες, αρχείο μορφής pdf
(14,98 MB).</span></dt>
</dl>
</dt>
</dl>
</div>
Anonymoushttp://www.blogger.com/profile/08051056850681230077noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6616896798072971014.post-84741727904367663882012-10-24T07:42:00.002-07:002012-10-24T07:42:41.121-07:00Ίσως, η σημαντικότερη ανθολογία ελληνικής ποίησης του 20ου αιώνα<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<dl>
<dt><b><span style="color: red; font-size: 26pt;">Ίσως, η σημαντικότερη ανθολογία
ελληνικής ποίησης του 20ου αιώνα</span></b>
</dt>
<dt><b><span style="color: lime; font-family: Verdana; font-size: 16pt;">ΟΛΟΚΛΗΡΟ
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ</span></b><a href="http://fih.gr/view.php?filename=8112314_150x150.jpg" target="_blank"><img align="right" alt="FREE photo hosting by Fih.gr" height="229" src="http://fih.gr/images/8112314_150x150.jpg" width="229" /></a>
</dt>
<dt><span style="color: cyan;"><b><span style="font-family: Verdana; font-size: 16pt;">ΣΠΑΝΙΟ
ΒΙΒΛΙΟ </span></b></span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΕΙΚΟΣΤΟ ΕΝΑΤΟ ΣΥΜΠΟΣΙΟ ΠΟΙΗΣΗΣ
ΤΟ ΜΟΝΤΕΡΝΟ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ. ΑΝΘΟΛΟΓΗΣΗ ΕΙΣΗΓΗΤΩΝ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΟΥ
ΕΙΚΟΣΤΟΥ ΕΝΑΤΟΥ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΠΟΙΗΣΗΣ ΠΑΤΡΑ, ΙΟΥΛΙΟΣ 2009. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> H Ανθολογία αυτή ετοιμάστηκε
για να αναγνωσθεί, σε ένα μεγάλο μέρος της, στα ενδιάμεσα των εισηγήσεων,
ανακοινώσεων και συζητήσεων και να λειτουργήσει υποστηρικτικά στις εργασίες του
Εικοστού Ένατου Συμποσίου Ποίησης. Η Ανθολόγηση των ποιημάτων ακολουθεί τη σειρά
των εισηγήσεων και ανακοινώσεων. Η Ανθολόγηση των μελών της Οργανωτικής
Επιτροπής που δεν έχουν εισήγηση και είναι γενικότερου χαρακτήρα τοποθετείται
στο τέλος.</span>
</dt>
<dt><b><span style="color: red; font-family: Verdana; font-size: 14pt;">Επιμέλεια: Ξένη
Σκαρτσή</span></b>
</dt>
<dt><b><span style="color: black; font-family: Verdana; font-size: 14pt;"><a href="http://www.24grammata.com/wp-content/uploads/2011/12/Anthologia_24grammata.compdf.pdf" style="color: blue; text-decoration: underline; text-underline: single;">Ίσως,
η σημαντικότερη ανθολογία ελληνικής ποίησης του 20<sup>ου</sup> αιώνα – Διαβάστε
το.pdf</a></span></b></dt>
</dl>
</div>
Anonymoushttp://www.blogger.com/profile/08051056850681230077noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6616896798072971014.post-10128229602414225312012-10-24T07:41:00.003-07:002012-10-24T07:41:46.955-07:00Η παρουσία του ζεϊμπέκικου από την αρχαιότητα ως σήμερα<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<dl>
<dt><b><span style="color: red; font-size: 26pt;">Η παρουσία του ζεϊμπέκικου από
την αρχαιότητα ως σήμερα</span></b>
</dt>
<dt><b><span style="color: lime; font-family: Verdana; font-size: 16pt;">ΟΛΟΚΛΗΡΟ
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ</span></b>
</dt>
<dt><span style="color: cyan;"><b><span style="font-size: 16pt;">ΣΠΑΝΙΟ ΒΙΒΛΙΟ </span></b></span>
</dt>
<dt><a href="http://fih.gr/view.php?filename=65tarouchispg_150x150.jpg" target="_blank"><img align="left" alt="FREE photo hosting by Fih.gr" height="217" src="http://fih.gr/images/65tarouchispg_150x150.jpg" width="217" /></a><span style="color: black; font-size: 14pt;">Σε ένα δύσκολο,
ομολογουμένως, σύγγραμμα του ο Γιώργος Μανιάτης αναζητά τις ρίζες του
ζεϊμπέκικου ρυθμού, και χορού, από την αρχαία Ελλάδα ως τις ημέρες μας.
Ξεκινώντας από το β’ στίχο της Ιλιάδας: ουλομένην· η μυρι’ Αχαιοις άλγε’ έθηκεν,
για τον οποίο θεωρεί ότι είναι “ο πρώτος εκτενής, ο καθαυτό κλασικός
ζεϊμπέκικος, αρτιμελής, όσο και κανονικά τονισμένος, με τις δύο συνεχόμενες
μακρές άρσεις…” συνεχίζει με το ζεϊμπέκικο ρυθμό του Ηράκλειτου: Αρμονίη αφανής
φνερής κρείττων (η κρυμμένη αρμονία, είναι καλύτερη από τη φανερή) και φτάνει ως
τις μέρες. όλα αυτά ισχύουν, αρκεί να μην ξεχνάτε ότι “Τα γραπτά ελληνικά είναι
ανορθόγραφα ως προς την ομιλούμενη γλώσσα και τα ομιλούμενα είναι ανορθόφωνα ως
προς την γραπτή”</span>
</dt>
<dt><b><span style="color: red; font-family: Verdana; font-size: 14pt;">Γιώργος
Μανιάτης (Η αρχαιολογία της ακοής)</span></b>
</dt>
<dt><b><span style="color: black; font-family: Verdana; font-size: 14pt;"><a href="http://www.24grammata.com/wp-content/uploads/2012/02/Maniatis-24grammata.pdf" style="color: blue; text-decoration: underline; text-underline: single;">Η
παρουσία του ζεϊμπέκικου από την αρχαιότητα ως σήμερα – Διαβάστε το.pdf</a>
</span></b></dt>
</dl>
</div>
Anonymoushttp://www.blogger.com/profile/08051056850681230077noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6616896798072971014.post-16101908931444451542012-10-24T07:41:00.000-07:002012-10-24T07:41:01.688-07:00Γιώργος Τζαμαλούκας, ο πατέρας της αντάρτικης χειρουργικής<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<dl>
<dt><b><span style="color: red; font-size: 26pt;">Γιώργος Τζαμαλούκας, ο πατέρας
της αντάρτικης χειρουργικής</span></b>
</dt>
<dt><b><span style="color: lime; font-family: Verdana; font-size: 16pt;">ΟΛΟΚΛΗΡΟ
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ</span></b><a href="http://fih.gr/view.php?filename=93p8913_141x150.jpg" target="_blank"><img align="right" alt="FREE photo hosting by Fih.gr" height="287" src="http://fih.gr/images/93p8913_141x150.jpg" width="207" /></a>
</dt>
<dt><span style="color: cyan;"><b><span style="font-size: 16pt;">ΣΠΑΝΙΟ ΒΙΒΛΙΟ </span></b></span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Το <b>εξαντλημένο βιβλίο</b> του
<b>Γιώργου Τζαμαλούκα</b>: <b><i>“Ενάντια στο θάνατο στο Γράμμο και το
Βίτσι”</i></b>, εκδόσεις “Νέα Βιβλία”, Αθήνα 1975, όπως αναδημοσιεύτηκε στο
περιοδικό “Εθνική Αντίσταση”, σε τέσσερις συνέχειες (2010, τεύχος 145-148). Οι
επιστημονικές τον εργασίες, που αριθμούνται σε μερικές δεκάδες, προκαλούν πάντα
το ζωηρό ενδιαφέρον των επιστημόνων. Αναφέρουμε μερικά από τα θέματα των μελετών
που δημοσίευσε σε γερμανικά περιοδικά μόνο τα τελευταία χρόνια:</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> - Συμβολή για τη θεραπεία του
κιρσώδους έλκους των κάτω άκρων.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> - Παθολογικές αλλοιώσεις του
ήπατος ως αποτέλεσμα των παθήσεων της χοληδόχου κύστης.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> - Σπάνιες παθολογικές
αλλοιώσεις του τυφλού και λεπτού εντέρου και αιτία απόφραξής του.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> - Αυτόματα κατάγματα σε
δυστροφικές αλλοιώσεις των οστών σε ηλικιωμένους και η θεραπεία τους.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> - Παθολογικές αλλοιώσεις των
νεφρών από νεφρολιθίαση.κ.ά.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> Ενδιαφέρον προκαλούσαν πάντα
στους πιο διαφορετικούς ακροατές, οι διαλέξεις του Τζαμαλούκα. Η φήμη του δεν
περιοριζόταν στα σύνορα της χώρας που τον φιλοξενούσε. Μια σειρά συνάδερφοί του
από δυτικές χώρες επιζητούν σύνδεση μαζί του για να ενημερώνονται πάνω στις
μελέτες του. Οι υπηρεσίες τον Τζαμαλούκα βρήκαν και την πιο επίσημη αναγνώριση.
Το 1961 του απονεμήθηκε το «Χρυσό Μετάλλιο Χούφελαντ» (Hufeland-Medaille), για
τις εξαιρετικές επιστημονικές επιδόσεις και για την ανεκτίμητη ανθρωπιστική του
δουλειά στους αρρώστους.</span>
</dt>
<dt><b><span style="color: red; font-family: Verdana; font-size: 14pt;">Γιώργος
Τζαμαλούκας</span></b>
</dt>
<dt><b><span style="color: black; font-family: Verdana; font-size: 14pt;"><a href="http://www.24grammata.com/wp-content/uploads/2012/02/tzamaloukas-24grammata.com_.pdf" style="color: blue; text-decoration: underline; text-underline: single;">Ενάντια
στο θάνατο στο Γράμμο και το Βίτσι – Διαβάστε το.pdf</a> </span></b></dt>
</dl>
</div>
Anonymoushttp://www.blogger.com/profile/08051056850681230077noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6616896798072971014.post-31559512409122296662012-10-24T07:39:00.004-07:002012-10-24T07:39:58.707-07:00Ιστορία της ελληνικής παιδιατρικής<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<dl>
<dt><b><span style="color: green; font-size: 26pt;">Ιστορία της ελληνικής
παιδιατρικής</span></b>
</dt>
<dt><b><span style="color: lime; font-family: Verdana; font-size: 16pt;">ΟΛΟΚΛΗΡΟ
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ</span></b>
</dt>
<dt><span style="background-color: cyan;"><b><span style="color: yellow; font-size: 16pt;">ΣΠΑΝΙΟ ΒΙΒΛΙΟ </span></b></span>
</dt>
<dt><a href="http://fih.gr/view.php?filename=64456jpg_150x150.jpg" target="_blank"><img align="left" alt="FREE photo hosting by Fih.gr" height="209" src="http://fih.gr/images/64456jpg_150x150.jpg" width="209" /></a><span style="color: black; font-size: 14pt;">Πρόκειται για τα πρακτικά μιας
ενδιαφέρουσας επιστημονικής ημερίδας. Είναι περίφημο αμάλγαμα ιατρικής και
ιστορικής επιστήμης, που παρουσιάζεται με τη μορφή ηλεκτρονικού βιβλίου (228
σελίδων). Οι ιστοριοδίφες θα μπορέσουν να διαβάσουν σπάνιες μελέτες, όπως:
Διακομιδές νεογνών από τους μυθολογικούς χρόνους μέχρι σήμερα. Η δια σικυών
θεραπεία, παλαιά και σύγχρονα δεδομένα. Μηνιγγίτιδα: τρεις εντυπωσιακές
περιπτώσεις. Τα παιδιατρικά του Σωρανού. Όταν η Βυζαντινή μητέρα αδυνατεί να
θηλάσει. Ιστορική αναδρομή του “Μαρίκα Ηλιάδη”</span>
</dt>
<dt><b><span style="color: red; font-family: Verdana; font-size: 14pt;">Επιμέλεια: Δημήτριος
Καραμπερόπουλος</span></b>
</dt>
<dt><b><span style="color: black; font-family: Verdana; font-size: 14pt;"><a href="http://www.24grammata.com/wp-content/uploads/2011/12/Pediatriki-24grammata.com_.pdf" style="color: blue; text-decoration: underline; text-underline: single;">Ιστορία
της ελληνικής παιδιατρικής – Διαβάστε το.pdf</a> </span></b></dt>
</dl>
</div>
Anonymoushttp://www.blogger.com/profile/08051056850681230077noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6616896798072971014.post-64686634067584200062012-10-24T07:38:00.005-07:002012-10-24T07:38:58.938-07:00Περί Σκωτίας<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<dl>
<dt><b><span style="color: red; font-size: 28pt;">Περί Σκωτίας</span></b>
</dt>
<dt><b><span style="color: lime; font-family: Verdana; font-size: 16pt;">ΟΛΟΚΛΗΡΟ
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ</span></b>
</dt>
<dt><span style="color: cyan;"><b><span style="font-size: 16pt;">ΣΠΑΝΙΟ ΒΙΒΛΙΟ </span></b></span><a href="http://fih.gr/view.php?filename=522211_150x150.jpg" target="_blank"><img align="right" alt="FREE photo hosting by Fih.gr" height="207" src="http://fih.gr/images/522211_150x150.jpg" width="207" /></a>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Ο Δημήτριος Βικέλας γεννήθηκε
στην Ερμούπολη της Σύρου στις 15 Φεβρουαρίου 1835. Καταγόταν από μεγάλη εμπορική
οικογένεια της Βέροιας και το αρχικό όνομα της οικογένειάς του ήταν Μπεκέλα ή
Μπικέλα. Πατέρας του ήταν ο έμπορος Εμμανουήλ Βικέλας και μητέρα του η Σμαράγδα,
κόρη του εμπόρου Γεωργίου Μελά και αδελφή του Λέοντος Μελά. Σε ηλικία τεσσάρων
ετών έμεινε για ένα χρόνο στο Ναύπλιο με την οικογένειά του, η οποία ένα χρόνο
μετά εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Γενικά η μόρφωσή του δεν υπήρξε ποτέ
συστηματική λόγω των συνεχών μετακινήσεων της οικογένειάς του αλλά και δικών του
προβλημάτων υγείας. Η μητέρα του όμως ήταν πολύ καλλιεργημένη και του προσέφερε
αρκετά μαθήματα κατ’ οίκον. Ο ίδιος αργότερα ομολόγησε ότι σ’ αυτήν όφειλε την
κλίση του προς τα φιλολογικά ενδιαφέροντα. Στην Πόλη πέρασε εννιά χρόνια ως το
1849, οπότε γύρισε στη Σύρο μαζί με τη μητέρα του και φοίτησε στο Λύκειο του Χ.
Ευαγγελίδη.</span>
</dt>
<dt><b><span style="color: red; font-family: Verdana; font-size: 14pt;">Δημήτρης
Βικέλας</span></b>
</dt>
<dt><b><span style="color: black; font-family: Verdana; font-size: 14pt;"><a href="http://www.24grammata.com/wp-content/uploads/2011/11/Vikelas-24grammata.com-.pdf" style="color: blue; text-decoration: underline; text-underline: single;">Περί
Σκωτίας – Διαβάστε το.pdf</a> </span></b></dt>
</dl>
</div>
Anonymoushttp://www.blogger.com/profile/08051056850681230077noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6616896798072971014.post-26299353905264160922012-10-24T07:38:00.002-07:002012-10-24T07:38:11.976-07:00Σχολείον των ντελικάτων εραστών<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<dl>
<dt><b><span style="color: magenta; font-size: 26pt;">Σχολείον των ντελικάτων
εραστών</span></b>
</dt>
<dt><b><span style="color: lime; font-family: Verdana; font-size: 16pt;">ΟΛΟΚΛΗΡΟ
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ</span></b>
</dt>
<dt><span style="color: cyan;"><b><span style="font-family: Verdana; font-size: 16pt;">ΣΠΑΝΙΟ
ΒΙΒΛΙΟ </span></b></span>
</dt>
<dt><a href="http://fih.gr/view.php?filename=774565_150x150.jpg" target="_blank"><img align="left" alt="FREE photo hosting by Fih.gr" height="239" src="http://fih.gr/images/774565_150x150.jpg" width="239" /></a><span style="color: black; font-size: 14pt;">Ο Ρήγας κατά την πρώτη επίσκεψη του στη
Βιέννη το 1790, ως γραμματέας και διερμηνέας του Χριστόφορου Κιρλιάνου, τύπωσε
τα δύο του βιβλία «Σχολείον των ντελικάτων εραστών» και «Φυσικής απάνθισμα». Το
πρώτο βιβλίο θα πρέπει να το είχε έτοιμο πριν από την άφιξη του στη Βιέννη, όπως
συμπεραίνεται από τον πρόλογό του, όπου σημειώνει, ότι ελπίζει οι αναγνώστες του
να το δεχθούν ευμενώς, για να επιχειρήσει να τυπώσει και «άλλο πόνημα». Επί
πλέον έχουμε επισημάνει ότι κατά την παραμονή του στη Βιέννη συμπλήρωνε ακόμη το
κείμενο του «Φυσικής απάνθισμα». Επίσης στον πρόλογο του «Προς τους αναγνώστας»,
ο Ρήγας δίνει σημαντικές πληροφορίες για την συγγραφική του δραστηριότητα.
Τονίζει ότι το βιβλίο του «Σχολείον των ντελικάτων εραστώνν» είναι το πρώτο του
έργο και «απαρχή των κόπων του», όπως γράφει, μεταφράζοντας δηλαδή γαλλικά
κείμενα με μυθιστορηματικές ιστορίες, χωρίς να μνημονεύσει συγγραφέα[2], που
εκείνο τον καιρό κυκλοφορούσαν στην Ευρώπη, με σκοπό, όπως επισημαίνει «να ηδύνω
και να ωφελήσω τον αναγνώστην μου», δηλ. να τον ευχαριστήσει με το ανάγνωσμα,
αλλά επί πλέον να τον ωφεληθεί με τις ιδέες που καταχωρίζονται στο βιβλίο.
<b>224 Σελίδες.</b> </span>
</dt>
<dt><b><span style="color: red; font-family: Verdana; font-size: 14pt;">Ρήγας
Βελεστινλής</span></b>
</dt>
<dt><b><span style="color: black; font-family: Verdana; font-size: 14pt;"><a href="http://www.24grammata.com/wp-content/uploads/2011/11/Rigas-24grammata.com_.pdf" style="color: blue; text-decoration: underline; text-underline: single;">Σχολείον
των ντελικάτων εραστών – Διαβάστε το.pdf</a> </span></b></dt>
</dl>
</div>
Anonymoushttp://www.blogger.com/profile/08051056850681230077noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6616896798072971014.post-56655528316331957142012-10-24T07:37:00.001-07:002012-10-24T07:37:07.191-07:00ΚΑΛΛΙΡΡΟΗΣ ΠΑΡΡΕΝ: Η ΝΕΑ ΓΥΝΑΙΚΑ<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<dl>
<dt><b><span style="color: red; font-size: 26pt;">ΚΑΛΛΙΡΡΟΗΣ ΠΑΡΡΕΝ: Η ΝΕΑ
ΓΥΝΑΙΚΑ</span></b>
</dt>
<dt><b><span style="color: lime; font-family: Verdana; font-size: 16pt;">ΟΛΟΚΛΗΡΟ
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ </span></b>
</dt>
<dt><a href="http://fih.gr/view.php?filename=49parren1.jpg" target="_blank"><img align="left" alt="FREE photo hosting by Fih.gr" height="422" src="http://fih.gr/images/49parren1.jpg" width="327" /></a><span style="font-size: 14pt;">Γεννήθηκε στο Ρέθυμνο αλλά εγκαταστάθηκε στην Αθήνα
(1867). Αρχικά φοιτά στο σχολείο Σουρμελή και στην συνέχεια στην Γαλλική σχολή
των Καλογραιών στον Πειραιά . Το 1878 παίρνει το πτυχίο της δασκάλας από το
Αρσάκειο. Στη συνέχεια ανέλαβε διευθύντρια του Παρθεναγωγείου της ελληνικής
κοινότητας Οδησσού. Μετά διετία επέστρεψε στην Αθήνα και παντρεύτηκε τον
Κωνσταντινουπολίτη Ιωάννη Παρρέν, γιο Γάλλου πατέρα και Αγγλίδας μητέρας, ο
οποίος ήταν ο ιδρυτής του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων. Έχοντας την υποστήριξη
του συζύγου της Ιωάννη Παρρέν, ο οποίος την ενθάρρυνε στους αγώνες της,
αποφασίζει να ακολουθήσει το επάγγελμα της δημοσιογραφίας. Έτσι η πρώτη Ελληνίδα
φεμινίστρια διεκδικεί και τον τίτλο της πρώτης Ελληνίδας δημοσιογράφου και
εκδότριας όταν το 1888 άρχισε να εκδίδει την εβδομαδιαία εφημερίδα Εφημερίς των
Κυριών, που συντάσσονταν αποκλειστικά από γυναίκες και απευθυνόταν σε γυναίκες
κυρίως της Αθήνας και του Πειραιά. Η εφημερίδα αυτή συνέχισε να εκδίδεται για
τριάντα σχεδόν χρόνια μέχρι το 1918 όταν η Καλλιρρόη εξορίστηκε στην Ύδρα για τα
πολιτικά της φρονήματα. Στόχος της εφημερίδας ήταν να εισάγει και στην Ελλάδα
τους φεμινιστικούς προβληματισμούς που ήδη απασχολούσαν τις γυναίκες των
δυτικοευρωπαϊκών κρατών και να αφυπνίσει τις συνειδήσεις των γυναικών της τότε
εποχής. Η Καλλιρρόη Παρρέν αντιπροσώπευσε την Ελλάδα σε διάφορα διεθνή τότε
συνέδρια στο Παρίσι (1889, 1891 και 1896) στο πρώτο των οποίων είχε προεδρεύσει
ο φιλόσοφος Ζυλ Σιμόν. Το 1893 αντιπροσώπευσε τις Ελληνίδες στο Διεθνές Συνέδριο
του Σικάγου και το ίδιο έτος μετά την επιστροφή της ίδρυσε την "Ένωση υπέρ της
Χειραφετήσεως των Γυναικών" προς βοήθεια περισσότερο της επαγγελματικής
εκπαίδευσης και κατάρτισης των απόρων γυναικών. Ίδρυσε επίσης πολλά κοινωφελή
ιδρύματα και οργανώσεις όπως τη "Σχολή της Κυριακής, απόρων γυναικών και
κορασίδων" (1890), την οποία και έθεσε υπό την προστασία (αιγίδα) και προεδρεία
της Βασίλισσας Όλγας, το "Άσυλο Ανιάτων Γυναικών" μαζί με την Ναταλία Σούτσου το
(1896), το "Άσυλο της Αγίας Αικατερίνης" και την "Ένωση των Ελληνίδων" υπό την
διεύθυνση της Αικατερίνης Λασκαρίδου, και δύο χρόνια μετά τον "Πατριωτικό
Σύνδεσμο" (1898), ενώ δεν έπαψε και τις κινήσεις υπέρ της παροχής ίσων ευκαιριών
συμμετοχής στην εκπαίδευση και την πολιτική ζωή της χώρας, στις γυναίκες, που
όλες δυστυχώς από τις κρατούσες τότε κυβερνήσεις ατύχησαν.</span>
</dt>
<dt><b><span style="font-size: 14pt;">(Ολόκληρο το βιβλίο σε απλό
κείμενο).</span></b>
</dt>
<dt><b><span style="color: red; font-family: Verdana; font-size: 14pt;">ΚΑΛΛΙΡΡΟΗΣ
ΠΑΡΡΕΝ</span></b> </dt>
</dl>
<br /><br />
<dl>
<dt style="margin-top: 36pt;"><span style="font-size: 16pt;">ΚΑΛΛΙΡΡΟΗΣ
ΠΑΡΡΕΝ</span>
</dt>
<dt style="margin-top: 36pt;"><span style="font-size: 16pt;">Η ΝΕΑ ΓΥΝΑΙΚΑ ΔΡΑΜΑ
ΕΙΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΕΣΣΑΡΑΣ</span>
</dt>
<dt style="margin-top: 24pt;"><span style="font-size: 16pt;">Επαίχθη εις το
Θέατρον του Συντάγματος τον Σεπτέμβριον του 1907.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ ΕΚ ΤΟΥ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟΥ ΠΑΡ. ΛΕΩΝΗ16 ―
Οδός Περικλέους―16 1908</span>
</dt>
<dt style="margin-top: 48pt;"><span style="font-size: 16pt;">Η ΝΕΑ ΓΥΝΑΙΚΑ</span>
</dt>
<dt style="margin-top: 36pt;"><span style="font-size: 16pt;">ΔΡΑΜΑ ΕΙΣ ΠΡΑΞΕΙΣ
ΤΕΣΣΑΡΕΣ</span>
</dt>
<dt style="margin-top: 36pt;"><span style="font-size: 16pt;">ΠΡΟΣΩΠΑ : Γιωργάκης
Μεμιδώφ.Κατίγκω Μεμιδώφ, σύζυγός του.Κώστας Μεμιδώφ, υιός των.Ολγίνα, Λέλα και
Έμμα θυγατέρες των.Μαρία Μύρτου, ζωγράφος και σύζυγος του Κώστα Μεμιδώφ.Δώρα,
εξαδέλφη και σύντροφός της.Παύλος Μύρτος, υιός της.Άννα, υπηρέτρια της Μαρίας
Μύρτου.Ειρήνη, υπηρέτρια της οικογενείας Μεμιδώφ.Γιάννης, γκαρσόν ξενοδοχείου.
Μία Ατσιγκάνα.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Η υπόθεσις του δράματος εις την
Κωνσταντινούπολιν. Εις την τελευταίαν πράξιν εις Αθήνας.</span>
</dt>
<dt style="margin-top: 48pt;"><span style="font-size: 16pt;">ΠΡΑΞΙΣ Α'.</span> </dt>
</dl>
<div style="margin-top: 48pt;">
<span style="font-size: 16pt;">Η σκηνή παριστά
boudoir κυρίας, επιπλωμένον με κάποιαν πολυτέλειαν.Η κ. Μεμιδώφ και αι τρεις
θυγατέρες της εισέρχονται με φορέματα χορού, ενώ η υπηρέτρια ανάπτει τα φώτα. Η
κ. Μεμιδώφ, γυναίκα ως σαράντα πέντε χρόνων, ενδυμένη ντεκολτέ, ρίπτεται εις
μίαν πολυθρόναν ως πολύ κουρασμένη</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Ουφ! Έσκασα. Ωραίος ο χορός,
αλλά τον χειμώνα και όχι με τέτοια ζέστη. Και έπειτα νάρχεσαι και
πεζή;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Έ μ μ α. Δυώ βήματα, μαμάκα μου, από δω ως της
κ. Καλιλά. (βγάζει το επανωφόρι του χορού και την γάζα πού έχει εις το κεφάλι
της και πλησιάζει τον καθρέπτη, εμπρός εις τον οποίον στέκονται η αδελφές της·
σπρώχνει την Λέλα και πέρνει την θέσιν της). Στάσου δα να ιδώ και 'γώ τα χάλια
μου. θεέ μου! μαλλιά. Και το φόρεμα μου! πάει όλη η φρεσκάδα του!</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ο λ γ ί ν α. Μπορούσες να χορέψης λιγώτερο, για
να μη στραπατσαρισθής τόσο. Μ' εκείνο μάλιστα το Ρώσσο αξιωματικό, τον κόσμο
χαλάσατε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Έ μ μ α. Τι ωραίος! Και τι χορευτής! (Φεύγει
από τον καθρέπτη, ενώ η αδελφές της πλησιάζουν πάλιν και βλέπονται). Με άρπαζε,
με γύριζε και θαρούσα πώς τα πόδια μου δεν πατούσαν κάτω. Πετούσα, να (ανοίγει
τα χέρια της ως πτερά). Μου φαίνονταν πώς μούδινε πτερά στα πόδια.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Λ έ λ α. (Κάθεται εις μίαν καρέκλα και πετά την
μία της γόβα) Ουφ!είναι πολύ στενή. Εγώ βέβαια δεν πετούσα μ' αυτά τα παπούτσια.
Αλλά συ, πού πετούσες;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Έ μ μ α. Εις τους ουρανούς.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ο λ γ ί ν α. (Ξεκτενίζουσα τα μαλλιά της) Του
φλερτ.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κα Μ ε μ ι δ ώ μ. Ανοησίες, Ολγίνα, ανοησίες. Η
Έμμα είναι παιδί ακόμη.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Έ μ μ α. Παιδί! Έχουν την μανίαν να νομίζουν
πώς είμαι παιδί. Είκοσι χρόνων και κάτι. Καλά δα που τ' αποφασίσατε να με πάρετε
και μένα απόψε σαυτό το χορό και να μου μακρύνετε λιγάκι τα φορέματά μου! (προς
την Ολγίνα). Στάσου να σου κάμω το κτένισμα της Καίτης.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ο λ γ ί ν α. Σ' επήραν, γιατί ήταν η εορτή της
φίλης σου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Λ έ λ α. Και ο χορός ήτον είδος bal d' enfants.
Καϋμένη Έμμα! πόσον καιρόν θα περιμένης ακόμη για να αποφασισθή να βγης σωστά
στον κόσμο. Θα είσαι το αιώνιο baby των πολιτικών σπιτιών, πού έχουν κορίτσια
μεγαλήτερα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Ανοησίες!</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Λ έ λ α. Εμένα η θεία στην Πετρούπολι μ' έβγαλε
στον κόσμο από δέκα έξ ετών.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κα. Μ ε μ ι δ ώ φ. Και τώρα εκεί θα σε
λογαριάζουν με της γεροντοκόρες. Ου! η Λέλα! θα λένε. Καλ' εγώ την θυμούμαι τώρα
δέκα χρόνια στους χορούς, (μετρά εις τα δάκτυλα). Δέκα και είκοσι που θα ήταν,
τριάντα σωστά». Να τι θα λένε η καλές γλώσσες.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Λ έ λ α. Εσύ, μητέρα, νομίζεις ότι και στην
Πετρούπολι ο κόσμος ζη με της κουσκουσουριές της Πόλης. Ότι σκοτίζουνται και
περνούν τον καιρό τους με το πόσων χρόνων είναι η μία και τι έκανε και είπεν η
άλλη.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ο λ γ ί ν α. Βέβαια, εκεί καταγίνονται με τα
πολιτικά! Εκεί η γυναίκες γίνονται μηδενίστριες.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Λ έ λ α. Εκεί η γυναίκες είναι άνθρωποι
ανεπτυγμένοι, ελεύθεροι.Διαβάζουν, μελετούν, γράφουν, εργάζονται.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Έ μ μ α. Βέβαια, γι' αυτό μας περιπαίζεις όταν
διαβάζωμεν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Λ έ λ α. Μ' αυτά που διαβάζετε σεις όχι μόνο
δεν αναπτύσσεσθε, παρά χαλάτε και τα μυαλά σας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">(Ακούεται από πάνω η φωνή του πατέρα). Κατίγκω!
Κατίγκω!</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Η κ Μ ε μ ι δ ώ φ (σηκόνεται και τρέχει)·
Αμέσως. Γωργάκη μου!Έφθασα, έφθασα!</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Λ έ λ α. Θα είναι για να τον βοηθήση να
γδυθή.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Έ μ μ α. Είναι ντροπή σου να κοροϊδεύης τον
πατέρα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Λ έ λ α. Καλέ τ' είν' αυτά. Εγώ πονώ, λυπούμαι,
δεν κοροϊδεύω. Είναι ζωή, σε παρακαλώ, αυτή της μητέρας και όλων σας μέσα δω·
(Ακούονται φωνές).</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ο λ γ ί ν α. (Αφίνει το κτένισμα και τρέχει εις
την πόρτα). Σς.Ακούω φωνές. Ω! δυστυχία τί έχει να γίνη! Εζήτησε τη μποτίλιά
του.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Έ μ μ α. (πλησιάζει και αυτή στην πόρτα):
(Ακούονται κτύποι σπαζομένου ποτηριού). Έσπασε και το ποτήρι. Καλά 'που δεν
έσπασε τίποτε άλλο.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Λ έ λ α. Κανένα κεφάλι! Δεν θα ήταν βέβαια
πρώτη του φορά!</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ο λ γ ί ν α. Σιωπάτε! Τα πράγματα ησυχάζουν.
Του είπεν η μαμά πώς τη μποτίλια την έσπασε το γατάκι του.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Έ μ μ α. (Έρχεται μέσα). Καλά τα κατάφερεν η
μητέρα</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Λ έ λ α. Είναι φοβερόν. Η γάτα μας, μια γατίτσα
τόση δα, να είναι υψηλοτέρα εις την αγάπην του πατέρα από την γυναίκα
του</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ο λ γ ί ν α. Εσύ να κρίνης αιωνίως και να
κατακρίνης. Ο πατέρας αγαπά την γάτα του, γιατί έτσι του αρέσει.</span><br />
<div style="margin-top: 36pt;">
<span style="font-size: 16pt;">Σκηνή β'.</span></div>
<div style="margin-top: 36pt;">
<span style="font-size: 16pt;">Η κ. Μ ε μ ι δ ώ φ.
(Έρχεται) φτηνά την γλύτωσα. Ήταν για τη μποτίλια. Να ξέρετε τι είπα!</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">Ο λ γ ί ν α. Τ' ακούσαμεν, μητέρα, και θα
πούμεν το ίδιο.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. (βλέπει το ρολόι) Καλέ
τέσσερες κι ο Κώστας δεν ήλθεν ακόμη. Ακούς εκεί να μη φανή στου Καλιλά για τα
μάτια καν…</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ο λ γ ί ν α. Ύστερα μάλιστα από τόσους μήνας
πού’ λειπε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Έ μ μ α. Ξέρεις ότι όλο το καλοκαίρι έλειψε και
η ζωγράφος, η νέα του συμπάθεια, η οποία άρχισε από τον Μάρτιο την εικόνα της
γιαγιάς.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ο λ γ ί ν α (προς την αδελφήν της). Κύτταξε
τέλος πάντων, θα το τελείωσης αυτό το κτένισμα! Λοιπόν η νέα συμπάθεια του
Κώστα, η μαεστρίνα, όπως την λέη η Mme Marie επέρασε το καλοκαίρι της εις το
εσωτερικό της Ασίας, ζωγραφίζουσα παληές εκκλησίες.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Η Κ. Μ ε μ ι δ ώ φ (σηκώνεται). Πώς! Ποιός σου
το είπε; Εις το εσωτερικό; Μα και ο Κώστας εκεί ήταν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Λ έ λ α. Δεν αφήνετε τον κόσμο ήσυχο επί
τέλους. Νά, πώς περνάτε τον καιρό σας! να κατασκοπεύετε όχι μόνο της Πολίτισσες,
αλλά και της ξένες ακόμη.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Η κ. Μ ε μ ι δ ώ φ. Όχι δα! Το πράγμα είναι
σπουδαίον! Αυτή η κοπέλλα άρεσεν εις τον Κώστα, έτρεχε πίσω της σαν
τρελλός.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Λ έ λ α. (Ξαπλώνεται εις τον καναπέ). Με το
δίκηό του. Είναι θαυμασία η Μαρία Μύρτου! γυναίκα υπέροχος, μεγάλη!</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Η κ. Μ ε μ ι δ ώ φ. Λέγε τα αυτά εις τον
αδελφούλη σου να του σηκώνης το μυαλό.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Έ μ μ α. Και τι την μέλει αυτήν για την
συμφορά, που μας περιμένη,αν ο Κώστας είναι στα σωστά του
ερωτευμένος!</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Λ έ λ α (σηκόνεται) Θα ήταν η σωτηρία του ο
έρως αυτός. Πρώτα, με μια τέτοια γυναίκα, έξυπνη, ανεπτυγμένη, δραστήρια,
εργατική, θα άλλαζε και αυτός ζωή. Θα ησθάνετο την ανάγκην να εργασθή, να γίνη
κάτι καλλίτερο από ένας νταντής! Έπειτα θα εσώζετο και από το απαίσιον
συνοικέσιον, που του ετοιμάζετε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Η κ. Μ ε μ ι δ ώ φ. Για να σου πω, Λέλα. Το
παράκαμες. Ή μήπως επειδή σε αφίνω να λες όλες της κουταμάρες που σούρχονται στο
κεφάλι και όλες της ανοησίες, που ακούεις εκεί πάνω εις τα σχολεία σας,νομίζεις
πως είσαι και εις κατάστασιν να κρίνης καλλίτερα από μένα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Λ έ λ α. Μα μητέρα!…</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Η κ. Μ ε μ ι δ ώ φ. Τι Μητέρα! Εγώ ξέρω τι
πρέπει να γίνη και τι όχι. Και θα γείνη ό,τι θέλω εγώ! (σηκώνεται με θυμόν). Ο
γάμος της Πετρώφ με τον Κώστα πρέπει να γείνη, ο κόσμος να χαλάση.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Λ έ λ α. Μα αν ο Κώστας δεν την
θέλη.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Η κ. Μ ε μ ι δ ώ φ. Την θέλω εγώ· και αυτό
αρκεί. Όχι ερωτευμένος,αλλά και πανδρεμένος να ήταν, θα τον ξεπάντρευα. Ο γάμος
του με την Πετρώφ θα γίνη. Πρέπει, πρέπει, πρέπει.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Λ έ λ α. Και αν είναι ερωτευμένος με την
άλλην.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Η κ. Μ ε μ ι δ ώ φ. Θα ξεερωτευθή.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ο λ γ ί ν α. Ου! ξεερωτεύεται τόσο εύκολα. Έως
τώρα έχει ερωτευθή με όλες μου της φιλενάδες και ξεερωτεύθηκεν. Για θυμηθήτε την
Ελένη. Θα σκοτόνουνταν, θάφευγε, θα σκότωνε τον αρρωβωνιαστικό της.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Έ μ μ α. Και τώρα εξακολουθεί να την αγαπά.
Προχθές, όταν την αντίκρυσε κάτω, έγινε κίτρινος σαν το πανί. Αυτήν την αγαπά
ακόμη,σας το βεβαιόνω εγώ.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Λ έ λ α. Γιατί, λοιπόν δεν τον αφήσατε να την
πάρη αφού την αγαπούσε τόσο; Η Ελένη είναι νέα, έμορφη, γεμάτη ζωή,
ανοιχτόκαρδη. Έχει και χρήματα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Τώρα μόλις της ήλθεν η
κληρονομιά αυτή. Έπειτα είναι και ζωηρούτσικη. Με παρελθόν… Αλλ' ας είναι! Ποτέ
μου δεν επερίμενα πώς ο θείος της θάφινεν όλη του την περιουσία εις
αυτήν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Έ μ μ α. Αν δεν είχεν αρραβωνιασθή
τουλάχιστον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Ω! Αυτό δεν
σημαίνει.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Λ έ λ α. Πώς! δεν σημαίνει; Δεν σκέπτεσθε,
υποθέτω, να διαλύσετε τους αρραβώνας της με τον άλλον και…τώρα που έγεινε
κληρονόμος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Απ' εκείνα που κατάλαβα θα
τους διαλύση μόνη της.Αυτόν τον έπερνε μόνον για τα χρήματα του. Και να σου πω,
αν ο Κώστας επιμένη να μη θέλη την Πετρώφ, ας πάρη την Ελένη.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Λ έ λ α. Αν την αγαπά ακόμη και αν ο έρως του
προς την άλλην.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Ο έρως του προς την άλλην θα
είναι καπρίτζιο. Δεν μπορεί να είναι παρά καπρίτζιο. Είναι αδύνατον ο Κώστας να
αγαπήση στα σωστά του γυναίκα του είδους αυτού.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Έ μ μ α. Καλέ μην ανησυχήτε και δεν έχει αυτή
καιρόν να καλλιεργή τέτοιες αισθηματικότητες. Αυτή τρέχει από παλάτι σε παλάτι
και από χαρέμι σε χαρέμι. Δουλεύει ακούραστα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Έ μ μ α. Αυτή δεν παντρεύεται. Είναι εναντίον
του γάμου και υπέρ της ελευθερίας της γυναικός. Είναι χειραφετημένη, (γελά
ειρωνικώς.)</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Λ έ λ α. Ανοησίες! Χειραφετημένη! Γιατί
εργάζεται. Γιατί αντιμετωπίζει τη ζωή μόνη της. Γιατί είναι δημιούργημα του εγώ
της.Γιατί είναι άνθρωπος και όχι κούκλα. Στη Ρωσσία όλες η γυναίκες που έχουν
κάμει σπουδάς, που έχουν κάποιαν ανάπτυξιν είναι έτσι. Αφήνω πειά της
Αμερικανίδες.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Μα ο Κώστας δεν είναι ούτε
νεοσσός, ούτε Αμερικανός. Έπειτα τέτοιου είδους γυναίκες δεν αγαπούν εύκολα,
θαρρώ μάλιστα πως αν δεν έχουν και καρδιά.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Λ έ λ α. (σηκόνεται και πηγαίνει αντίκρυ εις
την μητέρα της) Έχουν δηλαδή αλλοιώτικη καρδιά. Μεγάλη για κάθε μεγάλο αίσθημα
και έτοιμη να θυσιασθή για κάθε ωραίον ιδανικό.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">(Ακούεται κρότος αμάξης)</span><br />
<div style="margin-top: 36pt;">
<span style="font-size: 16pt;">Σκηνή γ'.</span></div>
<div style="margin-top: 36pt;">
<span style="font-size: 16pt;">Κα Μ ε μ ι δ ώ φ
(πετιέται και τρέχει προς το παράθυρον) Σς. Άμαξα εσταμάτησε (στην πόρτα), Θα
είναι ο Κώστας. (Ακούονται έξω βήματα. Η Λέλα τρέχει εις υποδοχήν του αδελφού
της).</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">Λ έ λ α. Καλώς το κακό παιδί. Ου! θα σε
μαλώσουν! (του κάνει μίαν υπόκλισιν) Σου αρέσει η τουαλέττα μου;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ο λ γ ί ν α. Ωραία μας τα κατάφερες. Και η
καϋμένη η Κατίνα που σε περίμενε για να τραγουδήση..</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Λ έ λ α. Τότε καλά έκαμες που δεν
ήλθες.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ στ ας (προχωρεί προς την μητέρα του: φορεί
μαύρα ρούχα και ένα τριαντάφυλλο στη μπουτονιέρα του). Δεν θα διασκέδασες καλά
μητέρα;Σε βλέπω θυμωμένη.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κα Μ ε μ ι δ ώ φ (στενάζουσα). Και δεν έχω
δίκηο; Ακούς εκεί να υποσχεθής πως θάρθης και να μας γελάσης. Άσκημα παιδί μου,
άσκημα καμώματα! Και ο πατέρας σου έγινε πάλι έξω φρενών.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Λ έ λ α. Μα ο πατέρας είναι πάντα έξω
φρενών.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Σς! μη σας ακούση για το Θεό!
(βγαίνει από την πόρτα για να ιδή αν ο πατέρας εκοιμήθη. Επιστρέφει) Μάλιστα!
έξω φρενών! Και αυτή τη φορά με το δίκηο του.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς. Μα μητέρα, ήτον αδύνατον νάρθω.
Ήμουν καλεσμένος εις ένα γάμο. Και νόμιζα ότι θα ετελειώναμεν πειό
νωρίς.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">(Η αδελφές του τρέχουν και τον τριγυρίζουν.
Όλες μαζή). Πες τα μας.Σε ποιο γάμο; γνωστόν μας;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Η Λ έ λ α (τον πλησιάζει, θέτει το χέρι της εις
τον ώμον του και αμέσως το αποσύρει). Καλέ είσαι βρεγμένος!</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ ας. Ναι, έβρεξε στη μία</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κα Μ ε μ ιδώ φ. (πετιέται ανήσυχος, τον
εγγίζει) Είσαι μούσκεμα,παιδί μου!</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς. Μην ανησυχής μητέρα, δεν είναι
φόβος να κρυώσω, μ' αυτή τη ζέστη.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Μα να λεκιάσης το φράκο σου,
ναι! Βγάλτο να σου το σκουπίσω. Αν τ' αφίσης, θα γίνη ως το πρωί όλο λεκέδες.
(Ιδιαιτέρως)ίσως μπορέσω να μάθω που ήτο.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ο λ γ ί ν α. Λοιπόν ο γάμος; δεν μας
είπες;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Γ ι ω ρ γ ά κ η ς (Ακούεται η Φωνή του
Γιωργάκη). Μα δεν μου λέτε θα ξενυκτίσετε αυτού μέσα, δεν θα κοιμηθήτε απόψε;
Ετρελλαθήκατε;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. (σιγά) Κάτω ήταν ακόμη. Άρα
γε μας άκουσε! (δυνατώτερα). Αμέσως, Γιωργάκη μου, (προς τα κορίτσια).
Γλήγωρα.Φθάνει η φλυαρία. Αύριο δεν θάχετε σηκωμό.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">(Τα κορίτσια σηκόνονται, μαζεύουν τα πράγματα
των και ενώ βγαίνουν η Ολγίνα λέγει).</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ο λ γ ί ν α. Ουφ! Τι τον μέλει πάλι πότε θα
κοιμηθούμε. Μας τυραννεί αυτός ο πατέρας. Άμα πήγαμε στο χορό μόλις άρχισε η
διασκέδασις,έτρεχε πίσω μας, πότε στη μαμά και πότε σ' εμάς, (μιμείται το ύφος
του πατέρα της). Αι! φτάνει σας. Πάμε! Είναι αργά, μη χορεύετε τόσο,
(βγαίνει).</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Λ έ λ α. Ήταν για να μη χάνη τη συνήθεια της
γρύνιας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Έ μ μ α. Φρίκη! Αυτός ο πατέρας. (Ενώ φεύγουν)
δεν θα ήταν ποτέ του νέος.</span><br />
<div style="margin-top: 36pt;">
<span style="font-size: 16pt;">Σκηνή δ'.</span></div>
<div style="margin-top: 36pt;">
<span style="font-size: 16pt;">Κα Μεμιδώφ και
Κώστας.</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Βγάλτο λοιπόν! Θα σε πειράξη
η υγρασία.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς. (βγάζει το φράκον και της το
δίδει. Ενώ εκείνη το ξαπλόνει εις τον καναπέ ο Κώστας βάζει μια ζακέτα πού
πέρνει από μέσα και της λέγει). Κάμε γλήγωρα. Θαρχίση πάλι να φωνάζη.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Τίποτα, ανέβηκε, Κώστα, στην
κάμαρά του. Μετά πέντε λεπτά θα ρουχαλίζη. (Στεγνόνει το φράκο με το μαντύλι
της).Ταταουλιανός θα ήταν ο γάμος αυτός! Και οι καλεσμένοι θα γύρισαν πεζοί και
γι' αυτό έγινες σε τέτοιο χάλι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ο Κ ώ σ τ α ς (κάθεται και ανάπτει ένα
τσιγάρο). Τι σε μέλλει, μαμά,τώρα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κα Μ ε μ ί δ ώ φ. Τι με μέλει; Να μην έλθης εις
του Καλιλά, που ήταν και η κ. Πετρώφ, για να τρέχης σε πρόστυχους γάμους, ποιός
ξέρει πού;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς (ειρωνικώς) Μην ανησυχής! Η
αρχοντιά μας δεν ήλθεν εις καμμίαν συνάφειαν με τον όχλον!. Τα οικόσημα μένουν
απείραχτα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Άφησε της ειρωνείες, Κώστα,
παιδί μου. Και μη σου κακοφαίνεται, αν δεν θέλω νάχης συναναστροφές με ανθρώπους
πρόστυχους. Ξέρεις ότι ο κόσμος μιλεί πάλι για τις νέες γνωριμίες σου, για τους
έρωτας σου! Και ο πατέρας σου είναι έξω φρενών.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς. Ο κόσμος μιλεί για τους έρωτάς μου
και ο πατέρας είναι έξω φρενών. Σ' ερωτώ να μου πης πότε ο κόσμος δεν μιλεί για
της ξένες υποθέσεις και πότε ο πατέρας δεν είναι έξω φρενών. Και όταν εσύχναζα
εις της κ. Δέδερη, ο κόσμος δεν μιλούσε; Και ο πατέρας έστριβε τα μουστάκια του
και έλεγε : Η κ. Δέδερη είναι κόμματος.Μπράβο του του Κώστα! Ή τώρα από την μια
μέρα ως την άλλην, εγείνατε όλοι σας ενάρετοι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κα Με μ ι δ ώ φ. Μα η κ. Δέδερη, παιδί μου ήταν
ακίνδυνη. Γυναίκα παντρεμένη, του κύκλου μας, γνωστή για την ζωηρότητά
της.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς. Α! βέβαια! Εκεί ακολουθούσα τας
αρχάς σας. Φλερτ,γλέντι, σκανδαλάκια. Έκαμνα ερωτικά γυμνάσματα. Εσυνείθιζα την
καρδιά μου εις τα ψεύματα, την εθωράκιζα κατά της αγάπης. Εκεί τα σχέδια σας των
πλούσιων γάμων, δεν εκινδύνευαν. Εκεί ήμουν άνδρας,όπως έλεγες, και οι άνδρες
μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. (Τον πλησιάζει) Μα παιδί μου,
μ' αγόρι μου. Δεν ξέρεις ότι τα χρήματα σήμερα είναι το παν. Δεν συλλογίζεσαι,
πως πνιγόμεθα εις τα χρέη, πως έχεις τρεις αδελφές, πως η Ολγίνα είναι πειά
μεγαλοκοπέλα· πως αν δεν γίνη ο γάμος σου με την πριγκηπέσσα,δεν θα γίνη και ο
δικός της με τον Θέμο. Πού θάβρη ο πατέρας σου της τέσσερες χιλ. λίρες, που του
υποσχέθηκε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κώστας (σηκόνεται αγανακτισμένος, στέκεται
αντίκρυ εις την μητέρα του και της λέγει). Λοιπόν μπορείς να διαλύσης τους
αρραβώνας της κόρης σου, από τώρα, γιατί εγώ δεν θα γείνω σύζυγος της
πριγκηπέσσας σας· ποτέ, μα ποτέ, εκατάλαβες;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Μα όλοι μας θ'
ανακουφισθούμεν, Κώστα, παιδί μου,με τον γάμον αυτόν. Θα ξεχρεώσωμεν το σπίτι
μας της Χάλκης, θα μπορέσης να βάλης κεφάλαια εις την δουλειά των νερών του
πατέρα σου.Ξέρεις δα, δουλειά χρυσή!</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς (περιπατών επάνω κάτω, ενώ η μητέρα
του μιλεί). Ουφ! ζέστη,κουφόβρασι! (Ανοίγει το παράθυρο). Τέτοια ζέστη και να
σου μιλούν για συνοικέσιο με την κ. Πετρώφ. Είναι να τρελλαίνεται
κανείς.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Και όμως βλέπεις πώς την
περιποιούνται όλοι και πώς την συνερίζονται εις τα γεύματα και εις τα τσάια.
Είχα και την πριγκήπισσα! Ήταν και η πριγκήπισσα! Άσχημη, που δεν είναι δα και
τόσο, όμως αιωνίως την έχει τριγύρυσμένη όλος ο καλός μας κόσμος,όλη η
αριστοκρατία του Σταυροδρομιού.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς. Και βέβαια πώς να μη την
τριγυρίζουν. Ανήκει εις όλες της κλίκες.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Μα παιδί μου!</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς. Παιδί μου και ξεπαιδί μου δεν
έχει. Κλίκα χαρτοπαικτών.Η πριγκήπισσα είναι η ψυχή. Παίζει όλη τη νύχτα. Και
καπνίζει σαν φουγάρο σιδηροδρόμου ωραία πούρα της Αβάνας…</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Το είδες το χρυσό κουτί, των
πούρων το στολισμένο με ρουμπίνια και μαργαριτάρια Είναι θαύμα τέχνης και
πλούτου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς. Και δώρον του τελευταίου μεγάλου
δουκός, του οποίου η πριγκήπισσα υπήρξεν ερωμένη! Τι noblesse! μητέρα μου. Και
πώς θα ξαναχρυσώσουμε και μείς με τον γάμον αυτόν τα μηδικά σήματά μας.
Αι!</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Να σου 'πω, Κώστα, είσαι
ανυπόφορος. Να μας βρίζουν οι εχθροί μας, τι να γείνη! αλλά και συ να λες ό,τι
λένεεκείνοι και να εξευτελίζης το μόνο πράγμα που μας έμεινε, την αρχοντιά του
σπιτιού μας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς. Σε βεβαιώ, μητερούλα μου, πως
έμαθα κι γω μόλις προχθές, την κατιούσαν εξέλιξιν του γενεαλογικού μας δένδρου.
Είναι μία φιλαδούλα τόση δα, που μου την έστειλεν η κ. Δέδερη για να μου
αποδείξη ότι είμαι πρόστυχος, και γι' αυτό εγκαταλείπω τας ευγενείς κυρίας και
προτιμώ της προστυχούλες. Νομίζω πώς το επιγράφει:«Όμοιος τον όμοιο». Θέλεις να
σου το αποστηθίσω; Ξέρεις τώμαθα απ'έξω : Προπάππος μου, ο παπούς του πατέρα.
Μηδάς, δηλαδή πουλούσε μήδια εις το Σταυροδρόμι. Παππούς μου, πατέρας του
πατέρα,προμηθευτής en gros μηδιών, θαλασσινών και ψαριών εις το
παλάτι.Ευνοούμενος του γενικού επιμελητού του Σουλτάνου, οπόταν και το όνομά του
πέρνει ένα me εις την αρχήν αντί του de, φαίνεται, αλλάζει την κατάληξιν επί το
Ρωσσικώτερον και γίνεται Μεμιδώφ. Γεώργιος Μεμιδώφ ο πατέρας, ιδιοκτήτης
κτημάτων, κληρονόμος μεγάλης περιουσίας, τραπεζίτης, αλλά και σπάταλος και
ακατάστατος τόσον,ώστε σήμερα να ευρίσκεται εις την ανάγκην να χρυσώση της
ωραίες αυτές φίρμες της υψηλής καταγωγής του με το πρηγκιπικό χρυσάφι της κ.
Πετρώφ.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κα Μ ε μ ι δ ώ φ (περιπατεί έξω φρενών και
προσπαθεί να τον διακόψη,χωρίς να το κατορθόνη. Επί τέλους βάζει τα χέρια της
επάνω εις το τραπέζι και σκύβει επάνω του το κεφάλι της). Επί τέλους αυτά είναι
ντροπή σου να τα επαναλαμβάνης! Είναι ντροπή σου, ακούς.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">(Πέρνει το φράκο του και το απλόνει σε μια
πολυθρόνα.)</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς (βγάζει το γελέκι του και το πετά
επάνω εις την καρέκλα)Πώς ντροπή! αυτή είναι η αλήθεια.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. (Ενώ πέρνει και το γελέκι και
το διπλώνη).Σιώπησε. Πήγαινε. Με σύγχισες πάλι. Και είναι αργά. (Πέρνει το ρολόι
από την τσέπη του ρολογιού και βλέπει την ώρα και διευθύνεται έπειτα να το αφήση
εις το τραπέζι. Εκεί παρατηρεί ένα δακτυλίδι, κρεμασμένο εις την αλυσσίδα σαν
μπρελόκ. (Ανήσυχος) Τι είναι, τούτο;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">(Ο Κώστας τρέχει να της το πάρη, αλλ' εκείνη το
σφίγγει εις το χέρι της.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς. Έστω! δες το, μάθε το, αφού έτσι
θέλεις.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. (Πλησιάζει προς το φως,
εξετάζει το δακτυλίδι και διαβάζει με φωνήν που τρέμει). «Μαρία Μύρτου 8 Ιουλίου
1987.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">(Πέφτει μάλλον παρά κάθεται εις τον καναπέ.
Άφωνος με αγωνίαν εις το πρόσωπον και τας κινήσεις δείχνει το δακτυλίδι εις τον
υιόν της και ερωτά) Τι είναι αυτό;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς (στενοχωρημένος και με φωνήν πού
μόλις ακούεται) Το δακτυλίδι του γάμου μου. Ο αρραβών της γυναίκας
μου!</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. ( Ως τρελλή) της γυναίκας
σου! Τι είπες! της γυναίκας σου! σου! Παντρεύθηκες λοιπόν. (ανασηκόνεται, πιάνει
το κεφάλι της με τα δύω της χέρια, τριγυρίζει εις την σκηνήν.) Μα αυτό δεν είναι
δυνατόν! Δεν μπορεί να είναι! Πε μου λοιπόν ότι είναι ψέματα, θεέ μου! θα
τρελλαθώ</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς. Μητέρα μου! σε παρακαλώ, μην
κάνεις έτσι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Εσύ, παιδί μου. Εσύ η ελπίδα
μου. Εσύ να παντρευθής με μια γυναίκα που δουλεύει για να ζήση. Και σ' άρπαξε,σ'
εξελόγιασε, σε τύφλωσε. Σ' έκαμε να μη σκεφθής, να μη συλλογισθής τίποτε. Ούτε
τη μάνα, σου ακόμη. Ω παιδί μου! Κώστα μου! Τι συμφορά!</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς. Όχι συμφορά, μητέρα. Η Μαρία είναι
καλή, έξυπνη,ανεπτυγμένη, τελεία γυναίκα. Είναι η μόνη που μπορεί να με βοηθήση
εις την ζωή, να με σώση από της κακές μου συνήθειες, να με κάμη άνθρωπο. Όταν
την γνωρίσης καλλίτερα, θα την αγαπήσης και συ. Δεν μοιάζει καθόλου με της άλλες
γυναίκες.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κα Μ ε μ ι δ ώ φ (πειραγμένη) Βέβαια· η άλλες
δεν είναι πολύξερες και κοσμογυρισμένες σαν κι' αυτήν. Δεν ξέρουν ν' αρπάζουν,
να μαγεύουν τους άνδρες.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς (σηκόνεται δυσαρεστημένος) Μητέρα,
μην ξεχνάς ότι την αγαπώ, ότι είναι γυναίκα μου!</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Μα είναι τρομερόν να την
συγκρίνης μ' εμάς. Να την βρίσκης μάλιστα και καλλίτερη. Αυτήν την κλέφτρα της
ευτυχίας μας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς (ωργισμένος και σχεδόν
απειλητικός). Φθάνει! Ούτε λέξιν πλέον. Ακούς, μητέρα. Δεν επιτρέπω. Είμαι
άντρας και έκαμα ό,τι ήθελα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Κι' επρόκοψες. Άντρας! Ακούς
εκεί.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς. Για όσα έκανα ως τώρα, εύρισκες
ότι ήμουν άντρας κι' οι άντρες κάνουν ό,τι θέλουν. Αυτή δεν είναι η αρχή
σου;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Και δεν μ' ενανάριζες μωρό και μ' εμεγάλωσες
νέο με το τραγούδι αυτό.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Πόσες φορές μου είπες : Γλέντιζε, παιδί μου,
είσαι άνδρας! Μόνο πρόσεξε να μη μπερδευθής πουθενά.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κα Μ ε μ ι δ ώ φ ησυχώτερα. Ό,τι σου λεγα,
στώλεγα για το καλό σου.Κάθε μάνα το καλό του παιδιού της θέλει. Κι' αν μ'
άκουες ως το τέλος, δεν θάκανες τέτοια τρέλλα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς. Αλλά θάπερνα την πρηγκιπέσσα σου
με τα πολλά χρήματα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κα. Μ ε μ ι δ ώ φ. Σήμερα τα χρήματα κάνουν τον
άνθρωπο. Εσύ βέβαια δεν θ' αλλάξης τον κόσμο.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς. Εγώ! Και εις τι είμαι άξιος εγώ,
όπως με αναθρέψατε.Μήπως έχω δύναμι! χαρακτήρα! Δεν βλέπεις που επροτίμησα να
παντρευφτώ σαν κλέφτης, να πω εις την γυναίκα μου ψέματα, ότι ηθέλατε το γάμο
μας, παρά να αψηφήσω τη γνώμη του κόσμου και τη δική σου και του πατέρα μου, πού
θέλατε να μου φορτώσετε της ατιμίες δύω γενεών, δεμένες μέσα σένα χρυσό πουγκί
και χρυσωμένες με εκατομμύρια!</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κα Μ ε μ ι δ ώ φ (ενώ ο υιός της μιλεί, κλαίει.
Επί τέλους οι λυγμοί της αυξάνουν}. Σώπα, σώπα. Όσο συλλογίζωμαι τι έκανες και
τι θα γίνωμε τώρα, μουρχεται τρέλλα. (Πετιέται αίφνης και κρατή το στήθος της).
Θεέ μου! Δεν μπορώ. Πνίγομαι, πεθαίνω! (πίπτει σαν λιποθυμημένη)</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ ας (τρομαγμένος) Θεέ μου! μητέρα μου!
Ησύχασε. Πάω να σου φέρω νερό. Να φωνάξω κανένα! (τρέχει έξω).</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κα Μ ε μ ι δ ώ φ (σηκόνεται έξαφνα). Όχι! δεν
θα της περάση.Δυστυχία της! Τι την περιμένει!</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">(Αυλαία)</span><br />
<h2 style="margin-top: 48pt;">
<span style="font-size: 16pt;">ΠΡΑΞΙΣ Β'.</span></h2>
<div style="margin-top: 48pt;">
<span style="font-size: 16pt;">Εργαστήριον
καλλιτέχνιδος, επιπλωμένον με πολλήν ιδιορρυθμίαν, αλλά και αταξίαν. Εις της
εταζέρες και τα τραπέζια αγαλμάτια, προπλάσματα γύψινα, εικόνες. Εικόνες
τοποθετημένες και επάνω εις τα έπιπλα και κάτω εις τους τοίχους και παντού. Εις
το μέσον ένας εικονοστάτης με μίαν εικόνα αρχισμένην επάνω. Έρχεται ο Κώστας με
ενδύματα εξοχής και μαλακό καπέλλο.</span></div>
<div style="margin-top: 36pt;">
<span style="font-size: 16pt;">Σκηνή α'.</span></div>
<div style="margin-top: 36pt;">
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς, (βλέπει
δεξιά και αριστερά). Πώς δεν είναι εδώ! Μαρία!Μαρία! (τριγυρίζει εις το
δωμάτιον). Δεν με επερίμενε, φαίνεται,τόσο νωρίς. Θα εργάζεται αντίκρυ.
(Πλησιάζει εις το τραπέζι): Α! ένα γράμμα, (το εξετάζει) Γράφει Στην φίλην της.
Ας δούμε τα μυστικά της. (Ξαπλώνεται εις τον σοφά, ξεδιπλώνει το γράμμα και
διαβάζει).«Αγαπητή. Παραπονείσαι γιατί δεν σου έγραψα τόσους μήνες τώρα! Και
έχεις δίκηο! Αλλ' άκουσε. Απουσίαζα εις το εσωτερικόν της Ανατολής,μέσα εις ένα
κάλλος φύσεως αφάνταστον. Έμεινα εκεί τόσον καιρό! Εκεί συνήντησα, χωρίς διόλου
να το περιμένω, και την ευτυχίαν, το δυσεύρετον αυτό πουλί, ενσαρκωμένην εις ένα
νέον και ωραίον άνδρα, ο οποίος έγεινε σύζυγός μου. (μόνος του) Τι κολακευτική
κρίσις(διαβάζει μουρμουρίζοντας)… Ο έρως μας εχρονολογείτο από πέρυσι.Και επειδή
είχεν αρχίσει να με φοβίζη, έφυγα από την Πόλη. (Κώστας μονολογών). Αυτή η φυγή
τάφερεν όλα. (Διαβάζει σιγανά. Διακόπτεται και λέγει δυνατά) Ωραία! Γιατί τα
γράφει τόσο έμμορφα. (Εξακολουθεί,να διαβάζη σιγά. Έπειτα δυνατότερα) Διότι η
ελευθερία, η αγάπη και η αλήθεια είναι τα θεμέλια της ευτυχίας. Και τι γερά
θεμέλια, αγαπητή μου. (Εκείνος αφίνει το γράμμα, σηκόνεται και περιπατών λέγει )
Ναι!γερά. Ενόσω ζούσαμεν εκεί κάτω, άγνωστοι μέσα εις αγνώστους. Αλλά τώρα. Τι
κόλασις! Να πρέπη να λέω ψέματα και εκεί και εδώ. Να έχω τη μητέρα τρεις ημέρες
άρρωστη, γιατί έμαθε τον γάμο μου. Και εδώ να λέω ότι η μητέρα είναι
ενθουσιασμένη. (Περιπατεί στενοχωρημένος). Η ελευθερία και η αγάπη! Ολα αυτά
λόγια. Εγώ τώρα τη ζωή μου τη βλέπω σκλαβωμένη Η αληθινή ευτυχία ήταν της παληάς
μου ζωής. (Στέκεται σκεπτικός) Εγώ αισθάνομαι ότι δεν είμαι γεννημένος, ούτε για
μεγάλες αλήθειες, ούτε για μεγάλα ιδανικά! Για μεγάλα γλέντια, μάλιστα! Για
πάθη, για τρέλλες, (περιπατεί σκεπτικός). Θαρρώ πώς η μητέρα έχει δίκηο. Ο γάμος
αυτός ήταν μια ανοησία, (στέκεται στενοχωρημένος). Να είμαι τρελλός για την
Ελένη, τη μόνη γυναίκα που αληθινά αγάπησα, τη γυναίκα που ήταν, πούβλεπε, που
αισθάνουνταν τη ζωή, όπως εγώ και να παντρευθώ με τη Μαρία. Αδυναμία χαρακτήρος!
Γιατί όπως πολύ καλά λέει η μητέρα, επήρα το θαυμασμό μου στη Μαρία για έρωτα. Η
υπερηφάνειά της, η αντίστασίς της, ναι, η αντίστασίς της μέκαμαν να πάρω τη
μεγάλη αυτή απόφασι.</span></div>
<div style="margin-top: 36pt;">
<span style="font-size: 16pt;">Σκηνή β'.</span></div>
<div style="margin-top: 36pt;">
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α (έρχεται)
Φορεί ένα άσπρο φόρεμα, ένα μεγάλο ψάθινο καπέλλο και έχει ένα δέμα άσπρα
τριαντάφυλλα στο στήθος της). Α!Είσ' εδώ; Καλημέρα, παιδί μου! (τον φιλεί,
έπειτα ενώ μιλεί, βγάζει το καπέλλο της) Νόμιζα ότι θ' αργούσες ως εχθές και
πήγα και εργάσθηκα εις την εικόνα της Κιρκασίας. (Κάθεται κοντά του). Αλλά τι
έχεις αγάπη μου; Μου φαίνεσαι σα στενοχωρημένος (βγάζει ένα τριαντάφυλλο και του
το περνά στη μπουτονιέρα, λέγουσα :) Τι έχεις αγάπη μου;</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς (δύσθυμος). Δεν έχω τίποτα. Λοιπόν
η Κιρκασία σου προχωρεί;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α. Ναι! (στενάζει) Προχωρεί. Αν και
μετανόησα σήμερα που πήγα. Είμαι όλη ταραγμένη! Ανήσυχη.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς. Γιατί;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α Μου είπε κάτι πράγματα. Εντελώς
πρωτοφανή. Ποτέ δεν επερίμενα από μια Τούρκισσα, από μια γυναίκα κλεισμένη στο
χαρέμι τόση φιλοσοφία, τόση ψυχολογική ανάλυσι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς. Μα τώρα η Τούρκισες αναπτύσσονται,
διαβάζουν. Έχουν μάλιστα νομίζω και γυναίκας συγγραφείς.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α.(Σηκόνεται βάζει τη ποδιά της πέρνει
μια μεγάλη φωτογραφία και αρχίζει να ζωγραφίζη, λέγουσα) Πρέπει να εργασθώ,
γιατί η τσιγγάνα μου μπορεί να φύγη από στιγμή σε στιγμή.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς (ξαπλωμένος καπνίζει). Λοιπόν τι
σου είπεν η ωραία Κιρκασία;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α. Παράξενα πράγματα. Ότι είναι
ευχαριστημένη με τη ζωή της.Ότι αυτές ζουν κλεισμένες εις το κλουβί, μα
τρέφονται σαν τα πουλάκια με ζάχαρι και με τραγούδια, ενώ ημείς που κάνομεν
φωλειές στον ανοικτόν αέρα, έρχονται άλλα πουλιά και μας της ρημάζουν. Δεν
ξέρεις τι εντύπωσι μου έκαμαν τα λόγια της!</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς. Ανοησίες. Η χανούμη σου θα τα
διάβασε κάπου, εις κανένα βιβλίο γραμμένο επίτηδες για τα δυστυχισμένα αυτά
πλάσματα των χαρεμιών</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α. Μήπως και για τη ζωή των αυτήν του
χαρεμιού δεν μου είπε λόγια σοφά!</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς. Πώς! σου έκαμε το εγκώμιον της
πολυγαμίας; Μήπως την εζήλευσες, Μαρία; Αί! (γελά) Λέγε λοιπόν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α (Αφίνει την εργασία της, έρχεται και
κάθεται αντικρύ του)Θέλεις να σου πω τα λόγια της, ακριβώς, ως μου τα
είπεν…</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς (ανασηκόνεται) Ακούς αν θέλω;
Πεθαίνω από περιέργειαν να ακούσω την απολογίαν του ωραίου θεσμού των πολλών
συζύγων.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α. Αφού ο νόμος τους και η θρησκεία
τους προστάζει, είπεν,οι άνδρες τους κάνουν το θέλημα του θεού. Ενώ σε μας που
είναι εμποδισμένο, οι άνδρες μας έχουν φιλενάδες κρυφές, που αγαπούν πειό πολύ
από της γυναίκες τους. Έπειτα, για να με πείση περισσότερο,είπε: με το δικό μας
νόμο όλα τα κορίτσια παντρεύονται. Όλες ζουν σύμφωνα με τη φύσι, όλες έχουν το
δικό τους, την προίκα που τους δίδει ο άντρας, όλες έχουν παιδιά, έχουν κάποιον
ν' αγαπούν…</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς. Να σου πω, Μαρία, σαυτό συμφωνώ
και εγώ. Η Τούρκισσά σου έχει πληρέστατα δίκηο. Βεβαίως Τούρκοι και Τούρκισσες
είναι ποιό ευτυχισμένοι από μας. Φαντάζεσαι τι ωραίο πράγμα, νάχης χαρέμι, να
σκέπτεσαι, πώς τόσες γυναίκες σ' αγαπούν…. (τρέχει κοντά του
τρομαγμένη).</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α. Ώστε θα σου ήρεσεν αυτή η ζωή. Θα
σου άρεσε να μοιράζης την αγάπη σου σε πολλές γυναίκες;…</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς. Δηλαδή όπως εσύ ηύρες σοφά τα
λόγια της, έτσι κ' εγώ</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α. Μα ο νόμος τους είναι σοφός, όχι
γιατί δίδει στους άνδρες των πολλές γυναίκες, αλλά γιατί προβλέπει για το μέλλον
της φυλής.Εκεί νόθα παιδιά και δυστυχισμένα γεροντοκόριτσα και ζωή χωρίς αγάπη
και χωρίς χαρά δεν υπάρχει. Ξέρεις τι θα πη να περνάς τη ζωή σου έρημη και μόνη,
όπως την περνούν τόσα δυστυχισμένα κορίτσια, επειδή δεν έχουν προίκα για να
παντρευθούν; Και τόσα παιδιά που δεν έχουν όνομα και που περνούν όλην των την
ζωήν με ατιμίαν και εντροπήν,χωρίς να γνωρίσουν ούτε πατέρα, ούτε μητέρα. Αυτά
μου είπεν η χανούμισα και ομολογώ ότι με έκαμε να μελαγχολήσω.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Η ομιλία της αυτή η σημερινή, με την αλληγορίαν
των σπιτιών μας που έρχονται ξένες γυναίκες και τα ρημάζουν, μου φάνηκε σαν
οιωνός κακός. Σαν καμμιά προφητεία… (αφίνει την παλέττα της και ρίπτεται εις ένα
κάθισμα).</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Με εκυρίευσεν ένας φόβος, σαν κάποιος κίνδυνος
να απειλή την ευτυχίαν μου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς. Έτσι είναι οι ευτυχείς άνθρωποι.
Ευρίσκουν πάντα τρόπον να βασανίζωνται…</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α. Μα δεν είμαι πλέον απολύτως
ευτυχής.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς Πώς;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α. Φοβούμαι, Κώστα, ότι δεν με αγαπάς,
όπως πριν.. Η αγάπη σου λιγοστεύει, μικραίνει, αφότου ήλθαμεν εδώ. Και θέλεις να
σου πω;Και από κει ακόμη. Τον πρώτο μήνα έκανες σαν τρελλός, ήσουν τόσο
ερωτευμένος, τόσο πολύ, που μ' εστενοχωρούσε, σχεδόν με επλήγωνεν η αγάπη σου.
Έπειτα όσω γω σ' αγαπούσα πειό πολύ, τόσο συ εγείνοσουν ψυχρότερος… Τώρα, αφότου
ήλθαμεν εδώ…Θεέ μου, πώς φοβούμαι! (κλαίει).</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς. (την εναγκαλίζεται) Μαρία μου.
Αγάπη μου!</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α. Δεν μ' αγαπάς όπως πριν</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς. Δεν πιστεύεις ό,τι λες. Γιατί
λοιπόν γράφεις εις την φίλην σου ότι ζούμεν τόσον ευτυχισμένοι…</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α. (Σηκόνεται και βλέπει το γράμμα της
ανοικτό εις το τραπέζι). Πώς! εδιάβασες αυτό το γράμμα;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς. Ναι! Νομίζω ότι
μπορούσα..</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α. Όχι! Εγώ δεν εζήτησα ποτέ να διαβάσω
γράμματά σου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς. Μα εγώ είμαι άλλο, αγαπητή μου. Ο
χρυσούς αιών της εισότητος δεν έφθασεν ακόμη. Ημείς οι άνδρες πρέπει να
γνωρίζωμεν τι γίνεται μέσα εις τα μικρά αυτά κεφαλάκια.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α (με ειρωνείαν) Και ημείς να μη
ξέρωμεν τι γίνεται μέσα εις τα μεγάλα αυτά κεφάλια, (δείχνει το κεφάλι του).
Αλλά εξέχασες λοιπόν ότι η ευτυχία μας, η αγάπη μας στηρίζεται εις τα θεμέλια
της ελευθερίας μου και της ελευθερίας σου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς. Η οποία δεν μπορεί να συνυπάρξη με
τον γάμον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α. Όταν ο έρως ανοίξη τα πτερά του και
πετάξη.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς. Όχι. Όταν ζώμεν μέσα εις μίαν
κοινωνίαν, εις την οποίαν όλες αυτές η νέες θεωρίες είναι πράγματα άγνωστα. Όταν
εγεννηθήκαμεν, εζυμωθήκαμεν με ιδέας άλλας, με συνηθείας άλλας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α. Αλλά, Κώστα, εκεί κάτω μου είχες
υποσχεθή…</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ ας. Μα εκεί κάτω ήμουν
τρελλός…</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α. Και τώρα έγεινες
φρόνιμος..</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς. Δηλαδή τώρα, που εις κάθε μου βήμα
σκοντάπτω και εις μίαν δυσκολίαν, βρίσκω ότι όλα εκείνα τα όνειρά μας, δεν
μπορούν παρά να μείνουν όνειρα. (Σηκόνεται και περιπατεί). Τώρα, αγαπητή μου, η
πραγματικότης, η ζωή του κόσμου με τας μυρίας απαιτήσεις της,υψόνει εμπρός εις
τας ωραίας αρχάς σου, φρούρια απόρθητα. Εις κάθε βήμα που θα θέλωμεν να
προχωρήσωμεν, θα πίπτη κατ' ανάγκην και ένας νεκρός.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α. Θα ποδοπατείται δηλαδή και από μία
αρχή… Θα ενδίδομεν και θα υποτασσώμεθα και εις ένα ψέμα, εις μίαν πρόληψιν. Και
έτσι αφού αφήσωμεν όλας τας ιδέας μου και τας αρχάς μου πτώματα προ του
φρουρείου σου, ― έτσι, νομίζω, ωνόμασες τα Ηλύσια αυτά της υποκρισίας, ― θα
μπούμεν και μείς με μίαν προσωπίδα οιανδήποτε για να παίξωμεν το μέρος
μας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ στ α ς (γελών). Ω</span><span lang="FR" style="font-size: 16pt;">! Les femmes savantes </span><span style="font-size: 16pt;">Ω</span><span lang="FR" style="font-size: 16pt;">!
</span><span style="font-size: 16pt;">η</span><span style="font-size: 16pt;">
</span><span style="font-size: 16pt;">χειραφετημένες</span><span lang="FR" style="font-size: 16pt;">.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α. Με εγνώριζες πριν να με πάρης, και
έτρεξες οπίσω μου ως εκεί κάτω, γιατί ο έρως μου ήτον, ως έλεγες, ωραίος,
μεγάλος αλλοιώτικος από τον έρωτα των άλλων γυναικών. Και μου έδωκες τον λόγον
σου, ότι η Μαρία Μύρτου θα έμενε πάντοτε ελευθέρα…</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς. Μα αν δεν παραδεχόμην ότι ήθελες,
ο γάμος μας δεν θα γίνονταν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α. Και θα έπερνες μια γυναικούλα, η
οποία δεν θα είχεν εις το κεφαλάκι της άλλες ιδέες παρά πώς να το στολίζη με
λουλουδάκια και με πτερά… (σηκόνεται και βαδίζει προς μίαν εικόνα ωραίας κόρης)
Και ξέρεις αυτά τα κεφαλάκια και αυτά τα κουκλίστικα χεράκια κρημνίζουν συχνά,
μα πολύ συχνά, μεγάλους άνδρας, μεγάλας πόλεις,μεγάλας φυλάς.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ στ ας Ίσως. Ίσως. Αν και σε βρίσκω
υπερβολικήν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α. Ενώ αυτό το κεφάλι εδώ, (δείχνει την
ιδικήν της εικόνα)·δεν είναι βέβαια από εκείνα που σου αρέσουν τώρα, αλλά έχει
μάτια αητού.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς (σηκόνεται και κυττάζει απ' οπίσω
της) Που βλέπουν ωραία…</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α. Μακρυά. Το μέλλον. Ένα μακρεινό
μέλλον! με την ανθρωπότητα πειό καλή, πειο μεγάλη, με την αγάπην να βασιλεύη
παντού και να ανοίγη δρόμους ευτυχίας και χαράς…</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς (την εναγκαλίζεται). Ωραία μου
ονειροπόλος</span><br />
<div style="margin-top: 36pt;">
<span style="font-size: 16pt;">Σκηνή Γ'·</span></div>
<div style="margin-top: 36pt;">
<span style="font-size: 16pt;">Ά ν ν α (κτυπά την
θύραν).</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α. Εμπρός. Τι είναι Άννα;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ά ν ν α. (κάμνει νεύματα). Κυρία σας παρακαλώ.
Μια στιγμή.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α. Λέγε, Άννα, τι θέλεις;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ά ν ν α. Κυρία. Δεν μπορώ. Ελάτε σας
παρακαλώ.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α (σηκόνεται και διευθύνεται προς την
θύραν. Η Άννα της ψιθυρίζει κάτι εις το αυτί. Η Μαρία ξεσπά εις γέλοια).
Φαντάσου τι ήταν το μυστικό! Μου έφεραν το φόρεμά μου από την ράφτρα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ά ν ν α πεισμωμένη. Σας είπα, ότι έφεραν και το
λ)σμό μαζή.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α Κι' αυτό ήταν το μυστικό
(γελά).</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ά ν ν α Ενόμιζα πώς και δω δεν πρέπει να
μιλούμεν για λ)σμούς εμπρός εις τον κύριον. Αλλού όπου ήμουν ως τώρα, είχα
τέτοια διαταγή. Από μια φορά μάλιστα που κόντεψε να χωρίση ένα ανδρόγυνο για ένα
λογαριασμό.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς. Τι λες;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ά ν ν α. Μάλιστα, κύριε, σεις την ξέρετε την κ.
Μίνα του Ραδή.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς. Αί λοιπόν!</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ά ν ν α. Ο κύριος δεν ήθελε να πληρώνη τα χρέη
της κυρίας. Κ' εγώ ήμουν καινούρια στο σπίτι της και δεν ήξερα. Και καλή ώρα σαν
τώρα,επαρουσίασα το λ)σμό του εμπόρου. Θεέ και Κύριε τι έγεινε! Καλέ έφθασαν στο
χωρισμό!</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α. Καλά, Άννα, πήγαινε, (προς τον
Κώστα). Πώς σου φαίνεται αυτό που ήκουσες;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς (κινεί, τους ώμους). Πώς μου
φαίνεται; Μια σκηνή αληθινή της καθημερινής ζωής Έχω ακούσει τέτοιες
σκηνές…</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α. Της ζωής της ψεύτικης, εις την
οποίαν με παρακινείς να θυσιάσω τας αρχάς μου. Φαντάζεσαι τι γίνεται η αγάπη
μέσα εις τα σπίτια που για ένα λ)σμό φθάνουν εις το διαζύγιον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς Μα και η γυναίκες είναι πολυέξοδες,
κατήντησαν μια πολυτέλεια της ζωής.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α. Γιατί δεν εργάζονται. Γιατί δεν της
αφήνετε να εργασθούν,να εννοήσουν την αξίαν του χρήματος, να βοηθήσουν τον
άνδρα. Ο άνδρας εκείνος που βασανίζεται και βασανίζει την γυναίκα του για τα
έξοδα, θα νόμιζε ντροπή του, αν εκείνη ειργάζετο όπως εγώ…</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς. Όλες δεν μπορούν να έχουν
talent.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α. Όλαις έχουν κάποιο άγνωστο talent
που βοηθεί, που δημιουργεί την ευτυχίαν. Αλλά τους το πνίγουν, τους το
καταστρέφουν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς. Είσαι θαυμάσιος συνήγορος και
υπερασπιστής των γυναικών.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α. Όχι, Κώστα. Δεν είμαι ούτε το ένα
ούτε το άλλο είμαι ο ζωγράφος που βλέπει μόνο και ο ψυχολόγος που διαβάζει
βαθειά εις την γυναικεία ψυχή. Και που πονεί γιατί τόσοι κρυμμένοι θησαυροί
χάνονται.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς (την πλησιάζει με θαυμασμόν).
Ξέρεις, Μαρία, πώς θα ήσουν θαυμάσιος δικηγόρος, μεγάλος απόστολος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α. Μα εμείς όλες πρέπει να είμεθα και
το ένα και το άλλο.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς (βλέπει το ρολόι του) Κρίμα, που
δεν έχω καιρό ν' ακούσω και άλλα από τα ωραία αυτά λόγια σου. Πρέπει να φύγω
γιατί δεν ξέρεις• δε σούπα την ευχάριστη είδησι. Η μητέρα έρχεται τώρα σε λίγο
και πρέπει να κατέβω να την πάρω από το Σκούταρι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α (όλη χαρά). Μπράβο σου! Η μητέρα σου
έρχεται. Και μ'αφήνεις να φλυαρώ τόση ώρα και όλα εδώ είναι άνω κάτω (πετιέται
από την θέσι της, και αρχίζει να τακτοποιή). Έγεινε λοιπόν καλά; Ξέρεις,Κώστα,
πως υποπτευόμουν, ότι μ' είχες γελάσει, κ' εφοβούμουν πώς η μητέρα σου δε θάθελε
το γάμο μας, πώς δεν θα είχε της ιδέες που μούλεγες εκεί κάτω.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς. Μαρία η μητέρα δεν λέει ποτέ όχι
Εις όλη την ζωή της δεν είπεν όχι εις τον πατέρα μου και τώρα ούτε εις
εμένα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α. Την θαυμάζω.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς. Λοιπόν πηγαίνω. Au revoir. (την
φιλεί, βγαίνουν).</span><br />
<div style="margin-top: 36pt;">
<span style="font-size: 16pt;">Σκηνή δ'.</span></div>
<div style="margin-top: 36pt;">
<span style="font-size: 16pt;">(Την στιγμήν που
βγαίνουν συναντούν την Δώραν εις την θύραν)</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς. Καλή μέρα, Δώρα και au
revoir.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Δ</span><span style="font-size: 16pt;">
</span><span style="font-size: 16pt;">ώ</span><span style="font-size: 16pt;">
</span><span style="font-size: 16pt;">ρ</span><span style="font-size: 16pt;">
</span><span style="font-size: 16pt;">α</span><span lang="FR" style="font-size: 16pt;">. Au revoir.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α. (επιστρέφει). Δώρα, καλή είδησι Ά,
έρχεται η πεθερά μου!φώναζε την Ανναν γλήγωρα. Να συγυρίσωμεν
(βγαίνει).</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Η Δ ώ ρ α μ ό ν η. Έρχεται η πεθερά. Κακή
είδησις! (τακτοποιεί) Και τι να συγυρίσης εδώ μέσα εις αυτόν τον λαβύρινθον. Θεέ
μου! Και θάρθη η Πολίτισσα, η μοναδική νοικοκερά, με τα γυαλάκιά
της(προσποιείται την κ. Μεμιδώφ) να ψάξη όλες της γωνίες, να βρη όλα άταχτα, να
ρίξη παντού το φαρμάκι της.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">(Κτυπά το κουδούνι παρουσιάζεται η
Άννα).</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Δ ώ ρ α. Άννα! Μέσα, παντού είναι τακτικά,
καθαρά, συγυρισμένα…</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ά ν ν α. Μάλιστα, κυρία Δώρα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Δ ώ ρ α Μα όχι για μας μόνο. Όπως τα θέλωμε
μείς. Όπως τα θέλουν η πολίτισσες… Έρχεται η μητέρα του κυρίου. Η πεθερά,
Άννα,εκατάλαβες;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ά ν ν α. Ώ! κυρία. Μα τότε πρέπει να
σφουγγαρίσωμεν. Η κοκκώνα Κατίγκω θα πάη να σκαλίση και στο πλυσταρειό,
ακόμη…</span><br />
<div style="margin-top: 24pt;">
<span style="font-size: 16pt;">Σκηνή ε'.</span></div>
<div style="margin-top: 36pt;">
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α (έρχεται με
μια αγκαλιά πρασινάδες και λουλούδια) Πρέπει να σκορπίσωμεν ωραιότητα και χαράν
μέσα εδώ! (τακτοποιεί τα λουλούδια).</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">Δ ώ ρ α Για να εορτάσης την άφιξιν της πενθεράς
σου, της κ Μεμιδώφ.Τι απλή που είσαι!</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α. Και συ τι κακή!</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Δ ώ ρ α. Καλά, καλά. Ρώτησε και την Άνναν, που
την γνωρίζει…</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α Προστυχειές. Άκουσε, Δώρα. Δεν θέλω
να μου πης τίποτε κακό για την μητέρα του Κώστα. Είναι άγια γυναίκα. Φαντάσου
ότι ποτέ στη ζωή της δεν είπεν όχι για τίποτε, ούτε εις τον άνδρα της, ούτε εις
τον γυιό της.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Δ ώ ρ α. Και ο άνδρας της και ο γυιός της
κάνουν ό,τι θέλει εκείνη πάντοτε…</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α. Ωρισμένως, Δώρα, δε χωνεύεις τη
πεθερά μου…</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Άφησε συ τα λουλούδια. Δεν ξέρεις να τα βάλης
έμορφα (προς την Άνναν) θα δώσωμεν τσάι εις την μητέρα του κυρίου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ά ν ν α. Πολύ καλά, Κυρία.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α. Και πρέπει όλα και παντού να είναι
ωραία.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Δ ώ ρ α. Τα ακριβά τα ασημικά! Να που θα
προσέξη εκείνη! Ασήμι,χρυσάφι, διαμάντια. Αυτά θα της φαντάξουν. Τρέχα. Βάλε όλα
τα δακτυλίδια και της αλυσίδες σου. Δανείσου αντίκρυ από την Κιρκασία τα
πολύτιμα σερβίτσια της</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">(Η Άννα φεύγει).</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α. Είσαι κακή, Δώρα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Δ ώ ρ α. Και συ μόνο καλλιτέχνις.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α. Ξεσκόνισε εκεί τη Μαγδαληνή μου·
ξεσκέπασε και την εικόνα εκείνη. Αυτά είναι τα ιδικά μου πλούτη.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Δ ώ ρ α (γελά) Μ' αυτά θα την εκπλήξης.
Φαντάσου η κοκκώνα Κατίγκω να εκτιμήση της εικόνες σου. (Γελά).</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ά ν ν α (έρχεται με ένα πανέρι ασημικά. Βοηθεί
την Δώρα και τραβούν ένα τραπεζάκι και ετοιμάζουν απάνω τα του
τσαϊού).</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Δ ώ ρ α. Μπράβο, Άννα, μπράβο! Έφερες και τα
χρυσά πιάτα της Κιρκασίας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α. Τα χρυσά πιάτα να επιστραφούν
γλήγωρα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Δ ώ ρ α. Τα χρυσά πιάτα θα μείνουν, γιατί η
ευτυχία εδώ τρώγεται μόνο σε χρυσά πιάτα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Δ ώ ρ α (συγυρίζουσα). Αδύνατον να βάλη κανείς
τάξι μέσα δω.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α. Δεν πειράζει, Δώρα μου. Εδώ είναι το
εργαστήριό μου. Κι' η πεθερά μου πρέπει να με δη μέσα δω, όπως μου αρέση κι όπως
είμαι πάντα· εις την αλήθεια της καθημερινής μου ζωής. Τι αταξία αυτή είν'ωραία.
Εσύ φρόντισε το νοικοκυρειό. Την τραπεζαρία. Το πυργάκι απάνω. Εκεί πήγαινε να
βάλης τάξι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Δ ώ ρ α. Τέλος πάντων επροτιμούσα να μην
ήρχουνταν αυτή η κυρία.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ά ν ν α. (βλέπει από το παράθυρο, ενώ ακούεται
κρότος αμάξης).Κυρία! Έρχονται….</span><br />
<div style="margin-top: 36pt;">
<span style="font-size: 16pt;">Σκηνή ΣΤ'.</span></div>
<div style="margin-top: 36pt;">
<span style="font-size: 16pt;">ο Κώστας, η κ.
Μεμιδώφ, η Μαρία.</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">Η Μ α ρ ί α (τρέχει εις την είσοδον) Καλώς
ωρίσατε. (εναγκαλίζονται). Τι καλή που είσθε. Τώρα η ευτυχία μας είναι τελεία,
(Της φιλεί το χέρι. Η κ. Μεμιδώφ κάθεται εις τον καναπέ, η Μαρία πλησιάζει ένα
σκαμνάκι και κάθετε εμπρός της, ενώ ο Κώστας ακουμπά εις το ξύλο του
καναπέ).</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Εύχομαι να είσθε πάντα
ευτυχισμένοι! (βλέπει γύρω της). Και είσθε ωραία εδώ!</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς. Σ' αρέσει, μαμάκα μου; Δεν σούλεγα
εγώ, πώς είναι σωστός παράδεισος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κα Μ ε μ ι δ ώ φ (με ύφος γλυκύπικρον) Για σένα
μάλιστα τώρα θα φαίνεται κάτι περισσότερον από παράδεισος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α (πέρνει το πιατάκι με τα μπομπόνια
και της προσφέρει) Θα πάρετε ένα μπομπόνι, ως που να ετοιμασθή το
τσάι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κα Μ ε μ ι δ ώ φ (ανοίγει το σακάκι της και
βγάζει ένα κουτί βραχιολιού). Και εγώ θα σου προσφέρω ένα μικρό δώρον. Αφού είχα
την ατυχία και τη μεγάλη λύπη, να μη βρεθώ στο γάμο σας (στενάζει).</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α Μα έγεινε τόσο μακρειά.
Ξέρετε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Ναι εκεί κάτω εις το
Βαγδάτι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α. Εις ένα πολύ ωραίο μέρος. Ξέρετε, ο
Κώστας είχε αυτήν την ιδέα να παντρευθούμεν εκεί. Εγώ ούτε εφανταζόμουν πως θα
ήρχετο να μ' εύρισκεν εκεί κάτω! Είχα μάλιστα φύγει από την Πόλι για να τον
αποφύγω. Όταν μια μέρα, εκεί που ζωγράφιζα ένα βυζαντινό ερημοκλήσι,τον βλέπω
μπροστά μου! Τι ωραία εκκλησίτσα για ένα γάμο ερωτευμένων σαν κ' εμάς μου λέει.
Εγώ εις τας αρχάς δεν εδέχθηκα. Αλλ' αυτός επέμεινε τόσο!</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κα Μ ε μ ι δ ώ φ,(προς τον Κώστα, ο οποίος εν
τω μεταξύ κάθεται εις το πλάι της και την αγκαλιάζει) Ώστε συ είχες την ιδέα να
παντρευθήτε εκεί πέρα;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς. Ναι! Μαννούλα μου, (την φιλεί την
χαϊδεύει). Τι ώμορφη που είσαι! Για δες μας, Μαρία, δεν μοιάζουμε σαν
αδέλφια!</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">(Κα Μ ε μ ι δ ώ φ, του δίδει μια μπάτσα
χαϊδευτικά). Κατεργάρη! (προς την Μαρία) Λοιπόν!</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α Λοιπόν το ίδιο βράδυ, όταν ο ήλιος
άπλωνεν εις την δύσι του κατακόκκινας πέπλους επαντρευθήκαμεν. Τι ωραία βραδειά
Αί!Κώστα! Τρέλλα τρέλλα! Τι κρίμα, που δεν είσαστε, εκεί</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κα Μ ε μ ι δ ώ φ θα σκάσω!
(ιδιαιτέρως)</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α. Χιλιάδες πουλιά ετραγουδούσαν γύρω
μας. Τα λουλούδια λιγωμένα, μεθυσμένα, και αυτά κάτω από το χρύσωμα του ήλιου
εμύρωναν το βραδεινό αεράκι και στόλιζαν με ωμορφιά αφάνταστη το Βυζαντινό
ερημοκλήσι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Και μόνοι σας σαν έρημοι, σαν
να μην είχατε ούτε μάννα, ούτε πατέρα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α. Είχαμε την αγάπη μας τη μεγάλη, τη
γιγαντεμένη που αντεπροσώπευε για μας τον κόσμο όλο. Κι' είχαμε και μια
μάνα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Πώς η μητέρα σου ήταν εκεί;
(Προς τον Κώστα) Δεν μου τόχες πει.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α. Όχι. Είχαμε τη μητέρα του Θεού, μια
ώμορφη μεσαιωνική Παναγία, που με στέμμα Βυζαντινής αυτοκρατόρισσας, μας
εγλυκοκύταζε μέσ' από το σκουργιασμένο κάδρο της.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Και ποιος σας
πάντρεψε:</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α. Ένας παπάς, που μόλις είξευρε να
διαβάζη, ευλόγησε το γάμο μας. Τα στέφανά μας τάπλεξα εγώ από κισσούς και από
ολόασπρα του κάμπου αγριολούλουδα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Τι ώμορφα που τα λέει.Είχε
δίκηο το παιδί αυτό να ξελογιασθή. (Προς την Μαρίαν)Αί τώρα ό,τι έγεινε,
έγεινε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α. Και το εσυγχωρήσατε. Και το βραχιόλι
αυτό είναι ο αρραβώνας της αγάπης σας. Τι ωραίο βραχιόλι! Και πώς αγαπώ την
πέτρα αυτή, που είναι σαν να ζη, σαν να αισθάνεται, σαν να παθαίνεται μαζή μας.
(της φιλεί το χέρι). Κι' εγώ τι να σας δώσω; (σηκόνεται πέρνει από ένα τραπέζι
την εικόνα του Παρθενώνος και την προσφέρει) Αυτό είναι το πολυτιμότερο στολίδι
του κόσμου όλου. Είναι ο ναός μιας θρησκείας, που είναι η θρησκεία μου! Η
θρησκεία της ωραιότητος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κα Μ ε μ ι δ ώ φ (εις τον Κώστα) Τι είναι αυτές
η θρησκείες;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς. Η Μαρία, μητέρα, ως καλλιτέχνις
λατρεύει τα ωραία πράγματα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. (κατ' ιδίαν) Εκατάλαβα!
χαλασμένο κεφάλι!</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α. (εν τω μεταξύ που εκείνοι μιλούν η
Μαρία πηγαίνει και πέρνει ένα αγαλματάκι Ερμού). Θέλετε να δεχθήτε και αυτόν τον
Ερμήν;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κα Μ ε μ ι δ ώ φ (μόνη της). Καλά που δεν
μούδωκε κανένα γυμνό απ'αυτά, για να το προσφέρω στα κορίτσια μου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α. Θέλετε να αφήσετε το καπέλλο σας, να
φρεσκαρισθήτε λιγάκι; ( Η κ Μεμιδώφ σηκώνεται και βγάζει το καπέλλο της). Ως που
να ετοιμασθή το τσάι θέλετε να κάμωμεν ένα γύρω στον κήπο, να δήτε το σπιτικό
μας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Αν θέλετε. Πέρνομεν πρώτα το
τσάι. Ήμουν τόσο ταραγμένη το μεσημέρι, ώστε δεν έφαγα τίποτε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α Αμέσως. (Τρέχει προς το τραπεζάκι,
αποσύρει το παραβάν).Κώστα, βοήθησε και συ. Φέρε από μέσα τίποτε. Ειπέ της Αννας
(Ο Κώστας βγαίνει). Αφού πεινάτε, να σας ετοιμάσωμεν ένα μικρό goute.Έχωμεν κρύο
πουλί, χαβιάρι• pardon, πάω να φροντίσω, θα σας αφήσω μια στιγμή μόνη
(βγαίνει)</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κα Μ ε μ ι δ ώ φ Ω Θεέ μου! θα σκάσω. Δεν μπορώ
να κρατηθώ πειά(Στρέφει προς τας εικόνας και τας πλησιάζει). Αυτά είναι η
λατρείες της…, η θρησκείες της• τσαρλατάνα! Μ' αυτά και μ' αυτά τον εξετρέλλανε.
Να ιδούμε η θρησκεία της ως πότε θα την βοηθήση.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς (με δύω πιάτα εις τα χέρια). Εδώ
μητέρα μου βρίσκεται πάντα του πουλιού το γάλα. Θα φάμε περίφημα. Γιατί και εγώ
με της συγκινήσεις της σημερινές είμαι νηστικός. (αφήνει τα πιάτα και κάθεται
κοντά εις τη μητέρα του). Μα δεν είναι αλήθεια, μανούλα μου,πως τώρα που είδες
την Μαρία ησύχασες. Αί! πε μου, πως δεν είσαι πειά απελπισμένη. Πως θα παύσης
πειά να μου λες όσα μούλεγες τρεις ημέρες τώρα, που άρχισα και γω να πιστεύω πώς
είμαι κατεστραμμένος.Πως έκαμα μια μεγάλη ανοησία.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Δεν είναι αλήθεια, πώς η Μαρία είναι θαυμασία
και αλλοιώτικη από της άλλες γυναίκες;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α και Άννα (φέρουσαι διάφορα τρόφιμα,
καρπούς και κρασιά επάνω εις ένα δίσκον. Η Άννα βάζει αμέσως τα σερβίτσια). Με
συγχωρείτε, άργησα λιγάκι. (Ετοιμάζει το τσάι) ελάτε, πλησιάσετε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">( Η κ. Μεμιδώφ πλησιάζει ως και ο
Κώστας).</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Τι πλούτος, τι πολυτέλεια!
Ήξερες από πού να τον πιάσης αυτόν τον φαγά. Αν καλά, καινούριο κοσκινάκι μου
και που να σε κρεμάσω.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α. (προσφέρει τσάι και ετοιμάζει
ταρτίνες με χαβιάρι).Νομίζετε ότι αυτό μπορεί να λεχθή για της γυναίκες. Εγώ,
δεν άλλαξα τίποτε από τη ζωή μου. Σας βεβαιώ.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Ώστε ζήτε πάντοτε με τόσην
πολυτέλειαν. Μα τότε θα έχετε πολύ μεγάλα έξοδα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α (προσφέρει την ταρτίνα και δίδει και
κρασί). Μα θα είμεθα και δύω να εργαζώμεθα και να κερδίζωμεν</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κα Μεμιδώφ (με ύφος ειρωνικόν.) Πώς θα
εξακολουθήσης να εργάζεσαι και ως κυρία Μεμιδώφ. Αλλά τότε ο γάμος σας δεν
ημπορεί να γίνη γνωστός εδώ. Δεν είναι εις της συνήθειες της τάξεως μας, του
κύκλου μας..</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α. Θα το κάμωμεν να γίνη. Αί!
Κώστα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Μα αφού δεν θα έχετε
ανάγκην.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α. Υπάρχουν τόσοι δυστυχείς που έχουν
ανάγκη. Τόσοι πτωχοί,που θα εβοηθούσα….</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Και ποιός θα φροντίζη το
σπίτι σας;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α. Ω! το σπίτι! Έχουν τώρα τόσους
υπηρέτας εις τα σπίτια,ώστε να μη μένη πλέον εις την κυρίαν παρά μόνον η
επίβλεψις. Αλλως τε θα εργάζομαι, όταν θα έχω καιρό. Θα ήναι η ωραιοτέρα μου
διασκέδασις. Μήπως εσείς δεν διασκεδάζετε;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Όχι βέβαια για να κερδίζω
χρήματα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς. Πως! μητέρα; Και τα
χαρτιά.;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Τα χαρτιά δεν είναι δουλειά.
Είναι κάτι που κινεί το ενδιαφέρον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α. Και νομίζετε ότι όταν καθίσω αντίκρυ
εις ένα πίνακα με άσπρο πανί και αρχίσω να δίδω ζωήν εις την σκέψιν μου, και να
την ντύνω με γραμμάς, με φως, με χρώματα, ότι το έργον μου δεν με ενδιαφέρει.
Και όταν βάζω εις αυτό ό,τι έχω καλλίτερο από την ζωή μου, από την ψυχή μου, από
την φαντασία μου, όταν αισθάνωμαι ότι δημιουργώ, δεν είμαι ευχαριστημένη. Αλλά
μία τέτοια εργασία εξυψώνει, εξευγενίζει, είναι δύναμις, τιμή, χαρά. Θα
ανοίξωμευ ημείς τον καλόν αυτόν δρόμον….</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. (Ειρωνικωτάτη). Ώστε ο Κώστας
Μεμιδώφ θα επιτρέψη εις την γυναίκα του να εργάζεται…..</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α. Θα επιτρέψη; Είναι βαρειά η λέξις
σας. Και στο λεξικόν της αγάπης μας δεν υπάρχει η λέξις αυτή.. Επιτρέπει… είναι
δουλική λέξις. Και ημείς μόνον με λόγια αγάπης συνενοούμεθα. Έπειτα τα ζητήματα
αυτά εμείς τα εκανονίσαμεν προ του γάμου. Γιατί και εκατομμυριούχος να ήταν ο
Κώστας, εγώ την εργασίαν μου δεν θα την άφηνα. Είναι τιμή!</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Εις την τάξιν την ιδικήν μας
τιμή και χαρά της γυναικός είναι το σπίτι του ανδρός της…</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α. Το σπίτι μας! η φωλειά μας που θα
την χτίσωμεν μαζή. Που σε κάθε της τύχης αναποδιά θα είμεθα δυο, έτοιμοι,
δυνατοί,ωπλισμένοι για την πάλη και για την νίκη. Από τη φωλειά την δική μας
μόνον τραγούδια χαράς θ' ακούωνται. Ποτέ γρύνιες και θρήνοι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Τι αισιοδοξία! (με κακίαν)
Έχεις ωραίον χαρακτήρα,Μαρία, και πολλήν φαντασίαν…. (βλέπει την ώραν). Κώστα,
παιδί μου!Πρέπει να πάς για αμάξι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α. (σηκόνεται) Πως τόσο
γρήγωρα!</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κα. Μ ε μ ι δ ώ φ. Ο πατέρας του δεν ξέρει πώς
ήλθα εδώ. Ξέρεις, οι άνδρες δεν πέρνουν τα πράγματα όπως ημείς. Ο Γιωργάκης
μάλιστα είναι λίγο πειραγμένος μαζή σου, γιατί άφησες την εικόνα της μητέρας του
τόσους μήνες τώρα ατελείωτη</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς (σηκόνεται) Εγώ φεύγω και σεις
συνενοείσθε, για το ζήτημα της εικόνος…</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Να μην αργήσης; (ο Κώστας
φεύγει) Ναι. Αυτή η εικόνα ήταν η αιτία…</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α. Της γνωριμίας μου με τον Κώστα, της
ευτυχίας μου…</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κα Μ ε μ ι δ ώ φ (ιδιαιτέρως). Και της
δυστυχίας μου!</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α. Και θα την τελειώσω. Και θα την κάμω
πολύ ωραίαν. Αλλά πώς να έλθω τώρα να εργασθώ, ο Κώστας με εγέλασε. Μου
παρέστησεν ότι ο πατέρας του, όπως και σεις συγκατετίθεσθε εις τον γάμον μας·
τώρα δεν ημπορώ να έλθω εις το σπίτι σας. Ξέρετε αυτό με πειράζει φοβερά.Το ψέμα
του Κώστα, είναι ασυγχώρητον, δεν θα έλθω βέβαια να παίζω κωμωδίες……</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Μια ιδέα! Νάρθης αύριο το
πρωί στης εννηά. Μόλις θα μας ιδής και θα σε δούμεν. Ο Γεωργάκης θα έχη φύγει.
Και μείς θα σ' αφήσωμε να εργασθής μόνη με τη γιαγιά. Ούτε ο Κώστας που θάρθη
τώρα μαζή μου, γιατί έχει δουλειά και είναι υποχρεωμένος να μείνη στο σπίτι
απόψε, θα το μάθη. Εγώ με τον Γεωργάκη θα συνοδεύσωμε στο βαπόρι μία φιλενάδα
μας που φεύγει για την Αλεξάνδρεια. Τα κορίτσια με τον Κώστα και την εξαδέλφη
των την Ελένη θα πάνε εις τα εμπορικά.Θα εξακολουθήσης την εικόνα και έτσι θα
εύρω κ' εγώ αφορμή να μιλήσω με το Γιωργάκη, να αναφέρω το όνομά σου και έτσι
προετοιμάζομεν τα πράγματα…</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α. Καλά. Τότε έρχομαι… Αφού θα μείνω
μόνη με το μοντέλο μου. (ακούεται αμάξι).</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. (Σηκώνεται και βάζει το
καπέλλο της). Κατάμονες δυώ ώρες ολόκληρες.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς (εισέρχεται). Έτοιμη
μητέρα;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κα. Μ ε μ ι δ ώ φ Λοιπόν σύμφωνοι, (την
εναγκαλίζεται). Αντίο Μαρία…. (Αποχαιρετώνται.) Κώστας και η μητέρα του
φεύγουν).</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Η Μ α ρ ί α μόνη (Ρίχνεται εις ένα κάθισμα).
Δεν μπορώ να καταλάβω τίποτε. Αλλοιώτικη γυναίκα, η πεθερά μου. Φαίνεται σαν
άλλα να λέη και άλλα να αισθάνεται. (βλέπει το δακτυλίδι) τι ωραία οπάλ!θαυμασία
πέτρα με τόσα χρώματα. Και γι' αυτό ίσως τόσο δυσφημισμένη!η πέτρα της
γουρσουζιάς, της δυστυχίας. (Σκεπτική) Νάξερεν άραγε αυτό η πεθερά μου και μου
την εχάρισεν, ως αρραβώνα συμφοράς (κτυπά η πόρτα) Εμπρός.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ά ν ν α. Κυρία, είναι το μοντέλο σας. Η
τσιγγάνα. Και ρωτά αν θα εργασθήτε σήμερα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α. Ναι, ας έλθη. Πρέπει να τελειώνωμεν.
(Εισέρχεται μία Τσιγγάνα, ντυμένη με κόκκινο ατλαζένιο φόρεμα με χρυσά φλωριά
στο κεφάλι και στο λαιμό και με ένα ντέφι).</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Τ σ ι γ γ ά ν α. Γεια σου και χαρά σου! Κοκκώνα
μου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α. Καλώς την. Ξέρεις, σήμερα, είμαι
κουρασμένη. Δεν έχω καιρό να εργασθώ πολύ.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Τ σ ι γ γ ά ν α. Πρέπει, κυρά μου, να
τελειώνουμε, γιατί αύριο φεύγουμε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α (την τοποθετεί και αρχίζει να
ζωγραφίζη). Και πού πάτε;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Τ σ ι γ γ ά ν α. Όπου θέλει ο Θεός. Ρωτάς, κερά
μου, τα πουλιά που παν, άμα φυσήξη ο βορηάς και πιάσουν τα
πρωτοβρόχια.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α (ζωγραφίζουσα). Τι ωραία λόγια και τι
ζωγραφιστά που μιλεί(προς την τσιγγάνα) για πε μου ποια είναι η πατρίδα
σου;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Τ σ ι γ γ ά ν α. Όπου κάμπος με λουλούδια και
με φως κι όπου ουρανός με άστρα στολισμένος εκεί είναι η πατρίδα μας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α. Τι ωραία πατρίδα. Μόνο που ζήτε στο
δρόμο. Και δεν βαρυέστε τη ζωή αυτή, χωρίς σπίτι, (την τακτοποιεί και
εξακολουθεί ζωγραφίζουσα).</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Τ σ ι γ γ ά ν α. Να βαρεθούμε. Πώς να
βαρεθούμε. Δουλεύουμαι στη γη,που μας γελά με τα άνθια της και μιλούμε με τ'
αστέρια, που φωτίζουν της ψυχές μας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α. Μιλείτε με τ° αστέρια;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Τ σ ι γ γ ά ν α. Πώς! Αν δεν μιλάγαμε θα ξέραμε
της τύχες των κοριτσιών και θα γνωρίζαμε τα γιατροσόφια που γιατρεύουν της
πονεμένες ψυχές. (Ενώ μιλεί, βλέπει το δακτυλίδι στο χέρι της Μαρίας. Πετιέται
από τη θέσι της αγριεμένη) Ποιός εχθρός σου, κυρά μου. σου έδωκεν αυτό το
βραχιόλι, αυτή την πέτρα τη γουρσούζικη; (Κυττάζει σαν εμπνευσμένη γύρω της.
Ακούεται έξω σαν ένα φτερούγισμα πουλιού και κλάψιμο σκύλλου. Προς την Μαρίαν
φοβισμένη και δείχνουσα προς τα έξω) Άκουσες; Είναι το σκυλλί σου που κλαίει την
ευτυχία σου! Είναι τ' αφορεσμένο το πουλί του πόνου, που έκραξε στην πόρτα σου!
Κερά μου. ( Ορμά και της αρπάζει το χέρι) Βγάλετο το βραχιόλι αυτό, που φέρνει
συμφορές και δυστυχίες. Βγάλετο το μαγεμένο το βραχιόλι!</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">( Αυλαία).</span><br />
<h1 style="margin-top: 60pt;">
<span>ΠΡΑΞΙΣ Γ'.</span></h1>
<div style="margin-top: 60pt;">
<span style="font-size: 16pt;">(Η οικογένεια Μεμιδώφ
είναι συνηθροισμένη εις την τραπεζαρίαν. Τα τρία κορίτσια, έτοιμες, ντυμένες για
τα μαγαζειά. Η μία βάζει το καπέλλο της, η άλλη τα γάντια της και η τρίτη
κάθεται και γράφει).</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">Ο λ γ ί ν α. Ο πατέρας δεν κατέβηκεν ακόμη. Ά!
ξέχασα! Έμεινε για να συνοδεύσουν με τη μαμά την κ. Βιλή</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Έ μ μα. Ξέρετε ότι η μαμά περιμένει τώρα το
πρωί την κυρίαν ζωγράφον(ειρωνικώς σύρουσα τας τελευταίας λέξεις).</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ο λ γ ί ν α. Ευτυχώς που θα πάμε στα μαγαζειά,
είτε μη θα μου'πίαναν τα νεύρα, αν θα έπρεπε να μείνω με την υψηλήν αυτήν
επισκέπτριαν (ειρωνικώς).</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Λ έ λ α. (αφίνει την πένα της) Αιωνίως ξόανα
και φαντασμένες.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Έ μ μ α. Εσύ να σιωπάς.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ο λ γ ί ν α. Κάμε τον κατάλογο, τι έχωμεν να
πάρωμεν και που να πάμε.</span><br />
<div style="margin-top: 36pt;">
<span style="font-size: 16pt;">Σκηνή Β'.</span></div>
<div style="margin-top: 36pt;">
<span style="font-size: 16pt;">Αι άνω και η κερά Ρήνα
Έπειτα, ο κ. και η Μεμιδώφ.</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">Κ ε ρ ά Ρ ή ν η. (έρχεται με ένα μπουκάλι κρασί
και ένα κουτί παξιμάδια). Έφεραν το παληό κρασί για τον κύριο. (Τα αφίνει επάνω
εις ένα τραπέζι.) Αί! κορίτσια! Κυτάξετε να είσαστε γελαστές, τώρα που θα κατέβη
ο κύριος, γιατ' είναι με τα νεύρα του· ξέρετε, γιατί είπεν η γιαγιά, πως
κακοκοιμήθηκε την νύχτα. (Φεύγει).</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Λ έ λ α. ( Η οποία έγραφε ως κάτι να της
υπαγόρευαν η άλλες,πετιέται από την θέσιν της) Ωρίστε. Και ύστερα
παραξενεύονται, γιατί δεν χωνεύω όλα αυτά. Η γιαγιά, γρηά γυναίκα, ενενήντα
χρόνων δεν μπορεί να είναι ανήμπορη, γιατί ο πατέρας θυμόνει. Μη μιλήσετε, θα
θυμώση. Μη γελάσετε, θα του πιάσουν τα νεύρα του. Μην πήτε αυτό, μη κάμετε
εκείνο κρυφά από δω, μυστικά από κει, ψέματα αιωνίως.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Η Κ ε ρ ά Ρ ή ν η (παρουσιάζεται με ένα πακέτο
νταντέλα. Το δίδει εις την Ολγίναν). Τώφερεν ο έμπορος μ' αυτό το λογαριασμό.
Είπεν ότι το εδιάλεξεν η μητέρα σας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ο λ γ ί ν α. (διαβάζει το λογαριασμό). Πέντε
πήχες, πέντε λίρες.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Έ μ μ α. (εν τω μεταξύ πέρνει και ξετυλίγει την
νταντέλαν). Ά! Τι ωραία! Είναι για το μαύρο μεταξωτό της μητέρας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ο λ γ ί ν α (την βλέπει). Όταν παντρευθώ θα
βάζω όλο αληθινές νταντέλες εις τα φορέματα μου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Λ έ λ α. Βέβαια! Γι αυτό σας χρειάζονται τα
εκατομμύρια της πρηγκιπέσσας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">( Η Έμμα τοποθετεί την νταντέλα επάνω εις το
φόρεμά της και καμαρόνει, ενώ ακούεται έξω η φωνή του πατέρα).</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ο λ γ ί ν α. Ο πατέρας (πέρνει το λ)σμό και τον
κρύβει εις την τσέπη της).</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">(Η Έμμα τραβά την νταντέλα, η οποία μπερδεύεται
εις τα πόδια της,ενώ η Ολγίνα προσποιείται ότι τακτοποιεί το buffet.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Γ ι ω ρ γ ά κ η ς (έτοιμος με κοστούμι πρωινής
εξόδου). Τι είναι πάλι αυτό; ψούνια καινούργια. (θυμωμένος). θα με φάτε με τα
κουρέλια σας!</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ο λ γ ί ν α. (Με σπουδήν) Καλέ, πατέρα, ήλθεν ο
Αρμένης, αυτός που πουλεί φθηνά, και άφησεν αυτό το κομμάτι την νταντέλα για μια
λίρα.Αξίζει πέντε λίρες. Έπειτα αν θέλη η μαμά, την πέρνει, αν δεν
θέλη…</span><br />
<div style="margin-top: 36pt;">
<span style="font-size: 16pt;">Σκηνή Γ'.</span></div>
<div style="margin-top: 36pt;">
<span style="font-size: 16pt;">(Οι άνω και η κ.
Μεμιδώφ, έπειτα η Μαρία).</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">Κα Μ ε μ ι δ ώ φ (Εισέρχεται με το καπέλλο εις
το χέρι· φαίνεται ανήσυχος διότι βλέπει την νταντέλα εις τα χέρια του συζύγου
της και προσποιουμένη ότι δεν έχει είδησιν ερωτά:) Τι είν' αυτό;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ο λ γ ί ν α (πέρνει τη νταντέλα από τα χέρια
του πατέρα της και της την δείχνει). Μαμά, την έφερεν ο Αρμένης σου και θα
ξαναπεράση να μάθη, αν την θέλης.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Ουφ! Έξοδα πάλι. Δεν μου
χρειάζονται νταντέλες.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ο λ γ ί ν α. Μαμά μου, για το καινούργιο σου το
φόρεμα. Ξέρεις, την αφίνει μια λίρα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Γ ι ω ρ γ ά κ η ς. Και τα παιδιά λένε πώς
αξίζει πέντε</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. (προσποιείται πώς την βλέπει
για πρώτη φορά). Και έξ και οκτώ (γυρίζει προς τον άνδρα της και του διορθόνει
την γραβάτα του). Έτσι δα να φαίνεσαι ωραίος! Να σε θαυμάση και σήμερα η κ.
Βιλή!</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Γ ι ω ρ γ ά κ η ς. (Εξετάζων την νταντέλα).
Μήπως την έχει κλεμμένη;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Καλέ όχι, Γιωργάκη μου. θα
είναι κάποιας χανούμισσας. Όπως σούλεγα την άλλη φορά η χανούμισσες έχουν
πίστωσι εις τα μαγαζειά. Αλλά μετρητά δεν τους δίδουν οι άνδρες των, γιατί
παίζουν και χάνουν. Τι κάνουν λοιπόν; Αγοράζουν από τα μαγαζειά και τα
μεταπουλούν όσα όσα, για να κάμουν χαρτζηλίκι</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Λ έ λ α. (ιδιαιτέρως) θεέ μου! τι
ψέματα!</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Γ ι ω ρ γ ά κ η ς. Κι' ο κερδισμένος απ' όλους
είσαι του λόγου σου,κοκκώνα Κατίγκω, που ντύνεσε με το τίποτα. Βλέπεις
Λελούτσια, πώς τα καταφέρνη η μητέρα σου! Αυτά να ντα πης της θειάς σου. Πως εδώ
στην Πόλη, η γυναίκες μας και ντύνουνται ωραία και την οικονομία τους κυττάζουν.
Εμείς, βλέπεις, της χάσαμε της χιλιάδες της λίρες μας και πρέπει να τα
καταφέρνωμεν όπως, όπως.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. (βάζει εις ένα ποτήρι κρασί
και η Έμμα προσφέρει το κουτί με τα παξιμαδάκια). Σαν χλωμός μου φαίνεσαι,
Γιωργάκη Πιες δυώ σταλαγματιές και βούτισε τα παξιμαδάκια σου.( Η Ολγίνα, τρέχει
και του φέρνει ένα πετσετάκι).</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κα Μ ε μ ι δ ώ φ (κυττάζει την ώρα). Όπου νάναι
έφθασε και η κ.Μύρτου. Ξέρεις δα η ζωγράφος από τας Αθήνας. Ό,τι γύρισεν από την
εξοχή και μήνυσε πώς θάρθη για την εικόνα της γιαγιάς. Θα μείνω να την
περιποιηθώ λιγάκι. Γιατί αν την περιποιηθούμε δεν θα πάρη τίποτε. Κατέβα του
λόγου σου και μετά δέκα λεπτά έφθασα κ' εγώ (ο Γιωργάκης φεύγει· τα κορίτσια) Τι
καλά. που έφυγε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ο λ γ ί ν α. Χρήματα άφησεν;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κα Μ ε μ ι δ ώ φ Θα ψωνίσετε με πίστωσιν. Και
τα δίδομεν λίγα, λίγα(Κτυπά η πόρτα). Έφθασε. Θα είναι αυτή (τρέχει και ανοίγει
μόνη της).</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α (εισέρχεται με το κουτί της
ζωγραφικής της) Καλή μέρα σας(Χαιρετά την κυρίαν Μεμιδώφ, και όλους τους
άλλους).</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Λ έ λ α. Μας εξεχάσατε….</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α. Δεν σας εξέχασα (στενοχωρημένη) Αλλά
έλειπα. Δεν ήμουν εδώ. Τώρα θα εργασθώ πολύ…. Και με μια δυώ πόζες
τελειόνομεν…</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Να ξεκουρασθήτε. Να πάρετε
ένα νερό.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α. Ευχαριστώ. Δεν θα πάρω τίποτε. Δεν
πρέπει να χάνωμεν καιρόν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Λ έ λ α. Ημείς δεν θα σας εμποδίσωμεν, αλλ'
ούτε και θάχωμεν την ευχαρίστησιν να μείνωμεν μαζή σας. Δυστυχώς έχομεν δώσει
συνέντευξιν για να πάμε εις τη μοδίστρα και στα μαγαζειά.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α. Ο καθένας τη δουλειά του.(Προς την
κυρίαν Μεμιδώφ).Λοιπόν πού θα εργασθώμεν;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. (Ανοίγει την πόρτα του
πλαϊνού δωματίου). Εδώ εις το πλαϊνό δωμάτιον. Εδώ που εργασθήκατε και την άλλη
φορά. Τα έχομεν όλα έτοιμα. Ορίστε (Περνά πρώτη και την ακολουθούν η Μαρία και
αι άλλαι. Μένει μόνη η Ολγίνα επί της σκηνής).</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ο λ γ ί ν α. (από την πόρτα) Να σας κλείσω
μήπως το φως απ' εδώ σας ενοχλεί. (κλείει. Έπειτα βάζει τα γάντιά της και
φαίνεται να ζητή την σημείωσιν, όπου έγραψεν η Λέλα) Ουφ! που είναι αυτή η
σημείωσις!</span><br />
<div style="margin-top: 36pt;">
<span style="font-size: 16pt;">Σκηνή Δ'.</span></div>
<div style="margin-top: 36pt;">
<span style="font-size: 16pt;">Ολγίνα και
Ελένη.</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">Ε λ έ ν η (εισέρχεται με πρωινόν φόρεμα εξόδου,
πολύ elegante και κομψή μέχρι προσποιήσεως) Καλή μέρα, Ολγίνα. Αί! Είσθε
έτοιμες; Δεν πιστεύω νάργησα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ο λ γ ί ν α. Δηλαδή! Ήλθες μισή ώρα πριν και θα
μας περιμένης, γιατί έχομε να πάμε μια στιγμή στη ράφτρα για δοκιμές.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ε λ έ ν η. Μα η θεία μούγραψε σήμερα πρωί,
πρωί, να είμαι εδώ στης εννηά ακριβώς.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ο λ γ ί ν α. Εκτός αν θέλης νάρθης μαζή μας,
για να πης το γούστο σου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ε λ έ ν η (βγάνει τα γάντια της)Ευχαριστώ· δεν
έχω καμμιά όρεξι να τρέχω στης ράφτρες. Και ο Κώστας;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ο λ γ ί ν α. Εβγήκε. Και θάρθη στης εννηάμιση
να μας πάρη από τη ράφτρα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ε λ έ ν η. Μήπως θάρθη απ' εδώ πριν;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ο λ γ ί ν α. Ναι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ε λ έ ν η. Τότε κάθομαι. Έχω να γράψω ένα
γράμμα, για να το ρίξω εις την πόστα κατεβαίνοντας. Χαρτί;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ο λ γ ί ν α. Έχει εκεί ό,τι χρειάζεται (δείχνει
το γραφείον). Au revoir λοιπόν (βγαίνει).</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ε λ έ ν η. Au Revoir (κάθεται, ανοίγει το
συρτάρι, πέρνει χαρτί και γράφει. Τελειόνει το γράμμα της, το διαβάζει, το βάζει
εις φάκελλον).</span><br />
<div style="margin-top: 36pt;">
<span style="font-size: 16pt;">Σκηνή Ε'.</span></div>
<div style="margin-top: 36pt;">
<span style="font-size: 16pt;">Ελένη και
Κώστας.</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς (εισερχόμενος έξαφνα, σταματά μόλις
βλέπει την Ελένην)Πώς! μόνη! Η μαμά, τα κορίτσια δεν κατέβηκαν ακόμη;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ε λ έ ν η. Ούτε καλή μέρα, δεν μου είπες. Πώς
άλλαξες, καϋμένε Κώστα. Άλλοτε, όταν μ' εύρισκες μόνη έκανες σαν τρελλός από
χαρά.Και τώρα που έχω μάλιστα και τόσα νέα να σου πω.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς. Ενόμιζα ότι τα νέα σου θα τάλεγες
τώρα εις άλλον. Και ότι ημείς δεν έχομεν τίποτε να πούμεν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ε λ έ ν η (σηκόνεται και τον πλησιάζει). Μπα,
έτσι νομίζεις; Λάθος,φίλε μου. Άνθρωποι που έζησαν τόσον καιρόν όπως ημείς. (Τον
πέρνει από το χέρι). Έλα λοιπόν μέσα. Ή φοβάσαι να μείνης μόνος μαζή
μου;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς (την απωθεί) Ναι, σε φοβούμαι·
είσαι γυναίκα επικίνδυνη.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ε λ έ ν η. Για την αρετήν σου; Θεέ μου! Πώς
αλλάζουν οι καιροί!Άλλοτε εφοβούμην εγώ να μείνω μόνη.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς. Δεν εννοώ να κλέπτω δικαιώματα
άλλου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ε λ έ ν η. Τι ενάρετος! Τι ηθικό παιδί! (Τρέχει
με τρόπον απ' οπίσω του, τον σπρώχνει ολίγον, κλείει την πόρτα με το
κλειδί).</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς. Τι κάνεις; Μπορεί να κατέβουν και
να μας εύρουν κλεισμένους εδώ.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ε λ έ ν η Δεν υπάρχει φόβος. Όλοι λείπουν. Η
μαμά σου και ο θείος παν να συνοδεύσουν την κ Βιλή, που φεύγει. Τα κορίτσια παν
εις την μοδίστρα, όπου θα σε περιμένουν, ως και μένα για τα μαγαζειά.
Ώστε,είμεθα μόνοι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς Αδιάφορον! (διευθύνεται προς την
θύραν).</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ε λ έ ν η. (Τρέχει, στέκεται εμπρός στην πόρτα
και ανοίγει τα χέρια της). Δεν σ' αφίνω να περάσης. Η τύχη μου ευκολύνει την
συνάντησιν αυτήν, που είχα σκοπόν να σου ζητήσω.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ στ α ς (στέκεται και σταυρόνει τα χέρια
του). Μήπως ο πολυτάλαντος μνηστήρ έχασεν εις το χρηματιστήριον και μαζή με τα
πλούτη του επέταξε και η αγάπη σου!</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ε λ έ ν η (τον πλησιάζει, ώστε το πρόσωπόν της
να εγγίζη σχεδόν το δικό του. Με πάθος). Όχι, αγάπη μου! Εγώ! απέκτησα χρήματα
Δεν έμαθες λοιπόν την μεγάλην είδησιν; Είμαι κληρονόμος είκοσι χιλ.λιρών και
περιμένω μια λέξι σον, ένα νεύμα σου, για να στείλω τον πλούσιον μνηστήρα απ'
εκεί που ήλθε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς. Μπα! Τόση θυσία!</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ε λ έ ν η Κακέ! Δεν κάνω καμμιά θυσία. Ξέρεις
ότι πάντα σ' αγαπούσα σαν τρελλή και πάντα θάμενα δική σον, μ' όσους γάμους κι'
αν έκανα.Μα πτωχοί κι' οι δύω μας, πώς θα ζούσαμεν! Η μητέρα σου μου το είχε πη
καθαρά. Ο γάμος αυτός, Ελένη μου, δεν μπορεί να γίνη και δεν θα
γίνη!.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς. Και τώρα;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ε λ έ ν η. Με είκοσι χιλιάδες λίρες δεν υπάρχει
φόβος να πεθάνωμεν εμείς από πείνα και η αγάπη μας από γρύνια. Η μητέρα σου, άμα
χαρίσωμεν της πέντε για το γάμο της Ολγίνας, θα επιτρέψη…</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς. Όλα αυτά έρχονται αργά. Σε
συμβουλεύω να σφίξης την καρδιά σου, αν υποτεθή ότι έχεις, να ξεχάσης τα
περασμένα και να γυρίσης πάλι εις την χρυσήν αγκαλιά του Ανδρέα σου. Εγώ δεν
είμαι πλέον…</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ε λ έ ν η Έχεις άλλους έρωτας το ξέρω…. Με την
Αθηναίαν σου, το νέον σου θύμα…..Η κακές γλώσσες μάλιστα λεν ότι το ταξείδι σου
εις την Ασίαν έγινε με συντροφιά…</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς. Διάβολε. Είσαι πολύ καλά
πληροφορημένη.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Η Ελένη (κάθεται). Καλλίτερα από όσο νομίζεις.
Όλον αυτό τον καιρό η καρδιά μου, ο νους μου σε ακολουθούσαν….</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς (σηκώνεται). Tiens, Tiens! Τι
περίπλοκο πράγμα ο νους και η καρδιά μιας γυναικός του είδους σου. Ώστε όταν
έδιδες τα χείλη σου εις τον άλλον, η καρδιά σου πετούσε σε μένα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ε λ έ ν η (ορμά, πέρνει το κεφάλι του και τον
φιλεί). Ποτέ εκείνος δεν με είδεν εμπρός του έτσι. Ποτέ μαζή του δεν ησθάνθην
ό,τι αισθάνομαι μαζή σου. Η αγάπη μου, η τρέλλα μου, το πάθος μου, ούτε έσβυσε,
ούτε θα σβύση. Θυμήσου, Κώστα μου, θυμήσου πόσο ευτυχείς είμεθα. Πώς έλεγες ότι
καμμιά άλλη γυναίκα δεν σε έκανε τόσον ευτυχή. Κώστα, αγαπημένε μου, είμαι δική
σου και είσαι δικός μου…</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς. Όχι, δικός σου. Όχι. Είναι αργά
πειά. Όλες η γυναίκες αγαπούν το ίδιο. Όμως όλες δεν ξέρουν να λένε ψέματα, όπως
εσύ. Τώρα δεν τα πιστεύω πειά τα μάτια σου. Είναι μάτια πονηρά και
ψεύτικα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ε λ έ ν η. (λυπημένη και σχεδόν κλαίουσα).
Είσαι κακός, Κώστα. Είσαι άδικος· χωρίς καρδιά. Τι φταίω εγώ, για ό,τι έγεινεν;
η μητέρα σου ηύρε τον πλούσιο γαμπρό, η μητέρα σου με παρακίνησεν, μ' εβίασε,
μ'εφοβέρισε. Ω! αν ήξερες πόσο επολέμησα, πόσο αντιστάθηκα, πόσα δάκρυα έχυσα.
Αλλά τι νάκανα. Όλοι οι δικοί μου με είχαν πολιορκήσει. Κατήντησε κι εις τον
Ανδρέα να καταφύγω, να του 'πω πως δεν τον αγαπώ, για να σωθώ. Και ξέρεις τι μου
είπεν: Εγώ σ' αγαπώ.Σ' εμένα αρέσεις. Κι' αυτό φθάνει Με τον καιρό θα μ'
αγαπήσης. Τι νάκανα λοιπόν; Μα τώρα πούχω χρήματα. Ω! τώρα, είμαι δική
σου,Κώστα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς. Είναι αργά τώρα πειά Ελένη.
(Σηκόνεται και περιπατεί στενοχωρημένος). Εγώ δεν ανήκω πειά εις τον εαυτόν
μου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ε λ έ ν η. (Κρεμά τα χέρια της εις τον λαιμόν
του και τον κυττάζει κατάματα) Ανήκεις… εις εμένα….Για δες με! Για δες τα μάτια
μου.Πειά άλλη ξέρει να σε βλέπη έτσι; Πειά να αγαπά όπως εγώ.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς. (ως υπνωτισμένος την αγκαλιάζει
και αυτός και την φιλεί) Καμμιά, γόησσα! καμμιά, μάγισσα! Μόνον εσύ! Ναι! το
ξέρω.Μόνο συ είσαι καμωμένη για μένα και γω για σένα. Μας έχει σφιχτά
αλυσσοδεμένους το πάθος, η περασμένες τρέλλες, το μεθύσι της αγάπης.Της ψυχές
μας της έχει σφραγίσει ένας κοινός πόθος, μια κοινή δίψα,κάτι που ένα χρόνο τώρα
προσπάθησα να σβύσω εις άλλον έρωτα, εις ένα ευγενή έρωτα… και δεν το
κατώρθωσα!</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ε λ έ ν η (χαρούμενη τον θωπεύει) Ώστε δικός
μου και πάλι! Δικός μου πάντα. Τι χαρά!</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς. (Την πέρνει κοντά του και κάθονται
αγαπημένοι). Πώς σε ποθούσα και τι υπέφερα, όταν εσυλλογιζόμουν ότι άλλος…Τι δεν
έκαμα για να σε ξεχάσω. Της πειό μεγάλες τρέλλες. Έπαιξα την ζωή μου ολόκληρη.
Εθυσίασα το μέλλον μου…τη φιλοδοξία μου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ε λ έ ν η. Μα τι έκαμες λοιπόν;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς. Ό,τι και αν έκαμα είμαι δικός σου!
Το όνομά σου ανέβαινεν εις τα χείλη μου, όταν μιλούσα στην άλλην</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ε λ έ ν η Και τώρα η αγάπη σου με την
άλλην.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς. Ω η αγάπη μου εκείνη… είναι αγάπη
καθήκοντος τώρα πειά. Και γι' αυτό δεν έζησε, ούτε όσο ζουν τα ωραία όνειρα.
Ήταν το ναρκωτικό που έπινα για να σε ξεχάσω, και τώρα άρχισε να με
κουράζη…</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">(Ακούεται έξω κάποιος θόρυβος, ως ανθρώπου
περιπατούντος )</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ε λ έ νη (πετιέται, ανοίγει την πόρτα). Φεύγω.
Κάποιος έρχεται. Δεν θέλω να μας εύρουν μαζή. (φεύγει. Ανοίγει η πλαϊνή θύρα και
παρουσιάζεται η Μαρία ωχρά, με τα μάτια σβυσμένα)..</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς (σαν τρελλός). Μαρία! Συ εδώ; Πότε
ήλθες; Πώς ευρέθης εκεί; (την πλησιάζει).</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α Μ' έβαλεν η μητέρα σου εκεί. Μη μ'
εγγίζης. Μου κάνεις φρίκην. Τα άκουσα όλα (πίπτει εις ένα κάθισμα και
κλαίει).</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς (κάθεται εις το πλάι της). Μαρία
μου, συγχώρησε με. Μια παλιά συμπάθεια. Σου είχα εκμυστηρευθή την τρέλλαν μου
αυτήν(δοκιμάζων να την εναγκαλισθή). Μαρία μου! Συγχώρησε με.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α (τον σπρώχνει και φεύγει μακρειά). Μη
με εγγίζης. Μου κάνεις φρίκη! Τα χέρια σου είναι ζεστά ακόμη από τα αγκαλιάσματα
της άλλης, τα χείλη σου καίουν από τα φιλήματά της. (ωργισμένη). Μη με
πλησιάζης… Μου κάνεις φρίκην! Φύγε!</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς· Μαρία μου; με παρέσυρε.
Άκουσε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α. Δεν θέλω να ακούσω τίποτε
(ωργισμένη).</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς. Δεν με αγάπησες λοιπόν ποτέ;
Μαρία.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α. Τολμάς να μου ομιλής για την αγάπην
μου, την στιγμήν αυτήν, που είσαι ακόμη μεθυσμένος από τα λόγια της άλλης, που
εις τα μάτια σου αντανακλά ακόμη η μορφή της, που εις τα αυτιά σου αντηχούν οι
όρκοι της. Τι φρίκη! (Τον βλέπει με κάτι τρομερόν εις το βλέμμα).Και μου
ετοίμαζες ολόκληρη ζωή αλυσοδεμένη με τέτοιες ατιμίες! Και ήρχουσουν τώρα να μου
δώσης φιλήματα παγωμένα καρδίας νεκρής για μένα και χάδια που θα με πλήγωναν και
ματιές που θάβριζαν την αγάπη μου!</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς. Μαρία άου… Μην
εξάπτεσαι!</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α. Και αργότερα όταν ο οίκτος σου θα
καταντούσε περιφρόνησις και μίσος, θα εγένουσουν χυδαίος και βάναυσος και θα
εθανάτονες εις το πνεύμα μου κάθε ωμορφιά και θα κατέστρεφες εις την πονεμένην
ψυχή μου κάθε ευγένειαν…</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς. Μαρία μου! Τα λόγια σου αυτά σε
ζαλίζουν· σε κάνουν να τα χάνης, ν' απελπίζεσαι· αν μ' αγαπούσες, δεν θα
μέκρινες τόσο σκληρά. Η μητέρα μου εδέχουνταν την ερωμένην του πατέρα μου και
μέσα εις το σπίτι της ακόμη.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α. Η μητέρα σου ήταν μια σκλάβα και ο
πατέρας σου ένας Ανατολίτης τύραννος. Και η σκλάβες γεννούν άνανδρους και
δειλούς και ψεύτες και προδότες! Μα το παιδί μου εμένα δεν θέλω, όχι, να
σκορπίση γύρω του την συμφορά και την απόγνωσι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς. Μαρία μου, ησύχασε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α (διευθύνεται προς την θύραν). Φεύγω.
Θα σώσω τουλάχιστον το παιδί μου!</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς (τρέχων οπίσω της με αγωνίαν).
Μαρία, που θα πας;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α (ορμά εις την θύραν του βάθους και με
φωνήν απηλπισμένην λέγει) Εκεί, που η γυναίκες είναι άνθρωποι και όχι σκεύη
μόνον ηδονής. Εκεί που η αγάπη δεν υβρίζεται και δεν προδίδεται όπως
εδώ(φεύγει).</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">( Αυλαία )</span><br />
<h2 style="margin-top: 48pt;">
<span style="font-size: 16pt;">ΠΡΑΞΙΣ Δ'.</span></h2>
<div style="margin-top: 48pt;">
<span style="font-size: 16pt;">(Αίθουσα ξενοδοχείου
πλουσίως επιπλωμένη και στολισμένη με άνθη,δάφνας και κότινους. Η Μαρία Μύρτου
με λευκά μαλλιά, ο υιός της νέος δέκα οκτώ ετών)</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">Η κ. Μύρτου ωραία ντυμένη με μαύρον πολύτιμον
φόρεμα διαβάζει εφημερίδα, ενώ ο υιός της γράφει).</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α. Άκουσε Παύλε· (διαβάζει) «Εκείνος
ιδία που εξέπληξεν όλον το Στάδιον, εκείνος που έχει το ρεκόρ και όπου έρχεται
πρώτος εις την σειράν των Ολυμπιονικών είναι την φοράν αυτήν έλλην, είναι ο νέος
Μύρτος· ωραίος σαν άγαλμα, ενθυμίζει τους εφήβους της αρχαιότητος, των οποίων το
κάλλος απηθανάτιζεν η σμίλη των μεγάλων γλυπτών.»</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Π α ύ λ ο ς, (την διακόπτει). Ω! μητέρα! Τι
υπερβολικοί οι Έλληνες δημοσιογράφοι!</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α (τον αγκαλιάζει). Ό,τι κι' αν πουν,
παιδί μου, δεν θα προσθέσουν τίποτε εις την υπερηφάνειάν μου και την δόξαν μου,
εμένα,της ευτυχισμένης μάνας του Ολυμπιονίκου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Π α ύ λ ο ς (την σφίγγει εις την αγκαλιά του).
Η δόξα δική σου,μανούλα μου, και η τιμή αποκλειστικώς δική σου. Και τα στεφάνια
μου(πέρνει δύο στεφάνια δάφνης και τα ρίπτει εις τα πόδια της) δικά σου. Και όλα
αυτά τα άνθη και τα δώρα τα καταθέτω, καλή μου μανούλα,εις τον βομόν της
τρυφερότητάς σου, της στοργής σου!</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α. Παιδί μου! Έκαμα το καθήκον
μου…</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Π α ύ λ ο ς. Το καθήκον σου! Αλλά ποιά μάρτυς
και ποιά ηρωίς έζησεν όπως έζησες εσύ, έκαμεν ό,τι έκαμες εσύ, για να με σώσης;
Κι' από παιδί καχεκτικό, άρρωστο, έκφυλο, σχεδόν ραχιτικό, από μια φύση νωθρά,
κακή, να γείνω ό,τι είμαι σήμερα; θυμάσαι, μητέρα μου, όταν με πρωτοπήγες εις
την ορθοπεδική γυμναστική, τι σούπεν ο γυμναστής γιατρός; Κυρία μου, το παιδί
σας δεν θα γείνη ποτέ άνδρας σωστός,άνδρας δυνατός, γιατί έχει μέσα εις το αίμα
του σπέρματα εκφυλισμού.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α. Μη θυμάσαι, παιδί μου, τώρα
περασμένα βάσανα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Π α ύ λ ο ς. Τα θυμούμαι μόνο τόσο, όσο για να
σε θαυμάζω πειό πολύ,μητέρα μου. (Σηκόνει τα χέρια του προς τα εμπρός) χέρια με
τέτοιους μυς και στήθος με τέτοιο θώρακα, σκοτώνουν όλα τα σπέρματα του
εκφυλισμού, ακόμη και εκείνα που θα βρίσκονταν εις το σοφό κεφάλι του δασκάλου
μου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κα Μ ύ ρ τ ο υ. Τον καϋμένο! πώς αγαπούσε την
Ελλάδα θυμάσαι, τι έλεγε πάντα; Μη λησμονής ότι είσαι Έλλην και έχεις την
υποχρέωσιν να ήσαι ωραίος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Π α ύ λ ο ς. Και ήμουν άσχημος τότε. Σχεδόν
καμπούρης· θυμάσαι;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α. Ξέχασέ τα τώρα παιδί μου, αυτά. Εις
τη ζωή μόνο τα ωραία,τα ευχάριστα πρέπει να θυμούμεθα…</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Π α ύ λ ο ς Μα θα είχα μνήμην αχάριστη και
καρδιά σκληρή, αν έπαυα να θυμούμαι. Τους κόπους σου, μανούλα μου, την θυσίαν
όλην της νεότητός σου, την αυταπάρνησίν σου… και της τόσες άλλες λύπες σου,που
δεν μου της έλεγες και που της εμάντευα.. θυμάσαι το σπιτάκι τηςDivision Street
που είχες ζωγραφισμένους όλους τους τοίχονς με τα αγαπημένα μέρη των Αθηνών και
της Πόλης και που μ' εμάθαινες κι'αυτήν κι' εκείνην την πατρίδα μου να αγαπώ.
Και που μικρό παιδάκι,μου έλεγες τόσα ωραία παραμύθια, παρμένα από την αληθινήν
μας ιστορία αλλά και από την ιστορία της πονεμένης σου ψυχής.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α (Δακρύουσα.). θυμούμαι! Ναι,
θυμούμαι! Αγαπημένο μου παιδί! καλό μου παιδί! Μεγάλη μου παρηγοριά
εσύ.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Π α ύ λ ο ς. Και η ζωή σου όλη, μια ακούραστη,
ατελείωτη ζωή δουλειάς και κόπων και ηρωισμού. Κ' έπειτα, όταν η δόξα ήλθε
κι'όταν το έργον σου, η Τσιγγάνα σου, εβραβεύθηκε και τα χρήματα ήλθαν πολλά,
πάρα πολλά, και η τύχη σου μειδίασεν από παντού.. Ω! μου είπεν όλες της θυσίες
σου η Καίτη!Μου είπε ποίαν ευτυχίαν αρνήθηκες για να μείνω εγώ η μόνη, η
αποκλειστική αγάπη σου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α. Η Καίτη! Αλλά τι ξέρει η
Καίτη;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Π α ύ λ ο ς. Ό,τι έμαθεν από τον πατέρα της,
όταν του είπεν, ότι αγαπώμεθα. Καλά, παιδί μου. Είναι τυχερό να γείνη μητέρα σου
η αξιόλογος κ Μύρτου. Είναι δέκα χρόνια τώρα που της είχα προτείνη να γίνη
γυναίκα μου και μητέρα σου. Κι' αν και τότε δεν ήταν ακόμη πλουσία, όμως
αρνήθηκε. Δεν μπορώ, μου είπε, να μοιράσω την αγάπην που έχω στο παιδί μου με
άλλον Του ανήκει όλη….</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α. Ο καλός ο κ. Δέρβυ! Η μεγάλη αυτή
καρδιά. Εκείνο που δεν είπεν, είναι ό,τι μου επρότεινε να σε υιοθετήση και να
μοιράση τα εκατομμύρια του εις εσένα και εις την Καίτην.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">(Ακούεται το ηλεκτρικό κουδούνι).</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Π α ύ λ ο ς (εις το τηλέφωνον με τα ακουστικά
εις τα αυτιά) Ποιός; (Ακούει, έπειτα από λίγο) ο ρεπόρτερ, ποιάς Εφημερίδος;
(Ακούει)Μάλιστα; Ας έλθη· (φεύγει από το τηλέφωνον με ύφος κάπως
απελπισμένον).</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α. Πάλι συνέντευξις! Και εδέχθης
βέβαια;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Π α ύ λ ο ς. Ναι, μητέρα μου. Γιατί ξέρω πως θα
σε δυσαρεστούσα αν δεν εδεχόμουνα. Έχεις τέτοια αδυναμία με όλο τον εδώ κόσμο,
ώστε μου φαίνεται, πως κάθε άρνησις και στον τελευταίον άνθρωπον του τόπου θα
σου προξενούσε μεγάλη λύπη.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α. Έχεις δίκηο, παιδί μου. Εδώ και η
πέτρες ακόμη μου φαίνεται νάχουν ωραία ψυχή….</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Π α ύ λ ο ς. Μερικές πέτρες, ναι! το
παραδέχομαι. Εκείνες έξαφνα που βαστούν τον Παρθενώνα….. Μα όχι πάλι υπερβολές,
μητέρα μου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α. Αί! παιδί μου! Έχεις δίκηο. Εσύ δεν
ξέρεις τι θα πη νοσταλγία της πατρίδος σου; της γης όπου γεννήθηκες, όπου
μεγάλωσες,όπου ωνειρεύθηκες την πρώτην της ζωής σου χαράν, όπου επόνεσες, όπου
επρωτόκλαψες. Δε ξέρεις τι θα πη δίψα, ν' ακούσης να μιλούν τη γλώσσα σου, να
αισθάνωνται όπως αισθάνεσαι και συ, να ζουν με τα δικά σου τα ιδανικά, να πονούν
μαζή σου για ένα κοινό πόνο! Δεν ξέρεις τι θα πη εξορία είκοσι χρόνων, από το
σπίτι σου, όσο φτωχικό κ' αν ήταν, από τους δικούς σου, όπου τους έχασες ένα
ένα, χωρίς ελπίδα να τους ξαναϊδής….</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Π α ύ λ ο ς (δακρύζει). Μανούλα μου, καλή μου
μανούλα!</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α (περισσότερο συγκινημένη).Ναι! Κι' ο
τελευταίος άνθρωπος όπου μιλεί στο δρόμο, μου φαίνεται σαν να σκορπίζη αρμονίες
μουσικής τριγύρω μου! (κτυπά η θύρα).</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Π α ύ λ ο ς. Εμπρός.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Δ η μ ο σ ι ο γ ρ ά φ ο ς
(εισέρχεται).</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α. Ωρίστε, κύριε… (του δίχνει
κάθισμα).</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">(Δημοσιογράφος τείνων προς αυτήν το
επισκεπτήριόν του).</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α. Περιττόν, κύριε! Όλοι σας έχετε
γράψει τόσα ωραία πράγματα για τον Παύλο μου, ώστε να μην είσθε ξένοι για μας.
Μας συνδέει η εκτίμησις, η ευγνωμοσύνη..</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Δ η μ ο σ ι ο γ ρ ά φ ο ς. Ημείς, κυρία, έχομεν
λόγους να ευγνωμονούμεν τον υιόν σας, γιατί μας έκαμε να αισθανθώμεν τόσο
μεγάλας συγκινήσεις.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Π α ύ λ ο ς. Η ευγνωμοσύνη είναι βαρύ πράγμα,
όταν δε μοιράζεται,τουλάχιστον μ' εκείνον, εις τον οποίον αρχικώς οφείλεται.
Λοιπόν,κύριε, αρκετά έχουν γραφή για τον Παύλο Μύρτον. Ο πρωταθλητής, ο
πραγματικός Ολυμπιονίκης είνε η κ Μύρτου, η μητέρα μου! Και ακριβώς τη στιγμή
που ήλθετε εδώ, της μετεβίβαζα τα βραβεία μου…</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Δ η μ ο σ ι ο γ ρ ά φ ο ς (ιδιαιτέρως). Πρώτης
τάξεως δημοσιογραφική επιτυχία! (Προς τον Παύλον). Ευχαριστώ, κύριε, γιατί μου
παρέχετε την ευκαιρίαν να δώσω εις τας Ελληνίδας μας μίαν ωραίαν εικόνα μητέρας
και ένα έξοχον παράδειγμα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α. Παύλε, παιδί μου. Κύριε, σας
παρακαλώ. Μην τον ακούετε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Δ η μ ο σ ι ο γ ρ ά φ ο ς. Την φωτογραφία της
κυρίας. Ω! πρέπει,χωρίς άλλο να δημοσιεύσωμεν την εικόνα σας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α. Δεν έχω φωτογραφίαν…</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Π α ύ λ ο ς. Σταθήτε. Έχω γω. Πάω να σας την
φέρω αμέσως.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α (τρέχει πίσω του). Παύλε, παιδί μου.
Σε παρακαλώ(επιστρέφει προς τον δημοσιογράφον). Κύριε, σας παρακαλώ,περιορισθήτε
εις ό,τι αφορά τον Ολυμπιονίκην. Μην ανακατόνετε της γυναίκες με της παλαίστρες.
Δεν είναι ακόμη καιρός, εδώ,τουλάχιστον. Μη ξεχνάτε πώς οι αρχαίοι απηγόρευαν
και την είσοδον ακόμη του Σταδίου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Δ η μ ο σ ι ο γ ρ ά φ ο ς. Πώς το εύρετε το
Στάδιον, Κυρία; ποιά υπήρξεν η πρώτη σας εντύπωσις, όταν το είδετε;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α. Μια λευκή οπτασία κάτω από ένα
γαλανό όνειρο. Μια μεγάλη κολυμπήθρα εμορφιάς, που οι καιροί εφύλαξαν τόσους
αιώνες, για να βαπτισθή σήμερα μέσα εις το άγιο φως της η Ελληνική
φυλή.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Δ η μ ο σ ι ο γ ρ ά φ ο ς. Ώστε αι παλαίστραι
της Αμερικής είναι πολύ κατώτεραι; Και δεν υπάρχει ούτε εκεί ακόμα εις την χώραν
των μεγάλων, τίποτε, που να μπορή να συγκριθή με το Στάδιον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α. Το Στάδιον είναι ασύγκριτον κύριε.
Γιατί είναι η αθάνατη αγκάλη, που η Ελλάδα μας, η μητέρα του παληού καλού καιρού
εφύλαξεν εις τα κατάβαθα της γης, για ν' αγκαλιάση σήμερα τα νέα παιδιά
της,δυναμωμένα και γερά και να τα στεφανώση ήρωας….</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Δ η μ ο σ ι ο γ ρ ά φ ο ς θαυμάσια ιδέα!
(σημειώνει εις το καρνέ του).</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Π α ύ λ ο ς (έρχεται με μια φωτογραφία στο
χέρι).</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α. Παύλε, παιδί μου σε
παρακαλώ…</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Π α ύ λ ο ς Ελάτε, Κύριε, εδώ η μετριοφροσύνη
τη μητέρας θα μας εμποδίση να τα πούμε. Αν θέλετε να περάσετε εις το δωμάτιόν
μου;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Δ η μ ο σ ι ο γ ρ ά φ ο ς (υποκλινόμενος).
Χαίρετε, Κυρία. Και σας ευχαριστώ.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α! (ενώ αυτοί εξέρχονται). Παρακαλώ.
Κύριε, μη πιστεύετε εις όσα θα σας πη το κακό αυτό παιδί. (Υπηρέτης
κτυπά).</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α. Άλλος. Θεέ μου! είμαι αφανισμένη από
τας συγκινήσεις…εμπρός.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Υ π η ρ έ τ η ς (εισέρχεται). Κυρία, ένας
κύριος ζητεί να τον δεχθήτε. Λέγει ότι ήναι απόλυτος και επείγουσα ανάγκη να τον
δεχθήτε. Έχει έλθει τόσες φορές.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α. Θα είναι πάλι κανείς δημοσιογράφος,
χωρίς άλλο. Ο ένας πάει και ο άλλος έρχεται. Ας έλθη. (Ο υπηρέτης εξέρχεται) οι
καϋμένοι γράφουν με τόση καρδιά για τον Παύλο μου. (κτυπά η πόρτα).</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ στ α ς (εισέρχεται με γκρίζα γένεια και με
gris costume).</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α (τον βλέπει) Ο κύριος! Ά! Θεέ
μου!</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς. Κώστας Μεμιδώφ</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α (κλονίζεται και ρίπτεται εις ένα
κάθισμα).</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς. Εγώ! Μαρία. Ένας μεγάλος ένοχος κ'
ένας μεγάλος δυστυχής.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α. Δυστυχής!</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς. Πολύ, Μαρία. Ένας ναυαγός της
ζωής, που έζησε της οκτώ αυτές ημέρες των αγώνων σαν κολασμένος. Που μέσα, κει,
εις την λευκή του Σταδίου λάμψι, στην εορτή της ώμορφης νεότητος, στη δόξα την
υπέρλαμπρη του αθλητισμού, έννοιωσεν όλη την αθλιότητα της ιδικής του της ζωής,
όλο το πόνο και την απόγνωσι μιας ευτυχίας, όπου αυτός κατέστρεψε με τα ίδια του
τα χέρια.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α. Αλλά ποίος σου είπε;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς. Η καρδιά μου, Μαρία, η καρδιά μου.
Γιατί μέσα στα βάθη της εφύλαξα πάντα ένα μικρό κι' αγνό κι' ωραίο μέρος, κ'
έκρυψα κει ό,τι από την ανάμνησίν σου μου έμεινε καλό κ' ευγενικό. Ναι! μέσα στη
ζωή μου, την ψεύτικη, την κτηνώδη των είκοσι αυτών χρόνων, η μόνες στιγμές
αληθινής χαράς που αισθάνθηκα, ήσαν εκείνες που μου θύμιζαν την περασμένη μας
ευτυχία. Τα γραμματάκια του παιδιού μου,πούρχονταν τακτικά μια φορά το χρόνο,
για να μου πουν, Μαρία, πως μια μεγάλη καρδιά, μία μητέρα υπέροχη επάλαιε εκεί
κάτω κ' ενικούσε.Η φωτογραφίες που μούστελνες του παιδιού αυτού, που ήταν το
παιδί μου, Μαρία, και 'που θα το ξεχνούσα, άκαρδος όπως είμουνα, αν εσύ δεν
εφρόντιζες να μου το θυμίζης και να με κάνης να τ' αγαπώ. Όλα αυτά ύψωσαν μέσα
στην ψυχήν μου ένα θρόνο ξεχωριστό, καμωμένο από αχτίνες φωτεινές κι' από
τρυφερότητα κι' από στοργή πατέρα, που μέσα εις την τρέλλα της ζωής της ψεύτικης
και μέσα στων φρικτών οργίων την κούρασι και την εξάντλησι και την αηδία μούδιδε
πάντα την ελπίδα μιας ζωής που θάμοιαζεν ανάστασι…</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α. Που με το σκάνδαλο το φοβερό εκείνο
έσβυσε, εχάθηκε. Ως τότε το παιδί μου ήξερε πώς είχε ένα πατέρα δυστυχή. Μα από
τότε που το φρικτό το σκάνδαλο έσβυσε και το δικό μου τ' όνειρο εκείνο μιας νέας
και ευτυχισμένης χαραυγής, από τότε που κι' δικές μου η ελπίδες χάθηκαν, το
παιδί μου έμαθε πως δεν είχε πειά πατέρα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ στ α ς (σκύφτει ως ένοχος). Ναι! ήταν
φρικτό! Είχα γίνει πειά το κτήνος, το ακράτητο, που πίνει και παίζει και
πλαστογραφεί, όπου δε σταματά μπροστά σε καμμιά ατιμία, που βλέπει γύρω του κ'
εμπρός του και πίσω του μια άβυσσο, ένα σκοτάδι, μια κόλασι (κλαίει).
Μαρία,γιατί να φύγης και να μ' αφήσης μόνο; Εσύ θα μ' έσωζες, αν
έμενες;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α. Έφυγα για να σώσω το παιδί μου. Για
να μη γίνω, κ' εγώ σαν της γυναίκες πούχες γύρω σου. Το ψέμα γεννά το ψέμα κι η
ατιμία τον ψυχικό θάνατο. Κ' εγώ ήθελα να σώσω την ψυχή μου και την έσωσα.Εγώ
μέσα στο πένθος και στα δάκρυα που έζησα είκοσι χρόνια τώρα,εφύλαξα μια καρδιά
μάνας ώμορφη κι' αμόλυντη κι' αγνή. Και σαν καθρέπτη καθαρό και άδολο, που
βλέπει το παιδί μου μέσα, χωρίς να κοκκινίζη και χωρίς να πονή. Τα παιδιά πρέπει
να χαίρωνται, να γελούν, όσο είναι παιδιά ακόμη. Δεν πρέπει να μαυρίζη την ωραία
τους ψυχή της συμφοράς ο πόνος. Δεν πρέπει ούτε του πατέρα, ούτε της μάννας η
ντροπή εκείνα να πληγώνη.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς. Το είχα καταλάβη, πως έμαθες
εκείνη την καταστροφή και είχα νοιώσει πως δεν είχα πειά την άδεια να λέγωμαι
πατέρας. Και γι'αυτό από την ημέρα κείνη την άτυχη, ούτε σε σένα, ούτε σε κείνο
έγραψα. Μόνο αργά και που εμάθαινα από ένα φίλο μου στην Αμερική, τι γίνεσθε.
Έξαφνα ολίγες μέρες πριν από τους αγώνας έλαβα ένα τηλεγράφημα που μούλεγε πώς ο
γυιός μου έφυγε με τους αθλητάς για τους αγώνας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α. Ποίος; Ο κ. Δέρβυ ίσως…</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς Ίσως· τώρα στα τελευταία είχα πηα
βαρεθή να ζω, όπως εζούσα και όπως ζουν οι άνθρωποι, που βλέπουν κλεισμένη
μπροστά τους κάθε πόρτα και κάθε δρόμο σωτηρίας. Παντού απόπου κι' αν επέρασα
άφηκα πίσω μου ερείπια. Παντού όπου το πόδι μου επάτησε, είχαν φυτρώσει αγκάθια
φαρμακερά, που πλήγωναν και μένα και όλους τους δικούς μου.Όταν η είδησις εκείνη
έφθασε, μου φάνηκε σαν να εγίνουνταν γύρω μου φως. Μια τελευταία ελπίδα ζωής
καλής, ζωής ωσάν εκείνη που ζήσαμε μαζή της πρώτες μέρες του γάμου μας, μου
φάνηκε σαν να φωτοβολούσε στην ψυχή μου. Δεν έχασα καιρό. Έφυγα αμέσως. Κ'
έφθασα εδώ την πρώτη μέρα των αγώνων Κ' αμέσως χωρίς στιγμή ν' αφήσω, έτρεξα στο
Στάδιον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α. Κ' ήσουν εκεί! Κ' είδες τον θρίαμβον
του Παύλου μας! Δεν είναι αλήθεια πώς είναι ωραίος και γερός.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς. Ω Μαρία! ό,τι κι' αν πω, τίποτα δε
μπορεί να συγκριθή με όσα υπέφερα της δέκα αυτές ημέρες. Τον Παύλο, το παιδί
μας, το ανεγνώρισα ευθύς από την πρώτη τη στιγμή που επαρουσιάσθηκε στο στίβο,
μόλο το ψεύτικο όνομα, που πήρατε, είκοσι χρόνια τώρα. Κ'όμως δεν ετόλμησα ούτε
το βλέμμα του να αντικρύσω, ούτε ως ξένος άγνωστος της τύχης, το χέρι του να
σφίξω. Και η καρδιά μου η νεκρή σε κάθε χαρά και σε κάθε συγκίνησι ελαχταρούσε,
εφτερούγιζε,εμεγάλωνε, Μαρία, τόσο που μου φάνηκε… πώς να σου πω, σαν με τον
κόσμο όλο να συμφιλιώθηκε (συγκινείται, κλαίει).</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Η Μ α ρ ί α, (δακρύζει και αυτή και με
συγκίνησιν τον πλησιάζει)Πτωχέ μου φίλε! Τι μαρτύριον!</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς. Κάθε νίκη του, κάθε φορά που η
σημαία μας, που τώρα μόλις μέσα εκεί στο Στάδιο την ωμορφιά της εκατάλαβα―κάθε
φοράν που υψώνουνταν εις τον ιστό, και τόνομα του Παύλου μας αντιλαλούσε
δοξασμένο, μέσα σε όλου του κόσμου εκείνου την αναβοή, μέσα στον ενθουσιασμό τον
έξαλλο και τα χειροκροτήματα και την λαχτάρα και την άγια χαρά… Ω! Μαρία! Μου
φαίνονταν πως κι' η δική μου η ψυχή, ψηλά εκεί μεγάλονε και ψήλωνε με το γαλάζιο
σύμβολο μιας υπερήφανης στιγμής, και γίνουνταν αγνή και ώμορφη και νέα και
αναγεννημένη πάλι και ξαναβαφτισμένη μέσα εις του παιδιού μου τη χαρά, τη νίκη
και το θρίαμβο… Και χθες, Μαρία, κάθε κλαδί αγριεληάς της Άλτεως, κάθε στεφάνι
απ' αυτά εδώ, ήταν για μένα σύμβολο του μεγαλείου του δικού σου, αλλά και
ταπείνωσις και εντροπή δική μου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α. Εγώ! Έκαμα ό,τι θάκανε κάθε μάννα
στη θέσι μου</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ στ α ς. Όχι, Μαρία, για δε με μένα, τι μ'
έκαμεν η μάννα, μου;Για δες την εντροπή μου και την ερημιά και την απελπισία
μου… Η μάνα μου, η αρχόντισσα, όπως έλεγε, η ώμορφη της Πόλης, που μούδωκε την
άχαρη ωμορφιά της… και τη ψυχή της ράτσας της της έκφυλης, και το μυαλό το
χαλασμένο εις τα ψέματα! Η μάννα μου! Ας όψεται! Ας είν'καταραμένη!</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α (κλαίει) Ω! μη! δυστυχισμένε! Τι
έφταιξε κι αυτή. Έγεινεν ότι την έκαμεν η πρόληψις η ψεύτικη και της σκλαβιάς τα
σίδερα, και η παληές ιδέες, και η τύφλωσις του νου, και του μωρού του κόσμου τα
παινέματα…</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς. Ενώ εσύ, Μαρία, μεγάλωσες ένα
παιδί, σαν ήρωα, ένα θριαμβευτή της πειό καλής, της πειό αληθινής ζωής, ένα
λεβέντη ευτυχισμένο και γενναίο και σοφό. Και με τα δυό σου χέρια, εσύ η
γυναίκα, εσύ η μεγάλη της ζωής νικήτρια, το πλούτισες με κάθε πλούτο και με κάθε
θησαυρό Γιατί το ξέρω! Τον έκανες και πλούσιο εσύ τον Παύλο, εσύ με τη δουλειά
σου, με την τέχνη σου, με τα χρυσά σου χέρια. Και είσθε τώρα, ευτυχισμένοι σεις
οι δυό άξια συ μητέρα του παιδιού σου και το παιδί σου άξιο μίας τέτοιας μάνας!
Ω! Μαρία!Γιατί δεν ελυπήθηκες κι' μένα, γιατί δεν μ' αγαπούσες τόσο. Γιατί η
μητέρα να σκοτώση τη γυναίκα μέσα στα βάθη της ωραίας σου ψυχής;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α. Γιατί ήμουν νέα και εγώ, με όνειρα
και με περήφανη ψυχή.Γιατί ήταν η αγάπη μου ωραία τόσο, που μόνο εις τα υψηλά
ιδανικά,και μόνο στην αλήθεια μέσα εύρισκε τροφή. Γιατί εκαταλάβαινα πώς αν δεν
έφευγα ευθύς, σιγά, σιγά, θα σ' επεριφρονούσα και μίσος θα αισθανόμουνα και
αποστροφή για σένα. Κ' έφυγα, γιατί εγώ δεν γεννήθηκα για να μισώ εκείνους π'
αγαπούσα μια φορά… Γιατί δεν ήθελα τον άνδρα μου, τον πρώτο και τον τελευταίο
έρωτά μου…</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς. Μαρία μου, ώστε μπορώ ακόμη να
ελπίζω;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α. Αυτό ήταν το όνειρο που τόσα χρόνια
έκαμα. Αυτήταν η ημέρα που φαντάσθηκα ευτυχισμένη και που με τόσην επερίμενα
χαρά.Νάρθω να σ 'εύρω έξαφνα, μάνα υπερήφανη για το παιδί της, το καλό και τίμιο
κι' εργατικό και σύζυγος που έμεινε πιστή στον πρώτο και στο μόνο της ζωής της
έρωτα. Και πλούσια όπως ήμαι σήμερα θα σ'έπερνα να φεύγαμεν μακρειά με μια
καινούρια αγάπη, που τόσο την δυνάμωσε του χωρισμού ο πόνος. Εις την λατρεία του
παιδιού μας θα εξεχνούσαμεν κι οι δύω όλα τα περασμένα βάσανα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς. Λοιπόν, Μαρία μου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α. Ω! θεέ μου! Αν έλειπε από τη ζωή
σου, η συμφορά και η εντροπή εκείνη! Μα τώρα ο Παύλος είν' ανηλεής, αμείλικτος
εις κάθε ζήτημα τιμής…. Και το παιδί αυτό αν μάθη πώς εσύ είσαι ο πατέρας του,
θα μάθη άφευκτα και το τελευταίο σκάνδαλο της ζωής σου. Και δε θέλω εγώ, δεν
πρέπει, Κώστα, το παιδί σου να σε κρίνη και να σε κατακρίνη.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς. Δυστυχία μου…..</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α. Όχι. Δεν πρέπει να μάθη ό, τι έμαθα
εγώ, και ό,τι εσυγχώρησα. Αυτός είναι νέος, ευτυχισμένος, αδοκίμαστος από τη ζωή
και γι' αυτό με χαρακτήρα αλύγιστο.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ α ς. Ώστε κάθε παρηγοριά και κάθε
ελπίδα χάνεται για μένα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α. Θεέ μου. Δεν ειξεύρω τι να πω! Τι να
κάμω. Γίνου γενναίος, Κώστα, για την ευτυχία του. Το παιδί μας είναι η
αύριον,είναι η ελπίδα και η χαρά. Και μείς είμεθα κείνοι που πέρασαν από ένα
κακό, σκοτεινό, σάποιο της ζωής μονοπάτι. Είμεθα η χθες, το παρελθόν. Η ζωή
εκείνου πλέει εις το φως, ενώ η δική μας είναι βουτηγμένη εις ένα μαύρο σκοτάδι.
Και δεν πρέπει, όχι, να συνεφιάση,να σκοτινιάση την ευτυχία του παιδιού μας το
ιδικό μας ψυχικό ναυάγιο… Οι δεσμοί, Κώστα, που ενώνουν τα παιδιά με τον πατέρα
και την μάνα πρέπει να είνε πλεγμένοι με ωραία και μυρωμένα λουλούδια… Είτε μη
γίνονται αλυσσίδες καταδίκων που πληγώνουν και πονούν και πικραίνουν όλη τους τη
ζωή.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κ ώ σ τ ας Έχεις δίκιο, Μαρία. Πρέπει να φύγω,
δεν έχω θέσιν εδώ χωρίς να καταστρέψω την ευτυχία του. Κολασμένοι σαν και μένα
δεν έχουν θέσι εις τον Παράδεισο. Είμαι καταδικασμένος.. (Τρέχει έξαλλος προς
την θύρα. Η Μαρία σηκόνεται, κάνει ένα απηλπισμένο κίνημα, του δίδει το χέρι…
Εκείνος γυρίζει το αρπάζει, της το φιλεί σαν τρελλός και τρέχει… Ο Παύλος
μπαίνει εν τω μεταξύ στη πόρτα, ο Κώστας ορμά τον αγκαλιάζει, τον φιλεί και
φεύγει λέγων). Σε συγχαίρω παιδί μου Ετίμησες την πατρίδα…</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">( Η Μαρία τρέχει ως για να τον φωνάξη. Ενώ ο
Παύλος ρωτά). Ποιός είν' αυτός μητέρα που μ' έσφιξε με τόσο πάθος στην αγκάλη
του;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μ α ρ ί α (κρατούσα ένα λυγμόν). Ένας δυστυχής
Παύλε που είχε κ'έχασε ένα παιδί σαν κ' εσένα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αυλαία</span><br />
<h2 style="margin-top: 48pt;">
<span style="font-size: 16pt;">Η ΓΥΝΑΙΚΑ</span></h2>
<div style="margin-top: 48pt;">
<span style="font-size: 16pt;">Ένα γράμμα προς την κ.
Καλιρρ. Παρρέν.</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">Αγαπητή Κυρία,</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Θέλετε και τη γνώμη μου; Το δράμα σας φέρνει
κάπου προς ένα ψήλωμα·για να φτάσουμε σ' ένα ψήλωμα μπορεί να περάσουμε όχι τόσο
καλοστρωμένα μέρη. Δεν πειράζει Σαν ανεβή κανείς, βλέπει, και ξανασαίνει. Είναι
και κάποια έργα που δεν έχεις τίποτε να παρατηρήσης· είναι σαν καλοκαθαρισμένα
και σαν καλομαντρωμένα οικόπεδα· το πόδι σας δεν σκοντάφτει. Προτιμώ τα
πρώτα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Η «Νέα Γυναίκα,» Το έργον σας δε θελήσατε να το
ξαναβαφτίσετε«Χειραφετημένη.» Συλλογιστήκατε ίσως το τ σ α λ ά κ ω μ α (να με
συμπαθήσετε για την πρόστυχη λέξι και για όλα τα πρόστυχα του άρθρου μου), το
τσαλάκωμα που κάνει στα γεμάτα από νόημα ονόματα το μεταχείρισμα των ονομάτων
τούτων από τους έξυπνους και πρόχειρους τιμητές των πάντων Θυμάμαι πώς―εδώ και
λίγα χρόνια, μπορεί κ' εγώ πρόχειρα―σημείωσα κάπου; « Η γυναίκα να χειραφετηθή!
Και δε φροντίζω αν έβαλαν οι έξυπνοι στη λέξη, χ ε ι ρ α φ έ τ η σ ι ς κάποιο
νόημα κοροϊδίας, ώστε να μη μπορή κανείς να τη μελετήση τη λέξη, χωρίς ο ίδιος
να χαμογελάση πονηρά ή χωρίς να δη τους άλλους γύρο του να χαμογελάνε· και δε
φροντίζω αν την ιδέα την άρπαξε για θέμα της η απονήρευτη Μούσα του Σουρή, όσο
κι αν είναι περιγελάστρα. Νάρθη καμιά άλλη μούσα να μας πραγματοποιήση το ζήτημα
από την άλλη την όψη του την αληθινή. Να χειραφετηθή η γυναίκα! Γιατ' είναι
πράμα αστόχαστο να επιμένης πώς η γυναίκα δεν πρέπει να χειραφετηθή,δηλαδή δεν
πρέπει νάβγη όσο της είναι βολετό από μέσ' από κάποια σκλαβιά, δεν πρέπει νάμπη
όσο της είναι φυσικό μέσα στον κύκλο της σοφίας τον ολόφωτο γιατί τάχα τότε θα
πάψη να είναι μητέρα και νοικοκυρά! Χωρίς να είναι στα σωστά βαθιά
χειραφετημένη,ανακατώνεται σε όλα, σε όλα· τάχα δε βλάφτει τέτοιο ανακάτωμα τη
νοικοκυροσύνη της και τη μητρότητά της; Νομίζω πώς ακέριος της γυναίκας ένας
λυτρωμός από τη σκλαβιά της πρόληψης, κ' ένας υψωμός του νου της προς το φως το
αληθινό, θα την έκανε και μητέρα καλήτερη και σωστότερη νοικοκυρά.» Σα να είστ'
εσείς η «άλλη Μούσα» που πήρατε το ζήτημα από την όψη του την άλλη, την πιο
αληθινή· αν και ό,τι χαρακτηρίζει το έργο σας, και, γενικώτατα, τα γραφόμενά
σας,δεν είναι το φτέρωμα του μουσοθρεμμένου ποιητή, μα το περπάτημα του
συγκρατημένου λογογράφου. Νέα γυναίκα; Βέβαια· η Μαρία Μύρτου έχει νιάτα κι
ομορφιά· και η λέξη νέα είναι πλούσια από τρόπους σημασιολογικούς και θα
μπορούσε κι απλούστερα κ' εντονώτερα να τιτλοφορηθή μ ί α γ υ ν α ί κ α. Η Μαρία
Μύρτου είναι μία γυναίκα ανάμεσα στα γυναικάρια που την τοποθετάτε· εκεί που η
γυναίκα είναι κούκλα, εκεί που είναι σκλάβα, εκεί που η κουκλοσύνη και η σκλαβιά
γεννάνε κάθε είδους αθλιότητες και αχρειότητες με το τριπλό το σύνθημα της
αχειράφετης γυναίκας: πώς να αρέσω, πώς να ψαρέψω, πώς να γελάσω! Η Μαρία
Μύρτου, ίσως σα γυναίκα που είναι, σα να μη φαίνεται απ' αρχής πλάσμα πολύ απλό
και ολότελα λογικό με τον εαυτό της. Τάχα να λυτρώθηκε ολότελα από τα παλιά η
ηρωίδα σας; Κάποιος παρατηρητής μου ψιθύρισε σταυτί μου αμέσως ύστερ' από την
παράσταση της «Νέας Γυναίκας».</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">― Η Μαρία Μύρτου, με όλο το μέρος που παίζει
μιας γυναίκας δυνατής,δέρνεται από αδυναμίες, πρώτη αδυναμία της: ερωτεύεται τον
Κώστα Μεμιδώφ, ένα ανάξιο. Δεύτερη αδυναμία της. Τη συγκίνησε η πρώτη βίζιτα της
πεθεράς τόσο, ώστε να πιστέψη πως με τανθόκλαδα που θ'άστρωνε και που θα
σκορπούσε προς τιμή της στο πάτωμα τ'αργαστηριού της θα μπορούσε να την εξιλεώση
και μήτε που υπωπτεύθηκε απ' αρχής πώς θα πάθαινε των παθών της τον τάραχο μέσα
στην αρχοντική σφηκοφωλιά των Μεμιδώφ. Τρίτη αδυναμία: η υπερβολική της η
κατάπληξη από την απιστία του Κώστα της. Έπειτα η μεταμόρφωση της στην τελευταία
πράξη σα να μας βρίσκη κάπως απροετοίμαστους.Έπειτα το φως αυτό που μας έρχεται
από την Αμερική εγώ ο Αθηναίος κάτοικος της πιο λεπτοφώτιστης γης, όσο κι' αν
ξέπεσα, το βρίσκω κάπως βάρβαρο φως και το αντιπαθώ. Έπειτα η σκληράδα της προς
τον άντρα που δεν έπεσ' επί τέλους και σε κανένα μεγάλο κρίμα, παρά που βρέθηκε
σε μια κρισιμώτατη ξαφνική στιγμή, που λυγίζει και τους δυνατούς, πιασμένος μέσα
σε κάποια επιτήδεια στημένα βρόχια, αφού μάλιστα δοκίμασε ο άνθρωπος και να
αντιοταθή όσο του είτανε βολετό·έπειτα η σκληράδα της προς τον άνδρα που δεν
έκαμε παρά ό,τι κάνουν όλοι σχεδόν οι κύριοι, και κοντά σ'αυτούς, όσο και
κρυφότερα απ'αυτούς, πόσες γοητευτικές ομόφυλες της Μαρίας! Η σκληράδα τούτη μου
φαίνεται αδικαιολόγητη, μάλιστα ύστερ' από το μεταγνωμό του ανθρώπου και δείχνει
κάτι τι αντικαλλιτεχνικά ξερό στο χαραχτήρα του θηλυκού ζωγράφου μας. Έπειτα η
μεγαλόσκημη τεχνίτρα τούτη μας παραστάνεται να φροντίζη πιο πολύ για τα κέρδη
της τέχνης της παρά για την τέχνη την ίδια. Το δράμα σα να μην ικανοποιεί όλα
όσα προσμέναμε από τον τίτλο του.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Του αντιπαρατήρησα :</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">― Νομίζω πώς δεν έχεις δίκιο. Το δράμα είναι
καμωμένο από συγγραφέα ωρισμένης φυλής· από ηθικολόγο κυνηγό κρισιμώτατων
κοινωνικών ζητημάτων από ζωγράφο κι' από δικαστή· από συγγραφέα πρώτ' απ' όλα
πραγματιστή. Το δράμα, ξετυλιμένο σε συνηθισμένο κόσμο, και χωρίς τίποτε που να
μας ξαφνίζη στο δέσιμο του, είναι σοβαρό, σαν ακολουθία προτεσταντική στη λύπη
του, και είναι, γενικώτατα λεπτά και επιδέξια ψυχολογημένο. Το σπίτι του
Μεμιδώφ, σπίτι τιποτένιων μα ο καθένας απ' αυτούς έχει το δικό του
γυάλισμα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Είναι γεννήματα της φυλής τους και της γύρο
τους ατμοσφαίρας· καρποί των τρανών δέντρων της Κληρονομιάς και της Κοινωνίας.
Μια κόρη, μέσα στις δεσποινίδες Μεμιδώφ, που ταξίδεψε, και κάπως άλλαξε τον αέρα
της, και σα να πήρε μυρουδιά από έναν κόσμο ― που η γυναίκα αντίθετα με την ιδέα
που έχουμε για κείνη και οι φράγκοι και οι ανατολίτες―είναι τύπος μιας
αξιοθαύμαστης ενέργειας, είναι σα να στέκεται στα καρφιά, μολονότι ανήμπορη κι'
αυτή, μέσα στο ανατολίτικο εκείνο, όσο κι αν είναι ευρωπαϊκά πασαλειμμένο,
χαρέμι.Οι άλλοι, φραγκολεβαντίνοι του χειρότερου είδους· οι γυναίκες, πιο χαύνες
και πιο δούλες, πιο ανήθικες και πιο ακίνητες, μέσα στο πεταλουδίσιο τους άπαυτο
παράδαρμα, κι από τα θηλυκά των Τούρκων.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ο πατέρας Μεμιδώφ ολοστρόγγυλος τιποτένιος δεν
αξίζει ούτε να τον αντιπαθήσης· είναι διασκεδαστικός. Η κυρία Μεμιδώφ τιποτένια,
με αγκάθια που σε πληγώνουν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ο Βενιαμίν της, ο κύριος Κώστας Μεμιδώφ,
τιποτένιος! με λευκά γερόχτια· ο πιο επικίντυνος, αφού τον αγάπησε η μορφωμένη,
μα πάντα παρθενική Μαρία. Αδιάντροπος, αφού μεθυσμένος από τον έρωτα της
νεόνυμφης δέσποινάς του, χτυπά, κατάμουτρα τη μητέρα του,αραδιάζοντας το
περίφημο γενεαλογικό δέντρο της οικογένειας Μεμιδώφ με μια κακία ανάξια πάντα
ενός παιδιού, όσο κι αν της έπρεπε το μάθημα που δίνει της μητέρας του.
Ασυνείδητος, αφού η αγάπη, η ειλικρίνεια, η ποίηση, και η εξαιρετική θέση της
γυναίκας του δε στάθηκαν ικανά να τον κάμουνε να της αφωσιωθή. Το βλέπω κ' εγώ
πως η φοβερώτερη στιγμή των κριμάτων του Κώστα δεν είν' εκείνη που τόνε βρίσκει
η γυναίκα του με την Ελένη. Μάλιστα πρέπει να ομολογήσουμε πώς επροσπάθησε ο
άνθρωπος στη αρχή όσο του είτανε βολετό να ξεφύγη από τα δίχτυα της Σειρήνας.
Και θαρρετά σημειώνω πώς το ίδιο θα κάνανε στη θέση του και άντρες με πιο πολλή
δύναμη και με φωτεινότερη συνείδηση. Θα μου πης, οι κακίες του Κώστα Μεμιδώφ
μικροκακίες πάντα· μα τα μεγαλήτερα δεινά τα προξενούν τα μικρόβια και στη
φυσική και στην κοινωνική τάξη· και πιστεύω πώς κάτου από το γυαλί του
κοινωνιολόγου οι πιο τρανοί κακούργοι δεν είναι πάντα εκείνοι που ψοφάνε στο
φρέσκο. Οι κακίες του Κώστα Μεμιδώφ χύνονται μέσ' από τους πόρους του όλους· δε
βγαίνουν από πράξες του ωρισμένες· είναι στο αίμα του. Είναι ο πιο πολύ χωρίς
χαρακτήρα μέσα στους άλλους τύπους των αχαραχτήριστων ολόγυρά του• εκεί που η
Μαρία Μύρτου δεν είναι ό,τι λέμε τ ύ π ο ς, δεν αντικαθρεπτίζει ωρισμένων
κοινωνικών κύκλων τα γνωρίσματα· είναι το άτομο που τραβά ξεχωρίζοντας· είναι ο
χαραχτήρας· κ' η σύγκρουσή της με τους άλλους γεννά το δράμα. Η Μαρία Μύρτου
είναι ζωγράφος. Μου φαίνεται πως το ζωγραφικό της τάλαντο είναι κάτι τι πιο πολύ
συμβολικό, παρά πραγματικό. Είναι, καλά καλά, μια ευγενική δουλεύτρα. Δε μας
ήρθε για να μας δείξη με τι τρόπο μια γυναίκα ζωγράφος θα πορευτή στη δείνα
περίσταση της ζωής της, μήτε για να μας παραστήση κάποιες περιπέτειες της ζωής ή
της ψυχολογίας ενός τεχνίτη, ή του τεχνίτη,τυπικά. Η Μαρία Μύρτου είναι μια
γυναίκα επιδεχτική αγνών και γενναίων αισθημάτων, μα και για τούτο πάντα σε
κίντυνο να πλανεθή μέσα σ' εκείνα κι από κείνα. Μα και γυναίκα δοκιμασμένη που
λυτρώθηκε από πολλές πρόληψες του φύλου της. Ο λυτρωμός της έχει την
καλλιτεχνική της μόρφωση μαζί αιτία κι αποτέλεσμα. Μαζί διανοητικά και κοινωνικά
ανεξάρτητη. Μα δε μας δείχνεται ονειροπλέκοντας απάνου στη χίμαιρα της τέχνης
Συχνά πυκνά ακούμε πως κερδίζει από την τέχνη της· και σα να θέλη να μας πη πως
πάντα κέρδος έχει ο δουλευτής, πως ο χαμένος είναι πάντα ο αργός κι ο χαύνος. Η
Μαρία Μύρτου είναι από τους τόσο σπάνια ευτυχισμένους τεχνίτες που δε βρίσκονται
σε πόλεμο με τον κόσμο για τη τέχνη τους. Δε θα παραξενευόμουν αν εμάθαινα πως
ακολουθά τη σχολή των ζωγράφων εκείνων που δεν αντιθέτουν και που δεν
αντιχτυπούνε, μα που αρμονίζουν τα χρώματα. Αγαπά κι αφωσιώνεται· μα πιο πολύ δ
ο υ λ ε ύ ε ι. Είναι θετική· αυτό το κύριο γνώρισμα της. Καταλαβαίνει. Εγώ δε θα
δίσταζα να την πω και πεζή, ανεβάζοντας τη λέξη σε όλο το πλατύ και το σοβαρό
της νόημα,αντίθετα προς την ποίηση του σύγνεφου, του άρρωστου, του ρωμαντικού.Ο
έρωτας την πληγώνει, τη γλυτόνει η τέχνη της.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Συχνά πυκνά ο διαπλασμένος άνθρωπος έχει εξός
από τη φυσική του πατρίδα, κι άλλη μια πατρίδα πνευματική. Της Μύρτου η πατρίδα
είναι η Αμερική, ο σωστός κόσμος της ελεύθερης γυναίκας. Και δεν πιστεύω,μ' όσα
κι αν κατηγορούν του αμερικανισμού οι σεβαστοί πάντα και αρισκοκρατικοί
θησαυροφύλακες των κλασσικών παραδομένων, δεν πιστεύω να μπορή κάνεις τόσο
εύκολα να τον καταφρονήση το μεγάλο και τον ολοκαίνουριο τούτο πολιτισμό, και να
μην πάρη παραδείγματ' από κείνον, ακόμη και για ζητήματα της ιδέας και της
τέχνης. Βέβαια,ένας απέραντος και πολυποίκιλος κόσμος, σαν την Αμερική, δε
μπορεί να είναι σα μονοκόμματη Εδέμ σοφίας κι ομορφιάς. Παραδέχουμαι πως από
κείθε μας έρχουνται και δείγματα σημαντικά μπακαλοσύνης και προστυχιάς. Μα η
αμαρτωλή γερόντισσα η Ευρώπη πόσες ντροπές δεν κρύβει μέσα της! «Περίληψη της
όλης γης» την είπε την Αμερική σ' ένα του ποίημα ο μεγαλόστομος Πίνδαρός της, ο
Ουίτμαν. Ταστέρια των Ουάσιγκτων και των Φραγκλίνων, των Ποφ και των Έμερσον,
των Ουίτμαν και των Ουΐστλερ, και τώρα τελευταία του Ουΐλλιαμ James, του
περίφημου ιδρυτή της φιλοσοφίας του πραγματισμού μας έρχονται από κείθε Μα του
κόσμου τούτου του πιο αληθινά νέου και πιο λυτρωμένου από τα παραδομένα των
αιώνων που γίνονται πρόληψις, κι από την κατάχρηση της νεκρολατρείας, πρέπει να
του λογαριασθή για μεγάλος έπαινος ότι χρόνια τώρα μάχεται κι' ολοένα κατορθώνει
και γενναία συμπληρώνει μίαν επανάσταση· την επανάσταση από κείνες που
προωρισμένες είναι ναλλάζουν την όψη τον κόσμου· την αναγνώριση της γυναίκας,
ισότιμης σε όλα στο πλευρό του άντρα. Είναι ο τόπος που στυλώνει τεράστια
αγάλματα στις γυναίκες. Ο θετικός νους ο αμερικανισμός, αν αγαπάτε, της Μαρίας
Μύρτου την κάνει να μην πολυκυνηγά μέσα στο δράμα καλλιτεχνικές πόζες ιδεολόγου
ονειροπλέχτη ανίσως και καλά θυμούμαι. Είναι αλήθεια πως καμιά φορά σα να
παθαίνη από κρούσματα κάποιας ρητορικής, που δε με πολυσυγκινεί· η ζέστα της
αγάπης της μ' αρέσει, όχι της λογιοσύνης οι ροκέτες. Η Μαρία Μύρτου μας έρχεται
γυναίκα πάντα, πάντα βαλμένη να εκπληρώση παράπλευρα του αντρός της κάποιονε
διαφορετικό, μα όμοια σοβαρό και κυρίαρχο προορισμό, πιο πολύ στοργής παρά
ενέργειας, πιο πολύ της καρδιάς,παρά του νου υποκείμενο. Μα το καράβι της είναι
καλά σαβουρωμένο.Στην αρχή μας δείχνεται σα μια παιδούλα καλοστόχαστη, με την
αγάπη του άντρα της και της δουλειάς της, που δε βάνει το κακό ο νους της.Είναι
αλήθεια πως το σκουλήκι της έγνοιας και μία μάντισσα υποψία μέσα στην αφωσίωσιν
της καρδιάς της και μέσα στου λογισμού της το στέρεο δρόμο, σα να τη βασανίζη
από καιρό σε καιρό.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Το παρουσίασμα της γύφτισσας σε μια σκηνή σα να
μην είναι τίποτε άλλο, παρά το αντικειμενικό μετουσίωμα της υποψίας τούτης, του
σκουληκιού το συμβόλισμα. Η νέα γυναίκα τούτη δεν υποδηλώνει τα εξαιρετικά της
χαρίσματα σε γνώμες και σε φερσίματα παράξενα,επαναστατικά, αντικοινωνικά·
σέρνει τη φυσική και την κοινωνική αλυσίδα της με τη στερεότητα της
χειραφετημένης της ψυχής είν'ελεύτερη, γιατί υποτάσσεται. Χαίρεται με την
επιτυχία της στο επάγγελμά της· χαίρεται με τον έρωτά της προς εκείνον, αρκετά
γυναικείο, αρκετά τυφλό σαν κάθε έρωτας. Πλάθει ένα δύσκολο ταίριασμα μιας
ομόζυγης, μιας μητέρας, μιας τεχνίτρας, μιας συντρόφισσας οδηγήτρας του άντρα
και στο σπίτι και πέρ' από το σπίτι και παντού. Αισιόδοξη, πιστεύει προς στιγμή
πως θα μπορούσε να τα βολέψη με τη μητέρα Μεμιδώφ και να γιομίση με την αρμονία
της το σπίτι του άντρα της· και δεν κάνει τίποτ' άλλο παρά να ξαπολύση ίσα
καταπάνου της όλες τις δύναμες της ξιπασμένης και πανούργας φαμελιάς.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Και λοιπόν που μας γίνετ' αισθητή η δύναμη της
νέας γυναίκας; από που κυρίως την αναγνωρίζουμε; Οι ψυχολόγοι μας λένε πως
κάποιο εξαιρετικό βάθος του ανθρώπου δεν ξεφανερώνεται πάντα και παντού σε κάθε
περίσταση, μα έξαφνα και στις πιο σημαντικές και στις πιο κρίσιμες περιπέτειες
της ζωής του. Από το νόμο τούτο μας λένε πως ωφεληθήκανε πολύ κάποιοι
νατουραλίστες λογογράφοι του γερμανικού θεάτρου από τη σχολή που τα θεμέλια της
βάζει η «Λουίζα Μύλλερ» του Σίλλερου και απλώνεται ως τα χρόνια του Χάουπτμαν Η
Μαρία Μύρτου κάτου από το ωραίο της το πρόσωπο κι' από το εργατικό της
χέρι,κρύβει μιαν ασύγκριτη θέληση. Η δύναμη τούτη πρωτοδείχνεται στην απόφασή
της να φύγη αμέσως να φύγη μακριά από τον ανάξιο. Μέτρησε μονομιάς το βυθό που
κιντύνευε να πέση· κι αντί την ώρα εκείνη να λιγοθυμήση, κ' ύστερα να παρατήση
τον εαυτό της στην αμοιριά της γυναικείας της σκλαβιάς και να ξεπέση σε ανώφελες
διαμαρτυρίες και σε γκρίνια παντοτινή, έφυγε γοργά, ήσυχα σχεδόν· τράβηξε κατά
τη χώρα του θετικού ονείρου της· βρέθηκε στην Αμερική. Η γυναίκα τούτη προτού να
μας δειχτή στο δράμα, πρωτοστάτησε ζητημένη σε όλο της το πλάτος μέσα στο
μυθιστόρημα της «Χειραφετημένης». Θα έπρεπεν εδώ, αν το είχα πρόχειρο, να σου
ξαναδιαβάσω το άρθρο που βάλθηκε στο «Άστυ»για τη «Χειραφετημένη» το Μάη του
1900. Μα ξεσπά στο δράμα και δείχνεται με όλη της τη σημασία η χαρακτηριστική
τούτη θέληση στην τέταρτη πράξη, στο Συναπάντημα, ύστερ' από χρόνια, της
γυναίκας με τον άντρα. Βέβαια· κι άλλη γυναίκα με κάποιαν απόφαση θα μπορούσε να
τον αφήση τον άντρα της, μα μόνο δραματική ηρωίδα θα φερνόταν προς εκείνον καθώς
του φέρθηκε στο τέλος η Μαρία. Το τελευταίο της συναπάντημα με τον Κώστα και η
άρνησή της να τον ξαναδεχτή και να τον ανταμώση με το παιδί του είναι γιομάτη
από τραγική απλότητα και υψώνεται ίσα με τον ουρανό της θυσίας. Η τελευταία
πράξη, καθώς έρχεται στερνή, σφραγίζει το έργο, και του δηλώνει το νόημά του,
και δείχνει το δρόμο που τραβά ο θηλυκός του συγγραφέας πέρα κι απ' όσα
υπαγορεύει μια γυναικεία θηλυκή καρδιά.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μας φέρνει την καταστροφή στο δράμα, ύστερ' από
τη χαρούμενη περιπέτεια της ολυμπιακής νίκης του ακριβογιού, και μας εκδίδει σα
μια δικαστική απόφαση, σύμφωνα με τα προστάσματα ενός νόμου, που βλέπει προς ένα
μακρυσμένο ακόμα τέλος μιας κοινωνικής αναγέννησης.Όμως ό,τι δε μ' ευχαρίστησε
πολύ από την ωραία τούτη και σημαντικώτατη πράξη είναι οι λυρικοί χαιρετισμοί οι
σκορπισμένοι προς την Αθήνα και προς την Ελληνική γη που πανηγυρίζουν τους
Ολυμπιακούς αγώνες του 1896. Δε μπορώ να ξεχάσω την ακράταγη αισιοδοξία που μας
είχε παλαβώσει όλους μας, την παιδιάτικη ξιπασμάρα μας όλων που είχαμε πιστέψει
πως την αναστήσαμε εμείς την αρχαία ομορφιά, και πως η Ευρώπη τελειωτικά πια
κρεμασμένη από τα πόδια του Λούη, που προφητικά τα χαιρέτισε ο Καρκαβίτσας, δε
θα έκανε πια τίποτ' άλλο, παρά να χάσκη μπροστά μας και να μας προσκυνά.
Αφέλειες ανίδεων λαών και ξεπεσμένων. Την απάντηση μας την έδωκε ο πόλεμος του
1897. Η τελευταία πράξη της «Νέας Γυναίκας»είναι κάπως περισσότερο παρ' όσο
πρέπει λιβανισμένη από τον ολυμπιακό ενθουσιασμό. Ύστερ' από τη γνώση που μας
έφερε το περπάτημα του καιρού τα λαμπρόλογα και πανηγυρικά ξεφωνήματα της
μητέρας, όσο κι αν στέκουνται ψυχολογικά ξηγημένα από τη χαρά για μια τέτοια
νίκη του παιδιού της αναθρεμμένου στο νέο κόσμο ελληνικώτερα παρ' όσο θ'
αναθρεφόταν στην ίδια την Ελλάδα, με περιχύσανε με κάποια κρυάδα και με κάμανε
να στοχαστώ πως τα μάτια της νέας γυναίκας, θολωμένα από τη στοργή του παιδιού
κι από τον πόνο του άντρα, δε φτάσαν ακόμα ίσα με το ξαγνάντεμα των απόμακρων
ανησυχαστικώνε σημαδιών πέρα στ' ακροούρανα. Μα το κατά τη γνώμη μου,
παραστράτισμα τούτο, επηρεάζει πιο πολύ τη φιλοσοφία ή και το ύφος μέσα στο έργο
τούτο, παρά την κυρίως δραματική του αξία. Το δράμα δε γγίζεται από τέτοια όλως
διόλου δεύτερα στη γραμμή ψεγάδια.Η θέληση της Μαρίας μας δίνει μια λύση από τις
πιο αυστηρές, από τις πιο λογικές, από τις πιο τραγικές. Η παρουσία στην
τελευταία πράξη του Κώστα Μεμιδώφ συγκινεί βέβαια τη γυναίκα του, και νοιώθεις
πως μέσα, στα κρύφια της καρδιάς της δεν έπαψε να αισθάνεται για κείνον κάτι. Μα
εμένα ο κύριος αυτός δε με συγκινεί.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Πίσω από το ταπεινό παρουσίασμα του
μετανοιωμένου και σα συντριμμένου ψαρότριχου πατέρα σα νάνοιωσα κάποιο ξέπασμα
και κάποια άλλη ανειλικρίνεια ανθρώπου, τραβημένου πιο πολύ από ζήλεια παρά από
εξαγνισμό. Ίσως πολύ περισσότερο παρ' όσο κοίταζε να πείση τη γυναίκα του για τα
βάσανα του, πολεμούσε να γελάση τον ίδιο τον εαυτό του. Ύποπτος και τότε ο
Κώστας Μεμιδώφ. Μα ότι κι αν είναι, η Μαρία στέκει αγνάντια του, μαζί
μαρτυρημένη στοργή και ασάλευτη δικαιοσύνη. Όχι. Ο Κώστας Μεμιδώφ δεν πρέπει να
συχωρεθή, δεν πρέπει να ξανασταθή σαν άντρας στο πλευρό της γυναίκας του• δεν
πρέπει να του δοθή το παιδί του, όσο κι αν το ποθεί. Τίποτε δε μας πείθει πως
δεν είναι κατά βάθος ο ίδιος ο άνθρωπος. Μα κι αν τον άλλαξεν ο καιρός και η
κούραση τον αμαρτωλό, η αλήθεια είναι πως υπάρχει μια πληρωμή των έργων μας· και
η πληρωμή τούτη, καθώς μας το διδάσκει η θετική αντίληψη των αδυσώπητων νόμων
της ζωής, βρίσκεται στον κόσμο τούτο εδώ, και πουθενά αλλού. Και το κάτου κάτου
της γραφής ο Κώστας Μεμιδώφ είναι το παράδειγμα της αντρίκειας αλαφρομυαλιάς και
ψωροπερηφάνιας, εκεί που η Μαρία Μύρτου μας παρουσιάζεται σύμβολο της νικήτρας
κ' εκδικήτρας γυναίκας και μαζί της αποφασιστικά φιλόστοργης μητέρας. Όχι, φίλε
μου, το έργο τούτο είναι αληθινό δράμα, που βάρεσε στο σημάδι, και που συνεχίζει
και τονώνει την κοινωνική και λυτρωτική εργασία του συγγραφέα της· εργασία που
μια μέρα θα λογαριαστή, σαν κάτι τι ξεχωριστό, μέσα στην ιστορία μας εδώ της
γυναικείας πνευματικής ενέργειας και χειραφεσίας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αυτά απάνου κάτου αντιπαρατήρησα του κριτικού
σας, αγαπητή Κυρία•και ή δε θέλησε ή δεν τόλμησε να μου αντιμιλήση. Μπορεί και
να τον έκαμα να το συλλογιστή. Τις πιο πολλές φορές ευκολώτερα θα συμφωνούσαμε
οι συζητητές, αν προσέχαμε πιο πολύ στα λόγια των άλλων και πιο λίγο στα δικά
μας. Στα λόγια τούτα βλέπετε την εντύπωση μου,ίσως πρόχειρη και ατελή. Στην
πρώτη πράξη το σπίτι του Ευρωπαίου ανατολίτη Μεμιδώφ με τη λάμψη του, με το
θόρυβο του, με τα χάλια του γοργοδειγμένο, κ' ύστερα με το ξεσκέπασμα του γάμου
του Κώστα που το δέρνει σα χαλαζόβροχο. Στη δεύτερη πράξη η φωλιά των νιόνυφων
και ταργαστήρι του ζωγράφου• η χαρά του ωραίου τώρα και μαζί το φοβέρισμα
κάποιου αύριο αγνώριστου και σκοταδερού. Στην τρίτη. Μέσα στα βρόχια της πεθεράς
το μπλέξιμο της τρυγόνας. Το ξανακύλημα του γαμπρού. Η Δαλιδά. Η απόφαση. Στην
τέταρτη πράξη: Το φανέρωμα της νέας γυναίκας. Η νίκη και η θυσία. Η καταδίκη. Η
Νέμεση Οι σκηνές του έργου σας ξετυλίγονται κανονικά και σχεδόν απέριττα. Μα
νομίζω πως ερμηνευμένες προσεχτικώτερα και κάπως πιο λεπτά από δεξιώτερους
ηθοποιούς παρ' όσο που παίχτηκαν τη βραδυά που το είδα (χωρίς ναδικήσω το
αισθαντικό και εκφραστικό παίξιμο της δος Κοτοπούλη και την ευγενική και
φροντισμένη τέχνη του κ. Παπαγεωργίου) θα δείξουνε καθαρότερα την αξία τους. Η
γλώσσα του έργου σας, και στη γραμματική της και στο ύφος, μας θυμίζει πως ο
γραφτός λόγος ωρισμένων πεζογράφων μας και από τους πιο καλούς προτού να χτιστή
γενικά και τελειωτικά απάνου στα θεμέλια της δημοτικής γλώσσας, και προτού
ξεκολλήση ολότελα από τη σκλαβιά της καθαρεύουσας, έχει να περάση ακόμα για
καιρό δρόμους και σταθμούς. Λόγοι συντηρητικής αφορμής και κάπως πραχτικής
γνώμης δε θα λείψουν να κρατήσουν όπως όπως το τρεμοσάλεμα τούτο. Τη δείχνετ'
εσείς έντονα τη νομαδική τούτη κατάσταση της γλώσσας. Όλοι μας οι γλωσσικοί
νεωτεριστές πάντα κάπως διστάζουμε κι από κάπου φυλαγόμαστε. Μα οι δισταγμοί
τούτοι και οι επιφύλαξες δείχνουνται σε άλλους πιο κανονισμένα και πιο αρμονικά
κι' αυτές, και σε άλλους πιο ατομιστικά και πιο αφρόντιστα. Μα σα να πιστεύουμε
όλοι μας πως το θέατρο διωρίστηκε για να καθιερώση οριστικά στων πολλών το νόημα
την αληθινή μας γλώσσα. Μέσα στο έργο σας η γλωσσική ζωή που μερικοί
αγωνιζόμαστε να την αναδείξουμε ξεκαθαρισμένη από τα λογής φτιασιδώματα του
ασυμμόρφωτου προς την ιδέα μας δασκαλισμού, η ζωή τούτη πότε φαίνεται αβίαστη
και καθαρή,και πότε μισοπνίγεται σ' ένα ανακάτωμα, που όσο και αν δεν ενοχλή
τους πολλούς, εμένα πια σα να μη μ' ευχαριστή, και σα να μη μου φαίνεται πια
απαραίτητο με την προκοπή που πήρε, λίγο λίγο, η γλωσσική μας η συνείδηση. Αν
ήτανε η φροντίδα μόνο για γραμματικά κοιτάματα, δε θα μιλούσα εδώ, όσο σπουδαίο
κι αν το θεωρώ το γλωσσικό ζήτημα. Φοβάμαι πως κάπου κάπου η ίδια η ηρωίδα σας,
με όλη της τη καθάρια δειγμένη ψυχή, εκεί που δείχνεται καμμιά φορά σα να
παρασέρνεται από κάποια ρητορική επίδειξη πιο πολύ κι απ' ό,τι πρέπει, δεν είναι
πως τη στιγμή εκείνη δεν αισθάνεται γερά, και μήτε που είναι παραπανιστά τα
λόγια της• είναι η γλωσσική μορφή και όχι η ουσία των λόγων που τους δίνει τότε
ένα κάποιο φτιάσιμο― πως να το πω!―που αδικεί την ηρωίδα. Την παρατήρηση τούτη
σας σημειώνω όλως διόλου παραπανιστά εδώ πέρα, με κίντυνο να θεωρηθώ κάπως
σκολαστικός. Δε θα το έκανα, αν δεν ήξερα, πως αν ίσως το κοντύλι σας έχει
λόγους και μπορεί και αρκετά βάσιμους, για να του φτάνη η συνηθισμένη και
απλούστερη κ' ελεύτερη καθαρεύουσα, μολαταύτα πολύ καλά νοιώθει και τιμά με το
παραπάνου τις προσπάθειες κάθε άξιου δημοτικιστή• και ποτέ δεν πρέπει να
λησμονηθή πόσο εύγλωττα και γνωστικά και γενναία στις ντροπές των Ορεστειακών
υψώθηκε η φωνή σας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Το πρώτο απ' όλα που πρέπει να λογαριάζεται στο
έργο σας, αγαπητή Κυρία, είναι η δραματική αρετή, έξω από κάθε άλλη πρόθεση κι
από κάθε σκέψη σχετισμένη με το γυναικείο ζήτημα. Όμως αφού η αρετή τούτη δεν
του λείπει, στοχάζομαι πως δύσκολο θα είτανε να ξεχωριστή το σώμα από την ψυχή
που το ζωντάνεψε, χωρίς το σώμα να γίνη πτώμα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Και η ψυχή τούτη μας έρχεται από τον ορμητικό
τον άνεμο που ολούθε τώρα φυσώντας βαρυβογγά την απολύτρωση της γυναίκας. Το
γυναικείο ζήτημα έχει φανερώματα χίλια μύρια ―το ξέρετε πολύ καλήτερά μου ―και
γγίζει όλους τους κύκλους της ενέργειας και της σκέψης,πολιτική, επιστήμη,
τέχνη, διοίκηση, νομοθεσία, ιστορία, κοινωνία,παιδεία, το σπίτι, την ποίηση, τη
φιλοσοφία, το έθνος χωριστά, τον άνθρωπο γενικά. Από τα ζητήματα τούτα σ' ένα
δράμα, που είναι και το πρώτο σας έργο, δεν μπορείτε βέβαια να ψάξετε σχεδόν
τίποτε. Μα πολύ σωστά, αρχίσατε από το πρώτο και σημαντικώτατο• από την ερωτική
γνωριμία του άντρα με τη γυναίκα, από τη θέση της γυναίκας αγνάντια στον άντρα.
Ο έρωτας, ο γάμος, θελήσατε κ' εσείς να σηκώσετε μια δίπλα από το μυριόδιπλο και
βαρύτατο παραπέτασμα. Συχνά πυκνά ακούω να την κατηγορούν τη γαλλική φιλολογία
πως κάνει πολλή κατάχρηση,στο μυθιστόρημα και στο θέατρο, των ερωτικών παθών,
εκεί που λογοτεχνίες άλλων εθνών καταγίνονται πολύ πιο συχνά με λογής πόλεμους
και προβλήματα της κοινωνίας και της ψυχής. Μπορεί κάπως νάχουνε δίκιο οι
κατήγοροι τούτοι• μα το κακό είναι στην κατάχρηση,όχι στην χρήση των ερωτικών
μπελάδων, κι από λογοτέχνες όχι πρώτης γραμμής. Μα καλά καλά, τίποτε
σπουδαιότερο, τίποτε ουσιαστικώτερο,τίποτε πιο ανθρώπινο, τίποτε πιο
ανεξάντλητο, τίποτε πιο αιώνιο σαν το θέμα τούτο. Γι' αυτό κι όσο απλό και
μεταχειρισμένο κι αν είναι το θέμα σας, είναι πάντα σα μουσικό μοτίβο για λογής
παιξίματα. Μα πάντα, πολύ δύσκολο να ξεχωριστή από το γενικό ζήτημα, το
γυναικείο•και γιατί το φέρνει πάντα στο νου το έργο σας και γιατί είστ' εσείς η
μητέρα του έργου σας. Υπάρχει και σ' εμάς εδώ τέτοιο ζήτημα;Βέβαια, υπάρχει.
Παντού όπου ξεδιπλώνεται κάποιος, νεόφερτος ή γέρικος, πολιτισμός, πολεμώντας να
γλυτώση από το σφιχταγκάλιασμα κάποιου βαρβαρισμού και μπροστά να πάη, παντού
όπου κάποια συνείδηση θα ξυπνά και θα βλέπη πως η γυναίκα― αποτέλεσμα κατάντιας
μακρών αιώνων ―δε στέκεται στον τόπο που της αξίζει. Κι ο πολιτισμός τούτος όσο
πιο μπροστά θα τραβά κι όσο θα ξεφεύγη όχι μόνο από του βαρβαρισμού την αγκαλιά,
μα κι από την όποια επιρροή ενός κάποιου ρωμαντισμού (δηλαδή μιας κάποιας
δύναμης ή αδυναμίας που παίρνει τη ζωή ποιητικά, χιμαιρικά, λυρικά,
υποκειμενικά, φανταστικά, Όπως θέλετε, κ' όχι πραγματικά κι όχι αντικειμενικά κι
όχι επιστημονικά),τόσο πιο πολύ η συνείδηση τούτη θα δουλεύη και θαγωνίζεται για
να βάλη τη γυναίκα στη θέση της. Η γυναίκα ― το ξέρετε πολύ καλήτερά μου―δεν
είναι μόνο καλαισθητικό φαινόμενο• είναι και κοινωνική αξία αλογάριαστη.
Κατάχρηση ως την ώρα γίνεται στο κοίταμα της γυναίκας από τη μια της όψη• της
γυναίκας ποίησης, της γυναίκας ονείρου, της γυναίκας παιγνιδιού, της γυναίκας
ρόδου, της γυναίκας Παναγιάς, της γυναίκας Φρύνης, της γυναίκας πατσαβούρας, της
γυναίκας Σφίγγας.Όπου ο ρωμαντισμός βαστά, κράτησε και το αποκλειστικό τούτο
κοίταμα.Όπου ο θετικισμός ήρθε, άρχισε να νοιώθεται και η άλλη όψη της γυναίκας•
της γυναίκας που είναι―για τόνομα του Θεού!―άνθρωπος και σε τίποτε κατώτερη κι
αλοιώτικη από τον άντρα, παρά σε κάποιες φυσιολογικές λειτουργίες και σε κάποια
ανατομικά γνωρίσματα, που όσο κι αν είναι σπουδαία και σημαντικά, δεν είναι
αρκετά να δικαιώσουν το τέτοιο ίσα με την ώρα μεταχείρισμά της, με όλη την
πρόοδο του πολιτισμού και μ' όλη τη λίγο λίγο και μέρα με τη μέρα αναγνώριση του
δίκιου της. Ο Νίτσε, μιλώντας για τη γυναίκα καταφρονητικά,είναι ο στερνός ως
την ώρα μεγάλος αντιπρόσωπος της ρωμαντικής ιδέας της γυναίκας. Ο Τζων Στούαρτ
Μίλλ. διαλαλώντας, απόλυτα,ανεπιφύλαχτα, ανίσως δεν έχω λάθος, και με πειθώ
δυσκολοπολέμητη, τα παραγνωρισμένα δικαιώματα της γυναίκας, είναι ο πιο τρανός
αντιπρόσωπος της θετικής ιδέας της γυναίκας. Πιστεύω πως η ζωή, με όλες τις
ανάγκες που γεννάν και με όλα τα μπερδέματα που παρουσιάζουν οι νέοι καιροί, δε
θέλει (δεν εξετάζω τώρα αν για καλήτερα ή αν για χειρότερα) να περιοριστή η
ενέργεια της γυναίκας μονάχα στους τέσσερους τοίχους του σπιτιού της, ή μονάχα
κάτου από το βούρδουλα, ή και κάτου από τα φιλιά του άντρα. Μα κι αν είναι η
γυναίκα μόνο για νοικοκερά, και μόνο για το μαγερειό να τη χρειάζεστε, πάλε και
για να είναι καθώς πρέπει δέσποινα του σπιτιού και κυρίαρχη του μαγερειού,
ανάγκη και για τούτο πολύ ακόμα να ξανοιχτή η μόρφωσή της. Ο εθνικός ποιητής των
Αμερικανών, ο Ουίτμαν,λέει σ' ένα από τα σαν παρθένα δάση τραγούδια του : «Εκεί
όπου προβαίνουνε στις δημόσιες τελετές οι γυναίκες, ίσες με τους άντρες,εκεί
όπου μέσα στη δημόσια συνέλευση κάθουνται οι γυναίκες ίσες με τους άντρες,―εκεί
ορθοστυλώνεται η μεγάλη Πολιτεία!»</span><br />
<h5>
<span style="font-size: 16pt;">ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ.</span></h5>
<span style="font-size: 16pt;">ΣΗΜ. Εις το πρώτον μέρος της κριτικής του κ.
Παλαμά εκ τυπογραφικής απροσεξίας έμειναν μερικά λάθη, τα όποια εδώ
διορθώνομεν:</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">― Τοποθετείτε αντί Τοποθετάτε. ― Παρασταίνεται
αντί παραστάνεται.―Προτεσταντική στη λύση του αντί στη λύπη του. ― εξόν, αντί
εξός. ―Πόου αντί Πόφ.― Πρόληψες αντί πρόληψη.― Αφωσίωση, αντί αφωσίωσιν
κτλ.</span><br />
<h5>
<span style="font-size: 16pt;">Η ΝΕΑ ΓΥΝΑΙΚΑ</span></h5>
<span style="font-size: 16pt;">(Κρίσις του κ. Ξενόπουλου εις το «Νέον
Άστυ»)</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Η Μαρία Μύρτου είναι νεαρά Αθηναία, η οποία
εξασκεί ευδοκίμως κ'επικερδώς το επάγγελμα της ζωγράφου. Δεν γνωρίζομεν ακριβώς
τας ιδέας που έχει περί της τέχνης της, γνωρίζομεν όμως τας ιδέας που έχει περί
του φύλου της. Θέλει την γυναίκα ελευθερωμένην από την τυραννίαν του ανδρός, και
την οικογένειαν βασισμένην επί αρχών αμοιβαίας αγάπης, αμοιβαίου σεβασμού και
αμοιβαίας εργασίας. Προ πάντων το τελευταίον, διότι η εργασία εξασφαλίζει την
οικονομικήν ανεξαρτησίαν, η οποία άγει προς κάθε άλλην. Και ως είπομεν, η
Χειραφετημένη, η Νέα Γυναίκα, θέλει την ανεξαρτησίαν της. Ισότης δικαιωμάτων και
υποχρεώσεων μεταξύ των δύω φύλων, και διά της ισότητος αυτής νέα οικογένεια, νέα
κοινωνία, τελειότερα, ωραιότερα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Εις την Κωνσταντινούπολιν εργαζομένη η Μαρία
Μύρτου γνωρίζεται μ'ένα εύμορφον νέον της ψευτοαριοτοκρατίας του Σταυροδρομιού,
τον Κώστα Μεμιδώφ. Η οικογένεια του είνε ο τύπος της παλαιάς οικογενείας, με όλα
της τα ψεύδη και με όλας της τας προλήψεις. Η μητέρα του είνε η σκλάβα του
πατέρα του, και τα παιδιά ανατρέφονται μέσα εις το σκότος αυτής της δουλείας. Ο
Κώστας όμως, ως άνδρας,τάλλα παιδιά είνε κορίτσια, δεικνύει ζωηράς τάσεις
αποσκιρτήσεως,και ενώ η οικογένειά του επιμένει να τον νυμφεύση με μίαν Ρωσσίδα
πριγκήπισαν, της οποίας η προίκα θα τους έσωζεν, εκείνος δεν διστάζει να
στεφανωθή κρυφά την Μαρίαν Μύρτου, που προς στιγμήν ενόμισεν ότι την αγαπά
αληθινά.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αλλ' ούτε ο Κώστας είνε από εκείνους που
αγαπούν αληθινά, ούτε ίσως η Μαρία Μύρτου από εκείνας που αγαπώνται. Διότι παρά
το ταλαντον και την ανάπτυξίν της, μου φαίνεται ότι έχει μίαν υπερηφάνειαν
αποκρουστικήν και κατά βάθος ψυχρότητα και ασυμβίβαστον εγωισμόν Το βέβαιον είνε
ότι ευθύς μετά τον γάμον του ο Κώστας παύει να την αγαπά. Την εκτιμά, την
σέβεται, την θαυμάζει, αλλ' αυτά όλα κάμνουν την αγάπην του καθήκοντος, η οποία
καμμίαν σχέσιν δεν έχει με την αληθινήν… Και διά τούτο εις πρώτην ευκαιρίαν
πίπτει πάλιν εις τας αγκάλας μιας παλαιάς του ερωμένης, η οποία είνε συνήθης
γυναίκα,χωρίς προτέρημα και χωρίς αξίαν, αλλ' είνε η Γυναίκα, το θήλυ, που τον
γοητεύει και τον τραβά. Και αυτή, προς δυστυχίαν της Μαρίας Μύρτου και κάθε
χειραφετημένης, είνε η μεγάλη διαφορά…</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Η σύζυγός του τον συλλαμβάνει εις τας αγκάλας
της αντιζήλου σχεδόν επ' αυτοφόρω. Και τον εγκαταλείπει αμέσως και αδιστάκτως,
διότι είνε υπερήφανος και διότι βλέπει, ίσως ολίγον αργά, ότι ο Κώστας δεν είνε
ο άνδρας, με τον οποίον θα ημπορούσε να ζήση.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Και φεύγει εις την Αμερικήν. Εκεί αρχίζει δι'
αυτήν νέα δράσις, νέα ζωή. Αφιερώνεται ολόκληρος εις την τέχνην της και εις την
ανατροφήν του υιού της. Ο σκοπός της είνε να κάμη άνθρωπον αυτόν, τον υιόν του
Κώστα Μεμιδώφ, ο οποίος φυσικώς ομοιάζει τόσον του πατέρα του, αλλά δεν πρέπει
να του ομοιάση. Και το κατορθώνει. Η αφοσίωσίς της και η αμερικανική ανατροφή
θαυματουργούν. Μετά είκοσιν έτη επαναβλέπομεν την Μαρίαν Μύρτου εις τας Αθήνας
με τον υιόν της, ο οποίος ήλθε να λάβη μέρος εις τους ολυμπιακούς αγώνας. Είνε
ένας ωραίος αθλητής, ο οποίος επανειλημμένως αναδεικνύεται ολυμπιονίκης. Και
είνε ακόμη πλούσιος, διότι η μητέρα του με την εργασίαν της του έκαμε
περιουσίαν, και είνε ακόμη μνηστευμένος με μίαν Αμερικανίδα εκατομμυριούχον,
αλλά προ πάντων είνε νέος άνθρωπος με χαρακτήρα, με αρχάς, με ιδέας, με υγιά
αντίληψιν, με όλα τα φυσικά και ηθικά εφόδια δια να ζήση και να
προκόψη.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Εις το διάστημα των είκοσιν ετών, ο Κώστας
Μεμιδώφ εξηκολούθησε και αυτός την ζωήν του. Και, ήτο η ζωή του ένας κατήφορος,
όπου εις το τέλος εσταμάτησε κατεστραμμένος, ατιμασμένος, ελεεινός. Η θέα του
υιού του εις το Στάδιον ήτο δι' αυτόν ως μία αφύπνισις. Και μετανοημένος,
συντετριμμένος έρχεται προς την Μαρίαν να της ζητήση την συγγνώμην της, την
επιείκειάν της, την λήθην του παρελθόντος,την ευτυχίαν του, το παιδί του… Αλλ'
είνε αργά. Ο νέος Μεμιδώφ δεν είνε δυνατόν να γνωρίση τον πατέρα του, χωρίς να
μάθη ποίος υπήρξε..Και την λύπην αυτήν η μητέρα δεν εννοεί να του την δώση κατ'
ουδένα τρόπον. Ο Κώστας, μίαν στιγμήν, ως ξένος θαυμαστής, εναγκαλίζεται τον
υιόν του και φεύγει</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">― Ποίος είνε αυτός που μ' εφίλησε με τόσην
συγκίνησιν; ερωτά την μητέρα του έκπληκτος ο νέος Ολυμπιονίκης.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">― Είνε ένας δυστυχής άνθρωπος, απαντά εκείνη,
που είχε ένα παιδί σαν και σένα και το έχασε!…</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Εδώ τελειώνει το δράμα της κ. Παρρέν. Είνε
εξηγμένον από τα «Βιβλία της Αυγής» κυρίως από την «Χειραφετημένην» και εν μέρει
από την«Μάγισσαν». Τα ίδια πρόσωπα, η ιδία σχεδόν υπόθεσις και η ιδία θέσις.
Είχα διαβάσει άλλοτε το μυθιστόρημα, το οποίον μου έκαμεν έντύπωσιν, προπάντων
διά την έξοχον εκείνην ηθογραφίαν της οικογενείας Μεμιδώφ• ο γέρο Μεμιδώφ π.χ.
είνε τύπος αληθινού φιλολογικού έργου, ― και δι' αυτό ίσως η εντύπωσίς μου εις
το δράμα δεν ημπορεί να είνε ελευθέρα, ανεπηρέαστος, ξεκαθαρισμένη. Ποιός ξεύρει
: πιθανόν να μου ήρεσε το δράμα, επειδή μου είχεν αρέσει το μιθυστόρημα, επειδή
έβλεπα γνώριμα πρόσωπα επάνω εις την σκηνήν, και επειδή μου ενθύμιζαν
περιγραφάς, σκηνάς και επεισόδια ωραία• πολύ υποπτεύομαι, αλλά χωρίς να έχω
καμμίαν βεβαιότητα, ότι εις το δράμα εχάλασε το μυθιστόρημα, όπως συμβαίνει
σχεδόν κάθε φοράν που από ένα μυθιστόρημα βγαίνει ένα δράμα. Εστρεβλώθη διά την
ανάγκην της σκηνής η υπόθεσις, παρελείφθησαν τόσα σημαντικά, και ίσως ίσως και
αυτή ακόμη η ιδέα υπέστη κάποιαν ελάττωσιν. Διότι είδα, ότι ενώ εις το
μυθιστόρημα φαίνεται καθαρά ποία είνε και τι ζητεί η Μαρία Μύρτου, η
χειραφετημένη, πολλοί από το δράμα δεν εκατάλαβαν καλά τας ιδέας της και την
παρεξήγησαν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Εξ άλλου όμως είδα, ότι η μεγάλη μάζα των
θεατών παρηκολούθησε την εξελιξιν του έργου με ζωηρότατον ενδιαφέρον και μεγάλην
συγκίνησιν.Εις δε την τελευταίαν πράξιν, η οποία είνε δυνατή και αποτελεί ίσως
μόνη της ένα ωραίον δραματάκι, η συγκίνησις εκορυφώθη και ολίγοι από τους θεατάς
ημπόρεσαν να κρατήσουν τα δάκρυα. Ένα δράμα, εις το οποίον ο θεατής κλαίει, δεν
ημπορεί να μη είνε επιτυχημένον.Οπωσδήποτε, διά να εκτιμήση κανείς το έργον της
Κας Παρρέν φιλολογικώς πρέπει να γνωρίζη το μυθιστόρημα. Διαφορετικά κινδυνεύει
να το αδικήση.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Η «Νέα Γυναίκα» επαίχθη αρκετά καλά εν τω
συνόλω Ο κ. Ν Παπαγεωργίου, αντικαταστήσας ευγενώς τον κ. Βονασέραν,
ασθενούντα,μας ενθύμισε τας παλαιάς ημέρας της «Νέας Σκηνής»• η δε Δις Μαρία
Κοτοπούλη έβαλε μέσα εις τον ρόλον της κάτι από την χειραφετημένην ψυχήν
της.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Η Κα Παρρέν είχεν ούτω μίαν θριαμβευτικήν
επιτυχίαν. Και πως ημπορούσε να μην την έχη; Η Γυναίκα αυτή είνε γεννημένη διά
να νικά.</span><br />
<h5>
<span style="font-size: 16pt;">ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ</span></h5>
<h3 style="margin-top: 36pt;">
<span style="font-size: 16pt;">ΑΙ ΝΕΑΙ ΚΑΙ ΑΙ
ΠΑΛΑΙΑΙ</span></h3>
<div style="margin-top: 36pt;">
<span style="font-size: 16pt;">(Κρίσεις του κ. Γ.
Τσοκοπούλου εις την «Εστίαν»)</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">Η κ. Παρρέν προχθές το βράδυ μας έδωκε τον
τύπον της νέας γυναικός.Η νέα γυναίκα δεν ομοιάζει με τας παλαιάς εις τας τρεις
πράξεις του δράματος της κ. Παρρέν. Η παλαιά γυναίκα είνε η μητέρα, η οποία
προσπαθεί να επιτύχη τον γάμον του υιού της με μίαν πλουσίαν ύποπτον διά να
προικίση από την προίκα της τα γεροντοκόριτσά της. Η ιδία η μητέρα ηνέχθη μέσα
εις το σπήτι της την ερωμένην του ανδρός της. Η ιδία η μητέρα αγοράζει
νταντέλλες πέντε λιρών και λέγει εις τον άνδρα της ότι τας ηγόρασε μίαν λίραν.
Ψεύδεται λοιπόν η παλαιά γυναίκα. Και είμεθα σύμφωνοι με την
συγγραφέα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ακόμη είμεθα σύμφωνοι εις το ότι παλαιαί
γυναίκες είναι αι κόραι της οικογενείας αυτής, άδεια πλάσματα, κεφαλάκια κούφια,
καταγινόμενα εις εκδρομάς εις τα μαγαζιά, εις φλυαρίαν, εις κοκεταρίαν, εις
ανοησίας, εις όλας τας αθλιότητας, αι οποίαι κάμνουν την γυναίκα μόνον «σκεύος
απολαύσεως», όπως λέγει η Αθηναία ζωγράφος. Ακόμη και η υπηρέτρια, η οποία
φοβείται να είπη εμπρός εις τον κύριον διά κάποιον λογαριασμόν της μοδίστρας,
είναι και αυτή παλαιά.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Απέναντι όλων αυτών των παλαιών γυναικών η
ζωγράφος είναι νέα γυναίκα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ζη από την εργασίαν της και λατρεύει το ωραίον.
Εις την πενθεράν της χαρίζει μίαν εικόνα του Παρθενώνος και μίαν προτομήν του
Ερμού.Ξεκινά μόνη της διά το εσωτερικόν της Ανατολής, όπου ζωγραφίζει εξωκλήσια
και όταν της χρειάζονται στεφάνια διά τον γάμον της, τα πλέκει μόνη της από άνθη
του αγρού.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Προ πάντων δεν ανέχεται το ψεύδος. Την ζωήν της
θέλει γεμάτην από αλήθειαν, σπαρμένην από άνθη ειλικρίνειας. Όταν από ένα
πλαγινόν δωμάτιον ανακαλύπτη ότι ο σύζυγός της παρεσύρθη από παλαιόν πάθος και
ελησμόνησεν, έστω και μίαν στιγμήν, τους όρκους που της είχε δώσει, τον αφίνει
και μεταναστεύει εις την Αμερικήν. Τίποτε δεν είναι πλέον ικανόν να την
κρατήση.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">― Μου κάνεις φρίκην! λέγει επανειλημμένως εις
τον αδύνατον, τον ανόητον και άτονον σύζυγον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Έως εδώ η γυναίκα αυτή δεν είναι πολύ νέα. Η
κυρία Παρρέν μας εζωγράφισεν ένα ωραίον τύπον γενναίας γυναικός, η οποία
εγεννήθη ειλικρινής εις τον κόσμον, ήλθεν εις σχέσιν με το ωραίον, προσήρμοσε
την καλλιτεχνικήν της ψυχήν εις περιβάλλον που εξέλεξεν η ιδία.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αλλά πάρα κάτω είναι ακόμη ολιγώτερον νέα η
γυναίκα αυτή. Επήρε το παιδί της και έφυγε. Και όταν ευρέθη εις τον κόσμον
μητέρα ενός παιδιού, εργάζεται διά να το κάμη μάλιστα ένδοξον άνδρα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Γυναίκες αυτού του είδους υπάρχουν εις τον
κόσμον, αφ' ότου ο Δημιουργός εσοφίσθη να διαιρέση το ανθρώπινον γένος εις
άρρενα και θήλεα. Αι γυναίκες, τας οποίας έρριψεν η τύχη εις το πλάι ανδρός
αναξίου, ή υποφέρουν μαρτυρικώς την ζωήν των, ηφεύγουν. Και φεύγουσαι και
έχουσαι παιδιά ν' αναθρέψουν, εργάζονται διά να κερδίσουν το ψωμί της ημέρας.
Πιθανόν να μη ζωγραφίζουν όλαι αλλά η εργασία είνε μία, είτε διεξάγεται με
πινέλλα, είτε με βελόνην, είτε και με την σκάφην.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Έχω λοιπόν την αντίρρηση του τίτλου εις το
ωραίον άλλωστε δράμα της κυρίας Παρρέν. Η νέα γυναίκα της είνε παλαιά,
παλαιοτάτη, αιωνία.Ίσως είνε κάπως σπανία ακόμη. Φρονώ ότι σπανία θα είνε
πάντοτε. Νέα όμως δεν είνε. Αν η απογραφή που θα γίνη τον Οκτώβριον, δεν εγίνετο
μόνον αριθμητική απογραφή, αλλ' ήτο και ψυχολογική, θα ευρίσκαμεν εις τα
δελτάρια γυναίκας αυτού του είδους περισσοτέρας αφ' ότι φανταζόμεθα.</span><br />
<h5>
<span style="font-size: 16pt;">Γ. Τ.</span></h5>
<div class="MsoNormal">
<span style="font-size: 16pt;"> </span></div>
<div class="MsoNormal">
<b><span style="color: red; font-size: 16pt;">ΤΕΛΟΣ
</span></b></div>
</div>
Anonymoushttp://www.blogger.com/profile/08051056850681230077noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6616896798072971014.post-22469008719844910762012-10-24T07:36:00.001-07:002012-10-24T07:36:04.871-07:00ΖΑΧΑΡΙΑ Λ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ: ΠΕΖΟΙ ΡΥΘΜΟΙ<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<dl>
<dt><b><span style="color: red; font-size: 26pt;">ΖΑΧΑΡΙΑ Λ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ: ΠΕΖΟΙ
ΡΥΘΜΟΙ</span></b>
</dt>
<dt><b><span style="color: lime; font-family: Verdana; font-size: 16pt;">ΟΛΟΚΛΗΡΟ
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ </span></b><a href="http://fih.gr/view.php?filename=92b126794.jpg" target="_blank"><img align="right" alt="FREE photo hosting by Fih.gr" height="476" src="http://fih.gr/images/92b126794.jpg" width="307" /></a>
</dt>
<dt><span style="font-size: 14pt;">Στο μικτό είδος του πεζοτράγουδου, που
καλλιεργήθηκε στα τέλη 19ου αι. - αρχές 20ού αι., ανήκουν οι "Πεζοί ρυθμοί". Το
έργο διακρίνεται για την ποικιλία των εκφραστικών τρόπων και την τελειότητα του
ύφους… Ζαχαρίας Παπαντωνίου (1877-1940). Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου γεννήθηκε στο
Καρπενήσι, γιος του δασκάλου Λάμπρου Παπαντωνίου και της Ελένης Ηλιόκαυτου από
το Καρπενήσι. Είχε τρία αδέλφια, το Χαρίλαο, το Θανάση και τη Σοφία. Στο
Καρπενήσι έμαθε τα πρώτα γράμματα και το 1890 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά
του στην Αθήνα, όπου τέλειωσε το Γυμνάσιο, πήρε μαθήματα ζωγραφικής και γράφτηκε
στην Ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου, χωρίς να αποφοιτήσει. Στράφηκε από τα
φοιτητικά του χρόνια προς τη συγγραφή και τη δημοσιογραφία και σε ηλικία δεκαέξι
μόλις ετών ξεκίνησε να αρθρογραφεί στην "Ακρόπολη" του Βλ. Γαβριηλίδη. Ως το
1898, οπότε κυκλοφόρησε η πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο "Πολεμικά
τραγούδια", συνέχισε να συνεργάζεται με περιοδικά και εφημερίδες όπως η
"Εφημερίδα των συζητήσεων", ο "Χρόνος" και η "Σκριπ", στην οποία υπήρξε
αρχισυντάκτης από το 1900 ως το 1905. Το 1904 γίνεται ένα από τα πρώτα μέλη της
εταιρίας "Η Εθνική Γλώσσα", με στόχο την υπεράσπιση της δημοτικής γλώσσας (μαζί
με τους Μιλτιάδη Μαλακάση, Λάμπρο Πορφύρα, Κωνσταντίνο Χατζόπουλο, Ανδρέα
Καρκαβίτσα, Ιωάννη Κονδυλάκη και άλλους). Για την Εθνική γλώσσα συνέταξε τον
επόμενο χρόνο τη διακήρυξη "Προς το ελληνικό Έθνος", εκθέτοντας τους στόχους
της. Από το 1908 και ως το 1911 βρέθηκε στο Παρίσι ως απεσταλμένος της
εφημερίδας "Εμπρός" του Αριστείδη Κυριακού. Παράλληλα αρθρογραφούσε σε γαλλικές
εφημερίδες και γνώρισε νέα καλλιτεχνικά ρεύματα. Μετά την επιστροφή του στην
Αθήνα εγκατέλειψε τη δημοσιογραφία (με μοναδική εξαίρεση τη συγγραφή
χρονογραφημάτων στην εφημερίδα "Εμπρός" ως το 1914) και διακρίθηκε σε μια έκθεση
ζωγραφικής στο Ζάππειο για σχεδιάσματα και γελοιογραφίες που είχε δημοσιεύσει
κατά καιρούς σε διάφορα περιοδικά. Από το 1912 και ως το 1916 διετέλεσε νομάρχης
στη Ζάκυνθο, τις Κυκλάδες, την Καλαμάτα και τη Σπάρτη.</span>
</dt>
<dt><b><span style="font-size: 14pt;">(Ολόκληρο το βιβλίο σε απλό
κείμενο).</span></b>
</dt>
<dt><b><span style="color: red; font-family: Verdana; font-size: 14pt;">ΖΑΧΑΡΙΑ
Λ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ</span></b> <br /><br />
<dl>
<dt><span style="font-size: 16pt;">ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ "ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΔΑΚΗΣ„ ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ
1922</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">ΤΟ ΞΕΚΙΝΗΜΑ</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> Στον κάμπο με τα χρυσά κλήματα, στη θάλασσα
των αμπελιών μάς πήγαινε το τραίνο — μια Κυριακή πρωί, μια ρόδινη ανατολή. Στη
θάλασσα των αμπελιών, εκεί ακούσαμε την καμπάνα, μια Κυριακή πρωί, την καμπάνα
της λειτουργίας!</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Γνωρίζεις, ψυχή μου, αυτόν τον ήχο ;</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Για ξένους τόπους ξεκινήσαμε, για
συννεφιασμένους ουρανούς. Άσπρα χωριά φεύγουν μπροστά μας, άσπρα καμπαναριά
χάνονται στης τούφες των δέντρων. Η ράχες γέμισαν ρόδα — στον κάμπο χύνεται ο
ψαλμός της καμπάνας! Πού την πας την ανία σου ;</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Σαν άσπρο σύννεφο περιστεριών, σαν περιστέρια
με καμαρωτό στήθος, σαν περιστέρια με νύχια κοράλινα, πετούν με τον ήχο της
καμπάνας στον αέρα οι στοχασμοί των χωρικών που πάνε στη λειτουργία! Ας
μπορούσες μαζί με τους στοχασμούς των να πετάξης απάνω απ' την πεδιάδα! Ας
μπορούσες να καταίβης μαζί τους σε καθαρό νεράκι, να σταθής μαζί τους σε
μπαλκόνι με βασιλικά! Είνε πρωί τριανταφυλλένιο, είνε Κυριακή.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Τούτα τα βουνά που ροδίζουν στην ανατολή
κράτησε τα στα βάθη σου, φτωχή μου ψυχή.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Τούτες η χρυσές Ελλάδες, που φεύγουν σήμερα
γύρω απ' το τραίνο, θάρχωνται στης νύχτες της ξενητειάς σου… Τούτα τα λουλούδια
των χωραφιών θα φυτρώνουν στους γκρεμούς της απελπισίας σου, στην άβυσσο της
ανίας σου — για να τα τρυγάς κάτω από βροχή κι' ομίχλη…</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Γνωρίζεις, ψυχή μου, αυτόν τον ήχο ;</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Η καμπάνα σε ρωτάει για πού ξεκίνησες.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Η καμπάνα σε ρωτάει πώς λησμόνησες τον Κύριον
Ημών…</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Ω! απάνου απ' τη χρυσή πεδιάδα, τούτο το πρωί
της Κυριακής, άκουσε, σκυφτή, τον ήχο που σε κρίνει! Γύρισε πίσω.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">ΓΥΡΟΛΟΓΟΙ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> Πάντα ο πραματευτής στο στενό δρόμο — πάντα η
φωνή του στο δειλινό!</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Πάντα η φωνή του στην πορφυρή ώρα — όταν
κάποιο φτωχό τζάμι της Αθήνας ανάβει απ' την ενθύμησι του ήλιου που
έσβυσε!</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Νάνε η ανία της πόλης που έκαμε τη φωνή του
μελωδία ; Νάνε αυτή που τη χρυσόδεσεν απάνω στην ώρα ; Νάνε η λύπη μου που την
προσφέρει στον εσπερινό ;</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Ας ήξερα ποιος οδηγεί τη φωνή του πραματευτή
να τελειώνη σε ψαλμό — ποιος της έδωκε τη βυζαντινή καμπύλη. . .</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Νάνε η ζωή — νάνε ο καιρός — νάνε η ψυχή μου
που αρμόζει της φωνές των γυρολόγων απάνω στης ώρες και στα τοπεία ;</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Πάντα η φωνή του πραματευτή στο φτωχό δρόμο —
η φωνή του στον ήλιο που βασιλεύει!</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Η φωνή του είν' ο καιρός που μας
χτύπησε.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Η φωνή του είν' η μέρες που δεν ξανάρχονται. Η
φωνή του είν' η γνώση που μας επίκρανε.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Και συ δεν ξέρεις τίποτα — όταν το ημιτόνιο
της μελωδίας σου λυώνει στο φλογισμένον ορίζοντα — πραματευτή με τα νήματα και
της δαντέλλες!</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">ΠΡΟΣΕΥΧΗ</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> Κύριε, που ρίχνεις το σκοτάδι στα
στάχια</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> και στα κύματα, στους λογισμούς και στα
δάση</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — ευδόκησε να πέση η νύχτα και να
μου</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> σκεπάση τη μνήμη!</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Κύριε, που έγνεψες στον αδερφό μου να ρθή στο
πλευρό σου, σκόρπισε την ενθύμησί του καθώς σκορπίζεις το άσπρο σύννεφο στο
γαλανό διάστημα — και μην επιτρέψης στην προδοσία της φαντασίας να τον φέρνη
μπροστά μου για να τον χάνω πολλές φορές! Απομάκρυνε από με τη μάταιη παρηγοριά.
Επίβλεψε τους ύπνους μου για να μη τον ονειρευτώ.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Σβύσε, Κύριε, της ευτυχίες που είχα στο πλευρό
του. Σκότισε μέσα στο πνεύμα μου τα ηλιοβασιλέμματα που κυττάξαμε μαζί μ'
εκείνον· μάρανε τη θάλασσα των σπαρτών που μου είχε δείξει· αφάνισε από μπρος
μου ό,τι αυτός είχεν αγαπήσει — τοπεία, μορφές, πολιτισμούς.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Άστραψε, Κύριε, με φοβέρα στην αδυναμία μου
που κυττάζει τους βραδυνούς ορίζοντες μήπως τον ιδή. Μην αφήσης τους στεναγμούς
μου να κινούν τα φυλλώματα του Παραδείσου. Μην αφίνης την αμφιβολία μου να σβύνη
τη φλόγα των άστρων σου. Κεραύνωσε τον πόνο μου που ρωτά τον ουρανό κι'
ασχημίζει την αιωνιότητα.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Κύριε, ας μη τον θυμηθώ! Ξέρω που τον έβαλες
σε τοπείο με απλές και καθαρές μορφές. Ακουμπημένος ελαφρά σε λιγερόκορμο δέντρο
ξέρω που θα κυττάζη και θα χαίρεται αληθευμένες της ζωγραφικές οπτασίες του. Σε
τέτοια δόξα γιατί να τον ταράξη ο πόνος μου ; Γιατί να φυσήξη το παράπονό μου
στους κήπους των ιδεών σου ; Γιατί να χύσω δάκρυ μέσα στη βρύση της αλήθειας
;</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Κύριε, ρίξε μου όλες σου της νύχτες στη
μνήμη!</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">ΒΡΑΔΥΝΟΣ ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> Μην έχοντας πλάνη ικανή να μας γελάση
—</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> σπίτι να μας ανάψη φωτιά — χέρι να
σφίξωμε</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — όνειρο ν' ακολουθήσουμε — πηγαίναμε
ανάμεσα</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> στην πλάση χωρίς σκοπό, εγώ κι' η</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> ψυχή μου.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Η ψυχή μου είνε βουβή. Η χαρά την
αποχαιρέτισε. Η ενέργεια την ξέχασε. Τα παρεκκλήσια τη διώχνουν. Κυττάζει τον
κόσμο και σωπαίνει.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Και τώρα, καθώς περνούμε ανάμεσα στην πλάση,
πόσο είμαστε έρημοι! Κανένα δέντρο δεν ρώτησε πού πηγαίνουμε.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Το νερό δεν εστάθηκε να μας καθρεφτίση.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Το κοράκι δε χαμήλωσεν — ούτε για να ιδή αν
είμαστε πεθαμένοι.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Τ' αστέρια δεν άναψαν για μας.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Τα πουλιά πήγαιναν να κοιμηθούν χωρίς να μας
ρωτήσουν αν έχωμε να τους δώσωμε μήνυμα — σ' εκείνους που μας λησμόνησαν.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Απαντήσαμε τη νύχτα στο δρόμο — και δε μας
πήρε στα παραμύθια της.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Κι' όμως — κάποια παράδοξη ζέστα νοιώσαμε στην
ερημιά εμείς οι έρημοι. Κάποια παράδοξη χαρά δοκιμάσαμε βυθισμένοι στην απέραντη
αδιαφορία της πλάσης — που μας έσφιγγε με στοργή, χωρίς να γνωρίζη ούτε μας,
ούτε τον εαυτό της!</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΤΟ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟ</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> Δυο κατσίκια πήδησαν μπροστά μου στη χλόη —
τάχα ποιος να μου στέλνη αυτό το δώρο στα παιδιάτικα χρόνια μου που πέρασαν
;</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Γαλάζιο πουλάκι έσεισε μπροστά μου την ουρά
του — κάποιος θα το στέλνη προσφορά στους παληούς μου πόνους.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Είδα τ' άσπρο αρνάκι που γεννήθηκε μόλις
προχτές — κάποιος θα θυμήθηκε πως έκαμα μια καλή πράξι έναν καιρό.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Απάντησα στον κάμπο το δέντρο με τον κορμό του
σαν αργή μουσική στροφή — κάποιος θα το φύτεψεν εκεί παρηγοριά του πνεύματός
μου.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Το φλογισμένο βραδυνό σύννεφο βυθίζεται στη
βάρυπνη ψυχή μου κι' η ψυχή μου ροδίζει όπως οι βάλτοι των χωραφιών. Ευχαριστώ
το Δημιουργό!</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">ΚΟΝΣΕΡΤΟ</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> Του Μπετόβεν η Εννάτη μας πήρε και
ταξειδέψαμε, αγαπημένη, θείο ταξείδι. Ατάραχη και βέβαιη για το δρόμο της, η
Εννάτη, μας πήγαινε στο άστρο των Ιδεών.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Ω! μην το πης ποτέ τι είδες. Να το θυμάσαι
μόνον σαν είσαι ωραία, μόνο σαν είσαι πολύ δυστυχισμένη. Στο βαθύτερο φως των
ματιών σου που δεν το βλέπει κανείς, ούτε η αγάπη, κράτησε της αθάνατες μορφές
που καταδέχτηκαν να της κυττάξωμε. Είδαμε της γραμμές που ονειρεύονται τα
μάρμαρα εδώ στη γη με το φεγγάρι. Είδαμε όσα συλλογίζονται το βράδυ τα γερμένα
δέντρα. Γνωρίσαμε τους λογισμούς των νερών στην ώρα της δύσης. Της υπέρτατες
μορφές, τους τύπους αντικρύσαμε. Στον κρουνό των στοχασμών το κουρασμένο μας
πνεύμα ελούστηκε. Στην πηγή της καλωσύνης το περιστέρι της ψυχής μας
ήπιε.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Λοιπόν δίκαια πονούσαμε! Λοιπόν όσα τολμήσαμε
να πιστέψωμε τόσον καιρό — ήταν αλήθεια. Εκεί απάνω βρήκαμε το σκοπό του πόνου.
Μη φοβηθής ποτέ πια την ασκήμια των ανθρώπινων ψυχών — τη φρίκη της
μοίρας.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Μη φοβηθής τίποτα — παρά συλλογίσου όταν
υποφέρης, το Ταξείδι! Το πλοίο της Εννάτης θυμήσου όταν άραξε στο άστρο των
Ιδεών — τον Πλάτωνα θυμήσου, ορθό, σε λειβάδι άσπρο απ' ανθούς, καθώς κύτταζε
μακρυά της Ιδέες να λούζωνται στη θάλασσα του γαλάζιου!</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Ευλογημένος αυτός που μας πήρε στο πλοίο των
ήχων, αυτός που μας πήγε στην αιτία του κόσμου — ευλογημένο το θλιβερό του
πνεύμα που μας ταξείδεψε. Βυθίσου για πολύν καιρό στον εαυτό σου. Σιωπή —
σιωπή.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">ΚΟΙΝΗ ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> Σήμερα είμαι ο κοινός κι' ο αλάθευτος
προφήτης.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Σήμερα ξέρω εκείνα που οι άλλοι τρέμουν να τα
πουν.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Ωραία κοπέλλα, στην άσπρη αυγή του γέλιου σου
βλέπω τον Άδη των δοντιών που θα λείψουν. Ωραία γυναίκα! Στο μουσικό περπάτημά
σου βλέπω την ποδάγρα που θα σε βυθίση στην πολυθρόνα — όταν σαλεύοντας το κάτω
σαγόνι, πολύ γρηά, θα παραπονιέσαι χωρίς ν' ακουστής.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Έφηβε! Ακούω τον αγώνα της γεροντικής σου
βακτηρίας απάνω στης πέτρες.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Έρωτα! Βλέπω τα φεγγάρια να ξανάρχονται
στρογγυλά κι' όταν θάχεις ξεχαστή.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Ρόδινα πρόσωπα γύρω στη λάμπα του χαρούμενου
σπητιού! Ακούω τη βροχή να σβύνη την επιγραφή των χορταριασμένων σας
τάφων.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Το έργο του ποιητή που θαυμάζω σαπίζει στο
παλαιοπωλείο του δρόμου.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Ο απόστρατος σέρνει την ημιπληγία του με
βροντερά σπηρούνια προς το δημόσιον πάγκο.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Στον παληό κήπο απαντήθηκαν οι δυο ερωτευμένοι
και προσπεράσανε — σαν να μην είχαν ποτέ γνωριστή.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Το άλογο της ενέργειας κυλίστηκε στα βάθη μιας
χαράδρας.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Ο πονεμένος λησμόνησε.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Απάνω στα συντρίμματα των πολιτισμών
βηματίζουν οι αρχαιοφύλακες.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Ω σιωπή! Ω λήθη! Απόψε, όσο ποτέ άλλη φορά,
σας ακούω.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">ΘΑΝΑΤΟΣ ΑΡΧΑΙΟΥ ΘΕΟΥ</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">— Λοιπόν, είπεν ο αρχαίος θεός, ήρθεν η ώρα να
πεθάνω. Το γέλιο του Λουκιανού ακούγεται στον Όλυμπο. Αφού όμως αυτό είνε το
θέλημά σου, ώ άνθρωπε, τι μπορώ να κάμω; Είσαι το υπέρτατο Ον που πλάττει κι'
αφανίζει — και τίποτε δε μπορεί να γλυτώση απ' την καταστροφή όταν αποφασίσης να
το λησμονήσης. Εμείς οι Θεοί το ξέρομε! Αν κι' η σκέψη μας είνε περιωρισμένη,
κρατεί όμως απ' τη μεγάλη σου διάνοια που την εδημιούργησε — και μπορεί κάποτε,
τολμώντας, να φτάση ως το Απόλυτο, που είσαι συ. Σου χρωστούμε τα πάντα.
Καταδέχτηκες να μας δώσης τη γραμμή του σώματός σου. Σε μιαν απελπιστική
μακαριότητα θα νυστάζαμε άνεργοι, γράφοντας συνταγές αρετής, αν δεν είχες
προνοήσει από ευσπλαγχνία να μας χαρίσης το σώμα σου και τα πάθη του! Χάρις σ'
εσένα γνωρίσαμε το ανθισμένο μονοπάτι της αμαρτίας. Απογύμνωσες τη διάνοιά σου
για να μας δώσης της ιδέες της, την ψυχή σου για να μας χαρίσης την αγάπη της
και το θυμό της — και καταδέχτηκες απ' το μεγάλο σου έργο, απ' τη φωτιά, ν'
αφήσης ν' ανάψωμε τον κεραυνό μας που σε σκοτώνει.</span>
</dt>
<dt>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Τώρα τελείωσαν όλα. Δεν έζησα παρά μια στιγμή
— μόνο χίλια χρόνια — κι' είνε θλιβερό να πεθαίνη ένας Θεός νέος μέσα σ' ένα λαό
σαν τους Έλληνες. Ποτέ πια δε θα πετάξω απ' τον Όλυμπο στον Ταΰγετο μαζί με τ'
αλαφρά σύννεφα που τα κυνηγούν ανοιξιάτικοι άνεμοι. Ποτέ δε θ' αγναντέψω το
λιγερό ελιγμό του Αλφειού μέσα στο απαλό τοπείο της Ολυμπίας — μήτε θα λούσω το
κορμί μου ανάμεσα στης Κυκλάδες, την ώρα που τα κύματα εναντιώνονται στο λευκό
πανί που πηγαίνει για τη χρυσή Δήλο!</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Μα μήπως είμαι αθάνατος ; Θεός είμαι. Θ'
ακολουθήσω το θέλημα εκεινού που μ' έπλασε. Άνθρωπε, δημιουργέ, παράλαβέ μου το
πνεύμα!</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">ΕΡΓΑΤΕΣ</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> Στου πλατάνου τον ήσκιο, το μεσημέρι,
ακουμπισμένοι στο χώμα, ξεκουράζονται αυτοί που δεν έχουν ιστορία — οι
εργάτες.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Μιλούνε κινώντας τη γροθιά των — σα να
δουλέβουν. Συνοδεύει της αγαθές των κουβέντες η αιώνια χειρονομία που χτίζει,
αυτή που ύψωσε καταπρόσωπα του θανάτου της Πυραμίδες, το δωρικό ναό, της
πέτρινες γοτθικές προσευχές.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Κανένας δε θα τους μάθει! Ξέρουν τη δημιουργία
χωρίς υπογραφή.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Μα ενώ βυθίζονται στη λήθη των ανθρώπων, η
πλάση που έχει απάνω της τα σημάδια της δύναμής των και της τόλμης των τους
θυμάται — καθώς η γυναίκα το αντρίκιο σφίξιμο. Δίχως το λοστό στους γοφούς της,
δίχως το φουρνέλο στην πέτρα της καρδιάς της, δίχως τον αθάνατον αχό τους,
συλλογιέται πόσο θα ήταν στείρα, βαρειά απ' την άνεργην ενέργεια και την άκαρπην
ωμμορφιά ρωτώντας για το σκοπό της χωρίς να τον μάθη . ..</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Και το στοχασμό της τον βλέπω αυτό το
ανοιξιάτικο μεσημέρι στο ρυάκι του λαμπρού φωτός, που σμαραγδένιο και ρόδινο
μαζί, σταλάζοντας μέσ' απ' τα φύλλα του πλατάνου, τρέχει απάνω στα πουκάμισά σας
και, στους λαιμούς σας, καθώς σαλεύετε μιλώντας, γιγάντιοι δουλευτάδες, ω
σύντροφοί μου!</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Ο ΠΛΑΤΑΝΟΣ</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> Ενώ σάλεβεν ακόμα τη δύναμί του ο πλάτανος
και το πράσινό του ήταν σαν καμπάνα της χαράς που χτυπά στο διάστημα, τα
στρογγυλά σύννεφα του φθινόπωρου υψώθηκαν ακίνητα στον ορίζοντα — και τον
κύτταξαν.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Τότε άρχισε να ετοιμάζεται για το
θάνατο.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Τα πρώτα φύλλα του που κιτρίνισαν, σαν μάτια
που άνοιξαν στο φως της αλήθειας, είδαν το άπειρο που τον περίμενε — κι' ο
πλάτανος ανατρίχιασε στη σκέψη πως θα γνωρίση το σκοπό του.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Απ' το ρυάκι που τον ποτίζει δεν πέρνει πλέον
τίποτε υλικό. Ακούει μονάχα το τραγούδι του νερού στο φεγγάρι.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Λίγο — λίγο κιτρίνιζε. Λίγο — λίγο έφταναν στα
κλαριά του χρυσοί στοχασμοί. Ως που μια μέρα κρατώντας ολάκερο το θησαυρό του
άστραψε μέσ' το σκοτεινό Δεκέμβρη κι' έστησε μέσ' το πάρκο το χρυσό πολυέλαιο
του μαρασμού του ακίνητο. Ούτ' ένα φύλλο δεν του έμεινε πράσινο — τίποτα πια δεν
του θυμίζει τον κόσμο.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Σαν άγγιξεν έτσι την τελειότητα, έρριξε το
πρώτο του μαραμένο φύλλο — μήνυμα πως είν' έτοιμος.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Και τ' άλλα φύλλα, βλέποντας εκείνο με ποια
γαλήνη ξεκίνησε, φρόντισαν να πεθάνουν σύμφωνα με την ενθύμησή του. Δίχως τη
βοήθεια του ανέμου, αποχαιρετώντας το κλαδί και σταματώντας για μια στιγμή στον
αέρα, σαν πουλί που ζυγιάζει τα φτερά του, έπεφταν με κίνημα άξιο των ψυχών που
γνώρισαν το Μοιραίο και δεν έχουν γελαστή.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Ζ Ω Η</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> Μαύρα κι' ανήσυχα γίδια κατεβαίνουν να πιουν
στην κελαϊδούσα ρεματιά.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Μαύρα κι' ανήσυχα γίδια στάθηκαν άξαφνα στον
κατήφορο, με τα κέρατα σαν κλάδους, και τα κεχριμπαρένια των μάτια με
κυττάζουν.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Μέσ' απ' το λόγγο, μέσ' απ τα σγουρά πεύκα,
ένα κοτσύφι σφυρίζει σαν τσοπανόπουλο.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Α! ζωή τρελλή που είσαι! Α ζωή!</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Στον κόρφο του βουνού, σαν καλωσύνη που
κρύβεται είν' ένα εκκλησάκι.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Χρόνια διακόσια κοιμάται απόξω ο καλόγερος που
το ζωγράφισε — χρόνια διακόσια σωπαίνουν τα τρία του κυπαρίσσια.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Στον κόρφο του βουνού είν' ένα κάτασπρο
εκκλησάκι.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Α ζωή ωραία που είσαι! Α ζωή!</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Απάνω στης λιλά μολόχες, απάνου στο νέο
θυμάρι, πουλάκια δίχως όνομα, στιγμές πουλάκια, ήρθαν — έφυγαν.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Η γαλανές σκιές των φύλλων τρέχουν στο φακιόλι
της χωριατοπούλας που διαβαίνει κάτου απ' τον πλάτανο.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Στον ήσκιο του ο γεροπεύκος κοίμισεν ένα
κοπάδι.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Στο λαμπρό γαλάζιο τ' ουρανού άσπρα σύννεφα
σβύνουν από ηδονή…</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Α ζωή ευτυχισμένη που είσαι! Α ζωή!</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Κι' όμως την ώρα του δειλινού — δεν ξέρω τι
θέλει το φως του άλλου κόσμου και χύνεται στα πεύκα, τι θέλει το φως του άλλου
κόσμου…</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> Κι' όμως τώρα που βράδυασε δεν ξέρω
γιατί</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> όλα στον κόσμο συλλογίζονται την αιτία
των</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — γιατί το σκοτάδι απλώνεται σαν ένα
μεγάλο</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> νόημα…</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Κι' όμως τώρα που σκοτείνιασε τα πλάσματα
συλλογίζονται το νόημα τούτο, που το είχανε ξεχάσει το πρωί σήμερα με τον ήλιο,
σήμερα με της χαρές, και πάλι θα το ξεχάσουν αύριο με τον ήλιο, αύριο με της
χαρές…</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Α ζωή ασυλλόγιστη που είσαι! Α ζωή!</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">ΠΑΘΗ</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> Πάθη του ανθρώπου! Στο σιδερένιο
κλουβί</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> της Ηθικής ρυάζεσθε και γυρνάτε
απελπισμένα</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — ωραία θηρία της θερμής Αφρικής!</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Λεοπάρδαλη της ηδονής — λιοντάρι του θυμού —
τίγρη του μίσους — ω! πόσο μεγαλότολμα εργάστηκεν η πλάση την κυρίαρχη γραμμή
σας! Πώς ξετυλίγεται η αρμονία των θαυμαστών σας μυώνων στο καρτέρι και στην
έφοδο!</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Κι' όμως λίγη σκέψη, που τρέμει σαν καλάμι,
μπόρεσε να σας κλείση στα σιδερένια κλουβιά της αρετής — και να! ο Στωικός με το
μαστίγιο έκαμε τα φοβερά σας σώματα να ζαρωθούν σε μια γωνιά της φυλακής και να
σωπάση η μεγάλη σας κραυγή προς την ελευθερία!</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">ΟΙ ΓΑΤΟΙ</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> Ευτυχισμένοι και ράθυμοι, χωρίς ηθική και
χωρίς εργασία, κυρτώνουν το τόξο της ράχης των απάνω στους πύργους των βιβλίων
μας — οι γάτοι.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Του Αρίστιππου του Κυρηναίου οπαδοί, αφίνουν
της ηθικής το πρόβλημα να βασανίζη το σκύλο του σπητιού. Απ' την αγάπη μας
κρατούν το χάδι για να πετάξουν το υπόλοιπο. Γρατσουνίζουν μόλις νοιώσουν πως
τους αγαπήσαμε πολύ.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Χωρίς τον ίλιγγο της ακροβασίας χωρίς το
σκοτάδι και χωρίς την κραυγή του ανέμου, ο έρωτας γι' αυτούς αξίζει κάθε
περιφρόνηση.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Πιστεύουν στη ζωή χωρίς να ρωτήσουν αν υπάρχη
καλύτερη. Υπομένουν και τις εφτά ψυχές των! Για να τιμωρήσουν την ασκήμια της
γειτόνισσας που τους φαρμάκωσε ξέρουν μ' ένα πήδημα να βρεθούν απ' τον Άδη στα
πόδια της και να την τρομάξουν.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Όταν το καναρίνι μας λησμονήση πως υπάρχει
μέτρο στη τέχνη, αυτοί έχουν το θάρρος, χυμώντας στο κλουβί, να πνίξουν το
τραγούδι και να ξαναφέρουν γύρω μας τη γόνιμη σιωπή.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Ο πράσινος λύχνος της ματιάς των καίει τα
μεσάνυχτα στον τάφο του Baudelaire.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Το λιοντάρι που τους έδωσε τη στάση του, η
λεοπάρδαλη που τους χάρισε τη γούνα της, πρόγονοι βασιλικοί, βηματίζουν στον
ύπνο των γάτων — και τότε οι γάτοι, ξυπνώντας, σηκώνουν περήφανα το κεφάλι και
δοκιμάζουν τα νύχια των για πόλεμο.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Κι' όμως όταν χαϊδεύονται από γυναίκες που
κλάψανε πολύ, όταν κοιμώνται στα γόνατα των προδομένων απ' τη μοίρα, οι γάτοι
αφίνουν την καμπύλη της ράχης των να γλυστρά με ηδονή κάτω απ' το χάδι της
αδυναμίας — κι' ανάβει στο ηλεκτρικό τρίχωμά των η ηθική σπίθα!</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Η ΚΟΚΚΙΝΗ ΚΟΡΔΕΛΛΑ</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> Η Μόσχω η Μοσκούλα ξύπνησε με τον
Αυγερινό.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">— Ο πετεινός κοιμάται ακόμα στην εληά της είπε
η μάννα της, στον ουρανό ακόμα βόσκει των άστρων το μελίσσι, κ' είσαι ξυπνή από
τώρα, κατσικούλα μου ;</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Η Μόσκω η Μοσκούλα πηγαίνει κι' ακουμπάει
απάνω της.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">— Γιατί τα σκουλαρίκια του λαιμού σου τρέμουνε
τόσο, ρωτά η μάννα της, γιατί μου βελάζεις ανήσυχα Μόσκω Μοσκούλα ;</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">— Στον ύπνο μου έβλεπα, μάννα μαννούλα μου,
πως ήρθε ξένος άνθρωπος που με κύτταξεν άγρια πολύ κι' ύστερα μου φόρεσε στο
λαιμό μια κόκκινη κορδέλλα.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">— Μόσκω Μοσκούλα, περίμενε να δώση ο ήλιος και
θάρθ' η ξανθή κοπέλλα της κυράς να σου φέρη στην ποδιά της τ' άγριο
τριφύλλι.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">— Στον ύπνο μου την είδα την ξανθή κοπέλλα και
δε μούφερε τ' άγριο τριφύλλι, μόνο κυττώντας την κόκκινη κορδέλα μου σήκωσε την
ποδιά στα μάτια της και σφούγγιξε τα δάκρυα πούτρεχαν νερό.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Η ΛΑΜΠΑΔΑ ΤΟΥ ΑΔΕΡΦΟΥ ΜΟΥ</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> Όταν αντικρύσης τον Κύριον ημών, αδερφέ μου,
κράτα ορθή στο δεξί σου χέρι τη λαμπάδα.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Την άσπρη λαμπάδα της πίστης και της ανησυχίας
όπως την κράτησεν η γενιά μας όλη ανάμεσα στους κόμπους των λιγνών της
δαχτύλων.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Το φως της ερόδισε των προγόνων μας το
βυζαντινό πρόσωπο και κυνήγησε το σκοτάδι μέσ' της ρεματιές των ρυτίδων τους και
στα σπήλαια των ματιών τους.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Στη ρίζα βουνού μαύρου από έλατα
σταυροκοπήθηκαν αυτοί μπροστά σε αθώες σβυσμένες τοιχογραφίες.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Αυτοί σου παράδωκαν τη λαμπάδα να τη φυλάξης
απ' τους ανέμους, αγαπημένε.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Κι' εσύ που την έκλεισες μέσ' τη σιωπή σου,
καταφρονώντας — ωιμέ! — τη νειότη σου και τη στοργή μας, προχώρησε στο Δημιουργό
μπροστά, και στήσε το θρίαμβο της φλόγας σου!</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Ο ΦΑΡΟΣ</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> Τους παλμούς σου βλέπω μέσα στη νύχτα φάρε —
την έγνοια σου για το ναύτη και τον τυχοδιώκτη!</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Η ανησυχίες των ανθρώπων για τους ανθρώπους, η
έγνοιες όλων για τον ένα, η μεγάλες αγάπες που στέκουν απάνω απ' τον πόνο και
τον καιρό — άναψαν το λαμπρό σου βλέμμα που τρέχει στη μανία των κυμάτων!</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Άστρα που δεν ξέρουν γιατί φέγγουν θα ζήλεβαν
τη δόξα του ταπεινού σου λύχνου. Πνεύματα που αμφιβάλλουν για το έργο τους, θα
ήθελαν να στέλνουν μακρυά, καθώς εσύ, στους ανθρώπους την ευεργεσία — φάρε που
ξέρεις γιατί αγρυπνάς …</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Ως κι' εδώ στο βουνό, που στέκω απόψε, η χρυσή
σου ματιά φτάνει από πέρα — σα να ζητά το χαμένο πλεούμενο των λογισμών μου. Ως
εδώ πέρα φτάνουν οι ανήσυχοι παλμοί σου, φάρε, φλογερή και ρυθμική καρδιά της
κοινωνίας!</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Η ΒΡΥΣΗ ΤΩΝ ΛΥΓΜΩΝ</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> Στη ρίζα δυο αγκαλιασμένων δέντρων
κάτου</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> από μαύρα φύλλα σταλάζει η βρύση των λυγμών
μόλις έρθη το βράδυ.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Μόλις πλαγιάσουν τα πουλιά στα λίκνα των
κλαριών και το δάσος βυθιστή στους συλλογισμούς του — η ψυχές κατεβαίνουν τη
μαύρη ρεμματιά και πάνε στη βρύση των λυγμών να γεμίσουν. . .</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Χωρίς να μετανιώσουν που αγάπησαν — χωρίς να
στενάξουν που πληγώθηκαν — κρατούν το στόμα της στάμνας των κάτου απ' τους
λίγους σταλαγμούς της…</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Κι όταν φύγουν όλες, πλησιάζω στη βρύση των
λυγμών τη βαρειά μου στάμνα και περιμένω ως τα μεσάνυχτα — καθώς το θέλησες,
αδερφέ μου, — να γεμίση.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">ΤΟ ΑΡΡΩΣΤΟ ΑΛΟΓΟ</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> Στην αγορά του Σαβάτου τ' άλογα που ήταν για
πούλημα μιλούσαν κάτου απ' τη λεύκα για τη ζωή τους. Κι' ένα κόκκινο άλογο,
κουρασμένο, με το κεφάλι χαμηλά, τους διηγώταν τα θαυμάσια των ταξειδιών
του.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Κάμπους απέραντους στο λιοπύρι εδιάβηκε,
δασωμένες ρεματιές με κελαϊδιστό νερό το ξεκούρασαν. Σε παρθένια χιόνια
βυθίστηκαν τα πέταλά του — από θύελλες μαστιγώθηκε — σε λαμπρές φωτιές εστέγνωσε
— στη ζέστη παχνιών αρχοντικών κοιμήθηκεν ύπνο βαθύ. Για τον καβαλάρη του
μιλούσεν ώρα πολλή και για της πολιτείες που τον χαιρετούσαν από μακρυά με τους
θόλους των και τα καμπαναρειά των . .</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">— Παράξενο! του είπαν. Έτσι άρρωστο και
κοκκαλιάρικο δοκίμασες τέτοιες δόξες;</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">— Είν' αλήθεια, είπε τ' άλογο πως σ' όλη μου
τη ζωή με δεμένα τα μάτια γύριζα μαγγανοπήγαδο. Μα ο Θεός ήξερε να τιμωρήση τον
άνθρωπο που με σκλάβωσε — χαρίζοντάς μου τη φαντασία.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Η ΤΡΕΛΛΗ ΛΕΥΚΑ</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> Ξέρω μια λεύκα που ο αγέρας την τρελλαίνει
και στην πράσινή της θάλασσα τρέχουν τα ρίγη της ευτυχίας και της ηδονής.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Ξέρω μια λεύκα που πίνει νερό στον Κηφισσό.
Στην καρδιά της τον Απρίλη τραγουδεί έν' αηδόνι — στον ύπνο της τον Αύγουστο
ανεβαίνει ένα μεγάλο φεγγάρι στρογγυλό.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Ξέρω μια λεύκα που χωρίς αγέρα σαλέβουν οι
ανήσυχες πεταλούδες των φύλλων της. Από τι; Από τι φτερουγίζουν οι ανήσυχες
πεταλούδες των φύλλων της ; Από αύρες τάχα που σβύσαν εδώ και χρόνια ; Από φιλιά
που πήρε μια φορά ; Ως που νάρθουν καινούργιες χαρές θυμάται της παληές η τρελλή
λεύκα και της ξαναζή.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Ξέρω μια λεύκα με κορμί σαν γυναίκειο, που ζη
και το τελευταίο της φύλλο — μια λεύκα τρελλή, πολύ τρελλή. Το κυπαρίσσι έστεκεν
αντίκρυ κι' η λεύκα το ρωτούσε.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">— Ως πότε συλλογισμένο ; Ωραία που είν' η ζωή!
Ως πότε ακίνητο σαν Αγιορείτης στον όρθρο; Ως πότε θα ζητάς το μεγάλο
νόημα;</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">— Η ρίζες σου δεν είνε βαθειές, τρελλή μου
λεύκα, είπε το κυπαρίσσι, πρόσεξε, πρόσεξε.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Ωραία πούν' η ζωή! Η ρίζες μου
ας</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> μην είνε βαθειές, μα όποια στιγμή κι'
αν</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> πεθάνω, θα μπορώ να πω: έζησα.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Έζησες, τρελλή μου λεύκα, της
απάντησε</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> το κυπαρίσσι, αλλοίμονο! μόνο εδώ
μέσα,</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> σ' αυτή τη ρεματιά.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Η ΚΑΡΔΙΑ ΠΟΥ ΘΥΜΑΤΑΙ</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> Κάτου απ' το πεύκο που βούιζαν τα κλαριά του
σαν ποτάμι κι' έτριζε το κορμί του στον αέρα, βρήκαν μια καρδιά που είχε πεθάνει
— μα δε μπορούσε να λησμονήση.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Βελονιές μυριάδες, μικρές βελονιές, σχημάτιζαν
απάνω της το περίπλοκο κέντημα των πόνων — που δεν το ζωγράφισαν ποτέ χέρια
φτωχής κόρης σε δαντέλλα μηδέ τ' άστρα στον ουρανό.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Κάτου απ' το πεύκο η πεθαμένη καρδιά εστέναζε
κι' έλεγε.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — Δε στενάζω που η πληγές μου ήταν
μυριάδες</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — μόνο στενάζω που ήταν τόσο
μικρές,</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> που ήταν βελονιές. Ο άπρεπος λόγος —
το</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> πλάγιο χτύπημα — το βαμένο χαμόγελο — το
μίσος</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> που έτρεμε πριν χτυπήση — η δειλία που
δεν</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> τόλμησε να κυττάξη πίσω για να ιδή αν
εκέντησε</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — αυτές ήταν η πληγές μου. Πέθανα
χωρίς</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> να με χτυπήση ένα σπαθί. Τέλειωσα
λίγο</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> λίγο, από κεντρί. Κ' όμως με χτυπούσε
το</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> γένος των ανθρώπων — αυτό που
δημιούργησε</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> τον πόλεμο και την ιστορία!</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΣΤΗΝ ΚΥΡΙΑ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> Στο παραθύρι μου ήρθαν χελιδόνια — στους
λογισμούς μου ακούονται ψαλμοί για τη δόξα σου. Ευχαριστώ την καταστροφή που με
ύψωσεν ως εσένα. Ευλογημένες η αποτυχίες που μ' έκαμαν ν' ακούω τον
εσπερινό.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Κάβοι καρτερούσαν το καράβι, της νειότης μου
ξεκινημένο την αυγή.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Στης άρπες των σκοινιών του μάταια πέρασαν οι
συμφωνίες των ανέμων και πίσω απ' τα κατάρτια του μάταια έσβυσαν ήλιοι ωκεανών.
Κάβοι καρτερούσαν το καράβι της νειότης μου ξεκινημένο την αυγή.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Σε μαύρον κάβο το καράβι της νειότης μου
έπεσε. Προς τον Άθω πλέουν τα συτρίμματά του, Κυρία των Αγγέλων!</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Οι αγαπημένοι μου πρόσφεραν το φαρμάκι του
χωρισμού. Ως την ύστερη στάλα το ήπια και σε είδα μπροστά μου. Ωραία είσαι σαν
την αγάπη και σαν την αδυναμία.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Οι αγαπημένοι μου πρόσφεραν το φαρμάκι του
χωρισμού. Αμάρτημα ήταν αν κάποτε χάρηκα, πλάνη αν κάποτε τόλμησα. Στο ύψος του
πόνου, Δέσποινα, κράτησέ με.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Την ειρωνεία της χαράς και τη φτώχεια της
νίκης απομάκρυνε από με, Οδηγήτρια.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Τη δύναμι είδεν η ψυχή μου και γύρισε το
πρόσωπό της. Το αύριο της νειότης είδε κι' έκλαψε πικρά. Στην όχθη ακούοντας το
τραγούδι των ποταμών μοιρολόγησε της δυνατές πολιτείες του πολέμου που
αφανίστηκαν και θρήνησε το νικητή μαζύ με το νικημένο. Ιδού που έμαθα να κρατώ
τη λαμπάδα και να στέκω στο εικόνισμά σου.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Είδα της σαύρας το λιγερό περπάτημα στα
ερείπια των πολιτισμών. Είδα τη δάφνη να κλαίη να σαν ιτιά στην έρημη αρχαία
παλαίστρα. Σαν του σύννεφου τη σκιά περνά η δόξα των δυνατών, σαν παραμύθι των
αγρών η ιστορία! Στων ανθρώπινων θριάμβων τον πάταγο τα κυπαρίσσια κινούν την
κεφαλή. Μονάχα ο πόνος που σε πλήγωσε, αυτός δεν είνε ψέμμα, Παναγία
Παρθένε.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Δόξα στον πόνο!</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Σ' αυτόν η αγάπη προσφέρει το ποτήρι του
αίματός μας. Σ' αυτόν το πνεύμα σωριάζει τα άστρα που τρύγησεν απ' τους
ουράνιους κήπους. Γι' αυτόν ανοίγει τα φτερά της η πεταλούδα της ωραίας μας
στιγμής. Γι' αυτόν ανθίζουν οι κρίνοι των κυμάτων στο αλέτρι της πλώρης.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Δόξα στον πόνο!</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Γι' αυτόν απ' το δέντρο της ζωής μας πέφτουν
αργά τα χρυσά φύλλα της πείρας και της υποταγής. Τον ήλιο σκλαβώνουν οι ζωγράφοι
και διηγούνται τα έργα του. Στα χιόνια των μαρμάρων κατοικούν οι ευγενικές του
μορφές. Στη σιωπή ανθίζουν οι αιώνιες ιδέες του.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Δόξα στον πόνο που σ' εσπάραξε, Μητέρα των
θλιμμένων.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> Σε γονυκλισίες εξαϋλώθηκε — στο
στασίδι</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> τυράγνησε τα κόκκαλά του — στη δέηση
κέρωσε</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> — στην τύψη του σε είδεν όραμα ο
ασκητής</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> που σ' έχει ζωγραφισμένα.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Των παθημάτων μου η σοφία λαμπάδα σ' εσένα
γίνεται, της σιωπής μου η μουσική τροπάριο βυζαντινό ανεβαίνει στη δόξα
σου.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Ωραία είσαι σαν ψυχή που επόνεσε. Ωραία είσαι
σαν ευτυχία που χάθηκε. Ωραία είσαι σαν πνεύμα που δίστασε. Ωραία είσαι σαν
τόλμη που γονάτισε.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Τα κρίνα των στοχασμών μου δέξου, τα χιλιδόνια
των ψαλμών μου άκουσε, Κυρία των Αγγέλων!</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">ΚΑΛΟΓΕΡΑΚΙ</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> Καλογεράκι νάμουνα στη rue de
Vaugirard..</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Απ' την πλατειά πόρτα των μαύρων σεμιναρίων να
βγαίνω γοργό, σκυφτό και σεμνό — σε ώρα τραγουδημένην από ρωλόγι παληό.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Σφιγμένο να είμαι σε ράσο μεταξωτό, κλειδωμένο
με ζώνη πλατειά.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Την άκρη του δρόμου να πηγαίνω την ώρα που
περνούν εκείνες που με κυττάζουν και δεν πρέπει να της κυττάζω — οι
γυναίκες.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Αλαφρές με το ζαρκάδινο πάτημα που μας
υπόσχεται την τρελλή μουσική του ερχομού.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Πάντα πρόθυμες ν' αγαπηθούν και να
λησμονήσουν.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Όλες λυγμός και προδοσία.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Όμως εγώ με τη ζώνη σφιχτή γύρω στο κορμί το
λιγερό σαν κολώνα της Sainte-Chapelle να χαμηλώνω τα μάτια.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Και να μην το ξέρω πως είμαι ωραίο, γιατί δεν
πρέπει να το ξέρω αν θέλω να λέω σωστή την προσευχή μου.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Και το λύγισμα του νέου κορμιού μου μέσα στο
ράσο να μην το νοιώθω — γιατί δεν πρέπει ποτέ να το μάθω πως είμαι σεμνόπρεπο
και λιγερό σαν το κοτσύφι.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Και στους διαβάτες που περγελούν τον Άγιο
Σεβαστιανό της νειότης μου χτυπημένον απ' τα βέλη της αρετής να μπορώ ν'
απαντήσω:</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">«Γιατί δεν κυττάτε την καρδιά σας και το αίμα
της σταλάζει στη λάσπη του δρόμου γι' αυτές ;».</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Κι' από μαύρο σεμινάριο σε τρίσβαθη εκκλησία
κι' από εκκλησία σε πεθαμένη βιβλιοθήκη να πηγαίνω — γοργό, σκυφτό και
σεμνό.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Ave Maria! Παρίσι, 1909</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">ΣΕΜΝΟΤΥΦΙΑ</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> Θυμάσαι ; Το λεωφορείο μας πήγαινε
κλονίζοντάς μας βαρειά με τους μεγάλους του βαλλισμούς. Ήταν συννεφιά, το πλήθος
έτρεχε χωρίς να σταματήση πουθενά, καταδικασμένο σε κίνησιν αιώνια, σε ωμμορφιά
και σε καταστροφή, όπως η θάλασσα.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Κι' άξαφνα στο δρόμο πέρασαν τα κορίτσια των
δώδεκα χρονών πηγαίνοντας ν' ανθίσουν μέσα στο λίθινο δάσος μιας γοτθικής
εκκλησίας. Θα κοινωνούσαν.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Ήταν ολάσπρα. Οι πέπλοι των ακινητούσαν στον
αέρα. Η ψυχή των δεν πρόφτασε να γευτή το φαρμάκι που λέμε ωραίο.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Τότε, εσύ που είχες στα χείλη σου τη νικοτίνη
τόσων αντρών, τη γεύσι τόσων σπασμένων ποτηριών — εσύ που τα ήξερες όλα και το
κακό δεν μπορούσε νάνε μπροστά σου παρά μια παληά ιστορία που φέρνει
νύστα</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">— τότε —</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">καθώς περνούσε η αυγή των δώδεκα χρονών κι'
ακούγαμε, θαρρείς, το χτύπο των φτερών του αρχαγγέλου που τα οδηγούσε στο ναό —
το φτιασίδι σου άσπρισε. Και την ψυχή σου την περόνιασε τέτοιο κρύο που την
άκουσα να πέφτη και να περιμένη ένα θάνατο αργό και βουβό, καθώς πεθαίνουν μέσα
στο χιόνι.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Παρίσι, 1909.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Ο ΜΟΙΡΑΙΟΣ</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> Το πρώτο φιλί που μου χάρισε — το πήρανε τα
χείλη του άλλου που θάρθη.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Στο πρώτο της αγκάλιασμα έτριξεν ηδονικά το
κορμί του άλλου που θάρθη.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Τα χείλη της που κρυφομίλησαν στα πρώτα μου
τριαντάφυλλα είπαν «ευχαριστώ» σ' εκείνον που θάρθη.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Μούλεγε «σ' αγαπώ» — κι ο λόγος της έφευγε
μαζί με τα χελιδόνια τόπους και καιρούς σ' εκείνον που θάρθη.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Με περίμενεν ώρες κι' είχεν αγωνία για κείνον
που αργεί.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Οι δυο μας περπατούσαμε στο φεγγάρι — κι' οι
ήσκιοι μας ήταν τρεις . ..</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Ω μελλούμενε, ω μοιραίε — ξεκίνησες! Δε θα
χάσης ποτέ το δρόμο. Ακούω τα βήματά σου απάνω στα πεθαμένα βήματά μου. Είσαι
στην πόρτα, καλώς ναρθής.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Φεύγω — μα τούτο το τραγούδι μιαν ημέρα και συ
θα το πης.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">ΔΕΗΣΙ</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> Είμαστε μεις που είχαμε τόσο αγαπηθή ως
εχτές; Ή μην ήταν τούτο παραμύθι παληό, ζεσταμένο σε χίλιες αγροτικές φωτιές,
νυσταγμένο από μύρια μάτια κοριτσιών, που μας το διηγήθηκε κάποιος κι' άξαφνα —
αποκοιμήθη ;</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Ποιος θα πιστέψη που χτες χωρίσαμε για
πάντα.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Εχτές χωρίσαμε για πάντα — ά! τι ωραίο σήμερα!
Σαλεύω στον αέρα σαν το φύλλο της λεύκας. Μπορώ κι' είμαι ένας διαβάτης … Είδα
ένα ωραίο τοπείο. Αχ! τι ησυχία! τι ησυχία!</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Κι' όμως — τι θάνατος .. .</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Αλήθεια θα είνε δυνατό να ζήσω κι' αύριο έτσι
πεθαμένος ;</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Βελόνες της υποψίας, μαχαίρια της λύπης, φίδια
της ζήλειας — η καρδιά μου που είχε την τρέλλα να γιατρευτή, τώρα φωνάζει και
ζητεί της πληγές σας. Ω, ξαναρθήτε!</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Παρίσι, 1909.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">ΑΔΕΡΦΕΣ</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> Άκουσε μια ιστορία που είνε μικρή και μοιάζει
με της μεγάλες.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Στο Κένσιγκτον Παρκ, φουντωμένο κι' ανθισμένο,
καθώς καθόμουν μονάχος μιλώντας μ' ένα δέντρο για το λάθος της ύπαρξής μου,
πέρασαν δυο γρηές αδερφές.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Ήταν κι' οι δυο γεροντοκόρες, μα πολύ γρηές,
γιαγιάδες των ανεκπλήρωτων πόθων, από κείνες της αγαπημένες αδερφές που
απελπίζονται μαζί, γερνάνε μαζί και φοβούνται μήπως ο Χάρος αφήση τη μια μοναχή
— γι' αυτό κρατιούνται απ' το χέρι.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Πίσω από ποια βουνά Θε μου! νάχουν κρυφτή οι
δυο νέοι που ονειρεύτηκαν οι δυο γρηές αδερφές στο πλευρό των; Πίσω από ποιά
βουνά; Άλογο που δεν κουράζεται και δε διψάει ποτέ θα τους πηγαίνει μακρυά.
Πάντα θ' αλαργεύουν — δε θα πλησιάσουν ποτέ — μήτε τη νύχτα πλέον του Άι —
Γιάννη — πάντα θ' αλαργεύουν πέρα σ' άλλα βουνά και πάλι σ' άλλα βουνά.
..</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Κρατημένες απ' το χέρι η δυο αδερφές πήγαιναν
κάτω απ' τα δένδρα.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Φορούσαν δυο καπέλλα φορτωμένα με μια φριχτήν
άνοιξη από πανί που έρριχνεν άνθη και καρπούς στα γηρατειά των. Τα ίδια καπέλλα,
τα ίδια λουλούδια, ούτε ένα λιγώτερο — τόσο ήταν αγαπημένες. Η ίδιες ρυτίδες —
τόσο ήταν αγαπημένες! Κι' άξαφνα η μια στάθηκεν, άπλωσε στο χέρι της το καπέλλο
της άλλης και με μεγάλη προσοχή, με μεγαλείτερη στοργή της διώρθωσεν…..αλήθεια
πως να το διηγηθώ; — της διώρθωσε τη θέση κάποιου άνθους που είχε γύρει, σαν να
διώρθωνε το μεγάλο λάθος της ύπαρξής των!</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Η άλλη είπεν «ευχαριστώ» — ξαναπιάστηκαν απ'
το χέρι και περπατούσαν πάλι σιωπηλές και σβυσμένες.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Αυτή ναι η ιστορία.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Λονδίνο, 1909.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">ΕΝΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> Στην πλάκα του τάφου του Verlaine, γυμνή και
μαύρη, απ' τη δόξα, στην πλάκα του τάφου του αφήκα ένα μικρό
τριαντάφυλλο.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Ήταν η πόλη σταχτιά, οι λεύκες του Παρισιού
γυμνές, η ψυχή μου βαρειά.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> Άνεμοι της νύχτας! Όταν θα χορέψετε</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> απόψε στο κοιμητήρι των Batignolles
—</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> μη μου σβύσετε,</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> παρακαλώ σας, την απαλή φλόγα της</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> θυσίας, το τριαντάφυλλο, που το άναψα
—</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> στης ανησυχίες του!</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Παρίσι, 1909.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">ΕΙΜΑΡΜΕΝΗ</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> Μητέρα των θεών, μητέρα της Ιστορίας!
Ειμαρμένη! Στα βάθη της Ανατολής υψώνεσαι πελώριο βουνό με μορφή
γυναίκας.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Η κόρη σου η Δημιουργία, όταν καθρεφτίζεται
στην αγωνία της επιστήμης και στης Τέχνης την έκσταση, καίγεται απ' τον πόθο να
μάθη ποια είσαι συ που την έκαμες τόσο ωραία.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Το πνεύμα ζητεί το σκοπό της χειρονομίας σου,
όταν τίναζες στο χάος τους κόσμους και τους νόμους των.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Γιατί την ιστορία την πήγες από κείνο το δρόμο
; Γιατί την ψυχή μου την περίμενες σ' εκείνη τη στροφή εκείνη τη νύχτα ; Το
άστρο γιατί το γκρέμισες στο διάστημα ; Το λαό που πήγαινε γιατί τον σταμάτησες
; Πώς ξέρεις το δρόμο της καταστροφής ; Πώς βρίσκεις το μονοπάτι της
σωτηρίας;</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Ω πέτρινη διάνοια, βουνό που στέκεις στα βάθη
της Ανατολής, ω άγνοια!</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Γιατί; Γιατί; Γιατί;</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Η φωνή μου χτυπώντας στα κρύα στήθη της, χωρίς
ν' ακουστή, ξαναγύρισε καθώς πήγε κι' η Ειμαρμένη μου απάντησε·</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">— Γιατί,; Γιατί; Γιατί;</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">ΨΑΛΜΟΙ</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> Κύριε, στην κατοικία μου βροντά ο κεραυνός
σου. Δοξασμένο τ' όνομά σου στον αιώνα!</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Κύριε, πόσο θεία εγνώρισες το μέρος που έπρεπε
να χτυπηθώ! Μόνο φωτιά σταλμένη από σένα μπορούσε να βρη το βαθύτερο της αγάπης
μου και να το κάμη στάχτη.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Ο κεραυνός σου μου σπάραξε τον κήπο της
στοργής μου. Ο κεραυνός σου μου βύθισε τη βρύση των δακρύων. Ακούω τη βροντή του
μέσα στο χάος της ψυχής μου. Ευδόκησες να λάμπω από το φως του πόνου!</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Κύριε, μου έλειπεν ως τώρα το δείγμα της
μεγάλης σου καλωσύνης — η καταστροφή. Ναι, είχα κάποτε χαμογελάσει — κάποτε είχα
ελπίσει — κάποτε βρήκα τη ζωή ωραία. Είν' αλήθεια. Είχα κάμει όλες αυτές της
αμαρτίες! Αλλά συ ευδόκησες, να με ξυπνήσης.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Στον πόνο που με βύθισες είνε αδύνατο πλέον ν'
ακούσω τίποτ' άλλο απ' της άρπες των λογισμών που σε δοξάζουν κι' απ' το ποτάμι
της αιωνιότητας που τρέχει στα πόδια σου.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Το κυπαρίσσι της ζωής μου σαλεύει την κορφή
του προς τους ουρανούς. Βράδυ και πρωί περιμένει πως θα καταδεχτής να το κάψης,
το μαύρο κυπαρίσσι που το ξέχασαν οι κεραυνοί σου, Κύριε!</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><b><span style="font-size: 16pt;">Η ΕΚΔΙΚΗΣΗ ΤΟΥ ΠΑΛΙΟΥ ΑΘΗΝΑΙΟΥ</span></b>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> Περπατώντας περήφανα τη λύπη των άσπρων του
μαλλιών στην Αθήνα ο παληός Αθηναίος αφίνει να στάξη το λίγο αίμα της καρδιάς
του στης παληές συνοικίες όπου έζησε μια φορά. Είνε γελαστές και τώρα σαν και
τότε απ' τον ίδιον ήλιο. Του προσώπου του οι χαράδρες διηγούνται τους κεραυνούς
του Καιρού που εβρόντηξαν με θυμό απάνω στης τρέλλας του της κορυφές ω Θεέ! και
ρήμαξαν το παρεκκλήσι, της στοργής του. Εκείνος κρατώντας ορθό το κεφάλι
συλλογιέται.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">— Ξέρω που τ' ολόρθο κυπαρίσσι μιας αυλής της
Αθήνας καίγεται από δύσεις αιώνων κι' από εσπερινούς απλών ψυχών! Ξέρω που
βράχοι χρυσοί μ' ένα μαύρο κατσίκι στα ύψη κατεβαίνουν σε χαρούμενες θάλασσες. Η
ψυχή μου κρατεί το αρχαίο ερείπιο συλλογισμένο μέσα στην ιερή σιωπή της νύχτας.
Στην ψυχή μου λαλούν τα τζιτζίκια της Αθήνας. Στην ψυχή μου λιγά ένα πεύκο
Αττικό. Ξέρω που το ρόδινο χαίρε του ήλιου στον Υμηττό αργεί να σβύση το βράδυ.
Σαν την καμπύλη των γύρω βουνών είν' η γνώσι μου ήσυχη. Τι έχω να φοβηθώ ; Ο
θάνατος αν έρθη αγριωπός να πάρη ένα παληό Αθηναίο, κινδυνεύει να τον δεχτώ
καθώς τη γλυκειά βροχή και τον αλαφρόν αγέρα που ρίχνει τα φύλλα.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><b><span style="font-size: 16pt;">ΤΟ ΚΥΠΑΡΙΣΣΙ</span></b>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> Είμαι το δέντρο που ακολουθεί τη γραμμή της
προσευχής όταν ανεβαίνει από ήσυχη ψυχή.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Είμαι η λόγχη που κοκκίνησε στο αίμα της δύσης
και φρουρεί το Αόρατο απ' την άρνηση και την ειρωνεία.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Είμαι στης γιορτές του τοπείου το μαύρο ράσο
που δεν τέλειωσεν ακόμα τη δοκιμασία του.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Είμαι το καμπαναρειό στο ναό του πόνου και για
της ψυχές που έχουν σκοπό σημαίνει τους όρθρους και τους εσπερινούς η σιωπή
μου.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><b><span style="font-size: 16pt;">ΤΑ ΘΕΙΑ ΔΩΡΑ</span></b>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> Σε κείνον που πόνεσε πρέπουν μακρυνές κορφές
στο γέρμα του ηλιού.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Σε 'κείνον που πόνεσε πρέπει το διαμάντι του
αποσπερίτη κρεμάμενο το βράδυ απάνου από χιονισμένο βουνό.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Σε κείνον που πόνεσε πρέπει το χρυσάφι των
Αττικών βράχων πίσω από αυστηρό κυπαρίσσι.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Σε κείνον που πόνεσε πρέπει το γαλανό σκοτάδι
της βιολέττας στο χέρι του ξανθού Γεννάρη της Αθήνας.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Σε κείνον που πόνεσε πρέπουν τα μύρα του
δάσους των πεύκων μετά τη βροχή.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><b><span style="font-size: 16pt;">ΔΥΣΗ</span></b>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> Ακόμα λίγο — τελευταίοι στοχασμοί του ήλιου .
. . Μη φεύγετε, χρώματα, χρώματα!</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Η στέγες σας χάνουν, απ' τον κάμπο
φτερουγίσατε — η γαλανή βραδυνή σκιά σας ακολουθεί… Σταθήτε λίγο ψηλά. Ας ιδούμε
λίγο ακόμα την ψυχή μας ιστορημένη απάνω στα χιόνια των βουνών από σας —
χρώματα!</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Είστε σεις η ιστορία των κρυφών μας και των
ανείπωτων καϋμών. Σε σας διαβάζομε το εσωτερικό μας παραμύθι — εσείς μας δίνετε
τη γιγάντια ζωγραφιά της ψυχής μας — στο άπειρο, τελευταία χρώματα του
ήλιου!…</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Τελευταία σύννεφα που ανάψατε! Τίνος είστε οι
λογισμοί — τίνος η χαρά κι' η λύπη ; Ποιος ονειρεύεται σ' εκείνο το βουνό; Ποιος
λυπάται σ' εκείνη την πεδιάδα ;</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">Ορατόρια που σβύσατε απάνω στην άρπα των ορθών
κυπαρισσιών — και τώρα μόλις θυμούνται την τελευταία συγχορδία σας οι μακρυνές
ράχες.. . Λαμπάδες αναμμένες απ' την αγωνία του απείρου στο Υπερούσιο — χρώματα
που είστε σαν ν' αγγίξαμε το χέρι αυτών που λείπουν —</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">ω! δεν πρόφτασα να σας κυττάξω — κι' είστε πια
ενθύμηση.</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><b><span style="color: red; font-size: 16pt;">ΤΕΛΟΣ</span></b>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;">ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ "ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΔΑΚΗΣ„ ΕΝ
ΑΘΗΝΑΙΣ</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt;"> Δρ. Αισχύλου, Προμηθεύς δεσμώτης, μετάφ. Γ.
Καλοσγούρου 5. — Αλφιέρη Β., Σαούλ, τραγωδία, μετάφ. Γ. Καλοσγούρου 7.50 Βουτυρά
Δ., Ζωή αρρωστεμένη κι' άλλα διηγήματα . . . 6. — Γαβριηλίδου Βλάση, Ταξείδια
…………. 7.50 » » Αι Γυναίκες……….. 5. — Γκαίτε, Φάουστ, μετάφρασις Κ. Χατζοπούλου
…… 8.50 Γκέιγερσταμ Γ., Παλιά γράμματα, μετάφρ. I. Ε. Χρυσάφη 6. — Γρανίτσα Στ.,
Του βουνού και του λόγγου ……. 7.50 Θεοτόκη Κ., Η τιμή και το χρήμα ………. 7.50 »
Οι σκλάβοι στα δεσμά τους …….. 12. — Καζαντζάκη Γαλάτειας, Τη νύχτα τ' Άη Γιάννη
…. 6. — Καμπούρογλου Δημ., Περασμένα χρόνια …….. 2.50 Καμπύση Γιάννη, Μυστικό
του γάμου. — Η φάρσα της ζωής 6. — Λόγγου, Δάφνης και Χλόη, μετάφρ. Ηλ.
Βουτιερίδου . . 5. — Μαλάμου Δίπλα Κλεαρέτης, Στο διάβα μου, ποιήματα . . 6. —
Μαρία (Βασίλισσα της Ρουμανίας), Μινόλα ……. 5. — Μεριμέ Πρ., Κολόμβα μετάφρασις
Ν. Γ. Πολίτου …. 7.50 Morèas J. (I. Παπαδιαμαντόπουλος). Οι Στροφές …. 6. —
Μπεντιέ Ιωσ., Τριστάνος και Ιζόλδη, μετάφρ. Ν. Βεντήρη 8.50 Νικοντέμι Δαρ., Η
Δασκαλίτσα, μετάφρ. Ειρήνης Δενδρινού 3.50 Νιρβάνα Παύλου, Εκλεκταί Σελίδες ……….
8.50 Ντε Αμίτσης, Το πατρικό σπίτι — Φούριος μετ. Γερ. Σπαταλά 5. —
Ντοστογιέβσκη Θ., Ο Παίκτης, μυθιστόρ. μετάφρ. Φιλήντα 6. — Ξενοπούλου,
Φοιτηταί, τρεις πράξεις μ' επίλογο …. 5. — » Λάουρα, (Το κορίτσι που σκοτώνει)
μυθισ. . 12.50 Πουτσίνι Π., Ανατριχίλες. Διηγήματα, μετάφρ. Μ. Κόκκαλη 3.50
Ρύδβεργ Β., Ρωμαϊκοί θρύλοι, μετάφρασις Ι. Ε. Χρυσάφη 5. — Σκίπη Σωτήρη,
Ανθολογία (1899 — 1919) . ……. 10. — Σλουμπερζέ Γ., Βυζαντινά Ιστορήματα, μετάφ.
Ορ. Σχινά 6. — Σολωμού Δ., Τα Ιταλικά ποιήματα ………. 3.50 » Άπαντα, μετά προλόγου
Κ. Παλαμά …. 25. — Στρίντμπεργ Αυγ., Ο Γάμος, μετάφρ. I. Ε. Χρυσάφη . . 10. —
Ταγόρ Ρ., Λυρικά αφιερώματα, μετάφρ. Κ. Τρικογλίδη 5. — Τσένζορ, Η μονάκριβη,
μετ. εκ του ρωσσικού I. Βεργωτή 5. — Τσέχωφ Α. Νύκτα στο νεκροταφείο ……. …… 4.50
Φρανς Α., Ο Κραινκεμπίλης κλπ., μετάφρ. Α. Πρωτοπάτση 7.50 Φωσκόλου Μάρκου
Αντωνίου, (1669). Ο Φορτουνάτος . . 15. — Χατζοπούλου Κ., Βραδινοί θρύλοι,
Ποιήματα …… 7.50 Ψυχάρη Γ., Σα λάμπει ο ήλιος ………… 10. — » Το ταξίδι μου…………..
10. — » Στον ίσκιο του πλατάνου . . ……. 10. —</span> </dt>
</dl>
</dt>
</dl>
</div>
Anonymoushttp://www.blogger.com/profile/08051056850681230077noreply@blogger.com0